Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32011D0839

    2011/839/ΕΕ: Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2011 , σχετικά με τα μέτρα (C 2/03) που εφάρμοσε η Δανία υπέρ του TV2/Danmark [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 2612] Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

    ΕΕ L 340 της 21.12.2011, p. 1–31 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2011/839/oj

    21.12.2011   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 340/1


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 20ής Απριλίου 2011

    σχετικά με τα μέτρα (C 2/03) που εφάρμοσε η Δανία υπέρ του TV2/Danmark

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 2612]

    (Το κείμενο στη δανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2011/839/ΕΕ)

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) (1), και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

    Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις (2) και έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις τους,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Με επιστολή της 5ης Απριλίου 2000, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία από τη δανική ιδιωτική ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση SBS Broadcasting SA/TvDanmark (εφεξής «SBS/TvDanmark») σχετικά με τη χρηματοδότηση από το κράτος του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού TV2/Danmark (εφεξής «TV (3)»). Ακολούθησε σύσκεψη με τον καταγγέλλοντα στις 3 Μαΐου 2000. Με επιστολές της 28ης Φεβρουαρίου 2001, της 3ης Μαΐου 2001 και της 11ης Δεκεμβρίου 2001 ο καταγγέλλων υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες.

    (2)

    Με επιστολή της 5ης Ιουνίου 2002, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απέστειλαν στις δανικές αρχές αίτηση συμπληρωματικών πληροφοριών, στην οποία οι δανικές αρχές απάντησαν με την επιστολή της 10ης Ιουλίου 2002. Πραγματοποιήθηκαν δύο συσκέψεις με τις δανικές αρχές, στις 25 Οκτωβρίου 2002 και στις 19 Νοεμβρίου 2002. Συμπληρωματικές πληροφορίες στάλθηκαν με επιστολές της 19ης Νοεμβρίου 2002 και 3ης Δεκεμβρίου 2002.

    (3)

    Με επιστολή της 24ης Ιανουαρίου 2003 (4), η Επιτροπή κοινοποίησε στη Δανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την κρατική χρηματοδότηση του δανικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού TV2.

    (4)

    Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση διαδικασίας δημοσιεύθηκε στις 14 Μαρτίου 2003 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (5). Με τη δημοσίευση αυτή η Επιτροπή κάλεσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα εν λόγω μέτρα.

    (5)

    Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις των δανικών αρχών με επιστολή της 24ης Μαρτίου 2003. Επιπλέον, έλαβε παρατηρήσεις από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη. Η TvDanmark υπέβαλε παρατηρήσεις με επιστολή της 14ης Απριλίου 2003. Η Association of Commercial Television in Europe (ACT) (Ένωση ευρωπαϊκών εμπορικών τηλεοπτικών σταθμών) διαβίβασε τις δικές της παρατηρήσεις με επιστολή της 14ης Απριλίου 2003. Οι εμπορικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς Antena 3 TV και Gestevisión Telecinco υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της 16ης Απριλίου 2003, ενώ ο εμπορικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας TV3 υπέβαλε παρατηρήσεις με επιστολή της 14ης Απριλίου 2003. Η Επιτροπή κοινοποίησε τις εν λόγω παρατηρήσεις στη Δανία, η οποία απάντησε σχετικά με επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2003.

    (6)

    Η Επιτροπή έλαβε πρόσθετες πληροφορίες από τον καταγγέλλοντα με επιστολές της 15ης Δεκεμβρίου 2003 και της 6ης Ιανουαρίου 2004. Πραγματοποιήθηκε σύσκεψη του καταγγέλλοντος και των υπηρεσιών της Επιτροπής στις 17 Δεκεμβρίου 2003, με σκοπό να διευκρινιστούν τα στοιχεία που περιείχε η επιστολή του καταγγέλλοντος της 15ης Δεκεμβρίου 2003. Η Επιτροπή διαβίβασε τα εν λόγω στοιχεία στη δανική κυβέρνηση, η οποία απάντησε με επιστολή της 15ης Μαρτίου 2004. Στις 9 Φεβρουαρίου 2004 έγινε σύσκεψη μεταξύ των δανικών αρχών και των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    (7)

    Στις 19 Μαΐου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση σχετικά με τη δημόσια χρηματοδότηση που χορηγούνταν από το 1995 έως το 2002 στον TV2 υπό μορφή πόρων από ραδιοτηλεοπτικά τέλη και άλλων μέτρων (6). Η απόφαση έκρινε ότι η ενίσχυση ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, με εξαίρεση ποσό 628,2 εκατ. DKK (περίπου 84,3 εκατ. ευρώ), το οποίο έπρεπε να ανακτηθεί μαζί με τους τόκους («απόφαση ανάκτησης»).

    (8)

    Κατά της απόφασης ανάκτησης της Επιτροπής ασκήθηκαν στη συνέχεια προσφυγές από τον TV2 και τις δανικές αρχές, καθώς και από τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς Viasat και SBS/TVDanmark.

    (9)

    Οι δανικές αρχές εφάρμοσαν την απόφαση ανάκτησης της Επιτροπής. Πράγματι, ο TV2 επέστρεψε ποσό 1 050 εκατ. DKK (7).

    (10)

    Η πραγματική επιστροφή αυτού του ποσού προκάλεσε χρηματοπιστωτική κρίση στον TV2. Ως εκ τούτου, η Δανία κοινοποίησε το 2004 ανακεφαλαιοποίηση του TV2.

    (11)

    Με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2004 (8), η Επιτροπή ενέκρινε την απόφαση της δανικής κυβέρνησης για την ανακεφαλαιοποίηση του TV2 με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του TV2 κατά 440 εκατ. DKK και με τη μετατροπή κρατικού δανείου ύψους 394 εκατ. DKK σε ίδιο κεφάλαιο («μέτρα ανακεφαλαιοποίησης»). Κατά της εν λόγω απόφασης ασκήθηκαν δύο προσφυγές, από την SBS και την Viasat.

    (12)

    Στις 22 Οκτωβρίου 2008 (9), το Πρωτοδικείο (νυν Γενικό Δικαστήριο), ενώ επιβεβαίωσε το πεδίο της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας του TV2, ακύρωσε την απόφαση ανάκτησης της Επιτροπής («Απόφαση»). Η Επιτροπή δεν άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής.

    (13)

    Μετά την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή οφείλει να εκδώσει νέα απόφαση, εφόσον έχει κινηθεί εκ νέου η επίσημη διαδικασία έρευνας για το διάστημα 1995-2002.

    (14)

    Επιπλέον, στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, το Δικαστήριο εξέδωσε διάταξη (10) (η «διάταξη») η οποία κατάργησε τη δίκη της προσφυγής στην υπόθεση Τ-12/05. Πράγματι, σύμφωνα με τη σκέψη 35 της διάταξης του Δικαστηρίου, υπάρχει στενή σύνδεση ανάμεσα στις αποφάσεις ανάκτησης και ανακεφαλαιοποίησης. Ως εκ τούτου, λόγω της ακύρωσης της απόφασης ανάκτησης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση ανακεφαλαιοποίησης δεν είχε καμία ουσία και νόημα. Ανέφερε ότι, «αν και οι ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης οδήγησαν την Επιτροπή να εκδώσει δύο αποφάσεις, είναι εμφανές ότι οι αποφάσεις αυτές αποτελούν δύο πτυχές του ίδιου νομικού ζητήματος που συνδέεται με τον χαρακτηρισμό ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ και, εν προκειμένω, με τον καθορισμό του συμβιβάσιμου με την κοινή αγορά των μέτρων που έθεσε σε εφαρμογή το Βασίλειο της Δανίας για τον TV2 και στη συνέχεια για τον TV2 A/S  (11)». Η ακύρωση της απόφασης ανάκτησης, συνεπώς, επιβάλλει την «επανεξέταση όλων των μέτρων που εφάρμοσε το Βασίλειο της Δανίας για τον TV2». Δεν ασκήθηκε προσφυγή κατά της διάταξης.

    (15)

    Σύμφωνα με τη διάταξη του Δικαστηρίου, η Επιτροπή οφείλει, στην εκτίμηση της στην παρούσα απόφαση, να λάβει υπόψη τα μέτρα που εφάρμοσαν οι δανικές αρχές το 2004 ως επακόλουθο της ανάκτησης που διατάχθηκε με την ακυρωθείσα απόφαση ανάκτησης.

    (16)

    Κατά συνέπεια, από τα προαναφερόμενα στις αιτιολογικές σκέψεις 13, 14 και 15 συνάγεται ότι η παρούσα απόφαση καλύπτει μόνο τα κρατικά μέτρα υπέρ του TV2 για το διάστημα 1995-2002 και, σύμφωνα με τη διάταξη του Δικαστηρίου, στην εκτίμησή της στην παρούσα απόφαση η Επιτροπή θα λάβει υπόψη τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης του 2004 τα οποία ήταν επακόλουθο της ανάκτησης που διατάχθηκε με την ακυρωθείσα απόφαση ανάκτησης.

    (17)

    Με επιστολή της 20ής Μαρτίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε από τις δανικές αρχές να υποβάλουν την ανάλυσή τους για τις συνέπειες της απόφασης του Δικαστηρίου σε αυτή την υπόθεση.

    (18)

    Μετά από διάφορες αιτήσεις παράτασης της προθεσμίας, οι δανικές αρχές απέστειλαν τις παρατηρήσεις τους στις 26 Ιουνίου 2009. Υπό μορφή παραρτήματος στην επιστολή τους, οι δανικές αρχές υπέβαλαν επίσης τις παρατηρήσεις του TV2.

    (19)

    Οργανώθηκαν διάφορες συνεδριάσεις με τις δανικές αρχές ή/και τον TV2, στις 25 Αυγούστου 2009, στις 7 Φεβρουαρίου 2011 και στις 4 Μαρτίου 2011.

    (20)

    Η επιστολή απέστειλε επίσης αιτήσεις συμπληρωματικών πληροφοριών, στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, 28 Οκτωβρίου 2010, 19 Νοεμβρίου 2010 και 14 Ιανουαρίου 2011, στις οποίες οι δανικές αρχές απάντησαν στις 17 Νοεμβρίου 2010, 30 Νοεμβρίου 2010, 3 Φεβρουαρίου 2011, 24 Φεβρουαρίου 2011 και 7 Μαρτίου 2011. Οι δανικές αρχές υπέβαλαν επίσης διάφορα στοιχεία τον Μάρτιο και Απρίλιο του 2011.

    (21)

    Η Επιτροπή έλαβε επίσης παρατηρήσεις από τρίτα μέρη, ιδίως από την SBS/TVDanmark, στις 7 Φεβρουαρίου 2011.

    (22)

    Πρέπει να επισημανθεί ότι στις 4 Αυγούστου 2008 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση να μην προβάλει αντιρρήσεις στη χορήγηση ενίσχυσης διάσωσης στον TV2 υπό μορφή πιστωτικής διευκόλυνσης 1 000 εκατ. DKK (12). Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή από τον ανταγωνιστή MTG/Viasat. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής για την υπόθεση της αναδιάρθρωσης (13).

    (23)

    Στις 4 Φεβρουαρίου 2009, η Δανία κοινοποίησε στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, σχέδιο αναδιάρθρωσης του TV2 Danmark A/S (εφεξής «υπόθεση αναδιάρθρωσης»). Με επιστολή της 2ας Ιουλίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Δανία ότι είχε κινήσει διαδικασία για το ζήτημα της αναδιάρθρωσης (14).

    (24)

    Η έρευνα της Επιτροπής στην υπόθεση αναδιάρθρωσης διεξάχθηκε παράλληλα με την εκτίμηση στην παρούσα υπόθεση και η απόφαση της Επιτροπής για την υπόθεση της αναδιάρθρωσης θα εκδοθεί παράλληλα και ταυτόχρονα με την παρούσα απόφαση.

    II.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

    II.1.   ΕΘΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

    II.1.1   Η ΔΑΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1995-2002

    (25)

    Την περίοδο 1995-2002, λειτουργούσαν στη Δανία δύο δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί, ο Danmarks Radio («DR») και ο TV2. Ο DR χρηματοδοτείται σχεδόν εξ ολοκλήρου με έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη. Ο TV2 χρηματοδοτείται από ραδιοτηλεοπτικά τέλη και έσοδα από διαφημίσεις.

    (26)

    Ο TV2 ιδρύθηκε το 1986 (15) ως ανεξάρτητο και αυτόνομο ίδρυμα χρηματοδοτούμενο με κρατικά δάνεια. Η επιχείρηση άρχισε να εκπέμπει σε εθνικό επίπεδο την 1η Οκτωβρίου 1988. Εξέπεμπε από τον επίγειο δίαυλο TV2 και το 2000 άρχισε επιπλέον να εκπέμπει μέσω του διαύλου δορυφορικής εκπομπής TV2 Zulu. Στα τέλη του 2002, ο TV2 Zulu μετατράπηκε από δημόσιο κανάλι σε εμπορικό συνδρομητικό τηλεοπτικό σταθμό. Επιπλέον, η κυβέρνηση ενέκρινε τη λειτουργία οκτώ περιφερειακών σταθμών TV2. Ο TV2 έχει την υποχρέωση να μεταδίδει προγράμματα από τους περιφερειακούς σταθμούς TV2 στον εθνικό του επίγειο δίαυλο.

    (27)

    Την περίοδο 1995-2002, εκτός από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, λειτουργούν στη δανική εθνική αγορά ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών δύο εμπορικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς, συγκεκριμένα ο TvDanmark και ο TV3/3+. Οι εμπορικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς ανταγωνίζονται τον TV2 στην εθνική αγορά τηλεοπτικής διαφήμισης. Ο TvDanmark ανήκει στην SBS Broadcasting SA και εξέπεμπε μέσω δύο διαύλων στη Δανία. Από το 1997 ο TvDanmark εκπέμπει από τον δίαυλο TvDanmark2 μέσω δικτύου δέκα τοπικών εμπορικών τηλεοπτικών σταθμών, ενώ από το 2000 εκπέμπει μέσω δορυφορικού διαύλου κατόχου βρετανικής άδειας, του TvDanmark1. Οι δορυφορικοί τηλεοπτικοί σταθμοί ΤV3 και 3 + άρχισαν να εκπέμπουν το 1992, και ανήκουν στον όμιλο Modern Times Group (MTG).

    II.1.2   ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1995-2002

    (28)

    Οι νομικές διατάξεις περί παροχής δημοσίων υπηρεσιών κατά την υπό εξέταση περίοδο 1995-2002 ορίζονται στις διάφορες μεταγενέστερες εκδόσεις του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών(εφεξής «νόμος περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών») (16).

    (29)

    Αποστολή του TV2 είναι να παράγει και να εκπέμπει εθνικά και περιφερειακά τηλεοπτικά προγράμματα. Η εκπομπή μπορεί να γίνεται με ραδιοηλεκτρικό εξοπλισμό, μεταξύ άλλων και με δορυφορικά ή καλωδιακά συστήματα. Το Υπουργείο Πολιτισμού καθορίζει τους κανόνες που διέπουν τις υποχρεώσεις του TV2.

    (30)

    Ο TV2 υπέχει υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Βάσει του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών, (όπως εφαρμόζεται στην έκδοση του 1994), (17) ο TV2 είναι ανεξάρτητος οργανισμός με αποστολή να παρέχει και να διανέμει εθνικά και περιφερειακά τηλεοπτικά προγράμματα, μέσω ανεξάρτητων παραγωγών. Το φάσμα των παρεχόμενων προγραμμάτων πρέπει να εστιάζεται πρωτίστως στην ποιότητα, την πληρότητα και την ποικιλομορφία. Κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων των περιφερειακών σταθμών του TV2, πρέπει επίσης να δίνεται προτεραιότητα στις ανάγκες της κάθε περιοχής.

    (31)

    Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου (18), ο ακριβής ορισμός της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας του TV2 έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου αλλά, σε κάθε περίπτωση, όλοι αυτοί οι ορισμοί των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας από τον TV2 κατά τη διάρκεια των υπό εξέταση περιόδων απαιτούν «ποιότητα, πληρότητα και ποικιλομορφία», που αποτελούν τα βασικά ποιοτικά συστατικά της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας η οποία έχει ανατεθεί στον TV2.

    (32)

    Το καταστατικό του TV2 εξειδικεύει περαιτέρω τον ορισμό της δημόσιας υπηρεσίας. Ορίζει, παραδείγματος χάρη, τις υποχρεώσεις των εκπομπών του TV2 σε σχέση με την τέχνη και τον πολιτισμό, την παραγωγή δανικών ταινιών, τα προγράμματα για παιδιά, νέους και εθνικές μειονότητες. Ο TV2 υποχρεούται επίσης να μεταδίδει έκτακτες ανακοινώσεις και πληροφορίες προς τους πολίτες.

    (33)

    Οι δημόσιες υπηρεσίες του TV2 χρηματοδοτούνται από το σκέλος των εσόδων του TV2 από ραδιοτηλεοπτικά τέλη, από έσοδα από διαφημίσεις στον TV2 καθώς και από άλλα έσοδα. Ο νόμος περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών του 1994 (19) όριζε ότι οι συλλογικές δραστηριότητες του TV2 χρηματοδοτούνται με ποσά που μεταβιβάζονται από το Ταμείο TV2, σύμφωνα με τους προϋπολογισμούς-πλαίσια που θέσπισε το Υπουργείο Πολιτισμού και με έσοδα από την πώληση προγραμμάτων και με άλλες συνεισφορές, επιχορηγήσεις κ.λπ. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τα έτη 1995 και 1996, ο TV2 έλαβε το μερίδιό του από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη και τα διαφημιστικά έσοδα από ένα ειδικό κεφάλαιο (το Ταμείο TV2) (20).

    (34)

    Ο νόμος περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών (κεφάλαιο 5) υποχρεώνει τους εμπορικούς τηλεοπτικούς σταθμούς να εκπέμπουν σε εμβέλεια πέρα από μία τοπική περιοχή. Το κεφάλαιο 6 διέπει τις τοπικές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες. Οι απαιτήσεις αυτές αφορούν κυρίως την αδειοδότηση. Οι απαιτήσεις προγραμματισμού για τους κατόχους αδειών ορίζονται στα εκτελεστικά διατάγματα 874 περί ευρωπαϊκών προγραμμάτων και 1349 περί τοπικών ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών (21). Σύμφωνα με τα διατάγματα, τα τηλεοπτικά δίκτυα που κατέχουν άδεια τοπικών τηλεοπτικών υπηρεσιών οφείλουν να εκπέμπουν τοπικά προγράμματα επί μία τουλάχιστον ώρα ημερησίως και να παράγουν σημαντικό μέρος των προγραμμάτων τους στη δανική γλώσσα ή για το δανικό κοινό. Δεδομένου ότι ο TV3, ο 3 + και ο δίαυλος 1 του TvDanmark εκπέμπουν με βρετανική άδεια, οι κανόνες αυτοί ισχύουν μόνο για τον TvDanmark2.

    II.1.3   ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ TV2

    (35)

    Την περίοδο 1995-2002, ο TV2 ασκούσε διάφορες εμπορικές δραστηριότητες βάσει ειδικού νομικού καθεστώτος που του αποδόθηκε προς αυτόν τον σκοπό από την 1η Ιανουαρίου 1997, (22) οι οποίες περιλαμβάνουν την εκμετάλλευση τεχνικού εξοπλισμού, τη σύσταση νέων εταιρειών ή την εισφορά κεφαλαίων σε υφιστάμενες επιχειρήσεις. Κατά την περίοδο 1995-2002, οι δραστηριότητες αυτές περιελάμβαναν διαφημίσεις, πώληση προγραμμάτων, εκμίσθωση ιστών, εμπορική εκμετάλλευση, δραστηριότητες Διαδικτύου, μεταπωλήσεις αθλητικών δικαιωμάτων κ.λπ.

    (36)

    Από τον Ιανουάριο του 2001, ο TV2 υποχρεώθηκε να τηρεί χωριστούς λογαριασμούς για τις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας, αφενός, και «κάθε άλλη δραστηριότητα», αφετέρου, αν οι άλλες δραστηριότητες υπερβαίνουν το 5 % του κύκλου εργασιών και το ποσό των 3 εκατ. DKK ετησίως. Πρέπει να τηρείται λογιστική καταγραφή όλων των δαπανών, οι τιμές των υπηρεσιών/προϊόντων που δεν υπάγονται στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να είναι σύμφωνες με τους όρους της αγοράς και οι μεταφορές κεφαλαίων μεταξύ της δημόσιας υπηρεσίας και άλλων επιχειρήσεων να γίνονται σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς και να μην περιλαμβάνουν έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη (23).

    II.2.   ΤΑ ΜΕΤΡΑ

    (37)

    Από το 1995 έως το 2002, η TV2 εισέπραττε έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη.

    (38)

    Το Υπουργείο Πολιτισμού καθορίζει το ύψος του τέλους που καταβάλλουν οι κάτοχοι ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών δεκτών (24) σε ετήσια βάση ή για μεγαλύτερο διάστημα. Τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη εισπράττονται από τον DR και, με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, σε συμφωνία με το δανικό κοινοβούλιο, τα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη κατανέμονται στη συνέχεια μεταξύ του DR και του TV2.

    (39)

    Το Υπουργείο Πολιτισμού εκδίδει τις διατάξεις που διέπουν την έναρξη και τη λήξη της υποχρέωσης καταβολής ραδιοτηλεοπτικών τελών, τις ημερομηνίες καταβολής και την είσπραξη, τα έξοδα υπενθύμισης κ.λπ. Σε περίπτωση μη έγκαιρης καταβολής εισπράττονται τόκοι βάσει του νόμου περί τόκων υπερημερίας. Τα μη καταβληθέντα τέλη και οι επιβαρύνσεις εισπράττονται από την τράπεζα υποθηκών της Δανίας. Το οφειλόμενο ποσό μπορεί να παρακρατηθεί από τον μισθό του οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη φορολογικών οφειλών φυσικών προσώπων, όπως αυτές ορίζονται στη φορολογική νομοθεσία για παρακράτηση στην πηγή.

    (40)

    Μέχρι το 1997, ο TV2 εισέπραττε όλα τα έσοδά του (έσοδα από διαφημίσεις και από ραδιοτηλεοπτικά τέλη) μέσω του ταμείου TV2. Από το 1997, ο TV2 εισπράττει το μερίδιό του στα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη απευθείας από τον DR.

    (41)

    Το 1995 και το 1996, ο TV2 εισέπραξε διαφημιστικα έσοδα από το Ταμείο TV2 (25).

    (42)

    Επιπλέον, ο TV2 εισέπραξε 58 εκατ. DKK από το ταμείο ραδιοφώνου λόγω της μεγάλης του συμμετοχής στην παραγωγή δανικών κινηματογραφικών ταινιών.

    (43)

    Επιπλέον, με την εκκαθάριση του ταμείου TV2 το 1997, ο TV2 εισέπραξε από το ταμείο ΤV2 ποσό 167 εκατ. DKK για επενδύσεις στην ψηφιοποίηση των συστημάτων παραγωγής του και ποσό 50 εκατ. DKK για την κάλυψη λειτουργικών δαπανών.

    (44)

    Εξάλλου, ο TV2 έχει απαλλαγεί από την καταβολή φόρου επιχειρήσεων σύμφωνα με τον νόμο για τις επιχειρήσεις. Το όφελος αυτής της απαλλαγής του TV2 κατά την υπό εξέταση περίοδο ανήλθε σε 159,4 DKK. Τον Ιανουάριο του 2001, η δανική κυβέρνηση θέσπισε μηχανισμό εξουδετέρωσης της επίπτωσης της φορολογικής απαλλαγής για τις εμπορικές δραστηριότητες του TV2. Ο TV2 αναγκάστηκε να μεταφέρει το 30 % του ετήσιου κέρδους του από τις άλλες δραστηριότητές του στις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο πάγιο ποσοστό του φόρου επιχειρήσεων που καθιερώθηκε στη Δανία το 2000.

    (45)

    Τα έξοδα εγκατάστασης και το λειτουργικό έλλειμμα του TV2 κατά το αρχικό στάδιο λειτουργίας του χρηματοδοτήθηκαν με κρατικά δάνεια. Με βάση τις πρώτες δανειακές συμφωνίες, ο TV2 όφειλε να καταβάλει τόκους επί του κεφαλαίου και να αποπληρώσει το συνολικό δανειακό κεφάλαιο. Εντούτοις, καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο, ο TV2 έχαιρε απαλλαγής από την καταβολή τόκων και αναστολής των δόσεων των δανείων. Το οικονομικό όφελος από την απαλλαγή από την καταβολή τόκων και των δόσεων για τα δάνεια εγκατάστασης και τα δάνεια κεφαλαίων κίνησης κατά την εξεταζόμενη περίοδο ανέρχεται σε 341,8 εκατ. DKK.

    ε)     Κρατικές εγγυήσεις για δάνεια κεφαλαίων κίνησης

    (46)

    Μέχρι το τέλος του 1996, η κυβέρνηση παρείχε εγγυήσεις για τη σύναψη δανείων από το ταμείο TV2 για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας του TV2. Με την εκκαθάριση του ταμείου TV2, το ποσό των εγγυημένων δανείων μεταφέρθηκε στον TV2. Το όφελος που προέκυψε για τον TV2 από αυτή την εγγύηση ανήλθε σε 9,8 εκατ. DKK.

    (47)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η Δανία είχε πρόσβαση σε τρεις συχνότητες επίγειας μετάδοσης με εθνική κάλυψη που προορίζονταν αποκλειστικά για δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς. Μία συχνότητα προοριζόταν αποκλειστικά για τον TV2, η άλλη για τον DR, και η τρίτη συχνότητα για ψηφιακή τηλεόραση.

    (48)

    Ο TV2 κατέβαλε τέλος στον εθνικό φορέα ΤΠ και τηλεπικοινωνιών, κρατικό όργανο υπαγόμενο στο Υπουργείο Έρευνας, Τεχνολογίας και Ανάπτυξης, για τη χρήση της συχνότητας που προορίζεται για μεταδόσεις εθνικής εμβέλειας (26). Το ύψος του εν λόγω τέλους καθορίζεται στον νόμο του προϋπολογισμού. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο TV2 κατέβαλε ετησίως ποσό από 2 έως 4 εκατ. DKK ως τέλη συχνότητας.

    (49)

    Η Δανία έχει επίσης πρόσβαση σε συχνότητες με περιφερειακή μόνο κάλυψη. Το 1997, η κυβέρνηση εισήγαγε τη δυνατότητα διασύνδεσης περιφερειακών συχνοτήτων για να εξασφαλίσει ευρύτερη κάλυψη (δίκτυο). Την περίοδο 1998-2001, οι τοπικοί εμπορικοί τηλεοπτικοί σταθμοί που είχαν άδεια να εκπέμπουν σε δίκτυο όφειλαν να καταβάλουν στο κράτος ετήσιο τέλος. (27) Οι περιφερειακές υπηρεσίες του TV2 δεν όφειλαν να καταβάλουν τέλος, διότι εκπέμπουν σε «παράθυρα» της εθνικής συχνότητας του TV2. Ο εμπορικός τηλεοπτικός φορέας TvDanmark ήταν ο μόνος που κατέβαλε το εν λόγω τέλος για το δεύτερο κανάλι του. Το συνολικό ποσό που κατέβαλε ο TvDanmark ανήλθε σε 85 εκατ. DKK.

    (50)

    Οι κάτοχοι εγκαταστάσεων κεραιών υποχρεούνται να αναμεταδίδουν τα προγράμματα δημόσιας υπηρεσίας του TV2 μέσω των εγκαταστάσεων τους (must-carry).

    III.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ

    (51)

    Πρώτον, μετά την έκδοση της απόφασής της για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή έλαβε διάφορες παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη. Τα βασικά στοιχεία αυτών των παρατηρήσεων συνοψίζονται στη συνέχεια.

    (52)

    Ο TvDanmark θεωρεί ότι η χορήγηση εκ μέρους του κράτους μιας εθνικής συχνότητας μετάδοσης συνιστά κρατική ενίσχυση, εφόσον το κράτος αποποιείται τα έσοδα του από αυτό το σπάνιο στοιχείο ενεργητικού. Οι ανταγωνιστές έχουν δυνατότητα διείσδυσης μόνο 77 % κατ’ ανώτατο όριο. Ο TvDanmark παρατηρεί ότι το γεγονός ότι το τέλος δικτύου επιβλήθηκε μόνο στον TVDanmark2 και όχι στους τοπικούς σταθμούς του TV2, αν και από οικονομική και εμπορική άποψη ευρίσκονται στην ίδια κατάσταση, συνιστά κρατική ενίσχυση προς τους τοπικούς σταθμούς του TV2. Κατά τους ACT, Antena 3 TV και Telecinco, η αρχή της ουδετερότητας της ΕΚ όσον αφορά τα μέσα αναμετάδοσης απαιτεί την επιβολή τέλους σε κάθε είδους δίκτυο.

    (53)

    Σχετικά με την απαλλαγή από τον φόρο επιχειρήσεων, οι ACT, Antena 3 TV και Telecinco παρατήρησαν ότι η υποχρέωση μεταφοράς του 30 % των κερδών από εμπορικές δραστηριότητες στις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας του TV2 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ισοδύναμο με την καταβολή φόρου επιχειρήσεων στο κράτος, δεδομένου ότι νοθεύει τον ανταγωνισμό στην αγορά ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών.

    (54)

    Ορισμένα τρίτα μέρη θεωρούσαν ότι η ανάθεση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας στον TV2 δεν μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή. Επέκριναν επίσης το γεγονός ότι κρίθηκε ότι ικνοποιούνταν οι όροι της ανάθεσης και της αναλογικότητας. Ο TvDanmark παρατήρησε ότι, κατά τον υπολογισμό της υπεραντιστάθμισης, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη το όφελος που προκύπτει για τον TV2 από την απαλλαγή φόρου επιχειρήσεων, τα άτοκα δάνεια και τη μη υποχρέωση καταβολής δόσεων της οφειλής, τις κρατικές εγγυήσεις για δάνεια κεφαλαίων κίνησης και τη δωρεάν συχνότητα μετάδοσης. Ο TvDanmark ανέφερε ότι οι γενικές διακυμάνσεις της αγοράς ως προς τα έσοδα από τηλεοπτικές διαφημίσεις είναι περιορισμένες, και ότι αυτές δεν αιτιολογούν τη σύσταση κεφαλαίου για τον TV2.

    (55)

    Σχετικά με την αγορά διαφημίσεων, ο TvDanmark ισχυρίστηκε ότι η πρακτική του TV2 όσον αφορά την τιμολόγηση δεν επιτρέπει στους εμπορικούς φορείς να ανακτήσουν το κόστος λόγω αυτονομίας τους. Ο TvDanmark πρέπει να τιμολογήσει το TRP του περίπου κατά 30-40 % λιγότερο από το αντίστοιχο του TV2 για να γίνει αποδεκτός στην αγορά (το TRP ή GRP του TV2 έχει μεγαλύτερη αξία λόγω της μεγαλύτερης κάλυψης). (28) Λόγω της μοναδικής θέσης που κατέχει ο TV2 από άποψη κάλυψης και προϋπολογισμού για τον προγραμματισμό του, οι διαφημιζόμενοι διαθέτουν πάντοτε ένα μέρος του προϋπολογισμού τους για διαφήμιση στον TV2 για να επιτύχουν το βέλτιστο αποτέλεσμα από άποψη επαφών, βαθμού κάλυψης ή/και συχνότητας στο πλαίσιο του προϋπολογισμού τους. Ο TvDanmark υπέβαλε στοιχεία που καταδεικνύουν ότι οι δραστηριότητές του χαρακτηρίζονταν ως ελλειμματικές κατά την περίοδο 1997-2002 και ισχυρίστηκε ότι ο αθέμιτος ανταγωνισμός εκ μέρους του TV2 τον εμποδίζει να παράγει επαρκή έσοδα. Ο TvDanmark υπέβαλε επίσης ανάλυση της Copenhagen Economics για τις τιμές της τηλεοπτικής διαφήμισης στη δανική αγορά. Η έκθεση συγκρίνει τις μέσες και τις οριακές τιμές της αγοράς και θεωρεί ότι υπάρχει ανταγωνισμός μόνο στο επίπεδο της υπολειμματικής ζήτησης. Ως εκ τούτου, η σύγκριση πρέπει να βασιστεί σε οριακές τιμές. Ακόμη, ο TvDanmark υπέβαλε στοιχεία για σύγκριση των τιμών του TV2 με άλλους τύπους μέσων μαζικής ενημέρωσης και με άλλες χώρες.

    (56)

    Ο TV3 παρατήρησε ότι αναγκάστηκε να κάνει πολύ μεγάλες εκπτώσεις στον διαθέσιμο διαφημιστικό χρόνο του για να γίνει αποδεκτός στην αγορά, διότι ο TV2 προσφέρει επιπλέον οριακές εκπτώσεις στο υπόλοιπο του προϋπολογισμού των διαφημιζόμενων για τηλεοπτική διαφήμιση, εάν αυτό το υπόλοιπο ανατεθεί επίσης στον TV2.

    (57)

    Δεύτερον, μετά την έκδοση της απόφασης για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή έλαβε επίσης τις παρατηρήσεις των δανικών αρχών. Τα βασικά στοιχεία αυτών των παρατηρήσεων συνοψίζονται στη συνέχεια.

    (58)

    Οι δανικές αρχές θεωρούν ότι οι συχνότητες μετάδοσης του TV2 δεν μπορούν να θεωρηθούν πλεονέκτημα, εφόσον οι τοπικοί σταθμοί έχουν και αυτοί αποκλειστικές συχνότητες μετάδοσης. Ο ΤV2 συνεπώς δεν έτυχε ιδιαίτερης μεταχείρισης. Ο TV2, όπως και άλλοι σταθμοί, καταβάλλει τέλη για τη χρήση της συχνότητας.

    (59)

    Όσον αφορά την απαλλαγή από τον φόρο επιχειρήσεων, οι δανικές αρχές παρατήρησαν ότι το όφελος από εμπορικές δραστηριότητες ήταν πολύ περιορισμένο και ότι η μέθοδος που επελέγη για την εξουδετέρωση της απαλλαγής του TV2 από τον φόρο επιχειρήσεων για εμπορικές δραστηριότητες απέτρεπαν την ύπαρξη οικονομικού οφέλους από την απαλλαγή.

    (60)

    Σχετικά με την αναλογικότητα, οι δανικές αρχές παρατήρησαν ότι η μεταφορά 167 εκατ. DKK από το ταμείο TV2 χορηγήθηκε για την επέκταση του ψηφιακού δικτύου. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαθέσιμο ίδιο κεφάλαιο.

    (61)

    Οι δανικές αρχές ανέφεραν επίσης ότι το πλεόνασμα για τα έτη 1995-2002 αντανακλά τον δείκτη αποδοτικότητας σε σχέση με τον κύκλο εργασιών του TV2. Εξάλλου, το κεφάλαιο ήταν αναγκαίο ως ασφάλεια στην περίπτωση αιφνίδιας μείωσης των εσόδων από διαφημίσεις, και ο TV2 δεν επιτρέπεται από το νόμο να λαμβάνει δάνεια που υπερβαίνουν το 4 % του ετήσιου κύκλου εργασιών. Επιπλέον, το κράτος ενήργησε σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, δεδομένου ότι το σημερινό ίδιο κεφάλαιο του TV2 δεν υπερέβαινε αυτό που θα επένδυε ένας κανονικός επενδυτής στην αγορά. Αυτό το κεφάλαιο δεν καταστρατηγεί τις διατάξεις της Συνθήκης, εφόσον το κεφάλαιο δεν χρησιμοποιείται για διασταυρούμενες επιδοτήσεις των εμπορικών δραστηριοτήτων του TV2.

    (62)

    Όσον αφορά τη συμπεριφορά του TV2 στην αγορά διαφήμισης, οι δανικές αρχές παρατήρησαν ότι ο TV2 καθόριζε πάγια τις τιμές του με τρόπο που να εξασφαλίζει το μέγιστα έσοδα. Οι τιμές καθορίζονταν αυστηρά με βάση την προσφορά και τη ζήτηση. Οι τιμές καθορίζονταν ετησίως με βάση τις εκτιμήσεις του διαφημιστικού τμήματος του TV2 για τα ποσοστά τηλεθέασης (κατηγορία ηλικίας 21-50 ετών), το πρόγραμμα, τις οικονομικές εξελίξεις και την κατάσταση της ανταγωνιστικής αγοράς. Ούτε το κόστος λειτουργίας του TV2 ούτε το ποσό του ραδιοτηλεοπτικού τέλους αποτέλεσαν παράγοντες για την εν λόγω εκτίμηση. Ο TV2 είχε το υψηλότερο τιμολόγιο στη δανική αγορά και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα μείωσης των τιμών που θα έχει ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ανάγκη κρατικής χρηματοδότησης.

    (63)

    Οι δανικές αρχές υπέβαλαν έκθεση της RBB Economics με θέμα τον ανταγωνισμό στη δανική αγορά τηλεοπτικής διαφήμισης. Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μέση τιμή που χρέωνε ο TV2 ήταν πράγματι υψηλότερη από την τιμή που χρέωναν οι ανταγωνιστές της και οι διαφορές τιμολόγησης μεταξύ του TV2 και του TvDanmark εξηγούνταν από τις διαφορές στη σχετική ικανότητα ως προς τον προγραμματισμό και την εξασφάλιση μεγαλύτερης ακροαματικότητας.

    (64)

    Τρίτον, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή ζήτησε από τις δανικές αρχές να υποβάλουν την ανάλυσή τους σχετικά με τις επιπτώσεις της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση.

    (65)

    Οι δανικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους μαζί με τις παρατηρήσεις του TV2. Τα βασικά στοιχεία των παρατηρήσεων συνοψίζονται κατωτέρω.

    (66)

    Όσον αφορά τα έσοδα από διαφημίσεις το 1995 και το 1996, οι δανικές αρχές και ο TV2 ισχυρίστηκαν ότι το δανικό κράτος δεν είχε έλεγχο αυτών των ποσών και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν κρατικοί πόροι. Οι δανικές αρχές δεν επιβεβαίωσαν τα στοιχεία που πρόβαλε η Επιτροπή, αλλά εξήγησαν ότι ο υπολογισμός των εσόδων από διαφημίσεις το 1995 και το 1996 έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι μέρος των χρημάτων του Ταμείου TV2 χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση των περιφερειακών σταθμών του TV2 και ότι αυτό μπορούσε να χρηματοδοτηθεί μόνο από τα έσοδα από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη. Εντούτοις, οι δανικές αρχές συμφώνησαν ότι, σε κάθε περίπτωση, τα έσοδα από διαφημίσεις έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του καθαρού κόστους παροχής της δημόσιας υπηρεσίας και ότι τα έσοδα από τις διαφημίσεις συνιστούν έσοδα από τις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας.

    (67)

    Επιπλέον, οι δανικές αρχές και ο TV2, βασιζόμενοι στην απόφαση του Δικαστηρίου, ισχυρίστηκαν ότι πληρούνται οι όροι της απόφασης Altmark της 24ης Ιουλίου 2003. (29) Ως προς αυτό, οι δανικές αρχές υπενθύμισαν ότι, όπως και στην υπόθεση BUPA, (30) η υπόθεση TV2 αφορά περιστατικά που υπήρχαν ήδη πριν την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης Altmark. Κατά την άποψή τους, οι όροι της απόφασης Altmark πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με το πνεύμα και τον σκοπό αυτών των όρων, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη και τα ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Ανέφεραν ότι, κατά την άποψή τους, από την εν λόγω απόφαση συνάγεται ότι η μόνη απαίτηση που επέβαλε το Δικαστήριο στο δανικό κράτος είναι ότι αυτό οφείλει «κατ’ ουσίαν» να τηρήσει τους όρους της απόφασης Altmark.

    (68)

    Συγκεκριμένα, οι δανικές αρχές και ο TV2 θεωρούν ότι η διαδικασία που εφαρμόστηκε για τον καθορισμό του ραδιοτηλεοπτικού τέλους ήταν διαφανής και τηρούσε τις απαιτήσεις του δεύτερου όρου Altmark, τουλάχιστον κατ’ ουσίαν, το οποίο είναι, κατά την άποψή τους, αρκετό βάσει της απόφασης του Δικαστηρίου. Θεωρούσαν επίσης ότι τηρείται και ο τρίτος όρος, εφόσον επιτράπηκε στον TV2 να έχει ένα εύλογο κέρδος. Όσον αφορά τον τέταρτο όρο της απόφασης Altmark, παρέθεσαν τους διάφορους ελέγχους που εφαρμόζονται στον TV2 και ανεφέρθηκαν στη νομολογία και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόεση BUPA, ισχυριζόμενοι ότι το κριτήριο αυτό πρέπει να εφαρμοστεί με σχετικά ελαστικότερο τρόπο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή πρέπει να τηρηθεί μόνο κατ’ ουσίαν. Βάσει της απόφασης Chronopost (31), επισήμαναν επίσης ότι δεν είναι εφικτό στην πράξη να συγκριθεί ο TV2 με μία τυπικά ευημερούσα επιχείρηση. Οι δανικές αρχές επέμειναν στην άποψή τους ότι η αντιστάθμιση έπρεπε να γίνει αποδεκτή βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς.

    (69)

    Επιπλέον, οι δανικές αρχές και ο TV2 θεωρούσαν ότι η κρατική ενίσχυση έπρεπε να κριθεί συμβιβάσιμη. Εξήγησαν τη διαδικασία που οδήγησε στη δημιουργία της κεφαλαιακής βάσης του TV2 και παρέθεσαν τους διάφορους λόγους για τους οποίους το εν λόγω κεφάλαιο ήταν απαραίτητο, ώστε να μπορέσει ο TV2 να εκπληρώσει τις αποστολές δημόσιας υπηρεσίας.

    (70)

    Ορισμένα τρίτα μέρη υπέβαλαν επίσης παρατηρήσεις μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου. Ουσιαστικά, εξήγησαν γιατί δεν έπρεπε να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι όροι της απόφασης Altmark, συγκεκριμένα διότι οι οικονομικές εκθέσεις που αναφέρονται απο το Δικαστήριο δεν είναι επαρκείς για να αποδείξουν ότι πληρούνται ο δεύτερος και ο τέταρτος όρος. Επισήμαναν επίσης ότι η Επιτροπή πρέπει να εμμείνει στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην ακυρωθείσα απόφαση ανάκτησης, ότι δηλαδή η ενίσχυση δεν ήταν συμβιβάσιμη.

    IV.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

    IV.1.   ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 107 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΛΕΕ

    (71)

    Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως».

    (72)

    Η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει αν τα εν λόγω μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

    IV.1.1.   ΚΡΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ

    (73)

    Η Επιτροπή οφείλει να αξιολογήσει αν τα υπό εξέταση μέτρα εμπεριέχουν κρατικούς πόρους.

    (74)

    Όσον αφορά τα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα συμπεράσματα της απόφασης του Δικαστηρίου (32). Συγκεκριμένα, το ποσό καθορίζεται από τις δανικές αρχές· η υποχρέωση καταβολής του ραδιοτηλεοπτικού τέλους δεν απορρέει από συμβατική σχέση μεταξύ του TV2 και του υπόχρεου, αλλά απλά από την ιδιοκτησία ενός τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού δέκτη· κατά περίπτωση, η είσπραξη των ραδιοτηλεοπτικών τελών πραγματοποιείται με βάση τις διατάξεις για την είσπραξη προσωπικών φόρων· και, τέλος, οι δανικές αρχές είναι αυτές που καθόρισαν το μερίδιο των εσόδων του TV2 από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι πόροι από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη είναι διαθέσιμοι στις δανικές αρχές και υπό τον έλεγχό τους και ότι, κατά συνέπεια, συνιστούν κρατικούς πόρους.

    (75)

    Όσον αφορά τα έσοδα από διαφημίσεις τα έτη 1995 και 1996, το Δικαστήριο επισήμανε στην απόφασή του ότι τα έσοδα από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη και από τις διαφημίσεις είναι διαφορετικής φύσης (33).

    (76)

    Ως προς αυτό, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφασή του (34) ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε γιατί τα έσοδα από τις διαφημίσεις τα έτη 1995 και 1996 έπρεπε να θεωρηθούν κρατικοί πόροι.

    (77)

    Με βάση την απόφαση στην υπόθεση PreussenElektra, (35) η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι τα έσοδα από διαφημίσεις τα έτη 1995 και 1996 μπορούν να χαρακτηριστούν κρατικοί πόροι. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να εκτιμήσει αν τα εν λόγω έσοδα από διαφημίσεις ήταν υπό τον έλεγχο του δανικού κράτους.

    (78)

    Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει τα ακόλουθα στοιχεία τα οποία είναι συναφή για να αποφασίσει αν τα έσοδα από διαφημίσεις τα έτη 1995 και 1996 συνιστούν κρατικούς πόρους.

    (79)

    Το 1995 και 1996, ο TV2 εισέπραξε έσοδα από διαφημίσεις από το Ταμείο TV2, το οποίο επίσης εισέπραξε τα έσοδα από διαφημίσεις από τον TV2 Reklame A/S.

    (80)

    Ο TV2 Reklame ήταν χωριστή κρατική οντότητα ανεξάρτητη από τον TV2. Η εταιρεία συστάθηκε για να ενεργεί ως διαμεσολαβητής για την πώληση διαφημίσεων στον TV2 σε εμπορική βάση (36). Ο TV2 Reklame είχε συμβατική σχέση με τους πελάτες διαφήμισης.

    (81)

    Δεν υπήρχε υποχρέωση μεταφοράς χρημάτων από τον TV2 Reklame στο Ταμείο TV2. Η μεταφορά αποφασίστηκε από το δανικό κράτος (37). Ο υπουργός Πολιτισμού έπρεπε να αποφασίσει το ποσοστό των κερδών του TV2 Reklame τα οποία θα μεταφέρονταν στο Ταμείο TV2. Η απόφαση αυτή λαμβάνονταν κάθε φορά για ένα ή περισσότερα έτη και με την έγκριση του δανικού κοινοβουλίου (της διαρκούς κοινοβουλευτικής επιτροπής οικονομικών). Ο υπουργός Πολιτισμού μπορούσε να αποφασίσει αν τα μη μεταφερθέντα κέρδη θα χρησιμοποιούνταν, με την επιφύλαξη της έγκρισης της επιτροπής οικονομικών, για την αποπληρωμή προηγούμενης κρατικής εγγύησης υπέρ του TV2 Reklame ή για πολιτιστικούς σκοπούς.

    (82)

    Στην πράξη, το 1995 και το 1996, ολόκληρο το ποσό του TV2 Reklame μεταφέρθηκε στο Ταμείο TV2.

    (83)

    Το Ταμείο TV2 συστάθηκε με σκοπό να διαθέτει στον TV2 τα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη και τα έσοδα από διαφημίσεις. Το Ταμείο TV2 ανήκει στον όμιλο TV2. Η διαχείρισή του ασκούνταν από το διοικητικό συμβούλιο του TV2.

    (84)

    Δεν υπήρχε υποχρέωση μεταφοράς, σε ετήσια βάση, των κεφαλαίων του ταμείου TV2 στον TV2. Η μεταφορά στον TV2 αποφασιζόταν από το δανικό κράτος. Πράγματι, το Ταμείο TV2 είχε νομική υποχρέωση να μεταφέρει πόρους στον TV2, σύμφωνα με τους προϋπολογισμούς-πλαίσια που όριζε το Υπουργείο Πολιτισμού (38).

    (85)

    Στην πράξη, το 1995 και το 1996, ο TV2 δεν εισέπραξε από το Ταμείο TV2 όλα τα έσοδα από διαφημίσεις.

    (86)

    Επιπλέον, δεν υπήρχαν χωριστοί λογαριασμοί στο εσωτερικό του Ταμείου TV2 μεταξύ των εσόδων από διαφημίσεις και των εσόδων από ραδιοτηλεοπτικά τέλη. Τα έσοδα που δεν μεταφέρονταν στον TV2 συσσωρεύονταν στο Ταμείο TV2. Μεταφέρθηκαν στον TV2 όταν το Ταμείο TV2 καταργήθηκε.

    (87)

    Σύμφωνα με τον TV2 και τις δανικές αρχές, τα έσοδα από διαφημίσεις ανήκαν στον TV2 και ο TV2 θα είχε νομική απαίτηση επί αυτών. Παρέπεμψαν σε επιστολή του Υπουργού Δικαιοσύνης, της 22ας Νοεμβρίου 2003, η οποία ανέφερε ότι οι πόροι του Ταμείου TV2 μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την κάλυψη δραστηριοτήτων του TV2. Συνεπώς, σύμφωνα με τον TV2 και τις δανικές αρχές, υπήρχε νομική υποχρέωση να μεταφερθούν στο μέλλον τα έσοδα από διαφημίσεις από το Ταμείο TV2 στον TV2. Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρχε νομική υποχρέωση μεταφοράς όλων των διαφημιστικών εσόδων στον TV2 και αυτό ήταν θέμα συγκεκριμένης απόφασης του Υπουργού αν και πιο ποσό επρόκειτο να μεταφερθεί στον TV2.

    (88)

    Όσον αφορά τον TV2, πρέπει να επισημανθεί ότι ο TV2 δεν είχε συμβατική σχέση με τους τελικούς πελάτες διαφήμισης και ο TV2 δεν είχε επιρροή στις διαφημιστικές δραστηριότητες (39). Η δανική κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι τα προσδοκώμενα έσοδα από διαφημίσεις για το επόμενο έτος καθορίζονταν ανεξάρτητα από τον TV2.

    (89)

    Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, η Επιτροπή θεωρεί ότι το Υπουργείο είχε τον έλεγχο των ποσών που κατείχαν ο TV2 Reklame και το Ταμείο TV2. Συγκεκριμένα, (i) το δανικό κράτος αποφάσιζε αν θα μεταφέρονταν στο Ταμείο TV2 και στον TV2 το σύνολο ή μέρος των εσόδων από διαφημίσεις· (ii) το 1995 και 1996, ο TV2 δεν εισέπραξε όλα τα έσοδα από τις διαφημίσεις· και (iii) τα μη μεταφερθέντα έσοδα από τις διαφημίσεις συσσωρεύονταν στο Ταμείο TV2 όπου στην πράξη ενοποιούνταν με τα έσοδα από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη.

    (90)

    Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή θεωρεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, τα έσοδα από τις διαφημίσεις για τα έτη 1995 και 1996 που μεταφέρθηκαν στον TV2 μέσω του TV2 Reklame και του Ταμείου TV2 συνιστούν κρατικούς πόρους.

    (91)

    Σε κάθε περίπτωση, το ποσό της κρατικής ενίσχυσης το οποίο θα μπορούσε να κριθεί συμβιβάσιμο δεν θα ήταν διαφορετικό εάν τα έσοδα από τις διαφημίσεις δεν χαρακτηρίζονταν ως κρατικοί πόροι (quod non). Πράγματι, κατά την πάγια πρακτική της Επιτροπής κατά την εξέταση των υποθέσεων, και όπως αναφέρει η ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες του 2001, (40) τα έσοδα που προέρχονται από τη δημόσια υπηρεσία, όπως τα έσοδα από τις διαφημίσεις, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του καθαρού κόστους της δημόσιας υπηρεσίας. Δηλαδή, ακόμη και αν δεν θεωρούνται κρατικοί πόροι, τα αντίστοιχα έσοδα περιορίζουν την ανάγκη για δημόσια χρηματοδότηση. Οι δανικές αρχές συμμερίζονται αυτή την άποψη (41).

    (92)

    Πρέπει να επισημανθεί ότι η ad hoc μεταφορά πόρων στον TV2 από το Ταμείο Ραδιοφωνίας αφορά επίσης έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη που διατέθηκαν στον TV2 μετά από κρατική απόφαση. Το ίδιο ισχύει και για την ειδική μεταφορά πόρων από το ταμείο TV2, όταν αυτό καταργήθηκε διότι, εκτός από τα ανωτέρω στοιχεία σε σχέση με τον έλεγχο του δανικού κράτους στο Ταμείο TV2, οι πόροι από το Ταμείο TV2 κατά την εκκαθάρισή του διατέθηκαν στον TV2 μετά από κρατική απόφαση. Ως εκ τούτου, επειδή οι εν λόγω πόροι παρέμειναν υπό κρατικό έλεγχο, πρέπει επίσης να θεωρηθούν ως κρατικοί πόροι. Επειδή τα έσοδα από διαφημίσεις θεωρούνται κρατικοί πόροι και, σε κάθε περίπτωση, επειδή η μεταφορά στον TV2 κατά την εκκαθάριση αποφασίστηκε από το κράτος, το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από τον ισχυρισμό των δανικών αρχών ότι το κατ’ αποκοπή ποσό που μεταβιβάστηκε στον TV2 σε σχέση με την εκκαθάριση προέρχεται αποκλειστικά από διαφημιστικά έσοδα.

    (93)

    Όσον αφορά τα άλλα μέτρα που έλαβε το κράτος, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κρατικοί πόροι ενέχονται επίσης στην απαλλαγή από τον φόρο επιχειρήσεων, εφόσον μια απώλεια φορολογικών εσόδων ισοδυναμεί με κατανάλωση ισόποσων κρατικών πόρων υπό μορφή δημοσιονομικών δαπανών (42).

    (94)

    Τα υπό εξέταση χορηγηθέντα στον TV2 άτοκα δάνεια και χωρίς υποχρέωση καταβολής δόσεων διατίθενται απευθείας από το κράτος από τον κρατικό προϋπολογισμό. Παραιτούμενο από τους τόκους και την καταβολή δόσεων για τα εν λόγω δάνεια, το κράτος παραιτείται από την είσπραξη εσόδων και, ως εκ τούτου, οι εν λόγω πόροι συνιστούν κρατικούς πόρους. Επιπλέον, το δανικό κράτος είναι εκείνο που εγγυάται τα δάνεια κεφαλαίων κίνησης. Το όφελος μιας κρατικής εγγύησης είναι ότι ο κίνδυνος που συνδέεται με την εγγύηση βαρύνει το κράτος. Το γεγονός ότι το κράτος αναλαμβάνει κίνδυνο πρέπει συνήθως να αμείβεται με το απαιτούμενο ασφάλιστρο. Στις περιπτώσεις που το κράτος παραιτείται από την είσπραξη αυτού του ασφαλίστρου, αυτό συνεπάγεται πλεονέκτημα για τον TV2 και απώλεια κρατικών πόρων (43).

    (95)

    Επιπλέον, το κράτος έχει διαθέσει στον TV2 μια συχνότητα μετάδοσης εθνικής εμβέλειας για την οποία ο TV2 καταβάλλει το σχετικό τέλος σε κρατικό φορέα. Το ετήσιο τέλος που καταβάλλει ο TV2 κυμαινόταν μεταξύ 2 και 4 εκατ. DKK κατά την υπό εξέταση περίοδο.

    (96)

    Επειδή δεν υπάρχει βάση σύγκρισης για το τέλος που καταβάλλεται για τη συχνότητα μετάδοσης εθνικής εμβέλειας, η σύγκριση μπορεί να γίνει μόνο με το τέλος που καταβάλλεται για την άδεια πρόσβασης σε μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού χάρη στη δημιουργία δικτύου. Το τέλος συχνότητας που καταβάλλει ο TV2 για τη μετάδοση σε εθνική κάλυψη είναι σημαντικά χαμηλότερο από το τέλος για το δίκτυο που υποχρεώθηκε να καταβάλλει ο TvDanmark, και το οποίο κυμαινόταν μεταξύ 5 εκατ. DKK το 1997 και 30 εκατ. DKK το 2001, και μάλιστα για ποσοστό διείσδυσης της τάξης του 77 %. Συνεπώς, ο TV2 ήταν σε θέση να καλύψει μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της Δανίας σε χαμηλότερες τιμές.

    (97)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το τέλος συχνότητας δεν αντικατοπτρίζει τις συνθήκες της αγοράς. Δεδομένου ότι το κράτος παραιτήθηκε από την είσπραξη τελών για το στοιχείο αυτό του ενεργητικού, θεωρείται ότι παραιτείται και από το αντίστοιχο έσοδο στον κρατικό προϋπολογισμό.

    (98)

    Αντίθετα, επειδή ο TV2 δεν χρησιμοποιεί σειρά συχνοτήτων περιφερειακής κάλυψης για το σχηματισμό δικτύου εθνικής εμβέλειας, δεν υπόκειται στην καταβολή τέλους δικτύου. Εφόσον το κράτος δεν είχε καμία νομική βάση για να προβεί στην απαίτηση αυτών των τελών από τον TV2, δεν παραιτήθηκε από έσοδα που έπρεπε να εισπραχθούν για τον κρατικό προϋπολογισμό και ως εκ τούτου δεν διακυβεύονται κρατικοί πόροι στην περίπτωση αυτή.

    (99)

    Επίσης, η Επιτροπή δεν μπορεί να διακρίνει στοιχεία κρατικών πόρων στην εκ του νόμου υποχρέωση των κατόχων εγκαταστάσεων κεραιών να αναμεταδίδουν τα προγράμματα φορέων δημόσιας υπηρεσίας (must-carry), εφόσον το κράτος ούτε παραιτείται των εσόδων ούτε μεταφέρει ενεργά πόρους στους εν λόγω φορείς. Ως εκ τούτου, το όφελος από το δικαίωμα πρόσβασης δεν αποφέρει στον TV2 κανένα οικονομικό πλεονέκτημα από κρατικούς πόρους (44).

    (100)

    Όλα τα προαναφερόμενα μέτρα καταλογίζονται στο δανικό κράτος διότι, όπως περιγράφεται ανωτέρω, ήταν αποτέλεσμα με τον ένα ή άλλο τρόπο απόφασης του δανικού κράτους.

    IV.1.2.   ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΚΑΙ ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

    (101)

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα έσοδα από εισφορές, οι ειδικές μεταφορές από το ταμείο TV2 και το ταμείο Ραδιοφωνίας, η απαλλαγή από τον φόρο επιχειρήσεων, τα άτοκα δάνεια και η απαλλαγή από την καταβολή δόσεων για τα δάνεια, καθώς και η κρατική εγγύηση για τα επιχειρησιακά δάνεια και οι ευνοϊκοί όροι πρόσβασης στη συχνότητα μετάδοσης εθνικής εμβέλειας παρέχουν στον TV2 οικονομικά πλεονέκτημα που μειώνει το κόστος της λειτουργίας του, το οποίο κανονικά θα έπρεπε να βαρύνει τον προϋπολογισμό του. Επιπλέον, οι ανταγωνιστές του TV2 δεν εισέπραταν τα ίδια ποσά.

    (102)

    Εντούτοις, κρατικά μέτρα που αντισταθμίζουν τις καθαρές πρόσθετες δαπάνες για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, όταν πληρούνται οι τέσσερις όροι που ορίζονται στην απόφαση Altmark (45):

    πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη,

    δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια,

    τρίτον, η αντιστάθμιση δεν υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών,

    τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.

    (103)

    Όπως θα αναλυθεί διεξοδικότερα στο μέρος της παρούσας απόφασης που αφορά το συμβιβάσιμο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 160 και επόμενες της παρούσας απόφασης) από την απόφαση του Δικαστηρίου συνάγεται ότι ικανοποιείται ο πρώτος όρος της απόφασης Altmark.

    (104)

    Όσον αφορά τον δεύτερο όρο της υπόθεσης Altmark, ότι οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει τις νομικές και οικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες, κατα την εξεταζόμενη περίοδο, καθορίστηκε το ποσό των εσόδων από ραδιοτηλεοπτικά τέλη που έπρεπε να καταβληθεί στον TV2. Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τηρήθηκε η ακόλουθη διαδικασία.

    (105)

    Σύμφωνα με τις παραγράφους 29 και 30 της επιστολής των δανικών αρχών της 24ης Μαρτίου 2003, ο νόμος για τα ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα ο οποίος ίσχυε κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου (46) καθόριζε τον τρόπο χρηματοδότησης του τηλεοπτικού σταθμού TV2 συνολικά (ραδιοτηλεοπτικά τέλη, έσοδα από διαφημίσεις και άλλες πηγές εσόδων) και όριζε ότι το Υπουργείο Πολιτισμού καθόριζε το μερίδιο του TV2 και του DR επί των εσόδων από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη και, ως εκ τούτου, το ποσό της αποζημίωσης που έπρεπε να χορηγηθεί στον TV2. Πρέπει να επισημανθεί ότι, για τα έτη 1995 και 1996, ο TV2 εισέπραττε μερίδιο από τα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη από το Ταμείο TV2.

    (106)

    Κατά πάγια πρακτική, το Υπουργείο καθόριζε το εν λόγω ποσό της αντιστάθμισης σε διαβούλευση με την επιτροπή οικονομικών του δανικού Κοινοβουλίου βάσει συμφωνίας για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας η οποία είχε συναφθεί με την πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων στο δανικό κοινοβούλιο. Για την εξεταζόμενη περίοδο, υπήρχαν τρεις συμφωνίες για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: η συμφωνία για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για την περίοδο 1994 έως 1997, η οποία συνάφθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1993, η συμφωνία για την περίοδο 1997 έως 2000, η οποία συνάφθηκε στις 10 Μαΐου 1996, και η συμφωνία για την περίοδο 2001 έως 2004, που συνάφθηκε στις 28 Μαρτίου 2000.

    (107)

    Τα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη καθορίζονταν, λοιπόν, για σχετικά μεγάλη περίοδο. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δεν υπήρξε καμία επανεξέταση της αντιστάθμισης που χορηγούνταν στον TV2, ακόμα και σε περιόδους κατά τις οποίες τα έσοδα του TV2 μειώνονταν. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, αν και τα έσοδα του TV2 από διαφημίσεις παρουσίασαν σοβαρή μείωση το 1999, δεν αναπροσαρμόστηκε η αντιστάθμιση ώστε να ληφθεί υπόψη αυτό το γεγονός.

    (108)

    Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, η αντιστάθμιση καθοριζόταν βάσει αναπροσαρμογής των τιμών και των μισθών του προϋπολογισμού και των λογαριασμών του TV2 καθώς και βάσει οικονομικών αναλύσεων.

    (109)

    Εμπεριστατωμένες οικονομικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν το 1995 και το 1999 από την εταιρεία ορκωτών λογιστών KPMG. Η KPMG υποβοηθούνταν από ομάδα εποπτείας η οποία αποτελούνταν από αντιπροσώπους των βασικών συντελεστών της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστών του TV2 για την έκθεση του 1999. Συγκεκριμένα, λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία σχετικά με τα πιθανά έσοδα από άλλες πηγές εσόδων εκτός από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη, όπως τα έσοδα από διαφημίσεις.

    (110)

    Στις παραγράφους 164 και 165 της επιστολής τους της 24ης Μαρτίου 2003, οι δανικές αρχές ανέφεραν ότι οι μελέτες της KPMG, οι οποίες προσπαθούν να εκτιμήσουν την πιθανότερη εξέλιξη του κύκλου εργασιών από τις διαφημίσεις στη διαφημιστική αγορά της Δανίας και τις πηγές εσόδων του TV2 και να εντοπίσουν τις αβεβαιότητες σε σχέση με τις εν λόγω εκτιμήσεις, συντάχθηκαν για να παράσχουν στη δανική κυβέρνηση και στο δανικό Κοινοβούλιο μια καλύτερη βάση για τις αποφάσεις τους κατά τον καθορισμό και την κατανομή των εσόδων από ραδιοτηλεοτπικά τέλη και κατά τις συζητήσεις τους για την πολιτική στον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

    (111)

    Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, τα έγγραφα που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της αντιστάθμισης ήταν δημοσίως διαθέσιμα. Οι συμφωνίες για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δημοσιεύονταν σε ανακοινώσεις τύπου και στην επίσημη έκθεση των πρακτικών του Κοινοβουλίου (Folketingstidende). Η νομοθεσία εφαρμογής των συμφωνιών για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δανίας (Lovtidende). Οι λογαριασμοί του TV2 δημοσιεύονταν επίσης μαζί με τις προαναφερθείσες οικονομικές αναλύσεις.

    (112)

    Με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή έπρεπε να εκτιμήσει αν η ανωτέρω διαδικασία θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ικανοποιείται το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark.

    (113)

    Αφενός, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ότι στην απόφασή του (47) το Δικαστήριο αναφέρει ότι «[…] δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι οι προαναφερθείσες λεπτομέρειες καθορισμού των αναλογούντων στον TV2 τελών αποτελούν αντικειμενική και διαφανή διαδικασία, δεδομένου ότι προϋποθέτουν, μεταξύ άλλων, την ανάμειξη του δανικού Κοινοβουλίου, ότι στηρίζονται σε οικονομικές αναλύσεις καταρτισθείσες από γραφείο ορκωτών λογιστών επικουρούμενο από ομάδα εποπτείας αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες, στην οποία μετείχαν οι ανταγωνιστές του TV2, και ότι οι αναλύσεις αυτές, όπως και οι ετήσιοι λογαριασμού του TV2, δημοσιεύονταν. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως των λεπτομερειών αυτών, θα μπορούσε να συναχθεί, ενδεχομένως, το συμπέρασμα ότι το Βασίλειο της Δανίας, πριν ακόμη το Δικαστήριο διατυπώσει τις προϋποθέσεις Altmark, διασφάλισε, κατ’ ουσίαν, την τήρηση της δεύτερης από τις προϋποθέσεις αυτές». Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι «το ποσό των αναλογούντων στον TV2 ραδιοτηλεοπτικών τελών υπολογιζόταν με δεδομένη ακριβώς τη διατήρηση αυτών των άλλων κρατικών μέτρων υπέρ του εν λόγω ραδιοτηλεοπτικού σταθμού» (48) (δηλαδή φοροαπαλλαγή κ.λπ.).

    (114)

    Η Επιτροπή πιστεύει ότι η συμμετοχή του δανικού κοινοβουλίου στη διαδικασία που έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό των ραδιοτηλεοπτικών τελών εξασφάλιζε σε κάποιο βαθμό ένα συγκεκριμένο επίπεδο διαφάνειας και αντικειμενικότητας. Επιπλέον, οι συμφωνίες για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης οι οποίες καθόρισαν το ποσό των ραδιοτηλεοπτικών τελών που θα εισέπραττε ο TV2 αποφασίζονταν εκ των προτέρων για διάστημα αρκετών ετών και, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η αντιστάθμιση του TV2 δεν αναπροσαρμόστηκε ποτέ εκ των υστέρων.

    (115)

    Εντούτοις, οι οικονομικές εκθέσεις τις οποίες συνέταξε η KPMG απλώς προέβλεψαν το ποσό των εσόδων από διαφημίσεις που θα διατίθετο στον TV2 (δηλαδή το σκέλος των εσόδων). Όσον αφορά το σκέλος των εξόδων του καθορισμού της αντιστάθμισης, οι εν λόγω οικονομικές εκθέσεις δεν πήραν θέση και η Επιτροπή έχει την άποψη ότι οι συμφωνίες για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης βασίζονταν μόνο στην προσαρμογή των δαπανών που πραγματοποίησε ο TV2 κατά τα προηγούμενα έτη. Πράγματι, οι δανικές αρχές ανέφεραν ότι η αντιστάθμιση καθορίστηκε βάσει της αναπροσαρμογής τιμών και μισθών στον προϋπολογισμό και τους λογαριασμούς του TV2 καθώς και βάσει των οικονομικών αναλύσεων οι οποίες εκτίμησαν μόνο το σκέλος των εσόδων και δεν αφορούσαν την περίοδο η οποία καλυπτόταν από τη συμφωνία για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της 16ης Σεπτεμβρίου 1993.

    (116)

    Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία αναφορά στις παραμέτρους βάσει των οποίων επρόκειτο να υπολογισθεί η αντιστάθμιση. Το ποσό της αντιστάθμισης καθοριζόταν εκ των προτέρων, αλλά το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark προβλέπει ότι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει και οι ίδιες να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια.

    (117)

    Βάσει των ανωτέρω στοιχείων, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν ικανοποιείται το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark. Σε κάθε περίπτωση, τα κριτήρια Altmark πρέπει να πληρούνται αθροιστικά και η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν ικανοποιείται το τέταρτο κριτήριο (βλέπε κατωτέρω).

    (118)

    Σύμφωνα με το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark, «ο φορέας παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να επιλέγεται με διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης ή το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών».

    (119)

    Στην προκειμένη περίπτωση, ο δημόσιος φορέας TV2 δεν επελέγη μετά από δημόσια διαδικασία διαγωνισμού. Ελλείψει διαγωνισμών, η Επιτροπή πρέπει, συνεπώς, να εκτιμήσει αν το επίπεδο της αντιστάθμισης καθορίστηκε με βάση τις δαπάνες που θα πραγματοποιούσε μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και επαρκώς εξοπλισμένη με μέσα παραγωγής, για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    (120)

    Οι οικονομικοί και νομικοί όροι που διέπουν τον καθορισμό της αντιστάθμισης στον TV2 περιγράφονται ανωτέρω. Συγκεκριμένα, με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το Δικαστήριο ανέφερε ότι η διαδικασία την οποία έθεσε σε εφαρμογή το Βασίλειο της Δανίας για τον καθορισμό του ποσού των εσόδων από ραδιοτηλεοπτικά τέλη που έπρεπε να καταβληθούν στον TV2 το διάστημα από το 1995 έως το 2002 περιείχε, μεταξύ άλλων, οικονομικές αναλύσεις που έγιναν με τη βοήθεια ανταγωνιστών του TV2, η Επιτροπή πρέπει ιδίως να λάβει υπόψη τις εκθέσεις της KPMG του 1995 και 1999 για να εκτιμήσει αν έγινε σύγκριση των εξόδων του TV2 με τα έξοδα μιας συνήθους επιχείρησης με χρηστή διαχείριση.

    (121)

    Οι εκθέσεις που συνέταξαν οι σύμβουλοι KPMG εξετάζουν διάφορες υποθετικές εξελίξεις της αγοράς των διαφημίσεων για τις αντίστοιχες περιόδους ραδιοτηλεοπτικών τελών. Οι εκθέσεις δεν περιέχουν καμία πληροφορά γα τον ίδιο τον TV2 (π.χ. για την οικονομική του κατάσταση, τα λειτουργικά του έξοδα), αλλά εξετάζουν την πιθανή εξέλιξη των εσόδων από τις διαφημίσεις και το ποσοστό της γενικής διαφημιστικής αγοράς που θα μεταφραζόταν σε έσοδα για τον TV2. Εκτιμώντας την πιθανότερη εξέλιξη του κύκλου εργασιών από τις διαφημίσεις, τη διαφημιστική αγορά της Δανίας και εντοπίζοντας τις αβεβαιότητες που συνδέονται με αυτές τις εκτιμήσεις, οι εν λόγω εκθέσεις ήταν μέρος της διαδικασίας την οποία ακολούθησαν οι δανικές αρχές για να καθορίσουν το ποσό από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη που θα χορηγούσαν στον TV2.

    (122)

    Οι εκθέσεις της KPMG δεν εκτιμούν τα έξοδα του TV2 ή τα έξοδα άλλων φορέων, αλλά περιορίζονται στην εξέταση της εξέλιξης της διαφημιστικής αγοράς και του μεριδίου του TV2 στα έσοδα από τις διαφημίσεις. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι εκθέσεις αυτές δεν αφορούν τα πρώτα έτη της εξεταζόμενης περιόδου τα οποία καλύπτονταν από τη συμφωνία για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης του 1993.

    (123)

    Σε ένα βαθμό, οι ανταγωνιστές συμμετείχαν στην επεξεργασία αυτών των εκθέσεων. Για την έκθεση του 1995, το έγγραφο αναφέρει ότι συμμετείχαν «πολλοί ενδιαφερόμενοι φορείς», χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει ποιοι ήταν αυτοί. Η έκθεση της KPMG του 1999 αναφέρει ομάδα εμπειρογνωμόνων, στην οποία πράγματι συμμετείχαν ανταγωνιστές του TV2. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι εν λόγω οικονομικές εκθέσεις συντάχθηκαν, σε κάποιο βαθμό, με τη βοήθεια ανταγωνιστών του TV2 δεν αποδεικνύει από μόνο του ότι πραγματοποιήθηκε ανάλυση των στοιχείων κόστους των ανταγωνιστών του TV2.

    (124)

    Με άλλους όρους, οι εκθέσεις αυτές δεν περιέχουν ανάλυση των εξόδων τα οποία θα πραγματοποιούσε μια συνήθης επιχείρηση με χρηστή διαχείριση, που διαθέτει τα μέσα παραγωγής για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, αλλά εξέτασαν γενικότερα το ζήτημα των προοπτικών της διαφημιστικής αγοράς καθώς και το ποσό των μελλοντικών εσόδων του TV2 από διαφημίσεις. Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι οι τιμές στη διαφημιστική αγορά καθορίζονται βάσει διαφόρων στοιχείων, όπως τα μερίδια τηλεθέασης, και όχι μόνο βάσει των δαπανών.

    (125)

    Οι δανικές αρχές και ο TV2 προβάλλουν επίσης νομικά και ουσιαστικά επιχειρήματα σε σχέση με τον τέταρτο όρο της απόφασης Altmark.

    (126)

    Πρώτον, αναφερόμενη στην υπόθεση BUPA, η Δανία ισχυρίζεται ότι δεν εφαρμόζεται κατ’ ανάγκη ο τέταρτος όρος της απόφασης Altmark ή, τουλάχιστον, ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, έπρεπε μόνο να εκτιμήσει αν ο όρος αυτός τηρείται κατ’ ουσίαν. Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η υπόθεση BUPA αφορούσε μια πολύ ειδική κατάσταση, από την άποψη ότι το εξεταζόμενο σύστημα που αφορούσε την παροχή υπηρεσιών υγείας δεν συνδεόταν με το κόστος, δηλαδή σε αντίθεση με άλλους τομείς παροχής δημόσιων υπηρεσιών, το σύστημα βασιζόταν στα στοιχεία κινδύνου των πελατών. Σε μια τέτοια κατάσταση, ήταν αδύνατο ο οικονομικός παράγοντας να είναι κερδοφόρος βασιζόμενος σε δικά του έξοδα. Εντούτοις, για τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, είναι δυνατό να υπολογιστεί η αντιστάθμιση βάσει εξόδων και εσόδων.

    (127)

    Δεύτερον, αναφερόμενες στην υπόθεση Chronopost (49), οι δανικές αρχές ισχυρίζονται ότι ένας δημόσιος φορέας παροχής υπηρεσιών, όπως ο TV2, δεν μπορεί να συγκριθεί με έναν ιδιωτικό φορέα. Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι, σε αντίθεση με το ζήτημα της κατανομής δαπανών εντός του πλαισίου της εκτίμησης της συμβατότητας η οποία κρινόταν στην υπόθεση Chronopost, η ουσία του τέταρτου όρου της υπόθεσης Altmark είναι ακριβώς ότι, ελλείψει διαγωνισμού, η σύγκριση των εξόδων για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να γίνεται με τις δαπάνες που πραγματοποιεί μια συνήθης επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και επαρκώς εξοπλισμένη με μέσα παραγωγής.

    (128)

    Επιπλέον, η Δανία ισχυρίζεται ότι, στο πλαίσιο συνεχούς επανεξέτασης του TV2, η Εθνική Αρχή Ελέγχου διενήργησε δημοσιονομικούς και διαχειριστικούς ελέγχους των λογαριασμών του TV2 και ότι διενεργούνταν διαρκείς έλεγχοι οι οποίοι επίσης ελάμβαναν υπόψη ζητήματα αποδοτικότητας. Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός ότι οι λογαριασμοί του TV2 υποβάλλονταν για έγκριση από το Υπουργείο Πολιτισμού δεν είναι αρκετή για να αποδείξει ότι τα έξοδα του TV2 είναι τα έξοδα μιας συνήθους επιχείρησης με χρηστή διαχείριση. Επιπλέον, είναι αμφίβολο αν οι εκ των υστέρων έλεγχοι μπορεί να είναι οι κατάλληλοι για να κριθεί αν τηρείται ο τέταρτος όρος της απόφασης Altmark, εάν δεν είχε διενεργηθεί ανάλυση των δαπανών πριν από τον καθορισμό του ύψους της αντιστάθμισης.

    (129)

    Ακόμη, οι δανικές αρχές βασίζονται ιδίως στην έκθεση του 2000 της εθνικής αρχής ελέγχου της Δανίας η οποία συνέκρινε, σε κάποιο βαθμό, την εξέλιξη της παραγωγικότητας του TV2 με αυτήν του DR και ξένων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών (British Broadcasting Corporation (BBC), Sveriges Television «SVT» και Norsk Riksringkastning «NRK»). Στην εν λόγω έκθεση, η εθνική αρχή ελέγχου διαπίστωσε ότι η παραγωγικότητα του DR όσο και του TV2 βελτιώθηκε το διάστημα από το 1990 έως το 1999. Ο DR μείωσε το ωριαίο κόστος που συνδέεται με τις πρώτες μεταδόσεις σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ο TV2, αλλά το 1999 το ωριαίο κόστος των πρώτων μεταδόσεων του DR ήταν παρ’ όλα αυτά κατά 53 % υψηλότερο από αυτό του TV2. Το ωριαίο κόστος εκπομπών της DR το 1999 ήταν περίπου κατά 29 % υψηλότερο από αυτό του TV2. Η εθνική αρχή ελέγχου έκρινε επίσης ότι η εξέλιξη της παραγωγικότητας της DR και του TV2 ήταν καλύτερη από ή ίση προς την εξέλιξη της παραγωγικότητα των άλλων τριών δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών.

    (130)

    Εντούτοις, η έκθεση αυτή δεν είναι αρκετή για να αποδείξει ότι ικανοποιούνταν ο τέταρτος όρος της απόφασης Altmark.

    (131)

    Πράγματι, η έκθεση είναι μεταγενέστερη των συμφωνιών για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι οποίες όρισαν το ποσό της αντιστάθμισης και, κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύει ότι το ύψος της αντιστάθμισης καθορίστηκε βάσει των δαπανών τις οποίες θα πραγματοποιούσε μία συνήθης επιχείρηση για την εκπλήρωση αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    (132)

    Επιπλέον, η έκθεση αφορά και άλλους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, και, κατά συνέπεια, δεν αφορά τα έξοδα ενός «συνήθους» ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού. Παραδείγματος χάρη, δεν διαπιστώνεται αν το κόστος του DR, που απαγορεύεται να παράγει χρηματοδότηση μέσω της διαφήμισης και του οποίου το επίπεδο αντιστάθμισης καθορίζεται από την ίδια συμφωνία για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπως και του TV2, είναι τα έξοδα μιας συνήθους επιχείρησης. Για να διαπιστωθεί αν τηρείται το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark, δεν είναι συνεπώς δυνατό να εξαχθούν συμπεράσματα από τη σύγκριση με τις δαπάνες του DR.

    (133)

    Επιπλέον, όσον αφορά τη σύγκριση με τους ξένους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, η έκθεση συγκρίνει μόνο την εξέλιξη της παραγωγικότητας του TV2 με τον έναν από τους άλλους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, αλλά δεν λαμβάνει θέση για το επίπεδο της αποδοτικότητας καθαυτό και, κατά συνέπεια, για τις ίδιες τις δαπάνες. Ειδικότερα, ένα χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως το γεγονός ότι η αποδοτικότητα καθαυτή ήταν υψηλότερη στην αρχή της περιόδου, ή στο γεγονός ότι ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός δεν ήταν σε θέση να αυξήσει τον χρόνο των μεταδόσεών του. Παραδείγματος χάρη, το σημείο 51 της έκθεσης αναφέρει ότι «Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, το BBC και το SVT παρουσίασαν σχεδόν ταυτόσημη εξέλιξη του κόστους, δηλαδή αύξηση περίπου κατά 50 % σε πραγματικές τιμές, ενώ τα έξοδα του NRK αυξήθηκαν περίπου κατά 60 % σε πραγματικές τιμές. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, τα έξοδα του DR αυξήθηκαν κατά 23 % σε πραγματικούς όρους και του TV2 κατά 63 %. Εφόσον, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο χρόνος μετάδοσης του SVT και του BBC δεν αυξήθηκε όσο αυξήθηκε ο χρόνος άλλων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, αυτή η εξέλιξη του κόστους σημαίνει ότι η παραγωγικότητα του SVT και του BBC δεν βελτιώθηκε κατά τον ίδιο τρόπο όπως των τριών άλλων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών».

    (134)

    Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η παράγραφος 50 της έκθεσης αναφέρει ότι «Εφόσον η εθνική αρχή ελέγχου δεν έχει εξετάσει διεξοδικότερα τους λογαριασμούς των ξένων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, ενδέχεται να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις δραστηριότητες αυτών των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και ανάμεσα στις μεθόδους υπολογισμού που χρησιμοποιούνται για τα επιμέρους λογιστικά στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι τα χρησιμοποιούμενα στοιχεία κόστους και τα στοιχεία κόστους κατά μονάδα προϊόντος που προέρχονται από αυτά δεν αφορούν αναγκαστικά τις ίδιες ακριβώς δραστηριότητες και δεν έχουν αναγκαστικά υπολογιστεί σύμφωνα με ταυτόσημες αρχές της λογιστικής. Ως εκ τούτου, τα επίπεδα κόστους κατά μονάδα προϊόντος δεν προσφέρονται από μόνα τους για απευθείας σύγκριση. Επειδή σκοπός του συνυπολογισμού ξένων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών είναι να συγκριθεί η “εξέλιξη” της παραγωγικότητας και όχι το καθαυτό επίπεδο παραγωγικότητας, η εθνική αρχή ελέγχου κατέληξε στην άποψη ότι τα στοιχεία που αφορούν τους ξένους τηλεοπτικούς οργανισμούς μπορούν παρ’ όλα αυτά, στην τρέχουσα μορφή τους, να χρησιμεύσουν ως εύλογος δείκτης εξέλιξης». Η παράγραφος 53 της έκθεσης αναφέρει επίσης ότι «Η εθνική αρχή ελέγχου δεν εξέτασε τις αιτίες των ανωτέρω εξελίξεων διεξοδικότερα, διότι ως προαναφέρθηκε, η εξέλιξη των προαναφερθέντων στοιχείων κατά μονάδα κόστους εξαρτάται από το περιεχόμενο των παρεχόμενων τηλεοπτικών προγραμμάτων και διότι η ανάλυση προϋποθέτει, από κάθε άποψη, ότι η ποιότητα παρέμεινε αμετάβλητη. Επειδή αυτό συνιστά άμεση δυσκολία για την πραγματοποίηση συγκρίσεων ανάμεσα στους εξεταζόμενους δημόσιους τηλεοπτικούς οργανισμούς, τα συμπεράσματα της ανάλυσης πρέπει να ερμηνευθούν με σχετική επιφύλαξη. Ως προς αυτό, το Υπουργείο Πολιτισμού έχει αναφέρει ότι συμφωνεί με τις περιγραφόμενες εξελίξεις του κόστους κατά μονάδα προϊόντος και ότι η σύγκριση των στοιχείων κόστους ανά μονάδα προϊόντος του DR, του TV2 και των ξένων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών πρέπει να ερμηνευθούν με σχετική επιφύλαξη».

    (135)

    Κατά συνέπεια, για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η έκθεση δεν αποδεικνύει ότι τα στοιχεία κόστους του TV2 ήταν αυτά τα οποία θα πραγματοποιούσε μία συνήθης επιχείρηση με χρηστή διαχείριση για την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας.

    (136)

    Εν κατακλείδι, βάσει των ανωτέρω στοιχείων, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν ικανοποιείται ο τέταρτος όρος της απόφασης Altmark και, εφόσον τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να ικανοποιούνται αθροιστικά, η αντιστάθμιση που χορηγήθηκε στον TV2 δεν πληροί τους όρους που όρισε το Δικαστήριο στην απόφαση Altmark. Σε κάθε περίπτωση, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αντιστάθμιση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

    (137)

    Η Επιτροπή πρέπει επίσης να εκτιμήσει αν τα υπό εξέταση μέτρα μπορούν να ικανοποιήσουν το «κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς» («κριτήριο ΙΕΟΑ»). Οι δανικές αρχές και ο TV2 ισχυρίστηκαν ότι τα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, διότι πληρούνται οι όροι για το κριτήριο ΙΕΟΑ. Συγκεκριμένα, θεωρούν ότι ήταν απόλυτα δικαιολογημένο βάσει του κριτηρίου ΙΕΟΑ να διατεθεί το υπόλοιπο στον TV2 για τη δημιουργία μετοχικού κεφαλαίου.

    (138)

    Ως προς αυτό, πρέπει εξαρχής να επισημανθεί ότι το ζήτημα αν τα μέτρα θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν βάσει του κριτηρίου ΙΕΟΑ είναι διαφορετικό από το ζήτημα του αν τα μέτρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν απαραίτητα για την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας (βλέπε κατωτέρω την εκτίμηση του συμβιβάσιμου). Δηλαδή το γεγονός ότι θα ήταν ενδεχομένως αναγκαίο ένα συγκεκριμένο επίπεδο αποθεματικών και ιδίων κεφαλαίων για να είναι σε θέση ο TV2 να εκπληρώνει τις αποστολές του ως δημόσια υπηρεσία δεν σημαίνει ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε χαρίσει αυτά τα χρήματα στην εταιρεία και ότι δεν θα ζητούσε μέρισμα.

    (139)

    Η Επιτροπή, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, πρέπει να προσδιορίσει αν, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ένας ιδιώτης επενδυτής συγκρίσιμου μεγέθους με αυτό των οργανισμών του δημόσιου τομέα θα μπορούσε να προσδοκά κεφαλαιακές εισφορές του ίδιου μεγέθους (50). Αν και η συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή με την οποία πρέπει να συγκριθεί η παρέμβαση του δημόσιου επενδυτή δεν είναι απαραίτητο να είναι η συμπεριφορά ενός κοινού επενδυτή που διαθέτει κεφάλαιο με στόχο το κέρδος σε σχετικά σύντομο διάστημα, πρέπει τουλάχιστον να είναι η συμπεριφορά μιας ιδιωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή ενός ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που επιδιώκουν μία διαρθρωτική πολιτική και καθοδηγούνται από τις προοπτικές μιας μακροπρόθεσμης κερδοφορίας.

    (140)

    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, το κριτήριο του ΙΕΟΑ πρέπει να εφαρμόζεται κατά τη λήψη της απόφασης και όχι εκ των υστέρων (51).

    (141)

    Στην παρούσα περίπτωση, εφόσον η Δανία είναι ο μόνος μέτοχος του TV2, είναι και ο πρώτος και ο τελευταίος πιστωτής που πρέπει να αποζημιωθεί σε περίπτωση χρεοκοπίας της επιχείρησης. Έτσι, από την άποψη του επενδυτή, το δανικό κράτος θα μπορούσε να επιδιώξει απόδοση για την επένδυσή του, είτε ζητώντας αμοιβή υπό μορφή τόκων επί του δανείου είτε με συμμετοχή στο κεφάλαιο.

    (142)

    Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η Δανία παραιτήθηκε από το δικαίωμά της στην καταβολή τόκων και επέτρεψε την απαλλαγή των δανείων από δόσεις. Επιπλέον, το δανικό κράτος δεν ζήτησε καμία αμοιβή από το κεφάλαιο που δημιουργήθηκε στον TV2. Ως εκ τούτου, το δανικό κράτος δεν ζήτησε μια φυσιολογική απόδοση για την επένδυσή του, όπως θα έπραττε ένας πιστωτής ή ιδιοκτήτης μιας συνήθους εταιρείας.

    (143)

    Επιπλέον, οι δανικές αρχές δεν προσκόμισαν έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία για να δικαιολογήσουν ποια ήταν από στρατηγική άποψη η σκοπιμότητα να επανεπενδύουν το πλεόνασμα στον TV2, αντί να ζητούν αμοιβή υπό μορφή τόκων ή μερίσματος. Ένας επενδυτής θα ελάμβανε παρόμοια απόφαση φυσιολογικά μόνο εάν θεωρούσε ότι η επανεπένδυση θα παρήγαγε προστιθέμενη αξία στην αρχική επένδυσή του.

    (144)

    Στην παρούσα περίπτωση, δεν διαπιστώθηκε ότι υπήρχε επιχειρηματικό σχέδιο ή μια διακηρυγμένη επεξεργασμένη επιχειρηματική στρατηγική που να αποδεικνύει ότι ίσχυε αυτό. Ούτε υπήρξαν άλλες ενδείξεις ότι ο TV2 σχεδίαζε να αναπτύξει δραστηριότητες για την παραγωγή παρόμοιας προστιθέμενης αξίας. Με αυτή τη δήλωση, η Επιτροπή δεν προσπαθεί να βασιστεί σε επιχειρήματα τυπικού περιεχομένου για να απορρίψει το επιχείρημα των δανικών αρχών σχετικά με το κριτήριο του ΙΕΟΑ, αλλά μόνο αξιολογεί αν ένας επενδυτής σε οικονομία αγοράς θα αποφάσιζε να αφήσει τα κεφάλαιά του στον TV2 βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή του κατά το χρόνο που έλαβε αυτή την απόφαση. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες όταν διατέθηκαν τα κεφάλαια στον TV2 (52) και ανεξάρτητα από τις εκτιμήσεις σχετικά με τις ανάγκες της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας του TV2, τις οποίες δεν θα λάμβανε υπόψη ένας ιδιώτης επενδυτής, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υπήρχε επιχειρηματικό σχέδιο, ούτε επενδυτικό σχέδιο ούτε κανένα άλλο στοιχείο βάσει του οποίου ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα μπορούσε να θεωρήσει ότι η επανεπένδυση θα παρήγαγε προστιθέμενη αξία στην αρχική επένδυσή του και θα αποφάσιζε, κατά συνέπεια, να διαθέσει τα χρήματά του στον TV2, αντί να ζητήσει αμοιβή.

    (145)

    Επιπλέον, οι δανικές αρχές χρησιμοποίησαν την απόδοση επί του κύκλου εργασιών ως σημείο αναφοράς για να αποδείξουν ότι ενήργησαν ως ιδιώτης επενδυτής όταν επανεπένδυσαν χρήματα στον TV2. Εντούτοις, στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να επισημανθεί ότι η δανική κυβέρνηση ενεργεί ήδη ως χρηματοδότης του TV2, από την άποψη ότι του χορηγεί σημαντικά έσοδα για να καλύψει μέρος των λειτουργικών εξόδων του. Το ποσό αυτών των εισφορών έχει άμεση επίπτωση στα κέρδη τα οποία μπορεί να αποκομίσει ο TV2. Στην πράξη, ο συντελεστής απόδοσης μπορεί να βελτιωθεί απλά με την αύξηση του ποσού της κρατικής χρηματοδότησης. Εντούτοις, εφόσον η υπερβάλλουσα χρηματοδότηση οδηγεί συνήθως σε ανεπάρκειες, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη έλλειψη κρατικών πόρων, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η αύξηση της χρηματοδότησης θα έχει αντίστοιχα καλύτερα αποτελέσματα.

    (146)

    Συνεπώς, η συμπεριφορά των δανικών αρχών δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπεριφορά επενδυτή σε συνθήκες αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αντιστάθμιση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το κριτήριο του ΙΕΟΑ είναι διαφορετικό ζήτημα από το ζήτημα αν ήταν δικαιολογημένο το δανικό κράτος να αφήσει το πλεόνασμα στον TV2 για τη δημιουργία του απαραίτητου μετοχικού κεφαλαίου για την εκπλήρωση των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας.

    (147)

    Εν κατακλείδι, η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατά την περίοδο που καλύπτει η έρευνα, τα υπό εξέταση μέτρα ευνόησαν τον TV2. Στην αγορά των τηλεοπτικών υπηρεσιών, ο TV2 ανταγωνίζεται άλλους τηλεοπτικούς φορείς, οι οποίοι δεν ελάμβαναν το ίδιο πλεονέκτημα. Κατά συνέπεια, τα μέτρα πρέπει να θεωρηθούν επιλεκτικά και ότι νοθεύουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

    IV.1.3.   ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

    (148)

    Τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ στο βαθμό που επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Αυτό ισχύει όταν οι εξεταζόμενες δραστηριότητες υπόκεινται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

    (149)

    Το Δικαστήριο ανέπτυξε μια ευρεία ερμηνεία αυτής της έννοιας. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν η ενίσχυση ενδυναμώνει τη θέση μιας επιχείρησης σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση. (53) Το γεγονός ότι η εξεταζόμενη επιχείρηση δεν πραγματοποιεί εξαγωγές, δεν αποκλείει την πιθανότητα επηρεασμού του εμπορίου. Όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε μια επιχείρηση, οι εσωτερικές δραστηριότητες μπορεί να διατηρούνται ή ακόμη να αυξάνονται λόγω της ενίσχυσης, γεγονός που με τη σειρά του μειώνει τις δυνατότητες άλλων επιχειρήσεων να εδραιωθούν στην αγορά. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση επιτρέπει στον αποδέκτη της να διατηρεί μερίδιο αγοράς το οποίο υπό διαφορετικές συνθήκες θα καταλάμβαναν ανταγωνιστές από άλλα κράτη μέλη (54).

    (150)

    Στην παράγραφο 18 της ανακοίνωσης περί ραδιοτηλεόρασης, η Επιτροπή, αναφερόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου ΕΚ, διευκρινίζει ότι «η χρηματοδότηση δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών τομέων από το κράτος μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Αυτό ισχύει προφανώς στην περίπτωση αγοράς και πώλησης δικαιωμάτων μετάδοσης, που συχνά πραγματοποιούνται σε διεθνές επίπεδο. Επίσης η διαφήμιση, στην περίπτωση των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων στους οποίους επιτρέπεται να πωλούν διαφημιστικό χώρο, έχει διασυνοριακές επιπτώσεις, ιδιαίτερα στις ομοιογενείς γλωσσικές ζώνες που εκτείνονται και στις δύο πλευρές των εθνικών συνόρων. Επιπλέον, η μετοχική σύνθεση των εμπορικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων μπορεί να επεκτείνεται σε περισσότερα κράτη μέλη».

    (151)

    Στην παρούσα περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο TV2 δραστηριοποιείται στη διεθνή αγορά και σε ανταλλαγές τηλεοπτικών προγραμμάτων (55). Ο TV2 ευρίσκεται σε άμεσο ανταγωνισμό με εμπορικούς τηλεοπτικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στη διεθνή τηλεοπτική αγορά και έχουν διεθνή μετοχική δομή. Οι χρηματοδοτικοί πόροι που διατέθηκαν στον TV2 του προσέδωσαν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όσον αφορά την αγορά τηλεοπτικών δικαιωμάτων και τις επενδύσεις σε προγράμματα τα οποία στη συνέχεια μπορούν να πωληθούν. Εξάλλου, ο TV2 ευνοήθηκε από τα μέτρα ενίσχυσης σε σύγκριση με ανταγωνιστικές επιχειρήσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεδομένου ότι μείωσε τις πιθανότητες εγκατάστασης των ανταγωνιστών του στη Δανία.

    (152)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα μέτρα που ελήφθησαν υπέρ του TV2 είχαν επίπτωση στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

    IV.1.4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (153)

    Εφόσον πληρούνται όλοι οι όροι του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή κρίνει ότι τα ανωτέρω μέτρα προς όφελος του TV2 συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

    (154)

    Δεδομένου ότι ο TV2 άρχισε να εκπέμπει το 1989, όλα τα μέτρα υπέρ του TV2 ελήφθησαν μετά την προσχώρηση της Δανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τον λόγο αυτό, τα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των ραδιοτηλεοπτικών τελών, συνιστούν νέα κρατική ενίσχυση (και όχι υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 108 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ).

    IV.2.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

    (155)

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 107 παράγραφος 2 και παράγραφος 3 στοιχεία α), β), γ) και δ) της ΣΛΕΕ προδήλως δεν εφαρμόζονται, ούτε οι δανικές αρχές ούτε ο TV2 πρόβαλαν επιχειρήματα γι’ αυτό το σκοπό.

    (156)

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα εκτιμήσει αν μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

    (157)

    Σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, «οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της παρούσας Συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας».

    (158)

    Για να υπαχθεί ένα μέτρο σε αυτή την εξαίρεση, πρέπει να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    Η εν λόγω υπηρεσία πρέπει να είναι υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος («ΥΓΟΣ») και να ορίζεται σαφώς ως τέτοια υπηρεσία από το κράτος μέλος («ορισμός»)·

    Η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας πρέπει να έχει ανατεθεί ρητά από το κράτος μέλος στην εν λόγω επιχείρηση («ανάθεση»)·

    Η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης πρέπει να εμποδίζει την πραγματοποίηση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί στην επιχείρηση και η απαλλαγή από τους εν λόγω κανόνες δεν πρέπει να επηρεάζει την ανάπτυξη των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το συμφέρον της Κοινότητας («αναλογικότητα»).

    (159)

    Η ανακοίνωση του 2001 σχετικά με τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες (56) (εφεξής «ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση») ορίζει τις αρχές και τις μεθόδους τις οποίες η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόσει στον τομέα των ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τους προαναφερθέντες όρους.

    IV.2.1.   ΟΡΙΣΜΟΣ

    (160)

    Σύμφωνα με το νόμο περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών (όπως εφαρμόζεται στην έκδοση του 1994) (57), ο TV2 είναι ανεξάρτητος οργανισμός με αποστολή να παρέχει και να διανέμει, μέσω δραστηριοτήτων ανεξάρτητου προγράμματος, εθνικά και περιφερειακά τηλεοπτικά προγράμματα. Το φάσμα των παρεχόμενων προγραμμάτων πρέπει να εστιάζεται καθοριστικά στην ποιότητα, πληρότητα, και πολυμορφία. Ο σχεδιασμός των προγραμμάτων των περιφερειακών σταθμών του TV2 πρέπει να δίνει προτεραιότητα στα χαρακτηριστικά της περιοχής. Οι δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες προσδιορίζονται αναλυτικότερα στο καταστατικό του TV2, το οποίο αναφέρει ότι ο TV2 πρέπει να παρέχει προγράμματα ειδησεογραφικής κάλυψης, γενικά ενημερωτικά προγράμματα, εκπαιδευτικά, τέχνης και ψυχαγωγίας για ολόκληρο τον πληθυσμό της Δανίας (58).

    (161)

    Η Επιτροπή σημειώνει ότι στην απόφασή του (59) το Δικαστήριο έκρινε ότι ο TV2 είναι νομικά υποχρεωμένος να παρέχει δημόσια υπηρεσία.

    (162)

    Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό του τι θεωρούν υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος και, κατά συνέπεια, ο ορισμός των εν λόγω υπηρεσιών από ένα κράτος μέλος μπορεί να αμφισβητηθεί από την Επιτροπή μόνο σε περίπτωση προδήλου σφάλματος (60).

    (163)

    Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 33 της ανακοίνωσης για τη ραδιοτηλεόραση, αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών να προσδιορίσουν το εύρος της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας ενός τηλεοπτικού φορέα.

    (164)

    Ειδικότερα, όσον αφορά την ΥΓΟΣ στον τομέα των ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναγνώρισε ότι τα κράτη μέλη μπορούν νομίμως να ορίζουν μια ΥΓΟΣ κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει προγράμματα γενικού περιεχομένου (61).

    (165)

    Επιπλέον, όταν τα κράτη μέλη διακήρυξαν με το πρωτόκολλο του Άμστερνταμ (62) ότι «το σύστημα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες κάθε κοινωνίας και με την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης», αναφέρονταν ευθέως στα συστήματα της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως που είχαν συσταθεί από αυτά και επιφορτιστεί με τη μετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων γενικού περιεχομένου, προς όφελος όλου του πληθυσμού των εν λόγω κρατών.

    (166)

    Στην απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν την ΥΓΟΣ των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων με ευρείς όρους και ποιοτικά κριτήρια, ώστε να καλύπτει ευρύ φάσμα προγραμμάτων, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε η ελευθερία των κρατών μελών να χρηματοδοτούν την εν λόγω ΥΓΟΣ με έσοδα από διαφημίσεις (63).

    (167)

    Η δυνατότητα του παρέχεται στα κράτη μέλη να καθορίζουν την ΥΓΟΣ των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, ώστε να καλύπτουν προγράμματα γενικού ενδιαφέροντος, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από το γεγονός ότι ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ασκεί εμπορικές δραστηριότητες, και ιδίως την πώληση διαφημιστικού χρόνου. Το θέμα του ορισμού της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας δεν πρέπει να συγχέεται με το ζήτημα του χρηματοδοτικού μηχανισμού που επιλέγεται για την παροχή των υπηρεσιών αυτών (64).

    (168)

    Επιπλέον, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να συγκρίνει τα προγράμματα του TV2 με τα προγράμματα των εμπορικών σταθμών. Η υπαγωγή, μέσω συγκριτικής μελέτης των προγραμμάτων, του ορισμού της ΥΓΟΣ ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων στο εύρος των προγραμμάτων των εμπορικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν τα κράτη μέλη την αρμοδιότητά τους να καθορίζουν τη δημόσια υπηρεσία. Συγκεκριμένα, ο ορισμός της ΥΓΟΣ θα εξαρτιόταν, σε τελική ανάλυση, από τους εμπορικούς φορείς και από τις αποφάσεις τους να μεταδίδουν ή όχι ορισμένα προγράμματα.

    (169)

    Το Δικαστήριο (65) επιβεβαίωσε επίσης ότι η επιβολή υποχρεώσεων σε εμπορικούς τηλεοπτικούς σταθμούς δεν είναι συγκρίσιμη προς τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που υπέχει ο TV2. Σκοπός αυτών των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι να παρέχεται σε ολόκληρο τον δανικό πληθυσμό ποικίλο πρόγραμμα που ανταποκρίνεται στις επιταγές για την παροχή ποιοτικής, πολύπλευρης και ποικίλης ύλης. Οι υποχρεώσεις αυτές διέπουν το σύνολο της δραστηριότητας τηλεοπτικών μεταδόσεων του TV2 κατά τρόπο δεσμευτικότερο απ’ ό,τι οι ελάχιστες υποχρεώσεις που προβλέπει ο δανικός νόμος για την παροχή αδείας ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων.

    (170)

    Το Πρωτοδικείο έκρινε (66) ότι «ο ορισμός τον οποίο επέλεξαν οι δανικές αρχές είναι ευρύς, δεδομένου ότι είναι κυρίως ποιοτικής φύσεως και, ως εκ τούτου, αφήνει τον ραδιοτηλεοπτικό σταθμό ελεύθερο να διαμορφώσει το πρόγραμμά του. Ωστόσο, η αιτίαση των προσφευγόντων περί ασάφειας δεν ευσταθεί. Αντιθέτως, η αποστολή του TV2 είναι απολύτως σαφής και ακριβής: να προτείνει στο σύνολο του δανικού πληθυσμού ένα ποικίλο τηλεοπτικό πρόγραμμα το οποίο σκοπεί στην παροχή ποιοτικής, πολύπλευρης και ποικίλης ύλης».

    (171)

    Με βάση τα ανωτέρω, και δεδομένου του ειδικού χαρακτήρα του ραδιοτηλεοπτικού τομέα, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας «ευρύς» ορισμός που αναθέτει σε συγκεκριμένο τηλεοπτικό οργανισμό το καθήκον να παρέχει ισορροπημένο και ποικίλο πρόγραμμα, σύμφωνα με την αποστολή του, με βάση τις ερμηνευτικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου, είναι θεμιτό βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Ένας τέτοιος ορισμός θα ήταν σύμφωνος με τον στόχο της ικανοποίησης των δημοκρατικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και της διασφάλισης της πολυφωνίας, περιλαμβανομένων και των πολιτισμικών και γλωσσικών διαφορών.

    (172)

    Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ορισμός της παρεχόμενης από τον TV2 δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να γίνει αποδεκτός.

    (173)

    Πρέπει να προστεθεί ότι, κατά την υπό εξέταση περίοδο, ο TV2 εκμεταλλευόταν έναν διαδικτυακό τόπο στο πλαίσιο της αποστολής του να παρέχει δημόσια υπηρεσία. Ο διαδικτυακός τόπος ενημερώνει τους χρήστες για τα τηλεοπτικά προγράμματα της δημόσιας υπηρεσίας του TV2. Η Επιτροπή μπορεί να αποδεχτεί ότι ο διαδικτυακός τόπος του TV2 που περιορίζεται στην ενημέρωση των χρηστών σχετικά με τα τηλεοπτικά προγράμματα δημόσιας υπηρεσίας του TV2 εμπίπτει στην υποχρέωση παροχής ραδιοτηλεοπτικών δημόσιων υπηρεσιών του TV2. Ως εκ τούτου, η προσθήκη της εκμετάλλευσης αυτού του διαδικτυακού τόπου στην υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας δεν περιέχει πρόδηλο σφάλμα. Επιπλέον, ο TV2 εκμεταλλεύεται τον εμπορικό διαδικτυακό τόπο με παιγνίδια κ.λπ. Αυτή η εμπορική υπηρεσία διαδικτύου του TV2 πρέπει να θεωρηθεί ως καθαρά εμπορική δραστηριότητα, εφόσον προσφέρει διαδραστικά προϊόντα βάσει ατομικής ζήτησης, όπως παιγνίδια ή χώρους συνομιλίας, τα οποία δεν διαφέρουν από τα ομοειδή εμπορικά προϊόντα. Αυτές οι τελευταίες δραστηριότητες, συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο πεδίο της δημόσιας υπηρεσίας του TV2.

    IV.2.2.   ΑΝΑΘΕΣΗ

    (174)

    Για να υπαχθεί στην εξαίρεση βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, η υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να ανατεθεί στον TV2 με επίσημη πράξη. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο νόμος για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες (67) αναθέτει επίσημα την υποχρέωση παροχής δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών στον TV2. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης την απόφαση στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «είναι πρόδηλο ότι τέτοια αποστολή έχει ανατεθεί στον TV2 [υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας»  (68).

    (175)

    Ωστόσο, επειδή ο νομικός ορισμός δεν καθιστά επαρκώς σαφές τι είδους λοιπές υπηρεσίες επιτρέπονται ως δημόσια υπηρεσία, είναι απαραίτητο να υπάρξει προηγούμενη επίσημη ανάθεση στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό για κάθε πρόσθετη δραστηριότητα την οποία ο TV2 επιθυμεί να εισάγει ως δημόσια υπηρεσία. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, την περίοδο 1995-2002, ο TV2 δεν παρείχε παρόμοιες λοιπές υπηρεσίες, πέρα από τις υποχρεώσεις του παροχής δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών. Πράγματι, ο διαδικτυακός τόπος που παρέχει αυτές τις άλλες υπηρεσίες, όπως παιγνίδια, συνιστούσε εμπορική δραστηριότητα, ενώ ο διαδικτυακός τόπος που αποκλειστικά ενημέρωνε τους χρήστες για τα τηλεοπτικά προγράμματα δημόσιας υπηρεσίας του TV2 μπορεί να θεωρηθεί μέρος της υποχρέωσης παροχής δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, διότι δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία. Συνεπώς, η Επιτροπή κρίνει ότι, για την περίοδο 1995-2002, η υποχρέωση παροχής δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών ανατέθηκε δεόντως στον TV2.

    (176)

    Εντούτοις, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 41 έως 43 της ανακοίνωσης του 2001 για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες, δεν είναι αρκετό να ανατεθεί μόνο επίσημα η δημόσια υπηρεσία στον τηλεοπτικό φορέα, αλλά είναι επίσης απαραίτητο η δημόσια υπηρεσία να παρέχεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην πράξη ανάθεσης. Επειδή δεν είναι αρμοδιότητα της Επιτροπής να κρίνει αν πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια, είναι απαραίτητο να υπάρχει μια κατάλληλη εποπτική αρχή και εναπόκειται στα κράτη μέλη να επιλέγουν τους μηχανισμούς που διασφαλίζουν τον αποτελεσματικό έλεγχο, με την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αρχή είναι ανεξάρτητη από την εντολοδόχο επιχείρηση.

    (177)

    Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εθνική αρχή ελέγχου διενήργησε το 2000 ειδική έρευνα σε σχέση με την ουσία και τη φύση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας του TV2 καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο αυτές τηρούνταν στην πράξη. Η έρευνα αυτή δεν διαπίστωσε καμία έλλειψη συμμόρφωσης εκ μέρους του TV2 με τις υποχρεώσεις της για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Επιπλέον, το 2001 και 2002, υπήρχε ένα Συμβούλιο δημόσιας υπηρεσίας για να διασφαλίζει τη συμμόρφωση του TV2 με τις υποχρεώσεις του δημόσιας υπηρεσίας, αν και ο φορέας αυτός ουδέποτε δημοσίευσε εκθέσεις σχετικά με το θέμα αυτό κατά τη σύντομη περίοδο της ύπαρξής του. Ούτε η Επιτροπή έχει ενδείξεις ότι ο TV2 δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις του ή ότι η υπηρεσία αυτή παρέχονταν με τρόπο που δεν θα μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ως ΥΓΟΣ βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

    (178)

    Όσον αφορά τον δημοσιονομικό έλεγχο της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η εθνική αρχή ελέγχου ελέγχει τους λογαριασμούς του TV2. Ο έλεγχος περιλάμβανε οικονομικούς και διαχειριστικούς ελέγχους, αν και η εθνική αρχή ελέγχου δεν είχε εξουσία να εμποδίσει την υπεραντιστάθμιση των δαπανών δημόσιας υπηρεσίας του TV2.

    (179)

    Όσον αφορά την αναλογικότητα της κρατικής ενίσχυσης, η Επιτροπή είναι εξουσιοδοτημένη να πραγματοποιεί δική της εκτίμηση. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η οδηγία περί διαφάνειας έχει τεθεί σε εφαρμογή στη Δανία. Η Επιτροπή έχει λάβει στοιχεία από τις δανικές αρχές που της επιτρέπουν να εκτιμήσει αν η κρατική χρηματοδότηση είναι αναλογική ή όχι.

    IV.2.3.   ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

    (180)

    Με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου και την ανακοίνωση του 2001 για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες, η εκτίμηση της αναλογικότητας που πρέπει να πραγματοποιήσει η Επιτροπή έχει δύο στόχους.

    (181)

    Πρώτον, η Επιτροπή πρέπει να υπολογίσει το καθαρό κόστος της εκπλήρωσης της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας που έχει ανατεθεί στον TV2 και να επαληθεύσει αν το κόστος αυτό έχει υπεραντισταθμιστεί ή όχι με βάση τις ανάγκες της, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    (182)

    Δεύτερον, η Επιτροπή πρέπει να αναλύσει τη συμπεριφορά του TV2 στην αγορά των διαφημίσεων. Η ανακοίνωση του 2001 για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες αναγνωρίζει ότι ένας ραδιοτηλεοπτικός φορέας δημόσιας υπηρεσίας θα μπορούσε να δελεαστεί να μειώσει τις τιμές διαφήμισης ή άλλων υπηρεσιών μη δημόσιου χαρακτήρα στην αγορά, εφόσον τα μειωμένα έσοδα καλύπτονται από την κρατική ενίσχυση, με αποτέλεσμα να μειώσει τα έσοδα των ανταγωνιστών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι, όταν ένας ραδιοτηλεοπτικός φορέας δημόσιας υπηρεσίας μειώνει τις τιμές για δραστηριότητες μη δημόσιας υπηρεσίας σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτό που είναι αναγκαίο για να καλύψει το κόστος αυτονομίας που θα βάρυνε κανονικά έναν αποδοτικό εμπορικό φορέα σε παρόμοια κατάσταση, μια τέτοια πρακτική αποτελεί ένδειξη της παρουσίας υπεραντιστάθμισης των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας.

    1.    Ποσό της κρατικής ενίσχυσης και εκτίμηση της υπεραντιστάθμισης

    (183)

    Σύμφωνα με την οδηγία περί διαφάνειας (69), τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν χωριστούς λογαριασμούς για τις δραστηριότητες των δημόσιας υπηρεσίας και μη δημόσιας υπηρεσίας. Οι δαπάνες και τα έσοδα καταλογίζονται ορθά με βάση σαφώς καθορισμένες και αντικειμενικές αρχές αναλυτικής λογιστικής.

    (184)

    Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι, στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα, η χωριστή τήρηση των λογαριασμών δεν είναι το ίδιο απλή, ακόμη και εφικτή, όσον αφορά το κόστος, επειδή διάφορες δραστηριότητες μοιράζονται τα ίδια έσοδα. Στον τομέα αυτό, τα κράτη μέλη μπορεί να θεωρήσουν ότι το σύνολο των προγραμμάτων των φορέων καλύπτεται από την ανάθεση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπεται η εμπορική εκμετάλλευσή της (70).

    (185)

    Στην παρούσα απόφαση, η Επιτροπή οφείλει πρώτα να προσδιορίσει το κόστος της ΥΓΟΣ την οποία παρείχε ο TV2.

    (186)

    Δεδομένου ότι ο TV2 ασκεί επίσης και εμπορικές δραστηριότητες, πρέπει να τηρεί χωριστή λογιστική για τις διάφορες δραστηριότητές του. Από το 2001, ο TV2 είναι από τον νόμο υποχρεωμένος να τηρεί χωριστή λογιστική για τις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας και τις εμπορικές δραστηριότητες.

    (187)

    Κατά τον υπολογισμό του καθαρού κόστους, η Επιτροπή πρέπει να αφαιρέσει από το μεικτό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας όλα τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από την εμπορική εκμετάλλευση της δραστηριότητας δημόσιας υπηρεσίας. Οι δανικές αρχές έχουν υποβάλει στοιχεία σύμφωνα με τη μέθοδο που παρουσιάζεται στην παράγραφο 56 της ανακοίνωσης για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες, για να αποδείξουν την επίδοση των εμπορικών δραστηριοτήτων και των δραστηριοτήτων δημόσιας υπηρεσίας του TV2. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι περισσότερες εμπορικές δραστηριότητες του TV2 μοιράστηκαν τις ίδιες εισροές με τις δραστηριότητές δημόσιας υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, δεν έγινε κανένας σημαντικός καταλογισμός του κόστους σε αυτές τις εμπορικές δραστηριότητες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή αφαιρεί τα καθαρά έσοδα της εμπορικής εκμετάλλευσης για να υπολογίσει το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας. Οι εμπορικές δραστηριότητες στο Διαδίκτυο είναι οι μόνες που μπορεί να θεωρηθούν διαχωρίσιμες από τη δημόσια υπηρεσία. Οι ζημίες του TV2 από τις εμπορικές δραστηριότητες Διαδικτύου, από τότε που άρχισαν το 1997, ανέρχονται σε […] (71) εκατ. DKK.

    (188)

    Στη συνέχεια, η Επιτροπή αφαίρεσε τα έσοδα που προήλθαν από τη δραστηριότητα δημόσιας υπηρεσίας (έσοδα από διαφημίσεις και άλλα εμπορικά έσοδα) από τα ακαθάριστα έξοδα δημόσιας υπηρεσίας, για να λάβει το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας. Στη συνέχεια, αφαιρέθηκε το ποσό της κρατικής χρηματοδότησης σε μετρητά από το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας. Ο κατωτέρω πίνακας παρουσιάζει αυτόν τον υπολογισμό.

    (189)

    Πρέπει να επισημανθεί ότι, αν και η Επιτροπή ζήτησε επανειλημμένα να κοινοποιηθεί το ακριβές ποσό των εσόδων από τις διαφημίσεις το 1995 και 1996, οι δανικές αρχές και ο TV2 δεν μπόρεσαν να υποβάλουν σαφή και αδιαμφισβήτητα στοιχεία.

    (190)

    Στην απάντησή τους της 26ης Ιουνίου 2009, οι δανικές αρχές ανέφεραν ότι δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσουν ότι τα έσοδα από διαφημίσεις που εισέπραξε ο TV2 από το Ταμείο TV2 ανέρχονταν σε 400,1 εκατ. DΚΚ το 1995 και σε 337,7 εκατ. DΚΚ το 1996.

    (191)

    Στην απάντησή του, ο TV2 ανέφερε ότι (i) το Ταμείο TV2 εισέπραξε το 1995 και το 1996 τους πρώτους πόρους από τον TV2 Reklame (824 και 904,5 εκατ. DΚΚ) και, δεύτερον, ραδιοτηλεοπτικά τέλη από το κράτος (330,3 εκατ. και 356,3 εκατ. DΚΚ) και ότι (ii) το Ταμείο TV2 μεταβίβασε ποσό 730,4 εκατ. DΚΚ και 694 εκατ. DΚΚ το 1995 και 1996 αντίστοιχα στον TV2 και 269,6 εκατ. DΚΚ και 275 εκατ. DΚΚ στις περιφερειακές υπηρεσίες του TV2. Σκοπός της μεταβίβασης αυτών των ποσών στο Ταμείο TV2 ήταν η κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης του TV2 και των περιφερειακών σταθμών του.

    (192)

    Επιπλέον, στις απαντήσεις τους της 26ης Ιουνίου 2009, 17ης Νοεμβρίου 2010 και 30ής Νοεμβρίου 2010, οι δανικές αρχές επιβεβαίωσαν το σκεπτικό του TV2 ότι, χωρίς άλλα εμπορικά έσοδα, η χρηματοδότηση των περιφερειακών σταθμών του TV2 θα πραγματοποιούνταν εξ ολοκλήρου από ραδιοτηλεοπτικά τέλη και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα ποσά που μεταβιβάζονταν ετησίως στους περιφερειακούς σταθμούς του TV2 μπορούσαν να προέρχονται αποκλειστικά από ραδιοτηλεοπτικά τέλη που μεταβιβάζονταν στο Ταμείο TV2. Το σκεπτικό αυτό συνεπάγεται ότι τα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη που μεταβιβάζονταν στον TV2 μπορεί να θεωρηθούν ισοδύναμα με το ανώτατο ποσό ραδιοτηλεοπτικών τελών το οποίο μεταβιβάστηκε στο Ταμείο TV2 για όλα τα εξεταζόμενα έτη, αφού προηγουμένως αφαιρούνταν τα ποσά που μεταβιβάζονταν ενδεχομένως στους περιφερειακούς σταθμούς του TV2. Συνεπώς, οι δανικές αρχές και ο TV2 ισχυρίζονται πως αυτό σημαίνει ότι ο κύριος όγκος των κεφαλαίων που μεταβιβάστηκαν από το Ταμείο TV2 στον TV2 το 1995 και το 1996 αποτελούνταν καθαρά από έσοδα από διαφημίσεις. Με αυτό το σκεπτικό, αυτό θα σήμαινε, σύμφωνα με τις δανικές αρχές, ότι το 1995 ο TV2 εισέπραξε 60,7 εκατ. DΚΚ ως ραδιοτηλεοπτικά τέλη (αφού προηγουμένως αφαιρεθούν τα ποσά που χορηγήθηκαν στους περιφερειακούς σταθμούς) και 669,7 εκατ. DΚΚ ως έσοδα από διαφημίσεις (υπόλοιπο) και το 1996 81,3 εκατ. DΚΚ ως ραδιοτηλεοπτικά τέλη και 612,7 εκατ. DΚΚ ως έσοδα από διαφημίσεις.

    (193)

    Η Επιτροπή δεν έχει πεισθεί από το σκεπτικό του TV2 και των δανικών αρχών σχετικά με το ποσό των εσόδων από διαφημίσεις τα έτη 1995 -1996. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν υπήρχαν χωριστοί λογαριασμοί στο Ταμείο TV2 για τα έσοδα από διαφημίσεις και τα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη και, ως εκ τούτου, όλα αυτά τα έσοδα ήταν μεικτά. Η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το ότι οι δανικές αρχές δεν υπέβαλαν σαφή και αδιαμφισβήτητα στοιχεία για το ποσό των εσόδων από διαφημίσεις το 1995 και 1996. Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι αναγκαία περαιτέρω διερεύνηση αυτού του ζητήματος, διότι αυτό δεν συνιστά μείζον πρόβλημα εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα έσοδα από τις διαφημίσεις για τα έτη 1995-1996 συνιστούν κρατικούς πόρους και ότι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αφαιρεθούν από το μεικτό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, ο κατωτέρω πίνακας εμφανίζει τα έσοδα από διαφημίσεις που διαβιβάστηκαν από το Ταμείο TV2 για τα έτη 1995 και 1996 στην ίδια σειρά με τα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη.

    (194)

    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η Επιτροπή περιέλαβε για τα έτη 1997 έως 2002 τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη που μεταβιβάστηκαν στους περιφερειακούς σταθμούς του TV2 μέσω του TV2. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, επειδή τα ποσά αυτά τα εισέπραξε ο TV2 και στη συνέχεια μεταβιβάστηκαν στους περιφερειακούς σταθμούς, πρέπει να περιληφθούν στους υπολογισμούς και ως έσοδα και ως έξοδα, το οποίο στην πράξη σημαίνει ότι δεν επηρέασαν τον κατωτέρω υπολογισμό της Επιτροπής.

    (195)

    Όσον αφορά την εισφορά κεφαλαίου που μεταβιβάστηκε στον TV2 για ψηφιοποίηση, αυτή εμφανίζεται το 1997 ως έσοδο. Οι αντίστοιχες εκπτώσεις έχουν ληφθεί υπόψη ως κόστος κατά την πραγματοποίηση της κάθε επένδυσης. Πράγματι, οι δαπάνες ψηφιοποίησης είναι δαπάνες δημόσιας υπηρεσίας. Για να μην προσμετρηθούν τα ίδια στοιχεία κόστους δύο φορές, η απόσβεση που αντιστοιχεί στις επενδύσεις έχει αφαιρεθεί από το μεικτό κόστος δημόσιας υπηρεσίας. Παρά τις επικρίσεις του TV2 ως προς αυτό το σημείο, η Επιτροπή πιστεύει ότι, σύμφωνα με την πάγια πρακτική της κατά τον υπολογισμό της αντιστάθμισης από το κράτος, τα έσοδα από το κράτος ή από ένα δημόσιο ταμείο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά το έτος χορήγησής τους και όχι κατά το έτος που δαπανώνται ή χρησιμοποιούνται.

    Πίνακας 1

    Κόστος δημόσιας υπηρεσίας και μέτρα αντιστάθμισης 1995-2002 από τους λογαριασμούς

    (εκατ. DΚΚ)

    Έτος

    1995

    1996

    1997

    1998

    1999

    2000

    2001

    2002

    Σύνολο

    Μικτό κόστος δημόσιας υπηρεσίας

    – 755,8

    – 856,2

    –1 415,2

    –1 475,3

    –1 439,1

    –1 531,6

    –1 518,5

    –1 604,1

    –10 595,8

    Επενδύσεις στην ψηφιοποίηση

    0

    0

    0

    0

    –10,3

    –4

    –56,7

    –23,9

    –94,9

    Καθαρά έσοδα από διαφημίσεις που εισέπραξε απευθείας ο TV2

    0

    0

    1 091,9

    1 118,4

    1 014,4

    1 089,9

    1 006,8

    1 028,3

    6 349,7

    Άλλα έσοδα

    83,2

    121,6

    97,3

    76,3

    50,9

    65,4

    58

    73,8

    626,5

    Καθαρό κόστος δημόσιας υπηρεσίας

    – 672,6

    – 734,6

    – 226,0

    – 280,6

    – 384,1

    – 380,3

    – 510,4

    – 525,9

    –3 714,5

    Ραδιοτηλεοπτικά τέλη και καθαρά έσοδα από διαφημίσεις που εισπράχθηκαν το 1995 και 1996 από το Ταμείο TV2

    730,4

    694

    328,5

    357,5

    414,6

    449,2

    537,3

    556,2

    4 067,7

    Μεταφορά μετά την εκκαθάριση του Ταμείου Ραδιοφωνίας

    0

    0

    8

    10

    15

    25

    0

    0

    58

    Μεταφορά μετά την εκκαθάριση του Ταμείου TV2

    0

    0

    217

    0

    0

    0

    0

    0

    217

    Σύνολο (i) των προαναφερθέντων ραδιοτηλεοπτικών τελών και εσόδων από τα Ταμεία TV2 και Ραδιοφωνίας και (ii) καθαρού κόστους δημόσιας υπηρεσίας

    57,8

    –40,6

    327,5

    86,9

    45,5

    93,9

    26,9

    30,3

    628,2

    Πηγή: Ετήσιοι λογαριασμοί κερδών και ζημιών του TV2.

    (196)

    Όπως συνάγεται από τον ανωτέρω πίνακα, η χρηματοδότηση υπερβαίνει τις δαπάνες κατά 628,2 εκατ. DKK (84,4 εκατ. ευρώ).

    (197)

    Η Επιτροπή καταγράφει το γεγονός ότι η TVDanmark θεωρεί πως και τα άλλα μέτρα από τα οποία επωφελήθηκε ο TV2, όπως απαλλαγή από τόκους και φόρους καθώς και πρόσβαση με ευνοϊκούς όρους στην πανεθνική συχνότητα μεταδόσεων, θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη στην εκτίμηση της υπεραντιστάθμισης. Τα πλεονεκτήματα αυτά συνοψίζονται στον κατωτέρω πίνακα:

    Πίνακας 2

    Εκτιμώμενα οφέλη απο την απαλλαγή φόρου και τόκων για τη χρήση της συχνότητας μετάδοσης

    (εκατ. DΚΚ)

     

    1995

    1996

    1997

    1998

    1999

    2000

    2001

    2002

    Σύνολο

    Απαλλαγή από εταιρικό φόρο

    19,7

    –13,8

    54,6

    30,1

    16,7

    29,7

    18,5

    3,9

    159,4

    Τόκοι επί του δανείου εγκατάστασης

    44,5

    39,2

    36,9

    41,3

    37,5

    45,1

    51,7

    45,6

    341,8

    Δάνεια κεφαλαίων κίνησης με κρατική εγγύηση

    2,4

    2,1

    1,7

    1,4

    1,0

    0,7

    0,4

    0,1

    9,8

    Εισφορά για τη συχνότητα μετάδοσης (72)

     

     

    2,3

    7,9

    12,6

    21,4

    26,0

     

    70,2

    Σύνολο

    66,6

    27,5

    95,5

    80,7

    67,8

    96,9

    96,6

    49,6

    581,2

    (198)

    Η Επιτροπή συμφωνεί ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να συνεκτιμηθούν στην παρούσα εξέταση. Εντούτοις, δεν είναι ενδεδειγμένο να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της υπεραντιστάθμισης στον πίνακα 1. Σύμφωνα με τη θέση της Επιτροπής στην απόφαση για την RAI (73), τα πλεονεκτήματα αυτά μπορούν να θεωρηθούν δαπάνες αντιστάθμισης που, διαφορετικά, θα έπρεπε να είχαν χρηματοδοτηθεί. Για να εκτιμηθεί η αναλογικότητα της κρατικής χρηματοδότησης των δαπανών της δημόσιας υπηρεσίας δεν πρέπει να συνυπολογισθούν αυτά τα πρόσθετα πλεονεκτήματα, διότι η υποχρέωση καταβολής του εν λόγω κόστους θα είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν αναλογικά οι αρχικές δαπάνες της δημόσιας υπηρεσίας που είχε ανατεθεί στον TV2. Αυτό δεν θα είχε καμία επίπτωση στο καθαρό αποτέλεσμα. Εντούτοις, πρέπει να διασφαλιστεί ότι αυτά τα πλεονεκτήματα ευνοούν μόνο τη διάσταση της δημόσιας υπηρεσίας και δεν έχουν επίπτωση στις εμπορικές δραστηριότητες. Αυτό το σημείο αναπτύσσεται στις αιτιολογικές σκέψεις 235 έως 237 κατωτέρω.

    (199)

    Η δανική κυβέρνηση και ο TV2 προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα για να αιτιολογήσουν την υπερχρηματοδότηση η οποία υπολογίστηκε στην αιτιολογική σκέψη 196. Συγκεκριμένα, με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή έπρεπε να εκτιμήσει αν η υπεραντιστάθμιση ήταν πράγματι απαραίτητη για να μπορέσει ο TV2 να εκπληρώσει την υποχρέωση δημόσιας αποστολής.

    (200)

    Ως προς αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι το πρωτόκολλο του Άμστερνταμ (74) έδωσε έμφαση στις ιδιαιτερότητες του τομέα των ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών σε σύγκριση με άλλες ΥΓΟΣ, διότι «το σύστημα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη συνδέεται άμεσα με τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες κάθε κοινωνίας και με την ανάγκη διατήρησης της πολυφωνίας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης». Οι ιδιαιτερότητες αυτές έπρεπε να ληφθούν υπόψη στην εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά το συμβιβάσιμο στην παρούσα απόφαση.

    (201)

    Επιπλέον, σε προηγούμενες αποφάσεις, η Επιτροπή έχει αποδεχθεί ότι μια συγκεκριμένη διάρθρωση του μετοχικού κεφαλαίου ήταν αιτιολογημένη για τη διατήρηση της παροχής δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας. Παραδείγματος χάρη, στην υπόθεση για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες της Αυστρίας (75), η Επιτροπή ανέφερε ότι «Βάσει του άρθρου 86 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ, όπως ερμηνεύεται με το Πρωτόκολλο του Άμστερνταμ, τα κράτη μέλη μπορούν καταρχήν να παρέχουν στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς όση χρηματοδότηση είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της παροχής της δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό δεν αφορά μόνον τα λειτουργικά έξοδα παροχής της ΥΓΟΣ, αλλά και το μετοχικό κεφάλαιο».

    (202)

    Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφασή του (76), «η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχτεί σε μια δήθεν ανεπάρκεια ελέγχου για να διατάξει την αναζήτηση του συνόλου των ποσών που διεκδικεί το Βασίλειο της Δανίας ως αναγκαίο για τη δημόσια υπηρεσία αποθεματικό, δεδομένου ότι η προσεκτική εξέταση του συνόλου των νομικών και οικονομικών συνθηκών που οδήγησαν στη σύσταση του αποθεματικού αυτού κατά το υπό εξέταση διάστημα ήταν απολύτως δυνατή, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριακών στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή και του ότι, ελλείψει τέτοιας εξετάσεως, δεν ήταν δυνατό να αποφανθεί ορθώς επί του ζητήματος αν το αποθεματικό αυτό ήταν, εν όλω ή ακόμη και μόνον εν μέρει, πράγματι αναγκαίο για τη δημόσια υπηρεσία».

    (203)

    Το Δικαστήριο πρόσθεσε (77) ότι οι αμιγώς τυπικές απαιτήσεις, όπως η υποχρέωση για ένα ιδιαίτερο και διαφανές αποθεματικό, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν μια διαταγή ανάκτησης και το γεγονός ότι ο TV2 δεν χρειάστηκε να αντλήσει από τα αποθεματικά του δεν ενισχύει το επιχείρημα ότι τα αποθεματικά αυτά πρέπει να θεωρηθούν δυσανάλογα σε σχέση με τις ανάγκες χρηματοδότησης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (78).

    (204)

    Συνεπώς, η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει όλα τα στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησαν οι δανικές αρχές για να καθορίσουν την αντιστάθμιση που χορηγήθηκε στον TV2 κατά το διάστημα 1995-2002 και να αποφασίσουν τη δημιουργία των αποθεματικών. Ως προς αυτό, η διαδικασία καθορισμού των ραδιοτηλεοπτικών τελών αξιολογήθηκε ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 105 και τις επόμενες.

    (205)

    Όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία οδήγησαν τις δανικές αρχές να δημιουργήσουν αποθεματικό για την εκπλήρωση των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας του TV2, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τις δανικές αρχές.

    (206)

    Κατά τη σύσταση του TV2 το 1988 δεν πραγματοποιήθηκε εισφορά κεφαλαίου. Οι λειτουργίες του TV2 χρηματοδοτήθηκαν μόνο με τη χορήγηση δανείου εγκατάστασης ύψους 510,8 εκατ. DKK, το οποίο επέτρεψε να αγοραστούν ο εξοπλισμός παραγωγής του TV2, κτίρια κ.λπ. Ο TV2 ήταν συνεπώς ανεπαρκώς κεφαλαιοποιημένος, διότι, κεφαλαιοποιήθηκε με ασυνήθιστα υψηλά δάνεια και ασυνήθιστα χαμηλό ίδιο κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, ο TV2 σύντομα αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες.

    (207)

    Η εθνική ελεγκτική αρχή (Rigsrevisionen) που είναι ανεξάρτητος φορέας υπαγόμενος στο δανικό κοινοβούλιο, έχει καθήκον να ασκεί και λογιστικούς και διοικητικούς ελέγχους. Το 1995 έκρινε ότι τα οικονομικά προβλήματα του TV2 θα μπορούσαν να αποδοθούν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο σταθμός δημιουργήθηκε χωρίς εισφορά κεφαλαίου (79). Η εθνική ελεγκτική αρχή πρότεινε καταρχάς να εισφέρει το κράτος ίδια κεφάλαια 550 εκατ. DKK στον TV2 με μετατροπή των δανείων εκκίνησης. Αυτό θα παρείχε στον TV2 ίδια κεφάλαια περίπου 350 εκατ. DKK και συντελεστή φερεγγυότητας περίπου 50 %. Ο συνιστώμενος συντελεστής φερεγγυότητας περίπου 50 % ήταν ισοδύναμος με αυτόν των ιδιωτικών επιχειρήσεων, όπως ο TV2 Norge (Νορβηγία) και TV4 (Σουηδία).

    (208)

    Μετά την εν λόγω έκθεση, οι ελεγκτές του κράτους, μέλη του δανικού κοινοβουλίου που ορίστηκαν για τη διενέργεια κρίσιμου ελέγχου, μεταξύ άλλων, των λογαριασμών των κρατικών επιχειρήσεων, ρώτησαν το Υπουργείο Οικονομικών αν ο TV2 έπρεπε να δημιουργήσει ίδια κεφάλαια. Το Υπουργείο Οικονομικών ανέφερε στη δήλωση του Αυγούστου 1995, η οποία συντάχθηκε ως απάντηση στην πρόταση της εθνικής ελεγκτικής αρχής να αποκτήσει ο TV2 ίδια κεφάλαια, ότι «τόσο κατά τη σύσταση νέων επιχειρήσεων όσο και κατά τη μετατροπή υφισταμένων κρατικών επιχειρήσεων πρέπει να διασφαλιστεί ότι η επιχείρηση διαθέτει την αναγκαία κεφαλαιακή βάση. Πρέπει, ωστόσο, ταυτόχρονα να διασφαλιστεί ότι το κράτος δεν πραγματοποιεί υπερβολικά μεγάλη εισφορά κεφαλαίου, διότι αυτό θα ήταν καταρχάς περιττή δαπάνη για το κράτος και, κατά δεύτερον, θα παρείχε στην επιχείρηση αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Πρέπει, συνεπώς, να διασφαλιστεί ότι η επιχείρηση δεν είναι ούτε ανεπαρκώς ούτε υπερκεφαλαιοποιημένη». Οι δανικές αρχές θεώρησαν σε αυτή τη βάση ότι έπρεπε να δημιουργηθούν ίδια κεφάλαια στον TV2. Αποφασίστηκε, ωστόσο, ότι η εισφορά κεφαλαίου από το κράτος δεν θα γινόταν άπαξ. Αντίθετα, ο TV2 θα δημιουργούσε τα αναγκαία ίδια κεφάλαια μέσω συνεχόμενων πλεονασμάτων.

    (209)

    Η υποχρέωση ύπαρξης κεφαλαιακής βάσης ήταν σαφής και στο καταστατικό του TV2 από το 1997. Από το 1997, το καταστατικό του TV2 ανέφερε σαφώς ότι, από το 2001 και μετά, το διαθέσιμο ίδιο κεφάλαιο του TV2 θα ανερχόταν τουλάχιστον σε 200 εκατ. DKK και ότι το ποσό αυτό θα χρησιμοποιούνταν για την αντιστάθμιση της οργανικής ζημίας του τηλεοπτικού οργανισμού (80). Το εκτελεστικό διάταγμα της 18ης Αυγούστου 1997 ανέφερε ότι για τη χρηματοδότηση πιθανών οργανικών ζημιών, το διαθέσιμο ίδιο κεφάλαιο, δηλαδή το ίδιο κεφάλαιο χωρίς παρακρατήσεις και άλλους δεσμευμένους πόρους, για τον TV2 θα ανέρχονταν τουλάχιστον σε 200 εκατ. DKK στο τέλος του 2000. Το διαθέσιμο ίδιο κεφάλαιο επρόκειτο να συσταθεί κατά τρόπο ώστε να ανέρχεται τουλάχιστον σε 50 εκατ. DKK στα τέλη του 1998 και τουλάχιστον σε 100 εκατ. DKK στα τέλη του 1999. Από το 2001 και μετά, το διαθέσιμο ίδιο κεφάλαιο έπρεπε να είναι ανά πάσα στιγμή τουλάχιστον 200 εκατ. DKK, σύμφωνα με τους τελευταίους λογαριασμούς. Σε περίπτωση που θα υπήρχε εκτίμηση ότι τα ίδια κεφάλαια θα ήταν κατώτερα από τα προαναφερθέντα ποσά, το θέμα έπρεπε να παραπεμφθεί στον Υπουργό Πολιτισμού. Ο υπουργός Πολιτισμού μπορεί, σε ειδικές περιπτώσεις, και μετά από διαβούλευση με το Rigsrevisionen να αποδεχτεί χαμηλότερο ίδιο κεφάλαιο, επιβάλλοντας ειδικούς όρους.

    (210)

    Το εκτελεστικό διάταγμα του 1997 του Υπουργού για τη σύσταση ελάχιστου απεριόριστου ίδιου κεφαλαίου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της κυβέρνησης της Δανίας (Lovtidende). Επιπλέον, από το 1998 και μετά, η σύσταση ιδίου κεφαλαίου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του καταστατικού αναφερόταν στους δημοσιευμένους ετήσιους λογαριασμούς του TV2.

    (211)

    Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, η μη τήρηση της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης των 200 εκατ. DKK βάσει του καταστατικού θα είχε ως επακόλουθο την υπαγωγή του TV2 υπό κρατική διοίκηση.

    (212)

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, το κρίσιμο ζήτημα που πρέπει να καθοριστεί είναι αν και σε ποιο βαθμό η κεφαλαιακή βάση που επιτεύχθηκε μέσω της αντιστάθμισης ήταν πράγματι αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας του TV2.

    (213)

    Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, που εξηγούν τη διαδικασία και τους λόγους που οδήγησαν στη σύσταση αποθεματικών του TV2 υπό μορφή κεφαλαιακής βάσης και σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η σύσταση αποθεματικού ήταν πράγματι αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας του TV2.

    (214)

    Εντούτοις, η Επιτροπή διερωτάται αν το συνολικό ποσό των αποθεματικών ήταν πράγματι δικαιολογημένο και απαραίτητο, δηλαδή αν ολόκληρο το ποσό των ιδίων κεφαλαίων που συστάθηκαν μέχρι το τέλος του 2002 ήταν πράγματι απαραίτητο για την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας του TV2.

    (215)

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που θα μπορούσε να θεωρηθεί αναλογικό και απαραίτητο για να εγγυηθεί την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας εξαρτάται από τα περιστατικά και το νομικό πλαίσιο της κάθε περίπτωσης χωριστά.

    (216)

    Όσον αφορά την κεφαλαιακή βάση του TV2, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της τα ακόλουθα στοιχεία:

    Εκατ. κορώνες

     

    1995

    1996

    1997

    1998

    1999

    2000

    2001

    2002

    Κεφάλαιο ειδικού σκοπού (ψηφιοποίηση)

     

     

    167,0

    167,0

    156,7

    152,6

    96,6

    72

    Διαθέσιμο κεφάλαιο

    –97,8

    – 138,4

    22,1

    110,7

    173,3

    270,3

    418,7

    478,5

    Συνολικό ίδιο κεφάλαιο

    –97,8

    – 138,4

    189,1

    277,7

    330,0

    422,9

    515,3

    550,5

    Σύνολο παθητικού

    770,3

    746,9

    1 244,7

    1 363,3

    1 311,8

    1 423,0

    1 409,5

    1 409,1

    Συντελεστής φερεγγυότητας (81)

    –13

    –19

    2

    8

    13

    19

    30

    34

    (217)

    Στις 31 Δεκεμβρίου 2002, το TV2 είχε συστήσει ίδια κεφάλαια ύψους 550,5 εκατ. DKK, περιλαμβανομένου ποσού 82 εκατ. DKK κεφαλαίου ειδικού σκοπού (για ψηφιοποίηση), το οποίο αντιστοιχεί σε συντελεστή φερεγγυότητας 34 %. Τα διαθέσιμα κεφάλαια στα τέλη του 2002 ανέρχονταν σε 478,5 εκατ. DKK.

    (218)

    Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι μέρος του κεφαλαίου δεν ήταν διαθέσιμο κεφάλαιο. Πράγματι, σύμφωνα με τους ετήσιους λογαριασμούς του TV2 του 1997 (82), το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (Medieforliget) αποφάσισε ότι ο TV2 έπρεπε να ψηφιοποιήσει τον εξοπλισμό παραγωγής του πριν το τέλος του 2000. Ποσό 300 εκατ. DKK διατέθηκε ειδικά για την ψηφιοποίηση τόσο του TV2 όσο και των περιφερειακών σταθμών. Το 1997, μεταφέρθηκε ποσό 167 εκατ. DKK στον TV2 γι’ αυτόν τον σκοπό. Η Επιτροπή πιστεύει, λοιπόν, ότι το ποσό αυτό ήταν απαραίτητο για τις ανάγκες δημόσιας υπηρεσίας του TV2. Το γεγονός ότι, με ημερομηνία ισχύος από την 1η Ιανουαρίου 2003, τα χρήματα που δεν είχαν επενδυθεί στην ψηφιοποίηση (δηλαδή υπόλοιπο 72 εκατ. DKK) τελικά αποδεσμεύτηκαν, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση αυτό το συμπέρασμα, διότι κατά την εξεταζόμενη περίοδο, τα ποσά αυτά ήταν εγγεγραμμένα στους λογαρισμούς του TV2 ως δεσμευμένα κεφάλαια και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την ψηφιοποίηση και, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφασή του, το γεγονός ότι ο TV2 δεν χρειάστηκε να αντλήσει από τα αποθεματικά του δεν συνεπάγεται το συμπέρασμα ότι τα αποθεματικά αυτά πρέπει να θεωρηθούν δυσανάλογα σε σχέση με τις ανάγκες του για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (83).

    (219)

    Πρέπει να επισημανθεί ότι τα ίδια κεφάλαια του TV2 ήταν αρνητικά σχεδόν κατά 156 εκατ. DKK έως τις 31 Δεκεμβρίου 1994 (δηλαδή κατά την έναρξη της περιόδου που καλύπτεται από την παρούσα απόφαση) και ότι το 1995 και 1996 ο TV2 είχε αρνητικό συντελεστή φερεγγυότητας και αρνητικό ίδιο κεφάλαιο, γεγονός που εξηγεί γιατί τα συνολικά ίδια κεφάλαια στα τέλη του 2002 είναι χαμηλότερα από την εισπραχθείσα αντιστάθμιση. Μόνο στα τέλη του 2000 ο TV2 είχε διαθέσιμο κεφάλαιο ανώτερο από το απαιτούμενο κατώτατο όριο των 200 εκατ. DKK.

    (220)

    Για να αποδείξουν ότι το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων του TV2 ήταν δικαιολογημένο, οι δανικές αρχές υπέβαλαν δήλωση που συνέταξε η PricewaterhouseCoopers, της 18ης Νοεμβρίου 2002. Στη δήλωση αυτή αναφέρεται ότι ο συντελεστής φερεγγυότητας του TV2 κατά τη λήξη της περιόδου έρευνας ήταν κατώτερος από τους συντελεστές φερεγγυότητας των σκανδιναβικών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, οι οποίοι είναι συγκρίσιμοι με τον TV2 σε όρους μεγέθους, δραστηριοτήτων, διάρθρωσης και αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται. Παραδείγματος χάρη, ο συντελεστής φερεγγυότητας του TV2 ήταν κατώτερος από αυτόν του TV2 Norge (36 %) και πολύ χαμηλότερος από αυτόν του TV4 (Σουηδία), ο συντελεστής φερεγγυόητας του οποίου ήταν 65 %, σχεδόν διπλάσιος από αυτόν του TV2. Σύμφωνα με την εν λόγω δήλωση, ο συντελεστής φερεγγυότητας του TV2 ήταν κατώτερος από των ομότιμων φορέων και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικός. Η δήλωση αναφέρει επίσης ότι δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι δεν αξιοποίηθηκε στο έπακρο η κεφαλαιακή διάρθρωση συγκρίσιμων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών. Η PricewaterhouseCoopers ανέφερε επίσης ότι ένας συντελεστής φερεγγυότητας κατώτερος του 30 % την εποχή εκείνη θα ήταν ασυνήθιστος και θα καθιστούσε την εταιρεία ευάλωτη σε διακυμάνσεις εσόδων.

    (221)

    Η σύγκριση αυτή με άλλους συντελεστές της αγοράς, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με επιφύλαξη, διότι οι εν λόγω συντελεστές δεν επιτελούν την ίδια αποστολή δημόσιας υπηρεσίας με αυτήν του TV2, δεν χρηματοδοτούνται με τον ίδιο τρόπο και δεν έχουν το ίδιο νομικό καθεστώς. Παρ’ όλα αυτά, η εν λόγω δήλωση έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και μπορεί να ληφθεί υπόψη μαζί με άλλα στοιχεία.

    (222)

    Πράγματι, η Επιτροπή επισημαίνει, ως προς αυτό, ότι οι δανικές αρχές υπέβαλαν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, κατά την τελευταία χρονική περίοδο που καλύπτεται από την παρούσα έρευνα, σχεδίαζαν να μετατρέψουν το νομικό καθεστώς του TV2 σε ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και να ιδιωτικοποιήσουν τον TV2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας να αποκτήσει ο TV2 εταιρική μορφή, αναλύθηκε επίσης ο τρόπος σταδιακής κατάργησης της χρηματοδότησης με ραδιοτηλεοπτικά τέλη, εφόσον οι δανικές αρχές είχαν την πρόθεση να καταργηθεί η χρηματοδότηση του TV2 με ραδιοτηλεοπτικά τέλη μετά την ιδιωτικοποίησή του.

    (223)

    Για να επιτύχει αυτούς τους στόχους, η δανική κυβέρνηση ήλθε, τον Ιούνιο του 2002, σε συμφωνία με την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο για μια σοβαρή φιλελευθεροποίηση της πολιτικής της Δανίας στον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Με βάση την εν λόγω συμφωνία, η μετατροπή του TV2 έπρεπε να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό με στόχο την ιδιωτικοποίησή του. Αναλύθηκε η χρηματοοικονομική βάση για τη μετατροπή του TV2 σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Ο υπουργός Πολιτισμού διόρισε διευθύνουσα επιτροπή, το θέρος του 2002, από εκπροσώπους του Υπουργείου Πολιτισμού, του Υπουργείου Οικονομικών και του «Kammeradvokat» για να διασαφηνίσει την οικονομική βάση ιδιωτικοποίησης του TV2 και για τη σύσταση του TV2 σε εταιρεία μετοχικού κεφαλαίου. Για να στηρίξει αυτή την εργασία, η διευθύνουσα επιτροπή προσέλαβε εταιρεία ορκωτών λογιστών και χρηματοοικονομικό σύμβουλο με στόχο να υπολογιστεί το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που θα είχε ανάγκη ο TV2. Η εταιρεία ορκωτών λογιστών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ίδια κεφάλαια του TV2 έπρεπε να οριστούν σε 640 εκατ. DKK.

    (224)

    Η σύσταση του TV2 σε εταιρεία κεφαλαίου και ο καθορισμός των ιδίων κεφαλαίων του εγκρίθηκε από τη δημοσιονομική επιτροπή του Κοινοβουλίου (Folketing). Η μεταβολή του νομικού καθεστώτος του TV2 και η μετατροπή του σε ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης είχε αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2003. Ενόψει της μεταβολής της νομικής μορφής του TV2 και της μετατροπής του σε εταιρεία, καταργήθηκαν ορισμένα μέτρα υπέρ του TV2, όπως η χορήγηση άτοκων δανείων και χωρίς καταβολή δόσεων και η φοροαπαλλαγή. Το 2005, η ιδιωτικοποίηση αναβλήθηκε, αλλά ο TV2 δεν εισέπραττε πλέον ραδιοτηλεοπτικά τέλη μετά το 2004.

    (225)

    Κατά συνέπεια, με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός ότι, κατά το τελευταίο διάστημα της περιόδου που καλύπτει η παρούσα έρευνα, οι δανικές αρχές σχεδίαζαν ήδη να μεταβάλουν το νομικό καθεστώς του TV2 με τις ανάγκες σε ίδια κεφάλαια που αυτό συνεπάγεται, πρέπει να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, από την Επιτροπή στην εκτίμησή της για τη συμβατότητα των αποθεματικών.

    (226)

    Σύμφωνα με την πρακτική της κατά τη λήψη αποφάσεων, η Επιτροπή τηρεί καταρχήν ευνοϊκή στάση απέναντι στη σύσταση εταιρειών από κρατικές οντότητες που ανταγωνίζονται με εμπορικές επιχειρήσεις, διότι η εταιρική μορφή μπορεί να συμβάλει στη μείωση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού μέσω της αντικατάστασης των απεριόριστων πλεονεκτημάτων του κράτους από ένα περιορισμένο ποσό ίδιων κεφαλαίων και με σαφή διάκριση ανάμεσα στον ρόλο του κράτους ως δημόσιας αρχής και του επιχειρηματία που επιδιώκει κέρδος από την επένδυσή του.

    (227)

    Επιπλέον, μεταξύ άλλων στοιχείων τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη, η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίπεδο των αποθεματικών του TV2 πρέπει να εξεταστεί με βάση τις διακυμάνσεις των εσόδων από τη διαφημιστική αγορά.

    (228)

    Ο TV2 ήταν πράγματι ευάλωτος στις διακυμάνσεις των εσόδων, οι οποίες αποτελούν αναπόφευκτο στοιχείο της διαφημιστικής αγοράς. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, σε ένα έτος, το 1998-1999, τα έσοδα του TV2 από διαφημίσεις μειώθηκαν περίπου κατά 104 εκατ. ευρώ DKK. Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, ο TV2 μπορεί να αντισταθμίσει παρόμοιες μειώσεις αυτού του μεγέθους μόνο εάν διαθέτει ένα πολύ σημαντικό ποσό διαθέσιμου ίδιου κεφαλαίου, διότι τα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη καθορίζονταν εκ των προτέρων για διάστημα αρκετών ετών. Ακόμη κι αν ο TV2 ήταν λιγότερο εξαρτημένος από τα έσοδα από τις διαφημίσεις σε σχέση με τον TV2 Norge και τον TV4, ο οποίος δεν εισπράττει ραδιοτηλεοπτικά τέλη, η χρηματοδότηση με έσοδα από διαφημίσεις αποτελούσε παρόλα αυτά, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, σημαντική πηγή χρηματοδότησης των λειτουργιών του TV2.

    (229)

    Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι στην απόφασή του (84) το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «το γεγονός ότι ο TV2 δεν χρειάστηκε να αντλήσει από τα αποθεματικά του το 1999 δεν συνεπάγεται το συμπέρασμα ότι τα αποθεματικά αυτά πρέπει να θεωρηθούν δυσανάλογα σε σχέση με τις ανάγκες του για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Πράγματι, το αποθεματικό που έχει συσταθεί για την αντιμετώπιση απροόπτου, ως εκ της φύσεώς του, δεν πρέπει οπωσδήποτε να χρησιμοποιηθεί.»

    (230)

    Η Επιτροπή συμφωνεί με τις δανικές αρχές ότι η εκτίμηση των αναγκών του TV2 πρέπει, επιπλέον, να περιλαμβάνει το γεγονός ότι ο TV2 παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις ρευστότητας κατά τη διάρκεια του έτους και μεταξύ διαφόρων ετών, διότι τα αθλητικά γεγονότα, π.χ. οι Ολυμπιακοί Αγώνες, πραγματοποιούνται μόνο ανά διαστήματα αρκετών ετών και τα δικαιώματα προγραμμάτων συνήθως παραχωρούνται βάσει πολυετών συμβάσεων. Παραδείγματος χάρη, από την ετήσια έκθεση για το 1995 (85) συνάγεται ότι το πλεόνασμα για το 1995 μετατέθηκε στο 1996 για να καλύψει το αναμενόμενο έλλειμμα εκείνου του έτους, κατά το οποίο οι δαπάνες ήταν ιδιαίτερα αυξημένες σε σχέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου.

    (231)

    Επιπλέον, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο TV2 δεν διέθετε συνήθη χρηματοδότηση με δάνεια. Τα δάνεια για επενδύσεις επιτρέπονταν μόνο μέχρι ποσοστό 4 % των εσόδων βάσει των τελευταίων λογαριασμών. Όλες οι άλλες μορφές δανείων, εγγυήσεων και υποχρεώσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης απαγορεύονταν για τον TV2, εκτός από τα γενικά δάνεια κεφαλαίων κίνησης. Λόγω των περιορισμένων ευκαιριών χρηματοδότησης του TV2 με δάνεια, οι ανάγκες ρευστότητάς του έπρεπε καταρχήν να καλύπτονται με ρευστότητα από τα λειτουργικά έσοδα.

    (232)

    Τέλος, το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων εμφανίζεται στους δημοσιευμένους λογαριασμούς. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο κύριος διατάκτης έλεγξε τους λογαριασμούς του TV2. Οι έλεγχοι αυτοί περιλάμβαναν και δημοσιονομικούς και διαχειριστικούς ελέγχους, μολονότι ο κύριος διατάκτης δεν είχε καμία εξουσία να εμποδίσει την υπεραντιστάθμιση των εξόδων δημόσιας υπηρεσίας του TV2. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφασή του (86), το γεγονός ότι ο ελεγκτικός οργανισμός δεν είχε καμία εξουσία να εμποδίσει την υπεραντιστάθμιση δεν επιτρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι δανικές αρχές δεν διενεργούσαν ελέγχους. Αντίθετα, οι δανικές αρχές ανέφεραν ότι, εάν ο εθνικός ελεγκτικός οργανισμός κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η κεφαλαιακή βάση ήταν υπερβολικά μεγάλη, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα, παραδείγματος χάρη, να μειωθούν τα καταβλητέα στον TV2 έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη στην επόμενη συμφωνία για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

    (233)

    Βάσει των ανωτέρω στοιχείων και αν συνυπολογιστούν όλα ως αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί στο πρώτο μέρος της εκτίμησής της για την αναλογικότητα ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, βάσει του Πρωτοκόλλου του Άμστερνταμ και της απόφασης του Δικαστηρίου, το ποσό ιδίων κεφαλαίων που συστάθηκε στα τέλη του 2002 (δηλαδή 550 εκατ. DKK) ήταν απαραίτητο γα να εκπληρώσει ο TV2 την αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Το ποσό των 628 DKK που εισέπραξε γι’ αυτό τον σκοπό ήταν, συνεπώς, ανάλογο και απαραίτητο βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

    (234)

    Αν και η απόφαση αυτή δεν εκτιμά την πιθανή κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στον TV2 το 2003 και το 2004, με εξαίρεση τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι οι δανικές αρχές υπέβαλαν πληροφορίες που τεκμηριώνουν το γεγονός ότι, το 2004, τα ίδια κεφάλαια του TV2 ανέρχονταν σε 640 εκατ. DKK. Ποσό 96 εκατ. DKK επενδύθηκε σε εμπορικές δραστηριότητες και δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν αυτό χρηματοδοτήθηκε με ίδια ή ξένα κεφάλαια. Εάν θεωρηθεί ότι χρησιμοποιήθηκαν μόνο ίδια κεφάλαια, τότε αυτό θα σήμαινε ότι το διαθέσιμο ποσό ιδίων κεφαλαίων για την άσκηση των δραστηριοτήτων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών του TV2 ανερχόταν σε 544 εκατ. DKK.

    (235)

    Σε σχέση με την αιτιολογική σκέψη 198 ανωτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι ο TV2 ασκεί επίσης ορισμένες εμπορικές δραστηριότητες. Όσον αφορά τις συνολικές δραστηριότητες του TV2, αυτές είναι μάλλον οριακές. Τα έξοδα γι’ αυτές τις εμπορικές δραστηριότητες έχουν κατανεμηθεί βάσει της μεθόδου που παρουσιάζεται στην ανακοίνωση του 2001 για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες (87), η οποία αναφέρει ότι, σε αντίθεση με την προσέγγιση που χρησιμοποιείται συνήθως για άλλους τομείς παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, τα στοιχεία κόστους που αφορούν αποκλειστικά τις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας, ενώ αφορούν και τις εμπορικές δραστηριότητες, δεν είναι απαραίτητο να κατανέμονται μεταξύ των δύο και μπορεί να καταλογιστούν εξ ολοκλήρου στη δημόσια υπηρεσία. Η ανακοίνωση του 2001 για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες έκρινε ότι μια πλήρης κατανομή αυτών των εξόδων μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων ενδέχεται να είναι αυθαίρετη και μη αντιπροσωπευτική. Όσον αφορά το πλεονέκτημα που αποκομίζει ο TV2 από την πρόσβαση στη συχνότητα εκπομπής, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αυτό συνδέεται με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι, σύμφωνα με την ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες, το κόστος χρηματοδότησης (έσοδα από τόκους) μπορούν να καταλογιστούν εξ ολοκλήρου στις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας.

    (236)

    Για να εξουδετερωθεί η επίπτωση της φοροαπαλλαγής από την οποία επωφελούνται οι δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας, το 30 % των κερδών από τις εμπορικές δραστηριότητες μεταφέρεται στη δημόσια υπηρεσία. Αυτό συμβαίνει μόνο μετά το 2001. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπήρξε στρέβλωση της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς, δεδομένου ότι ο TV2 δεν ήταν υποχρεωμένος να λάβει υπόψη τον συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων για να καθορίσει τις εμπορικές του τιμές. Το πλεονέκτημα αυτό δεν πρέπει, ωστόσο, να υφίσταται πλέον στο μέλλον, εφόσον το μερίδιο της μεταφοράς αντιστοιχεί στον πραγματικό συντελεστή φορολόγησης, λόγω αυτού του μηχανισμού «εξουδετέρωσης». Για το παρελθόν, αυτό δεν δημιουργεί πρόβλημα στον καθορισμό του ποσού της υπεραντιστάθμισης, εφόσον το σύνολο των εσόδων από αυτές τις εμπορικές δραστηριότητες χρησιμοποιείται για να μειωθεί το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας.

    (237)

    Ο TV2 έχει παρουσιάσει ζημιογόνες εμπορικές δραστηριότητες μέσω του Διαδικτύου. Επειδή οι δραστηριότητες αυτές δεν εμπίπτουν στην αποστολή της δημόσιας τηλεοπτικής υπηρεσίας, δεν υπάρχει δυνατότητα κρατικής χρηματοδότησης. Επιπλέον, επειδή δεν έχουν ασκηθεί άλλες δραστηριότητες σε μεμονωμένη βάση, δεν υπάρχουν πλεονάσματα από εμπορικές δραστηριότητες για να καλυφθούν οι ζημίες από τις υπηρεσίες διαδικτύου.

    2.    Αξιολόγηση της συμπεριφοράς του TV2 στη διαφημιστική αγορά

    (238)

    Η παράγραφος 58 της ανακοίνωσης περί ραδιοτηλεόρασης αναφέρει ότι «ένας δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας, στο βαθμό που τα χαμηλότερα έσοδα θα καλύπτονται από την κρατική ενίσχυση, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να έχει κίνητρα ώστε να μειώσει τις τιμές της διαφήμισης ή άλλων δραστηριοτήτων μη δημόσιας υπηρεσίας στην αγορά, έτσι ώστε να μειώσει τα έσοδα των ανταγωνιστών του […]. Όταν ένας δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας περικόπτει τις τιμές σε δραστηριότητες μη δημόσιας υπηρεσίας κάτω από το επίπεδο που είναι απαραίτητο ώστε να καλύψει το κόστος που θα βάρυνε κανονικά έναν αποτελεσματικό εμπορικό φορέα σε παρόμοια κατάσταση, μια τέτοια πρακτική δείχνει την παρουσία υπεραντιστάθμισης της υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας […]».

    (239)

    Η TVDanmark υπέβαλε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν μπορεί να καλύψει το κόστος αυτονομίας των τηλεοπτικών δραστηριοτήτων της από τις τιμές που εφαρμόζει στις διαφημίσεις ο TV2. Η TVDanmark συγκρίνει τα έξοδά της με τις τιμές διαφήμισης της TRP 21-50 τις οποίες χρεώνει ο TV2.

    (240)

    Για να είναι αυτή η σύγκριση έγκυρη, η Επιτροπή οφείλει, σε ένα πρώτο στάδιο, να διαπιστώσει αν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο TvDanmark είναι σε παρόμοια κατάσταση με αυτήν του TV2 και αν είναι ή όχι αποδοτική επιχείρηση.

    (241)

    Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει αν ο TvDanmark βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με τον TV2. Η Επιτροπή επισημαίνει τα ακόλουθα. Ο TV2 έχει μερίδιο τηλεθέασης περίπου 35 %, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον TvDanmark είναι περίπου 15 %. Σημαντικές διαφορές παρουσιάζουν επίσης και τα μερίδια αγοράς στη διαφήμιση. Ο TV2 έχει μερίδιο αγοράς της τάξης του 60 % περίπου, ενώ ο TvDanmarks περίπου 8 %. Ο κύκλος εργασιών του TV2 από τη διαφήμιση είναι σχεδόν πενταπλάσιος από τον αντίστοιχο του TvDanmark. Επιπλέον, ο TV2 είναι ο μοναδικός σταθμός που καλύπτει το 100 % του πληθυσμού, ενώ ο TvDanmark2 έχει κάλυψη της τάξης του 77 % και ο TvDanmark1 ακόμα μικρότερη. Με βάση τα ανωτέρω, δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης σύγκρισης του TvDanmark με τον TV2.

    (242)

    Κατά δεύτερο λόγο, η Επιτροπή οφείλει να εξακριβώσει αν ο TvDanmark είναι αποδοτική επιχείρηση. Για να διαπιστωθεί αν μια επιχείρηση είναι αποδοτική, αναλύονται οι συνήθεις λογιστικοί δείκτες και συγκρίνονται τα αποτελέσματά της με τα μέσα αποτελέσματα που προκύπτουν στα κράτη μέλη. Η ανάλυση αυτή πρέπει να λαμβάνει υπόψη το διαφορετικό μέγεθος των επιχειρήσεων και την ειδική διάρθρωση του κόστους. Όπως προαναφέρθηκε, όμως, οι φορείς στη δανική αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, ώστε να είναι δυνατή μια άμεση σύγκριση των δεικτών απόδοσης. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ενδεδειγμένη η ανάλυση παρόμοιων δεικτών στη δανική αγορά.

    (243)

    Αντί αυτού, η Επιτροπή ανέλυσε τα δεδομένα των οικονομικών αποτελεσμάτων του TvDanmarks και του SBS Broadcastings. Μετά από αυτή την ανάλυση, η Επιτροπή δεν μπορεί να διαπιστώσει με βεβαιότητα αν οι ζημίες που προέκυψαν οφείλονται σε υψηλές αρχικές δαπάνες εκκίνησης τις οποίες δεν μπόρεσε να καλύψει ο TvDanmark, ή αν ο φορέας απλώς δεν είναι αποδοτικός. Παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να λάβει δεδομένα για τις οικονομικά αποτελέσματα του τρίτου τηλεοπτικού φορέα, του TV3, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση με τον τρίτο φορέα στην αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να διαπιστώσει με βεβαιότητα κατά πόσο οι ζημίες του TvDanmark είναι αποτέλεσμα της τιμολογιακής πρακτικής του TV2 ή αν οφείλονται σε άλλους παράγοντες εντός του πεδίου της επιρροής του TvDanmark.

    (244)

    Δεν μπορεί, συνεπώς, να προσδιοριστεί με βεβαιότητα αν ο TvDanmark είναι αποτελεσματικός φορέας ή όχι και, δεδομένου ότι δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης σύγκρισης των δύο φορέων, η Επιτροπή κρίνει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η εξέταση ήταν ατελέσφορη.

    (245)

    Έτσι, η Επιτροπή αποφάσισε να αναλύσει διεξοδικότερα την τιμολογιακή πολιτική του TV2 και τα διαθέσιμα δεδομένα για την αγορά της διαφήμισης, ώστε να μπορέσει να αξιολογήσει αν, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο TV2 ενήργησε με σκοπό τη μεγιστοποίηση των εσόδων του από τις διαφημίσεις.

    (246)

    Πρώτα, η Επιτροπή συνέκρινε τις τιμές των δύο φορέων και ανέλυσε την τιμολογιακή πολιτική του TV2. Η ανάλυση επικεντρώθηκε στα έτη 1998-2002, δηλαδή την περίοδο για την οποία υπάρχουν ισχυρισμοί ότι ο TV2 άρχισε να εφαρμόζει χαμηλότερες τιμές στην αγορά της διαφήμισης. Δεύτερον, ανέλυσε τις δαπάνες για διαφήμιση στη Δανία σε σύγκριση με την ΕΕ και, ειδικότερα, με τις άλλες σκανδιναβικές χώρες. Τρίτον, έγινε σύγκριση των τιμών προσέγγισης στις σκανδιναβικές χώρες και για τα διάφορα είδη μέσων μαζικής ενημέρωσης.

    (247)

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι δανικές υπηρεσίες ανταγωνισμού διερευνούν τη συμπεριφορά του TV2 στη διαφημιστική αγορά. Στις 21 Δεκεμβρίου 2005, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού της Δανίας έλαβε απόφαση ότι ο TV2 παραβίασε το άρθρο 102 της ΣΛΕΕ και τις αντίστοιχες εθνικές νομοθετικές διατάξεις διότι επέβαλε στη διαφημιστική αγορά εκπτώσεις τακτικού πελάτη. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Εφετείο Ανταγωνισμού την 1η Νοεμβρίου 2006, αλλά στη συνέχεια επικυρώθηκε κατ’ έφεση από το High Court της Ανατολικής Δανίας στις 22 Ιουνίου 2009. Κατά της τελευταίας απόφασης ασκήθηκε έφεση στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο επιβεβαίωσε την απόφαση του High Court στις 18 Μαρτίου 2011. Η υπόθεση αυτή ήταν συνέχεια προηγούμενης απόφασης από τις 29 Νοεμβρίου 2000, όταν το Συμβούλιο Ανταγωνισμού της Δανίας έκρινε ότι οι εκπτώσεις που εφάρμοζε ο TV2 ήταν καταχρηστικές για το έτος 2000. Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η έρευνα των δανικών αρχών ανταγωνισμού αφορά την περίοδο 2000-2005 και, κατά συνέπεια, μόνο τα τελευταία έτη της περιόδου η οποία διερευνάται στην παρούσα απόφαση. Καταρχάς, μια έκπτωση τακτικού πελάτη δεν σημαίνει αναγκαστικά την ύπαρξη διασταυρούμενων επιδοτήσεων κατά την έννοια της ανακοίνωσης για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες του 2001 (δηλαδή «Όταν ένας δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας περικόπτει τις τιμές σε δραστηριότητες μη δημόσιας υπηρεσίας κάτω από το επίπεδο που είναι απαραίτητο ώστε να καλύψει το κόστος που θα βάρυνε κανονικά έναν αποτελεσματικό εμπορικό φορέα σε παρόμοια κατάσταση, μια παρόμοια πρακτική δείχνει την παρουσία υπεραντιστάθμισης υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας»). Στην πράξη, όπως εξηγείται κατωτέρω, ο TV2 τιμολογούσε τις διαφημίσεις κατά μέσο όρο σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από αυτά των ανταγωνιστών του. Επιπλέον, οι εκπτώσεις τακτικού πελάτη σημαίνουν ότι οι πελάτες διέθεταν μεγαλύτερο μέρος του ετήσιου προϋπολογισμού τους για διαφημίσεις στον TV2 από αυτό που θα διέθεταν υπό διαφορετικές περιστάσεις. Ο ισχυρισμός, συνεπώς, σημαίνει ότι ο TV2 αύξησε τα έσοδα του από τις διαφημίσεις μέσω του συστήματος εκπτώσεων, το οποίο πράγματι θα είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι ανάγκες του για έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις των υπηρεσιών ανταγωνισμού της Δανίας.

    (248)

    Τα μερίδια και η σύνθεση της τηλεθέασης, τα περιεχόμενα των προγραμμάτων, το ρυθμιστικό πλαίσιο για τον διαφημιστικό χρόνο και ο μηχανισμός χρηματοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών είναι όλοι παράγοντες που επηρεάζουν τη φύση του ανταγωνισμού στη διαφημιστική αγορά. Ως εκ τούτου, οι τιμές διαφέρουν μεταξύ των διαφόρων τηλεοπτικών σταθμών. Οι σταθμοί πωλούν επίσης ένα φάσμα διαφοροποιούμενων «προϊόντων» επίσης σε διαφορετικές τιμές (88).

    (249)

    Οι τιμές που χρεώνουν οι σταθμοί περιλαμβάνουν σημαντικές εκπτώσεις. Συνεπώς, δεν έχει νόημα να συγκρίνονται οι τιμές τιμοκαταλόγου για τις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Το μεγαλύτερο μέρος της διαφήμισης στην τηλεόραση (περίπου 90 % του συνόλου της διαφήμισης σε εθνικό επίπεδο) γίνεται βάσει ετήσιων συμφωνιών, στο πλαίσιο των οποίων οι τηλεοπτικοί σταθμοί παρέχουν ετήσιες εκπτώσεις. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλες εκπτώσεις (για νέους διαφημιζόμενους, για λιγότερο ελκυστικό διαφημιστικό χρόνο, εκπτώσεις για πρόσθετες διαφημίσεις κ.λπ.). Η διαπραγμάτευση και η σύναψη των συμφωνιών γίνεται από τα λεγόμενα πρακτορεία μέσων μαζικής ενημέρωσης.

    (250)

    Για να καταστεί δυνατή η σύγκριση μεταξύ των διαφόρων σταθμών, πρέπει να καθοριστεί ο μέσος όρος των τιμών που χρεώνονται. Ο κατωτέρω πίνακας παρουσιάζει τις μέσες τιμές για το συγκρότημα TRP 21-50. Οι τιμές αυτές υπολογίστηκαν με διαίρεση του κύκλου εργασιών διαφήμισης των σχετικών σταθμών διά του αριθμού των εθνικών TRP 21-50 (89):

     

    1998

    1999

    2000

    2001

    2002

    TVDanmark

    283 ευρώ

    270 ευρώ

    252 ευρώ

    251 ευρώ

    211 ευρώ

    TV2

    480 ευρώ

    409 ευρώ

    364 ευρώ

    381 ευρώ

    325 ευρώ

    Διαφορά

    197 ευρώ

    139 ευρώ

    112 ευρώ

    130 ευρώ

    114 ευρώ

    TVDanmark CPP ως μερίδιο του TV2 CPP (90)

    58,9 %

    66,0 %

    69,3 %

    65,9 %

    64,9 %

    TV2 μέσο CPP για TRP 21-50 σταθμισμένο για κάλυψη (με 0.7)

    336 ευρώ

    286 ευρώ

    255 ευρώ

    267 ευρώ

    228 ευρώ

    TVDanmark CPP ως ποσοστό του TV2 σταθμισμένο CPP

    84,2 %

    94,3 %

    99,0 %

    94,1 %

    92,7 %

    (251)

    Σύμφωνα με τα ανωτέρω στοιχεία, η τιμή του TvDanmark για το TRP 21-50 κυμαίνεται κατά 30-40 % χαμηλότερα από την τιμή του TV2. Όπως αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ των France 2 και France 3, υπάρχει θετική σχέση μεταξύ του μέσου αριθμού προσεγγίσεων και της μέσης καθαρής τιμής ανά προσέγγιση στην αγορά τηλεοπτικών διαφημίσεων. (91) Για τον λόγο αυτό μπορεί να εξηγηθεί κάποια διαφορά τιμών μεταξύ τηλεοπτικών φορέων λόγω της σχετικής δύναμης των σταθμών ως προς τη δημιουργία ακροαματικότητας. Σε τέτοιες καταστάσεις είναι σκόπιμο να διαπιστώνεται κατά πόσο η πραγματική διαφορά τιμών αντικατοπτρίζει τις συνθήκες της αγοράς.

    (252)

    Σε αντίθεση με τις διαπιστώσεις στη γαλλική υπόθεση, στην παρούσα υπόθεση οι παρατηρήσεις μπορούν να αναλυθούν μόνο για δύο φορείς. Κατά συνέπεια, η κλίση της γραμμικής παλινδρόμησης θα υπολογιστεί με βάση τις τιμές των δύο φορέων και θα έχει μικρή στατιστική σημασία. Ως εκ τούτου, δεν θα είναι δυνατό να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με το αν η κλίση είναι «ενδεδειγμένη».

    (253)

    Για να εξεταστεί κατά πόσο η πραγματική διαφορά τιμών μεταξύ των δύο φορέων μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζει τις συνθήκες της αγοράς, εφαρμόστηκε ένας διορθωτικός συντελεστής στην προσπάθεια να εξουδετερωθεί η ανώτερη θέση του TV2 στην αγορά. Ο συντελεστής στάθμισης προέκυψε από υπολογισμούς των πρακτορείων μέσων μαζικής ενημέρωσης και αντικατοπτρίζει τη διαφορά κάλυψης στην ομάδα στόχου που επιτυγχάνεται με την αγορά 100 TRP 21-50 από τον TvDanmark και τον TV2. Ο TvDanmark βρίσκεται κατά μέσο όρο ελαφρά χαμηλότερα από το 70 % της κάλυψης εκ μέρους του TV2 (κατά την αγορά 100 TRP 21-50). Αν εφαρμοστεί αυτός ο συντελεστής, οι τιμές συγκλίνουν περισσότερο, ενώ η τιμή του TV2 είναι πάντα μετρίως υψηλότερη από την αντίστοιχη του TvDanmark. Φαίνεται, συνεπώς, ότι η διαφορά τιμής απεικονίζει τις συνθήκες της αγοράς. Εντούτοις, τα συμπεράσματα αυτά πρέπει να ληφθούν υπόψη με επιφύλαξη, δεδομένου ότι ένας διορθωτικός συντελεστής δεν είναι δυνατόν να είναι κατάλληλος για όλες τις διαφορές μεταξύ των σταθμών.

    (254)

    Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά τηλεοπτικής διαφήμισης δεν γίνεται επί των τιμών τιμοκαταλόγου ή επί των μέσων τιμών TRP, όπως αναφέρεται πιο πάνω. Ο TvDanmark ισχυρίζεται, αντίθετα, ότι οι φορείς ανταγωνίζονται επί οριακών τιμών, οι οποίες προκύπτουν από την ισχυρότερη θέση του TV2 στην αγορά. Για να μπορέσουν οι διαφημιζόμενοι να πετύχουν τον στόχο της διαφημιστικής τους εκστρατείας, πρέπει να αγοράζουν ορισμένες μονάδες διαφήμισης αποκλειστικά από τον TV2. Επειδή δεν υπάρχει ανταγωνισμός σε αυτά τα ενδο-οριακά ποσοστά διαφήμισης, ο TV2 μπόρεσε να αποκτήσει περαιτέρω κέρδη από αυτές τις μονάδες. Ως εκ τούτου, ο ανταγωνισμός των τηλεοπτικών φορέων ασκούνταν επί των υπολειπόμενων μονάδων διαφήμισης και συνεπώς επί οριακών τιμών. Ο TvDanmark ισχυρίζεται ότι οι τιμές αυτές ήσαν ακόμα χαμηλότερες από τις μέσες τιμές που εμφαίνονται στον πίνακα ανωτέρω.

    (255)

    Ανεξάρτητα από το αν αληθεύει αυτός ο ισχυρισμός, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν δυνατή χάρη στην ισχυρή θέση του TV2 στην αγορά. Εντούτοις, η παρούσα έρευνα πρέπει να διαπιστώσει κατά πόσο η στάση του TV2 στην αγορά διαφήμισης ήταν τέτοια, ώστε αυτός να μην προσπαθήσει να αυξήσει στο μέγιστο τα έσοδά του. Από αυτή την άποψη, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο TV2 διατηρούσε τις τιμές του χαμηλά για να διατηρήσει υψηλό μερίδιο αγοράς, αλλά η συμπεριφορά αυτή δεν είναι αντίθετη με μια προσπάθεια μεγιστοποίησης των εσόδων.

    (256)

    Από τα ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι οι τιμές του TV2 ήσαν υψηλότερες από τις αντίστοιχες του TvDanmark κατά την εν λόγω περίοδο. Είναι επίσης σαφές ότι, παρά την αύξηση των τιμών καταλόγου, το πραγματικό επίπεδο τιμών μειώθηκε κατά την περίοδο αυτή. Ο TV2 αύξησε σημαντικά το επίπεδο των εκπτώσεων που χορηγούσε.

    (257)

    Εντούτοις, μια ανάλυση τιμών δεν μπορεί να αποδείξει αν η εξέλιξη των τιμών συνέβαλε πράγματι στη μείωση των συνολικών εσόδων από διαφημίσεις, καθιστώντας αναγκαία την κρατική ενίσχυση. Για να εξετάσει αυτό το ζήτημα, η Επιτροπή ανέλυσε την τιμολογιακή πολιτική του TV2 και τις επιπτώσεις της στο σύνολο των διαφημιστικών εσόδων που παρήγαγε.

    (258)

    Όπως εξηγείται στις ανωτέρω αιτιολογικές σκέψεις, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο TV2 εφάρμοσε αυξήσεις αλλά και μειώσεις τιμών με διάφορες ευκαιρίες (με μεγαλύτερες εκπτώσεις). Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει τις εξελίξεις στο συνολικό επίπεδο των διαφημιστικών εσόδων του TV2 κατά την περίοδο 1998-2002, κατά την οποία ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι ο TV2 μείωνε δραστικά τις τιμές του στη δανική αγορά (σε εκατ. DKK):

     

    1998

    1999

    2000

    2001

    2002

    Εθνικά έσοδα από διαφημίσεις

    1 008

    884

    (– 11,3 %)

    959

    (+ 8,5 %)

    879

    (– 8,3 %)

    884

    (– 0,6 %)

    (259)

    Το 1997, ο TV2 έλαβε τη στρατηγική απόφαση να μην επεκτείνει τη χρησιμοποίηση της ικανότητας, αλλά να αυξήσει τις τιμές του το 1998. Το 1999, αύξησε εκ νέου τις τιμές. Οι δανικές αρχές ισχυρίζονται ότι το 1999 ο ανταγωνισμός ήταν τόσο έντονος, ώστε ο TV2 υπέστη ζημία από την αύξηση των τιμών και τα έσοδα του από τις διαφημίσεις μειώθηκαν κατά 10 % περίπου σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

    (260)

    Το 2000, ο TV2 ανέμενε σημαντική ένταση του ανταγωνισμού και δεν αύξησε τις τιμές του. Όντως, οι τιμές μειώθηκαν χάρη σε ένα νέο πρόγραμμα εκπτώσεων που καθιέρωσε ο TV2. Ως εκ τούτου, ο TV2 επέκτεινε τη χρησιμοποίηση της ικανότητάς του κατά 33 % σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Εντούτοις, τα τιμολογιακά μέτρα επέφεραν αύξηση των εσόδων του από διαφημίσεις σε εθνική κλίματα κατά 8,4 %. Το 2001, ο TV2 αύξησε εκ νέου τις τιμές του. Παρά τις αυξημένες τιμές, τα έσοδα από διαφημίσεις και η χρησιμοποίηση της ικανότητας του TV2 μειώθηκαν στα επίπεδα του 1999. Το 2002, ο TV2 μείωσε εκ νέου τις τιμές του και σημειώθηκε ελαφρά μείωση του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το εν λόγω έτος. Ωστόσο, ο κύκλος εργασιών της διαφημιστικής αγοράς μειώθηκε ακόμα περισσότερο.

    (261)

    Από τα ανωτέρω καταδεικνύεται ότι η χρήση εκτεταμένων εκπτώσεων κατέληξε σε μείωση του πραγματικού επιπέδου τιμών. Ο TV2 μπόρεσε να αντισταθμίσει τη μείωση των τιμών με επέκταση της χρησιμοποίησης της ικανότητας. Δεδομένου ότι οι ανταγωνιστές του δεν διαθέτουν το ίδιο αποθεματικό ικανότητας, δεν είχαν την ίδια ευκαιρία. Για να εξασφαλίσουν την ίδια αποδοχή από την αγορά, ήταν αναγκασμένοι να ακολουθούν τις ενέργειες του TV2. Κατά τα έτη που ο TV2 αύξαινε τις τιμές του, ο συνολικός κύκλος εργασιών του από διαφημίσεις μειωνόταν. Αντίθετα, όταν ο TV2 μείωνε τις τιμές του, ήταν σε θέση να αυξήσει τον συνολικό κύκλο εργασιών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι μειώσεις τιμών του TV2 του απέφεραν υψηλότερα συνολικά έσοδα. Κατά συνέπεια, η τιμολογιακή πολιτική του TV2 δεν δείχνει ότι η εταιρεία δεν επιδίωκε τη μεγιστοποίηση των εσόδων της.

    (262)

    Από τη σύγκριση των τιμών μεταξύ των δανικών φορέων και την ανάλυση της τιμολογιακής συμπεριφοράς του TV2 δεν παρέχουν ενδείξεις αν οι τιμές στη δανική αγορά τηλεοπτικής διαφήμισης είναι γενικά πολύ χαμηλές. Ένα χαμηλό επίπεδο τιμών θα μπορούσε να προκληθεί από τη χρησιμοποίηση της ισχυρής θέσης του TV2 για να προκαλέσει μείωση του γενικού επιπέδου της δαπάνης για τηλεοπτική διαφήμιση σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο που χαρακτηρίζει τη λειτουργία του ανταγωνισμού.

    (263)

    Για να εξετάσει αυτή την παράμετρο, η Επιτροπή ανέλυσε οικονομικά στοιχεία της διαφημιστικής αγοράς σε όλες τις χώρες της ΕΕ και τα συνέκρινε με τα αντίστοιχα της Δανίας. Δεδομένου ότι η δανική αγορά της τηλεοπτικής διαφήμισης είναι περισσότερο συγκρίσιμη με εκείνη των άλλων σκανδιναβικών χωρών, η Επιτροπή συνέκρινε τα στοιχεία της Δανίας με εκείνα των άλλων σκανδιναβικών χωρών (Φινλανδίας, Σουηδίας και Νορβηγίας) (92). Τα βασικά στοιχεία για τις δαπάνες τηλεοπτικής διαφήμισης που αναλύθηκαν είναι: 1) οι δαπάνες τηλεοπτικής διαφήμισης ως ποσοστό των συνολικών διαφημιστικών δαπανών· 2) κατά κεφαλή δαπάνες τηλεοπτικής διαφήμισης· 3) δαπάνες τηλεοπτικής διαφήμισης εκφραζόμενες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στον κατωτέρω πίνακα παρουσιάζονται συνοπτικά τα σχετικά στοιχεία.

    Βασικά στοιχεία για τις δαπάνες τηλεοπτικής διαφήμισης στη Δανία, την ΕΕ και άλλες σκανδιναβικές χώρες

     

     

    1995

    1996

    1997

    1998

    1999

    2000

    2001

    Δαπάνες τηλεοπτικής διαφήμισης ως ποσοστό του συνόλου διαφημιστικών δαπανών (%)

    DK

    27 %

    29 %

    29 %

    30 %

    28 %

    27 %

    27 %

    ΕΕ

    35 %

    37 %

    37 %

    37 %

    37 %

    37 %

    37 %

    Σκανδιναβία

    24 %

    25 %

    26 %

    27 %

    27 %

    27 %

    26 %

    Δαπάνες τηλεοπτικής διαφήμισης κατά κεφαλή (εκατ. ευρώ)

    DK

    39

    44

    48

    51

    46

    47

    44

    ΕΕ

    37

    40

    45

    49

    53

    60

    58

    Σκανδιναβία

    32

    36

    41

    44

    45

    54

    49

    Δαπάνες τηλεοπτικής διαφήμισης ως ποσοστό του ΑΕΠ

    DK

    1,49 ‰

    1,61 ‰

    1,70 ‰

    1,77 ‰

    1,51 ‰

    1,45 ‰

    1,34 ‰

    ΕΕ

    2,20 ‰

    2,34 ‰

    2,46 ‰

    2,58 ‰

    2,70 ‰

    2,88 ‰

    2,71 ‰

    Σκανδιναβία

    1,45 ‰

    1,51 ‰

    1,62 ‰

    1,72 ‰

    1,66 ‰

    1,73 ‰

    1,55 ‰

    Πηγή: European Audiovisual Observatory, Eurostat.

    (264)

    Από τον πίνακα συνάγεται ότι το μερίδιο της διαφήμισης επί των συνολικών διαφημιστικών δαπανών ήταν χαμηλότερο στη Δανία (27 %) σε σχέση με τον μέσο όρο στην ΕΕ (37 %). Εντούτοις, τα στοιχεία δείχνουν επίσης το γενικότερο διαχωρισμό μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και του Νότου (93). Στα νότια κράτη μέλη οι δαπάνες τηλεοπτικής διαφήμισης είναι κατά πολύ υψηλότερες σε σχέση με τα βόρεια κράτη μέλη (94). Το ίδιο παρατηρείται και όσον αφορά τις δαπάνες για τηλεοπτική διαφήμιση ως ποσοστό του ΑΕΠ (95). Επίσης, οι κατά κεφαλή δαπάνες για τηλεοπτική διαφήμιση διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών (96). Από την εξέταση των δεικτών στο πλαίσιο των σκανδιναβικών χωρών διαπιστώνεται ότι το πρότυπο των δαπανών στη Δανία συμβαδίζει με εκείνο των άλλων σκανδιναβικών χωρών.

    (265)

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υπάρχει σαφείς αποδείξεις ότι η δανική αγορά τηλεοπτικής διαφήμισης ήταν συστηματικά και συνεχώς σε ύφεση λόγω της τιμολογιακής συμπεριφοράς του TV2.

    (266)

    Ο καταγγέλλων υπέβαλε επίσης στοιχεία για τη σύγκριση των τιμών προσέγγισης [εκφρασμένων σε ΚΑΧ (97)] διασυνοριακά για ένα τύπο ΜΜΕ και για διαφόρους τύπους ΜΜΕ σε μία συγκεκριμένη χώρα. Η πληροφορία αυτή συγκρίνει το κόστος προσέγγισης 1 000 ατόμων μέσω μιας διαφήμισης που χρησιμοποιεί είτε τον έντυπο τύπο ή την τηλεόραση στη Δανία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία (98).

    (267)

    Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η τηλεοπτική διαφήμιση είναι φθηνότερη στη Δανία απ’ ό,τι στη Σουηδία και τη Νορβηγία, (99) αλλά ακριβότερη στα έντυπα μέσα (100).

    (268)

    Η Επιτροπή δεν μπορεί, ωστόσο, να επαληθεύσει την αξιοπιστία των υποβληθέντων στοιχείων και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί παρόμοια στοιχεία. Αφού, λοιπόν, οι πληροφορίες είναι περιορισμένες και δεν λαμβάνουν υπόψη πιθανές πολιτιστικές διαφορές, η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει σε αξιόπιστα συμπεράσματα σχετικά με το επίπεδο των τιμών προσέγγισης για τα διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης στις σκανδιναβικές χώρες.

    (269)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο TV2 εφάρμοζε, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, τις υψηλότερες τιμές στη δανική αγορά, εφόσον ήταν σε θέση να τιμολογεί τα προϊόντα του κατά 15-40 % ακριβότερα από τους ανταγωνιστές του, ανάλογα με το μέγεθος της ομάδας στόχου. Σε σύγκριση με τη Σουηδία και τη Νορβηγία, οι τιμές είναι κατά 20 % περίπου φθηνότερες στη Δανία.

    (270)

    Με βάση τις ανωτέρω αναλύσεις, η Επιτροπή κρίνει ότι, από τη σκοπιά της κρατικής ενίσχυσης, δεν υπάρχει σαφή αποδεικτικά στοιχεία ότι ο TV2 δεν προσπάθησε να μεγιστοποιήσει τα έσοδά του από διαφημίσεις και ότι η συμπεριφορά του στη διαφημιστική αγορά επέφερε αυξημένη ανάγκη για κρατική χρηματοδότηση.

    V.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Δανία χορήγησε παράνομα την υπό εξέταση ενίσχυση, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

    Εντούτοις, με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου και τις ανωτέρω εκτιμήσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Σύμφωνα με τη διάταξη του Δικαστηρίου, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν το ανωτέρω συμπέρασμα θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την υπεραντιστάθμιση του TV2, εφόσον το ποσό των 628 εκατ. DKK που διεκδίκησε το δανικό κράτος από τον TV2 με τόκους το 2004 κρίνεται σήμερα συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά και θα μπορούσε να επιστραφεί στον TV2 από το κράτος. Η επιστροφή αυτού του ποσού θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει ως αποτέλεσμα την υπεραντιστάθμιση σε συνδυασμό με τα μέτρα της ανακεφαλαιοποίησης που εφαρμόστηκαν πράγματι το 2004 (υπόθεση N 313/2004) λόγω των χρηματοοικονομικών αναγκών του TV2 μετά την ανάκτηση. Όπως αναφέρεται στις παραγράφους 34 και 35 της διάταξης του Δικαστηρίου, η υποχρέωση ανάκτησης ήταν πράγματι απαραίτητη προϋπόθεση για τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης του 2004, δεδομένου ότι οι δανικές αρχές επέλεξαν να μην επιτρέψουν την πτώχευση του TV2. Όπως ανέφερε το Δικαστήριο στη σκέψη 43 της διάταξής του «αν και οι ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης οδήγησαν την Επιτροπή να εκδώσει δύο αποφάσεις [αποφάσεις της ακυρωθείσας ανάκτησης και της κεφαλαιοποίησης], είναι εμφανές ότι οι αποφάσεις αυτές αποτελούν δύο πτυχές του ίδιου νομικού ζητήματος που σχετίζονται με τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 ΕΚ και, εν προκειμένω, με τον καθορισμό του συμβιβάσιμου με την κοινή αγορά των μέτρων που εφάρμοσε το Βασίλειο της Δανίας για τον TV2 και στη συνέχεια για τον TV2/A/S. Η ακύρωση της απόφασης 2006/217 επιβάλλει, συνεπώς, την επανεξέταση από την Επιτροπή όλων των μέτρων που έθεσε σε εφαρμογή το Βασίλειο της Δανίας για τον TV2 και στη συνέχεια για τον TV2 A/S». Επειδή είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους λόγω του ζητήματος της ανάκτησης, τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης του 2004 υπέρ του TV2 πρέπει να συνεκτιμηθούν με την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε την περίοδο 1995 έως 2002, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να εισπράξει ο TV2 υπεραντιστάθμιση.

    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισημαίνει τα ακόλουθα. Μετά την απόφαση ανάκτησης, οι δανικές αρχές ανέκτησαν στην πράξη ποσό 1 050 εκατ. DKK (δηλαδή ποσό μεγαλύτερο από τα 628 DKK συν τους τόκους). Όπως αναφέρεται στη διάταξη του Δικαστηρίου, μετά την ακύρωση από το Δικαστήριο της απόφασης ανάκτησης, έπαψε να υφίσταται ο λόγος της ανάκτησης του ποσού των 628 εκατ. DKK συν τους τόκους. Εντούτοις, οι δανικές αρχές υπέβαλαν δήλωση που αναφέρει ότι δεσμεύονται να μην επιστρέψουν το ανακτηθέν ποσό στον TV2 ή, εάν πληρούνται αθροιστικά ορισμένες προϋποθέσεις, να επιστρέψουν στον TV2 ποσό το οποίο θα αντιστοιχούσε κατ’ ανώτατο όριο στη διαφορά ανάμεσα στο ποσό (συμπεριλαμβανομένων των τόκων) το οποίο πράγματι ανακτήθηκε από τον TV2 για την περίοδο 1995-2002 και στο ποσό των μέτρων ανακεφαλαιοποίησης. Βάσει της ανωτέρω δέσμευσης, δεν υφίσταται συνεπώς κίνδυνος υπεραντιστάθμισης του TV2 σε σχέση με την κρατική ενίσχυση για το διάστημα 1995-2002, σε συνδυασμό με τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης του 2004, σύμφωνα με τη διάταξη του Δικαστηρίου,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Τα μέτρα που εφάρμοσε η Δανία υπέρ του TV2/DANMARK μεταξύ του 1995 και του 2002 υπό μορφή εσόδων από ραδιοτηλεοπτικά τέλη και τα άλλα μέτρα που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 2

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Δανίας.

    Βρυξέλλες, 20 Απριλίου 2011.

    Για την Επιτροπή

    Joaquín ALMUNIA

    Αντιπρόεδρος


    (1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ έγιναν αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ. Και στις δύο περιπτώσεις, οι διατάξεις είναι κατ’ ουσία ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται κατά περίπτωση ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ

    (2)  ΕΕ C 59 της 14.3.2003, σ. 2.

    (3)  Το 2002, ο TV2 άλλαξε νομικό καθεστώς και μετατράπηκε σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και μετονομάστηκε σε TV2/DANMARK A/S. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης και για λόγους απλούστευσης η «TV2» δηλώνει τον δανικό δημόσιο τηλεοπτικό φορέα TV2/DANMARK, ανεξάρτητα με τη νομική μορφή του.

    (4)  Απόφαση της Επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 2003, Κρατική χρηματοδότηση του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα της Δανίας TV2 μέσω επιβολής εισφοράς και άλλων μέτρων (ΕΕ C 59 της 14.3.2003, σ. 2).

    (5)  Βλέπε υποσημείωση 2.

    (6)  Απόφαση της Επιτροπής 2005/217/ΕΚ της 19ης Μαΐου 2004 σχετικά με τα μέτρα που εφάρμοσε η Δανία υπέρ του TV2/Danmark (ΕΕ L 85 της 23.3.2006, σ. 1).

    (7)  Το ποσό των 1 050 εκατ. DKK δεν περιελάμβανε μόνο τα 628 εκατ. DKK συν τους τόκους μέχρι την ανάκτηση, αλλά και την αυτεπάγγελτη ανάκτηση ισοδύναμου ποσού για την περίοδο 2003.

    (8)  Απόφαση της Επιτροπής C(2004) 3632 της 6ης Οκτωβρίου 2004 σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση του TV2/Danmark A/S.

    (9)  Υποθέσεις T-309/04, T-317/04, T-329/04 και T-336/04, 22 Οκτωβρίου 2008.

    (10)  Γενικό Δικαστήριο, διάταξη στην υπόθεση T-12/05, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009.

    (11)  Σκέψη 43 της διάταξης του Δικαστηρίου.

    (12)  Απόφαση της Επιτροπής της 4ης Αυγούστου 2009 (ΕΕ C 9 της 14.1.2009, σ. 2).

    (13)  Διάταξη του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-114/09 της 17ης Μαΐου 2010.

    (14)  ΕΕ C 207 της 2.9.2009, σ. 2.

    (15)  Με τον νόμο αριθ. 335 της 4ης Ιουνίου 1986, ο οποίος άρχισε να ισχύει την 1η Ιουλίου 1986.

    (16)  Νόμος 578 της 24ης Ιουνίου 1994, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο 666 της 5ης Ιουλίου 1996, τον νόμο 75 της 29ης Ιανουαρίου 1997, τον νόμο 138 της 19ης Φεβρουαρίου 1998, τον νόμο 208 της 6ης Απριλίου 1999, τον νόμο 551 της 20ής Ιουνίου 2000, τον νόμο 203 της 22ας Μαρτίου 2001, τον νόμο 701 της 15ης Ιουλίου 2001 και τον νόμο 1052 της 17ης Δεκεμβρίου 2002.

    (17)  Παράγραφος 18 του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών (έκδοση 1994).

    (18)  Σκέψη 119 της απόφασης του Δικαστηρίου.

    (19)  Νόμος περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών, παράγραφος 30 (έκδοση 1994).

    (20)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 79 και επόμενες της παρούσας απόφασης.

    (21)  Διάταγμα αριθ. 874 της 9ης Δεκεμβρίου 1998 περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω δορυφόρου ή καλωδίου· διάταγμα αριθ. 1349 της 18ης Δεκεμβρίου 2000 περί τοπικών ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών.

    (22)  Εκτελεστικό διάταγμα 658 της 18ης Αυγούστου 1997, παράγραφοι 12-13.

    (23)  Διάταγμα αριθ. 740 της 21ης Αυγούστου 2001, που εφαρμόζει την οδηγία 2000/52/ΕΚ, για τη χωριστή λογιστική για τις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας και τις άλλες δραστηριότητες του DR και του TV2.

    (24)  Άρθρα 61 έως 63 του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών.

    (25)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 79 και επόμενες της παρούσας απόφασης.

    (26)  Άρθρο 38 του νόμου περί ασύρματων επικοινωνιών και ορισμού ραδιοσυχνοτήτων και άρθρο 48 του νόμου περί ραδιοσυχνοτήτων.

    (27)  Θεσπίστηκε με τον νόμο αριθ. 1208 της 27ης Δεκεμβρίου 1996 και ενσωματώθηκε στο άρθρο 60α της έκδοσης του 1997 του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών. Καταργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2002 με τον νόμο 259 της 8ης Μαΐου 2002.

    (28)  Οι διαφημιζόμενοι μπορούν να αγοράσουν χρόνο διαφήμισης σε δανικούς τηλεοπτικούς σταθμούς σε δύο βάσεις: μέσω γενικών μονάδων μέτρησης (Gross Rating Points — GRP), που αναφέρεται στο σύνολο του ακροατηρίου 12 ετών και άνω, ή μέσω μονάδων μέτρησης στόχου (Target Rating Points — TRP), που αναφέρεται σε μικρότερη στοχοθετημένη ομάδα. Ο TV2 είναι ο μοναδικός τηλεοπτικός σταθμός στη Δανία που πωλεί χρόνο με βάση και το GRP.

    (29)  Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH und Regierungspräsidium Magdeburg, [2003] Συλλογή I-7747.

    (30)  Γενικό Δικαστήριο, T-289/03 BUPA και άλλοι κατά Επιτροπής.

    (31)  Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υπόθεση C-83/01 P, C-93/01 και C-94/01.

    (32)  Σκέψεις 158 και 159 της απόφασης.

    (33)  Σκέψη 165 της απόφασης.

    (34)  Σκέψη 167 της απόφασης.

    (35)  Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, 13 Μαρτίου 2001, Υπόθεση C-379/98 PreussenElektra AG v Schleswag AG [2001] Συλλογή σ. I-02099.

    (36)  Παράγραφος 31του νόμος περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών (έκδοση 1994).

    (37)  Παράγραφος 29 του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών (έκδοση 1994)· βλέπε επίσης έκθεση 4/94, σημείο 4 «Ο υπουργός Πολιτισμού αποφασίζει σε συνεννόηση με την επιτροπή οικονομικών [του Κοινοβουλίου] το μερίδιο των εσόδων της διαφημιστικής εταιρείας και το μερίδιο των ραδιοτηλεοπτικών τελών που πρέπει να καταβάλλεται ετησίως στο Ταμείο TV2. Εάν τα ποσά που κατατίθενται στο Ταμείο TV2 είναι ανεπαρκή, το Ταμείο μπορεί, με την έγκριση του Υπουργού, να λάβει δάνεια με την εγγύηση του κράτους. Το ύψος της εγγύησης καθορίζεται από τον Υπουργό σε συμφωνία με την επιτροπή οικονομικών. Σύμφωνα με προϋπολογισμούς-πλαίσια που καθορίζει ο υπουργός Πολιτισμού, μεταφέρονται ποσά από το Ταμείο TV2 για τις ραδιοτηλεοπτικές δραστηριότητες του TV2 και οκτώ περιφερειακών σταθμών.»

    (38)  Άρθρα 30 έως 33 του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών (έκδοση 1994)· βλέπε επίσης προαναφερθείσα έκθεση 4/94, σημείο 4.

    (39)  Επιστολή των δανικών αρχών της 24ης Μαρτίου 2003, σ. 8.

    (40)  Βλέπε παράγραφο 57 της ανακοίνωσης για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες του 2001.

    (41)  Απάντηση της δανικής κυβέρνησης στο σημείο 3 της επιστολής της 26ης Ιουνίου 2009.

    (42)  Σημείο 10 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3).

    (43)  Σημείο 2.1.2 της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεων.

    (44)  Βλέπε κρατική ενίσχυση αριθ. NN 70/98, «Κρατική ενίσχυση στους κρατικούς τηλεοπτικούς σταθμούς “Kinderkanal και Phoenix” » (ΕΕ C 238 της 21.8.1999, σ. 3).

    (45)  Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH and Regierungspräsidium Magdeburg [2003] Συλλογή I-7747.

    (46)  Νόμος 578 της 24ης Ιουνίου 1994, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο 666 της 5ης Ιουλίου 1996, τον νόμο 75 της 29ης Ιανουαρίου 1997, τον νόμο 138 της 19ης Φεβρουαρίου 1998, τον νόμο 208 της 6ης Απριλίου 1999, τον νόμο 551 της 20ής Ιουνίου 2000, τον νόμο 203 της 22ας Μαρτίου 2001, τον νόμο 701 της 15ης Ιουλίου 2001 και τον νόμο 1052 της 17ης Δεκεμβρίου 2002.

    (47)  Σκέψη 228 της απόφασης.

    (48)  Σκέψη 229 της απόφασης.

    (49)  Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υπόθεση C-83/01 P, C-93/01 και C-94/01.

    (50)  Υπόθεση C-261/89 Ιταλία κατά Επιτροπής [1991] Συλλογή I-4437· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92 έως C-280/92 Ισπανία κατά Επιτροπής [1994] Συλλογή I-4103.

    (51)  Υπόθεση T-16/96 Cityflyer [1998] Συλλογή II-757, σκέψη 76.

    (52)  Τα στοιχεία αυτά περιγράφονται λεπτομερώς στην αιτιολογική σκέψη 205 και επόμενες της παρούσας απόφασης.

    (53)  Υπόθεση 730/79, Philip Morris Holland κατά Επιτροπής [1980] Συλλογή 2671, σκέψη 11· C-303/88, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής [1991] Συλλογή I-1433, σκέψη 17· C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, [2000] Συλλογή I-6857, σκέψη 33.

    (54)  Βλέπε υποθέσεις 102/87, Γαλλία κατά Επιτροπής [1988], Συλλογή 4067 και 303/88 Ιταλία κατά Επιτροπής [1989] Συλλογή 801.

    (55)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-185/00, T-216/00, T-299/00 και T-300/00, M6 και λοιποί κατά Επιτροπής, [2002] Συλλογή II-3805.

    (56)  ΕΕ C 320 της 15.11.2001, σ. 5.

    (57)  Παράγραφος 18 του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών (έκδοση 1994).

    (58)  Παράγραφος 4 του εκτελεστικού διατάγματος 658 της 18ης Αυγούστου 1997.

    (59)  Σκέψεις 101 έως 125 της απόφασης.

    (60)  Σκέψη 101 της απόφασης.

    (61)  Σκέψη 103 της απόφασης.

    (62)  Με την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999, προσαρτήθηκε στη Συνθήκη το πρωτόκολλο σχετικά με το σύστημα των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών στα κράτη μέλη.

    (63)  Σκέψη 113 της απόφασης.

    (64)  Σκέψεις 107 και 108 της απόφασης.

    (65)  Σκέψη 121 της απόφασης.

    (66)  Σκέψη 117 της απόφασης.

    (67)  Κεφάλαιο 4 του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών (έκδοση 1994).

    (68)  Σκέψη 120 της απόφασης.

    (69)  Οδηγία 2000/52/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων (ΕΕ L 193 της 29.7.2000, σ. 75).

    (70)  Ανακοίνωση περί ραδιοτηλεόρασης, παράγραφος 53.

    (71)  Στη συνέχεια, παραλείψεις οι οποίες καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου δηλώνονται με […].

    (72)  Η διαφορά μεταξύ του τέλους συχνότητας που κατέβαλε ο TV2 και του τέλους δικτύωσης που κατέβαλε ο TvDanmark.

    (73)  Απόφαση της Επιτροπής της 15ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με τα μέτρα που έλαβε η Ιταλία υπέρ της RAI SpA, ΕΕ L 119 της 23.4.2004, σ. 1.

    (74)  Με την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999, προσαρτήθηκε στη Συνθήκη το πρωτόκολλο σχετικά με το σύστημα των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών στα κράτη μέλη.

    (75)  Απόφαση της Επιτροπής, E 2/2008 της 28ης Οκτωβρίου 2009, Χρηματοδότηση της ORF.

    (76)  Σκέψη 220 της απόφασης.

    (77)  Σκέψη 221 της απόφασης.

    (78)  Σκέψη 223 της απόφασης.

    (79)  Έκθεση εθνικής ελεγκτικής αρχής 4/94, τμήμα VIII, ιδίως σημείο 72.

    (80)  Εκτελεστικό διάταγμα αριθ. 658 της 18ης Αυγούστου 1997, κεφάλαιο 6, παράγραφος 32, σημείο 4.

    (81)  Στον ανωτέρω πίνακα, ο συντελεστής φερεγγυότητας υπολογίζεται ως λόγος του «διαθέσιμου κεφαλαίου» προς το «σύνολο παθητικού».

    (82)  Σελίδα 58.

    (83)  Σκέψη 223 της απόφασης.

    (84)  Σκέψη 223 της απόφασης.

    (85)  Ετήσια έκθεση για το 1995, και ιδίως σελίδα 14.

    (86)  Σκέψη 219.

    (87)  Παράγραφοι 53 έως 56.

    (88)  Διάφορες κατηγορίες ποσοστών, αθλητικά γεγονότα κ.λπ.

    (89)  Το σύστημα Gallup-meter καταγράφει πόσα ποσοστά διαφήμισης έχει κάθε σταθμός. Ο αριθμός αυτός προσαρμόζεται στη συνέχεια από τον σταθμό για να δώσει τον αριθμό TRP.

    (90)  CPP = Cost per Point. δηλαδή το κόστος διαφήμισης ανά μονάδα διαφήμισης (GRP ή TRP), δηλαδή είτε ανά GRP είτε ανά TRP.

    (91)  Υπόθεση C 60/1999 (πρώην NN 167-1995), Γαλλία, Κρατικές ενισχύσεις υπέρ της France 2 και France 3, της 10ης Δεκεμβρίου 2003.

    (92)  Τόσο οι δανικές αρχές όσο και ο καταγγέλλων θεωρούν ότι οι τιμές στη Δανία μπορούν να συγκριθούν καλύτερα με τις τιμές άλλων σκανδιναβικών χωρών, διότι οι συνθήκες της αγοράς είναι παρόμοιες (μέγεθος, συμπεριφορά τηλεθεατών).

    (93)  Σοβαρός αιτία αυτού του διαχωρισμού είναι ο πολύ μικρότερος χρόνος τηλεθέασης στις σκανδιναβικές χώρες. Στη Δανία ο μέσος ημερήσιος χρόνος τηλεθέασης το 2002 ήταν 156 λεπτά ανά άτομο, ενώ ο αντίστοιχος μέσος χρόνος στην ΕΕ ήταν 192 λεπτά.

    (94)  Το 2001, στην ΕΕ η διαφορά ήταν μεγαλύτερη στα κράτη μέλη του Νότου: Πορτογαλία (60 %), Ιταλία (54 %) και Ελλάδα (49 %). Στις Κάτω Χώρες (23 %), στη Φινλανδία (24 %), στην Αυστρία (26 %) και στην Ιρλανδία (26 %) ήταν χαμηλότερη από τη Δανία. Στη Σουηδία το μερίδιο ήταν το ίδιο με αυτό της Δανίας.

    (95)  Οι δαπάνες για τηλεοπτική διαφήμιση ως ποσοστό του ΑΕΠ ήσαν υψηλές στις χώρες του Νότου: Πορτογαλία (6,66 ‰), Ελλάδα (4,04 ‰), Ιταλία (3,22 ‰) και Ισπανία (3,21 ‰).

    (96)  Οι κατά κεφαλή δαπάνες για τηλεοπτική διαφήμιση ήσαν χαμηλότερες στη Φινλανδία (42 ευρώ) και τη Σουηδία (43 ευρώ) και σε παρόμοιο επίπεδο στις Κάτω Χώρες (45 ευρώ). Οι πιο υψηλές δαπάνες καταγράφηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο (90 ευρώ), την Πορτογαλία (80 ευρώ) και το Βέλγιο (73 ευρώ).

    (97)  ΚΑΧ (κόστος ανά χιλιάδα): αντιπροσωπεύει είτε το κόστος για τη δημιουργία 1 000 γενικών εντυπώσεων εντός μιας ομάδας είτε το κόστος προσέγγισης 1 000 διαφορετικών ατόμων εντός της ομάδας.

    (98)  Οι τιμές προσέγγισης μέσω τηλεόρασης για τη Νορβηγία και τη Δανία εκτιμήθηκαν βάσει πληροφοριών από τον τοπικό σταθμό SBS. Οι εκτιμήσεις για τον έντυπο τύπο παρασχέθηκαν από πρακτορείο ΜΜΕ.

    (99)  Το ΚΑΧ για την τηλεόραση είναι αντίστοιχα 13 για τη Δανία, 14 για τη Σουηδία και 18 για τη Νορβηγία.

    (100)  Το ΚΑΧ για τον έντυπο τύπο είναι 21 για τη Δανία, 17 για τη Σουηδία και 12 για τη Νορβηγία.


    Top