EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31998Y0106(01)

Συμπεράσματα του Συμβουλίου ΕΚΟΦΙΝ της 1ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τη φορολογική πολιτική - Ψήφισμα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών συνερχόμενων στα πλαίσια του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων - Φορολογία των αποταμιεύσεων

ΕΕ C 2 της 6.1.1998, p. 1–6 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

31998Y0106(01)

Συμπεράσματα του Συμβουλίου ΕΚΟΦΙΝ της 1ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τη φορολογική πολιτική - Ψήφισμα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών συνερχόμενων στα πλαίσια του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων - Φορολογία των αποταμιεύσεων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 002 της 06/01/1998 σ. 0001 - 0006


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΚΟΦΙΝ της 1ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τη φορολογική πολιτική (98/C 2/01)

Το Συμβούλιο πραγματοποίησε ευρεία συζήτηση σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής με θέμα «Ένα πακέτο μέτρων για την αντιμετώπιση του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Στην ανακοίνωση αυτή εκτίθενται τα αποτελέσματα ενός προβληματισμού που ξεκίνησε ύστερα από πρωτοβουλία της Επιτροπής κατά την άτυπη σύνοδο των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στη Βερόνα τον Απρίλιο του 1996 και ο οποίος έλαβε συγκεκριμένη μορφή κατά την άτυπη σύνοδο του Μοντόρφ-λε-Μπαίν τον Σεπτέμβριο του 1997.

Ο προβληματισμός αυτός περιστράφηκε γύρω από το συντονισμό ορισμένων πτυχών των εθνικών φορολογικών πολιτικών με στόχο την επίτευξη ορισμένων στόχων, όπως η μείωση των στρεβλώσεων που εξακολουθούν να υπάρχουν στην ενιαία αγορά, η αποφυγή σημαντικών απωλειών φορολογικών εσόδων και ο προσανατολισμός των φορολογικών συστημάτων σε διαρθρώσεις ενισχύουσες την απασχόληση.

Υπό το φως των σχετικών συζητήσεων και προκειμένου να επιτευχθεί μια συνολική προσέγγιση, δόθηκε έμφαση σε τρεις τομείς, συγκεκριμένα στη φορολογία των επιχειρήσεων, στη φορολογία των εισοδημάτων από αποταμιεύσεις και στην όλη προβληματική της παρακράτησης του φόρου στην πηγή για τις διασυνοριακές πληρωμές τόκων και δικαιωμάτων μεταξύ επιχειρήσεων.

Μετά την ολοκλήρωση των συζητήσεων, το Συμβούλιο και οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών συνελθόντες στα πλαίσια του Συμβουλίου εξέφρασαν τη συμφωνία τους για το σχέδιο ψηφίσματος σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων, το οποίο περιέχεται στο παράρτημα 1.

Εξ άλλου, το Συμβούλιο

- ενέκρινε, όσον αφορά τη φορολογία των αποταμιεύσεων, το κείμενο που περιέχεται στο παράρτημα 2,

- σχετικά με τις πληρωμές τόκων και δικαιωμάτων μεταξύ επιχειρήσεων, έκρινε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να του υποβάλει πρόταση οδηγίας,

- σημείωσε την πρόθετη της Επιτροπής να υποβάλει σύντομα δύο προτάσεις οδηγίας με αντικείμενο τα θέματα των δύο επομένων εδαφίων,

- κάλεσε την Επιτροπή να του υποβάλλει ετησίως, μαζί με την έκθεση που προβλέπεται στην σημείο Ξ του κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων, έκθεση σχετικά με την πρόοδο των εργασιών στον τομέα της φορολογίας των αποταμιεύσεων και των πληρωμών τόκων και δικαιωμάτων μεταξύ επιχειρήσεων,

- σημείωσε τη δέσμευση της Επιτροπής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις φορολογικού χαρακτήρα,

- κάλεσε την Επιτροπή να συνεχίσει τις εργασίες της στο φορολογικό τομέα και να εξακολουθήσει να επικουρείται στους προβληματισμούς της από την ομάδα «Φορολογική πολιτική»,

- σημείωσε τις ακόλουθες δηλώσεις στα πρακτικά του Συμβουλίου:

1. Σχετικά με το παράρτημα 1 (κώδικας δεοντολογίας)

Ορισμένα κράτη μέλη και η Επιτροπή φρονούν ότι τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα για μισθωτούς δυνατόν να εμπίπτουν στην προβληματική που καλύπτει ο κώδικας, και ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να συζητηθεί στην ομάδα φορολογικής πολιτικής, ώστε ενδεχομένως να επεκταθεί ο κώδικας, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθεώρησης, περί της οποίας το σημείο Ξ.

Το Συμβούλιο και οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών συνερχόμενοι στα πλαίσια του Συμβουλίου καθώς και η Επιτροπή διαπιστώνουν ότι η αποφυγή λήψης και η κατάργηση μέτρων τελούν σε στενή συνάφεια και τονίζουν ότι επιβάλλεται ισόρροπη εφαρμογή σε συγκρίσιμες καταστάσεις, χωρίς όμως να καθυστερήσουν για το λόγο αυτόν η αποφυγή της λήψεως και η κατάργηση των μέτρων. Φρονούν εξάλλου, ότι σε γενικές γραμμές για την κατάργηση θα επαρκέσει μια διετία. Από 1ης Ιανουαρίου 1998 θ' αρχίσει στην πράξη η κατάργηση η οποία και θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε μια πενταετία, εκτός αν ειδικές περιστάσεις δικαιολογούν μακρότερο χρονικό διάστημα, πράγμα που θα κρίνει το Συμβούλιο.

Η γερμανική αντιπροσωπεία θεωρεί ότι το σημείο B.3 αφορά και την κατ' επιλογή παροχή πλεονεκτημάτων για διεθνείς δραστηριότητες ασκούμενες πότε σε ένα και πότε σε άλλο κράτος, όταν τα πλεονεκτήματα αυτά δεν παρέχονται για δραστηριότητες των οποίων δεν αλλάζει ο τόπος άσκησης. Την άποψη αυτή συμμερίζονται και άλλες αντιπροσωπείες.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το καθεστώς των κέντρων παροχής διεθνών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, τα οποία λειτουργούν στο Δουβλίνο, εγκρίθηκε το 1987, παρατάθηκε για τελευταία φορά το 1994 και λήγει το 2005, σύμφωνα δε με τους όρους της έγκρισης, μετά το 2000 δεν θα επιτρέπεται η υπαγωγή νέων κέντρων στο καθεστώς αυτό.

2. Σχετικά με το παράρτημα 2 (φορολογία των αποταμιεύσεων)

Τα κράτη μέλη δηλώνουν ότι, εν ή περιπτώσει αλλάξουν τη νομοθεσία τους, θα πρέπει να εμπνευσθούν από τα στοιχεία τα διαλαμβανόμενα στο παράρτημα 2 των παρόντων συμπερασμάτων.

Η βρετανική αντιπροσωπεία φρονεί ότι παρόμοια οδηγία δεν πρέπει να ισχύσει για τα «Ευρωομόλογα» και τα συναφή μέσα.

Η γαλλική αντιπροσωπεία είναι της γνώμης ότι η οδηγία για τη φορολόγηση των αποταμιεύσεων πρέπει να προβλέπει ποσοστό παρακράτησης στην πηγή τουλάχιστον 25 %.

Η ολλανδική αντιπροσωπεία δηλώνει ότι θα αξιολογήσει τις προτάσεις με γνώμονα την αρχή της φορολόγησης των αποταμιεύσεων στη χώρα διαμονής.

Η αντιπροσωπεία του Λουξεμβούργο εκτιμά ότι μια οδηγία για τη φορολόγηση των αποταμιεύσεων θα πρέπει να συνοδεύεται από οδηγία στον τομέα της φορολόγησης των επιχειρήσεων και δη όσον αφορά τα γενικά καθεστώτα φορολόγησης των επιχειρήσεων στα κράτη μέλη.

Η βελγική, η ιταλική και η πορτογαλική αντιπροσωπεία δηλώνουν ότι δεν θα συμφωνήσουν ως προς την οδηγία για την καταβολή τόκων και δικαιωμάτων μεταξύ επιχειρήσεων, αν δεν εκδοθεί προηγουμένως η οδηγία για τη φορολογία των αποταμιεύσεων.

3. Η Επιτροπή σημείωσε το αίτημα της ολλανδικής αντιπροσωπίας σχετικά με τα προβλήματα που άπτονται της φορολόγησης των συντάξεων και των ασφαλιστικών παροχών και ανέλαβε να εξετάσει το θέμα, επικουρούμενη από την ομάδα φορολογικής πολιτικής, και ενδεχομένως να εκπονήσει πρόταση οδηγίας.

4. Η Επιτροπή σημειώνει το αίτημα της βελγικής αντιπροσωπείας σχετικά με τον ΦΠΑ τον επιβλητέο στη διασυνοριακή χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτων, και αναλαμβάνει να το εξετάσει με ευρύτητα πνεύματος. Θα εξετάσει ειδικότερα σε ποιο βαθμό μπορούν να δώσουν κατάλληλη λύση οι ήδη μελετώμενες προτάσεις εκσυγχρονισμού και απλούστευσης του καθεστώτος ΦΠΑ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΣΥΝΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 1ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΣΥΝΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι τον Απρίλιο του 1996, κατά την άτυπη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας στην Βερόνα αποφασίστηκε, ύστερα από πρωτοβουλία της Επιτροπής, μια συνολική προσέγγιση όσον αφορά την φορολογική πολιτική, προσέγγιση που επιβεβαιώθηκε κατά τη σύνοδο στο Μοντόρφ-λε-Μπαιν τον Σεπτέμβριο του 1997 και η οποία βασίζεται στη διαπίστωση ότι χρειάζεται συντονισμένη δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να μειωθούν οι στρεβλώσεις που υπάρχουν ακόμη στην ενιαία αγορά, να αποφευχθούν σημαντικές απώλειες φορολογικών εσόδων και να προσανατολιστούν τα φορολογικά συστήματα σε διαρθρώσεις ενισχύουσες την απασχόληση,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τη σημαντική συμβολή της ομάδας «Φορολογική πολιτική» στην προετοιμασία του παρόντος ψηφίσματος,

ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 5ης Νοεμβρίου 1997,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τις θετικές επιπτώσεις του θεμιτού ανταγωνισμού και την ανάγκη εδραίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών, αλλά διαπιστώνοντας ταυτόχρονα ότι ο φορολογικός ανταγωνισμός μπορεί επίσης να οδηγήσει σε φορολογικά μέτρα με επιζήμια αποτελέσματα,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ κατά συνέπεια την ανάγκη θέσπισης ενός κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων χάρις στον οποίο θα αποφεύγονται τα επιζήμια φορολογικά μέτρα,

ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι ο κώδικας δεοντολογίας αποτελεί πολιτική δέσμευση και δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών ούτε τις αντίστοιχες αρμοδιότητες των κρατών μελών και της Κοινότητας οι οποίες απορρέουν από τη συνθήκη,

ΘΕΣΠΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟ ΚΩΔΙΚΑ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ:

Κώδικας δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων Φορολογικά μέτρα που εμπίπτουν στον κώδικα

A. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και της Κοινότητας, ο παρών κώδικας δεοντολογίας, ο οποίος καλύπτει τον τομέα της φορολογίας των επιχειρήσεων, αφορά τα μέτρα που έχουν ή μπορούν να έχουν αισθητές επιπτώσεις στην επιλογή του τόπου εγκατάστασης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην Κοινότητα.

Οι εν λόγω επιχειρηματικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν επίσης όλες τις δραστηριότητες που ασκούνται στο πλαίσιο ενός ομίλου εταιρειών.

Τα φορολογικά μέτρα τα οποία αφορά ο κώδικας περιλαμβάνουν τόσο τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, όσο και τις διοικητικές πρακτικές.

B. Στο πεδίο εφαρμογής που αναφέρεται στο ανωτέρω σημείο Α, πρέπει να θεωρηθούν ως εν δυνάμει επιζήμια και ως εκ τούτου καλυπτόμενα από τον παρόντα κώδικα τα φορολογικά μέτρα που καθιερώνουν σημαντικά χαμηλότερο πραγματικό επίπεδο φορολόγησης, συμπεριλαμβανομένης της μηδενικής φορολόγησης, σε σχέση με τα επίπεδα που ισχύουν κανονικά στο συγκεριμένο κράτος μέλος.

Τέτοιο επίπεδο φορολόγησης μπορεί να προκύψει από ονομαστικό φορολογικό συντελεστή, από τη φορολογική βάση ή από οποιονδήποτε άλλο σχετικό παράγοντα.

Κατά την εκτίμηση του επιζήμιου χαρακτήρα αυτών των μέτρων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μεταξύ άλλων:

1. κατά πόσον τα πλεονεκτήματα παρέχονται αποκλειστικά σε μη κατοίκους της χώρας ή για συναλλαγές που διενεργούνται με μη κατοίκους,

2. κατά πόσον τα πλεονεκτήματα είναι πλήρως αποκομμένα από την εγχώρια οικονομία, κατά τρόπο που να μην έχουν καμία επίπτωση στην εθνική φορολογική βάση,

3. κατά πόσον τα πλεονεκτήματα προσφέρονται ακόμα και χωρίς να υπάρχει πραγματική οικονομική δραστηριότητα και ουσιαστική οικονομική παρουσία στο κράτος μέλος που τα παρέχει,

4. κατά πόσον οι κανόνες υπολογισμού των κερδών από τις εσωτερικές δραστηριότητες πολυεθνικού ομίλου αποκλίνουν από τις διεθνώς παραδεκτές αρχές, κυρίως εκείνες που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ,

5. κατά πόσον τα φορολογικά μέτρα στερούνται διαφάνειας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι εκ του νόμου προβλεπόμενες ρυθμίσεις εφαρμόζονται με τρόπο ελαστικότερο και αδιαφανή σε διοικητικό επίπεδο.

Αποφυγή κατάργηση επιζήμιων μέτρων

Αποφυγή λήψης μέτρων

Γ. Τα κράτη μέλη δεσμεύονται να μην εισάγουν νέα φορολογικά μέτρα τα οποία είναι επιζήμια κατά την έννοια του παρόντος κώδικα. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη οφείλουν να σέβονται τις αρχές στις οποίες βασίζεται ο κώδικας κατά τον καθορισμό της μελλοντικής πολιτικής τους και να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την αξιολόγηση που περιγράφεται στα σημεία E έως I για την εκτίμηση του επιζήμιου ή μη χαρακτήρα κάθε νέου φορολογικού μέτρου.

Κατάργηση

Δ. Τα κράτη μέλη δεσμεύονται να επανεξετάσουν τη νομοθεσία και πρακτική τους, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές στις οποίες βασίζεται ο κώδικας, και την αξιολόγηση που περιγράφεται στα κατωτέρω σημεία E έως I. Εφόσον απαιτείται, τα κράτη μέλη θα τροποποιήσουν αυτές τις διατάξεις και πρακτικές προκειμένου να εξαλειφθούν το συντομότερο τα οποιαδήποτε επιζήμια μέτρα λαμβάνοντας υπόψη τους τις συζητήσεις του Συμβουλίου μετά τη διαδικασία αξιολόγησης.

Αξιολόγηση

Παροχή των κατάλληλων πληροφοριών

Ε. Σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και των ανοικτών διαδικασιών, τα κράτη μέλη ενημερώνονται μεταξύ τους σχετικά με τα υπάρχοντα και τα προτεινόμενα φορολογικά μέτρα τα οποία ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν μετά από αίτηση άλλου κράτους μέλους πληροφορίες σχετικά με κάθε φορολογικό μέτρο που φαίνεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα. Σε περίπτωση που τα προτεινόμενα μέτρα χρειάζονται κοινοβουλευτική έγκριση, οι προαναφερόμενες πληροφορίες παρέχονται μετά την εξαγγελία των μέτρων στο Κοινοβούλιο.

Αξιολόγηση των επιζήμιων μέτρων

Ζ. Κάθε κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να ζητήσει τη συζήτηση των φορολογικών μέτρων άλλου κράτους μέλους τα οποία ενδέχεται να εμπίπτουν στον κώδικα και να διατυπώσει παρατηρήσεις επ' αυτών. Η διαδικασία αυτή επιτρέπει την αξιολόγηση του κατά πόσον τα υπό εξέταση φορολογικά μέτρα είναι επιζήμια, ανάλογα με τις ενδεχόμενες επιπτώσεις τους στο εσωτερικό της Κοινότητας. Κατά την αξιολόγηση αυτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο ανωτέρω σημείο B.

Η. Το Συμβούλιο τονίζει επίσης την ανάγκη προσεκτικής εκτίμησης, κατά την αξιολόγηση αυτή, των επιπτώσεων των φορολογικών μέτρων σε άλλα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές φορολογήσεις των σχετικών δραστηριοτήτων σε όλη την Κοινότητα.

Στον βαθμό που τα φορολογικά μέτρα χρησιμοποιούνται για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης συγκεκριμένων περιοχών, αξιολογείται αν τα μέτρα αυτά τελούν σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο στόχο και αν συμβάλλουν στην επίτευξή του. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης αυτής, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στα ειδικά χαρακτηριστικά και στα προβλήματα των άκρως απομεμακρυσμένων περιοχών, και των μικρών νησιών, χωρίς να θίγεται η ενότης και η συνοχή της κοινοτικής έννομης τάξης, συμπεριλαμβανομένων των κοινών πολιτικών και της εσωτερικής αγοράς.

Διαδικασία

Θ. Το Συμβούλιο θα συστήσει ομάδα για την αξιολόγηση των φορολογικών μέτρων τα οποία μπορεί νε εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κώδικα και για την επίβλεψη της παροχής πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα αυτά. Το Συμβούλιο καλεί κάθε κράτος μέλος και την Επιτροπή να ορίσουν έναν αντιπρόσωπο υψηλού επιπέδου και έναν αναπληρωτή στην εν λόγω ομάδα, στην οποία θα προεδρεύει αντιπρόσωπος κράτους μέλους. Η ομάδα, η οποία θα συνεδριάζει τακτικά, θα επιλέγει και θα αξιολογεί τα φορολογικά μέτρα σύμφωνα με τις διατάξεις των σημείων Ε έως Η. Η ομάδα θα εκπονεί τακτικά έκθεση σχετικά με τα αξιολογούμενα μέτρα. Οι εκθέσεις αυτές θα διαβιβάζονται στο Συμβούλιο προς συζήτηση και, εάν το Συμβούλιο το αποφασίσει, θα δημοσιεύονται.

I. Το Συμβούλιο καλεί την Επιτροπή να επικουρεί την ομάδα στις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες της και να διευκολύνει τη διαδικασία παροχής πληροφοριών και αξιολόγησης. Προς το σκοπό αυτό, το Συμβούλιο ζητά από τα κράτη μέλη να διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο E, ώστε να της δίνουν τη δυνατότητα να συντονίζει την ανταλλαγή τους μεταξύ των κρατών μελών.

Κρατικές ενισχύσεις

K. Το Συμβούλιο διαπιστώνει ότι ορισμένα από τα φορολογικά μέτρα που καλύπτονται από τον κώδικα ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για τις κρατικές ενισχύσεις των άρθρων 92-94 της συνθήκης. Με την επιφύλαξη του κοινοτικού δικαίου, και των εκ της συνθήκης στόχων, το Συμβούλιο σημειώνει ότι η Επιτροπή αναλαμβάνει την υποχρέωση να δημοσιεύσει στα μέσα του 1998 τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή, στα μέτρα για την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, των κανόνων που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, αφού πρώτα υποβάλει σχετικό σχέδιο στους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών στα πλαίσια πολυμερούς συνεδρίασης, καθώς και ότι η Επιτροπή αναλαμβάνει να επιβλέπει η ίδια την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα αρνητικά αποτελέσματα των ενισχύσεων που θα διαπιστωθούν κατά την εφαρμογή του κώδικα. Το Συμβούλιο σημειώνει επίσης την πρόθεση της Επιτροπής να εξετάσει ή να επανεξετάσει κατά περίπτωση τα ισχύοντα φορολογικά καθεστώτα και τα μελετώμενα νέα μέτρα των κρατών μελών με τρόπο που να εξασφαλίζει συνέπεια και ίση μεταχείριση στην εφαρμογή των κανόνων και στόχων της συνθήκης.

Καταπολέμηση της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής

Λ. Το Συμβούλιο καλεί τα κράτη μέλη να συνεργαστούν πλήρως στην καταπολέμηση της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής, κυρίως στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με τις αντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες.

Μ. Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι οι διατάξεις περί καταπολεμήσεως της απάτης ή τα αντίμετρα που περιλαμβάνονται στις φορολογικές νομοθεσίες και στις συμβάσεις για την αποφυγή διπλής φορολόγησης διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής.

Γεωγραφική επέκταση

Ν. Το Συμβούλιο θεωρεί σκόπιμο να γίνουν αποδεκτές σε όσο το δυνατόν ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο οι αρχές που αποσκοπούν στην εξάλειψη των επιζήμιων φορολογικών μέτρων. Προς τούτο, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν να προωθήσουν την υιοθέτησή τους και από τρίτες χώρες, αλλά και να προωθήσουν τη θέσπισή τους σε εδάφη στα οποία η συνθήκη δεν ισχύει.

Ειδικότερα, τα κράτη μέλη που έχουν εξαρτώμενα ή συνδεδεμένα εδάφη ή έχουν ειδικές υποχρεώσεις ή φορολογικές προνομίες σε άλλα εδάφη αναλαμβάνουν, στο πλαίσιο των συνταγματικών τους διατάξεων, τη δέσμευση να εξασφαλίσουν την εφαρμογή αυτών των αρχών στα συγκεκριμένα εδάφη. Ως προς το θέμα αυτό, τα εν λόγω κράτη μέλη θα αναφέρουν την εξέλιξη της κατάστασης υπό μορφή εκθέσεων προς την ομάδα που αναφέρεται στο σημείο Θ, η οποία και θα αξιολογεί τις εκθέσεις αυτές σύμφωνα με την ανωτέρω περιγραφείσα διαδικασία αξιολόγησης.

Παρακολούθηση και αναθεώρηση

Ξ. Προκειμένου να εξασφαλίσει την ισόρροπη και αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κώδικα, το Συμβούλιο καλεί την Επιτροπή να του υποβάλλει ετησίως έθεση σχετικά με την εφαρμογή του κώδικα και σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις φορολογικού χαρακτήρα. Το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη θα αναθεωρήσουν το περιεχόμενο του κώδικα δύο έτη μετά τη θέσπισή του.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΕΩΝ

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα μίνιμουμ πραγματικής φορολόγησης των εισοδημάτων από αποταμιεύσεις στο εσωτερικό της Κοινότητας και να αποφευχθούν ανεπιθύμητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, το Συμβούλιο καλεί την Επιτροπή να του υποβάλει πρόταση οδηγίας για τη φορολογία των αποταμιεύσεων. Το Συμβούλιο κρίνει ότι ως βάση για την πρόταση αυτή θα μπορούσαν να ληφθούν τα ακόλουθα στοιχεία:

I. Το πεδίο εφαρμογής μιας τέτοιας οδηγίας θα μπορούσε να περιοριστεί στους τόκους που καταβάλλονται σε δεδομένο κράτος μέλος σε άτομα που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος.

II. Μια τέτοια οδηγία, ως πρώτο βήμα για την πραγματική φορολόγηση των εισοδημάτων από αποταμιεύσεις στο σύνολο της Κοινότητας, θα μπορούσε να βασίζεται στο λεγόμενο «μοντέλο συνύπαρξης» σύμφωνα με το οποίο κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει μια ελάχιστη παρακράτηση φόρου στην πηγή ή παρέχει στα άλλα κράτη μέλη πληροφορίες σχετικά με τα εισοδήματα από αποταμιεύσεις. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να συνδυάσουν τα δύο αυτά στοιχεία. Η οδηγία θα μπορούσε να περιέχει ρήτρα επανεξέτασης, ώστε να μπορεί να διερευνηθεί κατά πόσον θα ήταν δυνατόν να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος για την ικανοποιητικότερη πραγματική φορολόγηση των εισοδημάτων από αποταμιεύσεις.

III. Κάθε παρακράτηση φόρου στην πηγή επί των καταβαλλόμενων τόκων σε κατοίκους άλλων κρατών μελών θα μπορούσε, κατ' αρχήν, να διενεργείται από τον φορέα που πραγματοποιεί την πληρωμή. Ενδέχεται να απαιτηθεί βελτίωση αυτής της μεθόδου προκειμένου να καταπολεμηθούν αποτελεσματικότερα η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή και να αποφευχθεί η διπλή φορολογία. Οι αναγκαίες διατυπώσεις για τον έλεγχο της φορολογικής κατοικίας των δικαιούχων δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά επαχθείς.

IV. Στις διατάξεις μιας τέτοιας οδηγίας θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ανάγκη διατήρησης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών σε παγκόσμια κλίμακα.

Εξ άλλου, καλό θα ήταν να υιοθετηθούν τα προαναφερόμενα στοιχεία σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναλάβουν, παράλληλα με τη συζήτηση της πρότασης οδηγίας, να προωθήσουν τη θέσπιση παρόμοιων μέτρων και σε τρίτες χώρες και στα εδάφη όπου η συνθήκη δεν ισχύει. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη που έχουν εξαρτώμενα ή συνδεδεμένα εδάφη ή έχουν ειδικές υποχρεώσεις ή φορολογικές προνομίες σε άλλα εδάφη πρέπει να αναλάβουν τη δέσμευση, στο πλαίσιο των συνταγματικών τους διατάξεων, να εξασφαλίσουν την εφαρμογή ισοδύναμων μέτρων στα εδάφη αυτά.

Το Συμβούλιο θα πρέπει να εξετάσει το θέμα αυτό πριν από την έκδοση μιας τέτοιας οδηγίας.

Top