EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32023R2845

Κανονισμός (ΕΕ) 2023/2845 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2023, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τη διαδικασία διακανονισμού, τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, την εποπτική συνεργασία, την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου και τις απαιτήσεις για τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων τρίτων χωρών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

PE/47/2023/REV/1

ΕΕ L, 2023/2845, 27.12.2023, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2023/2845/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2023/2845/oj

European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2023/2845

27.12.2023

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2023/2845 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 13ης Δεκεμβρίου 2023

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τη διαδικασία διακανονισμού, τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, την εποπτική συνεργασία, την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου και τις απαιτήσεις για τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων τρίτων χωρών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) τυποποιεί τις απαιτήσεις για τον διακανονισμό χρηματοπιστωτικών μέσων και τους κανόνες σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων (ΚΑΤ), με σκοπό την προώθηση ασφαλούς, αποτελεσματικού και ομαλού διακανονισμού. Ο εν λόγω κανονισμός εισήγαγε συντομότερες περιόδους διακανονισμού, μέτρα συμμόρφωσης προς τον διακανονισμό, αυστηρές απαιτήσεις οργάνωσης, επαγγελματικής δεοντολογίας και προληπτικής εποπτείας για τα ΚΑΤ, αυξημένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τα ΚΑΤ και άλλα ιδρύματα που παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες που υποστηρίζουν τον διακανονισμό αξιογράφων, και ένα καθεστώς που επιτρέπει στα ΚΑΤ που διαθέτουν άδεια λειτουργίας να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ολόκληρη την Ένωση.

(2)

H απλούστευση των απαιτήσεων σε ορισμένους τομείς που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και μια πιο αναλογική προσέγγιση σε αυτούς θα ήταν σύμφωνη με το πρόγραμμα βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT) της Επιτροπής, το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη μείωσης του κόστους και απλοποίησης έτσι ώστε οι στόχοι των πολιτικών της Ένωσης να επιτυγχάνονται με τον πιο αποδοτικό τρόπο και αποσκοπεί ειδικότερα στη μείωση του κανονιστικού και διοικητικού φόρτου.

(3)

Οι αποτελεσματικές και ανθεκτικές μετασυναλλακτικές υποδομές αποτελούν απαραίτητα στοιχεία μιας εύρυθμα λειτουργούσας ένωσης κεφαλαιαγορών και εντείνουν τις προσπάθειες για τη στήριξη των επενδύσεων, της ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας σύμφωνα με τις πολιτικές προτεραιότητες της Επιτροπής. Για τον λόγο αυτό, η επανεξέταση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 αποτελεί μία από τις βασικές δράσεις του σχεδίου δράσης της Επιτροπής για την Ένωση Κεφαλαιαγορών που περιγράφεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, με τίτλο «Ένωση Κεφαλαιαγορών για τα άτομα και τις επιχειρήσεις — νέο σχέδιο δράσης».

(4)

Το 2019 η Επιτροπή διεξήγαγε στοχευμένη διαβούλευση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014. Η Επιτροπή έλαβε επίσης παρατηρήσεις από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Από τις παρατηρήσεις που έχουν ληφθεί προέκυψε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν και θεωρούν συναφή τον στόχο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014, δηλαδή την προώθηση ασφαλούς, αποτελεσματικού και ομαλού διακανονισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων, και ότι δεν απαιτείτο σημαντική αναθεώρηση του εν λόγω κανονισμού. Η έκθεση που υπέβαλε η Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 δημοσιεύθηκε την 1η Ιουλίου 2021. Αν και δεν εφαρμόζονται ακόμη πλήρως όλες οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, η έκθεση εντόπισε τομείς για τους οποίους απαιτείται στοχευμένη δράση ώστε να διασφαλιστεί ότι ο στόχος του εν λόγω κανονισμού θα επιτευχθεί με πιο αναλογικό, αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο.

(5)

Τα ΚΑΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίζουν, στους εσωτερικούς τους κανόνες, ποια γεγονότα, πέραν των διαδικασιών αφερεγγυότητας, συνιστούν αθέτηση υποχρέωσης ενός συμμετέχοντος. Σε γενικές γραμμές, τέτοια γεγονότα έχουν σχέση με μη ολοκλήρωση της μεταφοράς κεφαλαίων ή τίτλων σύμφωνα με τους όρους, τις προϋποθέσεις και τους εσωτερικούς κανόνες του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων.

(6)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 θέσπισε κανόνες σχετικά με τη διαδικασία διακανονισμού για την πρόληψη και την αντιμετώπιση περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού συναλλαγών αξιογράφων και, ως εκ τούτου, για τη διασφάλιση της ασφάλειας του διακανονισμού των συναλλαγών. Θα πρέπει να διερευνηθούν πρόσθετα μέτρα και εργαλεία για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού στην Ένωση, όπως η διαμόρφωση των μεγεθών των συναλλαγών ή ο μερικός διακανονισμός. Ως εκ τούτου, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, να επανεξετάσει τις βέλτιστες πρακτικές του κλάδου, τόσο εντός της Ένωσης όσο και διεθνώς, με σκοπό τον προσδιορισμό όλων των σχετικών μέτρων που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν από τα συστήματα διακανονισμού ή τους συμμετέχοντες στην αγορά, και να καταρτίσει επικαιροποιημένα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με μέτρα για την πρόληψη της αδυναμίας διακανονισμού με σκοπό την αύξηση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού.

(7)

Στους κανόνες που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 περιλαμβάνονται ιδίως οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων, το καθεστώς χρηματικών ποινών και η υποχρεωτική αγορά κάλυψης «buy-in». Επί του παρόντος, ισχύουν μόνο οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και το καθεστώς χρηματικών ποινών. Η συσσωρευμένη πείρα όσον αφορά την εφαρμογή του καθεστώτος χρηματικών ποινών καθώς και η ανάπτυξη και ο προσδιορισμός του πλαισίου συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού, ιδίως στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/1229 της Επιτροπής (6), έχει δώσει σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να κατανοήσουν καλύτερα το εν λόγω πλαίσιο και τις προκλήσεις που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του. Ειδικότερα, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί το πεδίο εφαρμογής των χρηματικών ποινών και της διαδικασίας υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης «buy-in» που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014. Προκειμένου να διακρίνονται οι απαιτήσεις σχετικά με τις χρηματικές ποινές από εκείνες που αφορούν την υποχρεωτική αγορά κάλυψης «buy-in», οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να καθοριστούν σε χωριστά άρθρα.

(8)

Οι περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού των οποίων η υποκείμενη αιτία δεν μπορεί να αποδοθεί στους συμμετέχοντες και οι πράξεις που δεν θεωρούνται συναλλαγές δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε χρηματικές ποινές ή σε υποχρεωτικές αγορές κάλυψης «buy-in», δεδομένου ότι η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων σε παρόμοιες περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού και πράξεις δεν θα ήταν εφικτή ή θα οδηγούσε σε επιζήμιες συνέπειες για την αγορά. Όσον αφορά τις υποχρεωτικές αγορές κάλυψης «buy-in», αυτό είναι πιθανό να ισχύει για ορισμένες συναλλαγές πρωτογενούς αγοράς, συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, εταιρικές πράξεις, αναδιοργανώσεις ή για δημιουργία και εξόφληση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, πράξεις επανευθυγράμμισης ή άλλα είδη συναλλαγών που καθιστούν περιττή τη διαδικασία αγοράς κάλυψης «buy-in». Ομοίως, τα μέτρα συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε υπερήμερους συμμετέχοντες έναντι των οποίων έχουν κινηθεί διαδικασίες αφερεγγυότητας ή όταν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι οι υπερήμεροι συμμετέχοντες, εκτός από τις περιπτώσεις συναλλαγών που συνάπτονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όταν αυτός δεν παρεμβάλλεται μεταξύ αντισυμβαλλομένων.

(9)

Οι χρηματικές ποινές θα πρέπει να υπολογίζονται για κάθε εργάσιμη ημέρα για όσο διάστημα παραμένει η αδυναμία. Η πιθανότητα περιβάλλοντος αρνητικών επιτοκίων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό των παραμέτρων για τον υπολογισμό των χρηματικών ποινών. Η εξάλειψη οποιωνδήποτε αντίθετων κινήτρων αδυναμίας του διακανονισμού, τα οποία ενδέχεται να προκύψουν σε περιβάλλον χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων είναι αναγκαία ώστε να αποφευχθούν ανεπιθύμητες επιπτώσεις για τον μη υπερήμερο συμμετέχοντα. Η Επιτροπή θα πρέπει, σε τακτική βάση, να επανεξετάζει τις παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των χρηματικών ποινών και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εξετάζει το ενδεχόμενο αλλαγών στη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των εν λόγω κυρώσεων, όπως τον καθορισμό προοδευτικών συντελεστών.

(10)

Η υποχρεωτική αγορά κάλυψης «buy-in» θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις, τόσο υπό κανονικές όσο και υπό ακραίες συνθήκες αγοράς. Ως εκ τούτου, η υποχρεωτική αγορά κάλυψης «buy-in» θα πρέπει να αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης και θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όταν πληρούνται ταυτόχρονα οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η εφαρμογή άλλων μέτρων, όπως οι χρηματικές ποινές ή η αναστολή, από ΚΑΤ, κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους ή τόπους διαπραγμάτευσης, της συμμετοχής συμμετεχόντων που προκαλούν αδυναμίες διακανονισμού κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό δεν έχει οδηγήσει σε μακροπρόθεσμη βιώσιμη μείωση των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού στην Ένωση ή σε διατήρηση μειωμένου επιπέδου αδυναμίας διακανονισμού στην Ένωση· και, δεύτερον, το επίπεδο αδυναμίας διακανονισμού έχει ή ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης.

(11)

Κατά την εξέταση του ενδεχομένου υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης «buy-in», η Επιτροπή θα πρέπει, επιπροσθέτως της διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ να παράσχει ανάλυση κόστους-οφέλους. Με βάση την εν λόγω ανάλυση κόστους-οφέλους, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να εισαγάγει υποχρεωτική αγορά κάλυψης «buy-in» μέσω εκτελεστικής πράξης. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη θα πρέπει να προσδιορίζει σε ποια χρηματοπιστωτικά μέσα ή κατηγορίες συναλλαγών θα εφαρμοστεί η υποχρεωτική αγορά κάλυψης «buy-in».

(12)

Η εφαρμογή αγορών κάλυψης «buy-in» σε μια αλυσίδα συναλλαγών επί του ίδιου χρηματοπιστωτικού μέσου που διενεργούνται από αντισυμβαλλομένους που είναι συμμετέχοντες σε ΚΑΤ θα μπορούσε να προκαλέσει περιττές διπλές δαπάνες και να επηρεάσει τη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου. Για να αποφευχθούν τέτοιες συνέπειες, ένας μηχανισμός διαβίβασης θα πρέπει να τίθεται στη διάθεση των συμμετεχόντων. Κάθε συμμετέχων στην αλυσίδα συναλλαγών θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαβιβάζει υποχρέωση αγοράς κάλυψης «buy-in» στον επόμενο συμμετέχοντα.

(13)

Οι διαδικασίες υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης «buy-in» επιτρέπουν την καταβολή της διαφοράς μεταξύ της τιμής αγοράς κάλυψης «buy-in» ενός χρηματοπιστωτικού μέσου και της αρχικής τιμής συναλλαγής του από τον πωλητή στον αγοραστή μόνον όταν η εν λόγω τιμή αναφοράς για την αγορά κάλυψης «buy-in» είναι υψηλότερη από την αρχική τιμή συναλλαγής. Αυτή η ασυμμετρία θα ωφελούσε αδικαιολόγητα τον αγοραστή σε περίπτωση που η τιμή αγοράς κάλυψης «buy-in» ή η τιμή αναφοράς είναι χαμηλότερη από την αρχική τιμή συναλλαγής. Θα καθιστούσε επίσης αδύνατη την εφαρμογή του μηχανισμού διαβίβασης, δεδομένου, ιδίως, ότι τα καταβλητέα ποσά μπορεί να διαφέρουν μεταξύ κάθε σταδίου της αλυσίδας συναλλαγών, ανάλογα με το πότε κάθε μεσάζων εκτελεί την αγορά κάλυψης «buy-in». Ως εκ τούτου, η εν λόγω ασυμμετρία θα πρέπει να εξαλειφθεί προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα μέρη διαπραγμάτευσης θα επανέλθουν στους οικονομικούς όρους που θα ίσχυαν εάν είχε πραγματοποιηθεί η αρχική συναλλαγή.

(14)

Οι διαδικασίες υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης «buy-in» βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) έπαυσαν να ισχύουν την 1η Φεβρουαρίου 2022, λόγω της έναρξης ισχύος του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/1229. Ωστόσο, οι διαδικασίες υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης «buy-in» βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 ήταν ανεξάρτητες του βασισμένου στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 καθεστώτος και θα έπρεπε να συνεχίσουν να εφαρμόζονται. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται η επαναφορά στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012 της διάταξης που διέπει την υποχρεωτική αγορά κάλυψης «buy-in». Οι συναλλαγές που θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε υποχρεωτική αγορά κάλυψης «buy-in» βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014.

(15)

Οι συναλλαγές που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ενδέχεται να μην καλύπτονται από ασφάλεια και, επομένως, ο κίνδυνος του αντισυμβαλλομένου βαρύνει κάθε επιμέρους μέλος τόπου διαπραγμάτευσης ή μέρος διαπραγμάτευσης. Η μεταφορά του εν λόγω κινδύνου σε άλλες οντότητες, όπως οι συμμετέχοντες σε ΚΑΤ, θα υποχρέωνε τους συμμετέχοντες να καλύψουν την έκθεσή τους σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου με ασφάλειες, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσανάλογη αύξηση του κόστους του διακανονισμού αξιογράφων. Το υπερήμερο μέλος τόπου διαπραγμάτευσης ή το υπερήμερο μέρος διαπραγμάτευσης, κατά περίπτωση θα πρέπει ως εκ τούτου να φέρει την ευθύνη για την καταβολή της διαφοράς του τιμήματος, της χρηματικής αποζημίωσης και των εξόδων αγοράς κάλυψης «buy-in».

(16)

Όταν εφαρμόζεται υποχρεωτική αγορά κάλυψης «buy-in», η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναστείλει προσωρινά την εφαρμογή της σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις. Η αναστολή αυτή θα πρέπει να είναι δυνατή για συγκεκριμένες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την αποφυγή ή την αντιμετώπιση σοβαρής απειλής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση. Η αναστολή αυτή θα πρέπει να είναι ανάλογη προς τους εν λόγω στόχους.

(17)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να καταρτίσει επικαιροποιημένα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις που εισάγονται με τον παρόντα κανονισμό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014. Αυτό θα επιτρέψει στην Επιτροπή να προβεί σε τυχόν αναγκαίες διορθώσεις ή τροποποιήσεις με σκοπό την αποσαφήνιση των απαιτήσεων που ορίζονται στα εν λόγω υφιστάμενα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιοριστούν οι λεπτομέρειες του μηχανισμού διαβίβασης, τα είδη συναλλαγών που καθιστούν περιττή τη διαδικασία αγοράς κάλυψης «buy-in» και ο τρόπος συνεκτίμησης των ιδιαιτεροτήτων των ιδιωτών επενδυτών κατά την εκτέλεση της υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης «buy-in».

(18)

Όταν ένα ΚΑΤ δεν ασκεί δραστηριότητα διακανονισμού πριν από την έναρξη της διαδικασίας αδειοδότησης, τα κριτήρια που καθορίζουν ποιες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συμμετέχουν στην εν λόγω διαδικασία αδειοδότησης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αναμενόμενη δραστηριότητα διακανονισμού, ώστε να διασφαλίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις όλων των αρμόδιων αρχών που ενδεχομένως ενδιαφέρονται για τις δραστηριότητες του εν λόγω ΚΑΤ.

(19)

Όταν ένα νέο ΚΑΤ υποβάλλει αίτηση αδειοδότησης αλλά η συμμόρφωση με ορισμένες απαιτήσεις δεν μπορεί να αξιολογηθεί επειδή το ΚΑΤ δεν είναι ακόμη σε λειτουργία, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να χορηγήσει την άδεια στις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι το εν λόγω ΚΑΤ θα συμμορφωθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 όταν τελικά ξεκινήσει τις δραστηριότητές του. Η αξιολόγηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική όσον αφορά τη χρήση της τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού και την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2022/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(20)

Παρότι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 απαιτεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές και να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή τους, οι εθνικές εποπτικές αρχές δεν υποχρεούνται να ενημερώνουν τις εν λόγω αρμόδιες αρχές εάν ή πώς έχουν ληφθεί υπόψη οι απόψεις τους στο αποτέλεσμα της διαδικασίας αδειοδότησης ή εάν έχουν εντοπιστεί πρόσθετα ζητήματα στο πλαίσιο των τακτικών επανεξετάσεων και αξιολογήσεων. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να εκδίδουν αιτιολογημένες γνώμες σχετικά με την αδειοδότηση των ΚΑΤ και τη διαδικασία επανεξέτασης και αξιολόγησης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω γνώμες ή να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους δεν ακολουθήθηκαν οι εν λόγω γνώμες. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν τις σχετικές αρχές, καθώς και άλλες αρχές των οποίων ζητήθηκε η γνώμη, σχετικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας αδειοδότησης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν τις σχετικές αρχές, την ΕΑΚΑΑ και το σώμα σχετικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας επανεξέτασης και αξιολόγησης.

(21)

Οι διατάξεις σχετικά με τα χρονοδιαγράμματα για την χορήγηση άδειας σε ΚΑΤ για την εξωτερική ανάθεση βασικών υπηρεσιών σε τρίτο μέρος ή για την επέκταση των δραστηριοτήτων του σε ορισμένες άλλες υπηρεσίες θα πρέπει να τροποποιηθούν ώστε να αρθούν οι ακούσιες ανακολουθίες μεταξύ των εν λόγω χρονοδιαγραμμάτων και των χρονοδιαγραμμάτων της γενικής διαδικασίας αδειοδότησης.

(22)

Οι τακτικές επανεξετάσεις και αξιολογήσεις των ΚΑΤ από τις αρμόδιες αρχές είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί ότι τα ΚΑΤ εξακολουθούν να εφαρμόζουν κατάλληλες ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμούς για την αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν τα ΚΑΤ, ή οι οποίοι ενδέχεται να αποτελέσουν απειλή για την ομαλή λειτουργία των αγορών κινητών αξιών. Ωστόσο, η πείρα έχει δείξει ότι η ετήσια επανεξέταση και αξιολόγηση είναι δυσανάλογα επαχθείς τόσο για τα ΚΑΤ όσο και για τις αρμόδιες αρχές και έχουν περιορισμένη προστιθέμενη αξία. Υπό την προϋπόθεση ότι η ελάχιστη συχνότητα είναι μία φορά κάθε τρία χρόνια, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να ορίσουν καταλληλότερη συχνότητα για την επανεξέταση και αξιολόγηση για κάθε ΚΑΤ, προκειμένου να αμβλύνεται η εν λόγω επιβάρυνση και να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη πληροφοριών από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο. Επιπλέον, όταν εκτιμά την ενδεικνυόμενη συχνότητα και βάθος της επανεξέτασης και αξιολόγησης, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να εξετάσει τι θα ήταν αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σημασία, το προφίλ κινδύνου, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του ΚΑΤ. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υπονομεύονται οι εποπτικές ικανότητες των αρμόδιων αρχών και ο στόχος της διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να έχουν την ευχέρεια διενέργειας τυχόν πρόσθετης επανεξέτασης και αξιολόγησης. Τα ΚΑΤ που παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου υπόκεινται επίσης σε επανεξέταση και αξιολόγηση βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(23)

Το ΚΑΤ θα πρέπει να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει σενάρια που θα μπορούσαν ενδεχομένως να το εμποδίζουν να παρέχει τις κρίσιμες λειτουργίες και υπηρεσίες του ως λειτουργούσα επιχείρηση και θα πρέπει να αξιολογεί την αποτελεσματικότητα ενός πλήρους φάσματος επιλογών ανάκαμψης ή εύτακτης εκκαθάρισης σε αυτά τα σενάρια. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 εισήγαγε σχετικές απαιτήσεις, προβλέποντας ιδίως ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να απαιτεί από το ΚΑΤ να υποβάλει κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης και να διασφαλίζει την κατάρτιση και την τήρηση κατάλληλου σχεδίου εξυγίανσης για κάθε ΚΑΤ. Ωστόσο, επί του παρόντος δεν υπάρχει εναρμονισμένο καθεστώς εξυγίανσης στο οποίο θα μπορούσε να βασιστεί ένα σχέδιο εξυγίανσης. Τα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια να προσφέρουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Ωστόσο, δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις για τα ΚΑΤ που δεν έχουν άδεια να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες και, ως εκ τούτου, δεν θεωρούνται πιστωτικά ιδρύματα βάσει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ με την υποχρέωση να διαθέτουν σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εισαχθούν διευκρινίσεις με σκοπό την καλύτερη ευθυγράμμιση των απαιτήσεων που ισχύουν για τα ΚΑΤ, λαμβανομένης υπόψη της απουσίας ενωσιακού πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση για όλα τα ΚΑΤ. Προκειμένου να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των απαιτήσεων, όταν έχει καταρτιστεί σχέδιο ανάκαμψης και εξυγίανσης για ένα ΚΑΤ δυνάμει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το εν λόγω ΚΑΤ δεν θα πρέπει να υποχρεούται να καταρτίζει σχέδια ανάκαμψης ή εύτακτης εκκαθάρισης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014, εφόσον οι πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα εν λόγω σχέδια έχουν ήδη παρασχεθεί. Ωστόσο, τα εν λόγω ΚΑΤ θα πρέπει να παρέχουν στην αρμόδια αρχή τους τα σχέδια ανάκαμψης που καταρτίζονται δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.

(24)

Η διαδικασία που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 σχετικά με την παροχή από ένα ΚΑΤ συμβολαιογραφικών υπηρεσιών και υπηρεσιών κεντρικής διατήρησης σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικό από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε άδεια στο ΚΑΤ έχει αποδειχθεί επαχθής και ορισμένες από τις απαιτήσεις της είναι ασαφείς. ΑΗ εν λόγω διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα μια δυσανάλογα δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία για τα ΚΑΤ. Ως εκ τούτου, η διαδικασία θα πρέπει να αποσαφηνιστεί και να απλουστευθεί ώστε να αρθούν αποτελεσματικότερα τα εμπόδια στον διασυνοριακό διακανονισμό, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας να επωφελούνται πλήρως από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών εντός της Ένωσης. Με την επιφύλαξη των μέτρων που πρέπει να λάβουν τα ΚΑΤ για να δώσουν στους χρήστες τους τη δυνατότητα να συμμορφώνονται με το δίκαιο των κρατών μελών, θα πρέπει να είναι σαφές ποιο είναι το σχετικό νομικό πλαίσιο για την αξιολόγηση που υποχρεούται να διενεργεί το ΚΑΤ δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 σε σχέση με τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για να δώσει στους χρήστες του τη δυνατότητα να συμμορφώνονται με το δίκαιο άλλου κράτους μέλους, καθώς και ότι η αξιολόγηση περιορίζεται μόνο στις μετοχές. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να σχολιάζει την αξιολόγηση που σχετίζεται με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους. Η τελική απόφαση θα πρέπει να επαφίεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

(25)

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η καλύτερη συνεργασία όσον αφορά την εποπτεία των ΚΑΤ που παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει να είναι σε θέση να καλεί προσωπικό από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής και από την ΕΑΚΑΑ για να συμμετέχει σε επιτόπιες επιθεωρήσεις σε υποκαταστήματα. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει επίσης να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ και στο σώμα τα πορίσματα των επιτόπιων επιθεωρήσεων και πληροφορίες σχετικά με διορθωτικά μέτρα ή κυρώσεις που αποφασίστηκαν από την εν λόγω αρμόδια αρχή.

(26)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 απαιτεί τη συνεργασία των αρχών που ενδιαφέρονται για τις δραστηριότητες των ΚΑΤ τα οποία προσφέρουν υπηρεσίες σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο περισσότερων του ενός κρατών μελών. Ωστόσο, οι εποπτικές ρυθμίσεις παραμένουν κατακερματισμένες και μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορές στην κατανομή και τη φύση των εποπτικών εξουσιών ανάλογα με το εκάστοτε ΚΑΤ. Ένας τέτοιος κατακερματισμός δημιουργεί εμπόδια στη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών ΚΑΤ στην Ένωση, διαιωνίζει τις εναπομένουσες ανεπάρκειες στην ενωσιακή αγορά διακανονισμού και έχει αρνητικές επιπτώσεις στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ένωσης. Παρότι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 προβλέπει τη δυνατότητα σύστασης σωμάτων, η επιλογή αυτή χρησιμοποιείται σπάνια. Προκειμένου να διασφαλιστεί ο αποτελεσματικός και αποδοτικός συντονισμός της εποπτείας από τις αρμόδιες αρχές, η σύσταση σωμάτων θα πρέπει να γίνει υποχρεωτική υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Θα πρέπει να συσταθεί σώμα εποπτών για τα ΚΑΤ, οι δραστηριότητες των οποίων θεωρούνται ουσιαστικής σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη υποδοχής. Ένα σώμα που έχει συσταθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να παρακωλύει ή να αντικαθιστά άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί κατά πόσον οι δραστηριότητες είναι ουσιώδους σημασίας. Τα μέλη ενός σώματος θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν από το σώμα την έκδοση μη δεσμευτικής γνώμης σχετικά με ζητήματα που εντοπίζονται κατά την επανεξέταση και αξιολόγηση ενός ΚΑΤ, ή κατά την επανεξέταση και αξιολόγηση των παρόχων επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, ή ανησυχητικά ζητήματα σχετικά με την επέκταση ή την εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων και υπηρεσιών που παρέχονται από το ΚΑΤ, ή σχετικά με πιθανή παραβίαση των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 που προκύπτει από την παροχή υπηρεσιών σε κράτος μέλος υποδοχής. Οι μη δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις θα πρέπει να εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία.

(27)

Η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν επί του παρόντος περιορισμένες πληροφορίες όσον αφορά τις υπηρεσίες που προσφέρουν ΚΑΤ τρίτων χωρών σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους για διάφορους λόγους. Ο πρώτος είναι η αναβολή της εφαρμογής, χωρίς ημερομηνία λήξης, των απαιτήσεων αναγνώρισης για τα ΚΑΤ τρίτων χωρών που παρείχαν ήδη υπηρεσίες κεντρικής διατήρησης και συμβολαιογραφικές υπηρεσίες στην Ένωση πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού. Ο δεύτερος είναι το γεγονός ότι, όταν ένα ΚΑΤ τρίτης χώρας παρέχει μόνο την υπηρεσία διακανονισμού, δεν υπόκειται σε απαιτήσεις αναγνώρισης. Ο τρίτος είναι το γεγονός ότι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 δεν απαιτεί από τα ΚΑΤ τρίτων χωρών να κοινοποιούν στις αρχές της Ένωσης τις δραστηριότητές τους σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους. Δεδομένης της έλλειψης πληροφοριών, ούτε οι εκδότες ούτε οι δημόσιες αρχές σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο ήταν σε θέση να αξιολογήσουν τις δραστηριότητες των εν λόγω ΚΑΤ στην Ένωση, όταν χρειάστηκε. Ως εκ τούτου, τα ΚΑΤ τρίτης χώρας θα πρέπει να υποχρεούνται να ενημερώνουν τις αρχές της Ένωσης σχετικά με τις δραστηριότητές τους σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους.

(28)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 ορίζει ότι το ΚΑΤ πρέπει να διαθέτει διοικητικό όργανο που απαρτίζεται τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο από ανεξάρτητα μέλη, χωρίς τα ανεξάρτητα αυτά μέλη να μπορούν να είναι λιγότερα από δύο. Για να εξασφαλιστεί μια συνεκτικότερη εφαρμογή της έννοιας της ανεξαρτησίας, η έννοια αυτή θα πρέπει να αποσαφηνιστεί, σύμφωνα με τον ορισμό των «ανεξάρτητων μελών» στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(29)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 δεν περιλαμβάνει ειδικές απαιτήσεις που εφαρμόζονται στην περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικών συμμετοχών στο κεφάλαιο των ΚΑΤ. Οι εν λόγω απαιτήσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται, θα πρέπει επομένως να θεσπιστούν προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεκτική εφαρμογή των απαιτήσεων σχετικά με τη μετοχική δομή ενός ΚΑΤ, παρόμοιες με τις διατάξεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε προσώπου που θα διευθύνει τις δραστηριότητες του ΚΑΤ, καθώς και σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της άμεσης ή έμμεσης απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών σε ΚΑΤ.

(30)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τις βασικές ρυθμίσεις για τις οποίες οι επιτροπές χρηστών θα πρέπει να συμβουλεύουν το διοικητικό όργανο, θα πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω ποια στοιχεία περιλαμβάνονται στο «επίπεδο υπηρεσιών».

(31)

Δεδομένου του κεντρικού ρόλου τους όσον αφορά την ασφάλεια των συναλλαγών, τα ΚΑΤ θα πρέπει όχι μόνο να μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται με τη φύλαξη και τον διακανονισμό συναλλαγών σε αξιόγραφα, αλλά και να επιδιώκουν την ελαχιστοποίησή τους.

(32)

Αρκετά ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που εφαρμόζουν προθεσμιακό καθαρό διακανονισμό. Τα εν λόγω ΚΑΤ θα πρέπει να μετρούν, να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται επαρκώς τους κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση του εν λόγω διακανονισμού.

(33)

Υπό ορισμένες συνθήκες, ένας τίτλος θα μπορούσε να συσταθεί βάσει του εταιρικού δικαίου ή άλλης παρεμφερούς νομοθεσίας δύο διαφορετικών κρατών μελών. Αυτό ισχύει ιδίως για τους χρεωστικούς τίτλους όταν ο εκδότης έχει συσταθεί σε ένα κράτος μέλος και οι τίτλοι εκδίδονται σύμφωνα με το δίκαιο άλλου κράτους μέλους. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, το εταιρικό δίκαιο ή άλλη παρεμφερής νομοθεσία και των δύο κρατών μελών θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται. Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου δεν πρέπει να διέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να παραμείνει στη διακριτική ευχέρεια των εκδοτών ή να καθορίζεται με άλλο τρόπο από τη νομοθεσία.

(34)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εκδότες που μεριμνούν για την καταχώριση των τίτλων τους σε ΚΑΤ εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος μπορούν να συμμορφώνονται με τις σχετικές διατάξεις του εταιρικού δικαίου ή άλλης παρεμφερούς νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επικαιροποιούν τακτικά τον κατάλογο των εν λόγω βασικών σχετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου και να τον κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της δημοσίευσης.

(35)

Προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι διακανονισμού που οφείλονται στην αφερεγγυότητα διακανονιστή, τα ΚΑΤ θα πρέπει να διακανονίζουν, όποτε αυτό είναι εφικτό και πρακτικό, τις πληρωμές τοις μετρητοίς των οικείων συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων μέσω λογαριασμών σε κεντρική τράπεζα. Όταν η επιλογή αυτή δεν είναι πρακτική και διαθέσιμη, όπως όταν ένα ΚΑΤ δεν πληροί τις προϋποθέσεις ανοίγματος λογαριασμού σε κεντρική τράπεζα άλλη από εκείνη του κράτους μέλους καταγωγής του, το εν λόγω ΚΑΤ θα πρέπει να μπορεί να διακανονίζει τις πληρωμές τοις μετρητοίς για το σύνολο ή για μέρος των οικείων συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων σε νόμισμα άλλο από εκείνο της χώρας όπου είναι εγκαταστημένο το ΚΑΤ μέσω λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί σε ΚΑΤ ή σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την άδεια να παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες υπό τους όρους που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014.

(36)

Προκειμένου να υποστηριχθεί καλύτερα η αποτελεσματικότητα της αγοράς διακανονισμού, να εμβαθυνθούν οι κεφαλαιαγορές και να ενισχυθεί ο διασυνοριακός διακανονισμός, ένα ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια να παρέχει επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014, του οποίου οι σχετικοί κίνδυνοι παρακολουθούνται ήδη, θα πρέπει να είναι σε θέση να προσφέρει υπηρεσίες που σχετίζονται με τον διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς σε ΚΑΤ που δεν έχουν λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένο το ΚΑΤ που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τις εν λόγω υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το αν ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιρειών. Η άδεια ορισμού ΚΑΤ ή πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για τον διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς για το σύνολο ή για μέρος των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων του ΚΑΤ που επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη διεκπεραίωση άλλων δραστηριοτήτων. Θα πρέπει επίσης να είναι δυνατόν για ένα ΚΑΤ που προτίθεται να προβεί σε διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς του συνόλου ή μέρους των οικείων συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων μέσω των δικών του λογαριασμών ή που κατ’ άλλον τρόπο προτίθεται να παράσχει οποιεσδήποτε επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, να λάβει άδεια να το πράξει υπό τους όρους που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014.

(37)

Κάτω από ένα κατάλληλο όριο, τα ΚΑΤ που δεν έχουν άδεια να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου θα πρέπει να μπορούν να προβαίνουν στον διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς μέσω λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί σε ΚΑΤ που έχουν άδεια να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και μέσω λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα, σε οποιοδήποτε νόμισμα. Το εν λόγω όριο θα πρέπει να αποτελείται από ένα μέγιστο συνολικό ποσό για τέτοιο διακανονισμό πληρωμών τοις μετρητοίς. Επιπλέον, το όριο θα πρέπει να προσαρμοστεί κατά τρόπο που προωθεί την αποτελεσματικότητα του διακανονισμού και επιτρέπει στα ΚΑΤ να επιτυγχάνουν επίπεδο διακανονισμού τοις μετρητοίς πέραν του οποίου η απαίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας τραπεζών δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή η σύνδεση με κεντρική τράπεζα έκδοσης καθίσταται σημαντική, διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και περιορίζοντας τους κινδύνους που απορρέουν από τις παρεκκλίσεις που ισχύουν βάσει του εν λόγω ορίου. Η προσαρμογή του ορίου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη του ΚΑΤ να είναι σε θέση να προβαίνει σε διακανονισμό των πληρωμών σε διαφορετικά νομίσματα, ιδίως για τα πλέον ρευστά νομίσματα, και παράλληλα να καθορίζει ένα κατάλληλο όριο που θα ισχύει για το ΚΑΤ στο σύνολό του. Η προσαρμογή του ορίου θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να αποφευχθεί οποιαδήποτε ακούσια μετάβαση από τον διακανονισμό σε χρήμα κεντρικής τράπεζας.

(38)

Ως φορέας με εξειδικευμένη εμπειρογνωσία σε θέματα τραπεζικής και πιστωτικού κινδύνου, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) θα πρέπει να επιφορτιστεί με την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό κατάλληλου ορίου και για την αποσαφήνιση οποιωνδήποτε κατάλληλων απαιτήσεων διαχείρισης και προληπτικού μετριασμού κινδύνων σχετικά με αυτήν. Η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να συνεργάζεται στενά με τα μέλη του ΕΣΚΤ και την ΕΑΚΑΑ. Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει αυτά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Οι αρμόδιες αρχές, οι οποίες παρακολουθούν τακτικά το κατώτατο όριο, θα πρέπει να διαβιβάζουν τα πορίσματά τους μαζί με τα υποκείμενα δεδομένα στην ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ και τα πορίσματά τους στα μέλη του ΕΣΚΤ, ιδίως προκειμένου να τροφοδοτούν με στοιχεία τακτική έκθεση που θα πρέπει να καταρτίζει η ΕΑΤ, σε συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ και με την ΕΑΚΑΑ, σχετικά με επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου.

(39)

Τα ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, και τα ορισθέντα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να καλύπτουν τους σχετικούς κινδύνους στα οικεία πλαίσια διαχείρισης κινδύνων και προληπτικής εποπτείας. Στα εργαλεία για την κάλυψη αυτών των κινδύνων θα πρέπει να περιλαμβάνεται η τήρηση επαρκών ρευστών διαθέσιμων που πληρούν τις προϋποθέσεις σε όλα τα σχετικά νομίσματα και η διασφάλιση ότι τα σενάρια ακραίων καταστάσεων είναι επαρκώς ισχυρά. Τα ΚΑΤ θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι οι αντίστοιχοι κίνδυνοι ρευστότητας αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης και καλύπτονται από άκρως αξιόπιστες ρυθμίσεις χρηματοδότησης με φερέγγυα ιδρύματα· οι εν λόγω ρυθμίσεις θα πρέπει να είναι δεσμευτικές ή να έχουν παρόμοια αξιοπιστία. ΚΑΤ που παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου θα πρέπει επίσης να διαθέτουν ειδικούς κανόνες και διαδικασίες για την αντιμετώπιση τυχόν πιστωτικών κινδύνων, κινδύνων ρευστότητας και κινδύνων συγκέντρωσης που απορρέουν από την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Η ΕΑΤ θα πρέπει να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την επικαιροποίηση των υφιστάμενων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εν λόγω αλλαγές στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας. Αυτό θα έδινε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προβεί σε τυχόν αναγκαίες τροποποιήσεις με σκοπό την αποσαφήνιση των απαιτήσεων που ορίζονται στα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, όπως οι απαιτήσεις που αφορούν τη διαχείριση δυνητικών ελλείψεων ρευστότητας.

(40)

Η προθεσμία ενός μόνο μηνός για την έκδοση αιτιολογημένης γνώμης από τις σχετικές αρχές και τις αρμόδιες αρχές σχετικά με την άδεια παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου έχει αποδειχθεί υπερβολικά σύντομη για να μπορέσουν οι εν λόγω αρχές να προβούν σε τεκμηριωμένη ανάλυση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθεί στον παρόντα κανονισμό μεγαλύτερη περίοδος δύο μηνών.

(41)

Προκειμένου να δοθεί στα ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση και σε ΚΑΤ τρίτων χωρών επαρκής χρόνος για να υποβάλουν αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας και αναγνώρισης των δραστηριοτήτων τους, η ημερομηνία εφαρμογής των απαιτήσεων αδειοδότησης και αναγνώρισης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 αναβλήθηκε αρχικά έως τη λήψη απόφασης αδειοδότησης ή αναγνώρισης σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Έχει παρέλθει επαρκής χρόνος από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει πλέον να αρχίσουν να εφαρμόζονται προκειμένου να διασφαλιστούν, αφενός, ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ όλων των ΚΑΤ που παρέχουν υπηρεσίες σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους και, αφετέρου, ότι οι αρχές σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο διαθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τη διασφάλιση της προστασίας των επενδυτών και την παρακολούθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

(42)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 απαιτεί επί του παρόντος από την ΕΑΚΑΑ να καταρτίζει, σε συνεργασία με την ΕΑΤ, με εθνικές αρμόδιες αρχές και με σχετικές αρχές, ετήσιες εκθέσεις για 12 θέματα και να υποβάλλει ετησίως τις εν λόγω εκθέσεις στην Επιτροπή. Η απαίτηση αυτή είναι δυσανάλογη, λαμβανομένης υπόψη της φύσης ορισμένων θεμάτων για τα οποία δεν απαιτείται ετήσια επικαιροποίηση. Ως εκ τούτου, η συχνότητα και ο αριθμός των εν λόγω εκθέσεων θα πρέπει να ρυθμιστούν εκ νέου, προκειμένου να μειωθεί ο φόρτος για την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι παρέχονται στην Επιτροπή οι πληροφορίες που χρειάζεται για την επανεξέταση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014. Ωστόσο, δεδομένων των αλλαγών στο καθεστώς συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 που εισάγονται με τον παρόντα κανονισμό, ενδείκνυται να απαιτείται από την ΕΑΚΑΑ να καταρτίζει τακτικά εκθέσεις προς την Επιτροπή σχετικά με ορισμένα πρόσθετα θέματα, όπως τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση καταστάσεων στις οποίες η αποτελεσματικότητα του διακανονισμού ενός ΚΑΤ κατά τη διάρκεια περιόδου έξι μηνών είναι σημαντικά χαμηλότερη από τα μέσα επίπεδα αποτελεσματικότητας του διακανονισμού που καταγράφονται στην αγορά της Ένωσης και η δυνατότητα εφαρμογής πρόσθετων ρυθμιστικών εργαλείων για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού στην Ένωση. Επιπλέον, θα πρέπει επίσης η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πιθανή συντόμευση του κύκλου διακανονισμού με σκοπό την ενημέρωση για τη διαμόρφωση των μελλοντικών εξελίξεων στο θέμα αυτό. Η ΕΑΤ θα πρέπει να καταρτίζει ετήσια έκθεση επικεντρωμένη στα πορίσματα των αρμόδιων αρχών που προκύπτουν από την παρακολούθηση του κατώτατου ορίου για τον διακανονισμό πληρωμών τοις μετρητοίς. Κατόπιν του αιτήματος της Επιτροπής, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να παράσχει ανάλυση κόστους-οφέλους που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την εκτελεστική πράξη που αφορά την υποχρεωτική αγορά κάλυψης «buy-in».

(43)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να λαμβάνει υπόψη, όταν εκπονεί τις παραμέτρους υπολογισμού του επιπέδου των χρηματικών ποινών, τη διάρκεια της αδυναμίας διακανονισμού, το επίπεδο των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού ανά κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων και τις επιπτώσεις που μπορούν να έχουν χαμηλά ή αρνητικά επιτόκια στα κίνητρα των αντισυμβαλλομένων και στις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού, και να επανεξετάζει τις εν λόγω παραμέτρους· καθώς και να διευκρινίζει ποιες υποκείμενες αιτίες αδυναμίας διακανονισμού δεν πρέπει να θεωρούνται καταλογιστέες στους συμμετέχοντες και ποιες πράξεις δεν πρέπει να θεωρούνται συναλλαγές. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (13). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(44)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που καταρτίζουν η ΕΑΤ και η ΕΑΚΑΑ όσον αφορά: προδιαγραφές της διαδικασίας υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης «buy-in» όσον αφορά τις λεπτομέρειες του μηχανισμού διαβίβασης, ποια είδη συναλλαγών καθιστούν περιττή τη διαδικασία αγοράς κάλυψης «buy-in» και πώς λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των ιδιωτών επενδυτών κατά την εκτέλεση υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης «buy-in»· τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται από ΚΑΤ τρίτων χωρών· τους όρους βάσει των οποίων οι δραστηριότητες ενός ΚΑΤ πρέπει να θεωρούνται ουσιαστικής σημασίας· τους κανόνες και τις διαδικασίες που πρέπει να θεσπιστούν από ΚΑΤ που παρέχει επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου· τις λεπτομέρειες της μέτρησης, της παρακολούθησης, της διαχείρισης και της αναφοράς των πιστωτικών κινδύνων και των κινδύνων ρευστότητας από τα ΚΑΤ σε σχέση με τον προθεσμιακό καθαρό διακανονισμό· το όριο κάτω από το οποίο τα ΚΑΤ μπορούν να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα για τον διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς· και τις επικαιροποιημένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σχετικά με τη ρευστότητα και τους κανόνες και τις διαδικασίες σχετικά με τους πιστωτικούς κινδύνους, τους κινδύνους ρευστότητας και τους κινδύνους συγκέντρωσης σε περίπτωση ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου.

(45)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των τροποποιήσεων που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό, και ιδίως σχετικά με την εφαρμογή και την αναστολή των απαιτήσεων για τις υποχρεωτικές αγορές κάλυψης «buy-in», όπου αυτές ισχύουν, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14). Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή εφόσον, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις σχετικά με την εφαρμογή και την αναστολή υποχρεωτικών αγορών κάλυψης «buy-in», τούτο επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης.

(46)

Οι κατ’ εξουσιοδότηση και οι εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ συνιστούν νομικές πράξεις της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 4 και το άρθρο 282 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, ζητείται η γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για κάθε προτεινόμενη πράξη της Ένωσης που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της. Όταν απαιτείται διαβούλευση με την ΕΚΤ δυνάμει των Συνθηκών, ζητείται δεόντως η γνώμη της ΕΚΤ σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(47)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η αύξηση της παροχής διασυνοριακού διακανονισμού από τα ΚΑΤ, η μείωση του διοικητικού φόρτου και του κόστους συμμόρφωσης και η διασφάλιση επαρκών πληροφοριών στη διάθεση των αρχών, ώστε να παρακολουθούν τους κινδύνους, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(48)

Η εφαρμογή του αναθεωρημένου πεδίου εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις χρηματικές ποινές, οι νέες απαιτήσεις σχετικά με τη σύσταση σωμάτων εποπτών, η υποβολή κοινοποίησης από ΚΑΤ τρίτων χωρών σχετικά με τις βασικές υπηρεσίες που παρέχουν σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, οι νέοι κανόνες για τον προθεσμιακό καθαρό διακανονισμό, το αναθεωρημένο κατώτατο όριο κάτω από το οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να προσφέρονται να διακανονίζουν τις πληρωμές τοις μετρητοίς για μέρος του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων του ΚΑΤ και οι αναθεωρημένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα ή ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου σύμφωνα με το άρθρο 59 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 θα πρέπει είτε να μετατεθούν, είτε να υπόκεινται σε κατάλληλες μεταβατικές διατάξεις ώστε να δοθεί επαρκής χρόνος για την έκδοση των αναγκαίων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που θα διευκρινίζουν περαιτέρω τις εν λόγω απαιτήσεις. Δεδομένων των τροποποιήσεων που εισάγονται με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τη διαδικασία σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος, ενδείκνυται επίσης να αποσαφηνιστούν οι κανόνες οι οποίοι θα πρέπει να εφαρμόζονται στην παροχή υπηρεσιών από ΚΑΤ σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος μέλος καταγωγής και στην ίδρυση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος. Δεδομένων των τροποποιήσεων που εισάγονται με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τη συχνότητα και το περιεχόμενο των εκθέσεων τις οποίες πρέπει να υποβάλλει η ΕΑΚΑΑ στην Επιτροπή, θα πρέπει να μετατεθεί χρονικά η εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το περιεχόμενο ορισμένων από τις εν λόγω εκθέσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ΕΑΚΑΑ διαθέτει επαρκή χρόνο για να καταρτίσει τις νέες εκθέσεις και ότι μόνο οι εκθέσεις που πρέπει να καταρτιστούν βάσει των διατάξεων που ισχύουν θα απαιτηθεί να υποβληθούν έως τις 30 Απριλίου 2024.

(49)

Οι κανονισμοί (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και (ΕΕ) αριθ. 236/2012 θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 2, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 26) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«26)

ως “αθέτηση υποχρέωσης” νοείται, σε σχέση με συμμετέχοντα, η κατάσταση κατά την οποία κινείται διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι συμμετέχοντος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ι) της οδηγίας 98/26/ΕΚ ή ένα γεγονός που ορίζεται στους εσωτερικούς κανόνες του ΚΑΤ ως αθέτηση υποχρέωσης·»·

β)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«47)

ως “όμιλος” νοείται όμιλος κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 11) της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

48)

ως “στενοί δεσμοί” νοούνται στενοί δεσμοί όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

49)

ως “ειδική συμμετοχή” νοείται άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ΚΑΤ που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, όπως ορίζεται στα άρθρα 9, 10 και 11 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1), ή που καθιστά δυνατή την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση του ΚΑΤ·

50)

ως “προθεσμιακός καθαρός διακανονισμός” νοείται ένας μηχανισμός διακανονισμού βάσει του οποίου οι εντολές μεταβίβασης μετρητών ή αξιογράφων σε σχέση με συναλλαγές αξιογράφων των συμμετεχόντων στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων υπόκεινται σε συμψηφισμό και βάσει του οποίου ο διακανονισμός των καθαρών απαιτήσεων και υποχρεώσεων των συμμετεχόντων πραγματοποιείται στο τέλος προκαθορισμένων κύκλων διακανονισμού κατά τη διάρκεια ή στο τέλος της εργάσιμης ημέρας.

(*1)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕK (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).»·"

2)

στο άρθρο 6 παράγραφος 5, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα μέτρα για την πρόληψη της αδυναμίας διακανονισμού με σκοπό την αύξηση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού, και ιδίως:

α)

τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με την παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο·

β)

τις λεπτομέρειες των διαδικασιών που διευκολύνουν τον διακανονισμό που αναφέρονται στην παράγραφο 3, οι οποίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη διαμόρφωση των μεγεθών των συναλλαγών, τον μερικό διακανονισμό των προβληματικών συναλλαγών και τη χρήση προγραμμάτων αυτόματης δανειοδότησης/δανεισμού που παρέχονται από ορισμένα ΚΑΤ· και

γ)

τις λεπτομέρειες των μέτρων για την παρότρυνση και την παροχή κινήτρων για τον έγκαιρο διακανονισμό των συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιουλίου 2025.»

·

3)

το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Μέτρα αντιμετώπισης της αδυναμίας διακανονισμού

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ καθιερώνει σύστημα που παρακολουθεί τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1. Το ΚΑΤ υποβάλλει τακτικές αναφορές στην αρμόδια αρχή και στις οικείες αρχές όσον αφορά τον αριθμό και τα στοιχεία των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού και τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες περιλαμβανομένων των μέτρων που εξετάζει το ΚΑΤ και οι συμμετέχοντες σε αυτό για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού. Οι εν λόγω αναφορές δημοσιεύονται ετησίως σε συγκεντρωτική και ανώνυμη μορφή από το ΚΑΤ. Οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν με την ΕΑΚΑΑ τυχόν σημαντικές πληροφορίες που διαθέτουν σχετικά με περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού.

2.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται, το ΚΑΤ καθιερώνει διαδικασίες που διευκολύνουν τον διακανονισμό των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, οι οποίες δεν έχουν διακανονιστεί κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού. Οι εν λόγω διαδικασίες προβλέπουν μηχανισμό κυρώσεων ο οποίος λειτουργεί ως αποτελεσματικό αποτρεπτικό μέσο για τους συμμετέχοντες που προκαλούν αδυναμία διακανονισμού.

Πριν από τη θέσπιση των διαδικασιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το ΚΑΤ διαβουλεύεται με τους σχετικούς τόπους διαπραγμάτευσης και τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους στους οποίους παρέχει υπηρεσίες διακανονισμού.

Ο μηχανισμός κυρώσεων που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει χρηματικές ποινές για τους συμμετέχοντες που προκαλούν αδυναμία διακανονισμού (“υπερήμεροι συμμετέχοντες”). Οι χρηματικές ποινές υπολογίζονται σε ημερήσια βάση για κάθε εργάσιμη ημέρα καθυστέρησης του διακανονισμού της συναλλαγής μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού και έως ότου η συναλλαγή διακανονιστεί ή ακυρωθεί διμερώς. Οι χρηματικές ποινές δεν προβλέπονται ως πηγή εσόδων για το ΚΑΤ.

3.   Ο μηχανισμός κυρώσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν εφαρμόζεται σε:

α)

περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού, η υποκείμενη αιτία των οποίων δεν μπορεί να αποδοθεί στους συμμετέχοντες στη συναλλαγή·

β)

πράξεις που δεν θεωρούνται συναλλαγές·

γ)

πράξεις στις οποίες ο υπερήμερος συμμετέχων είναι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, με εξαίρεση τις συναλλαγές που συνάπτονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εφόσον δεν παρεμβάλλεται μεταξύ των αντισυμβαλλομένων· ή

δ)

συναλλαγές στις οποίες κινείται διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι του υπερήμερου συμμετέχοντος.

4.   Ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να θεσπίσει στους κανόνες του μηχανισμό για την κάλυψη των ζημιών που θα μπορούσε να υποστεί λόγω της εφαρμογής της παραγράφου 2 τρίτο εδάφιο.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 67 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον καθορισμό παραμέτρων για τον υπολογισμό του αποτρεπτικού και αναλογικού επιπέδου των χρηματικών ποινών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου βάσει όλων των ακολούθων:

α)

είδος περιουσιακού στοιχείου·

β)

ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου·

γ)

είδος συναλλαγής·

δ)

διάρκεια της αδυναμίας διακανονισμού.

Κατά τον προσδιορισμό των παραμέτρων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το επίπεδο της αδυναμίας διακανονισμού ανά κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων και τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν τα χαμηλά ή αρνητικά επιτόκια στα κίνητρα των αντισυμβαλλομένων και στις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού. Οι παράμετροι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των χρηματικών ποινών διασφαλίζουν υψηλό βαθμό συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού, καθώς και την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των σχετικών χρηματοπιστωτικών αγορών.

Η Επιτροπή επανεξετάζει τις παραμέτρους για τον υπολογισμό του επιπέδου των χρηματικών ποινών σε τακτική βάση και τουλάχιστον κάθε τέσσερα έτη, με σκοπό την επαναξιολόγηση της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας των χρηματικών ποινών σε σχέση με την επίτευξη ενός θεωρούμενου ως αποδεκτού επιπέδου περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού στην Ένωση, λαμβανομένου υπόψη του αντίκτυπου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης.

6.   Έως τη 17η Ιανουαρίου 2026, η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και επικαιροποιεί στον ιστότοπό της κατάλογο των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

7.   ΚΑΤ, κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και τόποι διαπραγμάτευσης θεσπίζουν διαδικασίες που τους δίνουν την ευχέρεια να αναστέλλουν, κατόπιν διαβουλεύσεων με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους, τη συμμετοχή συμμετέχοντος που κατ’ επανάληψη και συστηματικά δεν παραδίδει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, καθώς και να δημοσιοποιούν την ταυτότητα του εν λόγω συμμετέχοντος, μόνον αφού δώσουν στον συμμετέχοντα αυτόν την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του και υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες αρχές των ΚΑΤ, των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των τόπων διαπραγμάτευσης, καθώς και του εν λόγω συμμετέχοντος έχουν ενημερωθεί δεόντως. Πέραν των διαβουλεύσεων πριν από την αναστολή, ΚΑΤ, κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και τόποι διαπραγμάτευσης ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές σχετικά με την αναστολή της συμμετοχής συμμετέχοντος. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως τις σχετικές αρχές σχετικά με την αναστολή της συμμετοχής συμμετέχοντος.

Η δημοσιοποίηση της αναστολής δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2).

Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε υπερήμερους συμμετέχοντες που είναι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κινείται διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του υπερήμερου συμμετέχοντος.

8.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όταν ο κύριος τόπος διαπραγμάτευσης των μετοχών βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Η τοποθεσία του κύριου τόπου διαπραγμάτευσης καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

9.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 67 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον καθορισμό:

α)

των υποκείμενων αιτίων για τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού οι οποίες πρέπει να θεωρείται ότι δεν μπορούν να αποδοθούν στους συμμετέχοντες στη συναλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου· και

β)

των περιστάσεων υπό τις οποίες οι πράξεις δεν θεωρούνται συναλλαγές σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.

10.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθοριστούν τα κατωτέρω:

α)

οι λεπτομέρειες του συστήματος παρακολούθησης των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού και των αναφορών για τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

οι διαδικασίες είσπραξης και αναδιανομής των χρηματικών ποινών, όπως και κάθε άλλου πιθανού εσόδου που προκύπτει από τις ποινές αυτές σύμφωνα με την παράγραφο 2·

γ)

οι συνθήκες υπό τις οποίες θεωρείται ότι ο συμμετέχων δεν παραδίδει κατ’ επανάληψη και συστηματικά τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 7α

Διαδικασία υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in”

1.   Με την επιφύλαξη του μηχανισμού κυρώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 και του δικαιώματος διμερούς ακύρωσης της συναλλαγής, κατόπιν διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και βάσει της ανάλυσης κόστους-οφέλους που παρέχεται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 4, η Επιτροπή μπορεί, με εκτελεστική πράξη, να αποφασίσει σε ποια από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, ή σε κατηγορίες συναλλαγών στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα, πρέπει να εφαρμόζεται διαδικασία υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in” που αναφέρεται στις παραγράφους 4 έως 10 του παρόντος άρθρου, όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι οι υποχρεωτικές αγορές κάλυψης “buy-in” αποτελούν αναγκαίο, κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την αντιμετώπιση του επιπέδου αδυναμίας διακανονισμού στην Ένωση.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει την αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο εκτελεστική πράξη μόνο εφόσον πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις που ακολουθούν:

α)

η εφαρμογή του αναφερόμενου στο άρθρο 7 παράγραφος 2 μηχανισμού κυρώσεων δεν έχει οδηγήσει σε μακροπρόθεσμη, βιώσιμη μείωση των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού στην Ένωση ή στη διατήρηση ενός μειωμένου επιπέδου αδυναμίας διακανονισμού στην Ένωση, ακόμη και μετά από επανεξέταση του επιπέδου των χρηματικών ποινών σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο·

β)

το επίπεδο αδυναμίας διακανονισμού στην Ένωση έχει ή ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης.

Προκειμένου να καταλήξει στην αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο απόφαση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλα όσα ακολουθούν:

α)

τον δυνητικό αντίκτυπο της διαδικασίας υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in” στις χρηματοπιστωτικές αγορές στην Ένωση·

β)

τον αριθμό, τον όγκο και τη διάρκεια των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού και του όγκου των εκκρεμών περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού κατά τη λήξη της αναφερόμενης στην παράγραφο 4 περιόδου παράτασης·

γ)

κατά πόσον ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγών στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο υπόκειται ήδη σε κατάλληλες συμβατικές διατάξεις που παρέχουν στους αποδέκτες συμμετέχοντες το δικαίωμα να ενεργοποιήσουν την αγορά κάλυψης “buy-in”.

Η εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 2. Ορίζει ημερομηνία εφαρμογής η οποία θα είναι τουλάχιστον ένα έτος μετά από αυτή της έναρξης ισχύος της.

2.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και επικαιροποιεί στον ιστότοπό της κατάλογο των χρηματοπιστωτικών μέσων που καθορίζονται στην αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εκτελεστική πράξη.

3.   Πριν από την έκδοση της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή:

α)

αξιολογεί την αποτελεσματικότητα και την αναλογικότητα του μηχανισμού κυρώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 και, όπου το κρίνει σκόπιμο, μεταβάλλει τη δομή ή την αυστηρότητα του μηχανισμού κυρώσεων προκειμένου να αυξηθεί η αποδοτικότητα του διακανονισμού στην Ένωση·

β)

εξετάζει κατά πόσον πληρούνται οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 προϋποθέσεις, παρά την προηγούμενη εφαρμογή των μηχανισμού κυρώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 και εξετάζει τη λογική και τις πιθανές επιπτώσεις στο κόστος που έχει η υπαγωγή συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων και κατηγοριών συναλλαγών στις υποχρεωτικές αγορές κάλυψης “buy-in”.

4.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος διμερούς ακύρωσης της συναλλαγής, εάν η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1 και ο υπερήμερος συμμετέχων δεν έχει παραδώσει στον αποδέκτη συμμετέχοντα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που καλύπτονται από την εν λόγω εκτελεστική πράξη εντός χρονικού διαστήματος μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού (“περίοδος παράτασης”) που ισούται με πέντε εργάσιμες ημέρες, ξεκινά διαδικασία υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in”.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, βάσει του είδους του τίτλου και της ρευστότητας των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων, η περίοδος παράτασης μπορεί να αυξηθεί ως τις επτά εργάσιμες ημέρες, κατ’ ανώτατο όριο, όταν η πρόβλεψη βραχύτερης περιόδου παράτασης θα επηρέαζε την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των σχετικών χρηματοπιστωτικών αγορών.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο και από το δεύτερο εδάφιο, όταν η συναλλαγή αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, η περίοδος παράτασης ορίζεται σε 15 εργάσιμες ημέρες, εκτός αν η εν λόγω αγορά αποφασίσει να εφαρμόσει βραχύτερη περίοδο.

5.   Τα μέσα που υπόκεινται στη διαδικασία υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in” είναι διαθέσιμα για διακανονισμό και παραδίδονται στον αποδέκτη συμμετέχοντα εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου.

6.   Σε περίπτωση αδυναμίας διακανονισμού σε μια αλυσίδα συναλλαγών που έχει ως αποτέλεσμα αδυναμία διακανονισμού μεταγενέστερων συναλλαγών στην αλυσίδα, κάθε συμμετέχων έχει το δικαίωμα να μεταβιβάσει την υποχρέωσή του να κινήσει την υποχρεωτική αγορά κάλυψης “buy-in” στον επόμενο συμμετέχοντα στην αλυσίδα.

Ο ενδιάμεσος αποδέκτης συμμετέχων θεωρείται ότι συμμορφώνεται με την υποχρέωση εκτέλεσης υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in” έναντι του υπερήμερου συμμετέχοντος όταν μεταβιβάζει την υποχρέωσή του σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο. Ο ενδιάμεσος αποδέκτης συμμετέχων μπορεί επίσης να μεταβιβάσει στον υπερήμερο συμμετέχοντα τις υποχρεώσεις του προς τον τελικό αποδέκτη συμμετέχοντα σύμφωνα με τις παραγράφους 8, 9 και 10.

Το σχετικό ΚΑΤ ενημερώνεται σχετικά με τον τρόπο επίλυσης του ζητήματος της αποτυχημένης συναλλαγής σε ολόκληρη την αλυσίδα συναλλαγών.

7.   Η υποχρεωτική διαδικασία αγοράς κάλυψης “buy-in” που αναφέρεται στην παράγραφο 4 δεν εφαρμόζεται:

α)

στις αδυναμίες διακανονισμού, τις πράξεις και τις συναλλαγές που απαριθμούνται στο άρθρο 7 παράγραφος 3·

β)

σε συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων·

γ)

σε άλλα είδη συναλλαγών που καθιστούν περιττή τη διαδικασία αγοράς κάλυψης “buy-in”·

δ)

σε συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

8.   Με την επιφύλαξη του μηχανισμού κυρώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, όταν το τίμημα των χρηματοπιστωτικών μέσων που είχε συμφωνηθεί κατά τον χρόνο της διαπραγμάτευσης διαφέρει από το τίμημα που καταβάλλεται για την εκτέλεση της αγοράς κάλυψης “buy-in”, η διαφορά καταβάλλεται από τον συμμετέχοντα που επωφελείται από την εν λόγω διαφορά τιμής στον άλλο συμμετέχοντα, το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά την παράδοση των χρηματοπιστωτικών μέσων που ακολουθεί την αγορά κάλυψης.

9.   Εάν η αγορά κάλυψης “buy-in” αποτύχει ή δεν είναι δυνατή, ο αποδέκτης συμμετέχων μπορεί να επιλέξει είτε να του καταβληθεί χρηματική αποζημίωση είτε να αναβληθεί ο χρόνος εκτέλεσης της αγοράς κάλυψης για κατάλληλη μεταγενέστερη ημερομηνία (“περίοδος αναβολής”). Εάν τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα δεν παραδοθούν στον αποδέκτη συμμετέχοντα έως το πέρας της περιόδου αναβολής, στον αποδέκτη συμμετέχοντα καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση.

Η χρηματική αποζημίωση καταβάλλεται το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το πέρας είτε της αναφερόμενης στην παράγραφο 4 υποχρεωτικής διαδικασίας αγοράς κάλυψης “buy-in” είτε, στις περιπτώσεις στις οποίες ο αποδέκτης συμμετέχων επιλέγει την αναβολή της εκτέλεσης της υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in”, της περιόδου αναβολής.

10.   Ο υπερήμερος συμμετέχων επιστρέφει στην οντότητα που εκτελεί την αγορά κάλυψης “buy-in” όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν σε σχέση με τη διαδικασία υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in” που κινήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο, περιλαμβανομένων των τυχόν προμηθειών εκτέλεσης που προκύπτουν από την αγορά κάλυψης “buy-in”. Οι προμήθειες αυτές γνωστοποιούνται με σαφήνεια στους συμμετέχοντες.

11.   Οι παράγραφοι 4 έως 10 εφαρμόζονται σε όλες τις συναλλαγές με αντικείμενο τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ή αντικείμενο εκκαθάρισης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ως εξής:

α)

για τις συναλλαγές που εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι η οντότητα που εκτελεί την αγορά κάλυψης “buy-in”, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 έως 10·

β)

για τις συναλλαγές που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, αλλά εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, ο τόπος διαπραγμάτευσης προβλέπει, στους εσωτερικούς του κανόνες, υποχρέωση για τα μέλη του και τους συμμετέχοντες σε αυτόν να εφαρμόσουν τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 10.

γ)

για όλες τις λοιπές συναλλαγές εκτός αυτών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του παρόντος εδαφίου, τα ΚΑΤ προβλέπουν, στους εσωτερικούς τους κανόνες, υποχρέωση για τους συμμετέχοντες σε αυτά να υποβληθούν στα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 10.

Ένα ΚΑΤ παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες για τον διακανονισμό σε κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τόπους διαπραγμάτευσης, προκειμένου να είναι αυτοί σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την παρούσα παράγραφο.

Με την επιφύλαξη των στοιχείων α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου, τα ΚΑΤ μπορούν να επιβλέπουν την εκτέλεση των αγορών κάλυψης “buy-in” που αναφέρονται στα εν λόγω στοιχεία, σε ό,τι αφορά πολλαπλές εντολές διακανονισμού, επί των ίδιων χρηματοπιστωτικών μέσων και με την ίδια ημερομηνία λήξης της προθεσμίας εκτέλεσης, με σκοπό την ελαχιστοποίηση του αριθμού των αγορών κάλυψης “buy-in” που πρέπει να εκτελεστούν και, ως εκ τούτου, του αντίκτυπου στις τιμές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων.

12.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όταν ο κύριος τόπος διαπραγμάτευσης των μετοχών βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Η τοποθεσία του κύριου τόπου διαπραγμάτευσης καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

13.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να συστήσει στην Επιτροπή να αναστείλει με αναλογικό τρόπο τον μηχανισμό αγοράς κάλυψης “buy-in” που αναφέρεται στις παραγράφους 4 έως 10 για συγκεκριμένες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων, όταν αυτό είναι αναγκαίο, για την αποφυγή ή την αντιμετώπιση σοβαρής απειλής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση. Η σύσταση αυτή συνοδεύεται από πλήρως αιτιολογημένη αξιολόγηση της αναγκαιότητάς της και δεν δημοσιοποιείται.

Πριν κάνει την αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο σύσταση, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με τα μέλη του ΕΣΚΤ και με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου.

Η Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την παραλαβή της σύστασης, με βάση τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέχει η ΕΑΚΑΑ, είτε αναστέλλει τον μηχανισμό υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in” που αναφέρεται στις παραγράφους 4 έως 10 για τις συγκεκριμένες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων μέσω εκτελεστικής πράξης είτε απορρίπτει τη συνιστώμενη αναστολή. Όταν η Επιτροπή απορρίπτει τη προτεινόμενη αναστολή, αναφέρει τους λόγους γραπτώς στην ΕΑΚΑΑ. Οι εν λόγω πληροφορίες δεν δημοσιοποιούνται.

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 3.

Η αναστολή του μηχανισμού υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in” κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής.

Η αναστολή του μηχανισμού υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in” ισχύει για αρχική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία εφαρμογής της εν λόγω αναστολής.

Όταν οι λόγοι για την αναστολή εξακολουθούν να ισχύουν, η Επιτροπή μπορεί, μέσω εκτελεστικής πράξης, να παρατείνει την αναστολή για πρόσθετες περιόδους τριών μηνών κατά μέγιστο όριο για εκάστη, με συνολική περίοδο αναστολής που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες. Η παράταση της αναστολής δημοσιεύεται σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο.

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο έβδομο εδάφιο εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 3. Η ΕΑΚΑΑ, σε εύθετο χρόνο πριν από τη λήξη της αναστολής που αναφέρεται στο έκτο εδάφιο ή τυχόν παράτασης που αναφέρεται στο έβδομο εδάφιο, γνωμοδοτεί στην Επιτροπή σχετικά με το κατά πόσον εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι της αναστολής.

14.   Στις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1, επανεξετάζει την εν λόγω απόφαση σε τακτική βάση και τουλάχιστον κάθε τέσσερα έτη, προκειμένου να αξιολογήσει κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο.

Στις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή θεωρεί ότι η υποχρεωτική αγορά κάλυψης “buy-in” δεν είναι πλέον δικαιολογημένη ή δεν αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού στην Ένωση και δεν είναι πλέον αναγκαία, κατάλληλη ή αναλογική, εκδίδει, χωρίς καθυστέρηση, εκτελεστικές πράξεις για την τροποποίηση ή την κατάργηση της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 2.

Στις περιπτώσεις στις οποίες η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι η υποχρεωτική αγορά κάλυψης “buy-in” δεν είναι πλέον δικαιολογημένη ή δεν αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού στην Ένωση και δεν είναι πλέον αναγκαία, κατάλληλη ή αναλογική, μπορεί να συστήσει στην Επιτροπή να τροποποιήσει ή να καταργήσει την εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η παράγραφος 13 πρώτο έως τέταρτο εδάφιο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

15.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθοριστούν περαιτέρω τα κατωτέρω:

α)

οι λεπτομέρειες της λειτουργίας της κατάλληλης διαδικασίας αγοράς κάλυψης “buy-in” που αναφέρεται στις παραγράφους 4 έως 10, περιλαμβανομένων των κατάλληλων χρονικών πλαισίων, με στάθμιση ανάλογα με το είδος του τίτλου και τη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων, για την παράδοση του χρηματοπιστωτικού μέσου μετά τη διαδικασία αγοράς κάλυψης “buy-in”·

β)

οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιμηκυνθεί η περίοδος παράτασης, ανάλογα με το είδος του τίτλου και τη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων, σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 4 δεύτερο εδάφιο, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια εκτίμησης της ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

γ)

οι λεπτομέρειες του μηχανισμού μεταβίβασης σύμφωνα με την παράγραφο 6·

δ)

άλλα είδη συναλλαγών που καθιστούν περιττή τη διαδικασία αγοράς κάλυψης “buy-in”, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7 στοιχείο γ), όπως συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή συναλλαγές που περιλαμβάνουν ρήτρες εκκαθαριστικού συμψηφισμού·

ε)

η μεθοδολογία υπολογισμού της χρηματικής αποζημίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 9·

στ)

οι βασικές πληροφορίες για τον διακανονισμό που αναφέρονται στην παράγραφο 11 δεύτερο εδάφιο· και

ζ)

οι λεπτομέρειες του τρόπου με τον οποίο οι συμμετέχοντες των ΚΑΤ, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και τα μέλη του τόπου διαπραγμάτευσης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των ιδιωτών επενδυτών κατά την εκτέλεση της υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in” σύμφωνα με την παράγραφο 11.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).»·"

4)

στο άρθρο 12 παράγραφος 1, τα στοιχεία β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

οι κεντρικές τράπεζες της Ένωσης που εκδίδουν τα πιο σημαντικά νομίσματα στα οποία πραγματοποιείται ή θα πραγματοποιηθεί ο διακανονισμός·

γ)

όπου αρμόζει, η κεντρική τράπεζα εντός της Ένωσης, στα βιβλία της οποίας διακανονίζονται ή θα διακανονιστούν οι πληρωμές τοις μετρητοίς του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται το ΚΑΤ.»·

5)

το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, όταν το αιτούν ΚΑΤ δεν συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, αλλά μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι θα το πράξει όταν ξεκινά τις δραστηριότητές του, η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει την άδεια υπό την προϋπόθεση ότι το αιτούν ΚΑΤ διαθέτει όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού όταν ξεκινά τις δραστηριότητές του.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Μόλις η αίτηση θεωρηθεί πλήρης, η αρμόδια αρχή διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση στις σχετικές αρχές και διαβουλεύεται με τις εν λόγω αρχές σχετικά με τα χαρακτηριστικά του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση του αιτούντος ΚΑΤ.

Κάθε σχετική αρχή μπορεί να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη του πεδίου των αρμοδιοτήτων της προς την αρμόδια αρχή εντός τριών μηνών από τη λήψη των πληροφοριών από τη σχετική αρχή. Αν η σχετική αρχή δεν εκδώσει γνώμη εντός της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι έχει εκδώσει θετική γνώμη.

Εάν τουλάχιστον μία από τις σχετικές αρχές εκδώσει αρνητική αιτιολογημένη γνώμη και η αρμόδια αρχή προτίθεται εντούτοις να χορηγήσει την άδεια, η εν λόγω αρμόδια αρχή, εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αρνητικής γνώμης, γνωστοποιεί στις σχετικές αρχές τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να χορηγήσει την άδεια παρά την αρνητική γνώμη.

Οποιαδήποτε από τις σχετικές αρχές που εξέδωσαν αρνητική γνώμη που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ για συνδρομή σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Εάν το ζήτημα δεν διευθετηθεί εντός 1 μηνός από την παραπομπή στην ΕΑΚΑΑ, η αρμόδια αρχή που προτίθεται να χορηγήσει την άδεια λειτουργίας λαμβάνει τελική απόφαση και παρέχει στις σχετικές αρχές λεπτομερή εξήγηση της απόφασής της εγγράφως.

Αν η αρμόδια αρχή προτίθεται να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας, το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΚΑΑ.

Μια αρνητική γνώμη όπως αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο περιέχει έγγραφη, πλήρη και λεπτομερή αιτιολόγηση, η οποία εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης.»

·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7α.   Επιπλέον της διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 6, η αρμόδια αρχή μπορεί, πριν χορηγήσει άδεια στο αιτούν ΚΑΤ, να διαβουλευθεί με άλλες αρχές που εποπτεύουν μια οντότητα που έχει ειδική συμμετοχή στο αιτούν ΚΑΤ σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 7.»

·

δ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8α.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις αρχές των οποίων ζητήθηκε η γνώμη σύμφωνα με τις παραγράφους 4 έως 7α σχετικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων.»

·

6)

στο άρθρο 19, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η χορήγηση άδειας για την εξωτερική ανάθεση βασικής υπηρεσίας σε τρίτο μέρος σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή για την επέκταση δραστηριοτήτων σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχεία α), γ) και δ) ακολουθεί τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 17.

Για τη χορήγηση άδειας δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο β) ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφοι 1, 2, 3, 5 και 8α.

Για τη χορήγηση άδειας δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο ε) ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφοι 1, 2 και 3.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει το αιτούν ΚΑΤ αν η αίτησή του έχει εγκριθεί ή απορριφθεί, εντός τριών μηνών από την υποβολή της πλήρους αίτησης.»

·

7)

στο άρθρο 20, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ΚΑΤ προβλέπει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη διαδικασία που διασφαλίζει τον έγκαιρο και εύρυθμο διακανονισμό και μεταφορά των τίτλων των πελατών και των συμμετεχόντων σε άλλο ΚΑΤ. Οι εν λόγω διαδικασίες περιλαμβάνουν τη μεταφορά λογαριασμών έκδοσης ή παρόμοιων αρχείων που αποδεικνύουν την έκδοση τίτλων και αρχείων που συνδέονται με την παροχή των βασικών υπηρεσιών που αναφέρονται στο τμήμα Α σημεία 1 και 2 του παραρτήματος.»

·

8)

το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται από το ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων που αναφέρονται στο άρθρο 22α, όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, και αξιολογεί τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί το ΚΑΤ ή τους κινδύνους που προξενεί για την ομαλή λειτουργία των αγορών τίτλων ή τη σταθερότητα των αγορών κινητών αξιών.

Η αρμόδια αρχή ορίζει τη συχνότητα και το βάθος της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, έχοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σημασία, το προφίλ κινδύνου, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του σχετικού ΚΑΤ.

Η επανεξέταση και η αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον κάθε τρία έτη.»

·

β)

οι παράγραφοι 2, 3 και 4 διαγράφονται·

γ)

οι παράγραφοι 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Κατά την εκτέλεση της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή διαβιβάζει, σε αρχικό στάδιο, τις αναγκαίες πληροφορίες στις σχετικές αρχές και, κατά περίπτωση, στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και ζητεί τη γνώμη τους σχετικά με το αν οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης πληρούνται από το ΚΑΤ όσον αφορά τη λειτουργία των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων τα οποία διαχειρίζεται το ΚΑΤ.

Οι αρχές των οποίων ζητείται η γνώμη μπορούν να εκδώσουν αιτιολογημένη γνώμη στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους εντός τριών μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών από την αρμόδια αρχή.

Αν η αρχή της οποίας ζητήθηκε η γνώμη δεν εκδώσει γνώμη μέσα στην προθεσμία, θεωρείται ότι έχει εκδώσει θετική γνώμη.

Αν μια αρχή της οποίας ζητήθηκε η γνώμη εκδώσει αρνητική αιτιολογημένη γνώμη και η αρμόδια αρχή διαφωνεί με αυτή, η εν λόγω αρμόδια αρχή, εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αρνητικής γνώμης, παρέχει στην αρχή της οποίας ζητήθηκε η γνώμη το σκεπτικό που αιτιολογεί την αρνητική γνώμη.

Οποιαδήποτε από τις αρχές που εκλήθησαν να γνωμοδοτήσουν και που εξέδωσαν αρνητική γνώμη μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ για συνδρομή σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Εάν το ζήτημα δεν επιλυθεί εντός ενός μηνός από την εν λόγω παραπομπή στην ΕΑΚΑΑ, η αρμόδια αρχή λαμβάνει την τελική απόφαση σχετικά με την επανεξέταση και την αξιολόγηση και παρέχει γραπτώς λεπτομερή εξήγηση της απόφασής της στις σχετικές αρχές.

Στις αρνητικές γνώμες που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο περιέχεται έγγραφη, πλήρης και λεπτομερής αιτιολόγηση, η οποία εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης.

7.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τις σχετικές αρχές, την ΕΑΚΑΑ και, κατά περίπτωση, το σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 24α του παρόντος κανονισμού και την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων των τυχών διορθωτικών ενεργειών ή των κυρώσεων.»

·

δ)

η παράγραφος 10 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

οι πληροφορίες που παρέχει η αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 7·»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.»·

ε)

στην παράγραφο 11, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.»·

9)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22α

Σχέδια ανάκαμψης και εύτακτης εκκαθάρισης

1.   Το ΚΑΤ προσδιορίζει σενάρια που μπορούν ενδεχομένως να το εμποδίζουν να παρέχει τις κρίσιμες λειτουργίες και υπηρεσίες του ως λειτουργούσα επιχείρηση και αξιολογεί την αποτελεσματικότητα ενός πλήρους φάσματος επιλογών ανάκαμψης ή εύτακτης εκκαθάρισης. Τα σενάρια αυτά λαμβάνουν υπόψη τους διάφορους ανεξάρτητους και συναφείς κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ΚΑΤ. Χρησιμοποιώντας την εν λόγω ανάλυση, το ΚΑΤ καταρτίζει και υποβάλλει στην αρμόδια αρχή κατάλληλα σχέδια για την ανάκαμψη ή την εύτακτη εκκαθάρισή του.

2.   Τα σχέδια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του οικείου ΚΑΤ και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

ουσιαστική περίληψη των βασικών στρατηγικών ανάκαμψης ή εύτακτης εκκαθάρισης·

β)

προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών και υπηρεσιών του ΚΑΤ·

γ)

επαρκείς διαδικασίες που διασφαλίζουν τη συγκέντρωση πρόσθετου κεφαλαίου στις περιπτώσεις στις οποίες το μετοχικό κεφάλαιο του ΚΑΤ προσεγγίσει ή μειωθεί κάτω από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1·

δ)

επαρκείς διαδικασίες που διασφαλίζουν την εύτακτη εκκαθάριση ή την αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών του ΚΑΤ σε περίπτωση που το ΚΑΤ δεν μπορέσει να συγκεντρώσει νέα κεφάλαια·

ε)

κατάλληλες διαδικασίες που διασφαλίζουν τον έγκαιρο και εύρυθμο διακανονισμό και μεταφορά των τίτλων των πελατών και των συμμετεχόντων σε άλλο ΚΑΤ σε περίπτωση που καταστεί οριστικά αδύνατο για το ΚΑΤ να αποκαταστήσει τις κρίσιμες λειτουργίες και υπηρεσίες του·

στ)

περιγραφή των μέτρων που απαιτούνται για την εφαρμογή των βασικών στρατηγικών.

3.   Το ΚΑΤ έχει την ικανότητα να προσδιορίζει και να παρέχει στις σχετικές οντότητες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή των σχεδίων εγκαίρως κατά τη διάρκεια σεναρίων ακραίων καταστάσεων.

4.   Τα εν λόγω σχέδια εγκρίνονται από το διοικητικό όργανο ή από κατάλληλη επιτροπή του διοικητικού οργάνου.

5.   Το ΚΑΤ επανεξετάζει και επικαιροποιεί τα σχέδια τακτικά και τουλάχιστον ανά διετία. Κάθε επικαιροποίηση των σχεδίων κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή.

6.   Εάν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι τα σχέδια του ΚΑΤ είναι ανεπαρκή, μπορεί να απαιτήσει από το ΚΑΤ να λάβει πρόσθετα μέτρα ή να καταρτίσει εναλλακτικά μέτρα.

7.   Όταν ένα ΚΑΤ υπόκειται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ και έχει καταρτιστεί σχέδιο ανάκαμψης δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, το ΚΑΤ παρέχει το εν λόγω σχέδιο ανάκαμψης στην αρμόδια αρχή.

Όταν για ένα ΚΑΤ καταρτίζεται και τηρείται σχέδιο εξυγίανσης, σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ, ή παρόμοιο σχέδιο, σύμφωνα με εθνικό δίκαιο, με σκοπό τη διασφάλιση της συνέχειας των βασικών υπηρεσιών του ΚΑΤ, η αρχή εξυγίανσης ή, εάν δεν υπάρχει τέτοια αρχή, η αρμόδια αρχή, ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την ύπαρξη τέτοιου σχεδίου.

Εάν το σχέδιο ανάκαμψης και το σχέδιο εξυγίανσης σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ, ή οποιοδήποτε παρόμοιο σχέδιο σύμφωνα με εθνικό δίκαιο, περιέχουν όλα τα στοιχεία που απαριθμούνται στην παράγραφο 2, το ΚΑΤ δεν υποχρεούται να καταρτίσει τα σχέδια σύμφωνα με την παράγραφο 1.»·

10)

στο άρθρο 23, οι παράγραφοι 2 έως 7 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

«2.   ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας ή ΚΑΤ που έχει υποβάλει αίτηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 17 και σκοπεύει να παρέχει τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α σημεία 1 και 2 του παραρτήματος σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο άλλου κράτους μέλους, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), ή να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται στη διαδικασία των παραγράφων 3 έως 9 του παρόντος άρθρου. Το ΚΑΤ μπορεί να παρέχει τις εν λόγω υπηρεσίες μόνο αφού λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 17 και όχι νωρίτερα από την ημερομηνία που εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου.

3.   Κάθε ΚΑΤ που σκοπεύει να παράσχει για πρώτη φορά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο άλλου κράτους τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), ή να τροποποιήσει το φάσμα των εν λόγω παρεχόμενων υπηρεσιών, κοινοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής:

α)

το κράτος μέλος υποδοχής·

β)

πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο θα αναφέρει ιδίως τις υπηρεσίες τις οποίες σκοπεύει να παρέχει το ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένου του είδους των χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής, σε σχέση με τα οποία το ΚΑΤ σκοπεύει να παράσχει τις εν λόγω υπηρεσίες·

γ)

το νόμισμα ή τα νομίσματα στα οποία το ΚΑΤ σκοπεύει να συναλλάσσεται·

δ)

αξιολόγηση των μέτρων που σκοπεύει να λάβει το ΚΑΤ για να επιτρέψει στους χρήστες του να συμμορφωθούν με το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής που αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), σε σχέση με μετοχές.

4.   Αν το ΚΑΤ σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος για πρώτη φορά ή να αλλάξει το φάσμα των βασικών υπηρεσιών που αναφέρονται στο σημείο 1 της ενότητας Α του παραρτήματος, ή των βασικών υπηρεσιών που αναφέρονται στο σημείο 2 της ενότητας Α του παραρτήματος, που παρέχει μέσω ενός υποκαταστήματος, κοινοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής:

α)

τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α), β) και γ)·

β)

την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος και τα ονόματα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος·

γ)

αξιολόγηση των μέτρων που σκοπεύει να λάβει το ΚΑΤ για να μπορέσουν οι χρήστες του να συμμορφωθούν με το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής που αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), σε σχέση με μετοχές.

5.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο δ) ή στην παράγραφο 4 στοιχείο γ), κατά περίπτωση, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παρέχει μη δεσμευτική γνώμη σχετικά με την εν λόγω αξιολόγηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αξιολόγησης.

6.   Εντός δύο μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α), β) και γ) ή στην παράγραφο 4 στοιχεία α) και β), κατά περίπτωση, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εκτός εάν, λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη παροχή υπηρεσιών, έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της οικονομικής κατάστασης του ΚΑΤ που σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες στο κράτος μέλος υποδοχής ή για την επάρκεια των μέτρων που σκοπεύει να λάβει το ΚΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο δ) ή την παράγραφο 4 στοιχείο γ), κατά περίπτωση. Εντός αυτής της περιόδου, κατά την οποία το ΚΑΤ παρέχει ήδη υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη υποδοχής, μεταξύ άλλων και μέσω υποκαταστήματος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης το σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 24α.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τις σχετικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σχετικά με κάθε κοινοποίηση που έλαβε σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει αμέσως το ΚΑΤ σχετικά με την ημερομηνία διαβίβασης της κοινοποίησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

7.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίσει σύμφωνα με την παράγραφο 6 να μην κοινοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ή στην παράγραφο 4, κατά περίπτωση, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο σχετικό ΚΑΤ εντός δύο μηνών από τη λήψη αυτών των πληροφοριών και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και το σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 24α για την απόφασή της.

8.   Το ΚΑΤ μπορεί να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες ή να ιδρύσει υποκατάστημα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, το νωρίτερο 15 ημερολογιακές ημέρες μετά την ημερομηνία διαβίβασης της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 6 πρώτο εδάφιο, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

9.   Σε περίπτωση μεταβολής των πληροφοριών που παρατίθενται στα έγγραφα που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή στην παράγραφο 4, κατά περίπτωση, το ΚΑΤ ειδοποιεί γραπτώς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για τη μεταβολή αυτή, ένα μήνα τουλάχιστον προτού υλοποιήσει τη μεταβολή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και το σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 24α για την εν λόγω μεταβολή.

10.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 προκειμένου να προσδιορίσει το πεδίο εφαρμογής της αξιολόγησης που απαιτείται να παρέχει το ΚΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο δ) και την παράγραφο 4 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου.»

·

11)

το άρθρο 24 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μπορεί να καλέσει προσωπικό από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής και από την ΕΑΚΑΑ να συμμετάσχει σε επιτόπιες επιθεωρήσεις.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ και στο σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 24α τα πορίσματα των επιτόπιων επιθεωρήσεων και πληροφορίες σχετικά με τυχόν διορθωτικά μέτρα ή κυρώσεις που αποφασίστηκαν από την εν λόγω αρμόδια αρχή.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΚΑΤ, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής και χωρίς καθυστέρηση, κοινοποιεί την ταυτότητα των εκδοτών που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής και των συμμετεχόντων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία συστάθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση του ΚΑΤ, το οποίο παρέχει βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2 του τμήματος Α του παραρτήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία συστάθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις δραστηριότητες ενός ΚΑΤ που παρέχει βασικές υπηρεσίες στο κράτος μέλος υποδοχής μέσω υποκαταστήματος.»

·

γ)

η παράγραφος 4 διαγράφεται·

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει σαφείς και αποδείξιμους λόγους να πιστεύει ότι το ΚΑΤ που παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός του σύμφωνα με το άρθρο 23 παραβιάζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, την ΕΑΚΑΑ και το σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 24α.

Εάν, παρά τη λήψη μέτρων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, το ΚΑΤ εξακολουθεί να παραβιάζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και το σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 24α σχετικά με τα εν λόγω μέτρα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»

·

ε)

η παράγραφος 7 διαγράφεται.

12)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 24α

Σώμα εποπτών

1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής συγκροτεί σώμα εποπτών για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 8 σε σχέση με ΚΑΤ του οποίου οι δραστηριότητες θεωρούνται ουσιαστικής σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη υποδοχής.

2.   Το εν λόγω σώμα συγκροτείται εντός ενός μηνός από την ημερομηνία που:

α)

η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής διαπιστώνει ότι οι δραστηριότητες που ασκεί το ΚΑΤ σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη υποδοχής είναι ουσιαστικής σημασίας· ή

β)

η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνεται από μία από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ότι οι δραστηριότητες που ασκεί το ΚΑΤ σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη υποδοχής είναι ουσιαστικής σημασίας.

3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης διαχειρίζεται και προεδρεύει του σώματος.

4.   Το σώμα απαρτίζεται από:

α)

την ΕΑΚΑΑ·

β)

την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής·

γ)

τις σχετικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 12·

δ)

τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου οι δραστηριότητες του ΚΑΤ έχουν ουσιαστική σημασία·

ε)

την ΕΑΤ, όταν ένα ΚΑΤ έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 3.

5.   Όταν οι δραστηριότητες του ΚΑΤ για το οποίο έχει συσταθεί σώμα δεν είναι ουσιαστικής σημασίας σε ένα κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη θυγατρική που ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών με το ΚΑΤ ή τη μητρική του επιχείρηση ή όπου το ΚΑΤ για το οποίο έχει συγκροτηθεί σώμα δικαιούται να παρέχει υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2, η αρμόδια αρχή και οι σχετικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους μπορούν να συμμετέχουν στο σώμα κατόπιν αιτήματός τους.

6.   Ο πρόεδρος κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τη σύνθεση του σώματος εντός ενός μηνός από τη σύστασή του και κάθε αλλαγή στη σύνθεσή του εντός ενός μηνός από την εν λόγω αλλαγή. Η ΕΑΚΑΑ και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δημοσιεύουν στους δικτυακούς τόπους τους χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τον κατάλογο των μελών του εν λόγω σώματος και διατηρούν τον εν λόγω κατάλογο επικαιροποιημένο.

7.   Η αρμόδια αρχή που δεν είναι μέλος του σώματος δύναται να ζητεί από το σώμα κάθε πληροφορία που την ενδιαφέρει προς εκτέλεση των εποπτικών της καθηκόντων.

8.   Το σώμα, υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των αρμοδίων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού, μεριμνά για:

α)

την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων παροχής πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 13, 14 και 15 και πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία επανεξέτασης και αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 22·

β)

την αποτελεσματική εποπτεία, με την αποφυγή περιττών αλληλεπικαλυπτόμενων εποπτικών ενεργειών, όπως τα αιτήματα παροχής πληροφοριών·

γ)

τη συμφωνία για την εκούσια ανάθεση καθηκόντων στα μέλη της·

δ)

την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με επιτραπείσα εξωτερική ανάθεση ή επέκταση δραστηριοτήτων και υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 19·

ε)

τη συνεργασία μεταξύ των αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής σύμφωνα με το άρθρο 24 όσον αφορά τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 3 στοιχείο δ) και τυχόν ζητήματα που ανακύπτουν κατά την παροχή υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη·

στ)

την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τη δομή του ομίλου, τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, το διοικητικό όργανο και τους μετόχους σύμφωνα με το άρθρο 27·

ζ)

την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με διαδικασίες ή ρυθμίσεις που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη διακυβέρνηση ή τη διαχείριση κινδύνων για τα ΚΑΤ που ανήκουν στον όμιλο.

9.   Ο πρόεδρος συγκαλεί συνεδρίαση του σώματος τουλάχιστον μία φορά ετησίως ή κατόπιν αιτήματος μέλους του σώματος.

Προκειμένου να διευκολυνθεί η εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στο σώμα σύμφωνα με την παράγραφο 8, τα μέλη του σώματος μπορούν να προσθέτουν σημεία στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης.

Ο πρόεδρος μπορεί να προσκαλεί επιπλέον συμμετέχοντες στις συζητήσεις του σώματος σε ad hoc βάση για συγκεκριμένα θέματα.

Τα μέλη του σώματος πλην του προέδρου του μπορούν να αποφασίσουν να μη συμμετάσχουν σε συνεδρίαση του σώματος.

10.   Κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε από τα μέλη του, το σώμα εκδίδει, σύμφωνα με την παράγραφο 11, μη δεσμευτικές γνώμες όσον αφορά:

α)

ζητήματα που εντοπίστηκαν κατά τις διαδικασίες επανεξέτασης και αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 22 ή 60·

β)

θέματα σχετικά με οποιαδήποτε εξωτερική ανάθεση ή επέκταση δραστηριοτήτων και υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 19· ή

γ)

ζητήματα σχετικά με κάθε πιθανή παράβαση του παρόντος κανονισμού που προκύπτει από την παροχή υπηρεσιών σε κράτος μέλος υποδοχής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 5.

11.   Το σώμα εκδίδει τις μη δεσμευτικές γνώμες του με απλή πλειοψηφία. Τα μέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία β), γ) και δ), έχουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία ψήφο. Τα μέλη με δικαίωμα ψήφου που ενεργούν υπό περισσότερες από μία ιδιότητες, μεταξύ άλλων ως αρμόδια αρχή και ως σχετική αρχή, διαθέτουν μία ψήφο για κάθε ιδιότητα υπό την οποία ενεργούν. Η ΕΑΤ και η EAKAA δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

12.   Η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτή συμφωνία μεταξύ όλων των μελών του.

Στη συμφωνία καθορίζονται οι πρακτικές ρυθμίσεις λειτουργίας του σώματος, μεταξύ άλλων οι τρόποι επικοινωνίας μεταξύ των μελών του σώματος, και μπορεί να προσδιορίζονται τα καθήκοντα που πρόκειται να ανατεθούν σε αυτά.

13.   Η EAKAA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων οι δραστηριότητες του ΚΑΤ σε κράτος μέλος υποδοχής μπορούν να θεωρούνται ουσιαστικής σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

13)

το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   ΚΑΤ τρίτης χώρας που προτίθεται να παρέχει τη βασική υπηρεσία που αναφέρεται στο σημείο 3) του τμήματος Α του παραρτήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους βάσει του δικαίου του οποίου έχουν συσταθεί τα χρηματοπιστωτικά μέσα σχετικά με τη κοινοποίηση που έλαβε.»

·

β)

στην παράγραφο 4, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

το ΚΑΤ τρίτης χώρας είναι εγκατεστημένο ή έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα που δεν προσδιορίζεται ως τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3).

(*3)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).»·"

γ)

στην παράγραφο 6, το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης ή από την έκδοση απόφασης ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 9, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι μεταγενέστερη, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει εγγράφως το αιτούν ΚΑΤ, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, σχετικά με το αν η αναγνώριση χορηγήθηκε ή απορρίφθηκε.»·

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«13.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει το ΚΑΤ τρίτης χώρας στην ΕΑΚΑΑ στην κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2α. Οι πληροφορίες αυτές περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση και εφόσον είναι διαθέσιμα, των εξής:

α)

αριθμός των συμμετεχόντων που βρίσκονται στην Ένωση στους οποίους το ΚΑΤ τρίτης χώρας παρέχει ή σκοπεύει να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2α·

β)

αριθμός και όγκος των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους και διακανονίστηκαν κατά το προηγούμενο έτος·

γ)

αριθμός και όγκος των συναλλαγών που διακανονίστηκαν από συμμετέχοντες της Ένωσης κατά το προηγούμενο έτος.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»

·

14)

το άρθρο 26 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν το ΚΑΤ προτίθεται να παρέχει επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου σε άλλα ΚΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2α πρώτο εδάφιο στοιχείο β), το εν λόγω ΚΑΤ έχει θεσπίσει σαφείς κανόνες και διαδικασίες για την αντιμετώπιση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων και τον μετριασμό του κινδύνου διακριτικής μεταχείρισης έναντι των εν λόγω άλλων ΚΑΤ και των συμμετεχόντων σε αυτά.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το ΚΑΤ διατηρεί και εφαρμόζει αποτελεσματικές γραπτές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις προκειμένου να εντοπίζει και να διαχειρίζεται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των συμμετεχόντων σε αυτό ή των πελατών τους και του ίδιου του ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων:

α)

των διοικητικών στελεχών του ΚΑΤ·

β)

των υπαλλήλων του ΚΑΤ·

γ)

των μελών του διοικητικού οργάνου του ΚΑΤ·

δ)

οποιουδήποτε προσώπου που ασκεί άμεσο ή έμμεσο έλεγχο στο ΚΑΤ·

ε)

οποιουδήποτε προσώπου που έχει στενούς δεσμούς με οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και γ)· και

στ)

οποιουδήποτε προσώπου που έχει στενούς δεσμούς με το ίδιο το ΚΑΤ.

Το ΚΑΤ διατηρεί και εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες επίλυσης διαφορών, κάθε φορά που προκύπτει πιθανή σύγκρουση συμφερόντων.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την περαιτέρω διευκρίνηση των λεπτομερειών των κανόνων και των διαδικασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

·

15)

το άρθρο 27 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως ανεξάρτητο μέλος του διοικητικού οργάνου νοείται μέλος του διοικητικού οργάνου το οποίο δεν έχει επαγγελματική, οικογενειακή ή άλλη σχέση που δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων με το σχετικό ΚΑΤ ή με τους μετόχους που ασκούν τον έλεγχο, τη διοίκησή του ή τους συμμετέχοντές του, και το οποίο δεν είχε τέτοιου είδους σχέση κατά τα πέντε έτη πριν από τη συμμετοχή του στο διοικητικό όργανο.»·

β)

οι παράγραφοι 6, 7 και 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ΚΑΤ εκτός εάν της έχουν γνωστοποιηθεί η ταυτότητα των μετόχων ή των μελών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για άμεσους ή έμμεσους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατέχουν ειδικές συμμετοχές στο ΚΑΤ, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.

7.   Η αρμόδια αρχή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε ΚΑΤ, εάν δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή των μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές στο ΚΑΤ, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί χρηστή και συνετή διαχείριση του ΚΑΤ.

8.   Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του ΚΑΤ και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής.

9.   Σε περίπτωση που τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 6 ασκούν επιρροή η οποία είναι δυνατόν να είναι επιζήμια για την ορθή και συνετή διαχείρισης του ΚΑΤ, η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνεται η ανάκληση της άδειας του ΚΑΤ.

10.   Η αρμόδια αρχή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας, εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το ΚΑΤ διατηρεί στενούς δεσμούς, ή εάν οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής.

11.   Το ΚΑΤ, χωρίς καθυστέρηση:

α)

παρέχει στην αρμόδια αρχή πληροφορίες σχετικά με την κυριότητα του ΚΑΤ και, ειδικότερα, σχετικά με την ταυτότητα και την κλίμακα των συμφερόντων οποιουδήποτε προσώπου έχει ειδική συμμετοχή στο ΚΑΤ·

β)

δημοσιοποιεί:

i)

τις πληροφορίες που παρέχονται στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το στοιχείο α)· και

ii)

τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων κυριότητας που έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή του ελέγχου του ΚΑΤ.»

·

16)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 27α

Ενημέρωση των αρμόδιων αρχών

1.   Το ΚΑΤ κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του τυχόν μεταβολές στη διοίκησή του και παρέχει στην αρμόδια αρχή όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει τη συμμόρφωσή του με το άρθρο 27 παράγραφοι 1 έως 5.

Σε περίπτωση που η συμπεριφορά μέλους του διοικητικού οργάνου είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του ΚΑΤ, η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, τα οποία δύναται να περιλαμβάνουν απομάκρυνση του εν λόγω μέλους από το διοικητικό όργανο.

2.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (ο υποψήφιος αγοραστής), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΚΑΤ, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε ΚΑΤ, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει το 10 %, το 20 %, το 30 % ή το 50 % ή να έχει ως αποτέλεσμα το ΚΑΤ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής), κατ’ αρχάς απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην αρχή που είναι αρμόδια για το εν λόγω ΚΑΤ, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 27β παράγραφος 4.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΚΑΤ (ο υποψήφιος πωλητής), κατ’ αρχάς απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην αρμόδια αρχή, προσδιορίζοντας το ύψος της εν λόγω συμμετοχής του. Το εν λόγω πρόσωπο απευθύνει, ομοίως, κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές, εάν αποφασίσει να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 10 %, το 20 %, το 30 % ή το 50 % ή τόσο ώστε το ΚΑΤ να παύσει να είναι θυγατρική του εν λόγω προσώπου.

3.   Η αρμόδια αρχή, πάραυτα και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 4, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ή υποψήφιο πωλητή ότι τις παρέλαβε.

Η αρμόδια αρχή διαθέτει μέγιστη προθεσμία 60 εργασίμων ημερών μετά την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτείται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου του άρθρου 27β παράγραφος 4 (η περίοδος αξιολόγησης), προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1 (η αξιολόγηση).

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή ή υποψήφιο πωλητή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

4.   Η αρμόδια αρχή δύναται, κατά την περίοδο αξιολόγησης αλλά όχι αργότερα από την 50ή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται οι αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.

Η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την αρμόδια αρχή και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή. Η αναστολή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Η αρμόδια αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται αναστολή της περιόδου εκτίμησης.

5.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο για έως και 30 εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης ή είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν υπόκειται σε εποπτεία δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή δυνάμει της οδηγίας 2009/65/ΕΚ (*4), 2009/138/ΕΚ (*5) ή 2011/61/ΕΕ (*6) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ή της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή 2014/65/ΕΕ.

6.   Εάν η αρμόδια αρχή, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγηση, αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, προβαίνει, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβεί την περίοδο αξιολόγησης, σε γραπτή ενημέρωση του υποψήφιου αγοραστή και σε αναφορά των λόγων αυτής της απόφασης. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Ωστόσο, η αρμόδια αρχή μπορεί να προβεί σε παρόμοια δημοσιοποίηση και ελλείψει αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή, εφόσον αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο.

7.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

8.   Η αρμόδια αρχή δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, όπου αρμόζει.

9.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή, και την έγκριση από αυτήν, άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 27β

Αξιολόγηση

1.   Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 27α παράγραφος 2 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 27α παράγραφος 4, η αρμόδια αρχή, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηστή και συνετή διοίκηση του ΚΑΤ για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο ΚΑΤ, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα:

α)

τη φήμη και την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή·

β)

τη φήμη, τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την πείρα οιουδήποτε ατόμου θα διευθύνει τις δραστηριότητες του ΚΑΤ κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

γ)

κατά πόσον το ΚΑΤ θα μπορέσει να συμμορφωθεί και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό·

δ)

κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

Όταν αξιολογεί τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, η αρμόδια αρχή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται να ασκηθούν στο ΚΑΤ, για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

Όταν αξιολογεί την ικανότητα συμμόρφωσης του ΚΑΤ με τον παρόντα κανονισμό, η αρμόδια αρχή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτών.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

3.   Τα κράτη μέλη ούτε επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρόκειται να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής με βάση τις οικονομικές ανάγκες της αγοράς.

4.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο που διευκρινίζει τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 27α παράγραφος 2. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμόζονται στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

5.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 27α παράγραφοι 2 έως 5, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στο ίδιο ΚΑΤ, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει τους υποψήφιους αγοραστές χωρίς να εφαρμόζει διακρίσεις.

6.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και διαβιβάζουν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας του ΚΑΤ, για τον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις που εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τον υποψήφιο αγοραστή.

7.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σχετικά με την αξιολόγηση της καταλληλότητας οποιουδήποτε θα διευθύνει τις δραστηριότητες του ΚΑΤ, καθώς και σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της άμεσης ή έμμεσης απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών σε ΚΑΤ.

Άρθρο 27γ

Παρέκκλιση για τα ΚΑΤ που παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου

Τα άρθρα 27α και 27β δεν εφαρμόζονται σε ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 3 και υπόκειται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(*4)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32)."

(*5)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1)."

(*6)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).»·"

17)

στο άρθρο 28, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι επιτροπές χρηστών συμβουλεύουν το διοικητικό όργανο σχετικά με βασικές ρυθμίσεις που έχουν αντίκτυπο στα μέλη τους, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων αποδοχής εκδοτών ή συμμετεχόντων στα αντίστοιχα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων τους και σε επίπεδο υπηρεσιών. Το επίπεδο υπηρεσιών περιλαμβάνει την επιλογή ρύθμισης εκκαθάρισης και διακανονισμού, λειτουργικής δομής του ΚΑΤ, πεδίου εφαρμογής των προϊόντων που διακανονίζονται ή καταχωρίζονται, χρήσης τεχνολογίας για τις δραστηριότητες του ΚΑΤ και σχετικών διαδικασιών.»

·

18)

στο άρθρο 29, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Το ΚΑΤ απαιτεί από τους εκδότες να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν στο ΚΑΤ έγκυρο αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI).»

·

19)

το άρθρο 36 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 36

Γενικές διατάξεις

Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται, το ΚΑΤ διαθέτει κατάλληλους κανόνες και διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων άρτιων λογιστικών πρακτικών και ελέγχων, ούτως ώστε να συμβάλλει στη διασφάλιση της ακεραιότητας των εκδόσεων αξιογράφων, στην ελαχιστοποίηση και διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με τη φύλαξη και τον διακανονισμό των συναλλαγών σε αξιόγραφα.»·

20)

στο άρθρο 40, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Όταν δεν είναι πρακτικός και διαθέσιμος ο διακανονισμός σε λογαριασμούς κεντρικής τράπεζας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, ένα ΚΑΤ μπορεί να προσφερθεί να διακανονίσει τις πληρωμές τοις μετρητοίς για το σύνολο ή μέρος των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων του μέσω λογαριασμών σε πιστωτικό ίδρυμα, μέσω ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια να παρέχει τις υπηρεσίες που παρατίθενται στο τμήμα Γ του παραρτήματος, είτε εντός του ίδιου ομίλου επιχειρήσεων που ελέγχονται τελικά από την ίδια μητρική επιχείρηση είτε όχι, ή μέσω δικών του λογαριασμών. Εάν το ΚΑΤ προσφέρεται να πραγματοποιεί τέτοιες πληρωμές τοις μετρητοίς μέσω λογαριασμών που ανοίγονται σε πιστωτικό ίδρυμα, μέσω των δικών του λογαριασμών ή μέσω των λογαριασμών άλλου ΚΑΤ, το πράττει σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου IV.»

·

21)

στο άρθρο 47, η παράγραφος 2 διαγράφεται·

22)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 47α

Προθεσμιακός καθαρός διακανονισμός

1.   Τα ΚΑΤ που εφαρμόζουν προθεσμιακό καθαρό διακανονισμό καθορίζουν τους κανόνες και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στον εν λόγω μηχανισμό και στον διακανονισμό των καθαρών απαιτήσεων και υποχρεώσεων των συμμετεχόντων.

2.   Τα ΚΑΤ που εφαρμόζουν προθεσμιακό καθαρό διακανονισμό μετρούν, παρακολουθούν, διαχειρίζονται και αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές τους πιστωτικούς κινδύνους και τους κινδύνους ρευστότητας που απορρέουν από τον εν λόγω μηχανισμό.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις λεπτομέρειες της μέτρησης, της παρακολούθησης, της διαχείρισης και της αναφοράς των πιστωτικών κινδύνων και των κινδύνων ρευστότητας από τα ΚΑΤ σε σχέση με τον προθεσμιακό καθαρό διακανονισμό.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

23)

στο άρθρο 49 παράγραφος 1, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του δικαιώματος του εκδότη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εξακολουθεί να εφαρμόζεται το εταιρικό δίκαιο ή άλλη παρόμοια νομοθεσία του κράτους μέλους, βάσει των οποίων έχουν συσταθεί οι τίτλοι. Ως εταιρικό δίκαιο ή άλλη παρόμοια νομοθεσία του κράτους μέλους βάσει των οποίων έχουν συσταθεί οι τίτλοι νοούνται τα εξής:

α)

το εταιρικό δίκαιο ή άλλη παρόμοια νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έχει συσταθεί ο εκδότης· και

β)

το εταιρικό δίκαιο ή άλλη παρόμοια νομοθεσία του κράτους μέλους που διέπει την έκδοση των τίτλων.

Τα κράτη μέλη εκπονούν κατάλογο των βασικών σχετικών διατάξεων του εταιρικού δικαίου ή άλλης παρόμοιας νομοθεσίας τους που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν τον κατάλογο αυτό στην ΕΑΚΑΑ έως τη 17η Ιανουαρίου 2025. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τον κατάλογο έως τη 17η Φεβρουαρίου 2025. Τα κράτη μέλη επικαιροποιούν τακτικά και τουλάχιστον ανά διετία τον εν λόγω κατάλογο. Κοινοποιούν τον επικαιροποιημένο κατάλογο ανά τακτά χρονικά διαστήματα, όπως αναφέρονται ανωτέρω, στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τον επικαιροποιημένο κατάλογο.»·

24)

στο άρθρο 52, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν ένα ΚΑΤ υποβάλλει αίτημα πρόσβασης σε άλλο ΚΑΤ δυνάμει των άρθρων 50 και 51, το ΚΑΤ που λαμβάνει το αίτημα το επεξεργάζεται άμεσα και απαντά στο αιτούν ΚΑΤ εντός τριών μηνών. Εάν το ΚΑΤ που λαμβάνει το αίτημα συμφωνεί με αυτό, η σύνδεση ΚΑΤ υλοποιείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.»

·

25)

το άρθρο 54 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το ΚΑΤ που προτίθεται να προβεί σε διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς του συνόλου ή μέρους του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων του μέσω των δικών του λογαριασμών σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 2 ή το οποίο σκοπεύει με άλλο τρόπο να παράσχει οποιεσδήποτε επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνει άδεια υπό τους όρους που καθορίζονται στις παραγράφους 3, 6, 7, 8 και 9α του παρόντος άρθρου.»

·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 2α:

«2α.   Το ΚΑΤ που προτίθεται να προβεί σε διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς του συνόλου ή μέρους των οικείων συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων μέσω λογαριασμών που ανοίγονται σε πιστωτικό ίδρυμα ή σε ΚΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 2 λαμβάνει άδεια, υπό τους όρους που καθορίζονται στις παραγράφους 3 έως 9α του παρόντος άρθρου, να ορίσει για τον σκοπό αυτό ένα ή περισσότερα:

α)

πιστωτικά ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕE· ή

β)

ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Η άδεια ορισμού πιστωτικών ιδρυμάτων ή ΚΑΤ σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο χρησιμοποιείται μόνο συναφώς προς τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος για τον διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς για το σύνολο ή μέρος του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων του ΚΑΤ που επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, και όχι για την εκτέλεση άλλων δραστηριοτήτων.

Τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου που ορίζονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο θεωρούνται διακανονιστές.»

·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις, ένα ΚΑΤ μπορεί να λάβει άδεια να ορίσει ένα πιστωτικό ίδρυμα για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου για τον διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς για το σύνολο ή μέρος των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων του εν λόγω ΚΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 2α στοιχείο α):

α)

το πιστωτικό ίδρυμα πληροί τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 59 παράγραφοι 1, 3 και 4, και τις απαιτήσεις εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 60·

β)

το πιστωτικό ίδρυμα δεν παρέχει το ίδιο καμία από τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος·

γ)

η άδεια λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ χρησιμοποιείται μόνο για την παροχή των επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος για τον διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς για το σύνολο ή μέρος των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων του ΚΑΤ που επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, και όχι για την εκτέλεση άλλων δραστηριοτήτων·

δ)

το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να υπόκειται σε μία ακόμη πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση η οποία να ανακλά τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας, που απορρέουν από την παροχή ενδοημερήσιας πίστωσης μεταξύ άλλων στους συμμετέχοντες συστήματος διακανονισμού αξιογράφων ή σε άλλους χρήστες των υπηρεσιών των ΚΑΤ·

ε)

το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να υποβάλλει έκθεση στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, και γνωστοποιεί στο κοινό σε ετήσια βάση στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης, όπως προβλέπει το όγδοο τμήμα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σχετικά με το μέγεθος και τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας στη διάρκεια της ημέρας σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 4 στοιχείο ι) του παρόντος κανονισμού· και

στ)

το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να έχει υποβάλει στην αρμόδια αρχή κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης για να εξασφαλίζεται η συνέχεια των κρίσιμων δραστηριοτήτων του, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις όπου προκύπτει κίνδυνος ρευστότητας ή πιστωτικός κίνδυνος ως αποτέλεσμα της παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου μέσα από ξεχωριστή νομική οντότητα.»

·

δ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Όταν ένα ΚΑΤ επιδιώκει να ορίσει ένα πιστωτικό ίδρυμα ή ένα ΚΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 2α για τον διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς του συνόλου ή μέρους των οικείων συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων, η εν λόγω πληρωμή τοις μετρητοίς δεν είναι σε νόμισμα της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένο το προσδιορίζον ΚΑΤ.»

·

ε)

οι παράγραφοι 5, 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2α στοιχείο α) και η παράγραφος 4α δεν εφαρμόζεται σε πιστωτικά ιδρύματα και ΚΑΤ που αναφέρονται στην παράγραφο 2α, τα οποία προσφέρονται να διακανονίσουν τις πληρωμές τοις μετρητοίς για το σύνολο ή για μέρος των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων του ΚΑΤ, εφόσον το σύνολο της αξίας του εν λόγω διακανονισμού μετρητών μέσω λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα και ΚΑΤ, κατά περίπτωση, υπολογιζόμενο για μια περίοδο ενός έτους, δεν υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 9.

Η αρμόδια αρχή παρακολουθεί τουλάχιστον άπαξ ανά έτος ότι τηρείται το όριο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει τα πορίσματά της μαζί με τα υποκείμενα δεδομένα στην ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ. Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει επίσης τα πορίσματά της στα μέλη του ΕΣΚΤ. Με την επιφύλαξη του άρθρου 40 παράγραφος 1, όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι έχει υπάρξει υπέρβαση του κατωτάτου ορίου, η ίδια απαιτεί από το οικείο ΚΑΤ να ζητήσει άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 2. Το οικείο ΚΑΤ διαθέτει εξάμηνη προθεσμία προκειμένου να υποβάλει την αίτησή του για τη χορήγηση άδειας.

6.   Στις περιπτώσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η έκθεση ενός πιστωτικού ιδρύματος στη συγκέντρωση κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφοι 3 και 4 δεν μετριάζεται επαρκώς, η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από ένα ΚΑΤ να ορίσει περισσότερα του ενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΚΑΤ που αναφέρονται στην παράγραφο 2α ή να ορίσει πιστωτικό ίδρυμα ή ΚΑΤ που αναφέρεται στην παράγραφο 2α, επιπλέον της παροχής υπηρεσιών από το ίδιο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

7.   Τα ΚΑΤ που διαθέτουν άδεια για την παροχή οποιωνδήποτε επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου και τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2α στοιχείο α) πρέπει να πληρούν πάντα τις προϋποθέσεις αδειοδότησης που ορίζει ο παρών κανονισμός και να ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές για κάθε ουσιαστική αλλαγή στους όρους αδειοδότησης.»·

στ)

στην παράγραφο 8, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει την πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση η οποία να ανακλά τους κινδύνους, που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο δ) και στην παράγραφο 4 στοιχείο δ).»·

ζ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ και της ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και τις κατάλληλες συνοδευτικές απαιτήσεις διαχείρισης κινδύνου και προληπτικής εποπτείας για τον μετριασμό των κινδύνων σε σχέση με τον ορισμό πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 2α. Κατά την κατάρτιση των εν λόγω προτύπων, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τις επιπτώσεις για τη σταθερότητα της αγοράς που θα μπορούσαν να προκύψουν από την αλλαγή του προφίλ κινδύνου των ΚΑΤ και των συμμετεχόντων σε αυτά, συμπεριλαμβανομένης της συστημικής σημασίας των ΚΑΤ για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών·

β)

τις επιπτώσεις για τους πιστωτικούς κινδύνους και τους κινδύνους ρευστότητας για τα ΚΑΤ, για τα ορισθέντα πιστωτικά ιδρύματα που εμπλέκονται και για τους συμμετέχοντες σε ΚΑΤ που προκύπτουν από τον διακανονισμό πληρωμών τοις μετρητοίς μέσω λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί σε πιστωτικά ιδρύματα που δεν υπόκεινται στην παράγραφο 4·

γ)

τη δυνατότητα των ΚΑΤ να διακανονίζουν τις πληρωμές τοις μετρητοίς σε διάφορα νομίσματα·

δ)

την ανάγκη να αποφευχθεί τόσο η ακούσια μετάβαση από τον διακανονισμό σε χρήμα κεντρικής τράπεζας στον διακανονισμό σε χρήμα εμπορικών τραπεζών όσο και τα αντικίνητρα στις προσπάθειες των ΚΑΤ να επιτύχουν διακανονισμό σε χρήμα κεντρικής τράπεζας· και

ε)

την ανάγκη διασφάλισης ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ ΚΑΤ στην Ένωση.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

·

26)

το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το ΚΑΤ υποβάλλει την αίτησή του για τη χορήγηση άδειας ορισμού πιστωτικού ιδρύματος ή ΚΑΤ παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, ή για να παρέχει το ίδιο οποιεσδήποτε επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 54, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο.

2.   Η αίτηση περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πεισθεί ότι το ΚΑΤ και, κατά περίπτωση, το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου έχουν προβεί, κατά τον χρόνο χορήγησης της άδειας, σε όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού. Περιλαμβάνει πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο ορίζει τις σκοπούμενες επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, την οργανωτική δομή των σχέσεων μεταξύ του ΚΑΤ και, κατά περίπτωση, του ορισθέντος πιστωτικού ιδρύματος ή του ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου και τον τρόπο με τον οποίο το εν λόγω ΚΑΤ και, κατά περίπτωση, το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου σκοπεύουν να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφοι 1, 3, 4 και 4α και τις άλλες προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 54.»·

β)

η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρχές που παρατίθενται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) έως ε) εκδίδουν αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αδειοδότηση εντός δύο μηνών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο. Αν η αρχή δεν εκδώσει γνώμη εντός της προθεσμίας, θεωρείται ότι έχει εκδώσει θετική γνώμη.

Όταν μια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) έως ε) εκδώσει αρνητική αιτιολογημένη γνώμη, η αρμόδια αρχή που προτίθεται να χορηγήσει την άδεια παρέχει στις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) έως ε), εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αρνητικής γνώμης, τους λόγους για τους οποίους στρέφεται κατά της αρνητικής γνώμης.

Αν εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση των λόγων αυτών, οποιαδήποτε εκ των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) έως ε) εκδώσει αρνητική γνώμη και η αρμόδια αρχή σκοπεύει εντούτοις να χορηγήσει την άδεια, οποιαδήποτε από τις αρχές που γνωμοδότησε αρνητικά δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΚΑΑ για συνδρομή σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η αρμόδια αρχή ενημερώνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) έως ε) σχετικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας χορήγησης άδειας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων.»·

27)

το άρθρο 59 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα στοιχεία γ), δ) και ε) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

διατηρεί επαρκή ρευστά διαθέσιμα που πληρούν τις προϋποθέσεις σε όλα τα σημαντικά νομίσματα για την έγκαιρη παροχή υπηρεσιών σε διάφορα σενάρια ακραίων καταστάσεων, τα οποία περιλαμβάνουν τον κίνδυνο ρευστότητας που γεννάται από την αθέτηση υποχρέωσης τουλάχιστον δύο συμμετεχόντων, περιλαμβανομένων των μητρικών και θυγατρικών επιχειρήσεων, στους οποίους έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα·

δ)

μετριάζει τους αντίστοιχους κινδύνους ρευστότητας με ρευστά διαθέσιμα που πληρούν τις προϋποθέσεις σε κάθε σχετικό νόμισμα, όπως ρευστά διαθέσιμα στην κεντρική τράπεζα που εκδίδει το νόμισμα, καθώς και σε άλλα φερέγγυα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεσμευμένες πιστώσεις ή άλλες παρόμοιες διευθετήσεις και άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες ή επενδύσεις άμεσα διαθέσιμες και μετατρέψιμες σε ρευστά διαθέσιμα με προκαθορισμένες και άκρως αξιόπιστες ρυθμίσεις χρηματοδότησης, ακόμη και σε ακραίες αλλά ευλογοφανείς συνθήκες της αγοράς. Προσδιορίζει, υπολογίζει και παρακολουθεί τον κίνδυνο ρευστότητας που απορρέει από τα διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητάς του·

ε)

στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται προκαθορισμένες και άκρως αξιόπιστες ρυθμίσεις χρηματοδότησης, δεσμευμένες πιστώσεις ή παρόμοιες ρυθμίσεις, επιλέγει ως παρόχους ρευστότητας μόνο φερέγγυα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα· θεσπίζει και εφαρμόζει κατάλληλα όρια συγκέντρωσης για καθένα από τους αντίστοιχους παρόχους ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένης της μητρικής του επιχείρησης και των θυγατρικών του·»·

ii)

το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

διαθέτει προκαθορισμένες και άκρως αξιόπιστες ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι μπορεί να μετατρέπει εγκαίρως την ασφάλεια που του παρέχεται από αθετούντα πελάτη σε μετρητά και, όταν χρησιμοποιούνται ρυθμίσεις για τις οποίες δεν έχουν αναληφθεί δεσμεύσεις, να διαπιστώνει ότι έχουν εντοπιστεί και μετριαστεί τυχόν συναφείς δυνητικοί κίνδυνοι·»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Όταν ένα ΚΑΤ σκοπεύει να παρέχει επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου σε άλλα ΚΑΤ δυνάμει του άρθρου 54 παράγραφος 2α πρώτο εδάφιο στοιχείο β), το ΚΑΤ εφαρμόζει σαφείς κανόνες και διαδικασίες για την αντιμετώπιση τυχόν πιθανών πιστωτικών κινδύνων, κινδύνων ρευστότητας και κινδύνων συγκέντρωσης που προκύπτουν από την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.»

·

γ)

στην παράγραφο 5 το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει περαιτέρω τις λεπτομέρειες των πλαισίων και των εργαλείων για την παρακολούθηση, τον υπολογισμό, τη διαχείριση, την αναφορά και τη γνωστοποίηση στο κοινό των πιστωτικών κινδύνων και των κινδύνων ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων επέρχονται εντός της ίδιας ημέρας, που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, καθώς και στους κανόνες και τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4α. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, όποτε κρίνεται σκόπιμο, ευθυγραμμίζονται με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.»

·

28)

το άρθρο 60 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αξιολογούν τακτικά, και τουλάχιστον κάθε δύο έτη, κατά πόσο το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου συμμορφώνεται με το άρθρο 59, και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του ΚΑΤ, η οποία με τη σειρά της ενημερώνει τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 4 και, κατά περίπτωση, το σώμα που αναφέρονται στο άρθρο 24α, σχετικά με τα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων τυχών διορθωτικών ενεργειών ή κυρώσεων, της εποπτείας της δυνάμει της παρούσας παραγράφου.»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τις σχετικές αρχές, επανεξετάζει και αξιολογεί τουλάχιστον κάθε δύο έτη τα ακόλουθα:»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ ενημερώνει τακτικά, τουλάχιστον κάθε δύο έτη, τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 4 και, κατά περίπτωση, το σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 24α, σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών ενεργειών ή κυρώσεων.»·

29)

το άρθρο 67 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τη 17η Σεπτεμβρίου 2014.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 παράγραφοι 5 και 9 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τη 16η Ιανουαρίου 2024.»

·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 και στο άρθρο 7 παράγραφοι 5 και 9 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.»

·

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 και του άρθρου 7 παράγραφοι 5 και 9 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.»

·

30)

στο άρθρο 68, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5.»

·

31)

το άρθρο 69 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι εθνικοί κανόνες για την αδειοδότηση των ΚΑΤ συνεχίζουν να εφαρμόζονται έως την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνεται απόφαση δυνάμει του παρόντος κανονισμού σχετικά με την αδειοδότηση των ΚΑΤ και των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων ΚΑΤ· ή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη.»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4α.   Οι εθνικοί κανόνες σχετικά με την αναγνώριση ΚΑΤ τρίτων χωρών συνεχίζουν να εφαρμόζονται έως την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνεται απόφαση δυνάμει του παρόντος κανονισμού σχετικά με την αναγνώριση των ΚΑΤ τρίτων χωρών και των δραστηριοτήτων τους ή έως τη 17η Ιανουαρίου 2027, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη.

ΚΑΤ τρίτης χώρας που παρέχει τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α σημεία 1 και 2 του παραρτήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους που αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες για την αναγνώριση ΚΑΤ τρίτων χωρών υποβάλλει κοινοποίηση στην ΕΑΚΑΑ εντός δύο ετών από τη 16η Ιανουαρίου 2024.

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που απαιτείται να παρέχει το ΚΑΤ τρίτης χώρας στην ΕΑΚΑΑ στην κοινοποίηση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο. Οι πληροφορίες αυτές περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση και εφόσον είναι διαθέσιμα, των εξής:

α)

του αριθμού των συμμετεχόντων στους οποίους το ΚΑΤ τρίτης χώρας παρέχει ή σκοπεύει να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο·

β)

των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων σε σχέση με τα οποία το ΚΑΤ τρίτης χώρας παρέχει τις εν λόγω υπηρεσίες· και

γ)

του συνολικού όγκου και της αξίας των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4β.   ΚΑΤ τρίτης χώρας που παρείχε τη βασική υπηρεσία που αναφέρεται στο τμήμα Α σημείο 3 του παραρτήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους που αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, πριν από τη 17η Ιανουαρίου 2026 υποβάλλει την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α έως τη 17η Ιανουαρίου 2026.

4γ.   Όταν ένα ΚΑΤ έχει υποβάλει πλήρη αίτηση αναγνώρισης σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφοι 4, 5 και 6 πριν από τη 16η Ιανουαρίου 2024, αλλά η ΕΑΚΑΑ δεν έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 έως την εν λόγω ημερομηνία, οι εθνικοί κανόνες για την αναγνώριση των ΚΑΤ συνεχίζουν να εφαρμόζονται έως την έκδοση της απόφασης της ΕΑΚΑΑ.»

·

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 14, όπως ίσχυε πριν από τη 16η Ιανουαρίου 2024 συνεχίζει να εφαρμόζεται έως την ημερομηνία εφαρμογής της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 5.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 15 στοιχεία α), β) και ζ), όπως ίσχυε πριν από τη 16η Ιανουαρίου 2024 συνεχίζει να εφαρμόζεται έως την ημερομηνία εφαρμογής της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 10.

7.   Οι αρμόδιες αρχές συγκροτούν σώματα σύμφωνα με το άρθρο 24α εντός ενός μηνός από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται δυνάμει του άρθρου 24α παράγραφος 13.

8.   ΚΑΤ το οποίο, σε άλλο κράτος μέλος, παρείχε τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α σημεία 1 και 2 του παραρτήματος ή ίδρυσε υποκατάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 23, όπως ίσχυε πριν από τη 16η Ιανουαρίου 2024, υπόκειται στη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 23 παράγραφοι 3 έως 6 μόνο σε σχέση με:

α)

την ίδρυση νέου υποκαταστήματος·

β)

μεταβολή του φάσματος των εν λόγω υπηρεσιών.»

·

32)

το άρθρο 72 διαγράφεται·

33)

το άρθρο 74 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές και τις οικείες αρχές, υποβάλλει εκθέσεις στην Επιτροπή, παρέχοντας εκτιμήσεις των τάσεων, των δυνητικών κινδύνων και των τρωτών σημείων, και, όπου είναι αναγκαίο, συστάσεις για προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες στις αγορές των υπηρεσιών που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω εκθέσεις περιλαμβάνουν αξιολόγηση των εξής:»·

ii)

τα στοιχεία α), β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού για εγχώριες και διασυνοριακές πράξεις για κάθε κράτος μέλος, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα:

i)

τον αριθμό και τον όγκο των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού και την εξέλιξή τους·

ii)

τον αντίκτυπο των χρηματικών ποινών στις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού μεταξύ μέσων·

iii)

τη διάρκεια και τους κύριους παράγοντες που ευθύνονται για τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού·

iv)

τις κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων και αγορών όπου παρατηρούνται τα υψηλότερα ποσοστά αδυναμίας διακανονισμού·

v)

τη διεθνή σύγκριση των ποσοστών αδυναμίας διακανονισμού·

vi)

το ποσό των χρηματικών ποινών που αναφέρονται στο άρθρο 7·

vii)

κατά περίπτωση, τον αριθμό και τον όγκο των υποχρεωτικών αγορών κάλυψης “buy-in” που αναφέρονται στο άρθρο 7α·

viii)

τυχόν μέτρα που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση καταστάσεων στις οποίες η αποτελεσματικότητα του διακανονισμού ενός ΚΑΤ κατά τη διάρκεια περιόδου έξι μηνών είναι σημαντικά χαμηλότερη από τα μέσα επίπεδα αποτελεσματικότητας διακανονισμού που καταγράφονται στην αγορά της Ένωσης·

αα)

των επιπέδων αποτελεσματικότητας του διακανονισμού σε σύγκριση με την κατάσταση στις μεγάλες κεφαλαιαγορές τρίτων χωρών, καθώς και ως προς τα μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και τα είδη των συναλλαγών που εκτελούνται σε αυτές τις αγορές·

β)

της καταλληλότητας των χρηματικών ποινών σε περίπτωση αδυναμίας διακανονισμού, ιδίως της ανάγκης μεγαλύτερης ευελιξίας στις εν λόγω ποινές για αδυναμία διακανονισμού στην περίπτωση μη ευχερώς ρευστοποιήσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων·

γ)

του αριθμού και του όγκου των συναλλαγών που διακανονίζονται εκτός των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση ΚΑΤ και της εξέλιξής τους με την πάροδο του χρόνου, συμπεριλαμβανομένης σύγκρισης με τον αριθμό και τον όγκο των συναλλαγών που διακανονίζονται στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση ΚΑΤ, με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 9 και τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες, καθώς και του αντίκτυπου της εξέλιξης αυτής στον ανταγωνισμό στην αγορά διακανονισμού και τυχόν δυνητικών κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα από τον εσωτερικοποιημένο διακανονισμό·»·

iii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιβ)

του χειρισμού των κοινοποιήσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2α.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υποβάλλονται στην Επιτροπή ως εξής:

α)

ανά διετία για τις εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), αα), β), γ), θ) και ιβ)·

β)

ανά τριετία για τις εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία δ) και στ)·

γ)

τουλάχιστον ανά τριετία, και σε κάθε περίπτωση εντός έξι μηνών από τη διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 24, για την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ)·

δ)

κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, για τις εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία ε), η), ι) και ια).

Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κοινοποιούνται στην Επιτροπή έως τις 30 Απριλίου του σχετικού έτους, όπως καθορίζεται σύμφωνα με την περιοδικότητα που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.»

·

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Έως τη 17η Ιανουαρίου 2025 και στη συνέχεια ανά δύο έτη, η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την αξιολόγηση όσον αφορά την πιθανή συντόμευση της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση (“κύκλος διακανονισμού”). Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει όλα τα ακόλουθα:

α)

αξιολόγηση της καταλληλότητας της συντόμευσης του κύκλου διακανονισμού και του δυνητικού αντίκτυπου της εν λόγω συντόμευσης στα ΚΑΤ, στους τόπους διαπραγμάτευσης και σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά·

β)

εκτίμηση του κόστους και του οφέλους από τη συντόμευση του κύκλου διακανονισμού στην Ένωση, με διαφοροποίηση, κατά περίπτωση, μεταξύ των διαφόρων χρηματοπιστωτικών μέσων και κατηγοριών συναλλαγών·

γ)

λεπτομερή περιγραφή του τρόπου μετάβασης σε βραχύτερο κύκλο διακανονισμού, με διαφοροποίηση, κατά περίπτωση, μεταξύ των διαφόρων χρηματοπιστωτικών μέσων και κατηγοριών συναλλαγών·

δ)

επισκόπηση των διεθνών εξελίξεων όσον αφορά τους κύκλους διακανονισμού και τον αντίκτυπό τους στις κεφαλαιαγορές της Ένωσης.

4.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η ΕΑΚΑΑ παρέχει ανάλυση κόστους-οφέλους της καθιέρωσης της διαδικασίας υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in”. Η εν λόγω ανάλυση κόστους-οφέλους αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη μέση διάρκεια των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή τις κατηγορίες συναλλαγών σε εκείνα τα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί υποχρεωτική αγορά κάλυψης “buy-in”·

β)

τον αντίκτυπο της εισαγωγής της διαδικασίας υποχρεωτικής αγοράς κάλυψης “buy-in” στην αγορά της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης των υποκείμενων αιτίων των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού στις οποίες θα μπορούσε να εφαρμοστεί υποχρεωτική αγορά κάλυψης “buy-in” και μιας ανάλυσης των επιπτώσεων της υποβολής συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων και κατηγοριών συναλλαγών σε υποχρεωτική αγορά κάλυψης “buy-in”·

γ)

την εφαρμογή παρόμοιας διαδικασίας αγοράς κάλυψης “buy-in” σε συγκρίσιμες αγορές τρίτων χωρών και τον αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της αγοράς της Ένωσης·

δ)

τυχόν σαφή αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση που απορρέουν από περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού·

ε)

τυχόν σαφή αντίκτυπο στον κατακερματισμό κεφαλαιαγορών της Ένωσης που απορρέουν από αποκλίνοντα ποσοστά αποτελεσματικότητας του διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για την εν λόγω απόκλιση και των κατάλληλων μέτρων για τον περιορισμό της.

5.   Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ και την ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει ετήσια έκθεση για τα εν λόγω ΚΑΤ που ορίζουν άλλα ΚΑΤ ή πιστωτικά ιδρύματα για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου. Η εν λόγω έκθεση λαμβάνει υπόψη τα πορίσματα σχετικά με την παρακολούθηση του κατώτατου ορίου από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 54 παράγραφος 5 και τις επιπτώσεις στην πίστωση και τη ρευστότητα για ΚΑΤ που παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου κάτω από το εν λόγω όριο.

6.   Η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΚΤ, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή έως τη 17η Ιανουαρίου 2025 σχετικά με την καταλληλότητα της εφαρμογής πρόσθετων ρυθμιστικών εργαλείων για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού στην Ένωση.

Η εν λόγω έκθεση καλύπτει τουλάχιστον τη διαμόρφωση του μεγέθους των συναλλαγών, τον μερικό διακανονισμό των προβληματικών συναλλαγών και τη χρήση προγραμμάτων αυτόματης δανειοδότησης/δανεισμού.

Στη συνέχεια, η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με τα μέλη του ΕΣΚΤ, υποβάλλει ανά τρία έτη έκθεση σχετικά με τυχόν πρόσθετα εργαλεία για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού στην Ένωση. Στις περιπτώσεις που δεν έχουν εντοπιστεί νέα εργαλεία, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και δεν υποχρεούται να υποβάλει έκθεση.

7.   Έως τη 17η Ιανουαρίου 2026, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ και της ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την αξιολόγηση της υπολειπόμενης πιστωτικής ζημίας που σχετίζεται με τα υπολειπόμενα πιστωτικά ανοίγματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο ζ), και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Η εν λόγω έκθεση καθίσταται διαθέσιμη στο κοινό.»

·

34)

το άρθρο 75 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 75

Επανεξέταση

Έως τη 17η Ιανουαρίου 2029, η Επιτροπή επανεξετάζει και καταρτίζει γενική έκθεση σχετικά με τον παρόντα κανονισμό. Ειδικότερα, η Επιτροπή αξιολογεί:

α)

τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ιβ), προσδιορίζει κατά πόσον υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στον ανταγωνισμό σε σχέση με τις υπηρεσίες που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς, και εξετάζει τη δυνητική ανάγκη εφαρμογής περαιτέρω μέτρων για:

i)

τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού·

ii)

τον περιορισμό του αντίκτυπου της πτώχευσης των ΚΑΤ στους φορολογούμενους·

iii)

την αντιμετώπιση τυχόν εντοπισθέντων ζητημάτων ανταγωνισμού ή χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που σχετίζονται με τον εσωτερικοποιημένο διακανονισμό·

iv)

την ελαχιστοποίηση των εμποδίων στον διασυνοριακό διακανονισμό·

v)

την εξασφάλιση επαρκών εξουσιών και πληροφοριών για την παρακολούθηση των κινδύνων από τις αρχές·

β)

τη λειτουργία του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου για τα ΚΑΤ της Ένωσης, ιδίως εκείνα τα ΚΑΤ οι δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιαστική σημασία για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στην Ένωση σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη υποδοχής, με ιδιαίτερη έμφαση στη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, τους δυνητικούς κινδύνους για τους πελάτες και τους συμμετέχοντες των ΚΑΤ, την προστασία των επενδυτών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση.

γ)

τη λειτουργία και το πεδίο εφαρμογής του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου της Ένωσης για τα ΚΑΤ τρίτων χωρών, ιδίως την εποπτεία των εν λόγω ΚΑΤ κατά την παροχή υπηρεσιών στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου της ΕΑΚΑΑ.

Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη από τυχόν ενδεδειγμένες προτάσεις.».

Άρθρο 2

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012

Στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012, παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 15

Διαδικασίες αγοράς κάλυψης “buy-in”

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε ένα κράτος μέλος που παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης για μετοχές διασφαλίζει ότι οι διαδικασίες που εφαρμόζονται πληρούν όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

όταν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πωλεί μετοχές δεν μπορεί να παραδώσει τις μετοχές για διακανονισμό εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την ημέρα που πρέπει να γίνει ο διακανονισμός, τότε τίθενται αυτομάτως σε εφαρμογή διαδικασίες για την αγορά κάλυψης “buy-in” των μετοχών, ώστε να διασφαλίζεται η παράδοση των τίτλων για διακανονισμό·

β)

όταν η αγορά κάλυψης “buy-in” των μετοχών για παράδοση δεν είναι εφικτή, τότε καταβάλλεται ένα ποσό στον αγοραστή βάσει της αξίας των μετοχών προς παράδοση κατά την ημερομηνία παράδοσης, καθώς και ένα ποσό ως αποζημίωση του αγοραστή λόγω της αποτυχίας του διακανονισμού·

γ)

το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν επιτυγχάνει διακανονισμό, επιστρέφει όλα τα ποσά που έχουν καταβληθεί σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β).».

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εντούτοις, τα ακόλουθα σημεία του άρθρου 1 εφαρμόζονται από τη 17η Ιανουαρίου 2026:

α)

σημείο 3, όσον αφορά το άρθρο 7 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014·

β)

σημείο 13 στοιχείο α)·

γ)

σημείο 22, όσον αφορά το άρθρο 47α παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014·

δ)

σημείο 25 στοιχείο ε)·

ε)

σημείο 27 στοιχείο α).

Επιπλέον, το άρθρο 1 σημείο 33 στοιχεία α) και β) εφαρμόζονται από την 1η Μαΐου 2024.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 13 Δεκεμβρίου 2023.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

H Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. NAVARRO RÍOS


(1)   ΕΕ C 367 της 26.9. 2022, σ. 3.

(2)   ΕΕ C 443 της 22.11.2022, σ. 87.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Νοεμβρίου 2023 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2023.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(6)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1229 της Επιτροπής, της 25ης Μαΐου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τη συμμόρφωση προς τη διαδικασία διακανονισμού (ΕΕ L 230 της 13.9.2018, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (ΕΕ L 86 της 24.3.2012, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2022, σχετικά με ένα πιλοτικό καθεστώς για τις υποδομές της αγοράς που βασίζονται σε τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 151 της 2.6.2022, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(10)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(13)   ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2023/2845/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)


Top