Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014R0537

    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014 , σχετικά με ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος και την κατάργηση της απόφασης 2005/909/ΕΚ της Επιτροπής Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

    ΕΕ L 158 της 27.5.2014, p. 77–112 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 09/01/2024

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2014/537/oj

    27.5.2014   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 158/77


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 537/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 16ης Απριλίου 2014

    σχετικά με ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος και την κατάργηση της απόφασης 2005/909/ΕΚ της Επιτροπής

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

    Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία εξουσιοδοτούνται από το νόμο να διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους των οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος ώστε να βελτιώνουν τον βαθμό εμπιστοσύνης του κοινού στις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των εν λόγω οντοτήτων. Η λειτουργία δημόσιου συμφέροντος του υποχρεωτικού ελέγχου σημαίνει ότι ένα ευρύ σύνολο ανθρώπων και θεσμών βασίζεται στην ποιότητα του έργου του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου. Η καλή ποιότητα του ελέγχου συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία των αγορών βελτιώνοντας την ακεραιότητα και την αποτελεσματικότητα των οικονομικών καταστάσεων. Ως εκ τούτου, οι νόμιμοι ελεγκτές εκπληρώνουν ιδιαιτέρως σημαντικό κοινωνικό ρόλο.

    (2)

    Η νομοθεσία της Ένωσης απαιτεί οι οικονομικές καταστάσεις, αποτελούμενες από τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ή τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εκδοτών κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ιδρυμάτων πληρωμών, οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος και οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, να ελέγχονται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα τα οποία έχουν αρμοδιότητα να διενεργούν τους εν λόγω ελέγχους σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, ήτοι: το άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (3), το άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου (4), το άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), το άρθρο 15 παράγραφος 2 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), το άρθρο 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), το άρθρο 22 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Επιπλέον, το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) ορίζει επίσης ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί επενδυτικών επιχειρήσεων πρέπει να ελέγχονται στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται η οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

    (3)

    Οι όροι χορήγησης άδειας στα πρόσωπα που είναι αρμόδια για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, καθώς και οι ελάχιστες απαιτήσεις διενέργειας του εν λόγω υποχρεωτικού ελέγχου, ορίζονται στην οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

    (4)

    Η Επιτροπή δημοσίευσε στις 13 Οκτωβρίου 2010 την πράσινη βίβλο με τίτλο «Πολιτική ελέγχου: Διδάγματα που αντλήθηκαν από την κρίση», η οποία δρομολόγησε ευρεία δημόσια διαβούλευση, στο γενικό πλαίσιο της κανονιστικής μεταρρύθμισης των χρηματοοικονομικών αγορών, σχετικά με τον ρόλο και το πεδίο εφαρμογής του ελέγχου, καθώς και σχετικά με το πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί η λειτουργία του ελέγχου, ώστε να συμβάλει σε αυξημένη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Η εν λόγω δημόσια διαβούλευση κατέδειξε ότι οι κανόνες της οδηγίας 2006/43/ΕΚ σχετικά με τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος θα μπορούσαν να βελτιωθούν. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2011, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε εξ ιδίας πρωτοβουλίας έκθεση για την πράσινη βίβλο. Στις 16 Ιουνίου 2011, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εξέδωσε επίσης έκθεση σχετικά με την εν λόγω πράσινη βίβλο.

    (5)

    Είναι σημαντικό να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες, ώστε να εξασφαλιστεί επαρκής ποιότητα του υποχρεωτικού ελέγχου οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, καθώς και η διενέργειά τους από νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία βάσει αυστηρών απαιτήσεων. Μια κοινή ρυθμιστική προσέγγιση θα βελτίωνε την ακεραιότητα, την ανεξαρτησία, την αντικειμενικότητα, την ευθύνη, τη διαφάνεια και την αξιοπιστία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, πράγμα που θα συνέβαλλε στην ποιότητα των υποχρεωτικών ελέγχων στην Ένωση και, συνεπώς, στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών. Η εκπόνηση μιας διακριτής πράξης για τις οντότητες δημόσιου συμφέροντος θα πρέπει επίσης να διασφαλίσει τη συνεκτική εναρμόνιση και την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων και, ως εκ τούτου, να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Οι εν λόγω αυστηρές απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύουν για τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία μόνο εφόσον διεξάγουν νόμιμους ελέγχους οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος.

    (6)

    Το σύστημα σε μερικά κράτη μέλη που διέπει τον νόμιμο έλεγχο των συνεταιριστικών και αποταμιευτικών τραπεζών δεν τους επιτρέπει να επιλέξουν ελεύθερα αντίστοιχο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο. Η ένωση ελέγχου στην οποία είναι μέλος η συνεταιριστική ή αποταμιευτική τράπεζα υποχρεούται εκ του νόμου να διενεργήσει τον υποχρεωτικό έλεγχο. Οι εν λόγω ελεγκτικές ενώσεις ενεργούν ως εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα χωρίς να εξυπηρετούν εμπορικά συμφέροντα, όπως απορρέει από τη νομική τους υπόσταση. Επιπλέον, οι οργανωτικές μονάδες αυτών των ενώσεων δεν συνδέονται με κοινό οικονομικό συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου θα μπορούσε να υπονομεύσει την ανεξαρτησία τους. Ακολούθως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαλλάσσουν τους συνεταιρισμούς κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14) της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, τις αποταμιευτικές τράπεζες ή άλλες παρόμοιες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ ή τις θυγατρικές ή τους νόμιμους διαδόχους τους από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εφόσον τηρούνται οι αρχές περί ανεξαρτησίας που καθορίζονται στην οδηγία 2006/43/ΕΚ.

    (7)

    Το ύψος της αμοιβής που λαμβάνει ένας νόμιμος ελεγκτής ή ένα ελεγκτικό γραφείο από μια ελεγχόμενη οντότητα και η διάρθρωση των αμοιβών μπορούν να αποτελούν απειλή για την ανεξαρτησία του. Συνεπώς, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι αμοιβές για τη διενέργεια ελέγχου δεν βασίζονται σε κανενός είδους αίρεση και ότι, όταν οι αμοιβές που καταβάλλει ένας πελάτης για τη διενέργεια ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών του, είναι υψηλές, εφαρμόζεται ειδική διαδικασία με τη συμμετοχή της επιτροπής ελέγχου, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα του ελέγχου. Εάν ένας νόμιμος ελεγκτής ή ένα ελεγκτικό γραφείο εξαρτάται υπερβολικά από κάποιο μεμονωμένο πελάτη, η επιτροπή ελέγχου θα πρέπει να αποφασίζει, παρέχοντας τη δέουσα αιτιολόγηση, εάν ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο μπορεί να συνεχίσει τη διεξαγωγή του εν λόγω υποχρεωτικού ελέγχου. Όταν λαμβάνει τέτοια απόφαση, η επιτροπή ελέγχου θα πρέπει να συνεκτιμά, μεταξύ άλλων, τις απειλές ως προς την ανεξαρτησία και τις συνέπειες αυτής της απόφασης.

    (8)

    Η παροχή ορισμένων υπηρεσιών πέραν του υποχρεωτικού ελέγχου (μη ελεγκτικές υπηρεσίες) σε ελεγχόμενες οντότητες από νόμιμους ελεγκτές, ελεγκτικά γραφεία ή μέλη των δικτύων τους μπορεί να θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να απαγορευθεί η παροχή ορισμένων μη ελεγκτικών υπηρεσιών, όπως οι ειδικοί φορολογικοί έλεγχοι, η παροχή συμβουλών και οι συμβουλευτικές υπηρεσίες, στην ελεγχόμενη οντότητα, στη μητρική της επιχείρηση και στις ελεγχόμενες από εκείνη επιχειρήσεις εντός της Ένωσης. Στις υπηρεσίες που συνεπάγονται τη συμμετοχή κατά οποιονδήποτε τρόπο στη διαχείριση ή τη λήψη αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας μπορούν να συγκαταλέγονται η διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης, η παροχή χρηματοοικονομικών πληροφοριών, η βελτιστοποίηση των επιχειρησιακών διαδικασιών, η ταμειακή διαχείριση, η ενδοομιλική τιμολόγηση, η δημιουργία αποτελεσματικής εφοδιαστικής αλυσίδας και άλλες παρόμοιες υπηρεσίες. Οι υπηρεσίες που συνδέονται με τη χρηματοδότηση, την κεφαλαιακή δομή και την κατανομή, καθώς και την επενδυτική στρατηγική της ελεγχόμενης οντότητας θα πρέπει να εξαιρούνται, εκτός από την παροχή υπηρεσιών, όπως οι υπηρεσίες δέουσας επιμέλειας, η έκδοση επιστολών στήριξης σε σχέση με ενημερωτικά δελτία που εκδίδονται από την ελεγχόμενη οντότητα και άλλες υπηρεσίες ασφάλισης.

    (9)

    Θα πρέπει να είναι δυνατόν για τα κράτη μέλη να αποφασίζουν να επιτρέπουν στους νόμιμους ελεγκτές και στα ελεγκτικά γραφεία να παρέχουν ορισμένες φορολογικές υπηρεσίες και υπηρεσίες αποτίμησης όταν αυτές οι υπηρεσίες είναι επουσιώδεις ή δεν έχουν άμεση επίπτωση, ξεχωριστά ή συνολικά, στις υπό έλεγχο οικονομικές καταστάσεις. Όταν οι υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνουν επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό, δεν θα πρέπει να θεωρούνται επουσιώδεις. Οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία δεν θα πρέπει συνεπώς να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες στην ελεγχόμενη οντότητα. Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο θα πρέπει να μπορεί να παρέχει μη ελεγκτικές υπηρεσίες που δεν απαγορεύονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εάν έχει προηγουμένως εγκριθεί η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών από την επιτροπή ελέγχου και εφόσον ο ίδιος ο νόμιμος ελεγκτής ή το ίδιο το ελεγκτικό γραφείο έχει την πεποίθηση ότι η παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών δεν θέτει την ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου σε κίνδυνο που να μην μπορεί να περιοριστεί σε αποδεκτά επίπεδα με την εφαρμογή διασφαλίσεων.

    (10)

    Για την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων, είναι σημαντικό ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο, προτού αποδεχθεί ή συνεχίσει μια εργασία υποχρεωτικού ελέγχου μιας οντότητας δημόσιου συμφέροντος, να εκτιμά εάν πληρούνται οι απαιτήσεις ανεξαρτησίας και, ιδίως, εάν προκύπτουν απειλές για την ανεξαρτησία ως αποτέλεσμα των σχέσεών του με την εν λόγω οντότητα. Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο θα πρέπει να επιβεβαιώνει την ανεξαρτησία του ετησίως στην επιτροπή ελέγχου της ελεγχόμενης οντότητας και να συζητά με την εν λόγω επιτροπή οποιαδήποτε απειλή για την ανεξαρτησία του, καθώς και τις διασφαλίσεις που εφάρμοσε για τον περιορισμό αυτών των απειλών.

    (11)

    Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), θα πρέπει να διέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού και η εν λόγω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να τελεί υπό την εποπτεία των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, ιδίως των δημόσιων ανεξάρτητων αρχών που διορίζουν τα κράτη μέλη. Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή μεταβίβαση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως προβλέπονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ.

    (12)

    Μια αξιόπιστη ανασκόπηση επί της ποιότητας της εργασίας που διενεργήθηκε σε κάθε εργασία υποχρεωτικού ελέγχου θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την επίτευξη υψηλής ποιότητας ελέγχου. Ως εκ τούτου, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο δεν θα πρέπει να εκδίδει την έκθεση ελέγχου του έως ότου να ολοκληρωθεί η εν λόγω ανασκόπηση επί της ποιότητας της εργασίας.

    (13)

    Τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού ελέγχου οντότητας δημόσιου συμφέροντος θα πρέπει να παρουσιάζονται στα ενδιαφερόμενα μέρη στην έκθεση ελέγχου. Για να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των ενδιαφερόμενων μερών στις οικονομικές καταστάσεις της ελεγχόμενης οντότητας, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό η έκθεση ελέγχου να είναι καλά θεμελιωμένη και απόλυτα τεκμηριωμένη. Επιπροσθέτως των πληροφοριών που απαιτείται να παρέχονται δυνάμει του άρθρου 28 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, η έκθεση ελέγχου θα πρέπει ιδίως να περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου και ως προς το κατά πόσο ο υποχρεωτικός έλεγχος μπόρεσε να εντοπίσει παρατυπίες, όπως επίσης και περιπτώσεις απάτης.

    (14)

    Η αξία του υποχρεωτικού ελέγχου για την ελεγχόμενη οντότητα θα βελτιωνόταν ιδιαιτέρως εάν ενισχυόταν η επικοινωνία μεταξύ του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου, αφενός, και της επιτροπής ελέγχου, αφετέρου. Πέραν του τακτικού διαλόγου κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, είναι σημαντικό ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο να υποβάλλει στην επιτροπή ελέγχου μια συμπληρωματική και αναλυτικότερη έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού ελέγχου. Η εν λόγω συμπληρωματική έκθεση θα πρέπει να υποβληθεί στην επιτροπή ελέγχου το αργότερο ταυτόχρονα με την έκθεση ελέγχου. Κατόπιν αιτήσεως, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο θα πρέπει να συζητήσει με την επιτροπή ελέγχου τα βασικά ζητήματα που αναφέρονται στη συμπληρωματική έκθεση. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι δυνατή η κοινοποίηση των εν λόγω συμπληρωματικών αναλυτικότερων εκθέσεων στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων κατόπιν αιτήσεώς τους και σε τρίτα μέρη, εφόσον απαιτείται από το εθνικό δίκαιο.

    (15)

    Οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία παρέχουν ήδη στις αρμόδιες εποπτικές αρχές των οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος πληροφορίες σχετικά με γεγονότα ή αποφάσεις που μπορεί να συνιστούν παραβίαση των κανόνων που διέπουν τις δραστηριότητες της ελεγχόμενης οντότητας ή πρόκληση βλάβης στη συνεχή λειτουργία της ελεγχόμενης οντότητας. Ωστόσο, η άσκηση εποπτικών καθηκόντων θα διευκολυνόταν εάν υπήρχε η απαίτηση για αποτελεσματικό διάλογο ανάμεσα στις εποπτικές αρχές πιστωτικών και ασφαλιστικών ιδρυμάτων και των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων.

    (16)

    Με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) θεσπίστηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ). Ο ρόλος του ΕΣΣΚ είναι να παρακολουθεί τη σύσταση συστημικού κινδύνου στην Ένωση. Λόγω των πληροφοριών στις οποίες έχουν πρόσβαση οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία των συστημικά σημαντικών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, η εμπειρία τους θα μπορούσε να συνδράμει στις εργασίες του ΕΣΣΚ. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διευκολύνει την πραγματοποίηση ενός ετήσιου φόρουμ διαλόγου μεταξύ των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων, αφενός, και του ΕΣΣΚ, αφετέρου, σε τομεακή βάση με ανωνυμία.

    (17)

    Για να αυξηθεί η εμπιστοσύνη στους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος και η αντίστοιχη ευθύνη των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων, είναι σημαντικό να αυξηθεί η διαφάνεια των εκθέσεων των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων. Ως εκ τούτου, οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει να γνωστοποιούν οικονομικές πληροφορίες, οι οποίες παρουσιάζουν ιδίως το συνολικό κύκλο εργασιών τους διαιρούμενο σε αμοιβές ελέγχου καταβαλλόμενες από οντότητες δημόσιου συμφέροντος, αμοιβές ελέγχου καταβαλλόμενες από άλλες οντότητες και αμοιβές για άλλες υπηρεσίες. Θα πρέπει επίσης να γνωστοποιούν οικονομικές πληροφορίες στο επίπεδο του δικτύου στο οποίο ανήκουν. Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει να παρέχουν πρόσθετες συμπληρωματικές πληροφορίες για τις αμοιβές ελέγχου στις αρμόδιες αρχές με στόχο τη διευκόλυνση των εποπτικών τους καθηκόντων.

    (18)

    Είναι σημαντικό να ενισχυθεί ο ρόλος της επιτροπής ελέγχου στην επιλογή νέου νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, προκειμένου να ληφθεί πιο ενημερωμένη απόφαση από τη γενική συνέλευση των μετόχων ή τα μέλη της ελεγχόμενης οντότητας. Συνεπώς, κατά την υποβολή μιας πρότασης προς τη γενική συνέλευση, το διοικητικό ή το εποπτικό όργανο θα πρέπει να εξηγεί εάν ακολουθεί την προτίμηση της επιτροπής ελέγχου και, εάν όχι, τους σχετικούς λόγους. Η σύσταση της επιτροπής ελέγχου θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο πιθανές εναλλακτικές προτάσεις για την ανάθεση ελεγκτικής εργασίας και να προκρίνει κατά δεόντως αιτιολογημένο τρόπο τη μία εξ αυτών, ώστε να μπορεί να γίνει πραγματική επιλογή. Η επιτροπή ελέγχου θα πρέπει να χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα μιας υποχρεωτικής διαδικασίας επιλογής που οργανώνεται από την ελεγχόμενη οντότητα, υπό την ευθύνη της επιτροπής ελέγχου, ώστε να αιτιολογεί κατά τρόπο ορθό και κατάλληλο τη σύστασή της. Στην εν λόγω διαδικασία επιλογής, η ελεγχόμενη οντότητα δεν θα πρέπει να απαγορεύει σε νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία με χαμηλό μερίδιο αγοράς να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους για την ελεγκτική εργασία. Η συγγραφή υποχρεώσεων θα πρέπει να περιέχει διαφανή κριτήρια επιλογής τα οποία δεν περιέχουν διακρίσεις και τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση των προτάσεων. Ωστόσο, έχοντας υπόψη ότι αυτή η διαδικασία επιλογής θα μπορούσε να συνεπάγεται δυσανάλογο κόστος για επιχειρήσεις με μειωμένη χρηματιστηριακή αξία ή μικρομεσαίες οντότητες δημόσιου συμφέροντος, δεδομένου του μεγέθους τους, οι εν λόγω επιχειρήσεις και οντότητες θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση να οργανώνουν διαδικασία για την επιλογή νέου νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου.

    (19)

    Το δικαίωμα της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή των μελών της ελεγχόμενης οντότητας να επιλέγει τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο δεν θα είχε καμία αξία εάν η ελεγχόμενη οντότητα επρόκειτο να συνάψει σύμβαση με τρίτο μέρος η οποία θα προέβλεπε περιορισμό της εν λόγω δυνατότητας επιλογής. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα που συνάπτεται από την ελεγχόμενη οντότητα με τρίτο μέρος σχετικά με τον διορισμό ή που περιορίζει τη δυνατότητα επιλογής συγκεκριμένων νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων θα πρέπει να θεωρείται άκυρη.

    (20)

    Ο διορισμός περισσότερων του ενός νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων από οντότητες δημόσιου συμφέροντος θα ενίσχυε τον επαγγελματικό σκεπτικισμό και θα συνέβαλε στην αύξηση της ποιότητας του ελέγχου. Επίσης, το μέτρο αυτό, συνδυαζόμενο με την παρουσία μικρότερων ελεγκτικών γραφείων στην αγορά ελεγκτικών υπηρεσιών, θα διευκόλυνε την ανάπτυξη των ικανοτήτων των εν λόγω γραφείων, διευρύνοντας έτσι την επιλογή νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων για τις οντότητες δημόσιου συμφέροντος. Ως εκ τούτου, οι τελευταίες θα πρέπει να ενθαρρυνθούν και να τους δοθούν κίνητρα να διορίζουν περισσότερους του ενός νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου.

    (21)

    Για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος οικειότητας και, συνεπώς, να ενισχυθεί η ανεξαρτησία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων, είναι σημαντικό να καθοριστεί η μέγιστη διάρκεια της ελεγκτικής εργασίας ενός νόμιμου ελεγκτή ή ενός ελεγκτικού γραφείου σε μια συγκεκριμένη ελεγχόμενη οντότητα. Επιπλέον, προκειμένου να ενισχυθεί η ανεξαρτησία του νομίμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου, να ενισχυθεί ο επαγγελματικός σκεπτικισμός και να αυξηθεί η ποιότητα του ελέγχου, ο παρών κανονισμός προβλέπει τις ακόλουθες εναλλακτικές δυνατότητες για παράταση της μέγιστης διάρκειας: προκήρυξη νέου διαγωνισμού ή διορισμός περισσότερων του ενός νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων από οντότητες δημόσιου συμφέροντος. Επίσης, η συμμετοχή μικρότερων ελεγκτικών γραφείων στα μέτρα αυτά θα διευκόλυνε την ανάπτυξη των ικανοτήτων των εν λόγω γραφείων, διευρύνοντας έτσι την επιλογή νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων για τις οντότητες δημόσιου συμφέροντος. Θα πρέπει να θεσπιστεί επίσης κατάλληλος μηχανισμός σταδιακής εναλλαγής σχετικά με τους κύριους εταίρους ελέγχου που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους του ελεγκτικού γραφείου. Είναι επίσης σημαντικό να καθοριστεί κατάλληλη περίοδος εντός της οποίας ο εν λόγω νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο δεν δύναται να διενεργήσει τον υποχρεωτικό έλεγχο της ίδιας οντότητας. Για να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση, ο προηγούμενος νόμιμος ελεγκτής θα πρέπει να διαβιβάζει φάκελο παράδοσης στον νέο νόμιμο ελεγκτή που θα περιέχει τις σχετικές πληροφορίες.

    (22)

    Για να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης των επενδυτών και των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά αποφεύγοντας περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλη εποπτεία από αρμόδιες αρχές ανεξάρτητες του ελεγκτικού κλάδου, οι οποίες να διαθέτουν κατάλληλες ικανότητες, τεχνογνωσία και πόρους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εξουσιοδοτούν ή να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να αναθέτουν την άσκηση οποιουδήποτε καθήκοντος των εν λόγω αρμόδιων αρχών σε άλλες αρχές ή οργανισμούς εκτός των καθηκόντων εκείνων που αφορούν το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας, τη διεξαγωγή ερευνών και τα πειθαρχικά συστήματα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν να αναθέτουν καθήκοντα που σχετίζονται με τα πειθαρχικά συστήματα σε άλλες αρχές και οργανισμούς, εφόσον η πλειονότητα των προσώπων που συμμετέχουν στη διακυβέρνηση της ενδιαφερόμενης αρχής ή οργανισμού είναι ανεξάρτητη από το ελεγκτικό επάγγελμα. Οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τις απαραίτητες εξουσίες για την ανάληψη των εποπτικών τους καθηκόντων, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης σε στοιχεία, της λήψης πληροφοριών και της διενέργειας επιθεωρήσεων. Θα πρέπει να εξειδικεύονται στην εποπτεία χρηματοοικονομικών αγορών, στην εποπτεία της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις χρηματοοικονομικής αναφοράς ή στην εποπτεία του υποχρεωτικού ελέγχου. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι δυνατόν ο έλεγχος της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που έχουν επιβληθεί στις οντότητες δημόσιου συμφέροντος να διεξάγεται από τις αρμόδιες για την εποπτεία των εν λόγω οντοτήτων αρχές. Η χρηματοδότηση των αρμόδιων αρχών δεν θα πρέπει να επηρεάζεται με αθέμιτο τρόπο από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία.

    (23)

    Η ποιότητα της εποπτείας θα πρέπει να βελτιωθεί, εάν υπάρχει αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των αρχών που είναι επιφορτισμένες σε εθνικό επίπεδο με την άσκηση διαφορετικών καθηκόντων. Ως εκ τούτου, οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις υποχρεωτικού ελέγχου οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος θα πρέπει να συνεργάζονται με τις αρχές που είναι αρμόδιες για τα καθήκοντα που προβλέπονται στην οδηγία 2006/43/ΕΚ, με τις αρχές που εποπτεύουν τις οντότητες δημόσιου συμφέροντος και με τις μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών που αναφέρονται στην οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

    (24)

    Η εξωτερική διασφάλιση της ποιότητας του υποχρεωτικού ελέγχου είναι θεμελιώδης για την επίτευξη ελέγχου υψηλής ποιότητας. Προσθέτει αξιοπιστία στις δημοσιευμένες οικονομικές πληροφορίες και παρέχει καλύτερη προστασία στους μετόχους, τους επενδυτές, τους πιστωτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει συνεπώς να υπόκεινται σε σύστημα διασφάλισης της ποιότητας υπό την ευθύνη των αρμόδιων αρχών, εξασφαλίζοντας έτσι την αντικειμενικότητα και την ανεξαρτησία από το ελεγκτικό επάγγελμα. Οι επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας θα πρέπει να οργανώνονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε νόμιμος ελεγκτής ή κάθε ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί ελέγχους οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος να υπόκειται σε επιθεώρηση διασφάλισης της ποιότητας, με βάση ανάλυση κινδύνων. Στην περίπτωση νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος διαφορετικούς από τους οριζόμενους στο άρθρο 2 σημεία 17) και 18) της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, η εν λόγω επιθεώρηση θα πρέπει να διενεργείται τουλάχιστον ανά τριετία, στις δε υπόλοιπες περιπτώσεις τουλάχιστον ανά εξαετία. Η σύσταση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2008 για την εξωτερική διασφάλιση της ποιότητας στους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν έλεγχο των οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος (16) παρέχει πληροφορίες για τον τρόπο διεξαγωγής των επιθεωρήσεων. Οι επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας θα πρέπει να είναι κατάλληλες και ανάλογες της κλίμακας και της πολυπλοκότητας της επιχείρησης του επιθεωρούμενου νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου.

    (25)

    Η αγορά παροχής υπηρεσιών υποχρεωτικού ελέγχου σε οντότητες δημόσιου συμφέροντος εξελίσσεται μέσα στο χρόνο. Συνεπώς, είναι απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν τις εξελίξεις της αγοράς, ιδίως όσον αφορά τους κινδύνους που προκύπτουν από την υψηλή συγκέντρωση της αγοράς, μεταξύ άλλων εντός συγκεκριμένων τομέων, και την απόδοση των επιτροπών ελέγχου.

    (26)

    Η διαφάνεια των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να συμβάλει στην αύξηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να απαιτείται να εκδίδουν τακτικά εκθέσεις για τις δραστηριότητές τους και να δημοσιεύουν συγκεντρωτικά στοιχεία για τα πορίσματα και τα συμπεράσματα των επιθεωρήσεων ή μεμονωμένα στοιχεία σε περιπτώσεις που τα κράτη μέλη το προβλέπουν.

    (27)

    Η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην εξασφάλιση διαρκούς υψηλής ποιότητας του υποχρεωτικού ελέγχου στην Ένωση. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, όπου είναι απαραίτητο, για τον σκοπό της άσκησης των εποπτικών τους καθηκόντων σχετικά με τους υποχρεωτικούς ελέγχους. Θα πρέπει να σέβονται την αρχή της ρύθμισης της χώρας καταγωγής και της εποπτείας από το κράτος μέλος στο οποίο έλαβε άδεια ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο και στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της ελεγχόμενης οντότητας, Η συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών θα πρέπει να οργανωθεί στο πλαίσιο μιας Επιτροπής Ευρωπαϊκών Φορέων Εποπτείας των Ελεγκτών (ΕΕΦΕΕ), η οποία θα πρέπει να αποτελείται από υψηλού επιπέδου εκπροσώπους των αρμόδιων αρχών. Προς ενίσχυση της συνεκτικής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η ΕΕΦΕΕ θα πρέπει να μπορεί να εκδίδει μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές ή γνώμες. Επιπλέον, θα πρέπει να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών, να παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή και να συμβάλει στις τεχνικές εκτιμήσεις και τους τεχνικούς ελέγχους.

    Προκειμένου να πραγματοποιεί την τεχνική εκτίμηση των συστημάτων δημόσιας εποπτείας τρίτων χωρών και της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών στον τομέα αυτό, η ΕΕΦΕΕ θα πρέπει να συγκροτήσει μία υποομάδα προεδρευόμενη από το μέλος που έχει διορισθεί από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών — ΕΑΚΑΑ) (17) και να ζητεί την υποστήριξη της ΕΑΚΑΑ, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών — ΕΑΤ) (18) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων — ΕΑΑΕΣ) (19), στον βαθμό που το αίτημά της συνδέεται με τη διεθνή συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών στο πεδίο του υποχρεωτικού ελέγχου οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος τις οποίες εποπτεύουν οι εν λόγω Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Η γραμματεία της ΕΕΦΕΕ θα πρέπει να παρέχεται από την Επιτροπή και, βάσει του προγράμματος εργασιών που έχει συμφωνηθεί από την ΕΕΦΕΕ, να περιλαμβάνει τις σχετικές δαπάνες στις εκτιμήσεις της για το επόμενο έτος.

    (28)

    Το πεδίο της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών θα πρέπει να περιλαμβάνει τη συνεργασία σχετικά με τις επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας και την υποστήριξη των ερευνών σχετικά με τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες η διερευνούμενη συμπεριφορά δεν συνιστά παραβίαση οποιασδήποτε ισχύουσας νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Οι λεπτομερείς διευθετήσεις της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών θα πρέπει να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα δημιουργίας συλλογικών οργάνων των αρμόδιων αρχών και την ανάθεση καθηκόντων μεταξύ τους. Η έννοια του δικτύου εντός του οποίου λειτουργούν οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην εν λόγω συνεργασία. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να τηρούν τους κατάλληλους κανόνες της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού απορρήτου.

    (29)

    Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κεφαλαιαγορών αναδεικνύουν την ανάγκη να δοθεί η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται με τις εποπτικές αρχές και τα όργανα τρίτων χωρών σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών ή τις επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας. Ωστόσο, σε περίπτωση που η συνεργασία με αρχές τρίτων χωρών σχετίζεται με έγγραφα εργασίας του ελέγχου ή άλλα έγγραφα που κατέχουν οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι διαδικασίες της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

    (30)

    Απαιτούνται βιώσιμη ικανότητα ελέγχου και ανταγωνιστική αγορά υπηρεσιών υποχρεωτικού ελέγχου, στην οποία να υπάρχει επαρκής επιλογή νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων ικανών να εκτελούν υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος, ώστε να εξασφαλιστεί ομαλή λειτουργία των κεφαλαιαγορών. Οι αρμόδιες αρχές και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού (ΕΔΑ) θα πρέπει να υποβάλουν έκθεση σχετικά με τις αλλαγές που επιφέρει ο παρών κανονισμός στη διάρθρωση της αγοράς ελεγκτικών υπηρεσιών.

    (31)

    Η ευθυγράμμιση των διαδικασιών για την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων από την Επιτροπή προς τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, προς τα άρθρα 290 και 291 αυτής θα πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά περίπτωση. Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην ελεγκτική και στο επάγγελμα του ελεγκτή, η εξουσία για την έκδοση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις είναι απαραίτητες για την έγκριση των διεθνών προδιαγραφών ελέγχου στον τομέα της εκτέλεσης ελέγχων, της ανεξαρτησίας και των εσωτερικών ελέγχων των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων. Τα εγκεκριμένα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα δεν θα πρέπει να τροποποιούν τυχόν απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή να συμπληρώνουν οποιαδήποτε από τις εν λόγω απαιτήσεις, εκτός εκείνων που ορίζονται επακριβώς. Έχει ιδιαίτερη σημασία η Επιτροπή να διεξάγει κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.

    Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και δέουσα διαβίβαση των συναφών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    (32)

    Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ομαλή μετάβαση στο καθεστώς που εισάγεται με τον παρόντα κανονισμό, είναι σημαντικό να θεσπιστεί μεταβατική περίοδος σχετικά με την έναρξη ισχύος της υποχρέωσης εναλλαγής νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων και της υποχρέωσης οργάνωσης μιας διαδικασίας για την επιλογή νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων.

    (33)

    Οι αναφορές στις διατάξεις της οδηγίας 2006/43/ΕΚ θα πρέπει να θεωρηθούν αναφορές στις εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς των εν λόγω διατάξεων της οδηγίας 2006/43/ΕΚ. Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο ελέγχου, όπως θεσπίζεται από τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) αντικαθιστά τις ισχύουσες απαιτήσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2006/43/ΕΚ και θα πρέπει να ερμηνευθεί ότι δεν παραπέμπει σε τυχόν προγενέστερες πράξεις, όπως οι συστάσεις της Επιτροπής που εκδόθηκαν βάσει του προηγούμενου πλαισίου.

    (34)

    Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, ήτοι η διασαφήνιση και ο καλύτερος καθορισμός του ρόλου του νόμιμου ελεγκτή σχετικά με τις οντότητες δημόσιου συμφέροντος, η βελτίωση των πληροφοριών που ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο παρέχει στην ελεγχόμενη οντότητα, τους επενδυτές και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, η βελτίωση των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ ελεγκτών και εποπτικών αρχών οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, η πρόληψη οποιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει από την παροχή μη ελεγκτικών υπηρεσιών σε οντότητες δημόσιου συμφέροντος, η άμβλυνση του κινδύνου ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων λόγω του υφιστάμενου συστήματος κατά το οποίο ο ελεγχόμενος επιλέγει και πληρώνει τον ελεγκτή ή του κινδύνου οικειότητας, η διευκόλυνση της αλλαγής και της επιλογής νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου σε οντότητες δημόσιου συμφέροντος, η διεύρυνση της δυνατότητας επιλογής νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων σε οντότητες δημόσιου συμφέροντος και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της ανεξαρτησίας και της συνέπειας της ρύθμισης και της εποπτείας των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων που διενεργούν υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της πτυχής της συνεργασίας σε επίπεδο Ένωσης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, αλλά μπορούν, λόγω της κλίμακάς τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

    (35)

    Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδιαίτερα από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την επαγγελματική ελευθερία, και πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

    (36)

    Ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 23 Απριλίου 2012 (21).

    (37)

    Θα πρέπει να θεσπιστεί νέο νομικό πλαίσιο υποχρεωτικού ελέγχου ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων από τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, επομένως η απόφαση 2005/909/ΕΚ της Επιτροπής (22) θα πρέπει να καταργηθεί,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΤΙΤΛΟΣ I

    ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

    Άρθρο 1

    Αντικείμενο

    Ο παρών κανονισμός ορίζει απαιτήσεις για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, κανόνες για την οργάνωση και την επιλογή νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων από οντότητες δημόσιου συμφέροντος για την προώθηση της ανεξαρτησίας τους και για την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων και κανόνες για την εποπτεία της συμμόρφωσης των νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων με τις εν λόγω απαιτήσεις.

    Άρθρο 2

    Πεδίο εφαρμογής

    1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε:

    α)

    νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος·

    β)

    οντότητες δημόσιου συμφέροντος.

    2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

    3.   Όταν συνεταιρισμός κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14) της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, αποταμιευτική τράπεζα ή παρόμοια οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ ή θυγατρική ή νόμιμος διάδοχος συνεταιρισμού, αποταμιευτικής τράπεζας ή παρόμοιας οντότητας όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ υποχρεούται ή έχει τη δυνατότητα δυνάμει των εθνικών διατάξεων να είναι μέλος ελεγκτικής οντότητας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν ότι ο παρών κανονισμός ή ορισμένες διατάξεις του δεν εφαρμόζονται στον υποχρεωτικό έλεγχο αυτής της οντότητας, εφόσον ο νόμιμος ελεγκτής τηρεί τις αρχές περί ανεξαρτησίας που καθορίζονται στην οδηγία 2006/43/ΕΚ κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου ενός εκ των μελών του και από πρόσωπα δυνάμενα να επηρεάσουν τον υποχρεωτικό έλεγχο.

    4.   Όταν συνεταιρισμός κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14) της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, αποταμιευτική τράπεζα ή παρόμοια οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ ή θυγατρική ή νόμιμος διάδοχος συνεταιρισμού, αποταμιευτικής τράπεζας ή παρόμοιας οντότητας όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ υποχρεούται ή έχει τη δυνατότητα δυνάμει του εθνικού δικαίου να είναι μέλος ελεγκτικής οντότητας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ένα αντικειμενικό, λογικό και ενημερωμένο μέλος δεν θα έφτανε στο συμπέρασμα ότι η βασισμένη σε μέλη σχέση διακυβεύει την ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή, υπό την προϋπόθεση ότι, όταν αυτός ο νόμιμος ελεγκτής διενεργεί νόμιμο έλεγχο ενός από τα μέλη του, εφαρμόζονται οι αρχές της ανεξαρτησίας στους νόμιμους ελεγκτές που διενεργούν τον έλεγχο και σε εκείνα τα πρόσωπα που μπορεί να είναι σε θέση να επηρεάσουν τον υποχρεωτικό έλεγχο.

    5.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Φορέων Εποπτείας των Ελεγκτών (στο εξής καλούμενη «ΕΕΦΕΕ»), που αναφέρεται στο άρθρο 30, για τέτοιες εξαιρετικές καταστάσεις μη εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΕΦΕΕ τον κατάλογο των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που δεν εφαρμόζονται στον υποχρεωτικό έλεγχο των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και τους λόγους που δικαιολόγησαν τη μη εφαρμογή.

    Άρθρο 3

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, με την εξαίρεση του όρου «αρμόδια αρχή» όπως προβλέπεται στο άρθρο 20 του παρόντος κανονισμού.

    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΣΕ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ

    Άρθρο 4

    Αμοιβές ελέγχου

    1.   Οι αμοιβές για τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων σε οντότητες δημόσιου συμφέροντος δεν είναι αμοιβές υπό αίρεση.

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 25 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, αμοιβές υπό αίρεση είναι οι αμοιβές για ελεγκτικές εργασίες που υπολογίζονται σε προκαθορισμένη βάση σε σχέση με το αποτέλεσμα ή την έκβαση μιας συναλλαγής ή το αποτέλεσμα του εκτελούμενου έργου. Οι αμοιβές δεν θεωρούνται ότι είναι υπό αίρεση εάν έχουν καθοριστεί από δικαστήριο ή αρμόδια αρχή.

    2.   Όταν ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο παρέχει στην ελεγχόμενη οντότητα, τη μητρική της επιχείρησης ή τις ελεγχόμενες από αυτήν επιχειρήσεις, επί περίοδο τριών ή περισσότερων συνεχών ετών, μη ελεγκτικές υπηρεσίες άλλες από τις αναφερόμενες στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, οι συνολικές αμοιβές για τις υπηρεσίες αυτές δεν υπερβαίνουν το 70 % του μέσου όρου των αμοιβών που καταβλήθηκαν τα τελευταία τρία συνεχή οικονομικά έτη για τον νόμιμο έλεγχο ή τους νόμιμους ελέγχους της ελεγχόμενης οντότητας και, κατά περίπτωση, της μητρικής της επιχείρησης, των ελεγχόμενων από αυτήν επιχειρήσεων και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του εν λόγω ομίλου επιχειρήσεων.

    Για τους σκοπούς των ορίων που προσδιορίζονται στο πρώτο εδάφιο, εξαιρούνται οι διαφορετικές από τις αναφερόμενες στο άρθρο 5 παράγραφος 1 μη ελεγκτικές υπηρεσίες που απαιτούνται δυνάμει της ενωσιακής ή της εθνικής νομοθεσίας.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή δύναται, κατόπιν αιτήσεως του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου, κατ' εξαίρεση, να επιτρέπει στον εν λόγω νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο να απαλλάσσεται από τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου όσον αφορά ελεγχόμενη οντότητα για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο οικονομικά έτη.

    3.   Όταν το σύνολο των αμοιβών που καταβάλλονται από μια οντότητα δημόσιου συμφέροντος για καθένα από τα τελευταία τρία συνεχόμενα οικονομικά έτη ανέρχεται σε ποσοστό άνω του 15 % του συνόλου των αμοιβών που λαμβάνονται από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο ή, ανάλογα με την περίπτωση, από τον ελεγκτή του ομίλου που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο, για καθένα από τα εν λόγω οικονομικά έτη, ο εν λόγω νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο ή, ενδεχομένως, ελεγκτής του ομίλου γνωστοποιεί το γεγονός αυτό στην επιτροπή ελέγχου και πραγματοποιεί συζητήσεις με την επιτροπή ελέγχου σχετικά με τους κινδύνους για την ανεξαρτησία τους και τις διασφαλίσεις που εφαρμόζονται για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων. Η επιτροπή ελέγχου μελετά το ενδεχόμενο υποβολής της ελεγκτικής εργασίας σε ανασκόπηση επί της ποιότητας της εργασίας από άλλο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο πριν από την έκδοση της έκθεσης ελέγχου.

    Όταν οι αμοιβές που καταβάλλονται από μια τέτοια οντότητα δημόσιου συμφέροντος εξακολουθούν να υπερβαίνουν το 15 % του συνόλου των αμοιβών που λαμβάνονται από έναν τέτοιο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο ή, ενδεχομένως, από έναν ελεγκτή του ομίλου που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο, η επιτροπή ελέγχου αποφασίζει με βάση αντικειμενική αιτιολόγηση κατά πόσο ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο ή ο ελεγκτής του ομίλου της εν λόγω οντότητας ή του ομίλου οντοτήτων μπορεί να εξακολουθήσει να διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο για πρόσθετο διάστημα που οπωσδήποτε δεν είναι μεγαλύτερο των δύο ετών.

    4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν αυστηρότερες απαιτήσεις από τις προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο.

    Άρθρο 5

    Απαγόρευση παροχής μη ελεγκτικών υπηρεσιών

    1.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο οντότητας δημόσιου συμφέροντος ή οποιοδήποτε μέλος του δικτύου στο οποίο ανήκει ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο δεν δύναται να παρέχει άμεσα ή έμμεσα στην ελεγχόμενη οντότητα, στην οικεία μητρική επιχείρηση ή στις ελεγχόμενες από την ελεγχόμενη οντότητα επιχειρήσεις της εντός της Ένωσης απαγορευμένες μη ελεγκτικές υπηρεσίες κατά:

    α)

    το διάστημα από την έναρξη της περιόδου που ελέγχεται έως την έκδοση της έκθεσης ελέγχου και

    β)

    το αμέσως προηγούμενο οικονομικό έτος από την περίοδο που αναφέρεται στο στοιχείο α) σε σχέση με τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο ζ).

    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως απαγορευμένες μη ελεγκτικές υπηρεσίες νοούνται:

    α)

    οι φορολογικές υπηρεσίες που σχετίζονται με τα ακόλουθα:

    i)

    κατάρτιση φορολογικών δηλώσεων,

    ii)

    φόρος μισθοδοσίας,

    iii)

    τελωνειακοί δασμοί,

    iv)

    εντοπισμός των κρατικών ενισχύσεων και των φορολογικών κινήτρων, εκτός εάν απαιτείται εκ του νόμου η παροχή υποστήριξης από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο σε σχέση με αυτές τις υπηρεσίες,

    v)

    υποστήριξη όσον αφορά τις φορολογικές επιθεωρήσεις από τις φορολογικές αρχές, εκτός εάν η υποστήριξη από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο σε σχέση με αυτές τις επιθεωρήσεις προβλέπεται από τον νόμο,

    vi)

    υπολογισμός άμεσων και έμμεσων φόρων, καθώς και αναβαλλόμενης φορολογίας,

    vii)

    παροχή φορολογικών συμβουλών·

    β)

    υπηρεσίες που περιλαμβάνουν την οποιαδήποτε συμμετοχή στη διαδικασία διαχείρισης ή λήψης αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας·

    γ)

    τήρηση βιβλίων και κατάρτιση λογιστικών αρχείων και οικονομικών καταστάσεων·

    δ)

    υπηρεσίες μισθοδοσίας·

    ε)

    σχεδιασμός και υλοποίηση διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου ή διαχείρισης κινδύνου σε σχέση με την κατάρτιση και/ή τον έλεγχο των οικονομικών πληροφοριών ή σχεδιασμός και υλοποίηση τεχνολογικών συστημάτων χρηματοοικονομικών πληροφοριών·

    στ)

    υπηρεσίες αποτίμησης, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών αναλογιστικών αποτιμήσεων ή υποστήριξης σε περίπτωση αντιδικίας·

    ζ)

    νομικές υπηρεσίες, σε σχέση με:

    i)

    την παροχή νομικών συμβουλών γενικού χαρακτήρα,

    ii)

    τη διαπραγμάτευση εκ μέρους της ελεγχόμενης οντότητας, και

    iii)

    την ανάληψη καθηκόντων συνηγόρου για την επίλυση διαφορών·

    η)

    υπηρεσίες που σχετίζονται με τη λειτουργία του τμήματος εσωτερικού ελέγχου της ελεγχόμενης οντότητας·

    θ)

    υπηρεσίες που συνδέονται με τη χρηματοδότηση, την κεφαλαιακή δομή και κατανομή, καθώς και την επενδυτική στρατηγική της ελεγχόμενης οντότητας, εκτός της παροχής υπηρεσιών διασφάλισης σε σχέση με τις οικονομικές καταστάσεις, όπως η έκδοση επιστολών στήριξης σε σχέση με ενημερωτικά δελτία που εκδίδονται από την ελεγχόμενη οντότητα·

    ι)

    προώθηση, διαπραγμάτευση ή αναδοχή μετοχών της ελεγχόμενης οντότητας·

    ια)

    υπηρεσίες ανθρώπινου δυναμικού, σε σχέση με:

    i)

    τα διοικητικά καθήκοντα με σημαντική επιρροή στην κατάρτιση των λογιστικών αρχείων ή των οικονομικών καταστάσεων που αποτελούν αντικείμενο του υποχρεωτικού ελέγχου, όταν στις υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

    αναζήτηση υποψηφίων για τέτοια θέση ή

    πραγματοποίηση ελέγχων συστάσεων για υποψηφίους τέτοιων θέσεων,

    ii)

    τη διάρθρωση του οργανωτικού σχεδιασμού και

    iii)

    τον έλεγχο του κόστους.

    2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαγορεύσουν και άλλες υπηρεσίες πέραν των αναγραφόμενων στην παράγραφο 1 εάν θεωρούν ότι οι εν λόγω υπηρεσίες αποτελούν απειλή για την ανεξαρτησία. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τυχόν προσθήκες στον κατάλογο της παραγράφου 1.

    3.   Κατά παρέκκλιση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο i), στο στοιχείο α) σημεία iv) έως vii) και στο στοιχείο στ), εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    δεν έχουν άμεση επίπτωση ή έχουν επουσιώδη επίπτωση, ξεχωριστά ή συνολικά στις ελεγχόμενες οικονομικές καταστάσεις·

    β)

    η εκτίμηση της επίπτωσης στις ελεγχόμενες οικονομικές καταστάσεις τεκμηριώνεται και εξηγείται λεπτομερώς στην επιπρόσθετη έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 11, και

    γ)

    οι αρχές της ανεξαρτησίας που θεσπίζονται στην οδηγία 2006/34/ΕΚ τηρούνται από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο.

    4.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος και, σε περίπτωση που ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο ανήκουν σε δίκτυο, κάθε μέλος αυτού του δικτύου μπορεί να παράσχει στην ελεγχόμενη οντότητα, στην οικεία μητρική επιχείρηση ή στις ελεγχόμενες από εκείνη επιχειρήσεις μη ελεγκτικές υπηρεσίες διαφορετικές από τις απαγορευμένες μη ελεγκτικές υπηρεσίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, υπό την προϋπόθεση ότι η επιτροπή ελέγχου έχει δώσει τη συγκατάθεσή της αφού προηγουμένως έχει εκτιμήσει δεόντως τις απειλές για την ανεξαρτησία και τις διασφαλίσεις που εφαρμόστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 22β της οδηγίας 2006/43/ΕΚ. Η επιτροπή ελέγχου εκδίδει, κατά περίπτωση, κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

    Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίσουν αυστηρότερους κανόνες όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο νόμιμος ελεγκτής, το ελεγκτικό γραφείο ή ένα μέλος δικτύου στο οποίο ανήκει ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο δύναται να παράσχει στην ελεγχόμενη οντότητα, στην οικεία μητρική επιχείρηση ή στις ελεγχόμενες από εκείνη επιχειρήσεις μη ελεγκτικές υπηρεσίες διαφορετικές από τις απαγορευμένες μη ελεγκτικές υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    5.   Όταν ένα μέλος δικτύου στο οποίο ανήκει ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο μιας οντότητας δημόσιου συμφέροντος παρέχει οποιαδήποτε από τις αναγραφόμενες στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου μη ελεγκτικές υπηρεσίες σε μια επιχείρηση συσταθείσα σε τρίτη χώρα που ελέγχεται από την ελεγχόμενη οντότητα δημόσιου συμφέροντος, ο ενδιαφερόμενος νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο οφείλει να εκτιμήσει εάν η ανεξαρτησία του μπορεί να υπονομευθεί από την εν λόγω παροχή υπηρεσιών από το μέλος του δικτύου.

    Εάν θίγεται η ανεξαρτησία του, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο εφαρμόζει διασφαλίσεις, ανάλογα με την περίπτωση, ώστε να περιορίσει τις απειλές που δημιουργούνται από την εν λόγω παροχή υπηρεσιών σε τρίτη χώρα. Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο μπορεί να συνεχίσει να διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο της οντότητας δημόσιου συμφέροντος μόνο εάν μπορεί να αιτιολογήσει, σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 22β της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, ότι η εν λόγω παροχή υπηρεσιών δεν επηρεάζει την επαγγελματική κρίση του και την έκθεση ελέγχου.

    Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου:

    α)

    η συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας και η παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και ε) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 θεωρούνται ότι οπωσδήποτε επηρεάζουν την εν λόγω ανεξαρτησία και ότι δεν δύνανται να περιοριστούν από την εφαρμογή τυχόν διασφαλίσεων·

    β)

    η παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, εκτός των στοιχείων β), γ) και ε), θεωρείται ότι θίγει την εν λόγω ανεξαρτησία και, ως εκ τούτου, απαιτούν διασφαλίσεις για τον μετριασμό των σχετικών απειλών.

    Άρθρο 6

    Προετοιμασία του υποχρεωτικού ελέγχου και αξιολόγηση των απειλών για την ανεξαρτησία

    1.   Προτού αποδεχθεί ή συνεχίσει μια εργασία υποχρεωτικού ελέγχου μιας οντότητας δημόσιου συμφέροντος, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο αξιολογεί και τεκμηριώνει, επιπλέον των διατάξεων του άρθρου 22β της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, τα εξής:

    α)

    εάν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των άρθρων 4 και 5 του παρόντος κανονισμού·

    β)

    εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 17 του παρόντος κανονισμού·

    γ)

    με την επιφύλαξη της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, την ακεραιότητα των μελών του εποπτικού, του διοικητικού και του διαχειριστικού φορέα της οντότητας δημόσιου συμφέροντος.

    2.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο:

    α)

    επιβεβαιώνει σε ετήσια βάση εγγράφως στην επιτροπή ελέγχου ότι ο νόμιμος ελεγκτής, το ελεγκτικό γραφείο και οι εταίροι, τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα διευθυντικά στελέχη που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο είναι ανεξάρτητοι από την ελεγχόμενη οντότητα·

    β)

    συζητά με την επιτροπή ελέγχου τους κινδύνους για την ανεξαρτησία του και τις διασφαλίσεις που εφαρμόζει για τον περιορισμό των εν λόγω κινδύνων, όπως καταγράφονται από αυτόν σύμφωνα με την παράγραφο 1.

    Άρθρο 7

    Παρατυπίες

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 12 του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, όταν ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο μιας οντότητας δημόσιου συμφέροντος υποπτεύεται ή έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι μπορεί να σημειωθούν ή έχουν σημειωθεί παρατυπίες, συμπεριλαμβανομένης της απάτης σχετικά με τις οικονομικές καταστάσεις της ελεγχόμενης οντότητας, ενημερώνει την ελεγχόμενη οντότητα και την καλεί να διερευνήσει το ζήτημα, καθώς και να λάβει κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση των εν λόγω παρατυπιών και για την πρόληψη τυχόν επανάληψής τους στο μέλλον.

    Σε περίπτωση που η ελεγχόμενη οντότητα δεν διερευνήσει το ζήτημα, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο ενημερώνει τις καθορισμένες από τα κράτη μέλη αρχές που είναι υπεύθυνες για τη διερεύνηση τέτοιων παρατυπιών.

    Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στις εν λόγω αρχές, από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο, τυχόν παρατυπιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν αποτελεί παράβαση οποιουδήποτε συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης πληροφοριών.

    Άρθρο 8

    Ανασκόπηση επί της ποιότητας της εργασίας

    1.   Πριν από την έκδοση των εκθέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11, διενεργείται ανασκόπηση επί της ποιότητας της εργασίας (στο παρόν άρθρο αναφέρεται εφεξής ως: ανασκόπηση), ώστε να εκτιμηθεί εάν ο νόμιμος ελεγκτής ή ο κύριος εταίρος θα μπορούσε εύλογα να έχει καταλήξει στη γνώμη και τα συμπεράσματα που διατυπώνονται στα προσχέδια των εκθέσεων αυτών.

    2.   Η ανασκόπηση διενεργείται από αρμόδιο ελεγκτή της διασφάλισης της ποιότητας της εργασίας (στο παρόν άρθρο αναφέρεται εφεξής ως: ελεγκτής ποιότητας). Ο ελεγκτής ποιότητας είναι νόμιμος ελεγκτής που δεν συμμετέχει στη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου τον οποίο αφορά η ανασκόπηση.

    3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, όταν ο υποχρεωτικός έλεγχος διενεργείται από ελεγκτικό γραφείο και όλοι οι νόμιμοι ελεγκτές του οποίου συμμετείχαν στη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, ή όταν ο υποχρεωτικός έλεγχος πραγματοποιείται από νόμιμο ελεγκτή ο οποίος δεν είναι εταίρος ή υπάλληλος ελεγκτικού γραφείου, ο τελευταίος οφείλει να μεριμνήσει ώστε η ανασκόπηση να διενεργηθεί από άλλο νόμιμο ελεγκτή. Η γνωστοποίηση εγγράφων ή πληροφοριών στον ανεξάρτητο ελεγκτή ποιότητας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δεν συνιστά παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου. Τα έγγραφα ή οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται στον ελεγκτή ποιότητας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου υπόκεινται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου.

    4.   Κατά την ανασκόπηση, ο ελεγκτής ποιότητας καταγράφει τουλάχιστον τα εξής.

    α)

    τις προφορικές και γραπτές πληροφορίες που παρέχονται από τον νόμιμο ελεγκτή ή τον κύριο εταίρο για την υποστήριξη των σημαντικών αποφάσεων, καθώς και των βασικών πορισμάτων των ελεγκτικών διαδικασιών που διενεργήθηκαν και των συμπερασμάτων που εξήχθησαν από τα πορίσματα αυτά, είτε κατόπιν αίτησης του ελεγκτή ποιότητας είτε όχι·

    β)

    τη γνώμη του νόμιμου ελεγκτή ή του κύριου εταίρου, όπως διατυπώνεται στα προσχέδια των εκθέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11.

    5.   Η ανασκόπηση αξιολογεί τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)

    την ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου από την ελεγχόμενη οντότητα·

    β)

    τους σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με τον υποχρεωτικό έλεγχο και έχει εντοπίσει ο νόμιμος ελεγκτής ή ο κύριος ελεγκτικός εταίρος κατά τη διεξαγωγή του υποχρεωτικού ελέγχου και τα μέτρα που έχει λάβει για να διαχειριστεί καταλλήλως τους κινδύνους αυτούς·

    γ)

    το σκεπτικό του νόμιμου ελεγκτή ή του κύριου ελεγκτικού εταίρου, ιδίως σε σχέση με το επίπεδο συνάφειας και τους σημαντικούς κινδύνους που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

    δ)

    οποιοδήποτε αίτημα παροχής συμβουλών προς εξωτερικούς εμπειρογνώμονες και την εφαρμογή των εν λόγω συμβουλών·

    ε)

    τη φύση και το αντικείμενο των διορθωμένων και μη διορθωμένων σφαλμάτων στις οικονομικές καταστάσεις που εντοπίστηκαν κατά τη διενέργεια του ελέγχου·

    στ)

    τα θέματα που συζητήθηκαν με την επιτροπή ελέγχου και τα διοικητικά και/ή τα εποπτικά όργανα της ελεγχόμενης οντότητας·

    ζ)

    τα θέματα που συζητήθηκαν με τις αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, με άλλα τρίτα μέρη·

    η)

    εάν τα έγγραφα και οι πληροφορίες που επιλέχθηκαν από τον φάκελο από τον ελεγκτή ποιότητας τεκμηριώνουν τη γνώμη του νόμιμου ελεγκτή ή του κύριου ελεγκτικού εταίρου, όπως εκφράζεται στο προσχέδιο των εκθέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11.

    6.   Ο ελεγκτής ποιότητας συζητά τα αποτελέσματα της ανασκόπησης με τον νόμιμο ελεγκτή ή τον κύριο ελεγκτικό εταίρο. Το ελεγκτικό γραφείο θεσπίζει διαδικασίες για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο θα μπορεί να επιλυθεί τυχόν ασυμφωνία μεταξύ του κύριου ελεγκτικού εταίρου και του ελεγκτή ποιότητας.

    7.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο και ο ελεγκτής ποιότητας τηρούν αρχείο με τα αποτελέσματα της ανασκόπησης, καθώς και με τα θέματα που υποδεικνύουν τα αποτελέσματα αυτά.

    Άρθρο 9

    Διεθνή πρότυπα ελέγχου

    Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει με εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 39 τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 26 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ στον τομέα της πρακτικής του ελέγχου, και την ανεξαρτησία και τους εσωτερικούς ελέγχους διασφάλισης της ποιότητας των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων για τους σκοπούς της εφαρμογής τους εντός της Ένωσης, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 26 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και γ) της οδηγίας 2006/43/ΕΚ και δεν τροποποιούν ουδεμία εκ των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού ούτε συμπληρώνουν καμία από τις απαιτήσεις του, εκτός εκείνων που καθορίζονται στα άρθρα 7, 8 και 18 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 10

    Έκθεση ελέγχου

    1.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή οι νόμιμοι ελεγκτές ή το ελεγκτικό γραφείο ή τα ελεγκτικά γραφεία παρουσιάζουν τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού ελέγχου της οντότητας δημόσιου συμφέροντος σε έκθεση ελέγχου.

    2.   Η έκθεση ελέγχου καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ και συμπληρωματικά πρέπει τουλάχιστον:

    α)

    να αναφέρει από ποιο άτομο ή ποιο όργανο διορίσθηκε ο νόμιμος ελεγκτής/οι νόμιμοι ελεγκτές ή το ελεγκτικό γραφείο/τα ελεγκτικά γραφεία·

    β)

    να αναφέρει την ημερομηνία διορισμού και την περίοδο της συνολικής αδιάλειπτης ελεγκτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων ανανέωσης προηγούμενου διορισμού και επαναδιορισμού των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων·

    γ)

    να περιλαμβάνει, προς υποστήριξη της γνώμης των ελεγκτών, τα ακόλουθα:

    i)

    περιγραφή των σημαντικότερων κινδύνων ουσιώδους ανακρίβειας που αξιολογήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων ουσιώδους ανακρίβειας λόγω απάτης που αξιολογήθηκαν,

    ii)

    συνοπτική παρουσίαση της αντίδρασης του ελεγκτή σε αυτούς τους κινδύνους και,

    iii)

    όπου αρμόζει, βασικές παρατηρήσεις που ανακύπτουν σχετικά με τους κινδύνους αυτούς.

    Στον βαθμό που σχετίζεται με τις παραπάνω πληροφορίες που παρέχονται στην έκθεση ελέγχου αναφορικά με κάθε σημαντικό κίνδυνο ουσιώδους ανακρίβειας που αξιολογήθηκε, η έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει σαφή αναφορά στις σχετικές γνωστοποιήσεις στο πλαίσιο των οικονομικών καταστάσεων·

    δ)

    να εξηγεί τον βαθμό στον οποίο ο υποχρεωτικός έλεγχος θεωρούταν ότι ήταν σε θέση να εντοπίσει παρατυπίες, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων απάτης·

    ε)

    να επιβεβαιώνει ότι η γνώμη ελέγχου συμφωνεί με τη συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 11·

    στ)

    να δηλώνει ότι δεν παρασχέθηκαν οι απαγορευμένες μη ελεγκτικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και ότι οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία παρέμειναν ανεξάρτητα έναντι της ελεγχόμενης οντότητας κατά τη διενέργεια του ελέγχου·

    ζ)

    να αναφέρει οποιαδήποτε υπηρεσία, πέραν του υποχρεωτικού ελέγχου, που παρασχέθηκε από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο στην ελεγχόμενη οντότητα, στην οικεία μητρική επιχείρηση ή στις ελεγχόμενες από την ελεγχόμενη οντότητα επιχειρήσεις και η οποία δεν δημοσιοποιείται στην έκθεση διαχείρισης ή τις οικονομικές καταστάσεις.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με το περιεχόμενο της έκθεσης ελέγχου.

    3.   Εκτός των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 στοιχείο ε), η έκθεση ελέγχου δεν περιέχει καμία παραπομπή στη συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου του άρθρου 11. Η έκθεση ελέγχου συντάσσεται σε απλή και σαφή γλώσσα.

    4.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο δεν χρησιμοποιεί το όνομα οποιασδήποτε αρμόδιας αρχής κατά τρόπο που να φανερώνει ή να υποδηλώνει υποστήριξη ή έγκριση της έκθεσης ελέγχου από την εν λόγω αρχή.

    Άρθρο 11

    Συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου

    1.   Οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος υποβάλλουν συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου της ελεγχόμενης οντότητας το αργότερο την ημερομηνία υποβολής της έκθεσης ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 10. Τα κράτη μέλη μπορούν επιπροσθέτως να απαιτούν την υποβολή της εν λόγω συμπληρωματικής έκθεσης στο διοικητικό ή το εποπτικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας.

    Εάν η ελεγχόμενη οντότητα δεν διαθέτει επιτροπή ελέγχου, η συμπληρωματική έκθεση υποβάλλεται προς το όργανο που επιτελεί ισοδύναμα καθήκοντα εντός της ελεγχόμενης οντότητας. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στην επιτροπή ελέγχου να γνωστοποιεί την εν λόγω συμπληρωματική έκθεση σε τρίτα μέρη που προβλέπονται στο εθνικό τους δίκαιο.

    2.   Η συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου καταρτίζεται γραπτώς. Εξηγεί τα αποτελέσματα του υποχρεωτικού ελέγχου που διενεργήθηκε και πληροί τουλάχιστον τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)

    περιλαμβάνει την αναφερόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) δήλωση ανεξαρτησίας·

    β)

    εφόσον ο υποχρεωτικός έλεγχος έχει διενεργηθεί από ελεγκτικό γραφείο, η έκθεση προσδιορίζει κάθε κύριο ελεγκτικό εταίρο που συμμετείχε στον έλεγχο·

    γ)

    εάν ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο έχει προβεί σε ρυθμίσεις προκειμένου οποιαδήποτε από τις δραστηριότητές του να διενεργείται από άλλο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο που δεν είναι μέλος του ίδιου δικτύου ή έχει χρησιμοποιήσει τις εργασίες εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, η έκθεση αναφέρει το γεγονός αυτό και επιβεβαιώνει ότι ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο έλαβε επιβεβαίωση από τον άλλο νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο και/ή τον εξωτερικό εμπειρογνώμονα ως προς την ανεξαρτησία τους·

    δ)

    περιγράφει τη φύση, τη συχνότητα και το εύρος επικοινωνίας με την επιτροπή ελέγχου ή το όργανο που επιτελεί ισοδύναμα καθήκοντα εντός της ελεγχόμενης οντότητας, τον διαχειριστικό φορέα και το διοικητικό ή εποπτικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ημερομηνιών των συνεδριάσεων με τους εν λόγω φορείς·

    ε)

    περιλαμβάνει περιγραφή του εύρους και της χρονικής στιγμής του ελέγχου·

    στ)

    εφόσον έχουν διοριστεί περισσότεροι του ενός νόμιμοι ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία, περιγράφει την κατανομή καθηκόντων μεταξύ των νόμιμων ελεγκτών και/ή των ελεγκτικών γραφείων·

    ζ)

    περιγράφει τη χρησιμοποιηθείσα μεθοδολογία, μεταξύ άλλων ποιες κατηγορίες των ισολογισμών υπήρξαν αντικείμενο άμεσης επαλήθευσης και ποιες κατηγορίες έχουν επαληθευτεί βάσει δοκιμών συστήματος και συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης της εξήγησης τυχόν ουσιαστικών διαφοροποιήσεων ως προς τη σημασία των δοκιμών συστήματος και συμμόρφωσης σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ακόμη και αν ο υποχρεωτικός έλεγχος του προηγούμενου έτους διενεργήθηκε από άλλους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία·

    η)

    δημοσιοποιεί το ποσοτικό επίπεδο σημαντικότητας που εφαρμόστηκε για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων ως σύνολο και, κατά περίπτωση, το επίπεδο ή τα επίπεδα σημαντικότητας συγκεκριμένων κατηγοριών πράξεων, υπολοίπων λογαριασμών ή γνωστοποιήσεων και δημοσιοποιεί τα ποιοτικά στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη κατά τον καθορισμό του επιπέδου σημαντικότητας·

    θ)

    αναφέρει και επεξηγεί τις απόψεις σχετικά με γεγονότα ή συνθήκες που προσδιορίζονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου και μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα της οντότητας να συνεχίσει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες και εάν αποτελούν σημαντική αβεβαιότητα, καθώς και υποβάλει συνοπτική έκθεση όλων των εγγυήσεων, επιστολών στήριξης, μέτρων δημόσιας στήριξης και άλλων μέτρων στήριξης τα οποία έχουν ληφθεί υπόψη για την πραγματοποίηση εκτίμησης σχετικά με τη συνέχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της οντότητας·

    ι)

    αναφέρει τυχόν σημαντικές ελλείψεις στο σύστημα εσωτερικού οικονομικού ελέγχου της ελεγχόμενης οντότητας ή, στην περίπτωση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, στο σύστημα εσωτερικού οικονομικού ελέγχου της μητρικής εταιρείας της επιχείρησης και/ή στο λογιστικό σύστημα. Για κάθε τέτοια σημαντική έλλειψη, η συμπληρωματική έκθεση αναφέρει αν η συγκεκριμένη έλλειψη έχει αντιμετωπιστεί από τη διοίκηση ή όχι·

    ια)

    αναφέρει οποιαδήποτε ζητήματα αφορούν τη μη συμμόρφωση ή τη φερόμενη μη συμμόρφωση με νόμους και κανονισμούς ή καταστατικά τα οποία εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια του υποχρεωτικού ελέγχου, εφόσον θεωρούνται σημαντικά για την εκπλήρωση των καθηκόντων της επιτροπής·

    ιβ)

    αναφέρει και εκτιμά τις μεθόδους αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν για τα διάφορα στοιχεία των ετήσιων ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε επιπτώσεων λόγω μεταβολών των μεθόδων αυτών·

    ιγ)

    στην περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, εξηγεί το πλαίσιο της ενοποίησης και των κριτηρίων εξαίρεσης που εφαρμόστηκαν από την ελεγχόμενη οντότητα σε μη ενοποιημένες οντότητες, εάν υπάρχουν, καθώς και κατά πόσο τα εν λόγω κριτήρια που εφαρμόστηκαν συνάδουν με το πλαίσιο χρηματοοικονομικής αναφοράς·

    ιδ)

    κατά περίπτωση, προσδιορίζει οποιοδήποτε ελεγκτικό έργο έχει επιτελεστεί από ελεγκτές τρίτης χώρας, νόμιμους ελεγκτές, ελεγκτικές οντότητες ή ελεγκτικά γραφεία τρίτης χώρας σε σχέση με τον υποχρεωτικό έλεγχο ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, εκτός από μέλη του ίδιου δικτύου στο οποίο ανήκει ο ελεγκτής των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων·

    ιε)

    αναφέρει εάν η ελεγχόμενη οντότητα παρείχε όλες τις επεξηγήσεις και τα έγγραφα που της ζητήθηκαν·

    ιστ)

    αναφέρει:

    i)

    οποιαδήποτε σημαντικά προβλήματα προέκυψαν κατά τον υποχρεωτικό έλεγχο,

    ii)

    οποιαδήποτε σημαντικά ζητήματα προέκυψαν από τον υποχρεωτικό έλεγχο και τα οποία συζητήθηκαν ή αποτέλεσαν αντικείμενο αλληλογραφίας με τη διοίκηση και

    iii)

    οποιαδήποτε άλλα ζητήματα προέκυψαν από τον υποχρεωτικό έλεγχο και τα οποία, κατά την επαγγελματική κρίση του ελεγκτή, είναι ουσιαστικά για τη διαδικασία εποπτείας της χρηματοοικονομικής αναφοράς.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με το περιεχόμενο της συμπληρωματικής έκθεσης προς την επιτροπή ελέγχου.

    Εφόσον ζητηθεί από νόμιμο ελεγκτή, ελεγκτικό γραφείο ή την επιτροπή ελέγχου, οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία συζητούν με την επιτροπή ελέγχου, το διοικητικό όργανο ή, κατά περίπτωση, το εποπτικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας τα βασικά ζητήματα που προέκυψαν από τον υποχρεωτικό έλεγχο, τα οποία αναφέρονται στη συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου και ιδίως στο πρώτο εδάφιο στοιχείο ι).

    3.   Εφόσον έχει ανατεθεί ταυτόχρονα εργασία σε περισσότερους από ένα νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία και οποιαδήποτε διαφωνία έχει προκύψει μεταξύ τους σχετικά με τις διαδικασίες ελέγχου, τους λογιστικούς κανόνες ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα σχετικό με τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, οι λόγοι της εν λόγω διαφωνίας διευκρινίζονται στη συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου.

    4.   Η συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου φέρει υπογραφή και ημερομηνία. Όταν ελεγκτικό γραφείο διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο, η συμπληρωματική έκθεση προς την επιτροπή ελέγχου υπογράφεται από τους νόμιμους ελεγκτές που διενήργησαν τον υποχρεωτικό έλεγχο εκ μέρους του ελεγκτικού γραφείου.

    5.   Εφόσον τους ζητηθεί και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία καθιστούν άμεσα διαθέσιμη τη συμπληρωματική έκθεση στις αρμόδιες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 20 παράγραφος 1.

    Άρθρο 12

    Αναφορά στις αρχές εποπτείας οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος

    1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 55 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, του άρθρου 63 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), του άρθρου 15 παράγραφος 4 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, του άρθρου 106 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, του άρθρου 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ και του άρθρου 72 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο μιας οντότητας δημόσιου συμφέροντος έχει καθήκον να αναφέρει άμεσα, στις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν την εν λόγω οντότητα δημόσιου συμφέροντος ή, όταν τούτο καθορίζεται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου, κάθε στοιχείο που αφορά την εν λόγω οντότητα δημόσιου συμφέροντος του οποίου έχει λάβει γνώση κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου και το οποίο μπορεί να προκαλέσει οποιοδήποτε από τα εξής:

    α)

    ουσιαστική παραβίαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που ορίζουν, κατά περίπτωση, τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν συγκεκριμένα τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της εν λόγω οντότητας δημόσιου συμφέροντος·

    β)

    ουσιαστική απειλή ή αμφιβολία όσον αφορά τη συνεχή λειτουργία της οντότητας δημόσιου συμφέροντος·

    γ)

    άρνηση έκδοσης γνώμης ελέγχου σχετικά με τις οικονομικές καταστάσεις ή έκδοση αρνητικής γνώμης ή γνώμης με επιφύλαξη.

    Οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία έχουν επίσης καθήκον να αναφέρουν οποιαδήποτε πληροφορία αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) ή γ) και της οποίας λαμβάνουν γνώση κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου επιχείρησης που διατηρεί στενούς δεσμούς με την οντότητα δημόσιου συμφέροντος για την οποία διενεργούν επίσης υποχρεωτικό έλεγχο. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «στενοί δεσμοί» έχει την έννοια που του αποδίδεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 38) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25).

    Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν πρόσθετες πληροφορίες από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο, εφόσον είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική εποπτεία της χρηματοοικονομικής αγοράς, όπως προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο.

    2.   Καθιερώνεται αποτελεσματικός διάλογος μεταξύ των αρμόδιων αρχών που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αφενός, και των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο των εν λόγω ιδρυμάτων και επιχειρήσεων, αφετέρου. Την ευθύνη της συμμόρφωσης προς την απαίτηση αυτή φέρουν αμφότερα τα μέρη του διαλόγου.

    Τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και η ΕΕΦΕΕ διοργανώνουν συνάντηση με τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία ή δίκτυα που διεξάγουν υποχρεωτικούς ελέγχους όλων των σημαντικών σε συστημικό επίπεδο παγκόσμιων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που έχουν εξουσιοδοτηθεί εντός της Ένωσης, όπως έχουν καθορισθεί διεθνώς, ώστε να ενημερώνεται το ΕΣΣΚ για τις τομεακές ή άλλες σημαντικές εξελίξεις σε αυτά τα σημαντικά σε συστημικό επίπεδο χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

    Προς διευκόλυνση της άσκησης των καθηκόντων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών — ΕΑΤ) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων — ΕΑΑΕΣ), λαμβανομένων υπόψη των ισχυουσών εποπτικών πρακτικών, εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές προς τις αρμόδιες αρχές εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26) και το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27), αντιστοίχως.

    3.   Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές ή στο ΕΣΣΚ και την ΕΕΦΕΕ, από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο ή το δίκτυο, κατά περίπτωση, κάθε πληροφορίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή κάθε πληροφορίας κατά τη διάρκεια του διαλόγου που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν αποτελεί παράβαση οποιουδήποτε συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης πληροφοριών.

    Άρθρο 13

    Έκθεση διαφάνειας

    1.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος δημοσιεύει ετήσια έκθεση διαφάνειας το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους. Η εν λόγω έκθεση διαφάνειας δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου και παραμένει διαθέσιμη εκεί για τουλάχιστον πέντε χρόνια από την ημερομηνία δημοσίευσής της στον δικτυακό τόπο. Εάν ο νόμιμος ελεγκτής απασχολείται σε ελεγκτικό γραφείο, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν άρθρο βαρύνουν το ελεγκτικό γραφείο.

    Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο επιτρέπεται να επικαιροποιεί τη δημοσιευμένη ετήσια έκθεση διαφάνειάς του. Στην περίπτωση αυτή, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο αναφέρει ότι πρόκειται για επικαιροποιημένη έκδοση της έκθεσης και η αρχική έκδοση της έκθεσης παραμένει διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο.

    Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές ότι η έκθεση διαφάνειας έχει δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου ή, κατά περίπτωση, ότι έχει επικαιροποιηθεί.

    2.   Η ετήσια έκθεση διαφάνειας περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:

    α)

    περιγραφή της νομικής δομής και της ιδιοκτησίας του ελεγκτικού γραφείου·

    β)

    στην περίπτωση που ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο είναι μέλος δικτύου:

    i)

    περιγραφή του δικτύου και των νομικών και διαρθρωτικών μηχανισμών του δικτύου,

    ii)

    το όνομα κάθε νόμιμου ελεγκτή που λειτουργεί ως μεμονωμένος επαγγελματίας ή ελεγκτικού γραφείου που είναι μέλος του δικτύου,

    iii)

    τις χώρες στις οποίες κάθε νόμιμος ελεγκτής που λειτουργεί ως μεμονωμένος επαγγελματίας ή ελεγκτικό γραφείο που είναι μέλος του δικτύου έχει λάβει άδεια ως νόμιμος ελεγκτής ή διατηρεί την επίσημη έδρα του, την κεντρική του διοίκηση ή τις κύριες εγκαταστάσεις του,

    iv)

    τον συνολικό κύκλο εργασιών που παράγεται από τους νόμιμους ελεγκτές που λειτουργούν ως μεμονωμένοι επαγγελματίες και τα ελεγκτικά γραφεία που είναι μέλη του δικτύου, ο οποίος προκύπτει από τον υποχρεωτικό έλεγχο ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων·

    γ)

    περιγραφή της διοικητικής δομής του ελεγκτικού γραφείου·

    δ)

    περιγραφή του εσωτερικού συστήματος ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου και δήλωση του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου για την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του·

    ε)

    αναφορά σχετικά με την ημερομηνία διενέργειας της τελευταίας επιθεώρησης διασφάλισης της ποιότητας σύμφωνα με το άρθρο 26·

    στ)

    κατάλογο των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος για τις οποίες ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο διενήργησε υποχρεωτικούς ελέγχους κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος·

    ζ)

    δήλωση σχετικά με τις πρακτικές ανεξαρτησίας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου που επιβεβαιώνει επίσης τη διενέργεια εσωτερικής επιθεώρησης διασφάλισης της ανεξαρτησίας·

    η)

    δήλωση της πολιτικής που εφάρμοσε ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο σχετικά με τη συνεχή εκπαίδευση των νόμιμων ελεγκτών που προβλέπεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ·

    θ)

    πληροφορίες σχετικά με τη βάση υπολογισμού των αμοιβών των εταίρων ελεγκτικών γραφείων·

    ι)

    περιγραφή της πολιτικής του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου σχετικά με την εναλλαγή κύριων ελεγκτικών εταίρων και προσωπικού σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 7·

    ια)

    εάν δεν έχουν δημοσιοποιηθεί στις οικονομικές καταστάσεις τους κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, πληροφορίες σχετικά με τον συνολικό κύκλο εργασιών των νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων, διαιρούμενο στις εξής κατηγορίες:

    i)

    έσοδα από τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος και οντοτήτων που ανήκουν σε όμιλο επιχειρήσεων, η μητρική εταιρεία του οποίου είναι οντότητα δημόσιου συμφέροντος,

    ii)

    έσοδα από τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων άλλων οντοτήτων,

    iii)

    έσοδα από επιτρεπόμενες μη ελεγκτικές υπηρεσίες που παρέχονται σε οντότητες που ελέγχονται από τον νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο και

    iv)

    έσοδα από μη ελεγκτικές υπηρεσίες που παρέχονται σε άλλες οντότητες.

    Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να αποφασίσει να μη δημοσιοποιήσει τις πληροφορίες που απαιτούνται στο στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου στον βαθμό που είναι απαραίτητο για τη μείωση επικείμενων και σημαντικών απειλών για την προσωπική ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου. Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο πρέπει να μπορεί να αποδείξει στην αρμόδια αρχή την ύπαρξη των εν λόγω απειλών.

    3.   Η έκθεση διαφάνειας υπογράφεται από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο.

    Άρθρο 14

    Ενημέρωση των αρμόδιων αρχών

    Οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία παρέχουν, σε ετήσια βάση, στις αρμόδιες αρχές τους κατάλογο των οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος που έχουν ελέγξει και των εσόδων που έχει εισπράξει από αυτές, κατανέμοντας τα έσοδα αυτά ως εξής:

    α)

    έσοδα από υποχρεωτικό έλεγχο·

    β)

    έσοδα από μη ελεγκτικές υπηρεσίες εκτός εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 οι οποίες απαιτούνται από την ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία, και

    γ)

    έσοδα από μη ελεγκτικές υπηρεσίες εκτός εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 οι οποίες δεν απαιτούνται από την ενωσιακή ή την εθνική νομοθεσία.

    Άρθρο 15

    Τήρηση αρχείων

    Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία τηρούν τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, τα άρθρα 6 και 7, το άρθρο 8 παράγραφοι 4 έως 7, τα άρθρα 10 και 11, το άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 14 και το άρθρο 16 παράγραφοι 2, 3 και 5 του παρόντος κανονισμού και στα άρθρα 22β, 24α, 24β, 27 και 28 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών από την παραγωγή των εν λόγω εγγράφων ή πληροφοριών.

    Τα κράτη μέλη μπορεί να απαιτούν από τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία να τηρούν τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους κανόνες τους για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τις αντίστοιχες διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες.

    ΤΙΤΛΟΣ III

    ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΝΟΜΙΜΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ Ή ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΑΠΟ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ

    Άρθρο 16

    Διορισμός νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων

    1.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 37 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, για τον διορισμό νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων από οντότητες δημόσιου συμφέροντος, ισχύουν οι όροι που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη, ωστόσο, των διατάξεων της παραγράφου 7.

    Στην περίπτωση που εφαρμόζεται το άρθρο 37 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, η οντότητα δημόσιου συμφέροντος ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τη χρήση των εναλλακτικών συστημάτων ή όρων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο. Στην περίπτωση αυτή, δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

    2.   Η επιτροπή ελέγχου υποβάλλει σύσταση στο διοικητικό ή εποπτικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας για τον διορισμό νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων.

    Εκτός εάν αφορά την ανανέωση διορισμού για ελεγκτική εργασία σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2, η σύσταση είναι αιτιολογημένη και περιέχει τουλάχιστον δύο εναλλακτικές επιλογές για τον διορισμό για ελεγκτική εργασία και η επιτροπή ελέγχου εκφράζει δεόντως αιτιολογημένη προτίμηση για μία εξ αυτών.

    Στη σύστασή της, η επιτροπή ελέγχου δηλώνει ότι η σύστασή της δεν επηρεάζεται από τρίτους και ότι δεν της έχει επιβληθεί καμία ρήτρα του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 6.

    3.   Εκτός εάν αφορά την ανανέωση διορισμού για ελεγκτική εργασία σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2, η σύσταση της επιτροπής ελέγχου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου καταρτίζεται ακολουθώντας διαδικασία επιλογής που οργανώνει η ελεγχόμενη οντότητα σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

    α)

    η ελεγχόμενη οντότητα έχει την ελευθερία να καλέσει οποιουσδήποτε νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία να υποβάλουν προτάσεις για την παροχή της υπηρεσίας υποχρεωτικού ελέγχου, υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται σεβαστό το άρθρο 17 παράγραφος 3 και ότι η οργάνωση της διαδικασίας υποβολής προσφορών δεν εμποδίζει με κανέναν τρόπο τη συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής γραφείων που έχουν εισπράξει κάτω του 15 % των συνολικών αμοιβών ελέγχου από οντότητες δημόσιου συμφέροντος στο οικείο κράτος μέλος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος·

    β)

    η ελεγχόμενη οντότητα καταρτίζει συγγραφή υποχρεώσεων την οποία υποβάλλει στους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία όπου απευθύνει την πρόσκληση. Η εν λόγω συγγραφή υποχρεώσεων τούς επιτρέπει να κατανοήσουν την επιχείρηση της ελεγχόμενης οντότητας και το είδος του υποχρεωτικού ελέγχου που πρόκειται να διενεργήσουν. Η συγγραφή υποχρεώσεων περιέχει διαφανή κριτήρια επιλογής χωρίς διακρίσεις τα οποία χρησιμοποιούνται από την ελεγχόμενη οντότητα για την αξιολόγηση των προτάσεων που υποβάλλουν οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία·

    γ)

    η ελεγχόμενη οντότητα έχει την ελευθερία να καθορίσει τη διαδικασία επιλογής και μπορεί να διενεργήσει απευθείας διαπραγματεύσεις με τους ενδιαφερόμενους υποψηφίους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας·

    δ)

    στην περίπτωση που, σύμφωνα με το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 20 απαιτούν τη συμμόρφωση των νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων με ορισμένα ποιοτικά πρότυπα, τα πρότυπα αυτά περιλαμβάνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων·

    ε)

    η ελεγχόμενη οντότητα αξιολογεί τις προτάσεις των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής που έχουν προκαθοριστεί στη συγγραφή υποχρεώσεων. Η ελεγχόμενη οντότητα καταρτίζει έκθεση επί των συμπερασμάτων της διαδικασίας επιλογής, η οποία επικυρώνεται από την επιτροπή ελέγχου. Η ελεγχόμενη οντότητα και η επιτροπή ελέγχου λαμβάνουν υπόψη τυχόν ευρήματα ή συμπεράσματα οποιασδήποτε έκθεσης επιθεώρησης για τον υποψήφιο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 8 και δημοσιεύεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 28 στοιχείο δ)·

    στ)

    εφόσον της ζητηθεί, η ελεγχόμενη οντότητα είναι σε θέση να αποδείξει στην αναφερόμενη στο άρθρο 20 αρμόδια αρχή ότι η διαδικασία επιλογής διενεργήθηκε κατά δίκαιο τρόπο.

    Η επιτροπή ελέγχου είναι υπεύθυνη για τη διαδικασία επιλογής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 δημοσιεύει κατάλογο των οικείων νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων τον οποίο ενημερώνει ετησίως. Η αρμόδια αρχή χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που παρέχουν νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία σύμφωνα με το άρθρο 14 για να κάνει τους σχετικούς υπολογισμούς.

    4.   Οι οντότητες δημόσιου συμφέροντος που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και κ) της οδηγίας 2003/71/ΕΚ δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν την αναφερόμενη στην παράγραφο 3 διαδικασία επιλογής.

    5.   Η πρόταση προς τη γενική συνέλευση των μετόχων ή τα μέλη της ελεγχόμενης οντότητας για τον διορισμό νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων περιλαμβάνει τη σύσταση και προτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και την οποία εκφράζει η επιτροπή ελέγχου ή το όργανο που εκτελεί ισοδύναμα καθήκοντα.

    Εάν η πρόταση διαφέρει από την προτίμηση της επιτροπής ελέγχου, στην πρόταση αιτιολογούνται οι λόγοι για τους οποίους δεν ακολουθήθηκε η σύσταση της επιτροπής ελέγχου. Ωστόσο, ο νόμιμος ελεγκτής ή τα ελεγκτικά γραφεία που προτείνονται από το διοικητικό ή εποπτικό όργανο πρέπει να έχουν συμμετάσχει στη διαδικασία επιλογής που περιγράφεται στην παράγραφο 3. Το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν τα καθήκοντα της επιτροπής ελέγχου εκτελούνται από το διοικητικό ή εποπτικό όργανο.

    6.   Οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα συνάπτεται μεταξύ οντότητας δημόσιου συμφέροντος και τρίτου μέρους η οποία περιορίζει τις δυνατότητες επιλογής από τη γενική συνέλευση των μετόχων ή τα μέλη της οντότητας αυτής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 37 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, σε ορισμένες κατηγορίες ή καταλόγους νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων, όσον αφορά τον διορισμό συγκεκριμένου νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου της εν λόγω οντότητας κηρύσσεται άκυρη.

    Η οντότητα δημόσιου συμφέροντος ενημερώνει απευθείας και χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 20 για οποιαδήποτε απόπειρα τρίτου να επιβάλει τέτοιου είδους συμβατική ρήτρα ή να επηρεάσει με άλλον τρόπο αντικανονικά την απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή των μελών σχετικά με την επιλογή νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου.

    7.   Τα κράτη μέλη μπορεί να αποφασίσουν τον διορισμό ελάχιστου αριθμού νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων από οντότητες δημόσιου συμφέροντος υπό ορισμένες περιστάσεις και να καθορίσουν τους όρους που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των διορισμένων νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων.

    Εάν κάποιο κράτος μέλος επιβάλει οποιαδήποτε τέτοια απαίτηση, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τη σχετική Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή.

    8.   Όταν η ελεγχόμενη οντότητα διαθέτει επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων στην οποία οι μέτοχοι ή τα μέλη έχουν σημαντική επιρροή και καθήκον της οποίας είναι να διατυπώνει συστάσεις για την επιλογή ελεγκτών, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στην επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων να εκτελεί τα καθήκοντα της επιτροπής ελέγχου που ορίζονται στο παρόν άρθρο και να απαιτούν να υποβάλλει την αναφερόμενη στην παράγραφο 2 σύσταση στη γενική συνέλευση των μετόχων ή των μελών.

    Άρθρο 17

    Διάρκεια της ελεγκτικής εργασίας

    1.   Η οντότητα δημόσιου συμφέροντος διορίζει νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο για μια αρχική εργασία τουλάχιστον ενός έτους. Η εργασία μπορεί να έχει τη δυνατότητα ανανέωσης.

    Ούτε η αρχική εργασία συγκεκριμένου νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, ούτε η αποστολή αυτή σε συνδυασμό με τυχόν ανανεωθείσες εργασίες μπορεί να υπερβαίνει μέγιστη διάρκεια δέκα ετών.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη δύνανται

    α)

    να απαιτούν η αρχική εργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να έχει διάρκεια μεγαλύτερη του έτους·

    β)

    να ορίζουν μέγιστη διάρκεια μικρότερη των δέκα ετών για τις εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.

    3.   Μετά τη λήξη της μέγιστης διάρκειας εργασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο ή στην παράγραφο 2 στοιχείο β) ή μετά τη λήξη της διάρκειας εργασιών που παρατείνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 4 ή 6, ούτε ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο ούτε, κατά περίπτωση, τυχόν μέλη των δικτύων τους εντός της Ένωσης δεν αναλαμβάνουν τον υποχρεωτικό έλεγχο της ίδιας οντότητας δημόσιου συμφέροντος για τα επόμενα τέσσερα έτη.

    4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 και την παράγραφο 2 στοιχείο β), τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέψουν ότι η μέγιστη διάρκεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο και στην παράγραφο 2 στοιχείο β) μπορεί να παραταθεί για μέγιστη διάρκεια:

    α)

    είκοσι ετών, στην περίπτωση διενέργειας δημόσιας διαδικασίας υποβολής προσφορών για τον υποχρεωτικό έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 5, και αρχίζει να ισχύει με τη λήξη της μέγιστης διάρκειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο και στην παράγραφο 2 στοιχείο β), ή

    β)

    είκοσι τεσσάρων ετών, όταν, μετά τη λήξη της μέγιστης διάρκειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο και στην παράγραφο 2 στοιχείο β), χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα περισσότεροι του ενός νόμιμοι ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία, υπό τον όρο ότι ο υποχρεωτικός έλεγχος καταλήγει στην υποβολή της κοινής έκθεσης ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 28 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

    5.   Η μέγιστη διάρκεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο και στην παράγραφο 2 στοιχείο β) μπορεί να παραταθεί μόνο εφόσον, κατόπιν σύστασης της επιτροπής ελέγχου, το διοικητικό ή εποπτικό όργανο εισηγείται στη γενική συνέλευση των μετόχων ή των μελών, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, την ανανέωση της εργασίας και η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται.

    6.   Μετά την εκπνοή της μέγιστης διάρκειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, στην παράγραφο 2 στοιχείο β) ή στην παράγραφο 4, κατά περίπτωση, η οντότητα δημόσιου συμφέροντος δύναται, κατ' εξαίρεση, να ζητήσει από την αναφερόμενη στο άρθρο 20 παράγραφος 1 αρμόδια αρχή να παραχωρήσει παράταση, ώστε να διορίσει εκ νέου τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο για πρόσθετη εργασία, εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 4 στοιχεία α) ή β). Η εν λόγω πρόσθετη εργασία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.

    7.   Οι κύριοι ελεγκτικοί εταίροι που είναι υπεύθυνοι για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου παύουν τη συμμετοχή τους στον υποχρεωτικό έλεγχο της ελεγχόμενης οντότητας το αργότερο επτά έτη από την ημερομηνία διορισμού τους. Δεν δύνανται να συμμετάσχουν εκ νέου στον υποχρεωτικό έλεγχο της ελεγχόμενης οντότητας προτού παρέλθουν τρία έτη από την παύση αυτή.

    Κατά παρέκκλιση, τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν ότι οι κύριοι ελεγκτικοί εταίροι που είναι υπεύθυνοι για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου παύουν τη συμμετοχή τους στο υποχρεωτικό έλεγχο της ελεγχόμενης οντότητας πριν από την παρέλευση επτά ετών από την ημερομηνία του αντίστοιχου διορισμού τους.

    Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο καθορίζει κατάλληλο μηχανισμό σταδιακής εναλλαγής αναφορικά με το ανώτατο προσωπικό που συμμετέχει στον υποχρεωτικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των προσώπων που έχουν εγγραφεί στο μητρώο των νόμιμων ελεγκτών. Ο μηχανισμός σταδιακής εναλλαγής εφαρμόζεται σε στάδια και αφορά άτομα και όχι ολόκληρη την ομάδα της ελεγκτικής εργασίας. Είναι ανάλογος της κλίμακας και της πολυπλοκότητας της δραστηριότητας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου.

    Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο πρέπει να μπορεί να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι ο εν λόγω μηχανισμός τίθεται αποτελεσματικά σε εφαρμογή και προσαρμόζεται στην κλίμακα και την πολυπλοκότητα της δραστηριότητας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου.

    8.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η διάρκεια της ελεγκτικής εργασίας υπολογίζεται από το πρώτο οικονομικό έτος που καλύπτεται στην επιστολή της ελεγκτικής εργασίας με την οποία ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο διορίστηκαν για πρώτη φορά για τη διενέργεια διαδοχικών υποχρεωτικών ελέγχων για την ίδια οντότητα δημόσιου συμφέροντος.

    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το ελεγκτικό γραφείο περιλαμβάνει άλλα γραφεία που το ελεγκτικό γραφείο απέκτησε ή τα οποία συγχωνεύθηκαν με αυτό.

    Εάν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την ημερομηνία κατά την οποία ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο άρχισε να διενεργεί διαδοχικούς υποχρεωτικούς ελέγχους για την οντότητα δημόσιου συμφέροντος, λόγω π.χ. συγχώνευσης, εξαγοράς ή αλλαγών στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο αναφέρει αμέσως την αβεβαιότητα αυτή στην αρμόδια αρχή, η οποία εντέλει προσδιορίζει τη σχετική ημερομηνία για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου.

    Άρθρο 18

    Παράδοση φακέλου

    Όταν ένας νόμιμος ελεγκτής ή ένα ελεγκτικό γραφείο αντικαθίσταται από άλλο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο, ο προηγούμενος νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 23 παράγραφος 3 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, ο προηγούμενος νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο επιτρέπει επίσης στον νέο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο την πρόσβαση στις συμπληρωματικές εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 11 σε σχέση με προηγούμενα έτη και σε οποιεσδήποτε πληροφορίες διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13.

    Ο προηγούμενος νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι οι εν λόγω πληροφορίες έχουν δοθεί στον νέο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο.

    Άρθρο 19

    Απόλυση και παραίτηση νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 38 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, οποιαδήποτε αρμόδια αρχή ορίστηκε από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, προωθεί τις πληροφορίες σχετικά με την απόλυση ή την παραίτηση του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου κατά τη διάρκεια της εργασίας και επεξηγεί δεόντως τους σχετικούς λόγους στην αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1.

    ΤΙΤΛΟΣ IV

    ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΝΟΜΙΜΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΠΟΥ ΔΙΕΝΕΡΓΟΥΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

    Αρμόδιες αρχές

    Άρθρο 20

    Ορισμός των αρμόδιων αρχών

    1.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπει ο παρών κανονισμός, καθώς και για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, ορίζονται μεταξύ των εξής:

    α)

    αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ·

    β)

    αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο η) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ·

    γ)

    αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 32 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν την ανάθεση της ευθύνης για την εξασφάλιση της εφαρμογής του συνόλου ή μέρους των διατάξεων του τίτλου III του παρόντος κανονισμού στις, κατά περίπτωση, αρμόδιες αρχές που αναφέρονται:

    α)

    στο άρθρο 48 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

    β)

    στο άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ·

    γ)

    στο άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο η) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ·

    δ)

    στο άρθρο 20 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ·

    ε)

    στο άρθρο 30 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

    στ)

    στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    ή σε άλλες αρχές που καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

    3.   Στην περίπτωση ορισμού περισσότερων της μιας αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, οι αρχές αυτές οργανώνονται κατά τρόπο ώστε τα καθήκοντά τους να είναι σαφώς κατανεμημένα.

    4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του δικαιώματος ενός κράτους μέλους να προβλέπει ξεχωριστές νομοθετικές και διοικητικές ρυθμίσεις για υπερπόντιες χώρες και εδάφη που διατηρούν ιδιαίτερες σχέσεις με το εν λόγω κράτος μέλος.

    5.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τον καθορισμό αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

    Η Επιτροπή ενοποιεί τις πληροφορίες αυτές και τις δημοσιοποιεί.

    Άρθρο 21

    Όροι ανεξαρτησίας

    Οι αρμόδιες αρχές είναι ανεξάρτητες από τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία.

    Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διαβουλεύονται με εμπειρογνώμονες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο γ), για τον σκοπό της εκπλήρωσης ειδικών καθηκόντων και μπορούν επίσης να υποστηρίζονται από εμπειρογνώμονες όταν αυτό είναι σημαντικό για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Στις εν λόγω περιπτώσεις, οι εμπειρογνώμονες δεν συμμετέχουν στη λήψη οποιασδήποτε απόφασης.

    Ένα πρόσωπο δεν μπορεί να καταστεί μέλος του διευθυντικού οργάνου ή υπεύθυνο για τη λήψη αποφάσεων στις εν λόγω αρχές εφόσον, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του ή κατά τα τρία προηγούμενα έτη, το εν λόγω πρόσωπο:

    α)

    έχει διενεργήσει υποχρεωτικούς ελέγχους·

    β)

    κατείχε δικαιώματα ψήφου σε ελεγκτικό γραφείο·

    γ)

    ήταν μέλος του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ελεγκτικού γραφείου·

    δ)

    ήταν εταίρος, υπάλληλος ή με άλλο τρόπο απασχολούμενος σε ελεγκτικό γραφείο.

    Η χρηματοδότηση των εν λόγω αρχών είναι εξασφαλισμένη και δεν επηρεάζεται από αθέμιτη επιρροή νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων.

    Άρθρο 22

    Επαγγελματικό απόρρητο σε σχέση με τις αρμόδιες αρχές

    Η υποχρέωση του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή εργάσθηκαν ή συνεργάζονται ή συνεργάσθηκαν ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες, ή συμμετέχουν ή συμμετείχαν, στη διοίκηση των αρμόδιων αρχών ή οποιασδήποτε αρχής ή οργανισμού στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος κανονισμού. Οι πληροφορίες που καλύπτονται από επαγγελματικό απόρρητο δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αρχή, εκτός από την περίπτωση που αυτό απαιτείται βάσει των υποχρεώσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή των νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων ή διοικητικών διαδικασιών κράτους μέλους.

    Άρθρο 23

    Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

    1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές ή οποιεσδήποτε άλλες δημόσιες αρχές κράτους μέλους δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνουν στο περιεχόμενο των εκθέσεων ελέγχου.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και διενέργειας ερευνών που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου VII της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

    3.   Οι εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, την εξουσία:

    α)

    πρόσβασης σε δεδομένα που συνδέονται με τα έγγραφα του υποχρεωτικού ελέγχου ή άλλα έγγραφα που κατέχουν οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία υπό οποιαδήποτε μορφή σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων τους και τη λήψη τέτοιων εγγράφων ή αντιγράφων τους·

    β)

    απόκτησης πληροφοριών σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο από οποιοδήποτε πρόσωπο·

    γ)

    διενέργειας επιτόπιων επιθεωρήσεων ποιότητας από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία·

    δ)

    υποβολής αιτήματος για την άσκηση ποινικής δίωξης·

    ε)

    πρόσκλησης εμπειρογνωμόνων για τη διενέργεια επαληθεύσεων ή ερευνών·

    στ)

    λήψης των διοικητικών μέτρων και επιβολής των κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 30α της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

    Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τις εξουσίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μόνο σε σχέση με:

    α)

    τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος·

    β)

    πρόσωπα που συμμετέχουν στις δραστηριότητες νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων που διενεργούν υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος·

    γ)

    ελεγχόμενες οντότητες δημόσιου συμφέροντος, τις θυγατρικές τους εταιρείες και συνδεδεμένα τρίτα μέρη·

    δ)

    τρίτα μέρη στα οποία οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος έχουν αναθέσει ορισμένες λειτουργίες ή δραστηριότητες και

    ε)

    πρόσωπα άλλως συνδεδεμένα ή σχετιζόμενα με νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκούν τις εξουσίες εποπτείας και διενέργειας ερευνών που διαθέτουν με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

    α)

    άμεσα·

    β)

    σε συνεργασία με άλλες αρχές·

    γ)

    με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

    5.   Οι εξουσίες εποπτείας και διενέργειας ερευνών των αρμόδιων αρχών ασκούνται τηρουμένης πλήρως της εθνικής νομοθεσίας και ιδίως των αρχών του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος υπεράσπισης.

    6.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την άσκηση των εξουσιών εποπτείας και διενέργειας ερευνών σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκτελείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

    Άρθρο 24

    Ανάθεση καθηκόντων

    1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν ή να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 να αναθέτουν οποιοδήποτε από τα απαιτούμενα βάσει του παρόντος κανονισμού καθήκοντα σε άλλες αρχές ή όργανα που έχουν ορισθεί από το νόμο ή στα οποία επιτρέπεται εκ του νόμου να εκτελούν τα καθήκοντα αυτά, με εξαίρεση τα καθήκοντα που αφορούν:

    α)

    το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας του άρθρου 26·

    β)

    τις έρευνες του άρθρου 23 του παρόντος κανονισμού και του άρθρου 32 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, που απορρέουν από το εν λόγω σύστημα διασφάλισης της ποιότητας ή από παραπομπή από άλλη αρχή, και

    γ)

    κυρώσεις και μέτρα του κεφαλαίου VII της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, που συνδέονται με επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας ή διενέργεια ερευνών σε υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος.

    2.   Η εκτέλεση καθηκόντων από άλλες αρχές ή όργανα ανατίθεται ρητά από την αρμόδια αρχή. Στην ανάθεση διευκρινίζονται τα ανατιθέμενα καθήκοντα και οι όροι υπό τους οποίους πρόκειται να διεκπεραιωθούν.

    Όταν η αρμόδια αρχή αναθέτει καθήκοντα σε άλλες αρχές ή όργανα, είναι σε θέση να ανακαλεί τις αρμοδιότητες αυτές κατά περίπτωση.

    3.   Οι αρχές ή τα όργανα οργανώνονται ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων. Η αναθέτουσα αρμόδια αρχή φέρει την τελική ευθύνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό και για τα εκτελεστικά μέτρα που εκδίδονται σύμφωνα με αυτόν.

    Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για κάθε ρύθμιση που αφορά ανάθεση καθηκόντων, καθώς και για τους ακριβείς όρους που διέπουν την ανάθεση αυτή.

    4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να αναθέσουν τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) σε άλλες αρχές ή όργανα που έχουν ορισθεί από τον νόμο ή στα οποία επιτρέπεται εκ του νόμου να εκτελούν τα καθήκοντα αυτά, εφόσον η πλειονότητα των προσώπων που συμμετέχουν στη διοίκηση της οικείας αρχής ή του οργάνου διαθέτει ανεξαρτησία από τον ελεγκτικό κλάδο.

    Άρθρο 25

    Συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές σε εθνικό επίπεδο

    Οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 και, κατά περίπτωση, οποιαδήποτε αρχή στην οποία η αρμόδια αρχή αναθέτει καθήκοντα, συνεργάζεται σε εθνικό επίπεδο με:

    α)

    τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ·

    β)

    τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, είτε έχουν οριστεί αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού είτε όχι·

    γ)

    τις μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 21 και 37 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ.

    Για τους σκοπούς της συνεργασίας αυτής, εφαρμόζεται η υποχρέωση του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος κανονισμού.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

    Διασφάλιση της ποιότητας, παρακολούθηση της αγοράς και διαφάνεια των αρμόδιων αρχών

    Άρθρο 26

    Διασφάλιση της ποιότητας

    1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

    α)

    ως «επιθεωρήσεις» νοούνται οι επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων, οι οποίες διεξάγονται από επιθεωρητή και δεν συνιστούν έρευνα κατά την έννοια του άρθρου 32 παράγραφος 5 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ·

    β)

    ως «επιθεωρητής» νοείται ο επιθεωρητής που πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 5 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) του παρόντος άρθρου και ο οποίος απασχολείται σε αρμόδια αρχή ή συνεργάζεται άλλως με αυτήν·

    γ)

    ως «εμπειρογνώμονας» νοείται φυσικό πρόσωπο που διαθέτει ειδική τεχνογνωσία στις χρηματοοικονομικές αγορές, τη χρηματοοικονομική αναφορά, τον έλεγχο ή άλλα πεδία σχετικά με τις επιθεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών νόμιμων ελεγκτών.

    2.   Οι οριζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν αποτελεσματικό σύστημα διασφάλισης της ποιότητας ελέγχου.

    Διενεργούν επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος με βάση ανάλυση του κινδύνου και:

    α)

    στην περίπτωση νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων που διενεργούν άλλους υποχρεωτικούς ελέγχους από τους οριζόμενους στο άρθρο 2 παράγραφοι 17 και 18 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, τουλάχιστον ανά τριετία και,

    β)

    σε περιπτώσεις πέραν εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο α), τουλάχιστον ανά εξαετία.

    3.   Η αρμόδια αρχή έχει τις ακόλουθες ευθύνες:

    α)

    έγκριση και τροποποίηση των μεθοδολογιών επιθεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των εγχειριδίων επιθεωρήσεων και παρακολούθησης, των μεθοδολογιών αναφοράς και των προγραμμάτων περιοδικών επιθεωρήσεων·

    β)

    έγκριση και τροποποίηση των εκθέσεων επιθεωρήσεων και των εκθέσεων παρακολούθησης·

    γ)

    έγκριση και ανάθεση καθηκόντων επιθεωρητών για κάθε επιθεώρηση.

    Η αρμόδια αρχή κατανέμει επαρκείς πόρους σε κάθε σύστημα διασφάλισης ποιότητας.

    4.   Η αρμόδια αρχή οργανώνει το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας κατά τρόπο ώστε να είναι ανεξάρτητο από τους επιθεωρούμενους νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία.

    Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών και διαδικασιών σχετικά με την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων των επιθεωρητών, και τη διαχείριση του συστήματος διασφάλισης ποιότητας.

    5.   Η αρμόδια αρχή συμμορφώνεται με τα ακόλουθα κριτήρια κατά τον διορισμό επιθεωρητών:

    α)

    οι επιθεωρητές διαθέτουν κατάλληλη επαγγελματική εκπαίδευση και σχετική πείρα στον υποχρεωτικό έλεγχο και τη χρηματοοικονομική αναφορά, σε συνδυασμό με ειδική εκπαίδευση σε επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας·

    β)

    οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι επαγγελματίας νόμιμος ελεγκτής ή απασχολείται ή συνδέεται με άλλον τρόπο με νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο δεν επιτρέπεται να ενεργεί ως επιθεωρητής·

    γ)

    ένα πρόσωπο δεν επιτρέπεται να δρα ως επιθεωρητής σε επιθεώρηση νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου έως ότου περάσουν τουλάχιστον τρία έτη από τη στιγμή που το εν λόγω πρόσωπο παύει να είναι εταίρος ή υπάλληλος του εν λόγω νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου ή να συνδέεται με άλλον τρόπο με αυτόν τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο·

    δ)

    οι επιθεωρητές δηλώνουν ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου στο οποίο θα διενεργηθεί η επιθεώρηση.

    Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο β), η αρμόδια αρχή δύναται να συνάπτει συμβάσεις με εμπειρογνώμονες για τη διενέργεια συγκεκριμένων επιθεωρήσεων όταν δεν επαρκεί ο αριθμός των επιθεωρητών εντός της αρχής. Η αρμόδια αρχή δύναται επίσης να υποστηρίζεται από εμπειρογνώμονες, όταν αυτό είναι απαραίτητο για την ορθή διενέργεια μιας επιθεώρησης. Στις εν λόγω περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές και οι εμπειρογνώμονες συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου. Οι εμπειρογνώμονες δεν συμμετέχουν στη διοίκηση ούτε απασχολούνται ή συνδέονται με άλλο τρόπο με επαγγελματικές ενώσεις και φορείς, αλλά μπορούν να είναι μέλη αυτών των ενώσεων ή φορέων.

    6.   Το πεδίο εφαρμογής των επιθεωρήσεων καλύπτει τουλάχιστον:

    α)

    εκτίμηση του σχεδιασμού του εσωτερικού συστήματος ελέγχου διασφάλισης ποιότητας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου·

    β)

    επαρκείς δοκιμές συμμόρφωσης των διαδικασιών και επιθεώρηση των φακέλων ελέγχου οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος, ώστε να επαληθευτεί η αποτελεσματικότητα του εσωτερικού συστήματος ελέγχου διασφάλισης ποιότητας·

    γ)

    βάσει των ευρημάτων της επιθεώρησης σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, αξιολόγηση των περιεχομένων της πλέον πρόσφατης ετήσιας έκθεσης διαφάνειας που έχει δημοσιευθεί από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 13.

    7.   Επιθεωρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες πολιτικές και διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου:

    α)

    συμμόρφωση του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου με τα ισχύοντα πρότυπα ελέγχου και ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας και με τις απαιτήσεις περί δεοντολογίας και ανεξαρτησίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καθορίζονται στο κεφάλαιο IV της οδηγίας 2006/43/ΕΚ και στα άρθρα 4 και 5 του παρόντος κανονισμού, καθώς και τις συναφείς νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις του οικείου κράτους μέλους·

    β)

    η ποσότητα και η ποιότητα των χρησιμοποιηθέντων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις συνεχούς εκπαίδευσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ·

    γ)

    συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού σχετικά με τις αμοιβές ελέγχου που χρεώνονται.

    Για τους σκοπούς του ελέγχου συμφωνίας, οι φάκελοι ελέγχου επιλέγονται με βάση ανάλυση του κινδύνου παράλειψης επαρκούς διενέργειας του υποχρεωτικού ελέγχου.

    Οι αρμόδιες αρχές επιθεωρούν επίσης περιοδικά τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου.

    Πέραν από την επιθεώρηση που καλύπτεται από το πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να διενεργούν και άλλες επιθεωρήσεις.

    8.   Τα ευρήματα και τα συμπεράσματα των επιθεωρήσεων στα οποία βασίζονται οι συστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ευρημάτων και των συμπερασμάτων σχετικά με την έκθεση διαφάνειας, κοινοποιούνται στον επιθεωρούμενο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο και συζητούνται με αυτόν τον ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο πριν οριστικοποιηθεί η έκθεση επιθεώρησης.

    Οι συστάσεις των επιθεωρήσεων υλοποιούνται από τον επιθεωρούμενο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο εντός εύλογης περιόδου που ορίζει η αρμόδια αρχή. Η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες στην περίπτωση συστάσεων για το εσωτερικό σύστημα ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου.

    9.   Η επιθεώρηση αποτελεί το αντικείμενο έκθεσης η οποία περιέχει τα κύρια συμπεράσματα και συστάσεις της επιθεώρησης διασφάλισης ποιότητας.

    Άρθρο 27

    Παρακολούθηση της ποιότητας της αγοράς και του ανταγωνισμού

    1.   Οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται δυνάμει του άρθρου 20 παράγραφος 1 και, κατά περίπτωση, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού (ΕΔΑ) παρακολουθούν τακτικά τις εξελίξεις της αγοράς για την παροχή υπηρεσιών υποχρεωτικού ελέγχου σε οντότητες δημόσιου συμφέροντος και εκτιμούν ιδίως τα εξής:

    α)

    τους κινδύνους που προέρχονται από την υψηλή συχνότητα διαπίστωσης ελλείψεων ως προς την ποιότητα σε νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο, συμπεριλαμβανομένων συστηματικών ελλείψεων εντός δικτύου ελεγκτικών γραφείων, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν στον αφανισμό οποιουδήποτε ελεγκτικού γραφείου, στη διακοπή της παροχής υπηρεσιών υποχρεωτικού ελέγχου σε συγκεκριμένο τομέα ή διατομεακά, στην περαιτέρω συσσώρευση κινδύνου ελλείψεων κατά τους ελέγχους και σε επιπτώσεις στη συνολική σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα·

    β)

    τα επίπεδα συγκέντρωσης της αγοράς, μεταξύ άλλων και σε συγκεκριμένους τομείς·

    γ)

    τις επιδόσεις των επιτροπών ελέγχου·

    δ)

    την ανάγκη λήψης μέτρων για τη μείωση των κινδύνων που αναφέρονται στο στοιχείο α).

    2.   Έως τις 17 Ιουνίου 2016 και στη συνέχεια τουλάχιστον ανά τριετία, κάθε αρμόδια αρχή και το ΕΔΑ καταρτίζουν έκθεση επί των εξελίξεων της αγοράς για την παροχή υπηρεσιών υποχρεωτικού ελέγχου σε οντότητες δημόσιου συμφέροντος και την υποβάλλουν στην ΕΕΦΕΕ, στην ΕΑΚΑΑ, στην ΕΑΤ, στην ΕΑΑΕΣ και στην Επιτροπή.

    Η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις με την ΕΕΦΕΕ, την ΕΑΚΑΑ, την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ, χρησιμοποιεί τις εκθέσεις αυτές για να καταρτίσει κοινή έκθεση επί των εξελίξεων αυτών σε επίπεδο Ένωσης. Η εν λόγω κοινή έκθεση υποβάλλεται στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, καθώς και, κατά περίπτωση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

    Άρθρο 28

    Διαφάνεια των αρμόδιων αρχών

    Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν για τη διαφάνειά τους και δημοσιεύουν τουλάχιστον τα εξής:

    α)

    ετήσιες εκθέσεις δραστηριότητας σχετικά με τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

    β)

    ετήσια προγράμματα εργασιών σχετικά με τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

    γ)

    έκθεση επί των συνολικών αποτελεσμάτων του συστήματος διασφάλισης ποιότητας σε ετήσια βάση. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις εκδιδόμενες συστάσεις, παρακολούθηση των συστάσεων, ληφθέντα μέτρα εποπτείας και επιβεβλημένες κυρώσεις. Επίσης περιλαμβάνει ποσοτικές πληροφορίες και άλλες βασικές πληροφορίες απόδοσης για τους οικονομικούς πόρους και το προσωπικό, καθώς και για την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος διασφάλισης της ποιότητας·

    δ)

    το σύνολο των πληροφοριών σχετικά με τα ευρήματα και τα συμπεράσματα των επιθεωρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 8 πρώτο εδάφιο. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν τη δημοσίευση των ευρημάτων και των συμπερασμάτων αυτών σε ατομικές επιθεωρήσεις.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

    Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και σχέσεις με τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές

    Άρθρο 29

    Υποχρέωση συνεργασίας

    Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους στις περιπτώσεις που αυτό είναι απαραίτητο για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες η συμπεριφορά για την οποία διενεργείται έρευνα δεν συνιστά παραβίαση νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος.

    Άρθρο 30

    Θέσπιση της ΕΕΦΕΕ

    1.   Με την επιφύλαξη της οργάνωσης της εθνικής εποπτείας ελέγχου, η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών οργανώνεται στο πλαίσιο της ΕΕΦΕΕ.

    2.   Η ΕΕΦΕΕ συγκροτείται από ένα μέλος από κάθε κράτος μέλος που είναι εκπρόσωπος υψηλού επιπέδου από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ και από ένα μέλος που διορίζει η ΕΑΚΑΑ, καλούμενα εφεξής «μέλη».

    3.   Η ΕΑΤ και η ΕΑΑΕΣ καλούνται να παρίστανται στις συνεδριάσεις της ΕΕΦΕΕ ως παρατηρητές.

    4.   Η ΕΕΦΕΕ συνεδριάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα και, εφόσον είναι αναγκαίο, κατ' αίτηση της Επιτροπής ή ενός κράτους μέλους.

    5.   Κάθε μέλος της ΕΕΦΕΕ διαθέτει μία ψήφο, εκτός από το μέλος που έχει διορίσει η ΕΑΚΑΑ, το οποίο δεν έχει δικαίωμα ψήφου. Εκτός εάν προβλέπεται άλλως, οι αποφάσεις της ΕΕΦΕΕ λαμβάνονται με την απλή πλειοψηφία των μελών της.

    6.   Ο πρόεδρος της ΕΕΦΕΕ εκλέγεται από κατάλογο υποψηφίων που υποβάλλουν οι αρμόδιες αρχές οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, ή ανακαλείται, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών. Ο πρόεδρος εκλέγεται για τετραετή θητεία. Ο πρόεδρος δεν μπορεί να ασκεί διαδοχικές θητείες, αλλά επιτρέπεται η επανεκλογή του μετά την πάροδο τεσσάρων ετών.

    Ο αντιπρόεδρος εκλέγεται ή ανακαλείται από την Επιτροπή.

    Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

    Σε περίπτωση που ο πρόεδρος παραιτηθεί ή ανακληθεί πριν από τη λήξη της θητείας του, ο αντιπρόεδρος ασκεί καθήκοντα προέδρου έως την επόμενη συνεδρίαση της ΕΕΦΕΕ, η οποία εκλέγει πρόεδρο για το υπόλοιπο της θητείας.

    7.   Η ΕΕΦΕΕ:

    α)

    διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών, εμπειρογνωμοσύνης και βέλτιστων πρακτικών για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2006/43/ΕΚ·

    β)

    παρέχει συμβουλές εμπειρογνωμόνων στην Επιτροπή, καθώς και στις αρμόδιες αρχές, κατ' αίτησή τους, για θέματα σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2006/43/ΕΚ·

    γ)

    συμβάλλει στην τεχνική αξιολόγηση των συστημάτων δημόσιας εποπτείας τρίτων χωρών και στη διεθνή συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών στον τομέα αυτόν, όπως αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 2 και στο άρθρο 47 παράγραφος 3 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ·

    δ)

    συμβάλλει στην τεχνική εξέταση των διεθνών ελεγκτικών προτύπων, περιλαμβανομένων των διαδικασιών εκπόνησης των προτύπων αυτών, με σκοπό την υιοθέτησή τους σε ενωσιακό επίπεδο·

    ε)

    συμβάλλει στη βελτίωση των μηχανισμών συνεργασίας για την εποπτεία νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος ή των δικτύων στα οποία ανήκουν·

    στ)

    εκτελεί άλλα συντονιστικά καθήκοντα στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ή την οδηγία 2006/43/ΕΚ.

    8.   Για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων της που αναφέρονται στην παράγραφο 7 στοιχείο γ), η ΕΕΦΕΕ ζητεί την υποστήριξη της ΕΑΚΑΑ, της ΕΑΤ ή της ΕΑΑΕΣ, στον βαθμό που το αίτημά της συνδέεται με τη διεθνή συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών στο πεδίο του υποχρεωτικού ελέγχου των οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος τις οποίες εποπτεύουν οι εν λόγω Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Εφόσον ζητηθεί η υποστήριξη αυτή, η ΕΑΚΑΑ, η ΕΑΤ ή η ΕΑΑΕΣ επικουρούν την ΕΕΦΕΕ στα καθήκοντά της.

    9.   Για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων της, η ΕΕΦΕΕ μπορεί να εκδίδει μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές ή γνώμες.

    Η Επιτροπή δημοσιεύει τις κατευθυντήριες γραμμές και τις γνώμες που εκδίδει η ΕΕΦΕΕ.

    10.   Η ΕΕΦΕΕ αναλαμβάνει όλα τα υφιστάμενα και εν εξελίξει καθήκοντα, κατά περίπτωση, της Ευρωπαϊκής Ομάδας Φορέων Εποπτείας Ελεγκτών (ΕΟΦΕΕ) που συστάθηκε με την απόφαση 2005/909/ΕΚ της Επιτροπής.

    11.   Η ΕΕΦΕΕ μπορεί να δημιουργεί υποομάδες σε μόνιμη ή ad hoc βάση, προκειμένου να εξετάζουν ειδικά θέματα σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από αυτήν. Η συμμετοχή στις συζητήσεις των υποομάδων μπορεί να επεκτείνεται στις αρμόδιες αρχές των χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (εφεξής «ΕΟΧ») στο πεδίο της εποπτείας του ελέγχου ή κατόπιν προσκλήσεως, κατά περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές χωρών που δεν ανήκουν στην Ένωση ούτε στον ΕΟΧ, με την έγκριση των μελών της ΕΕΦΕΕ. Η συμμετοχή μιας αρμόδιας αρχής χώρας που δεν ανήκει στην Ένωση ούτε στον ΕΟΧ μπορεί να γίνεται δεκτή για περιορισμένη χρονική περίοδο.

    12.   Η ΕΕΦΕΕ συστήνει υποομάδα που σκοπό έχει την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 7 στοιχείο γ). Στην εν λόγω υποομάδα προεδρεύει το μέλος που έχει διορισθεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    13.   Ο πρόεδρος της ΕΕΦΕΕ, κατ' αίτηση τουλάχιστον τριών μελών ή με δική του πρωτοβουλία, μπορεί να καλεί, εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο και/ή αναγκαίο, εμπειρογνώμονες, περιλαμβανομένων επαγγελματιών του κλάδου, με ειδική αρμοδιότητα σε θέμα της ημερήσιας διάταξης, να συμμετάσχουν στις εργασίες της ΕΕΦΕΕ ή υποομάδας της ως παρατηρητές. Η ΕΕΦΕΕ μπορεί να καλεί εκπροσώπους των αρμόδιων αρχών από τρίτες χώρες οι οποίοι διαθέτουν γνώσεις στο πεδίο της εποπτείας του ελέγχου, προκειμένου να συμμετάσχουν στις εργασίες της ΕΕΦΕΕ ή υποομάδας της ως παρατηρητές.

    14.   Η γραμματεία της ΕΕΦΕΕ παρέχεται από την Επιτροπή. Οι δαπάνες της ΕΕΦΕΕ συμπεριλαμβάνονται στις προβλέψεις της Επιτροπής.

    15.   Ο πρόεδρος εκπονεί την προσωρινή ημερήσια διάταξη κάθε συνεδρίασης της ΕΕΦΕΕ, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη του τις γραπτές συμβολές των μελών.

    16.   Ο πρόεδρος ή, απουσία του, ο αντιπρόεδρος κοινοποιεί τις απόψεις ή θέσεις της ΕΕΦΕΕ μόνο με την έγκριση των μελών.

    17.   Οι συζητήσεις της ΕΕΦΕΕ δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα.

    18.   Η ΕΕΦΕΕ θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

    Άρθρο 31

    Συνεργασία για τη διενέργεια επιθεωρήσεων διασφάλισης της ποιότητας, ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων

    1.   Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίζουν αποτελεσματική συνεργασία σε επίπεδο Ένωσης αναφορικά με τις επιθεωρήσεις διασφάλισης ποιότητας.

    2.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους δύναται να ζητεί την υποστήριξη της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους αναφορικά με τις επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων που ανήκουν σε δίκτυο που εκτελεί σημαντικές δραστηριότητες στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.

    3.   Στην περίπτωση που αρμόδια αρχή λαμβάνει αίτημα από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους να τη συνδράμει στην επιθεώρηση διασφάλισης της ποιότητας νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου που ανήκει σε δίκτυο που ασκεί σημαντικές δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος μέλος, επιτρέπει στην αιτούσα αρμόδια αρχή να τη συνδράμει στην εν λόγω επιθεώρηση διασφάλισης της ποιότητας.

    Η αιτούσα αρμόδια αρχή δεν δικαιούται να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες οι οποίες μπορεί να παραβιάζουν κανόνες εθνικής ασφάλειας ή να επηρεάζουν δυσμενώς την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.

    4.   Στην περίπτωση που μια αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι δραστηριότητες αντίθετες προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού εκτελούνται ή έχουν εκτελεστεί στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους σχετικά με το συμπέρασμά της με όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένο τρόπο. Η αρμόδια αρχή του έτερου κράτους μέλους υποχρεούται να λάβει τα κατάλληλα μέτρα. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε για το αποτέλεσμα των εν λόγω μέτρων και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις.

    5.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη διενέργεια έρευνας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους στο έδαφος του τελευταίου.

    Δύναται επίσης να ζητήσει να επιτραπεί σε ορισμένα μέλη του προσωπικού της να συνοδεύσουν το προσωπικό της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους για τη διενέργεια της έρευνας, μεταξύ άλλων όσον αφορά επιτόπιες επιθεωρήσεις.

    Η έρευνα ή η επιθεώρηση τίθεται υπό τον πλήρη έλεγχο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διενεργείται.

    6.   Η αρμόδια αρχή από την οποία ζητείται η διενέργεια έρευνας δύναται να αρνηθεί να ικανοποιήσει το αίτημα σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 ή το αίτημα συνοδείας του προσωπικού της από προσωπικό αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    όταν η εν λόγω έρευνα ή η επιτόπια επιθεώρηση δύναται να παραβιάσει κανόνες εθνικής ασφάλειας ή να επηρεάσει δυσμενώς την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημοσία τάξη του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση·

    β)

    όταν έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ίδιων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση·

    γ)

    όταν έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και για τα ίδια πρόσωπα από τις αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

    7.   Στην περίπτωση επιθεώρησης διασφάλισης της ποιότητας, ή έρευνας με διασυνοριακά αποτελέσματα, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών μπορούν να ζητήσουν από κοινού από την ΕΕΦΕΕ να συντονίσει την επιθεώρηση ή την έρευνα.

    Άρθρο 32

    Συλλογικά όργανα αρμόδιων αρχών

    1.   Προς διευκόλυνση της άσκησης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 26 και στο άρθρο 31 παράγραφοι 4 έως 6 του παρόντος κανονισμού και στο άρθρο 30 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ αναφορικά με συγκεκριμένους νόμιμους ελεγκτές, ελεγκτικά γραφεία ή τα δίκτυά τους, είναι δυνατόν να ιδρύονται συλλογικά όργανα με τη συμμετοχή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής και οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχής, με την προϋπόθεση ότι:

    α)

    ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο παρέχει υπηρεσίες υποχρεωτικού ελέγχου σε οντότητες δημόσιου συμφέροντος εντός της δικαιοδοσίας του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή

    β)

    έχει ιδρυθεί υποκατάστημα του ελεγκτικού γραφείου εντός της δικαιοδοσίας του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

    2.   Στην περίπτωση συγκεκριμένων νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενεργεί ως διαμεσολαβητής.

    3.   Όσον αφορά συγκεκριμένα δίκτυα, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπου το δίκτυο ασκεί σημαντικές δραστηριότητες μπορούν να ζητήσουν από την ΕΕΦΕΕ να ιδρύσει συλλογικό όργανο με τη συμμετοχή των αιτουσών αρμόδιων αρχών.

    4.   Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ίδρυση του συλλογικού οργάνου αρμόδιων αρχών αναφορικά με συγκεκριμένο δίκτυο, τα μέλη του επιλέγουν διαμεσολαβητή. Ελλείψει συμφωνίας, η ΕΕΦΕΕ ορίζει διαμεσολαβητή μεταξύ των μελών του συλλογικού οργάνου.

    Τα μέλη του συλλογικού οργάνου επανεξετάζουν την επιλογή διαμεσολαβητή τουλάχιστον κάθε πέντε χρόνια για να διασφαλίζουν ότι ο επιλεγμένος διαμεσολαβητής εξακολουθεί να είναι ο πλέον κατάλληλος για αυτήν τη θέση.

    5.   Ο διαμεσολαβητής προεδρεύει των συνεδριάσεων του συλλογικού οργάνου, συντονίζει τις ενέργειες του συλλογικού οργάνου και εξασφαλίζει την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μελών του συλλογικού οργάνου.

    6.   Εντός 10 εργάσιμων ημερών από την επιλογή του, ο διαμεσολαβητής καθορίζει γραπτές συμφωνίες συντονισμού στο πλαίσιο του συλλογικού οργάνου για τα ακόλουθα ζητήματα:

    α)

    πληροφορίες που θα ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών·

    β)

    περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαβουλεύονται μεταξύ τους·

    γ)

    περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές δύναται να αναθέτουν εποπτικά καθήκοντα σύμφωνα με το άρθρο 33.

    7.   Ελλείψει συμφωνίας όσον αφορά τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού που προβλέπονται στην παράγραφο 6, οποιοδήποτε μέλος του σώματος μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΕΦΕΕ. Ο διαμεσολαβητής λαμβάνει δεόντως υπόψη οποιαδήποτε συμβουλή της ΕΕΦΕΕ όσον αφορά τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού πριν εγκρίνει το τελικό τους κείμενο. Οι γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού καταγράφονται σε ενιαίο έγγραφο που περιέχει πλήρως αιτιολογημένη επεξήγηση οποιασδήποτε σημαντικής απόκλισης από τις συμβουλές της ΕΕΦΕΕ. Ο διαμεσολαβητής διαβιβάζει τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού στα μέλη του συλλογικού οργάνου και στην ΕΕΦΕΕ.

    Άρθρο 33

    Ανάθεση αρμοδιοτήτων

    Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δύναται να αναθέσει οποιαδήποτε καθήκοντά της στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, με την επιφύλαξη συμφωνίας της εν λόγω αρχής. Η ανάθεση καθηκόντων δεν επηρεάζει την ευθύνη της αναθέτουσας αρμόδιας αρχής.

    Άρθρο 34

    Εμπιστευτικότητα και επαγγελματικό απόρρητο σε σχέση με τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών

    1.   Η υποχρέωση του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή εργάσθηκαν στα όργανα τα οποία συμμετέχουν στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων αρχών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 30. Οι πληροφορίες που καλύπτονται από επαγγελματικό απόρρητο δεν αποκαλύπτονται σε άλλο πρόσωπο ή αρχή, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή είναι αναγκαία στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών ή απαιτείται εκ του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

    2.   Το άρθρο 22 δεν εμποδίζει την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών ανάμεσα στα όργανα τα οποία συμμετέχουν στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων αρχών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 30, και στις αρμόδιες αρχές. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται με αυτόν τον τρόπο καλύπτονται από την υποχρέωση του επαγγελματικού απορρήτου, την οποία οφείλουν να τηρούν τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργασθεί στις αρμόδιες αρχές.

    3.   Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μεταξύ οργάνων που συμμετέχουν στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων αρχών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 30, και των αρμόδιων αρχών και άλλων αρχών και οργάνων θεωρούνται εμπιστευτικές, εκτός εάν η δημοσιοποίησή τους απαιτείται εκ του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

    Άρθρο 35

    Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

    1.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την οδηγία 95/46/ΕΚ όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην οποία προβαίνουν τα κράτη μέλη βάσει του παρόντος κανονισμού.

    2.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 ισχύει για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εκτελείται από την ΕΕΦΕΕ, την ΕΑΚΑΑ, την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ, στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    Συνεργασία με αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς και φορείς

    Άρθρο 36

    Συμφωνία για την ανταλλαγή πληροφοριών

    1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συνάψουν συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο εάν οι δημοσιοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, στις οικείες τρίτες χώρες, από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που ορίζονται στα άρθρα 22 και 34. Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν αμέσως τις συμφωνίες αυτές στον ΕΕΦΕΕ και τις κοινοποιούν στην Επιτροπή.

    Πληροφορίες ανταλλάσσονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μόνο εφόσον αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών απαιτείται για την άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

    Στην περίπτωση που η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών περιλαμβάνει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με την οδηγία 95/46/ΕΚ και η ΕΕΦΕΕ συμμορφώνεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές ή άλλους συναφείς φορείς τρίτων χωρών σχετικά με τις επιθεωρήσεις διασφάλισης της ποιότητας και τις έρευνες νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων. Κατ' αίτηση αρμόδιας αρχής, η ΕΕΦΕΕ συμβάλλει στη συνεργασία αυτή και στην καθιέρωση εποπτικής σύγκλισης με τρίτες χώρες.

    3.   Στην περίπτωση που η συνεργασία ή η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά έγγραφα εργασίας του ελέγχου ή άλλα έγγραφα στην κατοχή νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων, εφαρμόζεται το άρθρο 47 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

    4.   Η ΕΕΦΕΕ εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το περιεχόμενο των συμφωνιών συνεργασίας και ανταλλάσσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

    Άρθρο 37

    Κοινοποίηση πληροφοριών από τρίτες χώρες

    Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δύναται να δημοσιοποιεί τις εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνει από αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών όταν αυτό προβλέπεται σε συμφωνία συνεργασίας, μόνο εάν διαθέτει ρητή συμφωνία της αρμόδιας αρχής που έχει διαβιβάσει τις πληροφορίες και οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται, κατά περίπτωση, αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρμόδια αρχή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της ή εφόσον η δημοσιοποίηση αυτή απαιτείται από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

    Άρθρο 38

    Δημοσιοποίηση πληροφοριών που διαβιβάζονται σε τρίτες χώρες

    Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους απαιτεί οι εμπιστευτικές πληροφορίες που κοινοποιεί σε αρμόδια αρχή τρίτης χώρας να δύνανται να αποκαλυφθούν από τη συγκεκριμένη αρμόδια αρχή σε τρίτα μέρη ή αρχές μόνο κατόπιν προηγούμενης ρητής συμφωνίας της αρμόδιας αρχής που διαβίβασε τις πληροφορίες, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο και εφόσον οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συναίνεσε η συγκεκριμένη αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ή στην περίπτωση που η εν λόγω δημοσιοποίηση απαιτείται από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο ή είναι αναγκαία στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών στην εν λόγω τρίτη χώρα.

    Άρθρο 39

    Άσκηση της εξουσιοδότησης

    1.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

    2.   Η εξουσία για την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 9 ανατίθεται στην Επιτροπή για διάστημα πέντε ετών από τις 16 Ιουνίου 2014. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας με την αρχική, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εκφράσουν αντιρρήσεις για την εν λόγω παράταση το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

    3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 9 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία η οποία προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

    4.   Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

    5.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 9 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

    Άρθρο 40

    Επανεξέταση και εκθέσεις

    1.   Η Επιτροπή επανεξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του συστήματος συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο της ΕΕΦΕΕ, που αναφέρεται στο άρθρο 30, ιδίως όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων της ΕΕΦΕΕ που ορίζονται στην παράγραφο 7 του εν λόγω άρθρου.

    2.   Κατά την επανεξέταση λαμβάνονται υπόψη οι διεθνείς εξελίξεις, ιδίως όσον αφορά την ενίσχυση της συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και τη συμβολή στη βελτίωση των μηχανισμών συνεργασίας για την εποπτεία νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος που ανήκουν σε διεθνή δίκτυα ελέγχου. Η Επιτροπή ολοκληρώνει την επανεξέτασή της έως τις 17 Ιουνίου 2019.

    3.   Η έκθεση υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον απαιτείται. Στην έκθεση αυτή εξετάζεται η πρόοδος στο πεδίο της συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο της ΕΕΦΕΕ από την αρχή της λειτουργίας του εν λόγω πλαισίου και προτείνονται περαιτέρω ενέργειες για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών.

    4.   Έως τις 17 Ιουνίου 2028 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    Άρθρο 41

    Μεταβατικές διατάξεις

    1.   Από τις 17 Ιουνίου 2020, μια οντότητα δημόσιου συμφέροντος δεν συνάπτει ή δεν ανανεώνει ελεγκτική εργασία με συγκεκριμένο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο, εάν ο εν λόγω νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο έχει παράσχει υπηρεσίες ελέγχου στην εν λόγω οντότητα δημόσιου συμφέροντος για 20 ή περισσότερα διαδοχικά έτη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

    2.   Από τις 17 Ιουνίου 2023, μια οντότητα δημόσιου συμφέροντος δεν συνάπτει ή δεν ανανεώνει ελεγκτική εργασία με συγκεκριμένο νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο, εάν ο εν λόγω νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο έχει παράσχει υπηρεσίες ελέγχου στην εν λόγω οντότητα δημόσιου συμφέροντος για 11 και περισσότερα, αλλά λιγότερα από 20, διαδοχικά έτη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

    3.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2, οι ελεγκτικές εργασίες που έχουν συναφθεί πριν από τις 16 Ιουνίου 2014 αλλά εξακολουθούν να υφίστανται στις 17 Ιουνίου 2016 μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζονται μέχρι το τέλος της μέγιστης διάρκειας που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο ή στο άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο β). Εφαρμόζεται το άρθρο 17 παράγραφος 4.

    4.   Το άρθρο 16 παράγραφος 3 εφαρμόζεται μόνο σε ελεγκτικές εργασίες μετά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

    Άρθρο 42

    Εθνικές διατάξεις

    Τα κράτη μέλη υιοθετούν τις κατάλληλες διατάξεις για να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 43

    Κατάργηση της απόφασης 2005/909/ΕΚ

    Η απόφαση 2005/909/ΕΚ καταργείται.

    Άρθρο 44

    Έναρξη ισχύος

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Εφαρμόζεται από τις 17 Ιουνίου 2016.

    Ωστόσο, το άρθρο 16 παράγραφος 6 εφαρμόζεται από τις 17 Ιουνίου 2017.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

    Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    M. SCHULZ

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


    (1)  ΕΕ C 191 της 29.6.2012, σ. 61.

    (2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 2014.

    (3)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

    (4)  Οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1991, για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7).

    (5)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

    (6)  Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1).

    (7)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

    (8)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

    (9)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

    (10)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ και η οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

    (11)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

    (12)  Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87).

    (13)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

    (14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

    (15)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

    (16)  ΕΕ L 120 της 7.5.2008, σ. 20.

    (17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

    (18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

    (19)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

    (20)  Οδηγία 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, που τροποποιεί την οδηγία 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχου των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών (βλέπε σελίδα 196 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

    (21)  ΕΕ C 336 της 6.11.2012, σ. 4.

    (22)  Απόφαση 2005/909/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2005, για τη σύσταση ομάδας εμπειρογνωμόνων με σκοπό να συμβουλεύει την Επιτροπή και να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των δημόσιων εποπτικών συστημάτων για ορκωτούς ελεγκτές και ελεγκτικών εταιρειών (ΕΕ L 329 της 16.12.2005, σ. 38).

    (23)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

    (24)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

    (25)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

    (26)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

    (27)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).


    Top