Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32008R1274

Κανονισμος (ΕΚ) αριθ. 1274/2008 της Επιτροπης, της 17ης Δεκεμβρίου 2008 , για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το διεθνές λογιστικό πρότυπο (ΔΛΠ) 1 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 339 της 18.12.2008, p. 3–44 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 15/10/2023; καταργήθηκε εμμέσως από 32023R1803

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2008/1274/oj

18.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 339/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1274/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 17ης Δεκεμβρίου 2008

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το διεθνές λογιστικό πρότυπο (ΔΛΠ) 1

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής (2) υιοθετήθηκαν ορισμένα από τα υφιστάμενα στις 15 Οκτωβρίου 2008 διεθνή λογιστικά πρότυπα και διερμηνείες.

(2)

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2007, το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB) εξέδωσε το αναθεωρημένο διεθνές λογιστικό πρότυπο (ΔΛΠ) 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων, εφεξής «αναθεωρημένο ΔΛΠ 1». Το αναθεωρημένο ΔΛΠ 1 τροποποιεί ορισμένες από τις απαιτήσεις για την παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων και απαιτεί ορισμένες συμπληρωματικές πληροφορίες· επίσης, τροποποιεί ορισμένα άλλα λογιστικά πρότυπα. Το αναθεωρημένο ΔΛΠ 1 αντικαθιστά το διεθνές λογιστικό πρότυπο (ΔΛΠ) 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων που αναθεωρήθηκε το 2003, όπως τροποποιήθηκε το 2005.

(3)

Οι διαβουλεύσεις με την ομάδα τεχνικών εμπειρογνωμόνων (TEG) της ευρωπαϊκής συμβουλευτικής ομάδας για θέματα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (EFRAG) επιβεβαιώνουν ότι το αναθεωρημένο ΔΛΠ 1 πληροί τα τεχνικά κριτήρια έγκρισης που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. Σύμφωνα με την απόφαση 2006/505/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2006, για τη σύσταση ομάδας εξέτασης γνωμών επί των λογιστικών προτύπων προκειμένου να συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με την αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα των γνωμών της συμβουλευτικής επιτροπής για τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EFRAG) (3), η ομάδα εξέτασης γνωμών επί των λογιστικών προτύπων μελέτησε τη γνώμη της EFRAG σχετικά με την έγκριση και διαβίβασε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την άποψη ότι η γνώμη αυτή είναι ισόρροπη και αντικειμενική.

(4)

Κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της κανονιστικής επιτροπής λογιστικών θεμάτων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008, το διεθνές λογιστικό πρότυπο (ΔΛΠ) 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων (αναθεωρημένο το 2003), όπως τροποποιήθηκε το 2005, αντικαθίσταται από το διεθνές λογιστικό πρότυπο (ΔΛΠ) 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων (αναθεωρημένο το 2007) όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Οι εταιρείες εφαρμόζουν το ΔΛΠ 1 (αναθεωρημένο το 2007), όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, το αργότερο από την ημερομηνία έναρξης του πρώτου οικονομικού τους έτους που αρχίζει μετά την 31η Δεκεμβρίου 2008.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 320 της 29.11.2008, σ. 1

(3)  ΕΕ L 199 της 21.7.2006, σ. 33.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΙΕΘΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ

ΔΛΠ 1

«ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων (αναθεωρημένο το 2007)»

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου προστατεύονται όλα τα δικαιώματα, εξαιρουμένου του δικαιώματος αναπαραγωγής για προσωπική χρήση ή άλλους θεμιτούς σκοπούς. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στο Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB) στη διεύθυνση www.iasb.org

ΔΙΕΘΝΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ 1

Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων

ΣΚΟΠΟΣ

1

Το παρόν Πρότυπο περιγράφει τη βάση παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων γενικής χρήσης, ώστε να εξασφαλίζεται συγκρισιμότητα τόσο με τις οικονομικές καταστάσεις των προηγούμενων περιόδων της οικονομικής οντότητας όσο και με τις οικονομικές καταστάσεις άλλων οικονομικών οντοτήτων. Θέτει γενικές απαιτήσεις για την παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων, κατευθυντήριες γραμμές για τη δομή τους και τις ελάχιστες απαιτήσεις για το περιεχόμενό τους.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

2

Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν το παρόν Πρότυπο για την κατάρτιση και την παρουσίαση οικονομικών καταστάσεων γενικής χρήσης σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.).

3

Άλλα Δ.Π.Χ.Α. θέτουν τις απαιτήσεις αναγνώρισης, επιμέτρησης και γνωστοποίησης συγκεκριμένων συναλλαγών και άλλων γεγονότων.

4

Το παρόν Πρότυπο δεν εφαρμόζεται στη δομή και το περιεχόμενο συνοπτικών ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζονται σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 34 Ενδιάμεση Χρηματοοικονομική Αναφορά. Ωστόσο, οι παράγραφοι 15-35 εφαρμόζονται σε τέτοιες οικονομικές καταστάσεις. Το παρόν Πρότυπο εφαρμόζεται εξ ίσου σε όλες τις οικονομικές οντότητες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παρουσιάζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και εκείνων που παρουσιάζουν ατομικές οικονομικές καταστάσεις καθώς ορίζεται στο Δ.Λ.Π. 27 Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις.

5

Το παρόν Πρότυπο χρησιμοποιεί ορολογία που είναι κατάλληλη για μία οικονομική οντότητα κερδοσκοπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα. Εάν οικονομικές οντότητες με μη κερδοσκοπικές δραστηριότητες του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα εφαρμόζουν αυτό το Πρότυπο, μπορεί να χρειάζεται να αλλάξουν τις περιγραφές που χρησιμοποιούνται για ορισμένα συγκεκριμένα κονδύλια των οικονομικών καταστάσεων, αλλά και για τις ίδιες τις οικονομικές καταστάσεις.

6

Ομοίως, οικονομικές οντότητες που δεν διαθέτουν ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο Δ.Λ.Π. 32 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Παρουσίαση (π.χ., κάποια αμοιβαία κεφάλαια) και οικονομικές οντότητες των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο δεν αποτελείται από ίδια κεφάλαια (π.χ., κάποιες συλλογικές οικονομικές οντότητες) μπορεί να χρειαστεί να προσαρμόσουν την παρουσίαση στις οικονομικές καταστάσεις των συμμετοχών των μελών ή των μεριδιούχων.

ΟΡΙΣΜΟΙ

7

Οι ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται σε αυτό το Πρότυπο με τις έννοιες που καθορίζονται:

Οι οικονομικές καταστάσεις γενικής χρήσης (εφεξής «οικονομικές καταστάσεις») είναι εκείνες που προορίζονται για την ικανοποίηση των αναγκών των χρηστών οι οποίοι δεν είναι σε θέση να ζητήσουν από τις οικονομικές οντότητες οικονομικές αναφορές ειδικά καταρτιζόμενες για να καλύπτουν τις δικές τους συγκεκριμένες ανάγκες πληροφόρησης.

Ανέφικτη Η εφαρμογή μιας απαίτησης είναι ανέφικτη όταν η οικονομική οντότητα δεν μπορεί να την εφαρμόσει έχοντας καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση.

Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.) είναι Πρότυπα και Διερμηνείες που έχουν υιοθετηθεί από το Συμβούλιο των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Σ.Δ.Λ.Π.). Περιλαμβάνουν:

(α)

Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς,

(β)

Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και

(γ)

Διερμηνείες που αναπτύχθηκαν από την Επιτροπή Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Α.), ή την πρώην Μόνιμη Επιτροπή Διερμηνειών (Μ.Ε.Δ.).

Σημαντικές είναι οι παραλείψεις ή ανακρίβειες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να επηρεάσουν τις οικονομικές αποφάσεις των χρηστών, που λαμβάνονται βάσει των οικονομικών καταστάσεων. Η σημαντικότητα εξαρτάται από το μέγεθος και το είδος της παράλειψης ή της ανακρίβειας, κρινόμενη βάσει των συνθηκών που την περιστοιχίζουν. Το είδος ή το μέγεθος του στοιχείου ή ένας συνδυασμός των δύο, θα μπορούσε να είναι ο καθοριστικός παράγοντας.

Η αξιολόγηση αν μία παράλειψη ή ανακρίβεια θα μπορούσε να επηρεάσει τις οικονομικές αποφάσεις των χρηστών και συνεπώς να καταστεί σημαντική, απαιτεί εξέταση των χαρακτηριστικών των εν λόγω χρηστών. Το Πλαίσιο Κατάρτισης και Παρουσίασης των Οικονομικών Καταστάσεων δηλώνει στην παράγραφο 25 ότι «οι χρήστες υποτίθεται ότι διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις των επιχειρηματικών και οικονομικών δραστηριοτήτων και της λογιστικής, καθώς και τη θέληση να μελετήσουν τις πληροφορίες με εύλογη επιμέλεια». Συνεπώς, η αξιολόγηση πρέπει να λάβει υπόψη τον τρόπο με τον οποίο χρήστες με τέτοιες ιδιότητες θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται ότι θα επηρεαστούν στη λήψη οικονομικών αποφάσεων.

Οι Σημειώσεις εμπεριέχουν πληροφορίες πέραν όσων παρουσιάζονται στην κατάσταση οικονομικής θέσης, την κατάσταση συνολικών εσόδων, την ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων (εφόσον παρουσιάζεται), την κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων και την κατάσταση των ταμιακών ροών. Οι σημειώσεις παρέχουν αφηγηματικές περιγραφές ή αναλύσεις των στοιχείων που παρουσιάζονται στις καταστάσεις αυτές και πληροφορίες για στοιχεία που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για αναγνώριση σε εκείνες τις καταστάσεις.

Στα λοιπά συνολικά έσοδα συμπεριλαμβάνονται στοιχεία εσόδων και εξόδων (συμπεριλαμβανομένων των προσαρμογών από ανακατάταξη) που δεν αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα όπως απαιτείται ή επιτρέπεται από άλλα Δ.Π.Χ.Α.

Τα συστατικά στοιχεία των συνολικών εσόδων αποτελούνται από:

(α)

μεταβολές στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής (βλέπε το Δ.Λ.Π. 16 Ενσώματα Πάγια και το Δ.Λ.Π. 38 Άυλα Περιουσιακά Στοιχειά).

(β)

αναλογιστικά κέρδη και ζημίες επί προγραμμάτων καθορισμένων παροχών που αναγνωρίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 93Α του Δ.Λ.Π. 19 Παροχές σε Εργαζομένους,

(γ)

κέρδη και ζημίες που προκύπτουν κατά τη μετατροπή των οικονομικών καταστάσεων μιας εκμετάλλευσης στο εξωτερικό (βλέπε το Δ.Λ.Π. 21 Οι Επιδράσεις Μεταβολών των Τιμών Συναλλάγματος)

(δ)

κέρδη και ζημίες από την εκ νέου επιμέτρηση διαθέσιμων προς πώληση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (βλέπε Δ.Λ.Π. 39 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση):

(ε)

το αποτελεσματικό μέρος των κερδών και των ζημιών από μέσα αντιστάθμισης, σε μία αντιστάθμιση ταμιακών ροών (βλέπε Δ.Λ.Π. 39).

Ιδιοκτήτες είναι οι κάτοχοι των μέσων που κατατάσσονται ως ίδια κεφάλαια.

Αποτελέσματα είναι το σύνολο των εσόδων μείον τα έξοδα, μη συμπεριλαμβανομένων των συστατικών στοιχείων των λοιπών συνολικών εσόδων.

Προσαρμογές από ανακατάταξη είναι τα ποσά που ανακατατάσσονται ως κέρδη ή ζημίες κατά την τρέχουσα περίοδο που είχαν αναγνωριστεί ως λοιπά συνολικά έσοδα στην τρέχουσα ή σε προηγούμενες περιόδους.

Συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα, είναι η μεταβολή των ιδίων κεφαλαίων σε μία περίοδο, που οφείλεται σε συναλλαγές και άλλα γεγονότα, εκτός εκείνων που οφείλονται σε συναλλαγές με ιδιοκτήτες που ενεργούν με την ιδιότητά τους ως ιδιοκτήτες.

Τα συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία των «αποτελεσμάτων» και των «λοιπών συνολικών εσόδων».

8

Αν και στο παρόν Πρότυπο χρησιμοποιούνται όροι όπως «λοιπά συνολικά έσοδα», «αποτελέσματα» και «συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα», μια οικονομική οντότητα μπορεί να περιγράφει τα σύνολα με άλλους όρους, εφόσον η έννοια παραμένει ξεκάθαρη. Για παράδειγμα, μια οικονομική οντότητα μπορεί να περιγράφει τα αποτελέσματα με τον όρο «καθαρά έσοδα».

ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Σκοπός των οικονομικών καταστάσεων

9

Οι οικονομικές καταστάσεις είναι μια δομημένη απεικόνιση της οικονομικής θέσης και επίδοσης μιας οικονομικής οντότητας. Σκοπός των οικονομικών καταστάσεων είναι να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική θέση, την επίδοση και τις ταμιακές ροές της οικονομικής οντότητας, που είναι χρήσιμες για τις οικονομικές αποφάσεις ευρέος κύκλου χρηστών. Οι οικονομικές καταστάσεις παρουσιάζουν επίσης τα αποτελέσματα της διαχείρισης από τη διοίκηση των πόρων που της εμπιστεύθηκαν. Για να επιτύχουν αυτό το σκοπό, οι οικονομικές καταστάσεις παρέχουν πληροφορίες σχετικές με τα ακόλουθα στοιχεία της οικονομικής οντότητας:

(α)

τα περιουσιακά στοιχεία,

(β)

τις υποχρεώσεις,

(γ)

τα ίδια κεφάλαια,

(δ)

τα έσοδα και τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των κερδών και ζημιών,

(ε)

τις εισφορές από τους ιδιοκτήτες υπό την ιδιότητά τους αυτή καθώς και τις διανομές προς αυτούς, και

(στ)

τις ταμιακές ροές.

Αυτές οι πληροφορίες, παράλληλα με άλλες πληροφορίες στις σημειώσεις, βοηθούν τους χρήστες να προεκτιμήσουν τις μελλοντικές ταμιακές ροές της οικονομικής οντότητας και ειδικότερα το χρόνο και τη βεβαιότητα αυτών.

Πλήρης σειρά οικονομικών καταστάσεων

10

Μια πλήρης σειρά οικονομικών καταστάσεων περιλαμβάνει:

(α)

κατάσταση οικονομικής θέσης στο τέλος της περιόδου,

(β)

κατάσταση συνολικών εσόδων για την περίοδο,

(γ)

κατάσταση μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων για την περίοδο,

(δ)

κατάσταση των ταμιακών ροών για την περίοδο,

(ε)

σημειώσεις που περιλαμβάνουν περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών και άλλες επεξηγηματικές σημειώσεις και

(στ)

κατάσταση οικονομικής θέσης κατά την έναρξη της πρώτης συγκριτικής περιόδου όπου μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει αναδρομικά μια λογιστική πολιτική ή που επαναδιατυπώνει αναδρομικά στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων ή που ανακατατάσσει στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων.

Οι οικονομικές οντότητες επιτρέπεται να χρησιμοποιούν ονομασίες για τις καταστάσεις διαφορετικές από εκείνες που εμφανίζονται στο παρόν Πρότυπο.

11

Η οικονομική οντότητα αναδεικνύει ισότιμα όλες τις οικονομικές καταστάσεις που συνθέτουν την πλήρη σειρά οικονομικών καταστάσεων.

12

Όπως επιτρέπεται από την παράγραφο 81, στοιχεία των αποτελεσμάτων μπορούν να παρουσιάζονται από μια οικονομική οντότητα, ως τμήμα μιας μεμονωμένης κατάστασης συνολικών εσόδων ή σε ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων. Όταν παρουσιάζεται μια κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων, αποτελεί μέρος μιας πλήρους σειράς οικονομικών καταστάσεων και εμφανίζεται αμέσως πριν την κατάσταση συνολικών εσόδων.

13

Πολλές οικονομικές οντότητες παρουσιάζουν, πέραν των οικονομικών καταστάσεων, μια χρηματοοικονομική επισκόπηση της διοίκησής τους, που περιγράφει και επεξηγεί τα κύρια χαρακτηριστικά της χρηματοοικονομικής επίδοσης και της οικονομικής θέσης της οικονομικής οντότητας, καθώς και τις κύριες αβεβαιότητες που αντιμετωπίζει. Η αναφορά αυτή μπορεί να περιλαμβάνει μια επισκόπηση:

(α)

των κύριων παραγόντων και επιδράσεων που προσδιορίζουν την χρηματοοικονομική επίδοση, συμπεριλαμβανομένων των μεταβολών στο περιβάλλον στο οποίο η οικονομική οντότητα λειτουργεί, της ανταπόκρισης της οικονομικής οντότητας σε αυτές τις μεταβολές και την επίδρασή τους, καθώς και την επενδυτική πολιτική της οικονομικής οντότητας για τη διατήρηση και ενίσχυση της χρηματοοικονομικής επίδοσης, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής της για τα μερίσματα.

(β)

των πηγών χρηματοδότησης της οικονομικής οντότητας και της στοχευόμενης αναλογίας υποχρεώσεων προς ίδια κεφάλαια και

(γ)

τους πόρους της οικονομικής οντότητας που δεν αναγνωρίζονται στην κατάσταση οικονομικής θέσης σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α.

14

Πέραν από τις οικονομικές καταστάσεις, πολλές οικονομικές οντότητες επίσης παρουσιάζουν αναφορές και καταστάσεις, όπως περιβαλλοντολογικές αναφορές και καταστάσεις προστιθέμενης αξίας, ειδικά σε κλάδους όπου οι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι σημαντικοί και όπου οι εργαζόμενοι θεωρούνται ότι είναι μια σημαντική ομάδα χρηστών. Αναφορές και καταστάσεις που παρουσιάζονται εκτός των οικονομικών καταστάσεων είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής των Δ.Π.Χ.Α.

Γενικά χαρακτηριστικά

Ακριβοδίκαιη παρουσίαση και συμμόρφωση προς τα Δ.Π.Χ.Α.

15

Οι οικονομικές καταστάσεις θα παρουσιάζουν ακριβοδίκαια την οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική επίδοση και τις ταμιακές ροές μιας επιχείρησης. Η ακριβοδίκαιη παρουσίαση απαιτεί την πιστή απεικόνιση των επιδράσεων των συναλλαγών, άλλων γεγονότων και συνθηκών σύμφωνα με τους ορισμούς και τα κριτήρια αναγνώρισης για περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, έσοδα και έξοδα τα οποία παρατίθενται στο Πλαίσιο. Θεωρείται ότι από την εφαρμογή των Δ.Π.Χ.Α., με επιπρόσθετες γνωστοποιήσεις όταν είναι αναγκαίες, προκύπτουν οικονομικές καταστάσεις που επιτυγχάνουν μία ακριβοδίκαιη παρουσίαση.

16

Μια οικονομική οντότητα της οποίας οι οικονομικές καταστάσεις έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. προβαίνει σε ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση συμμόρφωσης εντός των σημειώσεων. Οι οικονομικές καταστάσεις δεν περιγράφονται από μια οικονομική οντότητα ως σύμμορφες με τα Δ.Π.Χ.A. εκτός αν πληρούν όλες τις απαιτήσεις των Δ.Π.Χ.A.

17

Σε σχεδόν όλες τις περιστάσεις, μια οικονομική οντότητα εξασφαλίζει την ακριβοδίκαιη παρουσίαση με τη συμμόρφωση προς τα εφαρμοστέα Δ.Π.Χ.A. Η ακριβοδίκαιη παρουσίαση επίσης προϋποθέτει ότι μια οικονομική οντότητα:

(α)

επιλέγει και εφαρμόζει λογιστικές πολιτικές σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη. Το Δ.Λ.Π. 8 διατυπώνει μία ιεραρχία έγκυρης καθοδήγησης την οποία λαμβάνει υπόψη η διοίκηση εν απουσία Δ.Π.Χ.A. που εφαρμόζεται ειδικώς σε ένα στοιχείο.

(β)

παρουσιάζει στοιχεία που περιλαμβάνουν και τις λογιστικές πολιτικές, κατά τρόπο που παρέχει συναφή, αξιόπιστη, συγκρίσιμη και κατανοητή πληροφόρηση.

(γ)

παρέχει επιπρόσθετες γνωστοποιήσεις, όταν η συμμόρφωση με τις ειδικές απαιτήσεις των Δ.Π.Χ.Α. είναι ανεπαρκής για να καταστήσει τους χρήστες ικανούς να αντιληφθούν την επίδραση των συναλλαγών, ή άλλων γεγονότων και συνθηκών στη χρηματοοικονομική θέση και επίδοση της οικονομικής οντότητας.

18

Μια οικονομική οντότητα δεν δύναται να αποκαταστήσει ακατάλληλες λογιστικές πολιτικές με τη γνωστοποίηση των λογιστικών πολιτικών που χρησιμοποιήθηκαν, με σημειώσεις ή με επεξηγηματικό υλικό.

19

Στην εξαιρετικά σπάνια περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση διαπιστώνει ότι η συμμόρφωση με απαίτηση σε Δ.Π.Χ.Α. θα ήταν τόσο παραπλανητική ώστε να είναι αντίθετη με το σκοπό των οικονομικών καταστάσεων που παρατίθεται στο Πλαίσιο, η οικονομική οντότητα θα παρεκκλίνει από την απαίτηση εκείνη με τον τρόπο που καθορίζεται στην παράγραφο 20 αν έτσι απαιτεί, ή άλλως δεν απαγορεύει, το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο.

20

Όταν μια οικονομική οντότητα παρεκκλίνει από απαίτηση ενός Δ.Π.Χ.Α. σύμφωνα με την παράγραφο 19, θα γνωστοποιεί:

(α)

ότι η διοίκηση έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι οικονομικές καταστάσεις παρουσιάζουν ακριβοδίκαια την οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική επίδοση και τις ταμιακές ροές της οικονομικής οντότητας.

(β)

ότι έχει συμμορφωθεί με τα εφαρμοστέα Δ.Π.Χ.Α., με εξαίρεση την παρέκκλιση από μία συγκεκριμένη απαίτηση προκειμένου να επιτύχει την ακριβοδίκαιη παρουσίαση,

(γ)

τον τίτλο του Δ.Π.Χ.Α. από το οποίο έχει παρεκκλίνει η οικονομική οντότητα, το είδος της παρέκκλισης, συμπεριλαμβανόμενου του χειρισμού που το Δ.Π.Χ.Α. θα απαιτούσε, το λόγο για τον οποίο αυτός ο χειρισμός θα ερχόταν σε σύγκρουση με το σκοπό των οικονομικών καταστάσεων καθώς παρατίθεται στο Πλαίσιο και το χειρισμό που υιοθετήθηκε και,

(δ)

για κάθε παρουσιαζόμενη περίοδο, την οικονομική επίδραση της παρέκκλισης από κάθε στοιχείο των οικονομικών καταστάσεων που θα είχε παρουσιαστεί σύμφωνα με την απαίτηση.

21

Όταν μία οικονομική οντότητα έχει παρεκκλίνει από απαίτηση Δ.Π.Χ.A. σε προγενέστερη περίοδο, και η παρέκκλιση αυτή επιδρά στα ποσά που αναγνωρίστηκαν στις οικονομικές καταστάσεις για την τρέχουσα περίοδο, θα προβαίνει στις γνωστοποιήσεις που παρατίθενται στις παραγράφους 20(γ) και (δ).

22

Η παράγραφος 21 εφαρμόζεται, για παράδειγμα, όταν μία οικονομική οντότητα παρέκκλινε σε προγενέστερη περίοδο από απαίτηση Δ.Π.Χ.A. περί επιμέτρησης περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων και η παρέκκλιση αυτή επηρεάζει την επιμέτρηση των μεταβολών των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναγνωρίστηκαν στις οικονομικές καταστάσεις της τρέχουσας περιόδου.

23

Στην εξαιρετικά σπάνια περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση διαπιστώνει ότι η συμμόρφωση με απαίτηση σε Δ.Π.Χ.A. θα ήταν τόσο παραπλανητική ώστε να είναι αντίθετη με τον σκοπό των οικονομικών καταστάσεων που παρατίθεται στο Πλαίσιο, αλλά το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο απαγορεύει την παρέκκλιση από την απαίτηση, η οικονομική οντότητα θα μειώσει τις πτυχές της συμμόρφωσης που αντιλαμβάνεται ως παραπλανητικές στη μέγιστη δυνατή έκταση, γνωστοποιώντας:

(α)

τον τίτλο του εν λόγω Δ.Π.Χ.A., το είδος της απαίτησης και το λόγο για τον οποίο η διοίκηση έχει συμπεράνει ότι η συμμόρφωση με την απαίτηση αυτή είναι τόσο παραπλανητική υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες που έρχεται σε σύγκρουση με το σκοπό των οικονομικών καταστάσεων όπως αυτός παρατίθεται στο Πλαίσιο και,

(β)

για κάθε παρουσιαζόμενη περίοδο, τις προσαρμογές σε κάθε στοιχείο των οικονομικών καταστάσεων που η διοίκηση έχει συμπεράνει ότι θα ήταν απαραίτητες προκειμένου να επιτευχθεί μία ακριβοδίκαιη παρουσίαση.

24

Για τον σκοπό των παραγράφων 19-23, ένα στοιχείο πληροφόρησης θα αντιβαίνει στο σκοπό των οικονομικών καταστάσεων όταν δεν παρουσιάζει ακριβοδίκαια τις συναλλαγές, άλλα γεγονότα ή συνθήκες που είτε φέρεται να αντικατοπτρίζει ή που θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται ότι αντικατοπτρίζει και συνεπώς, θα ήταν πιθανό να επηρεάσει τις οικονομικές αποφάσεις των χρηστών των οικονομικών καταστάσεων. Κατά την αξιολόγηση αν η συμμόρφωση με συγκεκριμένη απαίτηση Δ.Π.Χ.Α. θα ήταν τόσο παραπλανητική ώστε να αντιβαίνει προς το σκοπό των οικονομικών καταστάσεων καθώς παρατίθεται στο Πλαίσιο, η διοίκηση λαμβάνει υπόψη:

(α)

το λόγο για τον οποίο ο σκοπός των οικονομικών καταστάσεων δεν επιτυγχάνεται υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και

(β)

με ποιον τρόπο οι περιστάσεις της οικονομικής οντότητας διαφέρουν από εκείνες άλλων οικονομικών οντοτήτων, οι οποίες συμμορφώνονται με την απαίτηση. Αν άλλες οικονομικές οντότητες σε παρόμοιες συνθήκες συμμορφώνονται με την απαίτηση, υπάρχει μαχητή εκδοχή ότι η συμμόρφωση της οικονομικής οντότητας με την απαίτηση δεν θα ήταν τόσο παραπλανητική ώστε να αντιβαίνει προς το σκοπό των οικονομικών καταστάσεων καθώς τίθεται στο Πλαίσιο.

Συνεχιζόμενη δραστηριότητα

25

Όταν καταρτίζονται οι οικονομικές καταστάσεις, η διοίκηση θα προβαίνει σε εκτίμηση της δυνατότητας της οικονομικής οντότητας να διατηρηθεί ως συνεχιζόμενη δραστηριότητα. Μια οικονομική οντότητα θα καταρτίζει τις οικονομικές καταστάσεις βάσει της αρχής της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, εκτός εάν η διοίκηση προτίθεται να εκκαθαρίσει την οικονομική οντότητα ή να παύσει κάθε συναλλαγή ή εάν δεν έχει εναλλακτική λύση παρά να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όταν κατά την πραγματοποίηση της εκτίμησής της, η διοίκηση γνωρίζει την ύπαρξη σημαντικών αβεβαιοτήτων, οι οποίες σχετίζονται με γεγονότα ή συνθήκες που μπορεί να δημιουργήσουν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα της οικονομικής οντότητας να διατηρηθεί ως συνεχιζόμενη δραστηριότητα, αυτές οι αβεβαιότητες πρέπει να γνωστοποιούνται. Όταν οι οικονομικές καταστάσεις δεν καταρτίζονται στη βάση της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, το γεγονός αυτό γνωστοποιείται από την οικονομική οντότητα, μαζί με τη βάση στην οποία οι οικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται και το λόγο για τον οποίο η οικονομική οντότητα δεν θεωρείται συνεχιζόμενη δραστηριότητα.

26

Κατά την εκτίμηση για το αν συντρέχει η παραδοχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, η διοίκηση λαμβάνει υπόψη όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για το μέλλον, το οποίο πρέπει να εκτείνεται σε χρονικό διάστημα τουλάχιστον δώδεκα μηνών από το τέλος της περιόδου αναφοράς, χωρίς να περιορίζεται στο διάστημα αυτό. Το βάθος της σχετικής έρευνας εξαρτάται από τα δεδομένα σε κάθε περίπτωση. Όταν μια οικονομική οντότητα έχει ένα παρελθόν κερδοφόρων δραστηριοτήτων και άμεση πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους, δεν χρειάζεται λεπτομερή ανάλυση για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η λογιστική βάση της συνεχιζόμενης δραστηριότητας είναι ορθή. Σε άλλες περιπτώσεις η διοίκηση μπορεί να χρειάζεται να λάβει υπόψη έναν ευρύ κύκλο παραγόντων, που σχετίζονται με την τρέχουσα και την αναμενόμενη κερδοφορία, τα προγράμματα εξόφλησης χρεών και τις πιθανές εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βάση της συνεχιζόμενης δραστηριότητας είναι η ορθή.

Λογιστικός χειρισμός με βάση την αρχή του δουλευμένου

27

Η οικονομική οντότητα καταρτίζει τις οικονομικές καταστάσεις της με βάση την αρχή του δουλευμένου, με εξαίρεση τις πληροφορίες των ταμιακών ροών.

28

Όταν γίνεται χρήση του λογιστικού χειρισμού με βάση την αρχή του δουλευμένου, μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει τα στοιχεία ως περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, ίδια κεφάλαια, έσοδα και έξοδα (τα στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων) όταν πληρούν τους όρους και τα κριτήρια αναγνώρισης που έχουν τεθεί για τα στοιχεία εκείνα στο Πλαίσιο.

Σημαντικότητα και συγκέντρωση

29

Μια οικονομική οντότητα θα παρουσιάζει τα παρόμοια στοιχεία κάθε σημαντικής κατηγορίας μεμονωμένα. Μια οικονομική οντότητα θα παρουσιάζει στοιχεία διαφορετικής φύσης ή λειτουργίας ξεχωριστά εκτός αν είναι επουσιώδη.

30

Οι οικονομικές καταστάσεις είναι αποτέλεσμα της επεξεργασίας μεγάλου αριθμού συναλλαγών ή άλλων γεγονότων που συγκεντρώνονται σε κατηγορίες σύμφωνα με τη φύση ή τη λειτουργία τους. Το τελικό στάδιο στη διαδικασία της συγκέντρωσης και κατάταξης είναι η παρουσίαση των συμπυκνωμένων και ταξινομημένων στοιχείων, που σχηματίζουν συγκεκριμένα κονδύλια στις οικονομικές καταστάσεις. Αν ένα συγκεκριμένο στοιχείο δεν είναι σημαντικό σε μεμονωμένη βάση, αυτό συγκεντρώνεται μαζί με άλλα στοιχεία είτε στις καταστάσεις εκείνες είτε στο προσάρτημα. Ένα στοιχείο το οποίο δεν είναι επαρκώς σημαντικό ενδέχεται να μην απαιτείται να παρουσιαστεί στις οικονομικές καταστάσεις μεμονωμένα, αλλά να πρέπει ωστόσο να αναφερθεί στις σημειώσεις.

31

Μια οικονομική οντότητα δεν υποχρεούται να παρέχει τη συγκεκριμένη γνωστοποίηση που απαιτεί ένα Δ.Π.Χ.Α. εφόσον η πληροφορία δεν είναι σημαντική.

Συμψηφισμός

32

Η οικονομική οντότητα δεν συμψηφίζει περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις ή έσοδα και έξοδα εκτός αν αυτό απαιτείται ή επιτρέπεται από ένα Δ.Π.Χ.Α.

33

Η οικονομική οντότητα παρουσιάζει ξεχωριστά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις καθώς και έσοδα και έξοδα. Ο συμψηφισμός στην κατάσταση συνολικών εσόδων ή οικονομικής θέσης ή στην ιδιαίτερη κατάσταση του λογαριασμού αποτελεσμάτων (εφόσον αυτή παρουσιάζεται), εκτός αν αυτός αντικατοπτρίζει την ουσία της συναλλαγής ή άλλου γεγονότος, αποστερεί από τους χρήστες τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται τις συναλλαγές, τα λοιπά γεγονότα και τις περιστάσεις που έχουν λάβει χώρα και να εκτιμούν τις μελλοντικές ταμιακές ροές της οικονομικής οντότητας. Η επιμέτρηση των περιουσιακών στοιχείων μετά την αφαίρεση υποτιμήσεων — για παράδειγμα λόγω απαξίωσης αποθεμάτων και επισφάλειας απαιτήσεων — δεν είναι συμψηφισμός.

34

Το Δ.Λ.Π. 18 Έσοδα προσδιορίζει τα έσοδα και απαιτεί από μια οικονομική οντότητα να προσμετρά την εύλογη αξία του τιμήματος που εισπράχθηκε ή είναι εισπρακτέο, αφού ληφθούν υπόψη τα ποσά των εμπορικών εκπτώσεων ή εκπτώσεων τζίρου που παραχωρεί η οικονομική οντότητα. Η οικονομική οντότητα αναλαμβάνει, κατά την πορεία των συνηθισμένων δραστηριοτήτων της, άλλες συναλλαγές που δεν δημιουργούν έσοδα, αλλά οι οποίες είναι συναφείς των κύριων δραστηριοτήτων που δημιουργούν έσοδα. Η οικονομική οντότητα παρουσιάζει τα αποτελέσματα τέτοιων συναλλαγών όταν αυτή η παρουσίαση αντανακλά την ουσία της συναλλαγής ή άλλου γεγονότος, ύστερα από τον συμψηφισμό κάθε εσόδου με τις σχετικά έξοδα που προκύπτουν από την ίδια συναλλαγή. Για παράδειγμα:

(α)

μια οικονομική οντότητα εμφανίζει κέρδη και ζημίες από τη διάθεση μη κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων και των λειτουργικών περιουσιακών στοιχείων, αφού από το προϊόν της διάθεσης αφαιρεθεί η λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου και τα σχετικά έξοδα πώλησης και

(β)

μια οικονομική οντότητα μπορεί να συμψηφίσει μια δαπάνη που σχετίζεται με πρόβλεψη που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 37 Προβλέψεις, Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόμενα Περιουσιακά Στοιχεία και επιστρέφεται με συμβατικό διακανονισμό με τρίτο μέρος (για παράδειγμα μια εγγύηση προμηθευτή) με τη σχετική επιστροφή.

35

Επιπροσθέτως, μια οικονομική οντότητα απεικονίζει κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από μία ομάδα ομοίων συναλλαγών σε καθαρή βάση, όπως για παράδειγμα τα συναλλαγματικά κέρδη και ζημίες ή τα κέρδη και τις ζημίες που προκύπτουν από χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται για διαπραγμάτευση. Ωστόσο, μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει κέρδη και ζημίες αυτού του τύπου ξεχωριστά εάν είναι σημαντικά.

Συχνότητα αναφορών

36

Η οικονομική οντότητα παρουσιάζει πλήρη σειρά οικονομικών καταστάσεων (που συμπεριλαμβάνουν συγκριτικές πληροφορίες) τουλάχιστον ετησίως. Όταν μια οικονομική οντότητα αλλάζει το τέλος της περιόδου αναφοράς της και παρουσιάζει οικονομικές καταστάσεις μιας περιόδου μεγαλύτερης ή μικρότερης του ενός έτους, θα γνωστοποιεί, επιπροσθέτως της περιόδου που καλύπτεται από τις οικονομικές καταστάσεις:

(α)

το λόγο που χρησιμοποιείται μεγαλύτερη ή μικρότερη περίοδος και

(β)

το γεγονός ότι ποσά που παρουσιάζονται στις οικονομικές καταστάσεις δεν είναι πλήρως συγκρίσιμα.

37

Συνήθως, μια οικονομική οντότητα καταρτίζει με συνέπεια οικονομικές καταστάσεις για περίοδο ενός έτους. Όμως, μερικές οικονομικές οντότητες προτιμούν για πρακτικούς λόγους να παρέχουν πληροφόρηση παραδείγματος χάρη για μια περίοδο 52 εβδομάδων. Το Πρότυπο αυτό δεν αποκλείει την πρακτική αυτή.

Συγκριτική πληροφόρηση

38

Εκτός όταν ένα Δ.Π.Χ.A. επιτρέπει ή απαιτεί διαφορετικά, η οικονομική οντότητα θα γνωστοποιεί τη συγκριτική πληροφόρηση σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο για όλα τα ποσά που απεικονίζονται στις οικονομικές καταστάσεις της τρέχουσας περιόδου. Η οικονομική οντότητα θα περιλαμβάνει συγκριτική πληροφόρηση στην αφηγηματική και περιγραφική πληροφόρηση, όταν είναι απαραίτητη για την κατανόηση των οικονομικών καταστάσεων της τρέχουσας περιόδου.

39

Μια οικονομική οντότητα που γνωστοποιεί συγκριτικές πληροφορίες θα παρουσιάζει, κατ’ελάχιστον, δύο καταστάσεις οικονομικής θέσης, δύο από κάθε μία από τις άλλες καταστάσεις και τις σχετικές σημειώσεις. Όταν μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει αναδρομικά μία λογιστική πολιτική ή ανακατατάσσει αναδρομικά τα στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων της ή όταν ανακατατάσσει στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων, θα παρουσιάζει, κατ’ελάχιστο, τρεις καταστάσεις οικονομικής θέσης και δύο από για κάθε μία από τις άλλες καταστάσεις και τις σχετικές σημειώσεις. Η οικονομική οντότητα παρουσιάζει καταστάσεις οικονομικής θέσης για:

(α)

το τέλος της τρέχουσας περιόδου,

(β)

το τέλος της προηγούμενης περιόδου (που ισοδυναμεί με την έναρξη της τρέχουσας περιόδου) και

(γ)

την έναρξη της πρώτης συγκριτικής περιόδου.

40

Σε μερικές περιπτώσεις η αφηγηματική πληροφόρηση που παρέχεται στις οικονομικές καταστάσεις για την προηγούμενη περίοδο (προηγούμενες περιόδους), συνεχίζει να αφορά και την τρέχουσα περίοδο. Για παράδειγμα, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί στην τρέχουσα περίοδο τις λεπτομέρειες για μία δικαστική διένεξη, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν αβέβαιο κατά το τέλος της αμέσως προηγούμενης περιόδου αναφοράς και η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί. Οι χρήστες ωφελούνται από τις πληροφορίες για το ότι η αβεβαιότητα υπήρχε κατά το τέλος της αμέσως προηγούμενης περιόδου αναφοράς και για τα μέτρα που έχουν ληφθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου για την άρση της αβεβαιότητας.

41

Όταν η οικονομική οντότητα τροποποιεί την παρουσίαση ή κατάταξη των στοιχείων στις οικονομικές καταστάσεις, ανακατατάσσει τα συγκριτικά ποσά εκτός αν αυτό είναι ανέφικτο. Όταν η οικονομική οντότητα ανακατατάσσει συγκριτικά ποσά, θα γνωστοποιεί:

(α)

το είδος της ανακατάταξης,

(β)

το ποσό κάθε στοιχείου ή κατηγορίας στοιχείων που ανακατατάσσεται και

(γ)

τους λόγους της ανακατάταξης.

42

Όταν είναι ανέφικτο να ανακαταταχθεί η συγκριτική πληροφόρηση, η οικονομική οντότητα θα γνωστοποιεί:

(α)

τους λόγους για τους οποίους δεν έγινε η ανακατάταξη και

(β)

το είδος των προσαρμογών που θα είχαν γίνει εάν είχαν ανακαταταχθεί τα ποσά.

43

Η αναβάθμιση της συγκρισιμότητας των πληροφοριών μεταξύ των περιόδων βοηθάει τους χρήστες στις οικονομικές τους αποφάσεις, επειδή επιτρέπει την εκτίμηση των τάσεων της οικονομικής πληροφόρησης για προγνωστικούς σκοπούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν είναι εφικτό να γίνει ανακατάταξη των συγκριτικών πληροφοριών για μία συγκεκριμένη περίοδο ώστε να επιτευχθεί η συγκρισιμότητα με την τρέχουσα περίοδο. Για παράδειγμα, μπορεί σε προηγούμενη περίοδο (προηγούμενες περιόδους) μία οικονομική οντότητα να μην έχει συγκεντρώσει στοιχεία κατά τρόπο που να επιτρέπει την ανακατάταξη και μπορεί να μην είναι εφικτό να αναπαραχθούν οι πληροφορίες.

44

Το Δ.Λ.Π. 8 παραθέτει προσαρμογές που απαιτούνται για τη συγκριτική πληροφόρηση, όταν η οικονομική οντότητα αλλάζει μία λογιστική πολιτική ή διορθώνει ένα λάθος.

Ομοιομορφία της παρουσίασης

45

Η οικονομική οντότητα διατηρεί την εμφάνιση και την κατάταξη των στοιχείων στις οικονομικές καταστάσεις από περίοδο σε περίοδο, εκτός αν:

(α)

είναι φανερό, μετά από σημαντική αλλαγή στο είδος των δραστηριοτήτων της οικονομικής οντότητας ή επανεξέταση των οικονομικών καταστάσεών της, ότι άλλη παρουσίαση ή κατάταξη θα ήταν πιο κατάλληλη βάσει των κριτηρίων για την επιλογή και εφαρμογή των λογιστικών πολιτικών του Δ.Λ.Π. 8 ή

(β)

απαιτούνται αλλαγές στην παρουσίαση βάσει ενός Δ.Π.Χ.Α.

46

Για παράδειγμα. μια σημαντική απόκτηση ή διάθεση ή μια επανεξέταση του τρόπου παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων ενδέχεται να υποδεικνύει την ανάγκη διαφορετικής παρουσίασης των καταστάσεων αυτών. Μια οικονομική οντότητα αλλάζει την παρουσίαση των οικονομικών της καταστάσεων μόνον εφόσον η νέα παρουσίαση παρέχει αξιόπιστη πληροφόρηση που είναι περισσότερο χρήσιμη στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων και η αναθεωρημένη δομή πιθανολογείται ότι θα συνεχιστεί, ώστε να μη βλάπτεται η συγκρισιμότητα. Όταν γίνονται τέτοιες αλλαγές στην παρουσίαση, μια οικονομική οντότητα ανακατατάσσει τη συγκριτική πληροφόρησή της σύμφωνα με τις παραγράφους 41 και 42.

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Εισαγωγή

47

Το παρόν Πρότυπο απαιτεί συγκεκριμένες γνωστοποιήσεις στην κατάσταση οικονομικής θέσης ή συνολικών εσόδων, την ιδιαίτερη κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων (εφόσον παρουσιάζεται) ή στην κατάσταση μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων και απαιτεί γνωστοποίηση των λοιπών συγκεκριμένων κονδυλίων είτε στις καταστάσεις αυτές είτε στις σημειώσεις. Το Δ.Λ.Π. 7 Καταστάσεις Ταμιακών Ροών παραθέτει τις απαιτήσεις για την παρουσίαση των πληροφοριών στις καταστάσεις ταμιακών ροών.

48

Κάποιες φορές αυτό το Πρότυπο χρησιμοποιεί τον όρο «γνωστοποίηση» με τη γενική έννοια, που εμπερικλείει στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται στις οικονομικές καταστάσεις. Τα υπόλοιπα Δ.Π.Χ.Α. επίσης απαιτούν γνωστοποιήσεις. Εκτός αν προσδιορίζεται διαφορετικά σε άλλο σημείο του παρόντος Προτύπου ή σε άλλο Δ.Π.Χ.Α., οι γνωστοποιήσεις αυτές μπορούν να γίνονται στις οικονομικές καταστάσεις.

Εξατομίκευση των οικονομικών καταστάσεων

49

Η οικονομική οντότητα εξατομικεύει σαφώς τις οικονομικές καταστάσεις και τις διακρίνει από άλλες πληροφορίες στο ίδιο δημοσιευόμενο έντυπο.

50

Τα Δ.Π.Χ.A. εφαρμόζονται μόνο στις οικονομικές καταστάσεις και όχι αναγκαστικά σε άλλες πληροφορίες που παρουσιάζονται στην ετήσια αναφορά, σε έγγραφα που υποβάλλονται σε ρυθμιστική αρχή ή σε άλλο έγγραφο. Συνεπώς, είναι σημαντικό οι χρήστες να είναι σε θέση να διακρίνουν τις πληροφορίες που καταρτίστηκαν με βάση τα Δ.Π.Χ.Α. από άλλες πληροφορίες που μπορεί να είναι χρήσιμες στους χρήστες, αλλά δεν αποτελούν αντικείμενο των απαιτήσεων αυτών.

51

Η οικονομική οντότητα εξατομικεύει σαφώς κάθε οικονομική κατάσταση και τις σημειώσεις. Επιπρόσθετα, η οικονομική οντότητα εκθέτει με εμφανή τρόπο τις ακόλουθες πληροφορίες, τις οποίες επαναλαμβάνει όταν αυτό είναι αναγκαίο για την πρέπουσα κατανόηση των πληροφοριών:

(α)

το όνομα της αναφέρουσας οικονομικής οντότητας ή άλλος προσδιορισμός της ταυτότητας και κάθε αλλαγή των πληροφοριών αυτών από το τέλος της προηγούμενης περιόδου αναφοράς.

(β)

αν οι οικονομικές καταστάσεις αφορούν μια οικονομική οντότητα μεμονωμένα ή όμιλο οικονομικών οντοτήτων,

(γ)

την ημερομηνία του τέλους της περιόδου αναφοράς ή την περίοδο που καλύπτει μία σειρά οικονομικών καταστάσεων ή σημειώσεων,

(δ)

το νόμισμα παρουσίασης, όπως αυτό ορίζεται στο Δ.Λ.Π. 21 και

(ε)

το βαθμό της στρογγυλοποίησης που χρησιμοποιήθηκε στην παρουσίαση των ποσών στις οικονομικές καταστάσεις.

52

Μια οικονομική οντότητα πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η παράγραφος 51 παρουσιάζοντας κατάλληλα τις επικεφαλίδες των σελίδων, των καταστάσεων, των σημειώσεων, των στηλών, κλπ. Απαιτείται κρίση για να προσδιοριστεί ο καλύτερος τρόπος παρουσίασης τέτοιων πληροφοριών. Για παράδειγμα, όταν μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει τις οικονομικές καταστάσεις ηλεκτρονικά, μπορεί να μη χρησιμοποιούνται πάντα χωριστές σελίδες· στην περίπτωση αυτή, η οικονομική οντότητα παρουσιάζει τα προαναφερόμενα στοιχεία προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι πληροφορίες που συμπεριλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις είναι κατανοητές.

53

Η οικονομική οντότητα καθιστά συχνά τις οικονομικές καταστάσεις περισσότερο κατανοητές με την παρουσίαση πληροφοριών σε χιλιάδες ή εκατομμύρια μονάδων του νομίσματος παρουσίασης. Αυτό είναι αποδεκτό εφόσον η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί το βαθμό της στρογγυλοποίησης και δεν παραλείπει σημαντικές πληροφορίες.

Κατάσταση οικονομικής θέσης

Οι πληροφορίες που παρουσιάζονται στην κατάσταση οικονομικής θέσης

54

Η κατάσταση οικονομικής θέσης περιλαμβάνει, κατ’ελάχιστον, συγκεκριμένα κονδύλια που παρουσιάζουν τα ακόλουθα ποσά:

(α)

ενσώματα πάγια,

(β)

επενδύσεις σε ακίνητα,

(γ)

άυλα περιουσιακά στοιχεία,

(δ)

χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (εξαιρουμένων των ποσών που εμφανίζονται με τα στοιχεία (ε), (η) και (θ)),

(ε)

επενδύσεις που λογιστικοποιούνται με τη χρήση της μεθόδου της καθαρής θέσης,

(στ)

βιολογικά περιουσιακά στοιχεία,

(ζ)

αποθέματα,

(η)

εμπορικές και λοιπές απαιτήσεις,

(i)

ταμιακά διαθέσιμα και ταμιακά ισοδύναμα,

(ι)

τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία που κατατάσσονται ως κατεχόμενα προς πώληση και τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε ομάδες διάθεσης που κατατάσσονται ως κατεχόμενες προς πώληση σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 5 Μη Κυκλοφορούντα Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες,

(ια)

εμπορικοί και λοιποί πληρωτέοι λογαριασμοί,

(ιβ)

προβλέψεις,

(ιγ)

χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις (εξαιρουμένων των ποσών που εμφανίζονται με τα στοιχεία (ια) και (ιβ)),

(ιδ)

υποχρεώσεις και περιουσιακά στοιχεία για τρέχοντα φόρο, όπως απαιτείται από το Δ.Λ.Π. 12 Φόροι Εισοδήματος,

(ιε)

αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις και αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία, όπως απαιτείται από το Δ.Λ.Π. 12,

(ιστ)

υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται σε ομάδες διάθεσης που κατατάσσονται ως κατεχόμενες προς πώληση σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 5,

(ιζ)

δικαιώματα μειοψηφίας, που παρουσιάζονται εντός της καθαρής θέσης και

(ιη)

εκδοθέν κεφάλαιο και αποθεματικά που αναλογούν σε ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρίας.

55

Η οικονομική οντότητα παρουσιάζει επιπρόσθετα συγκεκριμένα κονδύλια, επικεφαλίδες και μερικά αθροίσματα στην κατάσταση οικονομικής θέσης όταν μία τέτοια παρουσίαση είναι αναγκαία για την κατανόηση της οικονομικής θέσης της οικονομικής οντότητας.

56

Όταν μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει κυκλοφορούντα και μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία και βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις ως ξεχωριστές κατατάξεις στην κατάσταση της οικονομικής θέσης της, δεν θα εντάσσει τα αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία (υποχρεώσεις) στην κατηγορία των κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων (υποχρεώσεων).

57

Το παρόν Πρότυπο δεν περιγράφει την τάξη ή τη μορφή με την οποία μία οικονομική οντότητα πρέπει να παρουσιάζει τα στοιχεία. Η παράγραφος 54 παρέχει απλώς καταλόγους στοιχείων που είναι επαρκώς διαφορετικά στο είδος ή στη λειτουργία, ώστε να δικαιολογούν ιδιαίτερη παρουσίαση στην κατάσταση οικονομικής θέσης. Επιπρόσθετα:

(α)

συγκεκριμένα κονδύλια συμπεριλαμβάνονται όταν το μέγεθος, το είδος ή η λειτουργία ενός στοιχείου ή συνάθροιση όμοιων στοιχείων είναι τέτοια που η ιδιαίτερη παρουσίαση είναι συναφής προς μία κατανόηση της οικονομικής θέσης της οικονομικής οντότητας και

(β)

οι περιγραφές που χρησιμοποιούνται και η διάταξη ή συνάθροιση των όμοιων στοιχείων μπορεί να τροποποιηθούν ανάλογα με το είδος της οικονομικής οντότητας και των συναλλαγών της, για να παρέχουν πληροφορίες που είναι συναφείς για την κατανόηση της οικονομικής θέσης της οικονομικής οντότητας. Για παράδειγμα ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα τροποποιεί τις προαναφερόμενες περιγραφές ώστε να παρέχει πληροφόρηση που είναι σχετική με τις δραστηριότητες ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

58

Η οικονομική οντότητα αποφασίζει εάν θα παρουσιάσει πρόσθετα στοιχεία ιδιαίτερα, βασιζόμενη σε μία εκτίμηση:

(α)

του είδους και της ρευστότητας των περιουσιακών στοιχείων,

(β)

της λειτουργίας των περιουσιακών στοιχείων εντός της οικονομικής οντότητας και

(γ)

των ποσών, του είδους και του χρονοδιαγράμματος των υποχρεώσεων.

59

Η χρήση διαφορετικών βάσεων επιμέτρησης για διαφορετικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων υποδηλώνει ότι διαφέρει το είδος ή η λειτουργία τους και συνεπώς ότι πρέπει μια οικονομική οντότητα να τα παρουσιάζει ως ξεχωριστά συγκεκριμένα κονδύλια. Για παράδειγμα, διαφορετικές κατηγορίες ενσώματων παγίων μπορεί να τηρούνται λογιστικά στο κόστος ή σε αναπροσαρμοσμένα ποσά σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 16.

Διαχωρισμός κυκλοφορούντων/μη κυκλοφορούντων στοιχείων

60

Μια οικονομική οντότητα θα παρουσιάζει κυκλοφορούντα και μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία και βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις, ως ξεχωριστές κατατάξεις στην κατάσταση οικονομικής θέσης της σύμφωνα με τις παραγράφους 66-76 εκτός όταν μία παρουσίαση που βασίζεται στη ρευστότητα παρέχει πληροφόρηση που είναι αξιόπιστη και περισσότερο σχετική. Όταν εφαρμόζεται η εξαίρεση αυτή, μια οικονομική οντότητα θα παρουσιάζει όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις κατά σειρά ρευστότητας.

61

Ανεξάρτητα από τη μέθοδο παρουσίασης που υιοθετείται, μία οικονομική οντότητα θα γνωστοποιεί το ποσό που αναμένεται να εισπραχθεί ή να διακανονιστεί σε περισσότερους από δώδεκα μήνες για κάθε συγκεκριμένο κονδύλιο των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που συνδυάζει ποσά που αναμένεται να εισπραχθούν ή να διακανονιστούν:

(α)

όχι περισσότερο από δώδεκα μήνες μετά την περίοδο αναφοράς και

(β)

σε περισσότερους από δώδεκα μήνες μετά την περίοδο αναφοράς.

62

Όταν μια οικονομική οντότητα παρέχει εμπορεύματα ή υπηρεσίες εντός ενός σαφώς εξατομικευμένου κύκλου εκμετάλλευσης, η χωριστή κατάταξη των κυκλοφορούντων και των μη κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην κατάσταση οικονομικής θέσης παρέχει χρήσιμες πληροφορίες με το διαχωρισμό των καθαρών περιουσιακών στοιχείων που συνεχώς ανακυκλώνονται ως κεφάλαιο κίνησης, από εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται στις μακροπρόθεσμες δραστηριότητες της οικονομικής οντότητας. Αυτή η κατάταξη επίσης φανερώνει τα περιουσιακά στοιχεία που αναμένεται να ρευστοποιηθούν μέσα στον τρέχοντα κύκλο εκμετάλλευσης και τις υποχρεώσεις που οφείλεται να διακανονιστούν μέσα στην ίδια περίοδο.

63

Για κάποιες οικονομικές οντότητες, όπως είναι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η παρουσίαση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων κατά αύξουσα ή φθίνουσα σειρά ρευστότητας παρέχει πληροφόρηση που είναι αξιόπιστη και περισσότερο σχετική από την παρουσίαση κυκλοφορούντων/μη κυκλοφορούντων διότι η οικονομική οντότητα δεν παρέχει εμπορεύματα ή υπηρεσίες μέσα σε καθαρά εξατομικευμένο κύκλο εκμετάλλευσης.

64

Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 60, μια οικονομική οντότητα επιτρέπεται να παρουσιάσει κάποια περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις με τη χρήση της κατάταξης κυκλοφορούντων/μη κυκλοφορούντων στοιχείων και κάποια άλλα με τη σειρά ρευστότητάς τους όταν αυτό εξασφαλίζει την αξιόπιστη και περισσότερο σχετική πληροφόρηση. Η ανάγκη μιας μικτής βάσης για τους σκοπούς της παρουσίασης μπορεί να προκύψει όταν η οικονομική οντότητα έχει διαφοροποιημένες δραστηριότητες.

65

Πληροφορίες για τις αναμενόμενες ημερομηνίες λήξης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων είναι χρήσιμες για την εκτίμηση της ρευστότητας και της φερεγγυότητας μιας οικονομικής οντότητας. Το Δ.Π.Χ.Α. 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις απαιτεί να γνωστοποιούνται οι ημερομηνίες λήξης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν τις εμπορικές και άλλες απαιτήσεις και οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις περιλαμβάνουν τις εμπορικές υποχρεώσεις και άλλους πληρωτέους λογαριασμούς. Η παροχή πληροφοριών για την αναμενόμενη ημερομηνία ρευστοποίησης των μη χρηματικών περιουσιακών στοιχείων όπως είναι τα αποθέματα και την αναμενόμενη ημερομηνία διακανονισμού των υποχρεώσεων όπως είναι οι προβλέψεις είναι επίσης χρήσιμη, ανεξαρτήτως αν τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις κατατάσσονται ως κυκλοφορούντα ή μη κυκλοφορούντα στοιχεία. Για παράδειγμα, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί το ποσό των αποθεμάτων που αναμένεται να ρευστοποιηθεί σε περισσότερους από δώδεκα μήνες μετά την περίοδο της αναφοράς.

Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία

66

Η οικονομική οντότητα κατατάσσει ένα περιουσιακό στοιχείο ως κυκλοφορούν όταν:

(α)

αναμένει να ρευστοποιήσει το περιουσιακό στοιχείο ή σκοπεύει να το πωλήσει ή να το αναλώσει κατά την κανονική πορεία του κύκλου εκμετάλλευσής της,

(β)

κατέχει το περιουσιακό στοιχείο κυρίως για εμπορικούς σκοπούς,

(γ)

αναμένει να ρευστοποιήσει το περιουσιακό στοιχείο εντός δώδεκα μηνών από την περίοδο αναφοράς ή

(δ)

το περιουσιακό στοιχείο αποτελείται από μετρητά ή ταμιακά ισοδύναμα (καθώς προσδιορίζονται στο Δ.Λ.Π. 7) εκτός αν υπάρχει περιορισμός ανταλλαγής ή χρήσης του για τον διακανονισμό υποχρέωσης για τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την περίοδο αναφοράς.

Η οικονομική οντότητα κατατάσσει όλα τα λοιπά στοιχεία ως μη κυκλοφορούντα.

67

Το παρόν Πρότυπο χρησιμοποιεί τον όρο «μη κυκλοφορούντα» για να συμπεριλάβει ενσώματα, άυλα και μακροπρόθεσμα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Δεν απαγορεύεται η χρήση εναλλακτικών περιγραφών, εφόσον η έννοια είναι σαφής.

68

Ο κύκλος εκμετάλλευσης της οικονομικής οντότητας είναι ο χρόνος μεταξύ της απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων για επεξεργασία και της ρευστοποίησής τους σε μετρητά ή ταμιακά ισοδύναμα. Όταν ο κανονικός κύκλος εκμετάλλευσης της οικονομικής οντότητας δεν είναι σαφώς εξατομικευμένος, η διάρκεια του θεωρείται ότι είναι δώδεκα μηνών. Τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν περιουσιακά στοιχεία (όπως αποθέματα και εμπορικές απαιτήσεις) που πωλούνται, αναλώνονται ή ρευστοποιούνται στο πλαίσιο του κανονικού κύκλου εκμετάλλευσης, ακόμη και όταν δεν αναμένεται η ρευστοποίησή τους εντός δώδεκα μηνών μετά την περίοδο αναφοράς. Στα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται επίσης περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται κυρίως για εμπορικούς σκοπούς (τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας αυτής κατατάσσονται ως προοριζόμενα για εμπορική εκμετάλλευση σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39) και το κυκλοφορούν τμήμα των μη κυκλοφορούντων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις

69

Η οικονομική οντότητα θα κατατάσσει μια υποχρέωση ως βραχυπρόθεσμη όταν:

(α)

αναμένει να διακανονίσει την υποχρέωση κατά την κανονική πορεία του κύκλου εκμετάλλευσης της,

(β)

κατέχει την υποχρέωση κυρίως για εμπορικούς σκοπούς,

(γ)

η υποχρέωση αναμένεται να διακανονιστεί εντός δώδεκα μηνών από την περίοδο αναφοράς ή

(δ)

η οικονομική οντότητα δεν κατέχει ανεπιφύλακτο δικαίωμα αναβολής του διακανονισμού της υποχρέωσης για τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την περίοδο αναφοράς.

Η οικονομική οντότητα κατατάσσει όλες τις λοιπές υποχρεώσεις ως μακροπρόθεσμες.

70

Μερικές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, όπως οι εμπορικοί πληρωτέοι λογαριασμοί, κάποια δεδουλευμένα κόστη μισθοδοσίας και λοιπά κόστη εκμετάλλευσης, συνιστούν τμήμα του κεφαλαίου κίνησης που χρησιμοποιείται στον κανονικό κύκλο εκμετάλλευσης της οικονομικής οντότητας. Μια οικονομική οντότητα κατατάσσει τέτοια στοιχεία της εκμετάλλευσης ως βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, ακόμα και όταν πρέπει να διακανονιστούν σε περισσότερους από δώδεκα μήνες μετά την περίοδο αναφοράς. Ο ίδιος κανονικός κύκλος εκμετάλλευσης ισχύει για την κατάταξη των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της οικονομικής οντότητας. Όταν ο κανονικός κύκλος εκμετάλλευσης της οικονομικής οντότητας δεν είναι σαφώς εξατομικευμένος, η διάρκεια του θεωρείται ότι είναι δώδεκα μηνών.

71

Άλλες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις δεν διακανονίζονται ως μέρος του κανονικού κύκλου εκμετάλλευσης, αλλά πρέπει να διακανονιστούν εντός δώδεκα μηνών μετά την περίοδο αναφοράς ή διακατέχονται κυρίως για εμπορικούς σκοπούς. Παραδείγματα αποτελούν οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που κατατάσσονται ως προοριζόμενες για εμπορική εκμετάλλευση σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39, οι τραπεζικές υπεραναλήψεις και το βραχυπρόθεσμο τμήμα των μη βραχυπρόθεσμων χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, τα πληρωτέα μερίσματα, οι φόροι εισοδήματος και άλλοι μη εμπορικοί πληρωτέοι λογαριασμοί. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που παρέχουν χρηματοδότηση σε μακροπρόθεσμη βάση (ήτοι δεν αποτελούν μέρος του κεφαλαίου κίνησης που χρησιμοποιείται στον κανονικό κύκλο εκμετάλλευσης της οικονομικής οντότητας) και δεν πρέπει να διακανονιστούν εντός δώδεκα μηνών από την περίοδο αναφοράς είναι μη βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις παραγράφους 74 και 75.

72

Μια οικονομική οντότητα κατατάσσει τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις αυτές ως βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, όταν πρέπει να διακανονιστούν εντός δώδεκα μηνών από την περίοδο αναφοράς, ακόμη και στην περίπτωση που:

(α)

η αρχική προθεσμία ήταν για περίοδο μεγαλύτερη των δώδεκα μηνών και

(β)

ολοκληρώνεται συμφωνία αναχρηματοδότησης ή επαναδιαπραγμάτευσης των όρων της εξόφλησης σε μακροπρόθεσμη βάση, μετά την περίοδο αναφοράς και πριν εγκριθούν για έκδοση οι οικονομικές καταστάσεις.

73

Αν μία οικονομική οντότητα αναμένει και έχει την ευχέρεια να αναχρηματοδοτήσει ή να μετακυλήσει μία υποχρέωση για τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την περίοδο αναφοράς σύμφωνα με υφιστάμενη δανειακή διευκόλυνση, κατατάσσει την υποχρέωση ως μακροπρόθεσμη, ακόμη και αν θα έληγε σε μικρότερο χρονικό διάστημα διαφορετικά. Ωστόσο, όταν η αναχρηματοδότηση ή η μετακύλιση δεν είναι στην ευχέρεια της οικονομικής οντότητας (για παράδειγμα, δεν υπάρχει συμφωνία αναχρηματοδότησης), μια οικονομική οντότητα δεν λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα αναχρηματοδότησης και η υποχρέωση κατατάσσεται ως βραχυπρόθεσμη.

74

Όταν μία οικονομική οντότητα αθετεί έναν όρο μιας μακροπρόθεσμης συμφωνίας δανεισμού στο τέλος ή πριν το τέλος της περιόδου αναφοράς ώστε η υποχρέωση να καθίσταται πληρωτέα κατ’ απαίτηση, η υποχρέωση κατατάσσεται ως βραχυπρόθεσμη, έστω και αν ο δανειστής είχε συμφωνήσει, μετά την περίοδο αναφοράς και πριν την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων για έκδοση, να μην απαιτήσει την πληρωμή εξαιτίας της αθέτησης. Μια οικονομική οντότητα κατατάσσει την υποχρέωση ως βραχυπρόθεσμη επειδή, στο τέλος της περιόδου αναφοράς, δεν κατείχε ανεπιφύλακτο δικαίωμα αναβολής του διακανονισμού για τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία αυτή.

75

Όμως, η υποχρέωση κατατάσσεται ως μακροπρόθεσμη αν ο δανειστής συμφώνησε στο τέλος της περιόδου αναφοράς να παράσχει περίοδο χάριτος που λήγει τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την περίοδο αναφοράς, στη διάρκεια της οποίας η οικονομική οντότητα μπορεί να αποκαταστήσει την αθέτηση και κατά τη διάρκεια της οποίας ο δανειστής δεν δύναται να απαιτήσει την άμεση εξόφληση.

76

Αναφορικά με δάνεια που κατατάσσονται ως βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, εάν τα ακόλουθα γεγονότα λάβουν χώρα μεταξύ του τέλους της περιόδου αναφοράς και της ημερομηνίας έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων, τα γεγονότα εκείνα γνωστοποιούνται ως μη διορθωτικά γεγονότα σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 10 Γεγονότα μετά την Περίοδο Αναφοράς:

(α)

αναχρηματοδότηση σε μακροπρόθεσμη βάση,

(β)

αποκατάσταση αθέτησης μακροπρόθεσμης συμφωνίας δανεισμού και

(γ)

η παροχή περιόδου χάριτος από δανειστή προκειμένου να διορθωθεί η αθέτηση μακροπρόθεσμης συμφωνίας δανεισμού που λήγει τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την περίοδο αναφοράς.

Οι πληροφορίες που παρουσιάζονται είτε στην κατάσταση οικονομικής θέσης είτε στις σημειώσεις

77

Η οικονομική οντότητα πρέπει να γνωστοποιεί, είτε στην κατάσταση οικονομικής θέσης είτε στις σημειώσεις, περαιτέρω υποκατηγορίες των συγκεκριμένων κονδυλίων που παρουσιάσθηκαν, κατεταγμένα με τρόπο που αρμόζει στις δραστηριότητες της οικονομικής οντότητας.

78

Η λεπτομέρεια που παρέχεται στις υποκατηγορίες εξαρτάται από τις απαιτήσεις των Δ.Π.Χ.Α. και το μέγεθος, το είδος και τη λειτουργία των σχετικών ποσών. Μια οικονομική οντότητα κάνει χρήση και των παραγόντων που παρατίθενται στην παράγραφο 58 προκειμένου να αποφασιστεί η βάση της υποκατάταξης. Οι γνωστοποιήσεις θα ποικίλουν για κάθε στοιχείο, π.χ.:

(α)

στοιχεία των ενσωμάτων παγίων διαχωρίζονται σε κατηγορίες σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 16,

(β)

οι απαιτήσεις διαχωρίζονται σε ποσά εισπρακτέα από πελάτες, σε εισπρακτέους λογαριασμούς συνδεδεμένων μερών, σε προπληρωμές και άλλα ποσά,

(γ)

τα αποθέματα αναλύονται, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 2 Αποθέματα, σε κατηγορίες εμπορεύματα, προμήθειες παραγωγής, υλικά, παραγωγή σε εξέλιξη και έτοιμα προϊόντα,

(δ)

οι προβλέψεις διαχωρίζονται σε προβλέψεις για παροχές σε εργαζομένους και άλλα κονδύλια και

(ε)

το μετοχικό κεφάλαιο και τα αποθεματικά διαχωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες όπως εκείνες του καταβεβλημένου κεφαλαίου, της διαφοράς υπέρ το άρτιο και των αποθεματικών.

79

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τα ακόλουθα, είτε στην κατάσταση οικονομικής θέσης είτε στην κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων είτε στις σημειώσεις:

(α)

για κάθε κατηγορία μετοχικού κεφαλαίου:

(i)

τον αριθμό των εγκεκριμένων μετοχών,

(ii)

τον αριθμό των μετοχών που εκδόθηκαν και έχουν ολοσχερώς εξοφληθεί και των μετοχών που εκδόθηκαν αλλά δεν έχουν εξοφληθεί,

(iii)

την αξία στο άρτιο ανά μετοχή ή ότι οι μετοχές δεν έχουν αξία στο άρτιο,

(iv)

συμφωνία του αριθμού των μετοχών που κυκλοφορούν στην αρχή και το τέλος της περιόδου,

(v)

τα δικαιώματα, τα προνόμια και τους περιορισμούς που αφορούν σε εκείνη την κατηγορία μετοχών, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στη διανομή των μερισμάτων και την αποπληρωμή του κεφαλαίου,

(vi)

μετοχές της οικονομικής οντότητας, που κατέχονται από την ίδια ή από θυγατρικές ή συγγενείς επιχειρήσεις και

(vii)

μετοχές που διατηρούνται προς έκδοση, σύμφωνα με δικαιώματα προαίρεσης και συμβάσεις για την πώληση μετοχών, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών όρων και των ποσών και

(β)

περιγραφή του είδους και του σκοπού κάθε αποθεματικού που περιλαμβάνεται στα ίδια κεφάλαια.

80

Μια οικονομική οντότητα χωρίς μετοχικό κεφάλαιο, όπως ένας συνεταιρισμός ή ένα καταπίστευμα, θα γνωστοποιεί πληροφορίες ισοδύναμες προς εκείνες που απαιτούνται από την παράγραφο 79(α), που δείχνουν τις μεταβολές κατά τη διάρκεια της περιόδου σε κάθε κατηγορία συμμετοχής καθώς και τα δικαιώματα, τα προνόμια και τους περιορισμούς που αφορούν κάθε κατηγορία δικαιωμάτων.

Κατάσταση συνολικών εσόδων

81

Η οικονομική οντότητα παρουσιάζει κάθε στοιχείο των εσόδων και των εξόδων που αναγνωρίζεται σε μία περίοδο:

(α)

σε μια μεμονωμένη κατάσταση συνολικών εσόδων ή

(β)

σε δύο καταστάσεις: μία κατάσταση που απεικονίζει στοιχεία των αποτελεσμάτων (ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων) και μία δεύτερη κατάσταση που ξεκινά από τα αποτελέσματα και απεικονίζει στοιχεία των λοιπών συνολικών εσόδων (κατάσταση συνολικών εσόδων).

Οι πληροφορίες που παρουσιάζονται στην κατάσταση συνολικών εσόδων

82

Η κατάσταση συνολικών εσόδων θα περιλαμβάνει, κατ’ελάχιστον, συγκεκριμένα κονδύλια που παρουσιάζουν τα ακόλουθα ποσά για την περίοδο:

(α)

έσοδα,

(β)

χρηματοοικονομικά κόστη,

(γ)

μερίδιο των κερδών ή ζημιών από συγγενείς επιχειρήσεις και κοινοπραξίες που λογιστικοποιούνται με τη μέθοδο της καθαρής θέσης,

(δ)

έξοδο φόρου,

(ε)

ένα μοναδικό ποσό που περιλαμβάνει το σύνολο:

(i)

του μετά από φόρους κέρδους ή ζημίας των διακοπεισών δραστηριοτήτων και

(ii)

του μετά από φόρους κέρδους ή ζημίας που αναγνωρίστηκε κατά την επιμέτρηση της εύλογης αξίας απομειωμένης κατά τα κόστη της πώλησης ή κατά τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων ή της ομάδας (των ομάδων) διάθεσης που συνιστούν τη διακοπείσα δραστηριότητα.

(στ)

του κέρδους ή της ζημίας,

(ζ)

κάθε στοιχείο των λοιπών συνολικών εσόδων καταταγμένο κατ’είδος (εκτός των ποσών του (η)),

(η)

του μεριδίου των λοιπών συνολικών εσόδων από συγγενείς επιχειρήσεις και κοινοπραξίες που λογιστικοποιούνται με τη μέθοδο της καθαρής θέσης και

(i)

των συγκεντρωτικών συνολικών εσόδων.

83

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τα ακόλουθα στοιχεία στην κατάσταση συνολικών εσόδων ως επιμερισμούς του κέρδους ή της ζημίας για την περίοδο:

(α)

κέρδος ή ζημία περιόδου που αναλογεί σε:

(i)

δικαιώματα μειοψηφίας και

(ii)

ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρίας.

(β)

συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα της περιόδου που αναλογούν σε:

(i)

δικαιώματα μειοψηφίας και

(ii)

ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρίας.

84

Η οικονομική οντότητα επιτρέπεται να παρουσιάσει σε ιδιαίτερη κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων (βλέπε παράγραφο 81), τα συγκεκριμένα κονδύλια της παραγράφου 82 (α)-(στ) και τις γνωστοποιήσεις της παραγράφου 83 (α).

85

Η οικονομική οντότητα παρουσιάζει επιπρόσθετα συγκεκριμένα κονδύλια, επικεφαλίδες και μερικά αθροίσματα στην κατάσταση συνολικών εσόδων και την ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων (εφόσον αυτή παρουσιάζεται), όταν μία τέτοια παρουσίαση έχει ουσιαστική σημασία για την κατανόηση της χρηματοοικονομικής επίδοσης της οικονομικής οντότητας.

86

Επειδή οι επιδράσεις των διαφορετικών δραστηριοτήτων μιας οικονομικής οντότητας, οι συναλλαγές και άλλα γεγονότα διαφέρουν σε συχνότητα, ενδεχόμενο κέρδους ή ζημίας και προβλεψιμότητα, η γνωστοποίηση των στοιχείων της χρηματοοικονομικής επίδοσης βοηθά τους χρήστες στην κατανόηση της επίδοσης αυτής και στην εκτίμηση της μελλοντικής επίδοσης. Μια οικονομική οντότητα περιλαμβάνει επιπρόσθετα συγκεκριμένα κονδύλια στην κατάσταση συνολικών εσόδων και την ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων (εφόσον αυτή παρουσιάζεται) και τροποποιεί τις περιγραφές και την κατάταξη των κονδυλίων όταν αυτό είναι απαραίτητο για να αποσαφηνιστούν οι παράγοντες της χρηματοοικονομικής επίδοσης. Μια οικονομική οντότητα λαμβάνει υπόψη παράγοντες που περιλαμβάνουν τη σημαντικότητα και το είδος και τη λειτουργία των κονδυλίων των εσόδων και των εξόδων. Για παράδειγμα, ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα τροποποιεί τις προαναφερόμενες περιγραφές ώστε να παρέχει πληροφόρηση που είναι σχετική με τις δραστηριότητες ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Μια οικονομική οντότητα δεν συμψηφίζει στοιχεία των εσόδων και των εξόδων εκτός αν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 32.

87

Η οικονομική οντότητα δεν παρουσιάζει κονδύλια των εσόδων και των εξόδων ως έκτακτα κονδύλια στην κατάσταση συνολικών εσόδων, την ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων (εφόσον αυτή παρουσιάζεται) ή τις σημειώσεις.

Κέρδος ή ζημία περιόδου

88

Η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει όλα τα στοιχεία των εσόδων και των εξόδων σε μία περίοδο εκτός αν ένα Δ.Π.Χ.Α. ορίζει ή επιτρέπει διαφορετικά.

89

Ορισμένα Δ.Π.Χ.Α. ορίζουν τις περιπτώσεις όπου μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει συγκεκριμένα στοιχεία εκτός των αποτελεσμάτων κατά την τρέχουσα περίοδο. Το Δ.Λ.Π. 8 ορίζει δύο τέτοιες περιπτώσεις: τη διόρθωση των λαθών και την επίδραση των μεταβολών των λογιστικών πολιτικών. Άλλα Δ.Π.Χ.Α. απαιτούν ή επιτρέπουν συστατικά στοιχεία των λοιπών συνολικών εσόδων που ανταποκρίνονται στον ορισμό των εσόδων ή των εξόδων του Πλαισίου να εξαιρεθούν από τα αποτελέσματα (βλέπε παράγραφο 7).

Λοιπά συνολικά έσοδα της περιόδου

90

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί το ποσό του φόρου εισοδήματος που αναλογεί σε κάθε συστατικό στοιχείο των λοιπών συνολικών εσόδων, συμπεριλαμβανομένων των προσαρμογών από ανακατάταξη, είτε στην κατάσταση συνολικών εσόδων είτε στις σημειώσεις.

91

Μια οικονομική οντότητα μπορεί να παρουσιάζει στοιχεία των λοιπών συνολικών εσόδων είτε:

(α)

καθαρά από τις σχετικές φορολογικές επιδράσεις είτε

(β)

προ των σχετικών φορολογικών επιδράσεων με ένα ποσό για το συγκεντρωτικό ποσό του φόρου εισοδήματος που αφορά εκείνα τα συστατικά στοιχεία.

92

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τις προσαρμογές από ανακατάταξη που σχετίζονται με στοιχεία των λοιπών συνολικών εσόδων.

93

Άλλα Δ.Π.Χ.Α. ορίζουν εάν και πότε ποσά που είχαν αναγνωριστεί προηγουμένως στα λοιπά συνολικά έσοδα ανακατατάσσονται στα αποτελέσματα. Οι ανακατατάξεις αυτές αναφέρονται ως προσαρμογές από ανακατάταξη στο παρόν Πρότυπο. Μια προσαρμογή από ανακατάταξη συμπεριλαμβάνεται με το σχετικό στοιχείο των λοιπών συνολικών εσόδων στην περίοδο που η προσαρμογή ανακατατάσσεται στα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, τα κέρδη από τη διάθεση διαθέσιμων προς πώληση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων συμπεριλαμβάνονται στα αποτελέσματα της τρέχουσας περιόδου. Τα ποσά αυτά ενδέχεται να είχαν αναγνωριστεί στα λοιπά συνολικά έσοδα ως μη εισέτι πραγματοποιηθέντα κέρδη κατά την τρέχουσα ή σε προηγούμενες περιόδους. Αυτά τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη πρέπει να αφαιρούνται από τα λοιπά συνολικά έσοδα στην περίοδο κατά την οποία τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη ανακατατάσσονται στα αποτελέσματα, προκειμένου να αποφευχθεί να συμπεριληφθούν στα συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα δύο φορές.

94

Μια οικονομική οντότητα μπορεί να παρουσιάσει προσαρμογές από ανακατάταξη στην κατάσταση συνολικών εσόδων ή στις σημειώσεις. Μια οικονομική οντότητα που παρουσιάζει προσαρμογές από ανακατάταξη στις σημειώσεις παρουσιάζει τα στοιχεία των λοιπών συνολικών εσόδων μετά από οποιεσδήποτε σχετικές προσαρμογές από ανακατάταξη.

95

Οι προσαρμογές από ανακατάταξη προκύπτουν, για παράδειγμα, κατά τη διάθεση μιας εκμετάλλευσης στο εξωτερικό (βλέπε Δ.Λ.Π. 21), κατά την παύση αναγνώρισης διαθέσιμων προς πώληση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (βλέπε Δ.Λ.Π. 39) και όταν μία αντισταθμισμένη προσδοκώμενη συναλλαγή επηρεάζει τα αποτελέσματα (βλέπε την παράγραφο 100 του Δ.Λ.Π. 39, σχετικά με τις αντισταθμίσεις ταμιακών ροών).

96

Οι προσαρμογές από ανακατάταξη δεν προκύπτουν από μεταβολές στο πλεόνασμα προσαρμογής που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 16 ή το Δ.Λ.Π. 38 ή σε αναλογιστικά κέρδη και ζημιές από προγράμματα καθορισμένων παροχών που αναγνωρίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 93Α του Δ.Λ.Π. Τα συστατικά αυτά στοιχεία αναγνωρίζονται ως λοιπά συνολικά έσοδα και δεν ανακατατάσσονται στα αποτελέσματα σε μεταγενέστερες περιόδους. Οι μεταβολές στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής μπορούν να μεταφερθούν στα κέρδη εις νέον σε μεταγενέστερες περιόδους καθώς το περιουσιακό στοιχείο αναλώνεται ή όταν διαγραφεί (βλέπε Δ.Λ.Π. 16 και Δ.Λ.Π. 38). Τα αναλογιστικά κέρδη και ζημιές παρουσιάζονται στα κέρδη εις νέον της περιόδου στην οποία αναγνωρίζονται ως λοιπά συνολικά έσοδα (βλέπε Δ.Λ.Π. 19).

Οι πληροφορίες που παρουσιάζονται στην κατάσταση συνολικών εσόδων ή στις σημειώσεις

97

Όταν τα κονδύλια των εσόδων και των εξόδων είναι σημαντικά, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί το είδος και τα ποσά τους ξεχωριστά.

98

Οι περιπτώσεις που θα έδιναν αφορμή για ξεχωριστή γνωστοποίηση των κονδυλίων των εσόδων και των εξόδων περιλαμβάνουν:

(α)

την μείωση της λογιστικής αξίας των αποθεμάτων στην καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία ή των ενσώματων παγίων στο ανακτήσιμο ποσό, όπως επίσης και τις αναστροφές τέτοιων μειώσεων της λογιστικής αξίας,

(β)

την αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων μιας οικονομικής οντότητας και την αντιστροφή των οποιωνδήποτε προβλέψεων για δαπάνες αναδιάρθρωσης,

(γ)

διαθέσεις στοιχείων των ενσωμάτων παγίων,

(δ)

διαθέσεις επενδύσεων,

(ε)

διακοπείσες δραστηριότητες

(στ)

νομικοί διακανονισμοί, και

(ζ)

άλλες αναστροφές προβλέψεων.

99

Η οικονομική οντότητα παρουσιάζει ανάλυση των εξόδων που αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα με τη χρήση κατάταξης, που βασίζεται είτε στο είδος είτε στη λειτουργία τους στην οικονομική οντότητα, αναλόγως της κατάταξης που παρέχει αξιόπιστη και περισσότερο σχετική πληροφόρηση.

100

Οι οικονομικές οντότητες προτρέπονται να παρουσιάζουν την ανάλυση της παραγράφου 99 στην κατάσταση συνολικών εσόδων ή στην ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων (εφόσον παρουσιάζεται).

101

Τα έξοδα ταξινομούνται σε υποκατηγορίες ώστε να επισημαίνεται μία σειρά στοιχείων της χρηματοοικονομικής επίδοσης, τα οποία μπορεί να διαφέρουν σε συχνότητα, πιθανότητα κέρδους ή ζημίας και προβλεψιμότητα. Η ανάλυση αυτή παρέχεται σε μία εκ των δύο κατωτέρων μορφών:

102

Η πρώτη μορφή ανάλυσης είναι η μέθοδος «βάσει της φύσης των εξόδων». Μια οικονομική οντότητα συναθροίζει τα έξοδα στα αποτελέσματα, σύμφωνα με τη φύση τους (για παράδειγμα αποσβέσεις, αγορές υλών, κόστη μεταφοράς, παροχές σε εργαζομένους και κόστη διαφήμισης) και δεν τα ανακατανέμει μεταξύ των λειτουργιών εντός της οικονομικής οντότητας. Η μέθοδος αυτή δύναται να είναι απλή στην εφαρμογή της επειδή δεν απαιτείται επιμερισμός των εξόδων στις λειτουργικές κατατάξεις. Ένα παράδειγμα κατάταξης, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των κατά είδος εξόδων, έχει ως ακολούθως:

Έσοδα

 

Χ

Άλλα έσοδα,

 

Χ

Μεταβολές στα αποθέματα ετοίμων προϊόντων και στην παραγωγή σε εξέλιξη

Χ

 

Αναλώσεις πρώτων υλών και υλικών

Χ

 

Έξοδα παροχών σε εργαζόμενους

Χ

 

Έξοδο αποσβέσεων

Χ

 

Άλλα έξοδα,

Χ

 

Σύνολο εξόδων

 

(Χ)

Κέρδη προ φόρων

 

Χ

103

Η δεύτερη μορφή ανάλυσης είναι η μέθοδος της «λειτουργίας του εξόδου» ή του «κόστους πωληθέντων» που κατατάσσει τα έξοδα σύμφωνα με τη λειτουργία τους ως μέρος του κόστους πωληθέντων ή, για παράδειγμα, του κόστους διάθεσης ή διοικητικών λειτουργιών. Κατ’ελάχιστο, με τη χρήση αυτής της μεθόδου η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί το κόστος πωληθέντων της ξεχωριστά από άλλα έξοδα. Αυτή η μέθοδος συχνά παρέχει στους χρήστες πιο σχετικές πληροφορίες από ότι η μέθοδος των κατά είδος εξόδων, αλλά ο επιμερισμός του κόστους στις λειτουργίες μπορεί να είναι αυθαίρετος και απαιτεί σημαντικό βαθμό κρίσης. Ένα παράδειγμα κατάταξης με τη μέθοδο της κατηγορίας εξόδου έχει ως ακολούθως:

Έσοδα

Χ

 

Κόστος πωληθέντων

(Χ)

 

Μικτό κέρδος

Χ

 

Άλλα έσοδα,

Χ

 

Κόστος διάθεσης

(Χ)

 

Έξοδα διοικητικής λειτουργίας

(Χ)

 

Άλλα έξοδα,

(Χ)

 

Κέρδη προ φόρων

Χ

 

104

Οι οικονομικές οντότητες που κατατάσσουν τα έξοδα κατά λειτουργία, πρέπει να γνωστοποιούν πρόσθετες πληροφορίες ως προς το είδος των εξόδων, συμπεριλαμβάνοντας τα έξοδα αποσβέσεων και το έξοδο των παροχών σε εργαζομένους.

105

Η επιλογή της ανάλυσης με μία από τις μεθόδους της κατηγορίας εξόδου ή των κατά είδος εξόδων εξαρτάται τόσο από ιστορικούς και κλαδικούς παράγοντες όσο και από το είδος της οικονομικής οντότητας. Αμφότερες οι μέθοδοι παρέχουν μια ένδειξη του κόστους εκείνου που αναμένεται να επηρεάζεται, άμεσα ή έμμεσα, από το επίπεδο των πωλήσεων ή της παραγωγής της οικονομικής οντότητας. Επειδή κάθε μέθοδος παρουσίασης έχει πλεονεκτήματα για διαφορετικούς τύπους οικονομικών οντοτήτων, το παρόν Πρότυπο απαιτεί από τη διοίκηση να επιλέξει την περισσότερο σχετική και αξιόπιστη παρουσίαση. Όμως, επειδή οι πληροφορίες ως προς το είδος των εξόδων είναι χρήσιμες για την πρόβλεψη των μελλοντικών ταμιακών ροών, απαιτούνται επιπρόσθετες γνωστοποιήσεις, όταν χρησιμοποιείται η κατάταξη με τη μέθοδο της κατηγορίας εξόδου. Στην παράγραφο 104, ο όρος «παροχές σε εργαζομένους» έχει την ίδια έννοια που έχει στο Δ.Λ.Π. 19.

Κατάσταση μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων

106

Η οικονομική οντότητα παρουσιάζει κατάσταση μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων η οποία εμφανίζει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α)

τα συνολικά συγκεντρωτικά έσοδα της περιόδου, με ξεχωριστή παρουσίαση των συνολικών ποσών που αναλογούν σε ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρείας και στα δικαιώματα μειοψηφίας,

(β)

για κάθε συστατικό στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων, τις επιδράσεις της αναδρομικής εφαρμογής ή της αναδρομικής επαναδιατύπωσης που αναγνωρίστηκε σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 8,

(γ)

τα ποσά των συναλλαγών με τους ιδιοκτήτες υπό την ιδιότητα τους αυτή, με ξεχωριστή παρουσίαση των εισφορών τους ή των διανομών προς αυτούς και

(δ)

για κάθε συστατικό στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων, συμφωνία μεταξύ της λογιστικής αξίας στην αρχή και το τέλος της περιόδου, γνωστοποιώντας ξεχωριστά κάθε μεταβολή.

107

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί, είτε στην κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων είτε στις σημειώσεις, το ποσό των μερισμάτων που αναγνωρίστηκε ως διανομή σε ιδιοκτήτες κατά τη διάρκεια της περιόδου και το αναλογούν ποσό ανά μετοχή.

108

Στην παράγραφο 106, τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, κάθε κατηγορία εισφερομένων κεφαλαίων, το σωρευόμενο υπόλοιπο κάθε κατηγορίας λοιπών συνολικών εσόδων και τα κέρδη εις νέον.

109

Οι μεταβολές στα ίδια κεφάλαια μιας οικονομικής οντότητας μεταξύ της αρχής και του τέλους της περιόδου αναφοράς, αντανακλούν την αύξηση ή μείωση των καθαρών περιουσιακών στοιχείων της κατά τη διάρκεια της περιόδου. Εκτός των μεταβολών που προκύπτουν από συναλλαγές με ιδιοκτήτες που δρουν υπό την ιδιότητά τους αυτή (όπως εισφορές κεφαλαίου, επαναγορές των ίδιων συμμετοχικών τίτλων της οικονομικής οντότητας και μερισμάτων) και το κόστος των συναλλαγών που σχετίζεται άμεσα με τις συναλλαγές αυτές, η συνολική μεταβολή των ιδίων κεφαλαίων σε μία περίοδο αντιπροσωπεύει τα συνολικά έσοδα και έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των κερδών και των ζημιών, που δημιουργούνται από τις δραστηριότητες της οικονομικής οντότητας κατά την περίοδο εκείνη.

110

Το Δ.Λ.Π. 8 απαιτεί αναδρομικές προσαρμογές για την πραγματοποίηση μεταβολών στις λογιστικές πολιτικές, στην έκταση που αυτό είναι εφικτό, εκτός αν οι μεταβατικές διατάξεις άλλου Δ.Π.Χ.Α. απαιτούν διαφορετικά. Το Δ.Λ.Π. 8 επίσης απαιτεί οι επαναδιατυπώσεις για τη διόρθωση λαθών να γίνονται αναδρομικά, στην έκταση που αυτό είναι εφικτό. Οι αναδρομικές προσαρμογές και επαναδιατυπώσεις δεν αποτελούν μεταβολές των ίδιων κεφαλαίων αλλά εφαρμόζονται στο υπόλοιπο έναρξης των κερδών εις νέον, εκτός όταν ένα Δ.Π.Χ.Α. απαιτεί την αναδρομική προσαρμογή άλλου στοιχείου των ιδίων κεφαλαίων. Η παράγραφος 106(β) απαιτεί γνωστοποίηση στην κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων της συνολικής προσαρμογής κάθε στοιχείου των ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει ξεχωριστά, από μεταβολές στις λογιστικές πολιτικές και διορθώσεις λαθών. Οι προσαρμογές αυτές γνωστοποιούνται για κάθε προηγούμενη περίοδο και την αρχή της περιόδου.

Κατάσταση ταμιακών ροών

111

Οι πληροφορίες περί ταμιακών ροών παρέχουν στους χρήστες μια βάση εκτίμησης της ικανότητας της οικονομικής οντότητας να δημιουργεί ταμιακά διαθέσιμα και ταμιακά ισοδύναμα και των αναγκών της οικονομικής οντότητας να χρησιμοποιεί αυτές τις ταμιακές ροές. Το Δ.Λ.Π. 7 θέτει τις απαιτήσεις για την παρουσίαση της κατάστασης ταμιακών ροών και των σχετικών γνωστοποιήσεων.

Σημειώσεις

Δομή

112

Οι σημειώσεις:

(α)

παρουσιάζουν πληροφορίες για τη βάση κατάρτισης των οικονομικών καταστάσεων και για τις συγκεκριμένες λογιστικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τις παραγράφους 117-124,

(β)

γνωστοποιούν πληροφορίες που απαιτούνται από τα Δ.Π.Χ.Α., οι οποίες δεν παρουσιάζονται σε άλλο σημείο των οικονομικών καταστάσεων και

(γ)

παρέχουν πληροφόρηση που δεν παρουσιάζεται σε άλλο σημείο των οικονομικών καταστάσεων, αλλά που είναι σημαντική για την κατανόηση οποιωνδήποτε εξ’αυτών.

113

Στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό, μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει τις σημειώσεις με συστηματικό τρόπο. Μια οικονομική οντότητα περιλαμβάνει παραπομπές για κάθε στοιχείο των καταστάσεων οικονομικής θέσης και συνολικών εσόδων, της ξεχωριστής κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων (εφόσον παρουσιάζεται) και των καταστάσεων μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων και ταμιακών ροών, οι οποίες θα παραπέμπουν στις σχετικές πληροφορίες των σημειώσεων.

114

Κανονικά, μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει τις σημειώσεις κατά την ακόλουθη σειρά, που βοηθά τους χρήστες να κατανοήσουν τις οικονομικές καταστάσεις και να τις συγκρίνουν με τις οικονομικές καταστάσεις άλλων οικονομικών οντοτήτων:

(α)

δήλωση συμμόρφωσης με τα Δ.Π.Χ.Α. (βλέπε παράγραφο 16),

(β)

περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί (βλέπε παράγραφο 117),

(γ)

επεξηγηματικές πληροφορίες για κάθε στοιχείο των καταστάσεων οικονομικής θέσης και συνολικών εσόδων, της ξεχωριστής κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων (εφόσον παρουσιάζεται) και των καταστάσεων μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων και ταμιακών ροών, με τη σειρά που παρουσιάζεται κάθε κατάσταση και συγκεκριμένο κονδύλιο και

(δ)

άλλες γνωστοποιήσεις, που περιλαμβάνουν:

(i)

ενδεχόμενες υποχρεώσεις (βλέπε Δ.Λ.Π. 37) και μη αναγνωρισμένες συμβατικές δεσμεύσεις και

(ii)

μη χρηματοοικονομικές γνωστοποιήσεις, όπως τους στόχους της οικονομικής οντότητας αναφορικά με τις πολιτικές και τη διαχείριση κινδύνου (βλέπε Δ.Π.Χ.Α. 7).

115

Σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να είναι αναγκαίο ή επιθυμητό να διαφοροποιείται η διάταξη συγκεκριμένων στοιχείων εντός των σημειώσεων. Για παράδειγμα, μια οικονομική οντότητα μπορεί να συνδυάσει πληροφορίες για μεταβολές στην εύλογη αξία που αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα με πληροφορίες για τις ημερομηνίες λήξης των χρηματοοικονομικών μέσων, μολονότι οι πρώτες αφορούν γνωστοποιήσεις της κατάστασης συνολικών εσόδων ή την ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων (εάν παρουσιάζεται) και οι τελευταίες σχετίζονται με την κατάσταση οικονομικής θέσης. Παρόλα αυτά, μια οικονομική οντότητα διατηρεί μία συστηματική δομή των σημειώσεων, στο βαθμό που αυτό είναι πρακτικά δυνατό.

116

Μια οικονομική οντότητα μπορεί να παρουσιάζει σημειώσεις που παρέχουν πληροφορίες για τη βάση κατάρτισης των οικονομικών καταστάσεων και να παρουσιάζει τις συγκεκριμένες λογιστικές πολιτικές ως ένα ξεχωριστό τμήμα των οικονομικών καταστάσεων.

Γνωστοποίηση λογιστικών πολιτικών

117

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τα ακόλουθα στην περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών:

(α)

τη βάση (ή τις βάσεις) επιμέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων και

(β)

τις λοιπές λογιστικές πολιτικές, που χρησιμοποιήθηκαν και που είναι απαραίτητες για την κατανόηση των οικονομικών καταστάσεων.

118

Είναι σημαντικό η οικονομική οντότητα να πληροφορεί τους χρήστες για τη βάση ή τις βάσεις επιμέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν στις οικονομικές καταστάσεις (για παράδειγμα ιστορικό κόστος, τρέχον κόστος, καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία, εύλογη αξία ή ανακτήσιμο ποσό) διότι η βάση στην οποία η οικονομική οντότητα καταρτίζει τις οικονομικές καταστάσεις επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ανάλυσή τους εκ μέρους των χρηστών. Όταν η οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί περισσότερες από μία βάσεις επιμέτρησης στις οικονομικές καταστάσεις, για παράδειγμα, όταν ορισμένες κατηγορίες των περιουσιακών στοιχείων αναπροσαρμόζονται, είναι επαρκές να παρέχεται μία ένδειξη των κατηγοριών των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η κάθε μέθοδος.

119

Για να αποφασίσει αν πρέπει να γίνει γνωστοποίηση μιας συγκεκριμένης λογιστικής πολιτικής, η διοίκηση λαμβάνει υπόψη αν η γνωστοποίηση θα βοηθούσε τους χρήστες να αντιληφθούν πώς οι συναλλαγές, τα λοιπά γεγονότα και οι συνθήκες αντικατοπτρίζονται στην παρουσιαζόμενη χρηματοοικονομική επίδοση και την οικονομική θέση. Η γνωστοποίηση ιδιαίτερων λογιστικών πολιτικών είναι ιδιαζόντως χρήσιμη για τους χρήστες όταν οι πολιτικές αυτές επιλέγονται ανάμεσα στις εναλλακτικές λύσεις που επιτρέπουν τα Δ.Π.Χ.Α. Ένα παράδειγμα είναι η γνωστοποίηση αν ένας κοινοπρακτών αναγνωρίζει τα δικαιώματά του σε από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα με τη χρήση της αναλογικής ενοποίησης ή της μεθόδου της καθαρής θέσης (βλέπε Δ.Λ.Π. 31 Συμμετοχές σε Κοινοπραξίες). Μερικά Δ.Π.Χ.Α. απαιτούν συγκεκριμένα τη γνωστοποίηση ιδιαίτερων λογιστικών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων των επιλογών της διοίκησης μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών που αυτά επιτρέπουν. Για παράδειγμα, το Δ.Λ.Π. 16 απαιτεί γνωστοποίηση των βάσεων επιμέτρησης που εφαρμόζονται σε κατηγορίες των ενσωμάτων παγίων.

120

Κάθε οικονομική οντότητα εξετάζει το είδος των δραστηριοτήτων της και τις πολιτικές, που οι χρήστες θα ανέμεναν να γνωστοποιηθούν για το συγκεκριμένο εκείνο τύπο οικονομικής οντότητας. Για παράδειγμα, οι χρήστες θα ανέμεναν μια οικονομική οντότητα που υπόκειται σε φόρους εισοδήματος να γνωστοποιεί τις λογιστικές πολιτικές της που αφορούν τους φόρους εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εφαρμόζονται στις αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις και στα αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία. Όταν μια οικονομική οντότητα έχει σημαντικές δραστηριότητες στο εξωτερικό ή συναλλαγές σε ξένα νομίσματα, θα αναμενόταν η γνωστοποίηση των λογιστικών πολιτικών για την αναγνώριση των συναλλαγματικών διαφορών.

121

Μία λογιστική πολιτική μπορεί να είναι σημαντική λόγω του είδους των δραστηριοτήτων της οικονομικής οντότητας, ακόμη και όταν τα ποσά για την τρέχουσα και τις προηγούμενες περιόδους δεν είναι σημαντικά. Είναι επίσης ορθό να γνωστοποιείται κάθε σημαντική λογιστική πολιτική που δεν απαιτείται ειδικά από τα Δ.Π.Χ.Α., αλλά που η οικονομική οντότητα επιλέγει και εφαρμόζει σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 8.

122

Η οικονομική οντότητα θα γνωστοποιεί, στην περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών ή σε άλλες σημειώσεις, τις κρίσεις της διοίκησης κατά τη διαδικασία της εφαρμογής των λογιστικών πολιτικών της οικονομικής οντότητας που έχουν την σημαντικότερη επίδραση στα ποσά που αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις, εκτός εκείνων που αφορούν σε εκτιμήσεις (βλέπε παράγραφο 125).

123

Κατά τη διαδικασία της εφαρμογής των λογιστικών πολιτικών της οικονομικής οντότητας, η διοίκηση προβαίνει σε διάφορες κρίσεις, εκτός εκείνων που αφορούν στις εκτιμήσεις, που έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τα ποσά που αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, η διοίκηση προβαίνει σε κρίσεις για τον προσδιορισμό:

(α)

αν τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αποτελούν επενδύσεις διακρατούμενες μέχρι τη λήξη,

(β)

πότε ουσιωδώς όλοι οι σημαντικοί κίνδυνοι και τα οφέλη της ιδιοκτησίας των χρηματοοικονομικών και των μισθωμένων περιουσιακών στοιχείων μεταφέρονται σε άλλες οικονομικές οντότητες,

(γ)

αν, στην ουσία, συγκεκριμένες πωλήσεις αγαθών αποτελούν είδος χρηματοδότησης και συνεπώς δεν δημιουργούν έσοδο και

(δ)

αν η ουσία της σχέσης μεταξύ της οικονομικής οντότητας και μιας οικονομικής οντότητας ειδικού σκοπού υποδηλώνει ότι η τελευταία ελέγχεται από την πρώτη.

124

Κάποιες γνωστοποιήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 122 απαιτούνται από άλλα Δ.Π.Χ.Α. Για παράδειγμα, το Δ.Λ.Π. 27 απαιτεί η οικονομική οντότητα να γνωστοποιεί τους λόγους που η συμμετοχή της δεν συνιστά έλεγχο, σχετικά με εκδότρια που δεν είναι θυγατρική έστω και αν περισσότερο από το ήμισυ των δικαιωμάτων ή των δυνητικών δικαιωμάτων ψήφου της ανήκει άμεσα ή έμμεσα μέσω θυγατρικών. Το Δ.Λ.Π. 40 Επενδύσεις σε Ακίνητα απαιτεί γνωστοποίηση των κριτηρίων που αναπτύσσονται από την οικονομική οντότητα για να διαχωρίσει την επένδυση σε ακίνητα από τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα και από ακίνητα που κατέχονται για πώληση κατά τη συνήθη πορεία της οικονομικής οντότητας, όταν η κατάταξη των ακινήτων είναι δύσκολη.

Πηγές αβεβαιότητας των εκτιμήσεων

125

Κατά το τέλος της περιόδου αναφοράς, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες για τις παραδοχές για το μέλλον και άλλες κύριες πηγές αβεβαιότητας των εκτιμήσεων, που παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο να προκαλέσουν σημαντικές προσαρμογές στις λογιστικές αξίες των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων εντός του επόμενου οικονομικού έτους. Αναφορικά με τα προαναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, οι σημειώσεις θα περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με:

(α)

το είδος τους και

(β)

τη συνολική λογιστική αξία τους στο τέλος της περιόδου αναφοράς.

126

Ο προσδιορισμός των λογιστικών αξιών κάποιων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων απαιτεί εκτίμηση των επιδράσεων των αβέβαιων μελλοντικών γεγονότων σε εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις κατά το τέλος της περιόδου αναφοράς. Για παράδειγμα, ελλείψει προσφάτως παρατηρούμενων αγοραίων τιμών, απαιτούνται μελλοντικές προβλέψεις για την επιμέτρηση των ανακτήσιμων ποσών κατηγοριών των ενσώματων παγίων, της επίδρασης της τεχνολογικής απαξίωσης στα αποθέματα, προβλέψεις που εξαρτώνται από την μελλοντική έκβαση εκκρεμοδικιών και υποχρεώσεις που απορρέουν από μακροπρόθεσμες παροχές σε εργαζόμενους όπως είναι οι συντάξεις. Οι εκτιμήσεις αυτές αφορούν παραδοχές για στοιχεία όπως είναι η προσαρμογή κινδύνου στις ταμιακές ροές ή τα προεξοφλητικά επιτόκια και τις μελλοντικές μεταβολές των μισθών και των τιμών που επηρεάζουν άλλα κόστη.

127

Οι παραδοχές και άλλες πηγές αβεβαιότητας των εκτιμήσεων που γνωστοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 125, σχετίζονται με τις εκτιμήσεις που απαιτούνται για τις πιο δύσκολες, υποκειμενικές ή σύνθετες κρίσεις της διοίκησης. Καθώς ο αριθμός των μεταβλητών και των παραδοχών που άπτονται της πιθανής μελλοντικής επίλυσης των αβεβαιοτήτων αυξάνει, οι κρίσεις γίνονται περισσότερο υποκειμενικές και σύνθετες και η πιθανότητα μιας συνεπακόλουθης σημαντικής προσαρμογής των λογιστικών αξιών των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων συνήθως αυξάνει αναλόγως.

128

Οι γνωστοποιήσεις της παραγράφου 125 δεν απαιτούνται για περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που υπόκεινται σε σημαντικό κίνδυνο ότι οι λογιστικές αξίες τους δύνανται να μεταβληθούν σημαντικά εντός του επόμενου οικονομικού έτους, αν, κατά το τέλος της περιόδου αναφοράς, επιμετρώνται στην εύλογη αξία βάσει προσφάτως παρατηρημένων αγοραίων τιμών. Οι εύλογες αξίες αυτές δύνανται να μεταβληθούν σημαντικά εντός του επόμενου οικονομικού έτους, αλλά οι αλλαγές αυτές δεν θα προέκυπταν από παραδοχές ή άλλες πηγές αβεβαιότητας των εκτιμήσεων, κατά το τέλος της περιόδου αναφοράς.

129

Μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει τις γνωστοποιήσεις της παραγράφου 125 με τέτοιο τρόπο ώστε να βοηθούν τους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να κατανοήσουν τις κρίσεις της διοίκησης αναφορικά με το μέλλον και άλλες πηγές αβεβαιότητας των εκτιμήσεων. Το είδος και η έκταση των παρεχόμενων πληροφοριών ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της παραδοχής και άλλες συνθήκες. Παραδείγματα των ειδών των γνωστοποιήσεων μιας οικονομικής οντότητας είναι:

(α)

το είδος της παραδοχής ή άλλη αβεβαιότητα των εκτιμήσεων,

(β)

η ευαισθησία των λογιστικών αξιών στις μεθόδους, τις παραδοχές και τις εκτιμήσεις που διέπουν τον υπολογισμό τους, συμπεριλαμβανομένων των αιτιών της ευαισθησίας,

(γ)

η αναμενόμενη επίλυση μιας αβεβαιότητας και το φάσμα των λογικά πιθανών εκβάσεων εντός του επόμενου οικονομικού έτους σχετικά με τις λογιστικές αξίες των επηρεαζόμενων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων και

(δ)

μία επεξήγηση των μεταβολών σε προηγούμενες παραδοχές σχετικά με τα περιουσιακά εκείνα στοιχεία και τις υποχρεώσεις, αν η αβεβαιότητα παραμένει.

130

Το παρόν Πρότυπο δεν απαιτεί από μια οικονομική οντότητα να γνωστοποιεί πληροφορίες που αφορούν τον προϋπολογισμό ή τις προγνώσεις για τις γνωστοποιήσεις της παραγράφου 125.

131

Ενίοτε είναι ανέφικτη η γνωστοποίηση της έκτασης των πιθανών επιδράσεων μιας παραδοχής ή άλλης πηγής αβεβαιότητας των εκτιμήσεων, κατά το τέλος της περιόδου αναφοράς. Στις περιπτώσεις αυτές, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί ότι είναι εύλογα πιθανό, βάσει της υπάρχουσας γνώσης, να απαιτηθεί προσαρμογή στη λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων που επηρεάζονται από τις εκβάσεις των γεγονότων εντός του επόμενου οικονομικού έτους, που διαφέρουν από τις παραδοχές. Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί το είδος και τη λογιστική αξία του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης (ή κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων) που επηρεάστηκε από την παραδοχή.

132

Οι γνωστοποιήσεις της παραγράφου 122 συγκεκριμένων κρίσεων της διοίκησης που έγιναν κατά την εφαρμογή των λογιστικών πολιτικών της οικονομικής οντότητας δεν σχετίζονται με γνωστοποιήσεις των κύριων πηγών της αβεβαιότητας των εκτιμήσεων της παραγράφου 125.

133

Άλλα Δ.Π.Χ.Α. απαιτούν να γνωστοποιούνται ορισμένες παραδοχές που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν υποχρεωτικές, σύμφωνα με την παράγραφο 125. Για παράδειγμα, το Δ.Λ.Π. 37 απαιτεί γνωστοποίηση, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μειζόνων παραδοχών που αφορούν σε μελλοντικά γεγονότα τα οποία επηρεάζουν κατηγορίες προβλέψεων. Το Δ.Π.Χ.Α. 7 απαιτεί γνωστοποίηση των σημαντικών παραδοχών που εφαρμόζει μια οικονομική οντότητα κατά την εκτίμηση των εύλογων αξιών των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που τηρούνται λογιστικά στην εύλογη αξία. Το Δ.Λ.Π. 16 απαιτεί γνωστοποίηση των σημαντικών παραδοχών που εφαρμόζονται από μια οικονομική οντότητα κατά την εκτίμηση των εύλογων αξιών των αναπροσαρμοσμένων στοιχείων των ενσώματων παγίων.

Κεφάλαιο

134

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεών της να αξιολογήσουν τους στόχους, τις πολιτικές και τις διαδικασίες που εφαρμόζει για τη διαχείριση κεφαλαίου.

135

Προκειμένου να συμμορφωθεί με την παράγραφο 134, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τα κάτωθι:

(α)

ποιοτικές πληροφορίες σχετικά με τους στόχους, τις πολιτικές και τις διαδικασίες που εφαρμόζει για τη διαχείριση κεφαλαίου, που περιλαμβάνουν:

(i)

περιγραφή των στοιχείων που διαχειρίζεται ως κεφάλαιο,

(ii)

όταν η οικονομική οντότητα υπόκειται σε έξωθεν επιβεβλημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, τον χαρακτήρα των απαιτήσεων αυτών και τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνονται στη διαχείριση του κεφαλαίου, και

(iii)

τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνει τους στόχους της όσον αφορά τη διαχείριση του κεφαλαίου.

(β)

Συνοπτικά ποσοτικά δεδομένα σχετικά με τα στοιχεία τα οποία διαχειρίζεται ως κεφάλαιο. Ορισμένες οικονομικές οντότητες θεωρούν ορισμένες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις (π.χ. ορισμένες μορφές χρέους μειωμένης εξασφάλισης ) ως μέρος του κεφαλαίου. Άλλες οντότητες θεωρούν ότι το κεφάλαιο δεν περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων (π.χ. στοιχεία προερχόμενα από αντισταθμίσεις χρηματορροών).

(γ)

οποιεσδήποτε μεταβολές στα στοιχεία (α) και (β) από την προηγούμενη περίοδο.

(δ)

εάν, κατά την διάρκεια της περιόδου, συμμορφώθηκε με οποιεσδήποτε έξωθεν επιβεβλημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις οποίες υπόκειται.

(ε)

σε περίπτωση που η οικονομική οντότητα δεν συμμορφώθηκε με τέτοιες έξωθεν επιβεβλημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, τις συνέπειες της μη συμμόρφωσής της.

Η οικονομική οντότητα βασίζει τις εν λόγω γνωστοποιήσεις σε πληροφορίες παρεχόμενες ενδοεταιρικά στα βασικά διοικητικά στελέχη.

136

Η οικονομική οντότητα δύναται να διαχειρίζεται κεφάλαια με διάφορους τρόπους και να υπάγεται σε περισσότερες διαφορετικές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Για παράδειγμα, ένας όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων μπορεί να περιλαμβάνει οικονομικές οντότητες που διεξάγουν τόσο ασφαλιστικές όσο και τραπεζικές δραστηριότητες, ενώ οι οικονομικές οντότητες αυτές ενδέχεται να δραστηριοποιούνται σε περιοχές που υπόκεινται σε διαφορετικές δικαιοδοσίες. Εάν υπάρχει πιθανότητα η συγκεντρωτική γνωστοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων και του τρόπου διαχείρισης του κεφαλαίου να μην παρέχει χρήσιμες πληροφορίες ή να αλλοιώσει τις εντυπώσεις ενός χρήστη οικονομικών καταστάσεων όσον αφορά τους κεφαλαιακούς πόρους μιας οντότητας, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί χωριστές πληροφορίες για κάθε κεφαλαιακή απαίτηση στην οποία υπόκειται.

Άλλες γνωστοποιήσεις

137

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τα ακόλουθα εντός των σημειώσεων:

(α)

το ποσό των μερισμάτων που προτείνεται ή δηλώνεται πριν την έγκριση της έκδοσης των οικονομικών καταστάσεων αλλά δεν αναγνωρίζεται ως διάθεση στους κατόχους μετοχών κατά τη διάρκεια της περιόδου και το αναλογούν ποσό ανά μετοχή και

(β)

τα ποσό οποιωνδήποτε σωρευμένων μερισμάτων προνομιούχων μετοχών δεν έχουν αναγνωριστεί.

138

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τα ακόλουθα, αν δεν γνωστοποιήθηκαν αλλού στις δημοσιευόμενες με τις οικονομικές καταστάσεις πληροφορίες:

(α)

την έδρα και τη νομική μορφή της οικονομικής οντότητας, τη χώρα της ιδρύσεώς της και τη διεύθυνση της έδρας (ή του κύριου τόπου των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αν διαφέρει από τον τόπο της έδρας),

(β)

μια περιγραφή του είδους των εργασιών της οικονομικής οντότητας και των κυριότερων δραστηριοτήτων της και

(γ)

την επωνυμία της μητρικής εταιρίας, καθώς και της τελικής μητρικής εταιρίας του ομίλου.

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

139

Η οικονομική οντότητα εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Η εφαρμογή νωρίτερα επιτρέπεται. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει αυτό το Δ.Π.Χ.Α. για προγενέστερη λογιστική περίοδο, το γεγονός αυτό γνωστοποιείται.

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Λ.Π. 1 (ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΟ ΤΟ 2003)

140

Το παρόν Πρότυπο αντικαθιστά το Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων, όπως τροποποιήθηκε το 2005.

Προσάρτημα

Τροποποιήσεις σε άλλες ανακοινώσεις

Οι τροποποιήσεις του παρόντος προσαρτήματος εφαρμόζονται για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το παρόν Πρότυπο για προγενέστερη λογιστική περίοδο, οι τροποποιήσεις θα εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο. Στις τροποποιημένες παραγράφους, το νέο κείμενο υπογραμμίζεται και το απαλειφόμενο κείμενο διαγράφεται.

A1   [Η τροποποίηση δεν εφαρμόζεται σε βασικά, αριθμημένα Πρότυπα.]

A2   [Η τροποποίηση δεν εφαρμόζεται σε βασικά, αριθμημένα Πρότυπα.]

A3   Στα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (συμπεριλαμβανομένων των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και των Διερμηνειών) και τις εισαγωγές των Δ.Π.Χ.Α., οι ακόλουθες αναφορές προστίθενται όπως περιγράφεται κατωτέρω, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά στο παρόν προσάρτημα.

οι λέξεις «στην όψη του» αντικαθίστανται από τη λέξη «στο».

ο όρος «κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίσταται από τον όρο «κατάσταση συνολικών εσόδων».

ο όρος «ισολογισμός» αντικαθίσταται από τον όρο «κατάσταση οικονομικής θέσης».

ο όρος «κατάσταση ταμιακών ροών» αντικαθίσταται με τον όρο «κατάσταση των ταμιακών ροών».

ο όρος «ημερομηνία ισολογισμού» αντικαθίσταται με τον όρο «τέλος της περιόδου αναφοράς».

ο όρος «μεταγενέστερη ημερομηνία ισολογισμού» αντικαθίσταται από τον όρο «τέλος της μεταγενέστερης περιόδου αναφοράς».

η φράση «κάθε ημερομηνία ισολογισμού» αντικαθίσταται από τη φράση «τέλος κάθε περιόδου αναφοράς».

η φράση «μετά την ημερομηνία ισολογισμού» αντικαθίστανται από τη φράση «μετά την περίοδο αναφοράς».

ο όρος «ημερομηνία αναφοράς» αντικαθίσταται από τον όρο «τέλος της περιόδου αναφοράς».

η φράση «κάθε ημερομηνία αναφοράς» αντικαθίσταται από τη φράση «τέλος κάθε περιόδου αναφοράς».

η φράση «ημερομηνία της τελευταίας ετήσιας αναφοράς» αντικαθίσταται από τη φράση «τέλος της τελευταίας ετήσιας περιόδου αναφοράς».

ο όρος «κάτοχοι μετοχών» μετατρέπεται σε «ιδιοκτήτες» (εκτός από το Δ.Λ.Π. 33 Κέρδη κατά Μετοχή).

Οι φράσεις «αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια και αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα» και «αφαιρέθηκε από τα ίδια κεφάλαια και περιλήφθηκε στα αποτελέσματα» αντικαθίστανται από τη φράση «ανακατατάσσεται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα ως προσαρμογή από ανακατάταξη».

Η φράση «Πρότυπο ή Διερμηνεία» αντικαθίσταται από τη σύντμηση Δ.Π.Χ.Α.

Η φράση «Πρότυπο ή Διερμηνεία» αντικαθίσταται από τον όρο «Δ.Π.Χ.Α.».

Η φράση «Πρότυπα και Διερμηνείες» αντικαθίσταται από τη σύντμηση «Δ.Π.Χ.Α» (Εκτός από την παράγραφο 5 του Δ.Λ.Π. 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη).

Οι αναφορές στην τρέχουσα έκδοση του Δ.Λ.Π. 7 Καταστάσεις Ταμιακών Ροών αντικαθίστανται από φράση Δ.Λ.Π. 7 Κατάσταση των Ταμιακών Ροών.

Οι αναφορές στην τρέχουσα έκδοση του Δ.Λ.Π. 10 Τα Γεγονότα Μετά την Ημερομηνία του Ισολογισμού αντικαθίστανται από τη φράση Δ.Λ.Π. 10 Γεγονότα Μετά την Περίοδο Αναφοράς.

Δ.Π.Χ.Α.   Πρώτη Εφαρμογή των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς

A4   Το Δ.Π.Χ.Α. 1 τροποποιείται ως ακολούθως:

Οι παράγραφοι 6 και 7 τροποποιούνται ως εξής:

«6

Η οικονομική οντότητα καταρτίζει και παρουσιάζει μια κατάσταση έναρξης της οικονομικής θέσης καταρτισμένη σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. κατά την ημερομηνία μετάβασης στα Δ.Π.Χ.Α. Αυτό είναι το σημείο έναρξης της λογιστικής της οικονομικής οντότητας σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α.

7

Μια οικονομική οντότητα … Οι λογιστικές πολιτικές αυτές συμμορφώνονται με κάθε Δ.Π.Χ.Α. που ισχύει κατά το τέλος της πρώτης περιόδου αναφοράς σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α., με εξαίρεση τα καθοριζόμενα στις παραγράφους 13-34B και 37.»

Το Παράδειγμα μετά την παράγραφο 8 τροποποιείται ως ακολούθως:

Οι αναφορές στα έτη «2003» και «2005» μετατρέπονται σε «20Χ3» και «20Χ5» αντίστοιχα,

Οι παράγραφοι Ιστορικό και Εφαρμογή των Απαιτήσεων τροποποιούνται ως εξής:

«Ιστορικό

Το τέλος της πρώτης περιόδου αναφοράς της οικονομικής οντότητας Α σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. είναι η 31η Δεκεμβρίου 20Χ5. Η οικονομική οντότητα Α αποφασίζει να παρουσιάσει συγκριτική πληροφόρηση σε εκείνες τις οικονομικές καταστάσεις για ένα μόνο έτος (βλέπε παράγραφο 36) …

Εφαρμογή των απαιτήσεων

Η οικονομική οντότητα Α … στην

(α)

κατάρτιση και παρουσίαση της κατάστασης οικονομικής θέσης έναρξης σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. την 1η Ιανουαρίου 20Χ4 και …»

Οι παράγραφοι 10, 12(α) και 21 τροποποιούνται ως εξής:

«10

Με εξαίρεση τα καθοριζόμενα στις παραγράφους 13-34Β, στην κατάσταση οικονομικής θέσης έναρξης σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. μια οικονομική οντότητα …

12

Το παρόν Δ.Π.Χ.Α καθιερώνει δύο κατηγορίες εξαιρέσεων από την αρχή ότι η κατάσταση οικονομικής θέσης έναρξης μιας οικονομικής οντότητας σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α συμμορφώνεται προς κάθε Δ.Π.Χ.Α:

(α)

οι παράγραφοι 13-25Θ προβλέπουν εξαιρέσεις από κάποιες απαιτήσεις άλλων Δ.Π.Χ.Α

21

Το Δ.Λ.Π. 21 Οι Επιδράσεις Μεταβολών στις Τιμές Συναλλάγματος απαιτεί μια οικονομική οντότητα:

(α)

να αναγνωρίζει κάποιες διαφορές μετατροπής στα λοιπά συνολικά έσοδα και να τις συγκεντρώνει σε διακεκριμένο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων και

(β)

κατά τη διάθεση μιας εκμετάλλευσης στο εξωτερικό, να ανακατατάσσει τις σωρευμένες διαφορές μετατροπής που αφορούν την εν λόγω εκμετάλλευση (συμπεριλαμβανομένων, αν συντρέχει λόγος, των κερδών και των ζημιών από τις σχετικές αντισταθμίσεις κινδύνου) από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα ως τμήμα του κέρδους ή της ζημίας από τη διάθεση αυτής της εκμετάλλευσης.»

Στην παράγραφο 32, οι αναφορές στα έτη «2003» και «2004» τροποποιούνται σε «20Χ4» και «20Χ5» αντίστοιχα.

Οι παράγραφοι 32, 35 και 36 τροποποιούνται ως εξής:

«32

Μια οικονομική οντότητα … Αντίθετα, η οικονομική οντότητα απεικονίζει τη νέα πληροφόρηση στα αποτελέσματα (ή, αν αρμόζει, στα λοιπά συνολικά έσοδα) για το έτος που έληξε την 31η Δεκεμβρίου 20Χ4.

35

Με εξαίρεση όσα αναφέρονται στην παράγραφο 37, το παρόν Δ.Π.Χ.Α. δεν παρέχει εξαιρέσεις από τις απαιτήσεις άλλων Δ.Π.Χ.Α. σε θέματα παρουσίασης και γνωστοποίησης.

36

Προκειμένου να είναι σύμμορφες προς το Δ.Λ.Π. 1, οι πρώτες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζει μια οικονομική οντότητα σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α., θα περιλαμβάνουν τουλάχιστον τρεις καταστάσεις οικονομικής θέσης, δύο καταστάσεις συνολικών εσόδων, δύο ξεχωριστές καταστάσεις λογαριασμού αποτελεσμάτων (εφόσον παρουσιάζονται), δύο καταστάσεις των ταμιακών ροών και δύο καταστάσεις μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων με τις σχετικές σημειώσεις, συμπεριλαμβανομένων των συγκριτικών πληροφοριών.»

Οι παράγραφοι 36Α-36Γ και οι επικεφαλίδες τους απαλείφονται.

Οι παράγραφοι 39 και 45(α) τροποποιούνται ως εξής:

«39

Για τη συμμόρφωση με τα οριζόμενα στην παράγραφο 38, οι πρώτες οικονομικές καταστάσεις καταρτισμένες σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. μιας οικονομικής οντότητας περιλαμβάνουν …

(α)

(ii)

το τέλος … σύμφωνα με προηγούμενες Γ.Π.Λ.Α.

(β)

συμφωνία των συγκεντρωτικών συνολικών εσόδων σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. για την τελευταία περίοδο στις πιο πρόσφατες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της οικονομικής οντότητας. Η συμφωνία ξεκινά από τα συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα σύμφωνα με τις προηγούμενες Γ.Π.Λ.Α. για την ίδια περίοδο ή, εάν η οικονομική οντότητα δεν παρουσίασε τέτοιο σύνολο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα βάσει των προηγούμενων Γ.Π.Λ.Α.

(γ)

45

Προκειμένου να συμμορφωθεί με …

(α)

Εφόσον μία οικονομική οντότητα παρουσίασε ενδιάμεση οικονομική αναφορά για τη συγκρίσιμη ενδιάμεση περίοδο του αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους, κάθε τέτοια ενδιάμεση οικονομική αναφορά περιλαμβάνει:

(i)

συμφωνία των ιδίων κεφαλαίων της σύμφωνα με τις προηγούμενες Γ.Π.Λ.Α. στη λήξη της εν λόγω συγκρίσιμης ενδιάμεσης περιόδου με τα ίδια κεφάλαιά της σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α., της ημερομηνίας εκείνης και

(ii)

συμφωνία προς τα συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. για εκείνη τη συγκρίσιμη ενδιάμεση περίοδο (τρέχουσα και σωρευτικά μέχρι τέλους περιόδου). Το σημείο εκκίνησης για εκείνη τη συμφωνία θα είναι τα συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα σύμφωνα με τις προηγούμενες Γ.Π.Λ.Α. για την ίδια περίοδο, ή, εάν η οικονομική οντότητα δεν παρουσίασε τέτοιο σύνολο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα βάσει των προηγούμενων Γ.Π.Λ.Α.»

Η παράγραφος 47γ απαλείφθηκε.

Η παράγραφος 47Η προστίθεται ως εξής:

«47H

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπροσθέτως, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 6, 7, 8 (Παράδειγμα), 10, 12(α), 21, 32, 35, 36, 39(β) και 45(α), το Προσάρτημα Α και η παράγραφος Β2(θ) στο Προσάρτημα Β ενώ απαλείφθηκαν οι παράγραφοι 36Α-36Γ και 47Γ. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Στο Προσάρτημα Α, οι καθοριζόμενοι όροι τροποποιούνται ως εξής:

«πρώτη περίοδος αναφοράς σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α.

Η τελευταία περίοδος αναφοράς που καλύπτουν οι πρώτες οικονομικές καταστάσεις μιας οικονομικής οντότητας που είναι καταρτισμένες σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α.

Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.)

Πρότυπα και Διερμηνείες που έχουν υιοθετηθεί από το Συμβούλιο των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Σ.Δ.Λ.Π.). Περιλαμβάνουν:

(α)

(β)

(γ)

Διερμηνείες που αναπτύχθηκαν από την Επιτροπή Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Α.), ή την πρώην Μόνιμη Επιτροπή Διερμηνειών (Μ.Ε.Δ.).»

Στο παράρτημα A, ο ορισμός του ισολογισμού έναρξης σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Π. τροποποιείται ως εξής:

«Εναρκτήρια κατάσταση οικονομικής θέσης σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α.

Η κατάσταση οικονομικής θέσης της οικονομικής οντότητας κατά την ημερομηνία μετάβασης στα Δ.Π.Χ.Α.»

Στο παράρτημα A, ο ορισμός της ημερομηνίας αναφοράς διαγράφεται.

Στο Προσάρτημα Β, η παράγραφος Β2(θi) τροποποιείται ως εξής:

«Β2

Εάν ένας υιοθετών για πρώτη φορά …

(i)

Εάν ο υιοθετών για πρώτη φορά αναγνώρισε, σύμφωνα με τις προηγούμενες Γ.Π.Λ.Α., την υπεραξία ως μειωτικό στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων:

(i)

δεν θα αναγνωρίσει αυτή την υπεραξία στην εναρκτήρια κατάσταση οικονομικής θέσης σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. Επίσης, δεν θα μεταφέρει αυτή την υπεραξία στα αποτελέσματα, στην περίπτωση που διαθέσει τη θυγατρική ή στην περίπτωση που απομειωθεί η αξία της επένδυσης στη θυγατρική.»

Δ.Π.Χ.Α. 4   Ασφαλιστήρια Συμβόλαια

A5   Στο Δ.Π.Χ.Α. 4, οι παράγραφοι 30 και 39(α) τροποποιούνται ως εξής:

«30

Σε κάποια λογιστικά μοντέλα … Η σχετική προσαρμογή στην ασφαλιστική υποχρέωση (ή στο αναβαλλόμενο κόστος απόκτησης ή στα άυλα περιουσιακά στοιχεία) αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα όταν και μόνον όταν τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη ή οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα. Η πρακτική αυτή …

39A

Προκειμένου να συμμορφωθεί με …

(α)

μια ανάλυση ευαισθησίας που δείχνει τις επιπτώσεις στα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια της οικονομικής οντότητας που θα προέκυπταν στην περίπτωση υλοποίησης λογικά πιθανών μεταβολών της σχετικής μεταβλητής κινδύνου στο τέλος της περιόδου αναφοράς, τις μεθόδους και τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση της ανάλυσης ευαισθησίας, και τις τυχόν μεταβολές, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, στις μεθόδους και τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν. Ωστόσο …»

Η παράγραφος 41Β προστίθεται ως εξής:

«41B

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκε η παράγραφος 30. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές σε ετήσιες περιόδους που ξεκινούν από την 1η Ιανουαρίου 2009. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Π.Χ.Α. 5   Μη Κυκλοφορούντα Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες

A6   Το Δ.Π.Χ.Α. 5 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 3, η φράση «(καθώς αναθεωρήθηκε το 2003)» απαλείφεται.

Στην παράγραφο 28, η φράση «στην ίδια επεξήγηση για την παρουσίαση κέρδους ή ζημίας» αντικαθίσταται από τη φράση «στην ίδια εγγραφή της κατάστασης των συνολικών εσόδων».

Η παράγραφος 33Α προστίθεται ως εξής:

«33A

Εάν μια οικονομική οντότητα παρουσιάσει τα στοιχεία των αποτελεσμάτων σε ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων όπως περιγράφηκε στην παράγραφο 81 του Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), θα παρουσιάζεται μία παράγραφος που αναφέρεται στις διακοπείσες δραστηριότητες σε εκείνη την ξεχωριστή κατάσταση.»

Στην παράγραφο 38, η φράση «αναγνωρίζεται απευθείας στα ίδια κεφάλαια» αντικαθίσταται από τη φράση «αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Η παράγραφος 44Α προστίθεται ως εξής:

«44A

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 3 και 38, ενώ προστέθηκε η παράγραφος 33Α. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Στο Προσάρτημα Α, ο ορισμός του όρου κυκλοφορούν περιουσιακό στοιχείο τροποποιείται ως εξής:

«Μια οικονομική οντότητα κατατάσσει ένα περιουσιακό στοιχείο ως κυκλοφορούν όταν:

(α)

αναμένει να ρευστοποιήσει το περιουσιακό στοιχείο ή σκοπεύει να το πωλήσει ή να το αναλώσει κατά την κανονική πορεία του κύκλου εκμετάλλευσης της,

(β)

κατέχει το περιουσιακό στοιχείο κυρίως για εμπορικούς σκοπούς,

(γ)

αναμένει να ρευστοποιήσει το περιουσιακό στοιχείο εντός δώδεκα μηνών από την περίοδο αναφοράς ή

(δ)

το περιουσιακό στοιχείο αποτελείται από μετρητά ή ταμιακά ισοδύναμα (καθώς προσδιορίζονται στο Δ.Λ.Π. 7) εκτός αν υπάρχει περιορισμός ανταλλαγής ή χρήσης του για τον διακανονισμό υποχρέωσης για τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την περίοδο αναφοράς. »

Το Δ.Π.Χ.Α. 7   Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις

A7   Το Δ.Π.Χ.Α. 7 τροποποιείται ως ακολούθως:

Η επικεφαλίδα πριν από την παράγραφο 20 τροποποιείται ως εξής:

«Κατάσταση συνολικών εσόδων»

Η παράγραφος 20 τροποποιείται ως εξής:

«20

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τα ακόλουθα στοιχεία έσοδα, έξοδα, κέρδη ή ζημίες είτε στην κατάσταση συνολικών εσόδων είτε στις σημειώσεις:

(α)

καθαρά κέρδη ή καθαρές ζημίες από:

(i)

(ii)

διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, εμφανίζοντας χωριστά τα κέρδη ή τις ζημίες που αναγνωρίσθηκαν απευθείας στα λοιπά συνολικά έσοδα κατά τη διάρκεια της περιόδου και το ποσό που ανακατατάχθηκε από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα για την περίοδο,

(iii)

…»

Η παράγραφος 21 τροποποιείται ως εξής:

«21

Σύμφωνα με την παράγραφο 117 του Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί, στην περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών, την βάση (ή τις βάσεις) επιμέτρησης που χρησιμοποιήθηκε για την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων και τις λοιπές λογιστικές πολιτικές που χρησιμοποιήθηκαν και που είναι απαραίτητες για την κατανόηση των οικονομικών καταστάσεων.»

Η παράγραφος 23 (γ) και (δ) τροποποιείται ως εξής:

«23

Όσον αφορά τις αντισταθμίσεις ταμιακών ροών, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί: …

(γ)

το ποσό που αναγνωρίσθηκε στα λοιπά συνολικά έσοδα κατά την περίοδο,

(δ)

το ποσό που ανακατατάχθηκε από τα ίδια κεφάλαια και περιλήφθηκε στα αποτελέσματα για την περίοδο, εμφανίζοντας το ποσό που περιλαμβάνεται σε κάθε συγκεκριμένο κονδύλιο της κατάστασης συνολικών εσόδων και …»

Στην παράγραφο 27(γ), η φράση «στα ίδια κεφάλαια» αντικαθίσταται από τη φράση «στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Η παράγραφος 44Α προστίθεται ως εξής:

«44A

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπροσθέτως, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 20, 21, 23 (γ) και (δ), 27(γ) και Β5 του Προσαρτήματος Β. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Η παράγραφος Β5 τροποποιείται ως εξής:

«Β5

… Η παράγραφος 122 του Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) απαιτεί επίσης από τις οικονομικές οντότητες να γνωστοποιούν στην περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών ή άλλες σημειώσεις, τις κρίσεις της διοίκησης κατά τη διαδικασία της εφαρμογής των λογιστικών πολιτικών της οικονομικής οντότητας που έχουν την σημαντικότερη επίδραση στα ποσά που αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις, εκτός εκείνων που αφορούν σε εκτιμήσεις.»

Στην παράγραφο Β14 του Προσαρτήματος Β, η φράση «ποσό που περιλαμβάνεται στον ισολογισμό» αντικαθίσταται από τη φράση «το ποσό που περιλαμβάνεται στην κατάσταση οικονομικής θέσης».

Δ.Π.Χ.Α. 8   Λειτουργικοί Τομείς

A8   Στο Δ.Π.Χ.Α. 8, οι παράγραφοι 21 και 23(στ) τροποποιούνται ως εξής:

«21

Προκειμένου να … Για κάθε ημερομηνία κατά την οποία παρουσιάζεται μια κατάσταση οικονομικής θέσης, απαιτούνται συμφωνίες των ποσών που περιλαμβάνονται στην κατάσταση οικονομικής θέσης για τομείς προς αναφορά με τα ποσά που περιλαμβάνονται στην κατάσταση οικονομικής θέσης της οικονομικής οντότητας. Οι πληροφορίες που αφορούν σε προγενέστερες περιόδους θα επαναδιατυπώνονται σύμφωνα με τις οδηγίες που παραθέτονται στις παραγράφους 29 και 30.

23

Η οικονομική οντότητα …

(στ)

σημαντικά στοιχεία των εσόδων και των εξόδων που γνωστοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 97 του Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007).»

Η παράγραφος 36Α προστίθεται ως εξής:

«36A

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκε η παράγραφος 23(στ). Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 7   Κατάσταση των Ταμιακών Ροών

A9   Το Δ.Λ.Π. 7 τροποποιείται ως ακολούθως:

Ο τίτλος τροποποιείται σε «Κατάσταση των Ταμιακών Ροών».

Ο τίτλος (όπως έχει τροποποιηθεί) επάνω από τον Σκοπό φέρει την ακόλουθη υποσημείωση: «Τον Σεπτέμβριο του 2007, το Σ.Δ.Λ.Π. τροποποίησε τον τίτλο του Δ.Λ.Π. 7 από Καταστάσεις Ταμιακών Ροών σε Κατάσταση των Ταμιακών Ροών ως συνέπεια της αναθεώρησης του Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων το 2007.»

Στην παράγραφο 32, ο όρος «κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων» τροποποιείται σε «αποτελέσματα».

Δ.Λ.Π. 8   Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη

A10   Το Δ.Λ.Π. 8 τροποποιείται ως ακολούθως:

Η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

στον ορισμό του όρου Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.), το ρήμα «δημιουργήθηκαν» αντικαθίσταται από το ρήμα «αναπτύχθηκαν».

στην επεξήγηση του όρου Σημαντικές, η φράση «των χρηστών που λαμβάνονται» αντικαθίσταται από τη φράση «που λαμβάνουν οι χρήστες».

Δ.Λ.Π. 10   Γεγονότα μετά την Περίοδο Αναφοράς

A11   Το Δ.Λ.Π. 10 τροποποιείται ως ακολούθως:

Ο τίτλος μετατρέπεται σε «Γεγονότα μετά την Περίοδο Αναφοράς».

Στην παράγραφο 21, η φράση «που παίρνουν οι χρήστες» αντικαθίσταται από τη φράση «που λαμβάνουν οι χρήστες».

Δ.Λ.Π. 11   Συμβάσεις Κατασκευής

A12   Στις παραγράφους 26, 28 και 38 του Δ.Λ.Π. 11, ο όρος «κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίσταται από τον όρο «αποτελέσματα».

Δ.Λ.Π. 12   Φόροι Εισοδήματος

A13   Το Δ.Λ.Π. 12 τροποποιείται ως ακολούθως:

Η τρίτη παράγραφος του «Σκοπού» του Δ.Λ.Π. 12 τροποποιείται ως εξής:

«… Για συναλλαγές και άλλα γεγονότα που αναγνωρίζονται εκτός των αποτελεσμάτων (είτε στα λοιπά συνολικά έσοδα είτε απευθείας στα ίδια κεφάλαια), οποιεσδήποτε σχετικές φορολογικές επιπτώσεις αναγνωρίζονται επίσης εκτός των αποτελεσμάτων (είτε στα λοιπά συνολικά έσοδα είτε απευθείας στα ίδια κεφάλαια, αντίστοιχα).»

Στις παραγράφους 22(β), 59, 60 και 65, ο όρος «κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίσταται από τον όρο «αποτελέσματα» και στην παράγραφο 81(ζ)(ii) ο όρος «κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίστανται από τον όρο «αποτελέσματα».

Η παράγραφος 23 τροποποιείται ως εξής:

«23

… Σύμφωνα με την παράγραφο 61Α, ο αναβαλλόμενος φόρος χρεώνεται απ ευθείας στη λογιστική αξία του στοιχείου των ιδίων κεφαλαίων. Σύμφωνα με την παράγραφο 58, μεταγενέστερες μεταβολές στην αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα ως αναβαλλόμενο έξοδο (έσοδο) φόρου.»

Στην παράγραφο 52, στις σημειώσεις στο τέλος του Παραδείγματος Β και του Παραδείγματος Γ, οι λέξεις «παράγραφος 61» αντικαθίστανται από τις λέξεις «παράγραφος 61Α» και οι λέξεις «χρεώνεται κατ ευθείαν στα ίδια κεφάλαια» μετατρέπονται σε «αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Η επικεφαλίδα πριν από την παράγραφο 58 και η παράγραφος 58 τροποποιούνται ως εξής:

«Στοιχεία που αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα

58

Ο τρέχων και ο αναβαλλόμενος φόρος αναγνωρίζονται στα έσοδα ή στα έξοδα και περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα της περιόδου, εκτός από τις περιπτώσεις που ο φόρος προκύπτει από:

(α)

συναλλαγή ή γεγονός αναγνωρισμένο εκτός των αποτελεσμάτων, είτε στα λοιπά συνολικά έσοδα είτε απευθείας στα ίδια κεφάλαια, κατά την ίδια ή σε διαφορετική περίοδο (βλέπε παραγράφους 61Α μέχρι 65), …»

Στην παράγραφο 60, η φράση «χρεωθεί ή πιστωθεί στα ίδια κεφάλαια» γίνεται «αναγνωριστεί εκτός των αποτελεσμάτων».

Στην επικεφαλίδα πριν την παράγραφο 61, η φράση «πιστούμενα ή χρεούμενα απ ευθείας στα ίδια κεφάλαια» γίνεται «που αναγνωρίζονται εκτός των αποτελεσμάτων».

Η παράγραφος 61 απαλείφεται και η παράγραφος 61 Α προστίθεται ως εξής:

«61A

Ο τρέχων και ο αναβαλλόμενος φόρος αναγνωρίζονται εκτός των αποτελεσμάτων εφόσον ο φόρος σχετίζεται με τα στοιχεία που αναγνωρίζονται εκτός των αποτελεσμάτων, είτε στην τρέχουσα είτε σε διαφορετική περίοδο. Κατά συνέπεια, ο τρέχων και ο αναβαλλόμενος φόρος που σχετίζονται, κατά την ίδια ή σε διαφορετική περίοδο, με στοιχεία που αναγνωρίζονται:

(α)

στα λοιπά συνολικά έσοδα, αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα (βλέπε παράγραφο 62).

(β)

απευθείας στα ίδια κεφάλαια αναγνωρίζονται απευθείας στα ίδια κεφάλαια (βλέπε παράγραφο 62Α).»

Οι παράγραφοι 62 και 63 τροποποιούνται και η παράγραφος 62Α προστίθεται ως εξής:

«62

Τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς απαιτούν ή επιτρέπουν ορισμένα στοιχεία να αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα. Παραδείγματα τέτοιων στοιχείων είναι:

(α)

μια μεταβολή στη λογιστική αξία που προκύπτει από την αναπροσαρμογή των ενσώματων παγίων (βλέπε Δ.Λ.Π. 16), και

(β)

[απαλείφθηκε]

(γ)

συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν κατά τη μετατροπή των οικονομικών καταστάσεων μιας εκμετάλλευσης στο εξωτερικό (βλέπε Δ.Λ.Π. 21).

(δ)

[απαλείφθηκε]

62A

Τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς απαιτούν ή επιτρέπουν ορισμένα στοιχεία να πιστώνονται ή να χρεώνονται απ ευθείας στα ίδια κεφάλαια. Παραδείγματα τέτοιων στοιχείων είναι:

(α)

προσαρμογή στο υπόλοιπο έναρξης των κερδών εις νέον που προκύπτει είτε από μεταβολή λογιστικής πολιτικής που εφαρμόζεται αναδρομικά είτε από διόρθωση λάθους (βλέπε Δ.Λ.Π. 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη) και

(β)

ποσά που προκύπτουν κατά την αρχική αναγνώριση του στοιχείου των ιδίων κεφαλαίων ενός σύνθετου χρηματοοικονομικού μέσου (βλέπε παράγραφο 23).

63

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το ποσό του τρέχοντος και του αναβαλλόμενου φόρου που αφορά σε στοιχεία που αναγνωρίστηκαν εκτός των αποτελεσμάτων (είτε στα λοιπά συνολικά έσοδα είτε απευθείας στα ίδια κεφάλαια). Αυτό μπορεί να συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν:

(α)

(β)

μία μεταβολή του συντελεστή φόρου … που αφορά στοιχείο το οποίο είχε προηγουμένως αναγνωριστεί εκτός των αποτελεσμάτων ή

(γ)

μια οικονομική οντότητα … και ο αναβαλλόμενος φόρος σχετίζεται (εν όλω ή εν μέρει) με στοιχείο που είχε προηγουμένως αναγνωριστεί εκτός των αποτελεσμάτων.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο τρέχων και ο αναβαλλόμενος φόρος που σχετίζονται με στοιχεία που αναγνωρίζονται εκτός των αποτελεσμάτων βασίζεται σε μία εύλογη αναλογική κατανομή του τρέχοντος και του αναβαλλόμενου φόρου της οικονομικής οντότητας, στην αρμόδια φορολογική δικαιοδοσία ή με άλλη μέθοδο που επιτυγχάνει μία περισσότερο ορθή κατανομή υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες.»

Στην παράγραφο 65, οι λέξεις «πιστώνονται ή χρεώνονται στα ίδια κεφάλαια» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Η παράγραφος 68Γ τροποποιείται ως εξής:

«68Γ

Καθώς επισημάνθηκε … (α) μια συναλλαγή ή ένα γεγονός που αναγνωρίζεται, στην τρέχουσα ή σε άλλη περίοδο, εκτός των αποτελεσμάτων ή (β) μια συνένωση επιχειρήσεων. …»

Η παράγραφος 77 τροποποιείται και η παράγραφος 77Α προστίθεται ως εξής:

«77

Το έξοδο (έσοδο) φόρου που αφορά σε κέρδος ή ζημία από συνήθεις δραστηριότητες, θα παρουσιάζεται στην κατάσταση των συνολικών εσόδων.

77A

Εάν μια οικονομική οντότητα παρουσιάσει τα στοιχεία των αποτελεσμάτων σε ιδιαίτερη κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων όπως περιγράφηκε στην παράγραφο 81 του Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), θα παρουσιάζει το έξοδο (ή το έσοδο) φόρου που σχετίζεται με το κέρδος ή τη ζημία από συνήθεις δραστηριότητες σε εκείνη την ιδιαίτερη κατάσταση.»

Η παράγραφος 81 τροποποιείται ως εξής:

«81

Τα ακόλουθα θα γνωστοποιούνται ξεχωριστά επίσης:

(α)

το σύνολο του τρέχοντος και αναβαλλόμενου φόρου που αφορά σε στοιχεία που χρεώθηκαν ή πιστώθηκαν απευθείας στα ίδια κεφάλαια (παράγραφος 62Α),

(αβ)

το ποσό του φόρου εισοδήματος που σχετίζεται με κάθε στοιχείο των λοιπών συνολικών εσόδων (βλέπε παράγραφο 62 και Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007),

(β)

[απαλείφθηκε] …»

Η παράγραφος 92 προστίθεται ως εξής:

«92

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 23, 52, 58, 60, 62, 63, 65, 68Γ, 77 και 81, απαλείφθηκε η παράγραφος 61 και προστέθηκαν οι παράγραφοι 61A, 62A και 77A. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 14   Οικονομικές Αναφορές κατά Τομέα

A14   Το Δ.Λ.Π. 14 τροποποιείται ως ακολούθως:

Οι παράγραφοι 2, 52Α και 54 τροποποιούνται ως εξής:

«2

Οι πλήρεις οικονομικές καταστάσεις περιλαμβάνουν κατάσταση οικονομικής θέσης, κατάσταση συνολικών εσόδων, κατάσταση των ταμιακών ροών, κατάσταση μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων και σημειώσεις, όπως προβλέπεται από το Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007). Όταν παρουσιάζεται ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 1, η κατάσταση αυτή αποτελεί μέρος εκείνης της πλήρους σειράς.

52A

Μια οικονομική οντότητα … κάθε δραστηριότητα που έχει καταταχθεί ως διακοπείσα κατά το τέλος της τελευταίας παρουσιαζόμενης περιόδου αναφοράς.

54

Παράδειγμα ενός μέτρου της επίδοσης ενός τομέα, που παρατίθεται πριν από το αποτέλεσμα του τομέα στην κατάσταση συνολικών εσόδων, είναι το μικτό περιθώριο κέρδους πωλήσεων. Παραδείγματα μέτρων της επίδοσης ενός τομέα μετά από το αποτέλεσμα του τομέα στην κατάσταση συνολικών εσόδων αποτελούν το κέρδος ή η ζημία από συνήθεις δραστηριότητες (είτε πριν είτε μετά από φόρους εισοδήματος) και τα αποτελέσματα.»

Η παράγραφος 85 προστίθεται ως εξής:

«85

Στο Δ.Λ.Π.1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκε η παράγραφος 2. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΛΠ 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) σε ετήσιες περιόδους που ξεκινούν από την 1η Ιανουαρίου 2009. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 16   Ενσώματα Πάγια

A15   Το Δ.Λ.Π. 16 τροποποιείται ως ακολούθως:

Οι παράγραφοι 39 και 40 τροποποιούνται ως εξής:

«39

Αν η λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου αυξάνεται ως αποτέλεσμα μιας αναπροσαρμογής, η αύξηση θα αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα και θα σωρεύεται στα ίδια κεφάλαια στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής. Ωστόσο …

40

Αν η λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου … Όμως, η μείωση θα αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα μέχρι το όριο του εκάστοτε πιστωτικού υπολοίπου που υφίσταται στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής για εκείνο το περιουσιακό στοιχείο. Η μείωση που αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα μειώνει το ποσό που συσσωρεύεται στα ίδια κεφάλαια στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής.»

Στην παράγραφο 73(ε)(iv), η φράση «αναγνωρίσθηκαν ή αναστράφηκαν απευθείας στην καθαρή θέση» αντικαθίσταται από τη φράση «αναγνωρίσθηκαν ή αναστράφηκαν στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Η παράγραφος 81Β προστίθεται ως εξής:

«81B

Στο Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 39, 40 και 73(ε)(iv). Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 19   Παροχές σε Εργαζομένους

A16   Το Δ.Λ.Π. 19 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 69, φράση «σε κάθε διαδοχική ημερομηνία ισολογισμού» γίνεται «στο τέλος κάθε διαδοχικής περιόδου αναφοράς».

Οι παράγραφοι 93Α-93Δ τροποποιούνται ως εξής:

«93A

Αν, όπως επιτρέπεται από την παράγραφο 93, μια οικονομική οντότητα υιοθετεί μία πολιτική αναγνώρισης των αναλογιστικών κερδών και ζημιών κατά την περίοδο που λαμβάνουν χώρα, μπορεί να τα αναγνωρίσει στα λοιπά συνολικά έσοδα, σύμφωνα με τις παραγράφους 93Β-93Δ, εφόσον …

93B

Τα αναλογιστικά κέρδη και ζημίες που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα όπως επιτρέπεται από την παράγραφο 93Α θα παρουσιάζονται στην κατάσταση των συνολικών εσόδων.

93Γ

Μια οικονομική οντότητα που αναγνωρίζει αναλογιστικά κέρδη και ζημίες σύμφωνα με την παράγραφο 93Α θα αναγνωρίζει επίσης και οποιεσδήποτε προσαρμογές απορρέουν από το όριο που τίθεται στην παράγραφο 58(β) στα λοιπά συνολικά έσοδα.

93Δ

Τα αναλογιστικά κέρδη και ζημίες και οι προσαρμογές που προκύπτουν από το όριο που τίθεται από την παράγραφο 58(β) που έχουν αναγνωριστεί στα λοιπά συνολικά έσοδα θα αναγνωρίζονται αμέσως στα κέρδη εις νέον. Δεν θα ανακατατάσσονται στα αποτελέσματα μεταγενέστερης περιόδου.»

Στην παράγραφο 105 και στην τρίτη παράγραφο του Παραδείγματος που επεξηγεί την παράγραφο 106, ο όρος «κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίσταται από τον όρο «αποτελέσματα».

Η παράγραφος 120Α τροποποιείται ως εξής:

«120A

Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τα προγράμματα καθορισμένων παροχών: …

(η)

το συνολικό ποσό που αναγνωρίστηκε στα λοιπά συνολικά έσοδα για το κάθε ένα από τα ακόλουθα: …

(i)

για οικονομικές οντότητες που αναγνωρίζουν αναλογιστικά κέρδη και ζημίες στην κατάσταση λοιπών συνολικών εσόδων σύμφωνα με την παράγραφο 93Α, το σωρευτικό ποσό των αναλογιστικών κερδών και ζημιών που αναγνωρίστηκαν στα λοιπά συνολικά έσοδα.»

Η παράγραφος 161 προστίθεται ως εξής:

«161

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 93Α-93Δ (Παράδειγμα) και 120Α. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 20   Λογιστική των Κρατικών Επιχορηγήσεων και Γνωστοποίηση της Κρατικής Υποστήριξης

A17   Το Δ.Λ.Π. 20 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στις παραγράφους 14 και 15, ο όρος «κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίσταται από τον όρο «αποτελέσματα».

Στην παράγραφο 28, η φράση «για τους σκοπούς παρουσίασης στον ισολογισμό» αντικαθίστανται με τη φράση «για τους σκοπούς της παρουσίασης στην κατάσταση οικονομικής θέσης».

Η παράγραφος 29Α προστίθεται ως εξής:

«29A

Εάν μια οικονομική οντότητα παρουσιάσει τα στοιχεία των αποτελεσμάτων σε ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων όπως περιγράφηκε στην παράγραφο 81 του Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), θα παρουσιάζονται στην εν λόγω ξεχωριστή κατάσταση οι επιχορηγήσεις που αφορούν τα έσοδα, όπως υποδεικνύει η παράγραφος 29.»

Η παράγραφος 42 προστίθεται ως εξής:

«42

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Προστέθηκε επίσης η παράγραφος 29Α. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 21   Οι Επιδράσεις Μεταβολών των Τιμών Συναλλάγματος

A18   Το Δ.Λ.Π. 21 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 7, «… μια κατάσταση ταμιακών ροών, των ταμιακών ροών που προκύπτουν …» τροποποιείται ως εξής «… μια κατάσταση των ταμιακών ροών που αφορά τις ταμιακές ροές που προκύπτουν …»

Η επικεφαλίδα της παραγράφου 23 «Παρουσίαση σε ισολογισμούς μεταγενέστερων ημερομηνιών» αντικαθίσταται από «Παρουσίαση κατά τις λήξεις μεταγενέστερων περιόδων αναφοράς».

Στην παράγραφο 27, η φράση «απεικονίζονται απευθείας στα ίδια κεφάλαια» μετατρέπεται σε «αναγνωρίζονται αρχικά στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Στις παραγράφους 30 και 31, οι φράσεις «αναγνωρίζεται απευθείας στα ίδια κεφάλαια» και «αναγνωρίζεται στα ίδια κεφάλαια» αντικαθίσταται από τη φράση «αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Στην παράγραφο 32, η φράση «θα αναγνωρίζονται αρχικά σε ιδιαίτερο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων και στα αποτελέσματα» αντικαθίσταται από τη φράση «θα αναγνωρίζονται αρχικά στα λοιπά συνολικά έσοδα και θα ανακατατάσσονται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα».

Στην παράγραφο 33, η φράση «επανακατατάσσονται στο ιδιαίτερο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων» μετατρέπεται σε «αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Η παράγραφος 37 τροποποιείται ως εξής:

«37

Η επίδραση … Συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από τη μετατροπή εκμετάλλευσης στο εξωτερικό που παλαιότερα κατατάσσοντο στα λοιπά συνολικά έσοδα σύμφωνα με τις παραγράφους 32 και 39(γ) δεν ανακατατάσσονται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα μέχρι τη διάθεση της εκμετάλλευσης.»

Στην παράγραφο 39(α), η φράση «με τις ισοτιμίες κλεισίματος που υπάρχουν κατά την ημερομηνία του σχετικού ισολογισμού» αντικαθίσταται από τη φράση «με τις ισοτιμίες κλεισίματος κατά την ημερομηνία εκείνης της κατάστασης οικονομικής θέσης».

Στην παράγραφο 39(β), η φράση «κάθε κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίσταται από τη φράση «κάθε κατάσταση συνολικών εσόδων ή ιδιαίτερη κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων που παρουσιάζεται».

Στην παράγραφο 39(γ), η φράση «ως ιδιαίτερο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων» αντικαθίσταται από τη φράση «στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Οι παράγραφοι 41, 45, 46, 48 και 52 τροποποιούνται ως εξής:

«41

Οι συναλλαγματικές διαφορές που αναφέρονται στην παράγραφο 39(γ) προκύπτουν από:

(α)

τη μετατροπή εσόδων και εξόδων με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των ημερομηνιών των συναλλαγών και των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων με την ισοτιμία κλεισίματος.

Οι συναλλαγματικές διαφορές αυτές δεν αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα επειδή οι μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών έχουν ελάχιστη ή καμία άμεση επίδραση στις τρέχουσες και τις μελλοντικές ταμιακές ροές από τις δραστηριότητες της οικονομικής οντότητας. Το σωρευμένο ποσό των συναλλαγματικών διαφορών παρουσιάζεται σε διακεκριμένο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων μέχρι τη διάθεση της εκμετάλλευσης στο εξωτερικό. Όταν οι συναλλαγματικές διαφορές σχετίζονται με εκμετάλλευση στο εξωτερικό που ενοποιείται, χωρίς όμως να κατέχεται στο σύνολό της …

45

Η ενσωμάτωση … Κατά συνέπεια, στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της αναφέρουσας οικονομικής οντότητας, μία τέτοια συναλλαγματική διαφορά συνεχίζει να αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα ή, αν προκύπτει από τις συνθήκες που περιγράφονται στην παράγραφο 32, αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα και σωρεύεται ως διακεκριμένο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων μέχρι τη διάθεση της εκμετάλλευσης στο εξωτερικό.

46

Όταν … Το Δ.Λ.Π. 27 επιτρέπει τη χρήση διαφορετικής ημερομηνίας αναφοράς εφόσον η διαφορά δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες και γίνονται προσαρμογές για τις επιδράσεις οποιωνδήποτε σημαντικών συναλλαγών ή άλλων γεγονότων που συμβαίνουν μεταξύ των δύο ημερομηνιών. …

48

Κατά τη διάθεση της εκμετάλλευσης στο εξωτερικό, το σωρευμένο ποσό των συναλλαγματικών διαφορών που σχετίζονται με εκείνη την εκμετάλλευση στο εξωτερικό που αναγνωρίστηκαν στα λοιπά συνολικά έσοδα και σωρεύτηκαν σε διακεκριμένο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων, θα ανακατατάσσεται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα (ως προσαρμογή από ανακατάταξη) όταν αναγνωριστεί το κέρδος ή η ζημία από αυτή την διάθεση (βλέπε Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007).

52

H οικονομική οντότητα θα γνωστοποιεί: …

(β)

τις καθαρές συναλλαγματικές διαφορές που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα και σωρεύονται σε ξεχωριστό συνθετικό στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων, μαζί με μια συμφωνία του ποσού αυτών των συναλλαγματικών διαφορών στην αρχή και το τέλος της περιόδου.»

Η παράγραφος 60Α προστίθεται ως εξής:

«60A

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 27, 30-33, 37, 39, 41, 45, 48 και 52. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές σε ετήσιες περιόδους που ξεκινούν από την 1η Ιανουαρίου 2009. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 24   Γνωστοποιήσεις Συνδεδεμένων Μερών

A19   Στο Δ.Λ.Π. 24, στην παράγραφο 19, οι λέξεις «στον ισολογισμό» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην κατάσταση οικονομικής θέσης».

Δ.Λ.Π. 27   Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις

Α20   Το Δ.Λ.Π. 27 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 4, στον ορισμό της μεθόδου κόστους ο όρος «σωρευμένα κέρδη» αντικαθίσταται από τον όρο «κέρδη εις νέον».

Οι παράγραφοι 26, 27, 30 και 40 (ε) τροποποιούνται ως εξής:

«26

Οι οικονομικές καταστάσεις της μητρικής εταιρίας και των θυγατρικών της που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων καταρτίζονται με την ίδια ημερομηνία. Όταν το τέλος της περιόδου αναφοράς της μητρικής και της θυγατρικής διαφέρουν, για τους σκοπούς της ενοποίησης, η θυγατρική καταρτίζει επιπρόσθετες οικονομικές καταστάσεις με την ίδια ημερομηνία των οικονομικών καταστάσεων της μητρικής, εκτός αν αυτό είναι πρακτικά αδύνατον.

27

Όταν … οι οικονομικές καταστάσεις μιας θυγατρικής που χρησιμοποιούνται στην κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων καταρτίζονται σε ημερομηνία που διαφέρει από εκείνη της μητρικής εταιρίας θα πρέπει να γίνουν προσαρμογές για τις επιδράσεις των σημαντικών συναλλαγών ή γεγονότων που συνέβησαν μεταξύ εκείνης της ημερομηνίας και της ημερομηνίας κατάρτισης των οικονομικών καταστάσεων της μητρικής εταιρίας. Σε κάθε περίπτωση, η διαφορά μεταξύ της περιόδου αναφοράς της θυγατρικής και εκείνη της μητρικής εταιρίας δεν θα είναι μεγαλύτερη από τρεις μήνες. Η διάρκεια των περιόδων αναφοράς και κάθε διαφορά στις λήξεις των περιόδων αναφοράς δεν θα διαφέρει από περίοδο σε περίοδο.

30

Τα έσοδα … που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 21 Οι Επιδράσεις Μεταβολών των Τιμών Συναλλάγματος, ανακατατάσσονται στα ενοποιημένα αποτελέσματα ως προσαρμογή από ανακατάταξη του κέρδους ή της ζημίας από τη διάθεση της θυγατρικής.

40

Οι ακόλουθες γνωστοποιήσεις …

(ε)

το τέλος της περιόδου αναφοράς των οικονομικών καταστάσεων μιας θυγατρικής όταν αυτές χρησιμοποιούνται στην κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων και έχουν ημερομηνία ή καλύπτουν περίοδο που διαφέρει εκείνης της μητρικής εταιρίας καθώς και τον λόγο χρήσης διαφορετικής ημερομηνίας αναφοράς ή περιόδου, …»

Η παράγραφος 43Α προστίθεται ως εξής:

«43A

Στο Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκε η παράγραφος 30. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές σε ετήσιες περιόδους που ξεκινούν από την 1η Ιανουαρίου 2009. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 28   Επενδύσεις σε Συγγενείς Επιχειρήσεις

Α21   Το Δ.Λ.Π. 28 τροποποιείται ως ακολούθως:

Οι παράγραφοι 11, 24, 25, 37 (ε) και 39 τροποποιούνται ως εξής:

«11

Σύμφωνα με τη μέθοδο της καθαρής θέσης … Προσαρμογές στη λογιστική αξία μπορεί επίσης να είναι αναγκαίες, για τις μεταβολές στην αναλογία των δικαιωμάτων του επενδυτή στην εκδότρια, που προκύπτουν από μεταβολές στα λοιπά συνολικά έσοδα της εκδότριας. Στις μεταβολές αυτές περιλαμβάνονται εκείνες που προκύπτουν από αναπροσαρμογές ενσωμάτων πάγιων και από συναλλαγματικές διαφορές μετατροπής. Το μερίδιο του επενδυτή σε εκείνες τις μεταβολές αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα του επενδυτή (βλέπε Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007).

24

Τις πιο πρόσφατες … Όταν το τέλος της περιόδου αναφοράς του επενδυτή και της συγγενούς διαφέρουν, η συγγενής εταιρία καταρτίζει, προς χρήση του επενδυτή, οικονομικές καταστάσεις με την ίδια ημερομηνία των οικονομικών καταστάσεων του επενδυτή, εκτός αν αυτό είναι πρακτικά αδύνατον.

25

Όταν … οι οικονομικές καταστάσεις της συγγενούς που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή της μεθόδου της καθαρής θέσης καταρτίζονται με ημερομηνία που διαφέρει από εκείνη του επενδυτή … Σε κάθε περίπτωση, η διαφορά μεταξύ του τέλους της περιόδου αναφοράς της συγγενούς και εκείνης του επενδυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Η διάρκεια των περιόδων αναφοράς και κάθε διαφορά στις λήξεις των περιόδων αναφοράς δεν θα διαφέρει από περίοδο σε περίοδο.

37

Οι ακόλουθες γνωστοποιήσεις …

(ε)

το τέλος της περιόδου αναφοράς των οικονομικών καταστάσεων μιας συγγενούς επιχείρησης, όταν αυτές χρησιμοποιούνται στην εφαρμογή της μεθόδου της καθαρής θέσης ή έχουν ημερομηνία ή καλύπτουν περίοδο που διαφέρει εκείνης του επενδυτή καθώς και το λόγο χρήσης διαφορετικής ημερομηνίας αναφοράς ή περιόδου,

39

Το μερίδιο του επενδυτή επί των μεταβολών που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα από τη συγγενή, θα αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα από τον επενδυτή.»

Η παράγραφος 41Α προστίθεται ως εξής:

«41A

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 11 και 39. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π.29   Χρηματοοικονομική Αναφορά σε Υπερπληθωριστικές Οικονομίες

A22   Το Δ.Λ.Π. 29 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 27, η φράση «κονδυλίων της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίσταται από τη φράση «κονδύλια στην κατάσταση συνολικών εσόδων».

Στην παράγραφο 28, η φράση «κονδυλίων της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίσταται από τη φράση «στοιχεία εσόδων και εξόδων».

Στην παράγραφο 36, οι λέξεις «ημερομηνίες αναφοράς» αντικαθίστανται από τις λέξεις «λήξεις των περιόδων αναφοράς».

Το Δ.Λ.Π. 32   Χρηματοοικονομικά Μέσα: Παρουσίαση

A23   Το Δ.Λ.Π. 32 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 18, η φράση «στον ισολογισμό της οικονομικής οντότητας» αντικαθίσταται από τη φράση «στην κατάσταση οικονομικής θέσης της οικονομικής οντότητας».

Στην τελευταία φράση της παραγράφου 29, η φράση «στον ισολογισμό της» αντικαθίσταται από τη φράση «στην κατάσταση οικονομικής θέσης της».

Στην παράγραφο 40 η φράση «κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίσταται από τη φράση «κατάσταση συνολικών εσόδων ή ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων (αν παρουσιάζεται)» (δύο φορές).

Η παράγραφος 97Α προστίθεται ως εξής:

«97A

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επίσης τροποποιήθηκε η παράγραφος 40. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις θα εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Οι Οδηγίες Εφαρμογής τροποποιούνται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο ΟΕ31, η φράση «στον ισολογισμό» αντικαθίσταται από τη φράση «στην κατάσταση οικονομικής θέσης».

Στην παράγραφο ΟΕ39, η φράση «στον ισολογισμό της οικονομικής οντότητας» αντικαθίσταται από τη φράση «στην κατάσταση οικονομικής θέσης της οικονομικής οντότητας».

Δ.Λ.Π. 33   Κέρδη κατά Μετοχή

A24   Το Δ.Λ.Π. 33 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 4, «στην όψη της ξεχωριστής κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων» μετατρέπεται σε «στην κατάσταση συνολικών εσόδων της».

Η παράγραφος 4Α προστίθεται ως εξής:

«4A

Εάν μια οικονομική οντότητα παρουσιάσει τα στοιχεία των αποτελεσμάτων σε ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων όπως περιγράφηκε στην παράγραφο 81 του Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), θα παρουσιάζονται κέρδη κατά μετοχή μόνο στην εν λόγω ξεχωριστή κατάσταση.»

Στην παράγραφο 13 διαγράφονται οι λέξεις «Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων».

Η παράγραφος 67 τροποποιείται ως εξής: «… η διπλή παρουσίαση μπορεί να γίνει σε μία γραμμή της κατάστασης συνολικών εσόδων».

Οι παράγραφοι 67A, 68Α 73A και 74A προστίθενται ως εξής:

«67A

Εάν μια οικονομική οντότητα παρουσιάσει τα στοιχεία των αποτελεσμάτων σε ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων όπως περιγράφηκε στην παράγραφο 81 του Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), θα παρουσιάζονται στην εν λόγω ξεχωριστή κατάσταση τα βασικά και τα απομειωμένα κέρδη ανά μετοχή, όπως απαιτείται από τις παραγράφους 66 και 67.

68A

Εάν μια οικονομική οντότητα παρουσιάσει τα στοιχεία των αποτελεσμάτων σε ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων όπως περιγράφηκε στην παράγραφο 81 του Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), θα παρουσιάζονται στην εν λόγω ξεχωριστή κατάσταση ή στις σημειώσεις τα βασικά και τα απομειωμένα κέρδη ανά μετοχή για την διακοπτόμενη δραστηριότητα, όπως απαιτείται από την παράγραφο 68.

73A

Η παράγραφος 73 έχει εφαρμογή και σε μια οικονομική οντότητα που γνωστοποιεί, πέρα των βασικών και απομειωμένων κερδών ανά μετοχή, τα ποσά ανά μετοχή χρησιμοποιώντας ένα παρουσιαζόμενο στοιχείο της χωριστής κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων (όπως περιγράφηκε στην παράγραφο 81 του Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), εκτός εκείνου που απαιτείται από το παρόν Πρότυπο.

74A

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επίσης, προστέθηκαν οι παράγραφοι 4Α, 67Α, 68Α και 73Α. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εκείνες εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 34   Ενδιάμεση Οικονομική Αναφορά

A25   Το Δ.Λ.Π. 34 τροποποιείται ως ακολούθως:

Οι παράγραφοι 4, 5 και 8 τροποποιούνται ως εξής:

«4

Ενδιάμεση χρηματοοικονομική αναφορά σημαίνει μια οικονομική αναφορά που περιέχει είτε πλήρη σειρά οικονομικών καταστάσεων (όπως περιγράφονται στο Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)) είτε μια σειρά συνοπτικών οικονομικών καταστάσεων (όπως περιγράφονται σε αυτό το Πρότυπο) για μία ενδιάμεση περίοδο.

5

Το Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) ορίζει ως πλήρη μια σειρά οικονομικών καταστάσεων που αποτελείται από:

(α)

κατάσταση οικονομικής θέσης στο τέλος της περιόδου,

(β)

κατάσταση συνολικών εσόδων για την περίοδο,

(γ)

κατάσταση μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων για την περίοδο,

(δ)

κατάσταση των ταμιακών ροών για την περίοδο,

(ε)

σημειώσεις που περιλαμβάνουν περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών και άλλες επεξηγηματικές σημειώσεις και

(στ)

κατάσταση οικονομικής θέσης κατά την έναρξη της πρώτης συγκριτικής περιόδου όπου μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει αναδρομικά μια λογιστική πολιτική ή που επαναδιατυπώνει αναδρομικά στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων ή που ανακατατάσσει στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων.

8

Μία ενδιάμεση οικονομική αναφορά θα περιλαμβάνει …

(α)

συνοπτική κατάσταση οικονομικής θέσης,

(β)

συνοπτική κατάσταση των συνολικών εσόδων, που παρουσιάζεται ως

(i)

συνοπτική ενιαία κατάσταση ή

(ii)

συνοπτική ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων και συνοπτική κατάσταση συνολικών εσόδων,

(γ)

συνοπτική κατάσταση μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων,

(δ)

συνοπτική κατάσταση των ταμιακών ροών και

(ε)

επιλεγμένες επεξηγηματικές σημειώσεις.»

Η παράγραφος 8Α προστίθεται ως εξής:

«8A

Εάν μια οικονομική οντότητα παρουσιάσει τα στοιχεία των αποτελεσμάτων σε ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων όπως περιγράφηκε στην παράγραφο 81 του Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), θα παρουσιάζει ενδιάμεση συνοπτική πληροφόρηση ξεκινώντας από εκείνη την ξεχωριστή κατάσταση.»

Η παράγραφος 11 τροποποιείται ως εξής:

«11

Στην κατάσταση όπου παρουσιάζονται τα στοιχεία των αποτελεσμάτων για μια ενδιάμεση περίοδο, μια οικονομική οντότητα θα παρουσιάζει βασικά και απομειωμένα κέρδη ανά μετοχή για εκείνη την περίοδο.»

Η παράγραφος 11Α προστίθεται ως εξής:

«11A

Εάν μια οικονομική οντότητα παρουσιάσει τα στοιχεία των αποτελεσμάτων σε ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων όπως περιγράφηκε στην παράγραφο 81 του Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), θα παρουσιάζονται στην εν λόγω ξεχωριστή κατάσταση τα βασικά και τα απομειωμένα κέρδη ανά μετοχή.»

Η παράγραφος 12 τροποποιείται ως εξής:

«12

Το Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τη δομή των οικονομικών καταστάσεων. …»

Η παράγραφος 13 απαλείφθηκε.

Στην παράγραφο 16(ι), η φράση «ημερομηνία του τελευταίου ετήσιου ισολογισμού» αντικαθίσταται από τη φράση «στο τέλος της τελευταίας ετήσιας περιόδου αναφοράς».

Η παράγραφος 20 τροποποιείται ως εξής:

«20

Οι ενδιάμεσες αναφορές θα …

(α)

οικονομικού έτους.

(β)

καταστάσεις συνολικών εσόδων της τρέχουσας ενδιάμεσης περιόδου και σωρευτικά για το τρέχον οικονομικό έτος μέχρι τέλους περιόδου με συγκριτικές καταστάσεις συνολικών εσόδων για τις συγκρίσιμες ενδιάμεσες περιόδους (τρέχουσα και σωρευτικά μέχρι τέλους περιόδου) του αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους, Όπως επιτρέπεται από το Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007), μία ενδιάμεση αναφορά μπορεί να περιλαμβάνει για την περίοδο είτε μια ενιαία κατάσταση των λοιπών συνολικών εσόδων είτε μία κατάσταση με στοιχεία των αποτελεσμάτων (ξεχωριστή κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων) και μία δεύτερη κατάσταση που ξεκινά από τα αποτελέσματα και παρουσιάζει και στοιχεία των συνολικών εσόδων (κατάσταση συνολικών εσόδων).

(γ)

κατάσταση μεταβολών της καθαρής θέσης … προηγούμενου οικονομικού έτους

(δ)

…»

Στην παράγραφο 21, οι λέξεις «που λήγουν κατά την ημερομηνία της ενδιάμεσης αναφοράς» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέχρι το τέλος της ενδιάμεσης περιόδου».

Στην παράγραφο 30(β), οι λέξεις «στον ισολογισμό» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην κατάσταση οικονομικής θέσης».

Στην παράγραφο 31, η φράση «σε αμφότερες τις ημερομηνίες, των ετήσιων και ενδιάμεσων ημερομηνιών αναφοράς» αντικαθίσταται από τη φράση «στο τέλος αμφότερων των ετήσιων και ενδιάμεσων περιόδων αναφοράς».

Στην παράγραφο 32, οι λέξεις «σε μία ημερομηνία ενδιάμεσης αναφοράς» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στο τέλος της ενδιάμεσης περιόδου αναφοράς» και οι λέξεις «κατά την ημερομηνία της ετήσιας αναφοράς» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στο τέλος μιας ετήσιας περιόδου αναφοράς».

Η παράγραφος 47 προστίθεται ως εξής:

«47

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 4, 5, 8, 11, 12 και 20, απαλείφθηκε η παράγραφος 13 και προστέθηκαν οι παράγραφοι 8A και 11A. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 36   Απομείωση Αξίας Περιουσιακών Στοιχείων

A26   Το Δ.Λ.Π. 36 τροποποιείται ως ακολούθως:

Οι παράγραφοι 61 και 120 τροποποιούνται ως εξής:

«61

Μα ζημία απομείωσης σε ένα μη αναπροσαρμοσμένο περιουσιακό στοιχείο αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα. Όμως, μια ζημία απομείωσης σε ένα αναπροσαρμοσμένο περιουσιακό στοιχείο αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα εφόσον η ζημία απομείωσης δεν υπερβαίνει το ποσό που παραμένει στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής για αυτό το ίδιο περιουσιακό στοιχείο. Μια τέτοια ζημία απομείωσης επί ενός αναπροσαρμοσμένου περιουσιακού στοιχείου μειώνει το πλεόνασμα αναπροσαρμογής για εκείνο το περιουσιακό στοιχείο.

120

Μα αναστροφή ζημίας απομείωσης σε αναπροσαρμοσμένο περιουσιακό στοιχείο αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα και αυξάνει το πλεόνασμα αναπροσαρμογής για εκείνο το περιουσιακό στοιχείο. Ωστόσο …»

Στις παραγράφους 126 και 129, οι λέξεις «κατ ευθείαν στην καθαρή θέση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Η παράγραφος 140Α προστίθεται ως εξής:

«140A

Στο Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 61, 120, 126 και 129. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές σε ετήσιες περιόδους που ξεκινούν από την 1η Ιανουαρίου 2009. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 37   Προβλέψεις, Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόμενα Περιουσιακά Στοιχεία

A27   Το Δ.Λ.Π. 37 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 25, οι λέξεις «στοιχεία του ισολογισμού» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στοιχεία στην κατάσταση συνολικών εσόδων».

Στην παράγραφο 75, οι λέξεις «που παίρνουν οι χρήστες» αντικαθίστανται από τις λέξεις «που λαμβάνουν οι χρήστες».

Δ.Λ.Π. 38   Άυλα Περιουσιακά Στοιχεία

A28   Το Δ.Λ.Π. 38 τροποποιείται όπως περιγράφεται κατωτέρω.

Οι παράγραφοι 85 και 86 τροποποιούνται ως εξής:

«85

Αν η λογιστική αξία ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου αυξάνεται ως αποτέλεσμα μιας αναπροσαρμογής, η αύξηση θα πιστώνεται στα λοιπά συνολικά έσοδα και θα σωρεύεται στα ίδια κεφάλαια κάτω από την επικεφαλίδα του πλεονάσματος αναπροσαρμογής. Ωστόσο …

86

Αν η λογιστική αξία ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου … Ωστόσο, η μείωση θα αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα στην έκταση του εκάστοτε πιστωτικού υπολοίπου που υφίσταται στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής για εκείνο το περιουσιακό στοιχείο. Η μείωση που αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα μειώνει το ποσό που συσσωρεύεται στα ίδια κεφάλαια στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής.»

Στην παράγραφο 87, η φράση «μέσω της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων.» αντικαθίσταται από τη φράση «μέσω των αποτελεσμάτων».

Στην παράγραφο 118 (ε)(iii), η φράση «απ ευθείας στην καθαρή θέση» αντικαθίσταται από τη φράση «στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Η παράγραφος 130Β προστίθεται ως εξής:

«130B

Στο Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 85, 86 και 118(ε)(iii). Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 39   Χρηματοοικονομικά Μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση

A29   Δ.Λ.Π. 39 τροποποιείται ως ακολούθως:

Οι λέξεις:

«αναγνωρίζεται στα ίδια κεφάλαια» και «αναγνωρίζεται απευθείας στα ίδια κεφάλαια» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα».

οι λέξεις «ιδιαίτερο συγκεκριμένο κονδύλιο του ισολογισμού» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ιδιαίτερο συγκεκριμένο κονδύλιο στην κατάσταση οικονομικής θέσης».

Στην τελευταία φράση της παραγράφου 11, οι λέξεις «στην όψη των οικονομικών καταστάσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην κατάσταση οικονομικής θέσης».

Στην παράγραφο 12, οι λέξεις «μεταγενέστερη ημερομηνία αναφοράς» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στο τέλος μιας μεταγενέστερης περιόδου αναφοράς».

Στην παράγραφο 14, οι λέξεις «στον ισολογισμό της» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην κατάσταση οικονομικής θέσης της».

Οι παράγραφοι 54 και 55 τροποποιούνται ως εξής:

«54

Κάθε προγενέστερο κέρδος ή ζημία από αυτό το περιουσιακό στοιχείο που έχει αναγνωριστεί στα λοιπά συνολικά έσοδα σύμφωνα με την παράγραφο 55(β), θα αντιμετωπίζεται λογιστικά ως ακολούθως:

(α)

Στην περίπτωση … Αν το χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο απομειωθεί μεταγενέστερα, κάθε κέρδος ή ζημία που είχε αναγνωριστεί στα λοιπά συνολικά έσοδα αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα σύμφωνα με την παράγραφο 67.

(β)

Στην περίπτωση χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου που δεν έχει καθορισμένη λήξη, το κέρδος ή η ζημία θα αναγνωριστεί στα αποτελέσματα όταν πωληθεί ή διατεθεί το χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο. Αν το χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο απομειωθεί μεταγενέστερα, κάθε προγενέστερο κέρδος ή ζημία που είχε αναγνωριστεί στα λοιπά συνολικά έσοδα ανακατατάσσεται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα σύμφωνα με την παράγραφο 67.

55

Κέρδη ή ζημίες … θα αντιμετωπίζεται λογιστικά ως ακολούθως:

(α)

(β)

Κέρδος ή ζημία επί διαθέσιμου προς πώληση χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου θα αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα, εκτός από ζημίες απομείωσης (βλέπε παραγράφους 67-70) και συναλλαγματικά κέρδη και ζημίες (βλέπε Προσάρτημα Α παράγραφο ΟΕ83), έως ότου παύσει η αναγνώριση του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου. Τότε, το σωρευτικό κέρδος ή η σωρευτική ζημία που είχε προηγουμένως αναγνωριστεί στα λοιπά συνολικά έσοδα θα ανακαταταχθεί από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα ως προσαρμογή από ανακατάταξη (βλέπε Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007). Ωστόσο …»

Στην παράγραφο 68, οι λέξεις «αφαιρείται από το ίδια κεφάλαια και αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ανακατατάσσεται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα».

Στην παράγραφο 95(α), οι λέξεις «αναγνωρίζεται απευθείας στα ίδια κεφάλαια μέσω της κατάστασης μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων (βλέπε Δ.Λ.Π. 1)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Στην παράγραφο 97, οι λέξεις «ανακαταταχθούν στα αποτελέσματα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ανακαταταχθούν από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα ως προσαρμογή από ανακατάταξη (βλέπε Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007))».

Οι παράγραφοι 98 και 100 τροποποιούνται ως εξής:

«98

Αν μία αντιστάθμιση …

(α)

Θα ανακατατάξει τα συνδεόμενα κέρδη ή ζημίες που είχαν αναγνωριστεί στα λοιπά συνολικά έσοδα σύμφωνα με την παράγραφο 95 στα αποτελέσματα ως προσαρμογή από ανακατάταξη (βλέπε Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)), κατά την ίδια περίοδο ή περιόδους που το αποκτηθέν περιουσιακό στοιχείο ή η αναληφθείσα υποχρέωση επηρεάζει τα αποτελέσματα (όπως κατά τις περιόδους που αναγνωρίζεται έξοδο απόσβεσης ή κόστος πωληθέντων). Όμως, αν η οικονομική οντότητα αναμένει ότι το σύνολο ή μέρος μιας ζημίας που αναγνωρίστηκε στα λοιπά συνολικά έσοδα δεν θα ανακτηθεί σε μία ή περισσότερες μελλοντικές περιόδους, θα ανακατατάξει το ποσό που δεν αναμένεται να ανακτηθεί από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα.

(β)

Θα αφαιρεί τα συνδεόμενα κέρδη και ζημίες που αναγνωρίστηκαν απευθείας στα λοιπά συνολικά έσοδα σύμφωνα με την παράγραφο 95 …

100

Σε όλες τις περιπτώσεις αντιστάθμισης ταμιακών ροών, με εξαίρεση εκείνων που προβλέπονται στις παραγράφους 97 και 98, τα αναγνωρισθέντα στα λοιπά συνολικά έσοδα ποσά μεταφέρονται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα ως ανακατάταξη από προσαρμογή (βλέπε Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)) στην περίοδο ή στις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων η αντισταθμισμένη προσδοκώμενη συναλλαγή επηρεάζει τα αποτελέσματα (για παράδειγμα, όταν πραγματοποιείται μία προσδοκώμενη πώληση).»

Στην παράγραφο 101 οι λέξεις «συνεχίζει να αναγνωρίζεται απευθείας στα ίδια κεφάλαια» αντικαθίστανται από τις λέξεις «έχει αναγνωριστεί στα λοιπά συνολικά έσοδα», οι λέξεις «θα αναγνωρίζεται ξεχωριστά στα ίδια κεφάλαια» αντικαθίστανται από τις λέξεις «θα παραμένει ξεχωριστά στα ίδια κεφάλαια» και οι λέξεις «θα αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «θα ανακατατάσσονται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα ως προσαρμογή από ανακατάταξη».

Η παράγραφος 102 τροποποιείται ως εξής:

«102

Οι αντισταθμίσεις μιας καθαρής επένδυσης …

(α)

το σκέλος του κέρδους ή της ζημίας του αντισταθμίζοντος μέσου που τεκμηριώνεται ως αποτελεσματική αντιστάθμιση (βλέπε παράγραφο 88) θα αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα και

(β)

το αναποτελεσματικό σκέλος θα αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα.

Το κέρδος ή η ζημία από το μέσο αντιστάθμισης που αφορά στο αποτελεσματικό σκέλος της αντιστάθμισης που έχει αναγνωριστεί απευθείας στα λοιπά συνολικά έσοδα θα ανακατατάσσεται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα ως ανακατάταξη από προσαρμογή (βλέπε Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)) κατά τη διάθεση της εκμετάλλευσης στο εξωτερικό.»

Η παράγραφος 103Γ προστίθεται ως εξής:

«103Γ

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 26, 27, 34, 54, 55, 57, 67, 68, 95(α), 97, 98, 100, 102, 105, 108, ΟΕ4Δ, ΟΕ4E(δ)(i), ΟΕ56, ΟΕ67, ΟΕ83 και ΟΕ99B. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Οι παράγραφοι 105 και 108 τροποποιούνται ως εξής:

«105

Όταν … Για κάθε χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, η οικονομική οντότητα θα αναγνωρίζει κάθε σωρευμένη μεταβολή της εύλογης αξίας σε διακεκριμένο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων μέχρι την μεταγενέστερη παύση αναγνώρισης ή απομείωση, όταν η οικονομική οντότητα θα ανακατατάσσει εκείνο το σωρευμένο κέρδος ή τη ζημία από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα ως ανακατάταξη από προσαρμογή (βλέπε Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)). Η οικονομική οντότητα …

108

Η οικονομική οντότητα δεν θα προσαρμόζει τη λογιστική αξία μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και μη χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων για τον αποκλεισμό κερδών ή ζημιών που συνδέονται με αντισταθμίσεις ταμιακών ροών οι οποίες είχαν συμπεριληφθεί στη λογιστική αξία πριν την έναρξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το παρόν Πρότυπο. Κατά την έναρξη της οικονομικής περιόδου κατά την οποία εφαρμόζεται για πρώτη φορά το παρόν Πρότυπο, κάθε ποσό που αναγνωρίζεται εκτός των αποτελεσμάτων (είτε στα λοιπά συνολικά έσοδα είτε απευθείας στα ίδια κεφάλαια) για αντιστάθμιση βέβαιης δέσμευσης που σύμφωνα με το Πρότυπο αυτό αντιμετωπίζεται λογιστικά ως αντιστάθμιση εύλογης αξίας, θα ανακατατάσσεται ως περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση, εκτός από αντιστάθμιση συναλλαγματικού κινδύνου που συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ως αντιστάθμιση ταμιακής ροής.»

Το Προσάρτημα Α Οδηγίες Εφαρμογής τροποποιείται ως ακολούθως:

Στις παραγράφους ΟΕ4Ε(δ)(i), οι λέξεις «αναφορά των μεταβολών στα ίδια κεφάλαια» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αναφορά των μεταβολών στα λοιπά συνολικά έσοδα».

Στην παράγραφο ΟΕ25, οι λέξεις «κάθε μεταγενέστερη ημερομηνία ισολογισμού.» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τέλος κάθε μεταγενέστερης περιόδου αναφοράς».

Στην παράγραφο ΟΕ51(α), οι λέξεις «στον ισολογισμό της» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην κατάσταση οικονομικής θέσης της».

Στην παράγραφο ΟΕ67, οι λέξεις «επόμενη ημερομηνία χρηματοοικονομικής αναφοράς» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το τέλος της επόμενης περιόδου αναφοράς».

Η παράγραφος ΟΕ99Β τροποποιείται ως εξής:

«ΟΕ99B

Εάν η αντιστάθμιση κινδύνου μιας ενδοεταιρικής συναλλαγής κρίνεται κατάλληλη για λογιστική αντιστάθμισης, οποιαδήποτε κέρδη ή ζημίες αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα βάσει της παραγράφου 95(α) θα ανακατατάσσονται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα της περιόδου ή των περιόδων κατά τις οποίες ο συναλλαγματικός κίνδυνος της αντισταθμισμένης συναλλαγής επηρεάζει τα ενοποιημένα αποτελέσματα.»

Στην παράγραφο ΟΕ129, οι λέξεις «στον ισολογισμό» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην κατάσταση οικονομικής θέσης».

Δ.Λ.Π. 40   Επενδύσεις σε Ακίνητα

A30   Στο Δ.Λ.Π. 40 Άυλα Περιουσιακά Στοιχεία η παράγραφος 62 τροποποιείται ως εξής:

«62

Μέχρι την ημερομηνία … Δηλαδή:

(α)

κάθε μείωση που προκύπτει στη λογιστική αξία του ακινήτου αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα. Όμως, κατά την έκταση που ένα ποσό συμπεριλαμβάνεται στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής για αυτό το ακίνητο, η μείωση αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα και μειώνει το πλεόνασμα αναπροσαρμογής στα ίδια κεφάλαια.

(β)

κάθε αύξηση που προκύπτει στη λογιστική αξία αντιμετωπίζεται ως εξής:

(i)

(ii)

κάθε υπόλοιπο που απομένει από την αύξηση αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα και αυξάνει το πλεόνασμα αναπροσαρμογής στα ίδια κεφάλαια. Σε μεταγενέστερη …»

Η παράγραφος 85Α προστίθεται ως εξής:

«85A

Στο Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπρόσθετα, τροποποιήθηκε η παράγραφος 62. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 41   Γεωργία

A31   Στην παράγραφο 24(α) του Δ.Λ.Π. 41, η φράση «μία ημερομηνία ισολογισμού» γίνεται «στο τέλος μιας περιόδου αναφοράς».

Ε.Δ.Δ.Π.Χ.A. 1   Μεταβολές σε Υφιστάμενες Υποχρεώσεις Παροπλισμού, Αποκατάστασης και Συναφείς Υποχρεώσεις

A32   Το Ε.Δ.Δ.Π.Χ.A. 1 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στις «Παραπομπές», οι λέξεις «Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2003)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)».

Η παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

«6

Εάν το σχετιζόμενο περιουσιακό στοιχείο επιμετράται με τη μέθοδο της αναπροσαρμογής:

(α)

οι μεταβολές της υποχρέωσης … ώστε:

(i)

μία μείωση της υποχρέωσης (υποκείμενη στη (β)) θα αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα και θα αυξάνει το πλεόνασμα αναπροσαρμογής που περιλαμβάνεται στα ίδια κεφάλαια, …

(ii)

μία αύξηση της υποχρέωσης θα αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα, με τη διαφορά ότι θα αναγνωρίζεται απευθείας στα λοιπά συνολικά έσοδα και θα μειώνει το πλεόνασμα αναπροσαρμογής που περιλαμβάνεται στα ίδια κεφάλαια κατά την έκταση που …

(β)

(γ)

μια μεταβολή … Κάθε τέτοια αναπροσαρμογή θα λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό των ποσών που αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα ή τα συνολικά έσοδα βάσει της (α). Αν απαιτείται αναπροσαρμογή, όλα τα περιουσιακά στοιχεία εκείνης της κατηγορίας θα αναπροσαρμόζονται

(δ)

Το Δ.Λ.Π. 1 απαιτεί γνωστοποίηση στην κατάσταση των συνολικών εσόδων κάθε στοιχείου των λοιπών συνολικών εσόδων ή εξόδων. Κατά τη συμμόρφωση με την απαίτηση αυτή, η μεταβολή του πλεονάσματος αναπροσαρμογής που ανακύπτει από τη μεταβολή της υποχρέωσης θα εξατομικεύεται και θα γνωστοποιείται αναλόγως.»

Η παράγραφος 9Α προστίθεται ως εξής:

«9A

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπροσθέτως, τροποποιήθηκε η παράγραφος 6. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν, Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Διερμηνεία Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Α. 7   Εφαρμογή της Προσέγγισης της Επαναδιατύπωσης βάσει του Δ.Λ.Π. 29 Χρηματοοικονομική Αναφορά σε Υπερπληθωριστικές Οικονομίες

A33   Το Ε.Δ.Δ.Π.Χ.A. 7 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 3. οι λέξεις «ισολογισμό κλεισίματος της περιόδου αναφοράς.» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τέλος της περιόδου αναφοράς».

Στην παράγραφο 4, οι λέξεις «ισολογισμό κλεισίματος της περιόδου αναφοράς.» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τέλος της περιόδου αναφοράς» και οι λέξεις «του ισολογισμού κλεισίματος της ίδιας περιόδου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τέλος εκείνης της περιόδου αναφοράς».

Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Α. 10   Ενδιάμεση Οικονομική Αναφορά και Απομείωση

A34   Το Ε.Δ.Δ.Π.Χ.A. 10 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 1, η φράση «σε κάθε ημερομηνία αναφοράς» αντικαθίσταται από τη φράση «στο τέλος κάθε περιόδου αναφοράς», η φράση «σε κάθε ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού» με τη φράση «στο τέλος κάθε περιόδου αναφοράς» και η φράση «σε μεταγενέστερη ημερομηνία αναφοράς ή κλεισίματος του ισολογισμού» με τη φράση «στο τέλος μιας μεταγενέστερης περιόδου αναφοράς».

Στην παράγραφο 7, η φράση «σε μεταγενέστερη ημερομηνία κλεισίματος των οικονομικών καταστάσεων» αντικαθίσταται από τη φράση «στο τέλος μιας μεταγενέστερης περιόδου αναφοράς».

Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Α. 14   Δ.Λ.Π. 19 — Το όριο πάνω σε ένα περιουσιακό στοιχείο καθορισμένων παροχών, οι ελάχιστες κεφαλαιακές υποχρεώσεις και οι αλληλεπιδράσεις τους

A34A   Το Ε.Δ.Δ.Π.Χ.A. 14 τροποποιείται όπως περιγράφεται κατωτέρω.

Στην παράγραφο 10, η φράση «καθαρή υποχρέωση ή καθαρό περιουσιακό στοιχείο του ισολογισμού» αντικαθίσταται από τις λέξεις «καθαρή υποχρέωση ή καθαρό περιουσιακό στοιχείο που αναγνωρίζεται στην κατάσταση οικονομικής θέσης».

Στην παράγραφο 26(β), η φράση «κατάσταση των αναγνωρισμένων εσόδων και εξόδων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «λοιπά συνολικά έσοδα».

Η παράγραφος 27Α προστίθεται ως εξής:

«27A

Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπροσθέτως, τροποποιήθηκε η παράγραφος 26. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Μ.Ε.Δ. 7   Εισαγωγή του Ευρώ

A35   Η Διερμηνεία Μ.Ε.Δ. 7 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στις «Παραπομπές», προστίθενται οι λέξεις «Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)».

Η παράγραφος 4(β) τροποποιείται ως εξής:

«4

Αυτό ειδικότερα σημαίνει ότι:

(α)

(β)

σωρευμένες συναλλαγματικές διαφορές που αφορούν στη μετατροπή οικονομικών καταστάσεων εκμεταλλεύσεων στο εξωτερικό που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα, σωρεύονται στα ίδια κεφάλαια και πρέπει να ανακατατάσσονται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα μόνο κατά τη διάθεση της καθαρής επένδυσης στην εκμετάλλευση στο εξωτερικό και …»

Κάτω από την επικεφαλίδα «Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος» προστίθεται μία νέα παράγραφος μετά από τις λέξεις «Δ.Λ.Π. 8», ως εξής:

«Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπροσθέτως, τροποποιήθηκε η παράγραφος 4. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Διερμηνεία Μ.Ε.Δ.-10   Κρατική Υποστήριξη — Καμία Ειδική Σχέση με Επιχειρηματικές Δραστηριότητες

A36   Στη Διερμηνεία Μ.Ε.Δ. 10, στην παράγραφο 3, η λέξη «ίδια κεφάλαια» γίνεται «δικαιώματα των μετόχων».

Μ.Ε.Δ.-13   Από Κοινού Ελεγχόμενες Οικονομικές Οντότητες — Μη Χρηματικές Συνεισφορές από Κοινοπρακτούντες

A37   Στην παράγραφο 3(α) της Διερμηνείας Μ.Ε.Δ. 13, οι λέξεις «κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων» αντικαθίστανται από τη λέξη«αποτελέσματα».

Μ.Ε.Δ. 15   Λειτουργικές Μισθώσεις — Κίνητρα

A38   Στις «Παραπομπές» της Διερμηνείας Μ.Ε.Δ. 15, οι λέξεις «Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2003)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)».

Μ.Ε.Δ. 25   Φόροι Εισοδήματος — Μεταβολές στο Φορολογικό Καθεστώς μιας Οικονομικής Οντότητας ή των Μετόχων της.

A39   Η Διερμηνεία Μ.Ε.Δ. 25 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στις «Παραπομπές», προστίθενται οι λέξεις «Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)».

Η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

«4

Μία μεταβολή στο φορολογικό καθεστώς μιας οικονομικής οντότητας ή των μετόχων της δεν καταλήγει σε αυξήσεις ή μειώσεις των ποσών που αναγνωρίζονται εκτός των αποτελεσμάτων. Οι τρέχουσες και αναβαλλόμενες φορολογικές συνέπειες μιας μεταβολής στο φορολογικό καθεστώς θα περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα για την περίοδο, εκτός αν αυτές οι συνέπειες αφορούν σε συναλλαγές και γεγονότα που καταλήγουν, στην ίδια ή σε διαφορετική περίοδο, σε μία άμεση πίστωση ή χρέωση στο αναγνωρισμένο ποσό των ιδίων κεφαλαίων ή σε ποσά που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα. Αυτές οι φορολογικές συνέπειες που αφορούν σε μεταβολές στο αναγνωρισμένο ποσό της καθαρής θέσης, στην ίδια ή σε διαφορετική περίοδο (μη συμπεριλαμβανόμενο στο καθαρό κέρδος ή ζημία), θα χρεώνονται ή θα πιστώνονται άμεσα στα ίδια κεφάλαια. Οι φορολογικές συνέπειες που σχετίζονται με ποσά τα οποία αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα θα αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα.»

Κάτω από την επικεφαλίδα «Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος» προστίθεται μία νέα παράγραφος μετά από το «Δ.Λ.Π. 8», ως εξής:

«Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπροσθέτως, τροποποιήθηκε η παράγραφος 4. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»

Μ.Ε.Δ. 29   Συμφωνίες Παραχώρησης Δικαιωμάτων Παροχής Υπηρεσιών: Γνωστοποιήσεις

A40   Στις «Παραπομπές» της Διερμηνείας Μ.Ε.Δ. 15, οι λέξεις «Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2003)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)».

Μ.Ε.Δ. 32   Άυλα Περιουσιακά Στοιχεία — Κόστη Δικτυακού Τόπου

A41   Η Διερμηνεία Μ.Ε.Δ. 32 τροποποιείται ως ακολούθως:

Στις «Παραπομπές», η φράση «Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2003)» αντικαθίσταται από τη φράση «Δ.Λ.Π. 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (όπως αναθεωρήθηκε το 2007)».

Η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

«5

Η παρούσα Διερμηνεία … Επιπροσθέτως, όταν μία οικονομική οντότητα προβαίνει σε δαπάνες που αφορούν πάροχο υπηρεσιών διαδικτύου που φιλοξενεί το δικτυακό τόπο της οικονομικής οντότητας, η δαπάνη αναγνωρίζεται ως έξοδο σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 1.88 και το Πλαίσιο όταν παρέχονται οι υπηρεσίες.»

Κάτω από την επικεφαλίδα «Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος» προστίθεται μία δεύτερη παράγραφος ως εξής:

«Στο Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιήθηκε η ορολογία που χρησιμοποιείται στα Δ.Π.Χ.Α. Επιπροσθέτως, τροποποιήθηκε η παράγραφος 5. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή μετά από αυτήν. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 1 (που αναθεωρήθηκε το 2007) για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο.»


Top