Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51997AC1186

    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ σχετικά με το κοινό σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (η Επιτροπή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας)

    ΕΕ C 19 της 21.1.1998, p. 56 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    51997AC1186

    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ σχετικά με το κοινό σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (η Επιτροπή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας)

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 019 της 21/01/1998 σ. 0056


    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ σχετικά με το κοινό σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (η Επιτροπή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας) (98/C 19/17)

    Στις 11 Ιουλίου 1997, και σύμφωνα με το άρθρο 99 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανωτέρω πρόταση.

    Το τμήμα οικονομικών, δημοσιονομικών και νομισματικών υποθέσεων, στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 14 Οκτωβρίου 1997, με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. Walker, που εργάσθηκε χωρίς ομάδα μελέτης.

    Κατά την 349η σύνοδο ολομέλειας της 29ης και 30ής Οκτωβρίου 1997 (συνεδρίαση της 29ης Οκτωβρίου 1997), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση.

    1. Εισαγωγή

    1.1. Κύριος στόχος της παρούσας πρότασης είναι η θέσπιση μέτρων με στόχο την εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής σε ολόκληρη την Κοινότητα του κοινού συστήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Ένας δευτερεύων στόχος είναι η προσαρμογή στα σημερινά δεδομένα των απαλλαγών από το ΦΠΑ που χορηγούνται βάσει του άρθρου 15 (10).

    1.2. Μεταβολή του νομικού καθεστώτος της Επιτροπής ΦΠΑ

    1.2.1. Για να μπορέσει το κοινό σύστημα ΦΠΑ να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις μιας γνήσιας ενιαίας αγοράς, είναι απαραίτητο να εξασφαλισθεί η ουδετερότητα της φορολογίας και να εξαλειφθούν τα εναπομένοντα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών.

    1.2.1.1. Στο πλαίσιο αυτό, η μέχρι σήμερα εμπειρία, ιδίως από τη λειτουργία των μεταβατικών ρυθμίσεων για τη φορολόγηση των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, έχει δείξει ότι οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη φορολογική επιβάρυνση και τις διοικητικές διαδικασίες υπονομεύουν την ουδετερότητα του συστήματος ΦΠΑ και αποτελούν σοβαρά εμπόδια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αποσκοπούν στην αξιοποίηση της ενιαίας αγοράς. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις υφιστάμενες διαφορές όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των κοινών κανόνων για το ΦΠΑ μεταξύ των κρατών μελών.

    1.2.1.2. Δεν έχουν παραχωρηθεί ακόμη στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων, εκτός από την υποβολή μιας πρότασης στο Συμβούλιο. Συνεπώς, οι διαφορές εφαρμογής του κοινού συστήματος ΦΠΑ έχουν αυξηθεί μεταξύ των κρατών μελών, πράγμα που έρχεται σε σύγκρουση με την έννοια της ενιαίας αγοράς.

    1.2.1.3. Για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της ενιαίας αγοράς, πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινού μηχανισμού ΦΠΑ που προβλέπεται στην έκτη οδηγία.

    1.2.2. Όταν εγκρίθηκε η έκτη οδηγία, δεν λήφθηκαν παρόμοια μέτρα. Η επιτροπή ΦΠΑ συστάθηκε με στόχο να διευκολύνει την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας και να καταστήσει δυνατή τη στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, αλλά παρασχέθηκαν πολύ περιορισμένα μέσα στην επιτροπή αυτή για την επιδίωξη του εν λόγω στόχου.

    1.2.2.1. Η επιτροπή αυτή, που έχει συμβουλευτικά καθήκοντα και απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών, υπό την προεδρία της Επιτροπής, πρέπει να υιοθετεί κατευθυντήριες γραμμές για τα θέματα που θίγουν τα κράτη μέλη ή η Επιτροπή, και να εξετάζει θέματα για τα οποία θα ζητείται η γνώμη της σύμφωνα με την οδηγία.

    1.2.2.2. Συχνά θίγονται στην επιτροπή ΦΠΑ θέματα που έχουν σχέση με τη διάκριση μεταξύ αγαθών και υπηρεσιών ή τη σχετική ταξινόμηση. Όταν λαμβάνονται παρόμοιες αποφάσεις, είναι πιθανόν να έχουν συνέπειες όσον αφορά τον τόπο και τις συνθήκες υπό τις οποίες μια συγκεκριμένη συναλλαγή πρέπει να φορολογηθεί.

    1.2.3. Οι κατευθυντήριες γραμμές που υιοθετούνται από την επιτροπή ΦΠΑ θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας σε ολόκληρη την Κοινότητα, αλλά, ακόμη και όταν η επιτροπή ΦΠΑ έχει ομόφωνη γνώμη για μια κοινή ερμηνεία, οι αποφάσεις αυτές δεν γίνονται οπωσδήποτε αποδεκτές από όλα τα κράτη μέλη.

    1.2.3.1. Τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν τις κατευθυντήριες γραμμές που υιοθετεί η επιτροπή ΦΠΑ, επειδή δεν έχουν νομικό καθεστώς και δεν δημοσιεύονται. Επίσης, οι υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές δεν αποτελούν μέρος των συμφωνιών προσχώρησης των νέων κρατών μελών.

    1.2.3.2. Στην πράξη, συμβαίνει συχνά να μην αποδέχονται όλα τα κράτη μέλη μια συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή. Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει μεμονωμένα να παρεκκλίνει από την κοινή ερμηνεία, αλλά οι παρεκκλίσεις αυτές ενδέχεται επίσης να απορρέουν από δικαστικές αποφάσεις που απαγορεύουν τακτικές οι οποίες δεν έχουν βασισθεί σε κοινές ερμηνείες. Επίσης, οι τυχόν αντίδικοι δεν μπορούν να βασισθούν στις κατευθυντήριες γραμμές της επιτροπής ΦΠΑ, που δεν έχουν κανένα νομικό καθεστώς.

    1.2.4. Συνεπώς, ο στόχος των κατευθυντήριων γραμμών, που είναι η εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινού συστήματος ΦΠΑ, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, με αποτέλεσμα όχι μόνο οι συναλλασσόμενοι, αλλά και τα κράτη μέλη να μην έχουν νομική ασφάλεια και να εκτίθενται, στις διασυνοριακές συναλλαγές, στον κίνδυνο διπλής φορολόγησης ή μη φορολόγησης.

    1.2.5. Τα θέματα αυτά μπορούν σήμερα να επιλυθούν με την κοινοτική νομοθεσία που θα εγκρίνει το Συμβούλιο. Ωστόσο, πρόκειται για μια ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, είναι δε ιδιαίτερα πρόσφορο να εξετάζονται, για παράδειγμα, θέματα που προκύπτουν από τις ταχείες οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις.

    1.3. Πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής που παραχωρείται βάσει του άρθρου 15 (10)

    1.3.1. Στο άρθρο 15, παρ. 10 προβλέπεται απαλλαγή για την παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς διπλωματικές και προξενικές αποστολές, διεθνείς οργανισμούς και τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, αλλά μόνο εφόσον οι εν λόγω δυνάμεις υπηρετούν τον κοινό αμυντικό σκοπό.

    1.3.2. Επειδή η απαλλαγή ισχύει σε ολόκληρη την Κοινότητα, η θέσπιση μέτρων για την προσαρμογή του πεδίου εφαρμογής της θα πρέπει να περιορίζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αποδεικνύεται ότι η παραχώρηση της απαλλαγής εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον. Αυτό θα ίσχυε, επί παραδείγματι, για δραστηριότητες του ΝΑΤΟ οι οποίες δεν εντάσσονται στην κοινή αμυντική προσπάθεια, όπως στην περίπτωση δυνάμεων χωρών μελών του ΝΑΤΟ ή άλλων κρατών μελών οι οποίες συμμετέχουν σε δραστηριότητες στο πλαίσιο της «συμφωνίας συνεργασίας για την ειρήνη».

    1.3.3. Η εν λόγω απαλλαγή υπόκειται σε περιορισμούς τους οποίους αποφασίζει το κράτος μέλος που φιλοξενεί την οντότητα η οποία δικαιούται της απαλλαγής αυτής. Στην περίπτωση των παροχών μεταξύ κρατών μελών, το δικαίωμα απαλλαγής παραχωρείται βάσει εγγράφου.

    1.3.4. Η απαλλαγή είναι «με επιστροφή», πράγμα που σημαίνει ότι ο προμηθευτής εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα να ανακτήσει το σχετικό φόρο κατά το προηγούμενο στάδιο, ώστε να μην καταβάλλεται καθόλου ΦΠΑ για τα απαλλασσόμενα αγαθά ή υπηρεσίες.

    2. Οι προτάσεις της Επιτροπής

    2.1. Μεταβολή του καθεστώτος της επιτροπής ΦΠΑ

    2.1.1. Για να αντιμετωπισθούν οι δυσκολίες στις οποίες προσκρούουν οι συναλλασσόμενοι λόγω της μη ενιαίας εφαρμογής, και για να παρασχεθεί στα κράτη μέλη η επαρκής νομική ασφάλεια, η Επιτροπή προτείνει το μετασχηματισμό της επιτροπή ΦΠΑ από επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα σε επιτροπή η οποία θα ενεργεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αποκαλούμενης «επιτροπής κανονισμού», η οποία γνωμοδοτεί με ειδική πλειοψηφία επί σχεδίων που της υποβάλει η Επιτροπή.

    2.1.1.1. Η θεσμοθέτηση της επιτροπής ΦΠΑ και του κανονισμού λειτουργίας της προτείνεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, παρ. ΙΙΙ, στοιχείο α), της απόφασης του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 1987 () για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή.

    2.1.1.2. Όταν η επιτροπή ΦΠΑ, που γνωμοδοτεί με ειδική πλειοψηφία, εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής, η τελευταία θα καταστεί νόμος. Ο πρόεδρος της επιτροπής ΦΠΑ (δηλ. η Επιτροπή) θα μπορούσε να ορίσει μια προθεσμία για τη λήψη της απόφασης αυτής. Όταν η επιτροπή ΦΠΑ απορρίψει την πρόταση ή δεν εκφέρει γνώμη, η Επιτροπή θα μπορούσε να την παραπέμψει στο Συμβούλιο των Υπουργών για απόφαση. Η πρόταση θα καταστεί νόμος εάν εγκριθεί από το Συμβούλιο, που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, ή εάν το Συμβούλιο παραλείψει να ενεργήσει εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της πρότασης από την Επιτροπή. Όταν το Συμβούλιο απορρίψει την πρόταση με ειδική πλειοψηφία, η πρόταση αυτή θα αποσύρεται.

    2.1.2. Σύμφωνα με την παρούσα πρόταση, η Επιτροπή, επικουρούμενη από την επιτροπή ΦΠΑ θα αποφασίζει σχετικά με την κοινή εφαρμογή των διατάξεων της έκτης οδηγίας, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η έλλειψη ομοιόμορφης εφαρμογής είναι πιθανόν να προκαλέσει το φαινόμενο της διπλής φορολόγησης ή της μη φορολόγησης. Εάν η έκτη οδηγία δεν ρυθμίζει ένα συγκεκριμένο θέμα ή εάν έχει παραχωρηθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να εφαρμόζουν με διαφορετικό τρόπο το κοινό σύστημα ΦΠΑ, η Επιτροπή, επικουρούμενη από την επιτροπή ΦΠΑ, δεν θα έχει την εξουσία να θεσπίζει μέτρα εφαρμογής.

    2.1.3. Τα ζητήματα που αναφέρονται στους συντελεστές ΦΠΑ, περιλαμβανομένων και των μεταβατικών συντελεστών, εξαιρούνται ρητώς από το παεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης διαδικασίας.

    2.1.4. Πέραν των προτεινόμενων αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο της διαδικασίας της «επιτροπής κανονισμού», η επιτροπή ΦΠΑ θα εξακολουθεί να επιτελεί τα καθήκοντά της ως επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα, να ασχολείται δηλαδή με θέματα για τα οποία ζητείται υποχρεωτικώς η γνώμη της, βάσει της οδηγίας και να αποφαίνεται επί ζητημάτων τα οποία εγείρει ο πρόεδρος ή κάποιο μέλος.

    2.2. Πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής που χορηγείται βάσει του άρθρου 15 (10)

    2.2.1. Η Επιτροπή κρίνει ότι οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις μετέβαλαν το ρόλο του ΝΑΤΟ, και ότι επήλθαν επίσης αλλαγές στις διεθνείς σχέσεις που άλλαξαν τους συσχετισμούς στη διεθνή συνεργασία. Κρίνει ότι οι εξελίξεις αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη στις τροποποιήσεις του πεδίου εφαρμογής των απαλλαγών ΦΠΑ που χορηγούνται σε παρόμοιους οργανισμούς.

    2.2.2. Για να επανορθωθεί η ανεπαρκής αυτή κατάσταση, όπως τη θεωρεί, η Επιτροπή επικουρούμενη από την επιτροπή ΦΠΑ που ενεργεί στο πλαίσιο της διαδικασίας της επιτροπής κανονισμού, κρίνει ότι θα πρέπει να της δοθεί η δυνατότητα να υιοθετήσει τις απαιτούμενες προσαρμογές στο άρθρο 15 (10) της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, σύμφωνα με την οποία χορηγείται απαλλαγή σε διπλωματικές και προξενικές αποστολές, διεθνείς οργανισμούς και τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.

    2.2.2.1. Σύμφωνα με το άρθρο 15 (10), η Επιτροπή θα έχει την αρμοδιότητα να αποφασίσει σε ποιούς οργανισμούς και υπό ποιές προϋποθέσεις θα πρέπει να χορηγείται απαλλαγή. Θα έχει επίσης το δικαίωμα να αποφασίσει τις λεπτομέρειες, τη μορφή και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού απαλλαγής από το ΦΠΑ, το οποίο χρησιμεύει ως δικαιολογητικό έγγραφο στους προμηθευτές που παρέχουν, απαλλασσόμενοι από το ΦΠΑ, αγαθά και υπηρεσίες στους προαναφερόμενους οργανισμούς. Κατά τον προσδιορισμό της μορφής και του περιεχομένου του εγγράφου αυτού η Επιτροπή θα πρέπει να επικουρείται από την Επιτροπή ΦΠΑ όπως συμβαίνει με την Επιτροπή για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο σχετικό τομέα.

    2.2.2.2. Με την υιοθέτηση της δεύτερης οδηγίας περί απλουστεύσεως (), το Συμβούλιο, σε δήλωση στα πρακτικά του, έχει ήδη εξουσιοδοτήσει την επιτροπή ΦΠΑ να εκδίδει παρόμοια πιστοποιητικά. Ωστόσο, κρίνεται ότι μια συγκεκριμένη παραχώρηση αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή, που επικουρείται από την επιτροπή ΦΠΑ, θα εξασφαλίσει το κατάλληλο νομικό καθεστώς και τη δέουσα δημοσίευση του πιστοποιητικού αυτού.

    3. Γενικές παρατηρήσεις

    3.1. Μεταβολή του νομικού καθεστώτος της επιτροπής ΦΠΑ

    3.1.1. Στη γνωμοδότησή της με θέμα «Το κοινό σύστημα ΦΠΑ - Πρόγραμμα για την Ενιαία Αγορά» () η ΟΚΕ ανέφερε ότι «Το εμπόριο και η βιομηχανία της ΕΕ ζημιώνονται από την έλλειψη ενός κοινού συστήματος και από τη διαφορετική ερμηνεία και εφαρμογή των υφιστάμενων οδηγιών για το ΦΠΑ από τα κράτη μέλη». Στη συνέχεια ανέφερε ότι «Πρέπει να συσταθεί ένα κεντρικό σώμα για τη διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου σχετικά με την υιοθέτηση κοινών ερμηνειών, ώστε η αναζήτηση λύσεων για τις πρακτικές δυσκολίες που εμφανίζονται, να πραγματοποιείτα σε χαμηλότερο επίπεδο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο».

    3.1.1.1. Συνεπώς, η ΟΚΕ επικροτεί σε μεγάλο βαθμό την πρόταση αυτή για τη δημιουργία ενός φόρουμ στο οποίο θα μπορεί να εφαρμοστεί η εν λόγω διαδικασία, υπό τον όρο ότι θα υπάρχει ένας κατάλληλος μηχανισμός για τη συμμετοχή των επιχειρήσεων, των κοινωνικών εταίρων και άλλων ομάδων κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων στο στάδιο της χάραξης της πολιτικής.

    3.1.2. Στη γνωμοδότησή της, η ΟΚΕ προσέθετε ότι «προκειμένου να διασφαλιστεί η ύπαρξη διαφάνειας ...οι εργασίες της επιτροπής ΦΠΑ θα πρέπει να καταστούν περισσότερο ανοικτές, μέσω της συμμετοχής σε αυτές φορολογικών συμβούλων και της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων». Η ΟΚΕ επαναλαμβάνει τη θέση αυτή.

    3.1.3. Κρίνει επίσης ότι η διαφάνεια θα αυξηθεί περισσότερο εάν οι προτάσεις τις οποίες η Επιτροπή πρόκειται να υποβάλει στην επιτροπή ΦΠΑ, δημοσιεύονται αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από την ημερομηνία της σχετικής συνεδρίασης της επιτροπής ώστε να μπορούν τα ενδιαφερόμενα μέρη να προβούν σε διαβήματα προς τα μέλη της επιτροπής ΦΠΑ.

    3.1.3.1. Στο πλαίσιο αυτό, η ΟΚΕ σημειώνει ότι η Επιτροπή επανεξετάζει τη στιγμή αυτή το ρόλο και τη λειτουργία της Συμβουλευτικής Επιτροπής Δασμών και Έμμεσων Φόρων, που συστάθηκε για να αποτελέσει φόρουμ ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των επιχειρηματικών κύκλων και της Επιτροπής Δασμολογικών και Φορολογικών Υποθέσεων. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την Επιτροπή της ΕΕ ότι η εν λόγω επιτροπή, που δεν συνεδρίασε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να παράσχει το κατάλληλο πλαίσιο για την ανταλλαγή απόψεων σε πιο τακτική βάση, οπότε η επιτροπή ΦΠΑ θα μπορούσε να αντλήσει χρήσιμες πληροφορίες από τον επιχειρηματικό τομέα για τις εργασίες της.

    3.2. Πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής που παραχωρείται βάσει του άρθρου 15 (10)

    3.2.1. Στο έγγραφο της Επιτροπής δεν αναφέρεται κανένα παράδειγμα όσον αφορά τις δυσκολίες που προέκυψαν ή ενδέχεται να προκύψουν από το status quo σχετικά με το άρθρο αυτό, η δε ΟΚΕ κρίνει ότι δεν συνέβαλε στην προτεινόμενη αλλαγή. Επίσης, η ΟΚΕ κρίνει ότι τα θέματα επιλεξιμότητας όσον αφορά τις απαλλαγές αυτές και το πεδίο εφαρμογής τους θα πρέπει να αποτελούν κυρίως αντικείμενο πολιτικών αποφάσεων.

    4. Συμπεράσματα

    4.1. Η ΟΚΕ αποδέχεται την πρόταση ότι οι υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες και κανονισμούς υπονομεύουν την ουδετερότητα του φόρου και αποτελούν σοβαρό εμπόδιο για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς.

    4.1.1. Υπάρχουν σήμερα περισσότερες από 400 επιτροπές που λειτουργούν με τον τρόπο που προτείνεται να λειτουργήσει στο μέλλον η επιτροπή ΦΠΑ. Δεδομένου ότι αναγνωρίζεται η ανάγκη να επιτευχθεί μεγαλύτερη ομοιομορφία κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία των οδηγιών για το ΦΠΑ και να διασφαλισθεί η μη τμηματική θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας στο φορολογικό τομέα, η ΟΚΕ θεωρεί ότι δεν συντρέχει κανένας αποχρών λόγος για να μην αναδιαρθρωθεί η επιτροπή ΦΠΑ σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής.

    4.1.1.1. Βάσει της διαδικασίας εφαρμογής, η επιτροπή ΦΠΑ και το Συμβούλιο των Υπουργών θα εφαρμόζουν τον κανόνα της ειδκής πλειοψηφίας για την αποδοχή ή την απόρριψη των προτάσεων της Επιτροπής. Αυτό αποτελεί σημαντική παρέκκλιση από την καθιερωμένη πρακτική, εφόσον μέχρι τώρα όλες οι αποφάσεις σχετικά με φορολογικά θέματα απαιτούσαν ομοφωνία 7 εξαιτίας του γεγονότος ότι όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τους συντελεστές ΦΠΑ δεν εμπίπτουν στο πεδίο δράσης της και θα εξακολουθήσουν, μαζί με τα άλλα φορολογικά θέματα, να υπόκεινται σε ομοφωνία, όπως άλλωστε θα συμβεί με την έγκριση της παρούσας πρότασης. Η ΟΚΕ αποδέχεται τους λόγους της μεταβολής αυτής.

    4.1.1.2. Η ΟΚΕ θεωρεί απαραίτητο να δημοσιεύονται εκ των προτέρων οι προτάσεις τις οποίες η Επιτροπή πρόκειται να υποβάλει στην επιτροπή ΦΠΑ. Σήμερα, οι τροποποιήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας για το ΦΠΑ απαιτούν την ύπαρξη μιας οδηγίας ή ενός κανονισμού, η δε δημοσίευσή τους με τη μορφή σχεδίου παρέχει σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις. Η εν λόγω δημοσίευση θα πρέπει επίσης να ισχύει και για τις προτάσεις που υποβάλλονται στην επιτροπή ΦΠΑ.

    4.1.1.3. Οι γνωμοδοτήσεις που εκδίδει η επιτροπή ΦΠΑ, είτε δρουν ως ρυθμιστικό είτε ως συμβουλευτικό όργανο, θα πρέπει να δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα.

    4.1.1.4. Η ΟΚΕ υποστηρίζει την πρόταση να αναζωογοννηθεί η συμβουλευτική επιτροπή δασμών και έμμεσων φόρων ώστε να αποτελέσει ένα φόρουμ στο οποίο οι φορολογικοί εμπειρογνώμονες, οι επιχειρήσεις, οι κοινωνικοί εταίροι και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να είναι σε θέση να παρέχουν πληροφορίες στην επιτροπή ΦΠΑ.

    4.2. Η ΟΚΕ δεν συμφωνεί ότι θα πρέπει να παραχωρηθούν στην Επιτροπή, που επικουρείται από την επιτροπή ΦΠΑ, αρμοδιότητες να προβαίνει σε προσαρμογές του πεδίου εφαρμογής των απαλλαγών που χορηγούνται βάσει του άρθρου 15, παρ. 10 ή να αποφασίζει η Επιτροπή και η επιτροπή ΦΠΑ ποιές οργανώσεις θα πρέπει να είναι επιλέξιμες για παρόμοιες απαλλαγές, αλλά δεν βλέπει το λόγο για τον οποίο τα θέματα που έχουν σχέση με τις λεπτομέρειες, τη μορφή και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού απαλλαγής δεν θα πρέπει να υπαχθούν στις αρμοδιότητες της ανανεωμένης επιτροπής ΦΠΑ.

    Βρυξέλλες, 29 Οκτωβρίου 1997.

    Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Tom JENKINS

    () Απόφαση του Συμβουλίου 87/373/ΕΟΚ (ΕΕ L 197 της 18. 7. 1987, σ. 33).

    () Οδηγία του Συμβουλίου 95/7/ΕΟΚ της 10ης Απριλίου 1995, που τροποποιεί την οδηγία 77/388/ΕΟΚ και εισάγει νέα μέτρα απλούστευσης για το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας - περιθώρια για ορισμένες απαλλαγές και πρακτικές ρυθμίσεις εφαρμογής τους - ΕΕ L 102 της 5. 5. 1995, σ. 18.

    () ΕΕ C 296 της 19. 9. 1997, σ. 51.

    Top