Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32010Q0702(01)

    Κωδικοποιημένη έκδοση του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 1991

    ΕΕ C 177 της 2.7.2010, p. 1–36 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    2.7.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 177/1


    ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΜΈΝΗ ΈΚΔΟΣΗ ΤΟΥ

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΫ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    (2010/C 177/01)

    Η παρούσα έκδοση κωδικοποιεί:

    τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19ης Ιουνίου 1991 (ΕΕ L 176 της 4.7.1991, σ. 7, και ΕΕ L 383 της 29.12.1992, σ. 117 — διορθωτικά) και τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τις ακόλουθες πράξεις:

    1.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 21ης Φεβρουαρίου 1995 (ΕΕ L 44 της 28.2.1995, σ. 61).

    2.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 11ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ L 103 της 19.4.1997, σ. 1, και ΕΕ L 351 της 23.12.1997, σ. 72 — διορθωτικά).

    3.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 16ης Μαΐου 2000 (ΕΕ L 122 της 24.5.2000, σ. 43).

    4.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 28ης Νοεμβρίου 2000 (ΕΕ L 322 της 19.12.2000, σ. 1).

    5.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 3ης Απριλίου 2001 (ΕΕ L 119 της 27.4.2001, σ. 1).

    6.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ L 272 της 10.10.2002, σ. 24, και ΕΕ L 281 της 19.10.2002, σ. 24 — διορθωτικά).

    7.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Απριλίου 2003 (ΕΕ L 147 της 14.6.2003, σ. 17).

    8.

    Απόφαση περί των εορτασίμων ημερών, η οποία αποτελεί παράρτημα του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε στις 10 Ιουνίου 2003 (ΕΕ L 172 της 10.7.2003, σ. 12).

    9.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 132 της 29.4.2004, σ. 2).

    10.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 20ής Απριλίου 2004 (ΕΕ L 127 της 29.4.2004).

    11.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Ιουλίου 2005 (ΕΕ L 203 της 4.8.2005, σ. 19).

    12.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 18ης Οκτωβρίου 2005 (ΕΕ L 288 της 29.10.2005, σ. 51).

    13.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 386 της 29.12.2006, σ. 44, και ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 108 και 109 — διορθωτικά).

    14.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 15ης Ιανουαρίου 2008 (ΕΕ L 24 της 29.1.2008, σ. 39).

    15.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ L 200 της 29.07.2008, σ. 20).

    16.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2008 (ΕΕ L 200 της 29.07.2008, σ. 18).

    17.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Ιανουαρίου 2009 (ΕΕ L 24 της 28.1.2009, σ. 8).

    18.

    Τροποποιήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας της 23ης Μαρτίου 2010 (ΕΕ L 92 της 13.04.2010, σ. 12).

    Η παρούσα έκδοση στερείται οιασδήποτε νομικής ισχύος. Ως εκ τούτου, τα προοίμια και οι αιτιολογικές σκέψεις παρελείφθησαν.

     


    ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΜΈΝΗ ΈΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΫ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 19ης Ιουνίου 1991 (1)

    ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    Εισαγωγική διάταξη (άρθρο 1)

     

    Τίτλος 1

    — Οργάνωση του Δικαστηρίου

    Κεφάλαιο 1

    — Δικαστές και γενικοί εισαγγελείς (άρθρα 2 μέχρι 6)

    Κεφάλαιο 2

    — Προεδρία του Δικαστηρίου και συγκρότηση τμημάτων (άρθρα 7 μέχρι 11)

    Κεφάλαιο 2α

    — Δικαστικοί σχηματισμοί (άρθρα 11α μέχρι 11ε)

    Κεφάλαιο 3

    — Γραμματεία

    Τμήμα 1

    — Γραμματέας και βοηθοί γραμματείς (άρθρα 12 μέχρι 19)

    Τμήμα 2

    — Υπηρεσίες του Δικαστηρίου (άρθρα 20 μέχρι 23)

    Κεφάλαιο 4

    — Βοηθοί εισηγητές (άρθρο 24)

    Κεφάλαιο 5

    — Λειτουργία του Δικαστηρίου (άρθρα 25 μέχρι 28)

    Κεφάλαιο 6

    — Γλώσσα της διαδικασίας (άρθρα 29 μέχρι 31)

    Κεφάλαιο 7

    — Δικαιώματα και υποχρεώσεις των εκπροσώπων, συμβούλων και δικηγόρων (άρθρα 32 μέχρι 36)

    Τίτλος 2

    — Διαδικασία

    Κεφάλαιο 1

    — Έγγραφη διαδικασία (άρθρα 37 μέχρι 43)

    Κεφάλαιο 1α

    — Προκαταρκτική έκθεση και παραπομπή στους δικαστικούς σχηματισμούς (άρθρα 44 μέχρι 44α)

    Κεφάλαιο 2

    — Απόδειξη και προπαρασκευαστικές ενέργειες

    Τμήμα 1

    — Αποδεικτικά μέσα (άρθρα 45 και 46)

    Τμήμα 2

    — Εξέταση μαρτύρων, γνωμοδότηση πραγματογνωμόνων και κλήτευσή τους (άρθρα 47 μέχρι 53)

    Τμήμα 3

    — Περάτωση της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρο 54)

    Τμήμα 4

    — Προπαρασκευαστικές ενέργειες (άρθρο 54α)

    Κεφάλαιο 3

    — Προφορική διαδικασία (άρθρα 55 μέχρι 62)

    Κεφάλαιο 3α

    — Ταχείες διαδικασίες (άρθρο 62α)

    Κεφάλαιο 4

    — Αποφάσεις (άρθρα 63 μέχρι 68)

    Κεφάλαιο 5

    — Δικαστικά έξοδα (άρθρα 69 μέχρι 75)

    Κεφάλαιο 6

    — Ευεργέτημα πενίας (άρθρο 76)

    Κεφάλαιο 7

    — Παραίτηση (άρθρα 77 και 78)

    Κεφάλαιο 8

    — Επιδόσεις (άρθρο 79)

    Κεφάλαιο 9

    — Προθεσμίες (άρθρα 80 μέχρι 82)

    Κεφάλαιο 10

    — Αναστολή των διαδικασιών (άρθρο 82α)

    Τίτλος 3

    — Ειδικές διαδικασίες

    Κεφάλαιο 1 –

    — Αναστολή εκτελέσεως και άλλα προσωρινά μέτρα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 83 μέχρι 90)

    Κεφάλαιο 2

    — Παρεμπίπτοντα ζητήματα (άρθρα 91 και 92)

    Κεφάλαιο 3

    — Παρέμβαση (άρθρο 93)

    Κεφάλαιο 4

    — Ερήμην αποφάσεις και ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 94)

    Κεφάλαιο 5

    — (τα άρθρα 95 και 96 έχουν καταργηθεί)

    Κεφάλαιο 6

    — Έκτακτα ένδικα μέσα

    Τμήμα 1

    — Τριτανακοπή (άρθρο 97)

    Τμήμα 2

    — Αναθεώρηση (άρθρα 98 μέχρι 100)

    Κεφάλαιο 7

    — Προσφυγές κατά των αποφάσεων της Επιτροπής Διαιτησίας (άρθρο 101)

    Κεφάλαιο 8

    — Ερμηνεία των αποφάσεων (άρθρο 102)

    Κεφάλαιο 9

    — Αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και άλλες διαδικασίες ερμηνείας (άρθρα 103 μέχρι 104β)

    Κεφάλαιο 10

    — Ειδικές διαδικασίες των άρθρων 103 μέχρι 105 της Συνθήκης ΣΕΚΑΕ (άρθρα 105 και 106)

    Κεφάλαιο 11

    — Γνωμοδοτήσεις (άρθρα 107 μέχρι 108· το άρθρο 109 έχει καταργηθεί)

    Κεφάλαιο 12 –

    — (το άρθρο 109α έχει καταργηθεί)

    Κεφάλαιο 13

    — Επίλυση των διαφορών κατά το άρθρο 35 της Συνθήκης για την Ένωση (άρθρο 109β)

    Τίτλος 4

    — Αναιρέσεις κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (άρθρα 110 μέχρι 123)

    Τίτλος 4Α

    — Επανεξέταση των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (άρθρα 123α μέχρι 123ε)

    Τίτλος 5

    — Διαδικασίες που προβλέπονται από τη Συμφωνία ΕΟΧ (άρθρα 123στ και 123ζ)

    Τελικές διατάξεις (άρθρα 124 μέχρι 127)

     

    Παράρτημα

    — Απόφαση περί των εορτασίμων ημερών

    ΕIΣΑΓΩΓIΚΗ ΔIΑΤΑΞΗ

    Άρθρο 1

    Στον παρόντα κανονισμό:

    οι διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προσδιορίζονται με τον αριθμό του άρθρου ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΕΕ»,

    οι διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδιορίζονται με τον αριθμό του οικείου άρθρου της εν λόγω Συνθήκης ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΛΕΕ»,

    οι διατάξεις της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας προσδιορίζονται με τον αριθμό του άρθρου ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΕΚΑΕ»,

    το πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται «Οργανισμός»,

    η συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο καλείται «Συμφωνία ΕΟΧ».

    Στον παρόντα κανονισμό:

    με τον όρο «όργανα» νοούνται τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα λοιπά όργανα και οι οργανισμοί που ιδρύονται με τις Συνθήκες ή με πράξη η οποία εκδίδεται προς εκτέλεση των Συνθηκών και που μπορούν να είναι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου,

    με τον όρο «Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ» νοείται η Εποπτεύουσα Αρχή που προβλέπεται από τη Συμφωνία ΕΟΧ.

    ΤΙΤΛΟΣ 1

    ΟΡΓΑNΩΣΗ ΤΟΥ ΔIΚΑΣΤΗΡIΟΥ

    Κεφάλαιο 1

    ΔIΚΑΣΤΕΣ ΚΑI ΓΕNIΚΟI ΕIΣΑΓΓΕΛΕIΣ

    Άρθρο 2

    Η περίοδος της ασκήσεως των καθηκόντων του δικαστή αρχίζει από την ημερομηνία που καθορίζεται στην πράξη διορισμού του. Αν η πράξη διορισμού δεν καθορίζει ημερομηνία, η περίοδος αρχίζει από την ημερομηνία της πράξεως αυτής.

    Άρθρο 3

    Οι δικαστές, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, κατά την πρώτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου στην οποία παρίστανται μετά τον διορισμό τους, δίνουν τον ακόλουθο όρκο:

    «Ορκίζομαι να ασκώ τα καθήκοντά μου με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία και να μην παραβιάζω το απόρρητο των διασκέψεων.»

    Αμέσως μετά την ορκωμοσία, οι δικαστές υπογράφουν δήλωση με την οποία αναλαμβάνουν επίσημα τη δέσμευση να τηρούν, κατά τη διάρκεια της ασκήσεως των καθηκόντων τους και μετά τη λήξη τους, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά τους, ιδίως, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, τα καθήκοντα της εντιμότητας και της διακριτικότητας, όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ωφελημάτων.

    Άρθρο 4

    Όταν το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν ένας δικαστής δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του, ο πρόεδρος καλεί τον δικαστή να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου εν συμβουλίω για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του· ο γραμματέας δεν παρίσταται στην ακρόαση.

    Άρθρο 5

    Οι διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή και στους γενικούς εισαγγελείς.

    Άρθρο 6

    Οι δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς κατατάσσονται αδιακρίτως σύμφωνα με την αρχαιότητά τους.

    Σε περίπτωση ίδιας αρχαιότητας, η σειρά καθορίζεται από την ηλικία.

    Οι απερχόμενοι δικαστές και γενικοί εισαγγελείς που αναδιορίζονται διατηρούν την προηγούμενη σειρά αρχαιότητάς τους.

    Κεφάλαιο 2

    ΠΡΟΕΔΡIΑ ΤΟΥ ΔIΚΑΣΤΗΡIΟΥ ΚΑI ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΜΗΜΑΤΩN

    Άρθρο 7

    Οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, για τρία χρόνια, αμέσως μετά τη μερική ανανέωση που προβλέπεται στο άρθρο 253 ΣΛΕΕ.

    Σε περίπτωση λήξεως της θητείας του Προέδρου του Δικαστηρίου πριν από την πάροδο του κανονικού χρόνου της, ορίζεται αντικαταστάτης του για την υπόλοιπη περίοδο.

    Οι εκλογές που προβλέπει το παρόν άρθρο διεξάγονται με μυστική ψηφοφορία. Εκλέγεται ο δικαστής που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία επί του αριθμού των δικαστών που απαρτίζουν το Δικαστήριο. Αν κανείς από τους δικαστές δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία αυτή, διεξάγονται περαιτέρω ψηφοφορίες μέχρις ότου κάποιος συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία.

    Άρθρο 8

    Ο πρόεδρος διευθύνει τις εργασίες και τις υπηρεσίες του Δικαστηρίου· προεδρεύει των συνεδριάσεων καθώς και των διασκέψεων εν συμβουλίω.

    Άρθρο 9

    Το Δικαστήριο συγκροτεί πενταμελή και τριμελή τμήματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Οργανισμού, και αποφασίζει για την τοποθέτηση των δικαστών σ’ αυτά.

    Το Δικαστήριο καθορίζει το πενταμελές τμήμα ή τα πενταμελή τμήματα στο οποίο ή στα οποία ανατίθενται οι υποθέσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 104β για περίοδο ενός έτους.

    Η απόφαση για την τοποθέτηση των δικαστών στα τμήματα και ο καθορισμός του τμήματος ή των τμημάτων στο οποίο ή στα οποία ανατίθενται οι υποθέσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 104β δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

    Αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ορίζει τον εισηγητή δικαστή.

    Για τις υποθέσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 104β, ο εισηγητής δικαστής επιλέγεται μεταξύ των δικαστών του τμήματος το οποίο έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, κατόπιν προτάσεως του προέδρου του τμήματος αυτού. Αν το τμήμα αποφασίσει να μην ακολουθήσει για μια υπόθεση την επείγουσα διαδικασία, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί να αναθέσει εκ νέου την υπόθεση σε εισηγητή δικαστή τοποθετημένο σε άλλο τμήμα.

    Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος κάποιου εισηγητή δικαστή.

    Για τις υποθέσεις που παραπέμπονται σε δικαστικό σχηματισμό σύμφωνα με το άρθρο άρθρο 44, παράγραφος 3, με τον όρο «Δικαστήριο» στον παρόντα κανονισμό νοείται ο σχηματισμός αυτός.

    Στις υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί ενώπιον πενταμελούς ή τριμελούς τμήματος, τις εξουσίες του Προέδρου του Δικαστηρίου ασκεί ο πρόεδρος του τμήματος.

    Άρθρο 10

    Αμέσως μετά την εκλογή του Προέδρου του Δικαστηρίου, οι δικαστές προβαίνουν στην εκλογή, για τρία έτη, των προέδρων των πενταμελών τμημάτων.

    Οι δικαστές εκλέγουν για ένα έτος τους προέδρους των τριμελών τμημάτων.

    Το Δικαστήριο ορίζει για ένα έτος τον πρώτο γενικό εισαγγελέα.

    Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 7 έχουν εφαρμογή.

    Οι εκλογές και ο διορισμός που γίνονται δυνάμει της παρούσας παραγράφου δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

    Αμέσως μετά τον καθορισμό εισηγητή δικαστή από τον πρόεδρο, ο πρώτος γενικός εισαγγελέας κατανέμει τις υποθέσεις στους γενικούς εισαγγελείς, λαμβάνει δε τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος ενός γενικού εισαγγελέα.

    Άρθρο 11

    Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του Προέδρου του Δικαστηρίου ή χηρείας της θέσεώς του, καθήκοντα προέδρου ασκεί ένας από τους προέδρους πενταμελούς τμήματος, σύμφωνα με τη σειρά που ορίζει το άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

    Σε περίπτωση ταυτόχρονης απουσίας ή ταυτόχρονου κωλύματος του Προέδρου του Δικαστηρίου και των προέδρων των πενταμελών τμημάτων, ή σε περίπτωση ταυτόχρονης χηρείας των θέσεών τους, καθήκοντα προέδρου ασκεί ένας από τους προέδρους τριμελούς τμήματος, σύμφωνα με τη σειρά που ορίζει το άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

    Σε περίπτωση ταυτόχρονης απουσίας ή ταυτόχρονου κωλύματος του Προέδρου του Δικαστηρίου και όλων των προέδρων τμήματος ή ταυτόχρονης χηρείας των θέσεών τους, καθήκοντα προέδρου ασκεί ένας από τους υπόλοιπους δικαστές, σύμφωνα με τη σειρά που ορίζει το άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

    Κεφάλαιο 2α

    ΔIΚΑΣΤIΚΟI ΣΧΗΜΑΤIΣΜΟI

    Άρθρο 11α

    Το Δικαστήριο συνεδριάζει με τους εξής δικαστικούς σχηματισμούς:

    την ολομέλεια, που συγκροτείται από το σύνολο των δικαστών·

    το τμήμα μείζονος συνθέσεως, που συγκροτείται από δεκατρείς δικαστές σύμφωνα με τις διάτάξεις του άρθρου 11β,

    τα τμήματα, που συγκροτούνται από πέντε ή τρεις δικαστές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11γ.

    Άρθρο 11β

    Το τμήμα μείζονος συνθέσεως συγκροτείται, για κάθε υπόθεση, από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, τους προέδρους των πενταμελών τμημάτων, τον εισηγητή δικαστή και τον απαραίτητο αριθμό δικαστών προς συμπλήρωση του αριθμού των δεκατριών δικαστών. Οι τελευταίοι αυτοί δικαστές ορίζονται βάσει του πίνακα που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και σύμφωνα με τη σειρά που αυτός ορίζει. Το σημείο εκκινήσεως στον πίνακα είναι, για κάθε υπόθεση που παραπέμπεται στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, το όνομα του δικαστή που αναγράφεται αμέσως μετά το όνομα του τελευταίου δικαστή που ορίστηκε βάσει του πίνακα για την υπόθεση που παραπέμφθηκε προηγουμένως στον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό.

    Μετά την εκλογή του Προέδρου του Δικαστηρίου και των προέδρων των πενταμελών τμημάτων, καταρτίζεται πίνακας των λοιπών δικαστών προς τον σκοπό της συγκροτήσεως του τμήματος μείζονος συνθέσεως. Στον πίνακα αυτό ακολουθείται, εκ περιτροπής, η σειρά που ορίζει το άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού και η αντίστροφη σειρά: ο πρώτος δικαστής στον πίνακα αυτόν είναι ο πρώτος κατά τη σειρά που ορίζει το εν λόγω άρθρο, ο δεύτερος δικαστής στον πίνακα είναι ο τελευταίος κατά τη σειρά αυτή, ο τρίτος δικαστής είναι ο δεύτερος κατά τη σειρά αυτή, ο τέταρτος δικαστής είναι ο προτελευταίος κατά τη σειρά αυτή, και ούτω καθ’ εξής.

    Ο πίνακας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

    Όσον αφορά την εκδίκαση των υποθέσεων που παραπέμπονται στο τμήμα μείζονος συνθέσεως κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχής του έτους της μερικής ανανεώσεως των δικαστών και της πραγματοποιήσεως της ανανεώσεως, στις συνεδριάσεις του τμήματος μετέχουν επίσης δύο αναπληρωτές δικαστές. Ως αναπληρωτές δικαστές μετέχουν οι δύο δικαστές των οποίων το όνομα αναγράφεται στον πίνακα της παραγράφου 2 αμέσως μετά το όνομα του τελευταίου δικαστή που ορίστηκε να μετάσχει στη συγκρότηση του τμήματος μείζονος συνθέσεως για την οικεία υπόθεση.

    Οι αναπληρωτές δικαστές αντικαθιστούν, κατά τη σειρά του πίνακα της παραγράφου 2, τους δικαστές που ενδεχομένως δεν μπορούν να μετάσχουν στη λήψη της αποφάσεως επί της υποθέσεως.

    Άρθρο 11γ

    Τα πενταμελή και τα τριμελή τμήματα συγκροτούνται, για κάθε υπόθεση, από τον πρόεδρο του τμήματος, τον εισηγητή δικαστή και τον απαραίτητο αριθμό δικαστών προς συμπλήρωση του αριθμού, αντιστοίχως, των πέντε και των τριών δικαστών. Οι τελευταίοι αυτοί δικαστές ορίζονται βάσει των πινάκων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και σύμφωνα με τη σειρά που αυτοί ορίζουν. Το σημείο εκκινήσεως στους πίνακες αυτούς είναι, για κάθε υπόθεση που παραπέμπεται σε τμήμα, το όνομα του δικαστή που αναγράφεται αμέσως μετά το όνομα του τελευταίου δικαστή που ορίστηκε βάσει του πίνακα για την εκδίκαση της προηγούμενης υποθέσεως που παραπέμφθηκε προηγουμένως ενώπιον του οικείου τμήματος.

    Για τη συγκρότηση των πενταμελών τμημάτων, καταρτίζονται, μετά την εκλογή των προέδρων των τμημάτων αυτών, πίνακες περιλαμβάνοντες όλους τους δικαστές που είναι τοποθετημένοι στο τμήμα, πλην του προέδρου του. Οι πίνακες καταρτίζονται κατά τον ίδιο τρόπο όπως καταρτίζεται ο πίνακας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 11β.

    Για τη συγκρότηση των τριμελών τμημάτων, καταρτίζονται, μετά την εκλογή των προέδρων των τμημάτων αυτών, πίνακες περιλαμβάνοντες όλους τους δικαστές που είναι τοποθετημένοι στο τμήμα, πλην του προέδρου του. Οι πίνακες καταρτίζονται σύμφωνα με τη σειρά που ορίζει το άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

    Οι πίνακες που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

    Άρθρο 11δ

    Οσάκις το Δικαστήριο κρίνει ότι πλείονες υποθέσεις πρέπει να εκδικασθούν ομού από τον ίδιο σχηματισμό, η σύνθεση του σχηματισμού αυτού είναι εκείνη που έχει οριστεί για την υπόθεση της οποίας η προκαταρκτική έκθεση εξετάστηκε πρώτη.

    Οσάκις ένα τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί μια υπόθεση παραπέμπει, δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 4, την υπόθεση στο Δικαστήριο ώστε να ανατεθεί σε μεγαλύτερο δικαστικό σχηματισμό, στο σχηματισμό αυτό μετέχουν τα μέλη του τμήματος στο οποίο είχε ανατεθεί αρχικά η υπόθεση.

    Άρθρο 11ε

    Σε περίπτωση κωλύματος μέλους του δικαστικού σχηματισμού, το μέλος αυτό αντικαθίσταται από ένα δικαστή κατά τη σειρά των πινάκων που προβλέπονται στα άρθρα 11β, παράγραφος 2, ή 11γ, παράγραφος 2.

    Σε περίπτωση κωλύματος του Προέδρου του Δικαστηρίου, τα καθήκοντα προέδρου του τμήματος μείζονος συνθέσεως ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11.

    Σε περίπτωση κωλύματος προέδρου πενταμελούς τμήματος, τα καθήκοντα προέδρου του τμήματος ασκούνται από πρόεδρο τριμελούς τμήματος, ενδεχομένως σύμφωνα με τη σειρά που ορίζει το άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού, ή, αν κανένας πρόεδρος τριμελούς τμήματος δεν μετέχει στον σχηματισμό, από έναν από τους υπόλοιπους δικαστές σύμφωνα με τη σειρά που ορίζει το εν λόγω άρθρο 6.

    Σε περίπτωση κωλύματος προέδρου τριμελούς τμήματος, τα καθήκοντα προέδρου του τμήματος ασκούνται από δικαστή του σχηματισμού σύμφωνα με τη σειρά που ορίζει το άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

    Κεφάλαιο 3

    ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

    Τμήμα 1 – Γραμματέας και βοηθοί γραμματείς

    Άρθρο 12

    Το Δικαστήριο διορίζει τον γραμματέα.

    Δύο εβδομάδες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία για τον διορισμό, ο πρόεδρος ενημερώνει τα μέλη του Δικαστηρίου για τις υποψηφιότητες που έχουν υποβληθεί.

    Οι υποψηφιότητες συνοδεύονται από πλήρη στοιχεία σχετικά με την ηλικία, την ιθαγένεια, τους πανεπιστημιακούς τίτλους, τη γλωσσομάθεια, τις παρούσες και προηγούμενες ασχολίες των υποψηφίων, καθώς και την τυχόν δικαστική και διεθνή πείρα τους.

    Ο διορισμός γίνεται κατά τη διαδικασία της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του παρόντος κανονισμού.

    Ο γραμματέας διορίζεται για εξαετή περίοδο. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός του.

    Οι διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή και στον γραμματέα.

    Ο γραμματέας δεν μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του, παρά μόνον αν δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του. Το Δικαστήριο αποφασίζει, αφού παράσχει στον γραμματέα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

    Αν ο γραμματέας παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από τη λήξη της θητείας του, το Δικαστήριο διορίζει γραμματέα για εξαετή περίοδο.

    Άρθρο 13

    Το Δικαστήριο μπορεί να διορίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για τον γραμματέα, έναν ή περισσότερους βοηθούς γραμματείς επιφορτισμένους να επικουρούν τον γραμματέα και να τον αναπληρώνουν εντός των ορίων που καθορίζουν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 15 του παρόντος κανονισμού οδηγίες προς τον γραμματέα.

    Άρθρο 14

    Ο πρόεδρος ορίζει τους μονίμους ή μη μονίμους υπαλλήλους που θα ασκούν τα καθήκοντα του γραμματέα σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του γραμματέα και των βοηθών γραμματέων ή σε περίπτωση χηρείας της θέσεώς τους.

    Άρθρο 15

    Οι οδηγίες προς τον γραμματέα θεσπίζονται από το Δικαστήριο κατόπιν προτάσεως του προέδρου.

    Άρθρο 16

    Στη γραμματεία τηρείται, με ευθύνη του γραμματέα, πρωτόκολλο στο οποίο εγγράφονται κατά συνέχεια και κατά τη σειρά της καταθέσεώς τους όλα τα διαδικαστικά έγγραφα και τα στοιχεία που προσκομίζονται για την υποστήριξή τους.

    Σημείωση περί της εγγραφής στο πρωτόκολλο γίνεται από τον γραμματέα στα πρωτότυπα και, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, στα αντίγραφα που προσκομίζονται προς τούτο.

    Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο και οι σημειώσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο συνιστούν δημόσια έγγραφα.

    Οι κανόνες τηρήσεως του πρωτοκόλλου καθορίζονται με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 15 του παρόντος κανονισμού οδηγίες προς τον γραμματέα.

    Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συμβουλεύονται το πρωτόκολλο στη γραμματεία και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας, που θεσπίζεται από το Δικαστήριο κατόπιν προτάσεως του γραμματέα.

    Στους διαδίκους μπορούν επίσης, σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας, να χορηγούνται αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων, καθώς και κεκυρωμένα αντίγραφα των Διατάξεων και αποφάσεων.

    Στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δημοσιεύεται ανακοίνωση που περιέχει την ημερομηνία εγγραφής του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, το ονοματεπώνυμο και την κατοικία των διαδίκων, το αντικείμενο της διαφοράς και τα αιτήματα του δικογράφου, καθώς και μνεία των ισχυρισμών και των ουσιωδών επιχειρημάτων των οποίων γίνεται επίκληση.

    Όταν το Συμβούλιο ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είναι διάδικοι σε μια υπόθεση, το Δικαστήριο τους διαβιβάζει αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και του υπομνήματος αντικρούσεως, όχι όμως και τα συνημμένα σ' αυτά, για να τους παράσχει τη δυνατότητα να εκτιμήσουν κατά πόσο γίνεται επίκληση του ανεφαρμόστου μιας πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ. Αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και του υπομνήματος αντικρούσεως διαβιβάζεται ομοίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ώστε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να εκτιμήσει κατά πόσο γίνεται επίκληση, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, του ανεφάρμοστου μιας πράξεως που έχει εκδοθεί από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    Άρθρο 17

    Ο γραμματέας έχει, υπό την εποπτεία του προέδρου, την ευθύνη της παραλαβής, διαβιβάσεως και φυλάξεως όλων των εγγράφων, καθώς και των επιδόσεων που συνεπάγεται η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

    Ο γραμματέας επικουρεί το Δικαστήριο, τον πρόεδρο και τους προέδρους τμήματος καθώς και τους δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

    Άρθρο 18

    Ο γραμματέας φυλάσσει τις σφραγίδες· είναι υπεύθυνος για τα αρχεία και επιμελείται των δημοσιεύσεων του Δικαστηρίου.

    Άρθρο 19

    Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 27 του παρόντος κανονισμού, ο γραμματέας παρίσταται στις συνεδριάσεις του Δικαστηρίου και των τμημάτων.

    Τμήμα 2 – Υπηρεσίες του Δικαστηρίου

    Άρθρο 20

    Οι μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι του Δικαστηρίου διορίζονται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως του Προσωπικού.

    Πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, οι μόνιμοι υπάλληλοι δίνουν ενώπιον του προέδρου, παρουσία του γραμματέα, τον ακόλουθο όρκο:

    «Ορκίζομαι να ασκώ με πίστη, εχεμύθεια και ευσυνειδησία τα καθήκοντα που μου ανατίθενται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

    Άρθρο 21

    Κατόπιν προτάσεως του γραμματέα, το Δικαστήριο θεσπίζει ή τροποποιεί τον οργανισμό των υπηρεσιών του.

    Άρθρο 22

    Το Δικαστήριο συγκροτεί μεταφραστική υπηρεσία από ειδικούς που διαθέτουν κατάλληλη νομική κατάρτιση και ευρεία γνώση περισσοτέρων της μιας επισήμων γλωσσών του Δικαστηρίου.

    Άρθρο 23

    Ο γραμματέας, υπό την εποπτεία του προέδρου, με τη συνδρομή διοικητικού υπαλλήλου, μεριμνά για τη διοίκηση των υπηρεσιών του Δικαστηρίου, την οικονομική του διαχείριση και τη λογιστική του υπηρεσία.

    Κεφάλαιο 4

    ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ

    Άρθρο 24

    Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι, για τη μελέτη και τη συμπλήρωση της δικογραφίας των ενώπιόν του υποθέσεων, χρειάζονται βοηθοί εισηγητές, προτείνει τον διορισμό τους σύμφωνα με το άρθρο 13 του Οργανισμού.

    Οι βοηθοί εισηγητές οφείλουν ιδίως:

    να επικουρούν τον πρόεδρο κατά τη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων,

    να επικουρούν τους εισηγητές δικαστές στο έργο τους.

    Οι βοηθοί εισηγητές κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους υπάγονται, κατά περίπτωση, στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, στον πρόεδρο ενός των τμημάτων ή σε εισηγητή δικαστή.

    Οι βοηθοί εισηγητές, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, δίνουν ενώπιον του Δικαστηρίου τον όρκο που προβλέπεται στο άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού.

    Κεφάλαιο 5

    ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    Άρθρο 25

    Ο πρόεδρος καθορίζει τις ημερομηνίες και ώρες των συνεδριάσεων του τμήματος μείζονος συνθέσεως και της ολομέλειας.

    Οι πρόεδροι των πενταμελών και των τριμελών τμημάτων καθορίζουν τις ημερομηνίες και ώρες των συνεδριάσεων των τμημάτων τους.

    Το Δικαστήριο μπορεί, για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες συνεδριάσεις, να επιλέξει τόπο συνεδριάσεως εκτός της έδρας του Δικαστηρίου.

    Άρθρο 26

    Αν, λόγω απουσίας ή κωλύματος, προκύπτει άρτιος αριθμός δικαστών, απέχει των διασκέψεων ο νεότερος, κατά την έννοια του άρθρου 6 του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν αυτός είναι ο εισηγητής δικαστής. Στην περίπτωση αυτή απέχει των διασκέψεων ο αμέσως προηγούμενος κατά τη σειρά αρχαιότητας.

    Αν μετά τη σύγκληση του τμήματος μείζονος συνθέσεως ή της ολομέλειας διαπιστωθεί ότι δεν επιτυγχάνεται η απαρτία που προβλέπεται στο άρθρο 17, τρίτο ή τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού, ο πρόεδρος αναβάλλει τη συνεδρίαση μέχρις ότου επιτευχθεί απαρτία.

    Αν σε πενταμελές ή τριμελές τμήμα δεν επιτυγχάνεται η απαρτία που προβλέπεται στο άρθρο 17, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού και αν αποδεικνύεται αδύνατη η αντικατάσταση των κωλυομένων δικαστών σύμφωνα με το άρθρο 11ε, ο πρόεδρος του τμήματος αυτού ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ο οποίος ορίζει άλλον δικαστή για τη συμπλήρωση του τμήματος.

    Άρθρο 27

    Οι διασκέψεις του Δικαστηρίου γίνονται εν συμβουλίω.

    Στη διάσκεψη λαμβάνουν μέρος μόνον οι δικαστές που μετέσχον στην προφορική διαδικασία και ενδεχομένως ο βοηθός εισηγητής στον οποίο είχε ανατεθεί η μελέτη της υποθέσεως.

    Κάθε δικαστής που μετέχει στη διάσκεψη εκφράζει τη γνώμη του αιτιολογώντας την.

    Κατόπιν αιτήσεως δικαστή, οποιοδήποτε ζήτημα διατυπώνεται στη γλώσσα της επιλογής του και ανακοινώνεται εγγράφως στο Δικαστήριο πριν τεθεί σε ψηφοφορία.

    Η γνώμη στην οποία καταλήγει μετά την τελική συζήτηση η πλειοψηφία των δικαστών αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου. Η ψηφοφορία διεξάγεται κατά σειρά αντίστροφη από εκείνη που καθορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

    Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το αντικείμενο, τη διατύπωση και τη σειρά θέσεως των ζητημάτων ή την ερμηνεία της ψηφοφορίας, αποφασίζει το Δικαστήριο.

    Όταν οι διασκέψεις του Δικαστηρίου αναφέρονται σε διοικητικά θέματα, μετέχουν με δικαίωμα ψήφου και οι γενικοί εισαγγελείς. Ο γραμματέας παρίσταται, εκτός αν το Δικαστήριο αποφασίσει άλλως.

    Όταν το Δικαστήριο συνεδριάζει χωρίς να παρίσταται ο γραμματέας, αναθέτει στον νεότερο δικαστή, κατά την έννοια του άρθρου 6 του παρόντος κανονισμού, αν κριθεί αναγκαίο, τη σύνταξη πρακτικών που υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον εν λόγω δικαστή.

    Άρθρο 28

    Εκτός ειδικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, οι δικαστικές διακοπές καθορίζονται ως εξής:

    από τις 18 Δεκεμβρίου μέχρι τις 10 Ιανουαρίου,

    από την Κυριακή πριν από το Πάσχα μέχρι τη δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα,

    από τις 15 Ιουλίου μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου.

    Κατά τις δικαστικές διακοπές, η προεδρία ασκείται στην έδρα του Δικαστηρίου είτε από τον πρόεδρο, που διατηρεί επαφή με τον γραμματέα, είτε από έναν πρόεδρο τμήματος ή άλλο δικαστή, που ορίζεται από τον πρόεδρο ως αντικαταστάτης του.

    Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ο πρόεδρος μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να συγκαλεί τους δικαστές και γενικούς εισαγγελείς.

    Το Δικαστήριο τηρεί τις κατά νόμον εορτάσιμες ημέρες του τόπου της έδρας του.

    Το Δικαστήριο μπορεί για εύλογη αιτία να χορηγεί άδεια στους δικαστές και γενικούς εισαγγελείς.

    Κεφάλαιο 6

    ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    Άρθρο 29

    Οι γλώσσες της διαδικασίας είναι η αγγλική, η βουλγαρική, η γαλλική, η γερμανική, η δανική, η ελληνική, η εσθονική, η ιρλανδική, η ισπανική, η ιταλική, η λετονική, η λιθουανική, η μαλτέζικη, η ολλανδική, η ουγγρική, η πολωνική, η πορτογαλική, η ρουμανική, η σλοβακική, η σλοβενική, η σουηδική, η τσεχική και η φινλανδική.

    Η γλώσσα της διαδικασίας επιλέγεται από τον προσφεύγοντα υπό την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων:

    α)

    αν ο καθού είναι κράτος μέλος ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους, γλώσσα της διαδικασίας είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους αυτού· σε περίπτωση υπάρξεως περισσοτέρων επισήμων γλωσσών, ο προσφεύγων έχει ευχέρεια επιλογής μεταξύ αυτών,

    β)

    κατόπιν κοινής αιτήσεως των διαδίκων είναι δυνατόν να επιτραπεί η πλήρης ή μερική χρήση μιας άλλης από τις γλώσσες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου,

    γ)

    κατόπιν αιτήσεως ενός διαδίκου και μετά από ακρόαση του αντιδίκου και του γενικού εισαγγελέα, είναι δυνατόν να επιτραπεί, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των περιπτώσεων α) και β), η πλήρης ή μερική χρήση μιας άλλης από τις γλώσσες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ως γλώσσας διαδικασίας· η αίτηση αυτή δεν δύναται να υποβληθεί από θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Στις περιπτώσεις του άρθρου 103 του παρόντος κανονισμού, γλώσσα διαδικασίας είναι η γλώσσα του εθνικού δικαιοδοτικού οργάνου που προσφεύγει στο Δικαστήριο. Κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως διαδίκου της κύριας δίκης, και μετά από ακρόαση του αντιδίκου της κύριας δίκης και του γενικού εισαγγελέα, μπορεί να επιτραπεί η χρήση μιας άλλης από τις γλώσσες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στην προφορική διαδικασία.

    Οι αποφάσεις σχετικά με τις προαναφερθείσες αιτήσεις δύνανται να ληφθούν από τον πρόεδρο. Ο πρόεδρος δύναται ή, στην περίπτωση που θέλει να κάμει δεκτή την αίτηση χωρίς τη συμφωνία όλων των διαδίκων, υποχρεούται να παραπέμψει το αίτημα στο Δικαστήριο.

    Η γλώσσα της διαδικασίας χρησιμοποιείται ιδίως στα υπομνήματα και τις αγορεύσεις των διαδίκων, στα συνημμένα στοιχεία και έγγραφα, καθώς και στα πρακτικά και στις αποφάσεις του Δικαστηρίου.

    Τα προσκομιζόμενα ή επισυναπτόμενα στοιχεία ή έγγραφα που έχουν συνταχθεί σε άλλη γλώσσα πρέπει να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα της διαδικασίας.

    Σε περίπτωση όμως μακροσκελών στοιχείων και εγγράφων, μπορούν να προσκομίζονται μεταφράσεις αποσπασμάτων. Πάντως το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως ενός των διαδίκων, εκτενέστερη ή πλήρη μετάφραση.

    Κατά παρέκκλιση από τις ανωτέρω διατάξεις, στα κράτη μέλη επιτρέπεται να χρησιμοποιούν την επίσημη γλώσσα τους, όταν παρεμβαίνουν σε διαφορά εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου ή όταν μετέχουν σε προδικαστική διαδικασία του άρθρου 103. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στα έγγραφα όσο και στις προφορικές δηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση η μετάφραση στη γλώσσα της διαδικασίας γίνεται με επιμέλεια του γραμματέα.

    Στα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτη, εκτός των κρατών μελών, καθώς και στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ μπορεί να επιτραπεί να χρησιμοποιήσουν μία από τις γλώσσες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, άλλη από τη γλώσσα της διαδικασίας, όταν παρεμβαίνουν σε διαφορά εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου ή όταν μετέχουν σε διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του άρθρου 23 του Οργανισμού. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στα έγγραφα όσο και στις προφορικές δηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση η μετάφραση στη γλώσσα της διαδικασίας γίνεται με επιμέλεια του γραμματέα.

    Στα τρίτα κράτη που μετέχουν σε διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 23, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού μπορεί να επιτραπεί να χρησιμοποιήσουν μία από τις γλώσσες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, άλλη από τη γλώσσα της διαδικασίας. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στα έγγραφα όσο και στις προφορικές δηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση η μετάφραση στη γλώσσα της διαδικασίας γίνεται με επιμέλεια του γραμματέα.

    Εφόσον οι μάρτυρες ή πραγματογνώμονες δηλώσουν ότι δεν μπορούν να εκφραστούν επαρκώς σε μια από τις γλώσσες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο τους επιτρέπει να διατυπώσουν τις καταθέσεις τους σε άλλη γλώσσα. Ο γραμματέας φροντίζει για τη μετάφραση στη γλώσσα της διαδικασίας.

    Είναι δυνατή η χρήση, εκτός από τη γλώσσα της διαδικασίας, μιας από τις γλώσσες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και τους προέδρους τμήματος για τη διεύθυνση της συζητήσεως, από τον εισηγητή δικαστή για την προκαταρκτική έκθεση και την έκθεση ακροατηρίου, από τους δικαστές και τους γενικούς εισαγγελείς όταν θέτουν ερωτήματα, και από τους τελευταίους για τις προτάσεις τους. Ο γραμματέας φροντίζει για τη μετάφραση στη γλώσσα της διαδικασίας.

    Άρθρο 30

    Αν ζητηθεί από δικαστή, τον γενικό εισαγγελέα ή διάδικο, ο γραμματέας φροντίζει για τη μετάφραση στις γλώσσες της επιλογής τους, από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του άρθρου 29, των προφορικώς ή εγγράφως αναπτυχθέντων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

    Οι δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου γίνονται στις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού αριθ. 1 του Συμβουλίου.

    Άρθρο 31

    Τα κείμενα που συντάσσονται στη γλώσσα της διαδικασίας ή, κατά περίπτωση, σε άλλη γλώσσα δυνάμει του άρθρου 29 του παρόντος κανονισμού είναι αυθεντικά.

    Κεφάλαιο 7

    ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ, ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

    Άρθρο 32

    Οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι που εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου ή ενώπιον δικαστικής αρχής που ενεργεί κατόπιν σχετικής εντολής του απολαύουν ασυλίας για όσα αναπτύσσουν προφορικώς ή εγγράφως σχετικά με την υπόθεση ή τους διαδίκους.

    Οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι απολαύουν επίσης των εξής προνομίων και διευκολύνσεων:

    α)

    τα σχετικά με τη διαδικασία έγγραφα δεν υπόκεινται σε έρευνα και κατάσχεση. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, τα τελωνειακά ή αστυνομικά όργανα μπορούν να σφραγίζουν τα εν λόγω έγγραφα, το οποία διαβιβάζονται αμέσως στο Δικαστήριο για εξακρίβωση παρουσία του γραμματέα και του ενδιαφερομένου·

    β)

    στους εκπροσώπους, συμβούλους και δικηγόρους χορηγείται το συνάλλαγμα που είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους·

    γ)

    οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι δεν υπόκεινται σε περιορισμούς στις μετακινήσεις τους, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

    Άρθρο 33

    Για να τύχουν των προνομίων, ασυλιών και διευκολύνσεων που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο, αποδεικνύουν προηγουμένως την ιδιότητά τους:

    α)

    οι εκπρόσωποι, με επίσημο έγγραφο που εκδίδεται από τον εντολέα τους, ο οποίος κοινοποιεί αμέσως αντίγραφο του εγγράφου αυτού στον γραμματέα·

    β)

    οι σύμβουλοι και οι δικηγόροι, με αποδεικτικό νομιμοποιήσεως που υπογράφεται από τον γραμματέα. Η ισχύς του περιορίζεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο μπορεί να παρατείνεται ή να συντέμνεται ανάλογα με τη διάρκεια της διαδικασίας.

    Άρθρο 34

    Τα προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 του παρόντος κανονισμού χορηγούνται αποκλειστικά για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης.

    Το Δικαστήριο μπορεί να αίρει την ασυλία, όταν εκτιμά ότι η άρση αυτή δεν παραβλάπτει την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης.

    Άρθρο 35

    Το Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η συμπεριφορά συμβούλου ή δικηγόρου ενώπιον του Δικαστηρίου ή δικαστικού λειτουργού είναι ασυμβίβαστη προς το κύρος του Δικαστηρίου ή προς τις απαιτήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης ή ότι ο σύμβουλος ή ο δικηγόρος αυτός κάνει χρήση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το λειτούργημά του για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους του έχουν παρασχεθεί, ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο. Αν το Δικαστήριο ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές στη δικαιοδοσία των οποίων εμπίπτει ο ενδιαφερόμενος, στον ενδιαφερόμενο διαβιβάζεται αντίγραφο του εγγράφου που εστάλη στις αρχές αυτές.

    Για τους ίδιους λόγους το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο και τον γενικό εισαγγελέα, να αποκλείσει, με διάταξη, τον ενδιαφερόμενο από τη διαδικασία. Η διάταξη αυτή είναι αμέσως εκτελεστή.

    Σε περίπτωση αποκλεισμού συμβούλου ή δικηγόρου, η πρόοδος της δίκης αναστέλλεται μέχρις ότου εκπνεύσει η προθεσμία που τάσσει ο πρόεδρος, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος διάδικος να διορίσει άλλο σύμβουλο ή δικηγόρο.

    Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε εκτέλεση των διατάξεων του παρόντος άρθρου μπορούν να ανακληθούν.

    Άρθρο 36

    Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται και στους καθηγητές που έχουν το δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Οργανισμού.

    ΤΙΤΛΟΣ 2

    ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    Κεφάλαιο 1

    ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    Άρθρο 37

    Το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου πρέπει να υπογράφεται από τον εκπρόσωπο ή τον δικηγόρο του διαδίκου.

    Το πρωτότυπο, συνοδευόμενο από όλα τα συνημμένα που αναφέρονται σ' αυτό, κατατίθεται με πέντε αντίγραφα για το Δικαστήριο και ισάριθμα προς τους διαδίκους αντίγραφα. Τα αντίγραφα επικυρώνονται από τον διάδικο που τα καταθέτει.

    Τα όργανα προσκομίζουν επίσης, εντός των προθεσμιών που τάσσει το Δικαστήριο, μεταφράσεις κάθε διαδικαστικού εγγράφου στις άλλες γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού αριθ. 1 του Συμβουλίου. Το τελευταίο εδάφιο της προηγουμένης παραγράφου έχει εφαρμογή.

    Τα διαδικαστικά έγγραφα χρονολογούνται. Για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά και μόνο η ημερομηνία καταθέσεως στη γραμματεία.

    Στα διαδικαστικά έγγραφα επισυνάπτεται φάκελος με τα στοιχεία και έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση συνοδευόμενος από κατάσταση των στοιχείων και εγγράφων αυτών.

    Αν, λόγω του όγκου ενός στοιχείου ή εγγράφου, στο διαδικαστικό έγγραφο επισυνάπτονται μόνον αποσπάσματα, κατατίθεται στη γραμματεία το στοιχείο ή έγγραφο αυτούσιο ή πλήρες αντίγραφό του.

    Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1 έως 5, για τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία το αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου ενός διαδικαστικού εγγράφου, περιλαμβανομένης και της καταστάσεως των στοιχείων και εγγράφων που αναφέρεται στην παράγραφο 4, περιέρχεται στη γραμματεία με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας διαθέτει το Δικαστήριο, υπό τον όρον ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου, συνοδευόμενο από τα συνημμένα και τα αντίγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, κατατίθεται στη γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την εν λόγω ημερομηνία. Το άρθρο 81, παράγραφος 2, δεν έχει εφαρμογή στη δεκαήμερη αυτή προθεσμία.

    Με την επιφύλαξη των διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 και των παραγράφων 2 έως 5, το Δικαστήριο μπορεί, με απόφαση, να ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα διαδικαστικό έγγραφο ηλεκτρονικώς διαβιβαζόμενο στην γραμματεία του λογίζεται ως το πρωτότυπο του εγγράφου αυτού. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 38

    Το δικόγραφο της προσφυγής που αναφέρεται στο άρθρο 21 του Οργανισμού περιέχει:

    α)

    το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του προσφεύγοντος·

    β)

    το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του προσφεύγοντος·

    γ)

    το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση·

    δ)

    τα αιτήματα του προσφεύγοντος·

    ε)

    ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

    Για τους σκοπούς της διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει προσδιορισμό τόπου επιδόσεων στην έδρα του Δικαστηρίου. Αναφέρει επίσης το όνομα του αντικλήτου.

    Αντί ή επιπλέον του προσδιορισμού τόπου επιδόσεων που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, το δικόγραφο της προσφυγής μπορεί να διευκρινίζει ότι ο δικηγόρος ή ο εκπρόσωπος αποδέχεται τη διενέργεια επιδόσεων με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας.

    Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, όλες οι επιδόσεις για τους σκοπούς της διαδικασίας προς τον ενδιαφερόμενο διάδικο, επί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη αυτή, πραγματοποιούνται με συστημένη ταχυδρομική επιστολή προς τον εκπρόσωπο ή τον δικηγόρο του διαδίκου. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 79, παράγραφος 1, ως νομότυπη επίδοση λογίζεται στην περίπτωση αυτή η κατάθεση του συστημένου εγγράφου στο ταχυδρομείο του τόπου όπου εδρεύει το Δικαστήριο.

    Ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να καταθέσει στη γραμματεία αποδεικτικό νομιμοποιήσεώς του που να βεβαιώνει ότι έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλομένου στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτους.

    Το δικόγραφο της προσφυγής συνοδεύεται, όπου απαιτείται, από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού.

    Αν ο προσφεύγων είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, επισυνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής του:

    α)

    το καταστατικό του ή πρόσφατο απόσπασμα του βιβλίου των εμπορικών εταιριών ή πρόσφατο απόσπασμα του βιβλίου των σωματείων ή κάθε άλλο στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη του νομικού προσώπου·

    β)

    αποδεικτικό ότι η εντολή προς τον δικηγόρο δόθηκε προσηκόντως από εκπρόσωπό του εξουσιοδοτημένο προς τούτο

    Οι προσφυγές που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 273 ΣΛΕΕ συνοδεύονται από αντίγραφο της συμφωνίας περί διαιτησίας μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

    Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 3 έως 6 του παρόντος άρθρου, ο γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής ή για την προσκόμιση των στοιχείων που αναφέρονται ανωτέρω. Εφόσον εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί δεν γίνει η τακτοποίηση ή δεν προσκομιστούν τα στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, αν η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.

    Άρθρο 39

    Το δικόγραφο της προσφυγής επιδίδεται στον καθού. Στην περίπτωση της παραγράφου 7 του προηγουμένου άρθρου, η επίδοση γίνεται μετά την τακτοποίηση ή μόλις το Δικαστήριο κρίνει την προσφυγή παραδεκτή ενόψει των τυπικών προϋποθέσεων που απαριθμούνται στο προηγούμενο άρθρο.

    Άρθρο 40

    Εντός μηνός από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής, ο καθού καταθέτει υπόμνημα αντικρούσεως. Το υπόμνημα αυτό περιέχει:

    α)

    το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του καθού·

    β)

    τα προβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα·

    γ)

    τα αιτήματα του καθού·

    δ)

    τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

    Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 5 του άρθρου 38 του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή.

    Η προθεσμία που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο μπορεί να παραταθεί από τον πρόεδρο κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του καθού.

    Άρθρο 41

    Η προσφυγή και το υπόμνημα αντικρούσεως μπορούν να συμπληρωθούν από υπόμνημα απαντήσεως του προσφεύγοντος και από υπόμνημα ανταπαντήσεως του καθού.

    Ο πρόεδρος τάσσει τις προθεσμίες καταθέσεως των δικογράφων αυτών.

    Άρθρο 42

    Οι διάδικοι μπορούν προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους να προτείνουν με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως αποδεικτικά μέσα. Οι διάδικοι αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων.

    Κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

    Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προβάλει ο διάδικος νέο ισχυρισμό κατά τους όρους του προηγουμένου εδαφίου, ο πρόεδρος μπορεί, μετά την εκπνοή των συνήθων δικονομικών προθεσμιών, βάσει εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακουστεί ο γενικός εισαγγελέας, να χορηγήσει στον αντίδικο προθεσμία για να απαντήσει.

    Το Δικαστήριο επιφυλάσσει την κρίση του για το παραδεκτό του ισχυρισμού στην οριστική του απόφαση.

    Άρθρο 43

    Αν έχει ήδη γίνει η κατανομή των υποθέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, ο πρόεδρος, αφού ακούσει τους διαδίκους και τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να διατάξει τη συνεκδίκαση, λόγω συναφείας, περισσοτέρων υποθέσεων που αφορούν το ίδιο αντικείμενο, προς διευκόλυνση της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας ή προς έκδοση κοινής αποφάσεως που τερματίζει τη δίκη. Μπορεί πάντως να διατάξει εκ νέου τον χωρισμό. Ο πρόεδρος μπορεί να φέρει τα ζητήματα αυτά ενώπιον του Δικαστηρίου.

    Κεφάλαιο 1α

    ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥΣ

    Άρθρο 44

    Ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία ο εισηγητής δικαστής πρέπει να υποβάλει στη διοικητική ολομέλεια του Δικαστηρίου την προκαταρκτική έκθεση, αναλόγως της περιπτώσεως,

    α)

    μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως,

    β)

    αν το υπόμνημα απαντήσεως ή ανταπαντήσεως δεν κατατεθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας του άρθρου 41, παράγραφος 2,

    γ)

    αν ο ενδιαφερόμενος διάδικος δηλώσει ότι παραιτείται από το δικαίωμα να υποβάλει υπόμνημα απαντήσεως ή ανταπαντήσεως,

    δ)

    σε περίπτωση εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας του άρθρου 62α, εφόσον ο πρόεδρος καθορίσει την ημερομηνία της συνεδριάσεως.

    Στην προκαταρκτική έκθεση διατυπώνονται προτάσεις περί του αν η υπόθεση απαιτεί τη διεξαγωγή αποδείξεων ή άλλες προπαρασκευαστικές ενέργειες, καθώς και σχετικά με τον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση. Στην έκθεση διατυπώνεται επίσης και η πρόταση του εισηγητή δικαστή ως προς το ενδεχόμενο να παραλειφθούν οι αγορεύσεις των διαδίκων σύμφωνα με το άρθρο 44α καθώς και ως προς το ενδεχόμενο να παραλειφθούν οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα κατ' εφαρμογή του άρθρου 20, πέμπτο εδάφιο, του Οργανισμού.

    Το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, αποφασίζει επί των προτάσεων του εισηγητή δικαστή.

    Το Δικαστήριο παραπέμπει ενώπιον των πενταμελών ή των τριμελών τμημάτων κάθε υπόθεση που έχει αχθεί ενώπιόν του, εφόσον η δυσχέρεια ή η σημασία της υποθέσεως ή ιδιαίτερες περιστάσεις δεν απαιτούν την παραπομπή της ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως.

    Πάντως, η παραπομπή μιας υποθέσεως ενώπιον πενταμελούς ή τριμελούς τμήματος δεν επιτρέπεται όταν ένα κράτος μέλος ή όργανο της Ένωσης, που είναι διάδικος, ζητήσει την εκδίκαση της υποθέσεως από το τμήμα μείζονος συνθέσεως. Ως διάδικος νοείται, κατά την παρούσα διάταξη, κάθε κράτος μέλος ή όργανο που είναι κύριος διάδικος ή παρεμβαίνων στη δίκη ή που κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις σε διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του άρθρου 103. Αίτηση υπό την έννοια του παρόντος εδαφίου δεν είναι δυνατή στις διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων τους.

    Το Δικαστήριο συνεδριάζει εν ολομελεία όταν επιλαμβάνεται υποθέσεως κατ' εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 16, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού. Μπορεί να παραπέμψει μια υπόθεση στην ολομέλεια όταν, σύμφωνα με το άρθρο 16, πέμπτο εδάφιο, του Οργανισμού, εκτιμά ότι η υπόθεση είναι εξαιρετικής σημασίας.

    Ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί μια υπόθεση μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο ώστε να ανατεθεί σε μεγαλύτερο σχηματισμό.

    Αν έχει αποφασιστεί η διεξαγωγή αποδείξεων, ο δικαστικός σχηματισμός, αν δεν προβεί ο ίδιος στη διεξαγωγή τους, μπορεί να την αναθέσει στον εισηγητή δικαστή.

    Αν ο δικαστικός σχηματισμός προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς διεξαγωγή αποδείξεων, ο πρόεδρός του ορίζει την ημερομηνία ενάρξεώς της.

    Άρθρο 44α

    Υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, ενώπιον του Δικαστηρίου διεξάγεται και προφορική διαδικασία. Εντούτοις, το Δικαστήριο, μετά την υποβολή των υπομνημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 40, παράγραφος 1, και, αν συντρέχει περίπτωση, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα και αν κανείς από τους διαδίκους δεν έχει υποβάλει αίτημα με το οποίο να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να ακουσθεί, μπορεί να αποφασίσει άλλως. Το αίτημα υποβάλλεται εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση στον διάδικο του εγγράφου γνωστοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον πρόεδρο.

    Κεφάλαιο 2

    ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

    Τμήμα 1 – Αποδεικτικά μέσα

    Άρθρο 45

    Το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, εκδίδει διάταξη που καθορίζει τα αποδεικτικά μέσα και τα θέματα αποδείξεως. Το Δικαστήριο, πριν αποφασίσει τη διεξαγωγή αποδείξεων με τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στην παράγραφο 2, στοιχεία γ', δ' και ε', ακούει τους διαδίκους.

    Η διάταξη επιδίδεται στους διαδίκους.

    Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 24 και 25 του Οργανισμού, στα αποδεικτικά μέσα περιλαμβάνονται:

    α)

    η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων·

    β)

    η αίτηση παροχής πληροφοριών και η προσκόμιση εγγράφων·

    γ)

    η εξέταση μαρτύρων·

    δ)

    η πραγματογνωμοσύνη·

    ε)

    η αυτοψία.

    Ο γενικός εισαγγελέας μετέχει στη διεξαγωγή των αποδείξεων.

    Ανταπόδειξη και περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων είναι δυνατή.

    Άρθρο 46

    Οι διάδικοι μπορούν να παρίστανται κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων.

    Τμήμα 2 – Εξέταση μαρτύρων, γνωμοδότηση πραγματογνωμόνων και κλήτευσή τους

    Άρθρο 47

    Το Δικαστήριο διατάσσει είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων την απόδειξη ορισμένων πραγματικών περιστατικών με μάρτυρες, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα. Η διάταξη του Δικαστηρίου καθορίζει τα πραγματικά περιστατικά που πρέπει να αποδειχθούν.

    Οι μάρτυρες κλητεύονται από το Δικαστήριο είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή του γενικού εισαγγελέα.

    Στην αίτηση του διαδίκου για την εξέταση μάρτυρα αναφέρονται με ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία πρέπει να εξεταστεί ο μάρτυρας και οι λόγοι που δικαιολογούν την εξέτασή του.

    Οι μάρτυρες, των οποίων η εξέταση κρίνεται αναγκαία, κλητεύονται με διάταξη του Δικαστηρίου που περιλαμβάνει:

    α)

    επώνυμο, όνομα, ιδιότητα και διεύθυνση των μαρτύρων·

    β)

    τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες·

    γ)

    ενδεχομένως, μνεία των μέτρων που έλαβε το Δικαστήριο για την καταβολή των εξόδων των μαρτύρων, καθώς και των ποινών που επιβάλλονται στους λιπομάρτυρες.

    Η διάταξη αυτή επιδίδεται στους διαδίκους και στους μάρτυρες.

    Το Δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει την κλήτευση των μαρτύρων, των οποίων η εξέταση ζητείται από τους διαδίκους, από την κατάθεση προκαταβολής στο ταμείο του Δικαστηρίου για την κάλυψη των προβλεπομένων εξόδων· το ποσό της καθορίζεται από το Δικαστήριο.

    Το ταμείο του Δικαστηρίου προκαταβάλλει τα αναγκαία ποσά για την εξέταση των μαρτύρων που κλητεύονται αυτεπαγγέλτως.

    Μετά την εξακρίβωση της ταυτότητας των μαρτύρων, ο πρόεδρος τους ανακοινώνει ότι θα πρέπει να βεβαιώσουν τις καταθέσεις τους με τον τρόπο που ορίζεται από τον παρόντα κανονισμό.

    Οι μάρτυρες εξετάζονται από το Δικαστήριο, αφού κληθούν οι διάδικοι. Μετά την κατάθεση, ο πρόεδρος μπορεί, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, να θέσει ερωτήσεις στους μάρτυρες.

    Την ίδια ευχέρεια έχει κάθε δικαστής και ο γενικός εισαγγελέας.

    Ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει στους πληρεξουσίους των διαδίκων να θέσουν ερωτήσεις στους μάρτυρες.

    Μετά την κατάθεσή του, ο μάρτυρας δίνει τον ακόλουθο όρκο:

    «Ορκίζομαι ότι είπα την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.»

    Το Δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τους διαδίκους, να απαλλάξει τον μάρτυρα από την όρκιση.

    Ο γραμματέας συντάσσει πρακτικά των καταθέσεων των μαρτύρων.

    Τα πρακτικά υπογράφονται από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί η εξέταση του μάρτυρα, καθώς και από τον γραμματέα. Πριν από τις υπογραφές αυτές, παρέχεται η δυνατότητα στον μάρτυρα να ελέγξει το περιεχόμενο των πρακτικών και να τα υπογράψει.

    Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο.

    Άρθρο 48

    Οι μάρτυρες, των οποίων η κλήτευση έγινε προσηκόντως, οφείλουν, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση, να εμφανιστούν στο ακροατήριο.

    Αν ένας μάρτυρας, του οποίου η κλήτευση έγινε προσηκόντως, δεν εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει χρηματική κύρωση μέχρι 5 000 ευρώ (2) και να διατάξει νέα κλήτευσή του με έξοδα του μάρτυρα.

    Η ίδια κύρωση μπορεί να επιβληθεί σε μάρτυρα που αρνείται, χωρίς νόμιμη αιτία, να καταθέσει, να ορκιστεί ή να προβεί ενδεχομένως στην επίσημη διαβεβαίωση που επέχει θέση όρκου.

    Ο μάρτυρας μπορεί, εφόσον προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου βάσιμη δικαιολογία, να απαλλαγεί από τη χρηματική κύρωση που του επιβλήθηκε. Η επιβληθείσα χρηματική κύρωση μπορεί να μειωθεί κατόπιν αιτήσεως του μάρτυρα, εφόσον αυτός αποδείξει ότι η κύρωση είναι δυσανάλογη προς τα εισοδήματά του.

    Η αναγκαστική εκτέλεση των κυρώσεων ή μέτρων που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου χωρεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 280 και 299 ΣΛΕΕ και 164 ΣΕΚΑΕ.

    Άρθρο 49

    Το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη. Η Διάταξη που διορίζει τον πραγματογνώμονα προσδιορίζει το έργο του και του τάσσει προθεσμία για την υποβολή της εκθέσεώς του.

    Ο πραγματογνώμονας παραλαμβάνει αντίγραφο της Διατάξεως, καθώς και όλα τα αναγκαία στοιχεία για το έργο του. Υπόκειται στον έλεγχο του εισηγητή δικαστή, ο οποίος μπορεί να παρίσταται στη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και ενημερώνεται για την πορεία των εργασιών του πραγματογνώμονα.

    Το Δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τους διαδίκους ή από έναν από αυτούς την κατάθεση προκαταβολής για την κάλυψη των εξόδων της πραγματογνωμοσύνης.

    Κατόπιν αιτήσεως του πραγματογνώμονα, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει εξέταση μαρτύρων, οι οποίοι εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του παρόντος κανονισμού.

    Ο πραγματογνώμονας γνωμοδοτεί μόνο στα θέματα εκείνα που του υποβλήθηκαν ρητώς.

    Μετά την υποβολή της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει να ακουστεί ο πραγματογνώμονας αφού κληθούν οι διάδικοι.

    Ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει στους πληρεξουσίους των διαδίκων να θέσουν ερωτήσεις στον πραγματογνώμονα.

    Μετά την υποβολή της εκθέσεως, ο πραγματογνώμονας δίνει ενώπιον του Δικαστηρίου τον ακόλουθο όρκο:

    «Ορκίζομαι ότι περάτωσα το έργο μου με ευσυνειδησία και απόλυτη αμεροληψία.»

    Το Δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τους διαδίκους, να απαλλάξει τον πραγματογνώμονα από την όρκιση.

    Άρθρο 50

    Αν ένας διάδικος ζητήσει την εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα για ανικανότητα, ανεπιτηδειότητα ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ή αν ένας μάρτυρας ή πραγματογνώμονας αρνηθεί να καταθέσει, να ορκιστεί ή να προβεί στην επίσημη διαβεβαίωση που επέχει θέση όρκου, το Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά.

    Η εξαίρεση του μάρτυρα ή του πραγματογνώμονα προτείνεται εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της Διατάξεως με την οποία κλητεύεται ο μάρτυρας ή διορίζεται ο πραγματογνώμονας. Η αίτηση εξαιρέσεως περιέχει τους σχετικούς λόγους, καθώς και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

    Άρθρο 51

    Στους μάρτυρες και πραγματογνώμονες καταβάλλονται τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής τους. Προκαταβολή για την κάλυψη των εξόδων αυτών μπορεί να τους χορηγηθεί από το ταμείο του Δικαστηρίου.

    Στους μάρτυρες χορηγείται αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη και στους πραγματογνώμονες αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Η ανωτέρω αποζημίωση ή αμοιβή καταβάλλεται από το ταμείο του Δικαστηρίου στους μάρτυρες και πραγματογνώμονες μετά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

    Άρθρο 52

    Το Δικαστήριο μπορεί κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως να ζητήσει από άλλες αρχές την εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων σύμφωνα με τους όρους που θα καθοριστούν με τον κανονισμό που προβλέπεται στο άρθρο 125 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 53

    Ο γραμματέας τηρεί τα πρακτικά κάθε συνεδριάσεως. Τα πρακτικά αυτά υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα. Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο.

    Οι διάδικοι μπορούν να λαμβάνουν γνώση στη γραμματεία όλων των πρακτικών, καθώς και της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης και να παίρνουν αντίγραφα με δικά τους έξοδα.

    Τμήμα 3 – Περάτωση της αποδεικτικής διαδικασίας

    Άρθρο 54

    Ο πρόεδρος, μετά τη συμπλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας, ορίζει ημερομηνία ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, εκτός αν το Δικαστήριο τάξει προθεσμία στους διαδίκους για υποβολή γραπτών παρατηρήσεων.

    Αν χορηγήθηκε προθεσμία για την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων, ο πρόεδρος ορίζει την ημερομηνία ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας μετά τη λήξη της προθεσμίας.

    Τμήμα 4 – Προπαρασκευαστικές ενέργειες

    Άρθρο 54α

    Ο εισηγητής δικαστής και ο γενικός εισαγγελέας μπορούν να ζητήσουν από τους διαδίκους να υποβάλουν, εντός οριζόμενης προθεσμίας, όλα τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, καθώς και όλα τα έγγραφα ή τα στοιχεία που κρίνουν ότι είναι σχετικά. Οι απαντήσεις και τα προσκομιζόμενα έγγραφα γνωστοποιούνται στους λοιπούς διαδίκους.

    Κεφάλαιο 3

    ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    Άρθρο 55

    Υπό την επιφύλαξη της προτεραιότητας των αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 85 του παρόντος κανονισμού, το Δικαστήριο επιλαμβάνεται των εκκρεμών υποθέσεων κατά τη σειρά της περατώσεως της αποδεικτικής διαδικασίας. Μεταξύ περισσοτέρων υποθέσεων, των οποίων η αποδεικτική διαδικασία τελειώνει ταυτόχρονα, η σειρά προσδιορίζεται από την ημερομηνία εγγραφής τους στο πρωτόκολλο.

    Ο πρόεδρος μπορεί, λόγω ιδιαιτέρων περιστάσεων, να αποφασίσει την εκδίκαση μιας υποθέσεως κατά προτεραιότητα.

    Ο πρόεδρος, αφού ακούσει τους διαδίκους και τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί, λόγω ιδιαιτέρων περιστάσεων, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, να αποφασίσει να αναβάλει την εκδίκαση μιας υποθέσεως. Αν οι διάδικοι ζητήσουν από κοινού την αναβολή της εκδικάσεως, ο πρόεδρος μπορεί να διατάξει αυτή την αναβολή.

    Άρθρο 56

    Ο πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη των συζητήσεων, τις διευθύνει και φροντίζει για την ευταξία στο ακροατήριο.

    Η απόφαση για διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών συνεπάγεται απαγόρευση της δημοσιεύσεως των συζητήσεων.

    Άρθρο 57

    Ο πρόεδρος μπορεί κατά τη διάρκεια των συζητήσεων να θέτει ερωτήσεις στους εκπροσώπους, συμβούλους ή δικηγόρους των διαδίκων.

    Την ίδια ευχέρεια έχει και κάθε δικαστής, καθώς και ο γενικός εισαγγελέας.

    Άρθρο 58

    Οι διάδικοι μπορούν να αναπτύσσουν τους ισχυρισμούς τους μόνο μέσω του εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου τους.

    Άρθρο 59

    Ο γενικός εισαγγελέας αναπτύσσει προφορικά τις αιτιολογημένες προτάσεις του πριν από τη λήξη της προφορικής διαδικασίας.

    Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, ο πρόεδρος κηρύσσει τη λήξη της προφορικής διαδικασίας.

    Άρθρο 60

    Το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε, σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 1, να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων ή την επανάληψη και τη συμπλήρωσή τους. Τις ανωτέρω ενέργειες μπορεί να αναθέσει στον εισηγητή δικαστή.

    Άρθρο 61

    Το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

    Άρθρο 62

    Ο γραμματέας τηρεί τα πρακτικά κάθε συνεδριάσεως. Τα πρακτικά αυτά υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα. Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο.

    Οι διάδικοι μπορούν να λαμβάνουν γνώση στη γραμματεία όλων των πρακτικών και να παίρνουν αντίγραφα με δικά τους έξοδα.

    Κεφάλαιο 3α

    ΤΑΧΕΙΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

    Άρθρο 62α

    Κατόπιν αιτήσεως είτε του προσφεύγοντος είτε του καθού, ο πρόεδρος μπορεί, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει κατ' εξαίρεση την εκδίκαση μιας υποθέσεως με ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, όταν ο ιδιαιτέρως επείγων χαρακτήρας της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν.

    Η αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο κατά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής ή του υπομνήματος αντικρούσεως αντίστοιχα.

    Σε περίπτωση εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα αντικρούσεως δεν μπορούν να συμπληρωθούν με υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως παρά μόνον αν ο πρόεδρος το κρίνει αναγκαίο.

    Ο παρεμβαίνων δεν μπορεί να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως παρά μόνον αν ο πρόεδρος το κρίνει αναγκαίο.

    Αφού κατατεθεί το υπόμνημα αντικρούσεως ή, αν η απόφαση περί εκδικάσεως υποθέσεως με την ταχεία διαδικασία ληφθεί μετά την κατάθεση του υπομνήματος αυτού, αφού ληφθεί αυτή η απόφαση, ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως η οποία ανακοινώνεται αμέσως στους διαδίκους. Ο πρόεδρος μπορεί να αναβάλει τη συνεδρίαση όταν επιβάλλεται η διεξαγωγή αποδείξεων ή άλλων προπαρασκευαστικών ενεργειών.

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 42, οι διάδικοι μπορούν να συμπληρώσουν τα επιχειρήματά τους και να προτείνουν αποδεικτικά μέσα κατά την προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων.

    Το Δικαστήριο αποφασίζει αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα.

    Κεφάλαιο 4

    ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

    Άρθρο 63

    Η απόφαση περιέχει:

    μνεία ότι εκδίδεται από το Δικαστήριο,

    την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της,

    τα ονοματεπώνυμα του προέδρου και των δικαστών που μετέσχον στην έκδοσή της,

    το ονοματεπώνυμο του γενικού εισαγγελέα,

    το ονοματεπώνυμο του γραμματέα,

    τον προσδιορισμό των διαδίκων,

    τα ονοματεπώνυμα των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων των διαδίκων,

    τα αιτήματα των διαδίκων,

    μνεία ότι το Δικαστήριο άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

    συνοπτική έκθεση των περιστατικών,

    το σκεπτικό,

    το διατακτικό, το οποίο περιλαμβάνει και τη διάταξη για τα δικαστικά έξοδα.

    Άρθρο 64

    Η απόφαση δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση, αφού κληθούν οι διάδικοι.

    Το πρωτότυπο της αποφάσεως, υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο, τους δικαστές που μετέσχον στη διάσκεψη και τον γραμματέα, σφραγίζεται και κατατίθεται στη γραμματεία. Στους διαδίκους επιδίδεται κεκυρωμένο αντίγραφο.

    Ο γραμματέας αναγράφει στο πρωτότυπο της αποφάσεως την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της.

    Άρθρο 65

    Η απόφαση αποκτά ισχύ από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της.

    Άρθρο 66

    Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί ερμηνείας των αποφάσεων, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, εφόσον η αίτηση αυτή υποβληθεί εντός δύο εβδομάδων από τη δημοσίευση της αποφάσεως, τη διόρθωση γραφικών ή λογιστικών λαθών ή προφανών ανακριβειών.

    Οι διάδικοι, αφού ειδοποιηθούν προσηκόντως από τον γραμματέα, μπορούν να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον πρόεδρο.

    Το Δικαστήριο αποφασίζει εν συμβουλίω αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα.

    Το πρωτότυπο της Διατάξεως περί διορθώσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αποφάσεως που διορθώνεται. Σημείωση της Διατάξεως αυτής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της αποφάσεως που διορθώνεται.

    Άρθρο 67

    Αν το Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί είτε ως προς ένα μεμονωμένο σημείο των αιτημάτων είτε ως προς τα δικαστικά έξοδα, ο ενδιαφερόμενος διάδικος υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο εντός μηνός από την επίδοση της αποφάσεως.

    Η αίτηση επιδίδεται στον αντίδικο, στον οποίο ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία για την υποβολή των γραπτών παρατηρήσεών του.

    Μετά την υποβολή των παρατηρήσεων αυτών, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, αποφασίζει τόσο για το παραδεκτό όσο και για το βάσιμο του αιτήματος.

    Άρθρο 68

    Με φροντίδα του γραμματέα εκδίδεται συλλογή της νομολογίας του Δικαστηρίου.

    Κεφάλαιο 5

    ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ

    Άρθρο 69

    Απόφαση για τα έξοδα λαμβάνεται με την απόφαση ή τη Διάταξη που περατώνει τη δίκη.

    Ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    Όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων.

    Το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

    Το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμα και τον νικήσαντα διάδικο στην καταβολή των εξόδων στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί ο αντίδικός του, αν κρίνει ότι τα έξοδα αυτά προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

    Τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

    Ομοίως, τα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτη, εκτός των κρατών μελών, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, όταν παρεμβαίνουν στη δίκη.

    Το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στα προηγούμενα εδάφια, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Ο παραιτούμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον ο αντίδικος διατύπωσε σχετικό αίτημα με τις παρατηρήσεις του επί της παραιτήσεως. Ωστόσο, κατόπιν αιτήσεως του παραιτουμένου διαδίκου, καταδικάζεται στα έξοδα ο αντίδικος, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του.

    Σε περίπτωση συμφωνίας των διαδίκων ως προς τα έξοδα, λαμβάνεται απόφαση κατά τη συμφωνία.

    Εν απουσία αιτημάτων ως προς τα δικαστικά έξοδα, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του.

    Σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

    Άρθρο 70

    Στις διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 69, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 71

    Τα έξοδα στα οποία υποχρεώθηκε να υποβληθεί ο διάδικος για την αναγκαστική εκτέλεση καταβάλλονται από τον αντίδικο, σύμφωνα με τον κανονισμό τελών που ισχύει στο κράτος στο οποίο διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση.

    Άρθρο 72

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου χωρεί δωρεάν, υπό την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων:

    α)

    αν το Δικαστήριο υποβλήθηκε σε έξοδα που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, μπορεί, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να καταδικάσει τον διάδικο που τα προκάλεσε στην πληρωμή τους·

    β)

    τα έξοδα για τις αντιγραφικές και μεταφραστικές εργασίες που έγιναν κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, αν θεωρηθούν από τον γραμματέα ως υπερβολικά, καταβάλλονται από τον διάδικο αυτόν σύμφωνα με τον κανονισμό τελών που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 16 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 73

    Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγουμένου άρθρου, θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν:

    α)

    τα ποσά που οφείλονται στους μάρτυρες και πραγματογνώμονες δυνάμει του άρθρου 51 του παρόντος κανονισμού·

    β)

    τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων.

    Άρθρο 74

    Αν γεννηθεί αμφισβήτηση σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, ο δικαστικός σχηματισμός στον οποίο είχε παραπεμφθεί η υπόθεση αποφαίνεται με Διάταξη, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου και αφού ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του και ο γενικός εισαγγελέας αναπτύξει τις προτάσεις του.

    Οι διάδικοι μπορούν, προκειμένου να χωρήσει εκτέλεση, να ζητήσουν κεκυρωμένο αντίγραφο της Διατάξεως αυτής.

    Άρθρο 75

    Το ταμείο του Δικαστηρίου και οι οφειλέτες του διενεργούν τις πληρωμές τους σε ευρώ.

    Αν τα προς απόδοση έξοδα έγιναν σε άλλο νόμισμα και όχι σε ευρώ ή οι πράξεις που συνεπάγονται αποζημίωση έγιναν σε χώρα η οποία δεν έχει το ευρώ ως νόμισμά της, η μετατροπή των νομισμάτων γίνεται σύμφωνα με την επίσημη τιμή συναλλάγματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της ημέρας της πληρωμής.

    Κεφάλαιο 6

    ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ ΠΕΝΙΑΣ

    Άρθρο 76

    Αν ο διάδικος βρίσκεται σε αδυναμία να αντιμετωπίσει το σύνολο ή μέρος των εξόδων της δίκης, μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει την παροχή του ευεργετήματος πενίας.

    Η αίτηση συνοδεύεται από κάθε στοιχείο που αποδεικνύει ότι ο αιτών είναι άπορος, ιδίως δε από πιστοποιητικό απορίας της αρμόδιας αρχής.

    Η αίτηση περιέχει συνοπτική έκθεση του αντικειμένου της προσφυγής, αν υποβάλλεται πριν από την προσφυγή που ο αιτών προτίθεται να ασκήσει.

    Η αίτηση δεν απαιτεί σύμπραξη δικηγόρου.

    Ο πρόεδρος ορίζει τον εισηγητή δικαστή. Το Δικαστήριο παραπέμπει την αίτηση, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, σε δικαστικό σχηματισμό, ο οποίος αποφασίζει για την ολική ή μερική παροχή του ευεργετήματος πενίας ή για τη μη παροχή του. Εξετάζει επίσης μήπως η αίτηση παροχής έννομης προστασίας είναι προδήλως αβάσιμη.

    Ο δικαστικός σχηματισμός αποφασίζει με διάταξη. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής αρνήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας, η διάταξη περιέχει αιτιολόγηση της αρνήσεως.

    Ο δικαστικός σχηματσμός μπορεί οποτεδήποτε, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως, να ανακαλέσει το ευεργέτημα πενίας αν οι συνθήκες που οδήγησαν στην παροχή του μεταβληθούν κατά τη διάρκεια της δίκης.

    Σε περίπτωση παροχής του ευεργετήματος πενίας το ταμείο του Δικαστηρίου προκαταβάλλει τα έξοδα.

    Η απόφαση που περιέχει διάταξη για τα δικαστικά έξοδα μπορεί να περιέχει και διάταξη να αφαιρεθούν από αυτά, υπέρ του ταμείου του Δικαστηρίου, τα ποσά που προκαταβλήθηκαν από αυτό λόγω του ευεργετήματος πενίας.

    Ο γραμματέας φροντίζει για την είσπραξη των ποσών αυτών από τον διάδικο που καταδικάστηκε στην καταβολή τους.

    Κεφάλαιο 7

    ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

    Άρθρο 77

    Αν, προτού το Δικαστήριο εκδώσει την απόφασή του, οι διάδικοι συμφωνήσουν στη λύση της διαφοράς και γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο ότι παραιτούνται από κάθε αξίωση, ο πρόεδρος διατάσσει τη διαγραφή της υποθέσεως από το πρωτόκολλο και αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69, παράγραφος 5, λαμβάνοντας, ενδεχομένως, υπόψη τις σχετικές προτάσεις των διαδίκων.

    Η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στις προσφυγές που προβλέπονται από τα άρθρα 263 και 265 ΣΛΕΕ.

    Άρθρο 78

    Αν ο προσφεύγων γνωστοποιήσει εγγράφως στο Δικαστήριο ότι παραιτείται από τη δίκη, ο πρόεδρος διατάσσει τη διαγραφή της υποθέσεως από το πρωτόκολλο και αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 5.

    Κεφάλαιο 8

    ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

    Άρθρο 79

    Οι επιδόσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό γίνονται με φροντίδα του γραμματέα προς τον αντίκλητο του παραλήπτη, είτε με συστημένη ταχυδρομική αποστολή, έναντι αποδείξεως παραλαβής, ενός αντιγράφου του προς επίδοση εγγράφου είτε με παράδοση έναντι αποδεικτικού.

    Τα επιδιδόμενα αντίγραφα συντάσσονται και επικυρώνονται από τον γραμματέα, εκτός αν προέρχονται από τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 1, του παρόντος κανονισμού.

    Οσάκις, σύμφωνα με το άρθρο 38, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ο παραλήπτης δέχεται την διενέργεια επιδόσεων με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας, η επίδοση κάθε διαδικαστικού εγγράφου, με εξαίρεση τις αποφάσεις και τις διατάξεις του Δικαστηρίου, μπορεί να γίνει με διαβίβαση αντιγράφου του εγγράφου με το μέσο αυτό.

    Αν, για τεχνικούς λόγους ή λόγω της φύσεως ή του όγκου του εγγράφου, η διαβίβαση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, το έγγραφο επιδίδεται, ελλείψει διορισμού αντικλήτου του παραλήπτη, στη διεύθυνση του παραλήπτη κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1. Ο παραλήπτης ειδοποιείται με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι επιδόθηκε στον παραλήπτη συστημένη ταχυδρομική επιστολή τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεσή της στο ταχυδρομείο του τόπου της έδρας του Δικαστηρίου, εκτός αν αποδεικνύεται με την απόδειξη παραλαβής ότι η παραλαβή έγινε σε άλλη ημερομηνία ή αν ο παραλήπτης πληροφορήσει τον γραμματέα, εντός τριών εβδομάδων από της ειδοποιήσεως με τηλεομοιοτυπία ή με άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας, ότι η επίδοση δεν πραγματοποιήθηκε.

    Κεφάλαιο 9

    ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

    Άρθρο 80

    Οι δικονομικές προθεσμίες που προβλέπονται από τις Συνθήκες, τον Οργανισμό και τον παρόντα κανονισμό υπολογίζονται ως ακολούθως:

    α)

    όταν αφετηρία προθεσμίας προσδιοριζόμενης σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη αποτελεί ο χρόνος επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως, η ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα το γεγονός ή διενεργείται η πράξη δεν υπολογίζεται στην προθεσμία·

    β)

    οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν με την παρέλευση της ημέρας της τελευταίας εβδομάδας, του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους, η οποία φέρει το ίδιο όνομα ή την ίδια ημερομηνία με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός ή διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. Όταν, σε προθεσμία προσδιοριζόμενη σε μήνες ή έτη, δεν υπάρχει, στον τελευταίο μήνα, ημερομηνία αντίστοιχη της ημερομηνίας αφετηρίας της προθεσμίας, η προθεσμία λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του μήνα αυτού·

    γ)

    στην περίπτωση προθεσμιών που προσδιορίζονται σε μήνες και ημέρες, κατά πρώτον υπολογίζονται οι πλήρεις μήνες και κατόπιν οι ημέρες·

    δ)

    στις προθεσμίες συνυπολογίζονται οι κατά νόμον εορτάσιμες ημέρες, οι Κυριακές και τα Σάββατα·

    ε)

    οι προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.

    Αν η λήξη της προθεσμίας συμπίπτει με ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή με κατά νόμον εορτάσιμη, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

    Ο κατάλογος των κατά νόμον εορτασίμων ημερών καταρτίζεται από το Δικαστήριο και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

    Άρθρο 81

    Όταν η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά πράξεως οργάνου αρχίζει να τρέχει από τη δημοσίευση της πράξεως, η προθεσμία αυτή υπολογίζεται, κατά την έννοια του άρθρου 80, παράγραφος 1, στοιχείο α', από το τέλος της δεκάτης τετάρτης ημέρας από της δημοσιεύσεως της πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

    Η παρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως είναι δέκα ημέρες κατ' αποκοπή.

    Άρθρο 82

    Οι προθεσμίες που καθορίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να παρατείνονται από την αρχή που τις έταξε.

    Ο πρόεδρος και οι πρόεδροι τμήματος μπορούν να παράσχουν εξουσιοδότηση υπογραφής στον γραμματέα για τον καθορισμό ορισμένων προθεσμιών ο οποίος εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή για τη χορήγηση παρατάσεως των εν λόγω προθεσμιών.

    Κεφάλαιο 10

    ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

    Άρθρο 82α

    Η διαδικασία μπορεί να ανασταλεί:

    α)

    στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 54, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, με Διάταξη του Δικαστηρίου, αφού ακουστεί ο γενικός εισαγγελέας·

    β)

    σε κάθε άλλη περίπτωση, με απόφαση του προέδρου αφού ακουστούν ο γενικός εισαγγελέας και, εκτός των περιπτώσεων προδικαστικής παραπομπής που προβλέπονται στο άρθρο 103, οι διάδικοι.

    Η επανάληψη της διαδικασίας διατάσσεται ή αποφασίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.

    Οι Διατάξεις ή αποφάσεις που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο επιδίδονται στους διαδίκους.

    Η αναστολή της διαδικασίας ισχύει από την ημερομηνία που αναφέρεται στη Διάταξη ή την απόφαση περί αναστολής ή, ελλείψει σχετικής ενδείξεως, από την ημερομηνία εκδόσεως της Διατάξεως ή της αποφάσεως.

    Κατά τη διάρκεια της αναστολής, ουδεμία δικονομική προθεσμία εκπνέει έναντι των διαδίκων.

    Αν στη Διάταξη ή την απόφαση περί αναστολής δεν έχει οριστεί ημερομηνία λήξεως της αναστολής, η αναστολή λήγει την ημερομηνία που αναφέρεται στη Διάταξη ή την απόφαση περί επαναλήψεως της διαδικασίας ή, ελλείψει σχετικής ενδείξεως, την ημερομηνία εκδόσεως της Διατάξεως ή της αποφάσεως περί επαναλήψεως της διαδικασίας.

    Από την ημερομηνία επαναλήψεως της διαδικασίας, οι δικονομικές προθεσμίες αρχίζουν να τρέχουν από την αρχή.

    ΤΙΤΛΟΣ 3

    ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

    Κεφάλαιο 1

    ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

    Άρθρο 83

    Η αίτηση αναστολής εκτελέσεως πράξεως ενός οργάνου, σύμφωνα με τα άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 157 ΣΕΚΑΕ, είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

    Η αίτηση για άλλα προσωρινά μέτρα μεταξύ αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 279 ΣΛΕΕ είναι παραδεκτή μόνον αν προέρχεται από διάδικο σε εκκρεμή ήδη υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου και αφορά την υπόθεση αυτή.

    Οι αιτήσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται.

    Η αίτηση υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 37 και 38 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 84

    Η αίτηση επιδίδεται στον αντίδικο, στον οποίο ο πρόεδρος τάσσει σύντομη προθεσμία για την υποβολή των γραπτών ή προφορικών παρατηρήσεών του.

    Ο πρόεδρος εκτιμά κατά πόσον υπάρχει λόγος να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων.

    Ο πρόεδρος μπορεί να κάνει δεκτή την αίτηση και πριν ακόμα ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Το μέτρο αυτό μπορεί μεταγενέστερα να μεταρρυθμιστεί ή να ανακληθεί ακόμα και αυτεπαγγέλτως.

    Άρθρο 85

    Ο πρόεδρος αποφασίζει ο ίδιος ή φέρει την αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

    Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 11 του παρόντος κανονισμού.

    Αν η αίτηση αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, τούτο αποφασίζει, αφού προηγουμένως ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, αναβάλλοντας όλες τις άλλες υποθέσεις. Οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου έχουν εφαρμογή.

    Άρθρο 86

    Η απόφαση επί της αιτήσεως λαμβάνεται με αιτιολογημένη Διάταξη που δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο. Η Διάταξη αυτή επιδίδεται αμέσως στους διαδίκους.

    Η εκτέλεση της Διατάξεως μπορεί να εξαρτηθεί από εγγυοδοσία του αιτούντος, το ποσό και οι όροι της οποίας καθορίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις.

    Η Διάταξη μπορεί να καθορίζει ημερομηνία, μετά την πάροδο της οποίας το μέτρο παύει να ισχύει. Στην αντίθετη περίπτωση το μέτρο παύει να ισχύει από τη δημοσίευση της αποφάσεως με την οποία τερματίζεται η δίκη.

    Η Διάταξη έχει προσωρινό μόνο χαρακτήρα και δεν προδικάζει καθόλου την κρίση του Δικαστηρίου επί της κυρίας υποθέσεως.

    Άρθρο 87

    Κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, η Διάταξη μπορεί οποτεδήποτε να μεταρρυθμιστεί ή να ανακληθεί λόγω μεταβολής των περιστάσεων.

    Άρθρο 88

    Η απόρριψη της αιτήσεως για τη λήψη προσωρινού μέτρου δεν κωλύει τον διάδικο που την είχε υποβάλει να καταθέσει άλλη αίτηση βασιζόμενη σε νέα περιστατικά.

    Άρθρο 89

    Η αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου ή πράξεως άλλου οργάνου, που υποβάλλεται δυνάμει των άρθρων 280 και 299 ΣΛΕΕ και 164 ΣΕΚΑΕ, διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

    Η Διάταξη που κάνει δεκτή την αίτηση καθορίζει, ενδεχομένως, την ημερομηνία από την οποία το προσωρινό μέτρο παύει να ισχύει.

    Άρθρο 90

    Η αίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 81, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, ΣΕΚΑΕ περιέχει:

    α)

    το όνομα και την κατοικία των προσώπων ή επιχειρήσεων που υπόκεινται στον έλεγχο·

    β)

    το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου.

    Ο πρόεδρος αποφαίνεται με Διάταξη. Οι διατάξεις του άρθρου 86 του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή.

    Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου έχει εφαρμογή το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού.

    Κεφάλαιο 2

    ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

    Άρθρο 91

    Αν ένας διάδικος ζητήσει από το Δικαστήριο να κρίνει επί ενστάσεως ή παρεμπίπτοντος ζητήματος χωρίς να εισέλθει στην ουσία, υποβάλλει την αίτησή του με χωριστό δικόγραφο.

    Η αίτηση περιέχει έκθεση των πραγματικών και νομικών ισχυρισμών επί των οποίων βασίζεται, τα αιτήματα και, συνημμένα, τα προς υποστήριξή της στοιχεία.

    Αμέσως μετά την κατάθεση της αιτήσεως, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία στον αντίδικο για να υποβάλει εγγράφως τους ισχυρισμούς και τα αιτήματά του.

    Η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Δικαστήριο αποφασίσει άλλως.

    Το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, αποφασίζει επί της αιτήσεως ή επιφυλάσσεται να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

    Αν το Δικαστήριο απορρίψει την αίτηση ή επιφυλαχθεί να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως, ο πρόεδρος καθορίζει νέες προθεσμίες για τη συνέχιση της δίκης.

    Άρθρο 92

    Όταν το Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη Διάταξη.

    Το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί αυτεπαγγέλτως ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως ή να διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί· η απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 91 του παρόντος κανονισμού.

    Κεφάλαιο 3

    ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

    Άρθρο 93

    Η αίτηση παρεμβάσεως κατατίθεται εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 16.

    Η αίτηση παρεμβάσεως περιέχει:

    α)

    μνεία της υποθέσεως·

    β)

    μνεία των κυρίων διαδίκων·

    γ)

    το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του παρεμβαίνοντος·

    δ)

    τον διορισμό αντικλήτου του παρεμβαίνοντος στον τόπο όπου εδρεύει το Δικαστήριο·

    ε)

    τα αιτήματα προς υποστήριξη των οποίων ο παρεμβαίνων ζητεί να παρέμβει·

    στ)

    έκθεση των περιστάσεων που θεμελιώνουν το δικαίωμα παρεμβάσεως, όταν η αίτηση υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 40, δεύτερο ή τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού.

    Ο παρεμβαίνων εκπροσωπείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Οργανισμού.

    Οι διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή.

    Η αίτηση παρεμβάσεως επιδίδεται στους διαδίκους.

    Ο πρόεδρος παρέχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να υποβάλουν εγγράφως ή προφορικώς τις παρατηρήσεις τους πριν αποφανθεί επί της αιτήσεως παρεμβάσεως.

    Ο πρόεδρος αποφαίνεται επί της αιτήσεως παρεμβάσεως με Διάταξη ή φέρει την αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

    Αν ο πρόεδρος επιτρέψει την παρέμβαση, ανακοινώνονται στον παρεμβαίνοντα όλα τα έγγραφα της διαδικασίας που έχουν επιδοθεί στους διαδίκους. Ο πρόεδρος μπορεί όμως, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, να εξαιρέσει από την ανακοίνωση αυτή απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία.

    Ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του.

    Ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία εντός της οποίας ο παρεμβαίνων μπορεί να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως.

    Το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει:

    α)

    τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος, με τα οποία υποστηρίζονται τα αιτήματα ενός των διαδίκων ή ζητείται η μερική ή ολική απόρριψή τους·

    β)

    τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο παρεμβαίνων·

    γ)

    ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

    Μετά την κατάθεση του υπομνήματος παρεμβάσεως, ο πρόεδρος τάσσει, ενδεχομένως, προθεσμία εντός της οποίας οι διάδικοι μπορούν να απαντήσουν στο υπόμνημα.

    Αίτηση παρεμβάσεως, που υποβάλλεται μετά την λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 1, αλλά προ της αποφάσεως για την έναρξη της προφορικής διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 44, παράγραφος 3, μπορεί να ληφθεί υπόψη. Στην περίπτωση αυτή, αν ο πρόεδρος επιτρέψει την παρέμβαση, ο παρεμβαίνων μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του κατά την προφορική διαδικασία, αν αυτή λάβει χώρα.

    Κεφάλαιο 4

    ΕΡΗΜΗΝ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ

    Άρθρο 94

    Αν ο καθού, που κλητεύθηκε προσηκόντως, δεν απαντήσει στην προσφυγή νομοτύπως και εμπροθέσμως, ο προσφεύγων μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να του επιδικάσει τα αιτήματά του.

    Η σχετική αίτηση επιδίδεται στον καθού. Το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας επί της αιτήσεως.

    Πριν εκδώσει ερήμην απόφαση, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, εξετάζει το παραδεκτό της προσφυγής και εξακριβώνει κατά πόσον οι διατυπώσεις έχουν τηρηθεί κανονικά καθώς και αν τα αιτήματα του προσφεύγοντος φαίνονται βάσιμα. Το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων.

    Η ερήμην απόφαση είναι εκτελεστή. Το Δικαστήριο μπορεί, όμως, να αναστείλει την εκτέλεσή της μέχρις ότου αποφανθεί επί της ανακοπής που ασκείται δυνάμει της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου ή μπορεί να εξαρτήσει την εκτέλεση από εγγυοδοσία, το ποσό και οι όροι της οποίας καθορίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις. Η εγγύηση αποδίδεται σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής ή απορρίψεώς της.

    Η ερήμην απόφαση υπόκειται σε ανακοπή.

    Η ανακοπή ασκείται εντός μηνός από την επίδοση της αποφάσεως· κατατίθεται σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 38 του παρόντος κανονισμού.

    Μετά την επίδοση της ανακοπής, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία στον αντίδικο για την υποβολή των γραπτών παρατηρήσεών του.

    Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 επ. του παρόντος κανονισμού.

    Το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση που δεν υπόκειται σε ανακοπή.

    Το πρωτότυπο της αποφάσεως αυτής επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην. Σημείωση της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της ερήμην αποφάσεως.

    Κεφάλαιο 5

    Άρθρο 95

    (έχει καταργηθεί)

    Άρθρο 96

    (έχει καταργηθεί)

    Κεφάλαιο 6

    ΕΚΤΑΚΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

    Τμήμα 1– Τριτανακοπή

    Άρθρο 97

    Οι διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή στην τριτανακοπή, η οποία πρέπει επί πλέον να:

    α)

    προσδιορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση·

    β)

    αναφέρει κατά τί η προσβαλλόμενη απόφαση βλάπτει τα δικαιώματα του τριτανακόπτοντος·

    γ)

    αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο τριτανακόπτων δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στην κύρια δίκη.

    Η τριτανακοπή στρέφεται καθ' όλων των διαδίκων της κύριας δίκης.

    Αν η απόφαση έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η τριτανακοπή ασκείται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση σ' αυτήν.

    Κατόπιν αιτήσεως του τριτανακόπτοντος, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι διατάξεις του τρίτου τίτλου του κεφαλαίου 1 του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή.

    Η προσβαλλόμενη απόφαση μεταρρυθμίζεται κατά το μέρος που γίνεται δεκτή η τριτανακοπή.

    Το πρωτότυπο της αποφάσεως επί της τριτανακοπής επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σημείωση της αποφάσεως επί της τριτανακοπής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    Τμήμα 2 – Αναθεώρηση

    Άρθρο 98

    Η αναθεώρηση ζητείται εντός τριών μηνών από την ημέρα που ο αιτών έλαβε γνώση του γεγονότος στο οποίο βασίζεται η αίτηση αναθεωρήσεως.

    Άρθρο 99

    Οι διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή στην αίτηση αναθεωρήσεως· η αίτηση πρέπει επί πλέον να:

    α)

    προσδιορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση·

    β)

    αναφέρει τα σημεία στα οποία προσβάλλεται η απόφαση·

    γ)

    περιγράφει τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση·

    δ)

    καθορίζει τα μέσα που αποδεικνύουν την ύπαρξη γεγονότων τα οποία δικαιολογούν την αναθεώρηση και από τα οποία συνάγεται ότι η προθεσμία που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο έχει τηρηθεί.

    Η αίτηση αναθεωρήσεως στρέφεται καθ' όλων των διαδίκων που αναφέρονται στην απόφαση της οποίας ζητείται η αναθεώρηση.

    Άρθρο 100

    Χωρίς να προδικάσει την ουσία, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα και λάβει υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων, εκδίδει απόφαση εν συμβουλίω περί του παραδεκτού της αιτήσεως.

    Αν το Δικαστήριο κρίνει την αίτηση παραδεκτή, χωρεί στην εξέταση επί της ουσίας και εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

    Το πρωτότυπο της αποφάσεως επί της αναθεωρήσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αναθεωρουμένης αποφάσεως. Σημείωση της αποφάσεως επί της αναθεωρήσεως γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της αναθεωρουμένης αποφάσεως.

    Κεφάλαιο 7

    ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

    Άρθρο 101

    Το δικόγραφο της προσφυγής που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 18 ΣΕΚΑΕ περιέχει:

    α)

    το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του προσφεύγοντος·

    β)

    την ιδιότητα του υπογράφοντος·

    γ)

    προσδιορισμό της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής Διαιτησίας·

    δ)

    προσδιορισμό των διαδίκων·

    ε)

    συνοπτική έκθεση των περιστατικών·

    στ)

    τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος.

    Οι διατάξεις των άρθρων 37, παράγραφοι 3 και 4, και 38, παράγραφοι 2, 3 και 5, του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή.

    Κεκυρωμένο αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής.

    Μόλις κατατεθεί το δικόγραφο, ο γραμματέας του Δικαστηρίου ειδοποιεί τη γραμματεία της Επιτροπής Διαιτησίας να διαβιβάσει στο Δικαστήριο τον φάκελο της υποθέσεως.

    Τα άρθρα 39, 40, 55 επ. του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή στη διαδικασία αυτή.

    Το Δικαστήριο κρίνει εκδίδοντας απόφαση. Σε περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής Διαιτησίας, το Δικαστήριο αναπέμπει, αν συντρέχει λόγος, την υπόθεση σ' αυτή.

    Κεφάλαιο 8

    ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

    Άρθρο 102

    Η αίτηση ερμηνείας υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του παρόντος κανονισμού. Η αίτηση αυτή προσδιορίζει επί πλέον:

    α)

    την προς ερμηνεία απόφαση·

    β)

    τα χωρία των οποίων ζητείται η ερμηνεία.

    Η αίτηση στρέφεται καθ' όλων των διαδίκων τους οποίους αφορά η απόφαση.

    Το Δικαστήριο, αφού παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει εκδίδοντας απόφαση.

    Το πρωτότυπο της ερμηνευτικής αποφάσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της ερμηνευομένης αποφάσεως. Σημείωση της ερμηνευτικής αποφάσεως γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της ερμηνευομένης αποφάσεως.

    Κεφάλαιο 9

    ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ

    Άρθρο 103

    Στις περιπτώσεις του άρθρου 23 του Οργανισμού, η διαδικασία διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, υπό την επιφύλαξη των προσαρμογών που υπαγορεύονται από τη φύση της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    Οι διατάξεις της παραγράφου 1 έχουν εφαρμογή στις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που προβλέπονται στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως εταιριών και νομικών προσώπων και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκαν στο Λουξεμβούργο στις 3 Ιουνίου 1971, καθώς και στις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 4 του τελευταίου αυτού πρωτοκόλλου.

    Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται επίσης στις περιπτώσεις παραπομπής που προβλέπονται ενδεχομένως από άλλες συμφωνίες.

    Άρθρο 104

    Οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που προβλέπονται από το άρθρο 103 κοινοποιούνται στα κράτη μέλη στη γλώσσα που διατυπώθηκαν και συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα του κράτους προς το οποίο κοινοποιούνται. Η μετάφραση αυτή αντικαθίσταται, αν η αντικατάσταση ενδείκνυται λόγω του μακροσκελούς της αποφάσεως του εθνικού δικαστηρίου, από μετάφραση της περιλήψεως της εν λόγω αποφάσεως στην επίσημη γλώσσα του κράτους προς το οποίο κοινοποιείται, η δε περίληψη αυτή αποτελεί τη βάση για τη διατύπωση των παρατηρήσεων του κράτους αυτού. Στην περίληψη παρατίθεται το πλήρες κείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων. Στην περίληψη αυτή περιλαμβάνονται ιδίως, εφόσον τα στοιχεία αυτά παρατίθενται στην απόφαση του εθνικού δικαστηρίου, το αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα κυριότερα επιχειρήματα των διαδίκων της κύριας δίκης, σύντομη παρουσίαση της αιτιολογήσεως της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής απόφασης, καθώς και η νομολογία και οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου των οποίων γίνεται επίκληση.

    Στις περιπτώσεις του τρίτου εδαφίου του άρθρου 23 του Οργανισμού, οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων κοινοποιούνται πέραν των κρατών μελών και στα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτη, καθώς και στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ στη γλώσσα που διατυπώθηκαν αρχικώς, συνοδεύονται δε από μετάφραση της αποφάσεως, ή ενδεχομένως περιλήψεως της αποφάσεως, σε μία από τις αναφερόμενες από την παράγραφο 1 του άρθρου 29 γλώσσες, η οποία επιλέγεται από τον προς ον η κοινοποίηση.

    Όταν τρίτο κράτος δικαιούται να μετάσχει σε διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 23 του Οργανισμού, η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου τού κοινοποιείται στην γλώσσα της αρχικής της διατυπώσεως, συνοδευόμενη από μετάφρασή της, ή ενδεχομένως από περίληψή της σε μία από τις γλώσσες που αναφέρει η παράγραφος 1 του άρθρου 29, την οποία επιλέγει το τρίτο αυτό κράτος.

    Όσον αφορά την εκπροσώπηση και εμφάνιση των διαδίκων της κύριας δίκης στη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου το οποίο έχει υποβάλει την αίτηση.

    Όταν ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι ταυτόσημο με ερώτημα επί του οποίου το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ή όταν η απάντηση σε τέτοιο ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη παραπέμπουσα στην προγενέστερη απόφαση ή στη σχετική νομολογία.

    Το Δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, αφού ενημερώσει το αιτούν δικαστήριο, κατόπιν ακροάσεως τυχόν παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων που αναφέρονται στο άρθρο 23 του Οργανισμού και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο υποβληθέν με αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ερώτημα.

    Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου, σε περίπτωση προδικαστικής παραπομπής, διεξάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου και προφορική διαδικασία. Πάντως, το Δικαστήριο, μετά την υποβολή των υπομνημάτων ή παρατηρήσεων, που προβλέπονται στο άρθρο 23 του Οργανισμού, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, αφού ενημερώσει τους ενδιαφερομένους οι οποίοι, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, δικαιούνται να υποβάλουν τέτοια υπομνήματα ή παρατηρήσεις και αν κανένας από αυτούς δεν έχει υποβάλει αίτημα με το οποίο να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να ακουσθεί, μπορεί, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει άλλως. Το αίτημα υποβάλλεται εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση στον διάδικο ή στον ενδιαφερόμενο των υπομνημάτων ή γραπτών παρατηρήσεων που έχουν κατατεθεί. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον πρόεδρο.

    Το Δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να ζητήσει διευκρινίσεις από το εθνικό δικαστήριο.

    Τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια να αποφασίζουν επί των εξόδων της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    Σε ειδικές περιπτώσεις το Δικαστήριο μπορεί να χορηγεί το ευεργέτημα πενίας με σκοπό να διευκολύνει την εκπροσώπηση ή εμφάνιση ενός διαδίκου.

    Άρθρο 104α

    Κατόπιν αιτήσεως του εθνικού δικαστηρίου, ο πρόεδρος μπορεί κατ' εξαίρεση, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την εφαρμογή επί της προδικαστικής παραπομπής ταχείας διαδικασίας κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, εφόσον από τις επικαλούμενες περιστάσεις αποδεικνύεται ότι η έκδοση αποφάσεως επί του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος είναι εξαιρετικά επείγουσα.

    Στην περίπτωση αυτή, ο πρόεδρος προσδιορίζει αμέσως την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, η οποία γνωστοποιείται στους διαδίκους της κύριας δίκης και στους λοιπούς ενδιαφερομένους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 23 του Οργανισμού, κατά την επίδοση της αποφάσεως περί παραπομπής.

    Οι διάδικοι και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι οι οποίοι αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο μπορούν να καταθέσουν ενδεχομένως υπομνήματα ή γραπτές παρατηρήσεις, εντός προθεσμίας που τάσσει ο πρόεδρος, και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε ημερών. Ο πρόεδρος μπορεί να ζητήσει από τους διαδίκους και τους λοιπούς ενδιαφερομένους να περιορίσουν τα υπομνήματα ή τις γραπτές παρατηρήσεις τους στα κύρια νομικά ζητήματα που εγείρει το προδικαστικό ερώτημα.

    Τα τυχόν υπομνήματα ή οι γραπτές παρατηρήσεις γνωστοποιούνται πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση στους διαδίκους και στους λοιπούς ενδιαφερομένους που αναφέρονται ανωτέρω.

    Το Δικαστήριο αποφαίνεται αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα.

    Άρθρο 104β

    Κατόπιν αιτήματος του εθνικού δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που εγείρει ένα ή περισσότερα ζητήματα σχετικά με τους τομείς περί των οποίων γίνεται λόγος στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να εξετάζεται με επείγουσα διαδικασία παρεκκλίνουσα από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού.

    Με το αίτημά του το εθνικό δικαστήριο αναπτύσσει τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που στοιχειοθετούν το επείγον και δικαιολογούν την κατά παρέκκλιση εφαρμογή της ως άνω διαδικασίας και εκθέτει, στο μέτρο του δυνατού, την απάντηση την οποία προτείνει να δοθεί στα προδικαστικά ερωτήματα.

    Αν το εθνικό δικαστήριο δεν έχει υποβάλει αίτημα να ακολουθηθεί η επείγουσα διαδικασία, σε περίπτωση που η εφαρμογή της διαδικασίας αυτής επιβάλλεται εκ πρώτης όψεως ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί να ζητήσει από το τμήμα που προσδιορίζεται κατωτέρω να εξετάσει αν είναι αναγκαίο να ακολουθηθεί η εν λόγω διαδικασία για την εξέταση της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    Η απόφαση να ακολουθηθεί η επείγουσα διαδικασία λαμβάνεται από το καθορισθέν τμήμα, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακουστεί ο γενικός εισαγγελέας. Η σύνθεση του τμήματος καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11γ την ημέρα της αναθέσεως της υποθέσεως στον εισηγητή δικαστή, αν το εθνικό δικαστήριο έχει ζητήσει την εφαρμογή της επείγουσας διαδικασίας, ή, αν η δυνατότητα εφαρμογής της διαδικασίας αυτής εξετάζεται αιτήσει του Προέδρου του Δικαστηρίου, την ημέρα κατά την οποία ο πρόεδρος ζητεί την εφαρμογή της.

    Όταν το εθνικό δικαστήριο έχει ζητήσει την εφαρμογή της επείγουσας διαδικασίας ή όταν ο πρόεδρος ζητεί από το καθορισθέν τμήμα να εξετάσει την ανάγκη να ακολουθηθεί η διαδικασία αυτή, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στην προηγούμενη παράγραφο κοινοποιείται αμελλητί επιμελεία του γραμματέα στους διαδίκους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται το δικαστήριο αυτό και στα κοινοτικά όργανα που παρατίθενται στο άρθρο 23, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, υπό τους όρους που προβλέπει η διάταξη αυτή.

    Η απόφαση να ακολουθηθεί ή όχι η επείγουσα διαδικασία για την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος κοινοποιείται πάραυτα στο εθνικό δικαστήριο και στους διαδίκους, στο κράτος μέλος και στα κοινοτικά όργανα περί των οποίων γίνεται λόγος στο προηγούμενο εδάφιο. Η απόφαση περί εφαρμογής της επείγουσας διαδικασίας τάσσει προθεσμία εντός της οποίας οι ως άνω ενδιαφερόμενοι μπορούν να καταθέσουν υπομνήματα ή γραπτές παρατηρήσεις. Η απόφαση μπορεί να διευκρινίζει τα νομικά σημεία τα οποία πρέπει να αφορούν τα υπομνήματα ή οι γραπτές παρατηρήσεις και μπορεί να καθορίζει τη μέγιστη έκταση των εγγράφων αυτών.

    Αμέσως μετά την κοινοποίηση περί της οποίας γίνεται λόγος στο πρώτο εδάφιο, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ανακοινώνεται στους ενδιαφερομένους περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού πέραν των αποδεκτών της κοινοποιήσεως αυτής, η δε απόφαση να ακολουθηθεί ή όχι η επείγουσα διαδικασία για την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος ανακοινώνεται στους ίδιους ενδιαφερομένους αμέσως μετά την κοινοποίηση περί της οποίας γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο.

    Οι διάδικοι και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού ενημερώνονται το συντομότερο δυνατόν για την προβλεπόμενη ημερομηνία διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    Όταν αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν εξετάζεται με την επείγουσα διαδικασία, η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του Οργανισμού και τις εφαρμοστέες διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

    Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για την οποία έχει επιλεγεί η επείγουσα διαδικασία καθώς και τα υπομνήματα ή οι γραπτές παρατηρήσεις που έχουν κατατεθεί κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού πέραν των διαδίκων και των ενδιαφερομένων περί των οποίων γίνεται λόγος στο πρώτο εδάφιο της προηγουμένης παραγράφου. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως συνοδεύεται από μετάφραση, ενδεχομένως περίληψη, υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 104, παράγραφος 1.

    Τα υπομνήματα ή οι γραπτές παρατηρήσεις που έχουν κατατεθεί κοινοποιούνται, επιπλέον, στους διαδίκους και στους λοιπούς ενδιαφερομένους περί των οποίων γίνεται λόγος στο πρώτο εδάφιο της προηγουμένης παραγράφου.

    Η ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ανακοινώνεται στους διαδίκους και τους λοιπούς ενδιαφερομένους με τις κοινοποιήσεις που προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια.

    Σε περιπτώσεις επείγοντος, το τμήμα μπορεί να αποφασίσει να παραλείψει την έγγραφη διαδικασία περί της οποίας γίνεται λόγος στην παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, του παρόντος άρθρου.

    Το καθορισθέν τμήμα αποφασίζει αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα.

    Το τμήμα αυτό μπορεί να αποφασίσει να εξετάσει την οικεία υπόθεση με τριμελή σύνθεση. Στην περίπτωση αυτή συγκροτείται από τον πρόεδρο του καθορισθέντος τμήματος, τον εισηγητή δικαστή και τον πρώτο ή, ενδεχομένως, τους δύο πρώτους δικαστές που ορίζονται με βάση τον πίνακα περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 11γ, παράγραφος 2, κατά τον χρόνο προσδιορισμού της συνθέσεως του καθορισθέντος τμήματος, σύμφωνα με την παράγραφο 1, τέταρτο εδάφιο, του παρόντος άρθρου.

    Μπορεί επίσης να αποφασίσει να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου με σκοπό αυτή να ανατεθεί σε δικαστικό σχηματισμό με μεγαλύτερο αριθμό δικαστών. Η επείγουσα διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον του νέου δικαστικού σχηματισμού, αφού ενδεχομένως διεξαχθεί νέα προφορική διαδικασία.

    Τα διαδικαστικά έγγραφα που προβλέπει το παρόν άρθρο θεωρούνται ότι έχουν κατατεθεί με τη διαβίβαση στη γραμματεία, με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας που διαθέτει το Δικαστήριο, αντιγράφου του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου και των λοιπών εγγράφων των οποίων γίνεται επίκληση, μαζί με την κατάσταση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 37, παράγραφος 4. Το πρωτότυπο του δικογράφου και τα παραρτήματα που μνημονεύονται ανωτέρω διαβιβάζονται στη γραμματεία του Δικαστηρίου.

    Οι κοινοποιήσεις και οι ανακοινώσεις που προβλέπει το παρόν άρθρο μπορούν να πραγματοποιούνται με διαβίβαση αντιγράφου του οικείου εγγράφου με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας διαθέτουν το Δικαστήριο και ο αποδέκτης του εγγράφου.

    Κεφάλαιο 10

    ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 103 ΜΕΧΡΙ 105 ΣΕΚΑΕ

    Άρθρο 105

    Στην περίπτωση του άρθρου 103, τρίτο εδάφιο, ΣΕΚΑΕ, το δικόγραφο υποβάλλεται σε τέσσερα κεκυρωμένα αντίγραφα και επιδίδεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

    Το δικόγραφο συνοδεύεται από το σχέδιο της σχετικής συμφωνίας ή συμβάσεως, από τις παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το ενδιαφερόμενο κράτος και από κάθε άλλο στοιχείο προς υποστήριξή του.

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει τις παρατηρήσεις της προς το Δικαστήριο εντός προθεσμίας δέκα ημερών, που μπορεί να παραταθεί από τον πρόεδρο αφού ακουστεί το ενδιαφερόμενο κράτος.

    Κεκυρωμένο αντίγραφο των ανωτέρω παρατηρήσεων επιδίδεται στο κράτος αυτό.

    Αμέσως μετά την κατάθεση του δικογράφου, ο πρόεδρος ορίζει τον εισηγητή δικαστή. Ο πρώτος γενικός εισαγγελέας αναθέτει την υπόθεση σε γενικό εισαγγελέα μόλις οριστεί ο εισηγητής δικαστής.

    Η απόφαση λαμβάνεται εν συμβουλίω, αφού ακουστεί ο γενικός εισαγγελέας.

    Οι εκπρόσωποι ή σύμβουλοι του ενδιαφερομένου κράτους και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ακούγονται κατόπιν αιτήσεώς τους.

    Άρθρο 106

    Στις περιπτώσεις των άρθρων 104, τελευταίο εδάφιο, και 105, τελευταίο εδάφιο, ΣΕΚΑΕ έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 37 επ. του παρόντος κανονισμού.

    Το δικόγραφο επιδίδεται στο κράτος την ιθαγένεια του οποίου έχει το πρόσωπο ή η επιχείρηση κατά των οποίων στρέφεται.

    Κεφάλαιο 11

    ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

    Άρθρο 107

    Αν η αίτηση γνωμοδοτήσεως του άρθρου 218 ΣΛΕΕ υποβάλλεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, επιδίδεται στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα κράτη μέλη. Αν η αίτηση υποβάλλεται από το Συμβούλιο, επιδίδεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αν η αίτηση υποβάλλεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιδίδεται στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα κράτη μέλη. Αν η αίτηση υποβάλλεται από κράτος μέλος, επιδίδεται στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα λοιπά κράτη μέλη.

    Ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία στα όργανα και τα κράτη μέλη στα οποία επιδίδεται η αίτηση για να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους.

    Η γνωμοδότηση μπορεί να αναφέρεται τόσο στο αν η συμφωνία που πρόκειται να συναφθεί συμβιβάζεται με τις διατάξεις των Συνθηκών όσο και στο αν η Ένωση ή ένα από τα όργανά της έχουν την εξουσία να συνάψουν τη συμφωνία αυτή.

    Άρθρο 108

    Αμέσως μετά την κατάθεση της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως κατά το προηγούμενο άρθρο, ο πρόεδρος ορίζει εισηγητή δικαστή.

    Το Δικαστήριο, αφού ακούσει τους γενικούς εισαγγελείς, εκδίδει εν συμβουλίω αιτιολογημένη γνωμοδότηση.

    Η γνωμοδότηση υπογράφεται από τον πρόεδρο, τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη διάσκεψη και από τον γραμματέα, επιδίδεται δε στο Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη.

    Άρθρο 109

    (έχει καταργηθεί)

    Κεφάλαιο 12

    ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 68 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ

    Άρθρο 109α

    (έχει καταργηθεί)

    Κεφάλαιο 13

    ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 35 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΕ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΛΙΣΣΑΒΩΝΑΣ

    Άρθρο 109β

    Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ κρατών μελών κατά το άρθρο 35, παράγραφος 7, ΣΕΕ, ως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με το πρωτόκολλο αριθ. 36 που προσαρτάται στις Συνθήκες, το Δικαστήριο επιλαμβάνεται της διαφοράς κατόπιν αιτήσεως ενός από τους διαδίκους της διαφοράς. Η αίτηση επιδίδεται στα άλλα κράτη μέλη και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

    Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά το άρθρο 35, παράγραφος 7, ΣΕΕ, ως αυτό είχε πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με το πρωτόκολλο αριθ. 36 που προσαρτάται στις Συνθήκες, το Δικαστήριο επιλαμβάνεται της διαφοράς κατόπιν αιτήσεως ενός από τους διαδίκους της διαφοράς. Η αίτηση επιδίδεται στα άλλα κράτη μέλη, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αν έχει υποβληθεί από κράτος μέλος. Η αίτηση επιδίδεται στα κράτη μέλη και στο Συμβούλιο, αν έχει υποβληθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

    Ο πρόεδρος τάσσει στα όργανα και στα κράτη μέλη στα οποία επιδίδεται η αίτηση προθεσμία για να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους.

    Αμέσως μετά την κατάθεση της αιτήσεως που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, ο πρόεδρος ορίζει εισηγητή δικαστή. Αμέσως μετά, ο πρώτος γενικός εισαγγελέας αναθέτει την αίτηση σε γενικό εισαγγελέα.

    Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της διαφοράς με απόφαση, αφού ο γενικός εισαγγελέας αναπτύξει τις προτάσεις του.

    Η διαδικασία επί της αιτήσεως περιλαμβάνει και προφορική φάση, αν το ζητήσει ένα από τα κράτη μέλη ή τα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται όταν μια συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών απονέμει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ των κρατών μελών ή μεταξύ κρατών μελών και οργάνου.

    ΤΙΤΛΟΣ 4

    ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    Άρθρο 110

    Στην περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου που προβλέπεται στα άρθρα 56 και 57 του Οργανισμού, γλώσσα της διαδικασίας είναι η γλώσσα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 29, παράγραφος 2, στοιχεία β' και γ', και παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 111

    Η αναίρεση ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου.

    Η γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου διαβιβάζει αμέσως τη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης και, κατά περίπτωση, την αίτηση αναιρέσεως στη γραμματεία του Δικαστηρίου.

    Άρθρο 112

    Η αίτηση αναιρέσεως περιέχει:

    α)

    το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του διαδίκου που ασκεί την αναίρεση, ο οποίος καλείται αναιρεσείων·

    β)

    τον προσδιορισμό των λοιπών διαδίκων στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία·

    γ)

    τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα·

    δ)

    τα αιτήματα του αναιρεσείοντος.

    Τα άρθρα 37 και 38, παράγραφοι 2 και 3, του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται και επί αναιρέσεων.

    Στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως επισυνάπτεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Πρέπει να γίνεται μνεία της ημερομηνίας κατά την οποία η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στον αναιρεσείοντα.

    Αν το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως δεν είναι σύμφωνο με το άρθρο 38, παράγραφος 3, ή με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, έχει εφαρμογή το άρθρο 38, παράγραφος 7, του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 113

    Τα αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο:

    την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου,

    την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένης της υποβολής κάθε νέου αιτήματος.

    Η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης.

    Άρθρο 114

    Το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως επιδίδεται σ' όλους τους διαδίκους της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης. Το άρθρο 39 του παρόντος κανονισμού έχει εφαρμογή.

    Άρθρο 115

    Κάθε διάδικος της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης μπορεί να υποβάλει υπόμνημα αντικρούσεως εντός δύο μηνών από την επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως. Η προθεσμία αυτή δεν παρατείνεται.

    Το υπόμνημα αντικρούσεως περιέχει:

    α)

    το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του διαδίκου που το υποβάλλει·

    β)

    την ημερομηνία κατά την οποία του επιδόθηκε η αίτηση αναιρέσεως·

    γ)

    τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα·

    δ)

    τα αιτήματα.

    Το άρθρο 37 και το άρθρο 38, παράγραφοι 2 και 3, του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή.

    Άρθρο 116

    Τα αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως έχουν ως αντικείμενο:

    την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ή την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου,

    την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένου κάθε νέου αιτήματος.

    Το υπόμνημα αντικρούσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης.

    Άρθρο 117

    Το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και το υπόμνημα αντικρούσεως μπορούν να συμπληρωθούν με υπόμνημα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, αν ο πρόεδρος, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του αναιρεσείοντος που υποβάλλεται εντός επτά ημερών από την επίδοση του υπομνήματος αντικρούσεως, το κρίνει αναγκαίο και επιτρέψει ρητώς την κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως είτε για να υποστηρίξει ο αναιρεσείων την άποψή του είτε για να παρασχεθούν στοιχεία χρήσιμα για την απόφαση επί της αναιρέσεως. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία προσκομίζεται το υπόμνημα απαντήσεως και, κατά την επίδοση του υπομνήματος αυτού, την ημερομηνία κατά την οποία προσκομίζεται το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

    Όταν το αίτημα του υπομνήματος αντικρούσεως είναι η ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στηριζόμενη σε λόγο που δεν υποβλήθηκε με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ή οποιοσδήποτε άλλος διάδικος μπορεί να υποβάλει υπόμνημα απαντήσεως αποκλειστικά επί του λόγου αυτού, εντός δύο μηνών από την επίδοση του σχετικού υπομνήματος αντικρούσεως. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και προκειμένου για κάθε άλλο συμπληρωματικό υπόμνημα μετά την υποβολή αυτού του υπομνήματος απαντήσεως.

    Άρθρο 118

    Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που ακολουθούν, το άρθρο 42, παράγραφος 2, και τα άρθρα 43, 44, 55 μέχρι 90, 93, 95 μέχρι 100 και 102 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία που έχει ως αντικείμενο αναίρεση κατ' αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

    Άρθρο 119

    Όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, κατά πάσα στάση της δίκης, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, εν όλω ή εν μέρει, με αιτιολογημένη Διάταξη.

    Άρθρο 120

    Μετά την υποβολή των υπομνημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 115, παράγραφος 1, και, αν συντρέχει περίπτωση, στο άρθρο 117, παράγραφοι 1 και 2, του παρόντος κανονισμού, το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα και τους διαδίκους, μπορεί να αποφανθεί επί της αναιρέσεως χωρίς προφορική διαδικασία, εκτός αν ένας από τους διαδίκους υποβάλει αίτημα με το οποίο να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να ακουσθεί. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση στον διάδικο του εγγράφου γνωστοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον πρόεδρο.

    Άρθρο 121

    Η έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 44, παράγραφος 2, υποβάλλεται στο Δικαστήριο μετά την υποβολή των υπομνημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 115, παράγραφος 1, και, αν συντρέχει περίπτωση, στο άρθρο 117, παράγραφοι 1 και 2. Αν δεν υποβληθούν τα εν λόγω υπομνήματα, εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής τους.

    Άρθρο 122

    Όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων.

    Στις διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της:

    το άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού έχει εφαρμογή μόνον επί των αναιρέσεων που ασκούν τα όργανα·

    κατά παρέκκλιση από το άρθρο 69, παράγραφος 2, του παρόντος κανονισμού, το Δικαστήριο, προκειμένου περί αναιρέσεων που ασκούνται από μονίμους ή μη μονίμους υπαλλήλους οργάνου, μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, εφόσον αυτό υπαγορεύει η επιείκεια.

    Σε περίπτωση παραιτήσεως από την αναίρεση, έχει εφαρμογή το άρθρο 69, παράγραφος 5.

    Αν η αναίρεση που άσκησε κράτος μέλος ή όργανο που δεν παρενέβη στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκη γίνει δεκτή, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα μεταξύ των διαδίκων ή να καταδικάσει τον νικήσαντα αναιρεσείοντα στην καταβολή προς τον ηττηθέντα αντίδικο των εξόδων στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί εξαιτίας της αιτήσεως αναιρέσεως.

    Άρθρο 123

    Το δικόγραφο της παρεμβάσεως που υποβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου όταν έχει ασκηθεί αναίρεση πρέπει να κατατεθεί πριν από τη λήξη προθεσμίας ενός μήνα η οποία αρχίζει από την ημερομηνία της κατά το άρθρο 16, παράγραφος 6, δημοσιεύσεως.

    ΤΙΤΛΟΣ 4Α

    ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    Άρθρο 123α

    Οσάκις το Δικαστήριο αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 62, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού, να επανεξετάσει απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, γλώσσα διαδικασίας είναι η γλώσσα της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που αποτελεί αντικείμενο επανεξετάσεως, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 29, παράγραφος 2, σημεία β' και γ', και παράγραφος 3, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 123β

    Συνιστάται ειδικό τμήμα προκειμένου να εξετάζει, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 123δ, αν συντρέχει λόγος να επανεξετασθεί απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 62 του Οργανισμού.

    Το τμήμα αυτό συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και από τέσσερις προέδρους πενταμελών τμημάτων, οριζόμενους κατά τη σειρά του άρθρου 6 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 123γ

    Μόλις καθοριστεί η ημερομηνία δημοσιεύσεως αποφάσεως εκδοθησόμενης δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 2 ή 3, ΣΛΕΕ, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ενημερώνει συναφώς τη Γραμματεία του Δικαστηρίου. Μόλις δημοσιευθεί η απόφαση αυτή, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την κοινοποιεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.

    Άρθρο 123δ

    Η πρόταση του πρώτου γενικού εισαγγελέα να επανεξετασθεί μια απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και, συγχρόνως, ο Γραμματέας ενημερώνεται για τη διαβίβαση αυτή. Εφόσον η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο Γραμματέας ειδοποιεί αμέσως το Γενικό Δικαστήριο, το εθνικό δικαστήριο, τους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαδίκους, καθώς και τους λοιπούς ενδιαφερομένους που προβλέπει το άρθρο 62α, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού, για την πρόταση επανεξετάσεως.

    Μόλις λάβει την πρόταση επανεξετάσεως, ο Πρόεδρος ορίζει τον εισηγητή δικαστή μεταξύ των δικαστών του τμήματος που προβλέπεται στο άρθρο 123β.

    Το τμήμα αυτό αποφασίζει, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, αν συντρέχει λόγος επανεξετάσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Στην απόφαση περί επανεξετάσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να εκτίθενται τα προς επανεξέταση ζητήματα.

    Εφόσον η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ο Γραμματέας ειδοποιεί αμέσως το Γενικό Δικαστήριο, τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, καθώς και τους λοιπούς ενδιαφερομένους που προβλέπει το άρθρο 62α, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού, για την απόφαση του Δικαστηρίου να επανεξετάσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.

    Εφόσον η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο Γραμματέας ειδοποιεί αμέσως το Γενικό Δικαστήριο και το εθνικό δικαστήριο, τους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαδίκους, καθώς και τους λοιπούς ενδιαφερομένους που προβλέπει το άρθρο 62α, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού, για την απόφαση του Δικαστηρίου να επανεξετάσει ή να μην επανεξετάσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Η απόφαση περί επανεξετάσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου αποτελεί αντικείμενο ανακοινώσεως δημοσιευόμενης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

    Άρθρο 123ε

    Η απόφαση περί επανεξετάσεως αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου επιδίδεται στους διαδίκους και στους λοιπούς ενδιαφερομένους που προβλέπει το άρθρο 62α, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού. Η επίδοση στα κράτη μέλη και στα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτη, εκτός των κρατών μελών, καθώς και στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, συνοδεύεται από μετάφραση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 104, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, η απόφαση του Δικαστηρίου κοινοποιείται στο Γενικό Δικαστήριο και, εφόσον πρόκειται περί αποφάσεως εκδοθείσας από αυτό δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, στο οικείο εθνικό δικαστήριο.

    Εντός προθεσμίας ενός μηνός από της επιδόσεως την οποία αφορά το προηγούμενο εδάφιο, οι διάδικοι και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι στους οποίους επιδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου μπορούν να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις επί των προς επανεξέταση ζητημάτων.

    Μόλις ληφθεί η απόφαση περί επανεξετάσεως αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ο πρώτος γενικός εισαγγελέας αναθέτει την επανεξέταση σε γενικό εισαγγελέα.

    Αφού ορίσει τον εισηγητή δικαστή, ο Πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία ο εισηγητής θα υποβάλει προκαταρκτική έκθεση στη διοικητική ολομέλεια του Δικαστηρίου. Η έκθεση αυτή περιέχει τις προτάσεις του εισηγητή δικαστή περί ενδεχομένων προπαρασκευαστικών ενεργειών, περί του δικαστικού σχηματισμού στον οποίο πρέπει να παραπεμφθεί η επανεξέταση και περί της ανάγκης να προβλεφθούν αγορεύσεις των διαδίκων, καθώς και περί της διαδικασίας για τη διατύπωση της γνώμης του γενικού εισαγγελέα. Το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, αποφασίζει για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στις προτάσεις του εισηγητή δικαστή.

    Εφόσον η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου που αποτελεί αντικείμενο επανεξετάσεως έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

    ΤΙΤΛΟΣ 5

    ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΟΧ

    Άρθρο 123στ

    Στην περίπτωση του άρθρου 111, παράγραφος 3, της Συμφωνίας ΕΟΧ (3), το Δικαστήριο επιλαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως των συμβαλλομένων μερών που εμπλέκονται στη διαφορά. Η αίτηση επιδίδεται στα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και, ενδεχομένως, στους λοιπούς ενδιαφερόμενους προς τους οποίους θα εκοινοποιείτο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορώσα το ίδιο ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης.

    Ο πρόεδρος τάσσει στα συμβαλλόμενα μέρη και τους λοιπούς ενδιαφερομένους στους οποίους επιδίδεται η αίτηση προθεσμία για την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων.

    Η αίτηση υποβάλλεται διατυπωμένη σε μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 29, παράγραφος 1, γλώσσες. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 5 του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή. Οι διατάξεις του άρθρου 104, παράγραφος 1, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

    Αμέσως μετά την κατάθεση της αιτήσεως κατά την προηγούμενη παράγραφο, ο πρόεδρος ορίζει εισηγητή δικαστή. Αμέσως μετά, ο πρώτος γενικός εισαγγελέας αναθέτει την αίτηση σε γενικό εισαγγελέα.

    Το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, εκδίδει εν συμβουλίω αιτιολογημένη απόφαση επί της αιτήσεως.

    Η απόφαση του Δικαστηρίου, υπογεγραμμένη από τον πρόεδρο, τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη διάσκεψη και τον γραμματέα, επιδίδεται στα συμβαλλόμενα μέρη και τους λοιπούς ενδιαφερομένους κατά την παράγραφο 1.

    Άρθρο 123ζ

    Στην περίπτωση του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου 34 της Συμφωνίας ΕΟΧ, η αίτηση του εθνικού δικαστηρίου επιδίδεται στους διαδίκους, στα συμβαλλόμενα μέρη, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και, ενδεχομένως, στους λοιπούς ενδιαφερομένους προς τους οποίους θα εκοινοποιείτο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορώσα το ίδιο ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης.

    Αν η αίτηση δεν είναι διατυπωμένη σε μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 29, παράγραφος 1, γλώσσες, συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις γλώσσες αυτές.

    Εντός προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση, οι διάδικοι, τα συμβαλλόμενα μέρη και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι κατά το πρώτο εδάφιο δικαιούνται να υποβάλλουν υπομνήματα ή γραπτές παρατηρήσεις.

    Η διαδικασία διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, υπό την επιφύλαξη των προσαρμογών που υπαγορεύονται από τη φύση της.

    ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 124

    Ο πρόεδρος καλεί τα πρόσωπα που πρόκειται να ορκιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου ως μάρτυρες ή πραγματογνώμονες να πουν την αλήθεια ή να εκπληρώσουν το έργο τους ευσυνείδητα και αμερόληπτα και εφιστά την προσοχή τους στις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται από το εθνικό τους δίκαιο σε περίπτωση παραβάσεως αυτού του καθήκοντος.

    Οι μάρτυρες ορκίζονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 47 ή σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπει το εθνικό τους δίκαιο.

    Αν το εθνικό δίκαιο επιτρέπει στους μάρτυρες κατά τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου να προβαίνουν σε δήλωση που επέχει θέση όρκου, αντ' αυτού ή παράλληλα μ' αυτόν, οι μάρτυρες μπορούν να προβαίνουν στη δήλωση αυτή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τον τύπο που καθορίζονται από το εθνικό τους δίκαιο.

    Αν η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει την ορκοδοσία ούτε την ανωτέρω δήλωση, ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

    Οι διατάξεις της δεύτερης παραγράφου εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στους πραγματογνώμονες, με παραπομπή, στην περίπτωση αυτή, στην παράγραφο 6, πρώτο εδάφιο, του άρθρου 49 αντί στην παράγραφο 5, πρώτο εδάφιο, του άρθρου 47 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 125

    Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 253 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο, κατόπιν διαβουλεύσεως με τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις, θεσπίζει, σε ό,τι το αφορά, συμπληρωματικό κανονισμό σχετικά με:

    α)

    τις αιτήσεις διενέργειας διαδικαστικών πράξεων·

    β)

    τις αιτήσεις παροχής του ευεργετήματος πενίας·

    γ)

    την καταγγελία από το Δικαστήριο των παραβάσεων του όρκου των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων σύμφωνα με το άρθρο 30 του Οργανισμού.

    Άρθρο 125α

    Το Δικαστήριο μπορεί να εκδίδει πρακτικές οδηγίες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την προετοιμασία και τη διεξαγωγή των δημοσίων συνεδριάσεών του, καθώς και την κατάθεση υπομνημάτων ή γραπτών παρατηρήσεων.

    Άρθρο 126

    Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 4ης Δεκεμβρίου 1974 ( Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L  350 της 28ης Δεκεμβρίου 1974, σελίδα 1), όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά στις 15 Μαΐου 1991.

    Άρθρο 127

    Ο παρών κανονισμός, το κείμενο του οποίου είναι αυθεντικό στις γλώσσες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 29 του κανονισμού, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που έπεται της δημοσιεύσεώς του.


    (1)  ΕΕ L 176 της 4.7.1991, σ. 7, με διορθωτικά που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 383 της 29.12.1992, σ. 117, με τις τροποποιήσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1995, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 44 της 28.2.1995, σ. 61, της 11ης Μαρτίου 1997, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 103 της 19.4.1997, σ. 1, με διορθωτικά που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 351 της 23.12.1999, σ. 72, της 16ης Μαΐου 2000, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 122 της 24.5.2000, σ. 43, της 28ης Νοεμβρίου 2000, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 322 της 19.12.2000, σ. 1, της 3ης Απριλίου 2001, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 119 της 27.4.2001, σ. 1, της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 272 της 10.10.2002, σ. 24, με διορθωτικά που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 281 της 19.10.2002, σ. 24, και της 8ης Απριλίου 2003, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 147 της 14.6.2003, σ. 17, και, όσον αφορά το παράρτημα του κανονισμού, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 2003, που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 172 της 10.7.2003, σ. 12, και με τις τροποποιήσεις της 19ης Απριλίου 2004, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 132 της 29.4.2004, σ. 2, της 20ής Απριλίου 2004, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 127 της 29.4.2004, σ. 107, της 12ης Ιουλίου 2005, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 203 της 4ης Αυγούστου 2005, σ. 19, της 18ης Οκτωβρίου 2005, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 288 της 19.10.2005, σ. 51, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 386 της 29.12.2006, σ. 44, της 15ης Ιανουαρίου 2008, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 24 της 29.1.2008, σ. 39, της 23ης Ιουνίου 2008, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 200 της 29.7.2008, σ. 20, της 8ης Ιουλίου 2008, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 200 της 29.7.2008, σ. 18, της 13ης Ιανουαρίου 2009, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 24 της 28.1.2009, σ. 8, και της 23ης Μαρτίου 2010, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 92 της 13.4. 2010, σ. 12.

    (2)  Βλ. το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1103/97 του Συμβουλίου, σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή του ευρώ (ΕΕ L 162 της 19.6.1997, σ. 1.

    (3)  ΕΕ L 1 της 3.1.1994, σ. 27.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΟΡΤΑΣΙΜΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    έχοντας υπόψη το άρθρο 80, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο ο κατάλογος των κατά νόμον εορτασίμων ημερών καταρτίζεται από το Δικαστήριο,

    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ :

    Άρθρο 1

    Ο κατάλογος των κατά νόμον εορτασίμων ημερών κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 80 του Κανονισμού Διαδικασίας έχει ως εξής:

    η πρώτη του έτους,

    η Δευτέρα του Πάσχα,

    η 1η Μαΐου,

    η ημέρα της Αναλήψεως,

    η Δευτέρα της Πεντηκοστής,

    η 23η Ιουνίου,

    η 15η Αυγούστου,

    η 1η Νοεμβρίου,

    η 25η Δεκεμβρίου,

    η 26η Δεκεμβρίου.

    Οι κατά νόμον εορτάσιμες ημέρες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι αυτές που τηρούνται στην έδρα του Δικαστηρίου.

    Άρθρο 2

    Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 80 του Κανονισμού Διαδικασίας εφαρμόζονται αποκλειστικά στις κατά νόμον εορτάσιμες ημέρες που αναφέρονται στο άρθρο 1 της παρούσας αποφάσεως.

    Άρθρο 3

    Η παρούσα απόφαση, που αποτελεί παράρτημα του Κανονισμού Διαδικασίας, αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.


    Top