This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32001D0695
2001/695/EC: Commission Decision of 8 May 2001 on State aid granted by the Federal Republic of Germany to Philipp Holzmann AG (Text with EEA relevance) (notified under document number C(2001) 1419)
2001/695/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 8ης Μαΐου 2001, σχετικά με μια κρατική ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ της Philipp Holzmann AG (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 1419]
2001/695/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 8ης Μαΐου 2001, σχετικά με μια κρατική ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ της Philipp Holzmann AG (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 1419]
ΕΕ L 248 της 18.9.2001, p. 46–62
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
In force
2001/695/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 8ης Μαΐου 2001, σχετικά με μια κρατική ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ της Philipp Holzmann AG (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 1419]
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 248 της 18/09/2001 σ. 0046 - 0062
Απόφαση της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 2001 σχετικά με μια κρατική ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ της Philipp Holzmann AG [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 1419] (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2001/695/ΕΚ) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ(1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 3, Αφού κάλεσε το κράτος μέλος και τους άλλους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις απόψεις τους βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων(2) και αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις τους, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (1) Τον Νοέμβριο του 1999 η Επιτροπή πληροφορήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης ότι προγραμματιζόταν η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων υπέρ της Philipp Holzmann AG (ΡΗ AG). Με επιστολή της 25ης Νοεμβρίου 1999 ζήτησε από τη Γερμανία λεπτομέρειες ως προς το θέμα αυτό. Με επιστολή της 10ης Δεκεμβρίου 1999 η Γερμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή τη χορήγηση δανείου μειωμένης εξασφάλισης από την κρατική Kreditanstalt fur Wiederaufbau ("KfW") καθώς και μιας εγγύησης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, δύο μέτρα τα οποία αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος αναδιάρθρωσης. Η κοινοποίηση συμπληρώθηκε αργότερα με επιστολή της 20ής Δεκεμβρίου 1999. (2) Με επιστολή της 16ης Φεβρουαρίου 2000 η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία την απόφαση της να κινήσει για την εν λόγω ενίσχυση, τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. (3) Με επιστολή της 15ης Μαρτίου 2000 η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της καθώς και πρόσθετες πληροφορίες και το αναλυτικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της επιχείρησης. Μετά από συνάντηση με εκπροσώπους των γερμανικών αρχών στις 20 Μαρτίου 2000, διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή πρόσθετα στοιχεία, με επιστολή της 28ης Μαρτίου 2000. (4) Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(3). Η Επιτροπή κάλεσε τους τρίτους ενδιαφερομένους να λάβουν θέση επί του θέματος. Στις 15 Μαΐου 2000, η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις ενός ανταγωνιστή και τις διαβίβασε στη Γερμανία προκειμένου να λάβει θέση επ' αυτών. Η απάντηση της Γερμανίας ελήφθη με επιστολή της 1ης Αυγούστου 2000. (5) Μετά από σχετικό αίτημα, η Γερμανία διαβίβασε περαιτέρω στοιχεία ως προς την κοινοποιηθείσα ενίσχυση με επιστολές που έστειλε στις 25 Απριλίου, 21 Ιουνίου 2000, στις 8, 17 και 23 Αυγούστου 2000, στις 14 και 15 Σεπτεμβρίου 2000, στις 18 Οκτωβρίου 2000, στις 1, 13 και 24 Νοεμβρίου 2000, στις 14 και 20 Δεκεμβρίου 2000, στις 10 και 24 Ιανουαρίου 2001, στις 2 και 16 Φεβρουαρίου 2001, στις 14 Μαρτίου 2001 και στις 4 Απριλίου 2001. (6) Στις 31 Αυγούστου 2000, η Επιτροπή πληροφορήθηκε την πρόθεση της KfW να χορηγήσει δάνειο στην ΡΗ AG και διαβίβασε στη Γερμανία την ίδια ημέρα αίτημα παροχής πληροφοριών. (7) Η Γερμανία διαβίβασε περαιτέρω στοιχεία ως προς το εν λόγω δάνειο με επιστολές στις 11 Σεπτεμβρίου 2000, 9 Οκτωβρίου 2000 και την 1η Νοεμβρίου 2000. Στις 19 Οκτωβρίου 2000 πραγματοποιήθηκε συζήτηση μεταξύ εκπροσώπων της Επιτροπής και των γερμανικών αρχών. Με επιστολή της 8ης Ιανουαρίου 2001, η Γερμανία κατέθεσε τη σύμβαση δανείου μεταξύ KfW και Philipp Holzmann AG, η οποία είχε συνομολογηθεί στις 8 Δεκεμβρίου 2000. Περαιτέρω στοιχεία διαβιβάσθηκαν στις 10 Ιανουαρίου 2001. II. ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ Ο όμιλος Philipp Holzmann (8) Η ΡΗ AG είναι μία από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες της Γερμανίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ιδίας, η εταιρεία μαζί με τις γερμανικές θυγατρικές της επιχειρήσεις αποτελούσε, μέχρι το 1998, την δεύτερη μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρεία και έκτοτε βρίσκεται στην τρίτη θέση. Ο όμιλος Philipp Holzmann αναπτύσσει δραστηριότητα στους τομείς του σχεδιασμού, προγραμματισμού και της εκτέλεσης κάθε είδους δομικών κατασκευών. Στις βασικές κατασκευαστικές δραστηριότητες περιλαμβάνονται τα έργα πολιτικού μηχανικού, οι βιομηχανικές κατασκευές, η κατασκευή κατοικιών και τα δημόσια έργα. Άλλες δραστηριότητες του είναι τα οδικά έργα και οι χαλυβοκατασκευές καθώς και η λειτουργία και συντήρηση κτιρίων. Ο όμιλος αναπτύσσει, μέσω των θυγατρικών του, δραστηριότητες σε παγκόσμια κλίμακα και κυρίως στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), καθώς και στην Ασία. (9) Το 1999 ο κύκλος εργασιών του ομίλου στον κατασκευαστικό τομέα ανήλθε συνολικά σε 12,08 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα (6,2 δισεκατομμύρια ευρώ), εκ των οποίων 5,6 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα (2,9 δισεκατομμύρια ευρώ) στη Γερμανία. Ο κύκλος των κατασκευαστικών εργασιών της ΡΗ AG, το 1999, ανήλθε σε 2,3 δισεκατομμύρια μάρκα (1,2 δισεκατομμύρια ευρώ). Τον ίδιο χρόνο ο όμιλος σημείωσε έσοδα ύψους 8,9 δισεκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (4,55 δισεκατομμύρια ευρώ) και η ΡΗ AG ύψους 2,2 δισεκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (1,1 δισεκατομμύρια ευρώ). Στα τέλη του 1999, ο όμιλος απασχολούσε, παγκοσμίως, 28000 άτομα εκ των οποίων περίπου 16000 άτομα στη Γερμανία, εκ των οποίων, πάλι, περίπου 5000 απασχολούνταν στην ΡΗ AG. Σε άλλες χώρες όπως τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Αυστρία, τις Κάτω Χώρες, την Ισπανία και την Ταϊλάνδη ο όμιλος απασχολούσε πάνω από 12000 άτομα. (10) Η ΡΗ AG και καταστήματα της αναπτύσσουν δραστηριότητες στους βασικούς κατασκευαστικούς τομείς. Οι σημαντικότερες θυγατρικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στους εξής τομείς: - οδικά και άλλα έργα - δρόμοι οδικής κυκλοφορίας: Deutsche Asphalt Gruppe - Προκατασκευασμένα τεμάχια από σκυρόδεμα(4): Imbau-Gruppe - Διαχείριση εγκαταστάσεων: HolzmannTechnischer Service GmbH (HSG) - Έργα υποδομής: Franki-Gruppe, Möbius Baugesellschaft(50 %) - Εγκαταστάσεις θέρμανσης, εξαερισμού και κλιματισμού: Scheu+Wirth AG - Ανάπτυξη σχεδίων κατασκευαστικών έργων: Ph. Holzmann Bau Projekt AG - Χαλυβοκατασκευές: Lavis (11) Τις διεθνείς δραστηριότητες του ομίλου αναλαμβάνει η Philipp Holzmann International, Frankfurt, καθώς και διάφορες θυγατρικές της εταιρείας. Για τις δραστηριότητες στις ΗΠΑ την άμεση ευθύνη έχει η J.A. Jones Inc., στην Αυστρία η Philipp Holzmann Osterreich GmbH καθώς και η Ast-Holzmann Baugesellschaft mbH. Με βάση τις παγκόσμιες κατασκευαστικές δραστηριότητες ο όμιλος εκτιμά ότι το 1998 ήταν στην έβδομη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων(5). (12) Πριν την κρίση του Νοεμβρίου 1999 και την επακόλουθη αναδιάρθρωση, οι σπουδαιότεροι μέτοχοι του ομίλου ήταν ο βελγικός όμιλος Gevaert (περίπου 30 % των μετοχών) και η Deutsche Bank AG (περίπου 15 %)· Το υπόλοιπο ανήκε σε μικρομετόχους. Μετά την αύξηση του κεφαλαίου της επιχείρησης το 2000, οι μεγαλύτεροι μέτοχοι της είναι η Deutsche Bank (περίπου 20 %), η Gevaert (περίπου 13 %) καθώς και οι τράπεζες που συμμετείχαν στην κοινοπραξία πιστωτριών τραπεζών. (13) Το 1997 και το 1998 και υπό την επήρεια διαφόρων αρνητικών εξελίξεων, η ΡΗ AG εφάρμοσε ένα εκτενές πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων της. Τον Νοέμβριο του 1999 η επιχείρηση ανακάλυψε ότι δεν είχαν καταγραφεί σημαντικές ζημίες, συνολικού ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου, για το 1999. Μετά από έλεγχο των λογαριασμών της επιχείρησης το 2000, αποδείχθηκε ότι το 1999 οι πραγματικές ζημίες ανήλθαν σε 1,39 δισεκατομμύρια ευρώ σε επίπεδο ομίλου και 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ σε επίπεδο ΡΗ AG. Οι συνολικές ζημίες του ομίλου την περίοδο 1993-1999, υπερέβησαν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ. (14) Στις 23 Νοεμβρίου 1999 η ΡΗ AG κατέθεσε στο Amtsgericht Frankfurt/Main αίτηση για την κήρυξη πτώχευσης. Η πτωχευτική διαδικασία είχε καταστεί αναγκαία δεδομένου ότι οι πιστώτριες τράπεζες δεν συμφωνούσαν ως προς τις, από μέρους τους, εισφορές τις οποίες προέβλεπε το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης το οποίο πρότεινε η διοίκηση της ΡΗ AG από κοινού με μια εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων. Ενισχύσεις αναδιάρθρωσης (15) Η αίτηση της κήρυξης σε πτώχευση αποσύρθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1999 όταν οι πιστωτές μετά την ανακοίνωση των μέτρων ενίσχυσης από μέρους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης κατάφεραν τελικά να συμφωνήσουν ως προς τη μέθοδο αναδιάρθρωσης: α) χορήγηση δανείου μειωμένης εξασφάλισης από μέρους της Kreditanstalt fur Wiederaufbau (KfW) ύψους 150 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (76,7 εκατομμύρια ευρώ) με επιτόκιο 3,5 % πάνω από το euribor. Tο δάνειο κατ' αρχήν λήγει στις 30 Ιουνίου 2001 και δύναται να παραταθεί το πολύ για άλλους δώδεκα μήνες. Η προμήθεια ανέρχεται σε 0,5 % ετησίως· β) εγγύηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ύψους 100 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (51,1 εκατομμύρια ευρώ) για δάνειο ύψους 125 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (63,9 εκατομμύρια ευρώ), διετούς, τουλάχιστον, διάρκειας. Η σχετική προμήθεια ανέρχεται σε 1,0 % ετησίως. (16) Αμφότερα τα μέτρα κοινοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1999 ως ενισχύσεις αναδιάρθρωσης και ως μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος αναδιάρθρωσης το οποίο περιλαμβάνει τόσο επιχειρησιακά όσο και χρηματοδοτικά μέτρα. Την εποχή εκείνη η Γερμανία υπέβαλε ένα σχέδιο σε αδρές γραμμές, το οποίο περιέγραφε αναλυτικά μόνον ορισμένα επιχειρησιακά μέτρα. Οι βασικές γραμμές του σχεδίου αυτού επρόκειτο να υποστούν αναλυτική επεξεργασία τον Δεκέμβριο του 1999 και τον Ιανουάριο του 2000. (17) Στα επιχειρησιακά μέτρα συγκαταλέγονται τα εξής: α) κατάργηση περίπου 5000 θέσεων εργασίας· β) μείωση των περιφερειακών καταστημάτων στη Γερμανία· γ) αυστηρή εφαρμογή του κριτηρίου της κερδοφορίας σε όλους τους τομείς δραστηριότητας· δ) δραστική περικοπή του κόστους· ε) βελτίωση των συστημάτων ελέγχου και διαχείρισης διαδικασιών· στ) δεσμοποίηση των δραστηριοτήτων εσωτερικού και ζ) αναδιοργάνωση θυγατρικών και συμμετοχών σε άλλες επιχειρήσεις. (18) Τα χρηματοδοτικά μέτρα συνίστανται, βάσει της κοινοποίησης, κατά κύριο λόγο σε εισφορά ρευστών διαθεσίμων καθώς και νέων ιδίων κεφαλαίων συνολικού ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων γερμανικών μάρκων. Τα σχετικά κεφάλαια θα προέλθουν από γερμανικές τράπεζες (κοινοπραξία τραπεζών) οι οποίες θα μοιρασθούν τους κινδύνους αναλόγως προς τις αξιώσεις τους έναντι της εταιρείας ("value at risk"). Από τα σπουδαιότερα μέτρα είναι η αύξηση των ρευστών διαθεσίμων με μείωση των ιδίων κεφαλαίων, στο πλαίσιο της οποίας η ΡΗ AG θα λάβει 647 eκατομμύρια ευρώ σε νέα κεφάλαια, η αγορά μετατρέψιμων τίτλων (Wandelgenussrechten) ύψους 396 εκατομμυρίων ευρώ και η χορήγηση πιστώσεων (Konsortialkredit) ύψους άνω των 500 εκατομμυρίων ευρώ. (19) Σύμφωνα με την κοινοποίηση η ενίσχυση είναι αποφασιστικής σημασίας για την υλοποίηση του προγράμματος αναδιάρθρωσης το οποίο οι τράπεζες συζητούν επί τόσο καιρό. Λόγοι για την κίνηση της διαδικασίας (20) Στην απόφαση της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ η Επιτροπή χαρακτήρισε τα υπόψη μέτρα ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, δεδομένου ότι νοθεύουν ή απειλούν με νόθευση τον ανταγωνισμό και εμποδίζουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Το δάνειο μειωμένης εξασφάλισης επρόκειτο να χορηγηθεί εξ ονόματος της ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γερμανίας μέσω της κρατικής KfW ενώ η εγγύηση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αμφότερα τα μέτρα, ως εκ τούτου, θεωρήθηκαν ως κρατικές ενισχύσεις ή ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Η ΡΗ AG και οι θυγατρικές της αναπτύσσουν δραστηριότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δεδομένου ότι τα μέτρα βελτιώνουν την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, κρίθηκαν ικανά να επηρεάσουν την οικονομική κατάσταση ανταγωνιστών από άλλα κράτη μέλη(6) και, κατ' επέκταση, το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Εξαιτίας ασαφειών στην κοινοποίηση, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποκλείσει το ενδεχόμενο να είχε ήδη καταβληθεί ένα μέρος της ενίσχυσης, δηλαδή το δάνειο μειωμένης εξασφάλισης της KfW, και ζήτησε σχετική διευκρίνιση από τη Γερμανία. (21) Μετά την προκαταρτική της εκτίμηση η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κοινοποιηθείσες ενισχύσεις μπορούσαν να εξετασθούν αποκλειστικά και μόνον βάσει των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων(7). Επίσης, η Επιτροπή ήταν της γνώμης ότι η μορφή των ενισχύσεων δεν συμβιβαζόταν με τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις διάσωσης και βάσισε την προκαταρτική της εκτίμηση στα κριτήρια έγκρισης των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης του σημείου 3.2.2. των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Η Επιτροπή συμφώνησε με την άποψη που εξέφρασε η Γερμανία στην κοινοποίηση ότι, δηλαδή, η ΡΗ AG αποτελεί προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια του σημείου 2.1. των κατευθυντήριων γραμμών. Υπήρχαν, ωστόσο, σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο των μέτρων ενίσχυσης με την κοινή αγορά. α) Αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης (22) Η Γερμανία είχε μέχρι τότε υποβάλει μόνον ένα πρόχειρο γενικό σχέδιο αναδιάρθρωσης στο οποίο αναφέρονταν αναλυτικά μόνον ορισμένα επιχειρησιακά μέτρα αναδιάρθρωσης. Ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατή η αξιολόγηση των προγραμματιζόμενων μέτρων και της καταλληλότητας τους για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ελλείψεων που ήταν στη ρίζα του προβλήματος. Πέραν αυτού, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε καμία σαφή σχέση μεταξύ του επιχειρησιακού μέρους του προγράμματος αναδιάρθρωσης και των χρηματοδοτικών μέτρων δεδομένου ότι στην κοινοποίηση δεν υπήρχαν στοιχεία όσον αφορά το κόστος των προγραμματιζόμενων μέτρων ενίσχυσης. (23) Πέραν αυτού, στην κοινοποίηση έλλειπαν αναλυτικά στοιχεία ως προς τον προγραμματισμό της χρηματοδότησης όπως τα προβλεπόμενα κέρδη και ζημίες για την επόμενη πενταετία ούτε γινόταν ανάλυση σεναρίου και κινδύνων με αποτέλεσμα να μην μπορέσει η Επιτροπή να αξιολογήσει το υποβληθέν πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. (24) Τέλος, η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη τα παλαιότερα λάθη της διοίκησης της εταιρείας, αναρωτήθηκε αν τα προγραμματιζόμενα μέτρα επαρκούν για την κάλυψη των διαφόρων αφανών υποχρεώσεων της επιχείρησης και των θυγατρικών της. β) Πρόληψη αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (25) Στην κοινοποίηση αναφέρεται ότι, τελικά η μείωση του αριθμού του προσωπικού (στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας, στην περιφέρεια, στις θυγατρικές της και στο πλαίσιο "αποεπενδύσεων") θα είναι το αντιστάθμισμα για τη χορήγηση της ενίσχυσης. Επίσης, δεν υπήρχαν αναλυτικά στοιχεία για τις εικαζόμενες επιπτώσεις στα τμήματα τη αγοράς εκείνα τα οποία η κοινοποίηση χαρακτηρίζει ως σχετικά τμήματα αγοράς. (26) Επίσης, η Επιτροπή, εξαιτίας της αναφερόμενης στην κοινοποίηση πλεονασματικής παραγωγικής ικανότητας του κατασκευαστικού τομέα, εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες ως προς το εάν οι αποεπενδύσεις και η μείωση του προσωπικού μπορούν να θεωρηθούν ως μόνιμη μείωση της παραγωγικής ικανότητας και έθεσε το ερώτημα αν προβλέπονταν και άλλα μέτρα για την αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων των ενισχύσεων για τον ανταγωνισμό. (27) Τέλος, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Γερμανία δεν είχε υποβάλει συγκριτική ανάλυση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων που θα είχε η διάλυση της αποδέκτριας επιχείρησης και ότι δεν είχαν παρασχεθεί ποσοτικά στοιχεία. Εξαιτίας της θέσης της επιχείρησης στην αγορά η Επιτροπή είχε σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο η Γερμανία είχε σχηματίσει μια ισορροπημένηεικόνα των επιπτώσεων που θα είχε η διάσωση και η αναδιάρθρωση της επιχείρησης. γ) Περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο αναγκαίο (28) Η Γερμανία δεν είχε αποδείξει ότι οι ενισχύσεις περιορίζονται στο ελάχιστο ποσό που είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης χωρίς να της δίνει περιθώρια να αυξήσει την παραγωγική της ικανότητα κατά την εφαρμογή του προγράμματος αναδιάρθρωσης. (29) Δεδομένου ότι οι παλαιότερες διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες για τη διάσωση της επιχείρησης είχαν αποτύχει, η Επιτροπή ζήτησε από την Γερμανία όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα της ενίσχυσης καθώς και περαιτέρω διευκρινίσεις ως προς τους λόγους για τους οποίους η προγραμματιζόμενη ενίσχυση, όπως περιγράφεται στην κοινοποίηση, ήταν αποφασιστική. (30) Τέλος, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στη χρηματοδότηση του προγράμματος αναδιάρθρωσης η συμμετοχή κρατικών τραπεζών ανέρχεται σε 30 %. Στην κοινοποίηση αναφέρεται μεν ότι τα ποσά που συνεισφέρουν οι τράπεζες αναλογούν προς το ύψος του κινδύνου ("value at risk") χωρίς, όμως, να παρέχονται περισσότερες εξηγήσεις. Η Επιτροπή εξετάζει τις εισφορές κρατικών τραπεζών βάσει της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στην ελεύθερη αγορά. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διέθετε ακριβείς πληροφορίες ως προς τον κίνδυνο ("value at risk") δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να αντιβαίνουν οι εισφορές των τραπεζών στην προαναφερθείσα αρχή και να πρέπει να θεωρηθούν και, κατ' επέκταση να εξετασθούν, ως πρόσθετες κρατικές ενισχύσεις προς την επιχείρηση. (31) Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή χαρακτήρισε τα κοινοποιηθέντα μέτρα ως κρατικές ενισχύσεις και εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το συμβιβάσιμο τους με την κοινή αγορά. III. ΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ (32) Η Γερμανία επιβεβαίωσε ότι τόσο η εγγύηση όσο και το δάνειο μειωμένης εξασφάλισης από μέρους της KfW, δεν είχαν χορηγηθεί ακόμη στην επιχείρηση. Η απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για τη χορήγηση της εγγύησης, της 9ης Δεκεμβρίου 1999, περιλαμβάνει επιφύλαξη όσον αφορά την υποχρέωση κοινοποίησης με αποτέλεσμα να μην έχει εκδοθεί ακόμη το πιστοποιητικό εγγύησης και να μην έχει συναφθεί η σύμβαση δανείου. Πέραν αυτού, οι πληρωμές από το δάνειο μειωμένης εξασφάλισης εξαρτώνται, βάσει της σύμβασης, από την έγκριση της ενίσχυσης από την Επιτροπή. Αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης (33) Η Γερμανία κατέθεσε το αναλυτικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης το οποίο εκπόνησε η εταιρεία συμβούλων και το οποίο υποβλήθηκε στην κοινοπραξία τραπεζών τον Φεβρουάριο του 2000. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται αξιολόγηση του ανταγωνισμού στις γερμανικές αγορές δομικών κατασκευών καθώς και ανάλυση των λόγων στους οποίους οφείλονται τα προβλήματα της επιχείρησης. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται ανάλυση των κινδύνων που ενέχουν τα μη ολοκληρωθέντα δομικά έργα. (34) Πέραν αυτού, η Γερμανία κατέθεσε αναλυτικότερα στοιχεία ως προς τις ελλείψεις που οδήγησαν στην προβληματική κατάσταση της επιχείρησης. Οι ζημίες οφείλονταν στις παρακάτω εξελίξεις που συνέβησαν, κατά κύριο λόγο, στη Γερμανία: α) στην γενικότερη τάση της αγοράς για "όγκο συναλλαγών", δηλαδή για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων "πέραν των δυνάμεων της αγοράς"· β) στην παρακινδυνευμένη ανάληψη από την ΡΗ AG μεγάλων έργων που εν μέρει συνδεόταν με την ανάληψη των κινδύνων της λειτουργίας των έργων αυτών μετά την ολοκλήρωση τους (π.χ. Kolnarena)· γ) στις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο γερμανικός κατασκευαστικός τομέας εξαιτίας της διαρκούσης υπερβάλλουσας προσφοράς κατασκευαστικών υπηρεσιών στα νέα ομόσπονδα κράτη· δ) στην αναποτελεσματική διαχείριση του κόστους και στις αναποτελεσματικές οργανωτικές διαρθρώσεις· ε) στην αναποτελεσματική διάρθρωση των συμμετοχών και θυγατρικών (εν μέρει και εκτός Γερμανίας). (35) Στα επιχειρησιακά μέτρα αναδιάρθρωσης συγκαταλέγονται η μείωση του αριθμού των περιφερειακών καταστημάτων και του προσωπικού, η μείωση του κόστους, η βελτίωση της διοίκησης και ο έλεγχος των δαπανών καθώς και η αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων. Οι 600 συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις που υπήρχαν το 1999 θα περιορισθούν με συγχωνεύσεις, πώληση μετοχών και κλείσιμο θυγατρικών σε 300 έως 350. Προβλέπεται επίσης και η διεξαγωγή μελετών για περαιτέρω αποεπενδύσεις και συγχωνεύσεις. Εκτός αυτού, θα επισπευσθεί η ολοκλήρωση της προβλεφθείσας εκκαθάρισης των δύο αλλοδαπών θυγατρικών της, Philipp Holzmann Iberica (Ισπανία) και Nord-France SA. Η επιχείρηση θα συγκεντρωθεί μελλοντικά σε δύο κυρίως περιοχές, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. (36) Τα σπουδαιότερα μέτρα αναδιάρθρωσης του υποβληθέντος προγράμματος αφορούν τη Γερμανία. Βάσει του προγράμματος, ο αριθμός του προσωπικού της επιχείρησης στη Γερμανία θα μειωθεί κατά 5000 άτομα περίπου. 3400 θέσεις απασχόλησης θα καταργηθούν με το κλείσιμο περιφερειακών καταστημάτων και άλλα μέτρα εξυγίανσης και πάνω από 1500 με την πώληση θυγατρικών επιχειρήσεων. Τα μέτρα εξυγίανσης επρόκειτο να ολοκληρωθούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους το 2000. Ακριβές χρονοδιάγραμμα όσον αφορά την πώληση των γερμανικών θυγατρικών, δηλαδή των περισσότερων επιχειρήσεων πλην των Imbau, Deutsche Asphalt, HSG και Scheu- und Wirth δεν υποβλήθηκε. (37) Στοιχεία που υποβλήθηκαν στις αρχές του 2001(8) περιέχουν κάποιες διορθώσεις στο αρχικό πρόγραμμα: Στο αναλυτικό πρόγραμμα του Φεβρουαρίου 2000 προβλεπόταν μια νέα διάρθρωση της ΡΗ AG με 7 κεντρικά καταστήματα και 10 υποκαταστήματα πράγμα το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να κλείσουν 23 περιφερειακών καταστημάτων. Στο διορθωμένο πρόγραμμα προβλέπεται το κλείσιμο άλλων 5 κεντρικών καταστημάτων και 9 υποκαταστημάτων. Στο πλαίσιο των προγραμματισθέντων μέτρων εξυγίανσης και κλεισίματος καταστημάτων απολύθηκαν περί τα 3000 άτομα. 1800 άτομα είχαν αποχωρήσει από την επιχείρηση για άλλους λόγους (αντικαταστάθηκαν από 700 περίπου νέους υπαλλήλους). Άλλοι 300 έως 350 εργαζόμενοι θα απολυθούν από την επιχείρηση στο πλαίσιο του επιπρόσθετου κλεισίματος υποκαταστημάτων. Οι αποεπενδύσεις που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί στη Γερμανία οδήγησαν στην απόλυση 300 ατόμων ενώ άλλα 700 άτομα απολύθηκαν με την κατάργηση θέσεων απασχόλησης σε τέσσερις θυγατρικές. Με το κλείσιμο μιας θυγατρικής καταργήθηκαν άλλες 300 θέσεις απασχόλησης. Η πώληση άλλων θυγατρικών επιχειρήσεων συγκεκριμενοποιήθηκε (μεταξύ αυτών και η Deutsche Asphalt) και θα οδηγήσει στην κατάργηση άλλων 3000 θέσεων απασχόλησης εντός του ομίλου(9). Στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα αναδιάρθρωσης επηρεάζουν συνολικά πάνω από 7000 εργαζόμενους, ήτοι σαφώς περισσότερους από ό,τι προβλεπόταν αρχικά. Η αξία των αποεπενδύσεων που έγιναν ή πρόκειται να γίνουν στη Γερμανία ανέρχεται συνολικά σε 360 εκατομμύρια ευρώ. Στο εξωτερικό, πέραν των ήδη προγραμματισθέντων μέτρων όσον αφορά τις θυγατρικές στη Γαλλία και την Ισπανία, θα πωληθούν και θυγατρικές στην Αυστρία και τις Κάτω Χώρες. Το κλείσιμο θυγατρικών και οι αποεπενδύσεις αντιπροσωπεύουν κύκλο εργασιών ύψους 270 εκατομμυρίων ευρώ περίπου και περίπου 1300 θέσεις απασχόλησης. (38) Γενικά, οι δραστηριότητες του ομίλου στη Γερμανία πρόκειται να συγκεντρωθούν στις βασικές κατασκευαστικές δραστηριότητες καθώς και στη διαχείριση εγκαταστάσεων. Το κύριο κέντρο βάρους θα αποτελέσουν στο μέλλον τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα. Οι γερμανικές θυγατρικές επιχειρήσεις του ομίλου οι οποίες δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς είτε θα πωληθούν είτε θα μειωθούν σε μέγεθος. Εκτός αυτού, η Holzmann θα αποσυρθεί από τον βρίθοντα από κινδύνους τομέα της ανάπτυξης κατασκευαστικών έργων καθώς και της λειτουργίας τέτοιων έργων (π.χ. η Kölnarena). Στην Επιτροπή διαβιβάσθηκαν, κατόπιν σχετικού αιτήματος, στοιχεία και εκτιμήσεις όσον αφορά την εξέλιξη των εσόδων σε τρεις σημαντικούς κατασκευαστικούς τομείς(10): >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> (39) Τον Μάρτιο του 2001 διαβιβάσθηκαν διευκρινίσεις σχετικά με τις προγραμματιζόμενες αποεπενδύσεις. Βάσει των στοιχείων αυτών, πρέπει να πωληθούν τόσο η Deutsche Asphalt όσο και το 50 % των μετοχών της Mobius. Η Lavis προβλέπεται να κλείσει ενώ προβλέπονται και μέτρα περιορισμού των δραστηριοτήτων των Scheu und Wirth και Franki (βλέπε αιτιολογική σκέψη 51). (40) Άλλα μέτρα του προγράμματος αναδιάρθρωσης είναι η εισφορά των εργαζομένων υπό τη μορφή αύξησης των ωρών εργασίας (υπολογιζόμενη σε 64 εκατομμύρια ευρώ), η εισφορά του Pensionssicherungsverein (περίπου 7 εκατομμύρια ευρώ κατ' έτος), η αύξηση της αποδοτικότητας και οι οικονομίες (σε υλικό, νυκτερινές βάρδιες κ.λπ., συνολικής αξίας άνω των 225 εκατομμυρίων ευρώ) καθώς και η αύξηση των ρευστών διαθεσίμων με αποεπενδύσεις και είσπραξη χρεών συνολικού ύψους 300 εκατομμυρίων ευρώ. (41) Με την επιστολή της 2ας Φεβρουαρίου 2001 η Γερμανία κατέθεσε μια σύνοψη του κόστους της αναδιάρθρωσης και των αντίστοιχων χρηματοδοτικών αναγκών. (42) Οι δαπάνες αναδιάρθρωσης, περιλαμβανομένης και της ανάγκης να αποφευχθεί η πτώχευση εκτιμώνται ως εξής: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> Για την κάλυψη των δαπανών αυτών προβλέπονται τα εξής χρηματοδοτικά μέτρα: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> (43) Η λεγόμενη συμφωνία επί περιουσιακών στοιχείων (Asset Deal) συνολικής λογιστικής αξίας 621 εκατομμυρίων ευρώ και εκτιμώμενης αγοραίας αξίας 675 εκατατομμυρίων ευρώ προέβλεπε την πώληση 33 έργων στα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είχαν χρηματοδοτήσει αρχικά τα έργα. To Special Purpose Vehicle (SPV) αφορούσε 83 σχέδια τα οποία δεν είχαν χρηματοδοτηθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα, συνολικής αξίας 281 εκατομμυρίων ευρώ κατ' εκτίμηση και προέβλεπε την πώληση περιουσιακών στοιχείων σε επιχειρήσεις εκτός του ομίλου. Εκτός αυτού προγραμματιζόταν και η πώληση του κτιρίου "Taunusanlage". Κύριος στόχος των πωλήσεων αυτών ήταν η εξόφληση των πιστώσεων που είχε χορηγήσει η κοινοπραξία τραπεζών (και, κατ' επέκταση, η μείωση του ισολογισμού, δηλαδή του ενεργητικού, αφενός, και του παθητικού, αφετέρου) και ει δυνατόν να συγκεντρωθούν πρόσθετα ρευστά διαθέσιμα. Οι εν λόγω πιστώσεις, ύψους 511 εκατομμυρίων ευρώ, έπρεπε να εξοφληθούν εντός του 2000 και το αργότερο μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2000. Εξαιτίας ασυμφωνιών ως προς τον υπολογισμό της αξίας της ακίνητης περιουσίας και ορισμένων οργανωτικών προβλημάτων το χρονοδιάγραμμα αυτό δεν μπόρεσε να τηρηθεί (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 59 και παρεπόμενες). (44) Υποβλήθηκε, επίσης, και ένα επιχειρηματικό πρόγραμμα για τα έτη 2000-2004 καθώς και ένα πρόγραμμα παραγωγής και ρευστών διαθεσίμων μαζί με τα αποτελέσματα χρήσεως με βάση τρία σενάρια -αισιόδοξο, "ρεαλιστικό" και απαισιόδοξο- καθώς και μια ανάλυση κινδύνων με κύριο άξονα τα ρευστά διαθέσιμα υπό διαφορετικές προϋποθέσεις. Επισημαίνεται ότι το αρχικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης βασιζόταν στο αισιόδοξο σενάριο και ο προγραμματισμός προσαρμόσθηκε αργότερα στις πραγματικές εξελίξεις. Οι σπουδαιότερες διαφορές μεταξύ του θετικού και του αρνητικού σεναρίου οφείλονταν στις αποκλίσεις στα αποτελέσματα λειτουργίας και στα συνολικά ετήσια αποτελέσματα καθώς και στις αποκλίσειςστα εκάστοτε απαιτούμενα ρευστά διαθέσιμα. Σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης των πραγμάτων εξαιτίας καθυστερήσεων όσον αφορά σημαντικά μέτρα όπως η πώληση ακινήτων και η είσπραξη χρεών ή εξαιτίας απαραίτητων μέτρων αναδιάρθρωσης στις θυγατρικές επιχειρήσεις που επρόκειτο να πωληθούν υπολογίσθηκαν πρόσθετες ανάγκες σε ρευστά διαθέσιμα μεταξύ 480 και 490 εκατομμυρίων ευρώ. (45) Πέραν αυτού, υποβλήθηκαν και οι εκθέσεις των ελεγκτών για το 1999 καθώς και πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα τερματισμού συμβάσεων και δεσμεύσεων που φέρουν μελλοντικούς κινδύνους καθώς και αποκάλυψης αφανών υποχρεώσεων. Πρόληψη αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (46) Με επιστολή της 15ης Μαρτίου 2000 η Γερμανία κατέθεσε στοιχεία όσον αφορά τις εξελίξεις στον τομέα των δομικών κατασκευών. Δεδομένου ότι το 85 % των κοινοτικών κατασκευαστικών δραστηριοτήτων της Holzmann, ύψους 4 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου (1998) πραγματοποιήθηκε στη Γερμανία, τα ουσιαστικότερα προβλήματα βρίσκονται εκεί. Ως εκ τούτου, σχεδόν όλα τα μέτρα αναδιάρθρωσης αφορούν τη Γερμανία όπως και οι πληροφορίες για την αγορά. Βάσει των στοιχείων αυτών υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι κατασκευαστικές αγορές εξακολουθούν να έχουν εθνικό χαρακτήρα, από γεωγραφική άποψη(11). (47) Σύμφωνα με τα κατατεθέντα στοιχεία η ζήτηση για κατασκευαστικές υπηρεσίες στη Γερμανία από το 1995 και έπειτα υποχωρεί σταθερά. Ο κυριότερος λόγος προς τούτο είναι η τεράστια αύξηση των κατασκευαστικών δραστηριοτήτων στα νέα ομόσπονδα κράτη λόγω αυξημένης ζήτησης μετά την ένωση. Από το 1995 και έπειτα η αγορά χαρακτηρίζεται από υπερπροσφορά οφειλόμενη στην υποχώρηση της ζήτησης. Η Γερμανία προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης της εγχώριας αγοράς δομικών κατασκευών 1 % για το 2000. Το αναλυτικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του Φεβρουαρίου 2000 περιλαμβάνει μια μελέτη και μια ανάλυση της αγοράς στις οποίες προβλέπεται ότι, μακροπρόθεσμα, η αγορά θα χαρακτηρισθεί από στασιμότητα. Από τα κατατεθέντα στοιχεία εκτιμάται ότι την περίοδο 1999-2005 η αύξηση των επενδύσεων θα είναι 1,3 % κατά μέσο όρο, ενώ το 2000 προβλέπεται πραγματική αύξηση 2 % περίπου. (48) Με βάση τα κατατεθέντα στοιχεία, ο γερμανικός κατασκευαστικός κλάδος δύναται να χαρακτηρισθεί ως τομέας με πλεονασματική ικανότητα παραγωγής. Η Γερμανία επισημαίνει όμως, ότι αντίθετα με τον μεταποιητικό τομέα, το δυναμικό του τομέα δομικών κατασκευών δεν απαρτίζεται από εγκαταστάσεις παραγωγής και εργοστάσια αλλά, σχεδόν αποκλειστικά, από εργαζόμενους και σε μικρότερο βαθμό από κινητές διατάξεις και μηχανήματα τα οποία ως επί το πλείστον, είναι μισθωμένα. Ως εκ τούτου, η αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας μπορεί -αν μη τι άλλο- να μετρηθεί μόνον ως παραγωγή ανά εργαζόμενο. Από τις προαναφερθείσες εκτιμήσεις προκύπτει ότι η παραγωγή ανά εργαζόμενο στα παλαιά ομόσπονδα κράτη είναι 8 έως 10 %, μικρότερη σε σχέση με το έτος αιχμής 1994/1995 ενώ στα νέα ομόσπονδα κράτη ο ίδιος δείκτης είναι περίπου 20 % μικρότερος σε σχέση με το ίδιο έτος. (49) Στον τομέα των βασικών κατασκευαστικών δραστηριοτήτων η Γερμανία προσδιόρισε τρεις επιμέρους σχετικές αγορές οι οποίες είναι αποφασιστικής σημασίας για τη μελλοντική στρατηγική της Holzmann: μια αγορά για μεγάλα δομικά έργα, μια αγορά για δομικά έργα μεσαίου μεγέθους και μια για μικρά δομικά έργα (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 38). (50) Φαίνεται ότι για τη Γερμανία ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να καταθέσει αριθμητικά στοιχεία ή, έστω, εκτιμήσεις όσον αφορά τον όγκο της αγοράς, τη θέση της Holzmann στις εν λόγω τρεις επί μέρους αγορές καθώς και τις επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης στην παρουσία της επιχείρησης σε αυτές. Η Γερμανία εκτιμά ότι τα τελευταία έτη, στην αγορά δομικών κατασκευών, ως σύνολο, η Holzmann υποχώρησε από τη δεύτερη στην τρίτη θέση μετά την Hochtief και τον όμιλο Walther. Αυτό ισχύει και για τους βασικούς κατασκευαστικούς τομείς όπου υπολογίζεται ότι η Holzmann έρχεται μόνον τέταρτη κατά σειρά μεγέθους. Όσον αφορά τα μερίδια αγοράς η Γερμανία μόνον γενικές εκτιμήσεις μπόρεσε να καταθέσει. Όσον αφορά τόσο το σύνολο του κατασκευαστικού τομέα όσο και τις βασικές κατασκευαστικές δραστηριότητες, το μερίδιο της υπολογίζεται σε 2 έως 3 %. Στις επιμέρους αγορές, η Γερμανία έδωσε τις εξής εκτιμήσεις: λιγότερο από 1 % στα δομικά έργα μικρού μεγέθους, 3 έως 4 στα έργα μεσαίου μεγέθους και 4 έως 5 % στα μεγάλα δομικά έργα. Ο κύκλος εργασιών στις βασικές κατασκευαστικές δραστηριότητες το 2000 επρόκειτο να μειωθεί κατά 16 % ενώ το 2001 κατά 22 %. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα στην αγορά μικρών δομικών έργων, ο κύκλος εργασιών θα μειωνόταν κατά 25 και 50 % αντιστοίχως ενώ στα δομικά έργα μεσαίου μεγέθους κατά 35 και 23 % αντιστοίχως. Στην αγορά μεγάλων δομικών έργων ο κύκλος εργασιών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 30 % το 2000 και ότι το 2001 θα κυμανθεί στα ίδια επίπεδα ή ότι θα σημειώσει κάποια μικρή υποχώρηση. (51) Η Γερμανία υπέβαλε επίσης αναλυτικές εξηγήσεις ως προς τις επιπτώσεις των αποεπενδύσεων σε άλλους τομείς του κατασκευαστικού κλάδου. Στη Γερμανία, η Holzmann θα αποσυρθεί από την αγορά οδικών έργων και παραγωγής ασφάλτου με την πρόσφατη απόφασή της να πωλήσει την Deutsche Asphalt. H Deutsche Asphalt είναι μία από τις ηγετικές επιχειρήσεις του κλάδου αυτού· απασχολεί πάνω από 2500 άτομα και σημειώνει κύκλο εργασιών 300 εκατομμυρίων ευρώ περίπου. Πέραν αυτού, η Lavis θα παύσει τις δραστηριότητές της στον τομέα των χαλυβοκατασκευών (κύκλος εργασιών 7 εκατομμύρια ευρώ το 2000) ενώ θα πωληθούν οι μετοχές (50 %) στην Mobius (κύκλος εργασιών 62 εκατομμύρια ευρώ). Επίσης οι δραστηριότητες της Scheu + Wirth στον τομέα της θέρμανσης, του εξαερισμού και του κλιματισμού (κύκλος εργασιών 91 εκατομμύρια ευρώ) θα μειωθούν δραστικά (κατά 1/3 περίπου και συγχώνευση με την HSG, Facility Management) και θα παύσουν οι δραστηριότητες της Franki στις ειδικές κατασκευές πολιτικής μηχανικής στη νότιο Γερμανία. Πέραν αυτού θα παύσουν οι δραστηριότητες σε πολλούς μικρούς εξειδικευμένους τομείς όπως η γεωφυσική και οι ειδικευμένες υπηρεσίες πολιτικού μηχανικού. (52) Όσον αφορά τις δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη, η Holzmann αποσύρθηκε πλήρως από τη Γαλλία (κύκλος εργασιών της Nord France το 1999: περίπου 5 εκατομμύρια ευρώ) και την Ισπανία (κύκλος εργασιών της PH-Iberica το 1999: 80 εκατομμύρια ευρώ). Επιπλέον, η μία από τις δύο αυστριακές θυγατρικές (Held & Francke, με κύκλο εργασιών 83 εκατομμυρίων ευρώ) πωλήθηκε καθώς και η μία από τις δύο ολλανδικές θυγατρικές της (Hillen und Roosen, με κύκλο εργασιών 102 εκατομμυρίων ευρώ). (53) Από ποσοτική ανάλυση που κατέθεσε η Γερμανία όσον αφορά τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της διάλυσης της επιχείρησης σε σχέση με τις κοινωνικές και οικονομικές εξαφάνισης της εκτέλεσης του προγράμματος αναδιάρθρωσης προκύπτει ότι η αναδιάρθρωση έχει ήδη οδηγήσει στην αποδόμηση περίπου 6000 θέσεων εργασίας εντός του ομίλου και περίπου 2050 σε υπεργολαβικές επιχειρήσεις. Συγκριτικά, η κήρυξη πτώχευσης θα είχε πολύ περισσότερους κινδύνους για τους υπεργολάβους (βάσει των υποβληθέντων στοιχείων η Holzmann επιτυγχάνει περίπου τα 2/3 του κύκλου εργασιών της μέσω υπεργολάβων). Οι γερμανικές αρχές ισχυρίζονται ότι συνολικά διακυβεύονταν 37500 θέσεις εργασίας από την πτώχευση υπεργολαβικών επιχειρήσεων(12). Επίσης διευκρινίσθηκε ότι στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας θα διατηρούνταν, τουλάχιστον προσωρινά, ορισμένες θέσεις εργασίες (αόριστος αριθμός) στην ίδια την Holzmann. Σε περίπτωση παύσης των δραστηριοτήτων θα χάνονταν όχι μόνον όλες οι θέσεις εργασίας στην Holzmann αλλά θα σταματούσαν όλες οι κατασκευαστικές δραστηριότητες πράγμα το οποίο θα προκαλούσε σοβαρότατες ζημίες σε όλους τους συνεργάτες και υπεργολάβους της επιχείρησης. Περιορισμός της ενίσχυσης στο απολύτως αναγκαίο ποσό (54) Στο πλαίσιο της διαδικασίας και σε συναντήσεις εκπροσώπων των γερμανικών αρχών και των τριών μεγαλυτέρων πιστωτριών τραπεζών τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2001 κατατέθηκαν πληροφορίες ως προς την αναγκαιότητα της ενίσχυσης καθώς και εξηγήσεις για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων μεταξύ των πιστωτριών τραπεζών στο παρελθόν. Σύμφωνα με αυτές οι 20 σημαντικότερες πιστώτριες τράπεζες είχαν βασικά συμφωνήσει ως προς τον τρόπο αναδιάρθρωσης αλλά όχι ως προς τις επιμέρους συνεισφορές τους για τη χρηματοδότηση της. Το αδιέξοδο αυτό είχε ως συνέπεια την κήρυξη σε πτώχευση στις 23 Νοεμβρίου 1999. Οι διαφορές απόψεων οφείλονταν κατά κύριο λόγο στη διαφορά συμφερόντων μεταξύ της Deutschen Bank, ως μεγαλύτερου μετόχου, και των άλλων τραπεζών που ήταν απλοί πιστωτές της επιχείρησης. Εξαιτίας αυτού, ορισμένες τράπεζες διαφωνούσαν ιδιαίτερα ως προς τη συμμετοχή τους στην αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας. Η Deutsche Bank αύξησε κατά πολύ τη δική της συνεισφορά αλλά παρά ταύτα στάθηκε αδύνατο να καλυφθούν όλες οι χρηματοδοτικές ανάγκες με αποτέλεσμα να καταστεί αναπόφευκτη η κατάθεση αίτησης για την κήρυξη πτώχευσης. (55) Τα ελλείμματα αυτά, οφείλονται κατά τη Γερμανία κατά κύριο λόγο σε πρόσθετους κινδύνους που υπερβαίνουν τα 141 εκατομμύρια ευρώ (συν το κόστος κλεισίματος), από τον καθημερινά αυξανόμενο κίνδυνο πτώχευσης. Καλύφθηκαν με την υπόσχεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ναχορηγήσει τις υπόψη ενισχύσεις με αποτέλεσμα να αποσυρθεί η αίτηση για την κήρυξη σε πτώχευση, στις 24 Νοεμβρίου 1999. (56) Αναλυτικές πληροφορίες χορηγήθηκαν επίσης όσον αφορά τη συμμετοχή δημόσιων τραπεζών στην κοινοπραξία των σημαντικότερων πιστωτριών τραπεζών και την έννοια "value at risk". Κατά τις πληροφορίες αυτές, στην τραπεζική κοινοπραξία συμμετείχαν εννέα δημόσιες τράπεζες των οποίων η συμμετοχή ανερχόταν συνολικά στο 26 % όσον αφορά την εισφορά κεφαλαίων και 33 % όσον αφορά τις πιστώσεις της κοινοπραξίας τραπεζών. Τα επιμέρους ποσοστά υπολογίσθηκαν τόσο για τις δημόσιες όσο και για τις ιδιωτικές τράπεζες βάσει των ποσοστών συμμετοχής τους στις εκκρεμούσες απαιτήσεις κατά της επιχείρησης. Η Deutsche Bank ως ο κυριότερος μέτοχος ανέλαβε μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης. Η Γερμανία κατέθεσε, εξάλλου, έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν τις εκκρεμούσες απαιτήσεις καθώς και τους υπολογισμούς, βάσει των εγγράφων αυτών, των σχετικών εισφορών των τραπεζών. IV. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ (57) Μετά τη δημοσίευση της απόφασης της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας ένας από τους ανταγωνιστές της επιχείρησης υπέβαλε τις εξής παρατηρήσεις: Η ενίσχυση δίδει στην Holzmann ανταγωνιστικό πλεονέκτημα παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση ευθύνεται η ίδια για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεδομένου ότι προέβη σε ντάμπιγκ τιμών, χωρίς να χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις σε άλλες επιχειρήσεις. Η ενίσχυση δίνει στην Holzmann τη δυνατότητα να συνεχίσει το ντάμπιγκ τιμών. Η κατάργηση θέσεων εργασίας στην Holzmann, ως αντιστάθμισμα για τη χορήγηση της ενίσχυσης, επιτυγχάνεται με την πώληση θυγατρικών ενώ παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των εργαζομένων στις εναπομένουσες θυγατρικές της ούτως ώστε να ακυρώνονται τα αποτελέσματα της κατάργησης θέσεων εργασίας. Τέλος, όσον αφορά τη συμμετοχή κρατικών τραπεζών στην τραπεζική κοινοπραξία δεν δύναται να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να αποτελεί και αυτή πρόσθετη (και αφανή) ενίσχυση. V. ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ (58) Η Γερμανία απάντησε στις παρατηρήσεις ως εξής: οι κρατικές ενισχύσεις καθώς και η εισφορά των εργαζομένων στην επιχείρηση είναι περιορισμένου χρόνου και, ως εκ τούτου, δεν προσδίδουν στην επιχείρηση κανένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ούτε επηρεάζουν την τιμολογιακή της πολιτική. Επίσης, η Holzmann ανέλαβε τη δέσμευση να μην χρησιμοποιήσει τις ενισχύσεις για ανταγωνιστικούς σκοπούς. Εξάλλου, η Holzmann προγραμματίζει να αποσυρθεί από τη μαζική αγορά, να μειώσει τις κατασκευαστικές της δραστηριότητες μεταξύ 1998 και 2001 κατά 39 % και να ελαττώσει τον αριθμό του προσωπικού της κατά 49 %. Οι κρατικές τράπεζες όπως και οι ιδιωτικές είναι πιστωτές της Holzmann και από τους σημαντικότερους χρηματοδότες της αναδιάρθρωσης της επιχείρησης αναλόγως των απαιτήσεων τους έναντι αυτής ("value at risk"). Ως εκ τούτου, η παρουσία τους στην κοινοπραξία δεν δύναται να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση. VI. ΝΕΑ ΔΑΝΕΙΑ ΑΠΟ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ KfW (59) Το δάνειο της κοινοπραξίας έπρεπε να εξοφληθεί μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2000. Το καλοκαίρι του 2000 κατέστη σαφές ότι το πρόγραμμα δεν μπορούσε να τηρηθεί από την άποψη αυτή εξαιτίας, κυρίως, του ότι οι προγραμματισθείσες πωλήσεις ακινήτων δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Εξαιτίας της διαφωνίας μεταξύ της Holzmann και των τραπεζών όσον αφορά την αξία των περιουσιακών στοιχείων το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας επί των περιουσιακών στοιχείων (asset deal) μειώθηκε δραστικά και η Holzmann είναι πλέον σε θέση να προβεί η ίδια στη διάθεση πολλών από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Εξαιτίας αυτού όμως, η πώλησή τους θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Ταυτόχρονα τροποποιήθηκαν οι δομές του SPV, ορισμένα έργα προστέθηκαν και άλλα αφαιρέθηκαν και η εκτέλεσή του καθυστέρησε. Καθυστέρησε, επίσης, η πώληση του κτιριακού συγκροτήματος Taunusanlage. (60) Στις δυσκολίες όσον αφορά την πώληση των περιουσιακών στοιχείων προστέθηκε και το γεγονός ότι οι κοινοποιηθείσες ενισχύσεις δεν μπόρεσαν να καταβληθούν εξαιτίας της κίνησης της διαδικασίας από μέρους της Επιτροπής. (61) Ως εκ τούτου δόθηκε παράταση στην προθεσμία εξόφλησης του δανείου της κοινοπραξίας τραπεζών, ύψους 511 εκατομμυρίων ευρώ (1 δισεκατομμύριο γερμανικά μάρκα, "Konsortialkredit I"). Πέραν αυτού, προβλεπόταν και η χορήγηση πρόσθετης πίστωσης 63,9 εκατομμυρίων ευρώ (125 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων) από πλευράς της KfW. (62) Η Επιτροπή πληροφορήθηκε στα σχέδια αυτά στις 31 Αυγούστου 2000 και έστειλε την ίδια ημέρα αίτημα παροχής πληροφοριών. Στην απάντησή της, στις 11 Σεπτεμβρίου 2000, η Γερμανία γνωστοποίησε το επιτόκιο του προγραμματισθέντος δανείου (2,95 % πάνω από το Euribor), τη σχετική προμήθεια (0,5 % ετησίως) καθώς και την εφαρμογή της βασικής "αρχής της αρχαιότητας" (Senioritatsprinzip) βάσει της οποίας οι νέες πιστώσεις χρησιμοποιούνται μόνον μετά την εξάντληση άλλων διαθέσιμων πιστώσεων και εξοφλούνται κατά προτεραιότητα. Ως προϋπόθεση για τη χορήγηση του εν λόγω δανείου τέθηκε η αύξηση της πίστωσης Konsortialkredit Ι, τουλάχιστον κατά ένα βασικό ποσό 95 εκατομμυρίων ευρώ (185 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων). (63) Δεδομένου ότι δεν μπορούσε να προβλεφθεί πότε θα έπρεπε να τεθούν σε εφαρμογή τα εν λόγω μέτρα και ποια ήταν η ακριβής σχέση μεταξύ της πίστωσης της κοινοπραξίας τραπεζών και της πίστωσης της KfW όσον αφορά τη χρησιμοποίηση και την εξόφλησή τους, η Επιτροπή ζήτησε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το θέμα αυτό, στις 20 Σεπτεμβρίου και στις 22 Νοεμβρίου 2000. Επίσης, στις 19 Οκτωβρίου 2000 πραγματοποιήθηκαν συνομιλίες μεταξύ Επιτροπής και εκπροσώπων των γερμανικών αρχών, της KfW και των συμβούλων της Holzmann. Οι δανειακές συμβάσεις διαβιβάσθηκαν στις 8 Ιανουαρίου 2001 και οι οριστικές απαντήσεις λήφθηκαν στις 10 Ιανουαρίου 2001. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, τέθηκαν σε εφαρμογή από την 1η Δεκεμβρίου 2000 τα ακόλουθα χρηματοδοτικά μέτρα αναδιάρθρωσης: α) παράταση της διάρκειας της πίστωσης Konsortialkredit Ι, ήτοι η επιστροφή του καταβληθέντος ποσού (171 εκατομμομύρια ευρώ) στις 31 Ιανουαρίου 2001(13)· β) νέα πίστωση, "Konsortialkredit II", ύψους 256 εκατομμυρίων ευρώ (500 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα) από την κοινοπραξία τραπεζών με διάρκεια μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 2001 με επιτόκιο 2,95 % πάνω από το Euribor, και προμήθεια 0,5 % ετησίως· γ) η KfW έθεσε στη διάθεση της επιχείρησης περαιτέρω πίστωση (KfW ΙΙ) ύψους 63,9 εκατομμυρίων ευρώ (125 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα) με διάρκεια μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 2001 με το ίδιο επιτόκιο και προμήθεια. Άλλες υφιστάμενες πιστώσεις παρατάθηκαν μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 2001 εφόσον δεν είχαν μετατραπεί σε Wandelgenussrechte. (64) Αμφότερες οι πιστώσεις, Konsortialkredit II και KfW ΙΙ, συνδέονται άμεσα μεταξύ τους: η πίστωση KfW II μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον εφόσον εξαντληθούν οι υπόλοιπες πιστώσεις (αρχή της αρχαιότητας). Η εξόφληση γίνεται με την πώληση στοιχείων του ενεργητικού (asset deal και ίδια διάθεση περιουσιακών στοιχείων) και είναι αναλογική προς την Konsortialkredit ΙΙ. Από τη στιγμή που χρησιμοποιηθούν 95 εκατομμύρια ευρώ (185 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα) ή λιγότερο από την πίστωση Konsortialkredit II, πρέπει να εξοφληθεί κατά προτεραιότητα το δάνειο της KfW. Μέχρι του ποσού των 95 εκατομμυρίων ευρώ το ύψος των αναλωθεισών πιστώσεων του Konsortialkredits II πρέπει να μειώνεται σε κάθε εξοφλητική δόση. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να μειωθεί κατά 51 εκατομμύρια ευρώ μέχρι τις 31 Μαρτίου 2001 και κατά 128 εκατομμύρια ευρώ επιπλέον μέχρι τις 30 Ιουνίου 2001. Οι μειώσεις αυτές γίνονται αυτόματα εάν δεν έχουν ήδη επιτευχθεί νωρίτερα με πληρωμές από έσοδα προερχόμενα από την πώληση περιουσιακών στοιχείων. Υπό τις έκτακτες αυτές περιστάσεις οι πιστώσεις KfW II μειώνονται αναλόγως. Υπό κανονικές συνθήκες μπορεί να χρησιμοποιηθεί ολόκληρο το πιστωτικό όριο της KfW II μέχρι τις 30 Οκτωβρίου 2001, πρέπει δε, να εξοφληθεί οριστικά μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 2001. (65) Κατά την άποψη της Γερμανίας οι πιστώσεις KfW II δεν συνιστούν ενίσχυση. Οι όροι του πιστωτικού ορίου ανταποκρίνονται, κατά τη γνώμη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, στις συνθήκες της αγοράς δεδομένου ότι το επιτόκιο αντιστοιχεί σε εκείνο του Konsortialkredits II από τις πιστώτριες τράπεζες και ότι ο κίνδυνος είναι μικρότερος για το KfW II χάρη στην αρχή της αρχαιότητας. Η Γερμανία κατέθεσε και επιστολή της ABN AMRO Bank προς την Holzmann, στην οποία αναφέρεται ότι ένα επιτόκιο κυμαινόμενο μεταξύ 2,95 και 3,5 % πάνω από το Εuribor, για ένα μη εξασφαλισμένο δάνειο υπέρ μιας "μη κατατάξιμης" επιχείρησης θεωρείται σύμφωνο με τους όρους της αγοράς. Εκτός αυτού ανέφερε ότι οι πιστώσεις KfW II δεν επρόκειτο να χορηγηθούν -όπως το δάνειο μειωμένης εξασφάλισης- εξ ονόματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ("Zuweisungsgeschaft") αλλά από το λεγόμενο εμπορικό σκέλος της KfW. Επίσης, σε επιστολή της 10ης Ιανουαρίου 2001, η Γερμανία ανέφερε ότι οι πιστώσεις KfW II επρόκειτο να εξυπηρετήσουν τη χρηματοδότηση των "κανονικών δραστηριοτήτων" της ενώ οι κοινοποιηθείσες ενισχύσεις όπως το εγγυημένο δάνειο αποσκοπούσαν στη στήριξη των προσπαθειών αναδιάρθρωσης μιας προβληματικής επιχείρησης. (66) Στα προοίμια των συμβάσεων για τις πιστώσεις KfW II και Konsortialkredit ΙΙ, οι οποίες κατατέθηκαν στις 8 Ιανουαρίου 2001, αναφέρονται εντούτοις σαφώς στην αναδιάρθρωση της Holzmann. Αναφέρεται ότι το πρώτο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης ("Restrukturierungskonzept I")το οποίο εφαρμόσθηκε κατά μεγάλο μέρος, για το οποίο είχαν χορηγηθεί οι πρώτες πιστώσεις της κοινοπραξίας τραπεζών (Konsortialkreditlinie Ι) έπρεπε να προσαρμοσθεί στις εξελίξεις που μεσολάβησαν και ότι υποβλήθηκε στις τράπεζες με τη νέα μορφή του. Αμφότερες οι πιστώσεις εξυπηρετούν την κάλυψη των αναγκών σε ρευστό και συνδέονται με την εφαρμογή των μέτρων αναδιάρθρωσης βάσει του προγράμματος. VII. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ (67) Τα μέτρα ενίσχυσης είναι κατάλληλα για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της ΡΗ AG. Η επιχείρηση, με τις θυγατρικές της, είναι από τους μεγαλύτερους προμηθευτές κατασκευαστικών υπηρεσιών στη Γερμανία, όπου και σημειώνει το 85 % των κοινοτικών της κατασκευαστικών δραστηριοτήτων, ύψους 4 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου (το 1998, σε επίπεδο ομίλου). Ο όμιλος Philipp Holzmann αναπτύσσει σημαντικές δραστηριότητες και σε άλλα κράτη μέλη όπως στις Κάτω Χώρες και στην Αυστρία και, παλαιότερα, στην Ισπανία και τη Γαλλία. Μετά την αναδιάρθρωση οι δραστηριότητες της επιχείρησης στην υπόλοιπη Ευρώπη θα επικεντρωθούν κατά κύριο λόγο στην Αυστρία. Τα υπόψη μέτρα θα έχουν κατά πάσα πιθανότητα επιπτώσεις στους ανταγωνιστές της επιχείρησης στη Γερμανία και σε άλλα κράτη μέλη και δύνανται να νοθεύσουν ή να απειλήσουν μενόθευση τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Το δάνειο μειωμένης εξασφάλισης της KfW και η εγγύηση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση (68) Η KfW αποτελεί κρατική τράπεζα η οποία θα χορηγήσει το δάνειο μειωμένης εξασφάλισης "προς το συμφέρον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας". Δεδομένου ότι και η εγγύηση δανείου θα χορηγηθεί από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αμφότερα τα μέτρα πρέπει να θεωρηθούν ως κρατικές ενισχύσεις ή ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. (69) Η Γερμανία δεν αμφισβήτησε την αξιολόγηση αυτή στην απάντησή της στην κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Η Επιτροπή επιβεβαιώνει την άποψη την οποία εξέφρασε κατά την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Οι πιστώσεις που νορήγησε η KfW (70) Η πίστωση που χορήγησε η KfW (KfW II) από 1ης Δεκεμβρίου 2000 σε συνάρτηση με το πιστωτικό όριο που χορήγησε η κοινοπραξία τραπεζών (Konsortialkredit II) πρέπει να θεωρηθεί, κατά την άποψη της Επιτροπής, ως κρατική ενίσχυση αντίθετα με τη γνώμη της Γερμανίας. (71) Κατ' αρχήν η εξήγηση της Γερμανίας, ότι οι πιστώσεις KfW ΙI δεν επρόκειτο να χορηγηθούν -όπως το δάνειο μειωμένης εξασφάλισης- εξ ονόματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ("Zuweisungsgeschaft") αλλά από το λεγόμενο εμπορικό σκέλος της KfW, δεν είναι πειστική. Η Γερμανία δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό ότι το KfW II χορηγήθηκε από το εμπορικό σκέλος της KfW ούτε, καν, την ύπαρξη δύο εντελώς χωριστών τομέων δραστηριότητας της KfW. (72) Αφετέρου, η αιτιολόγηση που προβάλλει η Γερμανία ότι οι όροι του KfW II ανταποκρίνονταν σε εκείνους της αγοράς δεν πείθει αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες και η οικονομική κατάσταση της Holzmann το φθινόπωρο του 2000, όταν έγιναν οι διαπραγματεύσεις και χορηγήθηκαν οι νέες πιστώσεις. (73) Ωστόσο, αληθεύει ότι το επιτόκιο και η προμήθεια για τα KfW II και Konsortialkredit II είναι παρόμοια και ότι οι όροι εξόφλησης ομοιάζουν μεταξύ τους (ήτοι αναλογική εξόφληση αμφότερων των πιστώσεων εφόσον η ανάλωση πιστώσεων της κοινοπραξίας τραπεζών υπερβαίνει τα 95 εκατομμύρια ευρώ καθώς και εξόφληση του KfW κατά προτεραιότητα χωρίς μείωση του πιστωτικού ορίου της KfW με την καταβολή των εξοφλητικών δόσεων). Οι ομοιότητα των όρων χορήγησης των πιστώσεων, ωστόσο, δεν αποδεικνύει ότι η κρατική KfW συμπεριφέρεται ως ιδιώτης επενδυτής στην ελεύθερη αγορά. Αποφασιστική σημασία έχει το γενικότερο οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο χορηγήθηκε το πιστωτικό όριο από την KfW. Όταν, το φθινόπωρο του 2000, κατέστη σαφές ότι η πώληση περιουσιακών στοιχείων δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί κατά τα προβλεφθέντα και ότι συνεπώς, το Konsortialkredit Ι δεν θα μπορούσε να εξοφληθεί μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2000, οι πιστώτριες τράπεζες προς το συμφέρον τους παρέτειναν την προθεσμία εξόφλησης των πιστώσεων Konsortialkredit Ι και χορήγησαν τις νέες πιστώσεις Konsortialkredit ΙΙ. Ο κίνδυνος ως προς τις εκκρεμούσες απαιτήσεις τους κατά της επιχείρησης θα ήταν μεγάλος εάν εμφανιζόταν και πάλι η ανάγκη να κηρυχθεί η επιχείρηση σε πτώχευση με αποτέλεσμα η περαιτέρω οικονομική υποστήριξη της Holzmann να είναι, σαφώς, η καλύτερη εναλλακτική λύση από τη σκοπιά της φρόνιμης οικονομικής διαχείρισης (λογικής εμπορικής συμπεριφοράς). Σε αντίθεση, η KfW την εποχή εκείνη δεν ήταν πιστωτής της επιχείρησης και ως εκ τούτου δεν εκτίθετο σε κινδύνους μη είσπραξης των απαιτήσεων της. Υπό τα δεδομένα αυτά η χορήγηση μη εξασφαλισμένων (με ενσώματα ή ασώματα περιουσιακά στοιχεία ή με εγγύηση) πιστώσεων, δεν ανταποκρίνεται στη συμπεριφορά ενός χρηματοδότη που κινείται στην ελεύθερη αγορά. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεση της η Επιτροπή, καμία ανεξάρτητη τράπεζα (δηλαδή εκτός της κοινοπραξίας πιστωτριών τραπεζών) δεν προσφέρθηκε να χορηγήσει πιστώσεις στην Holzmann AG, ούτε και η ABN AMRO. (74) Κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι πειστικός ο ισχυρισμός της Γερμανίας ότι οι πιστώσεις KfW II αφορούν τη χρηματοδότηση των "κανονικών δραστηριοτήτων" της επιχείρησης και όχι την αναδιάρθρωσή της. Οι συμβάσεις για τις πιστώσεις KfW II και Konsortialkredit II αναφέρονται σαφώς στη συνέχιση και την προσαρμογή της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της Holzmann και μάλιστα τόσο στο προοίμιο όσο και στους όρους που περιλαμβάνουν και αμφότερες οι πιστώσεις εξαρτώνται άμεσα μεταξύ τους όσον αφορά την χρησιμοποίηση, την εξόφληση και τη διάρκειά τους (βλέπε αιτιολογική σκέψη 63). Πέραν αυτού η Holzmann χρειάζεται ρευστότητα όχι μόνον για την άμεση χρηματοδότηση του κόστους της αναδιάρθρωσης αλλά και για την επιβίωση της στην αγορά κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης της. Εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων του κατασκευαστικού κλάδου, τα έργα πρέπει να προχρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή απαιτούνται ρευστά διαθέσιμα ίσα με το 15 % του κόστους του εκάστοτε έργου. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν οι πιστώσεις Konsortialkredit II και KfW II, δεδομένου ότι η αρχικά προβλεπόμενη ρευστότητα δεν υπήρχε στα τέλη του 2000, κυρίως εξαιτίας της καθυστέρησης της πώλησης περιουσιακών στοιχείων και της μη καταβολής των ενισχύσεων, οι οποίες είχαν ληφθεί υπόψη στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. (75) Ως εκ τούτου οι πιστώσεις KfW II πρέπει να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις ή ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Στην περίπτωση της KfW πρόκειται για κρατικό πιστωτικό ίδρυμα. Η ύπαρξη ενός εμπορικού σκέλους της KfW και η ανεξαρτησία του από τα κρατικά συμφέροντα, ωστόσο, δεν αποδείχθηκε. Η KfW, εξάλλου, χορήγησε στην Holzmann τις πιστώσεις όταν αυτή αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες, χωρίς να διατρέχει κινδύνους από εκκρεμούντα χρέη της Holzmann προς αυτήν, και χωρίς να ζητήσει ενσώματα ή ασώματα περιουσιακά στοιχεία ως εγγύηση. Σε μια τέτοια περίπτωση το δάνειο όντως ισοδυναμεί με επιδότηση(14) Οι εξηγήσεις στο προοίμιο της σύμβασης καθώς και οι όροι όσον αφορά τη χρησιμοποίηση και τη διαθεσιμότητα συνδέουν τις πιστώσεις KfW II με την εκτέλεση του τροποποιηθέντος προγράμματος αναδιάρθρωσης. Συνεπώς, οι πιστώσεις KfW II πρέπει να θεωρηθούν ως πρόσθετο μέτρο ενίσχυσης το οποίο τροποποιεί το κοινοποιηθέν πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. Λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα των άλλων ενδιαφερομένων, το συμβιβάσιμο του μέτρου αυτού με την κοινή αγορά δύναται να εξετασθεί με τις άλλες κοινοποιηθείσες ενισχύσεις για τις οποίες κινήθηκε η διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν επηρεάζει σημαντικά το όλο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της επιχείρησης. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γερμανία κατέθεσε όλες τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση του πρόσθετου αυτού μέτρου ενίσχυσης. (76) Τα κρατικά δάνεια και εγγυήσεις υπέρ μεμονωμένων προβληματικών επιχειρήσεων φέρουν τον κίνδυνο απώλειας του χορηγηθέντος ποσού σε περίπτωση πτώχευσης(15). Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση της ΡΗ AG, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ως ενίσχυση πρέπει να ληφθεί το συνολικό ύψος όλων των δανείων και εγγυήσεων, ήτοι 127,8 εκατομμύρια ευρώ στην περίπτωση των κοινοποιηθέντων αλλά μη εκτελεσθέντων μέτρων ενίσχυσης και 63,9 εκατομμύρια ευρώ στην περίπτωση των εξοφλητέων, μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 2001, πιστώσεων KfW II. Συμβιβάσιμο των μέτρων ενίσχυσης με την κοινή αγορά (77) Δεδομένου ότι τα μέτρα ενίσχυσης δεν χορηγήθηκαν στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει το συμβιβάσιμό τους με την κοινοτική αγορά βάσει του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ. (78) Βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως. (79) Το ίδιο άρθρο, ωστόσο, αναφέρει και εξαιρέσεις από τον κανόνα του ασυμβίβαστου των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Ως εκ τούτου, το συμβιβάσιμο των υπό εξέταση ενισχύσεων θα μπορούσε να βασισθεί στις εξαιρέσεις του άρθρου 87 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Τα υπό εξέταση μέτρα ενίσχυσης, όμως, δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος προς μεμονωμένους καταναλωτές [στοιχείο α)], ως ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα [στοιχείο β)] ή ως ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι οποίες θίγονται από τη διαίρεση της Γερμανίας, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίες για την αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται από τη διαίρεση αυτή [στοιχείο γ)]. Οι εξαιρέσεις αυτές, συνεπώς, δεν ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση. (80) Λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρέσεις του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχεία β) και δ) της συνθήκης ΕΚ διαπιστώνεται ότι οι ενισχύσεις δεν αφορούν την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους ούτε μπορούν να θεωρηθούν ενισχύσεις χορηγούμενες για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, ούτε διαθέτουν τα στοιχεία προς τούτο. (81) Η Επιτροπή, συνεπώς, εξετάζει τις ενισχύσεις βάσει των διατάξεων απαλλαγής του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. Η Επιτροπή στηρίζει την αξιολόγηση ενισχύσεων για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον, σε συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές. Κατά την άποψη της Επιτροπής, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ει μη μόνον οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων(16). Η Επιτροπή είναι, επίσης, της άποψης ότι τα περιγραφέντα μέτρα ενίσχυσης συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης της επιχείρησης και ότι, συνεπώς, δύνανται να θεωρηθούν ως ενισχύσεις αναδιάρθρωσης. (82) Βάσει των κατευθυντήριων γραμμών, ενισχύσεις αναδιάρθρωσης επιτρέπονται μόνον εφόσον δεν αντίκεινται προς το κοινό συμφέρον. Στις κατευθυντήριες γραμμές η έγκριση των ενισχύσεων από την Επιτροπή εξαρτάται από την εκπλήρωση ορισμένων κριτηρίων τα οποία αξιολογούνται παρακάτω. Επιλεξιμότητα της επιχείρησης (83) Η Επιτροπή θεωρεί ότι αποδεικνύεται επαρκώς ότι η ΡΗ AG αποτελεί προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια του σημείου 2.1 των κατευθυντήριων γραμμών. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 14, η επιχείρηση υπέβαλε αίτηση για την κήρυξη της σε πτώχευση λόγω υπερβολικών ζημιών, στις 23 Νοεμβρίου 1999. Η πτωχευτική διαδικασία ανακόπηκε όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε, στις 24 Νοεμβρίου 1999, την πρόθεσή της να χορηγήσει το δάνειο μειωμένης εξασφάλισης και την κρατική εγγύηση. Η επιχείρηση εξακολουθούσε να είναι προβληματική κατά την έννοια του σημείου 2.1 των κατευθυντήριων γραμμών, όταν η κρατική KfW έθεσε στη διάθεση της περαιτέρω πιστώσεις την 1η Δεκεμβρίου 2000. Την εποχή εκείνη, η επιχείρηση προτίθετο ακόμη να εφαρμόσει το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. Εξαιτίας καθυστερήσεων ως προς ορισμένα από τα μέτρα όπως η συμφωνία επί περιουσιακών στοιχείων (asset deal), η πώληση άλλων περιουσιακών στοιχείων και η μη καταβολή των προαναγγελθεισών ενισχύσεων, η Holzmann δεν μπόρεσε να εξοφλήσει εγκαίρως τις πιστώσεις Konsortialkredit Ι και χρειάσθηκε πρόσθετα ρευστά διαθέσιμα. (84) Η αναδιάρθρωση της Holzmann χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από ίδιους πόρους (π.χ. πώληση περιουσιακών στοιχείων και θυγατρικών καθώς και σημαντική μείωση του προσωπικού και των περιφερειακών καταστημάτων) από τους μετόχους και από τους πιστωτές της επιχείρησης. Υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι τα ποσά που καλύπτουν οι υπόψη ενισχύσεις δεν θα τα προσέφεραν οι μέτοχοι και οι πιστωτές της επιχείρησης (αιτιολογικές σκέψεις 54 και 115). Αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης (85) Βάσει του σημείου 3.2.2 στοιχείο β) των κατευθυντήριων γραμμών η χορήγηση της ενίσχυσης προϋποθέτει την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης το οποίο, για κάθε μεμονωμένη ενίσχυση, επικυρώνεται από την Επιτροπή η οποία ελέγχει την καταλληλότητα του για την αποκατάσταση, μακροπρόθεσμα, της κερδοφορίας της επιχείρησης. (86) Η αξιολόγηση της Επιτροπής βασίζεται στα στοιχεία που κατέθεσε η Γερμανία, όπως ο αναλυτικός προγραμματισμός των μεμονωμένων μέτρων ενίσχυσης, τα προβλεπόμενα αποτελέσματα χρήσης για την επόμενη πενταετία, οι αναλύσεις σεναρίου και κινδύνου, η ανάλυση των ελλείψεων στις οποίες οφείλονται τα προβλήματα της επιχείρησης καθώς και το κόστος των προγραμματισθέντων μέτρων ενίσχυσης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 33 και παρεπόμενες). Τα συμπεράσματα της Επιτροπής επιβεβαιώθηκαν από ανεξάρτητη εταιρεία συμβούλων. (87) Στην αξιολόγησή της, η Επιτροπή βασίσθηκε επίσης στα στοιχεία που κατέθεσε η Γερμανία ως προς την εκτέλεση του προγράμματος αναδιάρθρωσης και την τροποποίηση των μεμονωμένων μέτρων συμπεριλαμβανομένου του χρονοδιαγράμματος πώλησης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, που κατέστησαν αναγκαίες τις δύο πρόσθετες πιστώσεις (Konsortialkredit II και KfW ΙΙ) το Δεκέμβριο. (88) Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, τα μέτρα που προέβλεπε το αναλυτικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης στο οποίο συμφώνησαν οι πιστώτριες τράπεζες το Φεβρουάριο του 2000 ήταν -και εξακολουθούν να είναι- στο σύνολό τους κατάλληλα για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας της επιχείρησης. Τα σπουδαιότερα μέτρα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τη Γερμανία (πλην της πώλησης θυγατρικών επιχειρήσεων ευρισκόμενων σε άλλα κράτη μέλη, βλέπε αιτιολογική σκέψη 110), με αποτέλεσμα η αξιολόγηση του προγράμματος αναδιάρθρωσης να αφορά επίσης, κυρίως, τη Γερμανία. (89) Λαμβάνοντας υπόψη τους βασικούς λόγους για την αρνητική εξέλιξη των οικονομικών της Holzmann στο παρελθόν (βλέπε αιτιολογική σκέψη 34) ενδείκνυται η λήψη βασικών μέτρων όπως η δραστική περικοπή του αριθμού των εργαζομένων και, κατ' επέκταση των κατασκευαστικών δραστηριοτήτων, η αποχώρηση από τον πολύ επικίνδυνο τομέα της ανάπτυξης και διαχείρισης κατασκευαστικών έργων, η κατάργηση ή ο περιορισμός των δραστηριοτήτων σε τομείς που δεν ανήκουν στο βασικό πυρήνα κατασκευαστικών δραστηριοτήτων, η εφαρμογή βελτιωμένων συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και η απλούστευση της εσωτερικής δομής και των συμμετοχών της επιχείρησης ούτως ώστε η εταιρεία να ανακτήσει την αποδοτικότητα της και να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Οι επιχειρησιακές βελτιώσεις απορρέουν από εσωτερικά μέτρα και περιλαμβάνουν την παραίτηση από ζημιογόνες δραστηριότητες. Πέραν αυτού όλα τα μέτρα είναι εφικτά και έχουν, σε μεγάλο βαθμό, ήδη τεθεί σε εφαρμογή. (90) Τα οικονομικά μέτρα ήταν απαραίτητα και κατάλληλα α) για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης της επιχείρησης (λόγος πτώχευσης) στα τέλη του 1999 και β) για τη χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσής της. (91) Ορισμένα στοιχεία του αρχικού προγράμματος ήταν, εντούτοις, εξαρχής, πολύ αισιόδοξα. Ορισμένες εξελίξεις που συνέβησαν το 2000 δεν μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί. Πρώτον, το χρονοδιάγραμμα της πώλησης ακινήτων (Asset deal και SPV) δεν ήταν ρεαλιστικό εξαρχής εξαιτίας της δομής των συμφωνιών, η οποία ήταν βέβαιο ότι θα οδηγούσε σε διαφορές απόψεων ως προς την τιμή των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των τραπεζών στον ρόλο τους ως ενδιάμεσοι αγοραστές και πιστωτές της Holzmann. (92) Δεύτερον, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερα δυσμενείς προοπτικές της γερμανικής αγοράς δομικών κατασκευών, οι προβλέψεις περί κερδών στο επιχειρηματικό πρόγραμμα φαίνονταν υπερβολικά αισιόδοξες. Το αρχικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης προέβλεπε για το 2000 αύξηση των επενδύσεων στον γερμανικό τομέα δομικών κατασκευών κατά 2 % περίπου. Παρότι η πραγματική υποχώρηση(17) του επιπέδου δραστηριοτήτων δεν ήταν προβλέψιμη την εποχή της κατάρτισης του προγράμματος αναδιάρθρωσης, θα ήταν φρονιμότερο να ληφθεί ως βάση αύξηση 0-1 %, όπως εξάλλου προέβλεπαν εξωτερικές μελέτες(18). Η αποδοτικότητα λοιπόν είχε υπολογισθεί στο αρχικό πρόγραμμα με μεγάλη αισιοδοξία. Η επίτευξη των στόχων αυτών δεν ήταν δυνατή με βάση τις πραγματικές εξελίξεις στον κατασκευαστικό τομέα, που είχαν αρνητικές επιπτώσεις για τις θυγατρικές εκείνες οι οποίες ήταν ήδη σε δύσκολη θέση. Η πώληση τεσσάρων θυγατρικών (HIG, Kemmer, Franki, Lavis) δεν ήταν δυνατή όπως είχε αρχικά προγραμματισθεί. Τρεις εξ αυτών αναδιαρθρώθηκαν, εν τω μεταξύ, και η τέταρτη (Lavis) έκλεισε με αποτέλεσμα το κόστος να διαμορφωθεί σε υψηλότερα από το αναμενόμενο επίπεδα. (93) Τρίτον, μέτρα όπως η προγραμματισθείσα περικοπή των δαπανών και η ταχύτερη είσπραξη των απαιτήσεων θα διαρκέσουν περισσότερο από το προβλεπόμενο. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι οι πραγματικές ζημίες υπερέβησαν το 1999 κατά 153 εκατομμύρια ευρώ το ποσό το οποίο είχε προσδιορισθεί στο πλαίσιο του αρχικού προγράμματος αναδιάρθρωσης. (94) Τέλος, η κοινοποιηθείσα ενίσχυση δεν είχε ακόμη καταβληθεί εξαιτίας της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή το 2000. (95) Χάρη στις εξελίξεις αυτές και ιδίως στην αποτυχία των πωλήσεων που είχαν προγραμματισθεί, οι πιστώσεις Konsortialkredit Ι δεν μπόρεσαν να εξοφληθούν τον Νοέμβριο του 2000 με αποτέλεσμα να μην εισρεύσουν μετρητά κατά το αναμενόμενο. Για τον λόγο αυτόν καθώς και εξαιτίας της μη καταβολής της ενίσχυσης το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης τροποποιήθηκε ως ακολούθως: παράταση των πιστώσεων Konsortialkredit Ι (εξόφληση) και χορήγηση νέων πιστώσεων των KfW II περιλαμβανομένων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 63), ίδια διάθεση ενός σημαντικού μέρους περιουσιακών στοιχείων που αρχικά περιλαμβάνονταν στη συμφωνία επί περιουσιακών στοιχείων (asset deal) καθώς και αναδιάρθρωση του SPV για την πώληση των υπόλοιπων περιουσιακών στοιχείων. Εκτός αυτού, εξαιτίας των εξελίξεων στον κλάδο δομικών κατασκευών πρέπει να κλείσουν και άλλα περιφερειακά καταστήματα, πράγμα το οποίο θα έχει ως συνέπεια την κατάργηση άλλων 300 θέσεων εργασίας. Συγκεκριμενοποιήθηκαν, επίσης, και τα σχέδια για την πώληση, το κλείσιμο και τον περιορισμό του μεγέθους των θυγατρικών της Holzmann και, μεταξύ άλλων, προβλέπεται η πώληση μεγαλύτερου αριθμού συμμετοχών σε σχέση με το αρχικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 37). (96) Χάρη στις λεπτομερείς πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν σχετικά με τις τροποποιήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή είναι σε θέση να λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις αυτές στην αξιολόγηση της. Διαπιστώνει ότι βασίζονται σε ρεαλιστικότερες υποθέσεις και ότι λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά δεδομένα. (97) Η Επιτροπή σημειώνει ότι τα περισσότερα μέτρα εφαρμόσθηκαν όπως είχε προβλεφθεί και ότι η επιχείρηση καταβάλλει κάθε προσπάθεια να φέρει σε πέρας τα υπόλοιπα μέτρα και ιδίως την πώληση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων και θυγατρικών επιχειρήσεων. Ο προγραμματισθείς περιορισμός του κύκλου εργασιών της Holzmann στις βασικές κατασκευαστικές δραστηριότητες στη Γερμανία κατά 16 % περίπου το 2000 και κατά 22 % ακόμη το 2001 είναι αναγκαίος για την αποκατάσταση της αποδοτικότητας της και βασίζεται στην προοδευτική εγκατάλειψη μη κερδοφόρων δραστηριοτήτων όπως η μαζική αγορά. (98) Η Επιτροπή έχει επίγνωση του γεγονότος ότι ο όμιλος Holzmann δεν πρόκειται να επιτύχει τα θετικά αποτελέσματα που σκόπευε αρχικά ούτε και ότι θα έχει ισοσταθμισμένα αποτελέσματα(19). Ο στόχος αυτός ήταν φιλόδοξος ακόμη και με βάση αισιόδοξες υποθέσεις, και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να επιτευχθεί ενόψει των αρνητικών εξελίξεων στον γερμανικό κλάδο δομικών κατασκευών το 2000. Τα δύο κεντρικά καταστήματα που επλήγησαν ιδιαίτερα από τις εξελίξεις αυτές πρόκειται να κλείσουν. Οι οικονομικές εξελίξεις το 2000 σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες καθυστερήσεις στην εφαρμογή ορισμένων μέτρων και το υψηλότερο κόστος εξαιτίας της αναδιάρθρωσης θυγατρικών επιχειρήσεων φαίνεται ότι προξένησαν ζημίες άνω των 170 εκατομμυρίων ευρώ μόνο στη Γερμανία πράγμαπου είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια ρευστών διαθεσίμων(20). Βασιζόμενη στις διαθέσιμες εκτιμήσεις, η Επιτροπή σχημάτισε την άποψη ότι τα ρευστά διαθέσιμα της επιχείρησης για το 2001 είναι περιορισμένα. Ωστόσο πρέπει να επαρκέσουν εφόσον η οικονομική κατάσταση του κλάδου δεν συνεχίσει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στα λειτουργικά αποτελέσματα της επιχείρησης, εφόσον εφαρμοσθούν γρήγορα τα υπόλοιπα μέτρα αναδιάρθρωσης και ιδίως η πώληση περιουσιακών στοιχείων και θυγατρικών και εφόσον χορηγηθούν οι κοινοποιηθείσες ενισχύσεις. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι εξελίξεις το 2001 θα είναι αποφασιστικές. (99) Στην αξιολόγηση που πραγματοποίησε βάσει των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τόσο τα εφαρμοσθέντα όσο και τα προγραμματιζόμενα μέτρα αναδιάρθρωσης είναι φρόνιμα, συνεκτικά και κατά βάση κατάλληλα για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας της Holzmann, υπό την προϋπόθεση να πραγματοποιήσει η επιχείρηση σύντομα τις αποφασιστικές πωλήσεις και περικοπές ούτως ώστε να επιβιώσει βραχυπρόθεσμα. Πρόληψη αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (100) Βασικά, σύμφωνα με το σημείο 3.2.1 των κατευθυντήριων γραμμών οι ενδεχόμενες στρεβλωτικές συνέπειες της ενίσχυσης πρέπει να αντισταθμίζονται από τα πλεονεκτήματα της διατήρησης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης (συγκεκριμένα, αν αποδεικνύεται ότι το καθαρό αποτέλεσμα των απολύσεων σε περίπτωση πτώχευσης της επιχείρησης, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις για τους προμηθευτές, θα όξυναν τα προβλήματα απασχόλησης σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο) και, ενδεχομένως, με επαρκή ανταλλάγματα υπέρ των ανταγωνιστών. (101) Βάσει των συγκριτικών αναλύσεων που υπέβαλε η Γερμανία στο πλαίσιο της διαδικασίας τα μέτρα αναδιάρθρωσης οδήγησαν στην απώλεια περίπου 6000 θέσεων εργασίας στην Holzmann και τις θυγατρικές της και άλλων 2050 θέσεων εργασίας, περίπου, σε υπεργολαβικές εταιρείες ενώ σε περίπτωση πτώχευσης ο αριθμός των θέσεων εργασίας που θα καταργούνταν στην ίδια την Holzmann τουλάχιστον προσωρινά θα ήταν περίπου ο ίδιος ενώ σε υπεργολαβικές επιχειρήσεις οι οποίες επίσης θα εκηρύσσοντο σε πτώχευση ο αριθμός αυτός θα υπερέβαινε τις 35000 θέσεις εργασίας. Αυτό το σενάριο σύγκρισης φαίνεται ρεαλιστικότερο στην Επιτροπή σε σχέση με εκείνο της πλήρους "εξαφάνισης" της Holzmann με δυνητική απώλεια 55000 έως 60000 θέσεων εργασίας που είχε προβληθεί αρχικά. (102) Ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός θέσεων εργασίας που θα εξαλείφοντο σε υπεργολαβικές επιχειρήσεις σε περίπτωση πτώχευσης φαίνεται υπερβολικός δεδομένου ότι π.χ. λήφθηκαν υπόψη και υπεργολάβοι των οποίων μόνον ένα μικρό μέρος του κύκλου εργασιών τους σχετίζεται με τη Holzmann (π.χ. 7,5 % και λιγότερο) το ενδεχόμενο πτώχευσης των οποίων είναι πολύ περιορισμένο (πιθανότητα 10 % ή λιγότερο). Σε κάθε περίπτωση, το επιχείρημα ότι σε περίπτωση πτώχευσης της Holzmann οι υπεργολαβικές επιχειρήσεις θα υποφέρουν περισσότερο από ό,τι με τη σημερινή αναδιάρθρωση, είναι πειστικό. Πρώτον, πάνω από τα δύο τρίτα των έργων που αναλαμβάνει η Holzmann εκτελούνται μέσω υπεργολάβων. Δεύτερον, οι κατασκευαστικές εργασίες πρέπει να προχρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό και οι μικρές επιχειρήσεις κατά κανόνα δεν διατηρούν μεγάλα ρευστά διαθέσιμα. Η πτώχευση μιας μεγάλης επιχείρησης μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις μεταξύ των υπεργολαβικών επιχειρήσεων. Η Επιτροπή, συνεπώς, συμφωνεί με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ότι η επιβίωση της επιχείρησης προσφέρει οικονομικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα. (103) Βάσει του σημείου 3.2.2 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών, πρέπει να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό, στο μέτρο του δυνατού, των δυσμενών συνεπειών που θα έχει η ενίσχυση για τους ανταγωνιστές. Τις περισσότερες φορές ο όρος αυτός λαμβάνει τη μορφή του περιορισμού της παρουσίας της επιχείρησης στις σχετικές αγορές ανάλογα με τα νοθευτικά αποτελέσματα της ενίσχυσης ιδίως όσον αφορά το σχετικό βάρος της επιχείρησης στις αγορές αυτές. (104) Το ποσό των ενισχύσεων (127,8 εκατομμύρια ευρώ) είναι μικρό (λιγότερο από 10 %) σε σχέση με το συνολικό ποσό των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου, το οποίο είναι απαραίτητο για την αποκατάσταση της αποδοτικότητας της επιχείρησης. Η αναλογία αυτή αλλάζει ελάχιστα αν ληφθεί υπόψη η ενίσχυση KfW II (63,9 εκατομμύρια ευρώ) η οποίο χορηγήθηκε τον Δεκέμβριο για ένα έτος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 113). Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος του ποσού που απαιτείται για την αποκατάσταση της αποδοτικότητας της επιχείρησης το συνολικό ποσό των ενισχύσεων και η συνακόλουθη στρέβλωση του ανταγωνισμού είναι σχετικά μικρά. Τα μέτρα περιορισμού της παρουσίας της Holzmann στην αγορά είναι σημαντικά από την άποψη αυτή και επαρκούν κατά την άποψη της Επιτροπής για τον μετριασμό των επιπτώσεων των ενισχύσεων στους ανταγωνιστές της επιχείρησης. (105) Βάσει των στοιχείων που υποβλήθηκαν ο όμιλος Holzmann ήλθε δεύτερος στη γερμανική αγορά δομικών κατασκευών το 1998. Το 1999 η επιχείρηση ήλθε κατά την εκτίμηση της Γερμανίας στην τρίτη θέση (με συνολικό κύκλο εργασιών 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου). Στον πυρήνα των βασικών κατασκευαστικών δραστηριοτήτων όπως τον προσδιόρισε η Γερμανία η Holzmann σημείωσε, το 1999, κύκλο εργασιών 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ και το 2000, κατ' εκτίμηση, 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι στην τρίτη ή ακόμη και στην τέταρτη θέση. Σε σύγκριση με τον συνολικό κύκλο εργασιών του τομέα (104 δισεκατομμύρια ευρώ το 1999) και του πυρήνα των βασικών κατασκευαστικών δραστηριοτήτων (κατ' εκτίμηση 92 δισεκατομμύρια ευρώ) το μερίδιο της επιχείρησης ανέρχεται σε 2 έως 3 % σε αμφότερα τα επίπεδα. Στα τρία σχετικά τμήματα της αγοράς των βασικών κατασκευαστικών δραστηριοτήτων τα μερίδια της Holzmann εκτιμήθηκαν ως εξής: λιγότερο από 1 % στα μικρά έργα, 3-4 % σε δομικά έργα μεσαίας τάξης και 4-5 % στην αγορά μεγάλων δομικών έργων(21). (106) Μετά το κλείσιμο των περιφερειακών καταστημάτων και τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων εκτιμάται ότι ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης στον τομέα των βασικών κατασκευαστικών δραστηριοτήτων υποχώρησε κατά 16 % το 2000 και κατά 22 % το 2001. Στη φάση αυτή κλείνουν περισσότερα περιφερειακά καταστήματα από ό,τι προέβλεπε το αρχικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. Η Holzmann θα μειώσει δραστικά την παρουσία της στην αγορά των μικρών δομικών έργων (περικοπή κύκλου εργασιών κατά 25 % το 2000 και κατά 50 % το 2001) καθώς και στην αγορά δομικών έργων μεσαίας τάξης (περικοπή κύκλου εργασιών κατά 35 % το 2000 και κατά 23 % το 2001). Η προβλεπόμενη αύξηση στην αγορά μεγάλων δομικών έργων (αύξηση κύκλου εργασιών κατά 30 % το 2000 και διατήρηση του επιπέδου αυτού το 2001), την οποία η Holzmann θεωρεί κύριο άξονα των δραστηριοτήτων της, έχει μεγάλη σημασία για την αποκατάσταση της αποδοτικότητας της επιχείρησης. (107) Εκτός αυτού η Holzmann, με την πώληση της Deutsche Asphalt, μιας από τις ηγετικές επιχειρήσεις στον εν λόγω τομέα η οποία απασχολεί πάνω από 2500 άτομα και έχει κύκλο εργασιών 300 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, θα αποσυρθεί ολοκληρωτικά από την αγορά. Πέραν αυτού θα παύσει τις δραστηριότητες της στον τομέα των χαλυβοκατασκευών και θα πωλήσει το μερίδιό της (50 %) στην Mobius (αιτιολογική σκέψη 51). Θα μειωθούν επίσης δραστικά οι δραστηριότητες της Franki στον τομέα της θέρμανσης, του εξαερισμού και του κλιματισμού καθώς και στα ειδικά έργα πολιτικού μηχανικού στη νότια Γερμανία. Πέραν αυτού η εταιρεία έχει ή πρόκειται να αποχωρήσει από πολλές μικρές εξειδικευμένες αγορές. (108) Οι πωλήσεις, τα κλεισίματα και οι περικοπές στο σύνολο τους είναι σαφώς πάνω από τα επίπεδα που προέβλεπε το αρχικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. Τα μέτρα αυτά, παρά τις προσπάθειες της Holzmann να αυξήσει παράλληλα την παραγωγικότητά της, οδηγούν σε σημαντική μείωση της παρουσίας της στην αγορά με αποτέλεσμα να αναιρούνται οι επιφυλάξεις τρίτων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 57) από την άποψη αυτή. (109) Στη γερμανική αγορά δομικών κατασκευών η προσφορά είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση εξαιτίας της πτωτικής τάσης στα νέα ομόσπονδα κράτη. Ωστόσο δεν πρόκειται για διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα κατά την έννοια του σημείου 3.2.2 στοιχείο γ) υποστοιχείο i) των κατευθυντήριων γραμμών, δεδομένου ότι η έννοια αυτή αφορά, κατ' ουσίαν, περισσότερο την μεταποιητική βιομηχανία παρά τον τομέα παροχής υπηρεσιών του οποίου η παραγωγική ικανότητα μπορεί να προσαρμοσθεί πολύ ευκολότερα στις συνθήκες της αγοράς. Η Επιτροπή συμφωνεί με την αξιολόγηση της Γερμανίας ότι η παραγωγική ικανότητα των κατασκευαστικών επιχειρήσεων συνίσταται κυρίως στον αριθμό του προσωπικού τους και σε μικρότερο βαθμό στον εξοπλισμό τους όπως γερανούς και εκσκαφείς που τις περισσότερες φορές είναι μισθωμένος. Αμφότερες οι "κατηγορίες παραγωγικής ικανότητας" είναι ευέλικτες και μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν χωρίς επενδυτικό κόστος με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ανεπανόρθωτη εξάλειψη της παραγωγικής ικανότητας ούτως ώστε να μην μπορεί πλέον να επιτευχθεί η σημερινή παραγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση, η αποδόμηση παραγωγικής ικανότητας συμμορφώνεται προς το σημείο 3.2.2 στοιχείο γ) υπστοιχείο ii) των κατευθυντήριων γραμμών δεδομένου ότι επιτυγχάνεται με τη μαζική αποδόμηση θέσεων απασχόλησης στο εσωτερικό του ομίλου και την πώληση περιουσιακών στοιχείων και θυγατρικών. (110) Στην μεγάλη πλειοψηφία τους τα μέτρα αφορούν τη Γερμανία όπου και πρέπει να αναζητηθεί η ρίζα των παλαιότερων προβλημάτων της επιχείρησης. Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ομίλου όσον αφορά τις θυγατρικές και το πεδίο δραστηριοτήτων, πωλήθηκαν θυγατρικές της επιχείρησης στην Αυστρία, τις Κάτω Χώρες και την Ισπανία. Η Holzmann αποσύρεται εντελώς από τη Γαλλία και την Ισπανία. (111) Κατά την άποψη της Επιτροπής οι εν λόγω περικοπές και πωλήσεις επαρκούν για την αντιστάθμιση των αρνητικών για τον ανταγωνισμό επιπτώσεων των υπό εξέταση μέτρων ενίσχυσης. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται επίσης υπόψη το γεγονός ότι οι μειώσεις εντός της PH AG καθώς και οι πωλήσεις, περικοπές και το κλείσιμο θυγατρικών είναι μεγαλύτερης έκτασης από ό,τι είχε προγραμματισθεί αρχικά. Περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο αναγκαίο (112) Κατά την άποψη της Επιτροπής, η Γερμανία υπέβαλε επαρκείς αποδείξεις ότι το ποσό των ενισχύσεων περιορίζεται στο ελάχιστο ποσό που είναι απολύτως αναγκαίο για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης με βάση τα χρηματικά μέσα της επιχείρησης, του ομίλου στον οποίο ανήκει και των μετόχων της. Στην επιχείρηση δεν χορηγούνται πρόσθετα κεφάλαια τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά για την αύξηση της παραγωγικής της ικανότητας. (113) Η κοινοποιηθείσα ενίσχυση, ύψους 127,8 εκατομμυρίων ευρώ, είναι μικρή εν σχέσει προς τις συνεισφορές της κοινοπραξίας τραπεζών στο χρηματοδοτικό πακέτο οι οποίες ανέρχονται στο 90 % συνολικά (εκ των οποίων πάνω από το 65 % προέρχεται από ιδιωτικές τράπεζες, βλέπε αιτιολογική σκέψη 56). Από τις δύο νέες πιστώσεις που χορηγήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2000, η ενίσχυση από μέρους της KfW II, με 63,9 εκατομμύρια ευρώ ανέρχεται στο 20 % του συνολικού ποσού των πιστώσεων Konsortialkredit II (256 εκατομμύρια ευρώ) περιλαμβανομένων. Σε σχέση με το συνολικό ύψος του χρηματοδοτικού πακέτου τα μέτρα ενίσχυσης εξακολουθούν να είναι κάτω από 10 %. Πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη η διαφορετική διάρκεια ορισμένων από τα χρηματοδοτικά μέτρα. Εάν ληφθεί υπόψη το στοιχείο αυτό, το μερίδιο των μέτρων ενίσχυσης δεν υπερβαίνει για κανένα χρονικό διάστημα το 15 % του συνόλου των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων. (114) Η Γερμανία απέδειξε επίσης ότι το ποσό των ενισχύσεων περιορίζεται στο ελάχιστο ποσό που ήταν αναγκαίο για την κάλυψη των πρόσθετων κινδύνων ύψους 141 εκατομμυρίων ευρώ που εμφανίσθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις του Νοεμβρίου 1999 και περιλαμβάνουν το κόστος παύσης δραστηριοτήτων που συνεπάγεται ο αυξημένος κίνδυνος πτώχευσης της επιχείρησης. Πέραν αυτού, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης της Holzmann, η ενίσχυση δεν πρόκειται να προσφέρει στην επιχείρηση πλεονασματικά ρευστά διαθέσιμα. Η ενίσχυση δεν πρόκειται να δώσει στην επιχείρηση τη δυνατότητα να εφαρμόσει επιθετική τακτική στην αγορά ή να αυξήσει την παραγωγική της ικανότητα. Μια τέτοια κατάχρηση δεν θα συμβιβαζόταν με τον στόχο του αποδέκτη της ενίσχυσης, δηλαδή την αποκατάσταση της αποδοτικότητας της εταιρείας. (115) Κατά την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή, εξαιτίας της αποτυχίας των παλαιότερων συνομιλιών για τη διάσωση και αναδιάρθρωση της επιχείρησης με τις τράπεζες, ζήτησε αναλυτικότερες πληροφορίες από τη Γερμανία από τις οποίες απορρέει ότι η κρατική πρωτοβουλία ήταν αποφασιστικής σημασίας. Από τα στοιχεία που κατέθεσε η Γερμανία και τις εξηγήσειςτων πιστωτριών τραπεζών η Επιτροπή συνάγει ότι οι προηγούμενες διαπραγματεύσεις δεν απέτυχαν εξαιτίας των αμφιβολιών των τραπεζών όσον αφορά το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, αλλά εξαιτίας της διαφοράς απόψεων ως προς τη συμμετοχή των τραπεζών στο χρηματοδοτικό πακέτο και ιδιαίτερα στο μερίδιο της συμμετοχής ορισμένων πιστωτών στην εισφορά κεφαλαίων. Ακόμη και μετά τη λύση του τελευταίου προβλήματος δεν κατέστη δυνατόν να συμπληρωθούν τα υπόλοιπα χρηματοδοτικά κενά όπως οι προαναφερθέντες πρόσθετοι κίνδυνοι. Ως εκ τούτου η Επιτροπή θεωρεί ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι οι κοινοποιηθείσες ενισχύσεις ήταν απαραίτητες προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του προγράμματος αναδιάρθρωσης και να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα κεφάλαια ούτως ώστε να υλοποιηθεί όπως είχε διαμορφωθεί μετά την τροποποίηση του. (116) Η χορήγηση της ενίσχυσης KfW II σε συνδυασμό με τις πιστώσεις Konsortialkredit II κατέστη απαραίτητη κυρίως εξαιτίας της αποτυχίας του asset deal και του SVP υπό τη μορφή που είχαν την εποχή εκείνη καθώς και της μη διαθεσιμότητας των ενισχύσεων που είχαν κοινοποιηθεί. Λαμβάνοντας υπόψη τα ρευστά διαθέσιμα της αποδέκτριας επιχείρησης την εποχή των τροποποιήσεων, το μέτρο ενίσχυσης περιορίσθηκε στο ελάχιστο αναγκαίο ποσό. Οι πιστώσεις KfW II μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέχρι τις 30 Οκτωβρίου 2001, αλλά μόνον εφόσον εξαντληθούν οι υπόλοιπες πιστώσεις. Πρέπει δε να εξοφληθούν μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 2001 το αργότερο. Συνεπώς, μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να χορηγείται στη Holzmann πλεονασματική ρευστότητα, ακόμη και αν οι υπόψη ενισχύσεις αλληλεπικαλύπτονται προσωρινά. (117) Τέλος, η Επιτροπή, κατά την κίνηση της διαδικασίας, εξαιτίας της μη εξήγησης του όρου "value at risk" όσον αφορά τον υπολογισμό της συμμετοχής των επιμέρους πιστωτριών τραπεζών δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο ένα μέρος της συμμετοχής των κρατικών τραπεζών να μην συμφωνεί με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή ο οποίος ενεργεί στην ελεύθερη αγορά και να αποτελεί πρόσθετη κρατική ενίσχυση υπέρ της υπόψη επιχείρησης. Τα στοιχεία της Γερμανίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 56) δείχνουν ότι το ποσοστό συμμετοχής των 9 κρατικών τραπεζών ανέρχεται συνολικά σε 26 % στην αύξηση κεφαλαίου και σε 33 % στις πιστώσεις Konsortialkredit Ι. Στις πιστώσεις Konsortialkredit II το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 32 %. Από τις κατατεθείσες πληροφορίες καθώς και τα λεπτομερή στοιχεία για τις εκκρεμούσες απαιτήσεις των τραπεζών κατά της Holzmann, η Επιτροπή συνάγει ότι οι μεμονωμένες εισφορές των πιστωτριών τραπεζών υπολογίσθηκαν βάσει του ύψους της "value at risk" με την ίδια μέθοδο, τόσο για τις ιδιωτικές όσο και για τις κρατικές τράπεζες και ότι το ποσό της συμμετοχής τους στην αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας ήταν μικρότερο δεδομένου ότι η Deutsche Bank, ως κυριότερος μέτοχος της Holzmann, ανέλαβε μεγαλύτερο ποσοστό. Η συμμετοχή των κρατικών τραπεζών στην κοινοπραξία πιστωτριών τραπεζών ανταποκρίνεται, συνεπώς, στην αρχή του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί στην ελεύθερη αγορά και δεν συνιστά ενίσχυση. VIII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ (118) Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που περιγράφονται παραπάνω πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα μέτρα ενίσχυσης ανταποκρίνονται στα κριτήρια των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων και ότι είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ με αποτέλεσμα να μπορούν να εγκριθούν, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, οι κρατικές ενισχύσεις οι οποίες συνίστανται στα παρακάτω μέτρα αναδιάρθρωσης της Philipp Holzmann AG, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά: α) δάνειο μειωμένης εξασφάλισης από μέρους της κρατικής Kreditanstalt fur Wiederaufbau, ύψους 150 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (76,7 εκατομμύρια ευρώ) με αρχική διάρκεια μέχρι τις 30 Ιουνίου 2001, και δυνατότητα παράτασης για άλλους δώδεκα μήνες· β) εγγύηση από μέρους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ύψους 100 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (51,1 εκατομμύρια ευρώ) με διάρκεια το πολύ δύο έτη· γ) πιστώσεις από μέρους της Kreditanstalt fur Wiederaufbau, ύψους 125 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (63,9 εκατομμύρια ευρώ) με διάρκεια μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 2001. Άρθρο 2 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Βρυξέλλες, 8 Μαΐου 2001. Για την Επιτροπή Mario Monti Μέλος της Επιτροπής (1) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1. (2) ΕΕ C 110 της 15.4.2000, σ. 2. (3) Βλέπε υποσημείωση 2. (4) Περιλαμβάνεται, κατά τα λεγόμενα του ομίλου, στον βασικό πυρήνα των δραστηριοτήτων του. (5) Δεν υπήρχαν αριθμητικά στοιχεία ως προς τον κύκλο εργασιών ανταγωνιστικών επιχειρήσεων σε ευρωπαϊκό ή κοινοτικό επίπεδο. Με βάση δικές της εκτιμήσεις, ωστόσο, η Holzmann είναι πολύ πίσω, αν ληφθεί υπόψη ο ευρωπαϊκός ή κοινοτικός κύκλος εργασιών. (6) Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, στις κοινές υποθέσεις C-278-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. 1-4103. (7) ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2. (8) Επιστολή της Γερμανίας της 2ας Φεβρουαρίου 2001 και της 14ης Μαρτίου 2001. (9) Επιστολή της Γερμανίας, της 4ης Αυγούστου 2001. (10) Επιστολή της Γερμανίας, της 4ης Αυγούστου 2001. (11) Οι ενδείξεις αυτές προκύπτουν από αναλύσεις στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων. Η Γερμανία επεσήμανε την απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ανταγωνισμού (Bundeskartellamts) του 1995 σχετικά με την υπόθεση Holzmann und Hochtief, βλέπε Wirtschaft und Wettbewerb 1995, σ. 515. Βλέπε επίσης την υπόθεση Bank Austria/Creditanstalt, EE C 160 της 27.5.1997, σ. 4 αιτιολογικές σκέψεις 84, 85 και 86. (12) Η εκτίμηση αυτή λαμβάνει υπόψη διάφορες πιθανότητες κινδύνου για διαφορετικές κατηγορίες υπεργολαβικών επιχειρήσεων ανάλογα με τον κύκλο εργασιών που σημείωναν με την Holzmann (σε απόλυτες τιμές και ως ποσοστό). (13) Σύμφωνα με νέες πληροφορίες που λήφθηκαν στις 15 Μαρτίου 2001, πιστώσεις Konsortialkredit I της κοινοπραξίας τραπεζών εξοφλήθηκε τελικά στις 16 Μαρτίου 2001, εξαιτίας καθυστερήσεων στην πώληση περιουσιακών στοιχείων. (14) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη (ΕΕ C 307 της 13.11.1993, σ. 3, σημείο 41). (15) Ανακοίνωση της Επιτροπής ως προς την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ C 71 της 11.3.2000, σ. 14). (16) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 21 και υποσημείωση 7. (17) Δεν υπήρχαν ακόμη στατιστικά στοιχεία για τα αποτελέσματα του 2000, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι επενδύσεις μειώθηκαν σοβαρά το 2000 [βάσει εκτιμήσεων στην εβδομαδιαία έκθεση 01/2001 του Deutschen Instituts der Wirtschaft (DIW), πίνακας 7, η μείωση έφθασε το 3,0 % περίπου]. (18) Βλέπε π.χ. την εκτίμηση στην εβδομαδιαία έκθεση του DIW 43/1999 που ανερχόταν σε 0,2 % (πίνακας 2.2). (19) Η Holzmann ανακοίνωσε στις 14 Μαρτίου 2001 ότι προβλέπονται ζημίες περίπου 50 εκατομμύρια ευρώ για τον όμιλο το 2000, κυρίως εξαιτίας της συνεχιζόμενης ύφεσης στη γερμανική αγορά, των καθυστερήσεων στη διάθεση εγκαταστάσεων και των έκτακτων δαπανών αναδιάρθρωσης για ορισμένες από τις γερμανικές θυγατρικές του ομίλου. (20) Η Επιτροπή έπρεπε να βασίσει την αξιολόγησή της στο επιχειρηματικό πρόγραμμα και τις μηνιαίες εκθέσεις που καταρτίζονταν για τις πιστώτριες τράπεζες. Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα έγγραφα αυτά φαίνεται ότι προέρχονται από διαφορετικές πηγές στο εσωτερικό του ομίλου και πρέπει, συνεπώς, να εξετασθούν προσεκτικά. Τα μέσα που διέθετε η Επιτροπή δεν της επέτρεψαν να προβεί σε πραγματικό έλεγχο των βιβλίων της επιχείρησης ούτε μέσω εξωτερικού συμβούλου. Η ετήσια έκθεση ελέγχου για το 2000 δεν υπήρχε ακόμη αλλά και στην περίπτωση που ήταν διαθέσιμη θα ήταν αμφίβολο αν τα πραγματικά αποτελέσματα λειτουργίας θα μπορούσαν να υπολογισθούν. Αυτό θα εξαρτάτο από το ύψος των αποθεματικών και τις εφαρμοζόμενες λογιστικές μεθόδους. (21) Εξαιτίας της ευρύτητας του ορισμού των βασικών κατασκευαστικών δραστηριοτήτων, τα μερίδια αγοράς, ιδίως σε ό,τι αφορά τα μεγάλα δομικά έργα, μπορεί να έχουν υποεκτιμηθεί. Ωστόσο δεν υπήρχαν καλύτερα αριθμητικά στοιχεία. Σε παλαιότερη επιστολή της η Γερμανία αναφέρθηκε σε απόφαση της ομοσπονδιακής υπηρεσίας ανταγωνισμού (βλέπε υποσημείωση 8) στην οποία το μερίδιο αγοράς της Holzmann στον κλάδο των μεγάλων δομικών έργων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπολογίζεται ότι είναι πολύ μεγαλύτερο (περίπου 20 %), σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι εν τω μεταξύ το μερίδιο, με βάση τους ίδιους υπολογισμούς, μειώθηκε τουλάχιστον κάτω από το 15 %. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται ότι η ομοσπονδιακή υπηρεσία ανταγωνισμού είχε συμπεριλάβει στους υπολογισμούς της έναν μάλλον μικρό αριθμό προμηθευτών και ότι για το λόγο αυτόν η απόφαση εκείνη ακυρώθηκε το 1998 από το Kammergericht (Kart 3/95, Wirtschaft und Wettbewerb 5/1998).