Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32016R1647

    Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1647 της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Βιετνάμ, τα οποία κατασκευάζονται από τις επιχειρήσεις Best Royal Co. Ltd, Lac Cuong Footwear Co. Ltd, Lac Ty Co. Ltd, Saoviet Joint Stock Company (Megastar Joint Stock Company), VMC Royal Co. Ltd, Freetrend Industrial Ltd και τη συνδεδεμένη της εταιρεία Freetrend Industrial A (Vietnam) Co. Ltd., Fulgent Sun Footwear Co. Ltd, General Shoes Ltd, Golden Star Co. Ltd, Golden Top Company Co. Ltd, Kingmaker Footwear Co. Ltd., Tripos Enterprise Inc., Vietnam Shoe Majesty Co. Ltd, και για την εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου στις συνεκδικαθείσες υποθέσεις C-659/13 και C-34/14

    C/2016/5757

    ΕΕ L 245 της 14.9.2016, p. 16–38 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 15/09/2021

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2016/1647/oj

    14.9.2016   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 245/16


    ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1647 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 13ης Σεπτεμβρίου 2016

    για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Βιετνάμ, τα οποία κατασκευάζονται από τις επιχειρήσεις Best Royal Co. Ltd, Lac Cuong Footwear Co. Ltd, Lac Ty Co. Ltd, Saoviet Joint Stock Company (Megastar Joint Stock Company), VMC Royal Co. Ltd, Freetrend Industrial Ltd και τη συνδεδεμένη της εταιρεία Freetrend Industrial A (Vietnam) Co. Ltd., Fulgent Sun Footwear Co. Ltd, General Shoes Ltd, Golden Star Co. Ltd, Golden Top Company Co. Ltd, Kingmaker Footwear Co. Ltd., Tripos Enterprise Inc., Vietnam Shoe Majesty Co. Ltd, και για την εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου στις συνεκδικαθείσες υποθέσεις C-659/13 και C-34/14

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»), και ιδίως το άρθρο 266,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης («βασικός κανονισμός») (1), και ιδίως τα άρθρα 9 και 14,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Στις 23 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 553/2006 (2) για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα («υποδήματα»), καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας («ΛΔΚ») και Βιετνάμ («προσωρινός κανονισμός»).

    (2)

    Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1472/2006 (3), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ που κυμαίνονταν από 9,7 % έως 16,5 % στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Βιετνάμ και ΛΔΚ, για δύο έτη [«κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1472/2006» ή «επίδικος κανονισμός»].

    (3)

    Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 388/2008 (4), το Συμβούλιο επέκτεινε τα οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής ΛΔΚ, στις εισαγωγές των ίδιων προϊόντων που αποστέλλονται από την Ειδική Διοικητική Περιοχή (ΕΔΠ) του Μακάο, ανεξάρτητα από το αν δηλώνονται ως καταγωγής ΕΔΠ Μακάο ή όχι.

    (4)

    Κατόπιν διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων η οποία ξεκίνησε στις 3 Οκτωβρίου 2008 (5), το Συμβούλιο επέκτεινε περαιτέρω για 15 μήνες τα μέτρα αντιντάμπινγκ με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1294/2009 (6), δηλαδή έως τις 31 Μαρτίου 2011, οπότε και έληξε η ισχύς των μέτρων [«κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1294/2009»].

    (5)

    Οι επιχειρήσεις Brosmann Footwear (HK) Ltd, Seasonable Footwear (Zhongshan) Ltd, Lung Pao Footwear (Guangzhou) Ltd και Risen Footwear (HK) Co. Ltd καθώς και η επιχείρηση Zhejiang Aokang Shoes Co. Ltd («οι αιτούντες») προσέβαλαν τον επίδικο κανονισμό στο Πρωτοδικείο (σημερινό Γενικό Δικαστήριο). Με τις αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2010 στην υπόθεση T-401/06 Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2010, σ. II- 671, και της 4ης Μαρτίου 2010 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-407/06 και T-408/06 Zhejiang Aokang Shoes και Wenzhou Taima Shoes κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2010, σ. II-747, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις εν λόγω ενστάσεις.

    (6)

    Οι αιτούντες άσκησαν αναίρεση κατά των εν λόγω αποφάσεων. Στις αποφάσεις του της 2ας Φεβρουαρίου 2012 στην υπόθεση C-249/10 P Brosmann et al και της 15ης Νοεμβρίου 2012 στην υπόθεση C-247/10 P Zhejiang Aokang Shoes Co. Ltd («αποφάσεις Brosmann και Aokang»), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναίρεσε τις εν λόγω αποφάσεις. Έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη στο μέτρο που έκρινε ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να εξετάζει τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε καθεστώς οικονομίας αγοράς (ΚΟΑ) οι οποίες στηρίζονταν στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχεία β) και γ) του βασικού κανονισμού και προέρχονταν από επιχειρήσεις που δεν περιλαμβάνονταν στο δείγμα (σκέψη 36 της απόφασης στην υπόθεση C-249/10 P και σκέψεις 29 και 32 της απόφασης στην υπόθεση C-247/10 P).

    (7)

    Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέδωσε το ίδιο απόφαση επί του ζητήματος. Στην απόφαση αυτή αναφέρονταν τα εξής: «[…] η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει τις τεκμηριωμένες αιτήσεις που της υπέβαλαν οι αναιρεσείουσες βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχεία β) και γ) του βασικού κανονισμού με σκοπό να τύχουν του ΚΟΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ που προβλέπει ο επίδικος κανονισμός. Πρέπει, ακολούθως, να σημειωθεί ότι δεν αποκλείεται μια τέτοια εξέταση να είχε ως επακόλουθο την επιβολή σε βάρος τους οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ διαφορετικού από τον δασμό 16,5 % που τους επιβλήθηκε βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του επίδικου κανονισμού. Πράγματι, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ 9,7 % στη μοναδική κινεζική επιχείρηση η οποία περιλαμβανόταν στο δείγμα και υπήχθη σε ΚΟΑ. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, αν η Επιτροπή είχε αποφανθεί ότι συνέτρεχαν και στην περίπτωση των αναιρεσειουσών οι συνθήκες της οικονομίας της αγοράς, θα έπρεπε να εφαρμοστεί και προς όφελός τους ο εν λόγω συντελεστής, καθόσον δεν ήταν δυνατός ο υπολογισμός ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ» (σκέψη 42 της απόφασης στην υπόθεση C-249/10 P και σκέψη 36 της απόφασης στην υπόθεση C-247/10 P).

    (8)

    Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ακύρωσε τον επίδικο κανονισμό, στον βαθμό που αφορά τους οικείους αιτούντες.

    (9)

    Τον Οκτώβριο του 2013 η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (7), ανακοίνωσε ότι είχε αποφασίσει να συνεχίσει τη διαδικασία αντιντάμπινγκ από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο συνέβη η παρανομία και να εξετάσει κατά πόσον συνέτρεχαν οι συνθήκες της οικονομίας της αγοράς για τους αιτούντες για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2004 έως την 31η Μαρτίου 2005, κάλεσε δε τα ενδιαφερόμενα μέρη να εμφανιστούν και να αναγγελθούν.

    (10)

    Τον Μάρτιο του 2014 το Συμβούλιο, με την εκτελεστική απόφαση 2014/149/ΕΕ (8), απέρριψε πρόταση της Επιτροπής για έκδοση εκτελεστικού κανονισμού του Συμβουλίου για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, τα οποία κατασκευάζονται από τις επιχειρήσεις Brosmann Footwear (HK) Ltd, Seasonable Footwear (Zhongshan) Ltd, Lung Pao Footwear (Guangzhou) Ltd, Risen Footwear (HK) Co Ltd και Zhejiang Aokang Shoes Co. Ltd και περάτωσε τη διαδικασία όσον αφορά τους συγκεκριμένους παραγωγούς. Το Συμβούλιο έκρινε ότι οι εισαγωγείς οι οποίοι αγόρασαν υποδήματα από εκείνους τους παραγωγούς-εξαγωγείς, για τους οποίους οι δασμοί είχαν επιστραφεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές βάσει του άρθρου 236 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου (9) («ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας»), είχαν αποκτήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 4 του επίδικου κανονισμού, που είχε καταστήσει εφαρμοστέες τις διατάξεις του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (10), και ιδίως του άρθρου 221, όσον αφορά την είσπραξη των δασμών.

    (11)

    Τρεις εισαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος, οι επιχειρήσεις C&J Clark International Ltd. («Clark»), Puma SE («Puma») και Timberland Europe BV («Timberland») («οι ενδιαφερόμενοι εισαγωγείς») προσέβαλαν τα μέτρα αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων από την Κίνα και το Βιετνάμ, επικαλούμενοι τη νομολογία που αναφέρεται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 7, ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων, με αποτέλεσμα να παραπεμφθούν οι υποθέσεις στο Δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

    (12)

    Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-659/13, C&J Clark International Limited και C-34/14, Puma SE το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1472/2006 και ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1294/2009 του Συμβουλίου είναι άκυροι στον βαθμό που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν εξέτασε τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και περί ατομικής μεταχείρισης («ΑΜ») που υποβλήθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς στη ΛΔΚ και στο Βιετνάμ οι οποίοι δεν συμπεριελήφθησαν στο δείγμα («οι αποφάσεις»), σε αντίθεση με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) και στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου (11).

    (13)

    Όσον αφορά την τρίτη υπόθεση C-571/14, Timberland Europe BV κατά Inspecteur van de Belastingdienst, kantoor Rotterdam Rijnmond, το Δικαστήριο αποφάσισε στις 11 Απριλίου 2016 να διαγράψει την υπόθεση κατόπιν αιτήματος του αιτούντος εθνικού δικαστηρίου.

    (14)

    Το άρθρο 266 της ΣΛΕΕ προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση ακύρωσης μιας πράξης που εκδόθηκε από τα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας, όπως η διαδικασία αντιντάμπινγκ, η συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου συνίσταται στην αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξης από νέα πράξη, στην οποία έχει εξαλειφθεί η παρανομία που επισήμανε το Δικαστήριο (12).

    (15)

    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία αντικατάστασης της ακυρωθείσας πράξης μπορεί να επαναλαμβάνεται από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο συνέβη η παρανομία (13). Αυτό συνεπάγεται ειδικότερα ότι σε περίπτωση ακύρωσης πράξης με την οποία περατώνεται μια διοικητική διαδικασία, η εν λόγω ακύρωση δεν επηρεάζει αναγκαστικά τις προπαρασκευαστικές πράξεις, όπως η έναρξη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Σε περίπτωση ακύρωσης κανονισμού για την επιβολή οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ, αυτό σημαίνει ότι, μετά την ακύρωση, η διαδικασία αντιντάμπινγκ εξακολουθεί να εκκρεμεί, καθώς η πράξη με την οποία περατώθηκε η διαδικασία αντιντάμπινγκ έχει εξαφανιστεί από την έννομη τάξη της Ένωσης (14), εκτός αν η παρανομία συνέβη κατά το στάδιο της έναρξης.

    (16)

    Εκτός από το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα δεν εξέτασαν τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και περί ΑΜ που υποβλήθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς στη ΛΔΚ και στο Βιετνάμ οι οποίοι δεν συμπεριελήφθησαν στο δείγμα, όλα τα άλλα πορίσματα που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1472/2006 και στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1294/2009 του Συμβουλίου εξακολουθούν να ισχύουν.

    (17)

    Στην προκειμένη περίπτωση, η παρανομία συνέβη μετά την έναρξη της διαδικασίας. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή αποφάσισε να συνεχίσει την παρούσα διαδικασία αντιντάμπινγκ που εξακολουθούσε να εκκρεμεί από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο συνέβη η παρανομία και να εξετάσει κατά πόσον συνέτρεχαν οι συνθήκες της οικονομίας της αγοράς για τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς κατά την περίοδο από την 1η Απριλίου 2004 έως την 31η Μαρτίου 2005, η οποία ήταν η περίοδος έρευνας στην έρευνα που οδήγησε στην επιβολή των οριστικών δασμών που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 («η αρχική έρευνα»). Η Επιτροπή εξέτασε επίσης, κατά περίπτωση, εάν οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς πληρούσαν τα κριτήρια για ΑΜ σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού στην έκδοση που ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 765/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) (ο «βασικός κανονισμός πριν από την τροποποίησή του») (16).

    (18)

    Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1395 της Επιτροπής (17), η Επιτροπή επέβαλε εκ νέου οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ και εισέπραξε οριστικά τους επιβληθέντες προσωρινούς δασμούς στις εισαγωγές, από την Clark και την Puma, ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής ΛΔΚ, τα οποία κατασκευάζονται από δεκατρείς κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που υπέβαλαν αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και περί ΑΜ στην έρευνα που οδήγησε στην επιβολή οριστικών δασμών («αρχική έρευνα»), αλλά δεν συμπεριελήφθησαν στο δείγμα κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας.

    (19)

    Για τις εισαγωγές των Clark, Puma και Timberland από το Βιετνάμ, η Επιτροπή αξιολόγησε όλες τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και περί ΑΜ που υποβλήθηκαν από τους μη συμπεριληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς-εξαγωγείς, οι οποίοι υπέβαλαν τις εν λόγω αιτήσεις στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας.

    (20)

    Όσον αφορά τις εισαγωγές της Timberland, ένας από τους δύο κινέζους προμηθευτές που προσδιορίστηκαν στην υπόθεση C-571/14, η General Shoes Ltd, στην πραγματικότητα ήταν εγκατεστημένος στο Βιετνάμ και αξιολογήθηκε υπό αυτή τη μορφή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Όπως αναφέρεται κατωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 144, αυτό αργότερο αμφισβητήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Αθλητικών Ειδών («FESI»), η οποία ισχυρίστηκε ότι η General Shoes Limited ήταν στην πραγματικότητα κινέζος προμηθευτής.

    Β.   ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-659/13 ΚΑΙ C-34/14 ΓΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ

    (21)

    Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να διορθώσει τις πτυχές του επίδικου κανονισμού που οδήγησαν στην ακύρωσή του, αφήνοντας αμετάβλητα τα μέρη της αξιολόγησης που δεν επηρεάζονται από την απόφαση (18).

    (22)

    Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στη διόρθωση των πτυχών του επίδικου κανονισμού που κρίθηκε ότι δεν συνάδουν με τον βασικό κανονισμό και οι οποίες οδήγησαν στην κήρυξη της ακυρότητας όσον αφορά ορισμένους παραγωγούς-εξαγωγείς από το Βιετνάμ.

    (23)

    Όλα τα άλλα πορίσματα που αναφέρονται στον επίδικο κανονισμό και τα οποία δεν κηρύχθηκαν άκυρα από το Δικαστήριο εξακολουθούν να ισχύουν και ενσωματώνονται στον παρόντα κανονισμό.

    (24)

    Κατά συνέπεια, οι ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις περιορίζονται στη νέα εκτίμηση που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις.

    (25)

    Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον συνέτρεχαν οι συνθήκες για υπαγωγή σε ΚΟΑ και ΑΜ για τους βιετναμέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, προμηθευτές των Clark, Puma και Timberland, οι οποίοι υπέβαλαν αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και/ή περί ΑΜ στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας, κατά την περίοδο από την 1η Απριλίου 2004 έως την 31η Μαρτίου 2005. Σκοπός της εν λόγω ανάλυσης είναι να εξακριβωθεί ο βαθμός στον οποίο οι τρεις ενδιαφερόμενοι εισαγωγείς δικαιούνται να λάβουν επιστροφή του δασμού αντιντάμπινγκ που κατέβαλαν σε σχέση με τους δασμούς αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν για τις εξαγωγές των βιετναμέζων προμηθευτών τους, οι οποίοι ζήτησαν να υπαχθούν σε ΚΟΑ και/ή ΑΜ.

    (26)

    Σε περίπτωση που από την ανάλυση προκύψει ότι έπρεπε να αναγνωριστεί ΚΟΑ ή ΑΜ στον βιετναμέζο παραγωγό του οποίου οι εξαγωγές υπόκειντο στον δασμό αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκε από οποιονδήποτε από τους τρεις ενδιαφερόμενους εισαγωγείς, θα πρέπει να αποδοθεί στους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς ένας ατομικός δασμολογικός συντελεστής και η επιστροφή του δασμού θα περιοριστεί στο ποσό που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος δασμού, δηλαδή 10 %, και του ατομικού δασμολογικού συντελεστή που υπολογίζεται για τον οικείο παραγωγό-εξαγωγέα, κατά περίπτωση.

    (27)

    Αντίθετα, εάν από την ανάλυση των εν λόγω αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και περί ΑΜ προκύψει ότι όλες όφειλαν να απορριφθούν, δεν δύναται να χορηγηθεί καμία επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ.

    (28)

    Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 12, το Δικαστήριο ακύρωσε τον επίδικο κανονισμό και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1294/2009 όσον αφορά τις εξαγωγές ορισμένων υποδημάτων από δεκατέσσερις βιετναμέζους παραγωγούς-εξαγωγείς και συγκεκριμένα τις επιχειρήσεις Best Royal Co. Ltd, Lac Cuong Footwear Co. Ltd, Lac Ty Co. Ltd, Saoviet Joint Stock Company (Megastar Joint Stock Company), VMC Royal Co. Ltd., Freetrend Industrial Ltd και τη συνδεδεμένη της εταιρεία Freetrend Industrial A (Vietnam) Co., Fulgent Sun Footwear Co. Ltd, General Shoes Ltd, Golden Star Co. Ltd, Golden Top Company Co. Ltd, Kingmaker Footwear Co. Ltd., Tripos Enterprise Inc., Vietnam Shoe Majesty Co. Ltd., («οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς») στην Ένωση, τα οποία εισάγονται από τις C&J Clark International Ltd, Puma SE και Timberland Europe BV, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν εξέτασε τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και περί ΑΜ που υποβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, από τους παραγωγούς-εξαγωγείς στο Βιετνάμ.

    (29)

    Συνεπώς, σε πρώτη φάση η Επιτροπή εξέτασε τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και περί ΑΜ αυτών των δεκατεσσάρων παραγωγών-εξαγωγέων, προκειμένου να καθορίσει τον εφαρμοστέο δασμολογικό συντελεστή για τις εξαγωγές τους. Η αξιολόγηση έδειξε ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν επαρκούσαν για να αποδείξουν ότι οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς δραστηριοποιούνταν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς ή ότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις για ατομική μεταχείριση (για λεπτομερή επεξήγηση, βλέπε παρακάτω αιτιολογικές σκέψεις 30 και επόμενες).

    1.   Αξιολόγηση των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ

    (30)

    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το βάρος της απόδειξης φέρει ο παραγωγός που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Συναφώς, το εν λόγω άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) πρώτο εδάφιο προβλέπει ότι η αίτηση που υποβάλλει ένας τέτοιος παραγωγός πρέπει να περιέχει επαρκείς αποδείξεις, όπως ορίζει η τελευταία αυτή διάταξη, ότι δραστηριοποιείται υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Επομένως, δεν εναπόκειται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να αποδείξουν ότι ο παραγωγός δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο εν λόγω καθεστώς. Αντιθέτως, στα εν λόγω όργανα εναπόκειται να εκτιμήσουν αν τα προσκομισθέντα από τον οικείο παραγωγό στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, προκειμένου να του αναγνωριστεί ΚΟΑ και εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να εξετάσει αν η εκτίμηση πάσχει από πρόδηλο σφάλμα (σκέψη 32 της απόφασης στην υπόθεση C-249/10 P και σκέψη 24 της απόφασης στην υπόθεση C-247/10 P).

    (31)

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, θα πρέπει να ικανοποιούνται και τα πέντε κριτήρια που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο, ώστε να μπορεί να αναγνωριστεί ΚΟΑ σε έναν παραγωγό-εξαγωγέα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η μη συμμόρφωση με ένα τουλάχιστον κριτήριο συνιστούσε επαρκή λόγο για την απόρριψη της αίτησης περί υπαγωγής σε ΚΟΑ.

    (32)

    Κανένας από τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι πληρούσε το κριτήριο 1 (επιχειρηματικές αποφάσεις). Ειδικότερα, οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από οκτώ παραγωγούς-εξαγωγείς (V1, V2, V4, V7, V8, V9, V13, V14) κατέδειξαν ότι το κράτος ασκούσε σημαντική επιρροή στις επιχειρηματικές αποφάσεις. Όσον αφορά τους έξι υπόλοιπους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς, αυτοί δεν προσκόμισαν ουσιώδη και πλήρη στοιχεία (π.χ. στοιχεία σχετικά με τη δομή και το κεφάλαιο της επιχείρησης, στοιχεία σχετικά με τις εγχώριες πωλήσεις, στοιχεία σχετικά με τον διορισμό των διευθυντών κ.λπ.) ώστε να αποδείξουν ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις τους λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση.

    (33)

    Όσον αφορά το κριτήριο 2 (λογιστική), δέκα εταιρείες (V1, V2, V3, V5, V6, V7, V9, V10, V11, V12) δεν πληρούσαν το κριτήριο αυτό, διότι δεν υπέβαλαν σαφές σύνολο βασικών αρχείων λογιστικής καταγραφής. Οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν αφορούσαν την απουσία ελεγμένων λογαριασμών ή γνωμοδοτήσεων των ελεγκτών, σοβαρά θέματα που είχαν επισημανθεί από τους ελεγκτές στη γνωμοδότησή τους (όπως μη συμμόρφωση με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα) και αντιφάσεις που αφορούσαν δάνεια μεταξύ ορισμένων δηλώσεων στο έντυπο της αίτησης για υπαγωγή σε ΚΟΑ και των οικονομικών καταστάσεων. Για τις υπόλοιπες τέσσερις εταιρείες, το κριτήριο 2 δεν αξιολογήθηκε για τους λόγους που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 31.

    (34)

    Όσον αφορά το κριτήριο 3 (ενεργητικό και μεταφορά στρεβλώσεων από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς), οκτώ παραγωγοί-εξαγωγείς (V2, V4, V5, V7, V8, V10, V11, V12) δεν προσκόμισαν πλήρη στοιχεία (π.χ. στοιχεία που αφορούν το ενεργητικό της επιχείρησης και το δικαίωμα χρήσης γης, επεξηγήσεις για τη μη καταβολή φόρου εισοδήματος), ώστε να αποδείξουν ότι δεν υπήρχαν μείζονες στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς. Για τις υπόλοιπες έξι εταιρείες, το κριτήριο 3 δεν αξιολογήθηκε για τους λόγους που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 31.

    (35)

    Για τους λόγους που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 31, για κανέναν από τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν αξιολογήθηκαν τα κριτήρια 4 (νομοθεσία περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος) και 5 (καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών με τιμές αγοράς).

    (36)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε κανέναν από τους δεκατέσσερις οικείους βιετναμέζους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν θα πρέπει να αναγνωριστεί ΚΟΑ και ενημέρωσε σχετικώς τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς, καλώντας τους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις από κανέναν εκ των δεκατεσσάρων οικείων βιετναμέζων παραγωγών-εξαγωγέων.

    (37)

    Συνεπώς, κανένας από τους δεκατέσσερις οικείους βιετναμέζους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού και, κατά συνέπεια, δεν γίνεται δεκτή η υπαγωγή σε ΚΟΑ για κανέναν από αυτούς.

    2.   Αξιολόγηση των αιτήσεων περί ΑΜ

    (38)

    Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, πριν από την τροποποίησή του, στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του ίδιου κανονισμού, ορίζεται ατομικός δασμός για τους εξαγωγείς που μπορούν να αποδείξουν ότι πληρούν όλα τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, πριν από την τροποποίησή του.

    (39)

    Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 30, είναι αναγκαίο να υπογραμμιστεί ότι το βάρος της απόδειξης φέρει ο παραγωγός που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΑΜ βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, πριν από την τροποποίησή του. Για τον σκοπό αυτό, το πρώτο εδάφιο του άρθρου 9 παράγραφος 5 προβλέπει ότι η αίτηση που υποβάλλεται πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επομένως, δεν εναπόκειται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να αποδείξουν ότι ο παραγωγός δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο εν λόγω καθεστώς. Αντιθέτως, στα εν λόγω όργανα εναπόκειται να εκτιμήσουν αν τα προσκομισθέντα από τον οικείο εξαγωγέα στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, πριν από την τροποποίησή του, προκειμένου να του αναγνωριστεί η ιδιότητα επιχείρησης που δραστηριοποιείται υπό ΑΜ.

    (40)

    Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, πριν από την τροποποίησή του, οι εξαγωγείς θα πρέπει να αποδείξουν, με βάση δεόντως αιτιολογημένη αίτηση, ότι συμμορφώνονται και με τα πέντε κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο αυτό, ώστε να δύναται να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα επιχείρησης που δραστηριοποιείται υπό ΑΜ.

    (41)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η μη συμμόρφωση με ένα τουλάχιστον κριτήριο συνιστούσε επαρκή λόγο για την απόρριψη της αίτησης περί ΑΜ.

    (42)

    Τα πέντε αυτά κριτήρια έχουν ως εξής:

    α)

    σε περίπτωση εταιρειών που ελέγχονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από αλλοδαπούς ή από κοινές επιχειρήσεις, οι εξαγωγείς είναι ελεύθεροι να επαναπατρίζουν κεφάλαια και κέρδη·

    β)

    οι τιμές εξαγωγής και οι ποσότητες των εξαγόμενων προϊόντων, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις πώλησης καθορίζονται ελεύθερα·

    γ)

    η πλειοψηφία των μετοχών ανήκει σε ιδιώτες· οι κρατικοί υπάλληλοι που έχουν καθήκοντα στο διοικητικό συμβούλιο ή κατέχουν βασικές διευθυντικές θέσεις πρέπει να αποτελούν μειονότητα, ή διαφορετικά πρέπει να αποδειχθεί ότι η εταιρεία είναι παρ' όλα αυτά επαρκώς ανεξάρτητη από κρατική παρέμβαση·

    δ)

    οι πράξεις μετατροπής του συναλλάγματος πραγματοποιούνται σε τιμές της αγοράς· και

    ε)

    η κρατική παρέμβαση δεν είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει την καταστρατήγηση των μέτρων σε περίπτωση που καθοριστούν διαφορετικοί δασμολογικοί συντελεστές για τους μεμονωμένους εξαγωγείς.

    (43)

    Και οι δεκατέσσερις βιετναμέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς που υπέβαλαν αίτηση αναγνώρισης ΚΟΑ ζήτησαν επίσης αναγνώριση ΑΜ στην περίπτωση που δεν θα τους χορηγούνταν ΚΟΑ.

    (44)

    Τέσσερις παραγωγοί-εξαγωγείς (εταιρείες V6, V12, V13, V14) δεν πληρούσαν το κριτήριο 1 (επαναπατρισμός κεφαλαίου), καθώς δεν προσκόμισαν τεκμηριωμένα στοιχεία ότι ο επαναπατρισμός επιτρεπόταν.

    (45)

    Κανένας από τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι πληρούσε το κριτήριο 2 (ελεύθερος καθορισμός τιμών εξαγωγής και ποσοτήτων εξαγόμενων προϊόντων). Ειδικότερα, για εννέα παραγωγούς-εξαγωγείς (εταιρείες V1, V2, V4, V7, V8, V9, V10, V13, V14), το καταστατικό, η άδεια για επενδύσεις ή η άδεια άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας προβλέπουν περιορισμό της παραγωγής και, ως εκ τούτου, δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις, όπως οι ποσότητες των εξαγόμενων προϊόντων, λαμβάνονται σε συνάρτηση με τα στοιχεία της αγοράς, εκφράζοντας την προσφορά και τη ζήτηση. Οι υπόλοιποι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν πραγματοποίησαν πωλήσεις στην εγχώρια αγορά και απέτυχαν να παράσχουν περαιτέρω εξηγήσεις, ώστε να αποδείξουν ότι αυτό δεν οφειλόταν σε κρατική παρέμβαση.

    (46)

    Όσον αφορά το κριτήριο 3 (η εταιρεία —βασική διοίκηση και μετοχές— είναι επαρκώς ανεξάρτητη από την κρατική παρέμβαση), διαπιστώθηκε ότι δύο παραγωγοί-εξαγωγείς (εταιρείες V2, V8) ανήκαν εν μέρει σε κρατικούς μετόχους. Η πλειοψηφία των μετοχών ενός εκ των δύο παραγωγών-εξαγωγέων (εταιρεία V2) δεν άνηκε σε ιδιώτες όπως απαιτείται από το κριτήριο 3. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που είχαν διοριστεί από τους αντίστοιχους κρατικούς μετόχους και των δύο παραγωγών-εξαγωγέων ήταν σε θέση να αποκλείσουν οποιαδήποτε απόφαση στα αντίστοιχα συμβούλια τους. Ως εκ τούτου, κανένας από τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς δεν απέδειξε ότι ήταν επαρκώς ανεξάρτητος από κρατική παρέμβαση.

    (47)

    Συνεπώς, κανένας από τους δεκατέσσερις οικείους βιετναμέζους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που ορίζονταν στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, πριν από την τροποποίησή του, και, κατά συνέπεια, δεν έγινε δεκτή η υπαγωγή σε ΑΜ για κανέναν από αυτούς.

    (48)

    Επομένως, όσον αφορά τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς και για την περίοδο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1472/2006 του Συμβουλίου, θα πρέπει να επιβληθεί ο δασμός αντιντάμπινγκ των υπολοίπων εταιρειών που ισχύει για το Βιετνάμ. Η περίοδος εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού ήταν αρχικά από τις 7 Οκτωβρίου 2006 έως τις 7 Οκτωβρίου 2008. Μετά την έναρξη της διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, η περίοδος αυτή παρατάθηκε από τις 30 Δεκεμβρίου 2009 έως τις 31 Μαρτίου 2011. Η παρανομία που διαπιστώθηκε στις αποφάσεις είναι ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν προσδιόρισαν κατά πόσον τα προϊόντα που παράγονται από τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς θα πρέπει να υπόκεινται στον δασμό υπολοίπων εταιρειών ή σε ατομικό δασμό. Με βάση την παρανομία που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο, δεν υπάρχει νομική βάση για την πλήρη εξαίρεση των προϊόντων που παράγονται από τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς από την καταβολή δασμών αντιντάμπινγκ. Επομένως, μια νέα πράξη με την οποία θα αποκαθίσταται η παρανομία που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο χρειάζεται απλώς να επανεξετάσει τον ισχύοντα δασμό αντιντάμπινγκ και όχι τα ίδια τα μέτρα.

    (49)

    Καθώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο δασμός υπολοίπων εταιρειών θα πρέπει να επιβληθεί εκ νέου όσον αφορά τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς με τον ίδιο συντελεστή με αυτόν που καθορίστηκε αρχικά με τον επίδικο κανονισμό και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1294/2009, δεν απαιτούνται τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 388/2008 του Συμβουλίου. Ο εν λόγω κανονισμός εξακολουθεί να ισχύει.

    Γ.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

    (50)

    Τα ανωτέρω πορίσματα και συμπεράσματα κοινοποιήθηκαν στα ενδιαφερόμενα μέρη, στα οποία δόθηκε προθεσμία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η FESI και ένας εισαγωγέας παρουσιάστηκαν και υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους. Οι παρατηρήσεις της FESI υποβλήθηκαν επίσης και εξ ονόματος των Puma SE και Timberland Europe BV.

    Εικαζόμενες παρατυπίες στη διαδικασία

    (51)

    Η FESI υποστήριξε ότι υπήρχαν ορισμένα διαδικαστικά λάθη κατά την τρέχουσα εφαρμογή των σχετικών μέτρων. Η FESI επεσήμανε το γεγονός ότι οι αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ που υπέβαλαν οι κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς είχαν ήδη εξεταστεί και κοινοποιηθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-659/13, C&J Clark International Limited και C-34/14, Puma SE, την 3η Δεκεμβρίου 2015, καθώς και πριν από την πρόθεση της Επιτροπής για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων με συντελεστή 16,5 %. Επομένως οι αξιολογήσεις αυτές θα είχαν υλοποιηθεί χωρίς νομική βάση και προεξοφλούσαν την επικείμενη απόφαση του Δικαστηρίου.

    (52)

    Η Επιτροπή δεν συμφωνεί με την παραπάνω δήλωση, διότι απλώς προετοίμασε την εφαρμογή μιας πιθανής μελλοντικής δικαστικής απόφασης. Η προετοιμασία αυτή αποσκοπούσε στη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης, για τους ακόλουθους λόγους: Πρώτον, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει εξετάσει τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ. Το μόνο ζήτημα που διακυβευόταν στις διαδικασίες του Δικαστηρίου που εξακολουθούσαν να εκκρεμούν κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν το κατά πόσον ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας όπως οι Clark, Puma και Timberland, μπορεί να βασιστεί στην εν λόγω παρανομία. Ως συνέπεια αυτής της δυαδικής επιλογής του τύπου «ναι/όχι», η Επιτροπή μπορούσε, κατ' εξαίρεση, να προετοιμαστεί πλήρως για την περίπτωση αρνητικής απάντησης επί του ερωτήματος αυτού. Δεύτερον, η ταχεία εφαρμογή ήταν απαραίτητη, προκειμένου να μπορούν οι εθνικές τελωνειακές αρχές να εξετάζουν γρήγορα τις εκκρεμείς αιτήσεις για επιστροφή δασμών, καθώς και για λόγους ασφάλειας δικαίου για όλους τους φορείς. Αποκλειόταν οποιαδήποτε άσκηση επιρροής στην απόφαση του Δικαστηρίου, καθώς η εν λόγω απόφαση αφορούσε διαφορετικό αντικείμενο (και συγκεκριμένα, το κατά πόσον οι εισαγωγείς μπορούν να βασίζονται στο δικαίωμα αξιολόγησης των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ, που διαθέτουν οι παραγωγοί-εξαγωγείς).

    (53)

    Η FESI υποστήριξε επίσης ότι η ανακοίνωση για την εφαρμογή της απόφασης στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-659/13 και C-34/14, C&J Clark International Limited και Puma SE που δημοσιεύτηκε αργότερα, στις 17 Μαρτίου 2016 (19), δεν μπόρεσε να διορθώσει τα ανωτέρω διαδικαστικά σφάλματα, διότι δεν παρείχε στα ενδιαφερόμενα μέρη την ουσιαστική δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.

    (54)

    Επιπλέον, η FESI ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να της έχει χορηγηθεί πρόσβαση στον πλήρη φάκελο έρευνας της αρχικής έρευνας και ότι οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν έπρεπε να παρουσιάζονται ανώνυμα στα έγγραφα κοινοποίησης.

    (55)

    Στα συμπεράσματά της, η FESI υποστήριξε ότι, βάσει των ανωτέρω διαδικαστικών σφαλμάτων, η Επιτροπή παρέβη το βασικό νομικό πλαίσιο της ΕΕ και, επομένως, διέπραξε κατάχρηση των εξουσιών της.

    (56)

    Η ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης δημοσιεύτηκε με σκοπό την αύξηση της διαφάνειας, σύμφωνα με την πολιτική της Επιτροπής σχετικά με τη διαφάνεια των ερευνών εμπορικής άμυνας και κατόπιν αιτήματος του συμβούλου ακροάσεων, ύστερα από την ακρόαση ενός από τα μέρη που προέβαλαν το ζήτημα αυτό. Η Επιτροπή συνεχίζει να είναι της άποψης ότι η εν λόγω δημοσίευση δεν ήταν, υπό τη στενή έννοια του όρου, νομικώς υποχρεωτική. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν ήταν απαραίτητη, κάτι που δεν ισχύει, προκειμένου να διασφαλίζεται η δίκαιη δίκη και το δικαίωμα ακρόασης, οι απαιτήσεις αυτές ικανοποιήθηκαν με τη δημοσίευση, καθώς και με το γεγονός ότι παρασχέθηκε σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

    (57)

    Επιπροσθέτως, δόθηκε πρόσβαση στον πλήρη φάκελο της έρευνας, αν και η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται με ποιον τρόπο θα μπορούσε ενδεχομένως να φανεί χρήσιμη για την παρούσα διαδικασία οποιαδήποτε άλλη πληροφορία εκτός από τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ των οικείων παραγωγών-εξαγωγέων. Η ανωνυμοποίηση των παραγωγών-εξαγωγέων ήταν αναγκαία, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των επιχειρηματικών-εμπιστευτικών τους στοιχείων. Ωστόσο, κατόπιν αιτήματός τους, τα ενδιαφερόμενα μέρη που πραγματοποιούσαν εισαγωγές πληροφορήθηκαν ποιοι από τους εισαγωγείς ήταν δικοί τους εισαγωγείς.

    (58)

    Για τους λόγους αυτούς, οιοσδήποτε ισχυρισμός περί διαδικαστικών παρατυπιών θα πρέπει να απορριφθεί.

    Νομική βάση για την επανάληψη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ

    (59)

    Η FESI ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε νομική βάση για την τρέχουσα εφαρμογή των σχετικών μέτρων. Ειδικότερα, ισχυρίστηκαν ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται διότι τα οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ στα υποδήματα έληξαν στις 31 Μαρτίου 2011 και, συνεπώς, δεν υπάρχουν συνεχιζόμενες επιπτώσεις ως επακόλουθο του παράνομου χαρακτήρα των μέτρων αυτών. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν προορίζεται για την αναδρομική διόρθωση παρανομιών σε μέτρα η ισχύς των οποίων έχει λήξει. Η άποψη αυτή ενισχύεται, κατ' αυτούς, από τα άρθρα 263 και 265 ΣΛΕΕ, τα οποία καθορίζουν προθεσμίες για την προσφυγή των θεσμικών οργάνων της ΕΕ κατά παράνομων πράξεων καθώς και για την προσφυγή κατά παράλειψης ενέργειας εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Η παρούσα προσέγγιση δεν έχει προηγούμενο και η Επιτροπή επίσης δεν πρόσφερε καμία αιτιολογία ή προγενέστερη νομολογία προς στήριξη της δικής της ερμηνείας του άρθρου 266 ΣΛΕΕ.

    (60)

    Η FESI υποστήριξε επίσης ότι, στην περίπτωση αυτή, η έρευνα δεν μπορεί να συνεχιστεί από το σημείο στο οποίο τελέστηκε η παρανομία σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, διότι το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε απλώς έλλειψη αιτιολογίας, αλλά η παρανομία αφορούσε θεμελιώδη νομική διάταξη του βασικού κανονισμού που επηρέαζε τη συνολική αξιολόγηση του ντάμπινγκ σε σχέση με τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς.

    (61)

    Η FESI ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η αναδρομική διόρθωση μέτρων των οποίων η ισχύς έχει λήξει παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Υποστήριξαν ότι, πρώτον, τα μέρη θα είχαν λάβει διαβεβαίωση ότι τα μέτρα έληξαν στις 31 Μαρτίου 2011 και ότι, δεδομένου του χρόνου που μεσολάβησε από την αρχική έρευνα, τα μέρη είχαν το δικαίωμα να σχηματίσουν βάσιμες προσδοκίες ότι η αρχική έρευνα δεν θα συνεχιστεί ούτε θα ανοίξει εκ νέου. Δεύτερον, το ίδιο το γεγονός ότι κατά την αρχική έρευνα οι αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ δεν είχαν εξεταστεί εντός της προθεσμίας 3 μηνών παρέσχε στους βιετναμέζους παραγωγούς- εξαγωγείς ασφάλεια δικαίου ως προς τη μη εξέταση των αιτήσεών τους περί υπαγωγής σε ΚΟΑ. Εν κατακλείδι, τα μέρη ισχυρίστηκαν ότι, δεδομένων των μεγάλων χρονικών περιόδων που μεσολάβησαν, η επανάληψη της έρευνας παραβίασε την καθολική αρχή της προθεσμίας παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας, που εφαρμόζεται σε όλα τα νομικά πλαίσια.

    (62)

    Επιπλέον, η FESI ισχυρίστηκε ότι ούτε το άρθρο 266 ΣΛΕΕ ούτε ο βασικός κανονισμός επιτρέπουν την αναδρομική εκ νέου επιβολή του οριστικού δασμού της τάξεως του 10 % στις εισαγωγές των οικείων βιετναμέζων παραγωγών-εξαγωγέων.

    (63)

    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η ισχύς των σχετικών μέτρων έληξε στις 31 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή αδυνατεί να αντιληφθεί γιατί η λήξη της ισχύος των μέτρων έχει σημασία όσον αφορά τη δυνατότητα της Επιτροπής να εκδώσει νέα πράξη προς αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξης κατόπιν απόφασης για ακύρωση της αρχικής πράξης. Σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 15 ανωτέρω, η διοικητική διαδικασία θα πρέπει να συνεχιστεί από τη χρονική στιγμή κατά την οποία συνέβη η παρανομία.

    (64)

    Ως αποτέλεσμα της κατάργησης της πράξης με την οποία περατώθηκαν οι διαδικασίες, οι διαδικασίες αντιντάμπινγκ εξακολουθούν να εκκρεμούν. Η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να περατώσει τις διαδικασίες αυτές, καθώς το άρθρο 9 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η έρευνα πρέπει να περατώνεται με πράξη της Επιτροπής.

    (65)

    Όσον αφορά το επιχείρημα περί αναδρομικότητας βάσει του άρθρου 10 του βασικού κανονισμού και του άρθρου 10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ («ΣΑ ΠΟΕ»), το άρθρο 10 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, το οποίο ακολουθεί τη διάταξη του άρθρου 10 παράγραφος 1 της ΣΑ ΠΟΕ, ορίζει ότι προσωρινά μέτρα και οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ εφαρμόζονται μόνο ως προς προϊόντα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά τον χρόνο θέσης σε ισχύ της απόφασης που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή του άρθρου 9 παράγραφος 4, αντιστοίχως, του βασικού κανονισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εν λόγω δασμοί αντιντάμπινγκ εφαρμόζονται μόνον ως προς προϊόντα τα οποία έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την έναρξη ισχύος του προσωρινού και του επίδικου (οριστικού) κανονισμού βάσει, αντίστοιχα, του άρθρου 7 παράγραφος 1 και του άρθρου 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Η αναδρομική ισχύς υπό την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, ωστόσο, αναφέρεται μόνο σε μια κατάσταση όπου τα προϊόντα είχαν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία πριν από τη θέσπιση των μέτρων, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της διάταξης αυτής, καθώς και από την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

    (66)

    Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι δεν υπάρχει αναδρομικότητα και παραβίαση της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην προκειμένη περίπτωση.

    (67)

    Ως προς την αναδρομική ισχύ, η νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την αξιολόγηση του αναδρομικού ή μη χαρακτήρα ενός μέτρου, κάνει διάκριση ανάμεσα στην εφαρμογή ενός νέου κανόνα σε μια κατάσταση που έχει καταστεί οριστική (η οποία αναφέρεται επίσης ως υφιστάμενη ή οριστικά διαμορφωμένη έννομη κατάσταση) (20) και σε μια κατάσταση που ξεκίνησε πριν από την έναρξη ισχύος του νέου κανόνα, αλλά δεν είναι ακόμη οριστική (η οποία αναφέρεται επίσης ως προσωρινή κατάσταση) (21).

    (68)

    Στην προκειμένη περίπτωση, η κατάσταση των εισαγωγών των σχετικών προϊόντων η οποία προέκυψε κατά την περίοδο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1472/2006 δεν έχει ακόμη καταστεί οριστική, καθώς, ως αποτέλεσμα της ακύρωσης του επίδικου κανονισμού, ο δασμός αντιντάμπινγκ που ισχύει για αυτά δεν έχει ακόμη καθοριστεί οριστικά. Ταυτόχρονα, οι εισαγωγείς υποδημάτων ειδοποιήθηκαν ότι η επιβολή του εν λόγω δασμού μπορεί να γίνει μέσα από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη της διαδικασίας και του προσωρινού κανονισμού. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης, δεν είναι δυνατή η δημιουργία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σε σχέση με τις επιχειρήσεις πριν από την έγκριση από τα θεσμικά όργανα μιας πράξης για την περάτωση της διοικητικής διαδικασίας, η οποία έχει καταστεί οριστική (22).

    (69)

    Ο παρών κανονισμός αποτελεί άμεση εφαρμογή στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας κατάστασης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη: Οι δασμοί για τα υποδήματα έχουν εισπραχθεί από τις εθνικές τελωνειακές αρχές. Ως αποτέλεσμα των αιτήσεων επιστροφής δαπανών, για τις οποίες δεν έχει ληφθεί οριστική απόφαση, αποτελούν κατάσταση εν εξελίξει. Ο παρών κανονισμός καθορίζει τον δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για τις εισαγωγές αυτές και, συνεπώς, ρυθμίζει τα μελλοντικά αποτελέσματα μιας εν εξελίξει κατάστασης.

    (70)

    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υπήρχε αναδρομικότητα κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, κάτι που δεν ισχύει, η αναδρομικότητα αυτή θα ήταν σε κάθε περίπτωση δικαιολογημένη, για τον ακόλουθο λόγο:

    (71)

    Οι ουσιαστικοί κανόνες του δικαίου της Ένωσης μπορούν να έχουν εφαρμογή επί καταστάσεων που έχουν ήδη διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος τους, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί αναδρομική ισχύς (23). Συγκεκριμένα, στην υπόθεση C-337/88, Società agricola fattoria alimentare (SAFA) κρίθηκε ότι: «Μολονότι, κατά γενικό κανόνα, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπει μια κοινοτική πράξη να τίθεται σε ισχύ σε χρονικό σημείο προγενέστερο της δημοσίευσής της, μπορεί, κατ' εξαίρεση, να συμβεί το αντίθετο, οσάκις το απαιτεί ο προς επίτευξη σκοπός και προστατεύεται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων» (24).

    (72)

    Στην προκειμένη περίπτωση, σκοπός είναι η συμμόρφωση με την υποχρέωση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε παρανομία μόνον όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου δασμολογικού συντελεστή και όχι όσον αφορά την επιβολή των ίδιων των μέτρων (δηλαδή όσον αφορά το πόρισμα σχετικά με την ύπαρξη ντάμπινγκ, τη ζημία που προέκυψε και το συμφέρον της Ένωσης), οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν μπορούσαν να προσδοκούν δικαιολογημένα ότι δεν θα επιβάλλονταν οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ. Επομένως, ακόμη και αν είχε αναδρομική ισχύ, κάτι που δεν συμβαίνει, η επιβολή αυτή δεν είναι δυνατόν να εκληφθεί ως παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    (73)

    Επιπροσθέτως, όσον αφορά την προστασία της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σημειώνεται καταρχάς ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, οι εισαγωγείς δεν μπορούν να επικαλεστούν την προστασία της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εφόσον τους έχει γίνει γνωστό ότι επίκειται αναπροσανατολισμός της εμπορικής πολιτικής της Ένωσης (25). Στην προκειμένη περίπτωση, ο κίνδυνος επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ στα προϊόντα που παράγονται από τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς έγινε γνωστός στους εισαγωγείς μέσα από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοίνωσης για την έναρξη της διαδικασίας (26) και του προσωρινού κανονισμού, τα οποία εξακολουθούν να αποτελούν αμφότερα τμήμα της έννομης τάξης της Ένωσης. Επομένως, οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν μπορούσαν να επικαλεστούν την ασφάλεια δικαίου και θεμιτές προσδοκίες.

    (74)

    Αντίθετα, οι οικονομικοί φορείς είχαν πλήρη επίγνωση, κατά τη διενέργεια εισαγωγών υποδημάτων από το Βιετνάμ, ότι οι εν λόγω εισαγωγές υπόκειντο σε δασμό. Έλαβαν αυτόν τον δασμό υπόψη κατά τον καθορισμό των τιμών πώλησης και την αξιολόγηση των οικονομικών κινδύνων. Ως εκ τούτου, δεν απέκτησαν καμία ασφάλεια δικαίου ή δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς την απαλλαγή των εισαγωγών από δασμούς και συνήθως μετακύλιαν το κόστος των δασμών αυτών στους πελάτες τους. Συνεπώς, είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να ορίσει τώρα τον εφαρμοστέο δασμολογικό συντελεστή, αντί να παράσχει ένα απροσδόκητο κέρδος στους ενδιαφερόμενους εισαγωγείς, οι οποίοι θα πλούτιζαν αδικαιολόγητα.

    (75)

    Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει παραβίαση ούτε των αρχών περί παραγραφής, ασφάλειας δικαίου και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε και των διατάξεων του βασικού κανονισμού και της ΣΑ ΠΟΕ.

    (76)

    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η αναγνώριση ΚΟΑ έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) δεύτερο εδάφιο του βασικού κανονισμού δεν περιέχει καμία ένδειξη όσον αφορά τις συνέπειες της μη τήρησης της τρίμηνης προθεσμίας εκ μέρους της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τυχόν μεταγενέστερη απόφαση για υπαγωγή σε ΚΟΑ δεν επηρεάζει την ισχύ του κανονισμού για την επιβολή οριστικών μέτρων, εφόσον οι αιτούντες δεν αποδείξουν ότι, εάν η Επιτροπή είχε τηρήσει την τρίμηνη προθεσμία, το Συμβούλιο μπορεί να είχε εκδώσει διαφορετικό κανονισμό ευνοϊκότερο για τα συμφέροντά τους απ' ό,τι ο επίδικος κανονισμός (27). Το Δικαστήριο έχει επίσης αναγνωρίσει ότι τα θεσμικά όργανα μπορούν να τροποποιήσουν την αξιολόγηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ έως τη θέσπιση οριστικών μέτρων (28).

    (77)

    Η ανωτέρω νομολογία δεν έχει ακυρωθεί από τις αποφάσεις Brosmann και Aokang που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 6 ανωτέρω. Στις αποφάσεις Brosmann και Aokang, το Δικαστήριο στηρίζεται στην υποχρέωση της Επιτροπής για διενέργεια της αξιολόγησης εντός τριών μηνών προκειμένου να δείξει ότι η υποχρέωση της εν λόγω αξιολόγησης υφίσταται ανεξάρτητα από το κατά πόσον η Επιτροπή εφαρμόζει ή όχι τη δειγματοληψία. Το Δικαστήριο δεν λαμβάνει θέση σχετικά με το ερώτημα ποιες είναι οι νομικές συνέπειες σε περίπτωση που η Επιτροπή ολοκληρώσει την αξιολόγηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ σε μεταγενέστερο στάδιο της έρευνας. Το δικαστήριο κρίνει απλώς ότι τα θεσμικά όργανα δεν μπορούσαν να αγνοήσουν παντελώς τα αιτήματα περί υπαγωγής σε ΚΟΑ, αλλά έπρεπε να τα αξιολογήσουν το αργότερο κατά την επιβολή των οριστικών μέτρων. Οι αποφάσεις αυτές επιβεβαιώνουν τη νομολογία που αναφέρεται στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη.

    (78)

    Στην προκειμένη περίπτωση, οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν απέδειξαν ότι, εάν η Επιτροπή είχε προβεί στην αξιολόγηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ εντός τριών μηνών μετά την έναρξη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ το 2005, το Συμβούλιο μπορεί να είχε εκδώσει διαφορετικό κανονισμό ευνοϊκότερο για τα συμφέροντά τους από τον επίδικο κανονισμό. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί παραγραφής όσον αφορά την αξιολόγηση των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ απορρίπτεται.

    (79)

    Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι, εφόσον η παρανομία συνέβη στο στάδιο της αξιολόγησης των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ, η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει συνεχίσει τη διαδικασία από το σημείο πριν από την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

    (80)

    Εν προκειμένω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η επιβολή προσωρινών μέτρων δεν είναι αναγκαίο βήμα της διαδικασίας, αλλά μια αυτόνομη πράξη, η οποία παύει να ισχύει με τη θέσπιση οριστικών μέτρων (29). Το μόνο απαραίτητο διαδικαστικό βήμα πριν από τη θέσπιση οριστικών μέτρων είναι η έναρξη της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

    (81)

    Η FESI, παραπέμποντας στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-2/95, IPS κατά Συμβουλίου, επισήμανε τη διαφορά μεταξύ «έρευνας» και «διαδικασίας» και ισχυρίστηκε ότι, όταν μια διαδικασία τερματιστεί, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι πλέον δυνατό να συνεχιστεί.

    (82)

    Η Επιτροπή αδυνατεί να εντοπίσει οποιαδήποτε ουσιαστική διαφορά μεταξύ των όρων «έρευνα» και «διαδικασία» στο πλαίσιο της εφαρμογής των σχετικών αποφάσεων. Οι αποφάσεις αφορούν μια παρατυπία σε σχέση με μια συγκεκριμένη έρευνα ως μέρος διαδικασίας, παρατυπία την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να αποκαταστήσει, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 29 ανωτέρω. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση στην υπόθεση T-2/95 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της απόφασης επί της προσφυγής για την υπόθεση εκείνη.

    (83)

    Η FESI ισχυρίστηκε επίσης ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει τη μερική εφαρμογή μιας απόφασης του Δικαστηρίου και, στην προκειμένη περίπτωση, την αντιστροφή του βάρους της απόδειξης. Ως εκ τούτου, η FESI ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή εσφαλμένα αξιολόγησε μόνον τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ των παραγωγών-εξαγωγέων που αποτελούσαν προμηθευτές εισαγωγέων οι οποίοι υπέβαλαν αιτήσεις επιστροφής δασμών. Βάσισε την αξίωσή της στην παραδοχή ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-659/13, C&J Clark International Limited και C-34/14, Puma SE ισχύει έναντι πάντων και ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι τα αποτελέσματα της τρέχουσας αξιολόγησης των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ θα έχουν επίσης αντίκτυπο στον δασμό υπολοίπων εταιρειών που ισχύει για όλους τους βιετναμέζους παραγωγούς-εξαγωγείς. Ως εκ τούτου, υποστήριξε ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αξιολογήσει όλες τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας.

    (84)

    Επιπλέον, η FESI αμφισβήτησε ότι το βάρος της απόδειξης φέρει ο παραγωγός που επιθυμεί να ζητήσει υπαγωγή σε ΚΟΑ/ΑΜ, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι οι παραγωγοί είχαν απαλλαγεί από το εν λόγω βάρος της απόδειξης το 2005, με την κατάθεση των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ κατά την αρχική έρευνα. Επιπλέον, η FESI αμφισβήτησε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-659/13, C&J Clark International Limited και C-34/14, Puma SE μπορεί να εφαρμοστεί με απλή αξιολόγηση των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ που υποβλήθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς οι οποίοι δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, καθώς το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε συγκεκριμένα ότι η εντοπισθείσα ακυρότητα πράγματι περιορίζεται σε αυτή την πτυχή.

    (85)

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εφαρμογή της απόφασης είναι απαραίτητη μόνο για τους παραγωγούς-εξαγωγείς για τους οποίους δεν έχουν καταστεί οριστικές όλες οι συναλλαγές εισαγωγής. Πράγματι, μετά τη λήξη της τριετούς περιόδου παραγραφής που προβλέπεται στον κοινοτικό τελωνειακό κώδικα, ο δασμός καθίσταται οριστικός, όπως επιβεβαιώνεται στις αποφάσεις. Αποκλείεται κάθε αντίκτυπος στον δασμό των υπολοίπων εταιρειών, διότι αξιολογήθηκε η αίτηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ για τις εταιρείες του δείγματος, και το γεγονός της αναγνώρισης ΚΟΑ/ΑΜ σε μία από τις εταιρείες εκτός του δείγματος δεν επηρεάζει τον δασμολογικό συντελεστή των υπολοίπων εταιρειών.

    (86)

    Το βάρος της απόδειξης δεν περιορίζεται στην υποβολή μιας αίτησης. Αφορά το περιεχόμενο της αίτησης, όπου θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή σε ΚΟΑ/ΑΜ.

    (87)

    Η μόνη παρανομία που διαπιστώθηκε στις αποφάσεις είναι η έλλειψη αξιολόγησης των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ.

    Νομική βάση για την εκ νέου επιβολή των δασμών

    (88)

    Η FESI ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να έχει εφαρμόσει δύο διαφορετικά νομικά καθεστώτα, δηλαδή, αφενός τον βασικό κανονισμό, πριν από την τροποποίησή του, για την αξιολόγηση των αιτήσεων περί ΑΜ των παραγωγών (30) και, αφετέρου τον υφιστάμενο βασικό κανονισμό (31) ο οποίος ενσωμάτωσε τις τροποποιήσεις που εισήγαγε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1168/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32) που θεσπίζει διαδικασίες επιτροπολογίας, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εμπορικής άμυνας και, συνεπώς, αναθέτει την αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων στην Επιτροπή.

    (89)

    Η FESI επανέλαβε, επίσης, ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει την αναδρομική επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, όπως, κατ' αυτούς, επιβεβαιώνεται και από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-459/98P, IPS κατά Συμβουλίου και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1515/2001 (33). Η FESI ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν έχει παράσχει καμία έγκυρη αιτιολογία για την παρέκκλισή της από την αρχή της μη αναδρομικότητας και έχει, συνεπώς, παραβιάσει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    (90)

    Η FESI υποστήριξε επίσης ότι η εκ νέου επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές των οικείων βιετναμέζων παραγωγών-εξαγωγέων από την τρέχουσα εφαρμογή των μέτρων συνιστά i) διακριτική μεταχείριση των εισαγωγέων που αφορά η τρέχουσα εφαρμογή σε σχέση με τους εισαγωγείς που επηρεάζονταν από την εφαρμογή των αποφάσεων Brosmann και Aokang που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 6 ανωτέρω, στους οποίους επιστράφηκαν οι δασμοί που είχαν καταβληθεί για εισαγωγές υποδημάτων από τους πέντε παραγωγούς-εξαγωγείς που εμπλέκονται στις αποφάσεις αυτές, καθώς και ii) διακριτική μεταχείριση των οικείων παραγωγών-εξαγωγέων που αφορά η παρούσα εφαρμογή σε σχέση με τους πέντε παραγωγούς-εξαγωγείς που επηρεάζονταν από τις αποφάσεις Brosmann και Aokang, οι οποίοι δεν είχαν υποβληθεί σε κανέναν δασμό μετά την εκτελεστική απόφαση του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 2014, με την οποία απορρίπτεται η πρόταση εκτελεστικού κανονισμού για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που παράγονται από τις επιχειρήσεις Brosmann Footwear (HK) Ltd, Seasonable Footwear (Zhongshan) Ltd, Lung Pao Footwear (Guangzhou) Ltd, Risen Footwear (HK) Co. Ltd και Zhejiang Aokang Shoes Co. Ltd (34).

    (91)

    Η διακριτική αυτή μεταχείριση, κατά τους ισχυρισμούς της FESI, αντικατοπτρίζει την έλλειψη ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ, η οποία παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

    (92)

    Όσον αφορά την εικαζόμενη χρήση διαφορετικών νομικών καθεστώτων, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτή απορρέει από τις διαφορές των μεταβατικών κανόνων που περιλαμβάνονται στις τρεις κανονισμούς για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού.

    (93)

    Πρώτον, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 765/2012 (επίσης αναφερόμενος ως «τροποποίηση για τους συνδετήρες», σχετικά με τη δυνατότητα αναγνώρισης ΑΜ) προέβλεπε στο άρθρο 2 ότι «εφαρμόζεται σε όλες τις έρευνες που κινούνται δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού». Δεδομένου ότι η παρούσα έρευνα ξεκίνησε πριν από την ημερομηνία αυτή, οι τροποποιήσεις του εν λόγω κανονισμού στον βασικό κανονισμό δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση.

    (94)

    Δεύτερον, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1168/2012 (αναφερόμενος ως «τροπολογία Brosmann», σχετικά με τη δυνατότητα αναγνώρισης ΚΟΑ), προέβλεπε στο άρθρο 2 ότι «ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλες τις νέες και εκκρεμούσες έρευνες από τις 15 Δεκεμβρίου 2012». Ως εκ τούτου, εάν η Επιτροπή είχε υιοθετήσει αυστηρή προσέγγιση, δεν θα ήταν καν αναγκαίο να αξιολογήσει τις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ των εταιρειών που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, δεδομένου ότι είχαν απολέσει το δικαίωμα αξιολόγησης για υπαγωγή σε ΚΟΑ στις 15 Δεκεμβρίου 2012. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια τέτοια μεταχείριση θα ήταν δύσκολο να συμβιβαστεί με την υποχρέωσή της για την εφαρμογή των αποφάσεων. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1168/2012 επίσης δεν φαίνεται να εισάγει πλήρη απαγόρευση ως προς την ανάλυση αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ εκτός του δείγματος, δεδομένου ότι επιτρέπει την εξέταση αυτή σε περίπτωση ατομικής μεταχείρισης. Κατ' αναλογία, η εν λόγω παρέκκλιση μπορεί να θεωρηθεί ότι τυγχάνει εφαρμογής και στην προκειμένη περίπτωση. Επικουρικά, η Επιτροπή θεωρεί ότι το αποτέλεσμα της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1168/2012 στην προκειμένη περίπτωση θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα, καθώς όλες οι αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ θα απορρίπτονταν αυτομάτως, χωρίς να υποβληθούν σε αξιολόγηση.

    (95)

    Τρίτον, όσον αφορά την επιτροπολογία, το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35) προβλέπει ότι το Συμβούλιο παραμένει αρμόδιο για τις διαδικασίες που έχουν αρχίσει, όταν η Επιτροπή έχει εκδώσει πράξη ή έχει αρχίσει διαβούλευση ή η Επιτροπή έχει εγκρίνει πρόταση. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν είχε αναληφθεί δράση σε σχέση με την εφαρμογή της απόφασης πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 37/2014.

    (96)

    Όσον αφορά την αναδρομική επιβολή των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, γίνεται μνεία στις εκτιμήσεις που περιγράφονται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 75, όπου οι ισχυρισμοί αυτοί εξετάστηκαν ήδη διεξοδικά.

    (97)

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί διακριτικής μεταχείρισης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς και ορισμένοι εισαγωγείς που επηρεάζονται από τον παρόντα κανονισμό απολαύουν δικαστικής προστασίας στα δικαστήρια της Ένωσης κατά του παρόντος κανονισμού. Άλλοι εισαγωγείς απολαύουν προστασίας μέσω των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία ενεργούν ως δικαστές του κοινού δικαίου της Ένωσης.

    (98)

    Ο ισχυρισμός περί διακριτικής μεταχείρισης είναι εξίσου αβάσιμος. Οι εισαγωγείς που έχουν εισαγάγει από την Brosmann και τους άλλους τέσσερις παραγωγούς-εξαγωγείς βρίσκονται σε διαφορετική πραγματική και νομική κατάσταση, διότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς τους αποφάσισαν να αμφισβητήσουν τον επίδικο κανονισμό και επειδή οι καταβληθέντες δασμοί τούς επιστράφηκαν, με αποτέλεσμα να προστατεύονται από το άρθρο 221 παράγραφος 3 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Καμία τέτοια πρόκληση και καμία τέτοια επιστροφή δεν σημειώθηκε στις άλλες περιπτώσεις. Η Επιτροπή ξεκίνησε να προετοιμάζει την εφαρμογή για τους κινέζους και βιετναμέζους παραγωγούς-εξαγωγείς των Clark, Puma και Timberland. Όλοι οι άλλοι παραγωγοί-εξαγωγείς από τη ΛΔΚ και το Βιετνάμ που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, καθώς και οι εισαγωγείς τους, θα αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο σε μεταγενέστερο στάδιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό.

    (99)

    Η FESI ισχυρίστηκε, επίσης, ότι το άρθρο 14 του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να αποτελέσει νομική βάση για την παρεμπόδιση της εφαρμογής του άρθρου 236 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, καθώς και ότι η λειτουργία του άρθρου 236 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα είναι ανεξάρτητη από κάθε απόφαση που λαμβάνεται στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού ή των υποχρεώσεων της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ.

    (100)

    Στο πλαίσιο αυτό, η FESI υποστήριξε ότι η εφαρμογή του άρθρου 236 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών τελωνειακών αρχών, οι οποίες υποχρεούνται, στο πλαίσιο της εν λόγω αρμοδιότητας, να επιστρέψουν τους καταβληθέντες δασμούς που δεν ήταν νομίμως οφειλόμενοι. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν επίσης ότι το άρθρο 236 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα δεν μπορεί να εξαρτηθεί από το άρθρο 14 του βασικού κανονισμού ή να αποτελεί δευτερεύουσα διάταξη ως προς το άρθρο αυτό, διότι αμφότερα τα άρθρα αποτελούν παράγωγο δίκαιο και, ως εκ τούτου, κανένα δεν αντικαθιστά το άλλο. Επιπλέον, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 του βασικού κανονισμού αφορά ειδικές διατάξεις που καλύπτουν τις έρευνες και τις διαδικασίες στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού και δεν ισχύει για οποιαδήποτε άλλη νομική πράξη, όπως ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας.

    (101)

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας δεν εφαρμόζεται αυτόματα στην επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ, αλλά μόνο μέσω αναφοράς στον κανονισμό που επιβάλλει τους δασμούς αντιντάμπινγκ. Σύμφωνα με το άρθρο 14 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να μην εφαρμόσει ορισμένες διατάξεις του εν λόγω κώδικα, και αντ' αυτών να δημιουργήσει ειδικούς κανόνες. Επειδή ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας εφαρμόζεται μόνον επί τη βάσει παραπομπής στους εκτελεστικούς κανονισμούς του Συμβουλίου και της Επιτροπής, δεν έχει, σε σχέση με το άρθρο 14 του βασικού κανονισμού, την ίδια θέση στην ιεραρχία των κανόνων, αλλά είναι δευτερεύων και είναι δυνατό να καταστεί ανεφάρμοστος ή να εφαρμοστεί με διαφορετικό τρόπο. Επομένως, απορρίπτεται και αυτό το επιχείρημα.

    Επαρκής αιτιολογία

    (102)

    Επιπλέον, η FESI υποστήριξε ότι, κατά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή παρέλειψε να παράσχει επαρκή αιτιολογία και αναφορά της νομικής βάσης επί της οποίας επιβλήθηκαν εκ νέου δασμοί με αναδρομική ισχύ και, συνεπώς, απορρίφθηκε η επιστροφή των δασμών στους εισαγωγείς που εμπλέκονται από την τρέχουσα εφαρμογή.

    (103)

    Η εικαζόμενη έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας αφορούσε ιδίως i) την έλλειψη νομικής βάσης για την επανέναρξη της έρευνας και την έλλειψη δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης αναφορικά με την επανέναρξη αυτή· ii) τη μερική μόνον εφαρμογή της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, με την αξιολόγηση μόνο των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ των παραγωγών-εξαγωγέων στις περιπτώσεις όπου είχαν υποβληθεί αιτήσεις επιστροφής δασμών από τους εισαγωγείς· iii) την παρέκκλιση από την αρχή της μη αναδρομικότητας των δασμών αντιντάμπινγκ· iv) την εφαρμογή του βασικού κανονισμού, πριν από την τροποποίησή του στις 6 Σεπτεμβρίου 2012, για την αξιολόγηση των αιτήσεων περί ΑΜ των παραγωγών-εξαγωγέων, αφενός, και του υφιστάμενου βασικού κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1168/2012, όσον αφορά τις ισχύουσες διαδικασίες λήψης αποφάσεων, αφετέρου, και v) την απουσία απάντησης προς τα νομικά επιχειρήματα που υπέβαλαν τα μέρη αυτά μετά την κοινοποίηση της Επιτροπής σχετικά με την αξιολόγηση των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ που υπέβαλαν οι κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς την 15η Δεκεμβρίου 2015.

    (104)

    Σχετικά με την έλλειψη νομικής βάσης για την επανέναρξη της έρευνας, η Επιτροπή υπενθυμίζει τη νομολογία που αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 15, δυνάμει της οποίας μπορεί να συνεχίσει την έρευνα από το σημείο στο οποίο συνέβη η παρανομία. Και αυτό ήταν μετά την έναρξη της διαδικασίας. Δεν υπάρχει νομική υποχρέωση για την Επιτροπή να δημοσιεύσει ανακοίνωση για την επανεκκίνηση, τη συνέχιση ή την επανέναρξη της διαδικασίας ή της έρευνας. Αντιθέτως, αυτό είναι το αυτόματο αποτέλεσμα της απόφασης, την οποία τα θεσμικά όργανα οφείλουν στη συνέχεια να εφαρμόσουν.

    (105)

    Σύμφωνα με τη νομολογία, η νομιμότητα του κανονισμού περί αντιντάμπινγκ θα πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα των ουσιαστικών κανόνων δικαίου της Ένωσης και όχι από τη σκοπιά της πρακτικής όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων, ακόμη και όταν υπάρχει η εν λόγω πρακτική (κάτι που δεν συμβαίνει εν προκειμένω) (36). Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η Επιτροπή ενδέχεται να ακολούθησε στο παρελθόν, σε ορισμένες περιπτώσεις, διαφορετική πρακτική δεν δύναται να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, διότι η πρότερη πρακτική, στην οποία γίνεται αναφορά, δεν αντιστοιχεί ούτε στην πραγματική ούτε στη νομική κατάσταση της συγκεκριμένης υπόθεσης και οι διαφορές μπορούν να εξηγηθούν με την παρουσίαση των πραγματικών και νομικών διαφορών των εν λόγω προγενέστερων υποθέσεων με την παρούσα.

    (106)

    Οι διαφορές αυτές έχουν ως εξής: Η παρανομία που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο δεν αφορά τα πορίσματα σχετικά με την ύπαρξη ντάμπινγκ, τη ζημία και το συμφέρον της Ένωσης, και, επομένως, την αρχή της επιβολής του δασμού, αλλά μόνον τον ακριβή δασμολογικό συντελεστή. Αντιθέτως, οι προηγούμενες ακυρώσεις που επικαλούνται τα ενδιαφερόμενα μέρη αφορούσαν τα πορίσματα για την ύπαρξη ντάμπινγκ, τη ζημία και το συμφέρον της Ένωσης. Ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα έκριναν σκοπιμότερο να θεσπίσουν νέα μέτρα για το μέλλον.

    (107)

    Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, δεν χρειαζόταν η αναζήτηση συμπληρωματικών πληροφοριών υπό οποιαδήποτε μορφή από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αντιθέτως, η Επιτροπή όφειλε να αξιολογήσει τις πληροφορίες που είχαν κατατεθεί σε αυτήν, αλλά δεν είχαν αξιολογηθεί πριν από την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1472/2006. Σε κάθε περίπτωση, η προηγούμενη πρακτική σε άλλες υποθέσεις δεν συνιστά ακριβή και άνευ όρων εγγύηση για την προκειμένη περίπτωση.

    (108)

    Τέλος, όλα τα μέρη κατά των οποίων απευθύνεται η διαδικασία, δηλαδή οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς, καθώς και οι διάδικοι στις εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις και η ένωση που εκπροσωπεί ένα από αυτά τα μέρη, ενημερώθηκαν, με την κοινοποίηση των σχετικών γεγονότων, για τη βάση επί της οποίας η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει την παρούσα αξιολόγηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα υπεράσπισής τους είναι διασφαλισμένα. Εν προκειμένω, θα πρέπει να σημειωθεί ειδικότερα ότι οι μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς δεν απολαύουν, σε μια διαδικασία αντιντάμπινγκ, δικαιωμάτων υπεράσπισης, καθώς οι σχετικές διαδικασίες δεν κινούνται εναντίον τους (37).

    (109)

    Όσον αφορά τη μερική εφαρμογή των αποφάσεων, το ερώτημα κατά πόσον και σε ποιον βαθμό τα θεσμικά όργανα οφείλουν να εφαρμόσουν μια δικαστική απόφαση εξαρτάται από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της εκάστοτε απόφασης. Ειδικότερα, το κατά πόσον είναι δυνατόν να επαληθευτεί η επιβολή δασμών στις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν πριν από την απόφαση εξαρτάται από το εάν από την παρανομία που εντοπίστηκε στη δικαστική απόφαση επηρεάζεται ο εντοπισμός της ζημιογόνου πρακτικής ντάμπινγκ ή μόνον ο υπολογισμός του ακριβούς δασμολογικού συντελεστή. Στην τελευταία περίπτωση, η οποία ισχύει εν προκειμένω, δεν υπάρχει καμία αιτιολογία για την επιστροφή όλων των δασμών. Αντίθετα, αρκεί ο καθορισμός του ορθού δασμολογικού συντελεστή και η επιστροφή της τυχόν διαφοράς (δεδομένου ότι δεν θα ήταν δυνατή η αύξηση του δασμολογικού συντελεστή, καθώς το τμήμα της αύξησης θα συνιστούσε αναδρομική επιβολή).

    (110)

    Οι παρελθούσες ακυρώσεις στις οποίες παραπέμπουν τα ενδιαφερόμενα μέρη αφορούσαν τον εντοπισμό πρακτικής ντάμπινγκ, ζημίας και συμφέροντος της Ένωσης (είτε σε σχέση με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, είτε σε σχέση με την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών είτε σε σχέση με τα δικαιώματα υπεράσπισης).

    (111)

    Οι εν λόγω ακυρώσεις ήταν σε άλλες περιπτώσεις μερικές και σε άλλες πλήρεις.

    (112)

    Τα δικαστήρια της Ένωσης χρησιμοποιούν τη μέθοδο της μερικής ακύρωσης, όταν μπορούν να συναγάγουν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στον φάκελο, ότι τα θεσμικά όργανα θα έπρεπε να έχουν χορηγήσει μια συγκεκριμένη προσαρμογή ή να έχουν χρησιμοποιήσει διαφορετική μέθοδο για κάποιον συγκεκριμένο υπολογισμό, που θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή χαμηλότερου δασμού (αλλά δεν έθεσαν υπό αμφισβήτηση τα πορίσματα περί πρακτικής ντάμπινγκ, ζημίας και συμφέροντος της Ένωσης). Ο (χαμηλότερος) δασμός παραμένει σε ισχύ τόσο για το χρονικό διάστημα πριν από την ακύρωση όσο και για το χρονικό διάστημα μετά την ακύρωση (38). Προκειμένου να συμμορφωθούν με την απόφαση, τα θεσμικά όργανα υπολογίζουν εκ νέου τον δασμό και τροποποιούν αναλόγως τον κανονισμό που επιβάλλει τον δασμό, τόσο για το παρελθόν όσο και για το μέλλον. Τέλος, καλούν τις εθνικές τελωνειακές αρχές να επιστρέψουν τη διαφορά, όπου έχουν εγερθεί εμπρόθεσμα σχετικές αξιώσεις (39).

    (113)

    Τα δικαστήρια της Ένωσης προχωρούν σε πλήρη ακύρωση στις περιπτώσεις όπου δεν μπορούν να αποφανθούν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά του φακέλου, εάν τα θεσμικά όργανα έπραξαν ορθώς αναγνωρίζοντας ότι υπήρχε πρακτική ντάμπινγκ, ζημία και συμφέρον της Ένωσης, διότι τα θεσμικά όργανα όφειλαν να επαναλάβουν ένα μέρος της έρευνάς τους. Δεδομένου ότι τα δικαστήρια της Ένωσης δεν είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή της έρευνας στη θέση της Επιτροπής, ακύρωσαν πλήρως τους κανονισμούς για την επιβολή οριστικών δασμών. Κατά συνέπεια, τα θεσμικά όργανα απέδειξαν εγκύρως την ύπαρξη των τριών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την επιβολή των μέτρων, μόνο μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης που ακύρωσε τους δασμούς. Για τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έγκυρη απόδειξη της πρακτικής ντάμπινγκ, της ζημίας και του συμφέροντος της Ένωσης, η επιβολή οριστικών δασμών απαγορεύεται τόσο από τον βασικό κανονισμό όσο και από τη ΣΑ. Ως εκ τούτου, οι πράξεις που εκδόθηκαν από τα θεσμικά όργανα για την περάτωση των ερευνών αυτών επέβαλλαν οριστικούς δασμούς μόνο για το μέλλον (40).

    (114)

    Η παρούσα περίπτωση είναι διαφορετική από τις παρελθούσες (μερικές ή ολικές) ακυρώσεις, στο μέτρο που, δεδομένου ότι δεν αφορά την ίδια την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ, ζημίας και συμφέροντος της Ένωσης, αλλά μόνον την επιλογή του κατάλληλου δασμολογικού συντελεστή. Επομένως, η διαφωνία εδώ δεν αφορά την ίδια την αρχή της επιβολής ενός δασμού, αλλά μόνον το ακριβές ύψος (με άλλα λόγια: μια μορφή) του δασμού. Και η προσαρμογή, εάν είναι δυνατή, μπορεί να γίνει μόνο προς τα κάτω.

    (115)

    Σε αντίθεση με τις παρελθούσες περιπτώσεις μερικής ακύρωσης που αναφέρθηκαν ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 113, το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να αποφασίσει κατά πόσον έπρεπε να χορηγηθεί ένας νέος (μειωμένος) δασμολογικός συντελεστής, καθώς η απόφαση αυτή απαιτεί πρώτα μια αξιολόγηση της αίτησης περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ. Αυτό το καθήκον της αξιολόγησης της αίτησης περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ συγκαταλέγεται στα προνόμια της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν δύναται να πραγματοποιήσει αυτό το τμήμα της έρευνας στη θέση της Επιτροπής, χωρίς να υπερβεί τις αρμοδιότητές του.

    (116)

    Σε αντίθεση με τις παρελθούσες περιπτώσεις πλήρους ακύρωσης, εδώ τα συμπεράσματα περί πρακτικής ντάμπινγκ, ζημίας, αιτιώδους συνάφειας και συμφέροντος της Ένωσης δεν ακυρώθηκαν. Ως εκ τούτου, η πρακτική ντάμπινγκ, η ζημία, η αιτιώδης συνάφεια και το συμφέρον της Ένωσης έχουν αποδειχθεί εγκύρως κατά τον χρόνο έκδοσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1472/2006. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει λόγος περιορισμού της εκ νέου επιβολής οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στο μέλλον.

    (117)

    Ο παρών κανονισμός, συνεπώς, δεν αποκλίνει σε καμία περίπτωση από την πρακτική λήψης αποφάσεων των θεσμικών οργάνων, ακόμη και αν επρόκειτο για σχετικές υποθέσεις.

    (118)

    Τα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν επίσης ότι η ακύρωση των δασμών αντιντάμπινγκ δεν θα συνεπάγετο αδικαιολόγητο πλουτισμό των εισαγωγέων, όπως υποστηρίχθηκε από την Επιτροπή, δεδομένου ότι οι εν λόγω εισαγωγείς ενδέχεται να έχουν υποστεί μείωση των πωλήσεών τους λόγω του δασμού που είχε ενσωματωθεί στην τιμή πώλησης.

    (119)

    Στη νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζεται ότι η απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων μπορεί να απορρίπτεται όταν η απόδοση αυτή συνεπάγεται τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των δικαιούχων (41). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη δεν αμφισβητούν ότι ο δασμός έχει μετακυλιστεί στους πελάτες τους και δεν παρέχουν καμία απόδειξη για τη μείωση των πωλήσεων, καθώς και ότι, σε κάθε περίπτωση, η νομολογία σχετικά με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό λαμβάνει υπόψη μόνο τη μετακύλιση και όχι τα δυνητικά δευτερεύοντα αποτελέσματα της μετακύλισης.

    (120)

    Όσον αφορά τη φερόμενη παρέκκλιση από την αρχή της μη αναδρομικότητας, γίνεται παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 75, όπου το ζήτημα αυτό εξετάστηκε διεξοδικά.

    (121)

    Όσον αφορά την υποτιθέμενη εφαρμογή δύο διαφορετικών νομικών πλαισίων για την τρέχουσα εφαρμογή, γίνεται παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 95, όπου το ζήτημα αυτό εξετάστηκε διεξοδικά.

    (122)

    Τέλος, όσον αφορά τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα μέρη αυτά μετά την κοινοποίηση της αξιολόγησης των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ των οικείων βιετναμέζων παραγωγών-εξαγωγέων, θεωρείται ότι αυτές επιλύονται πλήρως στον ισχύοντα κανονισμό.

    Άλλα διαδικαστικά ζητήματα

    (123)

    Η FESI ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να έχουν χορηγηθεί στους παραγωγούς-εξαγωγείς που επηρεάζονται από την τρέχουσα εφαρμογή μέτρων τα ίδια δικονομικά δικαιώματα που είχαν χορηγηθεί στους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας. Υποστήριξε, ειδικότερα, ότι στους βιετναμέζους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν παρασχέθηκε καμία δυνατότητα συμπλήρωσης των εντύπων των αιτήσεών τους περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ μέσω επιστολών περί ανεπαρκών στοιχείων και ότι είχε πραγματοποιηθεί ανάλυση μόνο βάσει των υποβληθέντων εγγράφων και όχι με επιτόπιες επισκέψεις επαλήθευσης. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξασφάλισε τη δέουσα επίδοση της κοινοποίησης της αξιολόγησης των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ στους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς, καθώς αυτή είχε σταλεί μόνο στους νομικούς εκπροσώπους των εν λόγω εταιρειών, στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας.

    (124)

    Η FESI υποστήριξε επίσης ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς που επηρεάζονται από την παρούσα εφαρμογή δεν έλαβαν τις ίδιες διαδικαστικές εγγυήσεις με εκείνες που ίσχυαν για τις τυπικές έρευνες αντιντάμπινγκ, αλλά εφαρμόστηκαν αυστηρότερα πρότυπα. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της κατάθεσης της αίτησης περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας και της αξιολόγησης των αιτήσεων αυτών. Επιπλέον, στους παραγωγούς-εξαγωγείς, κατά την αρχική έρευνα, δόθηκαν μόνο 15 ημέρες για τη συμπλήρωση των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ, αντί της συνήθους προθεσμίας των 21 ημερών.

    (125)

    Η FESI υποστήριξε επίσης ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε de facto τα διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, ενώ η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε με τους διαδικαστικούς κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 18 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

    (126)

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι καμία διάταξη του βασικού κανονισμού δεν προβλέπει ότι η Επιτροπή οφείλει να παρέχει στις εξαγωγικές εταιρείες που έχουν υποβάλει αίτηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ τη δυνατότητα συμπλήρωσης ελλιπών στοιχείων. Υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το βάρος της απόδειξης φέρει ο παραγωγός που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ/ΑΜ βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Συναφώς, το εν λόγω άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) πρώτο εδάφιο προβλέπει ότι η αίτηση που υποβάλλει ένας τέτοιος παραγωγός πρέπει να περιέχει επαρκείς αποδείξεις, όπως ορίζει η τελευταία αυτή διάταξη, ότι δραστηριοποιείται υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Επομένως, όπως έκρινε το Δικαστήριο στις αποφάσεις Brosmann και Aokang, δεν εναπόκειται στα θεσμικά όργανα να αποδείξουν ότι ο παραγωγός δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο εν λόγω καθεστώς. Αντιθέτως, στην Επιτροπή εναπόκειται να εκτιμήσει αν τα προσκομισθέντα από τον ενδιαφερόμενο παραγωγό στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) πρώτο εδάφιο του βασικού κανονισμού, προκειμένου να του αναγνωριστεί η ιδιότητα επιχείρησης που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΑΜ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 30 ανωτέρω). Το δικαίωμα ακρόασης αφορά τη δυνατότητα ενός ενδιαφερόμενου μέρους να εκφράσει τις απόψεις του και της Επιτροπής να εξετάσει τις εν λόγω απόψεις.

    (127)

    Ως προς αυτό το σημείο, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν έχει καμία υποχρέωση να ζητήσει από τον παραγωγό-εξαγωγέα να συμπληρώσει με περαιτέρω έγγραφα την αίτηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ. Όπως αναφέρεται στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή μπορεί να βασίζει την αξιολόγησή της στα στοιχεία που έχει υποβάλει ο παραγωγός-εξαγωγέας. Σε κάθε περίπτωση, οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν αμφισβήτησαν την αξιολόγηση των αιτήσεών τους περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ από την Επιτροπή, ούτε και προσδιόρισαν τα έγγραφα ή τα άτομα στα οποία δεν μπορούν πλέον να βασιστούν. Ο ισχυρισμός αυτός είναι, επομένως, τόσο αφηρημένος ώστε τα θεσμικά όργανα να μην μπορούν να λάβουν υπόψη αυτές τις δυσχέρειες κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ. Καθώς το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε εικασίες και δεν στηρίζεται σε σαφή στοιχεία σχετικά με το ποια έγγραφα ή ποια άτομα δεν είναι πλέον διαθέσιμα, καθώς και ποια είναι η σημασία των εν λόγω εγγράφων και ατόμων για την αξιολόγηση των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να καταρριφθεί.

    (128)

    Όσον αφορά το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή αποδέχτηκε τις πληροφορίες που παρείχαν οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς, δεν απέρριψε τις εν λόγω πληροφορίες και βάσισε σε αυτές την αξιολόγησή της. Επομένως, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε το άρθρο. Συνεπάγεται ότι δεν ήταν υποχρεωτικό να ακολουθηθεί η διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Η διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 4 ακολουθείται σε περιπτώσεις όπου η Επιτροπή σκοπεύει να απορρίψει ορισμένες πληροφορίες που παρέχει το ενδιαφερόμενο μέρος και, αντ' αυτών, να χρησιμοποιήσει διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία.

    Πρόδηλα σφάλματα κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ

    i)   Εκτίμηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ

    (129)

    Σχετικά το κριτήριο 1, η FESI αμφισβήτησε την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τις αιτήσεις των βιετναμέζων προμηθευτών περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και ισχυρίστηκε ότι οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν κυρίως με βάση την απουσία πλήρων πληροφοριών. Σχετικά με το κριτήριο 1, η FESI ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή, εκτός του ότι δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να αποκτήσει τις ελλείπουσες πληροφορίες, επίσης δεν διευκρίνισε ποιες πληροφορίες ήταν αναγκαίες προκειμένου να αποδειχθεί ότι δεν υπήρχε σημαντική κρατική παρέμβαση στις επιχειρηματικές αποφάσεις των οικείων παραγωγών-εξαγωγέων. Η FESI ζήτησε επίσης να λάβει περισσότερες λεπτομέρειες για τις πληροφορίες βάσει των οποίων είχε συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις των βιετναμέζων προμηθευτών δεν λήφθηκαν σύμφωνα με τα στοιχεία τις αγοράς χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση. Ως προς αυτό το σημείο, η FESI υπενθύμισε ότι σύμφωνα με το κριτήριο 1 του άρθρου 2 παράγραφος 7 σημείο γ) του βασικού κανονισμού, η κρατική παρέμβαση πρέπει να υπερβαίνει την απλή επιρροή.

    (130)

    Όσον αφορά το κριτήριο 3, παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση T-586/14, Xinyi OV κατά Επιτροπής, η FESI ισχυρίστηκε ότι τα φορολογικά κίνητρα ή τα ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα δεν ήταν ενδεικτικά οποιασδήποτε στρέβλωσης της αγοράς ή συμπεριφοράς που υποδηλώνει παρέκκλιση από τις συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

    (131)

    Όσον αφορά το κριτήριο 2, η FESI παρατήρησε ότι η απλή απουσία ελεγμένων λογαριασμών δεν αποτελεί λόγο απόρριψης των αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ, καθώς ακόμη και στην Ένωση οι μικρές επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών που υπολείπεται μιας ορισμένης οριακής τιμής δεν υποχρεούνται να έχουν ελεγμένους λογαριασμούς.

    (132)

    Σε αυτή τη βάση, τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή προέβη σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού και ότι, επίσης, δεν έχει επαρκείς λόγους για την απόρριψη των αιτήσεων των παραγωγών-εξαγωγέων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ.

    (133)

    Όσον αφορά τις ελλείπουσες πληροφορίες σε σχέση με το κριτήριο 1, γίνεται αναφορά στην αιτιολογική σκέψη 126, η οποία αναφέρει ότι δεν υπάρχει καμία διάταξη του βασικού κανονισμού που να υποχρεώνει την Επιτροπή να παρέχει στις εξαγωγικές εταιρείες που αιτούνται αναγνώρισης ΚΟΑ τη δυνατότητα να συμπληρώνουν ελλιπή πραγματικά στοιχεία και ότι στην πραγματικότητα το βάρος της απόδειξης φέρει ο παραγωγός-εξαγωγέας ο οποίος επιθυμεί να αιτηθεί υπαγωγή σε ΚΟΑ.

    (134)

    Όσον αφορά το αίτημα που περιλαμβάνεται στις αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ ορισμένων βιετναμέζων προμηθευτών για πιο λεπτομερείς πληροφορίες βάσει των οποίων η Επιτροπή απέρριψε το κριτήριο 1, σημειώνεται ότι οι πληροφορίες αυτές παρασχέθηκαν στην Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση καθώς περιείχαν επιχειρηματικά απόρρητα. Συνεπώς, θα μπορούσε να γνωστοποιηθεί μόνο μια μη εμπιστευτική σύνοψη αυτών των πληροφοριών και όχι οι πληροφορίες ως έχουν.

    (135)

    Όσον αφορά το κριτήριο 3, διευκρινίζεται ότι ούτε τα φορολογικά κίνητρα ούτε τα ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα (όπου υπήρχαν) θεωρήθηκαν λόγος για την απόρριψη αιτήσεων περί υπαγωγής σε ΚΟΑ.

    (136)

    Τέλος, όσον αφορά το κριτήριο 2, το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού ορίζει σαφώς ότι οι εταιρείες πρέπει να διαθέτουν ένα σύνολο βασικών λογιστικών βιβλίων τα οποία ελέγχονται από ανεξάρτητη αρχή σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και εφαρμόζονται για κάθε σκοπό. Κανένας από τους οικείους βιετναμέζους προμηθευτές δεν πληρούσε αυτές τις απαιτήσεις. Όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 33, οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν αφορούσαν την απουσία ελεγμένων λογαριασμών ή γνωμοδοτήσεων των ελεγκτών, σοβαρά θέματα που είχαν επισημανθεί από τους ελεγκτές στη γνωμοδότησή τους (όπως μη συμμόρφωση με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα) και αντιφάσεις που αφορούσαν δάνεια μεταξύ ορισμένων δηλώσεων στο έντυπο της αίτησης για υπαγωγή σε ΚΟΑ και των οικονομικών καταστάσεων.

    (137)

    Συνεπώς, απορρίφθηκαν όλες οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν από την FESI και επιβεβαιώθηκαν τα ευρήματα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 30 έως 37.

    ii)   Εκτίμηση περί ΑΜ

    (138)

    Η FESI υποστήριξε, όσον αφορά το κριτήριο 2, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις δεν καθορίζονταν ελεύθερα και ότι εναπόκειτο στην Επιτροπή να καθορίσει εάν και πώς οι τιμές εξαγωγής επηρεάστηκαν λόγω της κρατικής παρέμβασης.

    (139)

    Επιπλέον, η FESI υποστήριξε πως η διαπίστωση ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις δεν καθορίζονταν ελεύθερα έρχεται σε αντίθεση με τα πορίσματα της αρχικής έρευνας σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες πωλήσεις ΚΑΕ, όπου διαπιστώθηκε ότι εισαγωγείς όπως η Puma πραγματοποιούσαν δική τους έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και επιλογή των πρώτων υλών, όταν αγόραζαν από τους προμηθευτές τους. Σε αυτή τη βάση, υποστηρίχθηκε ότι η Puma και η Timberland είχαν σημαντικό έλεγχο της διαδικασίας και των προδιαγραφών παραγωγής και ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα κρατικής παρέμβασης.

    (140)

    Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 39 ανωτέρω, το βάρος της απόδειξης φέρει ο παραγωγός που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΑΜ. Όπως διευκρινίστηκε επίσης στην αιτιολογική σκέψη 47 ανωτέρω, οι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις τους ελήφθησαν χωρίς κρατική παρέμβαση. Σημειώνεται επίσης ότι το κριτήριο 2 δεν αφορά μόνο τις τιμές εξαγωγής, αλλά τις εξαγωγικές πωλήσεις εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των τιμών και των ποσοτήτων εξαγωγής, καθώς και άλλων συνθηκών και όρων πωλήσεων που θα πρέπει να καθορίζονται ελεύθερα, χωρίς κρατική παρέμβαση.

    (141)

    Προς επίρρωση του επιχειρήματός της ότι οι τιμές εξαγωγής καθορίζονταν ελεύθερα, η FESI παρέπεμψε στην αιτιολογική σκέψη 269 του προσωρινού κανονισμού. Ωστόσο, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αφορούσε τις τιμές μεταπώλησης των εισαγωγέων στην Ένωση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής από τους παραγωγούς-εξαγωγείς. Ομοίως, η παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 132 του προσωρινού κανονισμού και 135 του επίδικου κανονισμού αναφέρεται σε προσαρμογές της κανονικής αξίας κατά τη σύγκρισή της με την τιμή εξαγωγής και δεν επιτρέπει να συναχθεί κανένα συμπέρασμα ως προς το κατά πόσον οι εξαγωγικές πωλήσεις των βιετναμέζικων εταιρειών καθορίζονταν ελεύθερα.

    (142)

    Επιπλέον, η FESI ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε επίσης πώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα υπήρχε κίνδυνος καταστρατήγησης του μέτρου αντιντάμπινγκ, εάν χορηγείτο στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς ατομικός δασμολογικός συντελεστής, που θα μπορούσε, ωστόσο, να είναι ο σκοπός που επιδιώκεται με τα κριτήρια περί υπαγωγής σε ΑΜ.

    (143)

    Όσον αφορά τον κίνδυνο καταστρατήγησης των μέτρων, αυτός αποτελεί ένα μόνο από τα πέντε κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, πριν από την τροποποίησή του. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, ο παραγωγός-εξαγωγέας θα πρέπει να αποδεικνύει ότι πληροί και τα 5 κριτήρια. Ως εκ τούτου, η μη ικανοποίηση ενός ή περισσοτέρων εκ των κριτηρίων συνιστά επαρκή λόγο για την απόρριψη της αίτησης περί ΑΜ, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσον πληρούνται τα υπόλοιπα κριτήρια.

    Προμηθευτές της Timberland

    (144)

    Η FESI αμφισβήτησε τη δήλωση στην αιτιολογική σκέψη 20 ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία ένας από τους προμηθευτές της Timberland, η General Shoes Limited, είχε εσφαλμένα χαρακτηριστεί ως κινέζος προμηθευτής στην αίτηση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ενώ η επιχείρηση αυτή ήταν εγκατεστημένη στο Βιετνάμ. Η FESI ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις και ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω επιχείρηση ήταν εύκολα αναγνωρίσιμη ως κινεζική επιχείρηση. Υποστήριξε ότι, μολονότι αληθεύει ότι η επιχείρηση εμφανιζόταν με διαφορετική επωνυμία στο έντυπο δειγματοληψίας και στην αίτηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ που υποβλήθηκαν κατά την αρχική έρευνα (δηλαδή ως «General Footwear Ltd»), η διαφορετική επωνυμία της επιχείρησης στην αίτηση της Timberland ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου (δηλαδή «General Shoes Ltd») πιθανότατα αποτελούσε απλώς ένα μεταφραστικό σφάλμα. Ως εκ τούτου, η αίτηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ της κινεζικής επιχείρησης General Footwear Ltd θα έπρεπε να έχει αξιολογηθεί, ενώ η αξιολόγηση του αιτήματος περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ της General Shoes Ltd αποτελούσε πρόδηλο σφάλμα στον βαθμό που αφορά την αίτηση επιστροφής της Timberland. Συνεπώς, η αξιολόγηση αυτή πρέπει να αιτιολογηθεί και να διορθωθεί.

    (145)

    Η General Footwear Ltd είναι μέρος ενός ομίλου εταιρειών με συνδεδεμένες εταιρείες στην Κίνα και το Βιετνάμ. Τόσο ένας παραγωγός με έδρα το Βιετνάμ όσο και ένας άλλος με έδρα την Κίνα υπέβαλαν αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας. Στην αίτηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ της κινεζικής εταιρείας, η επωνυμία της αναφερόταν σταθερά ως «General Footwear Ltd», με διεύθυνση στην Κίνα. Ο παραγωγός στο Βιετνάμ αναφέρεται ως «General Shoes Ltd». Ωστόσο, το σχετικό έντυπο αίτησης περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ γεννά αμφιβολίες ως προς το αν η υπό κρίση επιχείρηση είναι στην πραγματικότητα κινεζική ή βιετναμέζικη. Επομένως, δεν ήταν παράλογο να υποτεθεί ότι η επιχείρηση που αναφερόταν στον φάκελο ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν στην πραγματικότητα βιετναμέζικη. Σε κάθε περίπτωση, τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού για αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού πριν από την τροποποίησή του για αιτήσεις ΑΜ ισχύουν εξίσου για τους κινέζους και τους βιετναμέζους παραγωγούς καθώς τόσο η ΛΔΚ όσο και το Βιετνάμ αντιμετωπίζονται ως χώρες χωρίς οικονομία αγοράς.

    (146)

    Η βιετναμέζικη εταιρεία General Shoes Ltd. ήταν προμηθευτής και άλλων εισαγωγέων εκτός της Timberland και η αίτησή της περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ δεν αξιολογήθηκε μόνο στο πλαίσιο της αίτησης για επιστροφή που υπέβαλε η Timberland. Η αίτηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ αξιολογείται στη βάση των γενικών όρων υπό τους οποίους λειτουργεί μια εταιρεία και δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες συναλλαγές ή συγκεκριμένους πελάτες στην Ένωση. Ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης εφαρμόζεται στον παραγωγό-εξαγωγέα ως έχει και, συνεπώς, δεν υπήρχε πρόδηλο σφάλμα όσον αφορά τις αιτήσεις για επιστροφή που υπέβαλε η Timberland.

    (147)

    Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή προτίθεται ακόμη να αξιολογήσει την αίτηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ της «General Footwear Ltd» (Κίνα). Ωστόσο, σύμφωνα με το πνεύμα της χρηστής διαχείρισης και για να μην καθυστερήσει αδικαιολόγητα η εν εξελίξει εφαρμογή, η αξιολόγηση αυτή θα υπόκειται σε χωριστή νομική πράξη.

    Ισχυρισμός περί αξιώσεων επιστροφής δασμών

    (148)

    Ένας εισαγωγέας αναγνώρισε ότι κανένας από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αφορά η τρέχουσα εφαρμογή δεν ήταν προμηθευτής του και, επομένως, έκρινε ότι τα συμπεράσματα δεν σχετίζονται με την κατάστασή του. Το εν λόγω μέρος υποστήριξε ότι τα συμπεράσματα της τρέχουσας εφαρμογής δεν μπορούν συνεπώς να αποτελέσουν βάση για την απόρριψη των αιτημάτων επιστροφής δασμών που έχει υποβάλει στις εθνικές τελωνειακές αρχές. Ο εισαγωγέας υποστήριξε περαιτέρω ότι οι αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ των προμηθευτών του θα πρέπει να εξεταστούν με βάση τα έγγραφα που παρασχέθηκαν στην Επιτροπή από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές του Βελγίου.

    (149)

    Όσον αφορά την ανωτέρω αίτηση, η Επιτροπή παραπέμπει στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/223 της Επιτροπής (42), ο οποίος ορίζει τη διαδικασία που ακολουθείται στο ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή θα εξετάσει τις σχετικές αιτήσεις περί υπαγωγής σε ΚΟΑ/ΑΜ μόλις λάβει τη σχετική τεκμηρίωση από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές.

    Δ.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

    (150)

    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν και της σχετικής ανάλυσης, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ των υπολοίπων εταιρειών που ισχύει για το Βιετνάμ όσον αφορά τους δεκατέσσερις οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς για την περίοδο εφαρμογής του επίδικου κανονισμού θα πρέπει να επιβληθεί εκ νέου.

    Ε.   ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

    (151)

    Οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς και όλα τα μέρη που παρουσιάστηκαν ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθεί η εκ νέου επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές των δεκατεσσάρων οικείων παραγωγών-εξαγωγέων. Μετά την ενημέρωση αυτή, τους χορηγήθηκε προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

    (152)

    Ο παρών κανονισμός είναι σύμφωνος με τη γνώμη της επιτροπής που συστάθηκε με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα ή από ανασχηματισμένο δέρμα, με εξαίρεση τα υποδήματα αθλητισμού, τα υποδήματα ειδικής τεχνολογίας, τις παντόφλες και τα άλλα υποδήματα δωματίου και τα υποδήματα με προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων, καταγωγής Βιετνάμ, τα οποία κατασκευάζονται από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που απαριθμούνται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού και εμπίπτουν στους κωδικούς ΣΟ: 6403 20 00, ex 6403 30 00 (43), ex 6403 51 11, ex 6403 51 15, ex 6403 51 19, ex 6403 51 91, ex 6403 51 95, ex 6403 51 99, ex 6403 59 11, ex 6403 59 31, ex 6403 59 35, ex 6403 59 39, ex 6403 59 91, ex 6403 59 95, ex 6403 59 99, ex 6403 91 11, ex 6403 91 13, ex 6403 91 16, ex 6403 91 18, ex 6403 91 91, ex 6403 91 93, ex 6403 91 96, ex 6403 91 98, ex 6403 99 11, ex 6403 99 31, ex 6403 99 33, ex 6403 99 36, ex 6403 99 38, ex 6403 99 91, ex 6403 99 93, ex 6403 99 96, ex 6403 99 98 και ex 6405 10 00 (44), οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1472/2006 και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1294/2009. Οι κωδικοί TARIC περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

    2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    —   «υποδήματα αθλητισμού»: τα υποδήματα κατά την έννοια της σημείωσης διακρίσεων 1 του κεφαλαίου 64 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1719/2005·

    —   «υποδήματα ειδικής τεχνολογίας»: τα υποδήματα με τιμή CIF ανά ζεύγος όχι κατώτερη των 7,5 ευρώ που χρησιμοποιούνται για αθλητικές δραστηριότητες, με μονοκόμματο ή αποτελούμενο από πολλά στρώματα πέλμα, όχι μορφοποιημένο με έγχυση, από συνθετική ύλη ειδικά σχεδιασμένη για να απορροφά τους κραδασμούς κατακόρυφων ή πλευρικών κινήσεων και με τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως πάτους που περικλείουν ερμητικώς αέριο ή υγρό, μηχανικά μέσα τα οποία απορροφούν ή εξουδετερώνουν τους κραδασμούς, ή υλικά όπως πολυμερή χαμηλής πυκνότητας, και υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 6403 91 11, ex 6403 91 13, ex 6403 91 16, ex 6403 91 18, ex 6403 91 91, ex 6403 91 93, ex 6403 91 96, ex 6403 91 98, ex 6403 99 91, ex 6403 99 93, ex 6403 99 96, ex 6403 99 98·

    —   «υποδήματα με προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων»: τα υποδήματα που φέρουν προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων με αντοχή σε κραδασμούς τουλάχιστον 100 joules (45) και υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ: ex 6403 30 00 (46), ex 6403 51 11, ex 6403 51 15, ex 6403 51 19, ex 6403 51 91, ex 6403 51 95, ex 6403 51 99, ex 6403 59 11, ex 6403 59 31, ex 6403 59 35, ex 6403 59 39, ex 6403 59 91, ex 6403 59 95, ex 6403 59 99, ex 6403 91 11, ex 6403 91 13, ex 6403 91 16, ex 6403 91 18, ex 6403 91 91, ex 6403 91 93, ex 6403 91 96, ex 6403 91 98, ex 6403 99 11, ex 6403 99 31, ex 6403 99 33, ex 6403 99 36, ex 6403 99 38, ex 6403 99 91, ex 6403 99 93, ex 6403 99 96, ex 6403 99 98 και ex 6405 10 00·

    —   «παντόφλες και άλλα υποδήματα δωματίου»: τα υποδήματα που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 6405 10 00.

    3.   Ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Ένωσης», πριν από την καταβολή δασμού, για τα προϊόντα που περιγράφονται στην παράγραφο 1 και κατασκευάζονται από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που παρατίθενται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού ανέρχεται σε 10 %.

    Άρθρο 2

    Τα ποσά που καταβλήθηκαν ως εγγύηση υπό τη μορφή του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 553/2006, εισπράττονται οριστικά. Τα ποσά που καταβλήθηκαν ως εγγύηση και υπερβαίνουν τον οριστικό συντελεστή των δασμών αντιντάμπινγκ αποδεσμεύονται.

    Άρθρο 3

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 13 Σεπτεμβρίου 2016.

    Για την Επιτροπή

    Ο Πρόεδρος

    Jean-Claude JUNCKER


    (1)  ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21.

    (2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 553/2006 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2006, για επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 98 της 6.4.2006, σ. 3).

    (3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1472/2006 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 275 της 6.10.2006, σ. 1).

    (4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 388/2008 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2008, για την επέκταση των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1472/2006 στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές των ίδιων προϊόντων που αποστέλλονται από την ΕΔΠ Μακάο, ανεξάρτητα από το εάν δηλώνονται ως καταγωγής ΕΔΠ Μακάο ή όχι (ΕΕ L 117 της 1.5.2008, σ. 1).

    (5)  ΕΕ C 251 της 3.10.2008, σ. 21.

    (6)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1294/2009 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Βιετνάμ και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα που αποστέλλονται από την ΕΔΠ Μακάο, ανεξάρτητα από το αν δηλώνονται ως καταγωγής ΕΔΠ Μακάο ή όχι, μετά τη διαδικασία επανεξέτασης ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου (ΕΕ L 352 της 30.12.2009, σ. 1).

    (7)  ΕΕ C 295 της 11.10.2013, σ. 6.

    (8)  Εκτελεστική απόφαση 2014/149/ΕΕ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 2014, που απορρίπτει την πρόταση εκτελεστικού κανονισμού για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που κατασκευάζονται από την Brosmann Footwear (HK) Ltd, τη Seasonable Footwear (Zhongshan) Ltd, την Lung Pao Footwear (Guangzhou) Ltd, τη Risen Footwear (HK) Co Ltd και τη Zhejiang Aokang Shoes Co. Ltd (ΕΕ L 82 της 20.3.2014, σ. 27).

    (9)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1).

    (10)  Την 1η Μαΐου 2016 τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα («ΕΤΚ»), ο οποίος αντικατέστησε τον ΚΤΚ· (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1). Οι σχετικές ουσιαστικές διατάξεις παρέμειναν αναλλοίωτες.

    (11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1).

    (12)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 97, 193, 99 και 215/86, Αστερίς AE και λοιποί και Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψεις 27 και 28.

    (13)  Υπόθεση C-415/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-6993, σκέψη 31· υπόθεση C-458/98 P, Industrie des Poudres Sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8147, σκέψεις 80 έως 85· υπόθεση T-301/01, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-1753, σκέψεις 99 και 142· συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-267/08 και T-279/08, Région Nord-Pas de Calais κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II-1999, σκέψη 83.

    (14)  Υπόθεση C-415/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-6993, σκέψη 31· υπόθεση C-458/98 P, Industrie des Poudres Sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8147, σκέψεις 80 έως 85.

    (15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 765/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 237 της 3.9.2012, σ. 1).

    (16)  Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 765/2012, οι τροποποιήσεις που εισάγει ο κανονισμός αυτός εφαρμόζονται μόνο στις έρευνες που κινήθηκαν μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του εν λόγω τροποποιητικού κανονισμού. Η παρούσα έρευνα, ωστόσο, κινήθηκε στις 7 Ιουλίου 2005 (ΕΕ C 166 της 7.7.2005, σ. 14).

    (17)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1395 της Επιτροπής, της 18ης Αυγούστου 2016, για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που κατασκευάζονται από τις επιχειρήσεις Buckinghan Shoe Mfg Co. Ltd., Buildyet Shoes Mfg., DongGuan Elegant Top Shoes Co. Ltd, Dongguan Stella Footwear Co. Ltd, Dongguan Taiway Sports Goods Limited, Foshan City Nanhai Qun Rui Footwear Co., Jianle Footwear Industrial, Sihui Kingo Rubber Shoes Factory, Synfort Shoes Co. Ltd., Taicang Kotoni Shoes Co. Ltd., Wei Hao Shoe Co. Ltd., Wei Hua Shoe Co. Ltd., Win Profile Industries Ltd, και την εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-659/13 και C-34/14 (ΕΕ L 225 της 19.8.2016, σ. 52).

    (18)  Υπόθεση C-458/98 P, Industrie des Poudres Sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. Ι-8147.

    (19)  Ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-659/13 και C-34/14 C&J Clark International Limited και Puma SE όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1472/2006 του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ C 101 της 17.3.2016, σ. 13).

    (20)  Υπόθεση 270/84, Licata κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1986, σ. 2305, σκέψη 31· υπόθεση C-60/98, Butterfly Music κατά CEDEM, Συλλογή 1999, σ. 1-3939, σκέψη 24· υπόθεση 68/69, Bundesknappschaft κατά Brock, Συλλογή 1970, σ. 171, σκέψη 6· υπόθεση 1/73, Westzucker GmbH κατά Einführ und Vorratsstelle für Zucker, Συλλογή 1973, σ. 723, σκέψη 5· υπόθεση 143/73, SOPAD κατά FORMA a.o., Συλλογή 1973, σ. 1433, σκέψη 8· υπόθεση 96/77 Bauche, Συλλογή 1978, σ. 383, σκέψη 48· υπόθεση 125/77, KoninklijkeScholten-Honig NV κατά Floofdproduktschaap voor Akkerbouwprodukten, Συλλογή 1978, σ. 1991, σκέψη 37· υπόθεση 40/79, Ρ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 361, σκέψη 12· υπόθεση T-404/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-272, σκέψη 77· υπόθεση C-334/07 Ρ, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, Συλλογή 2008, σ. 1-9465, σκέψη 53.

    (21)  Υπόθεση T-176/01, Ferrière Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. 11-3931, σκέψη 139· υπόθεση C-334/07 Ρ, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, Συλλογή 2008, σ. 1-9465, σκέψη 53.

    (22)  Υπόθεση C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-135, σκέψεις 51 έως 54· συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-116/01 και T-118/01, P&O European Ferries (Vizcaya) SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-2957, σκέψη 205.

    (23)  Υπόθεση C-34/92, GruSa Fleisch κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas, Συλλογή 1993, σ. 1-4147, σκέψη 22. Η ίδια ή παρόμοια διατύπωση μπορεί, για παράδειγμα, να βρεθεί στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 212 έως 217/80, Meridionale Industria Salumi α. δ., Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψεις 9 και 10· υπόθεση 21/81, Bout, Συλλογή 1982, σ. 381, σκέψη 13· υπόθεση T-42/96, Eyckeler & Malt κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. 11-401, σκέψεις 53 και 55 έως 56· υπόθεση T-180/01, Euroagri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-369, σκέψη 36.

    (24)  Υπόθεση C-337/88, Società agricola fattoria alimentare (SAFA), Συλλογή 1990, σ. I-1, σκέψη 13.

    (25)  Υπόθεση 245/81, Edeka κατά Γερμανίας, Συλλογή 1982, σ. 2746, σκέψη 27.

    (26)  ΕΕ C 166 της 7.7.2005, σ. 14.

    (27)  Υπόθεση T-299/05, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II- 565, σκέψεις 116 έως 146.

    (28)  Υπόθεση C-141/08 P, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware Co. Ltd. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I-9147, σκέψεις 94 και επόμενες.

    (29)  Υπόθεση T-320/13, Delsolar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2014, σ. II-0000, σκέψεις 40 έως 67.

    (30)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.

    (31)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51.

    (32)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1168/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ΕΕ L 344 της 14.12.2012, σ. 1.

    (33)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1515/2001 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001, για τα μέτρα που μπορεί να λάβει η Κοινότητα μετά από έκθεση που εγκρίνει το Όργανο Επίλυσης Διαφορών του ΠΟΕ σχετικά με μέτρα αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεων (ΕΕ L 201 της 26.7.2001, σ. 10), αιτιολογική σκέψη 6 του προοιμίου.

    (34)  ΕΕ L 82 της 20.3.2014, σ. 27.

    (35)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014, για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών σχετικών με την κοινή εμπορική πολιτική όσον αφορά τις διαδικασίες θέσπισης ορισμένων μέτρων (ΕΕ L 18 της 21.1.2014, σ. 1).

    (36)  Υπόθεση C-138/09, Todaro, Συλλογή 2010, σ. I-4561.

    (37)  Υπόθεση T-167/94, Nölle κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2589, σκέψεις 62 και 63.

    (38)  Βλέπε για παράδειγμα υπόθεση T-221/05, Huvis κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II-124 και υπόθεση T-249/06, Interpipe Nikopolsky κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II-303. Για λόγους πληρότητας, κρίνονται σκόπιμες οι ακόλουθες επεξηγήσεις: στην υπόθεση T-107/08, ENRC κατά Συμβουλίου, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν υπήρξε πρακτική ντάμπινγκ ή, τουλάχιστον, ότι το περιθώριο ντάμπινγκ θα ήταν χαμηλότερο από αυτό που υπολογίζεται με τον επίδικο κανονισμό και συνεπώς ακύρωσε τον επίδικο κανονισμό στο σύνολό του (υπόθεση T-107/08, ENRC κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. II-8051, σκέψεις 67 έως 70). Όταν η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο που υπέδειξε το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε ούτε πρακτική ντάμπινγκ ούτε ζημία. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν προχώρησε σε επίσημη επανάληψη της έρευνας. Στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-351/04, Ikea (υπόθεση C-351/04, Ikea, Συλλογή 2007, σ. I-7723), το Δικαστήριο είχε εν μέρει κηρύξει άκυρο τον κανονισμό του Συμβουλίου, και συγκεκριμένα στον βαθμό που ο δασμός είχε υπολογιστεί με τη χρήση της μεθόδου «μηδενισμού». Τα θεσμικά όργανα είχαν υπολογίσει εκ νέου τον δασμό χωρίς τη χρήση της μεθόδου μηδενισμού ήδη σε πρώιμο στάδιο, κατόπιν απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ, και διαπίστωσαν ότι δεν σημειώθηκε καμία πρακτική ντάμπινγκ και, επομένως, περάτωσαν την έρευνα χωρίς την επιβολή μέτρων (ουσιαστικά, δηλαδή, μηδενίζοντας τον νέο δασμό) [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 160/2002 του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2398/97 του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανιών κρεβατιού, καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν, και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές, καταγωγής Πακιστάν (ΕΕ L 26 της 30.1.2002, σ. 2)]. Στην υπόθεση T-498/04, Zheijiang Xinan Chemical Group κατά Συμβουλίου (υπόθεση T-498/04, Zheijiang Xinan Chemical Group κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I-1969), το Συμβούλιο άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως. Ως εκ τούτου, η ακύρωση τέθηκε σε ισχύ μόνο την ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση επί της αίτησης αναιρέσεως (υπόθεση C-337/09 P, Συμβούλιο κατά Zheijiang Xinan Chemical Group, Συλλογή 2012, σ. I-0000), στις 19 Ιουλίου 2012. Στην απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο, όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποχρεούνταν να αναγνωρίσουν καθεστώς οικονομίας της αγοράς στην αιτούσα, η οποία ήταν η μόνη κινεζική επιχείρηση που είχε εξαγάγει το οικείο προϊόν κατά την περίοδο της έρευνας. Στην περίπτωση αυτή, σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή και το Συμβούλιο είχαν όντως προβεί σε ανάλυση της αίτησης περί υπαγωγής σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς και είχαν απορρίψει την αίτηση εκείνη ως αβάσιμη. Τα δικαστήρια της Ένωσης έκριναν ότι —σε αντίθεση με την άποψη που εξέφρασε η Επιτροπή και το Συμβούλιο— η αξίωση ήταν στην πραγματικότητα βάσιμη και ως εκ τούτου έπρεπε να υπολογιστεί η κανονική αξία με βάση τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από την Zheijiang Xinan Chemical Group. Η Επιτροπή κανονικά θα είχε συνεχίσει τη διαδικασία, προκειμένου να προτείνει στο Συμβούλιο την επιβολή δασμού για το μέλλον. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή [απόφαση 2009/383/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 2009, για την αναστολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/2004 του Συμβουλίου στις εισαγωγές glyphosate καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 20] και το Συμβούλιο [Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 126/2010 του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2010, για την επέκταση της αναστολής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/2004 σε εισαγωγές glyphosate καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ΕΕ L 40 της 13.2.2010, σ. 1] είχαν αποφασίσει το 2009 και το 2010 να άρουν τον δασμό αντιντάμπινγκ για την περίοδο έως το τέλος της περιόδου εφαρμογής του στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, λαμβάνοντας υπόψη ότι ήταν απίθανο να συνεχιστεί η ζημία λόγω των υψηλών επιπέδων κέρδους της ενωσιακής βιομηχανίας. Ως εκ τούτου, δεν χρειαζόταν να συνεχίσει τη διαδικασία με σκοπό την επιβολή δασμού για το μέλλον. Επίσης, δεν υπήρχε περιθώριο για τη συνέχισητης διαδικασίας με σκοπό την εκ νέου επιβολή δασμού για το παρελθόν: Σε αντίθεση με την προκειμένη περίπτωση, δεν έγινε καμία δειγματοληψία. Πράγματι, η Zheijiang Xinan Chemical Group ήταν ο μοναδικός παραγωγός-εξαγωγέας που πραγματοποίησε πωλήσεις στην αγορά της Ένωσης κατά την περίοδο της έρευνας. Δεδομένου ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα υποχρεούνταν να αναγνωρίσουν στην Zheijiang Xinan Chemical Group καθεστώς οικονομίας της αγοράς, τα δικαστήρια της Ένωσης ακύρωσαν τη διαπίστωση πρακτικής ντάμπινγκ. Η υπόθεση T-348/05, JSC Kirovo-Chepetsky κατά Συμβουλίου (υπόθεση T-348/05, JSC Kirovo-Chepetsky κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II-159) αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Η Επιτροπή είχε κινήσει μερική ενδιάμεση επανεξέταση κατόπιν αιτήματος της ενωσιακής βιομηχανίας και, με την ευκαιρία αυτή, είχε διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των εμπλεκόμενων προϊόντων, συμπεριλαμβάνοντας ένα διαφορετικό προϊόν. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει κατ' αυτόν τον τρόπο, αλλά ότι ήταν απαραίτητο να κινήσει χωριστή έρευνα για το προϊόν που προστέθηκε. Με βάση τη γενική αρχή του δεδικασμένου στο ενωσιακό δίκαιο, τα θεσμικά όργανα δεν είχαν περιθώριο να επαναλάβουν τη μερική ενδιάμεση επανεξέταση μετά την ακύρωση.

    (39)  Βλέπε για παράδειγμα κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 412/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2005 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μη συνεχών ινών από πολυεστέρες, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Σαουδικής Αραβίας, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2852/2000 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μη συνεχών ινών από πολυεστέρες, καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας, και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά αυτές τις εισαγωγές, καταγωγής Ταϊβάν (ΕΕ L 125 της 25.1.2009, σ. 1) (συμμόρφωση με Huvis). Εκτελεστικός κανονισμός (EE) αριθ. 540/2012 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 954/2006 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Κροατίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας (ΕΕ L 165 της 26.6.2012, σ. 1) (συμμόρφωση με Interpipe Nikopolsky).

    (40)  Βλέπε για παράδειγμα υπόθεση C-338/10, Gruenwald Logistik Services, Συλλογή 2012, σ. I-0000 και την εκ νέου επιβολή δασμών με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 158/2013 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2013, για την εκ νέου επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων παρασκευασμένων ή διατηρημένων εσπεριδοειδών (συγκεκριμένα μανταρινιών κ.λπ.) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 49 της 22.2.2013, σ. 29). Βλέπε επίσης τα ακόλουθα παραδείγματα: Στην υπόθεση T-158/10, Dow κατά Συμβουλίου, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν υπήρχε πιθανότητα συνέχισης του ντάμπινγκ (υπόθεση T-158/10, Dow κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2012, σ. II-0000, σκέψεις 47 και 59). Στην υπόθεση T-107/04, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ντάμπινγκ και ζημίας (υπόθεση T-107/04, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. II-672, σκέψη 116). Σύμφωνα με τη γενική αρχή του δεδικασμένου στο ενωσιακό δίκαιο, η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεσμεύονται από τα πορίσματα των δικαστηρίων της Ένωσης, όπου αυτά δύνανται, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έχουν ενώπιόν τους, να καταλήξουν σε οριστικό συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη ή μη πρακτικής ντάμπινγκ, ζημίας, αιτιώδους συνάφειας και συμφέροντος της Ένωσης. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν δύνανται, συνεπώς, να παρεκκλίνουν από τα πορίσματα των δικαστηρίων της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, η έρευνα περατώνεται με την απόφαση των δικαστηρίων της Ένωσης, τα οποία καταλήγουν στο οριστικό συμπέρασμα ότι η καταγγελία της ενωσιακής βιομηχανίας είναι νόμω αβάσιμη. Με βάση αυτές τις δύο αποφάσεις, δεν υπήρχε συνεπώς περιθώριο για την Επιτροπή και το Συμβούλιο να συνεχίσουν μια έρευνα από το σημείο που περατώθηκε, γι' αυτό και δεν προέβησαν σε περαιτέρω ενέργειες μετά την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων.

    (41)  Υπόθεση 199/82, San Giorgio, Συλλογή 1983, σ. 3595, σκέψη 13.

    (42)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/223 της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2016, για τη θέσπιση διαδικασίας για την αξιολόγηση ορισμένων αιτήσεων περί υπαγωγής σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς και περί ατομικής μεταχείρισης που υπέβαλαν παραγωγοί-εξαγωγείς από την Κίνα και το Βιετνάμ και για την εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-659/13 και C-34/14 (ΕΕ L 41 της 18.2.2016, σ. 3).

    (43)  Βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1549/2006 της Επιτροπής, της 17ης Οκτωβρίου 2006, για την τροποποίηση του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 301 της 31.10.2006, σ. 1), ο εν λόγω κωδικός ΣΟ αντικαθίσταται την 1η Ιανουαρίου 2007 από τους κωδικούς ΣΟ ex 6403 51 05, ex 6403 59 05, ex 6403 91 05 και ex 6403 99 05.

    (44)  Όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1719/2005 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2005, που τροποποιεί το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 286 της 28.10.2005, σ. 1). Η κάλυψη προϊόντων καθορίζεται με συνδυασμό της περιγραφής του προϊόντος στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και της περιγραφής του προϊόντος στους αντίστοιχους κωδικούς ΣΟ από κοινού.

    (45)  Η αντοχή σε κραδασμούς μετράται σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα EN345 ή EN346.

    (46)  Βλέπε υποσημείωση 43.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    Κωδικοί TARIC για τα υποδήματα που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα ή από ανασχηματισμένο δέρμα, όπως ορίζονται στο άρθρο 1

    α)

    Από τις 7 Οκτωβρίου 2006:

    6403300039, 6403300089, 6403511190, 6403511590, 6403511990, 6403519190, 6403519590, 6403519990, 6403591190, 6403593190, 6403593590, 6403593990, 6403599190, 6403599590, 6403599990, 6403911199, 6403911399, 6403911699, 6403911899, 6403919199, 6403919399, 6403919699, 6403919899, 6403991190, 6403993190, 6403993390, 6403993690, 6403993890, 6403999199, 6403999329, 6403999399, 6403999629, 6403999699, 6403999829, 6403999899 και 6405100080

    β)

    Από την 1η Ιανουαρίου 2007:

    6403510519, 6403510599, 6403511190, 6403511590, 6403511990, 6403519190, 6403519590, 6403519990, 6403590519, 6403590599, 6403591190, 6403593190, 6403593590, 6403593990, 6403599190, 6403599590, 6403599990, 6403910519, 6403910599, 6403911199, 6403911399, 6403911699, 6403911899, 6403919199, 6403919399, 6403919699, 6403919899, 6403990519, 6403990599, 6403991190, 6403993190, 6403993390, 6403993690, 6403993890, 6403999199, 6403999329, 6403999399, 6403999629, 6403999699, 6403999829, 6403999899 και 6405100080

    γ)

    Από τις 7 Σεπτεμβρίου 2007:

    6403510515, 6403510518, 6403510595, 6403510598, 6403511191, 6403511199, 6403511591, 6403511599, 6403511991, 6403511999, 6403519191, 6403519199, 6403519591, 6403519599, 6403519991, 6403519999, 6403590515, 6403590518, 6403590595, 6403590598, 6403591191, 6403591199, 6403593191, 6403593199, 6403593591, 6403593599, 6403593991, 6403593999, 6403599191, 6403599199, 6403599591, 6403599599, 6403599991, 6403599999, 6403910515, 6403910518, 6403910595, 6403910598, 6403911195, 6403911198, 6403911395, 6403911398, 6403911695, 6403911698, 6403911895, 6403911898, 6403919195, 6403919198, 6403919395, 6403919398, 6403919695, 6403919698, 6403919895, 6403919898, 6403990515, 6403990518, 6403990595, 6403990598, 6403991191, 6403991199, 6403993191, 6403993199, 6403993391, 6403993399, 6403993691, 6403993699, 6403993891, 6403993899, 6403999195, 6403999198, 6403999325, 6403999328, 6403999395, 6403999398, 6403999625, 6403999628, 6403999695, 6403999698, 6403999825, 6403999828, 6403999895, 6403999898, 6405100081 και 6405100089


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

    Κατάλογος παραγωγών-εξαγωγέων:

    Επωνυμία του παραγωγού-εξαγωγέα

    Best Royal Co., Ltd

    Lac Cuong Footwear Co., Ltd

    Lac Ty Co., Ltd

    Saoviet Joint Stock Company (Megastar Joint Stock Company)

    VMC Royal Co., Ltd

    Freetrend Industrial Ltd. και η συνδεδεμένη εταιρεία της Freetrend Industrial A (Βιετνάμ) Co., Ltd

    Fulgent Sun Footwear Co., Ltd.

    General Shoes Ltd.

    Golden Star Co., Ltd.

    Golden Top Company Co., Ltd.

    Kingmaker Footwear Co., Ltd

    Tripos Enterprise Inc.

    Vietnam Shoe Majesty Co., Ltd.


    Top