EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32024L1785

Οδηγία (ΕΕ) 2024/1785 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 2024, για την τροποποίηση της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) και της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

PE/87/2023/REV/1

ΕΕ L, 2024/1785, 15.7.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1785/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1785/oj

European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2024/1785

15.7.2024

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2024/1785 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 24ης Απριλίου 2024

για την τροποποίηση της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) και της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ανακοίνωση της 11ης Δεκεμβρίου 2019 με τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» αποτελεί τη στρατηγική της Ευρώπης για τη διασφάλιση, έως το 2050, μιας κλιματικά ουδέτερης, καθαρής και κυκλικής οικονομίας, με βελτιστοποίηση της χρησιμοποίησης, επαναχρησιμοποίησης και της διαχείρισης των πόρων, ελαχιστοποίηση της ρύπανσης και, παράλληλα, αναγνώριση της ανάγκης για ριζικά μετασχηματιστικές πολιτικές, καθώς και της ανάγκης για προστασία της υγείας και ευεξίας των πολιτών από περιβαλλοντικούς κινδύνους και επιπτώσεις. Επιδιώκει επίσης να διασφαλίσει ότι η εν λόγω μετάβαση θα πραγματοποιηθεί με τρόπο δίκαιο, χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς να μείνει κανείς στο περιθώριο. Η Ένωση έχει δεσμευτεί επίσης για την υλοποίηση της συμφωνίας του Παρισιού (4), του θεματολογίου για τη βιώσιμη ανάπτυξη με ορίζοντα το 2030 και των οικείων στόχων βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και τη συμμετοχή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Η στρατηγική της Ένωσης για τη βιωσιμότητα των χημικών προϊόντων του Οκτωβρίου 2020 και το σχέδιο δράσης για μηδενική ρύπανση που εγκρίθηκε τον Μάιο του 2021 εξετάζουν συγκεκριμένα τις πτυχές της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας που αφορούν τη ρύπανση. Παράλληλα, η νέα βιομηχανική στρατηγική για την Ευρώπη τονίζει περαιτέρω τον δυνητικό ρόλο των μετασχηματιστικών τεχνολογιών. Άλλες πολιτικές ιδιαίτερα συναφείς με την αναθεώρηση της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) περιλαμβάνουν το ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα (6), τη δέσμη προσαρμογής στον στόχο του 55 %, τη στρατηγική για το μεθάνιο και τη δέσμευση της Γλασκόβης για το μεθάνιο, τη στρατηγική για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, τη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα, τη στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο», τη στρατηγική της ΕΕ για το έδαφος και την πρωτοβουλία για βιώσιμα προϊόντα. Επιπλέον, στο πλαίσιο της αντίδρασης της ΕΕ στον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η πρωτοβουλία REPowerEU προτείνει κοινή ευρωπαϊκή δράση για τη στήριξη της διαφοροποίησης του ενεργειακού εφοδιασμού, την επιτάχυνση της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης.

(2)

Η Επιτροπή ανακοίνωσε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας την αναθεώρηση των μέτρων της Ένωσης για την αντιμετώπιση της ρύπανσης από μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της επανεξέτασης του τομεακού πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας και του τρόπου με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί η πλήρης συνέπειά του με τις πολιτικές για το κλίμα, την ενέργεια και την κυκλική οικονομία. Επίσης, το σχέδιο δράσης για μηδενική ρύπανση, το σχέδιο δράσης για την κυκλική οικονομία και η στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» ζητούν επίσης τη βελτίωση της αποδοτικότητας των πόρων και της επαναχρησιμοποίησης τους, με παράλληλη μείωση των εκπομπών ρύπων στην πηγή, συμπεριλαμβανομένων πηγών που δεν εμπίπτουν επί του παρόντος στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ. Για την αντιμετώπιση της ρύπανσης από ορισμένες αγροτοβιομηχανικές δραστηριότητες, με ταυτόχρονη προώθηση βιώσιμων γεωργικών πρακτικών που έχουν πολλαπλά παράλληλα οφέλη για τους περιβαλλοντικούς και κλιματικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, απαιτείται η υπαγωγή τους στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

(3)

Η εξορυκτική βιομηχανία της Ένωσης είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και της βιομηχανικής στρατηγικής της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν επικαιροποιήσεων της εν λόγω στρατηγικής. Τα μέταλλα έχουν στρατηγική σημασία για την ψηφιακή και την πράσινη μετάβαση, για τον μετασχηματισμό της ενέργειας, των υλικών και της κυκλικής οικονομίας, καθώς και για την ενίσχυση της οικονομικής ανθεκτικότητας και αυτονομίας της Ένωσης. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, είναι ανάγκη να αναπτυχθούν περαιτέρω οι βιώσιμες εγχώριες ικανότητες και η βιώσιμη προσφορά, ειδικότερα υπό το φως της αυξανόμενης παγκόσμιας ζήτησης, της ευπάθειας των εφοδιαστικών αλυσίδων και των γεωπολιτικών εντάσεων. Αυτό απαιτεί αποτελεσματικά, προσαρμοσμένα και εναρμονισμένα μέτρα για τη διασφάλιση της θέσπισης και της χρήσης των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών και, επομένως, για την εφαρμογή διαδικασιών που είναι οι πιο αποδοτικές και έχουν ταυτόχρονα τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον. Οι μηχανισμοί διακυβέρνησης της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, που συνδέουν στενά τους εμπειρογνώμονες του κλάδου με την ανάπτυξη συναινετικών και προσαρμοσμένων περιβαλλοντικών απαιτήσεων, θα στηρίξουν τη βιώσιμη ανάπτυξη των εν λόγω δραστηριοτήτων στην Ένωση. Η ανάπτυξη και η διαθεσιμότητα από κοινού συμφωνημένων προτύπων θα διασφαλίσουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού στην Ένωση, κατοχυρώνοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να συμπεριληφθούν οι εν λόγω δραστηριότητες στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1252 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Η οδηγία περί βιομηχανικών εκπομπών θα στηρίξει τη βιομηχανία στην Ένωση όσον αφορά την ανάπτυξη έργων και θα διευκολύνει τη βιώσιμη και συναινετική ανάπτυξη των εξορυκτικών δραστηριοτήτων στην Ένωση σε ευθυγράμμιση με τους δείκτες αναφοράς του κανονισμού για τις κρίσιμες πρώτες ύλες με ορίζοντα το 2030. Η οδηγία περί βιομηχανικών εκπομπών θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων για την εξορθολογισμένη διαδικασία αδειοδότησης του κανονισμού για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, στηρίζοντας τα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό των όρων των αδειών λειτουργίας και την ταχεία χορήγηση αδειών.

(4)

Η παρούσα τροποποιητική πράξη θα πρέπει να διευκρινίζει ότι η οσφρητική ρύπανση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών («ΒΔΤ») και την έκδοση ή την επανεξέταση αδειών.

(5)

Η πιθανή επιδείνωση των επιπτώσεων των βιομηχανικών απορρίψεων στην κατάσταση των υδατικών συστημάτων λόγω διακυμάνσεων της δυναμικής της ροής των υδάτων θα πρέπει να λαμβάνεται ρητά υπόψη στο πλαίσιο της χορήγησης και επανεξέτασης των αδειών.

(6)

Η εκτροφή ζώων προκαλεί την απελευθέρωση σημαντικών εκπομπών ρύπων στην ατμόσφαιρα και τα ύδατα. Για να μειωθούν οι εν λόγω εκπομπές ρύπων, μεταξύ άλλων, αμμωνίας, μεθανίου, νιτρικών και αερίων του θερμοκηπίου και, ως εκ τούτου, να βελτιωθεί η ποιότητα του αέρα, των υδάτων και του εδάφους, είναι αναγκαίο να μειωθεί το όριο πάνω από το οποίο εγκαταστάσεις εκτροφής χοίρων και πουλερικών περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει και να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την ανάγκη ανάληψης ενωσιακής δράσης για την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των εκπομπών από την εκτροφή ζώων, ιδίως βοοειδών, λαμβάνοντας υπόψη το φάσμα των διαθέσιμων μέσων και τις ιδιαιτερότητες του τομέα. Παράλληλα, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να αξιολογήσει και να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, βάσει στοιχείων, σχετικά με την ανάγκη ανάληψης δράσης από την ΕΕ για την επίτευξη του στόχου της παγκόσμιας περιβαλλοντικής προστασίας όσον αφορά τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της πρόληψης και του ελέγχου των εκπομπών από την κτηνοτροφία, κατά τρόπο που συνάδει με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης.

(7)

Οι σχετικές απαιτήσεις ΒΔΤ λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το μέγεθος, την πυκνότητα εκτροφής και την πολυπλοκότητα αυτών των εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδιαιτεροτήτων των συστημάτων εκτροφής καθώς και το εύρος των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που μπορεί να έχουν. Οι απαιτήσεις αναλογικότητας των ΒΔΤ αποσκοπούν στην παροχή κινήτρων προς τους γεωργούς για την υλοποίηση της απαραίτητης μετάβασης προς όλο και πιο φιλικές προς το περιβάλλον γεωργικές πρακτικές.

(8)

Η εκτροφή χοίρων σε εγκαταστάσεις που λειτουργούν υπό καθεστώτα βιολογικής παραγωγής ή με χαμηλή πυκνότητα εκτροφής θα πρέπει να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, δεδομένου ότι συμβάλλουν θετικά στη διατήρηση των τοπίων, στην πρόληψη δασικών πυρκαγιών και στην προστασία της βιοποικιλότητας και των οικοτόπων. Η εξαίρεση θα πρέπει να καλύπτει εγκαταστάσεις εκτροφής χοίρων σε βοσκότοπους, με χαμηλή πυκνότητα εκτροφής στις οποίες τα ζώα εκτρέφονται σε εξωτερικό χώρο για σημαντικό χρονικό διάστημα ενός έτους, ιδίως κατά τη διάρκεια της ημέρας, και όπου οι καιρικές συνθήκες και οι συνθήκες ασφάλειας διασφαλίζουν την καλή διαβίωση των ζώων, ή όπου τα ζώα εκτρέφονται εποχικά σε εξωτερικό χώρο. Η περιοχή που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της πυκνότητας εκτροφής θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη βοσκή των ζώων στην εγκατάσταση ή για την καλλιέργεια χορτονομής ή ζωοτροφής που χρησιμοποιείται για τη σίτιση των ζώων στην εγκατάσταση.

(9)

Η Ένωση έχει ευθύνη να συνεχίσει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια δράση για το κλίμα, μεταξύ άλλων με την επίτευξη του στόχου μιας κλιματικά ουδέτερης Ένωσης το αργότερο έως το 2050, σύμφωνα με τη συμφωνία του Παρισιού. Η αντιμετώπιση των εκπομπών μεθανίου από το ζωικό κεφάλαιο σε παγκόσμιο επίπεδο θα συμβάλει στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που είναι επειγόντως αναγκαία προκειμένου να διατηρηθεί η παγκόσμια μέση θερμοκρασία αρκετά κάτω από τους 2 oC πάνω τα προβιομηχανικά επίπεδα και να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας σε 1,5 oC πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.

(10)

Η στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» (F2F) έχει καθορίσει τη δέσμευση να προωθήσει την παγκόσμια μετάβαση προς βιώσιμα συστήματα τροφίμων σε φορείς καθορισμού προτύπων και να καθοδηγήσει τις εργασίες σχετικά με τα διεθνή πρότυπα βιωσιμότητας. Η Ένωση θα συνεχίσει να καταβάλλει προσπάθειες για την προώθηση διεθνών προτύπων στους αρμόδιους διεθνείς φορείς και να ενθαρρύνει την παραγωγή αγροδιατροφικών προϊόντων που συμμορφώνονται με υψηλά πρότυπα ασφάλειας και βιωσιμότητας. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην έκθεση της Επιτροπής με τίτλο «Εφαρμογή των υγειονομικών και περιβαλλοντικών προτύπων της ΕΕ στα εισαγόμενα γεωργικά και αγροδιατροφικά προϊόντα», τα φιλόδοξα πρότυπα και στόχοι για την υγεία, το περιβάλλον και άλλα πρότυπα και στόχοι βιωσιμότητας συμβάλλουν στην επίτευξη θεμιτών στόχων όσον αφορά τις παγκόσμιες ανησυχίες, επίσης σύμφωνα με την προσέγγιση «Μία υγεία». Η Ένωση θα συνεχίσει τις προσπάθειές της σε πολυμερές επίπεδο για την επίτευξη παγκόσμιας συναίνεσης σχετικά με την ανάγκη για ανάληψη δράσης και διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα.

(11)

Η Ένωση θα πρέπει επίσης να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διεθνή συνεργασία για τη δημιουργία ενός ανοικτού και δίκαιου πολυμερούς συστήματος όπου το βιώσιμο εμπόριο λειτουργεί ως βασικός παράγοντας διευκόλυνσης της πράσινης μετάβασης. Σε ευθυγράμμιση με την επανεξέταση της πολιτικής της ΕΕ για το εμπόριο και τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Η ισχύς των εμπορικών εταιρικών σχέσεων: μαζί για μια πράσινη και δίκαιη οικονομική ανάπτυξη», είναι σημαντικό να υπάρξει συμμετοχή των εταίρων σε μια συνεργατική διαδικασία για την προώθηση της διεθνούς περιβαλλοντικής διακυβέρνησης και της συμμόρφωσης με τα διεθνή περιβαλλοντικά πρότυπα.

(12)

Προκειμένου να αποφευχθεί ο τεχνητός διαχωρισμός των εκμεταλλεύσεων, ο οποίος θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της δυναμικότητας της εκμετάλλευσης όσον αφορά τη μονάδα ζωικού κεφαλαίου («ΜΖΚ») σε επίπεδο χαμηλότερο από τα όρια που καθορίζονται στο παράρτημα Ια για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι, εάν δύο ή περισσότερες εγκαταστάσεις βρίσκονται σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και εάν ο οικείος φορέας εκμετάλλευσης είναι ο ίδιος ή εάν οι εγκαταστάσεις τελούν υπό τον έλεγχο φορέων εκμετάλλευσης που έχουν συνάψει οικονομική ή νομική σχέση, η αρμόδια αρχή μπορεί να θεωρήσει τις εν λόγω εγκαταστάσεις ως ενιαία μονάδα για τον υπολογισμό της δυναμικότητας για το ζωικό κεφάλαιο. Το όριο των μικτών γεωργοκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την παράκαμψη του ορίου που αφορά κάθε επιμέρους ζωικό κεφάλαιο.

(13)

Είναι πιθανόν να υπάρξει στην Ένωση έως και μετά το 2030 σημαντική αύξηση του αριθμού των εγκαταστάσεων μεγάλης κλίμακας για την παραγωγή συσσωρευτών για ηλεκτρικά οχήματα, εξέλιξη που θα αυξήσει το μερίδιο της Ένωσης στην παγκόσμια παραγωγή συσσωρευτών. Αρκετές από τις δραστηριότητες της αξιακής αλυσίδας σε συσσωρευτές ρυθμίζονται ήδη από την οδηγία 2010/75/ΕΕ και οι συσσωρευτές ρυθμίζονται ως προϊόντα από τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1542 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ μεγάλες εγκαταστάσεις κατασκευής συσσωρευτών, ώστε να διασφαλιστεί ότι καλύπτονται επίσης από τις απαιτήσεις που ορίζονται στην οδηγία 2010/75/ΕΕ. Η ένταξη μεγάλων εγκαταστάσεων παραγωγής συσσωρευτών, σε αντίθεση με εγκαταστάσεις που απλώς συναρμολογούν συσσωρευτές, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ θα βελτιώσει με ολιστικό τρόπο τη βιωσιμότητα των συσσωρευτών και θα ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους. Τούτο θα συμβάλει σε μια πιο βιώσιμη ανάπτυξη της κατασκευής συσσωρευτών.

(14)

Με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση της πρόσβασης του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι οι άδειες για εγκαταστάσεις που χορηγούνται σύμφωνα με την οδηγία 2010/75/ΕΕ πρέπει να διατίθενται στο κοινό στο διαδίκτυο, δωρεάν και χωρίς να περιορίζεται η πρόσβαση σε εγγεγραμμένους χρήστες, ενώ παράλληλα εξασφαλίζεται η προστασία των εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών.

(15)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναπτύξουν ηλεκτρονικά συστήματα αδειοδότησης που μειώνουν τον διοικητικό φόρτο για τους φορείς εκμετάλλευσης και τις αρμόδιες αρχές, ενισχύουν την πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες και διευκολύνουν τη συμμετοχή του κοινού στις διαδικασίες αδειοδότησης. Η Επιτροπή θα πρέπει να στηρίξει τα κράτη μέλη στην ανάπτυξη της ηλεκτρονικής αδειοδότησης, οργανώνοντας την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και παρέχοντας καθοδήγηση σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές.

(16)

Ο αντίκτυπος της ρύπανσης, μεταξύ άλλων στις περιπτώσεις που προκαλείται από συμβάντα ή ατυχήματα, μπορεί να εκτείνεται πέραν της επικράτειας ενός κράτους μέλους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, με την επιφύλαξη της οδηγίας 2012/18/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), για τον περιορισμό των συνεπειών που επιφέρουν στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον συμβάντα ή ατυχήματα και για την πρόληψη περαιτέρω πιθανών συμβάντων ή ατυχημάτων απαιτείται άμεση ανταλλαγή πληροφοριών και στενός συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από τέτοια γεγονότα. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση συμβάντος ή ατυχήματος που επηρεάζει σημαντικά το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών και η διασυνοριακή και πολυτομεακή συνεργασία μεταξύ των πληττόμενων κρατών μελών, ώστε να περιορίζονται οι συνέπειες για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία και να προλαμβάνονται περαιτέρω πιθανά συμβάντα ή ατυχήματα.

(17)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να θεσπίζουν μέτρα διασφάλισης της συμμόρφωσης για την προώθηση, την παρακολούθηση και την επιβολή της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δυνάμει της οδηγίας 2010/75/EΕ. Στο πλαίσιο των μέτρων διασφάλισης της συμμόρφωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή και την επιβολή της παρούσας οδηγίας διαθέτουν επαρκή αριθμό ειδικευμένου προσωπικού και επαρκείς οικονομικούς, τεχνικούς και τεχνολογικούς πόρους για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους σε σχέση με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(18)

Επίσης στο πλαίσιο των μέτρων διασφάλισης της συμμόρφωσης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναστέλλουν τη λειτουργία μιας εγκατάστασης, όταν η συνεχιζόμενη παράβαση των όρων της άδειας και η μη εφαρμογή των πορισμάτων της έκθεσης επιθεώρησης προκαλούν κίνδυνο στην ανθρώπινη υγεία ή ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, προκειμένου να εξαλειφθεί ο εν λόγω κίνδυνος.

(19)

Σε περίπτωση ρύπανσης που επηρεάζει τους πόρους πόσιμου νερού, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών πόρων, ή επηρεάζει την υποδομή λυμάτων, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να ενημερώνει τους θιγόμενους φορείς εκμετάλλευσης πόσιμου νερού και λυμάτων σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται για την πρόληψη ή την αποκατάσταση ζημιών που προκαλούνται από την εν λόγω ρύπανση στην ανθρώπινη υγεία ή στο περιβάλλον.

(20)

Η αξιολόγηση της οδηγίας 2010/75/ΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι δεσμοί μεταξύ της εν λόγω οδηγίας και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), ώστε να αντιμετωπιστούν καλύτερα οι κίνδυνοι από τη χρήση χημικών ουσιών σε εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ. Για να αναπτυχθούν συνέργειες μεταξύ του έργου που επιτελεί ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA) σχετικά με τις χημικές ουσίες και της εκπόνησης των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ βάσει της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, θα πρέπει να ανατεθεί στον ECHA επίσημος ρόλος στην εκπόνηση των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ.

(21)

Η Επιτροπή θα πρέπει να ενθαρρύνει τη συμμετοχή στο φόρουμ ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των συμφεροντούχων και των εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των ΜΚΟ που συμμετέχουν στην προώθηση της προστασίας της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος. Η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος στην ανταλλαγή πληροφοριών, όταν η ανταλλαγή πληροφοριών θα αποκόμιζε οφέλη από την πραγματογνωσία του Οργανισμού. Δεδομένης της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής και του αυξανόμενου φόρτου εργασίας του φόρουμ ανταλλαγών και της τεχνικής ομάδας εργασίας, η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέσει επαρκείς πόρους και να εγκρίνει τις αναγκαίες αλλαγές, μεταξύ άλλων με την τροποποίηση της εκτελεστικής απόφασης 2012/119/ΕΕ της Επιτροπής (11), ώστε να διασφαλιστεί η λειτουργία του φόρουμ και της τεχνικής ομάδας εργασίας.

(22)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών που θα χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό των επιπέδων εκπομπών και των επιπέδων περιβαλλοντικών επιδόσεων που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, ενώ θα διατηρείται παράλληλα η ακεραιότητα των εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών, θα πρέπει να καθοριστούν οι διαδικασίες για τον χειρισμό των πληροφοριών που χαρακτηρίζονται εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες ή εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων όρων σχετικά με την ανωνυμοποίηση για ορισμένες κατηγορίες συμφεροντούχων, και πληροφορίες που συλλέγονται από τη βιομηχανία στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληροφοριών που διοργανώνει η Επιτροπή με σκοπό τη σύνταξη, την επανεξέταση ή την επικαιροποίηση των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ. Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα άτομα που συμμετέχουν στην ανταλλαγή πληροφοριών δεν ανταλλάσσουν πληροφορίες που χαρακτηρίζονται εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες ή εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες με οποιονδήποτε εκπρόσωπο επιχειρήσεων ή εμπορικών ενώσεων που έχουν οικονομικό συμφέρον στις εν λόγω βιομηχανικές δραστηριότητες και συναφείς αγορές. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών δεν θίγει το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης και ειδικότερα το άρθρο 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(23)

Η παρούσα οδηγία δεν δημιουργεί υποχρεώσεις γνωστοποίησης στο κοινό εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών επιπροσθέτως όσων ήδη καθορίζονται στην οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) και στην οδηγία (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(24)

Για να διασφαλιστεί η προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος συνολικά, απαιτούνται συνέργειες και συντονισμός με τη λοιπή σχετική περιβαλλοντική νομοθεσία της Ένωσης, σε όλα τα στάδια εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ζητείται δεόντως η γνώμη όλων των σχετικών αρμόδιων αρχών με αρμοδιότητα σχετικά με τη συμμόρφωση προς τη σχετική περιβαλλοντική νομοθεσία της Ένωσης πριν από τη χορήγηση άδειας δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.

(25)

Με σκοπό τη συνεχή βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων και της ασφάλειας των εγκαταστάσεων, μεταξύ άλλων με την πρόληψη της παραγωγής αποβλήτων, τη βελτιστοποίηση της χρήσης των πόρων και της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων, καθώς και την πρόληψη ή τη μείωση των κινδύνων που συνδέονται με τη χρήση επικίνδυνων ουσιών, οι φορείς εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων θα πρέπει να θεσπίσουν και να εφαρμόζουν σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης (ΣΠΔ) σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και με τα σχετικά συμπεράσματα ΒΔΤ, καθώς και να θέτουν τα σχετικά τμήματα στη διάθεση του κοινού. Πριν τα σχετικά τμήματα του ΣΠΔ του τεθούν στη διάθεση του κοινού, ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να απαλείψει ή να αποκλείσει εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες. Η εν λόγω δυνατότητα θα πρέπει να εφαρμόζεται με περιοριστικό τρόπο, λαμβανομένου υπόψη, για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται από τη δημοσιοποίηση. Το ΣΠΔ θα πρέπει επίσης να καλύπτει τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με τη χρήση των επικίνδυνων ουσιών και μια ανάλυση της πιθανής υποκατάστασης των επικίνδυνων ουσιών από ασφαλέστερες εναλλακτικές.

(26)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το ΣΠΔ είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, το ΣΠΔ θα πρέπει να επανεξετάζεται από τον φορέα εκμετάλλευσης και να ελέγχεται από εξωτερικό ελεγκτή συμβεβλημένο με τον φορέα εκμετάλλευσης. Ο ελεγκτής θα πρέπει να είναι είτε οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαπιστευμένος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), όπως απαιτείται βάσει του προτύπου ISO 17021, είτε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια επαληθευτή περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1221/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(27)

Για τη στήριξη της απανθρακοποίησης, της αποδοτικής χρήσης των πόρων και της κυκλικής οικονομίας, τα συμπεράσματα ΒΔΤ θα πρέπει να περιλαμβάνουν δεσμευτικά επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων που συνδέονται με τις ΒΔΤ και ενδεικτικά επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων που συνδέονται με αναδυόμενες τεχνικές, για μεμονωμένες διαδικασίες που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά, όπως φορείς ενέργειας, πρώτες ύλες, μονάδες παραγωγής και τελικά προϊόντα, και υψηλό βαθμό ομοιογένειας σε ολόκληρη την Ένωση, σε περιπτώσεις που τα δεδομένα που καθίστανται διαθέσιμα κατά την ανταλλαγή πληροφοριών που υποστηρίζουν τον προσδιορισμό των ΒΔΤ είναι επαρκώς αξιόπιστα. Τα συμπεράσματα ΒΔΤ θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν ενδεικτικούς δείκτες αναφοράς για άλλες περιπτώσεις που πρέπει να περιλαμβάνονται από τους φορείς εκμετάλλευσης στα οικεία ΣΠΔ, σε περιπτώσεις που οι περιβαλλοντικές επιδόσεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από συγκεκριμένες συνθήκες των διαδικασιών. Τα επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων που συνδέονται με τις ΒΔΤ και οι δείκτες αναφοράς θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν επίπεδα κατανάλωσης, επίπεδα αποδοτικής χρήσης των πόρων και επίπεδα επαναχρησιμοποίησης που καλύπτουν τα υλικά, το νερό και τους ενεργειακούς πόρους, και επίπεδα αποβλήτων και άλλα επίπεδα που επιτυγχάνονται υπό καθορισμένες συνθήκες αναφοράς. Τα επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων και οι δείκτες αναφοράς θα πρέπει να καθιερωθούν ώστε να λαμβάνουν υπόψη τους πόρους που απαιτούνται για τον μετασχηματισμό των εγκαταστάσεων που αποσκοπούν στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, καθώς και τις διακυμάνσεις των αναγκών σε πόρους που οφείλονται στη ζήτηση για συγκεκριμένα προϊόντα, όπως οι διακυμάνσεις της κατανάλωσης νερού. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να καθορίζει στην άδεια δεσμευτικά εύρη τιμών περιβαλλοντικών επιδόσεων, όπως ορίζεται στα συμπεράσματα ΒΔΤ, καθώς και δεσμευτικές οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων όσον αφορά τα ύδατα και ενδεικτικά επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων όσον αφορά τα απόβλητα και τους πόρους εκτός των υδάτων, τα οποία δεν είναι λιγότερο αυστηρά από περιβαλλοντική άποψη από τα δεσμευτικά εύρη τιμών, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται η κατώτερη απόδοση του υποχρεωτικού εύρους τιμών. Ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να περιλαμβάνει τους δείκτες αναφοράς στο ΣΠΔ.

(28)

Είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν περαιτέρω οι όροι υπό τους οποίους η αρμόδια αρχή, κατά τον καθορισμό των οριακών τιμών εκπομπών που ισχύουν για τις απορρίψεις ρύπων στα ύδατα σε μια άδεια που εκδίδεται βάσει της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις διεργασίες επεξεργασίας επόμενου σταδίου σε μονάδα επεξεργασίας λυμάτων. Οι οριακές τιμές εκπομπών θα πρέπει να διευκρινιστούν κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι οι εν λόγω απορρίψεις δεν επιφέρουν αύξηση του φορτίου ρύπων στα ύδατα υποδοχής, ούτε παρεμποδίζουν την ικανότητα ή τη δυνατότητα ανάκτησης πόρων από το ρεύμα επεξεργασίας λυμάτων, σε σύγκριση με μια κατάσταση κατά την οποία η εγκατάσταση εφαρμόζει ΒΔΤ και πληροί τα όρια εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές για τις άμεσες απορρίψεις.

(29)

Για την παροχή υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος συνολικά απαιτείται, μεταξύ άλλων, καθορισμός οριακών τιμών εκπομπών στις άδειες σε επίπεδο που διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τα ισχύοντα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ-AEL) που καθορίζονται στα συμπεράσματα ΒΔΤ. Τα ΒΔΤ-AEL εκφράζονται συνήθως ως εύρη τιμών και όχι ως μεμονωμένες τιμές, ώστε να αντικατοπτρίζονται οι διαφορές εντός ενός δεδομένου τύπου εγκαταστάσεων που οδηγούν σε διακυμάνσεις των περιβαλλοντικών επιδόσεων που επιτυγχάνονται κατά την εφαρμογή των ΒΔΤ. Για παράδειγμα, μια δεδομένη ΒΔΤ δεν θα αποφέρει τις ίδιες επιδόσεις σε διαφορετικές εγκαταστάσεις, ορισμένες ΒΔΤ μπορεί να μην είναι κατάλληλες για χρήση σε ορισμένες εγκαταστάσεις ή ένας συνδυασμός ΒΔΤ θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικότερος για ορισμένους ρύπους ή περιβαλλοντικά μέσα σε σύγκριση με άλλα. Η επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος συνολικά τέθηκε σε κίνδυνο από την πρακτική του καθορισμού οριακών τιμών εκπομπών στο λιγότερο αυστηρό άκρο του εύρους των επιπέδων εκπομπών που συνδέονται με τις ΒΔΤ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα μιας συγκεκριμένης εγκατάστασης να επιτυγχάνει χαμηλότερα επίπεδα εκπομπών μέσω της εφαρμογής ΒΔΤ. Η πρακτική αυτή αποθαρρύνει τους πρωτοπόρους να εφαρμόζουν αποτελεσματικότερες τεχνικές και εμποδίζει την επίτευξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού που διασφαλίζουν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να καθορίσει οριακές τιμές εκπομπών στο αυστηρότερο εφικτό επίπεδο για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη ολόκληρο το φάσμα των ΒΔΤ-AEL, καθώς και τις πολύτροπες επιπτώσεις. Οι οριακές τιμές εκπομπών θα πρέπει να βασίζονται σε αξιολόγηση από τον φορέα εκμετάλλευσης, στην οποία αναλύεται αν μπορεί να επιτευχθεί το αυστηρότερο όριο του εύρους των BΔT-AEL και επιδιώκεται η καλύτερη δυνατή περιβαλλοντική επίδοση για τις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις· εκτός εάν ο φορέας εκμετάλλευσης αποδεικνύει ότι η εφαρμογή των ΒΔΤ που περιγράφονται στα συμπεράσματα ΒΔΤ παρέχει στην οικεία εγκατάσταση τη δυνατότητα να επιτυγχάνει μόνο λιγότερο αυστηρές οριακές τιμές εκπομπών. Προκειμένου να υποστηριχθούν ο καθορισμός οριακών τιμών εκπομπών στις άδειες και η θέσπιση γενικών δεσμευτικών κανόνων, τα συμπεράσματα για τις ΒΔΤ θα πρέπει να περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τις περιστάσεις οι οποίες επιτρέπουν την επίτευξη χαμηλότερων επιπέδων εκπομπών εντός του εύρους των ΒΔΤ-AEL που έχουν καθοριστεί για κατηγορίες εγκαταστάσεων με παρόμοια χαρακτηριστικά. Κατά τον καθορισμό οριακών τιμών εκπομπών εντός του εύρους των BΔT-AEL, η διαδικασία παρέκκλισης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται.

(30)

Τα συμπεράσματα ΒΔΤ θα πρέπει να προσδιορίζουν τις αναδυόμενες τεχνικές και τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές που μπορούν να εφαρμόσουν οι βιομηχανικοί φορείς εκμετάλλευσης για τον μετασχηματισμό των εγκαταστάσεων ώστε να συνάδουν με τον στόχο της Ένωσης για μια βιώσιμη, καθαρή, κυκλική και κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν στους βιομηχανικούς φορείς εκμετάλλευσης επαρκή χρόνο για την υλοποίηση ριζικού βιομηχανικού μετασχηματισμού που απαιτεί σημαντικές επενδύσεις μέσω ΒΔΤ ή αναδυόμενων τεχνικών που συνεπάγονται σημαντική αλλαγή στον σχεδιασμό ή την τεχνολογία ή την αντικατάσταση υφιστάμενης εγκατάστασης, όπως περιγράφεται στα συμπεράσματα ΒΔΤ και ορίζεται σε σχέδιο μετασχηματισμού.

(31)

Τα τελευταία έτη η Ένωση και τα κράτη μέλη της έχουν αντιμετωπίσει εξαιρετικές καταστάσεις κρίσεων, όπως η πανδημία της COVID-19 και ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Οι κρίσεις αυτές έχουν επηρεάσει ξαφνικά και άμεσα τον εφοδιασμό σε ενέργεια και σε πόρους, υλικά ή εξοπλισμό ζωτικής σημασίας για την κοινωνία, οδηγώντας σε σοβαρές ελλείψεις και διαταραχές, έναντι των οποίων πρέπει να υπάρξει ταχεία αντίδραση. Όταν οι κρίσεις απαιτούν τέτοια αντίδραση, είναι αναγκαίο ενδεχομένως να καθοριστούν οριακές τιμές εκπομπών και οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων που είναι λιγότερο αυστηρές από τα επίπεδα στα συμπεράσματα ΒΔΤ, προκειμένου να διατηρηθεί η παραγωγή ενέργειας ή η παραγωγή άλλου εξοπλισμού ζωτικής σημασίας ή να καταστεί δυνατή η συνέχιση της λειτουργίας των εγκαταστάσεων ζωτικής σημασίας. Η ανάγκη καθορισμού λιγότερο αυστηρών οριακών τιμών εκπομπών ή οριακών τιμών περιβαλλοντικών επιδόσεων πρέπει να εξισορροπείται με την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, καθώς και διασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού και της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς. Κατά συνέπεια, λιγότερο αυστηρά όρια μπορούν να καθοριστούν μόνο ως έσχατη λύση, όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα μέτρα που προκαλούν λιγότερη ρύπανση. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι δεν προκαλείται σημαντική ρύπανση λόγω εκπομπών από την εγκατάσταση. Οι εκπομπές θα πρέπει να παρακολουθούνται με σκοπό την εποπτεία των επιπτώσεων στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία. Προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και η προστασία της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να παρέχει αυστηρή καθοδήγηση σχετικά με τις εξαιρετικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και τις περιστάσεις τους που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Η Επιτροπή θα πρέπει να επαληθεύει ότι οι εν λόγω παρεκκλίσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη είναι δικαιολογημένες και να διατυπώνει αντιρρήσεις όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η παρέκκλιση δεν είναι δικαιολογημένη, οπότε το κράτος μέλος θα πρέπει να αναθεωρεί την παρέκκλιση αμελλητί.

(32)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν να εξαιρέσουν ορισμένες μονάδες καύσης ή μονάδες που εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα, οι οποίες αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), από τις απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης στους όρους αδειοδότησης.

(33)

Για την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση των εκπομπών ρύπων από εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ και για τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού σε ολόκληρη την Ένωση, οι όροι υπό τους οποίους μπορούν να χορηγούνται παρεκκλίσεις από τις οριακές τιμές εκπομπών θα πρέπει να καθορίζονται καλύτερα μέσω γενικών αρχών, συμπεριλαμβανομένης απαίτησης για την τακτική επαναξιολόγησή τους, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τέτοιες παρεκκλίσεις είναι πιο εναρμονισμένες σε ολόκληρη την Ένωση. Επίσης, παρεκκλίσεις από τις οριακές τιμές εκπομπών δεν θα πρέπει να χορηγούνται στις περιπτώσεις που αυτές θα μπορούσαν να θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωση με τα ποιοτικά πρότυπα περιβάλλοντος.

(34)

Η αξιολόγηση της οδηγίας 2010/75/ΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν ορισμένες ανομοιότητες στις προσεγγίσεις αξιολόγησης της συμμόρφωσης για τις εγκαταστάσεις που καλύπτονται από το κεφάλαιο II της εν λόγω οδηγίας. Προκειμένου να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος συνολικά, να διασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και ισότιμοι όροι ανταγωνισμού σε ολόκληρη την Ένωση, με ελαχιστοποίηση, παράλληλα, της διοικητικής επιβάρυνσης για τις επιχειρήσεις και τις δημόσιες αρχές, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει κοινούς κανόνες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές εκπομπών και την επικύρωση των μετρούμενων επιπέδων τόσο των ατμοσφαιρικών εκπομπών όσο και των εκπομπών στα ύδατα με βάση τις ΒΔΤ. Οι εν λόγω κανόνες αξιολόγησης της συμμόρφωσης θα πρέπει να υπερισχύουν των κανόνων που ορίζονται στα κεφάλαια III και IV σχετικά με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές εκπομπών που περιέχονται στα παραρτήματα V και VI της οδηγίας 2010/75/ΕΕ.

(35)

Τα ποιοτικά πρότυπα περιβάλλοντος θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως αναφορές σε όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης, όπως στη νομοθεσία της Ένωσης για τον αέρα και τα ύδατα, οι οποίες πρέπει να πληρούνται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή σε ένα δεδομένο περιβάλλον ή συγκεκριμένο τμήμα του. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι, κατά τη χορήγηση άδειας σε μια εγκατάσταση, οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει μόνο να καθορίζουν όρους για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των λειτουργιών της εγκατάστασης με τα συμπεράσματα όσον αφορά τη χρήση ΒΔΤ, αλλά θα πρέπει επίσης, κατά περίπτωση, με σκοπό τη μείωση της συμβολής της συγκεκριμένης εγκατάστασης στη ρύπανση που σημειώνεται στη σχετική περιοχή, και λαμβάνοντας υπόψη τη συγκέντρωση των συγκεκριμένων ρύπων στο περιβάλλον υποδοχής, να περιλαμβάνουν στην άδεια συγκεκριμένους πρόσθετους όρους οι οποίοι είναι αυστηρότεροι από εκείνους που καθορίζονται στα σχετικά συμπεράσματα ΒΔΤ, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της εγκατάστασης με τα ποιοτικά πρότυπα περιβάλλοντος. Οι εν λόγω όροι θα μπορούσαν να συνίστανται στον καθορισμό αυστηρότερων οριακών τιμών εκπομπών, οριακών τιμών φορτίου εκπομπών ρύπων ή στον περιορισμό της λειτουργίας ή της δυναμικότητας της εγκατάστασης.

(36)

Οι όροι της άδειας θα πρέπει να επανεξετάζονται τακτικά και, εφόσον απαιτείται, να επικαιροποιούνται από την αρμόδια αρχή, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τη σχετική νομοθεσία. Η εν λόγω εξέταση ή αναπροσαρμογή θα πρέπει επίσης να πραγματοποιείται όταν είναι αναγκαίο ώστε η εγκατάσταση να συμμορφώνεται με κάποιο ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων στην περίπτωση νέου ή αναθεωρημένου ποιοτικού προτύπου περιβάλλοντος ή όταν η κατάσταση του περιβάλλοντος υποδοχής απαιτεί αναθεώρηση της άδειας προκειμένου να επιτευχθεί συμμόρφωση με σχέδια και προγράμματα που καθορίζονται βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, όπως τα σχέδια διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών βάσει της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

(37)

Τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, κατά την έβδομη συνεδρίασή τους, ενέκριναν τα πορίσματα της επιτροπής συμμόρφωσης της σύμβασης στην υπόθεση ACCC/C/2014/121, σύμφωνα με τα οποία, με τη θέσπιση νομικού πλαισίου που δεν προβλέπει καμία δυνατότητα συμμετοχής του κοινού σε θέματα επανεξέτασης και αναπροσαρμογής βάσει του άρθρου 21 παράγραφοι 3 και 4 και του άρθρου 21 παράγραφος 5 στοιχεία β) και γ) της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συμμορφώνεται με το άρθρο 6 παράγραφος 10 της σύμβασης. Τα εν λόγω πορίσματα έχουν εγκριθεί από την Ένωση και τα κράτη μέλη της και, προκειμένου να επιτευχθεί πλήρης συμμόρφωση με τη σύμβαση του Aarhus, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι θα πρέπει να παρέχονται έγκαιρα και αποτελεσματικά στα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού ευκαιρίες συμμετοχής στη χορήγηση ή την επικαιροποίηση των όρων αδειοδότησης που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή, ακόμη και όταν οι όροι αδειοδότησης επανεξετάζονται μετά τη δημοσίευση αποφάσεων σχετικά με τα συμπεράσματα ΒΔΤ που αφορούν την κύρια δραστηριότητα της εγκατάστασης· όταν οι εξελίξεις στις ΒΔΤ παρέχουν δυνατότητα σημαντικής μείωσης των εκπομπών· όταν η ασφάλεια εκμετάλλευσης απαιτεί την εφαρμογή άλλων τεχνικών· και όπου απαιτείται για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με νέο ή αναθεωρημένο ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος.

(38)

Όπως διευκρινίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου (18), τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν το νόμιμο δικαίωμα για την άσκηση προσφυγής κατά απόφασης δημόσιας αρχής στα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού που παρενέβησαν στην προηγούμενη διοικητική διαδικασία λήψης της εν λόγω απόφασης. Όπως επίσης διευκρινίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου (19), η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα και τα αποτελεσματικά μέσα παροχής έννομης προστασίας απαιτούν, μεταξύ άλλων, να έχει το μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο ή από αρμόδιο ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο να διατάξει προσωρινά μέτρα για την πρόληψη συγκεκριμένης περίπτωσης ρύπανσης, περιλαμβανομένης, εν ανάγκη, της προσωρινής αναστολής της βαλλόμενης άδειας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η νομιμοποίηση δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τον ρόλο που διαδραμάτισε το ενδιαφερόμενο μέλος του κοινού κατά τη διάρκεια μιας συμμετοχικής φάσης των διαδικασιών λήψης απόφασης, ιδίως όσον αφορά την αδειοδότηση και το κλείσιμο εγκαταστάσεων, δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Επίσης, κάθε διαδικασία εξέτασης θα πρέπει να είναι δίκαιη, αντικειμενική, έγκαιρη, να μην είναι απαγορευτικά δαπανηρή και να προβλέπει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα παροχής έννομης προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών μέτρων, κατά περίπτωση. Όσον αφορά τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, η αναστολή των εργασιών δεν θα πρέπει να θίγει ουδαμώς τη συνέχιση των δραστηριοτήτων που είναι αναγκαίες για την καλή διαβίωση των ζώων.

(39)

Όταν περισσότερα του ενός κράτη μέλη θα μπορούσαν να επηρεαστούν από τη λειτουργία μιας εγκατάστασης θα πρέπει να υπάρχει διασυνοριακή συνεργασία πριν από τη χορήγηση αδειών, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει την εκ των προτέρων ενημέρωση και διαβούλευση με τα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών που θα μπορούσαν να επηρεαστούν.

(40)

Από την αξιολόγηση της οδηγίας 2010/75/ΕΕ διαπιστώθηκε ότι, ακόμη και αν η οδηγία επιδιώκει να προωθήσει τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, δεν είναι αρκετά δυναμική και δεν στηρίζει επαρκώς την ανάπτυξη καινοτόμων διεργασιών και τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι απαραίτητες για τη διττή πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και την επίτευξη των στόχων του ευρωπαϊκού νομοθετήματος για το κλίμα. Ως εκ τούτου, χωρίς να προδιαγράφεται η χρήση οποιασδήποτε τεχνικής ή συγκεκριμένης τεχνολογίας, είναι σκόπιμο να διευκολυνθεί η δοκιμή και η ανάπτυξη αναδυόμενων τεχνικών με βελτιωμένες περιβαλλοντικές επιδόσεις, να διευκολυνθεί η συνεργασία με ερευνητές και βιομηχανίες σε δημόσια χρηματοδοτούμενα ερευνητικά έργα υπό τους όρους που προβλέπονται στα σχετικά ευρωπαϊκά και εθνικά χρηματοδοτικά μέσα και να δημιουργηθεί ειδικό κέντρο για τη στήριξη της καινοτομίας μέσω της συλλογής και της ανάλυσης πληροφοριών σχετικά με αναδυόμενες τεχνικές, που σχετίζονται με δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της εκτροφής πουλερικών και χοίρων καθώς και να χαρακτηριστεί το επίπεδο ανάπτυξής τους από την έρευνα έως την εφαρμογή με τη χρήση της κλίμακας επιπέδου τεχνολογικής ετοιμότητας («TRL») και να αξιολογηθεί το επίπεδο των περιβαλλοντικών επιδόσεων των εν λόγω τεχνικών, λαμβανομένων υπόψη τυχόν δυνητικών περιορισμών όσον αφορά τη διαθεσιμότητα και την αξιοπιστία των δεδομένων. Αυτό θα συμβάλει επίσης στην ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την κατάρτιση, την επανεξέταση και την επικαιροποίηση των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ. Οι αναδυόμενες τεχνικές που πρέπει να αναλύονται από το κέντρο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον στο επίπεδο TRL 6-7, δηλαδή της τεχνολογίας που έχει επιδειχθεί στο σχετικό περιβάλλον (βιομηχανικά συναφές περιβάλλον στην περίπτωση βασικών τεχνολογιών γενικής εφαρμογής) ή της επίδειξης πρωτοτύπου συστήματος σε περιβάλλον λειτουργίας.

(41)

Για την επίτευξη των στόχων της Ένωσης όσον αφορά μια καθαρή, κυκλική και κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050 απαιτείται ριζικός μετασχηματισμός της οικονομίας της Ένωσης. Συνεπώς, σύμφωνα με το 8ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, οι φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων που καλύπτονται από την οδηγία 2010/75/ΕΕ θα πρέπει να υποχρεούνται να περιλαμβάνουν σχέδια μετασχηματισμού στα οικεία συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης. Τα εν λόγω σχέδια μετασχηματισμού θα συμπληρώνουν επίσης τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας των εταιρειών σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), παρέχοντας ένα μέσο για την εφαρμογή των εν λόγω απαιτήσεων σε επίπεδο εγκατάστασης. Πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να είναι ο μετασχηματισμός των ενεργοβόρων δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι. Ως εκ τούτου, οι φορείς εκμετάλλευσης ενεργοβόρων εγκαταστάσεων θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδια μετασχηματισμού έως τις 30 Ιουνίου 2030. Οι φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων που εκτελούν άλλες δραστηριότητες αναφερόμενες στο παράρτημα Ι θα πρέπει να υποχρεούνται να καταρτίζουν σχέδια μετασχηματισμού στο πλαίσιο της επανεξέτασης και της αναπροσαρμογής των αδειών μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων σχετικά με τα συμπεράσματα ΒΔΤ που δημοσιεύονται μετά την 1η Ιανουαρίου 2030. Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταρτίζουν ενιαίο σχέδιο μετασχηματισμού που θα καλύπτει όλες τις εγκαταστάσεις που τελούν υπό τον έλεγχό τους σε ένα κράτος μέλος και, όταν στοιχεία των σχεδίων μετασχηματισμού έχουν ήδη αναπτυχθεί σε άλλα έγγραφα και συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, θα πρέπει να επιτρέπεται στους φορείς εκμετάλλευσης να περιλαμβάνουν στο σχέδιο μετασχηματισμού παραπομπή στα σχετικά έγγραφα. Μολονότι τα σχέδια μετασχηματισμού θα πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν ενδεικτικά έγγραφα που καταρτίζονται υπό την ευθύνη των φορέων εκμετάλλευσης, ο οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης ή ο επαληθευτής περιβάλλοντος που έχει συμβληθεί με τους φορείς εκμετάλλευσης στο πλαίσιο των οικείων συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης θα πρέπει να ελέγχει αν περιέχουν τις ελάχιστες πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θα εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να δημοσιοποιούν τα σχέδια μετασχηματισμού.

(42)

Τα ψηφιακά εργαλεία, όπως τα ψηφιοποιημένα συστήματα διαχείρισης, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση και στη διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με τη ρύπανση, καθώς και να βοηθήσουν τους φορείς εκμετάλλευσης στον μετασχηματισμό των εγκαταστάσεών τους.

(43)

Απαιτείται περαιτέρω σαφήνεια όσον αφορά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα αξιολογείται αν τα καθαρισμένα αέρια ή υγρά που προκύπτουν από την αεριοποίηση και την πυρόλυση αποβλήτων έχουν καθαριστεί επαρκώς σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην συνιστούν πλέον απόβλητα πριν από την αποτέφρωσή τους.

(44)

Λόγω του μεγάλου αριθμού εγκαταστάσεων εκτροφής που θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ και της σχετικής απλότητας των διεργασιών και των συνηθισμένων εκπομπών των εν λόγω εγκαταστάσεων, είναι σκόπιμο να καθοριστούν συγκεκριμένες διοικητικές διαδικασίες για την έκδοση αδειών και για την άσκηση των σχετικών δραστηριοτήτων, οι οποίες θα είναι προσαρμοσμένες στον τομέα, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που αφορούν την ενημέρωση και τη συμμετοχή του κοινού, τον συντονισμό και τη συμμόρφωση. Αυτό θα επιτρέψει τη θέσπιση γενικών δεσμευτικών κανόνων σε εθνικό επίπεδο και την καταχώριση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων αντί της έκδοσης ατομικών αδειών για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι γενικοί δεσμευτικοί κανόνες και οι διαδικασίες καταχώρισης εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, ισοδύναμο με εκείνο που επιτυγχάνεται με τους όρους της μεμονωμένης άδειας.

(45)

Οι καινοτόμες τεχνικές που εμφανίζονται στην αγορά αναμένεται να μειώνουν όλο και περισσότερο τόσο τις εκπομπές ρύπων όσο και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τόσο της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, όσο και της οδηγίας 2010/75/ΕΕ. Μολονότι αυτό θα καταστήσει δυνατή την ανάπτυξη περαιτέρω συνεργειών μεταξύ των εν λόγω οδηγιών, θα μπορούσε να επηρεάσει τη λειτουργία τους, μεταξύ άλλων και στην αγορά ανθρακούχων εκπομπών. Η οδηγία 2003/87/ΕΚ περιλαμβάνει, στο πλαίσιο αυτό, διάταξη για την επανεξέταση της αποτελεσματικότητας των συνεργειών με την οδηγία 2010/75/ΕΕ, που ζητεί τον συντονισμό των περιβαλλοντικών και των κλιματικών αδειών για τη διασφάλιση της αποδοτικής και ταχύτερης εκτέλεσης των μέτρων που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τους στόχους της Ένωσης για το κλίμα και την ενέργεια. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η δυναμική της καινοτομίας στο πλαίσιο αυτό και η επανεξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση επανεξέτασης της εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έως το 2028 και, στη συνέχεια, ανά πενταετία.

(46)

Με βάση την απλούστευση της υποβολής εκθέσεων που πραγματοποιείται δυνάμει της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να εξορθολογίζει τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες τίθενται στη διάθεσή της από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία με άλλες σχετικές απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1244 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21). Οι υποβαλλόμενες πληροφορίες θα πρέπει να επιτρέπουν την ουσιαστική επανεξέταση της εφαρμογής και των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων όσον αφορά τις εκπομπές και άλλες μορφές ρύπανσης, τις οριακές τιμές εκπομπών, την εφαρμογή των ΒΔΤ, τη χορήγηση εξαιρέσεων και την κατάσταση λειτουργίας των εγκαταστάσεων. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θα πρέπει να επικαιροποιήσει έως τις 5 Αυγούστου 2026 την εκτελεστική απόφαση που καθορίζει το είδος, τον μορφότυπο και τη συχνότητα υποβολής των πληροφοριών από τα κράτη μέλη.

(47)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η οδηγία 2010/75/ΕΕ εξακολουθεί να επιτυγχάνει τους στόχους της όσον αφορά την πρόληψη ή τη μείωση των εκπομπών ρύπων και την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες λειτουργίας για τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την εκτροφή χοίρων και πουλερικών, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας κάθε κλάδου δραστηριότητας. Θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ενιαίων όρων. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22). Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.

(48)

Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την ανάγκη ελέγχου των εκπομπών από χερσαίες και υπεράκτιες έρευνες και παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, λαμβάνοντας υπόψη το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1787 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) και την οδηγία 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), την ανάγκη ελέγχου των εκπομπών από την επιτόπια επεξεργασία και εξόρυξη μη ενεργειακών βιομηχανικών ορυκτών που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία εκτός των κατασκευών, καθώς και την ανάγκη ελέγχου των εκπομπών από την επιτόπια επεξεργασία και εξόρυξη μεταλλευμάτων που ξεκίνησαν να πραγματοποιούνται πρόσφατα στην Ένωση, και την ανάγκη αναθεώρησης του ορίου δραστηριότητας του παραρτήματος Ι για την παραγωγή υδρογόνου με ηλεκτρόλυση νερού.

(49)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι για την εφαρμογή της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά τον καθορισμό i) τυποποιημένης μεθοδολογίας για την αξιολόγηση της δυσαναλογίας μεταξύ του κόστους εφαρμογής των συμπερασμάτων ΒΔΤ και των δυνητικών περιβαλλοντικών οφελών σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4, λαμβάνοντας υπόψη μεθόδους όπως οι μέθοδοι «Αξία Στατιστικής Ζωής» (VSL) ή «Αξία του Έτους Ζωής» (VOLY), κατά περίπτωση, ii) τυποποιημένης μεθοδολογίας για τη διενέργεια της αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 6, iii) της μεθόδου μέτρησης για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στην άδεια όσον αφορά τις εκπομπές στην ατμόσφαιρα και τα ύδατα, iv) των λεπτομερών ρυθμίσεων που απαιτούνται για τη δημιουργία και τη λειτουργία του κέντρου καινοτομίας για τον βιομηχανικό μετασχηματισμό και τις εκπομπές, v) του μορφοτύπου που πρέπει να χρησιμοποιείται για τα σχέδια μετασχηματισμού και vi) των πληροφοριών από το ΣΠΔ που είναι σημαντικές για δημοσίευση, που θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες για τους δείκτες και τους στόχους περιβαλλοντικών επιδόσεων, καθώς και για την πρόοδο προς την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(50)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή των υποχρεώσεων που καθορίζονται στην οδηγία 2010/75/ΕΕ, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το ελάχιστο περιεχόμενο αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων. Οι διαφορές στα καθεστώτα κυρώσεων, το γεγονός ότι οι επιβαλλόμενες κυρώσεις θεωρούνται σε πολλές περιπτώσεις υπερβολικά περιορισμένες ώστε να έχουν πραγματικά αποτρεπτικό αποτέλεσμα στις παράνομες συμπεριφορές και η έλλειψη ομοιόμορφης εφαρμογής μεταξύ των κρατών μελών υπονομεύουν τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού όσον αφορά τις βιομηχανικές εκπομπές σε ολόκληρη την Ένωση.

(51)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που θα επιβάλλονται για παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν κανόνες για διοικητικές και ποινικές κυρώσεις. Σε κάθε περίπτωση, η επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων δεν θα πρέπει να οδηγεί σε προσβολή του δικαιώματος του προσώπου να μην δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (αρχή ne bis in idem), όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο. Για τις σοβαρότερες παραβάσεις που διαπράττονται από νομικό πρόσωπο, όπως εκείνες που έχουν υψηλό επίπεδο σοβαρότητας λόγω της φύσης, της έκτασης και της επανάληψής τους, ή όταν οι παραβάσεις αυτές ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το εθνικό τους σύστημα κυρώσεων περιλαμβάνει πρόστιμα των οποίων το μέγιστο ποσό θα πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στο 3 % του ετήσιου κύκλου εργασιών του φορέα εκμετάλλευσης στην Ένωση κατά το οικονομικό έτος που προηγείται του έτους κατά το οποίο επιβάλλεται το πρόστιμο. Για τις παραβάσεις αυτές, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών δυνάμει της οδηγίας 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25), τα κράτη μέλη μπορούν επίσης ή εναλλακτικά να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(52)

Όταν προκαλείται βλάβη στην ανθρώπινη υγεία ως αποτέλεσμα παράβασης εθνικών μέτρων που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με την οδηγία 2010/75/ΕΕ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα θιγόμενα άτομα είναι σε θέση να διεκδικήσουν και να λάβουν αποζημίωση για τη βλάβη αυτή από τα σχετικά φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Οι εν λόγω κανόνες αποζημίωσης συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της διατήρησης, της προστασίας και της βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος και της προστασίας της ανθρώπινης υγείας, όπως ορίζονται στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ. Στηρίζουν επίσης το δικαίωμα στη ζωή, στην ακεραιότητα του προσώπου και στην προστασία της υγείας που ορίζονται στα άρθρα 2, 3 και 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που ορίζεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Επίσης, η οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26) δεν παρέχει σε ιδιώτες το δικαίωμα να διεκδικήσουν αποζημίωση συνεπεία περιβαλλοντικής ζημίας ή επικείμενης απειλής τέτοιας ζημίας.

(53)

Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο η οδηγία 2010/75/ΕΕ να προβλέψει το δικαίωμα αποζημίωσης για βλάβες που υφίστανται φυσικά πρόσωπα και να διασφαλιστεί ότι τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους στην περίπτωση βλαβών της υγείας που προκαλούνται από παραβάσεις της οδηγίας 2010/75/ΕΕ και, ως εκ τούτου, να διασφαλίζεται η αποδοτικότερη επιβολή της εν λόγω οδηγίας. Οι διαδικασίες που αφορούν αγωγές αποζημίωσης θα πρέπει να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται με τρόπο ώστε να μην καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης για βλάβη.

(54)

Ο αντίκτυπος της οδηγίας 2010/75/ΕΕ στη δικονομική αυτοτέλεια των κρατών μελών θα πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση των στόχων προστασίας της ανθρώπινης υγείας μέσω ενός ασφαλούς περιβάλλοντος το οποίο επιδιώκει η οδηγία και δεν θα πρέπει να επηρεάζει άλλους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που θεσπίζουν το δικαίωμα αξίωσης αποζημίωσης για παραβάσεις της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, οι εν λόγω εθνικοί κανόνες δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού για την επιδίωξη αποζημίωσης που απαιτείται από την οδηγία 2010/75/ΕΕ.

(55)

Η οδηγία 2010/75/ΕΕ έχει εφαρμοστεί με αποκλίνοντες τρόπους μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την κάλυψη των εγκαταστάσεων παραγωγής κεραμικών προϊόντων με ψήσιμο, διότι η διατύπωση του ορισμού της δραστηριότητας αυτής παρείχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποφασίζουν αν θα εφαρμόσουν και τα δύο κριτήρια ή μόνο ένα από τα δύο κριτήρια σχετικά με την παραγωγική δυναμικότητα και τη δυναμικότητα καμίνου. Προκειμένου να διασφαλιστούν η συνεκτικότερη εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας και ισότιμοι όροι ανταγωνισμού σε ολόκληρη την Ένωση, οι εν λόγω εγκαταστάσεις θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας όταν πληρούται ένα από τα δύο αυτά κριτήρια.

(56)

Κατά τον καθορισμό οριακών τιμών εκπομπών για ρυπαντικές ουσίες, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να εξετάζει όλες τις ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των ουσιών που αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία, οι οποίες ενδέχεται να εκπέμπονται από την εν λόγω εγκατάσταση και να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου, η ποσότητα και η φύση των εκπεμπόμενων ουσιών, καθώς και η δυνατότητά τους να ρυπάνουν οποιοδήποτε περιβαλλοντικό μέσο. Τα συμπεράσματα ΒΔΤ, κατά περίπτωση, είναι το σημείο αναφοράς για την επιλογή των ουσιών για τις οποίες πρέπει να καθοριστούν οριακές τιμές εκπομπών, παρόλο που η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να επιλέξει πρόσθετες ουσίες. Επί του παρόντος, οι επιμέρους ρυπαντικές ουσίες αναφέρονται με μη εξαντλητικό τρόπο στο παράρτημα II της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, πράγμα που δεν συνάδει με την ολιστική προσέγγιση της εν λόγω οδηγίας και δεν αντικατοπτρίζει την ανάγκη οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές ρυπαντικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των ουσιών που αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία. Ως εκ τούτου, ο μη εξαντλητικός κατάλογος ρυπαντικών ουσιών θα πρέπει να διαγραφεί. Αντ’ αυτού, πρέπει να γίνει αναφορά στον κατάλογο ρύπων του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27).

(57)

Μολονότι οι χώροι υγειονομικής ταφής περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, δεν υπάρχουν συμπεράσματα ΒΔΤ για τους χώρους υγειονομικής ταφής, καθώς η εν λόγω δραστηριότητα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου (28) και οι απαιτήσεις της θεωρείται ότι συνιστούν ΒΔΤ. Δεδομένων των τεχνικών εξελίξεων και της καινοτομίας που προέκυψαν μετά την έκδοση της οδηγίας 1999/31/ΕΚ, υπάρχουν σήμερα διαθέσιμες πιο αποτελεσματικές τεχνικές για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Η έκδοση συμπερασμάτων ΒΔΤ σύμφωνα με την οδηγία 2010/75/ΕΕ θα καταστήσει δυνατή την αντιμετώπιση των βασικών περιβαλλοντικών ζητημάτων που σχετίζονται με τη λειτουργία των χώρων υγειονομικής ταφής αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικών εκπομπών μεθανίου. Ως εκ τούτου, η οδηγία 1999/31/ΕΚ θα πρέπει να παρέχει δυνατότητα έκδοσης συμπερασμάτων ΒΔΤ σχετικά με τους χώρους υγειονομικής ταφής βάσει της οδηγίας 2010/75/ΕΕ.

(58)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η διασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και η βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, δεν δύνανται να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, αλλά μπορούν, λόγω της διασυνοριακής φύσης της ρύπανσης από βιομηχανικές δραστηριότητες, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(59)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, είναι αναγκαίο και σκόπιμο για την επίτευξη του βασικού στόχου της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος να θεσπιστούν κανόνες για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης που προκαλείται από βιομηχανικές δραστηριότητες και δραστηριότητες εκτροφής ζώων. Η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(60)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (29), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τη σχέση ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Για την παρούσα οδηγία ο νομοθέτης εκτιμά ότι η διαβίβαση των εγγράφων αυτών είναι δικαιολογημένη.

(61)

Οι μονάδες καύσης που αποτελούν μέρος μικρών απομονωμένων συστημάτων ενδέχεται, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης και της έλλειψης διασύνδεσης με το ηπειρωτικό δίκτυο των κρατών μελών ή με το δίκτυο άλλου κράτους μέλους, να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερες προκλήσεις που απαιτούν περισσότερο χρόνο για τη συμμόρφωση με τις οριακές τιμές εκπομπών. Τα συγκεκριμένα κράτη μέλη θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδιο συμμόρφωσης, το οποίο θα καλύπτει τις μονάδες καύσης που αποτελούν μέρος μικρού απομονωμένου συστήματος και θα καθορίζει τα μέτρα για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις οριακές τιμές εκπομπών το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029. Το σχέδιο θα πρέπει να περιγράφει τα μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με την παρούσα οδηγία και τα μέτρα για την ελαχιστοποίηση του μεγέθους και της διάρκειας των εκπομπών ρύπων κατά την περίοδο που καλύπτεται από το σχέδιο και να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα διαχείρισης της ζήτησης και τις δυνατότητες μετάβασης σε καθαρότερα καύσιμα ή σε καθαρότερες εναλλακτικές λύσεις, όπως η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η διασύνδεση με τα ηπειρωτικά δίκτυα ή το δίκτυο άλλου κράτους μέλους. Τα συγκεκριμένα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν το οικείο σχέδιο συμμόρφωσης στην Επιτροπή. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επικαιροποιούν το σχέδιο σε περίπτωση που η Επιτροπή διατυπώσει αντιρρήσεις. Τα συγκεκριμένα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο προς τη συμμόρφωση.

(62)

Για να δοθεί στα κράτη μέλη, στις αρμόδιες αρχές και στις εγκαταστάσεις χρόνος για να συμμορφωθούν με τις νέες διατάξεις καθώς και να δοθεί χρόνος στην Επιτροπή για την έκδοση νέων συμπερασμάτων ΒΔΤ στα οποία θα λαμβάνονται υπόψη οι νέες διατάξεις, θα πρέπει να καθοριστούν μεταβατικές διατάξεις. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, είναι αναγκαίο να οριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία κατά την οποία το απολύτως αργότερο θα πρέπει να έχει επιτευχθεί η συμμόρφωση προς τις διατάξεις. Όσον αφορά τη διαδικασία της Σεβίλλης και τον αριθμό των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ που πρέπει να αναθεωρηθούν, η ημερομηνία αυτή θα πρέπει να οριστεί σε 12 έτη για τις υφιστάμενες δραστηριότητες και σε 10 έτη για τις νέες δραστηριότητες. Αυτό δεν εμποδίζει την έγκριση και την εφαρμογή των συμπερασμάτων ΒΔΤ νωρίτερα, κάτι που αναμένεται για τις περισσότερες δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις διατάξεις της οδηγίας 2010/75/ΕΕ όπως ισχύουν στις 3 Αυγούστου 2024, έως ότου εκδοθούν νέα συμπεράσματα ΒΔΤ ή αναπροσαρμοστεί η άδεια.

(63)

Συνεπώς, οι οδηγίες 2010/75/ΕΕ και 1999/31/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν ανάλογα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2010/75/ΕΕ

Η οδηγία 2010/75/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 περί βιομηχανικών και κτηνοτροφικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης)»

·

2)

στο άρθρο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η παρούσα οδηγία προβλέπει επίσης κανόνες για την αποφυγή και, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, τη συνεχή μείωση των εκπομπών στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα και το έδαφος, για την πρόληψη της παραγωγής αποβλήτων, για τη βελτίωση της αποδοτικότητας των πόρων και για την προώθηση της κυκλικής οικονομίας και της απανθρακοποίησης, ώστε να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος στο σύνολό του.»

·

3)

στο άρθρο 2, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις βιομηχανικές δραστηριότητες οι οποίες προκαλούν ρύπανση και αναφέρονται στα κεφάλαια II έως VIα.»

·

4)

το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 2) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2)

“ρύπανση”: η άμεση ή έμμεση εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα ή το έδαφος, ως αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας, ουσιών, κραδασμών, θερμότητας, θορύβου ή οσμών που μπορούν να βλάψουν την ανθρώπινη υγεία ή την ποιότητα του περιβάλλοντος, να προκαλέσουν ζημία σε υλικά αγαθά ή να παραβλάψουν ή να εμποδίσουν την ψυχαγωγική λειτουργία και άλλες νόμιμες χρήσεις του περιβάλλοντος·»

·

β)

το σημείο 3) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3)

“εγκατάσταση”: κάθε σταθερή τεχνική μονάδα εντός της οποίας διεξάγονται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες του παραρτήματος I, του παραρτήματος Iα ή του παραρτήματος VII μέρος 1, καθώς και όλες οι άλλες άμεσα συνδεδεμένες δραστηριότητες, στον ίδιο χώρο, οι οποίες είναι τεχνικώς συναφείς με τις αναφερόμενες στα εν λόγω παραρτήματα, και ενδέχεται να επηρεάζουν τις εκπομπές και τη ρύπανση·»

·

γ)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«5α)

“οριακή τιμή περιβαλλοντικών επιδόσεων”: τιμή επίδοσης που περιλαμβάνεται σε άδεια, η οποία εκφράζεται υπό καθορισμένες συνθήκες όσον αφορά ορισμένες ειδικές παραμέτρους·»·

«9α)

“ριζικός βιομηχανικός μετασχηματισμός”: η εφαρμογή από τους βιομηχανικούς φορείς εκμετάλλευσης αναδυόμενων τεχνικών ή βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών που συνεπάγονται σημαντική αλλαγή στον σχεδιασμό ή την τεχνολογία του συνόλου ή μέρους μιας εγκατάστασης ή την αντικατάσταση υφιστάμενης εγκατάστασης από νέα εγκατάσταση, η οποία επιτρέπει την εξαιρετικά σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σύμφωνα με τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας και βελτιστοποιεί τα περιβαλλοντικά παράλληλα οφέλη, τουλάχιστον στα επίπεδα που μπορούν να επιτευχθούν με τις τεχνικές που προσδιορίζονται στα εφαρμοστέα συμπεράσματα ΒΔΤ, λαμβανομένων υπόψη των πολύτροπων επιπτώσεων·»

·

δ)

τα στοιχεία β) και γ) του σημείου 10) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

“διαθέσιμες τεχνικές”: οι αναπτυχθείσες τεχνικές σε κλίμακα που επιτρέπει την εφαρμογή τους εντός του οικείου βιομηχανικού κλάδου, υπό οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες συνθήκες, λαμβανομένων υπόψη του κόστους και των πλεονεκτημάτων, ανεξαρτήτως του αν οι ως άνω τεχνικές χρησιμοποιούνται ή παράγονται εντός της Ένωσης, εφόσον εξασφαλίζεται η πρόσβαση του φορέα εκμετάλλευσης σε αυτές με λογικούς όρους·

γ)

ως “βέλτιστες” νοούνται οι πλέον αποτελεσματικές όσον αφορά την επίτευξη υψηλού γενικού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του κλίματος·»

·

ε)

το σημείο 12) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«12)

“συμπεράσματα ΒΔΤ”: έγγραφο το οποίο περιέχει τα μέρη του εγγράφου αναφοράς ΒΔΤ που περιλαμβάνουν τα συμπεράσματα σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές και τις αναδυόμενες τεχνικές, την περιγραφή τους, πληροφορίες για την εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής τους, τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις εν λόγω τεχνικές, τα επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων που συνδέονται με τις εν λόγω τεχνικές, το περιεχόμενο ενός συστήματος περιβαλλοντικής διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων δεικτών αναφοράς, της σχετικής παρακολούθησης, των αντίστοιχων επιπέδων κατανάλωσης και, κατά περίπτωση, των συναφών μέτρων αποκατάστασης του χώρου·»

·

στ)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«12α)

“κανόνες λειτουργίας”: οι κανόνες που περιλαμβάνονται στις άδειες ή οι γενικοί δεσμευτικοί κανόνες για τη διεξαγωγή των αναφερόμενων στο παράρτημα Ια δραστηριοτήτων, οι οποίοι καθορίζουν τις οριακές τιμές εκπομπών, τις οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων, τις συναφείς απαιτήσεις παρακολούθησης και, κατά περίπτωση, τις πρακτικές διασποράς στο έδαφος, τις πρακτικές πρόληψης και μετριασμού της ρύπανσης, τη διαχείριση των θρεπτικών ουσιών, την παρασκευή ζωοτροφών, τη στέγαση, τη διαχείριση της κοπριάς, συμπεριλαμβανομένων της συλλογής, αποθήκευσης, επεξεργασίας και διασποράς στο έδαφος της κοπριάς, και την αποθήκευση νεκρών ζώων και οι οποίοι συνάδουν με τη χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών·»·

«13α)

“επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές”: το εύρος των επιπέδων περιβαλλοντικών επιδόσεων που επιτυγχάνονται υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας με τη χρήση ΒΔΤ ή συνδυασμού ΒΔΤ, όπως περιγράφονται στα συμπεράσματα ΒΔΤ·»·

«13αα)

“περιβαλλοντικές επιδόσεις”: οι επιδόσεις όσον αφορά τα επίπεδα κατανάλωσης, την αποδοτική χρήση των πόρων όσον αφορά τα υλικά, το νερό και τους ενεργειακούς πόρους, την επαναχρησιμοποίηση υλικών και νερού, καθώς και την παραγωγή αποβλήτων·»·

«13β)

“δείκτες αναφοράς”: το ενδεικτικό εύρος των επιπέδων περιβαλλοντικών επιδόσεων που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς στο ΣΠΔ·»

·

ζ)

το σημείο 14) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«14)

“αναδυόμενη τεχνική”: νέα τεχνική για μια βιομηχανική δραστηριότητα, η οποία, εάν αναπτυχθεί εμπορικά, μπορεί να εξασφαλίσει είτε υψηλότερο γενικό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος είτε τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος και μεγαλύτερη εξοικονόμηση κόστους από τις υφιστάμενες βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές·»

·

η)

το σημείο 17) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«17)

“ενδιαφερόμενο κοινό”: το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται συμφέροντα από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τη χορήγηση ή αναπροσαρμογή μιας άδειας ή των όρων της· για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που προάγουν την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται από το οικείο εθνικό δίκαιο θεωρούνται ότι έχουν συμφέροντα·»

·

θ)

το σημείο 23) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«23)

“πουλερικά”: όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 9) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1)·

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τις μεταδοτικές νόσους των ζώων και για την τροποποίηση και την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της υγείας των ζώων (“νόμος για την υγεία των ζώων”) (ΕΕ L 084 της 31.3.2016, σ. 1).»·"

ι)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«23α)

“χοίροι”: χοίροι όπως ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2008/120/ΕΚ του Συμβουλίου (*2)·

23β)

“μονάδα ζωικού κεφαλαίου”: η τυποποιημένη μονάδα μέτρησης που επιτρέπει τη συγκεντρωτική παρουσίαση των διαφόρων κατηγοριών ζωικού κεφαλαίου, ώστε να μπορεί να γίνεται σύγκριση μεταξύ τους, και υπολογίζεται με τη χρήση των συντελεστών για τις μεμονωμένες κατηγορίες ζωικού κεφαλαίου που απαριθμούνται στο παράρτημα Iα·

(*2)  Οδηγία 2008/120/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τους στοιχειώδεις κανόνες για την προστασία των χοίρων (ΕΕ L 47 της 18.2.2009, σ. 5).»·"

ια)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«48)

“επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με αναδυόμενες τεχνικές”: το εύρος των επιπέδων εκπομπών που εκλύονται υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας με τη χρήση αναδυόμενης τεχνικής ή συνδυασμού αναδυόμενων τεχνικών, όπως περιγράφονται στα συμπεράσματα ΒΔΤ, εκπεφρασμένες ως μέσος όρος κατά τη διάρκεια δεδομένου χρονικού διαστήματος, υπό συγκεκριμένες συνθήκες αναφοράς·

49)

“επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων που συνδέονται με αναδυόμενες τεχνικές”: το εύρος των επιπέδων περιβαλλοντικών επιδόσεων, που επιτυγχάνονται υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας με τη χρήση αναδυόμενης τεχνικής ή συνδυασμού αναδυόμενων τεχνικών, όπως περιγράφονται στα συμπεράσματα ΒΔΤ·

50)

“διασφάλιση της συμμόρφωσης”: μηχανισμοί για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τη χρήση τριών κατηγοριών παρέμβασης: προώθηση της συμμόρφωσης· παρακολούθηση της συμμόρφωσης· επόμενες ενέργειες και επιβολή της νομοθεσίας.»

·

5)

στο άρθρο 4 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν διαδικασία για την εγγραφή σε μητρώο μόνο των εγκαταστάσεων που καλύπτονται από το κεφάλαιο V ή το κεφάλαιο VIα.»

·

6)

στο άρθρο 5, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη αναπτύσσουν συστήματα για την ηλεκτρονική αδειοδότηση εγκαταστάσεων και εφαρμόζουν ηλεκτρονικές διαδικασίες αδειοδότησης έως τις 31 Δεκεμβρίου 2035.

Η Επιτροπή οργανώνει ανταλλαγή πληροφοριών με τα κράτη μέλη σχετικά με την ηλεκτρονική αδειοδότηση και δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές.»

·

7)

τα άρθρα 7 και 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Συμβάντα και ατυχήματα

Με την επιφύλαξη της οδηγίας 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3), σε περίπτωση συμβάντος ή ατυχήματος που επηρεάζει σημαντικά την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι:

α)

ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή αμέσως·

β)

ο φορέας εκμετάλλευσης λαμβάνει αμέσως τα μέτρα για τον περιορισμό των επιπτώσεων για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον και την αποφυγή άλλων πιθανών συμβάντων ή ατυχημάτων· και

γ)

η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει όλα τα κατάλληλα συμπληρωματικά μέτρα, τα οποία η αρμόδια αρχή θεωρεί αναγκαία για τον περιορισμό των επιπτώσεων για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον και την αποφυγή άλλων συμβάντων ή ατυχημάτων.

Σε περίπτωση ρύπανσης που επηρεάζει τους πόρους πόσιμου νερού, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών πόρων, ή επηρεάζει την υποδομή λυμάτων σε περίπτωση έμμεσης απόρριψης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει τους θιγόμενους φορείς εκμετάλλευσης πόσιμου νερού και λυμάτων σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται για την πρόληψη των ζημιών που προκαλούνται, ή την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν, από την εν λόγω ρύπανση στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον.

Στην περίπτωση συμβάντος ή ατυχήματος που επηρεάζει σημαντικά την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον σε άλλο κράτος μέλος, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου συνέβη το ατύχημα ή το συμβάν διασφαλίζει την άμεση ενημέρωση της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους. Η διασυνοριακή και πολυτομεακή συνεργασία μεταξύ των πληττόμενων κρατών μελών αποσκοπεί στον περιορισμό των επιπτώσεων για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, καθώς και στην πρόληψη περαιτέρω πιθανών συμβάντων ή ατυχημάτων.

Άρθρο 8

Μη συμμόρφωση

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν την τήρηση των όρων της άδειας.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν επίσης μέτρα διασφάλισης της συμμόρφωσης για την προώθηση, την παρακολούθηση και την επιβολή της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.   Σε περίπτωση παράβασης των όρων της άδειας, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή·

β)

ο φορέας εκμετάλλευσης λαμβάνει αμέσως τα απαιτούμενα μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης το συντομότερο δυνατόν· και

γ)

η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει όλα τα κατάλληλα συμπληρωματικά μέτρα, τα οποία η αρμόδια αρχή θεωρεί αναγκαία για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης.

3.   Εάν η παράβαση των όρων της άδειας προκαλεί άμεσο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή απειλεί να έχει άμεση αρνητική επίπτωση στο περιβάλλον, και έως ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο στοιχεία β) και γ), η λειτουργία της εγκατάστασης, της μονάδας καύσης, της μονάδας αποτέφρωσης ή συναποτέφρωσης αποβλήτων ή του σχετικού τμήματος αυτών αναστέλλεται αμελλητί.

Όταν μια τέτοια παραβίαση απειλεί την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον σε άλλο κράτος μέλος, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου συνέβη η παραβίαση των όρων αδειοδότησης διασφαλίζει την ενημέρωση του άλλου κράτους μέλους.

4.   Σε καταστάσεις που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, όταν η διαρκής παράβαση των όρων της άδειας προκαλεί κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή προκαλεί σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και δεν έχουν εφαρμοστεί τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης που προσδιορίζονται στην έκθεση επιθεώρησης που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 6, η λειτουργία της εγκατάστασης, της μονάδας καύσης, της μονάδας αποτέφρωσης ή συναποτέφρωσης αποβλήτων ή του σχετικού τμήματος αυτών δύναται να ανασταλεί από την αρμόδια αρχή έως ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση με τους όρους της άδειας.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέτρα αναστολής που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 και εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με φορέα εκμετάλλευσης ο οποίος παραβιάζει εθνικές διατάξεις που θεσπίστηκαν δυνάμει της παρούσας οδηγίας επιβάλλονται με αποτελεσματικό τρόπο.

6.   Σε περίπτωση παραβίασης της συμμόρφωσης που επηρεάζει τους πόρους πόσιμου νερού, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών πόρων, ή επηρεάζει την υποδομή λυμάτων σε περίπτωση έμμεσης απόρριψης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει τους φορείς εκμετάλλευσης πόσιμου νερού και λυμάτων, καθώς και όλες τις σχετικές αρχές που έχουν ευθύνη για τη συμμόρφωση με την οικεία περιβαλλοντική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών αρχών, σχετικά με την παραβίαση και τα μέτρα που λαμβάνονται για την πρόληψη της ζημιάς που προκαλείται ή την αποκατάσταση της ζημιάς που προκλήθηκε στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον.

(*3)  Οδηγία 2004/35/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας (ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 56).»·"

8)

στο άρθρο 9, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να μην επιβάλουν απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο αα) και το άρθρο 15 παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας σχετικά με την ενεργειακή απόδοση όσον αφορά τις μονάδες καύσης ή άλλες μονάδες που εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα στον χώρο της εγκατάστασης.»

·

9)

στο άρθρο 11, το στοιχείο στ) τροποποιείται ως εξής:

«στ)

η ενέργεια χρησιμοποιείται αποδοτικά, και, όπου είναι δυνατόν, προάγεται η χρήση και παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές·»

·

10)

στο άρθρο 11 παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«στα)

οι υλικοί πόροι και το νερό χρησιμοποιούνται αποδοτικά, μεταξύ άλλων μέσω της επαναχρησιμοποίησης·

στβ)

εφαρμόζεται σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14α.»

·

11)

στο άρθρο 12 παράγραφος 1, τα στοιχεία β), γ) και στ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

των πρώτων και βοηθητικών υλών, των λοιπών ουσιών, της ενέργειας και των υδάτων που χρησιμοποιούνται ή παράγονται από την εγκατάσταση·

γ)

των πηγών εκπομπών της εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των οσμών·»·

«στ)

της φύσης και των ποσοτήτων των προβλεπόμενων εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων των οσμών, από την εγκατάσταση σε κάθε επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος, καθώς και προσδιορισμού των σημαντικών επιπτώσεων των εκπομπών στο περιβάλλον·»

·

12)

το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Προκειμένου να συντάσσονται, να επανεξετάζονται και, κατά περίπτωση, να επικαιροποιούνται τα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ, η Επιτροπή διοργανώνει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών, σχετικών βιομηχανικών κλάδων, μη κυβερνητικών οργανώσεων που προάγουν την ανθρώπινη υγεία ή την προστασία του περιβάλλοντος, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων και της Επιτροπής. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών στοχεύει σε οκταετή κύκλο επανεξέτασης των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ δίνοντας προτεραιότητα στα έγγραφα που έχουν τις μεγαλύτερες δυνατότητες βελτίωσης της προστασίας της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος. Η διάρκεια της ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη για κάθε ξεχωριστό έγγραφο αναφοράς ΒΔΤ.»

·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Η Επιτροπή, έως την 1η Ιουλίου 2026 τροποποιεί την εκτελεστική απόφαση 2012/119/ΕΕ.»

·

γ)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Με την επιφύλαξη του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού, οι πληροφορίες που θεωρούνται εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες ή εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες κοινοποιούνται μόνο στην Επιτροπή και, κατόπιν υπογραφής συμφωνίας εμπιστευτικότητας και μη κοινολόγησης, σε δημόσιους λειτουργούς και άλλους δημόσιους υπαλλήλους που εκπροσωπούν τα κράτη μέλη ή οργανισμούς της Ένωσης. Οι πληροφορίες ανωνυμοποιούνται κατά τρόπο ώστε να μην αναφέρονται σε συγκεκριμένο φορέα εκμετάλλευσης ή εγκατάσταση, όταν κοινοποιούνται στους άλλους συμφεροντούχους που συμμετέχουν στην ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Μη ανωνυμοποιημένες πληροφορίες μπορούν να κοινοποιούνται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες η ανωνυμοποίηση των πληροφοριών δεν θα επέτρεπε την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις ΒΔΤ στο πλαίσιο της κατάρτισης, της επανεξέτασης και, όπου απαιτείται, της επικαιροποίησης των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ, με εκπροσώπους μη κυβερνητικών οργανώσεων που προάγουν την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος και εκπροσώπους ενώσεων που εκπροσωπούν τους σχετικούς βιομηχανικούς τομείς, κατά περίπτωση, και όταν οι εν λόγω εκπρόσωποι οργανώσεων και ενώσεων έχουν υπογράψει συμφωνία εμπιστευτικότητας και μη κοινολόγησης. Η ανταλλαγή πληροφοριών που θεωρούνται εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες ή εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες εξακολουθεί να περιορίζεται αυστηρά σε ό,τι απαιτείται από τεχνικής πλευράς για την κατάρτιση, την επανεξέταση και, κατά περίπτωση, την επικαιροποίηση των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ και οι εν λόγω εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες ή ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες δεν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς.»

·

δ)

στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή συγκροτεί και συγκαλεί τακτικά ένα φόρουμ το οποίο αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών μελών, των σχετικών κλάδων και μη κυβερνητικών οργανώσεων που προάγουν την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος.»

·

ε)

στην παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατάρτιση των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ και για τη διασφάλιση της ποιότητάς τους, καθώς και για την καταλληλότητα του περιεχομένου και του μορφοτύπου τους.»

·

στ)

στην παράγραφο 3, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Η Επιτροπή λαμβάνει τη γνώμη του φόρουμ σχετικά με τη μέθοδο για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στην άδεια όσον αφορά τις εκπομπές στην ατμόσφαιρα και τα ύδατα, όπως ορίζεται στο άρθρο 15α.»

·

ζ)

στην παράγραφο 4, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η γνώμη του φόρουμ που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλεται εντός έξι μηνών από την τελική συνεδρίαση της ομάδας εμπειρογνωμόνων που είναι αρμόδια για το εν λόγω έγγραφο αναφοράς ΒΔΤ.»

·

η)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Μετά τη λήψη απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 5, η Επιτροπή καθιστά διαθέσιμα στο κοινό τα συμπεράσματα ΒΔΤ καθώς και το έγγραφο αναφοράς ΒΔΤ χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.»

·

13)

το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η άδεια περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα τήρησης των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 11 και 18. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι άδειες χορηγούνται αφού ζητηθεί η γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών που έχουν ευθύνη όσον αφορά τη συμμόρφωση με την περιβαλλοντική νομοθεσία της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των ποιοτικών προτύπων περιβάλλοντος.»

·

ii)

στο δεύτερο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται με το ακόλουθο στοιχείο:

«α)

οριακές τιμές εκπομπών για τις ρυπαντικές ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 166/2006 και για άλλες ρυπαντικές ουσίες που είναι πιθανόν να εκπέμπονται από την οικεία εγκατάσταση σε σημαντικές ποσότητες ανάλογα με τη φύση τους, την επικινδυνότητά τους και τη δυνατότητα μεταφοράς της ρύπανσης από το ένα επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος στο άλλο, λαμβάνοντας υπόψη τη διακύμανση της δυναμικής της ροής των υδάτων στα υδατικά συστήματα υποδοχής·»

·

iii)

στο δεύτερο εδάφιο, παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«αα)

οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4·

αβ)

κατάλληλες απαιτήσεις που διασφαλίζουν την αξιολόγηση της ανάγκης πρόληψης ή μείωσης των εκπομπών ουσιών που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 ή ουσιών που καλύπτονται από τους περιορισμούς του παραρτήματος XVII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·»

·

iv)

στο δεύτερο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:

«β)

κατάλληλες απαιτήσεις που διασφαλίζουν την προστασία του εδάφους, των υπόγειων υδάτων, των επιφανειακών υδάτων και των λεκανών απορροής για τα σημεία υδροληψίας νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2020/2184, και μέτρα σχετικά με την παρακολούθηση και τη διαχείριση των αποβλήτων που παράγονται από την εγκατάσταση·»

·

v)

στο δεύτερο εδάφιο, παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία:

«βα)

κατάλληλες απαιτήσεις για τον καθορισμό των χαρακτηριστικών ενός συστήματος περιβαλλοντικής διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 14α·

ββ)

κατάλληλες απαιτήσεις παρακολούθησης της κατανάλωσης και της επαναχρησιμοποίησης πόρων όπως η ενέργεια, το νερό και οι πρώτες ύλες·»

·

vi)

στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ), προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«iii)

πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη των στόχων περιβαλλοντικής πολιτικής που αναφέρονται στο άρθρο 14α·»

·

vii)

στο δεύτερο εδάφιο, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

ενδεδειγμένες απαιτήσεις για τη διατήρηση και τον έλεγχο σε τακτά διαστήματα της εφαρμογής των μέτρων που λαμβάνονται για την πρόληψη των εκπομπών στο έδαφος και στα επιφανειακά και στα υπόγεια ύδατα, σύμφωνα με το στοιχείο β) και ενδεδειγμένες απαιτήσεις περί περιοδικής παρακολούθησης του εδάφους και των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων όσον αφορά σχετικές επικίνδυνες ουσίες που είναι πιθανόν να είναι παρούσες στον χώρο της εγκατάστασης και λαμβανομένης υπόψη της πιθανότητας ρύπανσης του εδάφους και των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων στον χώρο της εγκατάστασης.»

·

viii)

στο δεύτερο εδάφιο, το στοιχείο η) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«η)

όρους για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές εκπομπών και τις οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων ή παραπομπή στις ισχύουσες απαιτήσεις που καθορίζονται αλλού.»

·

14)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 14α

Σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης να καταρτίσει και να εφαρμόζει, για κάθε εγκατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου, σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης (ΣΠΔ). Το ΣΠΔ περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 και συμμορφώνεται με τα σχετικά συμπεράσματα ΒΔΤ τα οποία προσδιορίζουν πτυχές που πρέπει να καλύπτονται από το ΣΠΔ.

2.   Το ΣΠΔ περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

στόχους περιβαλλοντικής πολιτικής για τη συνεχή βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων και της ασφάλειας της εγκατάστασης, οι οποίοι περιλαμβάνουν μέτρα για:

i)

την πρόληψη της παραγωγής αποβλήτων·

ii)

τη βελτιστοποίηση της χρήσης των πόρων και της ενέργειας και της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων·

iii)

την πρόληψη ή τη μείωση της χρήσης ή των εκπομπών επικίνδυνων ουσιών·

β)

στόχους και δείκτες επιδόσεων όσον αφορά σημαντικές περιβαλλοντικές πτυχές, στους οποίους λαμβάνονται υπόψη οι δείκτες αναφοράς που καθορίζονται στα σχετικά συμπεράσματα ΒΔΤ·

γ)

για εγκαταστάσεις που έχουν υποχρέωση διενέργειας ενεργειακού ελέγχου ή εφαρμογής συστήματος ενεργειακής διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2012/27/ΕΕ, συμπερίληψη των αποτελεσμάτων του εν λόγω ελέγχου ή της εφαρμογής του συστήματος ενεργειακής διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 8 και το παράρτημα VI της εν λόγω οδηγίας και των μέτρων για την εφαρμογή των συστάσεών τους·

δ)

κατάλογο χημικών ουσιών με τις επικίνδυνες ουσίες που υπάρχουν στην εγκατάσταση ή εκπέμπονται από αυτήν ως έχουν, ως συστατικά άλλων ουσιών ή ως μέρη μειγμάτων, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις ουσίες που πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 57 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 και τις ουσίες που καλύπτονται από τους περιορισμούς που αναφέρονται στο παράρτημα XVII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, και εκτίμηση κινδύνου των επιπτώσεων των εν λόγω ουσιών στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, καθώς και ανάλυση των δυνατοτήτων υποκατάστασής τους με ασφαλέστερες εναλλακτικές ή μείωσης της χρήσης ή των εκπομπών τους·

ε)

μέτρα που λαμβάνονται για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων και την αποφυγή κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων διορθωτικών και προληπτικών μέτρων, όπου απαιτείται·

στ)

σχέδιο μετασχηματισμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 27δ.

3.   Το επίπεδο λεπτομέρειας του ΣΠΔ συνάδει με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της εγκατάστασης, καθώς και με το εύρος των ενδεχόμενων περιβαλλοντικών επιπτώσεών του.

Όταν στοιχεία που απαιτείται να συμπεριλαμβάνονται στο ΣΠΔ, μεταξύ άλλων στόχοι, δείκτες επιδόσεων ή μέτρα, έχουν ήδη αναπτυχθεί σύμφωνα με άλλη σχετική ενωσιακή νομοθεσία και συμμορφώνονται με το παρόν άρθρο, αρκεί η παραπομπή στο ΣΠΔ στα σχετικά έγγραφα.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι σχετικές πληροφορίες που καθορίζονται στο ΣΠΔ και παρατίθενται στην παράγραφο 2 διατίθενται στο διαδίκτυο, δωρεάν και χωρίς να περιορίζεται η πρόσβαση σε εγγεγραμμένους χρήστες.

Η Επιτροπή εκδίδει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, εκτελεστική πράξη σχετικά με το ποιες πληροφορίες είναι σημαντικές για δημοσίευση. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 75 παράγραφος 2.

Οι πληροφορίες δύνανται να απαλειφθούν ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, να αποκλειστούν όταν διατίθενται στο διαδίκτυο, εάν η αποκάλυψη των πληροφοριών θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς οποιοδήποτε από τα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως η) της οδηγίας 2003/4/ΕΚ.

Ο φορέας εκμετάλλευσης καταρτίζει και εφαρμόζει το ΣΠΔ σύμφωνα με τα σχετικά συμπεράσματα ΒΔΤ για τον τομέα έως την 1η Ιουλίου 2027, με εξαίρεση τις εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1785 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4).

Το ΣΠΔ επανεξετάζεται περιοδικά, ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθεί να είναι κατάλληλο, επαρκές και αποτελεσματικό.

Το ΣΠΔ ελέγχεται για πρώτη φορά έως την 1η Ιουλίου 2027, με εξαίρεση τις εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1785. Το ΣΠΔ ελέγχεται τουλάχιστον ανά τριετία από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαπιστευμένο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 ή από διαπιστευμένο ή αδειοδοτημένο επαληθευτή περιβάλλοντος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1221/2009, ο οποίος επαληθεύει τη συμμόρφωση του ΣΠΔ με το παρόν άρθρο, καθώς και την εφαρμογή του.

(*4)  Οδηγία (ΕΕ) 2024/1785 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 2024, για την τροποποίηση της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) και της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L, 2024/1785, 15.7.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1785/oj).»·"

15)

το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Οριακές τιμές εκπομπών, οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων, ισοδύναμες παράμετροι και τεχνικά μέτρα

1.   Οι οριακές τιμές εκπομπών ρυπαντικών ουσιών ισχύουν στο σημείο όπου οι εκπομπές εξέρχονται από την εγκατάσταση, ενώ δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό των τιμών αυτών, η τυχόν αραίωσή τους πριν από το εν λόγω σημείο.

Όσον αφορά τις έμμεσες απορρίψεις ρυπαντικών ουσιών στα ύδατα, οι επιπτώσεις ενός σταθμού επεξεργασίας λυμάτων εκτός της εγκατάστασης μπορούν να συνυπολογίζονται κατά τον προσδιορισμό των οριακών τιμών εκπομπών της οικείας εγκατάστασης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης του περιβάλλοντος, ότι διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του και ο φορέας εκμετάλλευσης διασφαλίζει, σε συνεννόηση με τον φορέα εκμετάλλευσης της μονάδας επεξεργασίας λυμάτων, ότι οι έμμεσες απορρίψεις δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της άδειας της μονάδας επεξεργασίας λυμάτων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή την ειδική άδεια βάσει της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ και ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

οι απορριπτόμενες ρυπαντικές ουσίες δεν εμποδίζουν τη λειτουργία του σταθμού επεξεργασίας λυμάτων ή τη δυνατότητα ανάκτησης πόρων από τη ροή επεξεργασίας λυμάτων·

β)

οι απορριπτόμενες ρυπαντικές ουσίες δεν βλάπτουν την υγεία του προσωπικού που εργάζεται σε αποχετευτικά δίκτυα και σταθμούς επεξεργασίας λυμάτων·

γ)

ο σταθμός επεξεργασίας λυμάτων είναι σχεδιασμένος και εξοπλισμένος ώστε να μειώνει τις απορριπτόμενες ρυπαντικές ουσίες·

δ)

το συνολικό φορτίο των εν λόγω ρυπαντικών ουσιών που τελικά απορρίπτονται στα ύδατα δεν αυξάνεται σε σύγκριση με την κατάσταση κατά την οποία οι εκπομπές από την οικεία εγκατάσταση παραμένουν σύμφωνες με τις οριακές τιμές εκπομπών που έχουν καθοριστεί για τις άμεσες απορρίψεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη αυστηρότερων μέτρων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 18.

Η αρμόδια αρχή καθορίζει σε παράρτημα που επισυνάπτεται στους όρους αδειοδότησης τους λόγους για την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος της αξιολόγησης που διενήργησε ο φορέας εκμετάλλευσης σχετικά με την εκπλήρωση των απαιτούμενων όρων.

Ο φορέας εκμετάλλευσης παρέχει επικαιροποιημένη αξιολόγηση στις περιπτώσεις που θα πρέπει να τροποποιηθούν οι όροι της άδειας, ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχεία α) έως δ).

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 18, οι αναφερόμενες στο άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2 οριακές τιμές εκπομπών και ισοδύναμες παράμετροι και τεχνικά μέτρα βασίζονται στις ΒΔΤ, χωρίς να προδιαγράφουν τη χρήση μιας συγκεκριμένης τεχνικής ή τεχνολογίας.

3.   Η αρμόδια αρχή καθορίζει τις αυστηρότερες οριακές τιμές εκπομπών που μπορούν να επιτευχθούν με την εφαρμογή ΒΔΤ στην εγκατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη το πλήρες εύρος των επιπέδων εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (“ΒΔΤ-AEL”), ούτως ώστε να διασφαλίζουν ότι, υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας, οι εκπομπές δεν υπερβαίνουν τα ΒΔΤ-AEL όπως ορίζονται στις αποφάσεις για τα συμπεράσματα ΒΔΤ που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 5. Οι οριακές τιμές εκπομπών βασίζονται σε αξιολόγηση του συνολικού εύρους ΒΔΤ-AEL που διενεργεί ο φορέας εκμετάλλευσης για να αναλυθεί η σκοπιμότητα επίτευξης του αυστηρότερου άκρου του εύρους ΒΔΤ-AEL και να καταδειχθούν οι βέλτιστες συνολικές επιδόσεις που μπορεί να επιτύχει η εγκατάσταση με την εφαρμογή ΒΔΤ, όπως περιγράφεται στα συμπεράσματα ΒΔΤ, λαμβανομένων υπόψη των πιθανών πολύτροπων επιπτώσεων. Οι οριακές τιμές εκπομπών καθορίζονται μέσω:

α)

του καθορισμού οριακών τιμών εκπομπών που εκφράζονται για τις ίδιες ή μικρότερες χρονικές περιόδους και υπό τις ίδιες συνθήκες αναφοράς με ΒΔΤ-AEL· ή

β)

του καθορισμού οριακών τιμών εκπομπών διαφορετικών από εκείνες του στοιχείου α), όσον αφορά τις τιμές, τις χρονικές περιόδους και τις συνθήκες αναφοράς.

Όταν οι οριακές τιμές εκπομπών καθορίζονται σύμφωνα με το στοιχείο β), η αρμόδια αρχή αξιολογεί τουλάχιστον ετησίως τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των εκπομπών προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι εκπομπές υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας δεν έχουν υπερβεί τα ΒΔΤ-AEL.

Οι γενικοί δεσμευτικοί κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 6 μπορούν να εφαρμόζονται κατά τον καθορισμό σχετικών οριακών τιμών εκπομπών σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Εάν θεσπιστούν γενικοί δεσμευτικοί κανόνες, οι αυστηρότερες οριακές τιμές εκπομπών οι οποίες μπορούν να επιτευχθούν με την εφαρμογή ΒΔΤ καθορίζονται για κατηγορίες εγκαταστάσεων με παρόμοια χαρακτηριστικά που έχουν σημασία για τον προσδιορισμό των χαμηλότερων εφικτών επιπέδων εκπομπών, λαμβανομένου υπόψη του πλήρους εύρους των ΒΔΤ-AEL. Οι γενικοί δεσμευτικοί κανόνες θεσπίζονται από το κράτος μέλος, με βάση τις πληροφορίες των συμπερασμάτων ΒΔΤ, μέσω ανάλυσης της σκοπιμότητας επίτευξης του αυστηρότερου άκρου του εύρους ΒΔΤ-AEL και κατάδειξης των βέλτιστων επιδόσεων τις οποίες μπορούν να επιτύχουν οι εν λόγω κατηγορίες εγκαταστάσεων με την εφαρμογή ΒΔΤ, όπως περιγράφεται στα συμπεράσματα ΒΔΤ.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 9 παράγραφος 2, η αρμόδια αρχή καθορίζει, για κανονικές συνθήκες λειτουργίας, δεσμευτικά εύρη τιμών περιβαλλοντικών επιδόσεων των οποίων δεν πρέπει να σημειώνεται υπέρβαση κατά τη διάρκεια μίας ή περισσότερων περιόδων, όπως ορίζεται στις αποφάσεις για τα συμπεράσματα ΒΔΤ που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 5.

Επιπλέον, η αρμόδια αρχή:

α)

καθορίζει, για κανονικές συνθήκες λειτουργίας, οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων όσον αφορά τα ύδατα, λαμβανομένων υπόψη των πιθανών πολύτροπων επιπτώσεων, των οποίων δεν πρέπει να γίνεται υπέρβαση κατά τη διάρκεια μιας ή περισσοτέρων περιόδων, και οι οποίες δεν είναι λιγότερο αυστηρές από τα δεσμευτικά εύρη τιμών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο·

β)

καθορίζει, για κανονικές συνθήκες λειτουργίας, ενδεικτικά επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων όσον αφορά τα απόβλητα και τους άλλους πόρους πλην των υδάτων, τα οποία δεν είναι λιγότερο αυστηρά από τα δεσμευτικά εύρη τιμών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 και με την επιφύλαξη του άρθρου 18, η αρμόδια αρχή μπορεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να θεσπίσει οριακές τιμές εκπομπών που είναι υψηλότερες από τα ΒΔΤ-AEL. Η παρέκκλιση αυτή μπορεί να εφαρμόζεται μόνο όταν η αξιολόγηση δείξει ότι η επίτευξη ΒΔΤ-AEL όπως περιγράφονται στα συμπεράσματα ΒΔΤ θα οδηγούσε σε δυσανάλογα υψηλό κόστος σε σχέση με τα περιβαλλοντικά οφέλη λόγω:

α)

της γεωγραφικής θέσης ή των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών της συγκεκριμένης εγκατάστασης· ή

β)

των τεχνικών χαρακτηριστικών της σχετικής εγκατάστασης.

H αρμόδια αρχή τεκμηριώνει σε παράρτημα των όρων της άδειας τους λόγους παρέκκλισης από την παράγραφο 3, το αποτέλεσμα της αξιολόγησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και την αιτιολόγηση των επιβληθέντων όρων.

Ωστόσο, οι οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο δεν υπερβαίνουν τις οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στα παραρτήματα της παρούσας οδηγίας, όπου ισχύουν.

Οι παρεκκλίσεις που χορηγούνται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο τηρούν τις αρχές που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ. Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης παρέχει αξιολόγηση των επιπτώσεων της παρέκκλισης στη συγκέντρωση των σχετικών ρύπων στο περιβάλλον υποδοχής και, σε κάθε περίπτωση, εξασφαλίζει ότι δεν προκαλείται σημαντική ρύπανση και ότι επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος συνολικά. Δεν χορηγούνται παρεκκλίσεις στις περιπτώσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωση με τα ποιοτικά πρότυπα περιβάλλοντος που αναφέρονται στο άρθρο 18.

Η αρμόδια αρχή αξιολογεί εκ νέου αν οι παρεκκλίσεις που χορηγούνται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο είναι δικαιολογημένες, κάθε τέσσερα έτη ή στο πλαίσιο κάθε επανεξέτασης των όρων της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 21, όταν η εν λόγω επανεξέταση πραγματοποιείται νωρίτερα από τέσσερα έτη από τη χορήγηση της παρέκκλισης.

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη για τη θέσπιση τυποποιημένης μεθοδολογίας για την αξιολόγηση της δυσαναλογίας μεταξύ του κόστους εφαρμογής των συμπερασμάτων ΒΔΤ και των δυνητικών περιβαλλοντικών οφελών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 75 παράγραφος 2.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή μπορεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να καθορίσει λιγότερο αυστηρά δεσμευτικά εύρη τιμών περιβαλλοντικών επιδόσεων ή οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων. Η παρέκκλιση αυτή μπορεί να ισχύσει μόνον όταν η αξιολόγηση δείχνει ότι η επίτευξη επιπέδων επιδόσεων που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, όπως αυτές περιγράφονται στα συμπεράσματα ΒΔΤ, θα οδηγήσει σε σημαντικές αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των πολύτροπων επιπτώσεων, ή σε σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο λόγω:

α)

της γεωγραφικής θέσης ή των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών της συγκεκριμένης εγκατάστασης· ή

β)

των τεχνικών χαρακτηριστικών της σχετικής εγκατάστασης.

Η αρμόδια αρχή τεκμηριώνει σε παράρτημα που επισυνάπτεται στους όρους αδειοδότησης τους λόγους παρέκκλισης από την παράγραφο 4 και το αποτέλεσμα της αξιολόγησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και την αιτιολόγηση για τους όρους που επιβάλλονται.

Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι η λειτουργία με λιγότερο αυστηρά δεσμευτικά εύρη τιμών περιβαλλοντικών επιδόσεων ή οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων δεν προκαλεί σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της εξάντλησης των υδάτινων πόρων, και επιτυγχάνει υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος συνολικά.

Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τυποποιημένη μεθοδολογία για τη διενέργεια της αξιολόγησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 75 παράγραφος 2.

7.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 3 και 4, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν προκαλείται σημαντική ρύπανση και έχουν εξαντληθεί όλα τα μέτρα που οδηγούν σε μικρότερη ρύπανση, η αρμόδια αρχή μπορεί να καθορίσει λιγότερο αυστηρές οριακές τιμές εκπομπών ή οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων σε περίπτωση κρίσης λόγω έκτακτων περιστάσεων που εκφεύγουν του ελέγχου του φορέα εκμετάλλευσης και των κρατών μελών, με αποτέλεσμα σοβαρή διαταραχή ή έλλειψη όσον αφορά:

α)

τον ενεργειακό εφοδιασμό, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού,

β)

τους πόρους, τα υλικά ή τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητα για την άσκηση των δραστηριοτήτων δημοσίου συμφέροντος του φορέα εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες οριακές τιμές εκπομπών ή τις οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων, ή

γ)

τους βασικούς πόρους, υλικά ή εξοπλισμό, όταν η παραγωγή αντισταθμίζει την εν λόγω έλλειψη ή διαταραχή για λόγους δημόσιας υγείας ή δημόσιας ασφάλειας ή για άλλους επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

Η παρέκκλιση δεν χορηγείται για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Εάν οι λόγοι που δικαιολογούν τη χορήγηση παρέκκλισης εξακολουθούν να υφίστανται, η παρέκκλιση μπορεί να παραταθεί για μέγιστη περίοδο τριών μηνών.

Μόλις αποκατασταθούν οι συνθήκες εφοδιασμού ή όταν υπάρχει εναλλακτική λύση σε σχέση με τον ενεργειακό εφοδιασμό, τους πόρους, τα υλικά ή τον εξοπλισμό, το κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι παύει να ισχύει η απόφαση για τον καθορισμό λιγότερο αυστηρών οριακών τιμών εκπομπών και οριακών τιμών περιβαλλοντικών επιδόσεων και ότι η εγκατάσταση συμμορφώνεται με τους όρους αδειοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίσουν την παρακολούθηση των εκπομπών που προκύπτουν από την παρέκκλιση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Η αρμόδια αρχή δημοσιοποιεί πληροφορίες σχετικά με την παρέκκλιση και τους επιβαλλόμενους όρους σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2.

Η Επιτροπή μπορεί, όπου απαιτείται, να αξιολογεί και να αποσαφηνίζει περαιτέρω, μέσω κατευθυντήριων γραμμών, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε παρέκκλιση που χορηγείται δυνάμει της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένων των λόγων που δικαιολογούν τη χορήγηση της παρέκκλισης και των όρων που επιβάλλονται.

Η Επιτροπή αξιολογεί αν η παρέκκλιση που χορηγήθηκε είναι δικαιολογημένη, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο. Εάν η Επιτροπή διατυπώσει αντιρρήσεις εντός 2 μηνών από την κοινοποίηση από το κράτος μέλος, τα κράτη μέλη αναθεωρούν, χωρίς καθυστέρηση, την προβλεπόμενη παρέκκλιση.»

·

16)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 15α

Αξιολόγηση της συμμόρφωσης

1.   Για σκοπούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας με τις οριακές τιμές εκπομπών σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο η), η διόρθωση των μετρήσεων για τον προσδιορισμό των επικυρωμένων μέσων τιμών εκπομπών δεν υπερβαίνει την αβεβαιότητα μέτρησης της μεθόδου μέτρησης.

2.   Έως την 1η Σεπτεμβρίου 2026 η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη για τον καθορισμό της μεθόδου με σκοπό την αξιολόγηση της συμμόρφωσης υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας με τις οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στην άδεια όσον αφορά τις εκπομπές στην ατμόσφαιρα και τα ύδατα. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 75 παράγραφος 2.

Η μέθοδος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αφορά, κατ’ ελάχιστον, τον καθορισμό επικυρωμένων μέσων τιμών εκπομπών και καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο η αβεβαιότητα μέτρησης και η συχνότητα υπέρβασης των οριακών τιμών εκπομπών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης.

3.   Όταν μια εγκατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου III ή IV και η συμμόρφωση με τις οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο έχει αποδειχθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η εγκατάσταση θεωρείται ότι συμμορφώνεται επίσης με τις οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο III ή IV για τους σχετικούς ρύπους υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας.»

·

17)

στο άρθρο 16, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η συχνότητα της περιοδικής παρακολούθησης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο ε) καθορίζεται από την αρμόδια αρχή στην άδεια για κάθε μεμονωμένη εγκατάσταση ή σε γενικούς δεσμευτικούς κανόνες.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, η περιοδική παρακολούθηση διενεργείται όπως καθορίζεται στα συμπεράσματα ΒΔΤ, κατά περίπτωση, και τουλάχιστον μία φορά ανά τετραετία για τα υπόγεια ύδατα και ανά εννεαετία για το έδαφος, εκτός εάν η παρακολούθηση αυτή βασίζεται σε συστηματική εκτίμηση του κινδύνου ρύπανσης.»

·

18)

στο άρθρο 16, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Ο ποιοτικός έλεγχος των εργαστηρίων που πραγματοποιούν την παρακολούθηση βασίζεται στα πρότυπα CEN, ή αν δεν υπάρχουν πρότυπα CEN, τα πρότυπα ISO ή τα εθνικά ή άλλα διεθνή πρότυπα που εξασφαλίζουν την παροχή δεδομένων ισοδύναμης επιστημονικής ποιότητας.»

·

19)

στο άρθρο 16, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Όταν η αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 5 αποδεικνύει ότι η παρέκκλιση θα έχει ποσοτικοποιήσιμες ή μετρήσιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι παρακολουθείται η συγκέντρωση των εν λόγω ρύπων στο περιβάλλον υποδοχής. Κατά περίπτωση, για την παρακολούθηση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο χρησιμοποιούνται μέθοδοι παρακολούθησης και μέτρησης για κάθε σχετικό ρύπο που ορίζονται σε άλλη σχετική ενωσιακή νομοθεσία.»

·

20)

Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Ποιοτικά πρότυπα περιβάλλοντος

Στις περιπτώσεις που ένα ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος επιβάλλει όρους αυστηρότερους από εκείνους που είναι δυνατόν να επιτευχθούν με τη χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, στην άδεια περιλαμβάνονται πρόσθετα μέτρα, με σκοπό τη μείωση της συμβολής της συγκεκριμένης εγκατάστασης στη ρύπανση που προκαλείται στη σχετική περιοχή, με την επιφύλαξη άλλων μέτρων που είναι δυνατόν να ληφθούν για την τήρηση των ποιοτικών προτύπων περιβάλλοντος.

Όταν η άδεια περιλαμβάνει αυστηρότερους όρους σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή αξιολογεί τις επιπτώσεις των αυστηρότερων όρων στη συγκέντρωση των εν λόγω ρύπων στο περιβάλλον υποδοχής.

Όταν το φορτίο των ρύπων που εκπέμπονται από την εγκατάσταση έχει ποσοτικοποιήσιμη ή μετρήσιμη επίδραση στο περιβάλλον, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι παρακολουθείται η συγκέντρωση των εν λόγω ρύπων στο περιβάλλον υποδοχής. Τα αποτελέσματα της παρακολούθησης διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή.

Στην περίπτωση που καθορίζονται μέθοδοι παρακολούθησης και μέτρησης των συγκεκριμένων ρύπων σε άλλη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, οι εν λόγω μέθοδοι, συμπεριλαμβανομένων μεθόδων βάσει επιπτώσεων, χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο.»

·

21)

στο άρθρο 20, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για κάθε σχεδιαζόμενη μεταβολή που αφορά τη φύση, τη λειτουργία ή οποιαδήποτε επέκταση της εγκατάστασης και που είναι δυνατόν να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον, εγκαίρως και σε κάθε περίπτωση, πριν από την υλοποίηση οιασδήποτε μεταβολής ή επέκτασης. Κατά περίπτωση, η αρμόδια αρχή αναπροσαρμόζει την άδεια. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η αρμόδια αρχή αντιδρά εγκαίρως στις πληροφορίες που παρέχει ο φορέας εκμετάλλευσης.»

·

22)

στο άρθρο 21 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

όλοι οι όροι αδειοδότησης για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση επανεξετάζονται και, εάν υπάρχει ανάγκη, αναπροσαρμόζονται ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, ιδίως προς το άρθρο 15 παράγραφοι 3, 4 και 5, κατά περίπτωση·»

·

23)

στο άρθρο 21 παράγραφος 5, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

όταν είναι αναγκαίο για τη συμμόρφωση με ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος που αναφέρεται στο άρθρο 18, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης νέου ή αναθεωρημένου ποιοτικού προτύπου ή όταν η κατάσταση του περιβάλλοντος υποδοχής απαιτεί αναθεώρηση της άδειας προκειμένου να επιτευχθεί συμμόρφωση με τα σχέδια και τα προγράμματα που καθορίζονται βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας·»

·

24)

στο άρθρο 21 παράγραφος 5, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

σε περίπτωση αιτήματος του φορέα εκμετάλλευσης για παράταση της διάρκειας λειτουργίας εγκατάστασης που ασκεί τη δραστηριότητα που αναφέρεται στο παράρτημα I σημείο 5.4.»

·

25)

στο άρθρο 23 παράγραφος 4, το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή εγκρίνει και, κατά περίπτωση, επικαιροποιεί τακτικά κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κριτήρια για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών κινδύνων.»

·

26)

το άρθρο 24 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

την αναπροσαρμογή άδειας ή των όρων της άδειας μιας εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 5·»

·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

την αναπροσαρμογή άδειας σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3 ή το άρθρο 21 παράγραφος 4.»

·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Όταν έχει ληφθεί απόφαση για τη χορήγηση ή επανεξέταση ή αναπροσαρμογή άδειας, η αρμόδια αρχή θέτει στη διάθεση του κοινού, μεταξύ άλλων συστηματικά μέσω του διαδικτύου, σε εύκολα ανευρέσιμη ιστοσελίδα, δωρεάν και χωρίς να περιορίζει την πρόσβαση σε εγγεγραμμένους χρήστες, όσον αφορά τα στοιχεία α), β) και στ), τις ακόλουθες πληροφορίες:»

·

ii)

τα στοιχεία α) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

το περιεχόμενο της απόφασης, συμπεριλαμβανομένων αντιγράφου της άδειας και κάθε μετέπειτα αναπροσαρμογής της και, κατά περίπτωση, ενοποιημένου κειμένου των όρων αδειοδότησης·»·

«γ)

τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που διεξήχθησαν πριν από τη λήψη της απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των διαβουλεύσεων που διεξήχθησαν σύμφωνα με το άρθρο 26, και επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο συνεκτιμήθηκαν στην εν λόγω απόφαση·»

·

iii)

τα στοιχεία ε) και στ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

τον τρόπο καθορισμού των όρων της άδειας που αναφέρονται στο άρθρο 14, συμπεριλαμβανομένων των οριακών τιμών εκπομπών, των επιπέδων περιβαλλοντικών επιδόσεων, και των οριακών τιμών περιβαλλοντικών επιδόσεων σε σχέση με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές και τα επίπεδα εκπομπών και τα επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές·

στ)

στις περιπτώσεις έγκρισης παρεκκλίσεων σύμφωνα με το άρθρο 15, τους συγκεκριμένους λόγους της παρέκκλισης, βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στην εν λόγω παράγραφο, και τους επιβληθέντες όρους.»

·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η αρμόδια αρχή θέτει επίσης στη διάθεση του κοινού, μεταξύ άλλων συστηματικά μέσω του διαδικτύου, σε εύκολα ανευρέσιμη ιστοσελίδα, δωρεάν και χωρίς να περιορίζει την πρόσβαση σε εγγεγραμμένους χρήστες, τα ακόλουθα:

α)

σχετικές πληροφορίες ως προς τα μέτρα τα οποία λαμβάνει ο φορέας εκμετάλλευσης κατά την οριστική παύση των δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 22,

β)

τα αποτελέσματα που διαθέτει η αρμόδια αρχή από την παρακολούθηση των εκπομπών, όπως απαιτείται σύμφωνα με τους όρους της άδειας,

γ)

τα αποτελέσματα της παρακολούθησης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 και στο άρθρο 18.»

·

27)

στο άρθρο 25 παράγραφος 1, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Η νομιμοποίηση στη διαδικασία εξέτασης δεν πρέπει να εξαρτάται από τον ρόλο που διαδραμάτισε το ενδιαφερόμενο μέλος του κοινού κατά τη διάρκεια μιας συμμετοχικής φάσης των διαδικασιών λήψης απόφασης της παρούσας οδηγίας.

Η διαδικασία εξέτασης είναι δίκαιη, αντικειμενική και έγκαιρη, δεν είναι απαγορευτικά δαπανηρή και προβλέπει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών μέτρων, κατά περίπτωση.»

·

28)

στο άρθρο 26, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει ότι η λειτουργία μιας εγκατάστασης ενδέχεται να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον άλλου κράτους μέλους, ή όταν το ζητά ένα κράτος μέλος το οποίο ενδέχεται να θιγεί σοβαρά, το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου είχε υποβληθεί η αίτηση άδειας σύμφωνα με το άρθρο 4 ή το άρθρο 20 παράγραφος 2, διαβιβάζει τις πληροφορίες που έχουν δοθεί ή καταστεί διαθέσιμες σύμφωνα με το παράρτημα IV στο άλλο κράτος μέλος, ταυτόχρονα με τη διάθεσή τους στο κοινό. Με βάση τις εν λόγω πληροφορίες, διεξάγονται διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο κρατών μελών, ενώ διασφαλίζεται παράλληλα ότι το κράτος μέλος που ενδέχεται να θιγεί σοβαρά διατυπώνει σχόλια πριν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση άδειας να λάβει την απόφασή της. Εάν το κράτος μέλος το οποίο ενδέχεται να θιγεί σοβαρά δεν διατυπώσει σχόλια εντός της προθεσμίας διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινό, η αρμόδια αρχή κινεί τη διαδικασία αδειοδότησης.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αίτηση άδειας τίθεται επίσης στη διάθεση του κοινού του κράτους μέλους το οποίο ενδέχεται να θιγεί σοβαρά για τη διατύπωση σχολίων και ότι παραμένει διαθέσιμη για το ίδιο χρονικό διάστημα με αυτό που ήταν διαθέσιμη στο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση.»

·

29)

μετά το άρθρο 26 παρεμβάλλεται ο ακόλουθος τίτλος:

«KΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΑ

ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ»

·

30)

το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 27

Αναδυόμενες τεχνικές

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν, κατά περίπτωση, την ανάπτυξη και την εφαρμογή αναδυόμενων τεχνικών, ειδικότερα όταν οι εν λόγω τεχνικές έχουν προσδιοριστεί στα συμπεράσματα ΒΔΤ, στα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ ή στα πορίσματα του κέντρου καινοτομίας για τον βιομηχανικό μετασχηματισμό και τις εκπομπές που αναφέρεται στο άρθρο 27α.»

·

31)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 27α

Κέντρο καινοτομίας για τον βιομηχανικό μετασχηματισμό και τις εκπομπές

1.   Η Επιτροπή δημιουργεί και διαχειρίζεται κέντρο καινοτομίας για τον βιομηχανικό μετασχηματισμό και τις εκπομπές (“κέντρο” ή “INCITE”).

2.   Το κέντρο συλλέγει και αναλύει πληροφορίες σχετικά με καινοτόμες τεχνικές, συμπεριλαμβανομένων αναδυόμενων και μετασχηματιστικών τεχνικών οι οποίες συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στην ελαχιστοποίηση της ρύπανσης, την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, την αποδοτική χρήση των πόρων, μια κυκλική οικονομία που χρησιμοποιεί λιγότερες ή ασφαλέστερες χημικές ουσίες, οι οποίες σχετίζονται με δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, και χαρακτηρίζει το επίπεδο ανάπτυξής τους και τις περιβαλλοντικές επιδόσεις τους. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα πορίσματα του κέντρου κατά την κατάρτιση του προγράμματος εργασιών για την ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 στοιχείο β) και κατά την κατάρτιση, επανεξέταση και επικαιροποίηση των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1.

3.   Το κέντρο επικουρείται από:

α)

εκπροσώπους των κρατών μελών·

β)

σχετικούς δημόσιους οργανισμούς·

γ)

σχετικά ερευνητικά ινστιτούτα·

δ)

ερευνητικούς και τεχνολογικούς οργανισμούς·

ε)

εκπροσώπους των ενδιαφερόμενων βιομηχανικών κλάδων και γεωργών·

στ)

παρόχους τεχνολογίας·

ζ)

μη κυβερνητικές οργανώσεις που προωθούν την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος·

η)

την Επιτροπή.

4.   Το κέντρο δημοσιοποιεί τα πορίσματά του, υπό τους περιορισμούς του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ.

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη που καθορίζει τις αναγκαίες λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη δημιουργία και τη λειτουργία του κέντρου. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 75 παράγραφος 2.

Άρθρο 27β

Δοκιμή αναδυόμενων τεχνικών

Με την επιφύλαξη του άρθρου 18, η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγεί προσωρινές παρεκκλίσεις από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 15 παράγραφοι 2, 3 και 4 και από τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο 11 στοιχεία α) και β), για τη δοκιμή αναδυόμενων τεχνικών για συνολικό χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 30 μήνες, υπό την προϋπόθεση ότι, αφότου παρέλθει το καθορισμένο διάστημα, είτε η χρήση της τεχνικής διακόπτεται είτε η δραστηριότητα επιτυγχάνει τουλάχιστον τα ΒΔΤ-AEL.

Άρθρο 27γ

Τα επίπεδα εκπομπών και οι ενδεικτικές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων που συνδέονται με τις αναδυόμενες τεχνικές

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 21 παράγραφος 3, η αρμόδια αρχή μπορεί να καθορίζει:

α)

οριακές τιμές εκπομπών που διασφαλίζουν ότι, εντός 6 ετών από τη δημοσίευση απόφασης σχετικά με συμπεράσματα ΒΔΤ σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 όσον αφορά την κύρια δραστηριότητα μιας εγκατάστασης, οι εκπομπές δεν υπερβαίνουν, υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας, τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με αναδυόμενες τεχνικές, όπως ορίζονται στις αποφάσεις για τα συμπεράσματα ΒΔΤ·

β)

ενδεικτικές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων σύμφωνες με τις αποφάσεις για τα συμπεράσματα ΒΔΤ.

Άρθρο 27δ

Μετασχηματισμός προς μια καθαρή, κυκλική και κλιματικά ουδέτερη βιομηχανία

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης να συμπεριλάβουν, έως τις 30 Ιουνίου 2030, στο οικείο ΣΠΔ ενδεικτικό σχέδιο μετασχηματισμού που καλύπτει τις δραστηριότητές τους που αναφέρονται στο παράρτημα Ι σημεία 1, 2, 3, 4, 6.1α και 6.1β. Το σχέδιο μετασχηματισμού περιέχει πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο φορέας εκμετάλλευσης θα μετασχηματίσει την εγκατάσταση κατά την περίοδο 2030-2050, προκειμένου να συμβάλει στην ανάδυση μιας βιώσιμης, καθαρής, κυκλικής, αποδοτικής ως προς τους πόρους και κλιματικά ουδέτερης οικονομίας έως το 2050, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, ριζικού βιομηχανικού μετασχηματισμού όπως αναφέρεται στο άρθρο 27ε.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι, το αργότερο ένα έτος μετά την προθεσμία που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ο οργανισμός ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 14α παράγραφος 4 έκτο εδάφιο αξιολογεί τη συμμόρφωση των σχεδίων μετασχηματισμού που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, στο πλαίσιο της επανεξέτασης των όρων αδειοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3 μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων σχετικά με τα συμπεράσματα ΒΔΤ μετά την 1η Ιανουαρίου 2030, ο φορέας εκμετάλλευσης να περιλαμβάνει στο οικείο ΣΠΔ σχέδιο μετασχηματισμού για κάθε εγκατάσταση που ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι η οποία δεν αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Το σχέδιο μετασχηματισμού περιέχει πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο φορέας εκμετάλλευσης θα μετασχηματίσει την εγκατάσταση κατά την περίοδο 2030-2050, προκειμένου να συμβάλει στην ανάδυση μιας βιώσιμης, καθαρής, κυκλικής και κλιματικά ουδέτερης οικονομίας έως το 2050, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι, το αργότερο ένα έτος μετά την ολοκλήρωση της επανεξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 3, ο οργανισμός ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 14α παράγραφος 4 έκτο εδάφιο αξιολογεί τη συμμόρφωση των σχεδίων μετασχηματισμού που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

3.   Όταν δύο ή περισσότερες εγκαταστάσεις τελούν υπό τον έλεγχο του ίδιου φορέα εκμετάλλευσης ή εάν οι εγκαταστάσεις τελούν υπό τον έλεγχο διαφορετικών φορέων εκμετάλλευσης που αποτελούν μέρος της ίδιας εταιρείας, στο ίδιο κράτος μέλος, οι εν λόγω εγκαταστάσεις μπορούν να καλύπτονται από ένα σχέδιο μετασχηματισμού.

Όταν στοιχεία των σχεδίων μετασχηματισμού έχουν ήδη αναπτυχθεί σύμφωνα με άλλες ενωσιακές νομοθετικές πράξεις και συμμορφώνονται με το παρόν άρθρο, το σχέδιο μετασχηματισμού μπορεί να παραπέμπει στα σχετικά έγγραφα.

4.   Ο φορέας εκμετάλλευσης δημοσιοποιεί το οικείο σχέδιο μετασχηματισμού, επικαιροποιήσεις του σχεδίου μετασχηματισμού, καθώς και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, στο πλαίσιο της δημοσίευσης των σχετικών πληροφοριών που παρατίθενται στο ΣΠΔ όπως αναφέρεται στο άρθρο 14α παράγραφος 4.

5.   Έως τις 30 Ιουνίου 2026, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των σχεδίων μετασχηματισμού, με βάση τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2034, η Επιτροπή επανεξετάζει και, κατά περίπτωση, αναθεωρεί την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 27ε

Ριζικός βιομηχανικός μετασχηματισμός

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 18, σε περίπτωση ριζικού βιομηχανικού μετασχηματισμού της εγκατάστασης που καθορίζεται στο σχετικό σχέδιο μετασχηματισμού που καλύπτει την εγκατάσταση, η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει την περίοδο συμμόρφωσης της εγκατάστασης με τους αναπροσαρμοσμένους όρους αδειοδότησης που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 3 σε οκτώ έτη το πολύ, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η άδεια της εγκατάστασης περιλαμβάνει περιγραφή του ριζικού βιομηχανικού μετασχηματισμού, των επιπέδων εκπομπών και της αποδοτικής χρήσης των πόρων που θα επιτευχθούν, καθώς και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και τα ορόσημα·

β)

ο φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει ετησίως έκθεση στην αρμόδια αρχή σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής του ριζικού βιομηχανικού μετασχηματισμού· και

γ)

κατά τη διάρκεια της περιόδου που χορηγείται για τον μετασχηματισμό της εγκατάστασης, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι δεν προκαλείται σημαντική ρύπανση και ότι επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή τουλάχιστον ετησίως για τις παρεκκλίσεις που χορηγούν στο πλαίσιο της υποβολής εκθέσεων στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 72.

2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 18 και 22, σε περίπτωση ριζικού βιομηχανικού μετασχηματισμού που συνίσταται στο κλείσιμο μιας εγκατάστασης και στην αντικατάστασή της από νέα εγκατάσταση που καθορίζεται στο σχετικό σχέδιο μετασχηματισμού που καλύπτει την εγκατάσταση και πρόκειται να ολοκληρωθεί εντός 8 ετών από τη δημοσίευση των αποφάσεων σχετικά με τα συμπεράσματα ΒΔΤ, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5, σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα της υφιστάμενης εγκατάστασης, η αρμόδια αρχή μπορεί να άρει την υποχρέωση αναπροσαρμογής της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η άδεια για την υφιστάμενη εγκατάσταση περιλαμβάνει περιγραφή του σχεδίου παύσης λειτουργίας και του σχετικού χρονοδιαγράμματος και των οροσήμων·

β)

ο φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει ετησίως έκθεση στην αρμόδια αρχή σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά το σχέδιο παύσης λειτουργίας της υφιστάμενης εγκατάστασης και την αντικατάστασή της από νέα εγκατάσταση·

γ)

κατά την περίοδο πριν από το κλείσιμο της εγκατάστασης, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι δεν προκαλείται σημαντική ρύπανση και ότι επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή στο πλαίσιο της υποβολής εκθέσεων βάσει του άρθρου 72 τουλάχιστον ετησίως για τις παρεκκλίσεις που χορηγούν.»

·

32)

στο άρθρο 30, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να εγκρίνει παρέκκλιση, για μέγιστο διάστημα έξι μηνών, από την υποχρέωση τήρησης των οριακών τιμών εκπομπών που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 για το διοξείδιο του θείου όσον αφορά μονάδες καύσης οι οποίες, για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιούν κανονικά καύσιμο χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο, όταν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν είναι σε θέση να τηρήσει τις εν λόγω οριακές τιμές λόγω διακοπής του εφοδιασμού με καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο η οποία οφείλεται σε σοβαρή έλλειψη.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν άμεσα στην Επιτροπή κάθε παρέκκλιση που χορηγείται δυνάμει του πρώτου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για την παρέκκλιση και των όρων που επιβάλλονται.»

·

33)

στο άρθρο 30 παράγραφος 6, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή άμεσα κάθε παρέκκλιση που χορηγείται δυνάμει του πρώτου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για την παρέκκλιση και των όρων που επιβάλλονται.»

·

34)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 34α

Μονάδες καύσης που αποτελούν μέρος μικρού απομονωμένου συστήματος

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, να εξαιρούν τις μονάδες καύσης που αποτελούν μέρος μικρού απομονωμένου συστήματος στις 4 Αυγούστου 2024 από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές εκπομπών οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15 παράγραφος 3 για το διοξείδιο του θείου, τα οξείδια του αζώτου και τη σκόνη ή, κατά περίπτωση, με τα ποσοστά αποθείωσης τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 31. Διατηρούνται τουλάχιστον οι οριακές τιμές εκπομπών διοξειδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου και σκόνης που προβλέπονται στην άδεια των εν λόγω μονάδων καύσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των οδηγιών 2001/80/ΕΚ και 2008/1/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι εκπομπές παρακολουθούνται και ότι δεν προκαλείται σημαντική ρύπανση. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν εγκαταστάσεις από τις οριακές τιμές εκπομπών μόνον όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα μέτρα που προκαλούν λιγότερη ρύπανση. Η εξαίρεση δεν μπορεί να υπερβαίνει το αναγκαίο χρονικό διάστημα.

2.   Από την 1η Ιανουαρίου 2030, οι συγκεκριμένες μονάδες καύσης συμμορφώνονται με τις οριακές τιμές εκπομπών διοξειδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου και σκόνης που καθορίζονται στο παράρτημα V μέρος 2 και με τις οριακές τιμές εκπομπών που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 για το διοξείδιο του θείου, τα οξείδια του αζώτου και τη σκόνη.

3.   Τα κράτη μέλη που χορηγούν εξαιρέσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζουν σχέδιο συμμόρφωσης που καλύπτει τις μονάδες καύσης, οι οποίες επωφελούνται από τέτοιες εξαιρέσεις. Το σχέδιο συμμόρφωσης περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση των συγκεκριμένων μονάδων, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, με τις οριακές τιμές εκπομπών διοξειδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου και σκόνης που καθορίζονται στο παράρτημα V μέρος 2 και με τις οριακές τιμές εκπομπών του άρθρου 15 παράγραφος 3 για το διοξείδιο του θείου, τα οξείδια του αζώτου και τη σκόνη. Το σχέδιο συμμόρφωσης περιλαμβάνει επίσης πληροφορίες σχετικά με μέτρα για την ελαχιστοποίηση του μεγέθους και της διάρκειας των εκπομπών ρύπων κατά την περίοδο που καλύπτεται από το σχέδιο και πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα διαχείρισης της ζήτησης και τις δυνατότητες μετάβασης σε καθαρότερα καύσιμα ή σε καθαρότερες εναλλακτικές λύσεις, όπως η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η διασύνδεση με τα ηπειρωτικά δίκτυα.

4.   Το αργότερο έως τις 5 Φεβρουαρίου 2025, τα κράτη μέλη κοινοποιούν το οικείο σχέδιο συμμόρφωσης στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αξιολογεί τα σχέδια και εφόσον δεν εγείρει αντιρρήσεις εντός δώδεκα μηνών από την παραλαβή ενός σχεδίου, το σχετικό κράτος μέλος θεωρεί ότι το σχέδιό του έχει γίνει δεκτό. Όταν η Επιτροπή διατυπώσει αντιρρήσεις επειδή το σχέδιο δεν εγγυάται τη συμμόρφωση των συγκεκριμένων μονάδων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029 ή δεν ελαχιστοποιεί το μέγεθος και τη διάρκεια των εκπομπών ρύπων κατά την περίοδο που καλύπτει το σχέδιο, το εν λόγω κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή αναθεωρημένο σχέδιο εντός έξι μηνών από την κοινοποίηση των αντιρρήσεων της Επιτροπής. Όσον αφορά την αξιολόγηση αναθεωρημένης μορφής ενός σχεδίου την οποία ένα κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή, η προθεσμία της δεύτερης περιόδου είναι έξι μήνες.

5.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά τις δράσεις που περιγράφονται στο σχέδιο συμμόρφωσης το αργότερο στις 5 Φεβρουαρίου 2026 και στο τέλος κάθε επόμενου ημερολογιακού έτους. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τυχόν επακόλουθες αλλαγές του σχεδίου συμμόρφωσης. Όσον αφορά την αξιολόγηση αναθεωρημένης μορφής ενός σχεδίου την οποία ένα κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή, η προθεσμία της παραγράφου 4 δεύτερη περίοδος είναι έξι μήνες.

6.   Το κράτος μέλος δημοσιοποιεί την παρέκκλιση και τους επιβαλλόμενους όρους σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2.»

·

35)

στο άρθρο 42 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις μονάδες αεριοποίησης ή πυρόλυσης, εάν τα αέρια ή τα υγρά που προκύπτουν από την εν λόγω θερμική επεξεργασία αποβλήτων υποβάλλονται σε επεξεργασία πριν από την αποτέφρωσή τους σε βαθμό που:

α)

η αποτέφρωση προκαλεί εκπομπές χαμηλότερες από την καύση των λιγότερο ρυπογόνων καυσίμων που διατίθενται στην αγορά και τα οποία θα μπορούσαν να υποβληθούν σε καύση στην εγκατάσταση·

β)

για εκπομπές εκτός των οξειδίων του αζώτου, των οξειδίων του θείου και της σκόνης, η αποτέφρωση να μην προκαλεί εκπομπές υψηλότερες από τις εκπομπές από την αποτέφρωση ή τη συναποτέφρωση αποβλήτων.»

·

36)

στο άρθρο 48, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την παρακολούθηση των εκπομπών σύμφωνα με το παράρτημα VI μέρη 6 και 7.

Οι εκπομπές που διοχετεύονται στην ατμόσφαιρα από τις μονάδες αποτέφρωσης και συναποτέφρωσης αποβλήτων θα παρακολουθούνται επίσης σε μη κανονικές συνθήκες λειτουργίας. Οι εκπομπές κατά την έναρξη και τη διακοπή λειτουργίας ενόσω δεν αποτεφρώνονται απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων των εκπομπών PCDD/F και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB, εκτιμώνται βάσει εκστρατειών μετρήσεων που πραγματοποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα, όπως κάθε τρία έτη, κατά τις προγραμματισμένες εργασίες έναρξης ή παύσης λειτουργίας. Οι εκπομπές PCDD/F και παρόμοιων με διοξίνες PCB προλαμβάνονται ή ελαχιστοποιούνται στο μέτρο του δυνατού.»

·

37)

στο άρθρο 63, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε περίπτωση που μια υφιστάμενη εγκατάσταση υφίσταται ουσιαστική μετατροπή ή εμπίπτει για πρώτη φορά στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας κατόπιν ουσιαστικής μετατροπής, το τμήμα της εγκατάστασης το οποίο υφίσταται την ουσιαστική μετατροπή αντιμετωπίζεται ως νέα εγκατάσταση.»

·

38)

στο άρθρο 70, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η παρακολούθηση διενεργείται, και το σύστημα διασφάλισης ποιότητας του εργαστηρίου που πραγματοποιεί την παρακολούθηση λειτουργεί, βάσει προτύπων CEN ή, εάν δεν υπάρχουν πρότυπα CEN, βάσει προτύπων ISO, εθνικών ή άλλων διεθνών προτύπων που εξασφαλίζουν την παροχή δεδομένων ισοδύναμης επιστημονικής ποιότητας.»

·

39)

μετά το άρθρο 70 παρεμβάλλεται ο ακόλουθος τίτλος:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIΑ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΡΟΦΗ ΠΟΥΛΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΧΟΙΡΩΝ»

·

40)

μετά τον τίτλο «ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIα» παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 70α

Πεδίο εφαρμογής

Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στις αναφερόμενες στο παράρτημα Iα δραστηριότητες που φθάνουν στο όριο δυναμικότητας που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 70β

Κανόνας συνυπολογισμού

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι, εάν δύο ή περισσότερες εγκαταστάσεις που ασκούν κτηνοτροφικές δραστηριότητες βρίσκονται σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και εάν ο οικείος φορέας εκμετάλλευσης είναι ο ίδιος ή εάν οι εγκαταστάσεις τελούν υπό τον έλεγχο φορέων εκμετάλλευσης που έχουν συνάψει οικονομική ή νομική σχέση, η αρμόδια αρχή δύναται να θεωρήσει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις αποτελούν ενιαία μονάδα για τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου δυναμικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 70α.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο κανόνας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν χρησιμοποιείται για την καταστρατήγηση των υποχρεώσεων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Έως τις 5 Αυγούστου 2028, η Επιτροπή δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές, μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη, σχετικά με τα κριτήρια για να θεωρούνται οι διάφορες εγκαταστάσεις ως ενιαία μονάδα κατά την παράγραφο 1.

Άρθρο 70γ

Άδειες και καταχωρίσεις

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι καμία εγκατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου δεν λειτουργεί χωρίς άδεια ή χωρίς να έχει καταχωριστεί και ότι η λειτουργία όλων των εγκαταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου είναι σύμφωνη με τους ενιαίους όρους για τους κανόνες λειτουργίας που αναφέρονται στο άρθρο 70θ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε παρόμοια προϋπάρχουσα διαδικασία για την καταχώριση εγκαταστάσεων σε μητρώο προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία διοικητικής επιβάρυνσης.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν διαδικασία αδειοδότησης στην εντατική εκτροφή πουλερικών και χοίρων:

α)

με περισσότερες από 40 000 θέσεις για πουλερικά,

β)

με περισσότερες από 2 000 θέσεις για χοίρους παραγωγής άνω των 30 kg ή

γ)

με περισσότερες από 750 θέσεις για χοιρομητέρες.

Τα κράτη μέλη μπορούν να συμπεριλαμβάνουν απαιτήσεις για ορισμένες κατηγορίες εγκαταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου στους γενικούς δεσμευτικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 6.

Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τη διαδικασία καταχώρισης σε μητρώο ή χορήγησης άδειας για εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου. Οι εν λόγω διαδικασίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις πληροφορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 2.

2.   Οι καταχωρίσεις ή οι αιτήσεις για τη χορήγηση αδειών περιλαμβάνουν τουλάχιστον περιγραφή των ακόλουθων στοιχείων:

α)

της εγκατάστασης και των δραστηριοτήτων της·

β)

του είδους των ζώων·

γ)

την πυκνότητα εκτροφής σε ΜΖΚ ανά εκτάριο που υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα Ια, κατά περίπτωση·

δ)

της δυναμικότητας της εγκατάστασης·

ε)

των πηγών εκπομπών της εγκατάστασης·

στ)

της φύσης και των ποσοτήτων των προβλεπόμενων εκπομπών από την εγκατάσταση σε κάθε επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος.

3.   Στις αιτήσεις περιλαμβάνεται επίσης μια μη τεχνικού περιεχομένου συγκεφαλαίωση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή αμελλητί για κάθε σχεδιαζόμενη ουσιαστική μεταβολή στις εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου και που είναι δυνατόν να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Κατά περίπτωση, η αρμόδια αρχή επανεξετάζει και αναπροσαρμόζει την άδεια ή ζητεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να υποβάλει αίτηση αδειοδότησης ή να προβεί σε νέα καταχώριση.

5.   Η Επιτροπή αξιολογεί τον αντίκτυπο της εφαρμογής των κανόνων λειτουργίας που ορίζονται στο άρθρο 70θ και υποβάλλει, έως και 11 έτη μετά την έναρξη ισχύος της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 70θ παράγραφος 2, έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα της εν λόγω αξιολόγησης.

Άρθρο 70δ

Υποχρεώσεις του φορέα εκμετάλλευσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης παρακολουθεί τις εκπομπές και τα σχετικά επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων σύμφωνα με τους ενιαίους όρους για τους κανόνες λειτουργίας που αναφέρονται στο άρθρο 70θ.

Τα δεδομένα παρακολούθησης λαμβάνονται με μεθόδους μέτρησης ή, όταν αυτό δεν είναι εφικτό, με μεθόδους υπολογισμού όπως η χρήση συντελεστών εκπομπών. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την απόκτηση των δεδομένων παρακολούθησης περιγράφονται στους κανόνες λειτουργίας.

Ο φορέας εκμετάλλευσης τηρεί αρχείο και επεξεργάζεται όλα τα αποτελέσματα της παρακολούθησης, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η επαλήθευση της συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές εκπομπών και τις οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων που καθορίζονται στους κανόνες λειτουργίας.

2.   Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές εκπομπών και τις οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων που καθορίζονται στους ενιαίους όρους για τους κανόνες λειτουργίας που αναφέρονται στο άρθρο 70θ, τα κράτη μέλη απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την αποκατάσταση της συμμόρφωσης το συντομότερο δυνατό.

3.   Ο φορέας εκμετάλλευσης διασφαλίζει ότι κάθε διαχείριση κοπριάς, όπως μεταξύ άλλων η διασπορά στο έδαφος αποβλήτων, ζωικών υποπροϊόντων ή άλλων καταλοίπων που παράγονται από την εγκατάσταση, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, όπως καθορίζονται στους κανόνες λειτουργίας, και σε άλλη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, και ότι δεν προκαλεί σημαντική ρύπανση του περιβάλλοντος.

Άρθρο 70ε

Παρακολούθηση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διενεργείται κατάλληλη παρακολούθηση σύμφωνα με τους ενιαίους όρους για τους κανόνες λειτουργίας που αναφέρονται στο άρθρο 70θ.

2.   Όλα τα αποτελέσματα της παρακολούθησης καταγράφονται, υφίστανται επεξεργασία και παρουσιάζονται με τρόπο που παρέχει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να εξακριβώνει τη συμμόρφωση προς τις συνθήκες λειτουργίας, τις οριακές τιμές εκπομπών και τις οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων που περιλαμβάνονται στους γενικούς δεσμευτικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 6 ή στην άδεια.

3.   Ο φορέας εκμετάλλευσης θέτει, χωρίς καθυστέρηση, τα δεδομένα και τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στη διάθεση της αρμόδιας αρχής κατόπιν αιτήματος. Η αρμόδια αρχή μπορεί να διατυπώσει τέτοιο αίτημα για να επαληθεύσει τη συμμόρφωση με τους ενιαίους όρους για τους κανόνες λειτουργίας. Η αρμόδια αρχή διατυπώνει το αίτημα αυτό, εάν ένα μέλος του κοινού ζητήσει πρόσβαση στα δεδομένα ή στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 70στ

Μη συμμόρφωση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι τιμές των εκπομπών και των επιπέδων περιβαλλοντικών επιδόσεων παρακολουθούνται σύμφωνα με τους ενιαίους όρους για τους κανόνες λειτουργίας που αναφέρονται στο άρθρο 70θ και δεν υπερβαίνουν τις οριακές τιμές εκπομπών και τις οριακές τιμές περιβαλλοντικών επιδόσεων που καθορίζονται σε αυτό.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν αποτελεσματικό σύστημα παρακολούθησης της συμμόρφωσης, που βασίζεται είτε σε περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις είτε σε άλλα μέτρα, για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.

3.   Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα, επιπρόσθετα στα μέτρα που λαμβάνει ο φορέας εκμετάλλευσης βάσει του άρθρου 70δ, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποκατάσταση της συμμόρφωσης χωρίς καθυστέρηση.

Όταν η μη συμμόρφωση προκαλεί σημαντική υποβάθμιση των τοπικών συνθηκών του αέρα, των υδάτων ή του εδάφους, ή όταν θέτει ή υπάρχει κίνδυνος να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία, η λειτουργία της εγκατάστασης αναστέλλεται από την αρμόδια αρχή έως ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση.

Άρθρο 70ζ

Ενημέρωση και συμμετοχή του κοινού

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχεται έγκαιρα και πραγματικά στο ενδιαφερόμενο κοινό η δυνατότητα συμμετοχής στις ακόλουθες διαδικασίες:

α)

εκπόνηση γενικών δεσμευτικών κανόνων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6, σχετικά με τις άδειες για εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου·

β)

χορήγηση άδειας για νέα εγκατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου·

γ)

χορήγηση αναπροσαρμοσμένης άδειας σύμφωνα με το άρθρο 70γ παράγραφος 4 για κάθε ουσιαστική μεταβολή σε υφιστάμενη εγκατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου· ή

δ)

στη διαδικασία καταχώρισης, σε περίπτωση που δεν θεσπιστούν γενικοί δεσμευτικοί κανόνες και τα κράτη μέλη επιτρέπουν μόνο την καταχώριση της εγκατάστασης.

2.   Η αρμόδια αρχή θέτει στη διάθεση του κοινού, μεταξύ άλλων συστηματικά μέσω του διαδικτύου, δωρεάν και χωρίς να περιορίζει την πρόσβαση σε εγγεγραμμένους χρήστες, τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες:

α)

την άδεια ή την καταχώριση·

β)

τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που διενεργήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1·

γ)

τους γενικούς δεσμευτικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 6 οι οποίοι εφαρμόζονται σε εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου· και

δ)

τις εκθέσεις επιθεώρησης των εγκαταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 70η

Πρόσβαση στη δικαιοσύνη

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το εθνικό νομικό τους σύστημα, κάθε μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού έχει πρόσβαση σε διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου, συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, όταν πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει επαρκές συμφέρον·

β)

υποστηρίζει ότι έχει επέλθει προσβολή δικαιώματος, εάν αυτό απαιτείται ως προϋπόθεση από το δικονομικό διοικητικό δίκαιο κράτους μέλους.

Η νομιμοποίηση στη διαδικασία εξέτασης δεν εξαρτάται από τον ρόλο που διαδραμάτισε το ενδιαφερόμενο μέλος του κοινού κατά τη διάρκεια μιας συμμετοχικής φάσης των διαδικασιών λήψης απόφασης δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Η διαδικασία εξέτασης είναι δίκαιη, αντικειμενική, έγκαιρη, δεν είναι απαγορευτικά δαπανηρή και προβλέπει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών μέτρων, κατά περίπτωση.

2.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν σε ποια φάση είναι δυνατόν να προσβάλλονται αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις.

Άρθρο 70θ

Ενιαίοι όροι για τους κανόνες λειτουργίας

1.   Η Επιτροπή διοργανώνει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, των σχετικών κλάδων, μη κυβερνητικών οργανώσεων που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος και της Επιτροπής, πριν από τη θέσπιση ενιαίων όρων για τους κανόνες λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 2. Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, εξετάζονται ειδικότερα τα ακόλουθα:

α)

τα επίπεδα εκπομπών και περιβαλλοντικών επιδόσεων των εγκαταστάσεων και των τεχνικών, καθώς και άλλα μέτρα σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ·

β)

οι χρησιμοποιούμενες τεχνικές, η σχετική παρακολούθηση, οι πολύτροπες επιπτώσεις, η οικονομική και τεχνική βιωσιμότητα και οι εξελίξεις εν προκειμένω·

γ)

οι βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές που προσδιορίζονται αφού εξετασθούν οι υπό τα στοιχεία α) και β) πληροφορίες·

δ)

αναδυόμενες τεχνικές.

2.   Έως την 1η Σεπτεμβρίου 2026 η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη για τη θέσπιση ενιαίων όρων για τους κανόνες λειτουργίας για κάθε δραστηριότητα που αναφέρεται στο παράρτημα Ια.

Οι ενιαίοι όροι για τους κανόνες λειτουργίας είναι συνεπείς με τη χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ια και λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το είδος, το μέγεθος και την πυκνότητα εκτροφής των εν λόγω εγκαταστάσεων, το μέγεθος των αγελών ενός είδους ζώου σε μεικτές γεωργικές εγκαταστάσεις καθώς και τις ιδιαιτερότητες των συστημάτων εκτροφής σε βοσκοτόπους, όπου τα ζώα εκτρέφονται μόνο σε εποχική βάση σε εγκαταστάσεις εσωτερικού χώρου. Περιλαμβάνουν επίσης ενδεικτικές πληροφορίες σχετικά με τις αναδυόμενες τεχνικές, εφόσον είναι διαθέσιμες.

Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 75 παράγραφος 2.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια αρχή να παρακολουθεί ή να ενημερώνεται σχετικά με τις εξελίξεις των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών και τη δημοσίευση νέων ή επικαιροποιημένων ενιαίων όρων για τους κανόνες λειτουργίας.»

·

41)

στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το είδος, ο μορφότυπος και η συχνότητα παροχής των πληροφοριών που διατίθενται βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου καθορίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 75 παράγραφος 2. Η εκτελεστική απόφαση για τον καθορισμό του είδους, του μορφοτύπου και της συχνότητας των πληροφοριών που πρέπει να διατίθενται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου επικαιροποιείται όποτε είναι αναγκαίο και το αργότερο έως τις 5 Αυγούστου 2026.»

·

42)

στο άρθρο 73 παράγραφος 1, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Μέχρι τις 30 Ιουνίου 2028 και στη συνέχεια ανά 5 έτη, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στην οποία επανεξετάζεται η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με δραστηριότητες για τις οποίες έχουν εγκριθεί ή δεν έχουν εγκριθεί συμπεράσματα ΒΔΤ σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 της παρούσας οδηγίας, λαμβάνει υπόψη τη δυναμική της καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένων των αναδυόμενων τεχνικών, την ανάγκη για περαιτέρω μέτρα πρόληψης της ρύπανσης και την επανεξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει αξιολόγηση της ανάγκης για ανάληψη δράσης από την Ένωση με την καθιέρωση ή επικαιροποίηση σε επίπεδο Ένωσης ελάχιστων απαιτήσεων για τη θέσπιση οριακών τιμών εκπομπών και για κανόνες σχετικά με την παρακολούθηση και τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο των συμπερασμάτων ΒΔΤ που εγκρίθηκαν κατά την προηγούμενη πενταετή περίοδο με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τον αντίκτυπο των εν λόγω δραστηριοτήτων στο περιβάλλον συνολικά και στην ανθρώπινη υγεία·

β)

το επίπεδο εφαρμογής των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών για τις εν λόγω δραστηριότητες.»

·

43)

το άρθρο 73 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή, χρησιμοποιώντας τεκμηριωμένη μεθοδολογία και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του τομέα, αξιολογεί την ανάγκη ανάληψης δράσης από την Ένωση με σκοπό:

α)

να αντιμετωπιστούν συνολικά οι εκπομπές από την εκτροφή ζώων εντός της Ένωσης, ιδίως από βοοειδή· και

β)

να επιτευχθεί περαιτέρω ο στόχος της παγκόσμιας περιβαλλοντικής προστασίας όσον αφορά τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης, μέσω της πρόληψης και του ελέγχου των εκπομπών από την κτηνοτροφία, και κατά τρόπο που συνάδει με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης.

Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της εν λόγω αξιολόγησης έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Οι εκθέσεις συνοδεύονται, εφόσον τούτο είναι σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.»

·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η Επιτροπή επανεξετάζει:

α)

την ανάγκη ελέγχου των εκπομπών από την χερσαία και υπεράκτια εξερεύνηση και παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου·

β)

την ανάγκη ελέγχου των εκπομπών από την επιτόπια επεξεργασία και εξόρυξη μη ενεργειακών βιομηχανικών ορυκτών που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία εκτός των κατασκευών, καθώς και την ανάγκη ελέγχου των εκπομπών από την επιτόπια επεξεργασία και εξόρυξη μεταλλευμάτων που ξεκίνησαν να πραγματοποιούνται πρόσφατα στην Ένωση·

γ)

την ανάγκη αναθεώρησης του ορίου δραστηριότητας του παραρτήματος Ι για την παραγωγή υδρογόνου με ηλεκτρόλυση νερού.

Η Επιτροπή περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της εν λόγω επανεξέτασης στην πρώτη από τις εκθέσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο που απαιτούνται βάσει της πρώτης παραγράφου.»

·

44)

το άρθρο 74 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 74

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

1.   Προκειμένου να μπορούν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας να προσαρμόζονται στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο, βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, η Επιτροπή θεσπίζει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 76 σχετικά με την προσαρμογή του παραρτήματος V μέρη 3 και 4, του παραρτήματος VI μέρη 2, 6, 7 και 8 και του παραρτήματος VII μέρη 5, 6, 7 και 8 στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο.

2.   Η Επιτροπή προβαίνει σε κατάλληλη διαβούλευση με τους συμφεροντούχους πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις σχετικές μελέτες και αναλύσεις που χρησιμοποιήθηκαν για την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, το αργότερο κατά την έκδοση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης.»

·

45)

το άρθρο 75 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 75

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.»

·

46)

το άρθρο 76 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 76

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 27δ, στο άρθρο 48 παράγραφος 5 και στο άρθρο 74 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα 5 ετών από την 1η Αυγούστου 2024. Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση το αργότερο 9 μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των 5 ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλει αντιρρήσεις το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 27δ, στο άρθρο 48 παράγραφος 5 και στο άρθρο 74 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 27δ, του άρθρου 48 παράγραφος 5 ή του άρθρου 74 τίθενται σε ισχύ μόνο εάν δεν προβληθεί καμία αντίρρηση είτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά 2 μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.»

·

47)

τα άρθρα 77 και 78 διαγράφονται·

48)

το άρθρο 79 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 79

Κυρώσεις

1.   Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών δυνάμει της οδηγίας 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5), τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

2.   Οι κυρώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν διοικητικές οικονομικές κυρώσεις που στερούν ουσιαστικά από όσους διέπραξαν την παράβαση τα οικονομικά οφέλη που απορρέουν από τις παραβάσεις τους.

Για τις πλέον σοβαρές παραβάσεις που διαπράττονται από νομικό πρόσωπο, το ανώτατο ποσό των διοικητικών οικονομικών κυρώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ανέρχεται τουλάχιστον στο 3 % του ετήσιου κύκλου εργασιών του φορέα εκμετάλλευσης στην Ένωση κατά το οικονομικό έτος που προηγείται του έτους κατά το οποίο επιβάλλεται το πρόστιμο.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης, ή εναλλακτικά, να χρησιμοποιούν ποινικές κυρώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι είναι εξίσου αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές με τις διοικητικές οικονομικές κυρώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα εξής, κατά περίπτωση:

α)

τη φύση, τη βαρύτητα και την έκταση της παράβασης·

β)

ο πληθυσμός ή το περιβάλλον που θίγεται από την παράβαση, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της παράβασης στον στόχο της επίτευξης υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος·

γ)

τον επαναλαμβανόμενο ή μη χαρακτήρα της παράβασης·

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή τους κανόνες και τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

(*5)  Οδηγία 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 328 της 6.12.2008, σ. 28).»·"

49)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 79α

Αποζημίωση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν προκαλείται βλάβη στην ανθρώπινη υγεία ως αποτέλεσμα παράβασης εθνικών μέτρων που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τα θιγόμενα άτομα έχουν το δικαίωμα να διεκδικήσουν και να λάβουν αποζημίωση για την εν λόγω βλάβη από τα σχετικά φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικοί κανόνες και διαδικασίες που αφορούν αγωγές αποζημίωσης σχεδιάζονται και εφαρμόζονται με τρόπο ώστε να μην καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης για βλάβη που προκαλείται από παράβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν προθεσμίες παραγραφής για την άσκηση αγωγών αποζημίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω προθεσμίες δεν αρχίζουν να υπολογίζονται πριν από την παύση της παράβασης και προτού το πρόσωπο που ζητεί την αποζημίωση πληροφορηθεί ή μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι έχει πληροφορηθεί ότι έχει υποστεί βλάβη από παράβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1.»

·

50)

το παράρτημα I τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας οδηγίας·

51)

παρεμβάλλεται το παράρτημα Iα όπως ορίζεται στο παράρτημα II της παρούσας οδηγίας·

52)

το παράρτημα II αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος III της παρούσας οδηγίας·

53)

το παράρτημα ΙΙI τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα IV της παρούσας οδηγίας·

54)

το παράρτημα IV τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα V της παρούσας οδηγίας·

55)

το παράρτημα V τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα VI της παρούσας οδηγίας·

56)

το παράρτημα VI τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα VII της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 1999/31/ΕΚ

Στο άρθρο 1 της οδηγίας 1999/31/ΕΚ, η παράγραφος 2 διαγράφεται.

Άρθρο 3

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις οι οποίες ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 14 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία αα), ββ) και η) και το άρθρο 15 παράγραφοι 4 και 6 εντός τεσσάρων ετών από τη δημοσίευση αποφάσεων σχετικά με συμπεράσματα ΒΔΤ που έχουν δημοσιευθεί μετά την 1η Ιουλίου 2026 σχετικά με την κύρια δραστηριότητα μιας εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5.

Οι εγκαταστάσεις οι οποίες λαμβάνουν άδεια για πρώτη φορά μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων σχετικά με τα συμπεράσματα ΒΔΤ που δημοσιεύθηκαν μετά την 1η Ιουλίου 2026 σχετικά με την κύρια δραστηριότητα μιας εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5, εφαρμόζουν τις διατάξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου από την ημερομηνία δημοσίευσης των συμπερασμάτων ΒΔΤ.

2.   Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις οι οποίες ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι και οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας πριν από τις 4 Αυγούστου 2024 και λειτουργούν και διαθέτουν άδεια πριν από την 1η Ιουλίου 2026, το άρθρο 14 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β), βα) και δ), το άρθρο 15 παράγραφοι 1 και 5, το άρθρο 15α και το άρθρο 16 παράγραφος 4 εφαρμόζονται όταν η άδεια χορηγείται ή αναπροσαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 20 παράγραφος 2 ή του άρθρου 21 παράγραφος 5, ή αναπροσαρμόζεται εντός 4 ετών από τη δημοσίευση αποφάσεων σχετικά με συμπεράσματα ΒΔΤ που έχουν δημοσιευθεί μετά την 1η Ιουλίου 2026 σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 σχετικά με την κύρια δραστηριότητα μιας εγκατάστασης, ή έως την 1η Σεπτεμβρίου 2036, ανάλογα με το ποια ημερομηνία προηγείται.

Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις οι οποίες ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι και οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας πριν από τις 4 Αυγούστου 2024 και των οποίων οι φορείς εκμετάλλευσης έχουν υποβάλει πλήρη αίτηση χορήγησης άδειας πριν από την 1η Ιουλίου 2026 υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις τίθενται σε λειτουργία το αργότερο την 1η Ιουλίου 2027, το άρθρο 14 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β), βα) και δ), το άρθρο 15 παράγραφοι 1 και 5, το άρθρο 15α και το άρθρο 16 παράγραφος 4 εφαρμόζονται όταν η άδεια χορηγείται ή αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 ή το άρθρο 21 παράγραφος 5, ή εντός 4 ετών από τη δημοσίευση αποφάσεων σχετικά με συμπεράσματα ΒΔΤ που έχουν δημοσιευθεί μετά την 1η Ιουλίου 2026 σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 σχετικά με την κύρια δραστηριότητα μιας εγκατάστασης, ή έως την 1η Σεπτεμβρίου 2036, ανάλογα με το ποια ημερομηνία προηγείται..

Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις που ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας πριν από τις 4 Αυγούστου 2024, το άρθρο 15 παράγραφος 3 εφαρμόζεται όταν η άδεια αναπροσαρμόζεται εντός τεσσάρων ετών από τη δημοσίευση των αποφάσεων σχετικά με τα συμπεράσματα ΒΔΤ που έχουν δημοσιευθεί μετά την 1η Ιουλίου 2026 σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα μιας εγκατάστασης ή χορηγείται μετά από τις εν λόγω αποφάσεις, ή όταν η άδεια αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 5, ή έως την 1η Σεπτεμβρίου 2036, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη.

Έως τη σχετική ημερομηνία εφαρμογής που προβλέπεται στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, οι εγκαταστάσεις οι οποίες αναφέρονται στα εν λόγω εδάφια και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, στην έκδοση που ισχύει τις 3 Αυγούστου 2024, συμμορφώνονται με την οδηγία 2010/75/ΕΕ στη συγκεκριμένη έκδοση.

3.   Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας πριν από τις 4 Αυγούστου 2024 και τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I σημείο 2.3 στοιχείο αα) και το φινίρισμα κλωστοϋφαντουργικών ινών ή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων σύμφωνα με το σημείο 6.2 του εν λόγω παραρτήματος που λειτουργούν πριν από την 1η Ιουλίου 2026 τα κράτη μέλη εφαρμόζουν, με την εξαίρεση του άρθρου 14 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία αα), ββ) και η) και το άρθρο 15 παράγραφοι 4 και 6, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία εντός τεσσάρων ετών από την 1η Ιουλίου 2026.

4.   Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ πριν από τις 4 Αυγούστου 2024 και ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I σημείο 1.4, στο παράρτημα I σημείο 2.3 στοιχεία β) και βα) και στο παράρτημα I σημεία 2.7 και σημείο 3.6, τα κράτη μέλη, με την εξαίρεση του άρθρου 14 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία αα), ββ) και η) και του άρθρου 15 παράγραφοι 4 και 6, εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία εντός 4 ετών από τη δημοσίευση αποφάσεων για συμπεράσματα ΒΔΤ σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 σχετικά με την κύρια δραστηριότητα μιας εγκατάστασης ή έως την 1η Σεπτεμβρίου 2034, ανάλογα με το ποια ημερομηνία προηγείται.

Έως τη σχετική ημερομηνία εφαρμογής που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, οι εγκαταστάσεις οι οποίες αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, στην έκδοση που ισχύει την ημέρα πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, συμμορφώνονται με την οδηγία 2010/75/ΕΕ στη συγκεκριμένη έκδοση.

Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις που λαμβάνουν άδεια για πρώτη φορά μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων σχετικά με τα συμπεράσματα ΒΔΤ που δημοσιεύθηκαν μετά την 1η Ιουλίου 2026 σχετικά με την κύρια δραστηριότητα μιας εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται στη χορήγηση των αδειών τους από την ημερομηνία δημοσίευσης των συμπερασμάτων ΒΔΤ.

5.   Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις οι οποίες ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ια, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία εντός:

α)

4 ετών από την έναρξη ισχύος της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 70θ παράγραφος 2, εάν η δυναμικότητα της εγκατάστασης είναι 600 LSU ή μεγαλύτερη,

β)

5 ετών από την έναρξη ισχύος της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 70θ παράγραφος 2, εάν η δυναμικότητα της εγκατάστασης είναι 400 LSU ή μεγαλύτερη,

γ)

6 ετών από την έναρξη ισχύος της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 70θ παράγραφος 2, για όλες τις λοιπές εγκαταστάσεις που καλύπτονται από το παράρτημα Ια.

Έως τη σχετική ημερομηνία εφαρμογής που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, οι εγκαταστάσεις οι οποίες αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, στην έκδοση που ισχύει την ημέρα πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, συμμορφώνονται με την οδηγία 2010/75/ΕΕ στη συγκεκριμένη έκδοση.

6.   Οι παρεκκλίσεις που χορηγήθηκαν από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 5 πριν από την 1η Ιουλίου 2026 εξακολουθούν να ισχύουν έως ότου η αρμόδια αρχή επαναξιολογήσει αν η παρέκκλιση είναι δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 5. Η επαναξιολόγηση πραγματοποιείται τέσσερα έτη από την 1η Ιουλίου 2026 ή ως μέρος της επανεξέτασης των όρων της άδειας βάσει του άρθρου 21, ανάλογα με το ποια ημερομηνία προηγείται.

7.   Οι παρεκκλίσεις για τη δοκιμή και τη χρήση αναδυόμενων τεχνικών που χορηγούνται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 7 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ στην έκδοση που ισχύει στις 3 Αυγούστου 2024, πριν από την 1η Ιουλίου 2026, παραμένουν σε ισχύ έως το τέλος της περιόδου που ορίζεται στην απόφαση χορήγησης παρέκκλισης. Μετά την παρέλευση του καθορισμένου χρονικού διαστήματος, η δοκιμή της τεχνικής διακόπτεται ή η δραστηριότητα επιτυγχάνει τουλάχιστον τα ΒΔΤ-AEL.

Άρθρο 4

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο την 1η Ιουλίου 2026. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν για τον τρόπο που συντάσσεται η αναφορά.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 24 Απριλίου 2024.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MICHEL


(1)   ΕΕ C 443 της 22.11.2022, σ. 130.

(2)   ΕΕ C 498 της 30.12.2022, σ. 154.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Μαρτίου 2024 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 12ης Απριλίου 2024.

(4)   ΕΕ L 282 της 19.10.2016, σ. 4.

(5)  Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2021, για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 401/2009 και (ΕΕ) 2018/1999 («ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα») (ΕΕ L 243 της 9.7.2021, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1252 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Απριλίου 2024, σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για την εξασφάλιση ασφαλούς και βιώσιμου εφοδιασμού με κρίσιμες πρώτες ύλες και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 168/2013, (ΕΕ) 2018/858, (ΕΕ) 2018/1724 και (ΕΕ) 2019/1020 (ΕΕ L, 2024/1252, 3.5.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1252/oj).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1542 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2023, σχετικά με τις μπαταρίες και τα απόβλητα μπαταριών, για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 και την κατάργηση της οδηγίας 2006/66/ΕΚ (ΕΕ L 191 της 28.7.2023, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2012/18/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες και για την τροποποίηση και στη συνέχεια την κατάργηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2006 για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

(11)  Εκτελεστική απόφαση 2012/119/ΕΕ της Επιτροπής, της 10ης Φεβρουαρίου 2012, σχετικά με τη θέσπιση κανόνων που αφορούν τις κατευθυντήριες γραμμές για τη συλλογή δεδομένων, καθώς και για την κατάρτιση των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ και τη διασφάλιση της ποιότητάς τους, οι οποίες αναφέρονται στην οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ΕΕ L 63 της 2.3.2012, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26).

(13)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους (ΕΕ L 157 της 15.6.2016, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1221/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, περί της εκούσιας συμμετοχής οργανισμών σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS) και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 761/2001 και των αποφάσεων της Επιτροπής 2001/681/ΕΚ και 2006/193/ΕΚ (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 1).

(16)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ένωσης και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(17)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(18)  Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Ιανουαρίου 2021, LB κ.λπ. κατά College van burgemeester en wethouders van de gemeente Echt-Susteren, υπόθεση C-826/18, ECLI:EU:C:2021:7, σκέψεις 58 και 59.

(19)  Aπόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Ιανουαρίου 2013, Jozef Križan κ.λπ. κατά Slovenská inšpekcia životného prostredia, Yπόθεση C-416/10, ECLI:EU:C:2013:8, σκέψη 109.

(20)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1244 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 2024, σχετικά με την υποβολή περιβαλλοντικών δεδομένων από βιομηχανικές εγκαταστάσεις, τη δημιουργία πύλης για τις βιομηχανικές εκπομπές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 166/2006 (ΕΕ L, 2024/1244, 2.5.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1244/oj).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1787 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2024, σχετικά με τη μείωση των εκπομπών μεθανίου στον τομέα της ενέργειας και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/942 (ΕΕ L, 2024/1787, 15.7.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1787/oj).

(24)  Οδηγία 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ (ΕΕ L 178 της 28.6.2013, σ. 66).

(25)  Οδηγία 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 328 της 6.12.2008, σ. 28).

(26)  Οδηγία 2004/35/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας (ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 56).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, για τη σύσταση ευρωπαϊκού μητρώου έκλυσης και μεταφοράς ρύπων και για την τροποποίηση των οδηγιών 91/689/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 33 της 4.2.2006, σ. 1).

(28)  Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1).

(29)   ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Το παράρτημα Ι της οδηγίας 2010/75/EE τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 1.4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.4

Αεριοποίηση, υγροποίηση ή πυρόλυση:

α)

άνθρακα·

β)

άλλων καυσίμων σε εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ 20 MW ή άνω.»·

β)

το σημείο 2.3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.3.

Επεξεργασία σιδηρούχων μετάλλων:

α)

έλαση εν θερμώ, ωριαίας δυναμικότητας άνω των 20 τόνων ακατέργαστου χάλυβα·

αα)

έλαση εν ψυχρώ, ωριαίας δυναμικότητας άνω των 10 τόνων ακατέργαστου χάλυβα·

β)

σφυρηλάτηση με σφύρες κρουστικής ενέργειας άνω των 50 kj ανά σφύρα·

βα)

σφυρηλάτηση με πρέσες σφυρηλασίας δύναμης άνω των 30 mega-newton (MN) ανά πρέσα·».

γ)

επίθεση προστατευτικού στρώματος τηγμένου μετάλλου, με ωριαία δυναμικότητα κατεργασίας άνω των 2 τόνων ακατέργαστου χάλυβα.»·

γ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 2.7:

«2.7.

Παραγωγή συσσωρευτών, εκτός της αποκλειστικής συναρμολόγησης, ετήσιας παραγωγικής δυναμικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 15 000 τόνων στοιχείων συσσωρευτών (κάθοδος, άνοδος, ηλεκτρολύτης, διαχωριστής, κάψουλα).»·

δ)

το σημείο 3.5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.5.

Παραγωγή κεραμικών ειδών με ψήσιμο, ιδίως δε κεραμιδιών, πλίνθων, πυρίμαχων πλίνθων, πλακιδίων, ψευδοπορσελάνης ή πορσελάνης:

α)

παραγωγικής δυναμικότητας άνω των 75 τόνων ημερησίως· και/ή

β)

δυναμικότητας καμίνου άνω των 4 m3 και πυκνότητας στοιβασίας ανά κάμινο άνω των 300 kg/m3.»·

ε)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 3.6:

«3.6.

Εξόρυξη, συμπεριλαμβανομένης επιτόπιας κατεργασίας όπως δραστηριότητες θρυμματισμού, ελέγχου μεγέθους, εμπλουτισμού και αναβάθμισης των ακόλουθων μεταλλευμάτων σε βιομηχανική κλίμακα:

βωξίτης, χρώμιο, κοβάλτιο, χαλκός, χρυσός, σίδηρος, μόλυβδος, λίθιο, μαγγάνιο, νικέλιο, παλλάδιο, λευκόχρυσος, κασσίτερος, βολφράμιο και ψευδάργυρος.»·

στ)

το σημείο 4.2 στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

αερίων, όπως αμμωνίας, χλωρίου ή υδροχλωρίου, φθορίου ή υδροφθορίου, οξειδίων του άνθρακα, θειούχων ενώσεων, οξειδίων του αζώτου, υδρογόνου εκτός εάν παράγεται μέσω ηλεκτρόλυσης ύδατος, διοξειδίου του θείου, καρβονυλοχλωριδίου»·

ζ)

το σημείο 5.3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.3.

α)

Διάθεση μη επικίνδυνων αποβλήτων, με ημερήσια δυναμικότητα άνω των 50 τόνων με μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από την οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου (*1):

i)

βιολογική κατεργασία όπως αναερόβια χώνευση ή ταυτόχρονη χώνευση·

ii)

φυσικοχημική κατεργασία·

iii)

προεπεξεργασία αποβλήτων προς αποτέφρωση ή συναποτέφρωση·

iv)

κατεργασία σκωρίας και τέφρας·

v)

κατεργασία, σε εγκαταστάσεις τεμαχισμού, αποβλήτων μετάλλων, συμπεριλαμβανομένων αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού και οχημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους και των κατασκευαστικών στοιχείων τους.

β)

Ανάκτηση ή συνδυασμός ανάκτησης και διάθεσης μη επικίνδυνων αποβλήτων ημερήσιας δυναμικότητας άνω των 75 τόνων με μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από την οδηγία 91/271/ΕΟΚ:

i)

βιολογική κατεργασία (όπως αναερόβια χώνευση)·

ii)

προεπεξεργασία αποβλήτων προς αποτέφρωση ή συναποτέφρωση·

iii)

κατεργασία σκωρίας και τέφρας·

iv)

κατεργασία, σε εγκαταστάσεις τεμαχισμού, αποβλήτων μετάλλων, συμπεριλαμβανομένων αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού και οχημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους και των κατασκευαστικών στοιχείων τους.

Όταν η μοναδική κατεργασία αποβλήτων που πραγματοποιείται είναι η αναερόβια ζύμωση, η κατώτατη οριακή δυναμικότητα ορίζεται σε 100 τόνους ημερησίως.

(*1)  Οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135 της 30.5.1991, σ. 40).»·"

η)

το σημείο 6.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.2.

Προεπεξεργασία (δραστηριότητες πλύσης, λεύκανσης, μερσερισμού), βαφή ή τελική επεξεργασία υφαντικών ινών ή υφασμάτων, εφόσον η ημερήσια δυναμικότητα κατεργασίας υπερβαίνει τους δέκα τόνους.»·

θ)

το σημείο 6.5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.5.

Διάθεση ή ανακύκλωση σφαγίων ή ζωικών υποπροϊόντων με ημερήσια δυναμικότητα επεξεργασίας ανώτερη των 10 τόνων.»·

ι)

το σημείο 6.6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.6.

Ηλεκτρόλυση ύδατος για την παραγωγή υδρογόνου, όταν η παραγωγική δυναμικότητα υπερβαίνει τους 50 τόνους ημερησίως.».

(*1)  Οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135 της 30.5.1991, σ. 40).»·»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ια

Δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 70α

Οι εγκαταστάσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος εάν εμπίπτουν σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες κατηγορίες δραστηριοτήτων.

1.

Εκτροφή χοίρων που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον 350 ΜΖΚ ή περισσότερες, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων εκτροφής που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο καθεστώτων βιολογικής παραγωγής σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/848, ή όταν η πυκνότητα εκτροφής είναι μικρότερη από 2 ΜΖΚ/εκτάριο που χρησιμοποιείται μόνο για βοσκή ή καλλιέργεια χορτονομής ή ζωοτροφής που χρησιμοποιείται για τη σίτιση των ζώων και τα ζώα εκτρέφονται σε εξωτερικό χώρο για σημαντικό χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια ενός έτους ή εκτρέφονται εποχικά σε εξωτερικό χώρο.

2.

Εκτροφή μόνο ορνίθων ωοπαραγωγής που αντιπροσωπεύουν 300 ΜΖΚ ή περισσότερες ή εκτροφή μόνο άλλων κατηγοριών πουλερικών που αντιπροσωπεύουν 280 ΜΖΚ ή περισσότερες. Στις εγκαταστάσεις που εκτρέφουν μείγμα πουλερικών, συμπεριλαμβανομένων των ορνίθων ωοπαραγωγής, το κατώτατο όριο είναι 280 ΜΖΚ και η δυναμικότητα υπολογίζεται με τη χρήση συντελεστή στάθμισης 0,93 (*1) για τις όρνιθες ωοπαραγωγής.

3.

Εκτροφή χοίρων ή πουλερικών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον 380 ΜΖΚ ή περισσότερες, εξαιρουμένης της εκτροφής χοίρων σε εγκαταστάσεις που λειτουργούν υπό καθεστώτα βιολογικής παραγωγής σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/848, ή όπου η πυκνότητα εκτροφής είναι μικρότερη από 2 ΜΖΚ/εκτάριο και χρησιμοποιείται μόνο για βοσκή ή καλλιέργεια χορτονομής ή ζωοτροφής που χρησιμοποιείται για τη σίτιση των ζώων και τα ζώα εκτρέφονται σε εξωτερικό χώρο για σημαντικό χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια ενός έτους ή εκτρέφονται εποχικά σε εξωτερικό χώρο.

Το επίπεδο ΜΖΚ μιας εγκατάστασης υπολογίζεται με βάση τους ακόλουθους συντελεστές μετατροπής:

Χοίροι:

Θηλυκοί χοίροι αναπαραγωγής > 50 kg … 0,500

Χοιρίδια ≤ 20 kg … 0,027

Άλλοι χοίροι … 0,300

Πουλερικά:

Κοτόπουλα κρεατοπαραγωγής … 0,007

Όρνιθες ωοπαραγωγής… 0,014

Γαλοπούλες … 0,030

Πάπιες … 0,010

Χήνες … 0,020

Στρουθοκάμηλοι … 0,350

Άλλα πουλερικά … 0,001


(*1)  Ο συντελεστής στάθμισης για τις όρνιθες ωοπαραγωγής υπολογίζεται διαιρώντας το όριο για τα άλλα πουλερικά (280 ΜΖΚ) με το κατώτατο όριο για τις όρνιθες ωοπαραγωγής (300ΜΖΚ). Δηλαδή 280/300 = 0,93 (στρογγυλοποιημένο).».»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Αρχές που πρέπει να τηρούνται κατά τη χορήγηση παρέκκλισης αναφερόμενης στο άρθρο 15 παράγραφος 5

Οι παρεκκλίσεις που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 5 τηρούν τις ακόλουθες αρχές:

1.   Κόστος

1.1.

Το κόστος που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 5 είναι το κόστος συμμόρφωσης με τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές και περιλαμβάνει τόσο το κόστος κεφαλαίου όσο και το λειτουργικό κόστος. Δεν περιλαμβάνεται το ευρύτερο κοινωνικό ή οικονομικό κόστος.

1.2.

Η αξιολόγηση του κόστους είναι ποσοτική και υποστηρίζεται από ποιοτική εκτίμηση.

1.3.

Το κόστος που λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση:

α)

αντιπροσωπεύει το κόστος καθαρής αξίας, μετά την αφαίρεση τυχόν οικονομικών οφελών από την εφαρμογή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών·

β)

περιλαμβάνει το κόστος πρόσβασης σε χρηματοοικονομικά κεφάλαια που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών·

γ)

υπολογίζεται με τη χρήση προεξοφλητικού επιτοκίου, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στη νομισματική αξία με την πάροδο του χρόνου.

1.4.

Η αίτηση για χορήγηση παρέκκλισης προσδιορίζει σαφώς την πηγή του κόστους και τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του, συμπεριλαμβανομένου του προεξοφλητικού επιτοκίου που αναφέρεται στο σημείο 1.3 στοιχείο γ) και της εκτίμησης των αβεβαιοτήτων που συνδέονται με την αξιολόγηση του κόστους.

1.5.

Το κόστος που εκτιμάται από τον φορέα εκμετάλλευσης αξιολογείται από την αρμόδια αρχή, με βάση πληροφορίες από άλλες πηγές, όπως παρόχους τεχνολογίας, έρευνες αξιολογηθείσες από ομοτίμους, κρίσεις εμπειρογνωμόνων ή δεδομένα από άλλες εγκαταστάσεις στις οποίες εγκαταστάθηκαν πρόσφατα βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές.

2.   Περιβαλλοντικά οφέλη

2.1.

Τα περιβαλλοντικά οφέλη που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 είναι τα περιβαλλοντικά οφέλη της συμμόρφωσης με τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές.

2.2.

Η αξιολόγηση των περιβαλλοντικών οφελών είναι ποσοτική (σε χρηματικούς όρους) και υποστηρίζεται από ποιοτική εκτίμηση. Εφόσον είναι διαθέσιμο, χρησιμοποιείται το διαπιστωθέν κόστος της ζημίας που προκαλούν οι ρύποι.

2.3.

Κατά την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών οφελών λαμβάνεται υπόψη ένα προεξοφλητικό επιτόκιο που εφαρμόζεται σε κάθε όφελος αποτιμώμενο σε χρηματικούς όρους, το οποίο καλύπτει τις διαφορές στην αξία για την κοινωνία με την πάροδο του χρόνου.

2.4.

Η αίτηση για χορήγηση παρέκκλισης προσδιορίζει σαφώς την πηγή των πληροφοριών για τα περιβαλλοντικά οφέλη και τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό των περιβαλλοντικών οφελών, συμπεριλαμβανομένου του προεξοφλητικού επιτοκίου που αναφέρεται στο σημείο 1.3 στοιχείο γ) και της εκτίμησης των αβεβαιοτήτων που συνδέονται με την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών οφελών.

2.5.

Τα περιβαλλοντικά οφέλη που εκτιμώνται από τον φορέα εκμετάλλευσης αξιολογούνται από την αρμόδια αρχή, με βάση κρίσεις εμπειρογνωμόνων ή δεδομένα από άλλες εγκαταστάσεις στις οποίες εγκαταστάθηκαν πρόσφατα οι βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές.

3.   Δυσαναλογία του κόστους σε σύγκριση με τα περιβαλλοντικά οφέλη

3.1.

Προκειμένου να προσδιοριστεί αν υπάρχει δυσαναλογία, πραγματοποιείται σύγκριση του κόστους συμμόρφωσης με τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, με τα οφέλη της εν λόγω συμμόρφωσης.

3.2.

Ο μηχανισμός σύγκρισης περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

μέθοδο για την αντιμετώπιση των αβεβαιοτήτων κατά την αξιολόγηση του κόστους και των περιβαλλοντικών οφελών·

β)

προσδιορισμό του περιθωρίου κατά το οποίο το κόστος θα πρέπει να υπερβαίνει τα περιβαλλοντικά οφέλη.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2010/75/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

η χρησιμοποίηση λιγότερο επικίνδυνων ουσιών, συμπεριλαμβανομένης της λιγότερης χρησιμοποίησης ουσιών που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία·»·

β)

το σημείο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

η τεχνολογική πρόοδος, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών εργαλείων, και η εξέλιξη των επιστημονικών γνώσεων·»·

γ)

το σημείο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.

η κατανάλωση και το είδος των πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένου του νερού, που χρησιμοποιούνται κατά τη διεργασία και η αποδοτικότητα και επαναχρησιμοποίηση των πόρων, και η απανθρακοποίηση·»·

δ)

το σημείο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«10.

η ανάγκη πρόληψης ή μείωσης στο ελάχιστο των συνολικών επιπτώσεων των εκπομπών στο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της βιοποικιλότητας, και των κινδύνων για αυτό·»·

ε)

το σημείο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«11.

η ανάγκη πρόληψης των ατυχημάτων και ελαχιστοποίησης των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία·».

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Το παράρτημα ΙV της οδηγίας 2010/75/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Το κοινό ενημερώνεται με δημόσιες ανακοινώσεις και μέσω ιστοσελίδας για τα ακόλουθα ζητήματα κατά την έναρξη της διαδικασίας λήψης απόφασης ή, το αργότερο, αμέσως μόλις καταστεί ευλόγως δυνατή η παροχή των πληροφοριών:»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Στα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού παρέχονται εγκαίρως πραγματικές ευκαιρίες να απευθύνουν παρατηρήσεις και γνώμες στην αρμόδια αρχή, πριν από τη λήψη της απόφασης.»·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Για καθένα από τα διαφορετικά στάδια προβλέπονται εύλογα χρονικά πλαίσια, τα οποία παρέχουν επαρκή χρονικά περιθώρια για την ενημέρωση του κοινού καθώς και για την προετοιμασία και την αποτελεσματική συμμετοχή των μελών του ενδιαφερόμενου κοινού στη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον, σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.».

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙ

Το παράρτημα V της οδηγίας 2010/75/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

α)

στο μέρος 3 παράγραφος 8, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τα αποτελέσματα του ελέγχου των αυτόματων συστημάτων μέτρησης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.»·

β)

στο μέρος 3 παράγραφος 10, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι ημέρες κατά τις οποίες περισσότερες από τρεις ωριαίες μέσες τιμές είναι άκυρες, λόγω ελαττωματικής λειτουργίας ή συντήρησης του αυτόματου συστήματος μέτρησης, ακυρώνονται. Εάν στη διάρκεια ενός έτους έχουν ακυρωθεί περισσότερες από 10 ημέρες για τέτοιους λόγους, η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει κατάλληλα μέτρα για τη βελτίωση της αξιοπιστίας του αυτόματου συστήματος μέτρησης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙΙ

Το παράρτημα VΙ της οδηγίας 2010/75/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

στο μέρος 6, το σημείο 1.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.2.

Η δειγματοληψία και η ανάλυση όλων των ρυπαντικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των διοξινών και των φουρανίων, καθώς και η διασφάλιση της ποιότητας των αυτόματων συστημάτων μέτρησης και των μεθόδων αναφοράς για τις μετρήσεις με σκοπό τη βαθμονόμηση τους, εκτελούνται σύμφωνα με τα πρότυπα CEN. Εάν δεν υπάρχουν πρότυπα CEN, εφαρμόζονται τα πρότυπα ISO ή τα εθνικά ή άλλα διεθνή πρότυπα που εξασφαλίζουν την παροχή δεδομένων ισοδύναμης επιστημονικής ποιότητας. Αυτό ισχύει επίσης για το σύστημα διασφάλισης ποιότητας του εργαστηρίου που διενεργεί τη δειγματοληψία και την ανάλυση. Τα αυτόματα συστήματα μέτρησης ελέγχονται με παράλληλες μετρήσεις με τις μεθόδους αναφοράς τουλάχιστον μία φορά ετησίως.».

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1785/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)


Top