EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31992D0330

92/330/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 1991 σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ της Textilwerke Deggendorf (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

ΕΕ L 183 της 3.7.1992, p. 36–39 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1992/330/oj

31992D0330

92/330/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 1991 σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ της Textilwerke Deggendorf (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 183 της 03/07/1992 σ. 0036 - 0039


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 18ης Δεκεμβρίου 1991 σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ της Textilwerke Deggendorf (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (92/330/ΕΟΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 93, τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους,

Εκτιμώντας ότι:

Ι

Στις 25 Φεβρουαρίου 1991, η μόνιμη αντιπροσωπεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας γνωστοποίησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ, σχέδιο ενίσχυσης υπέρ της επιχείρησης Textilwerke Geggendorf GmbH. Η επιχείρηση αυτή ασκεί τις κύριες δραστηριότητές της στον κλάδο των συνθετικών ινών, που καλύπτεται από το σχετικό κοινοτικό πλαίσιο. Βάσει του πλαισίου αυτού απαιτείται προηγούμενη γνωστοποίηση όλων των σχεδίων ενισχύσεων στον κλάδο αυτό.

Η ενίσχυση επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί από το Bayerisches Regionales Foerderprogramm, που ενέκρινε η Επιτροπή με επιστολή της 21ης Δεκεμβρίου 1988.

Με επιστολή της 14ης Μαρτίου 1991 τέθηκαν στις γερμανικές αρχές ορισμένα συμπληρωματικά ερωτήματα σχετικά με το χαρακτηρισμό της σχεδιαζόμενης επένδυσης. Η Επιτροπή έλαβε σχετική απάντηση, με επιστολή, στις 8 Μαΐου 1991.

Με επιστολή της 27ης Ιουνίου 1991, η Επιτροπή ενημέρωσε τη γερμανική κυβέρνηση για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 2 έναντι των εν λόγω ενισχύσεων, και την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

Οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι πληροφορήθηκαν την απόφαση της Επιτροπής μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Αυγούστου 1991 (1).

Η ενίσχυση αναφέρεται στις επενδύσεις που θα πραγματοποιηθούν στην επιχείρηση Pietsch το κεφάλαιο της οποίας εξαγοράστηκε από την Textilwerke Deggendorf GmbH για 1 γερμανικό μάρκο, ενώ απειλείτο με διακοπή της λειτουργίας της το 1989.

Η επιχείρηση Pietsch, ειδικευόμενη αποκλειστικά στην κατασκευή υφασμάτινων παραπετασμάτων, έχει ενταχθεί από το νέο ιδιοκτήτη σε ένα σχέδιο ανάκαμψης και εκσυγχρονισμού το οποίο θα υποστηριχθεί οικονομικά από το κρατίδιο της Βαυαρίας.

Οι επενδύσεις οι οποίες πρόκειται να χρηματοδοτηθούν -ύψους 11,95 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων- θα έχουν σαν αποτέλεσμα τη διατήρηση 134 υφισταμένων θέσεων εργασίας στην επιχείρηση Pietsch και τη δημιουργία 15 νέων θέσεων εργασίας στην ίδια επιχείρηση.

Το σχέδιο ανάκαμψης και εκσυγχρονισμού -το οποίο άρχισε τον Ιούλιο 1989 με την εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων- προβλέπεται να κλιμακωθεί σε τρία χρόνια με την πραγματοποίηση επενδύσεων ύψους 11,95 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, από τα οποία 2 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα προορίζονται για στοιχεία ακίνητης περιουσίας και 4 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα για την αγορά ειδικών μηχανημάτων για την κατασκευή παραπετασμάτων.

Προβλέπεται η χορήγηση στην επιχείρηση Deggendorf, εκ μέρους του βαυαρικού Υπουργείου Οικονομικών, δύο δανείων με επιδοτούμενα επιτόκια (4,5 %) και τριετή περίοδο χάριτος, τα οποία χρηματοδοτούνται στα πλαίσια του περιφερειακού προγράμματος του κρατιδίου.

Το πρώτο δάνειο, ύψους 2,8 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, είναι δεκαπενταετές και το δεύτερο, ύψους 3 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, είναι οκταετές.

Το καθαρό ισοδύναμο επιχορήγησης του επιτοκίου υπολογίζεται σε 3,46 % για το πρώτο δάνειο και σε 2,77 % για το δεύτερο.

Συνεπώς, το 48,53 % της επένδυσης, που θα πραγματοποιηθεί τον Ιούλιο του 1992, θα χρηματοδοτηθεί από δημόσιες πιστώσεις.

Με βάση τις πληροφορίες που διέθετε, η Επιτροπή εξέτασε τις συνέπειες που έχει, από άποψη πολιτικής ανταγωνισμού, η χρηματοοικονομική και λογιστική σχέση μεταξύ της επιχείρησης Deggendorf και της Pietsch.

Η Επιτροπή δεν ήταν τότε σε θέση να προσδιορίσει κατά πόσο υπήρχε σαφής διαχωρισμός μεταξύ της παραγωγής συνθετικών ινών και της νέας επένδυσης. Αντίθετα, θεώρησε ότι οι εν λόγω ενισχύσεις μπορούν ενδεχομένως να ευνοήσουν έμμεσα την επιχείρηση Deggendorf, η οποία κατασκευάζει προϊόντα τα οποία καταρχήν δεν μπορούν να τύχουν ενισχύσεων βάσει του κοινοτικού πλαισίου που ισχύει για τις συνθετικές ίνες.

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη το γεγονός ότι, στις 21 Μαΐου 1986, είχε λάβει αρνητική απόφαση σχετικά με ορισμένες ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά που είχαν χορηγηθεί στην ίδια εταιρεία μεταξύ 1981 και 1983. Η απόφαση αυτή (86/509/ΕΟΚ) (2) απαιτούσε την επιστροφή της επιχορήγησης ύψους 6,12 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων και του δανείου ύψους 11 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων με επιδοτούμενο επιτόκιο. Η επιστροφή αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και, κατά συνέπεια, η εταιρεία Deggendorf εξακολουθεί να επωφελείται από αθέμιτες ενισχύσεις που ενισχύουν τεχνητά την ανταγωνιστικότητά της.

Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι, στην κοινοτική αγορά των ινών από πολυαμίδιο και πολυεστέρα, η οποία είναι άκρως ανταγωνιστική λόγω της παρουσίας πολλών παραγωγών σε όλες τις εθνικές αγορές, αλλά χαρακτηρίζεται συγχρόνως και από στασιμότητα της ζήτησης, από επενδύσεις υψηλής έντασης κεφαλαίου και από περιορισμένα περιθώρια, οι εν λόγω ενισχύσεις απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, οι ενισχύσεις αυτές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν την εφαρμογή μιας από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 92 παράγραφοι 1 έως 3, και είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης.

Κατ' αυτό τον τρόπο, η Επιτροπή προέβη σε μία ανάλυση αντίστοιχη με εκείνη την οποία είχε πραγματοποιήσει πριν από λίγους μήνες, όταν εξέταζε μία περίπτωση ενισχύσεων στην ίδια επιχείρηση Textilwerke Deggendorf GmbH για την πραγματοποίηση επενδύσεων εξορθολογισμού της παραγωγής ελαστικών καλτσών και ινών από πολυαμίδια.

Η Επιτροπή είχε τότε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, ενώ συγχρόνως επέβαλε στις γερμανικές αρχές την υποχρέωση να μην αρχίσουν την καταβολή τους μέχρις ότου επιστραφούν οι ασυμβίβαστες ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί παράνομα από το 1981 έως το 1983.

Στην απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία έναντι του σχεδίου ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης Pietsch (3), η Επιτροπή υπενθύμισε εξάλλου το ανωτέρω ιστορικό διευκρινίζοντας ότι, "σε περίπτωση ενδεχόμενης ευνοϊκής απόφασης με την οποία θα επιτρέπονται οι εν λόγω ενισχύσεις, η καταβολή τους δεν θα πρέπει να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μετά την επιστροφή των παράνομων ενισχύσεων που αφορά η απόφαση της 21ης Μαΐου 1986".

ΙΙ

Η γερμανική κυβέρνηση, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε με επιστολή της 30ής Ιουλίου 1991, στα πλαίσια της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης, διευκρίνησε τη θέση που είχε λάβει κατά το χρόνο της κοινοποίησης, παρέχοντας έτσι στην Επιτροπή ορισμένα συμπληρωματικά στοιχεία που της επέτρεψαν να εκτιμήσει -με βάση τις συνέπειές της επί του ανταγωνισμού- τη σχέση που υπάρχει μεταξύ της εταιρείας Textilwerke Deggendorf GmbH, αδιαμφισβήτητου λήπτη της ενίσχυσης, και της επιχείρησης Pietsch, όπου θα πραγματοποιηθούν οι ενισχυόμενες επενδύσεις.

Οι γερμανικές αρχές, εξάλλου, θεώρησαν αμελητέες τις συνέπειες της ενίσχυσης στην παραγωγή συνθετικών ινών μέσω του συνολικού προϋπολογισμού της Textilwerke Deggendorf GmbH.

Η δανική και ολλανδική κυβέρνηση, καθώς και η British Textile Confederation, έστειλαν στην Επιτροπή ορισμένες σύντομες παρατηρήσεις. Οι παρατηρήσεις αυτές διαβιβάστηκαν στη γερμανική κυβέρνηση, η οποία δεν διατύπωσε σχετικά κανένα νέο σχόλιο.

Εξάλλου, η γερμανική κυβέρνηση διατύπωσε τα σχόλιά της στην απόφαση της Επιτροπής με επιστολή της 30ής Ιουλίου 1991.

ΙΙΙ

Το δάνειο με επιδοτούμενο επιτόκιο ύψους 5,8 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων που χορηγήθηκε στην εταιρεία Textilwerke Deggendorf GmbH κατ' εφαρμογή του Bayerische Regionale Foerderprogramm, το οποίο ενέκρινε η Επιτροπή με επιστολή της 27ης Δεκεμβρίου 1988, αποτελεί ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ, δεδομένου ότι επιτρέπει στην επιχείρηση να πραγματοποιεί επενδύσεις χωρίς να επιβαρύνεται με όλο το σχετικό κόστος.

Οι ενισχύσεις αυτές γνωστοποιήθηκαν στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ. Η υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης των εν λόγω ενισχύσεων προκύπτει, πράγματι, από το πλαίσιο που ισχύει για κάθε σχέδιο ενίσχυσης, ανεξάρτητα από τη μορφή του, σε εταιρείες του κλάδου των συνθετικών ινών.

Η Επιτροπή ήταν σε θέση έτσι, να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της και να εκτιμήσει τη σχεδιαζόμενη ενίσχυση.

Η χρηματοοικονομική και λογιστική σχέση που υφίσταται μεταξύ της Textilwerke Deggendorf και της Pietsch φαίνεται ότι δεν έχει συνέπειες στην παραγωγή ινών μέσω του συνολικού προϋπολογισμού της ιδιοκτήτριας επιχείρησης. Η σχέση αυτή, αντίθετα, αυξάνει τις δυνατότητες διοχέτευσης των προϊόντων της Textilwerke Deggendorf, στο βαθμό που η επιχείρηση Pietsch χρησιμοποιεί συνθετικές ίνες κατά την κατασκευή των παραπετασμάτων της.

Στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 1991, η Επιτροπή είχε ήδη διαπιστώσει ότι η ύπαρξη επιπλέον δυνατοτήτων και διάθεσης για την παραγωγή συνθετικών ινών συμβάλλει στην απορρόφηση της συνολικής πλεονάζουσας ζήτησης που υπάρχει στον κλάδο αυτό.

Έτσι, ο δεσμός που υφίσταται μεταξύ της παραγωγής συνθετικών ινών και της νέας επένδυσης που θα χρηματοδοτηθεί εν μέρει από δημόσιους πόρους δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να εκτιμήσει τη σχεδιαζόμενη ενίσχυση λαμβάνοντας υπόψη ότι αντιμετωπίζονται καταρχήν δυσμενώς από τους κανόνες που ισχύουν στον κλάδο των συνθετικών ινών.

Ειδικότερα, όσον αφορά την επιχείρηση Pietsch, η οποία ασχολείται αποκλειστικά με την κατασκευή παραπετασμάτων από ύφασμα, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το κρατίδιο της Βαυαρίας σχεδιάζει να ενισχύσει το σχέδιο ανάκαμψης και εκσυγχρονισμού της.

Η σχεδιαζόμενη ενίσχυση πρόκειται να χορηγηθεί κατ' εφαρμογή ενός καθεστώτος περιφερειακών ενισχύσεων που ενέκρινε η Επιτροπή, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει το καθεστώς αυτό (ενισχύσεις υπό μορφή επιδότησης επιτοκίου των δανείων και με ένταση που περιορίζεται σε 8 % καθαρού ισοδύναμου επιδότησης).

Η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι, με προοπτική τη διατήρηση των 134 υφισταμένων θέσεων εργασίας στην επιχείρηση Pietsch και τη δημιουργία 15 επιπλέον μόνιμων θέσεων εργασίας στην περιοχή του Deggendorf, η εν λόγω ενίσχυση ευνοεί την ανάπτυξη της υπό εξέταση οικονομικής περιοχής και μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

IV

Η Επιτροπή διαπιστώνει, εντούτοις, ότι, εφόσον η επιχείρηση Textilwerke Deggendorf GmbH δεν επιστρέψει όλες τις ενισχύσεις τις οποίες έλαβε αδικαιολόγητα από το 1981 έως το 1983, η ανταγωνιστικότητά της θα εξακολουθήσει να ενισχύεται από ένα πλεονέκτημα το οποίο έχει επιπτώσεις στους όρους των συναλλαγών.

Από τυπική άποψη, αντίθετα με τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι γερμανικές αρχές μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν επικρίνει την Textilwerke Deggendorf GmbH για το γεγονός ότι άσκησε προσφυγή προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση από τα γερμανικά δικαστήρια μιας σχετικής διοικητικής απόφασης.

Η Επιτροπή διαπιστώνει, αντίθετα, αφενός ότι δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί η επιστροφή της παράνομης και ασυμβίβαστης ενίσχυσης, και αφετέρου ότι δεν διαθέτει κανένα μέσο καταναγκασμού για να επιταχύνει ή να επιβάλει την εκτέλεση της απόφασης της 21ης Μαΐου 1986. Η Επιτροπή είχε λάβει τότε αρνητική απόφαση σχετικά με ορισμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παράνομα στην ίδια εταιρεία μεταξύ 1981 και 1983 και ζήτησε την επιστροφή των επιχορηγήσεων ύψους 6,12 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων και ορισμένων δανείων με ευνοϊκούς όρους που ανέρχονται στο ποσό των 11 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων.

Δεδομένου ότι δεν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η αρνητική αυτή απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη. Η γερμανική κυβέρνηση, αντίθετα, άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ζητώντας ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής της 26ης Μαρτίου 1991.

Η Επιτροπή έχει ήδη υπενθυμίσει στη γερμανική κυβέρνηση, στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 1991 που αφορά την ίδια επιχείρηση Textilwerke Deggendorf, ότι υποχρεούται να εξετάζει τις περιπτώσεις ενισχύσεων, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις που ενδέχεται να συντελέσουν ώστε η ενίσχυση να έχει επιπτώσεις στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

Σε μία πρόσφατη απόφαση, το Δικαστήριο παρατήρησε εύστοχα ότι εφόσον η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσο συμβιβάζεται μία ενίσχυση με την κοινή αγορά, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, περιλαμβανομένου, κατά περίπτωση, και του πλαισίου το οποίο έχει ήδη αξιολογήσει σε προηγούμενη απόφασή της, καθώς και των υποχρεώσεων οι οποίες επιβλήθηκαν με την προηγούμενη αυτή απόφαση σε ένα κράτος μέλος (4).

Συνεπώς, είναι θεμιτό να στηρίξει η Επιτροπή μία μεταγενέστερη απόφασή της στο γεγονός ότι δεν έχει τηρηθεί ένας όρος που επιβλήθηκε με απόφαση που είχε εκδοθεί προηγουμένως και αφορούσε την ίδια επιχείρηση, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.

Η ανάλυση αυτή ενισχύεται εξάλλου και από το ιστορικό της συγκεκριμένης υπόθεσης, λόγω του οποίου η Επιτροπή καταλήγει να επαναλάβει την επιχειρηματολογία της απόφασης της 26ης Μαρτίου 1991: το αθέμιτο πλεονέκτημα του οποίου επωφελήθηκε η Textilwerke Deggendorf από το 1981 1983 είχε σαν αποτέλεσμα για την επιχείρηση αυτή έναν αδικαιολόγητο πλουτισμό ο οποίος θα συνεχιστεί μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η επιστροφή των παράνομων και ασυμβίβαστων ενισχύσεων τις οποίες έλαβε.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί βάσιμα ότι οι εν λόγω ενισχύσεις -οι οποίες είναι, εξάλλου, ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά- δεν μπορούν να δοθούν πραγματικά στην Textilwerke Deggendorf GmbH, εφόσον η επιχείρηση δεν προβεί σε επιστροφή των ασυμβίβαστων ενισχύσεων που αναφέρονται στην απόφαση της 21ης Μαΐου 1986.

Οι παράνομα χορηγηθείσες ενισχύσεις, τις οποίες η Deggendorf αρνείται να επιστρέψει από το 1986, και οι νέες επενδυτικές ενισχύσεις για τις οποίες γίνεται λόγος σήμερα θα είχαν σωρευτικά σαν αποτέλεσμα να δοθεί στην επιχείρηση αυτή ένα υπερβολικό και αδικαιολόγητο πλεονέκτημα το οποίο αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

Ως εκ τούτου, ακόμη και αν οι σχεδιαζόμενες σήμερα ενισχύσεις ύψους 744 485 γερμανικών μάρκων που προκύπτουν από τη χορήγηση δανείων με επιδοτούμενα επιτόκια ύψους 5,8 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, η Επιτροπή εκτιμά ότι θα πρέπει να ανασταλεί η καταβολή τους, μέχρι την επιστροφή των ασυμβίβαστων ενισχύσεων που αναφέρονται στην απόφαση του 1986.

Η κατάσταση αυτή προέκυψε από την αμελή συμπεριφορά της γερμανικής κυβέρνησης και της εταιρείας Deggendorf, οι οποίες ενήργησαν κατά παράβαση των κανόνων αναγκαστικού δικαίου του άρθρου 93 παράγραφος 3.

Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα μέσο καταναγκασμού για να επιταχύνει ή να επιβάλει την εκτέλεση της απόφασης του 1986, καθίσταται περισσότερο αναγκαία η αναστολή της καταβολής των παρουσών ενισχύσεων.

Επιπλέον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η Επιτροπή, στην ανακοίνωση που εξέδωσε βάσει του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης υπογράμμισε ήδη ότι από τη μη επιστροφή των παλαιών ασυμβίβαστων ενισχύσεων εκ μέρους της εταιρείας Textilwerke Deggendorf GmbH προκύπτει μία διπλή στρέβλωση του ανταγωνισμού. Ούτε η γερμανική κυβέρνηση ούτε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αμφισβήτησαν ή διατύπωσαν παρατηρήσεις όσον αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής επί του θέματος.

Συμπερασματικά, οι ενισχύσεις ύψους 744 485 γερμανικών μάρκων που σχεδιάζει η γερμανική κυβέρνηση υπέρ της εταιρείας Deggendorf συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, αλλά δεν μπορούν να χορηγηθούν μέχρις ότου η εταιρεία Textilwerke Deggendorf GmbH επιτρέψει τις ενισχύσεις που λήφθηκαν παράνομα μεταξύ 1981 και 1983 και οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της απόφασης 86/509/ΕΟΚ της Επιτροπής.

Η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, λόγω του ότι η επιχείρηση Textilwerke Deggendorf λαμβάνει αδικαιολόγητα από το 1981 1983 ενισχύσεις συνολικού ποσού 17,12 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων και ότι, ακόμη και σήμερα, η επιχείρηση αυτή εξακολουθεί να αρνείται να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που έχει βάσει του κοινοτικού δικαίου και δεν προβαίνει σε επιστροφή των εν λόγω ενισχύσεων. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αναβλητική αίρεση που αναφέρεται στην παρούσα απόφαση δεν μπορεί να εφαρμοστεί σωρευτικά με την αναβλητική αίρεση που περιέχεται στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 1991, για δύο λόγους: πρώτον, λόγω του γεγονότος ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή να μην συνεχίσει η Textilwerke Deggendorf, με τη στάση της, να επωφελείται των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από ένα αδικαιολόγητο πλουτισμό- δεύτερον λόγω του γεγονότος ότι η παρούσα αναβλητική αίρεση θα πάψει να παράγει αποτελέσματα, εφόσον η επιχείρηση εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της όσον αφορά την επιστροφή των ενισχύσεων σύμφωνα με την απόφαση της 21ης Μαΐου 1986. (Το ίδιο ισχύει για την αναβλητική αίρεση της απόφασης της 26ης Μαρτίου 1991),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι ενισχύσεις υπό μορφή επιδοτούμενων δανείων ύψους 2,8 και 3 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, δεκαπενταετούς και οκταετούς διάρκειας αντίστοιχα, που χορηγήθηκαν με επιτόκιο 4,5 % και τριετή περίοδο χάριτος, στην εταιρεία Textilwerke Deggendorf GmbH και κοινοποίησαν στην Επιτροπή με επιστολή των γερμανικών αρχών, της 25ης Φεβρουαρίου 1991, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 της συνθήκης ΕΟΚ.

Άρθρο 2

Η Γερμανία υποχρεούται να αναστείλει την καταβολή στην εταιρεία Deggendorf των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 της παρούσας απόφασης, μέχρις ότου προβεί σε ανάκτηση των ασυμβίβαστων ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 της απόφασης 86/509/ΕΟΚ.

Άρθρο 3

Η Γερμανία ενημερώνει την Επιτροπή, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε σε συμμόρφωση μ' αυτήν.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Βρυξέλλες, 18 Δεκεμβρίου 1991. Για την Επιτροπή

Leon BRITTAN

Αντιπρόεδρος

(1) ΕΕ αριθ. C 207 της 8. 8. 1991, σ. 6. (2) ΕΕ αριθ. L 300 της 24. 10. 1986, σ. 34. (3) Επιστολή της 27ης Ιουνίου 1991 και ΕΕ αριθ. C 207 της 8. 8. 1991. (4) Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου στην υπόθεση 261/89 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

Top