Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32017H2338

    Σύσταση (ΕΕ) 2017/2338 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2017, για την καθιέρωση κοινού «εγχειριδίου περί επιστροφής» προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά την εκτέλεση σχετικών με την επιστροφή καθηκόντων

    C/2017/6505

    ΕΕ L 339 της 19.12.2017, p. 83–159 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2017/2338/oj

    19.12.2017   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 339/83


    ΣΫΣΤΑΣΗ (ΕΕ) 2017/2338 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 16ης Νοεμβρίου 2017

    για την καθιέρωση κοινού «εγχειριδίου περί επιστροφής» προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά την εκτέλεση σχετικών με την επιστροφή καθηκόντων

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 292,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1) θεσπίζει κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

    (2)

    Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κοινοί κανόνες και διαδικασίες εφαρμόζονται με ομοιόμορφο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, με τη σύσταση C(2015) 6250 της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 2015 (2) θεσπίστηκε κοινό «εγχειρίδιο περί επιστροφής» που προβλέπει κοινές κατευθυντήριες γραμμές, βέλτιστες πρακτικές και συστάσεις προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά την εκτέλεση σχετικών με την επιστροφή καθηκόντων. Δεδομένου ότι υπάρχουν νέες εξελίξεις στον τομέα της επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, είναι αναγκαία η επικαιροποίηση του εγχειριδίου περί επιστροφής.

    (3)

    Η σύσταση C(2017) 1600 της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2017 (3) παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι διατάξεις της οδηγίας 2008/115/ΕΚ θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αποτελεσματικότερων διαδικασιών επιστροφής και καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την άρση των νομικών και πρακτικών εμποδίων για την επιστροφή. Το εγχειρίδιο περί επιστροφής θα πρέπει, ως εκ τούτου, να λαμβάνει υπόψη την εν λόγω σύσταση.

    (4)

    Το εγχειρίδιο περί επιστροφής θα πρέπει να αποτυπώνει την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την οδηγία 2008/115/ΕΚ.

    (5)

    Το εγχειρίδιο περί επιστροφής θα πρέπει να απευθύνεται σε όλα τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία 2008/115/ΕΚ.

    (6)

    Για να ενισχυθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των κοινών κανόνων της Ένωσης σχετικά με την επιστροφή, το εγχειρίδιο περί επιστροφής θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως το βασικό εργαλείο για την άσκηση σχετικών με την επιστροφή καθηκόντων και για σκοπούς κατάρτισης,

    ΣΥΝΙΣΤΑ:

    1.

    Το εγχειρίδιο περί επιστροφής που παρατίθεται στο παράρτημα θα πρέπει να αντικαταστήσει το εγχειρίδιο περί επιστροφής που παρατίθεται στο παράρτημα της σύστασης C(2015) 6250 της Επιτροπής.

    2.

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβιβάσουν το εγχειρίδιο περί επιστροφής στις εθνικές τους αρχές που είναι αρμόδιες για την εκτέλεση των σχετικών με την επιστροφή καθηκόντων, και να δώσουν εντολή στις εν λόγω αρχές να το χρησιμοποιούν ως βασικό εργαλείο κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων.

    3.

    Το εγχειρίδιο περί επιστροφής θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την κατάρτιση του προσωπικού που αναλαμβάνει σχετικά με την επιστροφή καθήκοντα, καθώς και των εμπειρογνωμόνων που συμμετέχουν στον μηχανισμό αξιολόγησης και παρακολούθησης ο οποίος θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 του Συμβουλίου (4) για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν στα κράτη μέλη.

    Βρυξέλλες, 16 Νοεμβρίου 2017.

    Για την Επιτροπή

    Δημήτρης ΑΒΡΑΜΌΠΟΥΛΟΣ

    Μέλος της Επιτροπής


    (1)  Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 98.

    (2)  Σύσταση C(2015) 6250 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2015, για την καθιέρωση κοινού «εγχειριδίου περί επιστροφής» προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά την εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με την επιστροφή.

    (3)  Σύσταση C(2017) 1600 της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2017, για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των επιστροφών στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

    (4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1053/2013 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν και την κατάργηση της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, σχετικά με τη σύσταση της μόνιμης επιτροπής για την αξιολόγηση και την εφαρμογή της σύμβασης Σένγκεν (ΕΕ L 295 της 6.11.2013, σ. 27).


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

    1.

    ΟΡΙΣΜΟΙ 87

    1.1.

    Υπήκοος τρίτης χώρας 87

    1.2.

    Παράνομη διαμονή 88

    1.3.

    Επιστροφή 90

    1.4.

    Απόφαση επιστροφής 90

    1.5.

    Απόφαση απομάκρυνσης 91

    1.6.

    Κίνδυνος διαφυγής 91

    1.7.

    Οικειοθελής αναχώρηση 93

    1.8.

    Ευάλωτα άτομα 94

    2.

    ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ 94

    2.1.

    Περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα — άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) 95

    2.2.

    Ειδικές εγγυήσεις για «περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα» 96

    2.3.

    Ποινικό δίκαιο και υποθέσεις έκδοσης 97

    3.

    ΕΥΝΟΪΚΟΤΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 98

    4.

    ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ 98

    5.

    ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 100

    5.1.

    Σύλληψη κατά τον έλεγχο εξόδου 102

    5.2.

    Πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής από άλλο κράτος μέλος 102

    5.3.

    Συνάφεια με τους κανόνες του Δουβλίνου 103

    5.4.

    Παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας με δικαίωμα παραμονής σε άλλο κράτος μέλος 104

    5.5.

    Παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας που καλύπτεται από υφιστάμενες διμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών 106

    5.6.

    Παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας που διαθέτει τίτλο/άδεια για ανθρωπιστικούς (ή άλλους) λόγους 107

    5.7.

    Παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας που υπόκειται σε εκκρεμή διαδικασία ανανέωσης τίτλου/άδειας 107

    5.8.

    Ειδικοί κανόνες που περιλαμβάνονται στις οδηγίες περί νόμιμης μετανάστευσης σχετικά με την επανεισδοχή μεταξύ κρατών μελών σε περιπτώσεις κινητικότητας στο εσωτερικό της Ένωσης 108

    6.

    ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΗΣ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ 108

    6.1.

    Παράταση προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης 109

    6.2.

    Υποχρεώσεις κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ως την οικειοθελή αναχώρηση 110

    6.3.

    Αντενδείξεις 110

    6.4.

    Πρακτική συμμόρφωση — χερσαία διέλευση 111

    6.5.

    Πρακτική συμμόρφωση — διέλευση διά της αεροπορικής οδού 112

    6.6.

    Καταγραφή των περιπτώσεων οικειοθελούς αναχώρησης 113

    7.

    ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ 113

    7.1.

    Απομάκρυνση δι' αέρος 115

    7.2.

    Διέλευση διά της αεροπορικής οδού 118

    7.3.

    Κοινές επιχειρήσεις απομάκρυνσης διά αέρος 118

    7.4.

    Επιχειρήσεις επιστροφής που συντονίζονται από τον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής 119

    8.

    ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 119

    9.

    ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ 120

    10.

    ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ 121

    10.1.

    Συνδρομή από κατάλληλους φορείς 122

    10.2.

    Επιστροφή σε μέλος της οικογένειας, ορισθέντα κηδεμόνα ή κατάλληλες εγκαταστάσεις υποδοχής 123

    11.

    ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΕΙΣΟΔΟΥ 123

    11.1.

    Ισχύς σε όλη την ΕΕ 124

    11.2.

    Χρήση του SIS II 125

    11.3.

    Διαδικαστικά ζητήματα 125

    11.4.

    Λόγοι έκδοσης απαγόρευσης εισόδου 125

    11.5.

    Διάρκεια των απαγορεύσεων εισόδου 126

    11.6.

    Ανάκληση, συντόμευση και αναστολή απαγορεύσεων εισόδου 127

    11.7.

    Κυρώσεις για μη τήρηση απαγόρευσης εισόδου 128

    11.8.

    Διαβουλεύσεις μεταξύ κρατών μελών 128

    11.9.

    «Ιστορικές» απαγορεύσεις εισόδου 129

    12.

    ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ 130

    12.1.

    Δικαίωμα χρηστής διοίκησης και δικαίωμα ακρόασης 130

    12.2.

    Αποφάσεις που σχετίζονται με την επιστροφή 131

    12.3.

    Μορφή αποφάσεων και μετάφραση 133

    12.4.

    Ένδικα μέσα 134

    12.5.

    Γλωσσική συνδρομή και δωρεάν νομική αρωγή 135

    13.

    ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 137

    13.1.

    Γραπτή βεβαίωση 138

    13.2.

    Καταστάσεις παρατεταμένης παρατυπίας 138

    14.

    ΚΡΑΤΗΣΗ 139

    14.1.

    Περιστάσεις που δικαιολογούν την κράτηση 139

    14.2.

    Μορφή και αρχική επανεξέταση της απόφασης κράτησης 142

    14.3.

    Τακτική επανεξέταση της απόφασης κράτησης 142

    14.4.

    Λήξη της κράτησης 143

    14.4.1.

    Απουσία λογικής προοπτικής απομάκρυνσης 144

    14.4.2.

    Συμπλήρωση του μέγιστου χρόνου κράτησης 144

    14.5.

    Εκ νέου κράτηση των επιστρεφόντων 146

    14.6.

    Εφαρμογή λιγότερο αναγκαστικών μέτρων μετά τη λήξη της κράτησης 146

    15.

    ΟΡΟΙ ΚΡΑΤΗΣΗΣ 146

    15.1.

    Αρχική κράτηση από τις αστυνομικές αρχές 146

    15.2.

    Χρήση ειδικών εγκαταστάσεων, κατά γενικό κανόνα 147

    15.3.

    Διαχωρισμός από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου 148

    15.4.

    Υλικές συνθήκες κράτησης 148

    16.

    ΚΡΑΤΗΣΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ 153

    17.

    ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ 155

    18.

    ΜΕΤΑΦΟΡΑ, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ 156

    19.

    ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ 157

    20.

    ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 159

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Το παρόν εγχειρίδιο περί επιστροφής παρέχει καθοδήγηση στις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εκτέλεση καθηκόντων στον τομέα της επιστροφής, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας, των συνοριοφυλάκων, των μεταναστευτικών αρχών, του προσωπικού των εγκαταστάσεων κράτησης και των οργανισμών παρακολούθησης.

    Το εγχειρίδιο καλύπτει τους κανόνες και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και βασίζεται στις νομικές πράξεις της ΕΕ που ρυθμίζουν το θέμα αυτό, και κατά κύριο λόγο στην οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1) («οδηγία περί επιστροφής»). Οι διαδικασίες επιστροφής συνδέονται συχνά στην πράξη με άλλα είδη διαδικασιών (διαδικασίες ασύλου, διαδικασίες συνοριακού ελέγχου, διαδικασίες που οδηγούν σε δικαίωμα εισόδου, παραμονής ή διαμονής), τα οποία ρυθμίζονται από άλλη συναφή ενωσιακή και εθνική νομοθεσία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν τη στενή συνεργασία μεταξύ των διαφόρων αρχών που εμπλέκονται σε τέτοιες διαδικασίες.

    Η πρώτη έκδοση του εγχειριδίου εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2015 (2). Η τρέχουσα έκδοση, που αναθεωρήθηκε το 2017, βασίζεται στη σύσταση της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2017 (3), και παρέχει πρόσθετη καθοδήγηση προς τις εθνικές αρχές σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους κανόνες της οδηγίας περί επιστροφής για να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων επιστροφής, διασφαλίζοντας παράλληλα τον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    Για να είναι αποτελεσματικό ένα σύστημα επιστροφής, εκτός από τη θέσπιση κατάλληλων κανόνων και διαδικασιών, πρέπει επιπλέον να βασίζεται σε εξορθολογισμένη και ολοκληρωμένη οργάνωση των αρμοδιοτήτων σε εθνικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι σε θέση να κινητοποιεί όλους τους φορείς που εμπλέκονται στις συναφείς με την επιστροφή διαδικασίες (π.χ., αρχές επιβολής του νόμου και μεταναστευτικές αρχές, αλλά και δικαστικές αρχές, αρχές προστασίας του παιδιού, ιατρικές και κοινωνικές υπηρεσίες, και το προσωπικό των εγκαταστάσεων κράτησης) και να συντονίζει τις δράσεις τους, σύμφωνα με τον ρόλο και τις αρμοδιότητες κάθε φορέα, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία και κατάλληλη πολυτομεακή αντιμετώπιση κάθε μεμονωμένης περίπτωσης. Τα εθνικά συστήματα επιστροφής πρέπει να βασίζονται στη στήριξη επαρκούς αριθμού εκπαιδευμένου και ικανού προσωπικού, το οποίο να μπορεί να κινητοποιηθεί άμεσα —εν ανάγκη σε 24ωρη βάση 7 ημέρες την εβδομάδα— ιδίως δε σε περίπτωση αυξανόμενου φόρτου εργασίας κατά την εφαρμογή των επιστροφών, και επιπλέον να μπορεί να αποσταλεί, εφόσον απαιτείται, στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης προκειμένου να λάβει άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής πίεσης. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να διασφαλίζουν τη διαρκή ανταλλαγή επιχειρησιακών πληροφοριών με τον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και άλλα κράτη μέλη, και να μπορούν να βασίζονται στην τεχνική και επιχειρησιακή στήριξη που είναι σε θέση να παρέχει ο εν λόγω Οργανισμός.

    Για να μπορούν τα συστήματα επιστροφής να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιοποιούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ευελιξία που παρέχει η οδηγία περί επιστροφής, και να επανεξετάζουν και να προσαρμόζουν τακτικά τις δομές και την ικανότητα επιστροφών τους ούτως ώστε να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες και να παραμένουν αποτελεσματικά.

    Το παρόν εγχειρίδιο δεν δημιουργεί νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη και δεν θεσπίζει νέα δικαιώματα και καθήκοντα. Βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο που επιτελέστηκε από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή στο πλαίσιο της «επιτροπής επαφών για την οδηγία 2008/115/ΕΚ περί επιστροφής» κατά τα έτη 2009-2017 και συγκεντρώνει με συστηματικό και συνοπτικό τρόπο τις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο αυτού του φόρουμ, οι οποίες δεν απηχούν απαραιτήτως την ύπαρξη συναίνεσης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την ερμηνεία των νομικών πράξεων.

    Το ερμηνευτικό σκέλος του εγχειριδίου συμπληρώνεται με οδηγίες για ζητήματα που προέκυψαν πρόσφατα (π.χ., νέες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεθνή πρότυπα). Μόνον οι νομικές πράξεις στις οποίες βασίζεται ή παραπέμπει το παρόν εγχειρίδιο παράγουν νομικώς δεσμευτικές συνέπειες και μπορεί να γίνει επίκλησή τους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Οι νομικά δεσμευτικές ερμηνείες του δικαίου της ΕΕ προέρχονται αποκλειστικά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    1.   ΟΡΙΣΜΟΙ

    1.1.   Υπήκοος τρίτης χώρας

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 3 παράγραφος 1· Κώδικας συνόρων του Σένγκεν (4) — άρθρο 2 παράγραφος 5

    Κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1 της Συνθήκης και δεν απολαύει του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας δυνάμει του δικαίου της ΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.

    Τα πρόσωπα που εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες δεν θεωρούνται «υπήκοοι τρίτων χωρών»:

    πρόσωπα που είναι πολίτες της Ένωσης υπό την έννοια του άρθρου 20 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 17 παράγραφος 1 της Συνθήκης), ήτοι πρόσωπα που έχουν την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους της ΕΕ (5),

    πρόσωπα που έχουν την υπηκοότητα του ΕΟΧ / της Ελβετίας,

    μέλη της οικογένειας πολιτών της Ένωσης που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας δυνάμει του άρθρου 21 της ΣΛΕΕ ή της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6),

    μέλη της οικογένειας υπηκόων του ΕΟΧ / της Ελβετίας που απολαύουν δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας ισοδύναμων με τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης.

    Οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των ανιθαγενών (7), πρέπει να θεωρείται «υπήκοος τρίτης χώρας».

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Μέλη της οικογένειας των υπηκόων ΕΕ/ΕΟΧ/Ελβετίας, τα οποία έχουν συνεπώς δικαίωμα εισόδου και διαμονής με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους, είναι:

    α)

    ο/η σύζυγος και ο/η σύντροφος με τον οποίον/την οποία ο πολίτης της ΕΕ/του ΕΟΧ/της Ελβετίας έχει σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο·

    β)

    οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι, καθώς και εκείνοι του/της συζύγου ή του/της καταχωρισμένου(-ης) συντρόφου·

    γ)

    οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες, καθώς και εκείνοι του/της συζύγου ή του/της καταχωρισμένου(-ης) συντρόφου.

    Πέραν των κατηγοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ), δίδεται, υπό ορισμένες συνθήκες, και σε άλλα μέλη της οικογένειας το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας δυνάμει του ενωσιακού δικαίου —ιδίως όταν τους χορηγείται το δικαίωμα εισόδου και διαμονής δυνάμει του εθνικού δικαίου για την εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ.

    Οι υπήκοοι τρίτων χωρών των οποίων ο ισχυρισμός ότι είναι μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που απολαύει δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας στην Ένωση δυνάμει του άρθρου 21 της ΣΛΕΕ ή της οδηγίας 2004/38/ΕΚ έχει απορριφθεί από κράτος μέλος μπορούν να θεωρούνται υπήκοοι τρίτων χωρών. Ως εκ τούτου, τα πρόσωπα αυτά ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής και θα πρέπει να εφαρμόζονται τα ελάχιστα πρότυπα, διαδικασίες και δικαιώματα που προβλέπονται σε αυτήν. Ωστόσο, σε περίπτωση προσφυγής κατά της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτηση του προσώπου να συμπεριληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, η Επιτροπή θεωρεί ότι το πρόσωπο θα εξακολουθήσει να έχει το δικαίωμα —στο πλαίσιο των ευνοϊκότερων διατάξεων του άρθρου 4 της οδηγίας περί επιστροφής— να βασίζεται στις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI της οδηγίας 2004/38/ΕΚ (για παράδειγμα όσον αφορά την κοινοποίηση και την αιτιολόγηση της απόφασης, τον χρόνο που προβλέπεται για την οικειοθελή αναχώρησή του από την επικράτεια, τις διαδικασίες προσφυγής).

    1.2.   Παράνομη διαμονή

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 3 παράγραφος 2· Κώδικας συνόρων του Σένγκεν — άρθρο 6

    Παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος.

    Ο ανωτέρω ευρύτατος ορισμός καλύπτει όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών που δεν διαθέτουν νόμιμο δικαίωμα παραμονής σε ένα κράτος μέλος. Οποιοσδήποτε υπήκοος τρίτης χώρας είναι φυσικά παρών στο έδαφος κράτους μέλους της ΕΕ διαμένει είτε νόμιμα είτε παράνομα. Δεν υπάρχει τρίτη επιλογή.

    Πλάσματα δικαίου δυνάμει του εθνικού δικαίου που θεωρούν ότι τα πρόσωπα που διαμένουν σε ειδικά καθορισμένα σημεία του εδάφους ενός κράτους μέλους (π.χ., ζώνες διαμετακόμισης ή συγκεκριμένες μεθοριακές περιοχές) δεν «διαμένουν στο έδαφος» δεν ισχύουν εν προκειμένω, δεδομένου ότι η εφαρμογή τους θα υπονόμευε την εναρμονισμένη εφαρμογή του κεκτημένου της ΕΕ στον τομέα της επιστροφής. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν ορισμένες διατάξεις του κεκτημένου στον τομέα της επιστροφής γι' αυτή την κατηγορία προσώπων (βλέπε ενότητα 2 κατωτέρω).

    Μετά την κωδικοποίηση του κώδικα συνόρων του Σένγκεν το 2016, η αναφορά στο άρθρο 5 του εν λόγω κώδικα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας περί επιστροφής νοείται ως αναφορά στο νυν άρθρο 6 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν.

    Για παράδειγμα, οι ακόλουθες κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών θεωρείται ότι διαμένουν παράνομα στο οικείο κράτος μέλος:

    κάτοχοι τίτλου διαμονής ή θεώρησης που έχει λήξει,

    κάτοχοι τίτλου διαμονής ή θεώρησης που έχει ανακληθεί,

    απορριφθέντες αιτούντες άσυλο,

    αιτούντες άσυλο για τους οποίους έχει εκδοθεί απόφαση που τους στερεί το δικαίωμα να διαμείνουν ως αιτούντες άσυλο,

    πρόσωπα που υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου στα σύνορα,

    πρόσωπα που παρακολουθούνται σε σχέση με παράτυπη διέλευση των συνόρων·

    παράτυποι μετανάστες που συλλαμβάνονται στο έδαφος κρατών μελών,

    πρόσωπα που συλλαμβάνονται ενώ διέρχονται από το έδαφος κράτους μέλους με σκοπό να φτάσουν σε άλλο κράτος μέλος χωρίς νόμιμο δικαίωμα,

    πρόσωπα που δεν απολαύουν δικαιώματος παραμονής στο κράτος μέλος όπου συνελήφθησαν (ακόμη και αν έχουν δικαίωμα παραμονής σε άλλο κράτος μέλος),

    πρόσωπα που βρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους κατά το χρονικό διάστημα που προβλέπεται για την οικειοθελή αναχώρηση,

    πρόσωπα των οποίων η απομάκρυνση έχει αναβληθεί.

    Οι ακόλουθες κατηγορίες προσώπων δεν θεωρείται ότι διαμένουν παράνομα δεδομένου ότι απολαύουν νομίμου δικαιώματος παραμονής (το οποίο ενδέχεται να είναι προσωρινής φύσεως) στο οικείο κράτος μέλος:

    αιτούντες άσυλο που διαμένουν στο κράτος μέλος στο οποίο απολαύουν δικαιώματος παραμονής ενόσω εκκρεμεί η διαδικασία ασύλου τους,

    ανιθαγενείς που διαμένουν στο κράτος μέλος στο οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, απολαύουν δικαιώματος παραμονής ενόσω διαρκεί η διαδικασία προσδιορισμού του καθεστώτος του ανιθαγενούς,

    πρόσωπα που διαμένουν σε κράτος μέλος στο οποίο απολαύουν επίσημου καθεστώτος ανοχής (με την προϋπόθεση ότι το εν λόγω καθεστώς θεωρείται «νόμιμη διαμονή» δυνάμει του εθνικού δικαίου),

    πρόσωπα που έχουν αποκτήσει άδεια δολίως για όσο διάστημα η άδεια δεν έχει ανακληθεί ή αποσυρθεί και εξακολουθεί να θεωρείται έγκυρη.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Τα πρόσωπα των οποίων η αίτηση για τίτλο διαμονής εκκρεμεί μπορεί να διαμένουν νόμιμα ή παράνομα, ανάλογα με το αν διαθέτουν έγκυρη θεώρηση ή άλλο δικαίωμα παραμονής.

    Η κατάσταση της παράνομης διαμονής δεν προϋποθέτει ελάχιστη διάρκεια παραμονής ή την πρόθεση του υπηκόου τρίτης χώρας να παραμείνει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-47/15, Affum (8) (σκέψη 48).

    Τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση ανανέωσης τίτλου που έχει ήδη λήξει διαμένουν παράνομα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους (βλέπε επίσης ενότητα 5.7).

    Οι υπήκοοι τρίτων χωρών στους οποίους εφαρμόστηκε η διαδικασία επιστροφής που θεσπίζεται από την οδηγία περί επιστροφής και οι οποίοι διαμένουν παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς να υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή [σενάριο που αναφέρεται στη σκέψη 48 της απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση C-329/11, Achughbabian (9)] θεωρείται ότι διαμένουν παράνομα. Η ειδική αναφορά που γίνεται από το ΔΕΕ στην υπόθεση Achughbabian αφορά αποκλειστικά τη συμβατότητα των εθνικών μέτρων ποινικού δικαίου με την οδηγία περί επιστροφής. Η απόφαση δεν περιέχει καμία αναφορά σχετικά με το πεδίο εφαρμογής και το εφαρμοστέο της οδηγίας περί επιστροφής και άρα ο γενικός κανόνας που ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 εξακολουθεί να ισχύει: «είτε το Α είτε το Β», που σημαίνει ότι είτε ένα πρόσωπο διαμένει παράνομα και εφαρμόζεται η οδηγία περί επιστροφής είτε απολαύει δικαιώματος παραμονής και η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται.

    1.3.   Επιστροφή

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 3 παράγραφος 3

    Διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας —είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά:

    1)

    στη χώρα καταγωγής του/της, ή

    2)

    σε χώρα διέλευσης σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις, ή

    3)

    σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός/-ή.

    Ο ορισμός αυτός περιέχει ορισμένους περιορισμούς σχετικά με τις διαδικασίες που μπορούν να γίνουν δεκτές ως «επιστροφή» και αυτές που δεν μπορούν να γίνουν δεκτές ως «επιστροφή» στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής. Η επάνοδος ενός παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας σε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί «επιστροφή» δυνάμει του δικαίου της ΕΕ. Ωστόσο, αυτή η ενέργεια ενδέχεται να είναι δυνατή κατ' εξαίρεση στο πλαίσιο των διμερών συμφωνιών επανεισδοχής ή δυνάμει των κανόνων του Δουβλίνου· συνιστάται επομένως να μην ονομάζεται «επιστροφή», αλλά να προτιμάται ο όρος «επάνοδος» ή «μεταφορά».

    Ο ορισμός συνεπάγεται επίσης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να διενεργούν επιστροφή σε τρίτη χώρα μόνο στις περιστάσεις που περιγράφονται εξαντλητικά σε μία από τις τρεις περιπτώσεις του. Ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται, για παράδειγμα, η απομάκρυνση του επιστρέφοντος προς τρίτη χώρα που δεν είναι ούτε η χώρα καταγωγής του ούτε η χώρα διέλευσης χωρίς τη συναίνεσή του.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Ο όρος «χώρα καταγωγής» στην πρώτη περίπτωση αναφέρεται στη χώρα ιθαγένειας του υπηκόου τρίτης χώρας· για τους ανιθαγενείς, θεωρείται κατά κανόνα ότι είναι η χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής.

    Ο όρος «χώρα διέλευσης» στη δεύτερη περίπτωση αναφέρεται μόνο στις τρίτες χώρες και όχι στα κράτη μέλη της ΕΕ.

    Η φράση «κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις» στη δεύτερη περίπτωση αναφέρεται αποκλειστικά σε συμφωνίες με τρίτες χώρες. Οι διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής μεταξύ των κρατών μελών δεν έχουν εφαρμογή σε αυτό το πλαίσιο. Ωστόσο, οι εν λόγω συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να επιτρέπουν την επάνοδο παράτυπων μεταναστών σε άλλα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 5.5 κατωτέρω).

    Η φράση «αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει» στην τρίτη περίπτωση δεν ισοδυναμεί με οικειοθελή αναχώρηση. Η λέξη «εθελοντικά» σε αυτό το πλαίσιο αναφέρεται στην επιλογή του προορισμού από τον επιστρέφοντα. Η εν λόγω εθελοντική επιλογή του προορισμού μπορεί επίσης να γίνει κατά την προετοιμασία επιχείρησης απομάκρυνσης: ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις ο επιστρέφων να προτιμά την απομάκρυνσή του προς άλλη τρίτη χώρα και όχι προς τη χώρα διέλευσης ή καταγωγής.

    Προσδιορισμός της χώρας επιστροφής σε περίπτωση απομάκρυνσης: εάν χορηγηθεί προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης, αποτελεί ευθύνη του επιστρέφοντος να διασφαλίσει τη συμμόρφωσή του με την υποχρέωση επιστροφής εντός του καθορισμένου χρονικού διαστήματος και δεν υφίσταται καταρχήν ανάγκη προσδιορισμού της χώρας επιστροφής. Μόνον εάν χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν αναγκαστικά μέτρα από τα κράτη μέλη (απομάκρυνση) είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί η τρίτη χώρα στην οποία θα μεταφερθεί το πρόσωπο (βλέπε ενότητα 1.5).

    1.4.   Απόφαση επιστροφής

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 3 παράγραφος 4 και άρθρο 6 παράγραφος 6

    Διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής.

    Ο ορισμός της «απόφασης επιστροφής» εστιάζει σε δύο ουσιώδη στοιχεία. Η απόφαση επιστροφής πρέπει να περιλαμβάνει:

    1)

    δήλωση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της παραμονής· και

    2)

    την επιβολή υποχρέωσης επιστροφής.

    Η απόφαση επιστροφής μπορεί να περιέχει και άλλα στοιχεία, όπως απαγόρευση εισόδου, προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης, προσδιορισμό της χώρας επιστροφής· όταν δεν αναφέρεται η χώρα επιστροφής, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν για την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας περί επιστροφής.

    Τα κράτη μέλη διαθέτουν μεγάλη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη μορφή (απόφαση ή πράξη, δικαστικού ή διοικητικού χαρακτήρα) την οποία λαμβάνει η απόφαση επιστροφής.

    Οι αποφάσεις επιστροφής μπορούν να εκδίδονται υπό τη μορφή αυτόνομης πράξης ή απόφασης ή από κοινού με άλλες αποφάσεις, όπως με την απόφαση απομάκρυνσης ή την απόφαση λήξης της νόμιμης παραμονής (βλέπε ενότητα 12.1 κατωτέρω).

    Η απόφαση επιστροφής κηρύσσει ως παράνομη την παραμονή στο κράτος μέλος που εκδίδει την απόφαση, ενώ κοινοποιεί στον αλλοδαπό την υποχρέωση να εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών της ΕΕ και των συνδεδεμένων χωρών Σένγκεν. Πρέπει να τονιστεί επιπλέον ότι σύμφωνα με το άρθρο 11, οι αποφάσεις επιστροφής μπορούν να συνοδεύονται από απαγορεύσεις εισόδου με ισχύ σε ολόκληρη την ΕΕ (ήτοι δεσμευτικές για όλα τα κράτη που δεσμεύονται από την οδηγία περί επιστροφής).

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Ο ελαστικός ορισμός της «απόφασης επιστροφής» δεν σημαίνει ότι η απόφαση που επιβάλλει την υποχρέωση επιστροφής δεν μπορεί να λαμβάνεται υπό τη μορφή αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου και στο πλαίσιο ποινικής δίκης —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-430/11, Sagor (10) (σκέψη 39).

    1.5.   Απόφαση απομάκρυνσης

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής – άρθρο 3 παράγραφος 5 και άρθρο 8 παράγραφος 3

    Διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία διατάσσεται η εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής, και συγκεκριμένα η φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους.

    Η απόφαση απομάκρυνσης μπορεί να εκδοθεί είτε μαζί με την απόφαση επιστροφής (διαδικασία ενός σταδίου) είτε χωριστά (διαδικασία δύο σταδίων). Στις περιπτώσεις που η απόφαση επιστροφής και η απόφαση απομάκρυνσης εκδίδονται μαζί στο πλαίσιο διαδικασίας ενός σταδίου, πρέπει να καθίσταται σαφές –στις περιπτώσεις που χορηγείται προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης– ότι η απομάκρυνση θα λάβει χώρα μόνον εάν δεν τηρηθεί η υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης.

    Δεδομένης της υποχρέωσης των κρατών μελών να τηρούν πάντοτε την αρχή της μη επαναπροώθησης, η απομάκρυνση (η φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους) δεν μπορεί να γίνει προς απροσδιόριστο προορισμό, αλλά μόνο προς συγκεκριμένη χώρα επιστροφής. Ο επιστρέφων πρέπει να ενημερώνεται εκ των προτέρων για τον προορισμό της επιχείρησης απομάκρυνσης, ούτως ώστε να μπορεί να εκφράσει τυχόν λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι η απομάκρυνσή του προς τον προτεινόμενο προορισμό θα αποτελούσε παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και να μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματος προσφυγής. Η Επιτροπή συνιστά να αναφέρεται η χώρα επιστροφής στη χωριστή απόφαση απομάκρυνσης (διαδικασία δύο σταδίων) ή να αναφέρεται η χώρα στην οποία θα μεταφερθεί το πρόσωπο σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του με την υποχρέωση επιστροφής στη συνδυασμένη απόφαση επιστροφής και απομάκρυνσης (διαδικασία ενός σταδίου) ή να ενημερώνεται ο υπήκοος τρίτης χώρας μέσω άλλης απόφασης ή πράξης.

    1.6.   Κίνδυνος διαφυγής

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 3 παράγραφος 7 αιτιολογική σκέψη 6

    Η ύπαρξη λόγων, σε ατομική περίπτωση, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων οριζομένων από το δίκαιο, οι οποίοι οδηγούν στην εικασία ότι υπήκοος τρίτης χώρας υποκείμενος σε διαδικασίες επιστροφής μπορεί να διαφύγει.

    Η ύπαρξη (ή απουσία) «κινδύνου διαφυγής» διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση χορήγησης προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης, καθώς και στην απόφαση σχετικά με την ανάγκη κράτησης.

    Τα κράτη μέλη πρέπει να βασίζουν την αξιολόγησή τους σχετικά με τον κίνδυνο διαφυγής σε αντικειμενικά κριτήρια που ορίζονται στην εθνική νομοθεσία. Αυτό επιβεβαιώνεται έμμεσα από την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-528/15, Al Chodor (11), που σχετίζεται με τον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» στο άρθρο 2 στοιχείο ιδ) (12) του κανονισμού του Δουβλίνου, το κείμενο του οποίου είναι κατ' ουσίαν πανομοιότυπο με τον ορισμό του άρθρου 3 παράγραφος 7 της οδηγίας περί επιστροφής. Στη συγκεκριμένη απόφαση, το ΔΕΕ απεφάνθη ότι τα εν λόγω αντικειμενικά κριτήρια πρέπει να καθορίζονται σαφώς με δεσμευτικές διατάξεις γενικής ισχύος και ότι δεν είναι δυνατόν να επαρκεί μια παγιωμένη εθνική νομολογία η οποία επικυρώνει μια πάγια διοικητική πρακτική. Το ΔΕΕ κατέληξε επιπλέον στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει καθορισμού των εν λόγω κριτηρίων με δεσμευτικές διατάξεις γενικής ισχύος, η θέση υπό κράτηση πρέπει να κηρύσσεται παράνομη.

    Μολονότι τα κράτη μέλη διαθέτουν μεγάλη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό των εν λόγω κριτηρίων, θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια ως ένδειξη της πιθανότητας διαφυγής των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών:

    έλλειψη εγγράφων,

    έλλειψη τόπου διαμονής, σταθερής κατοικίας ή αξιόπιστης διεύθυνσης,

    μη εμφάνιση στις αρμόδιες αρχές,

    ρητή δήλωση της πρόθεσης για μη συμμόρφωση με μέτρα που σχετίζονται με την επιστροφή (π.χ., απόφαση επιστροφής, μέτρα αποτροπής της διαφυγής),

    προηγούμενες καταδίκες για ποινικά αδικήματα, μεταξύ άλλων, για σοβαρά ποινικά αδικήματα σε άλλο κράτος μέλος (13),

    ποινικές έρευνες και διαδικασίες σε εξέλιξη,

    μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής, μεταξύ άλλων, με την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης,

    προηγούμενη διαγωγή (π.χ. διαφυγή),

    έλλειψη οικονομικών πόρων,

    υπαγωγή σε απόφαση επιστροφής που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος,

    μη συμμόρφωση με την απαίτηση μετάβασης στο έδαφος άλλου κράτους μέλους το οποίο έχει χορηγήσει έγκυρο τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής,

    παράνομη είσοδος στο έδαφος των κρατών μελών της ΕΕ και των συνδεδεμένων χωρών Σένγκεν.

    Η εθνική νομοθεσία είναι δυνατό να προβλέπει και άλλα αντικειμενικά κριτήρια προσδιορισμού της ύπαρξης κινδύνου διαφυγής.

    Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε την αρχή της αναλογικότητας, όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει της οδηγίας περί επιστροφής πρέπει να εκδίδονται βάσει εξατομικευμένης αξιολόγησης κάθε μεμονωμένης περίπτωσης. Ο ανωτέρω κατάλογος κριτηρίων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής ως ένα από τα στοιχεία για τη συνολική αξιολόγηση κάθε μεμονωμένης περίπτωσης, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική βάση για την αυτόματη διαπίστωση ύπαρξης κινδύνου διαφυγής, καθώς συχνά ο συνδυασμός διαφόρων εκ των ανωτέρω κριτηρίων είναι αυτός που αποτελεί τη βάση για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Πρέπει να αποφεύγεται η εξαγωγή αυτόματων συμπερασμάτων, όπως ότι η παράνομη είσοδος ή η έλλειψη εγγράφων σημαίνει ύπαρξη κινδύνου διαφυγής. Μια τέτοιου είδους εξατομικευμένη αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, της κατάστασης της υγείας και της κοινωνικής κατάστασης των ενδιαφερομένων προσώπων που μπορεί να επηρεάζουν άμεσα τον κίνδυνο να διαφύγει ο υπήκοος τρίτης χώρας, και ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κίνδυνος διαφυγής ακόμη και αν πληρούνται ένα ή περισσότερα από τα κριτήρια που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο.

    Εκτός από τα κριτήρια που προαναφέρονται τα οποία μπορεί να αποτελούν ένδειξη της ύπαρξης κινδύνου διαφυγής, και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων ακρόασης και πραγματικής προσφυγής που έχουν οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών, η εθνική νομοθεσία μπορεί επιπλέον να ορίσει ότι ορισμένες αντικειμενικές περιστάσεις συνιστούν μαχητό τεκμήριο ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής (ήτοι, ο υπήκοος τρίτης χώρας θα πρέπει να ανταποδείξει ότι, παρότι υφίστανται οι κάτωθι περιστάσεις, δεν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής), όπως ενδεικτικά οι ακόλουθες:

    άρνηση συνεργασίας κατά τη διαδικασία ταυτοποίησης, χρήση πλαστών ή παραποιημένων εγγράφων ταυτότητας, καταστροφή ή κατ' άλλο τρόπο διάθεση των υπαρχόντων εγγράφων ή άρνηση παροχής δακτυλικών αποτυπωμάτων,

    αντίθεση με βία ή με δόλο στη διαδικασία επιστροφής,

    μη συμμόρφωση με μέτρο που έχει στόχο την αποτροπή της διαφυγής (βλέπε ενότητα 6.2),

    μη συμμόρφωση με την ισχύουσα απαγόρευση εισόδου,

    συμμετοχή σε μη εγκεκριμένη δευτερογενή μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος.

    Η Επιτροπή συνιστά να προβλέπονται τέτοια μαχητά τεκμήρια στην εθνική νομοθεσία.

    1.7.   Οικειοθελής αναχώρηση

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 3 παράγραφος 8

    Η τήρηση της υποχρέωσης επιστροφής εντός της προθεσμίας που ορίζεται για τον σκοπό αυτό στην απόφαση επιστροφής.

    Η οικειοθελής αναχώρηση στο πλαίσιο του κεκτημένου της Ένωσης στον τομέα της επιστροφής αναφέρεται στην οικειοθελή συμμόρφωση με την υποχρέωση επιστροφής σε τρίτη χώρα. Ο όρος «οικειοθελής αναχώρηση» δεν καλύπτει τις περιπτώσεις στις οποίες νομίμως διαμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών αποφασίζουν με δική τους πρωτοβουλία να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους. Αυτή η «πραγματικά» οικειοθελής επιστροφή (σενάριο 1 στην κατωτέρω εικόνα) δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής, διότι αφορά νομίμως και όχι παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών. Η αναχώρηση παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν εντοπιστεί ή συλληφθεί (π.χ., προσώπων που υπερβαίνουν την επιτρεπόμενη διάρκεια διαμονής), μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από τον ορισμό της «οικειοθελούς αναχώρησης». Αυτά τα πρόσωπα υπόκεινται ήδη στην «αφηρημένη» υποχρέωση να επιστρέψουν δυνάμει της οδηγίας περί επιστροφής και μπορεί να εκδοθεί εις βάρος τους απόφαση επιστροφής καθώς και απαγόρευση εισόδου, μόλις οι αρχές ενημερωθούν σχετικά με την παράνομη παραμονή τους (το αργότερο κατά τον έλεγχο εξόδου —βλέπε ενότητες 5.1 και 11.3 κατωτέρω).

    Η οδηγία περί επιστροφής καλύπτει επομένως μόνο τα σενάρια 2 και 3 ακολούθως:

    Image

    Η μετάβαση από το έδαφος ενός κράτους μέλος στο έδαφος άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 (βλέπε ενότητα 5.4 κατωτέρω) δεν μπορεί να θεωρηθεί οικειοθελής αναχώρηση. Η έννοια της οικειοθελούς αναχώρησης αφορά πάντοτε αναχώρηση προς τρίτη χώρα. Οι ειδικοί κανόνες που αφορούν τη χερσαία διέλευση από τα εδάφη άλλων κρατών μελών στο πλαίσιο της οικειοθελούς αναχώρησης ορίζονται στην ενότητα 6.4 κατωτέρω.

    1.8.   Ευάλωτα άτομα

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 3 παράγραφος 9

    Ανήλικοι, μη συνοδευόμενοι ανήλικοι, μειονεκτούντα άτομα, ηλικιωμένοι, έγκυοι, μόνοι γονείς που συνοδεύουν ανήλικα τέκνα και θύματα βασανιστηρίων, βιασμών ή άλλης σοβαρής μορφής ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας.

    Σε αντίθεση με τον ορισμό των ευάλωτων ατόμων που χρησιμοποιείται στο κεκτημένο για το άσυλο [βλέπε, για παράδειγμα, το άρθρο 21 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) («οδηγία για τις συνθήκες υποδοχής») ή το άρθρο 20 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) («οδηγία για την αναγνώριση»)], ο ορισμός που περιλαμβάνεται στην οδηγία περί επιστροφής έχει τη μορφή εξαντλητικού καταλόγου.

    Ωστόσο, η ανάγκη να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση ευάλωτων ατόμων και στις συγκεκριμένες ανάγκες τους στο πλαίσιο της επιστροφής δεν περιορίζεται στις κατηγορίες ευάλωτων ατόμων που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 3 παράγραφος 9. Η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να δίνουν προσοχή και σε άλλες ειδικές ευπαθείς περιπτώσεις, όπως εκείνες που αναφέρονται στο κεκτημένο του ασύλου —θύματα εμπορίας ανθρώπων ή ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων, άτομα με σοβαρές ασθένειες ή με πνευματικές διαταραχές.

    Η ανάγκη να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις ευάλωτων ατόμων δεν πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά στην οδηγία περί επιστροφής (κατά την προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης, κατά το διάστημα αναβολής της επιστροφής και κατά τη διάρκεια της κράτησης). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να δίνουν προσοχή στις ανάγκες των ευάλωτων ατόμων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, στο πλαίσιο της αξιολόγησης των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε περίπτωσης.

    2.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 2 και άρθρο 4 παράγραφος 4

    Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής είναι ευρύ και καλύπτει όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Τα ακόλουθα κράτη μέλη δεσμεύονται επί του παρόντος από την οδηγία περί επιστροφής:

    όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας,

    η Ελβετία, η Νορβηγία, η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την οδηγία σε ορισμένες κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών:

    σε «περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα» σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 2.1), και

    σε «περιπτώσεις ποινικού δικαίου» σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 2.2).

    Η απόφαση κράτους μέλους να χρησιμοποιήσει την παρέκκλιση και να μην εφαρμόσει την οδηγία σε «περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα» ή σε «περιπτώσεις ποινικού δικαίου» πρέπει να αποσαφηνίζεται εκ των προτέρων στην εθνική εκτελεστική νομοθεσία (16), διαφορετικά δεν θα έχει νομικά αποτελέσματα. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες επίσημες απαιτήσεις για τη γνωστοποίηση μιας τέτοιας απόφασης. Ωστόσο, είναι σημαντικό η χρήση και η έκταση της χρήσης της παρέκκλισης από κράτος μέλος να απορρέει σαφώς, ρητά ή σιωπηρά, από την εθνική νομοθεσία.

    Εάν ένα κράτος μέλος δεν έχει δημοσιοποιήσει εκ των προτέρων την απόφασή του να χρησιμοποιήσει τις παρεκκλίσεις δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) της οδηγίας περί επιστροφής, οι εν λόγω διατάξεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εν συνεχεία ως λόγος που δικαιολογεί τη μη εφαρμογή της οδηγίας περί επιστροφής σε μεμονωμένες περιπτώσεις.

    Τίποτε δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να περιορίσουν τη χρήση της παρέκκλισης του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) της οδηγίας περί επιστροφής σε συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων (π.χ., μόνο για αρνήσεις εισόδου στα εναέρια ή θαλάσσια σύνορα), με την προϋπόθεση ότι ο περιορισμός ορίζεται σαφώς στην εθνική εκτελεστική νομοθεσία.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν την παρέκκλιση σε μεταγενέστερο στάδιο μετά την αρχική μεταφορά της οδηγίας περί επιστροφής στην εθνική νομοθεσία. Ωστόσο, η απόφασή τους δεν πρέπει να έχει δυσμενείς συνέπειες για τα πρόσωπα που είχαν ήδη την ευκαιρία να επωφεληθούν από τα αποτελέσματα της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-297/12, Filev και Osmani (17): «[…] στο μέτρο που δεν έχει γίνει ακόμη χρήση της ευχέρειας αυτής από ορισμένο κράτος μέλος, […] τότε το εν λόγω κράτος δεν μπορεί να προβάλλει το δικαίωμα περιορισμού των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω οδηγίας, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο β', αυτής, έναντι των προσώπων επί των οποίων ήταν ήδη εφαρμοστέα τα αποτελέσματά της»).

    2.1.   Περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα — άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α)

    Τα πρόσωπα που υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου, τα οποία βρίσκονται σε ζώνη διέλευσης ή σε παραμεθόρια περιοχή κράτους μέλους, συχνά υπόκεινται σε ειδικούς κανόνες στα κράτη μέλη: δυνάμει «πλάσματος δικαίου», αυτά τα πρόσωπα ορισμένες φορές δεν θεωρείται ότι «διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους» με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται ειδικοί κανόνες. Στην οδηγία περί επιστροφής δεν ακολουθείται αυτή η προσέγγιση και θεωρείται ότι όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που είναι φυσικά παρόντες σε έδαφος κράτους μέλους καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της.

    Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να αποφασίσουν να μην εφαρμόζουν την οδηγία σε «περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα», οι οποίες ορίζονται ως υπήκοοι τρίτων χωρών που:

    υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν  (18) , ή

    συλλαμβάνονται ή παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη χερσαία, θαλάσσια ή εναέρια διέλευση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους και στους οποίους δεν έχει, εν συνεχεία, χορηγηθεί άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος.

    Η χρήση της εν λόγω παρέκκλισης μπορεί να είναι χρήσιμη, για παράδειγμα, στην περίπτωση κρατών μελών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή τα οποία αντιμετωπίζουν σημαντικές μεταναστευτικές πιέσεις, εφόσον μπορεί να προβλέπει πιο αποτελεσματικές διαδικασίες· σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή συνιστά να εφαρμόζεται η εν λόγω παρέκκλιση.

    Οι εθνικές διαδικασίες για «περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα» πρέπει να σέβονται τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα των συγκεκριμένων υπηκόων τρίτων χωρών, καθώς και τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 2.2).

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) συνεπάγεται στενή χρονική και τοπική σύνδεση με τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων. Συνεπώς πρόκειται για υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι συνελήφθησαν ή υποβλήθηκαν σε έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές ακριβώς κατά τη χρονική στιγμή της παράνομης διελεύσεως των εξωτερικών συνόρων ή κοντά στο συνοριακό σημείο διελεύσεως κατόπιν αυτής —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-47/15, Affum (σκέψη 72).

    Για παράδειγμα, οι ακόλουθες κατηγορίες προσώπων καλύπτονται από τη φράση «συλλαμβάνονται ή παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη διέλευση […] των εξωτερικών συνόρων», διότι εξακολουθεί να υπάρχει ΑΜΕΣΗ σχέση με την πράξη παράνομης διέλευσης των συνόρων:

    τα πρόσωπα που φθάνουν παράτυπα με πλοίο και συλλαμβάνονται αμέσως ή εντός σύντομου χρονικού διαστήματος από την άφιξή τους,

    τα πρόσωπα που συλλαμβάνονται από την αστυνομία αφού περάσουν παράνομα τη συνοριακή περίφραξη,

    παράτυπα εισερχόμενοι που αποβιβάζονται από το τρένο/λεωφορείο που τους έφερε απευθείας στο έδαφος κράτους μέλους (χωρίς προηγούμενη στάση σε έδαφος κράτους μέλους).

    Οι ακόλουθες κατηγορίες προσώπων δεν καλύπτονται από τη φράση «συλλαμβάνονται ή παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη διέλευση […] των εξωτερικών συνόρων», διότι δεν υφίσταται πλέον ΑΜΕΣΗ σχέση με την πράξη της παράνομης διέλευσης των συνόρων:

    παράτυπα εισερχόμενοι που συλλαμβάνονται στο έδαφος κράτους μέλους εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος μετά την παράνομη είσοδο,

    παράτυποι μετανάστες που συλλαμβάνονται σε παραμεθόρια περιοχή, εκτός εάν υπάρχει ακόμη άμεση σχέση με την πράξη της παράνομης διέλευσης των συνόρων,

    παράτυπος μετανάστης που αποβιβάζεται από λεωφορείο που έρχεται από τρίτη χώρα, εάν το λεωφορείο έχει ήδη κάνει διάφορες στάσεις στο έδαφος της ΕΕ,

    παράτυποι μετανάστες που, έχοντας απελαθεί στο παρελθόν, παραβιάζουν απαγόρευση εισόδου που εξακολουθεί να ισχύει (εκτός εάν συλληφθούν σε άμεση σχέση με παράνομη διέλευση των συνόρων),

    παράτυποι μετανάστες που διέρχονται από εσωτερικό σύνορο —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-47/15, Affum (σκέψη 69), άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας που αναφέρεται στα εξωτερικά σύνορα και άρθρο 14 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν που ισχύει για τα εξωτερικά σύνορα,

    παρανόμως διαμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών που εγκαταλείπουν το έδαφος των κρατών μελών και των συνδεδεμένων χωρών Σένγκεν —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-47/15, Affum (σκέψη 71).

    Πρακτικά παραδείγματα περιπτώσεων που καλύπτονται από τη ρήτρα «και στους οποίους δεν έχει, εν συνεχεία, χορηγηθεί άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος», στις οποίες δεν ισχύει η παρέκκλιση:

    παράτυπα εισερχόμενοι που συνελήφθησαν στα εξωτερικά σύνορα και τους χορηγήθηκε εν συνεχεία δικαίωμα παραμονής ως αιτούντων άσυλο. Ακόμη και αν, μετά την τελική απόρριψη της αίτησης ασύλου, καταστούν εκ νέου «παρανόμως διαμένοντες», δεν πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ως «περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα»,

    υπήκοος τρίτης χώρας που υπόκειται σε άρνηση εισόδου και που διαμένει στη ζώνη διέλευσης αερολιμένα (και μπορεί, ως εκ τούτου, να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας) μεταφέρεται στο νοσοκομείο για ιατρικούς λόγους και του χορηγείται εθνική άδεια βραχείας διαρκείας (και όχι απλώς αναβολή της απομάκρυνσης δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) για την κάλυψη της περιόδου νοσηλείας).

    Η μορφή, το περιεχόμενο και τα ένδικα μέσα των αποφάσεων που εκδίδονται για υπηκόους τρίτων χωρών που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) καλύπτονται από το εθνικό δίκαιο.

    Οι αρνήσεις εισόδου δυνάμει του άρθρου 14 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν καλύπτουν όλα τα πρόσωπα που δεν πληρούν τους όρους εισόδου που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του εν λόγω κώδικα.

    Τα πρόσωπα που υπόκεινται σε άρνηση εισόδου σε ζώνη διέλευσης αερολιμένα ή σε σημείο συνοριακής διέλευσης που βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής (δεδομένου ότι είναι ήδη φυσικά παρόντα στο έδαφος του κράτους μέλους). Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιήσουν την παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) που αναφέρει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την οδηγία σε αυτές τις περιπτώσεις.

    Οι εξαιρέσεις για περιπτώσεις συνοριακού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) ισχύουν μόνο σε περιπτώσεις συλλήψεων στα εξωτερικά και όχι στα εσωτερικά σύνορα —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-47/15, Affum.

    Η προσωρινή επαναφορά ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα δεν ισοδυναμεί με μετατροπή των εσωτερικών συνόρων σε εξωτερικά. Ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής.

    Οι περιπτώσεις με «διασυνοριακό» και «παρεμφερή» χαρακτήρα που μπορούν να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας δεν είναι οι ίδιες με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας (απλοποιημένη διαδικασία σε περίπτωση παράνομης εισόδου): ο όρος «παράνομη είσοδος» (που χρησιμοποιείται στο άρθρο 12 παράγραφος 3) δεν είναι συνώνυμος με τις περιπτώσεις «διασυνοριακού» και «παρεμφερούς» χαρακτήρα που περιγράφονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας περί επιστροφής. Παράδειγμα: παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας που συλλαμβάνεται στο έδαφος κράτους μέλους τρεις μήνες μετά την παράνομη είσοδό του σε αυτό δεν καλύπτεται από το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας περί επιστροφής, αλλά ενδέχεται να καλύπτεται από το άρθρο 12 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας.

    2.2.   Ειδικές εγγυήσεις για «περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα»

    Εάν τα κράτη μέλη επιλέξουν να μην εφαρμόζουν την οδηγία σε περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, πρέπει ωστόσο να σεβαστούν την αρχή της μη επαναπροώθησης και να διασφαλίσουν –σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής– ότι το επίπεδο προστασίας των προσώπων που επηρεάζονται δεν είναι λιγότερο ευνοϊκό από αυτό που ορίζεται στα άρθρα της οδηγίας περί επιστροφής σχετικά με:

    τους περιορισμούς της χρήσης αναγκαστικών μέτρων,

    την αναβολή της απομάκρυνσης,

    την επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και την απαραίτητη θεραπευτική αγωγή, συνυπολογίζοντας τις ανάγκες των ευάλωτων ατόμων, και

    τους όρους κράτησης.

    Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι οι εγγυήσεις στο πλαίσιο του κεκτημένου της Ένωσης στον τομέα του ασύλου (για παράδειγμα, όσον αφορά συγκεκριμένα την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου) δεν παύουν να ισχύουν λόγω της επιλογής των κρατών μελών να μην εφαρμόσουν την οδηγία περί επιστροφής σε περιπτώσεις συνοριακού χαρακτήρα. Μεταξύ των υποχρεώσεων δυνάμει του κεκτημένου της Ένωσης στον τομέα του ασύλου συγκαταλέγεται συγκεκριμένα η υποχρέωση των κρατών μελών να:

    παρέχουν πληροφορίες στους υπηκόους τρίτων χωρών που ενδέχεται να επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας σχετικά με τη δυνατότητά τους να το πράξουν,

    διασφαλίζουν ότι οι συνοριοφύλακες και άλλες αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις σχετικές πληροφορίες και ότι οι υπάλληλοί τους λαμβάνουν το επίπεδο κατάρτισης που απαιτείται για την αναγνώριση των αιτούντων και τις οδηγίες ώστε να ενημερώνονται οι αιτούντες σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο υποβολής αιτήσεων διεθνούς προστασίας,

    παρέχουν δυνατότητα διερμηνείας στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου,

    μεριμνούν ώστε οι οργανώσεις και τα πρόσωπα που ενημερώνουν και συμβουλεύουν τους αιτούντες να έχουν πραγματική πρόσβαση στους αιτούντες που βρίσκονται στα σημεία διέλευσης των συνόρων, περιλαμβανομένων των ζωνών διέλευσης, στα εξωτερικά σύνορα.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Πρακτική εφαρμογή της παρούσας διάταξης σε περίπτωση άρνησης εισόδου στα σύνορα: υπάρχουν δύο δυνατότητες: είτε το πρόσωπο είναι φυσικά παρόν στο έδαφος κράτους μέλους κατόπιν άρνησης εισόδου στα σύνορα (π.χ., σε ζώνη διέλευσης αερολιμένα) είτε δεν είναι φυσικά παρόν στο έδαφος κράτους μέλους (π.χ., ένα πρόσωπο στο οποίο έχει απαγορευθεί η είσοδος στα χερσαία σύνορα και που εξακολουθεί να είναι φυσικά παρόν σε έδαφος τρίτης χώρας). Στην πρώτη περίπτωση εφαρμόζονται οι εγγυήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής. Στη δεύτερη περίπτωση δεν εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 4.

    Ο σεβασμός της αρχής της μη επαναπροώθησης που αναγνωρίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 στοιχείο β) της οδηγίας περί επιστροφής —και κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης») καθώς και στο άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»)— είναι απόλυτος και δεν πρέπει να υπονομεύεται σε καμία περίπτωση, ακόμη και αν οι αλλοδαποί συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη ή έχουν διαπράξει ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα. Τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να αποκλειστούν από το καθεστώς πρόσφυγα ή από το καθεστώς επικουρικής προστασίας, αλλά δεν μπορούν να επιστραφούν σε χώρα στην οποία ενδέχεται να βασανιστούν ή να θανατωθούν.

    2.3.   Ποινικό δίκαιο και υποθέσεις έκδοσης

    Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να αποφασίσουν να μην εφαρμόζουν την οδηγία σε υπηκόους τρίτων χωρών που:

    που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,

    που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή

    που υπόκεινται σε διαδικασίες έκδοσης.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Οι υποθέσεις του ποινικού δικαίου που αναφέρονται στην ανωτέρω διάταξη είναι εκείνες που θεωρούνται συνήθως εγκλήματα στις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών.

    Στην απόφασή του στην υπόθεση C-297/12, Filev και Osmani, το ΔΕΕ αποσαφήνισε ότι τα αδικήματα κατά παράβαση του εθνικού δικαίου περί ναρκωτικών και οι καταδίκες για διακίνηση ναρκωτικών συνιστούν περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί η παρέκκλιση.

    Στην απόφασή του στην υπόθεση C-329/11, Achughbabian, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι η εν λόγω παρέκκλιση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν διαπράξει μόνον το αδίκημα της παράνομης διαμονής χωρίς να καταστεί η οδηγία περί επιστροφής άνευ αντικειμένου και δεσμευτικού αποτελέσματος.

    Τυχόν παραβάσεις που σχετίζονται με τη μετανάστευση, όπως για παράδειγμα οι απλές περιπτώσεις παράτυπης εισόδου ή παραμονής δεν δικαιολογούν τη χρήση αυτής της παρέκκλισης.

    Οι διαδικασίες έκδοσης δεν σχετίζονται απαραίτητα με τις διαδικασίες επιστροφής. Η ευρωπαϊκή σύμβαση εκδόσεως του 1957 (19) ορίζει την έκδοση ως παράδοση των «προσώπων εις βάρος των οποίων έχουν κινηθεί διαδικασίες για αδίκημα από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος μέρους ή που καταζητούνται από τις εν λόγω αρχές για την έκτιση ποινής ή διαταγής κράτησης». Υφίσταται, ωστόσο, το ενδεχόμενο αλληλεπικαλύψεων και σκοπός της εν λόγω παρέκκλισης είναι να αποσαφηνίσει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν τις διαδικαστικές εγγυήσεις που περιέχονται στην οδηγία περί επιστροφής κατά την επιστροφή προσώπων στο πλαίσιο διαδικασιών έκδοσης.

    3.   ΕΥΝΟΪΚΟΤΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 4

    Μολονότι η οδηγία περί επιστροφής αποσκοπεί στην εναρμόνιση των διαδικασιών επιστροφής στα κράτη μέλη, ισχύει ρητά υπό την επιφύλαξη ευνοϊκότερων διατάξεων που περιέχονται σε διμερείς ή πολυμερείς διεθνείς συμφωνίες (άρθρο 4 παράγραφος 1).

    Η οδηγία περί επιστροφής ισχύει επίσης υπό την επιφύλαξη «διατάξεως ευνοϊκότερης για τους υπηκόους τρίτων χωρών που περιέχεται στο κοινοτικό κεκτημένο περί μετανάστευσης και ασύλου» (άρθρο 4 παράγραφος 2) καθώς και «του δικαιώματος των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζονται, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω διατάξεις είναι συμβατές με την οδηγία» (άρθρο 4 παράγραφος 3).

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Δεδομένου ότι η οδηγία περί επιστροφής αποσκοπεί στον ορισμό ελάχιστων κοινών κανόνων για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων που υπάγονται σε διαδικασίες επιστροφής, ο όρος «ευνοϊκότερος/η» πρέπει πάντοτε να ερμηνεύεται ως «ευνοϊκότερος για τον επιστρέφοντα» και όχι για το κράτος που τον απελαύνει ή τον απομακρύνει.

    Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να εφαρμόζουν αυστηρότερους κανόνες στους τομείς που διέπονται από την οδηγία περί επιστροφής: βλέπε την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-61/11, El Dridi (20) (σκέψη 33): «[…] της οδηγίας 2008/115/ΕΚ […] εντούτοις, η εν λόγω οδηγία δεν επιτρέπει στα κράτη αυτά να εφαρμόσουν αυστηρότερους κανόνες στον τομέα που αυτή διέπει.»

    Επιβολή προστίμου αντί της έκδοσης απόφασης επιστροφής: η οδηγία περί επιστροφής δεν επιτρέπει την εφαρμογή ενός μηχανισμού που να προβλέπει, σε περίπτωση παράνομης διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στην επικράτεια κράτους μέλους, την επιβολή, αναλόγως των περιστάσεων, είτε πρόστιμου είτε απελάσεως, κατ' αποκλεισμό καθενός εκ των μέτρων αυτών από το άλλο [βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-38/14, Zaizoune (21)].

    Η εφαρμογή τμημάτων της οδηγίας περί επιστροφής σε πρόσωπα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) είναι συμβατή με την οδηγία και μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από το άρθρο 4 παράγραφος 3, καθώς συνιστά ενδεχομένως ευνοϊκότερη πρακτική για τους υπηκόους τρίτων χωρών.

    4.   ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — όπως έχει ερμηνευθεί από το ΔΕΕ στις υποθέσεις C-61/11, El Dridi, C-329/11, Achughbabian, C-430/11, Sagor, C-297/12, Filev και Osmani, C-38/14, Zaizoune, C-290/14, Celaj, C-47/15, Affum.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ελεύθερα αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, περιλαμβανομένης της φυλάκισης ως ποινικής κύρωσης, για παραβάσεις των μεταναστευτικών κανόνων, με την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέτρα δεν υπονομεύουν την εφαρμογή της οδηγίας περί επιστροφής και διασφαλίζουν τον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως δε εκείνων που εγγυάται ο ΧΘΔ όπως ερμηνεύονται σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις της ΕΣΔΑ. Εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να προσδιορίζει τα είδη των παραβάσεων των μεταναστευτικών κανόνων στα οποία πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις.

    Καμία διάταξη δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εξετάζουν και να λαμβάνουν υπόψη στο οικείο εθνικό ποινικό δίκαιο τις παραβάσεις των μεταναστευτικών κανόνων που διαπράττονται σε άλλα κράτη μέλη.

    Μη συμμόρφωση προς απαγόρευση εισόδου: τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν κυρώσεις ποινικού δικαίου εις βάρος παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν επιστραφεί και που εισέρχονται εκ νέου στο έδαφος κράτους μέλους παραβιάζοντας απαγόρευση εισόδου. Τέτοιου είδους ποινικές κυρώσεις είναι αποδεκτές μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η απαγόρευση εισόδου που έχει εκδοθεί εις βάρος του υπηκόου τρίτης χώρας συνάδει με τις διατάξεις της οδηγίας. Οι εν λόγω ποινικές κυρώσεις διασφαλίζουν τον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της σύμβασης της Γενεύης του 1951 (22), ιδίως δε του άρθρου 31 παράγραφος 1 (23) [βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-290/14, Celaj  (24)].

    Η οδηγία περί επιστροφής δεν απαγορεύει την επιβολή ποινικών κυρώσεων, βάσει των εθνικών κανόνων ποινικής δικονομίας, σε υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους έχουν εφαρμοστεί ανεπιτυχώς οι διαδικασίες επιστροφής που θεσπίστηκαν με την οδηγία και οι οποίοι διαμένουν παράνομα στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς να υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή. Οι ποινικές κυρώσεις που αποσκοπούν στην αποτροπή της παράνομης παραμονής των εν λόγω επιστρεφόντων πρέπει να διασφαλίζουν τον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ιδίως εκείνων που εγγυάται η ΕΣΔΑ (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-329/11, Achughbabian, σκέψεις 48 και 49) καθώς και της αρχής της αναλογικότητας.

    Η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να προβλέπουν στην εθνική νομοθεσία αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις (π.χ., πρόστιμα, κατάσχεση εγγράφων, μείωση/άρνηση χορήγησης παροχών/επιδομάτων, άρνηση χορήγησης άδειας εργασίας) εις βάρος υπηκόων τρίτων χωρών που παρεμποδίζουν εσκεμμένα τη διαδικασία επιστροφής (π.χ., καταστροφή ή κατ' άλλο τρόπο διάθεση των υπαρχόντων ταξιδιωτικών εγγράφων, επίδειξη πλαστών ή παραποιημένων εγγράφων ταυτότητας, παρεμπόδιση της διαδικασίας ταυτοποίησης, επανειλημμένη άρνηση επιβίβασης), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κυρώσεις δεν θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου της οδηγίας περί επιστροφής και σέβονται πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα.

    Ποινικοποίηση της απλής παράνομης παραμονής: τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν ποινή φυλάκισης δυνάμει του εθνικού ποινικού δικαίου αποκλειστικά λόγω παράνομης παραμονής πριν από ή κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης διαδικασιών επιστροφής, καθόσον αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της επιστροφής (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-61/11, El Dridi). Η οδηγία περί επιστροφής δεν εμποδίζει, πάντως, τα κράτη μέλη να προβλέπουν ποινή φυλάκισης για την τέλεση άλλων αδικημάτων από εκείνα που στηρίζονται μόνο στην παράνομη είσοδο, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η εν λόγω διαδικασία (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-47/15, Affum, σκέψη 65).

    Οικονομικές κυρώσεις: η επιβολή (αναλογικής) χρηματικής ποινής για παράνομη παραμονή δυνάμει του εθνικού ποινικού δικαίου δεν είναι αφ' εαυτής ασύμβατη με τους στόχους της οδηγίας περί επιστροφής, καθόσον δεν αποκλείει την έκδοση αποφάσεως επιστροφής και την εκτέλεσή της, εφόσον τηρούνται πλήρως οι προϋποθέσεις της οδηγίας (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-430/11, Sagor). Η εθνική νομοθεσία που προβλέπει είτε πρόστιμο είτε απέλαση σε περιπτώσεις παράνομης παραμονής, κατ' αποκλεισμό καθενός εκ των μέτρων αυτών από το άλλο, είναι ασύμβατη με την οδηγία περί επιστροφής, καθώς θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-38/14, Zaizoune).

    Σε συμφωνία με το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25) («οδηγία για τις κυρώσεις κατά των εργοδοτών»), οι εργοδότες που απασχολούν παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών χωρίς άδεια οφείλουν να καταβάλουν χρηματικό πρόστιμο στο οποίο περιλαμβάνονται τα έξοδα επιστροφής στις περιπτώσεις που κινείται διαδικασία επιστροφής. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να προσαρμόζουν τις χρηματικές κυρώσεις ώστε να αντιστοιχούν τουλάχιστον στο μέσο κόστος επιστροφής.

    Άμεση απέλαση δυνάμει του εθνικού ποινικού δικαίου (σε περιπτώσεις που δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) —βλέπε ενότητα 2.3 ανωτέρω): επιτρέπεται μόνον εάν η απόφαση που επιβάλλει την ποινή συμμορφώνεται με όλες τις εγγυήσεις της οδηγίας περί επιστροφής (συμπεριλαμβανομένης της μορφής των αποφάσεων επιστροφής, των νομικών εγγυήσεων και της εκ των προτέρων εξέτασης της δυνατότητας οικειοθελούς αναχώρησης) (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-430/11, Sagor).

    Κατ' οίκον περιορισμός δυνάμει του εθνικού ποινικού δικαίου: επιτρέπεται μόνον εάν έχουν θεσπιστεί εγγυήσεις βάσει των οποίων ο κατ' οίκον περιορισμός δεν εμποδίζει την επιστροφή και παύει η εκτέλεση της ποινής αυτής μόλις καθίσταται δυνατή η φυσική μεταφορά του ενδιαφερομένου εκτός του εν λόγω κράτους μέλους (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-430/11, Sagor).

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    «Λόγοι που δικαιολογούν τη μη επιστροφή» μπορεί να είναι:

    είτε λόγοι που δεν εξαρτώνται από τον επιστρέφοντα (όπως για παράδειγμα καθυστερήσεις στην εξασφάλιση των αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες λόγω ανεπαρκούς συνεργασίας των αρχών της τρίτης χώρας, κατάσταση κρίσης στη χώρα επιστροφής που καθιστά αδύνατη την ασφαλή επιστροφή του, χορήγηση επίσημης αναβολής της επιστροφής σε ορισμένες κατηγορίες επιστρεφόντων), ή

    λόγοι που εξαρτώνται από τον επιστρέφοντα, οι οποίοι αναγνωρίζονται ως νόμιμοι ή δικαιολογημένοι δυνάμει του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου (π.χ., προβλήματα υγείας ή οικογενειακοί λόγοι που οδηγούν στην αναβολή της απομάκρυνσης, εκκρεμής διαδικασία προσφυγής με ανασταλτικό αποτέλεσμα, απόφαση συνεργασίας με τις αρχές ως μάρτυρας). Η απλή υποκειμενική επιθυμία παραμονής στην ΕΕ δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί «λόγος που δικαιολογεί τη μη επιστροφή».

    «Λόγοι που δεν δικαιολογούν τη μη επιστροφή» μπορεί να είναι λόγοι που εξαρτώνται από τον επιστρέφοντα, οι οποίοι δεν αναγνωρίζονται ως νόμιμοι ή δικαιολογημένοι δυνάμει του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου (όπως για παράδειγμα μη συνεργασία για την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, μη συνεργασία για την αποκάλυψη της ταυτότητας, καταστροφή εγγράφων, διαφυγή, παρεμπόδιση προσπαθειών απομάκρυνσης).

    5.   ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 6 παράγραφος 1

    Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους.

    Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκδίδουν απόφαση επιστροφής για οποιονδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας διαμένει παράνομα στο έδαφός τους, εκτός εάν προβλέπεται ρητή παρέκκλιση στο δίκαιο της Ένωσης (βλέπε στη συνέχεια τον κατάλογο των εξαιρέσεων). Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να ανέχονται στην πράξη την παρουσία παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτης χώρας στο έδαφός τους χωρίς να δρομολογήσουν διαδικασία επιστροφής ή να τους χορηγήσουν δικαίωμα παραμονής. Η υποχρέωση των κρατών μελών να δρομολογούν διαδικασία επιστροφής ή να χορηγούν δικαίωμα παραμονής αποσκοπεί στη μείωση των «γκρίζων ζωνών», στην αποτροπή της εκμετάλλευσης των παρανόμως διαμενόντων προσώπων και στη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου για όλους τους ενδιαφερομένους.

    Τα κράτη μέλη πρέπει να εκδίδουν απόφαση επιστροφής ανεξάρτητα από το εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει ή όχι έγκυρο δελτίο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο, και ανεξάρτητα από το εάν είναι δυνατή ή όχι η επανεισδοχή σε τρίτη χώρα.

    Η διάρκεια ισχύος των αποφάσεων επιστροφής δεν πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να μπορούν να εκτελούν τις αποφάσεις επιστροφής χωρίς να χρειάζεται να επαναλαμβάνουν εξαρχής τη διαδικασία σε περίπτωση που έχει παρέλθει συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ., ένα έτος), υπό την προϋπόθεση ότι η ατομική κατάσταση του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά εκ των πραγμάτων ή εκ του νόμου (π.χ., αλλαγή στο νομικό καθεστώς, κίνδυνος επαναπροώθησης) και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων ακρόασης και πραγματικής προσφυγής.

    Κατά γενικό κανόνα, το κριτήριο για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για τη διεξαγωγή των διαδικασιών επιστροφής είναι ο τόπος σύλληψης. Παράδειγμα: εάν ένας παράτυπος μετανάστης έχει εισέλθει στην ΕΕ μέσω του κράτους μέλους Α (χωρίς να εντοπιστεί), στη συνέχεια έχει ταξιδέψει μέσω των κρατών μελών Β και Γ (χωρίς να εντοπιστεί) και τελικά συλληφθεί στο κράτος μέλος Δ, το τελευταίο είναι αρμόδιο για τη διεξαγωγή της διαδικασίας επιστροφής. Η προσωρινή επαναφορά ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα μεταξύ των χωρών Σένγκεν δεν επηρεάζει αυτή την αρχή. Οι εξαιρέσεις στον γενικό αυτό κανόνα παρατίθενται στις ενότητες 5.2, 5.3, 5.4, 5.5 και 5.8 κατωτέρω.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Παράλληλα με την έκδοση απόφασης επιστροφής, μπορεί να επιβληθεί, δυνάμει του εθνικού δικαίου, διοικητικό πρόστιμο για παράνομη παραμονή. Ωστόσο, το εν λόγω διοικητικό πρόστιμο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την υποχρέωση των κρατών μελών να εκδώσουν απόφαση επιστροφής και να εκτελέσουν την απομάκρυνση (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-38/14, Zaizoune).

    Οι αποφάσεις επιστροφής αναφέρουν την υποχρέωση του υπηκόου τρίτης χώρας τον οποίον αφορούν να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους έκδοσης και να μεταβεί σε τρίτη χώρα σύμφωνα με τον ορισμό της «επιστροφής» (βλέπε ενότητα 1.3) ή, με άλλα λόγια, την υποχρέωση να εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών της ΕΕ και των συνδεδεμένων χωρών Σένγκεν. Εάν η υποχρέωση που επιβάλλεται στον υπήκοο τρίτης χώρας δεν είναι απολύτως σαφής, είναι πιθανό να προκύψει ως ανεπιθύμητη συνέπεια ο κίνδυνος μη εγκεκριμένων δευτερογενών μετακινήσεων.

    Αποφάσεις επιστροφής σύμφωνα με την οδηγία περί επιστροφής πρέπει επίσης να λαμβάνονται όταν η διαδικασία επιστροφής διεξάγεται μέσω συμφωνίας επανεισδοχής: η χρήση συμφωνιών επανεισδοχής με τρίτες χώρες (που καλύπτουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και τρίτων χωρών) δεν επηρεάζει την πλήρη και χωρίς περιορισμούς εφαρμογή της οδηγίας περί επιστροφής (που καλύπτει τη σχέση μεταξύ του κράτους που εκτελεί την απομάκρυνση και του επιστρέφοντος) σε κάθε περίπτωση επιστροφής χωριστά. Μάλιστα, η χρήση της συμφωνίας επανεισδοχής προϋποθέτει την προηγούμενη έκδοση απόφασης επιστροφής.

    Η εθνική νομοθεσία μπορεί να προβλέπει ότι ένας υπήκοος τρίτης χώρας υποχρεούται να εγκαταλείψει το έδαφος της ΕΕ εάν η παραμονή του είναι παράνομη. Αυτή η αφηρημένη νομική υποχρέωση δεν συνιστά απόφαση επιστροφής. Η υποχρέωση επιστροφής πρέπει να τεκμηριώνεται σε κάθε περίπτωση μέσω ατομικής απόφασης επιστροφής.

    Οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να αξιοποιούν στο έπακρο τα συναφή συστήματα πληροφορικής της Ένωσης, όπως το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν ΙΙ («SIS II»), το Eurodac και το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS), για τη στήριξη της διαδικασίας ταυτοποίησης και της εξατομικευμένης αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, καθώς και για τη διευκόλυνση και τη στήριξη της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο των διαδικασιών επιστροφής και επανεισδοχής.

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν αποτελεσματικά και αναλογικά μέτρα για την ανίχνευση, τον εντοπισμό και τη σύλληψη υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με γνώμονα την εκπλήρωση της υποχρέωσης έκδοσης αποφάσεων επιστροφής. Ως προς αυτό, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν προβλέπει ότι τα κράτη μέλη συλλαμβάνουν και υποβάλλουν σε διαδικασίες επιστροφής υπηκόους τρίτων χωρών που διήλθαν παρανόμως τα εξωτερικά σύνορα και δεν έχουν δικαίωμα παραμονής στην ΕΕ. Το άρθρο 14 της οδηγίας για τις κυρώσεις κατά των εργοδοτών προβλέπει περαιτέρω ότι τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε να διενεργούνται στην επικράτειά τους αποτελεσματικές και κατάλληλες επιθεωρήσεις με σκοπό να ελεγχθεί η απασχόληση παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

    Πρακτικές σύλληψης — σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων

    Η υποχρέωση των κρατών μελών να εκδίδουν απόφαση επιστροφής για κάθε υπήκοο τρίτης χώρας που διαμένει παράνομα στο έδαφός τους υπόκειται στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της αναλογικότητας (αιτιολογική σκέψη 24). Ο θεμιτός στόχος της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης μπορεί να εξισορροπείται με άλλα νόμιμα συμφέροντα του κράτους, όπως γενικά ζητήματα δημόσιας υγείας, το συμφέρον του κράτους για την καταπολέμηση του εγκλήματος, το συμφέρον ολοκληρωμένης καταγραφής των γεννήσεων, ο σεβασμός του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού (που επισημαίνεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 22), η σύμβαση της Γενεύης (όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 23), καθώς και άλλα συναφή θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    Η Επιτροπή αναφέρεται στις πτυχές που παρουσιάζονται στο έγγραφο του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του 2012 με τίτλο «Σύλληψη παρατύπως διαμενόντων μεταναστών — πτυχές των θεμελιωδών δικαιωμάτων» (έγγραφο 13847/12 του Συμβουλίου) ως κατευθύνσεις για τους τρόπους διεξαγωγής των πρακτικών σύλληψης ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών, και να εξασφαλίζεται παράλληλα η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών επιστροφής. Οι πρακτικές των κρατών μελών που τηρούν τις ανωτέρω κατευθύνσεις είναι δυνατόν να μην θεωρούνται παραβίαση της υποχρέωσης έκδοσης αποφάσεων επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής:

    Πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη:

    Οι παρατύπως διαμένοντες μετανάστες που ζητούν ιατρική βοήθεια δεν πρέπει να συλλαμβάνονται εντός ή πλησίον εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης.

    Τα ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση ανταλλαγής των προσωπικών δεδομένων των μεταναστών με τις αρχές επιβολής της μεταναστευτικής νομοθεσίας για ενδεχόμενους σκοπούς επιστροφής.

    Πρόσβαση στην εκπαίδευση:

    Οι παρατύπως διαμένοντες μετανάστες δεν πρέπει να συλλαμβάνονται εντός ή πλησίον των σχολείων στα οποία φοιτούν τα παιδιά τους.

    Τα σχολεία πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση ανταλλαγής των προσωπικών δεδομένων των μεταναστών με τις αρχές επιβολής της μεταναστευτικής νομοθεσίας για ενδεχόμενους σκοπούς επιστροφής.

    Ελευθερία θρησκείας:

    Οι παρατύπως διαμένοντες μετανάστες δεν πρέπει να συλλαμβάνονται εντός ή πλησίον επίσημων χώρων λατρείας κατά την τέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.

    Δήλωση γέννησης:

    Οι παρατύπως διαμένοντες μετανάστες πρέπει να μπορούν να δηλώνουν τη γέννηση των παιδιών τους και να αποκτούν τη σχετική ληξιαρχική πράξη γέννησης χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο σύλληψης.

    Τα αρμόδια για την έκδοση πιστοποιητικών γέννησης ληξιαρχεία πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση ανταλλαγής των προσωπικών δεδομένων των μεταναστών με τις αρχές επιβολής της μεταναστευτικής νομοθεσίας για ενδεχόμενους σκοπούς επιστροφής.

    Πρόσβαση στη δικαιοσύνη:

    Για τον σκοπό της καταπολέμησης του εγκλήματος, τα κράτη μέλη μπορούν να εξετάσουν την παροχή δυνατότητας στα θύματα και τους μάρτυρες να καταγγέλλουν εγκληματικές πράξεις χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο σύλληψης. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες ορθές πρακτικές:

    η παροχή δυνατότητας ανώνυμης ή ημιανώνυμης καταγγελίας ή άλλων μέσων αποτελεσματικής καταγγελίας,

    η παροχή δυνατότητας, στα θύματα και τους μάρτυρες σοβαρών εγκληματικών ενεργειών, υποβολής καταγγελίας στις αστυνομικές αρχές μέσω τρίτων (όπως διαμεσολαβητές σε θέματα μετανάστευσης, ειδικά εντεταλμένοι υπάλληλοι· ή φορείς που παρέχουν ανθρωπιστική και νομική βοήθεια),

    ο καθορισμός των συνθηκών υπό τις οποίες επιτρέπεται η χορήγηση άδειας παραμονής στα θύματα ή τους μάρτυρες εγκληματικών πράξεων, περιλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας, βάσει των κανόνων της οδηγίας 2004/81/ΕΚ του Συμβουλίου (26) και της οδηγίας 2009/52/ΕΚ,

    η αξιολόγηση της ανάγκης να αποσυνδεθεί το καθεστώς μετανάστη των θυμάτων βίας από τον κύριο κάτοχο της άδειας παραμονής, σε περίπτωση που αυτός είναι ο δράστης,

    η κατάρτιση φυλλαδίων σε συνεργασία με τις επιθεωρήσεις εργασίας ή άλλους αρμόδιους φορείς για τη συστηματική και αντικειμενική ενημέρωση των μεταναστών που συλλαμβάνονται στους χώρους εργασίας τους σχετικά με τις υφιστάμενες δυνατότητες υποβολής καταγγελίας κατά του εργοδότη τους, βάσει της οδηγίας 2009/52/ΕΚ, καθώς και η λήψη μέτρων για τη διαφύλαξη των συναφών αποδεικτικών στοιχείων.

    Οι παρατύπως διαμένοντες μετανάστες που ζητούν νομική βοήθεια δεν πρέπει να συλλαμβάνονται εντός ή πλησίον εργατικών σωματείων ή άλλων οντοτήτων που παρέχουν ανάλογη στήριξη.

    Επιπλέον, η Επιτροπή συνιστά οι παρατύπως διαμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών που επιθυμούν να εισέλθουν σε κτίρια δημόσιων υπηρεσιών που καταχωρίζουν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας ή τις αιτήσεις για καθεστώς ανιθαγενούς να μη συλλαμβάνονται εντός ή πλησίον των εν λόγω εγκαταστάσεων.

    Ειδικές περιπτώσεις:

    5.1.   Σύλληψη κατά τον έλεγχο εξόδου

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 6

    Απόφαση επιστροφής μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να εκδίδεται και για παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών που συλλαμβάνονται στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ ενώ αναχωρούν από το έδαφος της ΕΕ, κατόπιν κατά περίπτωση ανάλυσης και λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας. Η εν λόγω απόφαση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί σε περιπτώσεις σημαντικής υπέρβασης της επιτρεπόμενης διάρκειας παραμονής ή παράνομης παραμονής που εντοπίζεται κατά τον έλεγχο εξόδου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να δρομολογήσουν διαδικασία επιστροφής όταν λάβουν γνώση της παράνομης παραμονής και να συνεχίσουν τη διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση απόφασης επιστροφής συνοδευόμενης από απαγόρευση εισόδου στο πλαίσιο διαδικασίας «ερήμην», τηρώντας τις διαδικαστικές εγγυήσεις που ορίζονται στις ενότητες 11.3 και 12 κατωτέρω.

    Μολονότι σε μια τέτοια ειδική περίπτωση, το πρόσωπο πρόκειται ούτως ή άλλως να αποχωρήσει από την ΕΕ, η έκδοση απόφασης επιστροφής μπορεί να έχει νόημα διότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να εκδώσουν επίσης απαγόρευση εισόδου, αποτρέποντας με τον τρόπο αυτό την περαιτέρω είσοδο και τον πιθανό κίνδυνο παράνομης παραμονής.

    Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν διαδικασίες έκδοσης αποφάσεων επιστροφής και, εάν συντρέχει περίπτωση, απαγορεύσεων εισόδου απευθείας στον αερολιμένα, σε άλλα σημεία διέλευσης των εξωτερικών συνόρων ή, για τις απαγορεύσεις εισόδου, ερήμην διαδικασίες (βλέπε ενότητα 11.3) σε ανάλογες ειδικές περιπτώσεις.

    Εάν υπήκοος τρίτης χώρας έχει υπερβεί την επιτρεπόμενη διάρκεια της θεώρησης ή της άδειάς του σε ένα πρώτο κράτος μέλος και αποχωρήσει από την Ένωση μέσω δεύτερου κράτους μέλους/κράτους μέλους διέλευσης, η απόφαση επιστροφής και η απαγόρευση εισόδου πρέπει να εκδοθούν από το δεύτερο κράτος μέλος (το πρόσωπο που υπερβαίνει την επιτρεπόμενη διάρκεια διαμονής κανονικά θεωρείται «παρανόμως διαμένον» κατά την έννοια της οδηγίας περί επιστροφής και στο δεύτερο κράτος μέλος).

    5.2.   Πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής από άλλο κράτος μέλος

    Νομική βάση: Οδηγία 2001/40/ΕΚ του Συμβουλίου (27)

    Υπενθύμιση/επεξήγηση: Το αποτέλεσμα απόφασης επιστροφής που εκδίδεται από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος εξετάστηκε σε χωριστό κεφάλαιο V της πρότασης της Επιτροπής του 2005 για την οδηγία περί επιστροφής («Σύλληψη σε άλλα κράτη μέλη»). Ωστόσο, το εν λόγω κεφάλαιο, καθώς και το άρθρο 20 της πρότασης της Επιτροπής που προέβλεπε την κατάργηση της οδηγίας 2001/40/ΕΚ διαγράφηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και η ισχύς της οδηγίας 2001/40 διατηρήθηκε. Με την οδηγία 2001/40/ΕΚ καθίσταται ρητά δυνατή η αναγνώριση απόφασης επιστροφής που λαμβάνει αρμόδια αρχή κράτους μέλους κατά υπηκόου τρίτης χώρας ευρισκόμενου στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Το άρθρο 6 της οδηγίας περί επιστροφής δεν αναφέρει ρητά την περίπτωση αναγνώρισης από δεύτερο κράτος μέλος απόφασης επιστροφής που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία 2001/40/ΕΚ. Η κυριολεκτική ερμηνεία του άρθρου 6, που θα απαιτούσε σε αυτή την περίπτωση από το κράτος μέλος που αναγνωρίζει την απόφαση να εκδώσει και δεύτερη πλήρη απόφαση επιστροφής σύμφωνα με την οδηγία 2008/115/ΕΚ, θα καταργούσε τυχόν προστιθεμένη αξία της οδηγίας 2001/40/ΕΚ. Προκειμένου να διατηρηθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2001/40/ΕΚ, ήταν απαραίτητο να αναζητηθεί μια ερμηνεία που θα προσέδιδε ουσιαστικό νόημα στη συνεχιζόμενη συνύπαρξη των δύο οδηγιών.

    Εάν το κράτος μέλος Α συλλάβει πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί ήδη απόφαση επιστροφής από το κράτος μέλος Β, το κράτος μέλος Α έχει τις εξής επιλογές:

    α)

    να εκδώσει νέα απόφαση επιστροφής δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής· ή

    β)

    να επιστρέψει τον ενδιαφερόμενο στο κράτος μέλος Β δυνάμει ισχύουσας διμερούς συμφωνίας σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας περί επιστροφής· ή

    γ)

    να αναγνωρίσει την απόφαση επιστροφής που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος Β σύμφωνα με την οδηγία 2001/40/ΕΚ.

    Εάν το κράτος μέλος Α αναγνωρίσει την απόφαση επιστροφής που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος Β σύμφωνα με την οδηγία 2001/40/ΕΚ, υποχρεούται και πάλι να εφαρμόσει τις εγγυήσεις που σχετίζονται με την εκτέλεση της επιστροφής (απομάκρυνση) και προβλέπονται στην οδηγία περί επιστροφής κατά την εκτέλεση της αναγνωρισμένης απόφασης επιστροφής.

    Η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων επιστροφής μπορεί να παράσχει σημαντική προστιθέμενη αξία σε ορισμένους συνδυασμούς νομικών πράξεων, ιδίως όσον αφορά τη χερσαία διέλευση των επιστρεφόντων (βλέπε ενότητα 6.4 κατωτέρω). Η Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν την επιλογή της αμοιβαίας αναγνώρισης στις περιπτώσεις που αυτό συμβάλλει στην επιτάχυνση των διαδικασιών επιστροφής και στη μείωση του διοικητικού φόρτου.

    5.3.   Συνάφεια με τους κανόνες του Δουβλίνου

    Νομική βάση: κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28) («κανονισμός του Δουβλίνου») — άρθρα 19 και 24

    Το άρθρο 6 της οδηγίας περί επιστροφής δεν αναφέρει ρητά την περίπτωση κατά την οποία το δεύτερο κράτος μέλος κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχεται στον κανονισμό του Δουβλίνου για υποβολή αιτήματος στο πρώτο κράτος μέλος για την εκ νέου ανάληψη παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας. Η κυριολεκτική ερμηνεία του άρθρου 6 που θα απαιτούσε σε αυτή την περίπτωση από το (δεύτερο) κράτος μέλος που υποβάλλει την αίτηση να εκδώσει επίσης πλήρη απόφαση επιστροφής σύμφωνα με την οδηγία 2008/115/ΕΚ θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση της προστιθέμενης αξίας των συναφών κανόνων του Δουβλίνου. Η διατύπωση του κανονισμού του Δουβλίνου αναφέρεται ρητώς σε αυτό το ζήτημα και προβλέπει σαφείς κανόνες που εξειδικεύουν την εφαρμογή της οδηγίας περί επιστροφής και του κανονισμού του Δουβλίνου.

    Οι περιπτώσεις στις οποίες ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει υποβάλει αίτηση ασύλου και έχει εξασφαλίσει δικαίωμα παραμονής ως αιτών άσυλο στο δεύτερο κράτος μέλος δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής, δεδομένου ότι ο υπήκοος της τρίτης χώρας απολαύει δικαιώματος παραμονής ως αιτών άσυλο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι «διαμένει παράνομα» στο δεύτερο κράτος μέλος.

    Από την άλλη πλευρά, οι περιπτώσεις στις οποίες ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει υποβάλει αίτηση ασύλου και δεν έχει εξασφαλίσει δικαίωμα παραμονής ως αιτών άσυλο στο δεύτερο κράτος μέλος εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής. Ενδέχεται να προκύψουν οι ακόλουθες καταστάσεις (29):

    α)

    Ο υπήκοος της τρίτης χώρας διαθέτει καθεστώς αιτούντος άσυλο στο πρώτο κράτος μέλος (διαδικασία υπό εξέλιξη, όχι οριστική απόφαση): εφαρμόζεται ο κανονισμός του Δουβλίνου βάσει της υποκείμενης αρχής που προβλέπει ότι η αξιολόγηση των αναγκών διεθνούς προστασίας κάθε υπηκόου τρίτης χώρας που υποβάλλει αίτηση ασύλου σε ένα από τα κράτη μέλη θα πρέπει να πραγματοποιείται εξολοκλήρου από ένα κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να επιστρέψουν τον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας σε τρίτη χώρα· αντίθετα, μπορούν να τον στείλουν στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του δυνάμει του κανονισμού του Δουβλίνου.

    β)

    Ο υπήκοος της τρίτης χώρας έχει ανακαλέσει την αίτηση ασύλου του στο πρώτο κράτος μέλος: εάν η ανάκληση της αίτησης οδηγήσει στην απόρριψή της (βάσει του άρθρου 27 ή του άρθρου 28 της αναδιατυπωμένης οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου), μπορούν να εφαρμοστούν οι κανόνες που περιγράφονται στο σημείο iii κατωτέρω (επιλογή μεταξύ της εφαρμογής των κανόνων του Δουβλίνου ή της οδηγίας περί επιστροφής). Εάν η ανάκληση της αίτησης δεν οδηγήσει στην απόρριψή της, εφαρμόζεται ο κανονισμός του Δουβλίνου (ως lex specialis) βάσει της αρχής που προβλέπει ότι η αξιολόγηση των αναγκών διεθνούς προστασίας κάθε υπηκόου τρίτης χώρας που υποβάλλει αίτηση ασύλου σε ένα από τα κράτη μέλη πρέπει να πραγματοποιείται εξολοκλήρου από ένα κράτος μέλος.

    γ)

    Ο υπήκοος της τρίτης χώρας υπόκειται σε οριστική απόφαση στο πρώτο κράτος μέλος, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση ασύλου του: το κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει αν θα εφαρμόσει τον κανονισμό του Δουβλίνου ή την οδηγία περί επιστροφής. Στον κανονισμό του Δουβλίνου, η επιλογή αυτή ορίζεται σαφώς στο άρθρο 24 παράγραφος 4 και προστίθεται η διευκρίνιση ότι όταν οι αρχές αποφασίζουν να υποβάλουν αίτηση δυνάμει του κανονισμού του Δουβλίνου, η εφαρμογή της οδηγίας περί επιστροφής και οι διαδικασίες επιστροφής αναστέλλονται και ισχύουν μόνον οι κανόνες του Δουβλίνου (αυτό επηρεάζει επίσης τους κανόνες για την κράτηση και τα ένδικα μέσα).

    δ)

    Ο υπήκοος της τρίτης χώρας έχει ήδη επιστραφεί/απομακρυνθεί επιτυχώς (κατόπιν απόρριψης ή ανάκλησης της αίτησης ασύλου του) από το πρώτο κράτος μέλος σε μια τρίτη χώρα: εάν ο υπήκοος της τρίτης χώρας εισέλθει εκ νέου στο έδαφος της ΕΕ, το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού του Δουβλίνου ορίζει ότι το πρώτο κράτος μέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον υπεύθυνο για τον υπήκοο της τρίτης χώρας. Ως εκ τούτου δεν προβλέπεται η μεταφορά του στο εν λόγω κράτος μέλος. Συνεπώς εφαρμόζεται η οδηγία περί επιστροφής.

    Πρακτικά παραδείγματα:

    Αιτών διεθνή προστασία στο κράτος μέλος Α ταξιδεύει χωρίς να έχει το δικαίωμα σε γειτονικό κράτος μέλος Β (διασχίζοντας εσωτερικά σύνορα), όπου συλλαμβάνεται από την αστυνομία. Στο πλαίσιο του κανονισμού του Δουβλίνου, ο ενδιαφερόμενος μεταφέρεται από το κράτος μέλος Β πίσω στο κράτος μέλος Α. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει το κράτος μέλος Β να εκδώσει απόφαση επιστροφής κατά του εν λόγω προσώπου λόγω παράνομης διαμονής στο έδαφός του;

    Υπερισχύουν οι κανόνες του Δουβλίνου. Δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση επιστροφής από το κράτος μέλος Β.

    Επιτρέπεται το κράτος μέλος Α (στο σενάριο που περιγράφεται ανωτέρω) να εκδώσει το ίδιο απόφαση επιστροφής (μαζί με απαγόρευση εισόδου που θα αναβληθεί μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ασύλου);

    Όχι. Εφόσον το πρόσωπο απολαύει του δικαιώματος παραμονής ως αιτών άσυλο στο κράτος μέλος Α, η παραμονή του στο εν λόγω κράτος μέλος δεν είναι παράνομη υπό την έννοια της οδηγίας περί επιστροφής και δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση επιστροφής από το κράτος μέλος Α.

    Υπήκοος τρίτης χώρας στον οποίο χορηγείται διεθνής προστασία από το κράτος μέλος Α διαμένει παράνομα στο κράτος μέλος Β (π.χ., υπερβαίνει την επιτρεπόμενη διάρκεια παραμονής του κατά 90 ημέρες). Εφαρμόζεται η οδηγία περί επιστροφής σε αυτές τις περιπτώσεις; Ποιες διαδικασίες πρέπει να εφαρμοστούν εάν το πρόσωπο αρνηθεί να επιστρέψει οικειοθελώς στο πρώτο κράτος μέλος που του χορήγησε προστασία;

    Ο κανονισμός του Δουβλίνου δεν περιέχει κανόνες σχετικά με την εκ νέου ανάληψη δικαιούχων διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, εφαρμόζεται το «γενικό καθεστώς» που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας περί επιστροφής. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος μέλος Β θα πρέπει να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο να επιστρέψει στο κράτος μέλος Α και —εάν αυτός δεν συμμορφωθεί οικειοθελώς— το κράτος μέλος Β πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο έκδοσης απόφασης επιστροφής, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εγγυήσεις που προβλέπονται στην οδηγία περί επιστροφής, συμπεριλαμβανομένης συγκεκριμένα της αρχής της μη επαναπροώθησης. Σε ορισμένες περιστάσεις στις οποίες η επιστροφή/απομάκρυνση προς τρίτη χώρα δεν είναι δυνατή και η επάνοδος του προσώπου σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να θεωρηθεί ως ευνοϊκότερο μέτρο (βλέπε ενότητα 3), το κράτος μέλος Β μπορεί να επιβάλει την επάνοδο του προσώπου στο κράτος μέλος Α· οι διαδικασίες που σχετίζονται με την επάνοδο παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε άλλο κράτος μέλος διέπονται από το εθνικό δίκαιο.

    Υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματα κατόπιν παράτυπης εισόδου στο κράτος μέλος Α και ο οποίος δεν έχει ζητήσει άσυλο στο κράτος μέλος Α συλλαμβάνεται εν συνεχεία στο κράτος μέλος Β. Μπορεί το κράτος μέλος Β να τον μεταφέρει στο κράτος μέλος Α σύμφωνα με τους κανόνες του Δουβλίνου;

    Όχι. Εφόσον δεν υπάρχει σύνδεσμος με διαδικασία ασύλου, ο κανονισμός του Δουβλίνου δεν εφαρμόζεται.

    5.4.   Παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας με δικαίωμα παραμονής σε άλλο κράτος μέλος

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 6 παράγραφος 2

    Οι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους και διαθέτουν έγκυρο τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής και έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, υποχρεούνται να μεταβαίνουν αμέσως στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του υπηκόου τρίτης χώρας με την παρούσα απαίτηση ή όταν η άμεση αναχώρηση του υπηκόου τρίτης χώρας απαιτείται από λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, εφαρμόζεται η παράγραφος 1.

    Αυτή η διάταξη, η οποία αντικαθιστά παρεμφερή κανόνα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 23 παράγραφοι 2 και 3 της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν («ΣΕΣ») (30), προβλέπει ότι δεν θα πρέπει να εκδίδεται απόφαση επιστροφής για παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών που διαθέτουν έγκυρο τίτλο διαμονής σε άλλο κράτος μέλος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο υπήκοος της τρίτης χώρας πρέπει καταρχάς να κληθεί να επιστρέψει άμεσα στο κράτος μέλος όπου απολαύει δικαιώματος παραμονής. Απόφαση επιστροφής εκδίδεται μόνον εάν ο ενδιαφερόμενος δεν συμμορφωθεί με το εν λόγω αίτημα ή σε περιπτώσεις κινδύνου για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Η μορφή που λαμβάνει το αίτημα «να μεταβαίνουν αμέσως στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους» πρέπει να οριστεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Συνιστάται η έκδοση γραπτών και αιτιολογημένων αποφάσεων. Προκειμένου να αποφευχθεί η σύγχυση, η απόφαση δεν πρέπει να ονομάζεται «απόφαση επιστροφής».

    Προθεσμία επανόδου στο άλλο κράτος μέλος: δεν μπορεί να δοθεί γενική ένδειξη σχετικά με το διάστημα που πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ του αιτήματος μετάβασης στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και της χρονικής στιγμής της έκδοσης απόφασης επιστροφής δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1. Πρέπει να επιλέγεται το κατάλληλο χρονικό πλαίσιο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αφού ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες περιστάσεις, η αρχή της αναλογικότητας και το γεγονός ότι στη νομική διάταξη χρησιμοποιείται ο όρος «αμέσως». Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ του αιτήματος μετάβασης στο έδαφος του άλλου κράτους μέλους και της έκδοσης απόφασης επιστροφής δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 δεν πρέπει να συνυπολογίζεται στην τελική προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης, δεδομένου ότι η εν λόγω προθεσμία αποτελεί στοιχείο της απόφασης επιστροφής και θα αρχίσει να μετρά μόνο μετά την έκδοση της απόφασης επιστροφής.

    Έλεγχος της αναχώρησης προς το άλλο κράτος μέλος: Το δίκαιο της Ένωσης δεν προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ελέγχεται η συμμόρφωση με την υποχρέωση μετάβασης στο άλλο κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν, σύμφωνα με το οικείο εθνικό δίκαιο, ότι δίδεται η κατάλληλη συνέχεια στις αποφάσεις τους.

    Επαλήθευση της εγκυρότητας των τίτλων/αδειών που εκδίδονται από άλλο κράτος μέλος: επί του παρόντος δεν υφίσταται κεντρικό σύστημα για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με αυτό το ζήτημα. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να αναπτύξουν συνεργασία σε διμερές επίπεδο και να παρέχουν χωρίς καθυστέρηση τις σχετικές πληροφορίες σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τη ρύθμιση διμερούς συνεργασίας. Τα υφιστάμενα εθνικά σημεία επαφής [π.χ., αυτά που αναφέρονται στο παράρτημα 2 του εγχειριδίου Σένγκεν (31)] μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό.

    Ο όρος «τίτλος διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής» (32) είναι πολύ ευρύς και καλύπτει όλα τα καθεστώτα που χορηγούνται ή τις άδειες που εκδίδονται από κράτος μέλος και παρέχουν δικαίωμα νόμιμης παραμονής, και δεν αποδέχονται απλώς την προσωρινή αναβολή της επιστροφής/απομάκρυνσης.

    Ο όρος καλύπτει τα ακόλουθα:

    θεωρήσεις μακράς διαρκείας (παρέχουν σαφώς δικαίωμα παραμονής),

    προσωρινές άδειες για ανθρωπιστικούς λόγους (εφόσον η εν λόγω άδεια παρέχει δικαίωμα παραμονής και όχι μόνον αναβολή της επιστροφής),

    τίτλους διαμονής που έχουν λήξει, βάσει καθεστώτος διεθνούς προστασίας που εξακολουθεί να ισχύει (το καθεστώς διεθνούς προστασίας δεν εξαρτάται από την ισχύ του εγγράφου που το αποδεικνύει),

    έγκυρες θεωρήσεις σε άκυρα (ληγμένα) ταξιδιωτικά έγγραφα. Σύμφωνα με τη συναφή ενωσιακή νομοθεσία, δεν επιτρέπεται η έκδοση θεώρησης με ισχύ που υπερβαίνει την ισχύ του διαβατηρίου. Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να προκύψει ποτέ στην πράξη η περίπτωση έγκυρης θεώρησης σε ληγμένο διαβατήριο. Εάν ωστόσο παρουσιαστεί μια τέτοια περίπτωση, ο εμπλεκόμενος υπήκοος της τρίτης χώρας δεν θα πρέπει να τιμωρηθεί αδικαιολόγητα. Για αναλυτική καθοδήγηση σχετικά με τους συναφείς κανόνες περί θεωρήσεων βλέπε το ενημερωμένο εγχειρίδιο για τις θεωρήσεις — μέρος II, σημεία 4.1.1 και 4.1.2 (33).

    Ο όρος δεν καλύπτει τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    τίτλους διαμονής που έχουν λήξει βάσει καθεστώτος διαμονής που έχει λήξει,

    πλαστά και παραποιημένα διαβατήρια ή τίτλους διαμονής,

    έγγραφα που πιστοποιούν την προσωρινή αναβολή της απομάκρυνσης,

    ανοχή (εφόσον η ανοχή δεν συνεπάγεται νόμιμο δικαίωμα παραμονής).

    Κατά γενικό κανόνα δεν εκτελείται απομάκρυνση προς άλλα κράτη μέλη: εάν υπήκοος τρίτης χώρας δεν συμφωνήσει να επιστρέψει οικειοθελώς σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 στο κράτος μέλος στο οποίο διαθέτει άδεια, εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφος 1 και εκδίδεται απόφαση επιστροφής που ορίζει την άμεση επιστροφή του σε τρίτη χώρα. Δεν επιτρέπεται η αναγκαστική μεταφορά του προσώπου στο άλλο κράτος μέλος, εκτός εάν υφίσταται διμερής συμφωνία μεταξύτων κρατών μελών που ίσχυε ήδη στις 13 Ιανουαρίου 2009 (βλέπε ενότητα 5.5) και η οποία προβλέπει ρητώς αυτή τη δυνατότητα, ή σε ορισμένες περιστάσεις στις οποίες η επιστροφή/απομάκρυνση προς τρίτη χώρα δεν είναι δυνατή και το κράτος μέλος που εξέδωσε την άδεια συμφωνεί να αναλάβει εκ νέου το πρόσωπο.

    Δεν επιτρέπεται η έκδοση απαγορεύσεων εισόδου στην ΕΕ σε περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφος 2: όταν παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας μεταφέρεται σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 2, δεν μπορεί να εκδοθεί απαγόρευση εισόδου στην ΕΕ δυνάμει του άρθρου 11, διότι το άρθρο 11 εφαρμόζεται αποκλειστικά σε σχέση με την έκδοση απόφασης επιστροφής και όχι σε περιπτώσεις «επανόδου» σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, δεν έχει νόημα από πρακτική άποψη η έκδοση απαγόρευσης εισόδου στην ΕΕ εφόσον ο ενδιαφερόμενος θα εξακολουθήσει να διαμένει νόμιμα σε άλλο κράτος μέλος.

    Υποχρέωση άμεσης αναχώρησης για λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης: στις εξαιρετικές περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 (δεύτερη πρόταση) (δεύτερη περίπτωση), εκδίδεται αμέσως απόφαση επιστροφής και το εν λόγω πρόσωπο απομακρύνεται προς τρίτη χώρα. Το κράτος μέλος στο οποίο ο ενδιαφερόμενος απολαύει δικαιώματος παραμονής πρέπει να ενημερωθεί σχετικά.

    Πρακτικό παράδειγμα:

    Ποιες διατάξεις της οδηγίας περί επιστροφής πρέπει να εφαρμοστούν σε περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που εντοπίζεται σε ένα κράτος μέλος Α, διαθέτει έγκυρο τίτλο διαμονής που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος Β και ταυτόχρονα έχει καταχωριστεί ως ανεπιθύμητο άτομο στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (απαγόρευση εισόδου) από το κράτος μέλος Γ;

    Το κράτος μέλος Α θα πρέπει να εφαρμόσει το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας και να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο να επιστρέψει στο κράτος μέλος Β. Όσον αφορά τη συνύπαρξη απαγόρευσης εισόδου που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος Γ και τίτλου διαμονής που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος Β, αυτό πρέπει να αποσαφηνιστεί σε διμερές επίπεδο μεταξύ του κράτους μέλους που καταχώρισε τον ενδιαφερόμενο ως ανεπιθύμητο (Γ) και του κράτους μέλους που είχε εκδώσει τον τίτλο (Β) σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν.

    5.5.   Παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας που καλύπτεται από υφιστάμενες διμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 6 παράγραφος 3

    Ενδεικτικός κατάλογος των υφιστάμενων διμερών συμφωνιών επανεισδοχής μεταξύ των κρατών μελών διατίθεται στη διεύθυνση: http://rsc.eui.eu/RDP/research/analyses/ra/

    Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπήκοο τρίτης χώρας που διαμένει παρανόμως στο έδαφός τους, εφόσον άλλο κράτος μέλος αναλαμβάνει τον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας δυνάμει διμερών συμφωνιών ή διευθετήσεων που ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας (ήτοι, 13 Ιανουαρίου 2009). Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος που αναλαμβάνει τον συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας εφαρμόζει την παράγραφο 1.

    Αυτή η διάταξη προβλέπει —κατ' εξαίρεση και υπό τη μορφή «ρήτρας διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης»— τη δυνατότητα των κρατών μελών να μεταφέρουν παράτυπους μετανάστες σε άλλα κράτη μέλη δυνάμει διμερών συμφωνιών ή διευθετήσεων που ίσχυαν στις 13 Ιανουαρίου 2009.

    Ιστορική υπενθύμιση/εξήγηση: η συγκεκριμένη διάταξη συμπεριλήφθηκε στο κείμενο της οδηγίας περί επιστροφής σε προχωρημένο στάδιο των διαπραγματεύσεων κατόπιν επίμονων αιτημάτων ορισμένων κρατών μελών που επέμειναν ότι η οδηγία δεν πρέπει να τα υποχρεώνει να μεταβάλουν τις καθιερωμένες πρακτικές εκ νέου ανάληψης και επανόδου των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε άλλα κράτη μέλη δυνάμει διμερών συμφωνιών.

    Η αρχή στην οποία βασίζεται η οδηγία περί επιστροφής είναι η άμεση επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτης χώρας από την ΕΕ σε τρίτες χώρες. Το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας προβλέπει συνεπώς εξαίρεση η οποία αφορά μόνον την υποχρέωση του κράτους μέλους στου οποίου το έδαφος βρίσκεται ο υπήκοος τρίτης χώρας να εκδώσει απόφαση περί επιστροφής του, η οποία υποχρέωση βαρύνει τότε το κράτος μέλος που αναλαμβάνει τον υπήκοο αυτό. Δεν προβλέπει πρόσθετη εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής πέραν των οριζομένων στο άρθρο 2 παράγραφος 2 αυτής —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-47/15, Affum (σκέψεις 82-85).

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Μεταγενέστερη χρήση διμερών συμφωνιών μεταξύ των κρατών μελών Α-Β και Β-Γ: η οδηγία περί επιστροφής, και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 3, δεν απαγορεύει ρητά την εκ νέου ανάληψη-«ντόμινο» δυνάμει υφιστάμενων διμερών διευθετήσεων. Ωστόσο, είναι σημαντικό η πλήρης διαδικασία επιστροφής σύμφωνα με την οδηγία να εκτελεστεί τελικά από ένα κράτος μέλος. Δεδομένου ότι αυτού του είδους οι μεταγενέστερες διαδικασίες είναι δαπανηρές για τις διοικητικές αρχές και συνεπάγονται περαιτέρω ταλαιπωρία για τους επιστρέφοντες, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να μην εφαρμόζουν αυτή την πρακτική.

    Δεν επιτρέπεται η έκδοση απαγορεύσεων εισόδου στην ΕΕ σε περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφος 3: όταν παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας μεταφέρεται σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3, δεν μπορεί να εκδοθεί απαγόρευση εισόδου στην ΕΕ δυνάμει του άρθρου 11, δεδομένου ότι το άρθρο 11 εφαρμόζεται αποκλειστικά σε σχέση με την έκδοση απόφασης επιστροφής και δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις απλής «επανόδου» σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, δεν έχει νόημα από πρακτική άποψη η έκδοση απαγόρευσης εισόδου στην ΕΕ εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν αναχωρεί ακόμη από την ΕΕ. Σχετικά με τη δυνατότητα έκδοσης απαγορεύσεων εισόδου αμιγώς εθνικού χαρακτήρα σε εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 2 της ΣΕΣ, βλέπε ενότητα 11.8.

    Απόφαση μεταφοράς του υπηκόου τρίτης χώρας σε άλλο κράτος μέλος: η απόφαση αυτή συνιστά ένα από τα προβλεπόμενα στην οδηγία περί επιστροφής μέτρα για τον τερματισμό της παράνομης παραμονής και προκαταρκτικό στάδιο της απομάκρυνσης από το έδαφος της Ένωσης. Τα κράτη μέλη πρέπει επομένως να εκδίδουν με επιμέλεια και αμελλητί τη συγκεκριμένη απόφαση, ώστε η μεταφορά στο υπεύθυνο για τη διαδικασία επιστροφής κράτος μέλος να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατό —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-47/15, Affum (σκέψη 87).

    Δεδομένου ότι η έννοια της «επιστροφής» δυνάμει της οδηγίας περί επιστροφής αφορά πάντοτε επιστροφή σε τρίτη χώρα, συνιστάται αυτού του είδους οι εθνικές αποφάσεις να ονομάζονται «απόφαση μεταφοράς» ή «απόφαση επανόδου» και όχι «απόφαση επιστροφής».

    Ρήτρα διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης: Το άρθρο 6 παράγραφος 3 αποτελεί σαφώς ρήτρα διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν την επιλογή που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 μόνο σε σχέση με διμερείς διευθετήσεις επανεισδοχής που τέθηκαν σε ισχύ πριν από τις 13 Ιανουαρίου 2009. Οι υφιστάμενες διευθετήσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο αναδιαπραγμάτευσης ή ανανέωσης μετά τις 13 Ιανουαρίου 2009 μπορούν να συνεχίσουν να καλύπτονται από το άρθρο 6 παράγραφος 3 εάν η συμφωνία που προέκυψε από την αναδιαπραγμάτευση/την ανανέωση αποτελεί τροποποίηση της ήδη υφιστάμενης συμφωνίας και χαρακτηρίζεται σαφώς ως τέτοια. Εάν η συμφωνία που προέκυψε από την αναδιαπραγμάτευση/την ανανέωση είναι aliud (μια εντελώς νέα συμφωνία με διαφορετική ουσία), δεν καλύπτεται πλέον από το άρθρο 6 παράγραφος 3.

    Συμφωνίες επανεισδοχής μεταξύ των κρατών μελών Σένγκεν και του Ηνωμένου Βασιλείου: για τους σκοπούς της ερμηνείας του άρθρου 6 παράγραφος 3, το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται κράτος μέλος.

    5.6.   Παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας που διαθέτει τίτλο/άδεια για ανθρωπιστικούς (ή άλλους) λόγους

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 6 παράγραφος 4

    Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσουν αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν εκδίδεται απόφαση επιστροφής. Εφόσον η απόφαση επιστροφής έχει ήδη εκδοθεί, τότε αυτή ανακαλείται ή αναστέλλεται για τη διάρκεια ισχύος του τίτλου διαμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής.

    Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να χορηγήσουν ανά πάσα στιγμή άδεια ή δικαίωμα παραμονής σε παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας. Σε αυτή την περίπτωση, τυχόν εκκρεμείς διαδικασίες επιστροφής περατώνονται και εάν έχει εκδοθεί ήδη απόφαση επιστροφής ή απομάκρυνσης, αυτή πρέπει να ανακληθεί ή να ανασταλεί, αναλόγως της φύσης της άδειας. Το ίδιο ισχύει σε περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν χορηγήσει δικαίωμα παραμονής, π.χ., μετά την υποβολή αίτησης ασύλου.

    Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν ποια προσέγγιση (ανάκληση ή αναστολή της απόφασης επιστροφής) θα πρέπει να εφαρμόσουν, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την πιθανή διάρκεια της άδειας ή του δικαιώματος παραμονής που χορηγήθηκε, καθώς και την ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών επιστροφής. Σύμφωνα, πάντως, με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-601/15, J.N. (34) (σκέψεις 75-80), όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί δικαίωμα παραμονής στο έδαφός του σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία και για τον οποίο είχε ήδη εκδοθεί απόφαση επιστροφής πριν από την υποβολή της αίτησης, τα κράτη μέλη πρέπει να αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής (και όχι να ανακαλούν την απόφαση) έως ότου ληφθεί απόφαση για την αίτηση διεθνούς προστασίας (βλέπε επίσης ενότητα 7).

    5.7.   Παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας που υπόκειται σε εκκρεμή διαδικασία ανανέωσης τίτλου/άδειας

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 6 παράγραφος 5

    Εφόσον εκκρεμεί διαδικασία ανανέωσης τίτλου διαμονής ή οποιασδήποτε άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφος κράτους μέλους, τότε το εν λόγω κράτος μέλος εξετάζει το ενδεχόμενο να μην εκδώσει απόφαση επιστροφής έως ότου ολοκληρωθεί η εκκρεμούσα διαδικασία, με την επιφύλαξη της παραγράφου 6.

    Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να μην εκδώσουν απόφαση επιστροφής για παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών που αναμένουν την απόφαση ανανέωσης της άδειάς τους. Σκοπός αυτής της διάταξης είναι η προστασία των υπηκόων τρίτων χωρών που διέμεναν νόμιμα σε κράτος μέλος για κάποιο χρονικό διάστημα και οι οποίοι —λόγω καθυστερήσεων στη διαδικασία ανανέωσης της άδειάς τους— κατέστησαν προσωρινά παρανόμως διαμένοντες. Αυτή η διάταξη αφορά εκκρεμείς διαδικασίεςανανέωσης τίτλου διαμονής στο κράτος μέλος σύλληψης μόνο («το εν λόγω κράτος μέλος»). Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν αυτή τη διάταξη και σε περιπτώσεις στις οποίες η αίτηση ανανέωσης είναι πιθανόν να εγκριθεί και να επιφυλάσσουν στους ενδιαφερομένους μεταχείριση ίδια τουλάχιστον με εκείνη που παρέχουν σε επιστρέφοντες κατά τη διάρκεια της προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης ή της αναβολής της επιστροφής.

    Αυτή η διάταξη δεν καλύπτει διαδικασίες ανανέωσης τίτλου διαμονής που εκκρεμούν σε άλλο κράτος μέλος. Ωστόσο, το γεγονός ότι εκκρεμεί διαδικασία ανανέωσης του τίτλου διαμονής ενός προσώπου σε άλλο κράτος μέλος ενδέχεται, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, να δικαιολογεί την αναβολή της επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 ή την εφαρμογή ευνοϊκότερων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3.

    5.8.   Ειδικοί κανόνες που περιλαμβάνονται στις οδηγίες περί νόμιμης μετανάστευσης σχετικά με την επανεισδοχή μεταξύ κρατών μελών σε περιπτώσεις κινητικότητας στο εσωτερικό της Ένωσης

    Νομική βάση: Οδηγία 2014/66/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35) («οδηγία για τις ενδοεταιρικές μεταθέσεις») — άρθρο 23· οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου (36) («οδηγία για τους επί μακρόν διαμένοντες») [όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2011/51/ΕΕ του Συμβουλίου (37)] — άρθρα 12 και 22· οδηγία 2009/50/ΕΚ του Συμβουλίου (38) («οδηγία για την μπλε κάρτα») — άρθρο 18

    Οι ανωτέρω οδηγίες περιέχουν ειδικούς κανόνες για την επανεισδοχή μεταξύ κρατών μελών σε περιπτώσεις κινητικότητας στο εσωτερικό της ΕΕ ορισμένων κατηγοριών υπηκόων τρίτων χωρών (πρόσωπα που υπάγονται σε ενδοεταιρική μετάθεση, κάτοχοι μπλε κάρτας της ΕΕ, επί μακρόν διαμένοντες). Οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να θεωρούνται leges speciales (ειδικότεροι κανόνες) που πρέπει να τηρούνται κατά προτεραιότητα στις περιπτώσεις που καλύπτονται ρητά από τις ανωτέρω οδηγίες.

    6.   ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΗΣ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 7 παράγραφος 1

    Η απόφαση περί επιστροφής προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση που κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν, στην εθνική τους νομοθεσία, ότι το χρονικό αυτό διάστημα χορηγείται μόνο κατόπιν αιτήσεως του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας. Εν τοιαύτη περιπτώσει, τα κράτη μέλη ενημερώνουν τους ενδιαφερομένους υπηκόους τρίτων χωρών σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής τέτοιας αίτησης.

    Η προώθηση της οικειοθελούς αναχώρησης αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους της οδηγίας περί επιστροφής. Εκτός εάν υπάρχουν υπόνοιες ότι αυτό θα υπονόμευε τον σκοπό της επιστροφής, η οικειοθελής αναχώρηση που συνάδει με την υποχρέωση επιστροφής είναι προτιμότερη από την απομάκρυνση για τρεις λόγους: αποτελεί αξιοπρεπέστερη, ασφαλέστερη και συχνά οικονομικά αποδοτικότερη επιλογή επιστροφής.

    Κατά την προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης, ο υπήκοος τρίτης χώρας βαρύνεται με την υποχρέωση επιστροφής, παρότι η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να εκτελεστεί μέχρι την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, ή εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία (βλέπε ενότητα 6.3). Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να παρέχουν τη δυνατότητα οικειοθελούς αναχώρησης στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό επιστρεφόντων και να μην το πράττουν σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει κίνδυνος να παρεμποδιστεί ο σκοπός της διαδικασίας επιστροφής.

    Η τελευταία πρόταση του άρθρου 7 παράγραφος 1 επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποφασίζουν τη χορήγηση προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης μόνο κατόπιν αίτησης των υπηκόων τρίτων χωρών. Σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να παρέχεται εξατομικευμένη πληροφόρηση στους ενδιαφερομένους υπηκόους τρίτων χωρών σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για τη χορήγηση προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης. Η κατάρτιση γενικών ενημερωτικών φυλλαδίων για το κοινό (π.χ., ανακοίνωση της δυνατότητας υποβολής σχετικής αίτησης στον δικτυακό τόπο των υπηρεσιών μετανάστευσης ή εκτύπωση διαφημίσεων και ανάρτησή τους σε ενημερωτικούς πίνακες στις εγκαταστάσεις των τοπικών αρχών μετανάστευσης) ενδέχεται να αποδειχθεί χρήσιμη αλλά πρέπει να συμπληρώνεται από εξατομικευμένη πληροφόρηση. Οι ανήλικοι θα πρέπει να ενημερώνονται για τα ανωτέρω με την ευαισθησία που αρμόζει για τα παιδιά και με τον κατάλληλο τρόπο σε σχέση με την ηλικία και το πλαίσιο, ενώ ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίδεται στην κατάσταση των ασυνόδευτων ανηλίκων.

    Τα κράτη μέλη μπορούν ακόμη να αποφασίσουν να χορηγούν προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης κατόπιν αίτησης σε ορισμένες κατηγορίες παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (π.χ., αλλοδαπούς των οποίων η αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία) ή για σκοπούς στήριξης ή λήψης στήριξης (π.χ., συνδρομή για επανένταξη), και να χορηγούν την εν λόγω προθεσμία χωρίς προηγούμενη αίτηση σε άλλες περιπτώσεις.

    Η Επιτροπή συνιστά να χορηγείται προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης ύστερα από αίτηση των ενδιαφερόμενων υπηκόων τρίτων χωρών, και παράλληλα να διασφαλίζεται η δέουσα και συστηματική πληροφόρηση των τελευταίων σχετικά με την υποβολή της εν λόγω αίτησης.

    Προγράμματα υποβοηθούμενης οικειοθελούς επιστροφής: μολονότι η οδηγία περί επιστροφής δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν προγράμματα υποβοηθούμενης οικειοθελούς επιστροφής, στην αιτιολογική σκέψη 10 αναφέρεται ότι «προκειμένου να προωθηθεί η οικειοθελής επιστροφή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν ενισχυμένη συνδρομή και παροχή συμβουλών κατά την επιστροφή και να αξιοποιούν, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τις σχετικές δυνατότητες χρηματοδότησης». Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται επομένως σθεναρά να παρέχουν προγράμματα υποβοηθούμενης οικειοθελούς επιστροφής καθ' όλη τη διάρκεια των διαδικασιών, στο πλαίσιο των προσπαθειών προαγωγής μιας πιο ανθρώπινης και αξιοπρεπούς επιστροφής και, γενικότερα, βελτίωσης της αποτελεσματικότητας της επιστροφής. Για να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε τέτοια προγράμματα και να διασφαλιστεί ότι οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών λαμβάνουν απόφαση μετά λόγου γνώσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν για την κατάλληλη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με την οικειοθελή επιστροφή και τα προγράμματα υποβοηθούμενης οικειοθελούς επιστροφής, σε συνεργασία επίσης με εθνικές αρχές που είναι ενδεχομένως σε άμεση επαφή με τους υπηκόους τρίτων χωρών (π.χ., εκπαιδευτικές και κοινωνικές υπηρεσίες, υπηρεσίες υγείας), μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλους φορείς. Οι ανήλικοι θα πρέπει να ενημερώνονται για τα ανωτέρω με την ευαισθησία που αρμόζει για τα παιδιά και με τον κατάλληλο τρόπο σε σχέση με την ηλικία και το πλαίσιο. Τα εθνικά προγράμματα θα πρέπει να ακολουθούν τους μη δεσμευτικούς κοινούς κανόνες για την υλοποίηση προγραμμάτων υποβοηθούμενης οικειοθελούς επιστροφής (και επανένταξης) από κράτη μέλη (39), οι οποίοι αναπτύχθηκαν από την Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, και έλαβαν την έγκριση του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων στα συμπεράσματά του της 9ης-10ης Ιουνίου 2016 (40).

    Η ομάδα εμπειρογνωμόνων για την επιστροφή (Return Expert Group – REG) του Ευρωπαϊκού Δικτύου Μετανάστευσης (ΕΔΜ) έχει ως στόχο να διευκολύνει τη βελτίωση της πρακτικής συνεργασίας μεταξύ κρατών και ενδιαφερόμενων μερών στον τομέα της επιστροφής, της υποβοηθούμενης οικειοθελούς επιστροφής και των προγραμμάτων επανένταξης. Η ομάδα αυτή θα πρέπει να αποτελεί βασικό εργαλείο συλλογής και ανταλλαγής πληροφοριών και τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να τη χρησιμοποιούν ενεργά.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Το χρονικό πλαίσιο 7-30 ημερών συνιστά γενική αρχή. Τα κράτη μέλη πρέπει υποχρεωτικά να ορίσουν ένα διάστημα που εμπίπτει σε αυτό το χρονικό πλαίσιο, εκτός εάν οι ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης δικαιολογούν τη χορήγηση παράτασης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 6.1).

    Η χορήγηση προθεσμίας 60 ημερών κατά γενικό κανόνα δεν είναι συμβατή με την εναρμόνιση και την «κοινή πειθαρχία» που προβλέπεται στην οδηγία περί επιστροφής, η οποία ορίζει προθεσμία 7-30 ημερών και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως ευνοϊκότερη διάταξη δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3. Η ενδεχόμενη χορήγηση, ωστόσο, προθεσμιών μεταξύ 30 και 60 ημερών (που υπερβαίνουν το εναρμονισμένο διάστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 1) μόνον εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις (οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2) καλύπτεται από το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας περί επιστροφής.

    Σύμφωνα με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το δικαίωμα ακρόασης, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη πρέπει να προσφέρουν στον επιστρέφοντα τη δυνατότητα να διευκρινίσει τις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις ανάγκες που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της προθεσμίας που θα χορηγηθεί, τόσο σε περιπτώσεις που η προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης ορίζεται αυτεπαγγέλτως όσο και σε περιπτώσεις που ορίζεται κατόπιν αίτησης εκ μέρους του επιστρέφοντος.

    Μολονότι η οδηγία περί επιστροφής απαγορεύει την αναγκαστική επιστροφή παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας κατά τη διάρκεια της προθεσμίας οικειοθελούς επιστροφής, δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να κινήσουν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα τις διοικητικές διαδικασίες που απαιτούνται ενόψει της ενδεχόμενης εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής (π.χ., ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας με τις αρχές τρίτων χωρών για την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, οργάνωση της υλικοτεχνικής υποστήριξης της επιχείρησης απομάκρυνσης).

    Με βάση την εξατομικευμένη αξιολόγηση της κατάστασης του υπηκόου τρίτης χώρας, και λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την προοπτική επιστροφής και τη βούληση του υπηκόου τρίτης χώρας να συνεργαστεί με τις αρμόδιες αρχές, η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να χορηγούν τη συντομότερη δυνατή προθεσμία οικειοθελούς επιστροφής που απαιτείται για την οργάνωση και την εκτέλεση της επιστροφής. Προθεσμία μεγαλύτερη των επτά ημερών θα πρέπει να χορηγείται μόνο όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας συνεργάζεται ενεργά στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής.

    6.1.   Παράταση προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 7 παράγραφος 2

    Εφόσον απαιτείται, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης για κατάλληλο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως τη διάρκεια της παραμονής, την ύπαρξη παιδιών που φοιτούν σε σχολείο και την ύπαρξη άλλων οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών.

    Δεν υπάρχει προκαθορισμένο ανώτατο χρονικό όριο για την παράταση της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης και κάθε μεμονωμένη περίπτωση πρέπει να εξετάζεται χωριστά σύμφωνα με την εθνική εκτελεστική νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική. Τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στο θέμα του καθορισμού του «κατάλληλου χρονικού διαστήματος» παράτασης της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης. Λαμβάνοντας υπόψη την αναφορά που γίνεται στο κείμενο σε παιδιά που φοιτούν σε σχολείο, είναι δυνατή η χορήγηση παρατάσεων της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης μέχρι το τέλος του εξαμήνου ή του σχολικού έτους, ή για έως ένα ολόκληρο σχολικό έτος, υπό την προϋπόθεση ότι εξυπηρετούνται πρώτιστα τα συμφέροντα του παιδιού και ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης.

    Παράταση της προθεσμίας πέραν των 30 ημερών μπορεί να χορηγηθεί εξαρχής (από τη χρονική στιγμή έκδοσης της απόφασης επιστροφής), εφόσον δικαιολογείται από την εξατομικευμένη αξιολόγηση των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης. Δεν είναι απαραίτητο να εκδοθεί αρχικά προθεσμία 30 ημερών και να παραταθεί σε μεταγενέστερο στάδιο.

    Η φράση «εφόσον απαιτείται» αναφέρεται σε περιστάσεις που σχετίζονται τόσο με τον επιστρέφοντα όσο και με το κράτος που εκτελεί την επιστροφή. Τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την ουσία και την έκταση των μέτρων της εθνικής εκτελεστικής νομοθεσίας τους σε αυτό το ζήτημα.

    Οι τρεις υποπεριπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 (διάρκεια παραμονής, παιδιά που φοιτούν σε σχολείο, οικογενειακοί δεσμοί) πρέπει να λαμβάνονται ρητά υπόψη στην εθνική εκτελεστική νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική. Οι διοικητικοί κανόνες των κρατών μελών μπορούν να είναι περισσότερο λεπτομερείς και να προβλέπουν και άλλους λόγους για τη χορήγηση παράτασης, αλλά δεν πρέπει να είναι λιγότερο ακριβείς, υπονομεύοντας έτσι την εναρμόνιση.

    6.2.   Υποχρεώσεις κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ως την οικειοθελή αναχώρηση

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 7 παράγραφος 3

    Ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή κινδύνου διαφυγής, όπως η τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών, η κατάθεση κατάλληλης οικονομικής εγγύησης, η κατάθεση εγγράφων ή η υποχρέωση παραμονής σε ορισμένο μέρος, μπορούν να επιβάλλονται για όλη τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται για την οικειοθελή αναχώρηση.

    Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας περί επιστροφής μπορούν να επιβάλλονται όταν υφίσταται λόγος αποτροπής του κινδύνου διαφυγής. Εάν από την εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης προκύπτει ότι δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις, οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν δικαιολογούνται — βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-61/11, El Dridi, σκέψη 37: «Από το άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι μόνον υπό ειδικές περιστάσεις, όπως η ύπαρξη κινδύνου διαφυγής, μπορούν τα κράτη μέλη, αφενός, να επιβάλουν στον αποδέκτη αποφάσεως περί επιστροφής την υποχρέωση να εμφανίζεται τακτικώς ενώπιον των αρχών, να καταθέσει κατάλληλη οικονομική εγγύηση, να καταθέσει έγγραφα ή να παραμένει σε ορισμένο μέρος ή, αφετέρου, να μη χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχωρήσεως ή να χορηγούν χρονικό διάστημα μικρότερο από επτά ημέρες». Η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας όταν υφίσταται λόγος αποτροπής του κινδύνου διαφυγής κατά τη διάρκεια της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης.

    Πρέπει να δοθεί προσοχή στο γεγονός ότι η δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν ορισμένες υποχρεώσεις ενδέχεται να αποτελεί πλεονέκτημα για τον επιστρέφοντα δεδομένου ότι μπορεί να επιτρέψει τη χορήγηση προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης σε περιπτώσεις που δεν θα υπέκειντο υπό άλλες συνθήκες σε αυτή τη μεταχείριση.

    Δεν μπορεί να οριστεί ένα ποσό που να συνιστά «κατάλληλη οικονομική εγγύηση» και να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, ήτοι για τον καθορισμό του ποσού πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συγκεκριμένη κατάσταση του επιστρέφοντος. Η τρέχουσα πρακτική των κρατών μελών προβλέπει διάφορα ποσά που κυμαίνονται από 200 έως 5 000 ευρώ.

    Εάν απαιτηθεί σε συγκεκριμένη περίπτωση, οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 μπορούν επίσης να επιβληθούν σωρευτικά.

    Όταν τα κράτη μέλη επιβάλλουν υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 3, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη συγκεκριμένη κατάσταση του επιστρέφοντος και να διασφαλίζουν την πλήρη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Τα κράτη μέλη αποφεύγουν την επιβολή υποχρεώσεων που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να τηρηθούν (π.χ., εάν ένα πρόσωπο δεν διαθέτει διαβατήριο, δεν μπορεί να το καταθέσει).

    6.3.   Αντενδείξεις

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 7 παράγραφος 4

    Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία, ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, τα κράτη μέλη μπορούν να μη χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή μπορούν να χορηγούν χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να μη χορηγούν προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης στις περιπτώσεις που παρατίθενται εξαντλητικά στο άρθρο 7 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής και στις οποίες υπάρχει κάποια «αντένδειξη», όπως κίνδυνος διαφυγής του υπηκόου τρίτης χώρας (βλέπε ενότητα 1.6) ή κίνδυνος για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια (π.χ., προηγούμενες καταδίκες για σοβαρές αξιόποινες πράξεις που έχουν διαπραχθεί και σε άλλα κράτη μέλη), και όταν αίτηση για νόμιμη παραμονή (π.χ., αίτηση ασύλου, αίτηση για άδεια ή για ανανέωση άδειας) έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία.

    Όταν, βάσει της εξατομικευμένης αξιολόγησης, διαπιστώνεται ότι υφίστανται τέτοιες «αντενδείξεις» σε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν θα πρέπει να χορηγείται προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης. Θα πρέπει δε να χορηγείται προθεσμία μικρότερη των επτά ημερών μόνον εάν δεν εμποδίζει τις εθνικές αρχές να εκτελέσουν τη διαδικασία απομάκρυνσης.

    Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να μεταβάλουν ανά πάσα στιγμή την αξιολόγησή της κατάστασης (ένας μη συνεργαζόμενος στο παρελθόν επιστρέφων μπορεί να αλλάξει συμπεριφορά και να αποδεχθεί προσφορά υποβοηθούμενης οικειοθελούς επιστροφής) και να χορηγήσουν προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης παρότι αρχικά υφίστατο κίνδυνος διαφυγής.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Δεν είναι δυνατόν να ισχύει γενικός αποκλεισμός όλων των προσώπων που εισέρχονται παράνομα από τη δυνατότητα εξασφάλισης προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης. Ένας τέτοιου είδους γενικευμένος κανόνας αντίκειται στον ορισμό του κινδύνου διαφυγής, στην αρχή της αναλογικότητας και στην υποχρέωση χωριστής αξιολόγησης κάθε υπόθεσης, υπονομεύοντας έτσι την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 7 (προώθηση της οικειοθελούς αναχώρησης).

    Είναι δυνατός ο αποκλεισμός δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 4 υπηκόων τρίτης χώρας που έχουν υποβάλει καταχρηστικές αιτήσεις. Το άρθρο 7 παράγραφος 4 αναφέρεται ρητά σε προδήλως αβάσιμες ή δόλιες αιτήσεις. Οι καταχρηστικές αιτήσεις συνεπάγονται συνήθως περισσότερο επιλήψιμη συμπεριφορά σε σύγκριση με τις προδήλως αβάσιμες αιτήσεις· ως εκ τούτου, το άρθρο 7 παράγραφος 4 πρέπει να ερμηνευθεί ως άρθρο που καλύπτει και τις καταχρηστικές αιτήσεις.

    Είναι επίσης δυνατός ο αποκλεισμός προσώπων που αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια. Στην υπόθεση C-554/13, Zh. και O. (41), το ΔΕΕ αποσαφήνισε εν προκειμένω ότι τα κράτη μέλη παραμένουν κατ' ουσίαν ελεύθερα να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους. Η έννοια του «κινδύνου διαφυγής» διαφέρει από την έννοια του «κινδύνου για τη δημόσια τάξη». Η έννοια του «κινδύνου για τη δημόσια τάξη» προϋποθέτει, πέραν της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης η οποία απορρέει από κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να θεωρήσει ότι υπήκοος τρίτης χώρας αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη αποκλειστικά επειδή ο εν λόγω υπήκοος είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί ποινικά για πράξη η οποία συνιστά ποινικό αδίκημα που επισύρει κυρώσεις δυνάμει του εθνικού δικαίου. Άλλοι παράγοντες, όπως η φύση και η σοβαρότητα της πράξης, το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη διάπραξή της και οποιοδήποτε ζήτημα που σχετίζεται με την αξιοπιστία της υποψίας ότι ο εν λόγω υπήκοος της τρίτης χώρας διέπραξε το εικαζόμενο ποινικό αδίκημα λαμβάνονται επίσης υπόψη για τη χωριστή αξιολόγηση που πρέπει να διεξάγεται σε κάθε περίπτωση.

    6.4.   Πρακτική συμμόρφωση — χερσαία διέλευση

    Παράρτημα 39 του Εγχειριδίου Σένγκεν, «Πρότυπο αναγνώρισης απόφασης επιστροφής για τους σκοπούς της χερσαίας διέλευσης»

    Χάρτης των συμμετεχόντων κρατών μελών (διατίθεται ως ειδικό ερώτημα (ad-hoc query) του ΕΔΜ, στον τομέα Return (Επιστροφή) για το έτος 2015, στον δικτυακό τόπο του ΕΔΜ)

    Υπενθύμιση/επεξήγηση: επιστρέφων που προτίθεται να αναχωρήσει διά ξηράς από το έδαφος της ΕΕ εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης δεν διαθέτει έγκυρη θεώρηση ή άλλη άδεια για να διέλθει μέσω άλλων κρατών μελών προκειμένου να φτάσει στη χώρα επιστροφής του/της, και, ως εκ τούτου, διατρέχει τον κίνδυνο να συλληφθεί/τεθεί υπό κράτηση από την αστυνομία κατά το ταξίδι και να εκδοθεί εις βάρος του δεύτερη απόφαση επιστροφής από το κράτος μέλος διέλευσης. Αυτό αντίκειται στον στόχο πολιτικής της οδηγίας περί επιστροφής, που είναι η εξασφάλιση αποτελεσματικής επιστροφής, μεταξύ άλλων, μέσω της οικειοθελούς αναχώρησης.

    Η έκδοση θεώρησης διέλευσης στον επιστρέφοντα αποτελεί ακατάλληλη και ανεπαρκή λύση, δεδομένου ότι η χορήγηση θεώρησης σε παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών που υποχρεούνται να αναχωρήσουν αντιβαίνει στους κανόνες της ΕΕ για τις θεωρήσεις. Επιπλέον, τα κράτη μέλη διέλευσης δεν φαίνεται να διαθέτουν κίνητρο για την έκδοση τέτοιου είδους θεώρησης (κίνδυνος διαφυγής του προσώπου και/ή πρόκλησης κόστους απομάκρυνσης) και, ως εκ τούτου, στην πράξη θα αρνούνταν συχνά να εκδώσουν τη θεώρηση. Η χορήγηση «ευρωπαϊκής άδειας διέλευσης» στον επιστρέφοντα επίσης δεν αποτελεί λύση: εάν δεν προσδιορίζονται σαφώς η νομική φύση και τα νομικά αποτελέσματα μιας τέτοιας «άδειας διέλευσης», ο επιστρέφων θα εξακολουθήσει να θεωρείται —από αυστηρά νομική άποψη— ως «παρανόμως διαμένων» στο κράτος μέλος διέλευσης και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να καταστεί αντικείμενο νέας απόφασης επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1.

    Ένας τρόπος να αποφευχθεί το πρόβλημα είναι η προώθηση της άμεσης επιστροφής σε τρίτες χώρες αεροπορικώς. Ωστόσο, αυτή η λύση ενδέχεται να είναι δαπανηρή και δύσκολη για τον επιστρέφοντα.

    Μια προσέγγιση που συνιστάται ρητά από την Επιτροπή είναι η αναγνώριση από τα κράτη μέλη διέλευσης των αποφάσεων επιστροφής που έχουν εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος με χρήση του παραρτήματος 39 του εγχειριδίου Σένγκεν «Πρότυπο αναγνώρισης απόφασης επιστροφής για τους σκοπούς της χερσαίας διέλευσης» (που δημοσιεύτηκε από την Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2011 κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σε τεχνικό επίπεδο και κατόπιν συζητήσεων με την ομάδα εργασίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα Μετανάστευσης-Απέλασης).

    Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, το κράτος μέλος διέλευσης μπορεί να αναγνωρίσει την απόφαση επιστροφής, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που έχει χορηγηθεί από το πρώτο κράτος μέλος, και να επιτρέψει στον επιστρέφοντα να διέλθει βάσει της αναγνωρισμένης απόφασης και της αναγνωρισμένης προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης. Αυτή η προσέγγιση έχει το πλεονέκτημα ότι το κράτος μέλος διέλευσης δεν υποχρεούται να εκδώσει νέα απόφαση επιστροφής και ότι μπορεί να ζητήσει από το πρώτο κράτος μέλος να επιστρέψει όλα τα έξοδα που συνεπάγεται η απομάκρυνση εάν προκύψει κάποιο πρόβλημα και ο επιστρέφων χρειαστεί να απομακρυνθεί με έξοδα του κράτους διέλευσης (κατ' εφαρμογή της απόφασης 2004/191/ΕΚ του Συμβουλίου (42)).

    Τα κράτη μέλη που εξακολουθούν να είναι διστακτικά ως προς τη χρησιμοποίηση αυτής της εθελοντικής επιλογής (είτε ως κράτος μέλος αποστολής είτε ως κράτος μέλος υποδοχής) ενθαρρύνονται να συμμετάσχουν και να ενημερώσουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη σχετικά με τη συμμετοχή τους.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Πρότυπο αναγνώρισης: η υπερβολικά ευρεία και γενικόλογη διατύπωση της οδηγίας 2001/40/ΕΚ παρέχει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τις πρακτικές πτυχές (διαδικαστικές λεπτομέρειες) για την αμοιβαία αναγνώριση σύμφωνα με τις πρακτικές ανάγκες και την εθνική νομοθεσία. Το πρότυπο που προτείνεται στο παράρτημα 39 του εγχειριδίου Σένγκεν αποτελεί μία πιθανή λύση, αλλά όχι τη μοναδική.

    Από νομική άποψη, όλα τα συναφή στοιχεία της απόφασης επιστροφής που εκδίδεται από το κράτος μέλος Α αναγνωρίζονται από το κράτος μέλος Β, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης του γεγονότος ότι ο υπήκοος της τρίτης χώρας έχει κηρυχθεί παρανόμως διαμένων και έχει εξασφαλίσει προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης, με ισχύ στο έδαφος του κράτους μέλους Β που πραγματοποιεί την αναγνώριση.

    Το κράτος μέλος που πραγματοποιεί την αναγνώριση απολαύει τριών διαφορετικών «εγγυήσεων»:

    1)

    η χρήση του προτύπου του παραρτήματος 39 γίνεται αποκλειστικά σε εθελοντική βάση· ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη έχουν πάντοτε την ευχέρεια να μην αναγνωρίσουν απόφαση επιστροφής που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος σε μια συγκεκριμένη περίπτωση·

    2)

    το πρώτο κράτος μέλος μπορεί να χορηγήσει προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας περί επιστροφής μόνον εάν δεν υπάρχει «αντένδειξη», όπως για παράδειγμα κίνδυνος διαφυγής. Η αξιολόγηση της προσωπικής κατάστασης των επιστρεφόντων σύμφωνα με το άρθρο 7, ο οποίος πρέπει να διεξαχθεί από το πρώτο κράτος μέλος, μπορεί να αποτελέσει χρήσιμη διαβεβαίωση για το κράτος μέλος διέλευσης που αναγνωρίζει την απόφαση·

    3)

    εάν προκύψει κάποιο πρόβλημα και ο επιστρέφων χρειαστεί να απομακρυνθεί με έξοδα του κράτους διέλευσης, όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την απομάκρυνση μπορούν να επιβαρύνουν το πρώτο κράτος μέλος κατ' εφαρμογή της απόφασης 2004/191/ΕΚ.

    6.5.   Πρακτική συμμόρφωση — διέλευση διά της αεροπορικής οδού

    Η οδηγία 2003/110/ΕΚ του Συμβουλίου (43) όσον αφορά τη συνδρομή κατά τη διέλευση σε περίπτωση απομάκρυνσης διά της αεροπορικής οδού παρέχει ένα νομικό πλαίσιο για τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών στους αερολιμένες διέλευσης των κρατών μελών όσον αφορά τις απομακρύνσεις διά της αεροπορικής οδού μετά ή άνευ συνοδείας. Ο όρος «απομάκρυνση άνευ συνοδείας» στην ανωτέρω οδηγία (η οποία θεσπίστηκε πέντε χρόνια πριν από την οδηγία περί επιστροφής) μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει επίσης την «οικειοθελή αναχώρηση» κατά την έννοια της οδηγίας περί επιστροφής (44). Η Επιτροπή συνιστά να γίνεται συστηματική χρήση της οδηγίας 2003/110/ΕΚ κατά την οργάνωση της διέλευσης διά της αεροπορικής οδού στο πλαίσιο της οικειοθελούς αναχώρησης (βλέπε επίσης ενότητα 7.2).

    6.6.   Καταγραφή των περιπτώσεων οικειοθελούς αναχώρησης

    Επί του παρόντος δεν υφίσταται κεντρικό σύστημα σε επίπεδο ΕΕ για την παρακολούθηση των περιπτώσεων οικειοθελούς αναχώρησης. Σε περιπτώσεις χερσαίας διέλευσης των επιστρεφόντων σύμφωνα με τη σύσταση που προβλέπεται στο παράρτημα 39 του εγχειριδίου Σένγκεν, αποστέλλεται επιβεβαίωση με φαξ από τον συνοριοφύλακα στο κράτος μέλος που εξέδωσε την απόφαση επιστροφής. Σε άλλες περιπτώσεις, οι επιστρέφοντες παρουσιάζονται σε προξενεία των κρατών μελών σε τρίτες χώρες. Ορισμένες φορές, η αναχώρηση καταγράφεται επίσης από συνοριοφύλακες που διενεργούν ελέγχους εξόδου. Η απουσία κεντρικού συστήματος σε επίπεδο Ένωσης για την παρακολούθηση των περιπτώσεων οικειοθελούς αναχώρησης συνιστά έλλειψη, τόσο από την άποψη της επαλήθευσης της επιβολής όσο και από την άποψη των στατιστικών στοιχείων. Την κατάσταση αυτή επιδιώκει να αντιμετωπίσει η πρόταση κανονισμού της Επιτροπής σχετικά με τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (45).

    Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν μέσα που θα τους επιτρέπουν να εξακριβώνουν εάν ένας υπήκοος τρίτης χώρας έχει εγκαταλείψει ή όχι την Ένωση, μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης και χωρίς βοήθεια, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική παρακολούθηση σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να αξιοποιούν με βέλτιστο τρόπο τους διαθέσιμους διαύλους πληροφόρησης, και για τον σκοπό αυτό:

    1)

    να ενθαρρύνουν συστηματικά τους επιστρέφοντες στους οποίους έχουν χορηγήσει προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης να ενημερώνουν τις αρχές που έχουν εκδώσει την απόφαση επιστροφής (και την απαγόρευση εισόδου) σχετικά με την επιτυχή αναχώρησή τους. Ο επιστρέφων μπορεί να γνωστοποιήσει την αναχώρησή του στον συνοριοφύλακα κατά την αναχώρηση, στο προξενείο κράτους μέλους στη χώρα καταγωγής του μετά την επιστροφή, ή ακόμη και εγγράφως εσωκλείοντας κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία. Προκειμένου να ενισχυθεί αυτή η πρακτική, στη απόφαση επιστροφής ή στο ταξιδιωτικό έγγραφο μπορεί να επισυνάπτεται συστηματικά ενημερωτικό φυλλάδιο, στο οποίο θα αναγράφονται το ονοματεπώνυμο και άλλα στοιχεία ταυτότητας του υπηκόου τρίτης χώρας, οδηγίες και τα στοιχεία επικοινωνίας της αρχής έκδοσης, ώστε ο συνοριοφύλακας να το σφραγίζει κατά την έξοδο και να το στέλνει πίσω στην αρχή έκδοσης ως αποδεικτικό αναχώρησης του υπηκόου τρίτης χώρας. Στο εν λόγω ενημερωτικό φυλλάδιο θα μπορούσαν επίσης να προσδιορίζονται τα οφέλη που συνεπάγεται για τον επιστρέφοντα η ενημέρωση των αρχών σχετικά με την επιτυχή αναχώρησή του·

    2)

    να ζητούν από τους συνοριοφύλακες που διενεργούν ελέγχους εξόδου να ρωτούν –όταν υποπίπτει στην αντίληψή τους η έξοδος παράτυπου μετανάστη– αν ο επιστρέφων έχει αποτελέσει αντικείμενο απόφασης επιστροφής που συνοδεύεται από προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης και, εάν όντως συμβαίνει αυτό, να ενημερώνουν συστηματικά τις αρχές που εξέδωσαν την απόφαση επιστροφής σχετικά με την αναχώρηση·

    3)

    να χρησιμοποιούν το παράρτημα 39 (βλέπε ενότητα 6.4) για να επιβεβαιώνουν την αναχώρηση παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι διέρχονται διά της χερσαίας οδού από το έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο που εξέδωσε την απόφαση επιστροφής.

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξετάσουν το ενδεχόμενο ανάπτυξης διαύλων επικοινωνίας με αερομεταφορείς ώστε να ενημερώνονται για το εάν οι υπήκοοι τρίτων χωρών που επρόκειτο να επιστρέψουν άνευ συνοδείας ήταν παρόντες στο αεροσκάφος τη στιγμή της προγραμματισμένης αναχώρησης.

    7.   ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 4

    1.

    Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκτελέσουν την απόφαση επιστροφής, εάν δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4 ή εάν ο συγκεκριμένος υπήκοος δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 7.

    2.

    Εάν το κράτος μέλος έχει χορηγήσει χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 7, η απόφαση επιστροφής μπορεί να εκτελείται μόνο μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος, εκτός εάν, κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, ανακύψει οιοσδήποτε από τους κινδύνους που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 4.

    3.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να εκδίδουν χωριστή διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία διατάσσεται η απομάκρυνση.

    4.

    Εφόσον τα κράτη μέλη εφαρμόζουν —ως έσχατη λύση— αναγκαστικά μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης απομάκρυνσης υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος ανθίσταται σε αυτήν, τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι αναλογικά και οιοσδήποτε χρησιμοποιούμενος καταναγκασμός να μην υπερβαίνει εύλογη ισχύ. Τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται κατά τα προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα και με τον δέοντα σεβασμό της αξιοπρέπειας και της σωματικής ακεραιότητας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας.

    Στην οδηγία περί επιστροφής ορίζεται ένας στόχος («εκτέλεση της απόφασης επιστροφής»), ο οποίος πρέπει να επιτυγχάνεται με αποτελεσματικό και αναλογικό τρόπο, με «όλα τα αναγκαία μέτρα», ενώ οι λεπτομερείς ρυθμίσεις (ο «τρόπος») ρυθμίζονται από τη νομοθεσία και τις διοικητικές πρακτικές των κρατών μελών —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-329/11, Achughbabian, σκέψη 36: «[…] οι όροι» μέτρα «και» αναγκαστικά μέτρα «που περιλαμβάνονται στο άρθρο αυτό αναφέρονται σε κάθε παρέμβαση που οδηγεί, κατά τρόπο αποτελεσματικό και μη δυσανάλογο, στην επιστροφή του ενδιαφερομένου.».

    Ανεξάρτητα από το καθήκον των υπηκόων τρίτων χωρών να συνεργάζονται κατά τη διαδικασία ταυτοποίησής τους και να ζητούν τα απαιτούμενα έγγραφα από τις εθνικές αρχές των χωρών τους, η υποχρέωση των κρατών μελών να «λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα» περιλαμβάνει επιπλέον την έγκαιρη υποβολή αίτησης προς την τρίτη χώρα επανεισδοχής για έκδοση έγκυρου δελτίου ταυτότητας ή ταξιδιωτικού εγγράφου, ή την υποβολή αίτησης για αποδοχή της χρήσης του ευρωπαϊκού ταξιδιωτικού εγγράφου για την επιστροφή (46), εφόσον προβλέπεται από τις ισχύουσες συμφωνίες ή ρυθμίσεις με την τρίτη χώρα, ώστε να καθίσταται δυνατή η φυσική μεταφορά του υπηκόου τρίτης χώρας εκτός του κράτους μέλους. Η χρήση του ευρωπαϊκού ταξιδιωτικού εγγράφου για την επιστροφή θα πρέπει να προωθηθεί περαιτέρω κατά τις διαπραγματεύσεις και την εφαρμογή διμερών και ενωσιακών συμφωνιών επανεισδοχής και άλλων ρυθμίσεων με τρίτες χώρες. Οι διοικητικές διαδικασίες με τρίτες χώρες για την προετοιμασία της επιχείρησης απομάκρυνσης (π.χ., λήψη των απαιτούμενων ταξιδιωτικών εγγράφων και αδειών) μπορούν να κινηθούν κατά τη διάρκεια της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας (βλέπε επίσης ενότητα 6).

    Για να μειωθεί ο αντίκτυπος πιθανών καταχρήσεων, συγκεκριμένα δε εκείνων που σχετίζονται με αβάσιμες, πολλαπλές και «τελευταίας στιγμής» αιτήσεις ασύλου, καθώς και με αβάσιμες προσφυγές κατά αποφάσεων ασύλου ή αποφάσεων που σχετίζονται με την επιστροφή, οι οποίες υποβάλλονται με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση ή παρακώλυση της εκτέλεσης αποφάσεων επιστροφής, η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα για την οργάνωση διαδικασιών εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας στο πλαίσιο ταχέων ή, κατά περίπτωση, συνοριακών διαδικασιών, σύμφωνα με την οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (47) («οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου»).

    Διαχωριστικό όριο μεταξύ οικειοθελούς αναχώρησης και απομάκρυνσης: η επιστροφή είναι μια πολύ ευρεία έννοια και καλύπτει τη διαδικασία επανόδου σε τρίτη χώρα, σε συμμόρφωση (οικειοθελή ή αναγκαστική) με μια υποχρέωση επιστροφής. Η έννοια της απομάκρυνσης είναι πολύ πιο στενή και παραπέμπει στην εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής, και συγκεκριμένα στη φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους. Το ΔΕΕ έχει ήδη επισημάνει στην υπόθεση C-61/11, El Dridi, (σκέψη 41) και στην υπόθεση C-329/11, Achughbabian, ότι στην οδηγία περί επιστροφής προβλέπεται «διαβάθμιση των μέτρων» που κυμαίνονται από οικειοθελή έως αναγκαστικά. Στην πράξη, υπάρχουν συχνά υποθέσεις που περιέχουν τόσο το στοιχείο της αναγκαστικής επιστροφής (κράτηση) όσο και της οικειοθελούς επιστροφής (επακόλουθη οικειοθελής μετακίνηση χωρίς να απαιτηθεί η χρήση βίας). Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν —σε όλα τα στάδια της διαδικασίας— τα λιγότερο παρεμβατικά μέτρα. Εάν οι επιστρέφοντες που υπόκεινται σε απομάκρυνση/κράτηση αλλάξουν τη στάση τους και επιδείξουν προθυμία να συνεργαστούν και να αναχωρήσουν οικειοθελώς, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται και δικαιούνται να επιδείξουν ευελιξία.

    Εκτέλεση απόφασης επιστροφής μετά την απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας: στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση C-601/15, J.N. (σκέψεις 75-76, 80), το ΔΕΕ απεφάνθη ότι, μετά την απόρριψη αίτησης ασύλου κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία, η εκτέλεση προγενέστερα εκδοθείσας απόφασης επιστροφής πρέπει να συνεχίζεται από το σημείο στο οποίο διακόπηκε, και να μην ξεκινούν οι διαδικασίες επιστροφής από την αρχή: «[…] η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2008/115/ΕΚ επιβάλλει η διαδικασία που έχει κινηθεί βάσει της ίδιας οδηγίας και στο πλαίσιο της οποίας έχει εκδοθεί απόφαση περί επιστροφής, […] συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου, να μπορεί να επαναληφθεί από το σημείο κατά το οποίο διακόπηκε λόγω της υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας, εάν η αίτηση απορριφθεί κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία […]. Ως προς το σημείο αυτό, τόσο από την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, η οποία υπενθυμίζεται στη σκέψη 56 της αποφάσεως El Dridi […], όσο και από τις απαιτήσεις αποτελεσματικότητας […] προκύπτει ότι η υποχρέωση την οποία επιβάλλει το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής στα κράτη μέλη να προβαίνουν στην απομάκρυνση, στις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου περιπτώσεις, πρέπει να εκπληρώνεται εντός του συντομότερου δυνατού χρόνου […]. Η υποχρέωση αυτή δεν θα τηρούνταν στην περίπτωση που η εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής καθυστερεί για τον λόγο ότι, μετά την απόρριψη της αιτήσεως διεθνούς προστασίας κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία, η επανάληψη της διαδικασίας […] δεν είναι δυνατή από το σημείο στο οποίο διακόπηκε, αλλά μόνον από την αρχή.»

    Η φυλάκιση ως μέτρο του ποινικού δικαίου για παράνομη παραμονή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει «αναγκαίο μέτρο» κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 4). Σε συμφωνία με το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων περί του δικαιώματος της ελευθερίας, όπως ερμηνεύεται υπό το φως του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, η στέρηση της ελευθερίας στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής επιτρέπεται μόνο για τον σκοπό της απομάκρυνσης, σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας περί επιστροφής —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-329/11, Achughbabian (σκέψη 37): «[…] η επιβολή και η εκτέλεση ποινής φυλακίσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιστροφής που προβλέπει η οδηγία 2008/115/ΕΚ δεν συμβάλλουν στην υλοποίηση του σκοπού της απομακρύνσεως στην οποία αποσκοπεί η διαδικασία αυτή, δηλαδή στη φυσική μεταφορά του ενδιαφερομένου εκτός του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Συνεπώς, μια τέτοια ποινή δεν συνιστά “μέτρο” ή “αναγκαστικό μέτρο” κατά την έννοια του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ».

    Τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη την κατάσταση της υγείας των υπηκόων τρίτων χωρών κατά την εφαρμογή της οδηγίας περί επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 5 στοιχείο γ)· επιπλέον, κατά την εκτέλεση των αποφάσεων επιστροφής κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 1 της οδηγίας, ενεργούν με τον δέοντα σεβασμό της αξιοπρέπειας και της σωματικήςακεραιότητας των υπηκόων τρίτων χωρών. Σεβόμενη πλήρως το δικαίωμα στην υγεία, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία δεν επιβάλλει υποχρέωση διενέργειας συστηματικών ιατρικών ελέγχων ή έκδοσης βεβαίωσης που αφορά την ικανότητα των επιστρεφόντων να ταξιδεύουν αεροπορικώς για όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών που υπόκεινται σε απομάκρυνση, η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη πιθανών καταχρήσεων που σχετίζονται με ψευδείς ισχυρισμούς ιατρικής φύσης τους οποίους διατυπώνουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών επιδιώκοντας αδικαιολόγητα την αποτροπή ή την αναστολή της απομάκρυνσης για ιατρικούς λόγους (βλέπε επίσης ενότητα 12.4), για παράδειγμα μεριμνώντας για την ύπαρξη διαθέσιμου ειδικευμένου ιατρικού προσωπικού διορισμένου από την αρμόδια εθνική αρχή για την παροχή ανεξάρτητης και αντικειμενικής ιατρικής γνωμοδότησης για τη συγκεκριμένη περίπτωση.

    7.1.   Απομάκρυνση δι' αέρος

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 8 παράγραφος 5· κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας των κοινών απομακρύνσεων δι' αέρος, που προσαρτώνται στην απόφαση 2004/573/ΕΚ του Συμβουλίου (48)· κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (49) – άρθρο 28 παράγραφος 3

    Σε περίπτωση απομάκρυνσης με αεροπορική πτήση, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας των κοινών απομακρύνσεων διά αέρος, που προσαρτώνται στην απόφαση 2004/573/ΕΚ.

    Σύμφωνα με την οδηγία περί επιστροφής, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας των κοινών απομακρύνσεων διά αέρος, που προσαρτώνται στην απόφαση 2004/573/ΕΚ, στο πλαίσιο όλων των απομακρύνσεων διά αέρος και όχι μόνο –όπως προβλεπόταν αρχικά από τη συγκεκριμένη απόφαση– στο πλαίσιο των κοινών απομακρύνσεων.

    Ορισμένες από αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές έχουν σχεδιαστεί εξ ορισμού κατά τρόπον ώστε να λαμβάνονται υπόψη μόνο για τις κοινές πτήσεις, όπως οι κανόνες που αφορούν τον ρόλο και τον καταμερισμό των καθηκόντων στα διοργανώνοντα και συμμετέχοντα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη σε αμιγώς εθνικό πλαίσιο. Ωστόσο, όλα τα υπόλοιπα τμήματα των κατευθυντήριων γραμμών (βλέπε τα πιο συναφή αποσπάσματα στο πλαίσιο που ακολουθεί) θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και στις αμιγώς εθνικές επιχειρήσεις απομάκρυνσης.

    ΚΟΙΝΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ ΔΙ' ΑΕΡΟΣ

    (αποσπάσματα)

    1.   ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

    1.1.2.   Κατάσταση της υγείας και ιατρικό ιστορικό

    Το διοργανώνον κράτος μέλος και κάθε συμμετέχον κράτος μέλος διασφαλίζουν ότι οι επιστρέφοντες για τους οποίους ευθύνονται βρίσκονται σε κατάσταση υγείας, η οποία επιτρέπει την ασφαλή απομάκρυνσή τους δι' αέρος τόσο από νομική όσο και από πρακτική άποψη. Για τους επιστρέφοντες που αντιμετωπίζουν γνωστό πρόβλημα υγείας ή για τους οποίους απαιτείται ιατρική παρακολούθηση προβλέπεται η χορήγηση του ιατρικού ιστορικού τους. Αυτό το ιατρικό ιστορικό περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων, τη διάγνωση και τη συγκεκριμένη μνεία της φαρμακευτικής αγωγής που μπορεί να χρειασθεί ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη των απαραίτητων ιατρικών μέτρων. […]

    1.1.3.   Τεκμηρίωση

    Το διοργανώνον κράτος μέλος και κάθε συμμετέχον κράτος μέλος διασφαλίζουν ότι κάθε επιστρέφων διαθέτει έγκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα καθώς και άλλα απαραίτητα συμπληρωματικά έγγραφα, πιστοποιητικά ή ιστορικά. Το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο φυλάσσει τα εν λόγω έγγραφα μέχρι την άφιξη στη χώρα προορισμού […].

    1.2.3.   Χρησιμοποίηση ιδιωτικής συνοδείας

    Όταν ένα συμμετέχον κράτος μέλος χρησιμοποιεί ιδιώτες συνοδούς, οι αρχές αυτού του κράτους μέλους παρέχουν τουλάχιστον ένα επίσημο αντιπρόσωπο στο αεροσκάφος.

    1.2.4.   Δεξιότητες και κατάρτιση των συνοδών

    Η συνοδεία η οποία έχει ορισθεί για επιβίβαση στο αεροσκάφος των κοινών πτήσεων έχει προηγουμένως καταρτισθεί ειδικά προκειμένου να εκτελεί τις αποστολές αυτές· πρέπει να τους παρέχεται η αναγκαία ιατρική υποστήριξη ανάλογα με την αποστολή.

    […]

    1.2.5.   Κώδικας συμπεριφοράς της συνοδείας

    Η συνοδεία δεν φέρει όπλα. Μπορούν να φορούν πολιτικά ρούχα, τα οποία φέρουν διακριτικό έμβλημα για λόγους αναγνώρισης. Επίσης, και το υπόλοιπο δεόντως διαπιστευμένο προσωπικό συνοδείας φέρει διακριτικό έμβλημα.

    Τα μέλη της συνοδείας τοποθετούνται σε στρατηγικές θέσεις στο αεροσκάφος για να παρέχουν το υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας. Επιπλέον, κάθονται μαζί με τους επιστρέφοντες για τους οποίους είναι υπεύθυνοι.

    1.2.6.   Ρυθμίσεις αναφορικά με τον αριθμό των συνοδών

    Ο αριθμός των συνοδών καθορίζεται, ανάλογα με την περίπτωση, μετά από ανάλυση των πιθανών κινδύνων και αμοιβαία διαβούλευση. Συνιστάται, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο αριθμός των συνοδών να ισούται τουλάχιστον με τον αριθμό των επιστρεφόντων που βρίσκονται στο αεροσκάφος. Όπου απαιτείται, προβλέπεται εφεδρική ομάδα στήριξης (παραδείγματος χάριν στους προορισμούς μακρινών αποστάσεων).

    2.   ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΕΣ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ Ή ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗΣ

    2.1.   Μεταφορά και παραμονή στον αερολιμένα

    Όσον αφορά τη μεταφορά και παραμονή στον αερολιμένα, ισχύουν τα εξής:

    α)

    κατ' αρχήν, η συνοδεία και οι επιστρέφοντες θα πρέπει να βρίσκονται στον αερολιμένα τουλάχιστον τρεις ώρες πριν από την αναχώρηση·

    β)

    οι επιστρέφοντες θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με την εκτέλεση της απομάκρυνσής τους και προειδοποιούνται ότι είναι προς το συμφέρον τους να συνεργάζονται πλήρως με τους συνοδούς. Θα πρέπει να διευκρινίζεται ότι δεν θα γίνει ανεκτή καμιά ανάρμοστη συμπεριφορά και ότι η εν λόγω συμπεριφορά δεν θα οδηγήσει στη ματαίωση της επιχείρησης απομάκρυνσης·

    […]

    2.2.   Έλεγχος εισιτηρίων, επιβίβαση και έλεγχος ασφάλειας πριν από την απογείωση

    Οι ρυθμίσεις όσον αφορά τον έλεγχο εισιτηρίων, την επιβίβαση και τον έλεγχο ασφαλείας πριν από την απογείωση, έχουν ως εξής:

    α)

    η συνοδεία του κράτους μέλους, στο οποίο εξελίσσεται η επιχείρηση, είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο των εισιτηρίων και τη βοήθεια για τη διέλευση των χώρων ελέγχου·

    β)

    όλοι οι επιστρέφοντες υποβάλλονται σε σχολαστικό έλεγχο ασφαλείας πριν από την επιβίβασή τους στο αεροσκάφος κοινής πτήσης. Όλα τα αντικείμενα που μπορούν να αποτελέσουν απειλή για την ασφάλεια των ιδιωτών και της πτήσης κατάσχονται και τοποθετούνται στο χώρο αποσκευών·

    γ)

    οι αποσκευές των επιστρεφόντων δεν τοποθετούνται στον θάλαμο επιβατών. Όλες οι αποσκευές που έχουν τοποθετηθεί στο χώρο αποσκευών υποβάλλονται σε έλεγχο ασφάλειας και φέρουν το όνομα του ιδιοκτήτη τους. Οτιδήποτε θεωρείται επικίνδυνο σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) απομακρύνεται από τις αποσκευές·

    δ)

    τα χρήματα και τα πολύτιμα αντικείμενα τοποθετούνται σε διαφανή θήκη, η οποία φέρει το όνομα του ιδιοκτήτη. Οι επιστρέφοντες ενημερώνονται για τη διαδικασία που αφορά τα αντικείμενα και χρήματα που φυλάχτηκαν·

    […]

    3.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΤΗΣΗΣ

    […]

    3.2.   Χρήση μέτρων καταναγκασμού

    Τα μέτρα καταναγκασμού εφαρμόζονται ως εξής:

    α)

    κατά την εφαρμογή των μέτρων καταναγκασμού διασφαλίζεται η δέουσα τήρηση των ατομικών δικαιωμάτων των επιστρεφόντων·

    β)

    ο καταναγκασμός μπορεί να χρησιμοποιείται σε άτομα που αρνούνται ή αντιστέκονται στην απομάκρυνση. Όλα τα μέτρα καταναγκασμού είναι αναλογικά και δεν υπερβαίνουν το εύλογο μέτρο. Δεν θίγονται η αξιοπρέπεια και η σωματική ακεραιότητα του επιστρέφοντος. Συνεπώς, σε περίπτωση αμφιβολίας, η επιχείρηση απομάκρυνσης, συμπεριλαμβανόμενου του νόμιμου καταναγκασμού που βασίζεται στην αντίσταση και στην επικινδυνότητα του επιστρέφοντος, διακόπτεται σύμφωνα με την αρχή της απαγόρευσης της απομάκρυνσης με οποιοδήποτε κόστος·

    γ)

    τα μέτρα καταναγκασμού δεν θα πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο ούτε να απειλούν την ικανότητα του επιστρέφοντος να αναπνέει κανονικά. Σε περίπτωση χρήσης καταναγκασμού, διασφαλίζεται ότι ο θώρακας του επιστρέφοντος παραμένει στην όρθια θέση και ότι τίποτα δεν εμποδίζει το θώρακά του να διατηρήσει τη φυσιολογική αναπνευστική λειτουργία·

    δ)

    η ακινητοποίηση των επιστρεφόντων που αντιστέκονται μπορεί να επιτυγχάνεται με τη χρήση μέσων καταστολής που δεν θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρέπεια και τη σωματική ακεραιότητά τους·

    ε)

    το διοργανώνον κράτος μέλος και κάθε συμμετέχον κράτος μέλος συμφωνούν σε κατάλογο μέσων καταστολής που επιτρέπονται πριν από την επιχείρηση απομάκρυνσης. Απαγορεύεται η χρήση ηρεμιστικών για τη διευκόλυνση της απομάκρυνσης, με την επιφύλαξη των έκτακτων μέτρων για τη διασφάλιση της ασφάλειας της πτήσης·

    στ)

    όλοι οι συνοδοί ενημερώνονται και γνωρίζουν τα επιτρεπόμενα και τα απαγορευμένα μέσα καταστολής·

    ζ)

    οι επιστρέφοντες, στους οποίους έχουν επιβληθεί μέσα καταστολής, παραμένουν υπό συνεχή εποπτεία καθ' όλη τη διάρκεια της πτήσης·

    η)

    η απόφαση προσωρινής ανάκλησης των μέσων καταστολής λαμβάνεται από τον επικεφαλής της αποστολής ή τον αναπληρωτή του.

    3.3.   Ιατρικό προσωπικό και διερμηνείς

    Οι ρυθμίσεις για το ιατρικό προσωπικό και τους διερμηνείς έχουν ως εξής:

    α)

    στην κοινή πτήση θα πρέπει να παρευρίσκεται τουλάχιστον ένας ιατρός·

    β)

    ο ιατρός έχει πρόσβαση στο ιατρικό ιστορικό των επιστρεφόντων και ενημερώνεται πριν από την αποχώρηση αναφορικά με τους επιστρέφοντες που αντιμετωπίζουν ειδικό πρόβλημα υγείας. Το μη γνωστό έως τότε πρόβλημα υγείας, που ανακαλύπτεται αμέσως πριν από την αναχώρηση και μπορεί να επηρεάσει την εκτέλεση της απομάκρυνσης, θα πρέπει να αξιολογείται μαζί με τις υπεύθυνες αρχές·

    γ)

    μόνο ο ιατρός μπορεί να χορηγεί φαρμακευτική αγωγή στους επιστρέφοντες μετά τη διενέργεια ακριβούς ιατρικής διάγνωσης. Τα φάρμακα που χρειάζεται ο επιστρέφων κατά τη διάρκεια της πτήσης φυλάσσονται στο αεροσκάφος·

    δ)

    κάθε επιστρέφων μπορεί να απευθύνεται στον ιατρό ή στη συνοδεία απευθείας ή μέσω διερμηνέα στη γλώσσα στην οποία μπορεί να εκφρασθεί·

    ε)

    το διοργανώνον κράτος μέλος διασφαλίζει ότι υπάρχει το κατάλληλο ιατρικό και γλωσσικό προσωπικό για την επιχείρηση απομάκρυνσης.

    3.4.   Τεκμηρίωση και παρακολούθηση της επιχείρησης απομάκρυνσης

    3.4.1.   Καταγραφή και τρίτοι παρατηρητές

    Κάθε μαγνητοσκόπηση ή/και ηχητική καταγραφή ή παρακολούθηση από τρίτους παρατηρητές των κοινών πτήσεων, εξαρτάται από την προηγούμενη συμφωνία μεταξύ του διοργανώνοντος κράτους μέλους και των συμμετεχόντων κρατών μελών.

    […]

    5.   ΣΤΑΔΙΟ ΑΦΙΞΗΣ

    Κατά την άφιξη:

    […]

    γ)

    το διοργανώνον κράτος μέλος και κάθε συμμετέχον κράτος μέλος παραδίδει επιστρέφοντες για τους οποίους ευθύνεται, στις αρχές της χώρας προορισμού, με τις αποσκευές τους καθώς και κάθε αντικείμενο που κατασχέθηκε πριν την επιβίβαση. Οι κύριοι αντιπρόσωποι κάθε διοργανώνοντος κράτους μέλους και συμμετεχόντων κρατών μελών είναι υπεύθυνοι για την παράδοση των επιστρεφόντων στις τοπικές αρχές κατά την άφιξη. Η συνοδεία συνήθως δεν εγκαταλείπει το αεροσκάφος·

    δ)

    οσάκις χρειάζεται και είναι εφικτό, το διοργανώνον κράτος μέλος και τα συμμετέχοντα κράτη μέλη θα πρέπει να καλούν το προσωπικό του προξενείου, τους αξιωματούχους συνδέσμους για τη μετανάστευση ή τους απεσταλμένους εκ των προτέρων αξιωματούχους των ενδιαφερόμενων κρατών μελών για τη διευκόλυνση της παράδοσης των επιστρεφόντων στις τοπικές αρχές, στο μέτρο που αυτό συνάδει με τις εθνικές πρακτικές και τη διαδικασία·

    ε)

    οι επιστρέφοντες δεν φέρουν χειροπέδες ή άλλα μέσα καταστολής όταν παραδίδονται στις τοπικές αρχές·

    στ)

    η παράδοση των επιστρεφόντων διενεργείται εκτός του αεροσκάφους (είτε στο κάτω μέρος της σκάλας είτε σε κατάλληλο κτίριο του αερολιμένα, όπως αρμόζει). Στο μέτρο του δυνατού, οι τοπικές αρχές εμποδίζονται να επιβιβασθούν στο αεροσκάφος·

    ζ)

    ο χρόνος παραμονής στον αερολιμένα προορισμού θα πρέπει να είναι ο ελάχιστος δυνατός·

    η)

    εμπίπτει στην αρμοδιότητα του διοργανώνοντος κράτους μέλους και κάθε συμμετέχοντος κράτους μέλους να έχει προβλέψει ενδεχόμενες ρυθμίσεις για τη συνοδεία και τους αντιπροσώπους (και τους επιστρέφοντες των οποίων δεν επετράπη η επανεισδοχή) για την περίπτωση που καθυστερήσει η αναχώρηση του αεροσκάφους μετά την αποβίβαση των επιστρεφόντων. Οι ρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν την πρόβλεψη διανυκτέρευσης, εάν χρειασθεί.

    6.   ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ

    Στην περίπτωση που οι αρχές της χώρας προορισμού αρνούνται την είσοδο στο έδαφος ή η επιχείρηση απομάκρυνσης πρέπει να ματαιωθεί για άλλους λόγους, το διοργανώνον κράτος μέλος και κάθε συμμετέχον κράτος μέλος αναλαμβάνουν την ευθύνη για την επιστροφή των επιστρεφόντων, για τους οποίους είναι υπεύθυνοι, στα αντίστοιχα εδάφη τους, με δικές τους δαπάνες.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Η συνοδεία επιστρεφόντων από προσωπικό ασφαλείας του αερομεταφορέα ή από προσωπικό που έχει προσληφθεί εξωτερικά είναι καταρχήν συμβατή με το άρθρο 8 της οδηγίας περί επιστροφής. Τα κράτη μέλη έχουν, ωστόσο, τη γενική ευθύνη για τη διεξαγωγή της επιχείρησης απομάκρυνσης (έκδοση απόφασης απομάκρυνσης και αναλογική χρήση μέτρων καταναγκασμού/συνοδείας). Το τμήμα 1.2.3 των ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει: «Όταν ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί ιδιώτες συνοδούς, οι αρχές αυτού του κράτους μέλους παρέχουν τουλάχιστον έναν επίσημο αντιπρόσωπο στο αεροσκάφος». Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη έχουν τη γενική υποχρέωση να διατηρούν εποπτεύοντα ρόλο σε όλες τις περιπτώσεις «εξωτερικής ανάθεσης» της διαδικασίας απομάκρυνσης, και η χρήση προσωπικού ασφαλείας του αερομεταφορέα για σκοπούς συνοδείας δεν αποκλείεται, αλλά πρέπει να εξασφαλίζεται η σχετική έγκριση και η παρουσία τουλάχιστον ενός επίσημου αξιωματούχου του κράτους μέλους.

    Επιχειρήσεις επιστροφής τις οποίες διεξάγει μια τρίτη χώρα (οι αρχές τρίτης χώρας αποστέλλουν αεροσκάφος στην ΕΕ για τον επαναπατρισμό των υπηκόων τους υπό την εποπτεία τους): Τα κράτη μέλη έχουν τη γενική ευθύνη για τη διεξαγωγή της επιχείρησης απομάκρυνσης έως ότου ολοκληρωθεί η παράδοση στις αρχές της χώρας προορισμού και το αεροσκάφος απογειωθεί από το έδαφος της ΕΕ. Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων καθώς και η αναλογική χρήση μέσων καταναγκασμού σύμφωνα με τα κοινά πρότυπα της ΕΕ που αναφέρονται ανωτέρω πρέπει, ωστόσο, να διασφαλίζονται καθ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησης απομάκρυνσης. Για τους σκοπούς της εποπτείας, ένας αντιπρόσωπος του κράτους μέλους επιτηρεί τη φάση της απομάκρυνσης που διενεργείται από τη χώρα προορισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1624 για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή («κανονισμός για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή»), ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής μπορεί να παρέχει συνδρομή για την οργάνωση επιχειρήσεων επιστροφής τις οποίες διεξάγει μια τρίτη χώρα. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω επιχειρήσεων, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής μεριμνούν για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της μη επαναπροώθησης, καθώς και για την αναλογική χρήση μέτρων καταναγκασμού. Για τον σκοπό αυτόν, καθ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησης μέχρι την άφιξη στη χώρα προορισμού πρέπει να είναι παρόντες στο αεροσκάφος τουλάχιστον ένας εκπρόσωπος κράτους μέλους που συμμετέχει στην επιχείρηση και ένας παρατηρητής αναγκαστικής επιστροφής (είτε από συμμετέχων κράτος μέλος είτε από την εφεδρεία που προβλέπεται στο άρθρο 29 του κανονισμού).

    7.2.   Διέλευση διά της αεροπορικής οδού

    Νομική βάση: Οδηγία 2003/110/ΕΚ

    Αίτηση διέλευσης με σκοπό την απομάκρυνση διά της αεροπορικής οδού: Παράρτημα της οδηγίας 2003/110/ΕΚ

    Κατάλογος κεντρικών αρχών βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 5 της οδηγίας 2003/110/ΕΚ που παραλαμβάνουν αιτήσεις διέλευσης (διατίθεται ως ειδικό ερώτημα (ad-hoc query) του ΕΔΜ στον τομέα return (επιστροφή) για το έτος 2015, στον δικτυακό τόπο του ΕΔΜ)

    Η οδηγία 2003/110/ΕΚ καθορίζει λεπτομερή μέτρα για την παροχή συνδρομής μεταξύ των αρμόδιων αρχών των αερολιμένων διέλευσης των κρατών μελών στις απομακρύνσεις διά της αεροπορικής οδού μετά ή άνευ συνοδείας. Η οδηγία προβλέπει σύνολο κανόνων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της διέλευσης προσώπων που υπόκεινται σε απομάκρυνση από αερολιμένα κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο που εξέδωσε και υλοποίησε την απόφαση απομάκρυνσης. Για τον σκοπό αυτό, καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να πραγματοποιούνται οι επιχειρήσεις διέλευσης και υποδεικνύει τα μέτρα συνδρομής που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Αιτήσεις συνδρομής υποβάλλονται μέσω του τυποποιημένου εντύπου που επισυνάπτεται στην οδηγία 2003/110/ΕΚ. Οι αιτήσεις αυτές αποστέλλονται στις κεντρικές αρχές των κρατών μελών που έχουν οριστεί για τον σκοπό αυτό.

    7.3.   Κοινές επιχειρήσεις απομάκρυνσης δι' αέρος

    Νομική βάση: Απόφαση 2004/573/ΕΚ

    Κατάλογος εθνικών αρχών αρμόδιων για τη διοργάνωση και/ή τη συμμετοχή σε κοινές πτήσεις δυνάμει του άρθρου 3 της απόφασης 2004/573/ΕΚ (διατίθεται ως ειδικό ερώτημα (ad-hoc query) του ΕΔΜ στον τομέα return (επιστροφή) για το έτος 2015, στον δικτυακό τόπο του ΕΔΜ).

    Στην απόφαση 2004/573/ΕΚ προσδιορίζονται συγκεκριμένα τα κοινά και ειδικά καθήκοντα των αρχών που είναι υπεύθυνες για τη διοργάνωση των εν λόγω επιχειρήσεων ή τη συμμετοχή σε αυτές. Οι κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας των κοινών απομακρύνσεων διά αέρος προσαρτώνται στη συγκεκριμένη απόφαση του Συμβουλίου. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 5 της οδηγίας περί επιστροφής, οι προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε κάθε απομάκρυνση διά αέρος, συμπεριλαμβανομένων των αμιγώς εθνικών επιχειρήσεων (βλέπε ενότητα 7.1).

    7.4.   Επιχειρήσεις επιστροφής που συντονίζονται από τον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής

    Νομική βάση: Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624— άρθρο 28

    Ένα από τα καθήκοντα του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής είναι να παρέχει –με την επιφύλαξη της πολιτικής της Ένωσης περί επιστροφής και ειδικότερα της οδηγίας περί επιστροφής ως βασικής πράξης της νομοθεσίας της Ένωσης περί επιστροφής– συνδρομή για την οργάνωση και τη διεξαγωγή επιχειρήσεων επιστροφής των κρατών μελών. Ο ρόλος του Οργανισμού σε ζητήματα επιστροφής και η συμμόρφωσή του με τα θεμελιώδη δικαιώματα ενισχύθηκε με την έκδοση του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή το 2016.

    Υπάρχει σαφής προστιθέμενη αξία στην εκτέλεση επιχειρήσεων επιστροφής υπό τον συντονισμό του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να κάνουν ευρεία χρήση αυτής της επιλογής.

    Οι επιχειρήσεις επιστροφής που συντονίζονται από τον Οργανισμό υπόκεινται σε έλεγχο της αναγκαστικής επιστροφής (βλέπε ενότητα 8).

    8.   ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 8 παράγραφος 6

    Κατάλογος εθνικών φορέων ελέγχου της αναγκαστικής επιστροφής: ειδικό ερώτημα (ad-hoc query) του ΕΔΜ στον τομέα return (επιστροφή) για το έτος 2015, στον δικτυακό τόπο του ΕΔΜ· επισκόπηση των εθνικών φορέων ελέγχου της αναγκαστικής επιστροφής από τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («FRA») διατίθεται στη διεύθυνση: http://fra.europa.eu/en/theme/asylum-migration-borders/forced-return.

    Τα κράτη μέλη προβλέπουν αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου της αναγκαστικής επιστροφής.

    Ο έλεγχος της αναγκαστικής επιστροφής είναι ένα σημαντικό εργαλείο που μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα τόσο του επιστρέφοντος όσο και των αρχών που επιβάλλουν την επιστροφή, ως ενσωματωμένος μηχανισμός ελέγχου των εθνικών πρακτικών για την επιστροφή που εφαρμόζονται σε καθημερινή βάση. Ο αποτελεσματικός έλεγχος μπορεί να συμβάλει στην αποκλιμάκωση. Επιτρέπει τον άμεσο εντοπισμό και την αποκατάσταση πιθανών αδυναμιών. Επίσης προστατεύει τις αρχές επιβολής —που ενδέχεται ορισμένες φορές να δέχονται αθέμιτη κριτική από τα μέσα ενημέρωσης ή τις ΜΚΟ— παρέχοντας αμερόληπτη και ουδέτερη αναφορά.

    Η οδηγία περί επιστροφής δεν καθορίζει λεπτομερώς τον τρόπο λειτουργίας των εθνικών συστημάτων ελέγχου της αναγκαστικής επιστροφής. Παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη. Με βάση τη διατύπωση της οδηγίας και το πλαίσιό της, μπορούν ωστόσο να διατυπωθούν ορισμένες κατευθύνσεις:

    1)

    ο έλεγχος της αναγκαστικής επιστροφής πρέπει να εννοηθεί ως έλεγχος που καλύπτει όλες τις δραστηριότητες τις οποίες αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την απομάκρυνση, από την προετοιμασία της αναχώρησης έως την υποδοχή στη χώρα επιστροφής ή, σε περίπτωση αποτυχίας απομάκρυνσης, έως την επιστροφή στο σημείο αναχώρησης. Δεν καλύπτει τον έλεγχο μετά την επιστροφή, ήτοι την περίοδο που ακολουθεί την υποδοχή του επιστρέφοντος σε τρίτη χώρα·

    2)

    τα συστήματα ελέγχου πρέπει να περιλαμβάνουν τη συμμετοχή οργανισμών/φορέων διαφορετικών και ανεξάρτητων από τις αρχές που επιβάλλουν την επιστροφή («nemo monitor in res sua»)·

    3)

    τον έλεγχο μπορούν να αναλαμβάνουν δημόσιοι φορείς, όπως ο εθνικός διαμεσολαβητής ή ανεξάρτητος φορέας γενικής επιθεώρησης. Η ανάθεση ελεγκτικού ρόλου σε υποτμήμα της ίδιας διοικητικής αρχής που διενεργεί τις επιστροφές/απομακρύνσεις θεωρείται, ωστόσο, προβληματικό σημείο·

    4)

    η ύπαρξη ένδικων μέσων προσφυγής σε μεμονωμένες περιπτώσεις ή εθνικών συστημάτων εποπτείας της αποτελεσματικότητας των εθνικών πολιτικών επιστροφής δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής·

    5)

    δεν υφίσταται αυτόματη υποχρέωση των κρατών μελών να καλύπτουν όλες τις δαπάνες του ελέγχου (όπως έξοδα προσωπικού), αλλά τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν –γενικά– την κανονική λειτουργία ενός συστήματος ελέγχου της αναγκαστικής επιστροφής (πρακτική αποτελεσματικότητα)·

    6)

    το άρθρο 8 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής δεν συνεπάγεται υποχρέωση ελέγχου κάθε επιμέρους επιχείρησης απομάκρυνσης. Ένα σύστημα ελέγχου βασισμένο σε επιτόπιους ελέγχους και σε έλεγχο τυχαίων δειγμάτων μπορεί να θεωρηθεί επαρκές, εφόσον η ένταση του ελέγχου αρκεί για να διασφαλίζεται η συνολική αποτελεσματικότητα του ελέγχου·

    7)

    το άρθρο 8 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής δεν συνεπάγεται υποκειμενικό δικαίωμα του επιστρέφοντος να ελέγχεται.

    Έλεγχος επιχειρήσεων επιστροφής που συντονίζονται από τον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής:

    Σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 6 του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή, «Κάθε επιχείρηση επιστροφής παρακολουθείται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 6 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ […] βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων και καλύπτει το σύνολο της επιχείρησης επιστροφής, από το στάδιο προ της αναχώρησης μέχρι την παράδοση των επιστρεφόντων στις αρχές της τρίτης χώρας επιστροφής». Αυτό σημαίνει ότι κάθε επιχείρηση αναγκαστικής επιστροφής η οποία συντονίζεται από τον Οργανισμό και περιλαμβάνει τεχνική και επιχειρησιακή ενίσχυση που παρέχεται από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη υπόκειται σε παρακολούθηση σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες και τις λεπτομερείς διατάξεις μεταφοράς του άρθρου 8 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής στα εθνικά δίκαια.

    Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων που προβλέπονται στα εθνικά δίκαια, οι παρατηρητές αναγκαστικής επιστροφής οφείλουν να υποβάλλουν έκθεση μετά από κάθε επιχείρηση στον εκτελεστικό διευθυντή του Οργανισμού, στον υπεύθυνο θεμελιωδών δικαιωμάτων και στις αρμόδιες εθνικές αρχές όλων των κρατών μελών που συμμετέχουν στην επιχείρηση.

    9.   ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 9

    1.

    Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την απομάκρυνση:

    α)

    όταν αυτή παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης, ή

    β)

    ενόσω παρέχεται ανασταλτικό αποτέλεσμα σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2.

    2.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να αναβάλουν την απομάκρυνση για εύλογο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν ιδίως υπόψη:

    α)

    τη φυσική ή διανοητική κατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας,

    β)

    τεχνικούς λόγους, όπως η απουσία μέσων μεταφοράς ή η έλλειψη δυνατότητας απομάκρυνσης λόγω αδυναμίας διαπίστωσης της ταυτότητας.

    3.

    Εάν αναβληθεί η απομάκρυνση κατά τα προβλεπόμενα από τις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να επιβάλλονται στον υπήκοο τρίτης χώρας οι υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 3.

    Η οδηγία περί επιστροφής επιβάλλει δύο απόλυτες απαγορεύσεις: Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να απομακρύνουν ένα πρόσωπο εάν η απομάκρυνση παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης, ούτε επιτρέπεται να προβούν σε επιχείρηση απομάκρυνσης εφόσον έχει χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα σε εκκρεμή προσφυγή.

    Σε άλλες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να αναβάλουν την απομάκρυνση για εύλογο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Ο κατάλογος των πιθανών λόγων είναι ανοικτός και επιτρέπει στα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν με ευελιξία οποιαδήποτε νέα περίσταση προκύπτει και η οποία δικαιολογεί την αναβολή της απομάκρυνσης. Τα συγκεκριμένα παραδείγματα που παρατίθενται στην οδηγία περί επιστροφής (φυσική ή διανοητική κατάσταση του ενδιαφερομένου, τεχνικοί λόγοι, όπως απουσία διαθέσιμων και κατάλληλων μέσων μεταφοράς) είναι ενδεικτικά παραδείγματα. Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να προβλέψουν περαιτέρω περιπτώσεις στην εθνική εκτελεστική νομοθεσία και/ή στη διοικητική πρακτική τους.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Διαφορά μεταξύ χρονικού διαστήματος οικειοθελούς αναχώρησης και αναβολής απομάκρυνσης: Το άρθρο 7 της οδηγίας περί επιστροφής (οικειοθελής αναχώρηση) προβλέπει «περίοδο χάριτος» για την εξασφάλιση της ομαλής και άρτια προετοιμασμένης αναχώρησης· τούτο αφορά μόνο τους επιστρέφοντες που αναμένεται να συμμορφωθούν οικειοθελώς με απόφαση επιστροφής. Το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας (αναβολή της απομάκρυνσης) αφορά τις περιπτώσεις όπου η υποχρέωση επιστροφής πρέπει να επιβληθεί από το κράτος επειδή η οικειοθελής αναχώρηση δεν είναι δυνατή ή δεν χορηγήθηκε.

    Νομικό καθεστώς ενώ εκκρεμεί αναβληθείσα απομάκρυνση: εν αναμονή απομάκρυνσης που έχει ανασταλεί, ο επιστρέφων επωφελείται από τις εγγυήσεις που παρατίθενται στο άρθρο 14 της οδηγίας περί επιστροφής (γραπτή βεβαίωση αναβολής της υποχρέωσης επιστροφής και ορισμένες βασικές εγγυήσεις, όπως πρόσβαση σε επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή, καθώς και οικογενειακή ενότητα — βλέπε ενότητα 13 του παρόντος εγχειριδίου). Ο επιστρέφων, ωστόσο, δεν θεωρείται ότι διαμένει νόμιμα στο κράτος μέλος, εκτός εάν το κράτος μέλος αποφασίσει —κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής— να παραχωρήσει άδεια ή δικαίωμα νόμιμης παραμονής στον υπήκοο τρίτης χώρας.

    Υποχρέωση παραμονής σε ορισμένο μέρος ενώ εκκρεμεί αναβληθείσα απομάκρυνση: Το άρθρο 9 παράγραφος 3 περιέχει ρητή αναφορά στις δυνατότητες που παρατίθενται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 προς αποφυγή της διαφυγής (βλέπε ενότητα 6.2), συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας επιβολής της υποχρέωσης παραμονής σε ορισμένο μέρος.

    10.   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ

    Η οδηγία περί επιστροφής ισχύει επίσης για τους ανηλίκους, συμπεριλαμβανομένων των ασυνόδευτων ανηλίκων, και προβλέπει συγκεκριμένες εγγυήσεις που πρέπει να τηρούνται από τα κράτη μέλη. Οι εν λόγω εγγυήσεις ισχύουν επομένως για κάθε φυσικό πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών (ήτοι, ανήλικο) που φτάνει στο έδαφος των κρατών μελών χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικο υπεύθυνο για αυτό, και εφόσον κανένας ενήλικος δεν ασκεί στην πράξη την επιμέλειά του (καθώς και για κάθε ανήλικο που παύει να συνοδεύεται μετά την είσοδό του στο έδαφος των κρατών μελών). Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι έφηβοι ηλικίας κάτω των 18 ετών επιτρέπεται να ενεργούν αυτοπροσώπως στις διαδικασίες επιστροφής (και ασύλου)· ωστόσο, οι εγγυήσεις της οδηγίας περί επιστροφής είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη όσον αφορά όλους τους ανηλίκους έως 18 ετών.

    Οι βιώσιμες λύσεις είναι κρίσιμης σημασίας προκειμένου να εδραιωθεί η κανονικότητα και η σταθερότητα για όλους τους ανήλικους σε μακροπρόθεσμη βάση. Η επιστροφή είναι μία από τις εναλλακτικές επιλογές που μπορούν να εξεταστούν κατά τον προσδιορισμό βιώσιμης λύσης για τους ασυνόδευτους ανηλίκους και κάθε κράτος μέλος για οποιαδήποτε ενέργεια πρέπει να λαμβάνει υπόψη ως βασικό κριτήριο το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Προτού ληφθεί απόφαση για την επιστροφή ασυνόδευτου ανηλίκου, και σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 της σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (50), πρέπει να δίνεται στον ενδιαφερόμενο ανήλικο η δυνατότητα να ακούγεται, είτε άμεσα είτε μέσω εκπροσώπου ή αρμόδιου οργανισμού, και να διενεργείται πάντοτε αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού σε ατομική βάση, στην οποία λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι ιδιαίτερες ανάγκες του, η τρέχουσα κατάσταση της οικογένειας και η κατάσταση και οι συνθήκες υποδοχής στη χώρα επιστροφής. Στο πλαίσιο της εν λόγω αξιολόγησης θα πρέπει να εξετάζεται συστηματικά εάν η επιστροφή στη χώρα καταγωγής, περιλαμβανομένης της οικογενειακής επανένωσης, εξυπηρετεί ή όχι το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου.

    Η αξιολόγηση θα πρέπει να διενεργείται από τις αρμόδιες αρχές βάσει πολυτομεακής προσέγγισης, με τη συμμετοχή του ορισθέντα κηδεμόνα του ανηλίκου και/ή της αρμόδιας αρχής προστασίας παιδιών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβαίνουν επιπλέον σε περιοδική επαναξιολόγηση των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.

    Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να λαμβάνουν υπόψη τις ερμηνευτικές και επιχειρησιακές οδηγίες που παρέχονται στις κοινές κατευθυντήριες γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και της Unicef για τον καθορισμό των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού (51), στο γενικό σχόλιο αριθ. 14 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού σχετικά με το δικαίωμα του παιδιού να λαμβάνονται πρωτίστως υπόψη τα συμφέροντά του (52), στις κατευθυντήριες γραμμές της UNHCR για τον καθορισμό των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού (53) και στο εγχειρίδιο πεδίου σχετικά με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών της UNHCR για τον καθορισμό των βέλτιστων συμφερόντων (54).

    Το δικαίωμα ακρόασης των ανηλίκων στο πλαίσιο των διαδικασιών επιστροφής που τους αφορούν ή τους επηρεάζουν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος κάθε αξιολόγησης των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού (βλέπε άρθρο 12 της σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού) και πρέπει να γίνεται σεβαστό ως θεμελιώδες δικαίωμα που αναγνωρίζεται ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, όπως κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το δικαίωμα ακρόασης περιλαμβάνει αφενός την παροχή της δέουσας προσοχής στις απόψεις των ανηλίκων, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητάς τους, καθώς και τυχόν δυσκολίες επικοινωνίας που μπορεί να έχουν στην προσπάθειά τους να συμμετάσχουν ουσιαστικά στη διαδικασία, και αφετέρου τον σεβασμό του δικαιώματος του ανηλίκου να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του (για περαιτέρω οδηγίες βλέπε ενότητα 12.1).

    Ορισμός του ασυνόδευτου ανηλίκου: στην οδηγία περί επιστροφής δεν παρέχεται ορισμός του «ασυνόδευτου ανηλίκου». Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι ασυνόδευτοι ανήλικοι είναι ή ήταν σε πολλές περιπτώσεις αιτούντες άσυλο, συνιστάται να χρησιμοποιείται ο ορισμός που παρέχεται στις πλέον πρόσφατες οδηγίες περί ασύλου, και ιδίως στο άρθρο 2 στοιχείο ε) της αναδιατυπωμένης οδηγίας 2013/33/ΕΕ για τις συνθήκες υποδοχής: «ανήλικος που φτάνει στο έδαφος των κρατών μελών χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικο υπεύθυνο για αυτόν σύμφωνα με το νόμο ή την πρακτική του οικείου κράτους μέλους, και εφόσον κανένας ενήλικος δεν ασκεί στην πράξη την επιμέλειά του. Ο ορισμός καλύπτει επίσης τον ανήλικο που παύει να συνοδεύεται μετά την είσοδό του στο έδαφος των κρατών μελών».

    Μη έκδοση αποφάσεων επιστροφής για ασυνόδευτους ανηλίκους: Το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη να χορηγούν ανά πάσα στιγμή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο άδεια ή δικαίωμα παραμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους. Ο γενικός αυτός κανόνας ισχύει και για τους ανηλίκους. Συνεπώς, τα κράτη μέλη που δεν προχωρούν σε επιστροφή/απομάκρυνση ανηλίκων υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, ή που δεν μπορούν να απομακρύνουν τον ασυνόδευτο ανήλικο βάσει αξιολόγησης του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, είναι ελεύθερα να χορηγούν άδεια ή δικαίωμα παραμονής (π.χ., προσωρινή άδεια παραμονής μέχρι την ηλικία των 18 ετών).

    Το άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής υποχρεώνει το κράτος μέλος να επιλέξει είτε το «Α» (χορήγηση άδειας ή νόμιμου δικαιώματος παραμονής) είτε το «Β» (εκτέλεση διαδικασιών επιστροφής) (βλέπε ενότητα 5). Τα κράτη μέλη θα πρέπει επομένως να θεσπίσουν σαφείς κανόνες για το νομικό καθεστώς των ασυνόδευτων ανηλίκων, οι οποίοι θα επιτρέπουν είτε την έκδοση αποφάσεων επιστροφής και την εκτέλεση διαδικασιών επιστροφής, είτε τη χορήγηση στους ανηλίκους δικαιώματος παραμονής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν για τη διαθεσιμότητα διαδικασιών καθορισμού του καθεστώτος των ασυνόδευτων ανηλίκων που δεν υπόκεινται σε διαδικασία επιστροφής. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη προσέγγιση που στοχεύει στη μείωση των «γκρίζων ζωνών» και στη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Υπό το φως των ανωτέρω, προκειμένου να είναι συμβατή με την οδηγία περί επιστροφής, η κατάσταση των ασυνόδευτων ανηλίκων σε κράτη μέλη τα οποία, κατόπιν αξιολόγησης των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού, δεν προχωρούν σε επιστροφή/απομάκρυνση ανηλίκων υπηκόων τρίτων χωρών, πρέπει να χαρακτηρίζεται από νομική άποψη είτε ως χορήγηση (προσωρινής) άδειας ή δικαιώματος παραμονής (π.χ., έως την ηλικία των 18 ετών) κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 4 της οδηγίας, είτε ως έκδοση απόφασης επιστροφής και αναβολή της απομάκρυνσης σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 9 της οδηγίας περί επιστροφής.

    10.1.   Συνδρομή από κατάλληλους φορείς

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 10 παράγραφος 1

    Πριν αποφασισθεί η έκδοση απόφαση επιστροφής έναντι ασυνόδευτου ανηλίκου, παρέχεται βοήθεια από κατάλληλους φορείς άλλους από τις αρχές που διενεργούν την επιστροφή, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού.

    Ιστορική υπενθύμιση/εξήγηση: Το άρθρο 10 παράγραφος 1 δεν περιλαμβανόταν στην πρόταση της Επιτροπής. Εντάχθηκε στο κείμενο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και είναι άμεσα εμπνευσμένο από την κατευθυντήρια γραμμή 2 παράγραφος 5 των «Είκοσι κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή» του Συμβουλίου της Ευρώπης (55), η οποία προβλέπει ότι «πριν αποφασιστεί η έκδοση διαταγής απομάκρυνσης για παιδί χωρισμένο από την οικογένειά του, πρέπει να χορηγηθεί βοήθεια –ιδίως νομική αρωγή– λαμβανομένων δεόντως υπόψη των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού».

    Χαρακτήρας των «κατάλληλων φορέων»: ο «κατάλληλος φορέας» πρέπει να είναι διαχωρισμένος από την αρχή επιβολής και μπορεί να είναι κυβερνητικός φορέας (πιθανώς χωριστή υπηρεσία, εάν βρίσκεται εντός του ίδιου υπουργείου), μη κυβερνητικός φορέας, ή συνδυασμός των δύο, που εξασφαλίζει τη διεπιστημονική συνεργασία μεταξύ κυβερνητικά υποστηριζόμενων και μη κυβερνητικών συστημάτων κηδεμονίας και/ή φορέων προστασίας παιδιών. Οι φορείς που είναι αρμόδιοι για τη μέριμνα και την προστασία των παιδιών συμμορφώνονται με τα καθιερωμένα πρότυπα στους τομείς της ασφάλειας, της υγείας, της καταλληλότητας του προσωπικού και της δέουσας εποπτείας. Οι διαφορετικοί ρόλοι και αρμοδιότητες των φορέων πρέπει να είναι σαφείς και διαφανείς ιδίως για τον ασυνόδευτο ανήλικο, επιτρέποντας έτσι την ενεργό και αποτελεσματική συμμετοχή του σε όλα τα ζητήματα που τον αφορούν.

    Χαρακτήρας της «βοήθειας»: η βοήθεια πρέπει να καλύπτει τη νομική αρωγή, χωρίς να περιορίζεται σε αυτήν. Πρέπει επίσης να εξετάζονται και άλλες πτυχές που αναφέρονται ρητώς στην οδηγία περί επιστροφής —όπως η παροχή της απαραίτητης ιατρικής βοήθειας και υγειονομικής περίθαλψης, η επαφή με την οικογένεια, η πρόσβαση σε βασική εκπαίδευση—, με σκοπό τη στήριξη της πραγμάτωσης των δικαιωμάτων του παιδιού, όπως ορίζονται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Ειδική έμφαση πρέπει να δίνεται στην ανάγκη να συζητούνται με τον ανήλικο, εκ των προτέρων και καθ' όλη τη διάρκεια των διαδικασιών, όλες οι αποφάσεις που τον αφορούν. Τα παιδιά θα πρέπει να ενημερώνονται με την ευαισθησία που αρμόζει για τα παιδιά και με τον κατάλληλο τρόπο σε σχέση με την ηλικία και το πλαίσιο —για τα δικαιώματά τους, τις διαδικασίες και τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για την προστασία τους.

    Χρόνος της «βοήθειας»: η βοήθεια από κατάλληλους φορείς πρέπει να παρέχεται το νωρίτερο δυνατόν, και ξεκινά πριν από την έκδοση απόφασης επιστροφής. Αυτό συνεπάγεται έγκαιρη εκτίμηση της ηλικίας με βάση το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Η παροχή βοήθειας πρέπει να αποτελεί μια συνεχή και σταθερή διαδικασία, μεταξύ άλλων, και κατά το στάδιο της επιστροφής. Μπορεί επίσης να καλύπτει το στάδιο μετά την επιστροφή, ώστε να διασφαλίζεται ότι δίδεται κατάλληλη συνέχεια στην επιστροφή. Εάν είναι αναγκαίο, πρέπει να γίνεται μεταβίβαση της κηδεμονίας από το κράτος μέλος στη χώρα επιστροφής, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 της οδηγίας περί επιστροφής.

    Εκτίμηση ηλικίας: η οδηγία περί επιστροφής δεν περιέχει διατάξεις σχετικά με την εκτίμηση της ηλικίας. Βάσει συστηματικής ερμηνείας του ενωσιακού κεκτημένου για τη μετανάστευση και το άσυλο, η Επιτροπή συνιστά να γίνεται αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 25 παράγραφος 5 της οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, καθώς και να λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά έγγραφα που έχουν συνταχθεί, π.χ., από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (56).

    Συνεχής παροχή βοήθειας στις διαδικασίες ασύλου και επιστροφής: Παρότι η νομική βάση της κηδεμονίας που παρέχεται σε αιτούντες άσυλο και της «βοήθειας» που απαιτείται για ασυνόδευτους ανηλίκους/παιδιά στη διαδικασία επιστροφής διαφέρει, υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ των απαιτήσεων που ορίζονται στο κεκτημένο για το άσυλο και στην οδηγία περί επιστροφής, και πρέπει να επιδιώκεται η συνεχής παροχή βοήθειας στις διαδικασίες ασύλου και επιστροφής.

    Η παροχή απλής κηδεμονίας δεν επαρκεί για να τηρηθεί η υποχρέωση παροχής βοήθειας σε ανηλίκους, διότι η «βοήθεια από κατάλληλους φορείς» είναι σημαντικότερη από την απλή κηδεμονία.

    10.2.   Επιστροφή σε μέλος της οικογένειας, ορισθέντα κηδεμόνα ή κατάλληλες εγκαταστάσεις υποδοχής

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 10 παράγραφος 2

    Πριν απομακρυνθεί ασυνόδευτος ανήλικος από το έδαφος κράτους μέλους, οι αρχές του κράτους μέλους αυτού εξακριβώνουν ότι ο ασυνόδευτος ανήλικος θα επιστραφεί

    σε μέλος της οικογένειάς του/της,

    ορισθέντα κηδεμόνα ή

    κατάλληλες εγκαταστάσεις υποδοχής στο κράτος επιστροφής.

    Μεταξύ των επιλογών που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 της οδηγίας περί επιστροφής, συνιστάται ως προτιμώμενη επιλογή η επιστροφή σε μέλη της οικογένειας, εκτός εάν αυτό είναι προδήλως αντίθετο με τα συμφέροντα του παιδιού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επομένως να καταβάλλουν προσπάθειες για τον προσδιορισμό της ταυτότητας και της ιθαγένειας των ασυνόδευτων ανηλίκων και για τον εντοπισμό μελών της οικογένειας. Η επιστροφή σε κηδεμόνα ή σε κατάλληλη εγκατάσταση υποδοχής μπορεί να αποτελεί αποδεκτή εναλλακτική επιλογή υπό ορισμένες συνθήκες.

    Η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να προβλέπουν κατάλληλα μέτρα επανένταξης ειδικά για τους ασυνόδευτους ανηλίκους που επιστρέφουν στη χώρα καταγωγής τους, και να διασφαλίζουν την άμεση πρόσβαση στα μέτρα αυτά τόσο πριν από την αναχώρηση όσο και μετά την άφιξη στην τρίτη χώρα επιστροφής.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Εντοπισμός μελών της οικογένειας: Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κινούν το ταχύτερο δυνατό διαδικασίες για τον εντοπισμό των γονέων ή μελών της οικογένειας ασυνόδευτων ανηλίκων, με τη συμμετοχή του ορισθέντα κηδεμόνα και/ή προσώπου αρμόδιου για την προστασία παιδιών. Για τη διευκόλυνση του εντοπισμού μελών της οικογένειας, καθώς και για τον εντοπισμό κηδεμόνα ή κατάλληλης εγκατάστασης ενόψει της επιστροφής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα συνεργασίας με προξενικές αρχές, αξιωματικούς συνδέσμους, φορείς προστασίας παιδιών, διεθνείς οργανισμούς και ΜΚΟ στη χώρα επιστροφής, αξιοποιώντας πλήρως τους υφιστάμενους διαύλους διασυνοριακής συνεργασίας.

    Οικειοθελής αναχώρηση ανηλίκων: καταρχήν, το άρθρο 10 παράγραφος 2 εφαρμόζεται μόνο σε καταστάσεις όπου ο ανήλικος απομακρύνεται και όχι σε καταστάσεις όπου ο ανήλικος αναχωρεί οικειοθελώς από το κράτος μέλος. Λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης των κρατών μελών που απορρέει από την απαίτηση να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, σε περιπτώσεις οικειοθελούς αναχώρησης συνιστάται να αξιολογείται επίσης η κατάσταση της οικογένειας και η κατάσταση και οι συνθήκες υποδοχής στη χώρα επιστροφής.

    Η καταλληλότητα των εγκαταστάσεων υποδοχής στη χώρα επιστροφής πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση, με βάση τις ατομικές περιστάσεις και την ηλικία του επιστρέφοντος ανηλίκου. Η απλή υποδοχή από τη συνοριακή αστυνομία στη χώρα επιστροφής χωρίς κανένα αναγκαίο μέτρο συνέχειας ή συνοδευτικό μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί «κατάλληλη υποδοχή». Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δίδουν ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα της διαθεσιμότητας κατάλληλης στέγασης, καθώς και στο ζήτημα της πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη και στην εκπαίδευση στη χώρα επιστροφής. Τα κράτη μέλη τηρούν το άρθρο 20 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και ενθαρρύνονται να ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές των Ηνωμένων Εθνών για τις εναλλακτικές μορφές φροντίδας των παιδιών (57).

    11.   ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΕΙΣΟΔΟΥ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 3 παράγραφος 6 και άρθρο 11

    «Απαγόρευση εισόδου»: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία απαγορεύεται η είσοδος και η παραμονή στο έδαφος των κρατών μελών για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνοδευόμενη από απόφαση επιστροφής.

    Οι αποφάσεις επιστροφής συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου:

    α)

    εφόσον δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, ή

    β)

    εφόσον δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση επιστροφής.

    Σε άλλες περιπτώσεις, οι αποφάσεις επιστροφής μπορούν να συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου.

    Η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου καθορίζεται λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων κάθε μεμονωμένης περίπτωσης και, κανονικά, δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να υπερβαίνει την πενταετία, αν ο υπήκοος της τρίτης χώρας αντιπροσωπεύει σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια.

    Οι απαγορεύσεις εισόδου που σχετίζονται με την επιστροφή και προβλέπονται στην οδηγία περί επιστροφής έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και ενισχύουν την αξιοπιστία της πολιτικής επιστροφής της Ένωσης, στέλνοντας σαφές μήνυμα ότι σε όσους παραβιάζουν τους μεταναστευτικούς κανόνες στα κράτη μέλη της ΕΕ δεν θα επιτρέπεται η επανείσοδος σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της ΕΕ για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.

    Η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εκδίδουν απαγόρευση εισόδου σε δύο ειδικές περιπτώσεις: i) αν δεν έχει χορηγηθεί προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης και ii) αν δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση επιστροφής.

    Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι αποφάσεις επιστροφής είναι δυνατό να συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου.

    Η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου πρέπει να καθορίζεται με τη δέουσα συνεκτίμηση όλων των σχετικών περιστάσεων της εκάστοτε μεμονωμένης περίπτωσης. Καταρχήν, η απαγόρευση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε έτη. Μόνο σε περιπτώσεις σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια, η απαγόρευση εισόδου μπορεί να εκδίδεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

    Οι κανόνες για τις απαγορεύσεις εισόδου που σχετίζονται με την επιστροφή βάσει της οδηγίας περί επιστροφής δεν επηρεάζουν τις απαγορεύσεις εισόδου που εκδίδονται για άλλους λόγους που δεν σχετίζονται με τη μετανάστευση, όπως απαγορεύσεις εισόδου σε υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν διαπράξει σοβαρές αξιόποινες πράξεις ή για τους οποίους υπάρχει σαφής ένδειξη ότι προτίθενται να διαπράξουν τέτοιες πράξεις [βλέπε άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (58) («κανονισμός SIS II»)] ή απαγορεύσεις εισόδου που συνιστούν περιοριστικό μέτρο το οποίο έχει ληφθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου V της ΣΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για την εφαρμογή των ταξιδιωτικών απαγορεύσεων που εκδίδει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

    11.1.   Ισχύς σε όλη την ΕΕ

    Μια απαγόρευση εισόδου απαγορεύει την είσοδο στο έδαφος όλων των κρατών μελών: η διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 14 της οδηγίας περί επιστροφής και η συστηματική σύγκριση όλων των γλωσσικών εκδόσεων της οδηγίας (ειδικά του αγγλικού και του γαλλικού κειμένου) καθιστούν σαφές ότι μια απαγόρευση εισόδου απαγορεύει την είσοδο και την παραμονή στο έδαφος όλων των κρατών μελών. Η δανική έκδοση, η οποία χρησιμοποιεί ενικό αριθμό («ophold på en medlemsstats»), περιέχει προφανές μεταφραστικό σφάλμα. Η ισχύς των απαγορεύσεων εισόδου για ολόκληρη την ΕΕ αποτελεί μία από τις βασικές ευρωπαϊκές προστιθέμενες αξίες της οδηγίας. Η ισχύς της απαγόρευσης εισόδου σε ολόκληρη την ΕΕ πρέπει να δηλώνεται σαφώς στην απόφαση απαγόρευσης εισόδου που εκδίδεται για υπήκοο τρίτης χώρας.

    Οι απαγορεύσεις εισόδου είναι δεσμευτικές για όλα τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία περί επιστροφής, δηλαδή όλα τα κράτη μέλη (εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας), και επιπλέον τις συνδεδεμένες χώρες Σένγκεν (Ελβετία, Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν).

    Ενημέρωση των άλλων κρατών μελών για τις εκδοθείσες απαγορεύσεις εισόδου: είναι απαραίτητο να ενημερώνονται τα άλλα κράτη μέλη για όλες τις απαγορεύσεις εισόδου που έχουν εκδοθεί. Η καταχώριση απαγόρευσης εισόδου στο SIS κατ' εφαρμογή του άρθρου 24 παράγραφος 3 του κανονισμού SIS II είναι ο βασικός —αλλά όχι ο μοναδικός— τρόπος ενημέρωσης άλλων κρατών μελών για την ύπαρξη απαγόρευσης εισόδου και για τη διασφάλιση της επιτυχούς επιβολής της. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επομένως να μεριμνούν για τη συστηματική καταχώριση των απαγορεύσεων εισόδου στο SIS. Όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεν έχουν πρόσβαση στο SIS, η ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να γίνεται μέσω άλλων διαύλων (π.χ., διμερείς επαφές).

    Αμιγώς εθνικές απαγορεύσεις εισόδου: δεν είναι συμβατή με την οδηγία περί επιστροφής η έκδοση αμιγώς εθνικών απαγορεύσεων εισόδου που σχετίζονται με τη μετανάστευση. Στην εθνική νομοθεσία πρέπει να ορίζεται ότι οι απαγορεύσεις εισόδου που εκδίδονται σε σχέση με αποφάσεις επιστροφής απαγορεύουν την είσοδο και την παραμονή σε όλα τα κράτη μέλη, για παράδειγμα θεσπίζοντας υποχρέωση συστηματικής εισαγωγής όλων αυτών των απαγορεύσεων εισόδου στο SIS. Ωστόσο, στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας για τον οποίο έχει εκδοθεί απαγόρευση εισόδου από το κράτος μέλος Α και ο οποίος διαθέτει άδεια διαμονής που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος Β, όταν το κράτος μέλος Β δεν επιθυμεί να ανακαλέσει αυτή την άδεια, και κατόπιν διαβούλευσης σύμφωνα με το άρθρο 25 της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν (ΣΕΣ), όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής, το κράτος μέλος Α ανακαλεί την απαγόρευση εισόδου σε ολόκληρη την ΕΕ, αλλά μπορεί να συμπεριλάβει τον υπήκοο τρίτης χώρας στον εθνικό του κατάλογο ανεπιθυμήτων, δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 2 τελευταία περίοδος της ΣΕΣ (lex specialis) (βλέπε επίσης ενότητα 11.8).

    11.2.   Χρήση του SIS II

    Καταχώριση των απαγορεύσεων εισόδου στο SIS: σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα κράτη μέλη δύνανται να εισάγουν στο SIS καταχωρίσεις σχετικά με απαγορεύσεις εισόδου που εκδίδονται σύμφωνα με την οδηγία περί επιστροφής, αλλά δεν είναι υποχρεωμένα να το κάνουν. Ωστόσο, για την πλήρη εφαρμογή της ευρωπαϊκής διάστασης των απαγορεύσεων εισόδου που εκδίδονται δυνάμει της οδηγίας περί επιστροφής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβαίνουν συστηματικά στην ενέργεια αυτή.

    Σχέση μεταξύ της ανά τριετία επανεξέτασης των καταχωρίσεων που εισάγονται στο SIS (σύμφωνα με το άρθρο 112 της ΣΕΣ και το άρθρο 29 του κανονισμού SIS ΙΙ) και της διάρκειας της απαγόρευσης εισόδου που ορίζει η οδηγία περί επιστροφής: η επανεξέταση των καταχωρίσεων που εισάγονται στο SIS είναι μια διαδικαστική απαίτηση που σκοπό έχει να εξασφαλίσει ότι οι καταχωρίσεις διατηρούνται μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο εισήχθησαν. Δεν επηρεάζει την ουσιαστική απόφαση των κρατών μελών για τον καθορισμό της διάρκειας της απαγόρευσης εισόδου σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας περί επιστροφής. Εάν κατά τον χρόνο της ανά τριετία επανεξέτασης είναι ακόμη σε ισχύ απαγόρευση εισόδου που έχει επιβληθεί δυνάμει της οδηγίας περί επιστροφής (π.χ., εάν η απαγόρευση επιβλήθηκε για διάστημα 5 ετών και δεν ανακλήθηκε εν τω μεταξύ), τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρήσουν την καταχώριση στο SIS για το εναπομένον διάστημα των δύο ετών, εάν η καταχώριση παραμένει αναγκαία με βάση τα ισχύοντα κριτήρια αξιολόγησης, ιδίως δε το άρθρο 11 της οδηγίας περί επιστροφής σε συνδυασμό με το άρθρο 112 παράγραφος 4 της ΣΕΣ ή το άρθρο 29 παράγραφος 4 του κανονισμού SIS II.

    11.3.   Διαδικαστικά ζητήματα

    Έκδοση απαγορεύσεων εισόδου κατά την αναχώρηση από τα σύνορα με ερήμην διαδικασία (π.χ., σε περιπτώσεις προσώπων που έχουν παρατείνει παρανόμως τη διαμονή τους στη χώρα μετά τη λήξη της θεώρησής τους και παρουσιάζονται στον συνοριακό έλεγχο του αερολιμένα λίγο πριν από την αναχώρηση): καμία διάταξη δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη από το να κινήσουν διαδικασία επιστροφής όταν λαμβάνουν γνώση της παραβίασης της θεώρησης και να εκδώσουν απόφαση επιστροφής (βλέπε ενότητα 5.1) συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου με ερήμην διαδικασία, εάν:

    1)

    το εθνικό διοικητικό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα ερήμην διαδικασιών και

    2)

    αυτές οι εθνικές διαδικασίες συνάδουν με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου και με τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και ειδικότερα το δικαίωμα ακρόασης και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου.

    Έκδοση απαγόρευσης εισόδου σε επιστρέφοντες που δεν έχουν τηρήσει την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης κατά τη στιγμή της αναχώρησης: απαγόρευση εισόδου επιβάλλεται σε μεταγενέστερο στάδιο (π.χ., κατά την αναχώρηση) ως συμπληρωματικό και επακόλουθο στοιχείο ήδη εκδοθείσας απόφασης επιστροφής, εάν ο επιστρέφων δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης.

    Παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους: η παράνομη παραμονή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση απόφασης επιστροφής και συνοδευτικής απαγόρευσης εισόδου. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιστροφής και συνοδευτική απαγόρευση εισόδου για πρόσωπα που δεν διαμένουν στο έδαφός του. Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο έχει διαφύγει (π.χ., αφού έλαβε αρνητική απόφαση σε αίτηση ασύλου) αλλά θεωρείται ότι εξακολουθεί να βρίσκεται στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, μπορεί να εκδοθεί απόφαση επιστροφής (που συμπεριλαμβάνει απαγόρευση εισόδου) με ερήμην διαδικασία δυνάμει του εθνικού δικαίου.

    Παράνομη παραμονή στο παρελθόν: Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εκδίδουν απόφαση επιστροφής και συνοδευτική απαγόρευση εισόδου σύμφωνα με την οδηγία περί επιστροφής για πρόσωπα τα οποία δεν βρίσκονται στο έδαφός τους, μεταξύ άλλων, για υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι είχαν προηγουμένως (στο παρελθόν) διαμείνει παρανόμως και επέστρεψαν σε τρίτη χώρα πριν γίνει αντιληπτή η παράνομη παραμονή τους. Εάν αυτά τα πρόσωπα εισέλθουν εκ νέου σε κράτος μέλος και ληφθούν μέτρα δυνάμει της οδηγίας περί επιστροφής (απόφαση επιστροφής, απαγόρευση εισόδου), η προηγούμενη παράνομη παραμονή μπορεί να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντικό στοιχείο κατά τον καθορισμό της διάρκειας της απαγόρευσης εισόδου. Η προηγούμενη παράνομη παραμονή σε άλλα κράτη μέλη μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντικό στοιχείο κατά τον καθορισμό της διάρκειας της απαγόρευσης εισόδου.

    11.4.   Λόγοι έκδοσης απαγόρευσης εισόδου

    Η οδηγία περί επιστροφής υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εκδίδουν απαγόρευση εισόδου σε δύο ειδικές περιπτώσεις:

    1)

    εφόσον δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, ή

    2)

    εφόσον δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση επιστροφής.

    Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις (όλες οι αποφάσεις επιστροφής που λαμβάνονται δυνάμει της οδηγίας επιστροφής οι οποίες δεν εμπίπτουν στις δύο ειδικές περιπτώσεις) οι αποφάσεις επιστροφής είναι δυνατό να συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου. Αυτό συνεπάγεται ότι μπορεί να εκδοθεί απαγόρευση εισόδου ακόμη και αν το πρόσωπο αναχώρησε οικειοθελώς. Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια στο θέμα αυτό και παροτρύνονται να ασκούν αυτή την ευχέρεια κατά τρόπο που ενθαρρύνει την οικειοθελή αναχώρηση.

    11.5.   Διάρκεια των απαγορεύσεων εισόδου

    Η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου καθορίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που μεταφέρει την οδηγία περί επιστροφής, λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων της εκάστοτε περίπτωσης. Κατά τον καθορισμό της διάρκειας της απαγόρευσης εισόδου, πρέπει να λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη τα επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά στοιχεία που είναι γνωστά στην εκδίδουσα αρχή, όπως αν:

    ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει ήδη καταστεί στο παρελθόν αντικείμενο απόφασης επιστροφής ή απομάκρυνσης,

    ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει ήδη λάβει στο παρελθόν συνδρομή για οικειοθελή αναχώρηση και/ή επανένταξη,

    ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει εισέλθει χωρίς άδεια στο έδαφος κράτους μέλους ενώ ήταν ακόμη σε ισχύ απαγόρευση εισόδου,

    ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει συνεργαστεί ή έχει επιδείξει απροθυμία να συνεργαστεί κατά τη διαδικασία επιστροφής,

    ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει επιδείξει προθυμία να αναχωρήσει οικειοθελώς.

    Κατά γενικό κανόνα, η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 5 έτη. Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης διάρκειας της απαγόρευσης εισόδου, τα κράτη μέλη δεσμεύονται να διενεργούν ατομική εξέταση όλων των σχετικών περιστάσεων και να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας. Ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει διαφορετικά χρονικά πλαίσια για συνήθεις κατηγορίες περιπτώσεων, όπως 3 έτη ως γενικό πρότυπο κανόνα, 5 έτη όταν υπάρχουν επιβαρυντικά στοιχεία (π.χ., επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις της μεταναστευτικής νομοθεσίας) και 1 έτος όταν υπάρχουν ελαφρυντικά στοιχεία (π.χ., παραβιάσεις που διαπράχθηκαν μόνον εξ αμελείας), ως γενικές κατευθύνσεις για τη διοίκησή του, αλλά πρέπει να εξασφαλίζεται ότι κάθε περίπτωση θα αξιολογείται ατομικά σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν στους οικείους εθνικούς νόμους ή διοικητικούς κανονισμούς τα γενικά κριτήρια που θα λαμβάνονται υπόψη για τον ατομικό καθορισμό της διάρκειας της απαγόρευσης εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 της οδηγίας περί επιστροφής.

    Σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια: σε περιπτώσεις σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια, οι απαγορεύσεις εισόδου μπορούν να εκδίδονται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Οι παράγοντες που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη για τον προσδιορισμό αυτής της απειλής μπορεί να είναι ποινικά αδικήματα καθώς και σοβαρές διοικητικές παραβάσεις (π.χ., επανειλημμένη χρήση πλαστών εγγράφων ταυτότητας, επανειλημμένες και εσκεμμένες παραβιάσεις της μεταναστευτικής νομοθεσίας). Ωστόσο, κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά αυτομάτως και καθ' εαυτόν απειλή για τη δημόσια τάξη: τα κράτη μέλη δεσμεύονται σε κάθε περίπτωση να διενεργούν ατομική εξέταση όλων των σχετικών περιστάσεων και να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας.

    Η οδηγία περί επιστροφής δεν παρέχει ορισμό σχετικά με την ακριβή έννοια του όρου αυτού η δε νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με τη χρήση του συγκεκριμένου όρου σε άλλες σχετικές με τη μετανάστευση οδηγίες και στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας δεν έχει άμεση εφαρμογή στο πλαίσιο της οδηγίας περί επιστροφής, καθώς τα διακυβευόμενα ζητήματα και το πλαίσιο είναι διαφορετικά. Ωστόσο, ορισμένες σκέψεις που περιέχονται στη νομολογία του ΔΕΕ (ιδιαίτερα όσον αφορά οριζόντιες έννοιες όπως η αναλογικότητα και η πρακτική αποτελεσματικότητα των οδηγιών) μπορούν να δώσουν κάποιες κατευθύνσεις: στο τμήμα 3 της ανακοίνωσης με θέμα Κατευθυντήριες γραμμές για την καλύτερη ενσωμάτωση και εφαρμογή της οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών  (59), η Επιτροπή παρείχε λεπτομερείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας. Εξάλλου, συγκριτικές πληροφορίες σχετικά με τις ερμηνείες που αποδίδονται σε αυτόν τον όρο από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μετανάστευσης μπορούν να ληφθούν από τα αποτελέσματα του ειδικού ερωτήματος του ΕΔΜ (140) σχετικά με την κατανόηση των εννοιών της «δημόσιας τάξης» και της «δημόσιας ασφάλειας». Στη σκέψη 48 της απόφασής του στην υπόθεση C-554/13, Zh. και O., που αφορά την έννοια της «δημόσιας τάξης» στο πλαίσιο της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 6.3), το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ρητώς ότι μπορεί να γίνει παραπομπή, κατ' αναλογία, στη νομολογία του σχετικά με την οδηγία 2004/38/ΕΚ (απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-430/10, Gaydarov (60), σκέψη 32).

    Η διάρκεια των απαγορεύσεων εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης: η διάρκεια των απαγορεύσεων εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης πρέπει να καθορίζεται κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη της σοβαρότητας των αδικημάτων που διαπράττονται από τους υπηκόους τρίτων χωρών, των σχετικών κινδύνων για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια και της ατομικής κατάστασης των ενδιαφερόμενων προσώπων. Η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση. Η συστηματική έκδοση ισόβιων απαγορεύσεων εισόδου σε όλες τις περιπτώσεις απειλής για τη δημόσια τάξη, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης (π.χ., βαρύτητα των αδικημάτων, κίνδυνοι) αντιβαίνει σταπροβλεπόμενα στην οδηγία. Ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ποικίλα χρονικά πλαίσια για συνήθεις κατηγορίες περιπτώσεων, όπως 10 έτη ως γενικό πρότυπο κανόνα για περιπτώσεις απειλής της δημόσιας τάξης και 20 έτη για ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις. Τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα επανεξέτασης της απόφασης απαγόρευσης εισόδου, ιδίως δε της ύπαρξης συνθηκών που την αιτιολογούν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αίτησης που υποβάλλει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

     

    Δεν επιτρέπεται η απαγόρευση εισόδου να έχει απεριόριστη διάρκεια: η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου είναι βασικό στοιχείο της απόφασης απαγόρευσης εισόδου. Πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων αυτεπαγγέλτως σε κάθε επιμέρους περίπτωση. Αυτό επιβεβαιώθηκε ρητά από το ΔΕΕ στην απόφασή του στην υπόθεση C-297/12, Filev και Osmani (σκέψεις 27 και 34): «Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει σαφώς από τη φράση “[η] διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου καθορίζεται”, τα κράτη μέλη οφείλουν να περιορίσουν χρονικώς τα αποτελέσματα κάθε απαγορεύσεως εισόδου, καταρχήν έως το πολύ μια πενταετία, και τούτο ανεξαρτήτως αν ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας έχει υποβάλει αίτηση για τον σκοπό αυτό. […] το άρθρο 11 παράγραφος 2 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση […] η οποία εξαρτά τον περιορισμό της διάρκειας μιας απαγορεύσεως εισόδου από την υποβολή, εκ μέρους του ενδιαφερομένου υπηκόου τρίτης χώρας, αιτήσεως για την παροχή του ευεργετήματος που επάγεται ένας τέτοιος περιορισμός».

     

    Η στιγμή που το ρολόι αρχίζει να μετρά: η οδηγία περί επιστροφής δεν ορίζει ρητώς το χρονικό σημείο που αποτελεί την αφετηρία υπολογισμού της διάρκειας της απαγορεύσεως εισόδου. Ωστόσο, το ΔΕΕ παρείχε διευκρινίσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα στην υπόθεση C-225/16, Ouhrami (61).

     

    Το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι ο καθορισμός του επίμαχου χρονικού σημείου δεν μπορεί να καταλείπεται στην κρίση κάθε κράτους μέλους, καθώς έτσι θα υπονομευόταν ο στόχος της οδηγίας περί επιστροφής και ο σκοπός των απαγορεύσεων εισόδου. Το ΔΔΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «συνεπώς, από το γράμμα, την οικονομία και τον σκοπό της οδηγίας 2008/115/ΕΚ προκύπτει ότι το χρονικό διάστημα της απαγορεύσεως εισόδου εκκινεί την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος πράγματι εγκατέλειψε το έδαφος των κρατών μελών» (σκέψη 53). Πράγματι, εάν εφαρμοζόταν απαγόρευση εισόδου πριν από την ημερομηνία της πραγματικής αναχώρησης του υπηκόου τρίτης χώρας, η διάρκειά της θα μειωνόταν αδικαιολόγητα.

     

    Το ΔΕΕ απεφάνθη επομένως ότι «η […] διάρκεια της απαγορεύσεως εισόδου […] πρέπει να υπολογίζεται με αφετηρία την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος πράγματι εγκατέλειψε το έδαφος των κρατών μελών» (σκέψη 58).

     

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν μέσα επιβεβαίωσης και ελέγχου της πραγματικής ημερομηνίας αναχώρησης των υπηκόων τρίτων χωρών (βλέπε ενότητες 6.4 και 6.6) ώστε να διασφαλίζεται ότι οι απαγορεύσεις εισόδου τίθενται σε εφαρμογή τη στιγμή κατά την οποία οι τελευταίοι εγκαταλείπουν πράγματι το έδαφος των κρατών μελών.

    11.6.   Ανάκληση, συντόμευση και αναστολή απαγορεύσεων εισόδου

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 11 παράγραφος 3

    Εδάφιο 1: Τα κράτη μέλη εξετάζουν την ανάκληση ή την αναστολή απαγόρευσης εισόδου, όταν υπήκοος τρίτης χώρας για τον οποίο έχει εκδοθεί η απαγόρευση αυτή σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, μπορεί να αποδείξει ότι έχει αναχωρήσει από το έδαφος κράτους μέλους συμμορφούμενος πλήρως με απόφαση επιστροφής.

    Η δυνατότητα αναστολής ή ανάκλησης απαγόρευσης εισόδου στις περιπτώσεις που επιστρέφων έχει αναχωρήσει από το έδαφος κράτους μέλους συμμορφούμενος πλήρως με απόφαση επιστροφής (ιδίως δε εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που έχει χορηγηθεί) πρέπει να χρησιμοποιείται ως κίνητρο για την ενθάρρυνση της οικειοθελούς αναχώρησης. Τα κράτη μέλη, στην εθνική νομοθεσία και στη διοικητική πρακτική τους, προβλέπουν τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για ανάκληση ή αναστολή απαγόρευσης εισόδου σε αυτές τις περιπτώσεις. Θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια ώστε αυτές οι διαδικασίες να καταστούν πρακτικά λειτουργικές και εύκολα προσβάσιμες στους επιστρέφοντες. Υπάρχουν διάφορες δυνατότητες που επιτρέπουν στον επιστρέφοντα να προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν την αναχώρησή του από το έδαφος της ΕΕ, όπως: σφραγίδα εξόδου στο διαβατήριο του επιστρέφοντος, στοιχεία σε συστήματα δεδομένων εθνικών συνόρων ή εμφάνιση του επιστρέφοντος σε προξενική αντιπροσωπεία κράτους μέλους σε τρίτη χώρα.

    Συντόμευση των απαγορεύσεων εισόδου: Τα κράτη μέλη έχουν επίσης τη δυνατότητα να συντομεύσουν ισχύουσα απαγόρευση εισόδου στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 της οδηγίας περί επιστροφής. Η δυνατότητα των κρατών μελών να ανακαλούν απαγορεύσεις εισόδου δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 μπορεί να εννοηθεί ότι καλύπτει επίσης τη μερική ανάκληση (ήτοι, συντόμευση) μιας απαγόρευσης εισόδου.

    Εδάφιο 2: Τα θύματα παράνομης διακίνησης ανθρώπων στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια παραμονής σύμφωνα με την οδηγία 2004/81/ΕΚ δεν υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β), και υπό τον όρο ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια.

    Τα θύματα παράνομης διακίνησης στα οποία έχει προηγουμένως χορηγηθεί άδεια παραμονής σύμφωνα με την οδηγία 2004/81/ΕΚ δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν συμμορφώθηκε με υποχρέωση επιστροφής εντός προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης ή εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη. Ο κανόνας αυτός ισχύει μόνο για περιόδους παράνομης παραμονής που ακολουθούν αμέσως μετά από περίοδο νόμιμης παραμονής που καλύπτεται από την οδηγία 2004/81/ΕΚ και δεν συνεπάγεται ισόβια εξαίρεση για προηγούμενους κατόχους συναφών αδειών.

    Εδάφιο 3: Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εκδίδουν, να ανακαλούν ή να αναστέλλουν απαγόρευση εισόδου σε μεμονωμένες περιπτώσεις για ανθρωπιστικούς λόγους.

    Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να μην εκδίδουν απαγορεύσεις εισόδου σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ιδίως δε στις υποχρεωτικές περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της οδηγίας περί επιστροφής, μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους· οι λόγοι αυτοί πρέπει να προσδιορίζονται σε εθνικό επίπεδο. Επιτρέπεται ακόμη στα κράτη μέλη να ανακαλούν ή να αναστέλλουν ισχύουσες απαγορεύσεις εισόδου για ανθρωπιστικούς λόγους.

    Η συγκεκριμένη προαιρετική ρήτρα παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιούν σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία και διοικητική πρακτική.

    Εδάφιο 4: Τα κράτη μέλη μπορούν να ανακαλούν ή να αναστέλλουν απαγόρευση εισόδου σε μεμονωμένες περιπτώσεις ή σε ορισμένες κατηγορίες περιπτώσεων για άλλους λόγους.

    Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ανακαλούν ή να αναστέλλουν ισχύουσες απαγορεύσεις εισόδου για άλλους λόγους πέραν των ανθρωπιστικών, οι οποίοι πρέπει επίσης να προσδιορίζονται σε εθνικό επίπεδο.

    Σε περιπτώσεις ανθρωπιστικών καταστροφών (όπως σεισμοί, άλλες φυσικές καταστροφές ή ένοπλες συγκρούσεις) σε τρίτες χώρες, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε μαζική εισροή εκτοπισθέντων, οι επίσημες διαδικασίες για την ανάκληση απαγορεύσεων εισόδου σε μεμονωμένες περιπτώσεις μπορεί να καθυστερήσουν πολύ και δεν είναι εφικτές. Επομένως, υπάρχει η δυνατότητα πρόβλεψης οριζόντιας αναστολής ή ανάκλησης υφιστάμενων απαγορεύσεων εισόδου για σχετικές ομάδες προσώπων.

    Ανάγκη ανάκλησης απαγορεύσεων εισόδου που εκδόθηκαν βάσει της οδηγίας περί επιστροφής μπορεί να προκύψει επίσης στην περίπτωση υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι στη συνέχεια μπορούν να αποδείξουν ότι απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας βάσει του ενωσιακού δικαίου, για παράδειγμα αποκτώντας την ιδιότητα μέλους της οικογένειας υπηκόων ΕΕ/ΕΟΧ/Ελβετίας που εμπίπτουν στο άρθρο 21 της ΣΛΕΕ ή στην οδηγία 2004/38/ΕΚ.

    11.7.   Κυρώσεις για μη τήρηση απαγόρευσης εισόδου

    Η μη τήρηση απαγόρευσης εισόδου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τα κράτη μέλη κατά τον προσδιορισμό της διάρκειας περαιτέρω απαγόρευσης εισόδου. Στο πλαίσιο αυτό, η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας περί επιστροφής προβλέπει ρητώς ότι «Η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων κάθε μεμονωμένης περίπτωσης και κανονικά δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη το γεγονός ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει ήδη καταστεί αντικείμενο περισσοτέρων της μιας αποφάσεων επιστροφής ή απομάκρυνσης ή έχει εισέλθει στο έδαφος ενός κράτους μέλους κατά τη διάρκεια απαγόρευσης εισόδου».

    Η οδηγία περί επιστροφής επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν περαιτέρω κυρώσεις βάσει του εθνικού διοικητικού δικαίου (π.χ., πρόστιμο), με την επιφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας και της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ για το θέμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη δεν πρέπει να κάνουν διάκριση μεταξύ των απαγορεύσεων εισόδου που εκδίδονται από τις δικές τους εθνικές αρχές και εκείνων που εκδίδονται από τις αρχές άλλων κρατών μελών, διότι αυτό θα υπονόμευε την εναρμονισμένη έννοια της απαγόρευσης εισόδου σε ολόκληρη την ΕΕ την οποία θεσπίζει η οδηγία περί επιστροφής.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να υιοθετούν κυρώσεις ποινικού δικαίου εις βάρος παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών που δεν συμμορφώθηκαν με ισχύουσα απαγόρευση εισόδου μετά την επιστροφή τους (απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-290/14, Celaj, βλέπε ενότητα 4).

    Το άρθρο 11 παράγραφος 5 της οδηγίας περί επιστροφής διευκρινίζει ότι οι διατάξεις σχετικά με τις απαγορεύσεις εισόδου που σχετίζονται με επιστροφή εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του δικαιώματος διεθνούς προστασίας βάσει του κεκτημένου της ΕΕ για το άσυλο: αυτό συνεπάγεται ότι απαγορεύσεις εισόδου που εκδόθηκαν στο παρελθόν δυνάμει της οδηγίας περί επιστροφής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την επιστροφή ή την τιμωρία υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν το δικαίωμα να εισέρχονται ή να παραμένουν στην ΕΕ ως αιτούντες άσυλο ή ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-290/14, Celaj (σκέψη 32). Αυτές οι απαγορεύσεις εισόδου πρέπει να αναστέλλονται (ενόσω εκκρεμούν διαδικασίες ασύλου) ή να ανακαλούνται (εφόσον έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία).

    11.8.   Διαβουλεύσεις μεταξύ κρατών μελών

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 11 παράγραφος 4· σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν — άρθρο 25

    Όταν κράτος μέλος εξετάζει την έκδοση άδειας παραμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίον έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου από άλλο κράτος μέλος, συνεννοείται πρώτα με το κράτος μέλος που εξέδωσε την απαγόρευση εισόδου και λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντά του σύμφωνα με το άρθρο 25 της σύμβασης για την εφαρμογή της Συμφωνίας του Σένγκεν.

    Το άρθρο 25 της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν προβλέπει τα εξής:

    1.

    Εφόσον κράτος μέλος εξετάζει την έκδοση άδειας διαμονής, πραγματοποιεί συστηματικά έρευνα στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν. Όταν κράτος μέλος εξετάζει την έκδοση άδειας διαμονής σε αλλοδαπό ο οποίος έχει καταχωριστεί με σκοπό την απαγόρευση εισόδου, το κράτος μέλος διαβουλεύεται πρώτα με το κράτος μέλος που προέβη στην καταχώριση και λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα του εν λόγω κράτους· η άδεια διαμονής χορηγείται μόνο για ουσιώδεις λόγους, συγκεκριμένα για λόγους ανθρωπιστικού χαρακτήρα ή ως απόρροια διεθνών υποχρεώσεων.

    Εφόσον εκδοθεί άδεια διαμονής, το κράτος μέλος που προέβη στην καταχώριση την αποσύρει, αλλά μπορεί να συμπεριλάβει τον εν λόγω αλλοδαπό στον εθνικό του κατάλογο ανεπιθυμήτων.

    1α.

    Πριν από την καταχώριση για τους σκοπούς της άρνησης εισόδου, κατά την έννοια του άρθρου 96, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ελέγχουν τα εθνικά τους μητρώα όσον αφορά εκδοθείσες θεωρήσεις μακράς διαρκείας ή άδειες διαμονής.

    2.

    Όταν προκύπτει ότι αλλοδαπός, κάτοχος ενός ισχύοντος τίτλου διαμονής που έχει χορηγηθεί από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών, έχει καταχωρηθεί ως ανεπιθύμητος, το συμβαλλόμενο μέρος που τον έχει καταχωρήσει συνεννοείται με το μέρος που χορήγησε τον τίτλο διαμονής, προκειμένου να αποφασισθεί αν υφίστανται επαρκείς λόγοι για να ανακληθεί ο τίτλος διαμονής.

    Εάν ο τίτλος διαμονής δεν ανακληθεί, το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος προβαίνει στην ανάκληση της καταχωρήσεως, αλλά μπορεί να εγγράψει τον αλλοδαπό στον εθνικό του κατάλογο ανεπιθυμήτων.

    3.

    Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν επίσης στην περίπτωση των θεωρήσεων μακράς διαρκείας.

    Το άρθρο 25 της ΣΕΣ συνιστά άμεσα εφαρμοστέα διάταξη και μπορεί να εφαρμοστεί από τα κράτη μέλη χωρίς μεταφορά στην εθνική νομοθεσία.

    Μόνο το κράτος μέλος που εκδίδει την απαγόρευση εισόδου (κράτος μέλος Α) μπορεί να άρει την απαγόρευση. Εάν κάποιο άλλο κράτος μέλος (κράτος μέλος Β) αποφασίσει να εκδώσει άδεια διαμονής για το ίδιο πρόσωπο ή να μην ανακαλέσει ισχύουσα άδεια (αφού έχει διαβουλευθεί με το κράτος μέλος που εξέδωσε την απαγόρευση εισόδου), το κράτος μέλος Α είναι υποχρεωμένο να ανακαλέσει την καταχώριση (άρθρο 25 παράγραφος 2 της ΣΕΣ). Παρ' όλα αυτά, μπορεί να συμπεριλάβει τον υπήκοο τρίτης χώρας στον εθνικό του κατάλογο ανεπιθυμήτων. Οι λόγοι βάσει των οποίων εκδόθηκε ισχύουσα απαγόρευση εισόδου από το κράτος μέλος Α, καθώς και τα συμφέροντα του εν λόγω κράτους μέλους, πρέπει να εξετάζονται και να λαμβάνονται υπόψη από το κράτος μέλος Β πριν από την έκδοση άδειας διαμονής ή τη λήψη απόφασης περί μη ανάκλησής της (π.χ., για λόγους επανένωσης της οικογένειας). Για να μπορέσει το κράτος μέλος Β να λάβει δεόντως υπόψη τους λόγους στους οποίους βασίζεται η απαγόρευση εισόδου, είναι απαραίτητο το κράτος μέλος Α να παράσχει εγκαίρως τις σχετικές πληροφορίες στο κράτος μέλος Β.

    Τα κράτη μέλη που δεν εφαρμόζουν ακόμη πλήρως τους κανόνες Σένγκεν και άρα δεν μπορούν (ακόμη) να εφαρμόσουν απευθείας το άρθρο 25 της ΣΕΣ, πρέπει ωστόσο να τηρούν το πνεύμα του άρθρου 11 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής και να ενημερώνουν —εάν πληροφορηθούν (από οποιαδήποτε πηγή πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που παρέχονται από τον αιτούντα) ότι ένα πρόσωπο υπόκειται σε απαγόρευση εισόδου εκδοθείσα από άλλο κράτος μέλος— τις αρχές που εξέδωσαν την απαγόρευση εισόδου. Πριν από τη χορήγηση άδειας διαμονής σε ένα πρόσωπο, το κράτος μέλος πρέπει να «λαμβάνει υπόψη το συμφέρον» του κράτους μέλους που εξέδωσε την απαγόρευση εισόδου.

    11.9.   «Ιστορικές» απαγορεύσεις εισόδου

    Οι «ιστορικές» απαγορεύσεις εισόδου που εκδόθηκαν πριν από τις 24 Δεκεμβρίου 2010 πρέπει να προσαρμοστούν σύμφωνα με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 11 της οδηγίας περί επιστροφής —ήτοι, μέγιστη διάρκεια 5 ετών, εξατομικευμένη αξιολόγηση, υποχρέωση ανάκλησης/εξέταση του ενδεχομένου ανάκλησης σε ειδικές περιπτώσεις— εάν παράγουν αποτελέσματα για την περίοδο μετά τις 24 Δεκεμβρίου 2010 και εάν δεν είναι ήδη εναρμονισμένες με τις ουσιαστικές εγγυήσεις του άρθρου 11.

    Η προσαρμογή πρέπει να πραγματοποιείται είτε κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου οποιαδήποτε στιγμή είτε αυτεπαγγέλτως το νωρίτερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, πριν παρέλθει η τακτική (ανά τριετία) επανεξέταση των απαγορεύσεων εισόδου που προβλέπεται για τις καταχωρίσεις στο SIS.

    Στην απόφασή του στην υπόθεση C-297/12, Filev και Osmani (σκέψεις 39-41 και σκέψη 44), το ΔΕΕ διευκρίνισε ρητώς: «Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει καμία διάταξη, η οποία να προβλέπει ένα μεταβατικό καθεστώς για τις αποφάσεις απαγορεύσεως εισόδου που έχουν εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της. Εντούτοις, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, πλην των προβλεπομένων παρεκκλίσεων, ένας νέος κανόνας εφαρμόζεται πάραυτα στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως γεννηθείσας υπό το κράτος παλαιότερου κανόνα[…]. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η οδηγία 2008/115/ΕΚ εφαρμόζεται στα μεταγενέστερα της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος της, στο οικείο κράτος μέλος, αποτελέσματα αποφάσεων περί απαγορεύσεως της εισόδου οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει εθνικών κανόνων που ίσχυαν πριν από την ημερομηνία αυτή. […] Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ αντιτίθεται στη διατήρηση των αποτελεσμάτων απαγορεύσεων εισόδου απεριόριστης διάρκειας οι οποίες επιβλήθηκαν πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, […] και οι οποίες υπερβαίνουν την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή μέγιστη διάρκεια της απαγορεύσεως, εκτός εάν οι εν λόγω απαγορεύσεις εισόδου επιβλήθηκαν εις βάρος υπηκόων τρίτων χωρών που συνιστούν σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια».

    12.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ

    12.1.   Δικαίωμα χρηστής διοίκησης και δικαίωμα ακρόασης

    Το δικαίωμα χρηστής διοίκησης αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζεται ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου και κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της ΕΕ. Το εν λόγω δικαίωμα περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του ή εις βάρος των συμφερόντων του, δικαίωμα που επίσης ενυπάρχει στον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης, μιας άλλης γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου.

    Στις αποφάσεις που εξέδωσε στις υποθέσεις C-383/13, G & R  (62), και C-249/13, Boudjlida (63), το ΔΕΕ παρείχε μια σημαντική διευκρίνιση σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης σε σχέση με αποφάσεις επιστροφής και κράτησης. Σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις, τα κράτη μέλη πρέπει πάντοτε να συμμορφώνονται με τις ακόλουθες εγγυήσεις όταν λαμβάνουν αποφάσεις σχετικές με επιστροφή (δηλαδή απόφαση επιστροφής, αποφάσεις απαγόρευσης εισόδου, αποφάσεις απομάκρυνσης, διαταγές κράτησης), παρότι αυτό ενδέχεται να μην ορίζεται ρητώς στα σχετικά άρθρα της οδηγίας περί επιστροφής:

    1)

    το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση προτού ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του·

    2)

    το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, ώστε να εξετάσει διεξοδικά όλα τα αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος του με τα οποία αιτιολογείται η απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου·

    3)

    το δικαίωμα κάθε προσώπου να προσφεύγει σε νομικό σύμβουλο πριν από την έκδοση απόφασης επιστροφής, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος δεν επηρεάζει τη δέουσα πρόοδο της διαδικασίας επιστροφής και δεν υπονομεύει την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας· αυτό δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να αναλάβουν τα έξοδα της εν λόγω συνδρομής·

    4)

    την υποχρέωση της διοικητικής αρχής να δίδει τη δέουσα προσοχή στις παρατηρήσεις του ενδιαφερομένου προσώπου και να εξετάζει προσεκτικά και αμερόληπτα όλες τις σχετικές πτυχές της μεμονωμένης υπόθεσης·

    5)

    την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

    Τα κράτη μέλη διαθέτουν σημαντική διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον τρόπο παραχώρησης του δικαιώματος ακρόασης στην πράξη: η μη τήρηση αυτού του δικαιώματος καθιστά μια απόφαση άκυρη μόνο εφόσον το αποτέλεσμα της διαδικασίας θα ήταν διαφορετικό εάν είχε τηρηθεί το δικαίωμα (απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-383/13, G & R, σκέψη 38).

    Επιπλέον, η αρχή κράτους μέλους μπορεί να μη δεχθεί την ακρόαση υπηκόου τρίτης χώρας που αφορά ειδικά απόφαση επιστροφής σε περίπτωση που έχει διαπιστώσει, σε προηγούμενη διαδικασία χορήγησης ασύλου στο πλαίσιο της οποίας τηρήθηκε πλήρως το δικαίωμα ακρόασης του εν λόγω προσώπου, ότι το πρόσωπο αυτό διαμένει παρανόμως στην εθνική επικράτεια και εξετάζει το ενδεχόμενο έκδοσης απόφασης επιστροφής (απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-166/13, Mukarubega (64)). Το σκεπτικό που εκτίθεται στην απόφαση Mukarubega έχει ως εξής: «[…] το δικαίωμα ακροάσεως πριν την έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως μέσο προς επανεκκίνηση της διοικητικής διαδικασίας στο διηνεκές και τούτο προκειμένου να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ του θεμελιώδους δικαιώματος του ενδιαφερομένου να τύχει ακροάσεως πριν από την έκδοση βλαπτικής γι' αυτόν πράξεως και της υποχρεώσεως των κρατών μελών να καταπολεμούν την παράνομη μετανάστευση».

    Το σκεπτικό αυτό μπορεί επίσης να έχει εφαρμογή σε διαφορετικές κατηγορίες περιπτώσεων, όπως αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής (απόφαση για τη λήξη της νόμιμης παραμονής σε συνδυασμό με απόφαση επιστροφής) και συνεπάγεται ότι δεν απαιτείται επαναλαμβανόμενη αξιολόγηση του κινδύνου παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, εάν η τήρηση της εν λόγω αρχής έχει ήδη αξιολογηθεί στο πλαίσιο προηγούμενων διαδικασιών, εάν η αξιολόγηση είναι τελική και εάν δεν έχει μεταβληθεί η ατομική κατάσταση του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας. Ομοίως, θα πρέπει να αποφεύγεται η επαναλαμβανόμενη αξιολόγηση άλλων στοιχείων των οποίων είναι δυνατή η επίκληση προς αποφυγή της επιστροφής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για την αποφυγή αυτών των επαναλαμβανόμενων αξιολογήσεων, για παράδειγμα συγχωνεύοντας, στο μέτρο του δυνατού, σε ένα μόνο στάδιο της όλης διαδικασίας τις διοικητικές ακροάσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών για διάφορους σκοπούς (π.χ., ανανέωση ή χορήγηση άδειας διαμονής, καθορισμός του δικαιώματος εισόδου στο έδαφος κράτους μέλους, τελική αρνητική απόφαση σε αίτηση διεθνούς προστασίας), υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται πλήρως ο σεβασμός του δικαιώματος ακρόασης. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαν επίσης να αναπτυχθούν καινοτόμα εργαλεία για τον συγκεκριμένο σκοπό όπως, π.χ., τηλεδιασκέψεις. Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι η εφαρμογή τέτοιων μέτρων δεν θίγει την τήρηση διαδικαστικών εγγυήσεων, και θα πρέπει να δίδουν ιδιαίτερη προσοχή σε πρόσωπα που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, συγκεκριμένα δε ανηλίκους (βλέπε ακολούθως).

    Το δικαίωμα ακρόασης περιλαμβάνει δικαίωμα ακρόασης σχετικά με την πιθανή εφαρμογή του άρθρου 5 και του άρθρου 6 παράγραφοι 2 έως 5 της οδηγίας περί επιστροφής, και σχετικά με τις λεπτομερείς ρυθμίσεις της επιστροφής, όπως η επιτρεπόμενη περίοδος για οικειοθελή αναχώρηση και το κατά πόσον η επιστροφή είναι οικειοθελής ή αναγκαστική. Η αρμόδια αρχή δεν πρέπει, ωστόσο, να προειδοποιεί τον υπήκοο τρίτης χώρας, πριν από την ακρόαση, ότι σχεδιάζει να εκδώσει απόφαση επιστροφής, ή να αποκαλύπτει πληροφορίες στις οποίες σκοπεύει να στηρίξει την απόφαση αυτή, ή να του παραχωρεί χρόνο σκέψης, εφόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει αποτελεσματικά την άποψή του σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της παραμονής του και τους λόγους βάσει των οποίων μπορεί να δικαιολογηθεί, βάσει του εθνικού δικαίου, η μη έκδοση απόφασης επιστροφής από την αρμόδια αρχή (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-249/13, Boudjlida).

    Οι διαδικαστικές εγγυήσεις των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας περί επιστροφής πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή και δεν πρέπει να περιορίζονται στα τρία είδη αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 της οδηγίας αυτής.

    Πρέπει δε να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ανηλίκων σε προηγούμενη ακρόαση στο πλαίσιο διαδικασιών επιστροφής που τους αφορούν ή τους επηρεάζουν. Σύμφωνα με το άρθρο 12 της σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, και λαμβάνοντας υπόψη το γενικό σχόλιο αριθ. 12 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης του παιδιού (65), πρέπει να δίδεται στους ανηλίκους η δυνατότητα να ακούγονται, είτε άμεσα είτε μέσω εκπροσώπου ή αρμόδιου οργανισμού· πρέπει να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματός τους να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους και να δίδεται η δέουσα προσοχή στις απόψεις των ανηλίκων, σύμφωνα με την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητάς τους και λαμβάνοντας υπόψη τυχόν δυσκολίες επικοινωνίας που μπορεί να έχουν στην προσπάθειά τους να συμμετάσχουν ουσιαστικά στη διαδικασία.

    Για να διασφαλιστεί στην πράξη ο σεβασμός του δικαιώματος ακρόασης του ανηλίκου, τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθοδηγούνται από τις ακόλουθες βασικές αρχές:

    η διατύπωση απόψεων αποτελεί επιλογή και όχι υποχρέωση,

    το δικαίωμα ακρόασης δεν θα πρέπει να υπόκειται σε όρια ηλικίας ή άλλους αυθαίρετους περιορισμούς, στη νομοθεσία ή στην πράξη,

    η ακρόαση του ανηλίκου πρέπει να λαμβάνει χώρα σε περιβάλλον κατάλληλα προσαρμοσμένο στις ανάγκες του,

    τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την πρακτική εφαρμογή του δικαιώματος ακρόασης θα πρέπει να προσαρμόζονται στο επίπεδο κατανόησης και ικανότητας επικοινωνίας του ανηλίκου, και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης,

    λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από κάθε βλάβη, ο ανήλικος δεν θα πρέπει να υποβάλλεται σε συνεντεύξεις συχνότερα από ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο,

    η παροχή βοήθειας σε ανηλίκους που τελούν υπό ιδιαιτέρως ευάλωτες καταστάσεις προκειμένου να εκφράσουν τις απόψεις τους ίσως απαιτεί ειδικά μέτρα όπως, μεταξύ άλλων, την παροχή υπηρεσιών διερμηνείας και μετάφρασης.

    Συλλογή πληροφοριών για τη λαθραία διακίνηση: λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες που καθορίζονται στο σχέδιο δράσης της ΕΕ κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών 2015-2020  (66), και ειδικότερα την ανάγκη βελτίωσης της συγκέντρωσης και ανταλλαγής πληροφοριών, η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή κατάλληλους μηχανισμούς για να διασφαλίσουν τη συστηματική συγκέντρωση πληροφοριών από υπηκόους τρίτης χώρας που συλλαμβάνονται σε παράτυπη κατάσταση, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του κεκτημένου της ΕΕ για το άσυλο. Όταν παραχωρούν δικαίωμα ακρόασης πριν από την έκδοση απόφασης επιστροφής, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να ζητούν από τους επιστρέφοντες να παρέχουν τις πληροφορίες που ενδέχεται να διαθέτουν σε σχέση με τον τρόπο δράσης και τις διαδρομές των δικτύων λαθραίας διακίνησης, καθώς και τις συνδέσεις με την εμπορία ανθρώπων και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες, και τις μεταφορές χρηματικών ποσών. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να συλλέγονται και να ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων (μεταναστευτικών, συνοριακών, αστυνομικών) αρχών και οργανισμών, τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τις βέλτιστες πρακτικές που ανταλλάσσονται στα σχετικά ευρωπαϊκά φόρουμ.

    12.2.   Αποφάσεις που σχετίζονται με την επιστροφή

    Η οδηγία περί επιστροφής ρυθμίζει ρητώς μια σειρά διαφορετικών αποφάσεων που σχετίζονται με την επιστροφή, δηλαδή:

    1)

    αποφάσεις επιστροφής (άρθρο 3 παράγραφος 4 και άρθρο 6 παράγραφος 1)·

    2)

    αποφάσεις περί προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης, καθώς και για παράταση αυτής της προθεσμίας (άρθρο 7)·

    3)

    αποφάσεις απομάκρυνσης (άρθρο 8 παράγραφος 3)·

    4)

    αποφάσεις περί αναβολής απομάκρυνσης (άρθρο 9)·

    5)

    αποφάσεις περί απαγόρευσης εισόδου, καθώς και αναστολής ή ανάκλησης απαγόρευσης εισόδου (άρθρο 11)·

    6)

    αποφάσεις κράτησης, καθώς και παράτασης της κράτησης (άρθρο 15).

    Οι περισσότερες από τις ανωτέρω αποφάσεις είναι συμπληρωματικές της απόφασης επιστροφής και πρέπει κανονικά να εκδίδονται μαζί με την απόφαση επιστροφής σε μία διοικητική πράξη: οι αποφάσεις επιστροφής μπορεί να περιλαμβάνουν προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης (άρθρο 7), απαγόρευση εισόδου (άρθρο 11) και —πιθανώς αλλά όχι απαραίτητα— απόφαση που διατάσσει την απομάκρυνση (σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης).

    Μεταγενέστερες τροποποιήσεις αυτών των συμπληρωματικών αποφάσεων είναι δυνατές σε ορισμένες περιπτώσεις:

    απαγόρευση εισόδου μπορεί να επιβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο ως συμπληρωματικό και επακόλουθο στοιχείο ήδη εκδοθείσας απόφασης επιστροφής, εάν το πρόσωπο δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης [άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β)],

    ήδη εκδοθείσα απαγόρευση εισόδου μπορεί να ανακληθεί ή να ανασταλεί (άρθρο 11 παράγραφοι 3-5),

    ήδη χορηγηθείσα προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης μπορεί να παραταθεί (άρθρο 7 παράγραφος 2),

    ήδη εκτελεστή απόφαση επιστροφής (ή απόφαση απομάκρυνσης) μπορεί να αναβληθεί (άρθρο 9).

    Το άρθρο 6 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής επιβεβαιώνει μια γενική αρχή η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να συνδυάζουν περισσότερες της μιας διαφορετικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων που δεν σχετίζονται άμεσα με επιστροφή) σε μία διοικητική ή δικαστική πράξη, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι σχετικές εγγυήσεις και διατάξεις για κάθε επιμέρους απόφαση. Οι αποφάσεις για τη λήξη της νόμιμης παραμονής (όπως η τελική απόρριψη αίτησης ασύλου, η ανάκληση θεώρησης ή η μη ανανέωση άδειας παραμονής) μπορούν επομένως να εκδίδονται είτε χωριστά είτε μαζί με απόφαση επιστροφής σε μία ενιαία διοικητική ή δικαστική πράξη.

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενεργούν με τη δέουσα επιμέλεια και να λαμβάνουν αμελλητί απόφαση επί του νομικού καθεστώτος των υπηκόων τρίτων χωρών (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-329/11, Achughbabian (σκέψη 31): «[…] οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται, προκειμένου να μη διακυβεύεται ο σκοπός της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, […], να ενεργούν επιμελώς και να λαμβάνουν αμελλητί θέση επί του παρανόμου ή μη χαρακτήρα της διαμονής του ενδιαφερομένου προσώπου»). Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται επομένως να λαμβάνουν αποφάσεις επιστροφής μαζί με αποφάσεις περί λήξης της νόμιμης παραμονής σε μία ενιαία διοικητική ή δικαστική πράξη. Όταν αυτό δεν είναι δυνατό (π.χ., όταν η αρχή που είναι αρμόδια για την άρνηση της ανανέωσης άδειας διαμονής δεν δικαιούται να εκδίδει αποφάσεις επιστροφής), τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίζουν ταχείες και αποτελεσματικές διαδικασίες στις οποίες θα συμμετέχουν όλες οι αρμόδιες αρχές, ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών και η αμελλητί έκδοση αποφάσεων επιστροφής έπειτα από απόφαση για λήξη της νόμιμης παραμονής, με την επιφύλαξη του δικαιώματος χορήγησης άδειας ή δικαιώματος παραμονής σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής.

    Συγκεκριμένα παραδείγματα:

    Εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να ακυρώσει θεώρηση και να χορηγήσει στον υπήκοο τρίτης χώρας προθεσμία 7 ημερών για να αναχωρήσει οικειοθελώς από το έδαφος του κράτους μέλους, αυτή η απόφαση συνιστά απόφαση επιστροφής στο πλαίσιο της οδηγίας περί επιστροφής; Ή καλύπτεται από άλλους ενωσιακούς κανόνες που αφορούν τις θεωρήσεις;

    Μια τέτοια απόφαση μπορεί να έχει δύο σκέλη: μια απόφαση ανάκλησης θεώρησης και μια απόφαση επιστροφής κατά την έννοια της οδηγίας περί επιστροφής. Εάν η ακύρωση θεώρησης έχει άμεση ισχύ, ο υπήκοος τρίτης χώρας θεωρείται παρανόμως διαμένων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας περί επιστροφής, και επομένως εφαρμόζεται το άρθρο 6 της οδηγίας (υποχρέωση έκδοσης απόφασης επιστροφής). Η ακύρωση της θεώρησης μπορεί —παράλληλα— να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής, σύμφωνα με τους κανόνες περί θεωρήσεων που περιέχονται στον κώδικα θεωρήσεων (67) (η δυνατότητα έκδοσης περισσότερων αποφάσεων μαζί με απόφαση επιστροφής προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 6 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής).

    Εάν υπήκοος τρίτης χώρας εντοπιστεί στο έδαφος του κράτους μέλους με την απαιτούμενη θεώρηση, αλλά δεν πληροί (ή δεν πληροί πλέον) τις προϋποθέσεις παραμονής (άρθρο 6 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν), προκύπτει ότι το κράτος μέλος μπορεί να εκδώσει απόφαση επιστροφής. Αυτή η απόφαση επιστροφής (πιθανώς συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου) θα σημαίνει αυτόματα ότι η θεώρηση έχει παύσει να ισχύει;

    Σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 2 του κώδικα θεωρήσεων, «μια θεώρηση ανακαλείται εάν καταστεί προφανές ότι οι όροι χορήγησης της θεώρησης (ήτοι, προϋποθέσεις εισόδου του κώδικα συνόρων του Σένγκεν) δεν πληρούνται πλέον». Οι αρχές που εκδίδουν απόφαση επιστροφής πρέπει επίσης να μεριμνήσουν για την ανάκληση της θεώρησης. Και οι δύο αποφάσεις μπορούν, ωστόσο, να συμπεριληφθούν σε μία διοικητική πράξη. Η έκδοση απόφασης επιστροφής επιτρέποντας παράλληλα στον ενδιαφερόμενο να αναχωρήσει με την ισχύουσα (ομοιόμορφη) θεώρησή του πρέπει να αποφεύγεται.

    Μπορεί μια απόφαση απόρριψης αίτησης ασύλου να επιβάλει επίσης υποχρέωση επιστροφής;

    Ναι. Η τελική απόρριψη αίτησης ασύλου και η απόφαση επιστροφής μπορούν να εκδίδονται σε μία πράξη σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής. Μια τέτοια συνδυασμένη πράξη αποτελείται, από καθαρά λογική άποψη, από δύο επακόλουθες και αλληλένδετες αποφάσεις, που διαχωρίζονται από μια «λογική στιγμή».

    12.3.   Μορφή αποφάσεων και μετάφραση

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 12 παράγραφοι 1 έως 3

    1.

    Οι αποφάσεις επιστροφής και —εάν έχουν εκδοθεί— οι αποφάσεις απαγόρευσης εισόδου και οι αποφάσεις απομάκρυνσης εκδίδονται εγγράφως και περιλαμβάνουν τους νομικούς και πραγματικούς λόγους καθώς και πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα. Οι πληροφορίες σχετικά με τους λόγους μπορούν πράγματι να είναι περιορισμένες, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει τον περιορισμό του δικαιώματος ενημέρωσης, ιδίως για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της άμυνας και της δημόσιας ασφάλειας και για την πρόληψη, τη διερεύνηση, τον εντοπισμό και τη δίωξη αξιόποινων πράξεων.

    Η γραπτή απόφαση είναι ο βασικός ακρογωνιαίος λίθος των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στην οδηγία περί επιστροφής. Δεν είναι δυνατόν να παραβλεφθεί αυτή η απαίτηση. Οι πληροφορίες που παρέχονται στον επιστρέφοντα δεν πρέπει, ωστόσο, να περιορίζονται σε αναφορές στα διαθέσιμα ένδικα μέσα: Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να παρέχουν και άλλες πληροφορίες σχετικά με πρακτικά μέσα συμμόρφωσης με την απόφαση. Συνιστάται να παρέχονται πληροφορίες στον επιστρέφοντα όσον αφορά, για παράδειγμα, το αν το κράτος μέλος μπορεί να συνεισφέρει στα έξοδα μεταφοράς, αν ο επιστρέφων μπορεί να επωφεληθεί από ένα πρόγραμμα υποβοηθούμενης οικειοθελούς επιστροφής ή αν μπορεί να χορηγηθεί παράταση της προθεσμίας συμμόρφωσης με την απόφαση επιστροφής. Ο επιστρέφων πρέπει επίσης να ενημερώνεται για την υποχρέωση να εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών της ΕΕ και των συνδεδεμένων χωρών Σένγκεν, καθώς και για τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση επιστροφής, ώστε να ενθαρρύνεται η οικειοθελής αναχώρησή του.

    Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας για τις κυρώσεις κατά των εργοδοτών, οι επιστρέφοντες πρέπει να ενημερώνονται για το δικαίωμά τους βάσει της εν λόγω οδηγίας να ζητούν την καταβολή οφειλόμενων αμοιβών από τον εργοδότη τους, καθώς και για τους διαθέσιμους μηχανισμούς υποβολής καταγγελίας. Αυτές οι πληροφορίες μπορούν επίσης να περιλαμβάνονται ή να επισυνάπτονται στην απόφαση επιστροφής.

    2.

    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, κατόπιν αιτήματος, τη γραπτή ή προφορική μετάφραση των βασικών σημείων των αποφάσεων επιστροφής, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα διαθέσιμα ένδικα μέσα, σε γλώσσα που κατανοεί ή θεωρείται ευλόγως ότι κατανοεί ο υπήκοος τρίτης χώρας.

    Το αίτημα μετάφρασης μπορεί να διατυπωθεί από τον επιστρέφοντα ή από τον νόμιμο εκπρόσωπό του. Το κράτος μέλος είναι ελεύθερο να επιλέξει αν θα παράσχει γραπτή ή προφορική μετάφραση, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να κατανοήσει το πλαίσιο και το περιεχόμενο. Δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί αμοιβή για την παροχή μετάφρασης, καθώς αυτό θα υπονόμευε το πνεύμα της διάταξης, το οποίο είναι η παροχή των απαραίτητων πληροφοριών στον επιστρέφοντα ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει πλήρως τη νομική του κατάσταση και να συμμορφωθεί τελικώς με την απόφαση επιστροφής.

    Εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία εφαρμογής και στη διοικητική πρακτική να αποφασίσουν ποια γλώσσα θεωρείται ευλόγως ότι κατανοεί ο υπήκοος τρίτης χώρας. Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να γίνει με τον ίδιο τρόπο και σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια όπως στις διαδικασίες χορήγησης ασύλου (άρθρο 12 της οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, άρθρο 22 της αναδιατυπωμένης οδηγίας για την αναγνώριση και άρθρο 5 της οδηγίας για τις συνθήκες υποδοχής), λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη ότι, λόγω της πολυπλοκότητας των διαδικασιών ασύλου, οι απαιτήσεις μετάφρασης στον τομέα αυτό μπορεί να είναι υψηλότερες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες απαιτήσεις στον τομέα της επιστροφής. Το κεκτημένο για το άσυλο απαιτεί από τα κράτη μέλη να καταβάλλουν κάθε εύλογη προσπάθεια για να παράσχουν μετάφραση σε γλώσσα την οποία πραγματικά κατανοεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και η μη διαθεσιμότητα διερμηνέων μπορεί να αποτελέσει έγκυρο λόγο μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά σπάνιων γλωσσών για τις οποίες υπάρχει αντικειμενική έλλειψη διερμηνέων. Η μη παροχή μετάφρασης δεν δικαιολογείται σε περίπτωση που υπάρχουν μεταφραστές για τη συγκεκριμένη γλώσσα, αλλά δεν είναι διαθέσιμοι για εσωτερικούς λόγους της διοικητικής αρχής.

    Η δυνατότητα χρήσης υποδειγμάτων για τον εξορθολογισμό του έργου της διοικητικής αρχής δεν περιορίζεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 παράγραφος 3 (βλέπε κατωτέρω). Εφόσον το υπόδειγμα επιτρέπει την παροχή εξατομικευμένης μετάφρασης της απόφασης σε γλώσσα που ο ενδιαφερόμενος κατανοεί ή μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι κατανοεί, αυτή η μετάφραση συμμορφώνεται με το άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας περί επιστροφής και δεν υπάρχει ανάγκη να γίνει χρήση της παρέκκλισης του άρθρου 12 παράγραφος 3.

    3.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την παράγραφο 2 όσον αφορά υπηκόους τρίτης χώρας που έχουν εισέλθει παράνομα στο έδαφος κράτους μέλους και δεν τους έχει χορηγηθεί, εν συνεχεία, άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος.

    Στην περίπτωση αυτή, οι αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, εκδίδονται μέσω τυποποιημένου εντύπου που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία.

    Τα κράτη μέλη καθιστούν διαθέσιμα γενικά ενημερωτικά φυλλάδια στα οποία εξηγούνται τα βασικά στοιχεία του τυποποιημένου εντύπου σε τουλάχιστον πέντε από τις γλώσσες τις οποίες χρησιμοποιούν συχνότερα ή κατανοούν καλύτερα οι λαθρομετανάστες που εισέρχονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

    Η χρήση τυποποιημένου εντύπου για την επιστροφή δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 3 της οδηγίας περί επιστροφής αποτελεί παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση που υπήκοος τρίτης χώρας έχει εισέλθει παράνομα στο έδαφος κράτους μέλους.

    Η χρήση τυποποιημένου εντύπου σε τέτοιες περιπτώσεις συνιστά επιλογή των κρατών μελών. Προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι οι περιπτώσεις παράνομης εισόδου που καλύπτονται από το άρθρο 12 παράγραφος 3 της οδηγίας περί επιστροφής δεν είναι πάντοτε ίδιες με τις «περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα» που περιγράφονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας αυτής —βλέπε ενότητα 2.1. Ένας παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας που συλλαμβάνεται στο έδαφος κράτους μέλους τρεις μήνες μετά την παράνομη είσοδο σε αυτό δεν καλύπτεται από την εξαίρεση του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας περί επιστροφής, αλλά ενδέχεται να καλύπτεται από την εξαίρεση του άρθρου 12 παράγραφος 3.

    Παράνομη διέλευση εσωτερικών συνόρων: η παράγραφος 3 εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτης χώρας «που έχουν εισέλθει παράνομα στο έδαφος κράτους μέλους και δεν τους έχει χορηγηθεί, εν συνεχεία, άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος». Στο συγκεκριμένο πλαίσιο αυτής της διάταξης της οδηγίας περί επιστροφής, ο όρος «παράνομη είσοδος» δύναται επίσης να καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας έχει εισέλθει από άλλο κράτος μέλος παραβαίνοντας τους όρους εισόδου και παραμονής που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος. Προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι σε αυτές τις συγκεκριμένες περιπτώσεις (είσοδος από άλλο κράτος μέλος) ενδέχεται να είναι εφαρμοστέο το άρθρο 6 παράγραφος 2 ή το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας περί επιστροφής.

    Στο άρθρο 12 παράγραφος 3 δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση όσον αφορά τα ισχύοντα ένδικα μέσα. Τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής πρέπει, συνεπώς, να παρέχονται και στις περιπτώσεις όπου χρησιμοποιείται το τυποποιημένο έντυπο που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 3.

    12.4.   Ένδικα μέσα

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2

    1.

    Στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας διατίθεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο το οποίο του επιτρέπει να προσφεύγει κατά των αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή ή να ζητεί την επανεξέτασή τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή αρμόδιου οργάνου που απαρτίζεται από μέλη αμερόληπτα και απολαύοντα εχέγγυα ανεξαρτησίας.

    Αποτελεσματικά ένδικα μέσα πρέπει να παρέχονται για όλες τις αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή. Ο όρος «αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή» θα πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως, καλύπτοντας τις αποφάσεις για κάθε ζήτημα που ρυθμίζεται από την οδηγία περί επιστροφής, δηλαδή αποφάσεις επιστροφής, αποφάσεις χορήγησης ή παράτασης προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης, αποφάσεις απομάκρυνσης, αποφάσεις αναβολής απομάκρυνσης, αποφάσεις απαγόρευσης εισόδου, καθώς και αναστολής ή ανάκλησης απαγόρευσης εισόδου (βλέπε ενότητα 12.2). Τα διαθέσιμα ένδικα μέσα σε περίπτωση απόφασης κράτησης καθώς και παράτασης κράτησης ρυθμίζονται αναλυτικότερα στο άρθρο 15 της οδηγίας περί επιστροφής σχετικά με την κράτηση (βλέπε ενότητα 14).

    Χαρακτήρας του οργάνου επανεξέτασης: σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το όργανο προσφυγής πρέπει κατ' ουσίαν να είναι ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Το άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από την κατευθυντήρια γραμμή 5.1 του Συμβουλίου της Ευρώπης και πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Σύμφωνα με αυτή τη νομολογία, το όργανο επανεξέτασης μπορεί να είναι επίσης διοικητική αρχή, εφόσον αυτή η αρχή απαρτίζεται από μέλη που είναι αμερόληπτα και διαθέτουν εχέγγυα ανεξαρτησίας και εφόσον οι εθνικές διατάξεις προβλέπουν τη δυνατότητα επανεξέτασης της απόφασης από δικαστική αρχή, κατά τα πρότυπα που ορίζει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων σχετικά με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.

    Υπάρχουν αρκετές διασφαλίσεις για την αντιμετώπιση του κινδύνου ενδεχόμενης κατάχρησης της δυνατότητας προσφυγής: Το άρθρο 13 δεν προβλέπει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα σε όλες τις περιπτώσεις (παράγραφος 2) και η δωρεάν νομική αρωγή μπορεί να περιοριστεί εάν η προσφυγή είναι απίθανο να έχει επιτυχή έκβαση (παράγραφος 4). Θα πρέπει επίσης να δοθεί έμφαση στη γενική αρχή του δεδικασμένου του ενωσιακού δικαίου.

    Οι προθεσμίες άσκησης προσφυγής κατά αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή πρέπει να καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία. Η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφεύγεται η πιθανή κατάχρηση δικαιωμάτων και διαδικασιών, συγκεκριμένα δε η άσκηση προσφυγών λίγο πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία απομάκρυνσης, να ορίζουν τη συντομότερη δυνατή προθεσμία άσκησης προσφυγών κατά αποφάσεων επιστροφής που προβλέπει το εθνικό δίκαιο σε ανάλογες καταστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο αυτό δεν συνιστά δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Οι δικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να εκδίδονται χωρίς άσκοπες καθυστερήσεις.

    2.

    Η αρχή ή το όργανο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έχει την εξουσία να επανεξετάζει αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή, όπως αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσωρινής αναστολής της επιβολής της εφαρμογής τους, εκτός εάν ισχύει ήδη προσωρινή αναστολή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.

    Ανασταλτικό αποτέλεσμα: το όργανο προσφυγής πρέπει να έχει την εξουσία να αναστέλλει την επιβολή απόφασης επιστροφής σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Πρέπει να προβλέπεται σαφώς στην εθνική νομοθεσία ότι το ίδιο το όργανο επανεξέτασης (ο φορέας που επανεξετάζει την απόφαση που σχετίζεται με επιστροφή) έχει την εξουσία να αναστέλλει την επιβολή στο πλαίσιο μίας διαδικασίας.

    Υποχρέωση χορήγησης αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος σε περίπτωση κινδύνου επαναπροώθησης: Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) απαιτεί αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο, κατά την επιστροφή του, θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο κακομεταχείρισης, γεγονός που αντιβαίνει στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά την επιστροφή) —βλέπε άρθρο 39 του κανονισμού του ΕΔΔΑ. Το άρθρο 13 της οδηγίας περί επιστροφής —ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 και 9 της εν λόγω οδηγίας— υποχρεώνει, ως εκ τούτου, το όργανο επανεξέτασης να χορηγήσει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα σύμφωνα με τη συγκεκριμένη απαίτηση, εάν διακυβεύεται η αρχή της μη επαναπροώθησης.

    Υποχρέωση χορήγησης αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος σε περίπτωση κινδύνου οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας: στην απόφασή του στην υπόθεση C-562/13, Abdida (68) (σκέψη 53), το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι: «Τα άρθρα 5 και 13 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με τα άρθρα 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν προβλέπει ότι η προσφυγή κατά αποφάσεως επιστροφής η εκτέλεση της οποίας ενδέχεται να εκθέσει τον υπήκοο τρίτης χώρας σε σοβαρό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδεινώσεως της υγείας του έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα».

    Η Επιτροπή συνιστά τη χορήγηση αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος σε προσφυγές κατά απόφασης επιστροφής μόνο στις υποχρεωτικές περιπτώσεις που προαναφέρονται, ώστε να επιτυγχάνεται η σωστή ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και στην ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών επιστροφής. Όταν η προσφυγή αφορά άλλους λόγους (π.χ., διαδικαστικές αδυναμίες, σεβασμό της οικογενειακής ενότητας, προστασία άλλων δικαιωμάτων ή συμφερόντων) και όταν δεν απειλείται η ανθρώπινη ζωή με ανεπανόρθωτη βλάβη ή η κατάσταση της υγείας από σοβαρό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην χορηγεί αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα σε προσφυγές. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ή φορείς πρέπει σε κάθε περίπτωση, πάντως, να διατηρούν την εξουσία να αποφασίζουν την προσωρινή αναστολή της εκτέλεσης απόφασης σε μεμονωμένες υποθέσεις όταν κρίνεται αναγκαίο για άλλους λόγους (π.χ., οικογενειακή ζωή, υγειονομική περίθαλψη ή βέλτιστο συμφέρον του παιδιού).

    12.5.   Γλωσσική συνδρομή και δωρεάν νομική αρωγή

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 13 παράγραφοι 3 και 4· οδηγία 2013/32/ΕΕ («οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου») — άρθρα 20 και 21, που αντικαθιστούν το άρθρο 15 παράγραφοι 3 έως 6 της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου (69)

    3.

    Ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δύναται να ζητεί νομικές συμβουλές, εκπροσώπηση από δικηγόρο και, εν ανάγκη, γλωσσική συνδρομή.

    Η γλωσσική συνδρομή δεν συνεπάγεται μόνο την υποχρέωση παροχής μετάφρασης μιας απόφασης (καλύπτεται ήδη από το άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας περί επιστροφής), αλλά και την υποχρέωση παροχής συνδρομής από διερμηνείς, ώστε να μπορέσει ο υπήκοος τρίτης χώρας να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που του παραχωρεί το άρθρο 13 της οδηγίας.

    Υπενθυμίζεται ότι στην υπόθεση Conka κατά Βελγίου (70), το ΕΔΔΑ αναγνώρισε τη διαθεσιμότητα των διερμηνέων ως έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν την προσβασιμότητα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Το δικαίωμα του υπηκόου τρίτης χώρας να λαμβάνει γλωσσική συνδρομή πρέπει να χορηγείται από τα κράτη μέλη κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο σαφής και πρακτική δυνατότητα να το χρησιμοποιήσει (πρακτική αποτελεσματικότητα της διάταξης).

    4.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η απαραίτητη νομική αρωγή ή/και εκπροσώπηση παρέχεται κατόπιν αιτήσεως δωρεάν σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ή τις διατάξεις περί νομικής αρωγής και δύνανται να ορίζουν ότι η δωρεάν νομική αρωγή ή/και εκπροσώπηση υπόκειται στους όρους του άρθρου 15, παράγραφοι 3 έως 6 της οδηγίας 2005/85/ΕΕ.

    Νομική αρωγή και νομική εκπροσώπηση: η παράγραφος 4 καθορίζει σε ποιες περιπτώσεις και υπό ποιες προϋποθέσεις οφείλουν τα κράτη μέλη να καλύπτουν τις δαπάνες παροχής νομικών συμβουλών και εκπροσώπησης —παραπέμποντας ουσιαστικά στις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στην οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου. Τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν νομική αρωγή και εκπροσώπηση δωρεάν εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην οδηγία και στην εθνική νομοθεσία εφαρμογής.

    Η αίτηση για δωρεάν νομική αρωγή και/ή νομική εκπροσώπηση μπορεί να υποβληθεί από τον επιστρέφοντα ή τον εκπρόσωπό του οποιαδήποτε κατάλληλη στιγμή της διαδικασίας.

    Παροχή νομικών συμβουλών από διοικητικές αρχές: νομικές συμβουλές είναι δυνατόν καταρχήν να παρέχονται επίσης από τις διοικητικές αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση αποφάσεων επιστροφής, εάν οι πληροφορίες που παρέχουν είναι αντικειμενικές και αμερόληπτες (πρακτική αποτελεσματικότητα). Είναι σημαντικό οι πληροφορίες να παρέχονται από πρόσωπα που ενεργούν αμερόληπτα/ανεξάρτητα, ώστε να αποφεύγονται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων. Συνεπώς, αυτές οι πληροφορίες δεν είναι δυνατόν να παρέχονται, φερ' ειπείν, από το πρόσωπο που αποφασίζει ή επανεξετάζει την υπόθεση. Μια ορθή πρακτική, που ήδη χρησιμοποιείται σε ορισμένα κράτη μέλη, είναι να διαχωρίζονται οι αρχές λήψης αποφάσεων από αυτές που παρέχουν νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες. Ωστόσο, εφόσον ένα κράτος μέλος αποφασίσει να παραχωρήσει την αρμοδιότητα παροχής πληροφοριών στις αρχές λήψης αποφάσεων, πρέπει να εξασφαλιστεί σαφής διαχωρισμός των καθηκόντων για το προσωπικό, για παράδειγμα με τη δημιουργία χωριστού και ανεξάρτητου τμήματος υπεύθυνου μόνο για την παροχή νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών.

    Όροι για δωρεάν νομική αρωγή/εκπροσώπηση — παραπομπή στο άρθρο 15 παράγραφοι 3 έως 6 της οδηγίας 2005/85/ΕΚ: η αναφορά σε ορισμένους όρους/περιορισμούς που δύνανται να προβλέπουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τη δωρεάν νομική αρωγή αποτελεί δυναμική αναφορά και πρέπει να νοείται ως παραπομπή στα ισχύοντα άρθρα 20 και 21 της οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου που ισχύει επί του παρόντος και έχει αντικαταστήσει την οδηγία 2005/85/ΕΚ. Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δωρεάν νομική αρωγή και εκπροσώπηση παρέχεται μόνο:

    όταν δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας,

    σε όσους δεν έχουν επαρκείς πόρους,

    μέσω των υπηρεσιών που παρέχονται από τους νομικούς ή άλλους συμβούλους που καθορίζονται ειδικά από το εθνικό δίκαιο για συνδρομή και εκπροσώπηση των αιτούντων,

    σε πρωτοβάθμιες διαδικασίες προσφυγής και όχι για περαιτέρω προσφυγές ή επανεξετάσεις.

    Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης:

    να επιβάλλουν χρηματικά και/ή χρονικά όρια στη δωρεάν παροχή νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης, εφόσον τα όρια αυτά δεν περιορίζουν αυθαιρέτως την πρόσβαση σε αυτό το δικαίωμα,

    να προβλέπουν ότι, όσον αφορά τα τέλη και άλλα έξοδα, η μεταχείριση των αιτούντων δεν θα είναι ευνοϊκότερη από εκείνη που επιφυλάσσεται κατά γενικό κανόνα στους υπηκόους τους σε θέματα σχετικά με τη νομική συνδρομή,

    να ζητήσουν να τους επιστραφεί το σύνολο ή μέρος των καταβληθέντων εξόδων εάν και από τη στιγμή που έχει βελτιωθεί σημαντικά η οικονομική κατάσταση του αιτούντος ή εάν η απόφαση χορήγησης αυτών των εξόδων είχε ληφθεί με βάση ψευδείς πληροφορίες που είχε δώσει ο αιτών.

    Αποτελεσματικά ένδικα μέσα κατά της άρνησης παροχής δωρεάν νομικής αρωγής: όταν λαμβάνεται απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου. Το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη δικαιώματα και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η τήρηση αυτών των δικαιωμάτων είναι υποχρεωτική ακόμη και όταν στην εφαρμοστέα νομοθεσία δεν προβλέπεται ρητώς τέτοιου είδους διαδικαστική απαίτηση.

    13.   ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 14 παράγραφος 1

    Τα κράτη μέλη, με εξαίρεση την κατάσταση που καλύπτεται από τα άρθρα 16 και 17, μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται κατά το δυνατόν υπόψη οι ακόλουθες αρχές σε σχέση με υπηκόους τρίτων χωρών κατά το χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, το οποίο χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 7 και κατά τα χρονικά διαστήματα για τα οποία αναβάλλεται η απομάκρυνση σύμφωνα με το άρθρο 9:

    α)

    εξασφαλίζεται η οικογενειακή ενότητα με μέλη της οικογένειας που ευρίσκονται στο έδαφος του κράτους μέλους·

    β)

    παρέχονται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή·

    γ)

    παρέχεται στους ανηλίκους πρόσβαση στο βασικό εκπαιδευτικό σύστημα, ανάλογα με τη διάρκεια της διαμονής τους·

    δ)

    λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων ατόμων.

    Ιστορική υπενθύμιση/εξήγηση: η οδηγία περί επιστροφής παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα είτε να εκδίδουν αποφάσεις επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών είτε να χορηγούν δικαίωμα παραμονής. Η προσέγγιση αυτή αναμένεται να συμβάλει στη μείωση των γκρίζων ζωνών. Ωστόσο, στην πράξη, μπορεί επίσης να αυξήσει τον απόλυτο αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες τα κράτη μέλη εκδίδουν αποφάσεις επιστροφής που δεν μπορούν να εφαρμοστούν λόγω πρακτικών ή νομικών εμποδίων στην απομάκρυνση (π.χ., καθυστερήσεις στην εξασφάλιση των αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες και περιπτώσεις μη επαναπροώθησης). Για να αποφευχθεί η δημιουργία νομικού κενού όσον αφορά τα άτομα αυτά, η Επιτροπή είχε προτείνει τη διασφάλιση ελάχιστων προϋποθέσεων παραμονής για τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών για τους οποίους η επιβολή της απόφασης επιστροφής έχει αναβληθεί ή η απομάκρυνση των οποίων δεν είναι δυνατή, με γνώμονα ένα σύνολο προϋποθέσεων που προβλέπονται ήδη στα άρθρα 7 έως 10, 15 και 17 έως 20 της οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου (71) (οδηγία για τις συνθήκες υποδοχής), και οι οποίες καλύπτουν —κατ' ουσίαν— τέσσερα βασικά δικαιώματα: 1) οικογενειακή ενότητα, 2) ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, 3) μαθητεία και εκπαίδευση ανηλίκων και 4) σεβασμός των ιδιαίτερων αναγκών των ευάλωτων ατόμων. Η πρόταση της Επιτροπής δεν περιλάμβανε αναφορά σε άλλα σημαντικά δικαιώματα της οδηγίας για τις συνθήκες υποδοχής, όπως η πρόσβαση στην απασχόληση και οι υλικές συνθήκες υποδοχής. Μετά τις διαπραγματεύσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων εκφράστηκαν ανησυχίες ότι οι αναφορές στην οδηγία για τις συνθήκες υποδοχής θα μπορούσαν να εκληφθούν ως «αναβάθμιση» της κατάστασης των παράτυπων μεταναστών, στέλνοντας με τον τρόπο αυτό λανθασμένο πολιτικό μήνυμα, καταρτίστηκε αυτόνομος κατάλογος δικαιωμάτων.

    Το άρθρο 14 παράγραφος 1 καλύπτει ευρύ φάσμα περιπτώσεων: καλύπτει την περίοδο οικειοθελούς αναχώρησης καθώς και κάθε περίοδο κατά την οποία η απομάκρυνση έχει αναβληθεί επισήμως ή εκ των πραγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας περί επιστροφής (π.χ., προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα, πιθανή παραβίαση της αρχής μη επαναπροώθησης, λόγοι υγείας, τεχνικοί λόγοι, αποτυχημένες προσπάθειες απομάκρυνσης λόγω αδυναμίας διαπίστωσης της ταυτότητας). Οι περίοδοι κράτησης εξαιρούνται ρητώς, καθώς οι σχετικές εγγυήσεις ρυθμίζονται από άλλες πράξεις (βλέπε ενότητα 15).

    Η παροχή επείγουσας υγειονομικής περίθαλψης και της απαραίτητης θεραπευτικής αγωγής συνιστά βασικό ελάχιστο δικαίωμα και η πρόσβαση σε αυτήν δεν πρέπει να εξαρτάται από την καταβολή τελών.

    Πρόσβαση στην εκπαίδευση: ο περιορισμός «ανάλογα με τη διάρκεια της διαμονής τους» δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την πιθανή διάρκεια διαμονής πριν από την επιστροφή, είναι προτιμότερο να παρέχεται πρόσβαση στην εκπαίδευση παρά να μην παρέχεται. Η εθνική πρακτική σύμφωνα με την οποία η πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα παρέχεται συνήθως μόνον όταν η διάρκεια παραμονής υπερβαίνει τις δεκατέσσερις ημέρες μπορεί να θεωρείται αποδεκτή. Όσον αφορά τα πρακτικά προβλήματα, όπως στις περιπτώσεις στις οποίες ο ανήλικος δεν διαθέτει έγγραφο που να αποδεικνύει την εκπαίδευση που έχει ήδη λάβει σε άλλες χώρες ή στις περιπτώσεις στις οποίες ο ανήλικος δεν μιλά καμία από τις γλώσσες στις οποίες μπορεί να παρασχεθεί η εκπαίδευση στο κράτος μέλος, πρέπει να βρεθούν κατάλληλες λύσεις σε εθνικό επίπεδο, με γνώμονα το πνεύμα της οδηγίας και τις συναφείς πράξεις διεθνούς δικαίου, όπως η σύμβαση του 1989 για τα Δικαιώματα του Παιδιού και το Γενικό Σχόλιο αριθ. 6 αυτής (72). Το κεκτημένο στον τομέα του ασύλου (ιδίως το άρθρο 14 της οδηγίας για τις συνθήκες υποδοχής) μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως πηγή έμπνευσης.

    Άλλες βασικές ανάγκες: στην απόφασή του στην υπόθεση C-562/13, Abdida, το ΔΕΕ έκρινε ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καλύπτουν και άλλες βασικές ανάγκες, ώστε να διασφαλίζουν ότι όντως παρέχονται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή κατά την περίοδο στην οποία το εκάστοτε κράτος μέλος υποχρεούται να αναβάλει την απομάκρυνση. Απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τη μορφή που πρέπει να προσλαμβάνει η κάλυψη των βασικών αναγκών του οικείου υπηκόου τρίτης χώρας.

    Το σκεπτικό στο οποίο βασίστηκε το ΔΕΕ για να επιβάλει αυτή την υποχρέωση ήταν ότι η παροχή επείγουσας υγειονομικής περίθαλψης και κάθε απαραίτητης θεραπευτικής αγωγής, που προβλέπει το άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας περί επιστροφής, είναι πιθανό να μην μπορεί να παραγάγει αποτελέσματα εάν δεν συνοδεύεται από την κάλυψη των βασικών αναγκών του οικείου υπηκόου τρίτης χώρας. Βάσει του σκεπτικού του ΔΕΕ, και υπό το φως των ενδείξεων που προβλέπονται στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η άσκηση των λοιπών δικαιωμάτων που απαριθμούνται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής (όπως, ειδικότερα, η πρόσβαση στην εκπαίδευση και η συνεκτίμηση των αναγκών των ευάλωτων προσώπων) οδηγεί στη συνακόλουθη υποχρέωση κάλυψης των βασικών αναγκών του υπηκόου τρίτης χώρας.

    Μολονότι δεν υφίσταται καμία γενική νομική υποχρέωση βάσει του δικαίου της ΕΕ για κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των υπηκόων τρίτων χωρών ενόψει της επιστροφής, η Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν την κάλυψη αυτή βάσει του εθνικού δικαίου ούτως ώστε να εξασφαλίζονται ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για τους επιστρέφοντες.

    13.1.   Γραπτή βεβαίωση

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 14 παράγραφος 2

    Τα κράτη μέλη παρέχουν στα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα γραπτή βεβαίωση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ότι η περίοδος οικειοθελούς αναχώρησης έχει παραταθεί σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2 ή ότι η απόφαση επιστροφής δεν θα εκτελεσθεί προσωρινά.

    Στην αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας περί επιστροφής προβλέπονται τα ακόλουθα: «Προκειμένου τα πρόσωπα αυτά να είναι σε θέση να αποδεικνύουν την ειδική τους κατάσταση σε περίπτωση διοικητικών ή άλλων ελέγχων, θα πρέπει να τους παρέχεται γραπτή βεβαίωση σχετικά με την κατάστασή τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια σχετικά με τον τύπο και τη μορφή της γραπτής βεβαίωσης, και θα πρέπει να μπορούν να την περιλαμβάνουν σε αποφάσεις περί επιστροφής που εκδίδονται βάσει της παρούσας οδηγίας».

    Μορφή της γραπτής βεβαίωσης: Τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς αυτό. Η βεβαίωση μπορεί να είναι είτε χωριστό έγγραφο που εκδίδεται από τις εθνικές αρχές είτε μέρος επίσημης απόφασης που σχετίζεται με την επιστροφή. Είναι σημαντικό να παρέχει στον επιστρέφοντα τη δυνατότητα να αποδεικνύει σαφώς – σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου – ότι υπόκειται ήδη σε απόφαση επιστροφής που εκκρεμεί και ότι του έχει χορηγηθεί προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης, ότι έχει αναβληθεί επισήμως η απομάκρυνση ή ότι υπόκειται σε απόφαση επιστροφής η οποία δεν μπορεί προσωρινά να εφαρμοστεί. Η βεβαίωση πρέπει να προσδιορίζει, εφόσον είναι δυνατό, τη διάρκεια της περιόδου οικειοθελούς αναχώρησης ή της αναβολής.

    Στα κράτη μέλη στα οποία τα συστήματα ανταλλαγής δεδομένων επιτρέπουν την ταχεία εξακρίβωση της κατάστασης των παράτυπων μεταναστών σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου, βάσει ορισμένων προσωπικών δεδομένων ή αριθμών αναφοράς, η απαίτηση της γραπτής βεβαίωσης θεωρείται ότι εκπληρώνεται εάν παρέχεται στο πρόσωπο (ή το πρόσωπο διαθέτει ήδη) έγγραφα που περιλαμβάνουν τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα ή αριθμούς αναφοράς.

    13.2.   Καταστάσεις παρατεταμένης παρατυπίας

    Μη υποχρέωση χορήγησης άδειας σε επιστρέφοντες που δεν μπορούν να απομακρυνθούν: τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να χορηγούν άδεια στους επιστρέφοντες όταν καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει πλέον εύλογη προοπτική απομάκρυνσης, αν και μπορούν πάντως να αποφασίσουν να το πράξουν κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 5.6).

    Εν προκειμένω, το ΔΕΕ παρείχε ρητές διευκρινίσεις στην απόφασή του στην υπόθεση C-146/14, Mahdi (73) (σκέψεις 87 και 88): «[…] η τελευταία δεν έχει ως αντικείμενο να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόων τρίτων χωρών παρανόμως διαμενόντων στην ημεδαπή, έναντι των οποίων δεν μπορεί να εκτελεστεί απόφαση περί επιστροφής τους. […] Εντούτοις, το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να χορηγούν αυτοτελή τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια παρέχουσα το δικαίωμα διαμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας ή για ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους σε υπήκοο τρίτης χώρας που παρανόμως διαμένει στο έδαφός τους».

    Κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη χορήγηση αδειών: όπως τονίστηκε προηγουμένως, δεν υφίσταται νομική υποχρέωση χορήγησης αδειών σε επιστρέφοντες που δεν μπορούν να απομακρυνθούν και, ως προς αυτό, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια. Σε αυτό το πλαίσιο, συνιστάται τα κριτήρια αξιολόγησης που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη να περιλαμβάνουν τόσο ατομικά (σχετικά με την περίπτωση) όσο και οριζόντια (σχετικά με την πολιτική) στοιχεία, όπως για παράδειγμα:

    η συνεργάσιμη/μη συνεργάσιμη συμπεριφορά του επιστρέφοντος,

    η πραγματική διάρκεια παραμονής του επιστρέφοντος στο κράτος μέλος,

    οι προσπάθειες ένταξης του επιστρέφοντος,

    η προσωπική συμπεριφορά του επιστρέφοντος,

    οι οικογενειακοί δεσμοί,

    ανθρωπιστικοί λόγοι,

    το ενδεχόμενο επιστροφής στο άμεσο μέλλον,

    η ανάγκη να αποφεύγεται η επιβράβευση της παρατυπίας,

    ο αντίκτυπος των μέτρων ρύθμισης στις μεταναστευτικές τάσεις των δυνητικών (παράτυπων) μεταναστών,

    το ενδεχόμενο δευτερευουσών μετακινήσεων εντός του χώρου Σένγκεν.

    14.   ΚΡΑΤΗΣΗ

    Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 12 (μορφή και μετάφραση) και στο άρθρο 13 (αποτελεσματικό ένδικο μέσο και δωρεάν νομική αρωγή) της οδηγίας περί επιστροφής αποτελούν ρητή έκφραση των θεμελιωδών δικαιωμάτων χρηστής διοίκησης, ακρόασης, πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, η τήρηση των εν λόγω δικαιωμάτων είναι υποχρεωτική, μεταξύ άλλων και στις αποφάσεις κράτησης.

    Πέραν των εν λόγω γενικών απαιτήσεων, το άρθρο 15 της οδηγίας περί επιστροφής θέτει ορισμένες απαιτήσεις που ισχύουν ειδικά για τις αποφάσεις κράτησης.

    14.1.   Περιστάσεις που δικαιολογούν την κράτηση

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 15 παράγραφος 1

    Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση δύνανται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν απλώς υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν:

    α)

    υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

    β)

    ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.

    Οποιαδήποτε κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.

    Η χρήση της κράτησης για τους σκοπούς της απομάκρυνσης συνιστά σοβαρή παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος των προσώπων στην ελευθερία και ως εκ τούτου υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς.

    Υποχρέωση επιβολής της κράτησης μόνον ως μέτρου έσχατης ανάγκης: Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν «όλα τα αναγκαία μέτρα» για να εκτελέσουν τις αποφάσεις επιστροφής. Η δυνατότητα χρήσης της κράτησης είναι ένα από τα πιθανά μέτρα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα κράτη μέλη ως μέτρο έσχατης ανάγκης. Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΕΕ τόνισε ρητώς στην απόφασή του στην υπόθεση C-61/11, El Dridi (σκέψη 41), ότι η οδηγία περί επιστροφής προβλέπει «μια διαβάθμιση των μέτρων που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να εκτελεσθεί η απόφαση περί επιστροφής, διαβάθμιση που κυμαίνεται από το μέτρο που αφήνει τη μεγαλύτερη ελευθερία στον ενδιαφερόμενο, ήτοι η χορήγηση προθεσμίας για την οικειοθελή του αναχώρηση, έως μέτρα που περιορίζουν περισσότερο την ελευθερία αυτή, ήτοι η κράτηση σε ειδικές εγκαταστάσεις».

    Η υποχρέωση εφαρμογής του μέτρου της κράτησης επιβάλλεται στα κράτη μέλη μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες είναι σαφές ότι η χρήση της κράτησης είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να εξασφαλιστεί η προετοιμασία της επιστροφής και η διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης (αναγκαιότητα της κράτησης). Οποιαδήποτε κράτηση βασίζεται σε εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε περίπτωσης και έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, ενώ διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια (αναλογικότητα της κράτησης).

    Λόγοι κράτησης: ο μοναδικός νόμιμος σκοπός της κράτησης σύμφωνα με την οδηγία περί επιστροφής είναι η προετοιμασία της επιστροφής και/ή η διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν 1) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή 2) ο υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης. Όταν υφίστανται τέτοιοι λόγοι κράτησης, και όταν δεν δύνανται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα σε συγκεκριμένη περίπτωση (έσχατη λύση), τα κράτη μέλη δικαιούνται και θα πρέπει να χρησιμοποιούν το μέτρο της κράτησης για το διάστημα που είναι απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί η επιτυχής εκτέλεση των διαδικασιών επιστροφής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της οδηγίας περί επιστροφής.

    Μολονότι στην οδηγία περί επιστροφής η διατύπωση έχει τη μορφή ενδεικτικού καταλόγου («ιδίως»), αυτές οι δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις καλύπτουν τα βασικά σενάρια που αντιμετωπίζονται στην πράξη και που δικαιολογούν την κράτηση με σκοπό την προετοιμασία και την οργάνωση της επιστροφής και την εκτέλεση της διαδικασίας απομάκρυνσης. Η ύπαρξη συγκεκριμένης αιτιολόγησης της κράτησης —και η μη διαθεσιμότητα αποτελεσματικών και επαρκών λιγότερο αναγκαστικών μέτρων— πρέπει να αξιολογούνται μεμονωμένα σε κάθε περίπτωση. Η απαγόρευση εισόδου στα σύνορα, η ύπαρξη καταχώρισης για απαγόρευση εισόδου στο SIS, η έλλειψη εγγράφων, η έλλειψη τόπου διαμονής, η έλλειψη συνεργασίας και άλλες σχετικές ενδείξεις/κριτήρια πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν αξιολογείται κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος διαφυγής (βλέπε ενότητα 1.6) που μπορεί να δικαιολογεί την ανάγκη επιβολής του μέτρου της κράτησης.

    Απαγόρευση της χρήσης της κράτησης για λόγους δημόσιας τάξης: η δυνατότητα διατήρησης ή παράτασης της κράτησης για λόγους δημόσιας τάξης δεν καλύπτεται από την οδηγία περί επιστροφής και τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν την κράτηση ενόψει απομάκρυνσης ως «ήπια» μορφή φυλάκισης. Πρωταρχικός σκοπός της κράτησης ενόψει απομάκρυνσης είναι να εξασφαλίζεται ότι οι επιστρέφοντες δεν θα υπονομεύσουν, διαφεύγοντας, την εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής. Σκοπός του άρθρου 15 δεν είναι η προστασία της κοινωνίας από άτομα που συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια. Ο εύλογος στόχος της προστασίας της κοινωνίας πρέπει να καλύπτεται από άλλες νομοθετικές πράξεις, ιδίως από το ποινικό δίκαιο, το ποινικό διοικητικό δίκαιο και τη νομοθεσία σχετικά με τη λήξη της νόμιμης παραμονής για λόγους δημόσιας τάξης. Εν προκειμένω, το ΔΕΕ απεφάνθη στην απόφασή του στην υπόθεση C-357/09, Kadzoev (74) (σκέψη 70) ότι: «Η οδηγία 2008/115/ΕΚ δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την κράτηση ενός ατόμου για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Κανένα συνεπώς από τα στοιχεία που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο (επιδεικνύει επιθετική συμπεριφορά, δεν διαθέτει βιοποριστικά μέσα ούτε κατάλυμα) δεν μπορεί, καθαυτό, να συνιστά λόγο κράτησης του ενδιαφερομένου δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας αυτής». Η συμπεριφορά του προσώπου στο παρελθόν, η οποία έθεσε σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια (π.χ., μη συμμόρφωση με το διοικητικό δίκαιο σε άλλους τομείς πέραν της μεταναστευτικής νομοθεσίας ή παραβιάσεις του ποινικού δικαίου), μπορεί, ωστόσο, να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση του κινδύνου διαφυγής (βλέπε ενότητα 1.6). Εάν από τη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου στο παρελθόν προκύπτει το συμπέρασμα ότι είναι πιθανόν το πρόσωπο αυτό να μην ενεργήσει σύμφωνα με τον νόμο και να αποφύγει την επιστροφή, αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την απόφαση περί ύπαρξης κινδύνου διαφυγής.

    Υποχρέωση παροχής αποτελεσματικών εναλλακτικών λύσεων αντί της κράτησης: το άρθρο 15 παράγραφος 1 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί από κάθε κράτος μέλος να προβλέπει στην εθνική του νομοθεσία εναλλακτικές λύσεις αντί της κράτησης· τούτο συμβαδίζει επίσης με την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας («[…]εφόσον δεν αρκεί η εφαρμογή λιγότερο αναγκαστικών μέτρων»). Στην απόφασή του στην υπόθεση C-61/11, El Dridi (σκέψη 39), το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι «[…] από τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της προαναφερθείσας οδηγίας, όπως και από το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, αυτής, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εκτελέσουν την απομάκρυνση χρησιμοποιώντας τα κατά το δυνατόν λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Μόνον εάν η υπό τη μορφή απομακρύνσεως εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής κινδυνεύει, βάσει εκτιμήσεως κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, να παρακωλυθεί εξαιτίας της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, μπορούν τα κράτη αυτά να προβούν σε στέρηση της ελευθερίας του μέσω κρατήσεως». Αυτό δεν σημαίνει, πάντως, ότι η προγενέστερη επιβολή λιγότερο αναγκαστικού μέτρου σε υπήκοο τρίτης χώρας αποτελεί προϋπόθεση για την κράτηση.

    Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής, τα λιγότερο αναγκαστικά μέτρα πρέπει να είναι «επαρκή» και θα πρέπει να μπορούν να εφαρμοστούν «αποτελεσματικά» στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας. Αυτό συνεπάγεται ότι, για να επιτευχθεί η συμμόρφωση με την υποχρέωση παροχής αποτελεσματικών εναλλακτικών λύσεων αντί της κράτησης, τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο εναλλακτικές λύσεις αντί της κράτησης οι οποίες είναι σε θέση να επιτύχουν τους ίδιους στόχους κράτησης (ήτοι, αποφυγή της διαφυγής, αποτροπή του ενδεχόμενου ο υπήκοος τρίτης χώρας να αποφύγει ή να παρεμποδίσει την επιστροφή) χρησιμοποιώντας παράλληλα μέσα που προσβάλλουν σε μικρότερο βαθμό το δικαίωμα της ελευθερίας του ατόμου. Οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την κράτηση και τις εναλλακτικές λύσεις αντί της κράτησης πρέπει να αξιολογούν κατά πόσο αυτά τα λιγότερο αναγκαστικά μέτρα είναι επαρκή και αποτελεσματικά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

    Παραδείγματα εναλλακτικών αντί της κράτησης λύσεων είναι, μεταξύ άλλων, οι περιορισμοί ως προς τον τόπο διαμονής, τα ανοιχτά κέντρα φιλοξενίας οικογενειών, η υποστήριξη από κοινωνικό λειτουργό, η τακτική αναφορά, η παράδοση ταυτότητας/ταξιδιωτικών εγγράφων, η καταβολή εγγύησης και η ηλεκτρονική παρακολούθηση. Η UNHCR παρέχει κάποια πρακτικά παραδείγματα ορθών πρακτικών (75) στον τομέα των εναλλακτικών αντί της κράτησης λύσεων.

    Οφέλη και κίνδυνοι — εναλλακτικές λύσεις αντί της κράτησης

    Τα οφέλη της παροχής εναλλακτικών αντί της κράτησης λύσεων μπορούν να περιλαμβάνουν υψηλότερα ποσοστά επιστροφής (περιλαμβανομένης της οικειοθελούς αναχώρησης), βελτίωση της συνεργασίας με τους επιστρέφοντες για την απόκτηση των αναγκαίων εγγράφων, οικονομικά οφέλη (χαμηλότερο κόστος για το κράτος) και χαμηλότερο ανθρώπινο κόστος (αποφυγή της ταλαιπωρίας που συνεπάγεται η κράτηση).

    Στους κινδύνους περιλαμβάνονται η αυξημένη πιθανότητα διαφυγής, η ενδεχόμενη δημιουργία παραγόντων έλξης (οι εναλλακτικές εγκαταστάσεις κράτησης, όπως οι δομές φιλοξενίας οικογενειών, μπορεί να θεωρηθούν ελκυστικές από τους δυνητικούς παράτυπους μετανάστες) καθώς και πιθανές κοινωνικές εντάσεις στις γειτονιές με ανοιχτά κέντρα.

    Σύσταση: Η πρόκληση συνίσταται στην εξεύρεση έξυπνων λύσεων με τον κατάλληλο συνδυασμό ανταμοιβών και αποτρεπτικών μέσων. Η παντελής έλλειψη αποτρεπτικών μέσων μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκή ποσοστά απομάκρυνσης. Παράλληλα, ένα υπερβολικά καταπιεστικό σύστημα με πολιτική συστηματικής κράτησης μπορεί να είναι εξίσου αναποτελεσματικό, δεδομένου ότι ο επιστρέφων έχει λιγοστά κίνητρα ή παρότρυνση για συνεργασία στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναπτύξουν και να χρησιμοποιούν ευρύ φάσμα εναλλακτικών λύσεων προκειμένου να αντιμετωπίζουν την κατάσταση των διαφόρων κατηγοριών υπηκόων τρίτων χωρών. Η εξατομικευμένη καθοδήγηση, που παρέχει στον επιστρέφοντα τη δυνατότητα να μεριμνήσει για την επιστροφή του, η παρέμβαση σε όσο το δυνατόν πιο αρχικό στάδιο της όλης διαδικασίας και η συνολική διαχείριση κάθε υπόθεσης με κύριο στόχο τη διευθέτησή της, έχουν αποδειχθεί επιτυχείς. Στόχος πρέπει να είναι η συστηματική οριζόντια καθοδήγηση όλων των πιθανών επιστρεφόντων, με την παροχή συμβουλών εγκαίρως (και όχι μόνο όταν λαμβάνονται οι αποφάσεις αναγκαστικής απομάκρυνσης) για τις δυνατότητες νόμιμης παραμονής/ασύλου καθώς και για την οικειοθελή/αναγκαστική επιστροφή.

    Περαιτέρω διευκρίνιση:

    Πρόσωπα υποκείμενα σε διαδικασίες επιστροφής: η τυπική υποχρέωση του άρθρου 15 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής όσον αφορά τον «υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής» δεν είναι συνώνυμη της έννοιας «υποκείμενος σε απόφαση επιστροφής». Η κράτηση μπορεί να έχει ήδη επιβληθεί —εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 15— πριν από τη λήψη της επίσημης απόφασης επιστροφής, για παράδειγμα όταν οι προετοιμασίες της απόφασης επιστροφής βρίσκονται σε εξέλιξη χωρίς ακόμη να έχει εκδοθεί η απόφαση επιστροφής.

    Συγκεκριμένα παραδείγματα:

    Ενδέχεται ένας παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας να αποκρύψει (να μην αποκαλύψει) την ταυτότητά του προκειμένου να αποφύγει το ενδεχόμενο απομάκρυνσης. Στην περίπτωση αυτή, είναι νόμιμη η διατήρηση του μέτρου της κράτησης ώστε να ασκηθεί πίεση στον υπήκοο της τρίτης χώρας να συνεργαστεί και συνεπώς να διευκολύνει την απομάκρυνση;

    Αυτό το είδος κράτησης καλύπτεται από το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας περί επιστροφής, στο οποίο αναφέρεται ρητά ως λόγος κράτησης το γεγονός ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας «αποφεύγει ή παρεμποδίζει […] τη διαδικασία απομάκρυνσης». Στο άρθρο 15 παράγραφος 6 στοιχείο α) αναφέρεται η άρνηση συνεργασίας ως μία από τις δύο περιπτώσεις που μπορούν να δικαιολογήσουν την παράταση του μέγιστου χρονικού διαστήματος των 12 μηνών, ενώ γενικός στόχος και σκοπός αυτού του είδους κράτησης (Beugehaft ή Durchsetzungshaft) είναι η απομάκρυνση, και όχι η τιμωρία. Σε κάθε περίπτωση κράτησης ενόψει απομάκρυνσης πρέπει να τηρείται το άρθρο 15 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής: «Οσάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι της παραγράφου 1, η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο απολύεται αμέσως». Αυτό σημαίνει ότι στις περιπτώσεις στις οποίες καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει πλέον λογική προοπτική απομάκρυνσης, η κράτηση πρέπει να τερματιστεί, για παράδειγμα όταν είναι σαφές ότι τα έγγραφα που πρέπει να εκδοθούν από τρίτη χώρα θα καθυστερήσουν υπερβολικά ή δεν θα εκδοθούν καθόλου, ακόμη και αν ο κρατούμενος δεχθεί να συνεργαστεί.

    Είναι δυνατή η διατήρηση της κράτησης εάν ο επιστρέφων υποβάλει αίτηση ασύλου;

    Η απάντηση παρέχεται στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-534/11, Arslan (76) (σκέψεις 49 και 63): «Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ […] δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια της οδηγίας 2005/85/ΕΚ, τούτο δε κατά την περίοδο μεταξύ της υποβολής της εν λόγω αιτήσεως και της εκδόσεως της αποφάσεως πρώτου βαθμού που αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής ή, ενδεχομένως, της εκβάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της εν λόγω αποφάσεως. […] Οι οδηγίες 2003/9/ΕΚ και 2005/85/ΕΚ δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/85/ΕΚ αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθείη εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του». Σημείωση: η ανωτέρω αναφορά στο «εθνικό δίκαιο» σχετίζεται με τους εθνικούς κανόνες όσον αφορά την κράτηση για λόγους ασύλου οι οποίοι μεταφέρουν —κατά περίπτωση— τις σχετικές με την κράτηση απαιτήσεις του κεκτημένου της ΕΕ σε θέματα ασύλου.

    14.2.   Μορφή και αρχική επανεξέταση της απόφασης κράτησης

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 15 παράγραφος 2

    Η κράτηση διατάσσεται από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές.

    Η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και συνοδεύεται από πραγματική και νομική αιτιολόγηση.

    Όταν η διαταγή κράτησης εκδίδεται από διοικητικές αρχές, τα κράτη μέλη:

    α)

    είτε προβλέπουν την ταχεία δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης που αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της κράτησης,

    β)

    είτε χορηγούν στο συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας το δικαίωμα να κινήσει διαδικασία για την ταχεία δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησής του που αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της σχετικής διαδικασίας· εν τοιαύτη περιπτώσει, τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως τους ενδιαφερομένους υπηκόους τρίτων χωρών σχετικά με τη δυνατότητα διεξαγωγής τέτοιας διαδικασίας.

    Ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας απολύεται αμέσως εάν η κράτηση δεν είναι νόμιμη.

    Οι δικαστικές αρχές μπορεί να περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους δικαστές αλλά δεν είναι απαραίτητο να απαρτίζονται μόνον από αυτούς. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, οι εν λόγω αρχές πρέπει να είναι ανεξάρτητες και αμερόληπτες και να προσφέρουν δικονομικά εχέγγυα διαδικασίας εκατέρωθεν ακρόασης.

    Πεδίο εφαρμογής της δικαστικής επανεξέτασης: στην επανεξέταση πρέπει να αξιολογούνται όλες οι πτυχές που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 15 της οδηγίας περί επιστροφής, εστιάζοντας τόσο στα νομικά ζητήματα (π.χ., ορθότητα της διαδικασίας και της απόφασης κράτησης από διαδικαστική/νομική άποψη) όσο και στα πραγματικά ζητήματα (π.χ., προσωπική κατάσταση του κρατουμένου, οικογενειακοί δεσμοί στη χώρα, εγγυήσεις αναχώρησης από την επικράτεια, λογική προοπτική απομάκρυνσης).

    Μέγιστη διάρκεια της «ταχείας δικαστικής επανεξέτασης»: το κείμενο της οδηγίας περί επιστροφής στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 5 παράγραφος 4 της ΕΣΔΑ που απαιτεί την έκδοση δικαστικής απόφασης «εντός βραχείας προθεσμίας». Στη συναφή νομολογία του ΕΔΔΑ διευκρινίζεται ότι το μέγιστο αποδεκτό χρονικό διάστημα (ήτοι, εύλογη προθεσμία) δεν μπορεί να ορίζεται κατά τρόπο αφηρημένο. Πρέπει να καθορίζεται με βάση τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της διαδικασίας καθώς και της συμπεριφοράς των αρχών και του αιτούντος. Η λήψη απόφασης σε λιγότερο από μία εβδομάδα μπορεί ασφαλώς να θεωρηθεί ορθή πρακτική που συνάδει με τη νομική απαίτηση της ταχύτητας.

    Η απαίτηση έγγραφης απόφασης ισχύει επίσης για τις αποφάσεις παράτασης: η απαίτηση έκδοσης έγγραφης απόφασης που συνοδεύεται από αιτιολόγηση ισχύει επίσης για τις αποφάσεις που σχετίζονται με την παράταση της κράτησης. Στην απόφασή του στην υπόθεση C-146/14, Mahdi, το ΔΕΕ διευκρίνισε ρητώς (σκέψη 44): «Η εν λόγω απαίτηση εκδόσεως έγγραφης αποφάσεως πρέπει να νοείται ως αναφερόμενη οπωσδήποτε σε κάθε είδους απόφαση επί της παρατάσεως της κρατήσεως, δεδομένου ότι, αφενός, η κράτηση και η παράταση αυτής είναι αναλόγου φύσεως, καθόσον αμφότερες έχουν ως αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή του ή/και να πραγματοποιηθεί η απομάκρυνσή του από τη χώρα, ενώ, αφετέρου, σε καθεμία από τις δύο αυτές περιπτώσεις, ο αλλοδαπός πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους της αποφάσεως που λαμβάνεται έναντι του ιδίου».

    Όλες οι εγγυήσεις που είναι εγγενείς στον σεβασμό του δικαιώματος ακρόασης εφαρμόζονται στις αποφάσεις κράτησης και στις αποφάσεις παράτασης της κράτησης. Ωστόσο, η μη τήρηση του εν λόγω δικαιώματος καθιστά μια απόφαση άκυρη μόνον εφόσον το αποτέλεσμα της διαδικασίας θα ήταν διαφορετικό εάν είχε τηρηθεί το δικαίωμα — βλέπε υπόθεση C-383/13, G & R: «[…] το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 6, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, η παράταση μέτρου κρατήσεως αποφασίστηκε μη τηρηθέντος του δικαιώματος ακροάσεως, ο εθνικός δικαστής που καλείται να αξιολογήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής δύναται να διατάξει την άρση του μέτρου κρατήσεως μόνον αν εκτιμά, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πραγματικών και νομικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ότι η προσβολή αυτή όντως στέρησε εκείνον που την προβάλλει από τη δυνατότητα να αμυνθεί καλύτερα έτσι ώστε η διοικητική αυτή διαδικασία να κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα» (βλέπε ενότητα 12).

    14.3.   Τακτική επανεξέταση της απόφασης κράτησης

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 15 παράγραφος 3

    Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση κράτησης επανεξετάζεται ανά εύλογα χρονικά διαστήματα είτε κατ' αίτηση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας είτε αυτεπαγγέλτως.

    Δεν απαιτείται έγγραφη απόφαση επανεξέτασης βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος: αυτό διευκρινίστηκε από το ΔΕΕ στην απόφασή του στην υπόθεση C-146/14, Mahdi (σκέψη 47): «οι διατάξεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ δεν απαιτούν την έκδοση έγγραφης» πράξεως επανεξετάσεως «[…]. Κατά συνέπεια, οι αρχές που προβαίνουν σε επανεξέταση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ανά εύλογα χρονικά διαστήματα, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας, δεν υποχρεούνται να εκδίδουν, σε κάθε επανεξέταση, έγγραφη πράξη εκθέτουσα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που αιτιολογούν την πράξη αυτή». Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εκδίδουν έγγραφες αποφάσεις επανεξέτασης σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

    Οι συνδυαστικές αποφάσεις επανεξέτασης και παράτασης πρέπει να εκδίδονται γραπτώς: στην απόφασή του στην υπόθεση C-146/14, Mahdi, το ΔΕΕ διευκρίνισε ρητώς το εξής (σκέψη 48): «Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η επανεξέταση της κρατήσεως και η έκδοση της αποφάσεως περί της ενδεχόμενης συνεχίσεως της κρατήσεως εκδίδονται κατά το ίδιο διαδικαστικό στάδιο. Κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ».

    Σε περίπτωση παραταθείσας διάρκειας κράτησης, η επανεξέταση εποπτεύεται από δικαστική αρχή.

    Έννοια της «παραταθείσας κράτησης»: Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 δεύτερη περίοδος της οδηγίας περί επιστροφής, απαιτείται αυτεπάγγελτη εποπτεία από δικαστική αρχή σε περίπτωση «παραταθείσας κράτησης». Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη ανάληψης δράσης από τις δικαστικές αρχές, ακόμη και στις περιπτώσεις μη προσφυγής του ενδιαφερομένου. Βάσει γλωσσικής σύγκρισης του όρου «παραταθείσα διάρκεια κράτησης» (γερμανικά:· «Bei längerer Haftdauer»· γαλλικά: «En cas de périodes de rétention prolongées»· ολλανδικά: «In het geval van een lange periode van bewaring»· ισπανικά: «En caso de periodos de internamiento prolongados»· ιταλικά: «Nel caso di periodi di trattenimento prolungati»), είναι σαφές ότι, στην ουσία, ο όρος αναφέρεται σε μια μακρά χρονική περίοδο κράτησης ανεξάρτητα από το αν έχει ληφθεί επίσημη απόφαση παράτασης ή όχι. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα διάστημα 6 μηνών για την άσκηση της πρώτης αυτεπάγγελτης εποπτείας της απόφασης κράτησης από δικαστική αρχή είναι ασφαλώς πολύ μεγάλο, ενώ η τριμηνιαία αυτεπάγγελτη εποπτεία από δικαστική αρχή μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι στα όρια του συμβατού με το άρθρο 15 παράγραφος 3 της οδηγίας, υπό τον όρο ότι προβλέπεται επίσης η δυνατότητα διενέργειας ατομικής επανεξέτασης κατόπιν αίτησης, εάν χρειάζεται.

    Εξουσίες της εποπτεύουσας δικαστικής αρχής: μηχανισμός επανεξέτασης στο πλαίσιο του οποίου εξετάζονται μόνο νομικά και όχι πραγματικά ζητήματα δεν επαρκεί. Η δικαστική αρχή πρέπει να διαθέτει την εξουσία να αποφασίζει τόσο για τα πραγματικά όσο και για νομικά ζητήματα – βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-146/14, Mahdi (σκέψη 62): «[…] η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική της απόφαση εκείνη της διοικητικής αρχής ή, ενδεχομένως, εκείνη της δικαστικής αρχής που διέταξε την αρχική κράτηση και να αποφανθεί επί της δυνατότητας λήψεως άλλου μέτρου αντί της κρατήσεως ή την απόλυση του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας. Προς τούτο, η δικαστική αρχή που αποφαίνεται επί αιτήματος παρατάσεως της κρατήσεως πρέπει να είναι σε θέση να λάβει υπόψη τόσο τα πραγματικά στοιχεία και τις αποδείξεις που προβάλλει η διοικητική αρχή που διέταξε την αρχική κράτηση όσο και κάθε ενδεχόμενη παρατήρηση του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας. Επιπλέον, πρέπει να είναι σε θέση να ερευνά κάθε άλλο κρίσιμο για την απόφασή της στοιχείο σε περίπτωση που το κρίνει αναγκαίο […]».

    14.4.   Λήξη της κράτησης

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 15 παράγραφοι 4 έως 6

    4.

    Οσάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι της παραγράφου 1, η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο απολύεται αμέσως.

    5.

    Η κράτηση εξακολουθεί καθ' όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξάμηνο.

    6.

    Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 5 παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ' όλες τις εύλογες προσπάθειές τους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή:

    α)

    ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργασθεί, ή

    β)

    καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.

    Η κράτηση πρέπει να τερματίζεται και ο επιστρέφων πρέπει να απολύεται σε αρκετές διαφορετικές περιπτώσεις, και ιδίως όταν:

    δεν υφίσταται πλέον εύλογη προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους,

    οι αρχές δεν έχουν δώσει κατάλληλη συνέχεια στη διαδικασία απομάκρυνσης,

    το ανώτατο χρονικό όριο της κράτησης έχει συμπληρωθεί.

    Επιπλέον, η κράτηση παύει κατά περίπτωση όταν προβλέπονται κατάλληλες εναλλακτικές λύσεις αντί της κράτησης.

    14.4.1.   Απουσία λογικής προοπτικής απομάκρυνσης

    Απουσία λογικής προοπτικής απομάκρυνσης: στην απόφασή του στην υπόθεση C-357/09, Kadzoev (σκέψη 67), το ΔΕΕ αποσαφήνισε την ερμηνεία της έννοιας «λογική προοπτική»: «Μόνο η πραγματική προοπτική επιτυχούς απομάκρυνσης χωρίς υπέρβαση των χρονικών ορίων που προβλέπουν οι παράγραφοι 5 και 6 του ίδιου αυτού άρθρου συνιστά λογική προοπτική απομάκρυνσης. Δεν υπάρχει τέτοια προοπτική όταν δεν φαίνεται πιθανό να γίνει ο ενδιαφερόμενος δεκτός σε τρίτη χώρα εντός των χρονικών αυτών ορίων».

    Η απουσία «λογικής προοπτικής» δεν είναι ταυτόσημη με την «αδυναμία εκτέλεσης»: η «αδυναμία εκτέλεσης» αποτελεί μια πιο κατηγορηματική δήλωση και είναι δυσκολότερο να αποδειχθεί από την «απουσία λογικής προοπτικής», η οποία ενέχει μόνο έναν ορισμένο βαθμό πιθανότητας.

    Περίοδοι κράτησης που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της «λογικής προοπτικής απομάκρυνσης»: δεδομένης της έμφασης που δίδεται από το άρθρο 15 (καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 6) της οδηγίας περί επιστροφής στη διενέργεια συγκεκριμένης ατομικής αξιολόγησης σε κάθε περίπτωση για τον καθορισμό της αναλογικότητας της στέρησης της ελευθερίας, οι μέγιστοι χρόνοι κράτησης πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη όσον αφορά τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο στη συγκεκριμένη υπόθεση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι μέγιστοι χρόνοι κράτησης που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι επιστρέφων δεν πρέπει να τελεί υπό κράτηση σε κράτος μέλος εάν δεν φαίνεται εξαρχής πιθανό να γίνει δεκτός σε τρίτη χώρα εντός του μέγιστου επιτρεπόμενου χρόνου κράτησης σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους (στην απόφασή του στην υπόθεση C-357/09, Kadzoev, το ΔΕΕ παρέπεμψε στους μέγιστους χρόνους δυνάμει της οδηγίας, καθώς ήταν οι ίδιοι με εκείνους που προβλέπονταν στην ισχύουσα νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους).

    Η Επιτροπή συνιστά να προβλέπεται μέγιστος αρχικός χρόνος κράτησης έξι μηνών, ο οποίος να προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης και να αναθεωρείται ανά εύλογα χρονικά διαστήματα υπό την εποπτεία δικαστικής αρχής, και να υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω παράτασης της κράτησης μέχρι 18 μήνες στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής.

    Μόλις συμπληρωθούν οι μέγιστοι χρόνοι κράτησης, το άρθρο 15 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής παύει να ισχύει και ο ενδιαφερόμενος πρέπει σε κάθε περίπτωση να απολυθεί αμέσως —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-357/09, Kadzoev (σκέψεις 60 και 61): «Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, όταν έχει συμπληρωθεί ο μέγιστος χρόνος κράτησης τον οποίο προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, δεν τίθεται καν το ζήτημα αν υπάρχει πλέον “λογική προοπτική απομάκρυνσης” κατά την έννοια της παραγράφου 4 του ίδιου αυτού άρθρου. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως. Το άρθρο 15, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ έχει δηλαδή εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχουν εξαντληθεί οι μέγιστοι χρόνοι κράτησης που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας αυτής».

    Περαιτέρω διευκρινίσεις:

    Θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην ιδιάζουσα κατάσταση των ανιθαγενών, οι οποίοι είναι πιθανό να μην μπορούν να λάβουν προξενική αρωγή από τρίτες χώρες για την έκδοση έγκυρου δελτίου ταυτότητας ή ταξιδιωτικού εγγράφου. Με βάση την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-357/09, Kadzoev, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι υφίσταται λογική προοπτική απομάκρυνσης η οποία δικαιολογεί την επιβολή ή την παράταση της κράτησης.

    Είναι νόμιμη η διατήρηση της κράτησης εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας προστατεύεται επί του παρόντος από το ενδεχόμενο απομάκρυνσης λόγω της αρχής της μη επαναπροώθησης;

    Εάν η απομάκρυνση φαίνεται αβέβαιη (π.χ., λόγω πιθανού μόνιμου ζητήματος μη επαναπροώθησης), οι υπήκοοι τρίτων χωρών πρέπει να απολύονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής. Εάν το ζήτημα της μη επαναπροώθησης έχει μόνο περιορισμένο και προσωρινό χαρακτήρα (π.χ., αναμένεται να εκδοθεί συντόμως αξιόπιστη διπλωματική βεβαίωση από τη χώρα επιστροφής ή ο επιστρέφων χρειάζεται προσωρινά ιατρική περίθαλψη ζωτικής σημασίας που δεν διατίθεται στη χώρα επιστροφής), το μέτρο της κράτησης μπορεί να διατηρηθεί εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται λογική προοπτική απομάκρυνσης.

    14.4.2.   Συμπλήρωση του μέγιστου χρόνου κράτησης

    Το άρθρο 15 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας περί επιστροφής υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καθορίσουν στο εθνικό τους δίκαιο (77) μέγιστες περιόδους κράτησης που δεν υπερβαίνουν τους 6 μήνες (σε συνήθεις περιπτώσεις) ή τους 18 μήνες (σε δύο ειδικές περιπτώσεις: εάν ο επιστρέφων αρνείται να συνεργαστεί ή καθυστερεί η λήψη των αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες).

    Οι συντομότερες μέγιστες περίοδοι κράτησης που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο υπερισχύουν της προθεσμίας των 6/18 μηνών που ορίζεται στην οδηγία περί επιστροφής: κατά τον χειρισμό συγκεκριμένων υποθέσεων, πρέπει να εφαρμόζονται οιμέγιστοι χρόνοι που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο (σε συμμόρφωση με την οδηγία περί επιστροφής) και όχι οι μέγιστοι χρόνοι που προβλέπονται από την οδηγία περί επιστροφής. Αυτό συνεπάγεται ότι κράτος μέλος που έχει ορίσει σε εθνικό επίπεδο μέγιστη περίοδο π.χ. 60 ημερών για τους μη συνεργάσιμους επιστρέφοντες, δεν μπορεί να διατηρήσει το μέτρο της κράτησης για διάστημα μεγαλύτερο των εν λόγω 60 ημερών, παρόλο που το άρθρο 15 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής προβλέπει μέγιστο χρονικό διάστημα 18 μηνών.

    Το εθνικό δίκαιο θα πρέπει να ορίζει μέγιστο χρόνο κράτησης ο οποίος να παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές το περιθώριο να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής, ήτοι να οριστικοποιήσουν τις αναγκαίες διαδικασίες για την επιτυχή επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και τη διασφάλιση της επανεισδοχής στην τρίτη χώρα επιστροφής. Η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να κάνουν χρήση των χρονικών περιθωρίων που προβλέπονται στο άρθρο 15 της οδηγίας περί επιστροφής, ήτοι μέγιστο αρχικό χρόνο κράτησης έξι μηνών και δυνατότητα περαιτέρω παράτασης της κράτησης μέχρι 18 μήνες στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 της εν λόγω οδηγίας. Υπενθυμίζεται ότι η πραγματική διάρκεια της κράτησης πρέπει να καθορίζεται κατά περίπτωση και ότι ο επιστρέφων πρέπει να απολύεται εάν δεν εξακολουθούν να συντρέχουν οι όροι κράτησης (π.χ., λογική προοπτική απομάκρυνσης).

    Παραδείγματα λόγων που δικαιολογούν/δεν δικαιολογούν την παράταση της κράτησης βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 6:

    Η απουσία εγγράφων ταυτότητας αυτή καθαυτή δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει την παράταση της κράτησης —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-146/14, Mahdi (σκέψη 73): «[…] το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δεν διαθέτει έγγραφα ταυτότητας δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αυτό και μόνο, παράταση της κρατήσεως που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ».

    Η άρνηση συνεργασίας στο πλαίσιο της λήψης των εγγράφων ταυτότητας μπορεί να δικαιολογήσει την παράταση της κράτησης εφόσον υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της άρνησης συνεργασίας και της μη επιστροφής —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-146/14, Mahdi (σκέψη 85): «[…]μόνον αν από την εξέταση της συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια της περιόδου κρατήσεως προκύπτει ότι ο ίδιος δεν συνεργάστηκε στη διαδικασία απομακρύνσεως και εικάζεται ότι η διαδικασία αυτή θα διαρκέσει περισσότερο του προβλεπομένου εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής, […]».

    Περαιτέρω διευκρινίσεις:

     

    Συνεκτίμηση του χρόνου κράτησης του ενδιαφερόμενου προσώπου ως αιτούντος άσυλο: κατά τον υπολογισμό του χρόνου κράτησης ενόψει απομάκρυνσης, δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος κράτησης του ενδιαφερόμενου προσώπου ως αιτούντος άσυλο, καθώς η κράτηση ενόψει απομάκρυνσης και η κράτηση των αιτούντων άσυλο εμπίπτουν σε διαφορετικές νομικές ρυθμίσεις και καθεστώτα — βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-357/09, Kadzoev (σκέψεις 45 και 48): «Επομένως, η κράτηση ενόψει απομάκρυνσης, η οποία διέπεται από την οδηγία 2008/115/ΕΚ και η κράτηση που διατάσσεται κατά ατόμου που ζητεί άσυλο, βάσει π.χ. των οδηγιών 2003/9/ΕΚ και 2005/85/ΕΚ και των εφαρμοστέων διατάξεων του εθνικού δικαίου, εντάσσονται σε διαφορετικές νομικές ρυθμίσεις. Κατά συνέπεια, […] το χρονικό διάστημα του εγκλεισμού ενός ατόμου σε κέντρο προσωρινής κράτησης βάσει απόφασης που έχει ληφθεί σύμφωνα με τις εθνικές και τις κοινοτικές διατάξεις που αφορούν τους αιτούντες άσυλο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως χρόνος κράτησης ενόψει απομάκρυνσης κατά την έννοια του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ».

     

    Στη σκέψη 47 της ίδιας απόφασης αναφέρονται επιπροσθέτως τα εξής: «Αν διαπιστωθεί ότι καμία απόφαση δεν ελήφθη σχετικά με τον εγκλεισμό του S. S. Kadzoev στο κέντρο προσωρινής κράτησης στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινήθηκαν κατόπιν των αιτήσεών του για χορήγηση ασύλου, οι οποίες αναφέρθηκαν στη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης, και ότι η κράτησή του εξακολουθεί συνεπώς να στηρίζεται στην προϊσχύσασα εθνική ρύθμιση της κράτησης ενόψει απομάκρυνσης ή στη ρύθμιση της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, ο χρόνος της κράτησης του S. S. Kadzoev ενόσω ήσαν σε εξέλιξη αυτές οι διαδικασίες ασύλου θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του χρόνου κράτησης ενόψει απομάκρυνσης τον οποίο προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ».

     

    Συνεκτίμηση του χρόνου κράτησης ενόσω εκκρεμεί η προετοιμασία μεταφοράς κατ' εφαρμογή του κανονισμού του Δουβλίνου: ισχύει η ίδια λογική όπως και στην προηγούμενη περίπτωση ως προς τον χρόνο κράτησης του ενδιαφερόμενου προσώπου ως αιτούντος άσυλο.

     

    Συνεκτίμηση του χρόνου κράτησης ενόσω εκκρεμεί προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα: ο εν λόγω χρόνος κράτησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη —βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-357/09, Kadzoev (σκέψεις 53-54): «[…], ο χρόνος κράτησης του ενδιαφερομένου ενόσω διαρκεί η διαδικασία δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης απομάκρυνσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της μέγιστης διάρκειας της κράτησης την οποία προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ. Αν το συμπέρασμα αυτό δεν γινόταν δεκτό, η διάρκεια της κράτησης ενόψει απομάκρυνσης θα μπορούσε να διαφέρει, και μάλιστα σημαντικά, από τη μία περίπτωση στην άλλη εντός του ίδιου κράτους μέλους ή από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, λόγω των ιδιαιτεροτήτων των εθνικών δικαστικών διαδικασιών και των ιδιαίτερων περιστάσεων που τις χαρακτηρίζουν, πράγμα που θα αντέβαινε στον σκοπό του άρθρου 15, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, δηλαδή στη διασφάλιση της ισχύος σε όλα τα κράτη μέλη της ίδιας μέγιστης διάρκειας κράτησης».

     

    Συνεκτίμηση του χρόνου κράτησης ενόψει απομάκρυνσης στο κράτος μέλος Α (άλλο κράτος μέλος), που ακολουθείται αμέσως από κράτηση εν αναμονή απομάκρυνσης στο κράτος μέλος Β (η κατάσταση αυτή μπορεί να προκύψει, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της μεταφοράς υπηκόου τρίτης χώρας από το κράτος μέλος Α στο κράτος μέλος Β βάσει διμερούς συμφωνίας επανεισδοχής που καλύπτεται από το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας περί επιστροφής): η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν πρέπει να σημειώνεται υπέρβαση του απόλυτου ορίου των 18 μηνών αδιάλειπτης κράτησης εν αναμονή απομάκρυνσης, λόγω της ανάγκης τήρησης της πρακτικής αποτελεσματικότητας του μέγιστου χρονικού διαστήματος που ορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 της οδηγίας περί επιστροφής. Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τον χρόνο κράτησης που έχει ήδη διανυθεί σε άλλο κράτος μέλος καθώς και το ενδεχόμενο το κράτος μέλος Β να αρνηθεί τη μεταφορά από το κράτος μέλος Α εάν το κράτος μέλος Α υπέβαλε το αίτημα υπερβολικά αργά, πρέπει να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο των σχετικών διμερών συμφωνιών επανεισδοχής.

     

    Συνεκτίμηση του χρόνου κράτησης που διανύθηκε πριν τεθούν σε εφαρμογή οι κανόνες της οδηγίας περί επιστροφής: ο εν λόγω χρόνος κράτησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-357/09, Kadzoev, σκέψεις 36-38).

    14.5.   Εκ νέου κράτηση των επιστρεφόντων

    Ο μέγιστος χρόνος κράτησης που προβλέπεται από την οδηγία περί επιστροφής δεν πρέπει να υπονομεύεται μέσω της εκ νέου κράτησης των επιστρεφόντων αμέσως μετά την απόλυσή τους.

    Η εκ νέου κράτηση του ίδιου προσώπου σε μεταγενέστερο στάδιο μπορεί να είναι νόμιμη μόνον εφόσον σημειωθεί σημαντική αλλαγή των σχετικών περιστάσεων (όπως έκδοση των αναγκαίων εγγράφων από τρίτη χώρα ή βελτίωση της κατάστασης στη χώρα καταγωγής που καθιστά ασφαλή την επιστροφή), υπό τον όρο ότι η εν λόγω αλλαγή οδηγεί σε «λογικά προοπτική απομάκρυνσης» σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4 της οδηγίας περί επιστροφής και ότι τηρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις που ισχύουν σχετικά με την επιβολή της κράτησης βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας αυτής.

    14.6.   Εφαρμογή λιγότερο αναγκαστικών μέτρων μετά τη λήξη της κράτησης

    Τα λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, όπως η τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών, η κατάθεση επαρκούς οικονομικής εγγύησης, η υποβολή εγγράφων ή η υποχρέωση παραμονής σε ορισμένο μέρος, μπορούν να επιβάλλονται για όσο χρονικό διάστημα και στο μέτρο που εξακολουθούν να θεωρούνται «αναγκαία μέτρα» για την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής. Ενώ δεν υφίστανται απόλυτα μέγιστα χρονικά όρια για την εφαρμογή των λιγότερο αναγκαστικών μέτρων, το πεδίο εφαρμογής και η διάρκεια των εν λόγω μέτρων υπόκειται σε διεξοδική αξιολόγηση ως προς την αναλογικότητά τους.

    Επιπλέον, εάν ένα λιγότερο αναγκαστικό μέτρο έχει παρόμοια ή ίδια φύση και ένταση με τη στέρηση της ελευθερίας (όπως, π.χ., η επιβολή απεριόριστης παραμονής σε συγκεκριμένη εγκατάσταση, χωρίς τη δυνατότητα αποχώρησης από αυτή), το εν λόγω μέτρο πρέπει να θεωρείται εκ των πραγμάτων συνέχιση της κράτησης και στην περίπτωση αυτή ισχύουν οι προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 15 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας περί επιστροφής.

    15.   ΟΡΟΙ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 16

    1.

    Η κράτηση λαμβάνει χώρα κατά κανόνα σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Οσάκις κράτος μέλος δεν μπορεί να εξασφαλίσει διαμονή σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης και είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί σωφρονιστικό κατάστημα, οι υπό κράτηση υπήκοοι τρίτων χωρών κρατούνται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου.

    2.

    Επιτρέπεται στους υπό κράτηση υπηκόους τρίτων χωρών, κατόπιν αιτήματος, να έρχονται, εν ευθέτω χρόνω, σε επαφή με τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και τις αρμόδιες προξενικές αρχές.

    3.

    Δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις ευάλωτων ατόμων. Παρέχονται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και η απαραίτητη θεραπευτική αγωγή.

    4.

    Οι σχετικές και αρμόδιες, εθνικές, διεθνείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις και όργανα έχουν τη δυνατότητα να επισκέπτονται τις εγκαταστάσεις κράτησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στο βαθμό που χρησιμοποιούνται για την κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Οι επισκέψεις αυτές μπορούν να υπόκεινται σε αδειοδότηση.

    5.

    Οι υπό κράτηση υπήκοοι τρίτων χωρών λαμβάνουν συστηματικά πληροφορίες στις οποίες επεξηγείται ο κανονισμός που εφαρμόζεται στην εγκατάσταση και ορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν στοιχεία περί του δικαιώματός τους, κατά το εθνικό δίκαιο, να έρχονται σε επαφή με τις οργανώσεις και τα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

    15.1.   Αρχική κράτηση από τις αστυνομικές αρχές

    Η αρχική σύλληψη από την αστυνομία για σκοπούς ταυτοποίησης καλύπτεται από το εθνικό δίκαιο: αυτό αναφέρεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας περί επιστροφής: «Με την επιφύλαξη της αρχικής σύλληψης από τις αρχές επιβολήςτου νόμου, που ρυθμίζεται από την εθνική νομοθεσία, η κράτηση θα πρέπει κατά κανόνα να γίνεται σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης». Με τον τρόπο αυτό αποσαφηνίζεται ότι, σε μια πρώτη φάση, μπορεί να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται το εθνικό δίκαιο. Μολονότι δεν υφίσταται καμία νομική υποχρέωση, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να διασφαλίζουν, ήδη από το στάδιο αυτό, ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών κρατούνται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου.

    Διάρκεια της αρχικής περιόδου σύλληψης κατά την οποία τα πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν υποψίες ότι είναι παράτυποι μετανάστες μπορούν να τελούν υπό αστυνομική κράτηση: βραχεία μεν, πλην όμως εύλογη προθεσμία με σκοπό την ταυτοποίηση του ελεγχόμενου προσώπου και την αναζήτηση των στοιχείων που επιτρέπουν να καθοριστεί κατά πόσον το πρόσωπο αυτό είναι παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας – βλέπε απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-329/11, Achughbabian (σκέψη 31): «Επιβάλλεται να ληφθεί, συναφώς, υπόψη ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαθέτουν βραχεία μεν, πλην όμως εύλογη προθεσμία για την ταυτοποίηση του ελεγχόμενου προσώπου και για την αναζήτηση των στοιχείων που επιτρέπουν να καθοριστεί κατά πόσον το πρόσωπο αυτό είναι παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας. Ο καθορισμός του ονόματος και της ιθαγένειας μπορεί, αν ο ενδιαφερόμενος αρνηθεί να συνεργαστεί, να αποδειχθεί δυσχερής. Η εξακρίβωση της υπάρξεως παράνομης διαμονής επίσης μπορεί να αποδειχθεί πολύπλοκη, ιδίως όταν ο ενδιαφερόμενος επικαλείται την ιδιότητα του αιτούντος άσυλο ή του πρόσφυγα. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται, προκειμένου να μη διακυβεύεται ο σκοπός της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, όπως υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη, να ενεργούν επιμελώς και να λαμβάνουν αμελλητί θέση επί του παρανόμου ή μη χαρακτήρα της διαμονής του ενδιαφερομένου προσώπου». Μολονότι δεν ορίζεται επακριβώς δεσμευτική προθεσμία, η Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι η μεταφορά των παράτυπων μεταναστών σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης πραγματοποιείται ως επί το πλείστον εντός 48 ωρών από τη σύλληψη (κατ' εξαίρεση, μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα μπορούν να γίνονται δεκτά σε περίπτωση απομακρυσμένων γεωγραφικών τοποθεσιών).

    15.2.   Χρήση ειδικών εγκαταστάσεων, κατά γενικό κανόνα

    Η χρήση ειδικών εγκαταστάσεων αποτελεί τον γενικό κανόνα: οι επιστρέφοντες δεν είναι εγκληματίες και πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου. Η χρήση ειδικών εγκαταστάσεων αποτελεί ως εκ τούτου τον γενικό κανόνα σύμφωνα με την οδηγία περί επιστροφής. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι οι παρανόμως διαμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών ενόψει της απομάκρυνσής τους κρατούνται σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης, και όχι σε σωφρονιστικά καταστήματα. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν για τη διάθεση επαρκών θέσεων στις ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης, και επομένως να προσαρμόζουν την ικανότητα κράτησης στις πραγματικές ανάγκες, διασφαλίζοντας παράλληλα κατάλληλες υλικές συνθήκες κράτησης.

    Εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα: η παρέκκλιση του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής, που επιτρέπει στα κράτη μέλη, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να στεγάζουν τα πρόσωπα που κρατούνται εν αναμονή της απομάκρυνσής τους σε συνήθη σωφρονιστικά καταστήματα, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Αυτό επιβεβαιώθηκε ρητά από το ΔΕΕ στην απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-473/13, Bero και C-514/13, Bouzalmate (78) (σκέψη 25): «Η δεύτερη περίοδος […] του άρθρου 16, παράγραφος 1 […] προβλέπει παρέκκλιση από την αρχή αυτή, η οποία, ως τοιαύτη, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλέπε, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Kamberaj, C-571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 86)». Κατά την εφαρμογή της εν λόγω παρέκκλισης πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα και να δίδεται η δέουσα προσοχή σε στοιχεία όπως καταστάσεις υπερπληθυσμού, η ανάγκη επαναλαμβανόμενων μεταφορών καθώς και οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην ευζωία του επιστρέφοντος, ιδίως στην περίπτωση ευάλωτων ατόμων.

    Απρόβλεπτη κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των κρατουμένων: η παρέκκλιση του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής μπορεί να εφαρμοστεί όταν λόγω μη προβλέψιμων αυξήσεων του αριθμού των κρατουμένων, οι οποίες οφείλονται σε απρόβλεπτες ποσοτικές διακυμάνσεις που είναι εγγενείς του φαινομένου της παράτυπης μετανάστευσης (χωρίς ωστόσο να αγγίζουν το επίπεδο της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» που ρυθμίζεται ρητά στο άρθρο 18 της οδηγίας περί επιστροφής), δημιουργείται πρόβλημα στην τοποθέτηση κρατουμένων σε ειδικές εγκαταστάσεις στα κράτη μέλη, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες διαθέτουν κατάλληλο/επαρκή αριθμό θέσεων στις ειδικές εγκαταστάσεις.

    Επιθετικοί κρατούμενοι: σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, τα κράτη μέλη οφείλουν να προστατεύουν τους επιστρέφοντες που τελούν υπό κράτηση από την επιθετική ή ανάρμοστη συμπεριφορά άλλων κρατουμένων. Για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση αυτή, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να αναζητούν πρακτικές λύσεις εντός των ειδικών εγκαταστάσεων, χωρίς να προσφεύγουν στη χρήση σωφρονιστικών καταστημάτων. Πιθανές λύσεις μπορούν να περιλαμβάνουν τη δέσμευση ορισμένων τμημάτων/θαλάμων εντός των κέντρων κράτησης για τους επιθετικούς κρατουμένους, ή τη δημιουργία ειδικών κέντρων κράτησης για τη συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων.

    Έλλειψη ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης σε περιφέρεια κράτους μέλους: η απουσία ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης σε περιφέρεια κράτους μέλους —ενώ σε άλλη περιφέρεια του ίδιου κράτους μέλους υπάρχουν τέτοιες εγκαταστάσεις— δεν μπορεί από μόνη της να δικαιολογήσει τη διαμονή σε κοινό σωφρονιστικό κατάστημα. Αυτό επιβεβαιώθηκε ρητά από το ΔΕΕ στην απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-473/13, Bero και C-514/13, Bouzalmate (σκέψη 32): «Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος υποχρεούται, κατά κανόνα, να εξασφαλίζει ότι η κράτηση των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών ενόψει της απομακρύνσεώς τους λαμβάνει χώρα σε ειδικές εγκαταστάσεις κρατήσεως του κράτους αυτού, έστω και αν το εν λόγω κράτος μέλος έχει ομοσπονδιακή δομή, το δε ομόσπονδο κράτος που είναι αρμόδιο να αποφασίσει και να εκτελέσει την κράτηση αυτή δυνάμει του εθνικού δικαίου δεν διαθέτει τέτοιες εγκαταστάσεις κρατήσεως».

    Σύντομες περίοδοι κράτησης: το γεγονός ότι η κράτηση είναι πιθανόν να διαρκέσει μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα (για παράδειγμα, 7 ημέρες ή και λιγότερες) δεν αποτελεί βάσιμο λόγο για τη χρήση σωφρονιστικού καταστήματος.

    Κράτηση σε κλειστά ιατρικά/ψυχιατρικά ιδρύματα: η κράτηση εν αναμονή απομάκρυνσης σε κλειστά ιατρικά/ψυχιατρικά ιδρύματα ή μαζί με άτομα που κρατούνται για ιατρικούς λόγους δεν προβλέπεται από το άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής και αντίκειται στην πρακτική αποτελεσματικότητά του εκτός εάν, λόγω προβλήματος υγείας ή λόγω της κατάστασης της υγείας του ενδιαφερομένου προσώπου, η κράτηση ή η μεταφορά σε ειδική ή προσαρμοσμένη εγκατάσταση κρίνεται αναγκαία προκειμένου να του παρασχεθεί επαρκής και συνεχής ειδική ιατρική παρακολούθηση, βοήθεια και φροντίδα, με σκοπό να αποφευχθεί η επιδείνωση της υγείας του.

    15.3.   Διαχωρισμός από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου

    Η υποχρέωση διαχωρισμού των επιστρεφόντων από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου συνιστά απόλυτη απαίτηση: η οδηγία περί επιστροφής προβλέπει την άνευ όρων υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τον υποχρεωτικό διαχωρισμό των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου όταν ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, κατ' εξαίρεση, να εξασφαλίσει διαμονή σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης.

    Πρώην κρατούμενοι που υπόκεινται σε επακόλουθη διαδικασία επιστροφής: όταν ένα πρόσωπο εκτίσει την ποινή του και αναμένει να απολυθεί, τίθενται σε εφαρμογή οι κανόνες περί κράτησης ενόψει απομάκρυνσης, σε συνδυασμό με την υποχρέωση του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας περί επιστροφής για εκτέλεση της κράτησης σε ειδικές εγκαταστάσεις. Εάν η προετοιμασία για την απομάκρυνση, και πιθανώς η ίδια η απομάκρυνση, πραγματοποιείται σε διάστημα που εξακολουθεί να καλύπτεται από την ποινή φυλάκισης, επιτρέπεται η συνέχιση της παραμονής σε σωφρονιστικό κατάστημα διότι εξακολουθεί να καλύπτεται από την ποινή που έχει επιβληθεί για το προηγουμένως διαπραχθέν αδίκημα. Τα κράτη μέλη παροτρύνονται να προβαίνουν εγκαίρως σε όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες απομάκρυνσης, ενόσω τα άτομα εκτίουν την ποινή φυλάκισής τους, ώστε να εξασφαλίζεται η επιτυχής επιστροφή του υπηκόου τρίτης χώρας το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή απόλυσής του από τη φυλακή.

    Επιθετικοί κρατούμενοι: η επιθετική ή ανάρμοστη συμπεριφορά των επιστρεφόντων δεν δικαιολογεί την κράτησή τους μαζί με κρατουμένους του κοινού δικαίου, παρά μόνον εάν η πράξη επιθετικότητας χαρακτηριστεί ως έγκλημα και επιβληθεί σχετική ποινή φυλάκισης από δικαστήριο.

    Ο όρος «κρατούμενοι του κοινού δικαίου» καλύπτει τόσο τους κρατουμένους που έχουν καταδικαστεί όσο και τους κρατουμένους υπό προσωρινή κράτηση: αυτό επιβεβαιώνεται από την κατευθυντήρια αρχή 10 παράγραφος 4 των «Είκοσι κατευθυντηρίων αρχών σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή» που υιοθέτησε η Επιτροπή υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία επισημαίνεται ρητώς ότι «τα πρόσωπα που κρατούνται ενόψει της απομάκρυνσής τους από την επικράτεια δεν πρέπει κατά κανόνα να κρατούνται μαζί με τους κρατουμένους του κοινού δικαίου, είτε έχουν καταδικαστεί είτε βρίσκονται σε προσωρινή κράτηση». Συνεπώς, οι κρατούμενοι ενόψει απομάκρυνσης πρέπει επίσης να στεγάζονται χωριστά από τους κρατουμένους υπό προσωρινή κράτηση.

    Δεν επιτρέπεται να ληφθεί η συναίνεση του επιστρέφοντος ούτως ώστε να τεθεί υπό κράτηση με κρατουμένους του κοινού δικαίου: στην απόφασή του στην υπόθεση C-474/13, Pham (79) (σκέψεις 21 και 22), το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ρητώς τα ακόλουθα: «Συναφώς, η υποχρέωση διαχωρισμού των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου, την οποία προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας αυτής, βαίνει πέραν του απλού ειδικού κανόνα εκτελέσεως της κρατήσεως των υπηκόων τρίτων χωρών σε σωφρονιστικά καταστήματα και συνιστά ουσιαστικό όρο της κρατήσεως αυτής, η μη τήρηση του οποίου καθιστά, καταρχήν, την κράτηση μη σύμφωνη προς την εν λόγω οδηγία. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τη βούληση του ενδιαφερομένου υπηκόου τρίτης χώρας».

    15.4.   Υλικές συνθήκες κράτησης

    Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 16· κατευθυντήρια αρχή 10 του ΣτΕ σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή («συνθήκες κράτησης ενόψει απομάκρυνσης»)· πρότυπα και ενημερωτικό δελτίο ΕΠΒ σχετικά με την κράτηση μεταναστών· Ευρωπαϊκοί Σωφρονιστικοί Κανόνες 2006

    Η ίδια η οδηγία περί επιστροφής παρέχει διάφορες συγκεκριμένες εγγυήσεις. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται:

    να παρέχουν επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή,

    να δίδουν προσοχή στην κατάσταση των ευάλωτων ατόμων, το οποίο συνεπάγεται επίσης τη διασφάλιση, γενικότερα, της δέουσας προσοχής σε στοιχεία όπως η ηλικία, τυχόν αναπηρία και η κατάσταση της υγείας του ενδιαφερομένου προσώπου (περιλαμβανομένης της ψυχικής υγείας),

    να παρέχουν στους κρατουμένους πληροφορίες στις οποίες επεξηγείται ο κανονισμός που εφαρμόζεται στην εγκατάσταση και ορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους· συνιστάται οι εν λόγω πληροφορίες να παρέχονται το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο 24 ώρες μετά την άφιξη,

    να επιτρέπουν στους κρατουμένους να έρχονται σε επαφή με τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και τις αρμόδιες προξενικές αρχές,

    να παρέχουν στις σχετικές και αρμόδιες, εθνικές, διεθνείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις και όργανα τη δυνατότητα να επισκέπτονται τις εγκαταστάσεις κράτησης· το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να χορηγείται απευθείας στα ενδιαφερόμενα όργανα, ανεξαρτήτως πρόσκλησης από τον κρατούμενο.

    Όσον αφορά τα ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά από την οδηγία περί επιστροφής, τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφώνονται με τα σχετικά πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης, και ιδίως με τα «πρότυπα ΕΠΒ»: η οδηγία δεν ρυθμίζει ορισμένες υλικές συνθήκες κράτησης, όπως το μέγεθος των δωματίων, η πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υγιεινής, η πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους και η διατροφή, κατά τη διάρκεια της κράτησης. Στην αιτιολογική σκέψη 17 επιβεβαιώνεται, ωστόσο, ότι οι κρατούμενοι θα πρέπει να τυγχάνουν ανθρώπινης και αξιοπρεπούς μεταχείρισης, με σεβασμό των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Όταν τα κράτη μέλη επιβάλλουν την κράτηση ενόψει απομάκρυνσης, πρέπει να τηρούνται οι όροι που συνάδουν με το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο απαγορεύει την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Ο πρακτικός αντίκτυπος αυτής της υποχρέωσης για τα κράτη μέλη περιγράφεται αναλυτικότερα μεταξύ άλλων στα εξής έγγραφα:

    1)

    στην κατευθυντήρια αρχή 10 του ΣτΕ σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή («Συνθήκες κράτησης ενόψει απομάκρυνσης»)·

    2)

    στα πρότυπα που έχει θεσπίσει η επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη των βασανιστηρίων (πρότυπα ΕΠΒ, CPT/Inf/E (2002) 1 – Rev. 2013· ενημερωτικό δελτίο ΕΠΒ σχετικά με την κράτηση μεταναστών, CPT/Inf(2017)3), τα οποία αναφέρονται συγκεκριμένα στις ειδικές ανάγκες και στο ειδικό καθεστώς των παράτυπων μεταναστών που τελούν υπό κράτηση·

    3)

    στους ευρωπαϊκούς σωφρονιστικούς κανόνες 2006 (Σύσταση Rec(2006)2 της Επιτροπής των υπουργών προς τα κράτη μέλη) που αποτελούν βασικά ελάχιστα πρότυπα για όλα τα ζητήματα τα οποία δεν καλύπτονται από τα προαναφερόμενα πρότυπα·

    4)

    στους πρότυπους ελάχιστους κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για τη μεταχείριση των κρατουμένων (οι οποίοι εγκρίθηκαν από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο με τα ψηφίσματά του αριθ. 663 C (XXIV) της 31ης Ιουλίου 1957 και αριθ. 2076 (LXII) της 13ης Μαΐου 1977).

    Τα εν λόγω πρότυπα συνιστούν μια ευρέως παραδεκτή περιγραφή των υποχρεώσεων των κρατών μελών στο πλαίσιο της κράτησης για κάθε επιμέρους περίπτωση ως απόλυτο ελάχιστο πρότυπο, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην Ευρωπαϊκή σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

    Κατευθυντήρια αρχή 10 του ΣτΕ — Συνθήκες κράτησης εν αναμονή απομάκρυνσης

    1.

    Τα πρόσωπα που κρατούνται ενόψει της απομάκρυνσής του πρέπει να μεταφέρονται το συντομότερο δυνατόν σε εγκαταστάσεις που προορίζονται ειδικά για τον σκοπό αυτό οι οποίες παρέχουν υλικές συνθήκες και καθεστώς κατάλληλο για τη νομική τους κατάσταση και είναι στελεχωμένες με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό.

    2.

    Οι εν λόγω εγκαταστάσεις πρέπει να διαθέτουν χώρους στέγασης που είναι επαρκώς επιπλωμένοι, καθαροί και σε καλή κατάσταση, και που ως προς τη χωρητικότητα είναι επαρκείς για τις ανάγκες διαβίωσης του αριθμού των κρατουμένων. Επιπλέον, πρέπει να δίδεται προσοχή στον σχεδιασμό και στη διαρρύθμιση των χώρων για να αποφεύγεται όσο το δυνατόν περισσότερο οποιαδήποτε αίσθηση σωφρονιστικού περιβάλλοντος. Οι οργανωμένες δραστηριότητες πρέπει να περιλαμβάνουν άσκηση σε εξωτερικούς χώρους, πρόσβαση σε κοινόχρηστο χώρο καθώς και σε ραδιόφωνο/τηλεόραση και εφημερίδες/περιοδικά, καθώς και άλλα κατάλληλα μέσα αναψυχής.

    3.

    Το προσωπικό των εν λόγω εγκαταστάσεων πρέπει να επιλέγεται προσεκτικά και να λαμβάνει κατάλληλη κατάρτιση. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να παρέχουν, στο μέτρο του δυνατού, κατάρτιση στο προσωπικό αυτό η οποία θα έχει ως στόχο όχι μόνο την ανάπτυξη ικανοτήτων στον τομέα της διαπροσωπικής επικοινωνίας αλλά και την εξοικείωσή τους με τους διάφορους πολιτισμούς των κρατουμένων. Κατά προτίμηση, ορισμένα από τα μέλη του προσωπικού πρέπει να διαθέτουν συναφείς γλωσσικές δεξιότητες και να μπορούν να αναγνωρίζουν πιθανά συμπτώματα άγχους που εμφανίζουν οι κρατούμενοι και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα. Τα μέλη του προσωπικού πρέπει επίσης να μπορούν να λαμβάνουν εξωτερική βοήθεια, όταν κρίνεται αναγκαίο, και ιδίως ιατρική και κοινωνική στήριξη.

    4.

    Τα πρόσωπα που κρατούνται ενόψει της απομάκρυνσής τους από την επικράτεια δεν πρέπει κατά κανόνα να κρατούνται μαζί με κρατουμένους του κοινού δικαίου, είτε έχουν καταδικαστεί είτε βρίσκονται σε προσωρινή κράτηση. Άντρες και γυναίκες πρέπει να κρατούνται χωριστά εφόσον το επιθυμούν· ωστόσο, η αρχή της οικογενειακής ενότητας πρέπει να τηρείται και οι οικογένειες πρέπει ως εκ τούτου να στεγάζονται αναλόγως.

    5.

    Οι εθνικές αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που κρατούνται στις εν λόγω εγκαταστάσεις έχουν πρόσβαση σε δικηγόρους, γιατρούς, μη κυβερνητικές οργανώσεις, μέλη της οικογένειάς τους καθώς και στην Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες (UNHCR), και ότι έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με τον έξω κόσμο, σύμφωνα με τις συναφείς εθνικές ρυθμίσεις. Επιπλέον, η λειτουργία των εν λόγω εγκαταστάσεων πρέπει να παρακολουθείται τακτικά, μεταξύ άλλων από αναγνωρισμένους ανεξάρτητους επιτηρητές.

    6.

    Οι κρατούμενοι έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν καταγγελίες για περιπτώσεις εικαζόμενης κακομεταχείρισης ή μη προστασίας τους από βία που ασκείται από άλλους κρατούμενους. Οι καταγγέλλοντες και οι μάρτυρες προστατεύονται από τυχόν κακομεταχείριση ή από εκφοβισμό που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της καταγγελίας τους ή των αποδεικτικών στοιχείων που παρέχονται στο πλαίσιο αυτής.

    7.

    Πρέπει να παρέχονται συστηματικά στους κρατουμένους πληροφορίες που εξηγούν τους κανόνες που εφαρμόζονται στις εγκαταστάσεις και τη διαδικασία που ισχύει για αυτούς και οι οποίες διευκρινίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να είναι διαθέσιμες στις γλώσσες που χρησιμοποιούνται περισσότερο από τους κρατουμένους και, εάν χρειάζεται, πρέπει να χρησιμοποιούνται οι υπηρεσίες διερμηνέα. Οι κρατούμενοι πρέπει να ενημερώνονται για το δικαίωμά τους να έλθουν σε επαφή με δικηγόρο της επιλογής τους, με την αρμόδια διπλωματική αντιπροσωπεία της χώρας τους, με διεθνείς οργανισμούς όπως η UNHCR και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) καθώς και με μη κυβερνητικές οργανώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να παρέχεται βοήθεια.

    Πρότυπα ΕΠΒ σχετικά με την κράτηση μεταναστών — Αποσπάσματα

    29.

    (στα καταστήματα κράτησης). […] Προφανώς, τέτοια κέντρα θα πρέπει να παρέχουν διαμονή που είναι επαρκώς επιπλωμένη, καθαρή και σε καλή κατάσταση και η οποία προσφέρει επαρκή χώρο διαβίωσης για τους σχετικούς αριθμούς. Επιπλέον, πρέπει να δοθεί προσοχή στο σχεδιασμό και τη διαμόρφωση των χώρων για να αποφευχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο οποιαδήποτε αίσθηση σωφρονιστικού περιβάλλοντος. Όσον αφορά τις δραστηριότητες του καθεστώτος, θα πρέπει να περιλαμβάνουν ασκήσεις στην ύπαιθρο, πρόσβαση σε ένα δωμάτιο για την ημέρα και σε ραδιόφωνο/τηλεόραση και εφημερίδες/περιοδικά, καθώς και άλλα κατάλληλα μέσα αναψυχής (π.χ. επιτραπέζια παιχνίδια, πινγκ-πονγκ). Όσο περισσότερο χρόνο κρατούνται τα άτομα, τόσο περισσότερο ανεπτυγμένες θα πρέπει να είναι οι δραστηριότητες που τους παρέχονται.

    Το προσωπικό των κέντρων κράτησης μεταναστών έχει ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο. Πρώτον, αναπόφευκτα θα υπάρξουν δυσκολίες που οφείλονται σε γλωσσικά εμπόδια. Δεύτερον, πολλοί κρατούμενοι θα βρουν δύσκολο να αποδεχτούν το γεγονός ότι στερούνται της ελευθερίας τους όταν δεν είναι ύποπτοι για κανένα ποινικό αδίκημα. Τρίτον, υπάρχει κίνδυνος έντασης μεταξύ κρατουμένων διαφορετικών εθνικοτήτων ή εθνοτικών ομάδων. Συνεπώς, η ΕΠΒ δίνει μεγάλη αξία στην προσεκτική επιλογή και την κατάλληλη εκπαίδευση του εποπτικού προσωπικού αυτών των κέντρων. Εκτός των καλά ανεπτυγμένων ιδιοτήτων στον τομέα της διαπροσωπικής επικοινωνίας, το εν λόγω προσωπικό θα πρέπει να είναι εξοικειωμένο με τις διαφορετικές κουλτούρες των κρατουμένων και τουλάχιστον ορισμένοι από αυτούς θα πρέπει να έχουν τις κατάλληλες γλωσσικές ικανότητες. Επιπλέον θα πρέπει να έχουν διδαχθεί να αναγνωρίζουν πιθανά συμπτώματα αντιδράσεων πίεσης που εμφανίζουν οι κρατούμενοι (είτε μετατραυματικά ή οφειλόμενα σε κοινωνικο-πολιτισμικές αλλαγές) και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα.

    79.

    Οι συνθήκες κράτησης των παράνομων μεταναστών θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τη φύση της στέρησης της ελευθερίας τους, με μικρούς περιορισμούς σε ισχύ και ένα ποικίλο καθεστώς δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα, οι κρατούμενοι παράνομοι μετανάστες θα πρέπει να έχουν κάθε ευκαιρία να παραμείνουν σε ουσιαστική επαφή με τον έξω κόσμο (συμπεριλαμβανομένων των συχνών ευκαιριών να τηλεφωνούν και να δέχονται επισκέψεις) και η ελεύθερη κυκλοφορία τους μέσα στην εγκατάσταση κράτησης θα πρέπει να περιορίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο. Ακόμα και όταν οι συνθήκες κράτησης στη φυλακή ικανοποιούν αυτές τις απαιτήσεις – και βέβαια πολλές φορές δεν ισχύει αυτό – η ΕΠΒ θεωρεί την κράτηση των παράνομων μεταναστών σε περιβάλλον φυλακών ριζικά λανθασμένη, για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω.

    82.

    Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο θα πρέπει να περιλαμβάνει το δικαίωμα να συζητήσει με ένα δικηγόρο ιδιαιτέρως, καθώς και να έχει πρόσβαση σε νομικές συμβουλές για θέματα σχετικά με διαμονή, κράτηση και απέλαση. Αυτό υπονοεί ότι όταν οι παράνομοι μετανάστες δεν βρίσκονται σε θέση να προσλάβουν και να πληρώσουν οι ίδιοι ένα δικηγόρο, θα πρέπει να επωφεληθούν από πρόσβαση σε νομική αρωγή.

    Επιπλέον, όλοι οι νεοαφιχθέντες κρατούμενοι θα πρέπει άμεσα να εξετάζονται από γιατρό ή από νοσηλευτή με όλα τα απαραίτητα προσόντα που δίνει αναφορά σε γιατρό. Το δικαίωμα πρόσβασης σε γιατρό θα πρέπει να περιλαμβάνει το δικαίωμα, αν ο παράνομος μετανάστης το επιθυμεί, να εξεταστεί από γιατρό της επιλογής του. Ωστόσο, ο κρατούμενος μπορεί να αναμένεται να καλύψει το κόστος μιας τέτοιας δεύτερης εξέτασης. Η ειδοποίηση ενός συγγενούς ή άλλου προσώπου της επιλογής τους για το μέτρο κράτησης διευκολύνεται πολύ αν στους παράνομους μετανάστες επιτρέπεται να κρατάνε τα κινητά τους κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας τους ή τουλάχιστο να έχουν πρόσβαση σε αυτά.

    90.

    Η αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας των παράνομων μεταναστών κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας τους είναι μια θεμελιώδης ευθύνη σε σχέση με κάθε μεμονωμένο κρατούμενο και σε σχέση με την ομάδα παράνομων μεταναστών σαν σύνολο. Η ψυχική και σωματική υγεία των παράνομων μεταναστών μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες. Επιπλέον, η απώλεια του συνηθισμένου προσωπικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος και η αβεβαιότητα για το μέλλον, μπορεί να οδηγήσει σε ψυχική επιδείνωση, περιλαμβανομένης της όξυνσης προϋπαρχόντων συμπτωμάτων κατάθλιψης, ανησυχίας και μετατραυματικής διαταραχής.

    91.

    Τουλάχιστο ένα άτομο με αναγνωρισμένο πτυχίο νοσηλευτικής πρέπει να είναι παρόν σε καθημερινή βάση σε όλα τα κρατητήρια για παράνομους μετανάστες. Ένα τέτοιο άτομο θα πρέπει, ιδιαίτερα, να πραγματοποιεί την αρχική ιατρική εξέταση των νεοαφιχθέντων (ιδίως για μεταδοτικές νόσους, συμπεριλαμβανομένης της φυματίωσης), να λαμβάνει τις αιτήσεις επίσκεψης σε γιατρό, να διασφαλίζει την παροχή και διανομή των συνταγογραφημένων φαρμάκων, να διατηρεί ιατρική τεκμηρίωση και να επιβλέπει τις γενικές συνθήκες υγιεινής.

    Ευρωπαϊκοί Σωφρονιστικοί Κανόνες 2006 — Αποσπάσματα

    Διαμονή

    18.1

    Τα προβλεπόμενα για τους κρατουμένους καταλύματα και ιδιαίτερα οι συνθήκες ύπνου, θα πρέπει να κάνουν σεβαστές την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και, όσο είναι δυνατόν, την ησυχία του κρατουμένου, και θα πληρούν τις απαιτήσεις υγείας και υγιεινής, ενώ θα καταβάλλεται η δέουσα προσοχή στις κλιματικές συνθήκες, και ιδιαίτερα στην επιφάνεια του δαπέδου και τα αναλογούντα κυβικά μέτρα αέρα (για κάθε κρατούμενο), στη θέρμανση και στον εξαερισμό.

    18.2

    Σε όλα τα κτίρια όπου οι κρατούμενοι οφείλουν να ζουν, να εργάζονται ή να συναθροίζονται:

    α.

    τα παράθυρα θα είναι αρκετά μεγάλα ώστε να μπορούν οι κρατούμενοι να διαβάζουν ή να εργάζονται με φυσικό φως υπό ομαλές συνθήκες και να επιτρέπουν την είσοδο φρέσκου αέρα, εκτός αν υπάρχει κατάλληλο σύστημα εξαερισμού

    β.

    το τεχνητό φως θα ανταποκρίνεται στις αναγνωρισμένες τεχνικές προδιαγραφές και και

    γ.

    θα υπάρχει σύστημα συναγερμού με το οποίο να μπορούν οι κρατούμενοι να επικοινωνούν με το προσωπικό χωρίς καθυστέρηση.

    Υγιεινή

    19.1.

    Όλα τα τμήματα κάθε φυλακής θα διατηρούνται όσο πρέπει καθαρά όλες τις ώρες.

    19.2.

    Όταν οι κρατούμενοι εισάγονται σε φυλακή, τα κελιά και οι λοιποί χώροι διαμονής στους οποίους τοποθετούνται θα είναι καθαροί.

    19.3.

    Οι κρατούμενοι θα έχουν άμεση πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υγιεινής οι οποίες θα διαθέτουν συνθήκες υγιεινής και δεν θα επιτρέπουν τη δημόσια θέα.

    19.4.

    Θα υπάρχουν κατάλληλες εγκαταστάσεις έτσι ώστε κάθε κρατούμενος να μπορεί να κάνει μπάνιο ή ντους, σε θερμοκρασία κατάλληλη για το κλίμα, αν είναι δυνατό καθημερινά αλλά τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα (ή πιο συχνά αν είναι αναγκαίο) προς το συμφέρον της γενικότερης υγιεινής.

    19.5.

    Οι κρατούμενοι θα διατηρούν τον εαυτό τους, τον ρουχισμό και τον χώρο του ύπνου τους καθαρό και σε τάξη.

    19.6.

    Οι αρχές των φυλακών θα παρέχουν στους κρατουμένους τα μέσα για να τηρούν τα παραπάνω, περιλαμβανομένων ειδών τουαλέτας και γενικά μέσων και υλικών καθαρισμού.

    19.7.

    Θα λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τις ανάγκες υγιεινής των γυναικών.

    Ρουχισμός και κλινοστρωμνή

    20.1.

    Στους κρατουμένους οι οποίοι δεν έχουν δικά τους κατάλληλα ρούχα θα χορηγείται ρουχισμός ανάλογα προς το κλίμα.

    20.2.

    Ο εν λόγω ρουχισμός δεν θα είναι εξευτελιστικός ή ταπεινωτικός.

    20.3.

    Ο κάθε ρουχισμός θα διατηρείται σε καλή κατάσταση και θα αντικαθίσταται όταν είναι αναγκαίο.

    20.4.

    Οι κρατούμενοι οι οποίοι παίρνουν άδεια εξόδου από τη φυλακή δεν θα υποχρεούνται να φορούν ρούχα, τα οποία φανερώνουν ότι είναι κρατούμενοι.

    21.

    Κάθε κρατούμενος θα διαθέτει ιδιαίτερο κρεβάτι και ιδιαίτερη και κατάλληλη κλινοστρωμνή που θα διατηρείται σε καλή κατάσταση και θα αλλάζει αρκετά συχνά για να εξασφαλίζεται η καθαριότητά της.

    Διατροφή

    22.1.

    Στους κρατουμένους χορηγείται θρεπτική διατροφή, για την οποία λαμβάνεται υπόψη η ηλικία, η υγεία, η φυσική κατάσταση, η θρησκεία, η κουλτούρα και η φύση της εργασίας τους.

    22.2.

    Οι απαιτήσεις της θρεπτικής διατροφής, στις οποίες περιλαμβάνεται ένα ελάχιστο περιεχόμενο ενέργειας και πρωτεϊνών, θα περιγράφονται στο εθνικό δίκαιο,

    22.3.

    Το φαγητό θα παρασκευάζεται και θα σερβίρεται με συνθήκες υγιεινής.

    22.4.

    Θα χορηγούνται τρία γεύματα την ημέρα με λογικά διαστήματα μεταξύ τους.

    22.5.

    Καθαρό πόσιμο νερό θα προσφέρεται διαρκώς στους κρατουμένους.

    22.6.

    Ο γιατρός ή ειδικευμένος νοσοκόμος θα δίνουν εντολή για αλλαγή του διαιτολογίου συγκεκριμένου κρατουμένου, όταν τούτο είναι αναγκαίο για ιατρικούς λόγους.

    Το καθεστώς της φυλακής

    25.1.

    Το καθεστώς που θα προβλέπεται για όλους τους κρατουμένους θα προσφέρει ένα ισορροπημένο πρόγραμμα δραστηριοτήτων.

    25.2.

    Το καθεστώς αυτό θα επιτρέπει σε όλους τους κρατουμένους να περνούν όσο περισσότερες ώρες την ημέρα έξω από τα κελιά τους είναι αναγκαίο για ένα κατάλληλο επίπεδο ανθρωπίνων και κοινωνικών επαφών.

    25.3.

    Το καθεστώς αυτό θα μεριμνά επίσης για τις ανάγκες πρόνοιας των κρατουμένων.

    25.4.

    Ιδιαίτερη προσοχή θα καταβάλλεται για τις ανάγκες των κρατουμένων οι οποίοι είναι θύματα φυσικής, πνευματικής ή σεξουαλικής κακοποιήσεως.

    Άσκηση και αναψυχή

    27.1.

    Κάθε κρατούμενος θα έχει την ευκαιρία για άσκηση για μία τουλάχιστον ώρα κάθε ημέρα σε ανοικτό χώρο, εφόσον το επιτρέπει ο καιρός.

    27.2.

    Όταν κάνει δριμύ ψύχος, θα υπάρχουν εναλλακτικές ρυθμίσεις που θα επιτρέπουν στους κρατουμένους να ασκούνται.

    27.3.

    Κατάλληλα οργανωμένες δραστηριότητες για τη διατήρηση καλής φυσικής καταστάσεως και για επαρκείς ευκαιρίες ασκήσεως και ψυχαγωγίας θα αποτελούν συστατικό τμήμα των σωφρονιστικών καθεστώτων.

    27.4.

    Οι αρχές της φυλακής θα διευκολύνουν παρόμοιες δραστηριότητες προσφέροντας κατάλληλες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό.

    27.5.

    Οι αρχές της φυλακής θα μεριμνούν για την οργάνωση ειδικών δραστηριοτήτων για εκείνους τους κρατουμένους οι οποίοι τις έχουν ανάγκη.

    27.6.

    Θα προβλέπονται ευκαιρίες αναψυχής, οι οποίες περιλαμβάνουν αθλητικές εκδηλώσεις, παιχνίδια, πολιτιστικές δραστηριότητες, χόμπι και άλλες ασχολίες ελευθέρου χρόνου και, στο μέτρο του δυνατού, οι κρατούμενοι θα δύνανται να οργανώνουν τέτοιες δραστηριότητες.

    27.7.

    Στους κρατουμένους θα επιτρέπεται να συναναστρέφονται μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των ασκήσεων και προς τον σκοπό να συμμετέχουν σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες.

    Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας

    29.1.

    Η ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας θα είναι σεβαστές.

    29.2.

    Το καθεστώς της φυλακής θα είναι οργανωμένο όσο είναι πρακτικά δυνατόν έτσι ώστε να επιτρέπεται στους κρατουμένους να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και να ακολουθούν τις πεποιθήσεις τους, να παρακολουθούν λειτουργίες ή συναντήσεις με εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους, να δέχονται ιδιαίτερες επισκέψεις από τους εν λόγω εκπροσώπους της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους και να έχουν στην κατοχή τους βιβλία ή περιοδικά σχετικά με τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις τους.

    29.3.

    Οι κρατούμενοι δεν επιτρέπεται να υποχρεώνονται να ασκούν θρησκευτικά καθήκοντα ή να ακολουθούν πεποιθήσεις, να παρακολουθούν θρησκευτικές λειτουργίες ή συναντήσεις, να λαμβάνουν μέρος σε θρησκευτικές τελετές ή να δέχονται επισκέψεις από εκπροσώπους οποιασδήποτε θρησκείας ή πεποιθήσεως.

    Εθνικές ή γλωσσικές μειονότητες

    38.1.

    Ειδικές ρυθμίσεις θα γίνονται για την ικανοποίηση των αναγκών κρατουμένων οι οποίοι ανήκουν σε εθνικές ή γλωσσικές μειονότητες.

    38.2.

    Όσο είναι πρακτικά δυνατόν οι πολιτιστικές πρακτικές των διαφόρων ομάδων θα επιτρέπεται να συνεχίζονται στη φυλακή.

    38.3.

    Γλωσσικές ανάγκες θα αντιμετωπίζονται με τη βοήθεια ειδικών διερμηνέων και με τη χορήγηση εντύπου υλικού σε όλες τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένη φυλακή.

    Η μέριμνα για την υγεία.

    40.3.

    Οι κρατούμενοι θα έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας που διαθέτει η χώρα χωρίς διάκριση λόγω της νομικής καταστάσεώς τους.

    40.4.

    Οι ιατρικές υπηρεσίες στη φυλακή θα επιδιώκουν να επισημαίνουν και να θεραπεύουν φυσικές ή ψυχικές νόσους ή ελαττώματα από τα οποία είναι δυνατόν να υποφέρουν οι κρατούμενοι.

    40.5.

    Όλες οι αναγκαίες ιατρικές, χειρουργικές και ψυχιατρικές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων εκείνων που προσφέρονται στην κοινότητα, θα παρέχονται για τον ίδιο σκοπό στον κρατούμενο.

    Το ιατρικό προσωπικό και νοσηλευτικό προσωπικό

    41.1.

    Κάθε φυλακή θα διαθέτει τις υπηρεσίες τουλάχιστον ενός/μιας ειδικευμένου/-ης ιατρού γενικής ιατρικής.

    41.2.

    Θα εφαρμόζονται ρυθμίσεις με τις οποίες θα εξασφαλίζεται ότι καθ' οποιαδήποτε ώρα ένας/μία ειδικευμένος/η ιατρός θα είναι διαθέσιμος/η χωρίς καθυστέρηση σε επείγουσες περιπτώσεις.

    41.3.

    Όπου οι φυλακές δεν διαθέτουν ιατρό πλήρους απασχολήσεως, ένας/μία ιατρός μερικής απασχολήσεως θα επισκέπτεται τακτικά τη φυλακή.

    41.4.

    Κάθε φυλακή θα διαθέτει προσωπικό κατάλληλα εκπαιδευμένο στην ιατρική μέριμνα.

    41.5.

    Σε κάθε κρατούμενο θα προσφέρονται υπηρεσίες ειδικού/-ής οδοντιάτρου και οφθαλμιάτρου.

    Καθήκοντα των ιατρών

    42.1.

    Ο/Η ιατρός ή ένας/μία ειδικευμένος/η νοσοκόμος που θα αναφέρει στον/στην ιατρό, θα δέχεται κάθε κρατούμενο όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την εισαγωγή και θα τον εξετάζει, εκτός εάν είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ανάγκη.

    42.2.

    Ο/Η ιατρός ή ένας/μία ειδικευμένος/η νοσοκόμος που θα αναφέρει στον/στην ιατρό, θα εξετάζει τον κρατούμενο κατά την απόλυση εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, και στις λοιπές περιπτώσεις θα εξετάζει τους κρατούμενους οποτεδήποτε υπάρχει ανάγκη.

    42.3.

    Όταν ο/η ιατρός ή ο/η ειδικευμένος/η νοσοκόμος που αναφέρει στον/στην ιατρό, εξετάζει έναν κρατούμενο, θα καταβάλλει ιδιαίτερη προσοχή στα ακόλουθα:

    α.

    να τηρεί τους συνήθεις κανόνες ιατρικού απορρήτου

    β.

    να κάνει διάγνωση σωματικής ή ψυχικής παθήσεως και να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη θεραπεία τους και για τη συνέχιση υπάρχουσας ιατρικής θεραπείας

    γ.

    να καταγράφει και να αναφέρει στις αρμόδιες αρχές κάθε ένδειξη ότι ο κρατούμενος είναι δυνατόν να έχει υποστεί βίαιη κακομεταχείριση

    δ.

    να ασχολείται με συμπτώματα αποστερήσεως τα οποία προκύπτουν από τη χρήση ναρκωτικών, φαρμάκων ή αλκοόλ

    ε.

    να επισημαίνει οποιοδήποτε ψυχολογικό ή άλλο στρες το οποίο προκαλείται από το γεγονός της αποστερήσεως της ελευθερίας

    στ.

    να απομονώνει τους κρατουμένους οι οποίοι είναι ύποπτοι για λοιμώδεις ή μεταδοτικές νόσους κατά την περίοδο της λοιμώξεως και να παρέχει την κατάλληλη θεραπεία

    ζ.

    να εξασφαλίζει ότι οι κρατούμενοι φορείς του AIDS δεν θα απομονώνονται μόνο για αυτόν τον λόγο

    η.

    να σημειώνει σωματικές ή πνευματικές μειονεξίες οι οποίες είναι δυνατόν να παρακωλύουν την επανένταξη μετά την απόλυση

    θ.

    να προσδιορίζει την καταλληλότητα κάθε κρατουμένου για εργασία και άσκηση και

    ι.

    να προβαίνει σε συνεννοήσεις με τις κοινοτικές υπηρεσίες για τη συνέχιση οποιασδήποτε αναγκαίας ιατρικής και ψυχιατρικής θεραπείας μετά την απόλυση, εφόσον ο κρατούμενος συναινεί σε τέτοιες συνεννοήσεις.

    Η πρόβλεψη ιατρικής μέριμνας

    46.1.

    Ασθενείς κρατούμενοι οι οποίοι χρήζουν ειδικής θεραπείας, θα μεταφέρονται σε ειδικευμένα ιδρύματα ή σε αστικά νοσοκομεία όταν τέτοια θεραπεία δεν προσφέρεται στη φυλακή.

    46.2.

    Στην περίπτωση κατά την οποία μία σωφρονιστική υπηρεσία διαθέτει δικές της νοσοκομειακές ευκολίες, αυτές θα είναι επαρκώς στελεχωμένες με προσωπικό και εξοπλισμένες, για να προσφέρουν στους κρατουμένους οι οποίοι παραπέμπονται σε αυτές, την κατάλληλη μέριμνα και θεραπεία.

    16.   ΚΡΑΤΗΣΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 17

    1.

    Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και οι οικογένειες με ανηλίκους κρατούνται μόνο ως έσχατη λύση και για το ελάχιστο απαιτούμενο χρονικό διάστημα.

    2.

    Στις οικογένειες που κρατούνται εν αναμονή απομάκρυνσης παρέχεται χωριστό κατάλυμα το οποίο εξασφαλίζει επαρκή ιδιωτική ζωή.

    3.

    Οι υπό κράτηση ανήλικοι έχουν τη δυνατότητα να ασχολούνται με δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, όπως δραστηριότητες παιχνιδιού και ψυχαγωγικές δραστηριότητες που αρμόζουν στην ηλικία τους, και, ανάλογα με τη διάρκεια της παραμονής τους, έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση.

    4.

    Στους ασυνόδευτους ανηλίκους παρέχεται κατά το δυνατόν κατάλυμα σε ιδρύματα τα οποία διαθέτουν προσωπικό και εγκαταστάσεις που λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες προσώπων της ηλικίας τους.

    5.

    Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού λαμβάνονται πρωτίστως υπόψη κατά την κράτηση ανηλίκων εν αναμονή απομάκρυνσης.

    Η οδηγία περί επιστροφής επιτρέπει την κράτηση ασυνόδευτων ανηλίκων και οικογενειών με ανηλίκους για τον σκοπό της απομάκρυνσης ως έσχατη λύση και για το ελάχιστο απαιτούμενο χρονικό διάστημα, υπό τον όρο ότι τηρούνται δεόντως συγκεκριμένες εγγυήσεις.

    Εκτός από τις σχετικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17 της οδηγίας περί επιστροφής, πρέπει να τηρούνται και οι αρχές του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας οι οποίες εφαρμόζονται στους γενικούς κανόνες περί κράτησης, συγκεκριμένα δε η κράτηση πρέπει να επιβάλλεται μόνο ως έσχατη λύση, πρέπει να υπάρχει διαθέσιμο βιώσιμο φάσμα αποτελεσματικών εναλλακτικών αντί της κράτησης λύσεων, και πρέπει να διενεργείται εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε μεμονωμένης περίπτωσης (βλέπε ενότητα 14). Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού πρέπει να λαμβάνονται πάντοτε πρωτίστως υπόψη κατά την κράτηση ανηλίκων και οικογενειών. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται συνεπώς να μεριμνούν για τη συμμετοχή φορέων προστασίας παιδιών σε όλα τα ζητήματα που άπτονται της κράτησης και, όπου υφίστανται λόγοι κράτησης, πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να διασφαλίζεται η διαθεσιμότητα βιώσιμου φάσματος αποτελεσματικών εναλλακτικών αντί της κράτησης λύσεων για τους ανηλίκους (τόσο τους ασυνόδευτους όσο και εκείνους που είναι με τις οικογένειές τους) και η προσβασιμότητα σε αυτό.

    Η UNHCR (80) και ο FRA (81) παρέχουν κάποια παραδείγματα ορθών πρακτικών στον τομέα των εναλλακτικών αντί της κράτησης λύσεων για ασυνόδευτους ανηλίκους και οικογένειες με παιδιά.

    Η Επιτροπή συνιστά να μην αποκλείει η εθνική νομοθεσία το ενδεχόμενο κράτησης ανηλίκων, όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για να διασφαλιστεί η εκτέλεση τελικής απόφασης επιστροφής, και εφόσον δεν δύνανται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα στη συγκεκριμένη περίπτωση.

    Το κείμενο του άρθρου 17 της οδηγίας περί επιστροφής αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στο κείμενο της Κατευθυντήριας αρχής 11 του ΣτΕ «Παιδιά και οικογένειες». Περαιτέρω συγκεκριμένη καθοδήγηση παρέχεται στο σχόλιο επί της εν λόγω κατευθυντήριας αρχής:

    Κατευθυντήρια αρχή 11 του ΣτΕ — Παιδιά και οικογένειες

    Παρατηρήσεις

    1.

    Οι παράγραφοι 1, 3 και 5 αυτής της αρχής στηρίζονται στις σχετικές διατάξεις της σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία εκδόθηκε και κατατέθηκε για υπογραφή, κύρωση και προσχώρηση βάσει της απόφασης 44/25 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών της 20ής Νοεμβρίου 1989 και κυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Όσον αφορά την παράγραφο 2, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ισχύει επίσης στο πλαίσιο της κράτησης.

    2.

    Όσον αφορά τη στέρηση της ελευθερίας των παιδιών, το άρθρο 37 της σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού προβλέπει ειδικότερα ότι «η σύλληψη, κράτηση ή φυλάκιση ενός παιδιού πρέπει να είναι σύμφωνη με τον νόμο, να μην αποτελεί παρά ένα έσχατο μέτρο και να είναι της μικρότερης δυνατής χρονικής διάρκειας» (άρθρο 37 στοιχείο β). Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 της εν λόγω σύμβασης: «Κάθε παιδί που στερείται προσωρινά ή οριστικά το οικογενειακό του περιβάλλον ή το οποίο για το δικό του συμφέρον δεν είναι δυνατόν να παραμείνει στο περιβάλλον αυτό δικαιούται ειδική προστασία και βοήθεια εκ μέρους του κράτους».

    3.

    Οι παράγραφοι αυτοί στηρίζονται στην παράγραφο 38 των Κανόνων των Ηνωμένων Εθνών για την Προστασία των Ανηλίκων που στερούνται της προσωπικής τους ελευθερίας, που υιοθετήθηκαν από τη Γενική Συνέλευση στις 14 Δεκεμβρίου 1990 με την απόφαση 45/113 και εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας, η οποία νοείται ως «κάθε μορφή κράτησης ή φυλάκισης, ή εγκλεισμός σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο κράτησης που επιβάλλεται με διάταξη δικαστικής, διοικητική ή άλλης δημόσιας αρχής και που ο ενδιαφερόμενος δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψει με τη θέλησή του» (παράγραφος 11, στοιχείο β)). Σύμφωνα με την παράγραφο 38: «Κάθε ανήλικος που βρίσκεται στην ηλικία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης δικαιούται εκπαίδευσης που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του και στις ικανότητές του, σχεδιασμένης με σκοπό την κοινωνική του επανένταξη. Αυτή η εκπαίδευση παρέχεται εκτός του καταστήματος κράτησης σε κοινοτικά σχολεία εάν αυτό είναι δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση, από ειδικευμένους δασκάλους μέσω προγραμμάτων ενσωματωμένων στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας ώστε, μετά την απόλυση, οι ανήλικοι να μπορούν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους χωρίς δυσκολία. Ειδική προσοχή πρέπει να αποδοθεί από τη διεύθυνση του καταστήματος κράτησης στην εκπαίδευση των αλλοδαπών ανηλίκων ή των ανηλίκων με ειδικές πολιτιστικές ή εθνικές ανάγκες. Οι ανήλικοι που είναι αναλφάβητοι ή έχουν προβλήματα στην εκμάθηση δικαιούνται ειδικής εκπαίδευσης».

    4.

    Η τελευταία παράγραφος αποτυπώνει την κατευθυντήρια αρχή του άρθρου 3 παράγραφος 1 της σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού σύμφωνα με την οποία «σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού». Αυτό το άρθρο εφαρμόζεται επίσης στις αποφάσεις που διατάσσουν την κράτηση των παιδιών με σκοπό την απομάκρυνσή τους από την επικράτεια.

    Όσον αφορά την κράτηση των ανηλίκων, τα πρότυπα ΕΠΒ προβλέπουν τους κάτωθι κανόνες που πρέπει να τηρούν τα κράτη μέλη όταν χρησιμοποιούν – κατ' εξαίρεση και ως μέτρο έσχατης ανάγκης – την κράτηση:

    Πρότυπα ΕΠΒ σχετικά με την κράτηση ανηλίκων – Αποσπάσματα

    97.

    Η ΕΠΒ θεωρεί ότι πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια για να αποφευχθεί η προσφυγή στη στέρηση της ελευθερίας ενός παράνομου μετανάστη ο οποίος είναι ανήλικος. Σύμφωνα με την αρχή «τα καλύτερα συμφέροντα του παιδιού», όπως διατυπώνεται στο άρθρο 3 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η κράτηση παιδιών, συμπεριλαμβανομένων ασυνόδευτων παιδιών και χωρισμένων παιδιών, σπάνια δικαιολογείται και, κατά την άποψη της Επιτροπής, ασφαλώς δεν μπορεί να προκαλείται απλώς και μόνο από την απουσία του καθεστώτος διαμονής. Όταν, κατ' εξαίρεση, κρατείται ένα παιδί, η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να γίνεται για το μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Κάθε προσπάθεια θα πρέπει να καταβάλλεται για να επιτραπεί η άμεση αποφυλάκιση από το κρατητήριο ασυνόδευτων ή χωρισμένων παιδιών και η διευθέτηση πιο κατάλληλης φροντίδας για αυτά. Επιπλέον, λόγω της ευάλωτης φύσης ενός παιδιού, πρόσθετοι μηχανισμοί προστασίας θα πρέπει να εφαρμόζονται κάθε φορά που ένα παιδί κρατείται, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα παιδιά χωρίζονται από τους γονείς τους ή άλλα άτομα που τα φροντίζουν ή είναι ασυνόδευτα, χωρίς γονείς, άτομα που τα φροντίζουν ή συγγενείς.

    98.

    Αμέσως μόλις γίνει γνωστή στις αρχές η παρουσία ενός παιδιού, ένα επαγγελματικά ειδικευμένο άτομο θα πρέπει να πραγματοποιεί την αρχική συνέντευξη, σε μια γλώσσα που καταλαβαίνει το παιδί. Θα πρέπει να γίνει μια αξιολόγηση για τα συγκεκριμένα τρωτά σημεία του παιδιού, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων και θεμάτων από σκοπιάς ηλικίας, υγείας, ψυχοκοινωνικών παραγόντων και άλλων αναγκών προστασίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από βία, διακίνηση ή τραύμα. Στα ασυνόδευτα ή χωρισμένα παιδιά που στερούνται της ελευθερίας τους θα πρέπει να παρέχεται άμεση και δωρεάν πρόσβαση σε νομική και άλλη κατάλληλη βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της ανάθεσης κηδεμόνα ή νόμιμου αντιπροσώπου. Μηχανισμοί επανεξέτασης θα πρέπει επίσης να εισαχθούν για την παρακολούθηση της συνεχιζόμενης ποιότητας της κηδεμονίας.

    99.

    Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να διασφαλιστεί η τακτική παρουσία και η ατομική επαφή με κοινωνικό λειτουργό και ψυχολόγο σε εγκαταστάσεις στις οποίες βρίσκονται κρατούμενα παιδιά. Η παρουσία προσωπικού και των δύο φύλων είναι ένας άλλος μηχανισμός προστασίας ενάντια στην κακομεταχείριση. Η παρουσία προσωπικού που αποτελείται και από άνδρες και από γυναίκες μπορεί να έχει μια ωφέλιμη επίδραση και στο σωφρονιστικό ήθος και στην προώθηση ενός βαθμού ομαλότητας σε έναν τόπο κράτησης. Στα παιδιά που στερούνται της ελευθερίας τους θα πρέπει επίσης να παρέχεται μια ποικιλία εποικοδομητικών δραστηριοτήτων (με ιδιαίτερη έμφαση στο να δοθεί η δυνατότητα στο παιδί να συνεχίσει τις σπουδές του).

    100.

    Για να περιοριστεί ο κίνδυνος εκμετάλλευσης, ειδικές ρυθμίσεις θα πρέπει να γίνουν για χώρους διαβίωσης που είναι κατάλληλοι για παιδιά, για παράδειγμα, που είναι διαχωρισμένοι από τους ενήλικες, εκτός εάν θεωρείται ότι είναι καλύτερο για το παιδί να μη γίνει αυτό. Αυτό θα ίσχυε, για παράδειγμα, όταν τα παιδιά είναι παρέα με τους γονείς τους ή άλλους στενούς συγγενείς. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια αποφυγής χωρισμού της οικογένειας.

    131.

    Οι αποτελεσματικές διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και επιθεώρησης αποτελούν βασικές διασφαλίσεις έναντι της κακομεταχείρισης σε όλους τους τόπους κράτησης, περιλαμβανομένων των κέντρων κράτησης ανηλίκων. Οι ανήλικοι (καθώς και οι γονείς τους και οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους) θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα υποβολής καταγγελιών στο πλαίσιο του διοικητικού συστήματος των εγκαταστάσεων καθώς και το δικαίωμα υποβολής – εμπιστευτικών – καταγγελιών σε ανεξάρτητη αρχή. Οι διαδικασίες υποβολής καταγγελιών θα πρέπει να είναι απλές, αποτελεσματικές και φιλικές προς το παιδί, ιδίως όσον αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποιείται. Οι ανήλικοι (καθώς και οι γονείς τους και οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους) θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αναζητούν νομικές συμβουλές σχετικά με τις καταγγελίες και να επωφελούνται από δωρεάν νομική αρωγή όταν το απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

    132.

    Η ΕΠΒ αποδίδει επίσης ιδιαίτερη σημασία στις τακτικές επισκέψεις σε όλα τα κέντρα κράτησης ανηλίκων από ανεξάρτητο φορέα, όπως επιτροπή, δικαστή, Διαμεσολαβητή για τα παιδιά ή εκπρόσωπο του Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης (που δημιουργήθηκε βάσει του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων – OPCAT), που θα έχει την εξουσία να λαμβάνει —και, κατά περίπτωση, να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες σχετικά με— τις καταγγελίες των ανηλίκων ή τις καταγγελίες που υποβάλλονται από τους γονείς ή τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, να επιθεωρεί τα καταλύματα και τις εγκαταστάσεις και να αξιολογεί κατά πόσον οι εν λόγω εγκαταστάσεις λειτουργούν σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εθνικού δικαίου και των συναφών διεθνών προτύπων. Τα μέλη του φορέα επιθεώρησης θα πρέπει να ενεργούν κατά τρόπο προορατικό και να έρχονται σε άμεση επαφή με τους ανηλίκους, μεταξύ άλλων μέσω της διεξαγωγής προσωπικών συνεντεύξεων.

    17.   ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

    Νομική βάση: Οδηγία περί επιστροφής — άρθρο 18

    1.

    Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εξαιρετικά υψηλός αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών προς επιστροφή δημιουργεί απρόβλεπτο υψηλό φόρτο για το δυναμικό της εγκατάστασης κράτησης κράτους μέλους ή στο διοικητικό ή δικαστικό προσωπικό του, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί, ενόσω η έκτακτη κατάσταση διαρκεί, να αποφασίσει να παράσχει μεγαλύτερες προθεσμίες δικαστικής εξέτασης από τις προβλεπόμενες από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο και να λαμβάνει επείγοντα μέτρα όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης, κατά παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16, παράγραφος 1 και στο άρθρο 17, παράγραφος 2.

    2.

    Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, οσάκις προσφεύγει σε σχετικά έκτακτα μέτρα, ενημερώνει την Επιτροπή. Ενημερώνει επίσης την Επιτροπή μόλις παύσουν να ισχύουν οι λόγοι για την εφαρμογή αυτών των έκτακτων μέτρων.

    3.

    Ουδεμία διάταξη του παρόντος άρθρου ερμηνεύεται ως επιτρέπουσα στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τη γενική υποχρέωσή τους να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, είτε γενικά είτε ειδικά, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

    Το πεδίο εφαρμογής των ενδεχόμενων παρεκκλίσεων περιορίζεται σε τρεις διατάξεις: το άρθρο 18 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα μη εφαρμογής τριών διατάξεων της οδηγίας σχετικές με την κράτηση —i) την υποχρέωση να προβλέπουν την ταχεία αρχική δικαστική επανεξέταση της κράτησης, ii) την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι η κράτηση λαμβάνει χώρα μόνο σε ειδικές εγκαταστάσεις, και iii) την υποχρέωση να προβλέπουν χωριστό κατάλυμα το οποίο εξασφαλίζει επαρκή ιδιωτική ζωή στις οικογένειες— σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στις οποίες σημειώνεται αιφνίδια άφιξη μεγάλου αριθμού παράτυπων μεταναστών. Δεν επιτρέπεται η παρέκκλιση από άλλους κανόνες που προβλέπονται στην οδηγία περί επιστροφής.

    Η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο αποτελεί προϋπόθεση για την ενδεχόμενη εφαρμογή της ρήτρας έκτακτης ανάγκης: το άρθρο 18 περιγράφει και περιορίζει τις καταστάσεις που καλύπτονται, καθώς και το πεδίο εφαρμογής των ενδεχόμενων παρεκκλίσεων και τις υποχρεώσεις ενημέρωσης της Επιτροπής. Εάν ένα κράτος μέλος επιθυμεί να κάνει χρήση της δυνατότητας εφαρμογής της εν λόγω ρήτρας διασφάλισης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, πρέπει να έχει προηγουμένως διασφαλίσει την κατάλληλη μεταφορά της (82) – ως δυνατότητα και σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 18 – στο εθνικό του δίκαιο. Σημείωση: σε αντίθεση με τις ρήτρες διασφάλισης που περιέχονται στους κανονισμούς (π.χ., ρήτρες του SBC σχετικά με την επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα), οι ρήτρες διασφάλισης των οδηγιών πρέπει να μεταφέρονται στο εθνικό δίκαιο για να καταστεί δυνατή η χρήση τους.

    Τα κράτη μέλη πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή όταν καταφεύγουν στη χρήση των μέτρων αυτών και όταν τα τελευταία παύουν να εφαρμόζονται. Για τη διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι συνήθεις επίσημοι δίαυλοι επικοινωνίας, π.χ., μέσω της Μόνιμης Αντιπροσωπείας προς τη Γενική Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    18.   ΜΕΤΑΦΟΡΑ, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

    Άμεσο αποτέλεσμα της οδηγίας περί επιστροφής σε περίπτωση ανεπαρκούς ή καθυστερημένης μεταφοράς: βάσει της θεωρίας που ανέπτυξε το ΔΕΕ, οι διατάξεις οδηγίας που χορηγούν δικαιώματα σε πρόσωπα και είναι επαρκώς σαφείς και ανεπιφύλακτες, καθίστανται άμεσα εφαρμοστέες με τη λήξη του χρονικού ορίου που τίθεται για την εφαρμογή της οδηγίας. Πολλές από τις διατάξεις της οδηγίας περί επιστροφής πληρούν τις εν λόγω απαιτήσεις και πρέπει να εφαρμόζονται απευθείας από τις εθνικές διοικητικές και δικαστικές αρχές στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη δεν έχουν μεταφέρει (ή έχουν μεταφέρει ανεπαρκώς) ορισμένες διατάξεις της οδηγίας. Αυτό ισχύει ειδικότερα στις διατάξεις σχετικά με:

    την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης (άρθρα 5 και 9 της οδηγίας περί επιστροφής),

    την υποχρέωση να παρέχεται στα άτομα προς επιστροφή κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση το οποίο κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών (άρθρο 7 της οδηγίας περί επιστροφής),

    τους περιορισμούς ως προς τη χρήση των αναγκαστικών μέτρων σε περιπτώσεις αναγκαστικής επιστροφής (άρθρο 8 της οδηγίας περί επιστροφής),

    το δικαίωμα των ασυνόδευτων ανηλίκων που υπόκεινται σε διαδικασίες επιστροφής να λαμβάνουν βοήθεια από κατάλληλους φορείς άλλους από τις αρχές που διενεργούν την επιστροφή, και την υποχρέωση των κρατών μελών να εξασφαλίζουν ότι οι ασυνόδευτοι ανήλικοι θα επιστρέφονται μόνο σε μέλος της οικογένειάς τους, σε ορισθέντα κηδεμόνα ή σε κατάλληλες εγκαταστάσεις υποδοχής στο κράτος επιστροφής (άρθρο 10 της οδηγίας περί επιστροφής),

    τους περιορισμούς ως προς τη διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου και την ανάγκη εξατομικευμένης εξέτασης κάθε μεμονωμένης υπόθεσης (άρθρο 11 της οδηγίας περί επιστροφής) – όπως επιβεβαιώθηκαν ρητά από το ΔΕΕ στην απόφασή του στην υπόθεση C-297/12, Filev και Osmani (σκέψη 55),

    τις διαδικαστικές εγγυήσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά το δικαίωμα σε έγγραφη και αιτιολογημένη απόφαση επιστροφής, καθώς και το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και σε νομική και γλωσσική συνδρομή (άρθρα 12 και 13 της οδηγίας περί επιστροφής),

    τους περιορισμούς ως προς τη χρήση της κράτησης και τους μέγιστους χρόνους κράτησης (άρθρο 15 της οδηγίας περί επιστροφής) καθώς και το δικαίωμα σε ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες κράτησης (άρθρο 16 της οδηγίας περί επιστροφής) —όπως επιβεβαιώθηκαν ρητά από το ΔΕΕ στην απόφασή του στην υπόθεση C-61/11, El Dridi (σκέψεις 46 και 47),

    τους περιορισμούς και τις ειδικές εγγυήσεις σχετικά με την κράτηση ανηλίκων και οικογενειών (άρθρο 17 της οδηγίας περί επιστροφής).

    Προδικαστικές παραπομπές στο ΔΕΕ: Σύμφωνα με το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, το ΔΕΕ είναι αρμόδιο να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί της ερμηνείας και της εγκυρότητας της οδηγίας για την επιστροφή. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ' αυτού. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο. Όταν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου σχετικά με ένα πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση, το ΔΕΕ ακολουθεί εσπευσμένη διαδικασία επείγοντος. Ο προδικαστικές παραπομπές έχουν ήδη διαδραματίσει σημαντικό ρόλο εξασφαλίζοντας την εναρμονισμένη ερμηνεία διαφόρων βασικών διατάξεων της οδηγίας περί επιστροφής.

    Τα μέλη των δικαστηρίων και των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών παροτρύνονται να χρησιμοποιούν συνεχώς τις προδικαστικές παραπομπές και να ζητούν από το ΔΕΕ να προβαίνει σε αυθεντική ερμηνεία όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.

    Μεταβατικές ρυθμίσεις για υποθέσεις/διαδικασίες προγενέστερες της 24ης Δεκεμβρίου 2010: Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας επωφελούνται των ουσιαστικών εγγυήσεων και δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία από τις 24 Δεκεμβρίου 2010 και στο εξής (ή από την ημερομηνία προσχώρησης για τα νέα κράτη μέλη). Ενώ ενδέχεται να είναι νόμιμο να εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι εθνικές διαδικασίες επιστροφής που έχουν δρομολογηθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία που εφαρμοζόταν πριν από τη μεταφορά της οδηγίας, αυτό δεν πρέπει να υπονομεύει κατ' ουσίαν τα δικαιώματα που χορηγούνται από την οδηγία, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους περιορισμούς της κράτησης και της χρήσης αναγκαστικών μέτρων, τις διαδικαστικές εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος έγγραφης απόφασης και προσφυγής έναντι της εν λόγω απόφασης, την προτεραιότητα της οικειοθελούς αναχώρησης. Για κάθε επιστροφή που δεν έχει ήδη διενεργηθεί έως τις 24 Δεκεμβρίου 2010, πρέπει να εκδοθεί έγγραφη απόφαση σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 12 της οδηγίας, και να παρασχεθεί αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά της εν λόγω απόφασης σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 13 της οδηγίας.

    Οι «ιστορικές» απαγορεύσεις εισόδου που εκδόθηκαν πριν από τις 24 Δεκεμβρίου 2010 πρέπει να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 11.9). Οι χρόνοι κράτησης που έχουν συμπληρωθεί προτού τεθούν σε εφαρμογή οι κανόνες της οδηγίας περί επιστροφής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του συνολικού ανώτατου χρονικού ορίου που προβλέπεται στην οδηγία περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 14.4.2).

    Εισαγωγή παρέκκλισης από το πεδίο εφαρμογής σε μεταγενέστερο στάδιο (μετά το 2010): Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν την παρέκκλιση του άρθρου 2 («συνοριακές περιπτώσεις» και περιπτώσεις ποινικού δικαίου) σε μεταγενέστερο στάδιο. Ενδεχόμενη τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας δεν πρέπει να έχει δυσμενείς συνέπειες για τα πρόσωπα που μπόρεσαν ήδη να επωφεληθούν από τα αποτελέσματα της οδηγίας περί επιστροφής (βλέπε ενότητα 2).

    19.   ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

    Το παρόν εγχειρίδιο στηρίζεται στις ακόλουθες πηγές:

    1.

    Συγκεντρωτικά πρακτικά της ομάδας επαφής σχετικά με την οδηγία περί επιστροφής.

    2.

    Αποσπάσματα από τις σχετικές υποθέσεις του ΔΕΕ (με λέξεις-κλειδιά και το όνομα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους εντός παρενθέσεων):

    Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση Kadzoev (C-357/09 PPU), ECLI:EU:C:2009:741 (κράτηση, λόγοι παράτασης, σύνδεση με την κράτηση για λόγους ασύλου – BG)

    Απόφαση της 28ης Απριλίου 2011 στην υπόθεση El Dridi (C-61/11 PPU), ECLI:EU:C:2011:268 (ποινικοποίηση, τιμωρία της παράνομης διαμονής μέσω της φυλάκισης – IT)

    Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011 στην υπόθεση Achughbabian (C-329/11), ECLI:EU:C:2011:807 (ποινικοποίηση, τιμωρία της παράνομης διαμονής μέσω της φυλάκισης – FR)

    Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012 στην υπόθεση Sagor (C-430/11), ECLI:EU:C:2012:777 (ποινικοποίηση, τιμωρία της παράνομης διαμονής μέσω της επιβολής προστίμου, εντολή απέλασης, κατ' οίκον περιορισμός – ΙΤ)

    Απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013 στην υπόθεση Mbaye (C-522/11), ECLI:EU:C:2013:190 (ποινικοποίηση της παράνομης διαμονής – ΙΤ)

    Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013 στην υπόθεση Arslan (C-534/11), ECLI:EU:C:2013:343 (επιστροφή έναντι κράτησης για λόγους ασύλου – CZ)

    Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013 στην υπόθεση G. και R. (C-383/13 PPU), ECLI:EU:C:2013:533 (δικαίωμα ακρόασης πριν από την παράταση της κράτησης – NL)

    Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013 στην υπόθεση Filev και Osmani (C-297/12), ECLI:EU:C:2013:569 (απαγορεύσεις εισόδου, ανάγκη για αυτεπάγγελτο καθορισμό της διάρκειας, ιστορικές απαγορεύσεις εισόδου – DE)

    Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 στην υπόθεση Mahdi (C-146/14 PPU), ECLI:EU:C:2014:1320 (κράτηση, λόγοι παράτασης και εποπτεία από δικαστική αρχή – BG)

    Απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014 στην υπόθεση Da Silva (C-189/13), ECLI:EU:C:2014:2043 (ποινικοποίηση, παράνομη είσοδος – FR)

    Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014 στις υποθέσεις Bero (C-473/13) και Bouzalmate (C-514/13), ECLI:EU:C:2014:2095 (συνθήκες κράτησης, υποχρέωση παροχής ειδικών εγκαταστάσεων – DE)

    Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014 στην υπόθεση Pham (C-474/13), ECLI:EU:C:2014:2096 (συνθήκες κράτησης – DE)

    Απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014 στην υπόθεση Mukarubega (C-166/13), ECLI:EU:C:2014:2336 (δικαίωμα ακρόασης πριν από την έκδοση απόφασης επιστροφής – FR)

    Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014 στην υπόθεση Boudjlida (C-249/13), ECLI:EU:C:2014:2431 (δικαίωμα ακρόασης πριν από την έκδοση απόφασης επιστροφής – FR)

    Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014 στην υπόθεση Abdida (C-562/13), ECLI:EU:C:2014:2453 (δικαιώματα εν αναμονή αναβληθείσας επιστροφής – BE)

    Απόφαση της 23ης Απριλίου 2015 στην υπόθεση Zaizoune (C-38/14), ECLI:EU:C:2015:260 (υποχρέωση έκδοσης απόφασης επιστροφής – ES)

    Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015 στην υπόθεση Zh. και O. (C-554/13), ECLI:EU:C:2015:377 (κριτήρια για τον καθορισμό της οικειοθελούς περιόδου αναχώρησης – NL)

    Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015 στην υπόθεση Skerdjan Celaj (C-290/14), ECLI:EU:C:2015:640 (ποινικοποίηση της μη συμμόρφωσης με την απαγόρευση εισόδου – IT)

    Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016 στην υπόθεση J.N. (C-601/15 PPU), ECLI:EU:C:2016:84 (εκτέλεση απόφασης επιστροφής μετά την απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας – NL)

    Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016 στην υπόθεση Affum (C-47/15), ECLI:EU:C:2016:408 (ορισμός της παράνομης διαμονής, ποινικοποίηση, παράνομη είσοδος – FR)

    Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017 στην υπόθεση Al Chodor κ.λπ. (C-528/15), ECLI:EU:C:2017:213 (ορισμός του κινδύνου διαφυγής στο πλαίσιο των διαδικασιών του Δουβλίνου – CZ)

    Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017 στην υπόθεση Ouhrami (C-225/16), ECLI:EU:C:2017:590 (ημερομηνία ισχύος της απαγόρευσης εισόδου – NL)

    3.

    Το κεκτημένο της ΕΕ στον τομέα της επιστροφής:

    Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών

    Οδηγία 2001/40/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών

    Οδηγία 2003/110/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, όσον αφορά τη συνδρομή κατά τη διέλευση σε περίπτωση απομάκρυνσης διά της αεροπορικής οδού

    Απόφαση 2004/191/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση των κριτηρίων και των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας 2001/40/ΕΚ

    Απόφαση 2004/573/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, περί διοργάνωσης κοινών πτήσεων για την απομάκρυνση από το έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, υπηκόων τρίτων χωρών για τους οποίους έχουν εκδοθεί ατομικές αποφάσεις απομάκρυνσης

    Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 863/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2005/267/ΕΚ του Συμβουλίου

    Σύσταση της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2017, για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των επιστροφών στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, C(2017) 1600

    Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 12ης Απριλίου 2017, προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, «Η προστασία των παιδιών-μεταναστών», COM(2017) 211 final

    4.

    Συναφή έγγραφα του Συμβουλίου της Ευρώπης:

    Είκοσι κατευθυντήριες αρχές σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή, που υιοθέτησε η Επιτροπή υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 4 Μαΐου 2005, και σχόλια (Σεπτέμβριος 2005, ISBN 92-871-5809-6)

    Πρότυπα ΕΠΒ (CPT/Inf/E (2002) 1 – Rev. 2013)

    Ενημερωτικό δελτίο ΕΠΒ σχετικά με την κράτηση μεταναστών (CPT/Inf(2017) 3 του Μαρτίου 2017)

    Σύσταση Rec(2006)2 της Επιτροπής των υπουργών των κρατών μελών σχετική με τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες (υιοθετήθηκε από την Επιτροπή υπουργών στις 11 Ιανουαρίου 2006, κατά την 952η συνάντηση των Εκπροσώπων των υπουργών)

    5.

    Συναφή έγγραφα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

    Έγγραφο καθοδήγησης για πτυχές θεμελιωδών δικαιωμάτων όσον αφορά τη σύλληψη παρατύπως διαμενόντων μεταναστών, Οκτώβριος 2012

    Εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαϊκή νομοθεσία σε θέματα ασύλου, συνόρων και μετανάστευσης, κοινή έκδοση του FRA και του ΕΔΔΑ, 2014

    Εναλλακτικές λύσεις αντί της κράτησης για αιτούντες άσυλο και πρόσωπα που υπάγονται σε διαδικασίες επιστροφής, Οκτώβριος 2015

    Σημείωμα – Θεμελιώδη δικαιώματα παρατύπως διαμενόντων μεταναστών οι οποίοι δεν τελούν υπό απομάκρυνση, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://fra.europa.eu/en/Non-removed-migrants-rights

    Ευρωπαϊκό νομικό και πολιτικό πλαίσιο σχετικά με την κράτηση παιδιών μεταναστών, Ιούνιος 2017, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://fra.europa.eu/en/publication/2017/child-migrant-detention.

    6.

    Εκθέσεις αξιολογήσεων Σένγκεν στον τομέα της επιστροφής

    20.   ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

     

    Χάρτης: Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

     

    ΣτΕ: Συμβούλιο της Ευρώπης

     

    ΕΣΔΑ: Ευρωπαϊκή σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

     

    ΕΔΔΑ: Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

     

    ΔΕΕ: Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

     

    ΕΟΧ: Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος

     

    FRA: Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

     

    Κράτη μέλη: τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία περί επιστροφής (όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας), καθώς και Ελβετία, Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν

     

    SBC: Κώδικας συνόρων του Σένγκεν

     

    ΣΕΣ: Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν

     

    SIS: Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν

     

    ΣΕΕ: Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

     

    ΣΛΕΕ: Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης


    (1)  Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 98).

    (2)  C(2015) 6250.

    (3)  C(2017) 1600 final.

    (4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 77 της 23.3.2016, σ. 1).

    (5)  Δυνάμει ειδικής διάταξης της Συνθήκης Προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, μόνον οι βρετανοί πολίτες που είναι «υπήκοοι του Ηνωμένου Βασιλείου για τους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης» είναι επίσης πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (6)  Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 77).

    (7)  Σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 1 παράγραφος 1 της σύμβασης του 1954 για το καθεστώς των ανιθαγενών, ως ανιθαγενής νοείται «πρόσωπο το οποίο ουδέν Κράτος θεωρεί ως υπήκοόν του κατ' εφαρμογήν της νομοθεσίας του».

    (8)  Απόφαση του ΔΕΕ της 7ης Ιουνίου 2016 στην υπόθεση Affum, C-47/15, ECLI:EU:C:2016:408.

    (9)  Απόφαση του ΔΕΕ της 6ης Δεκεμβρίου 2011 στην υπόθεση Achughbabian, C-329/11, ECLI:EU:C:2011:807.

    (10)  Απόφαση του ΔΕΕ της 6ης Δεκεμβρίου 2012 στην υπόθεση Sagor, C-430/11, ECLI:EU:C:2012:777.

    (11)  Απόφαση του ΔΕΕ της 15ης Μαρτίου 2017 στην υπόθεση Al Chodor κ.λπ., C-528/15, ECLI:EU:C:2017:213.

    (12)  Άρθρο 2 στοιχείο ιδ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 31): «“κίνδυνος διαφυγής”: η ύπαρξη λόγων σε μεμονωμένη περίπτωση, που βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία καθορίζονται από τον νόμο, επί τη βάσει των οποίων εικάζεται ότι ο αιτών ή ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις που υπόκειται σε διαδικασία μεταφοράς μπορεί να διαφύγει».

    (13)  Οι σχετικές πληροφορίες μπορούν να ληφθούν μέσω του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου, που θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 93 της 7.4.2009, σ. 23), και με την απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS) κατ' εφαρμογή του άρθρου 11 της απόφασης-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ (ΕΕ L 93 της 7.4.2009, σ. 33). Στις 19 Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή υπέβαλε την πρόταση COM(2016) 7 final με γνώμονα τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών ποινικού μητρώου σχετικά με υπηκόους τρίτων χωρών στην ΕΕ.

    (14)  Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 96).

    (15)  Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ L 337 της 20.12.2011, σ. 9).

    (16)  Σε αντίθεση με τα κράτη μέλη της ΕΕ, η Ελβετία, η Νορβηγία, η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν δεν δεσμεύονται από τις οδηγίες της ΕΕ βάσει του άρθρου 288 της ΣΛΕΕ, παρά μόνον αφού τις αποδεχθούν και σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Συνεπώς, σε αντίθεση με τα κράτη μέλη της ΕΕ, η Ελβετία, η Νορβηγία, η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν δεν δεσμεύονται από τη νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με τη μεταφορά των οδηγιών στο οικείο εθνικό δίκαιο και μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη μεταφορά της υποχρέωσης που ορίζεται στην οδηγία περί επιστροφής (π.χ., μέσω άμεσης παραπομπής στο κείμενο της οδηγίας) σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις τους.

    (17)  Απόφαση του ΔΕΕ της 19ης Σεπτεμβρίου 2013 στην υπόθεση Filev και Osmani, C-297/12, ECLI:EU:C:2013:569.

    (18)  Μετά την κωδικοποίηση του κώδικα συνόρων του Σένγκεν το 2016, η αναφορά στο άρθρο 13 του εν λόγω κώδικα νοείται ως αναφορά στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399.

    (19)  Συμβούλιο της Ευρώπης, Ευρωπαϊκή σύμβαση εκδόσεως, 1957.

    (20)  Απόφαση του ΔΕΕ της 28ης Απριλίου 2011 στην υπόθεση El Dridi, C-61/11 PPU, ECLI:EU:C:2011:268.

    (21)  Απόφαση του ΔΕΕ της 23ης Απριλίου 2015 στην υπόθεση Zaizoune, C-38/14, ECLI:EU:C:2015:260.

    (22)  Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το καθεστώς των προσφύγων, 1951.

    (23)  Άρθρο 31 παράγραφος 1 της σύμβασης για το καθεστώς των προσφύγων: «1. Αι συμβαλλόμεναι χώραι δεν θα επιβάλλουν ποινικάς κυρώσεις εις πρόσφυγας λόγω παρανόμου εισόδου ή διαμονής, εάν ούτοι, προερχόμενοι απευθείας εκ χώρας ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών ηπειλείτο, εν την εννοία του άρθρου 1, εισέρχωνται ή ευρίσκωνται ήδη επί του εδάφους αυτών άνευ αδείας, υπό την επιφύλαξιν πάντως, ότι ούτοι αφενός μεν θα παρουσιαστούν αμελλητί εις τας αρχάς αφετέρου δε θα δώσουν επαρκείς εξηγήσεις περί της παρανόμου αυτών εισόδου ή διαμονής».

    (24)  Απόφαση του ΔΕΕ της 1ης Οκτωβρίου 2015 στην υπόθεση Skerdjan Celaj, C-290/14, ECLI:EU:C:2015:640.

    (25)  Οδηγία 2009/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την επιβολή ελάχιστων προτύπων όσον αφορά τις κυρώσεις και τα μέτρα κατά των εργοδοτών που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών (ΕΕ L 168 της 30.6.2009, σ. 24). Η Δανία, η Ελβετία, η Νορβηγία, η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν δεν δεσμεύονται από την εν λόγω οδηγία.

    (26)  Οδηγία 2004/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τον τίτλο παραμονής που χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών θύματα εμπορίας ανθρώπων ή συνέργειας στη λαθρομετανάστευση, οι οποίοι συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές (ΕΕ L 261 της 6.8.2004, σ. 19).

    (27)  Οδηγία 2001/40/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 149 της 2.6.2001, σ. 34).

    (28)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 31).

    (29)  Τα παραδείγματα που παρέχονται είναι απλουστευμένα για σκοπούς επεξήγησης. Στην πράξη, κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων.

    (30)  Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19).

    (31)  Σύσταση της Επιτροπής C(2006) 5186, της 6ης Νοεμβρίου 2006, για την καθιέρωση κοινού «Πρακτικού εγχειριδίου για τους συνοριοφύλακες (Εγχειρίδιο Σένγκεν)», προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά τη διενέργεια συνοριακών ελέγχων επί προσώπων, και μεταγενέστερες τροποποιήσεις.

    (32)  Αυτός ο όρος αποτελεί ευρεία, γενική διάταξη που καλύπτει επίσης τις περιπτώσεις που εξαιρούνται ρητώς από τον ορισμό του «τίτλου διαμονής» δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 16 στοιχείο β) σημεία i) και ii) του κώδικα συνόρων του Σένγκεν.

    (33)  Απόφαση αριθ. C(2010) 1620 της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 2010, σχετικά με τη θέσπιση εγχειριδίου για την εξέταση αιτήσεων θεώρησης και την τροποποίηση των χορηγηθεισών θεωρήσεων, και μεταγενέστερες τροποποιήσεις.

    (34)  Απόφαση του ΔΕΕ της 15ης Φεβρουαρίου 2016 στην υπόθεση J.N., C-601/15 PPU, ECLI:EU:C:2016:84.

    (35)  Οδηγία 2014/66/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στο πλαίσιο ενδοεταιρικής μετάθεσης (ΕΕ L 157 της 27.5.2014, σ. 1).

    (36)  Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ L 16 της 23.1.2004, σ. 44).

    (37)  Οδηγία 2011/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011, που τροποποιεί την οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της και στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας (ΕΕ L 132 της 19.5.2011, σ. 1).

    (38)  Οδηγία 2009/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την απασχόληση υψηλής ειδίκευσης (ΕΕ L 155 της 18.6.2009, σ. 17).

    (39)  Έγγραφο 8829/16 του Συμβουλίου.

    (40)  Έγγραφο 9979/16 του Συμβουλίου.

    (41)  Απόφαση του ΔΕΕ της 11ης Ιουνίου 2015 στην υπόθεση Zh. και O., C-554/13, ECLI:EU:C:2015:377.

    (42)  Απόφαση 2004/191/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση των κριτηρίων και των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής για την αντιστάθμιση των οικονομικών ανισορροπιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας 2001/40/ΕΚ σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών, ΕΕ L 60 της 27.2.2004, σ. 55.

    (43)  Οδηγία 2003/110/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, όσον αφορά τη συνδρομή κατά τη διέλευση σε περίπτωση απομάκρυνσης διά της αεροπορικής οδού, ΕΕ L 321 της 6.12.2003, σ. 26.

    (44)  Σημείωση: αυτή η ερμηνεία δεν σημαίνει ότι η απομάκρυνση άνευ συνοδείας είναι συνώνυμη με την οικειοθελή αναχώρηση. Ο όρος απομάκρυνση άνευ συνοδείας μπορεί επίσης να καλύπτει περιπτώσεις αναγκαστικής επιστροφής (απομάκρυνσης) χωρίς αστυνομική συνοδεία.

    (45)  

    COM(2016) 881 final.

    (46)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1953 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη θέσπιση ευρωπαϊκού ταξιδιωτικού εγγράφου για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και για την κατάργηση της σύστασης του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 1994, ΕΕ L 311 της 17.11.2016, σ. 13.

    (47)  Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 60).

    (48)  Απόφαση 2004/573/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, περί διοργάνωσης κοινών πτήσεων για την απομάκρυνση από το έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, υπηκόων τρίτων χωρών για τους οποίους έχουν εκδοθεί ατομικές αποφάσεις απομάκρυνσης (ΕΕ L 261 της 6.8.2004, σ. 28).

    (49)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 863/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2005/267/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 251 της 16.9.2016, σ. 1).

    (50)  Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, 1989.

    (51)  UNHCR-Unicef, Safe and Sound, 2014, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.refworld.org/docid/5423da264.html.

    (52)  Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Γενικό σχόλιο αριθ. 14 (2013) σχετικά με το δικαίωμα του παιδιού να λαμβάνονται πρωτίστως υπόψη τα συμφέροντά του (άρθρο 3 παράγραφος 1)*, 2013, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www2.ohchr.org/English/bodies/crc/docs/GC/CRC_C_GC_14_ENG.pdf.

    (53)  UNHCR, Κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού, 2008, http://www.unhcr.org/4566b16b2.pdf.

    (54)  UNHCR, Field Handbook for the Implementation of UNHCR BID Guidelines, 2011, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.refworld.org/pdfid/4e4a57d02.pdf.

    (55)  Συμβούλιο της Ευρώπης, Είκοσι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή, 2005.

    (56)  Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, Age assessment practice in Europe (Πρακτικές εκτίμησης ηλικίας στην Ευρώπη), 2014, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.easo.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Age-assessment-practice-in-Europe.pdf. Επί του παρόντος καταρτίζεται νέο έγγραφο καθοδήγησης.

    (57)  Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Guidelines for the alternative care of children, 2010, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.refworld.org/docid/4c3acd162.html.

    (58)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) (ΕΕ L 381 της 28.12.2006, σ. 4).

    (59)  COM(2009) 313 final.

    (60)  Απόφαση του ΔΕΕ της 17ης Νοεμβρίου 2011 στην υπόθεση Gaydarov, C-430/10, ECLI:EU:C:2011:749.

    (61)  Απόφαση του ΔΕΕ της 26ης Ιουλίου 2017 στην υπόθεση Ouhrami, C-225/16, ECLI:EU:C:2017:590.

    (62)  Απόφαση του ΔΕΕ της 10ης Σεπτεμβρίου 2013 στην υπόθεση G. και R., C-383/13 PPU, ECLI:EU:C:2013:533.

    (63)  Απόφαση του ΔΕΕ της 11ης Δεκεμβρίου 2014 στην υπόθεση Boudjlida, C-249/13, ECLI:EU:C:2014:2431.

    (64)  Απόφαση του ΔΕΕ της 6ης Νοεμβρίου 2014 στην υπόθεση Mukarubega, C-166/13, ECLI:EU:C:2014:2336.

    (65)  Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Γενικό σχόλιο αριθ. 12 (2009): Το δικαίωμα ακρόασης του παιδιού, 2009, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.refworld.org/docid/4ae562c52.html.

    (66)  COM(2015) 285 final.

    (67)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 810/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη θέσπιση κοινοτικού κώδικα θεωρήσεων (κώδικας θεωρήσεων) (ΕΕ L 243 της 15.9.2009, σ. 1).

    (68)  Απόφαση του ΔΕΕ της 18ης Δεκεμβρίου 2014 στην υπόθεση Abdida, C-562/13, ECLI:EU:C:2014:2453.

    (69)  Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ L 326 της 13.12.2005, σ. 13), που καταργήθηκε από την οδηγία 2013/32/ΕΕ.

    (70)  Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 5ης Φεβρουαρίου 2002 στην υπόθεση Čonka κατά Βελγίου, προσφυγή αριθ. 51564/99.

    (71)  Οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη (ΕΕ L 31 της 6.2.2003, σ. 18).

    (72)  Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Γενικό σχόλιο αριθ. 6 (2005): Μεταχείριση ασυνόδευτων και χωρισμένων από την οικογένειά τους παιδιών έξω από τη χώρα καταγωγής τους, 2005, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.refworld.org/docid/42dd174b4.html

    (73)  Απόφαση του ΔΕΕ της 5ης Ιουνίου 2014 στην υπόθεση Mahdi, C-146/14 PPU, ECLI:EU:C:2014:1320.

    (74)  Απόφαση του ΔΕΕ της 30ής Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση Kadzoev, C-357/09 PPU, ECLI:EU:C:2009:741.

    (75)  UNHCR, Options paper 2: Options for governments on open reception and alternatives to detention, 2015, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.unhcr.org/protection/detention/5538e53d9/unhcr-options-paper-2-options-governments-open-reception-alternatives-detention.html

    (76)  Απόφαση του ΔΕΕ της 30ής Μαΐου 2013 στην υπόθεση Arslan, C-534/11, ECLI:EU:C:2013:343

    (77)  Μπορείτε να συμβουλευθείτε την επισκόπηση των διαφορετικών περιόδων που εφαρμόζονται βάσει του εθνικού δικαίου στην ακόλουθη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/smart-regulation/evaluation/search/download.do?documentId=10737855 (σελίδες 44-50). Η εν λόγω επισκόπηση αντικατοπτρίζει την κατάσταση έως τον Δεκέμβριο του 2013, γεγονός που σημαίνει ότι ορισμένοι εθνικοί κανόνες έχουν εν τω μεταξύ τροποποιηθεί.

    (78)  Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014 στην υπόθεση Bero, C-473/13, και στην υπόθεση Bouzalmate, C-514/13, ECLI:EU:C:2014:2095.

    (79)  Απόφαση του ΔΕΕ της 17ης Ιουλίου 2014 στην υπόθεση Pham, C-474/13, ECLI:EU:C:2014:2096.

    (80)  UNHCR, Options paper 1: Options for governments on care arrangements and alternatives to detention for children and families, 2015, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.unhcr.org/553f58509.pdf.

    (81)  Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, European legal and policy framework on immigration detention of children (Ευρωπαϊκό νομικό και πολιτικό πλαίσιο σχετικά με την κράτηση παιδιών μεταναστών), 2017, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://fra.europa.eu/sites/default/files/fra_uploads/fra-2017-immigration-detention-children_en.pdf.

    (82)  Όσον αφορά την ιδιαίτερη περίπτωση της Ελβετίας, της Νορβηγίας, της Ισλανδίας και του Λιχτενστάιν: βλέπε σχετική υποσημείωση στην ενότητα 2 ανωτέρω.


    Top