Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31982D0866

82/866/EOK: Απόφαση της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 1982 σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης EOK (IV/29. 629 Ελασματοποιημένα προϊόντα και κράματα ψευδαργύρου (Τα κείμενα στη γαλλική και γερμανική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

ΕΕ L 362 της 23.12.1982, p. 40–52 (DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1982/866/oj

31982D0866

82/866/EOK: Απόφαση της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 1982 σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης EOK (IV/29. 629 Ελασματοποιημένα προϊόντα και κράματα ψευδαργύρου (Τα κείμενα στη γαλλική και γερμανική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 362 της 23/12/1982 σ. 0040 - 0052


*****

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Δεκεμβρίου 1982

σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ (IV/29.629 - Ελασματοποιημένα προϊόντα και κράματα ψευδαργύρου)

(Τα κείμενα στη γαλλική και γερμανική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(82/866/ΕΟΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,

τον κανονισμό αριθ. 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962 (1), πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχωρήσεως της Ελλάδας, και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 1 και το άρθρο 15 παράγραφος 2,

την απόφαση της Επιτροπής της 9ης Ιουνίου 1981 περί κινήσεως της σχετικής διαδικασίας,

αφού η Επιτροπή έδωσε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν την άποψή τους όσον αφορά τις αιτιάσεις που ελήφθησαν υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17, καθώς και με τις διατάξεις του κανονισμού αριθ. 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 1963 περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου (2),

αφού ζήτησε τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων,

Εκτιμώντας ότι:

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Α. Γενικά

α) Τα προϊόντα που αφορά η παρούσα απόφαση είναι:

1. Ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου ή ψευδαργύρου με τιτάνιο σε φύλλα ή σε ταινίες για χρήση στη βιομηχανία κατασκευών (επικαλύψεις τοίχων και στεγών, υδροσωλήνες, υδρορροές), καθώς και στις γραφικές τέχνες·

Η κατανάλωση των ελασματοποιημένων προϊόντων στον τομέα της οικοδομής ποικίλλει ιδιαίτερα αισθητά από τη μία χώρα στην άλλη, ανάλογα με τους τρόπους και τύπους κατασκευής. Η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο και οι Κάτω Χώρες είναι παραδοσιακά οι πλέον σημαντικοί καταναλωτές στη Δυτική Ευρώπη.

Προς το παρόν, όσον αφορά την παραγωγή φύλλων ψευδαργύρου, υπάρχουν στις χώρες της κοινής αγοράς έξι βιομηχανίες ελασματουργίας διαφορετικής μεταξύ τους σπουδαιότητας:

- Compagnie royale asturienne des mines (αποκαλούμενη εφεξής «CRAM»), Γαλλία,

- Rheinisches Zinkwalzwerk GmbH & Co. KG (αποκαλούμενη εφεξής «RZ», Γερμανία,

- Societe des mines et fonderies de la Vieille-Montagne (αποκαλούμενη εφεξής «VM»), Γαλλία,

- Pertusola, Ιταλία,

- Billiton, Κάτω Χώρες,

- SAMIM, Ιταλία.

2. Κράματα με βάση τον ψευδάργυρο, τα οποία προορίζονται κυρίως, κατόπιν μεταποιήσεως με τήξη υπό πίεση, για τις βιομηχανίες αυτοκινήτου, ηλεκτρικών κατασκευών και ειδών κιγκαλερίας.

Το μεγαλύτερο μέρος των κραμάτων αυτών πωλείται υπό τη μάρκα ΖΑΜΑΚ (95 % της κατανάλωσης στη Γαλλία).

Λόγω του γεγονότος ότι η επένδυση για εργαστήριο κραμάτων δεν απαιτεί σημαντικά κεφάλαια, κάθε παραγωγός ακατέργαστου ψευδάργυρου που διαθέτει μέταλλο προς διάθεση προσπαθεί να εφοδιάζεται με εργαστήριο κραμάτων ψευδαργύρου.

β) Οι εν θέματι εταιρείες που αφορά η παρούσα απόφαση είναι:

- Compagnie royale asturienne des mines (CRAM)

Μολονότι η έδρα της εξακολουθεί να βρίσκεται στο Βέλγιο, το κύριο κέντρο δραστηριοτήτων της εταιρείας βρίσκεται στην Γαλλία, στο εργοστάσιο d'Auby-les-Douai (στο βορρά). Εξάλλου, έχει μεταλλευτικά, βιομηχανικά και εμπορικά συμφέροντα στην Ισπανία, το Μαρόκο και τη Νορβηγία.

Η ονομαστική ικανότητα παραγωγής ελασματοποιηθέντος ψευδαργύρου (δηλαδή για ένα κανονικό προϊόν που παράγεται από τρείς βάρδιες εργασίας) είναι 80 000 τόνοι το χρόνο. Η πραγματική ικανότητα παραγωγής είναι 52 000 τόνοι το χρόνο.

Για τα κράματα, η ονομαστική ικανότητα παραγωγής είναι 30 000 τόνοι το χρόνο.

- Societe des mines et fonderies de zinc de la Vieille-Montagne (VM)

Η έδρα της βρίσκεται στο Angleur κοντά στη Λιέγη (Βέλγιο) και οι εγκαταστάσεις της είναι στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Σουηδία.

Η εταιρεία αυτή είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς ψευδαργύρου τον κόσμο.

Για τα ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου διαθέτει ονομαστική ικανότητα παραγωγής 70 000 τόνων το χρόνο. Η ετήσια πραγματική ικανότητα είναι 50 000 τόνοι.

- Rheinisches Zinkwalzwerk GmbH & Co. KG (RZ)

Η εταιρεία αυτή, η έδρα της οποίας βρίσκεται στο Datteln (Γερμανία), αποτελεί μέρος του διεθνούς ομίλου Metallgesellschaft.

Αναπτύσσει δραστηριότητες σχεδόν αποκλειστικά στον τομέα των ελασματοποιημένων και επεξεργασμένων προϊόντων ψευδαργύρου.

Διαθέτει ικανότητα παραγωγής ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου 40 000 τόνων το χρόνο.

- Societe miniere et metallurgique de Penarroya (PYA)

Η PYA, της οποίας η έδρα βρίσκεται στο Παρίσι (Γαλλία) είναι θυγατρική της εταιρείας IMETAL του ομίλου Rotschild. Αναπτύσσει τις δραστηριότητές της στους τομείς των μεταλλείων, μεταλλουργίας, διυλιστηρίων μετάλλων και μεταποιήσεως και χημικής επεξεργασίας μη σιδηρούχων μεταλλευμάτων.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, τοποθετείται μεταξύ των πλέον σημαντικών παραγωγών μολύβδου και στην όγδοη θέση όσον αφορά τον ψευδάργυρο.

Από το 1971 σταμάτησε την παραγωγή ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου.

Όσον αφορά τα κράματα, διαθέτει ετήσια παραγωγική ικανότητα 15 000 τόνων περίπου.

- Societe anonyme de Prayon

Η εταιρεία de Prayon είναι εταιρεία χαρτοφυλακίου, η οποία συντονίζει ολόκληρο το δίκτυο μεταλλουργικών, χημικών και εμπορικών δραστηριοτήτων των θυγατρικών της εταιρειών. Η εταιρεία αυτή έχει σταματήσει την παραγωγή ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου από το 1977 και ασχολείται, ιδίως, με την εμπορία στο Βέλγιο και στη Γερμανία, ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου τα οποία επεξεργάζεται η CRAM.

Β. Οι επίμαχες πρακτικές και συμφωνίες

Η παρούσα απόφαση αφορά τις ακόλουθες εναρμονισμένες πρακτικές και συμφωνίες:

Ι. μέτρα προστασίας των αγορών,

ΙΙ. μία σύμβαση για την αμοιβαία παροχή υπηρεσιών διευκολύνσεως σε περίπτωση ανάγκης,

ΙΙΙ. μέτρα για την ορθολογική παραγωγή και διανομή με πωλήσεις ελασματοποιημένων προϊόντων και κραμάτων ψευδαργύρου,

IV. σύμβαση ορθολογικής οργανώσεως.

Ι. Τα μέτρα προστασίας των αγορών

Το 1974, το 1975 και το 1976 υφίσταντο διαφορές στην τιμή του ελασματοποιημένου ψευδαργύρου στις χώρες της ΕΟΚ. Οι τιμές που εφήρμοζαν οι παραγωγοί RZ, CRAM και VM ηταν κανονικά υψηλότερες στη Γερμανία και στη Γαλλία από τις τιμές στις άλλες χώρες, ιδίως, στο Βέλγιο στη Δανία ή στο Λουξεμβούργο. Οι διαφορές αυτές της τιμής υφίσταντο, επίσης, και στις τιμές που εφαρμόζονταν σε αρκετές από τις τρίτες χώρες.

Αντίθετα, οι τιμές των τριών παραγωγών σε μία και μόνη χώρα διέφεραν ελάχιστα μεταξύ τους και μερικές φορές ήταν οι ίδιες.

Οι αποκλίσεις αυτές ευνοούσαν τη δραστηριότητα των εισαγωγέων που αγόραζαν ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου σε μία χώρα σε χαμηλές τιμές για να τα μεταπωλήσουν σε χώρα όπου οι τιμές ήταν υψηλότερες.

Στις αρχές του έτους 1975, με την προοπτική παράλληλων εισαγωγών του είδους αυτού, ο εισαγωγέας ειδών υγιεινής Gebr. Schiltz NV d'Aartselaar, στο Βέλγιο, παρήγγειλε στην CRAM λαμαρίνες από ελασματοποιημένο ψευδάργυρο διαστάσεων 2 x 1 μέτρα και 3 x 1 μέτρα. Η CRAM ισχυρίστηκε ότι οι ζητούμενες διαστάσεις, οι οποίες πωλούνται κανονικά στη Γερμανία και στη Γαλλία, δεν είχαν καμία ζήτηση στο Βέλγιο καί, ως εκ τούτου, αρνήθηκε να προβεί σε παράδοση.

Η Schiltz προσπάθησε αργότερα να προμηθευτεί τις ίδιες λαμαρίνες δημιουργώντας στην CRAM την εντύπωση ότι οι λαμαρίνες αυτές προορίζονταν για επανεξαγωγή στην Αίγυπτο. Υπό τη ρητή αυτή προϋπόθεση, η CRAM δέχτηκε να παραδώσει τα ζητούμενα εμπορεύματα και πρότεινε στη Schiltz τιμή «ελεύθερα στον λιμένα » (franco port) με παράδοση στον λιμένα της Αμβέρσας 4 350 FF τον τόνο για τις παραδόσεις που προορίζονταν για την Αίγυπτο, και με τιμή «ελεύθερα στην αποθήκη» (franco entrepot) στην Bruges 4 455 FF τον τόνο για τις παραδόσεις που προορίζονταν για μεταπώληση στο Βέλγιο.

Η Schiltz μπόρεσε με τον τρόπο αυτό, μεταξύ των μηνών Φεβρουαρίου και Οκτωβρίου 1976, να δεσμεύσει την CRAM για την παράδοση 2 000 σχεδόν τόνων συνολικά ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου, εκ των οποίων σημαντικό μέρος διαβιβάστηκε αμέσως από τη Schiltz στο γερμανό πελάτη της Kestermann και το υπόλοιπο έπρεπε να διατεθεί μέσω του ολλανδού εμπόρου χονδρικής πωλήσεως, της εταιρείας ROBA, που δεσμεύτηκε με τη σειρά της να διαθέσει το προϊόν σε πελάτη της στη Γερμανία.

Η CRAM εδινε, προφανώς, ιδιαίτερη σημασία στην αυστηρή τήρηση της ρήτρας εξαγωγής προς την Αίγυπτο. Ως εκ τούτου, οι αποδείξεις και τα λοιπά έγγραφα έφεραν όλα την ένδειξη « προορισμός Αίγυπτος». Εξάλλου, πολλές ανταλλαγές επιστολών υπενθύμιζαν στη Schiltz τη δέσμευσή της και την καλούσαν να αποδείξει την τήρηση της παραπάνω ρήτρας με την αποστολή των κατάλληλων εγγράφων.

Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο 1976, εκτελέστηκαν παραγγελίες 1 000 τόνων περίπου ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου. Από τις 8 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 11 Οκτωβρίου, η CRAM δέχτηκε τέσσερις νέες παραγγελίες για 915 συνολικά τόνους οι οποίοι αποτέλεσαν το αντικείμενο επιβεβαιώσεως πωλήσεως.

Η CRAM στις 13 Οκτωβρίου 1976, άρχισε την εκτέλεση αυτών των νέων παραγγελιών με ρυθμό δύο περίπου ημερήσιων φορτηγών. Οι παραδόσεις αυτές συνεχίστηκαν μέχρι τις 20 Οκτωβρίου, ημερομηνία κατά την οποία οι παραγγελίες σταμάτησαν χωρίς καμία εξήγηση. Μέχρι τότε, είχαν αποσταλεί 220 τόνοι σε 11 παραδόσεις του ενός φορτηγού των 20 τόνων.

Η CRAM επικοινώνησε τηλεφωνικά τη Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 1976 με τη Schiltz και της προσήψε ότι είχε εκτρέψει προς τη Γερμανία όλο ή μέρος του εμπορεύματος που προοριζόταν προς την Αίγυπτο και απείλησε να θέσει τέρμα στις παραδόσεις της. Τέσσερις ημέρες αργότερα, την Παρασκευή 12 Νοεμβρίου, η CRAM κάλεσε εξωδίκως τη Schiltz, με τέλεξ, να εξοφλήσει τα ένδεκα τιμολόγια του Οκτωβρίου τα οποία δεν είχαν ακόμη εξοφληθεί και να υπερτιμηθεί η εισαγωγή με το ποσό της προεξοφλήσεως και των εξόδων. Το τέλεξ της CRAM συνεχίζει ως εξής:

«2. Θα πρέπει να μας προσκομίσετε τα δικαιολογητικά έγγραφα της εξαγωγής προς την Αίγυπτο αυτών των 240 τόνων, σύμφωνα με τη δέσμευσή σας που περιέχεται στις επιστολές παραγγελίας σας της 7ης Σεπτεμβρίου 1976 και της 8ης Σεπτεμβρίου 1976. Σας επιβεβαιώνουμε τις τηλεφωνικές μας πληροφορίες της 8ης Νοεμβρίου 1976, επισημαίνοντάς σας ότι οι ελασματοποιημένοι ψευδάργυροι που σας είχαμε προμηθεύσει με προορισμό την Αίγυπτο έχουν εν μέρει ή εξ ολοκλήρου πωληθεί στην αγορά της Γερμανίας, καθώς μας ειδοποίησαν οι υπάλληλοί μας στη χώρα αυτή. Λαμβανομένων υπόψη των ειδικών τιμών που είχαμε εφαρμόσει στην περίπτωσή σας, προκειμένου να σας δώσουμε την ευκαιρία να πραγματοποιήσετε την εξαγωγή στη Μέση Ανατολή, θα επρόκειτο για κατάχρηση, εκ μέρους σας, της καλής πίστεως, πράγμα που αιτιολογεί τις παραπάνω απαιτήσεις μας.

3. Μόνον όταν ρυθμιστούν τα ζητήματα που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2, θα εξετάσουμε συνολικά το πρόβλημα των παραδόσεων που αφορά τους 631 τόνους για την Αίγυπτο και τους 44 τόνους για το Ιράν . . .».

Από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο 1976, η Schiltz χρησιμοποίησε το ίδιο τέχνασμα (παραγγελία ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου παραδοτέα στην Αμβέρσα προκειμένου να επανεξαχθούν στην Αίγυπτο) έναντι της RZ. Η Schiltz, πάντοτε με την πρόφαση εξαγωγής στη Μέση Ανατολή, και ιδίως στην Αίγυπτο, παρήγγειλε διαδοχικά στην RZ 1 252 τόνους ελασματοποιημένων προϊόντων που προορίζονταν με τη σειρά τους για διάθεση στη Γερμανία. Οι παραγγελίες αυτές εκτελέστηκαν από την RZ, και απεστάλησαν στην Αμβέρσα, στις τιμές που εφαρμόζονταν την εποχή εκείνη από την επιχείρηση για τις πωλήσεις της στο Βέλγιο και οι οποίες, τουλάχιστον στην αρχή, ήταν κατά 19 % κατώτερες από αυτές που εφήρμοζε στη γερμανική αγορά. Η RZ, στην αρχή τουλάχιστον, παρέδιδε στη Schiltz εμπορεύματα σε τιμές σχεδόν ταυτόσημες προς αυτές των τιμολογίων που εφήρμοζε η CRAM, κατά την ίδια περίοδο για τις παραδόσεις της, στον ίδιο ενδιάμεσο έμπορο.

Οι παραδόσεις της RZ, οπως και αυτές της CRAM συνομολογήθηκαν με τη Schiltz υπό την ρητή προϋπόθεση της επανεξαγωγής τους προς τη Μέση Ανατολή, και ιδίως προς την Αίγυπτο (βλέπε τέλεξ της RZ της 9ης Απριλίου 1976: «Wir bieten Ihnen freibleibend - und nur fuer UEbersee-Export - an . . .» - «Akzeptierung des noch zu benennenden Bestimmungslandes vorbehalten»· βλέπε επίσης τέλεξ της 22ας Απριλίου 1976: «Wir waeren Ihnen dankbar fuer die UEbermittlung eines Exportnachweises, wie seinerzeit vereinbart . . .»).

Ο εν λόγω προορισμός των προϊόντων, που αποτελούσε για τη RZ βασικό όρο της συμφωνίας, είχε γίνει δεκτός από τη Schiltz, αφού επιβεβαίωσε, με τέλεξ της 26ης Οκτωβρίου 1976, παραγγελία 550 τόνων με τις ακόλουθες ενδείξεις: «Lieferung: 1 ton pal. franco Hafen Antwerpen Dock 130 bei unser Befrachter 'United Stevedoring'. Fragen nach 'John'. Jeder Pallet muss gemerkt sein mit 'Genua-Alex.' Bestimmung: via Genua nach Alexandria und Iran».

Ωστόσο, τα ελασματοποιημένα αυτά προϊόντα, αντί να φορτώνονται σε σκάφη με προορισμό τη Μέση Ανατολή, είχαν αποθηκευθεί στο λιμάνι της Αμβέρσας, προκειμένου στη συνέχεια να φορτωθούν σε φορτηγά αυτοκίνητα με προορισμό τη Γερμανία. Η Schiltz, προκειμένου να αποφύγει την ανακάλυψη της «εκτροπής» από τα στατιστικά στοιχεία του εξωτερικού εμπορίου, δήλωνε τα εμπορεύματα στο τελωνείο σαν «λαμαρίνες διπλά γαλβανισμένες με ψευδάργυρο».

Τη στιγμή εκείνη, οι προηγούμενες παραγγελίες της δεν είχαν ακόμη ικανοποιηθεί πλήρως και αναμενόταν παράδοση βάσει των παραγγελιών αυτών κατά τη διάρκεια της 28ης Οκτωβρίου .

Αυτή η παράδοση ήταν και η τελευταία. Πράγματι, κατόπιν επισκέψεών της στις 27 Οκτωβρίου στη Schiltz, στην Αμβέρσα και στις 29 Οκτωβρίου στην Kestermann, στο Herten, η RZ εχοντας συγκεντρώσει αποδείξεις ότι τα ελασματοποιημένα προϊόντα της είχαν επανεισαχθεί στη Γερμανία αποφάσισε να σταματήσει την εκτέλεση των παραγγελιών για τις οποίες υπήρχαν υποψίες.

Την περίοδο εκείνη η CRAM και RZ είχαν συχνές μεταξύ τους επαφές για το θέμα της εμπορικής τους πολιτικής, και ιδίως των τιμών τους, όπως προκύπτει από το τέλεξ 672 MY/SCN της RZ προς την CRAM, την Τρίτη 26 Οκτωβρίου 1976:

«Τροποποίηση των τιμών των ημικατεργασμένων προϊόντων σε ψευδάργυρο στη Γερμανία

Κατόπιν της εξελίξεως των τιμών των νομισμάτων και της μειώσεως της τιμής των πρώτων υλών που συνδέεται με την εξέλιξη αυτή, η εσωτερική τιμή στη Γερμανία των λωρίδων και φύλλων ψευδαργύρου έπεσε από 318,20 DM/100 χιλιόγραμμα σε 307,90 DM /100 χιλιόγραμμα, με ισχύ από 26 Οκτωβρίου 1976.

Βασικό πάχος: 0,70 χιλιοστά.

Η τιμή αυτή εφαρμόζεται σε ελάχιστες ποσότητες 5 τόνων παραδοτέες franco.

Η παρούσα διαφοροποίηση των τιμών, ανάλογα με τα διαφορετικά πάχη, παραμένει αμετάβλητη.

Προς ενημέρωσή σας.

Υπογραφή: MFG, Meyer, Rheinzink, Datteln».

ΙΙ. Σύμβαση μεταξύ της CRAM, RZ και VM για την αμοιβαία παροχή υπηρεσιών διευκολύνσεως σε περίπτωση ανάγκης

Η CRAM, η RZ και η VM συνήψαν μεταξύ τους, στις 5 Αυγούστου 1974, σύμβαση βάσει της οποίας δεσμεύονται να εφοδιάζονται αμοιβαίως ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής από την οποία απορρέει, για μία από τις εταιρείες αυτές, σημαντικό έλλειμμα στην παραγωγή ανεξαρτήτως αιτίας. Δυνάμει της συμβάσεως αυτής, κάθε επιχείρηση δεσμεύεται σε παρόμοια περίπτωση να εφοδιάζει τις συνεργαζόμενες εταιρείες με ελασματοποιημένα προϊόντα με φασόν. Τα ελασματοποιημένα προϊόντα πρέπει να προσφέρονται στις ποιότητες που παράγει κανονικά η εντολοδόχος επιχείρηση, και να φέρουν τα σήματα της επιχειρήσεως που έχει δώσει την εντολή (άρθρο 3 της συμφωνίας). Η παροχή των υπηρεσιών διευκολύνσεως οφείλεται μόλις το έλλειμμα, στην παραγωγή της επιχειρήσεως που επικαλείται τη σύμβαση, υπερβαίνει τους 20 τόνους ημερησίως ή τους 200 συνολικά τόνους (άρθρο 1) και σύμφωνα με τις ακόλουθες λεπτομέρειες:

«Άρθρο 4.2: Κάθε συμβαλλόμενο μέρος δεσμεύεται να διενεργεί παράδοση 1 500 τόνων κατά μέγιστο όριο, υπό τον όρο πάντως ότι δεν διαταράσσεται η δική του παραγωγή. Όταν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη υφίσταται έλλειμμα στην παραγωγή του, δεν δύναται παρά να απαιτήσει μόνον οι ποσότητες που του λείπουν να του προσφερθούν σε ίσα μέρη υπό των δύο άλλων συμβαλλομένων μερών . . .

Άρθρο 4.3: Στην περίπτωση που δύο συμβαλλόμενα μέρη πλήττονται κατά τον ίδιο χρόνο από ολική απώλεια της παραγωγής, το τρίτο συμβαλλόμενο μέρος δεσμεύεται να παραδίδει 2 000 τόνους το μήνα κατ' ανώτατο όριο επί των ποσοτήτων που λείπουν και να τις κατανείμει σε ίσα μερίδια μεταξύ των δύο πληγέντων συμβαλλομένων μερών, εκτός εάν ένα εξ αυτών ζητά ποσότητα λιγότερο σημαντική. Σε περίπτωση μερικού ελλείμματος της παραγωγής ενός ή δύο εκ των συμβαλλομένων μερών, ο προμηθευτής προσδιορίζει τα ανάλογα μέρη που αντιστοιχούν στα εν λόγω ελλείμματα . . .»

Οι ρήτρες 11.1 και 11.3 ορίζουν με τον ακόλουθο τρόπο τη διάρκεια της συμφωνίας της 5ης Αυγούστου 1974 μεταξύ των CRAM, RZ και VM:

- ρήτρα 11.1: «Η παρούσα σύμβαση ισχύει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1976 και η ισχύς της παρατείνεται κάθε φορά κατά ένα ημερολογιακό έτος, εκτός εάν καταγγελθεί γραπτώς το αργότερο 6 μήνες προ της λήξεως κάθε ημερολογιακού έτους από ενός ή δύο συμβαλλομένων μερών»·

- ρήτρα 11.3: «Σε περίπτωση καταγγελίας υπό ενός μόνο εκ των συμβαλλομένων μερών, η σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει μεταξύ των δύο λοιπών συμβαλλομένων μερών . . .».

Κατά τη λήξη του έτους 1979, καμία από τις τρείς επιχειρήσεις δεν είχε κάνει χρήση του δικαιώματος καταγγελίας που προβλέπεται από τις ρήτρες της συμφωνίας. Ένα χρόνο αργότερα, κατά συνέπεια, η συμφωνία αυτή εξακολουθούσε να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη.

Η VM, προτού ακόμη συναφθεί η σύμβαση, είχε προμηθευτεί το 1972 και το 1973 5 900 τόνους ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου από τη RZ και 5 502 τόνους από την CRAM, κατόπιν καθυστερήσεων, κατά την έναρξη λειτουργίας του νέου της ελασματουργείου.

(1) ΕΕ αριθ. 13 της 21. 2. 1962, σ. 204/62.

(2) ΕΕ αριθ. 127 της 20. 8. 1963, σ. 2268/63.

Από την έναρξη ισχύος της, η συμφωνία ίσχυσε στις ακόλουθες κανονικές περιόδους και περιστάσεις:

- απο τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1977, με την προμήθεια της VM από την CRAM, κατόπιν διακοπής λειτουργίας λόγω απεργίας στις εγκαταστάσεις της VM, 2 427 τόνων ελασματοποιημένου ψευδαργύρου·

- από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο του 1977, πάντοτε εξαιτίας της απεργίας εκείνης, με την παράδοση από τη RZ 850 τόνων ελασματοποιημένων προϊόντων στη γερμανική θυγατρική εταιρεία της VM.

Σύμφωνα με τη VM, οι δύο αυτές διευκολύνσεις διενεργήθηκαν « εντός του πνεύματος της συμβάσεως που είχε συναφθεί το 1974 μεταξύ των τριών συνεταίρων»· οι όροι, ωστόσο, είχαν αποτελέσει αντικείμενο επιμέρους διαπραγματεύσεως μεταξύ των οικείων συνεταίρων·

- το 1977, με την παράδοση από τη RZ προς την CRAM, κατόπιν προβλημάτων που αντιμετώπισε η τελευταία στις εγκαταστάσεις της, 550 τόνων ελασματοποιημένων προϊόντων βάσει «ανοικτής» συμβάσεως για 750 συνολικά τόνους. Οι παραδόσεις αυτές σταμάτησαν μόλις επανήρχισε κανονικά η λειτουργία των εγκαταστάσεων.

ΙΙΙ. Μέτρα που ελήφθησαν σε συνεργασία μεταξύ της CRAM και της PYA για την ορθολογική παραγωγή και διανομή, με πωλήσεις, ελασματοποιημένων προϊόντων και κραμάτων ψευδαργύρου

Στις 4 Μαΐου 1971, η CRAM και η PYA συνήψαν μεταξύ τους συμφωνία για την «ορθολογική οργάνωση» και το συντονισμό των αντίστοιχων δραστηριοτήτων τους στον τομέα των ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου και κραμάτων με βάση τον ψευδάργυρο. Η συμφωνία αυτή αφορά αρχική περίοδο 15 ετών. Ανανεώνεται, στη συνέχεια, σιωπηρά ανά χρονικές περιόδους πέντε ετών, εκτός εάν εν τώ μεταξύ καταγγελθεί υπό ενός εκ των συμβαλλομένων μερών μετά από προηγούμενη ειδοποίηση τριών ετών.

Η συμφωνία έχει σαν στόχο να εξασφαλίσει τη στενή συνεργασία μεταξύ δύο επιχειρήσεων των οποίων οι έδρες παραγωγής για τα συμβατικά προϊόντα βρίσκονται στη Γαλλία, όσον αφορά την παραγωγή ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου και κραμάτων ψευδαργύρου, καθώς και τις επενδύσεις, τις μελέτες, τις ανταλλαγές, τη διανομή και την αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση ανωτέρας βίας, σχετικά με τα ίδια πάντοτε προϊόντα.

Όσον αφορά την παραγωγή ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου, η συμφωνία περιλαμβάνει ιδίως τις ακόλουθες ρήτρες:

- ρήτρα Ι.2: «Η PYA αναλαμβάνει να αναθέτει στην CRAM την ελασματουργία με φασόν και η CRAM αναλαμβάνει την ελασματουργία με φασόν, για τη PYA στο εργοστάσιό της στο Auby, ποσότητας ψευδαργύρου που αντιστοιχεί με τις ανάγκες πωλήσεών της στη Γαλλία»·

- ρήτρα Ι.14: «Κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσας συμφωνίας, εκτός από την περίπτωση αδυναμίας για την CRAM να τηρεί τις υποχρεώσεις της και εκτός, εννοείται προηγουμένης συμφωνίας με την CRAM, η PYA υποχρεούται να απέχει, άμεσα ή έμμεσα, από την ελασματουργία, ή την ανάθεση εργασιών ελασματουργίας στη Γαλλία, όλων των ποιοτήτων ή κραμάτων ψευδαργύρου που η CRAM θα ήταν διατεθειμένη να ελασματουργεί με τη βοήθεια της συνεχούς λειτουργίας του ελασματουργείου. Η PYA αναλαμβάνει, εξάλλου, την υποχρέωση να απέχει από κάθε εισαγωγή στη Γαλλία ελασματοποιημένου προϊόντος ψευδαργύρου ή κραμάτων ψευδαργύρου που η CRAM θα ήταν σε θέση να προσφέρει.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται στο σημείο Ι.12 (1), η PYA θα προβεί στη σταδιακή διακοπή λειτουργίας του ελασματουργείου της στο Noyelles-Godault . . .».

Όσον αφορά την παραγωγή κραμάτων, η συμφωνία επισημαίνει στο σημείο ΙΙΙ, «Πρόταση της PYA» του προοιμίου της ότι «. . . η PYA ανέλαβε τη δημιουργία μονάδας παραγωγής κραμάτων. Το εργαστήριο, το οποίο λειτουργεί από τις αρχές του 1971, έχει μία καταρχήν ετήσια παραγωγική ικανότητα 10 000 τόνων κραμάτων· το ποσό αυτό της παραγωγικής ικανότητας ανταποκρίνεται στο ελάχιστο τεχνικά αναγκαίο όριο για την έναρξη λειτουργίας. Η PYA, στη συνέχεια, μελετά το ενδεχόμενο ανάπτυξης της παραγωγής της σε κράματα, επιθυμώντας να φθάσει προοδευτικά να καλύπτει το 30 % της γαλλικής αγοράς μέχρι το 1975.

Η πρόθεση αυτή βασίζεται στην ανάγκη αναζήτησης και προώθησης ολοένα και περισσότερο τελειοποιημένων εφαρμογών στο ακατέργαστο μέταλλο, προκειμένου να βελτιωθεί η απόδοση των επενδύσεων κάθε γάλλου παραγωγού, στο πλαίσιο αρμονικής και μακροπρόθεσμης ανάπτυξης των αγορών».

Η συμφωνία διευκρινίζει ως ακολούθως το περιεχόμενο της αντιπαροχής της CRAM προς την PYA, σε αντάλλαγμα για τη δέσμευση της τελευταίας να θέσει τέρμα στην παραγωγή των ελασματοποιημένων της προϊόντων:

- ρήτρα ΙΙ.6: «. . . σε αντάλλαγμα για την παύση λειτουργίας του ελασματουργείου του Noyelles-Godault, η CRAM δεν θα αναπτύξει την ικανότητα παραγωγής της στον τομέα των κραμάτων εφόσον η αντίστοιχη παραγωγική ικανότητα του εργαστηρίου της PYA δεν θα υπερβαίνει τους 15 000 τόνους καί, αν παραστεί ανάγκη, θα προβεί στη μείωση της παραγωγής του εργαστηρίου της κατασκευής κραμάτων σε συνάρτηση με την υποχρέωση μεταποιήσεως με φασόν, πράγμα που αποτελεί αντιπαροχή των εργασιών ελασματοποιήσεως με φασόν».

- ρήτρα ΙΙ.8: «Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης απασχόληση των εγκαταστάσεων κραμάτων της PYA και προκειμένου να δοθεί στην CRAM η δυνατότητα να ικανοποιεί την πελατεία της, η CRAM δεσμεύεται να αναθέτει στην PYA να παράγει με φασόν και η PYA αναλαμβάνει να παράγει και να παραδίδει στην CRAM, στο πλαίσιο της εκτελέσεως συμβάσεως μετα

ποιήσεως με φασόν, ποσότητα κραμάτων που είναι ίση προς τη διαφορά μεταξύ των εκφρασμένων αναγκών της CRAM για πωλήσεις στη Γαλλία και της παραγωγής των εγκαταστάσεων κραμάτων της CRAM . Η ποσότητα αυτή, εκτός αντίθετης κοινής συμφωνίας, θα περιορίζεται σε 5 000 τόνους ετησίως.

Η εν λόγω μεταποίηση με φασόν θα περατωθεί την ημέρα που η PYA θα παράγει για τις πωλήσεις της στη Γαλλία ετήσια ποσότητα 15 000 τόνων».

- ρήτρα ΙΙ.11: «Οι παραγγελίες μεταποιήσεως της CRAM προς την PYA θα υπολογίζονται με τρόπο που να εξασφαλίζεται η πλήρης απασχόληση των εγκαταστάσεων κραμάτων της PYA, εντός του ορίου των 5 000 τόνων επεξεργασίας με φασόν για λογαριασμό της CRAM».

- ρήτρα ΙΙ.15: «Κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσας συμφωνίας, εκτός περιπτώσεως αδυναμίας εκ μέρους της PYA να τηρήσει τις υποχρεώσεις της και εκτός, εννοείται, προηγουμένης συναινέσεως της PYA, η CRAM δεσμεύεται να απέχει, άμεσα ή έμμεσα, από την παραγωγή, ή την ανάθεση παραγωγής στη Γαλλία, όλων των ποιοτήτων κραμάτων ψευδαργύρου που η PYA θα ήταν διατεθειμένη να παράγει στις εγκαταστάσεις της κραμάτων . . . .» .

Η συμφωνία επεκτείνεται εξίσου και στις επενδύσεις των συμβαλλομένων μερών στους τομείς που καλύπτονται από τη συμφωνία.

Οι ρήτρες Ι.14 και ΙΙ.6, που αναφέρθηκαν ήδη, αποδεικνύουν το γεγονός αυτό αφού επιβάλλουν στην PYA, εκτός από την εντελώς δευτερεύουσας σημασίας και καθόλου ρεαλιστική περίπτωση, να « προβαίνει στη σταδιακή παύση της λειτουργίας του ελασματουργείου της της Noyelles-Godault» (Ι.14), και στην CRAM να «μην αναπτύσσει την ικανότητα παραγωγής της στον τομέα των κραμάτων εφόσον η παραγωγική ικανότητα των εγκαταστάσεων της PYA δεν υπερβαίνει τους 15 000 τόνους» (ΙΙ.6) και να « προβαίνει, σε περίπτωση ανάγκης, στη μείωση της παραγωγής της εγκαταστάσεώς της κατασκευής κραμάτων σε συνάρτηση με τη δέσμευση μεταποιήσεως με φασόν, πράγμα που αποτελεί την αντιπαροχή των εργασιών ελασματοποιήσεως με φασόν» (ΙΙ.6).

Η ρήτρα ΙΙ.7 συμπληρώνει το κείμενο αυτό αφού ορίζει ότι « οταν η PYA θα έχει εκπληρώσει τους εκφρασμένους στο προοίμιο στόχους της οι δύο εταιρείες θα συνεννοηθούν για την εγκατάσταση νέων μονάδων παραγωγικής ικανότητας κραμάτων».

Στον τομέα των ελασματοποιημένων προϊόντων, που αποτελεί το μοναδικό τομέα όπου το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύεται να μην ασκεί καθόλου παραγωγικές δραστηριότητες, η συμφωνία ορίζει στη ρήτρα της Ι.4 ότι «η PYA και η CRAM διαθέτουν από κοινού τις μελέτες που έχουν πραγματοποιήσει η καθεμία από την πλευρά της για την ελασματοποίηση του ψευδαργύρου. Κατά συνέπεια η PYA θα θέσει στη διάθεση της CRAM τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί βάσει των εργασιών που έχουν πραγματοποιηθεί από την Ecole des Mines de Paris για λογαριασμό της PYA και η CRAM θα θέσει στη διάθεση της PYA τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στο Auby και στη Liege βάσει των εργασιών που έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά με μελέτες εκχύσεως, ελασματοποιήσεως και λιπάνσεως . . .».

Η συμφωνία περιέχει, μεταξύ άλλων, ρήτρες που αφορούν άμεσα τις συναλλαγές με τους παραγωγούς άλλων χωρών της Κοινότητας.

Βάσει της ρήτρας Ι.14 η PYA δεσμεύεται πράγματι να απέχει από «εισαγωγές στη Γαλλία ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου η κραμάτων ψευδαργύρου που η CRAM θα ήταν σε θέση να προσφέρει». Αντίστροφα, η CRAM δεσμεύεται, βάσει της ρήτρας ΙΙ.15 να απέχει «από εισαγωγές στη Γαλλία κραμάτων ψευδαργύρου που η PYA θα ήταν σε θέση να προσφέρει».

Η δέσμευση εξάλλου της CRAM να παραδίδει ελασματοποιημένα προϊόντα στην PYA αφορά μόνο τις ποσότητες της CRAM που ανταποκρίνονται «στις ανάγκες πωλήσεων στην Γαλλία» της επιχειρήσεως αυτής. Ο περιορισμός αυτός επαναλαμβάνεται στη ρήτρα Ι.9 της συμφωνίας, βάσει της οποίας «οι ποσότητες τις οποίες η CRAM δέχεται να ελασματοποιεί με φασόν αντιστοιχούν στις εκφρασμένες ανάγκες της PYA για τις πωλήσεις της στη Γαλλία ».

Η έκταση, ωστόσο, των εν λόγω ρητρών περιορίζεται από τη ρήτρα Ι.10, η οποία διευκρινίζει ότι «η CRAM δέχεται επιπλέον, εντός των ορίων των δυνατοτήτων της, την ελασματοποίηση με φασόν για λογαριασμό της PYA, με όρους που θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεων, ψευδαργύρου που προορίζεται για πωλήσεις εκτός της Γαλλίας. Εκτός αντιθέτου ειδικής συμφωνίας, η PYA θα απέχει των εξαγωγών προς την Ισπανία, την Πορτογαλία και τα υπερπόντια πορτογαλικά εδάφη, τη Νορβηγία ή τη Σουηδία, και η CRAM προς την Ιταλία και την Ελλάδα . . .».

Παρόμοιος περιορισμός απαντάται στη ρήτρα ΙΙ.14 όσον αφορά τα κράματα. Η ρήτρα αυτή δευκρινίζει πράγματι ότι «η PYA αποδέχεται επιπλέον, εντός των ορίων των δυνατοτήτων της, την με φασόν παραγωγή κραμάτων για λογαριασμό της CRAM, υπό τους όρους που ορίζονται στη ρήτρα ΙΙ.8 (1) και ΙΙ.9 (2), για πωλήσεις της CRAM εκτός της Γαλλίας, με την επιφύλαξη ότι η CRAM δεν προβαίνει σε εξαγωγές προς την Ιταλία και την Ελλάδα, εκτός προηγουμένης συμφωνίας . . .».

Εξάλλου, στην περίπτωση που η CRAM δεν θα ήταν σε θέση να προμηθεύσει το προϊόν, η PYA υποχρεώνεται κατά τη διάθεση στην αγορά ψευδαργύρου άλλης προελεύσεως να σέβεται τους κανόνες του θεμιτού ανταγωνισμού.

IV. Σύμβαση ορθολογικής οργανώσεως μεταξύ της CRAM και της Prayon

Την 1η Οκτωβρίου 1977, η CRAM και η Societe de Prayon de Prayon-Trooz, στο Βέλγιο (αποκαλούμενη εφεξής «Prayon»), συνήψαν μεταξύ τους συμφωνία «ορθολογικής οργανώσεως» με την οποία η Prayon δεσμεύεται να φροντίζει για την κάλυψη του συνόλου των αναγκών της σε ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου από την CRAM, στο πλαίσιο συμφωνίας ελασματοποιήσεως με φασόν ακατέργαστου ψευδαργύρου που παράγεται και παραδίδεται από την Prayon.

Η σύμβαση αφορά αρχική περίοδο 15 ετών. Ανανεώνεται στη συνέχεια σιωπηρά ανά χρονικά διαστήματα των πέντε ετών, εκτός εάν καταγγελθεί υπό ενός των συμβαλλομένων κατόπιν ειδοποιήσεως προ δύο ετών.

Όσον αφορά την παραγωγή, από την CRAM, ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου για λογαριασμό της Prayon, και τη δέσμευση της επιχειρήσεως αυτής να προμηθεύεται αποκλειστικά τα προϊόντα από το συνεταίρο της, η συμφωνία ορίζει τα ακόλουθα:

- ρήτρα Ι.2: «Η Prayon αναθέτει στην CRAM την ελασματοποίηση και η CRAM αναλαμβάνει να ελασματοποιεί με φασόν για την Prayon, στο εργοστάσιό της στο Auby, ποσότητα ψευδαργύρου 7 000 τόνων κατ' ελάχιστο όριο και 10 000 τόνων κατ' ανώτατο όριο ετησίως, που αντιστοιχεί στις κανονικές ανάγκες της Prayon για τις πωλήσεις της στις παραδοσιακές της αγορές. Η σύμβαση αυτή αρχίζει να ισχύει στο σύνολό της την 1η Ιανουαρίου 1979 . . .».

- ρήτρα Ι.3: «Η εν λόγω επεξεργασία με φασόν θα εκτελείται με τους όρους του πλέον ευνοημένου συναδέλφου, δηλαδή κατ' αποκοπή ποσό της ελασματοποιήσεως θα καταβάλλεται από την Prayon στην CRAM. . .» (ακολουθεί ο τρόπος του υπολογισμού του κατ' αποκοπή ποσού).

- ρήτρα Ι.12: «Κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσας συμβάσεως, εκτός των περιπτώσεων μη ανταγωνιστικότητας της CRAM , που προβλέπονται στα άρθρα Ι.9 και Ι.10 ή εκτός περιπτώσεως αδυναμίας για την CRAM να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της ή εκτός, εννοείται, προηγουμένης συμφωνίας με την CRAM, η Prayon αναλαμβάνει την υποχρέωση να απέχει, άμεσα ή έμμεσα, από την ελασματοποίηση, την ανάθεση ελασματοποιήσεως ή την προμήθεια όλων των ποσοτήτων ψευδαργύρου ή κραμάτων ψευδαργύρου που η CRAM θα ήταν διατεθειμένη να ελασματοποιήσει με τη βοήθεια του συνεχούς λειτουργίας ελασματουργείου της».

Οι «περιπτώσεις μη ανταγωνιστικότητας της CRAM», που αναφέρονται στη ρήτρα Ι.12 και κατά τις οποίες, κατά συνέπεια, η Prayon αποδεσμεύεται από τις υποχρεώσεις της, αφορούν αποκλειστικά, όσον αφορά τα ελασματοποιημένα προϊόντα, την περίπτωση κατά την οποία η CRAM δεν θα προσέφερε στην Prayon ορους παρεμφερείς προς αυτούς των ανταγωνιστών της για την προμήθειά της «που προορίζεται για πωλήσεις της Prayon εκτός των παραδοσιακών της αγορών πέραν των κανονικών της αναγκών» (ρήτρα Ι.9).

ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Ι. Τα μέτρα προστασίας των αγορών (1976)

1. Εναρμονισμένες πρακτικές κατά την προστασία της γερμανικής αγοράς

Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι τουλάχιστον κατά το 1976 και κατά την προμήθεια της Schiltz με ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου, προοριζόμενα δήθεν για την Αίγυπτο, σημειώθηκε εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ της CRAM και της RZ, που είχε σαν κυριότερο στόχο την προστασία της γερμανικής αγοράς όσον αφορά τη διάθεση των προϊόντων αυτών.

Οι δύο αυτοί παραγωγοί άσκησαν τις πιέσεις τους επί της Schiltz, προκειμένου να την εξαναγκάσουν να παύσει τις εξαγωγές της με προορισμό την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατά τη διάρκεια της ίδιας και σύντομης αυτής χρονικής περιόδου και που κορυφώθηκαν κατά το διάστημα από τις 21 Οκτωβρίου 1976 (παύση των παραδόσεων της CRAM) έως τις 29 Οκτωβρίου 1976, (παύση των παραδόσεων της RZ).

Όπως αποδείχθηκε, κατά την ίδια ημερομηνία της 21ης Οκτωβρίου 1976, όταν η CRAM ανέστειλε τις παραδόσεις της χωρίς κανένα προφανή λόγο, η RZ είχε προσάψει στη Schiltz ότι δεν τηρούσε τη ρήτρα εξαγωγής προς την Αίγυπτο. Είναι αδύνατον να αποδοθεί σε σύμπτωση η εν λόγω ταυτότητα της ημερομηνίας, εφόσον διαπιστώνεται ότι η RZ ανακοίνωσε με τέλεξ της 26ης Οκτωβρίου 1976 προς την CRAM την κατά 3 % περίπου πτώση των τιμών στη γερμανική αγορά, ανακοίνωση που δεν έχει κανένα νόημα μεταξύ ανταγωνιστών, εκτός από το νόμημα της εναρμονισμένης προσπάθειας για την από κοινού καταπολέμηση των παράλληλων εξαγωγών στην αγορά αυτή. Η RZ για να δικαιολογήσει το τέλεξ αυτό έκανε λόγο για άμεσες προμήθειες της CRAM, αλλά τόσο από το περιεχόμενο όσο και από το ύφος του τέλεξ δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι αποσκοπούσε στο να πετύχει μείωση των τιμών της CRAM για τις προμήθειες προς την RZ, ενώ φανερώνεται το αβάσιμο του επιχειρήματος με την παρατήρηση ότι το τέλεξ επισημαίνει πτώση των τιμών για τα τρέχοντα πάχη και η CRAM πάντα προμήθευε τη RZ, και σε πολύ ασήμαντες ποσότητες, άκρως λεπτά πάχη.

Τέλος κρίνεται σημαντικό το γεγονός ότι η CRAM περίμενε τη διεξαγωγή της έρευνας της RZ στη Schiltz και στην Kestermann προτού ζητήσει από την Schiltz, στις 8 Νοεμβρίου 1976, την καταβολή των προς αυτήν οφειλομένων ποσών.

Το σύνολο των εν λόγω παρατηρήσεων μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της CRAM και της RZ, προκειμένου να αναληφθεί από κοινού ενέργεια και προς την ίδια κατεύθυνση εναντίον της Schiltz, στα πλαίσια μιας εναρμονισμένης πρακτικής που συνίσταται στην προστασία του επιπέδου τιμών στη γερμανική αγορά και συγκεκριμένα με το να εμποδίζει τις παράλληλες εξαγωγές ή την επανεισαγωγή των ελασματοποιημένων προϊόντων προελεύσεως Γερμανίας. Μια τέτοια πρακτική εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85 λαμβανομένης υπόψη της προφανούς επιπτώσεως που έχει στο εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών.

2. Υποχρέωση μεταπωλήσεως σε ορισμένη χώρα

Η ρήτρα που ορίζει ότι η Schiltz θα εξάγει στην Αίγυπτο τις ποσότητες ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου που προμηθεύεται από την CRAM και την RZ συνιστά, λόγω και μόνο του αντικειμένου της, περιορισμό του ανταγωνισμού. Πράγματι, η ρήτρα αυτή περιορίζει την ελευθερία του μεταπωλητή να διαθέσει το εμπόρευμα οπουδήποτε επιθυμεί και τείνει να επιτρέπει στους δύο παραγωγούς να αντιτάσσονται στις παράλληλες εισαγωγές εντός της κοινής αγοράς.

Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι οι τιμές πωλήσεως της RZ και της CRAM προς τη Schiltz, για τις πωλήσεις που είχαν σαν φαινομενικό προορισμό την Αίγυπτο, ήταν στην ουσία ταυτόσημες ή εγγύτατες με αυτές των ίδιων παραγωγών για τις πωλήσεις που είχαν σαν προορισμό το Βέλγιο. Η ρήτρα εξαγωγής στην Αίγυπτο αντιπροσώπευε λοιπόν κυρίως για τους παραγωγούς αυτούς ένα μέσο να προστατεύσουν τις αντίστοιχες αγορές τους και ιδίως τη γερμανική αγορά, η οποία είναι η περισσότερο ευάλωτη λόγω του υψηλού επιπέδου των τιμών, καθώς και των ευκολιών που παρέχει το σύστημα διανομής.

Η ρήτρα εξαγωγής προς την Αίγυπτο είχε εξάλλου περιοριστικό αποτέλεσμα, αφού οι προμηθευτές έπαυσαν αμέσως και οριστικά τις συμβατικές παραδόσεις και αρνήθηκαν την εκτέλεση των συμπληρωματικών παραγγελιών που είχαν ήδη λάβει, μόλις διαπίστωσαν ότι η ρήτρα αυτή δεν ετηρείτο και ότι το εμπόρευμα είχε μεταπωληθεί στη Γερμανία. Η στάση εν προκειμένω της RZ, όπως και της CRAM, δεν είναι καθόλου διφορούμενη. Η RZ επικαλείται πράγματι καθυστερήσεις πληρωμής της Schiltz, αλλά επί 17 ημέρες εξακολουθεί να μη θίγει το ζήτημα αυτό στη Schiltz κατόπιν της αιφνίδιας διακοπής των παραδόσεών της, χωρίς να τάξει στη Schiltz προθεσμία πληρωμής.

Ο περιορισμός του ανταγωνισμού, που απορρέει από την υποχρέωση μεταπωλήσεως σε ορισμένη χώρα, είναι δυνατόν να επηρεάσει αισθητά το εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών, λόγω του γεγονότος ότι ο μεταπωλητής είναι εγκατεστημένος στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, εντός της οποίας πρέπει να παραμένει ελεύθερος να διαθέτει το εμπόρευμα οπουδήποτε επιθυμεί ανάλογα με τις περιστάσεις και ιδίως τις προσφερόμενες προς αυτόν τιμές · στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της διαφοράς της τιμής, η μεταπώληση από το Βέλγιο στην Ομοσπονδιακή Γερμανία καθώς ακόμη και στη Γαλλία ήταν επικερδής, δεδομένου ότι τα επίπεδα τιμών των δύο αυτών χωρών ήταν εμφανώς υψηλότερα.

Τέλος, δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί το ενδεχόμενο της εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 στην προκειμένη περίπτωση, κατ' αρχήν διότι δεν ζητήθηκε, αλλά και διότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε κανένα μειονέκτημα που αναφέρεται στη διάταξη αυτή σε μια ρήτρα που στην πραγματικότητα αποσκοπεί στην προστασία των αντίστοιχων αγορών των παραγωγών. Πράγματι, κι αν ακόμα δεν αποκλειστεί η δυνατότητα ότι μια ρήτρα μεταπωλήσεως προς μια τρίτη χώρα θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος μιας εξαιρέσεως υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των τιμών που εφαρμόζονται από τη RZ και την CRAM, αυτή η δυνατότητα πρέπει να αποκλειστεί.

Υπό αυτούς τους όρους, η ρήτρα της μεταπωλήσεως σε ορισμένη χώρα μεταξύ της CRAM και της Schiltz αφενός, και μεταξύ της RZ και Schiltz αφετέρου εμπίπτει, κατά συνέπεια, στην απαγόρευση του άρθρου 85 της συνθήκης.

ΙΙ. Σύμβαση παροχής αμοιβαίων υπηρεσιών διευκολύνσεως μεταξύ της CRAM, RZ και VM

1. Η σύμβαση της 5ης Αυγούστου 1974, με την οποία η CRAM, η RZ και η VM δεσμεύονται να προμηθεύονται αμοιβαία ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου σε περίπτωση ανάγκης, συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού τόσο εκ του αντικειμένου όσο και εκ του αποτελέσματος, διότι στερεί τα συμβαλλόμενα μέρη, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τη συμφωνία και οι οποίες έχουν πράγματι επέλθει, από την αυτονομία της συμπεριφοράς τους και από την ευχέρεια να προσαρμόζονται ατομικά στις περιστάσεις: κάθε συμβαλλόμενο μέρος απαρνείται, εκ του γεγονότος της προσχώρησής του στη σύμβαση, να εκμεταλλεύεται, μέσω αυξήσεως των άμεσων πωλήσεών του προς την πελατεία, τις διακοπές ή μειώσεις της παραγωγής των λοιπών συμβαλλόμενων μερών, με αντίτιμο στην αντίθετη περίπτωση την προστασία του από έναν παρόμοιο κίνδυνο εκ μέρους των άλλων συμβαλλόμενων μερών.

Η σύμβαση μπορεί και θα μπορούσε ακόμη περισσότερο να αναγκάζει τα συμβαλλόμενα μέρη σε αμοιβαίες προμήθειες σημαντικών ποσοτήτων.

Μια συμφωνία τόσο γενική και τόσο μακράς διαρκείας, τη στιγμή που δύναται να ανανεώνεται επ' αόριστον με σιωπηρή ανανέωση, καθιερώνει την αλληλοβοήθεια στη θέση του ανταγωνισμού και τείνει στην αποφυγή κάθε μεταβολής στις αντίστοιχες θέσεις της αγοράς.

Τη στιγμή ακριβώς που θα κρινόταν πρόσφορη και επικερδής η εισβολή ενος συμβαλλόμενου μέρους στην αγορά του άλλου, αφού μάλιστα με την επιφύλαξη της μάρκας τα εν θέματι προϊόντα είναι στην ουσία ταυτόσημα, το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος οφείλει αντίθετα να εκτρέψει ανάλογο μέρος της παραγωγής του από την κανονική διαθεση στην αγορά, προκειμένου να το διαθέσει στο δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος. Το αποτέλεσμα της συμβάσεως θα είναι να περιέλθει το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος σε μια κατάσταση εξαρτήσεως, έτσι ώστε δεν θα προσπαθήσει ποτέ να διαθέσει με ανταγωνιστικό τρόπο το εμπόρευμα που έλαβε σε εκτέλεση της συμφωνίας. Ο περιορισμός που διαπιστώθηκε είναι δυνατόν να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των Κρατών μελών, αφού αφορά τη συμπεριφορά τριών από τους κυριότερους ευρωπαίους παραγωγούς ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου στις αντίστοιχες αγορές τους.

2. Παρά το γεγονός ότι η έλλειψη προηγουμένης γνωστοποιήσεως αποκλείει την χορήγηση εξαιρέσεως κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3, πρέπει να τονιστεί ότι ούτως ή άλλως δεν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της εξαιρέσεως αυτής.

Τα συμβαλλόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η συμφωνία συνήφθη τη στιγμή που άρχιζαν να θέτουν σε λειτουργία τις υπερσύγχρονες και υπερευαίσθητες εγκαταστάσεις ελασματοποιίας, ιδίως κατά την αρχική περίοδο λειτουργίας, και ότι κατά συνέπεια η συμφωνία ήταν αναγκαία προκειμένου να εξασφαλισθεί ο ανεφοδιασμός των μεταπωλητών στην περίπτωση βλάβης μιας από τις νέες αυτές εγκαταστάσεις.

(1) Η ρήτρα στην οποία γίνεται αναφορά αφορά την ενδεχόμενη άρνηση της CRAM να προβαίνει στην ελασματουργία ορισμένων ψευδαργύρων και κραμάτων ψευδαργύρου που αποτελούν το αντικείμενο ζήτησης τόσο χαμηλής ώστε η παραγωγή να κρίνεται οικονομικά ασύμφορη.

Η Επιτροπή δεν έχει αντιρρήσεις στην ευκαιριακή προμήθεια μεταξύ συναδέλφων σε χρονικά σημεία που καθορίζονται βραχύχρονα. Όσον αφορά ενδεχόμενες συμφωνίες περιορισμένες χρονικά και μη αποκλειστικές, σχετικές με την προμήθεια μεταξύ συναδέλφων προς το σκοπό εξασφαλίσεως του εφοδιασμού, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα έπρεπε να εξεταστεί κατά πόσο συμβιβάζεται με τους κανόνες ανταγωνισμού ή κατά πόσον μπορεί να τύχει εξαιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση όμως αποκλείεται η δυνατότητα εξαιρέσεως. Πράγματι δεν μπορεί να αναγνωριστεί καμιά βελτίωση της παραγωγής, δεδομένου ότι οι σχετικές επενδύσεις έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Πράγματι, η βελτίωση της παραγωγής δεν μπορεί να αναγνωριστεί επειδή επρόκειτο για επενδύσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι δεν ήταν αναγκαία μια τόσο ευρεία και μακροπρόθεσμη συμφωνία προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος ατυχήματος που θα οφειλόταν στην έλλειψη εμπειρίας σχετικά με τη λειτουργία των νέων εγκαταστάσεων. Ούτε επίσης το επιχείρημα της βελτίωσης της διανομής από την άποψη της ασφάλειας των προμηθειών μπορεί να αναγνωρισθεί. Οι πελάτες ενός παραγωγού ο οποίος δεν είναι σε θέση να διενεργεί τις παραδόσεις του δεν θα είχαν παρά να οργανώσουν τις αιτούμενες αποστολές των εμπορευμάτων, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να θέσουν αιφνιδίως σε λειτουργία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των συμβαλλόμενων μερών, ένα νέο δίκτυο πωλήσεων.

ΙΙΙ. Μέτρα που συμφωνήθηκαν μεταξύ της CRAM και της PYA οσον αφορά την παραγωγή, τον ανεφοδιασμό και την πώληση ελασματοποιημένων προϊόντων και κραμάτων ψευδαργύρου

Α. Περιορισμοί του ανταγωνισμού

1. Π α ρ α γ ω γ ή

Όσον αφορά την παραγωγή ελασματοποιημένων προϊόντων και κραμάτων ψευδαργύρου, η σύμβαση της 4ης Μαΐου 1971 περιλαμβάνει διατάξεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό.

Η δέσμευση της PYA (άρθρο Ι.14) να απέχει από την παραγωγή ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου μεταβάλλει τη διάρθρωση της προσφοράς στο εσωτερικό της κοινής αγοράς μειώνοντας από τρείς σε δύο τον αριθμό των παραγωγών στη γαλλική αγορά, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εναπομένοντες παραγωγοί, δηλαδή η CRAM και η VM, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ της κοινοτικής παραγωγής.

Η PYA, σε απάντηση των αιτιάσεων της Επιτροπής επί του θέματος αυτού, αντέτεινε ότι ήταν υποχρεωμένη να εγκαταλείψει την παραγωγή ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου για άλλους λόγους. Πρέπει εντούτοις να σημειωθεί ότι βάσει της εν θέματι συμφωνίας υφίσταται άμεση και αναμφισβήτητη σχέση μεταξύ της εγκατάλειψης της παραγωγής, που στηρίζεται σε δέσμευση αποχής για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 15 ετών (ελάχιστη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας) από τη μία πλευρά, και των ακόλουθων δεσμεύσεων της CRAM σχετικά με τα κράματα, με τρόπο ώστε να μην είναι δυνατόν να γίνονται αντιληπτά παρά μόνο σαν όρος αμοιβαιότητας. Με τον τρόπο αυτό εξάλλου ερμήνευσε τη συμφωνία η γαλλική επιτροπή ανταγωνισμού στη γνωμοδότησή της της 8ης Φεβρουαρίου 1979.

Η CRAM από την πλευρά της στερείται (άρθρο ΙΙ.6) της ελευθερίας να προσδιορίζει το επίπεδο της παραγωγής της σε κράματα ψευδαργύρου αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να μη αναπτύσσει την ικανότητα παραγωγής της, ή ακόμη και να μειώνει την παραγωγή της σε περίπτωση ανάγκης, μέχρι η παραγωγή κραμάτων της PYA να φθάσει τους 15 000 τόνους ετησίως.

Κατά τον ίδιο τρόπο η αμοιβαία δέσμευση της CRAM και της PYA (άρθρο ΙΙ.7) να συνεννοούνται για την εγκατάσταση νέων μονάδων παραγωγής κραμάτων, όταν η PYA θα έχει φτάσει τον στόχο της των 15 000 τόνων ετησίως (30 % της τότε γαλλικής αγοράς), στερεί εν προκειμένω τα συμβαλλόμενα μέρη από την κανονική τους ελευθερία συμπεριφοράς.

Οι διάφορες παραπάνω ρήτρες έχουν συνεπώς σαν στόχο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά γενικά και μεταξύ των ίδιων των συμβαλλόμενων μερών στο επίπεδο της παραγωγής.

2. Α ν ε φ ο δ ι α σ μ ό ς κ α ί π ώ λ η σ η

Η σύμβαση της 4ης Μαΐου 1971 περιέχει εξάλλου περιορισμούς όσον αφορά την αγορά και την πώληση πού, στην πραγματικότητα, είναι απόρροια των προηγουμένων.

Η PYA, όσον αφορά τις πωλήσεις της στη Γαλλία, δεσμεύεται (άρθρο Ι.2) να προμηθεύεται ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου αποκλειστικά και μόνο από την CRAM, η οποία δεσμεύεται αντίστοιχα να ανεφοδιάζει την PYA. Όσον αφορά τις πωλήσεις του ίδιου προϊόντος εκτός της Γαλλίας, η PYA είναι υποχρεωμένη (άρθρο Ι.10) να προτιμά την CRAM με τους ίδιους όρους. Η υποχρέωση αυτή, έστω και αν έχει απαλυνθεί, έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της ελευθερίας ανεφοδιασμού της PYA. Και στις δύο περιπτώσεις, η υποχρέωση της CRAM να ανεφοδιάζει την PYA είναι δυνατόν να έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των δικών της προς εξαγωγή διαθεσίμων.

Ακόμη και στην περίπτωση που η CRAM θα βρισκόταν σε αδυναμία να προμηθεύσει τα συμβατικά προϊόντα, περίπτωση κατά την οποία η PYA επαναβρίσκει την ελευθερία της ανεφοδιασμού από τρίτους, η υποχρέωση της PYA (άρθρο Ι.13) «να τηρεί τους κανόνες του θεμιτού ανταγωνισμού» κατά τη διάθεση των ελασματοποιημένων προϊόντων που προέρχονται από τρίτους, τείνει προφανώς να προστατεύσει την CRAM από κάθε διαταραχή του ανταγωνισμού της αγοράς της και υπονοεί σαφώς ότι η CRAM αναμένει την ίδια συμπεριφορά από την PYA, όσον αφορά τη διάθεση στο εμπόριο των ελασματοποιημένων προϊόντων που θα της προμήθευε η ίδια.

Η απαγόρευση που επιβάλλεται στην CRAM (άρθρο Ι.10) να μην εξάγει στην Ελλάδα και στην Ιταλία ολοκληρώνει το δίκτυο των περιορισμών που αναφέρονται στα ελασματοποιημένα προϊόντα, μολονότι οι εξαγωγές αυτές δεν είναι δυνατόν παρά να ήταν ασήμαντες. Όσον αφορά τα κράματα ψευδαργύρου, η CRAM αναλαμβάνει την υποχρέωση (άρθρο ΙΙ.8) να παραγγέλλει στην PYA ποσότητες μέχρι 5 000 τόνων (η οποία αναλαμβάνει την αντίστοιχη υποχρέωση να τις παραδίδει στην CRAM), προκειμένου να παρέχει στην τελευταία τη δυνατότητα να επιτυγχάνει ετήσια παραγωγή 15 000 τόνων. Παρά το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη αποτελεί μία μόνον όψη της υποχρεώσεως της CRAM, που αναφέρεται παραπάνω, να προβαίνει κατά περίπτωση στη μείωση της παραγωγής της (άρθρο ΙΙ.6), συνεπάγεται τον ανεφοδιασμό μιας επιχείρησης από ανταγωνιστή με όρους που αποκλείουν κάθε ανταγωνισμό.

Γενικότερα η CRAM επιφυλάσσεται για όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας να προτιμά την PYA για κάθε προμήθεια κραμάτων (άρθρο ΙΙ.15). Οι εν λόγω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις τις αναφερόμενες στην παραγωγή (βλέπε τμήμα Α.1 παραπάνω), συνεπάγονται την υποχρέωση των συμβαλλόμενων μερών να απέχουν, κατά την πώληση των κραμάτων, από ανταγωνιστική συμπεριφορά που θα ήταν δυνατόν να αντιβαίνει προς το στόχο της εναρμόνισης της παραγωγής και της εμπορικής πολιτικής των μερών, όπως προκύπτει από τη συμφωνία της 4ης Μαΐου 1971 (βλέπε ιδίως άρθρο Ι.3 προοιμίου).

Οι διάφορες παραπάνω ρήτρες πρέπει λοιπόν να θεωρηθούν ότι έχουν σαν στόχο τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών για τους δύο τύπους των εν θέματι προϊόντων, στο επίπεδο του ανεφοδιασμού και της διανομής.

Β. Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών

Οι παραπάνω ρήτρες, οι αναφερόμενες στην παραγωγή καθώς και στην πώληση στην Ελλάδα και στην Ιταλία, είναι δυνατόν να επενεργήσουν αισθητά επί της δυνατότητας που έχουν τα συμβαλλόμενα μέρη να πραγματοποιούν εξαγωγές εντός της κοινής αγοράς· οι ρήτρες οι αναφερόμενες στον αμοιβαίο ανεφοδιασμό υποβαθμίζουν την ελευθερία των συμβαλλόμενων μερών να εισάγουν προϊόντα από χώρες εντός της κοινής αγοράς και ακόμα να εξάγουν προς τις χώρες αυτές τουλάχιστον κατά τρόπο απόλυτα ανταγωνιστικό, όσον αφορά την υποχρέωση της CRAM να ανεφοδιάζει την PYA σε ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου.

Όσον αφορά τα κράματα, πρέπει να τονιστεί ότι η διάταξη της συμφωνίας (άρθρο ΙΙ.8 τελική διάταξη), σύμφωνα με την οποία η ετήσια παραγωγή των 15 000 τόνων για την PYA αφορούσε «τις ίδιες της τις πωλήσεις στη Γαλλία», δεν μπορεί να έχει απλά και μόνο σαν συνέπεια να περιοριστεί στη διάθεση των προϊόντων στη Γαλλία ο περιορισμός της παραγωγικής της ικανότητας ή, ενδεχομένως, και της ίδιας της παραγωγής της, στον οποίο συγκατατέθηκε η CRAM.

Το ίδιο ισχύει και με την αμοιβαία ανάληψη υποχρεώσεως (άρθρο ΙΙ.7) περί συνεννοήσεως σχετικά με το ζήτημα της παραγωγικής ικανότητας όταν η PYA θα έχει φθάσει το στόχο της των 15 000 τόνων ετησίως: φαίνεται απίθανη η δυνατότητα η συνεννόηση που συμφωνήθηκε να περιορίζεται μόνο στην ικανότητα παραγωγής που προορίζεται για την παραγωγή προϊόντων προς διάθεση στη Γαλλία, και να διατηρείται η ελευθερία των συμβαλλομένων όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα που προορίζεται για την παραγωγή προϊόντων προς εξαγωγή.

Όσον αφορά την ανάληψη υποχρεώσεως της PYA να προμηθεύεται ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου αποκλειστικά και μόνο από την CRAM, η αναφορά που γίνεται (άρθρο Ι.2) «στις ανάγκες πωλήσεως (της PYA) στη Γαλλία» δεν έχει ούτε αυτή σαν αποτέλεσμα την εξασφάλιση της ελευθερίας της PYA να προμηθεύεται τα εν λόγω προϊόντα από χώρες άλλες εκτός της Γαλλίας. Ωστόσο, για λόγους επιπρόσθετης ασφάλειας, το άρθρο Ι.14 (τέλος του πρώτου εδαφίου) της το απαγορεύει ρητά, εκτός της περιπτώσεως κωλύματος της CRAM, όπως αναφέρεται παραπάνω.

Γ. Μη εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3

Η έλλειψη κοινοποιήσεως της συμφωνίας της 4ης Μαΐου 1971 δεν αφήνει περιθώρια για τη χορήγηση εξαιρέσεως υπέρ της εν λόγω συμφωνίας κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ.

Η Επιτροπή εν προκειμένω, επιθυμεί ωστόσο να επισημάνει ότι δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, με την επιφύλαξη της απαλείψεως ή της τροποποιήσεως ορισμένων άχρηστων ή υπερβολικών ρητρών, να χορηγούσε το ευεργέτημα του άρθρου 85 παράγραφος 3, για περιορισμένη διάρκεια, για τις βασικές διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας, στο βαθμό που οι διατάξεις αυτές έχουν σαν γνώμονα τη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής επιτρέποντας στην PYA τη διείσδυση στην αγορά των κραμάτων και διατηρώντας ταυτόχρονα τη θέση της σαν μεταπωλητή στην αγορά των ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου.

Η Επιτροπή όμως, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν θα ήταν δυνατόν να θεωρήσει απαραίτητο, κατά την έννοια του άρθρου 85 παράγραφος 3, οι επιτρεπόμενοι προσωρινοί περιορισμοί να συμφωνούνται για διάρκεια 15 ετών, η οποία ανανεώνεται ανά πενταετία.

Εξάλλου η Επιτροπή δεν θα ήταν δυνατό να θεωρήσει σαν απαραίτητες τις ρήτρες που αναφέρονται:

- στη δέσμευση της PYA να προτιμά την CRAM, με τους ίδιους όρους, για τον εφοδιασμό της ως προς τις ανάγκες της πωλήσεων εκτός της Γαλλίας·

- στην απαγόρευση εξαγωγής από την CRAM ελασματοποιημένων προϊόντων προς την Ιταλία·

- στην απαγόρευση εισαγωγής από την PYA ελασματοποιημένων προϊόντων στη Γαλλία, εκτός από την περίπτωση δυσχέρειας της CRAM.

IV. Σύμβαση ορθολογικής οργανώσεως μεταξύ της CRAM και της Prayon

1. Η Επιτροπή, με επιστολή της της 17ης Ιουνίου 1981, είχε διατυπώσει προς την CRAM και την Prayon αιτίαση σχετικά με τη δέσμευση που ανέλαβε η τελευταία, στο πλαίσιο της συμφωνίας της 1ης Οκτωβρίου 1977, να παύσει την παραγωγή ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου. Τόσο από τις απαντήσεις των επιχειρήσεων στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της Επιτροπής όσο και από τις εξηγήσεις που προέβαλαν οι επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, προέκυψε με σαφήνεια ότι η απόφαση της Prayon να διακόψει τη λειτουργία του ελασματουργείου της είναι ανεξάρτητη και προγενέστερη από τη σύναψη της συμφωνίας της 1ης Οκτωβρίου 1977, αφού η Prayon είχε διακόψει τη λειτουργία του ελασματουργείου της για λόγους αποδοτικότητας και βιομηχανικής πολιτικής.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εγκαταλειφθεί κατά συνέπεια η αιτίαση η αναφερόμενη στην υποχρέωση διακοπής της παραγωγής ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου.

2. Η συμφωνία πάντως της 1ης Οκτωβρίου 1977 περιλαμβάνει άλλες διατάξεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό.

Η ανάληψη της υποχρεώσεως εκ μέρους της Prayon να εμπιστευθεί στην CRAM, για λογααριασμό της ελασματουργίας με φασόν, 7 000 έως 10 000 τόνους ετησίως, με τους όρους «του πλέον ευνοημένου πελάτη της CRAM» (όροι που διατυπώνονται με ακρίβεια στη σύμβαση), είναι από τη φύση της δυνατόν να παρεμποδίσει την Prayon να συνεργαστεί ενδεχομένως με καλύτερους όρους με άλλον παραγωγό της κοινής αγοράς.

Η Prayon, για τον ανεφοδιασμό της σε ελασματοποιημένα προϊόντα «πέραν των κανονικών της αναγκών» (δηλαδή πέραν του ανωτάτου ορίου των 10 000 τόνων ψευδαργύρου ετησίως) ή προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να διαθέτει τα προϊόντα της «και σε άλλες πλην των παραδοσιακών της αγορών», ανέλαβε εξίσου την υποχρέωση (άρθρο Ι.12 της συμβάσεως) να απευθύνεται αποκλειστικά και μόνον στην CRAM. Η CRAM χάνει το ευεργέτημα της προτιμήσεως μόνο όταν, στις δύο αυτές περιπτώσεις, δεν προσφέρει τα προϊόντα με όρους παρεμφερείς προς αυτούς κάθε άλλου τρίτου παραγωγού. Η ρήτρα αυτή, μολονότι έχει υποστεί κάποια απάλυνση, συνιστά ωστόσο περιορισμό του ανταγωνισμού, στο βαθμό που ενισχύει ακόμη περισσότερο την εξάρτηση της Prayon από την CRAM.

Οι περιορισμοί αυτοί είναι αισθητοί και είναι δυνατόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών, τόσο λόγω της σπουδαιότητας των οικείων επιχειρήσεων όσο και λόγω της θέσεως που κατέχουν σαν εξαγωγικές επιχειρήσεις.

3. Εφόσον δεν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα, δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί το ενδεχόμενο να κηρυχθούν ανεφάρμοστες οι διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ· αλλωστε μια τέτοια εξαίρεση δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί.

Πράγματι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των συμβαλλόμενων μερών, η συμφωνία είχε σαν στόχο να επιτρέψει στην Prayon να παραμείνει στην αγορά των ελασματοποιημένων προϊόντων, και αυτό παρά την παύση της λειτουργίας των εγκαταστάσεων του ελασματουργείου της. Η δέσμευση της CRAM να ελασματοποιεί με φασόν για την Prayon αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσει στην τελευταία τον ανεφοδιασμό της σε ποσότητα και ποιότητα και με όρους που να της επιτρέπουν να εξακολουθήσει να είναι σε θέση να διανέμει το προϊόν. Η αποκλειστικότητα για μέρος της παραγωγής και η προτίμηση για το υπόλοιπο που παραχωρήθηκαν στην CRAM από την Prayon ηταν αναγκαίες σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς αυτούς, προκειμένου να διασφαλιστεί στην CRAM αυτή η δυνατότητα διαθέσεως και να της επιτραπεί να λάβει ορισμένα τεχνικής και εμπορικής φύσεως

Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, οι υποχρεώσεις αυτές, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειάς τους, δεν είναι απαραίτητες για την επίτευξη του στόχου της συμφωνίας· κανένα στοιχείο δεν μπορεί να αιτιολογήσει αρχική διάρκεια 15 ετών με δυνατότητα ανανεώσεως για πέντε έτη, εκτός εάν καταγγελθεί κατόπιν ειδοποιήσεως προ δύο τουλάχιστον ετών. Μια τόσο μακρά διάρκεια θα ήταν ενδεχομένως δυνατόν να δικαιολογηθεί για συμφωνίες που απαιτούν από προμηθευτή σημαντικές επενδύσεις και αφορούν ένα συγκεκριμένο προϊόν το οποίο ο αγοραστής δεν δύναται ευχερώς να προμηθευτεί από αλλού στην αγορά. Η CRAM ομως δεν εκμεταλλευόταν πλήρως την ικανότητα παραγωγής του νέου της ελασματουργείου και το ελασματοποιημένο συμβατικό προϊόν του ψευδαργύρου παρήγετο ταυτόχρονα από δύο τουλάχιστον άλλους παραγωγούς.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ αριθ. 17

Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί με απόφαση να επιβάλει σε επιχειρήσεις πρόστιμα ύψους 1 000 έως 1 εκατομμυρίου ECU το ανώτερο, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά την προηγούμενη διαχωριστική περίοδο από μία από τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν αυτές παραβαίνουν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας το άρθρο 85 παράγραφος 1 της συνθήκης. Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως και η διάρκειά της.

Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι στις επιχειρήσεις CRAM και RZ , επειδή συνήργησαν σε μια εναρμονισμένη πρακτική που αποσκοπεί να προστατέψει τη γερμανική αγορά εναντίον παραλλήλων εισαγωγών ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου στις οποίες προέβη η Schiltz, πρέπει να επιβληθούν πρόστιμα.

Αυτές οι δύο επιχειρήσεις, συνεργώντας στην εν λόγω εναρμονισμένη πρακτική παραβίασαν, εκ προθέσεως ή τουλάχιστον εξ αμελείας, το άρθρο 85 παράγραφος 1 της συνθήκης. Εγνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η παρεμπόδιση των παράλληλων εξαγωγών αποτελεί μια σοβαρή παράβαση του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης, όπως έχει διαπιστωθεί σε μια σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς επίσης και σε αποφάσεις της Επιτροπής.

Όσον αφορά τη βαρύτητα της παραβάσεως είναι προφανές ότι οι επιχειρήσεις CRAM και RZ προσπάθησαν με αυτή την εναρμονισμένη πρακτική να παρεμποδίσουν την πραγματοποίηση ενός από τους βασικούς σκοπούς της συνθήκης ΕΟΚ, δηλαδή τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς ανάμεσα στα Κράτη μέλη της Κοινότητας.

Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, αυτή άρχισε το αργότερο στις 21 Οκτωβρίου 1976 και συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι τις 29 Οκτωβρίου 1976 όπως καταδείχτηκε ανωτέρω.

Όσον αφορά το ύψος των προστίμων, αν και πρόκειται για σοβαρή παράβαση, πρέπει να ληφθεί υπόψη η μικρή διάρκεια της εναρμονισμένης πρακτικής.

Οι δύο επιχειρήσεις υπέχουν την ίδια ευθύνη στις εναρμονισμένες πρακτικές. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το μέγεθός τους,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1. Η εναρμονισμένη πρακτική που έλαβε χώρα το 1976 μεταξύ της CRAM και της RZ για την προστασία της γερμανικής αγοράς από τις παράλληλες εισαγωγές ελασματοποιημένων προϊόντων που διενεργούσε η Schiltz, συνιστά παράβαση του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ.

2. Η ρήτρα που συμφωνήθηκε το 1976 μεταξύ της CRAM και της Schiltz αφενός, και της RZ και της Schiltz αφετέρου και η οποία υποχρέωνε την τελευταία να μεταπωλεί ελασματοποιημένα προϊόντα ψευδαργύρου σε ορισμένη χώρα, με σκοπό τον περιορισμό των παραλλήλων εξαγωγών στην Κοινότητα, συνιστά παράβαση του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ.

Άρθρο 2

1. Για την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 επιβάλλονται στις ακόλουθες επιχειρήσεις τα ακόλουθα πρόστιμα:

- στην CRAM, πρόστιμο ύψους 400 000 ECU που ισοδυναμεί με 2 625 000 FF,

- στην RZ GmbH and Co, πρόστιμο ύψους 500 000 ECU που ισοδυναμεί με 1 157 230 DM.

2. Τα πρόστιμα αυτά πρέπει να πληρωθούν εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη γνωστοποίηση της αποφάσεως αυτής,

- από την CRAM, στον αριθ. λογαριασμού 5-770-006-5 της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην Τράπεζα Societe Generale de Paris,

- από τη RZ στον αριθ. λογαριασμού 64 910 της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην Τράπεζα SAL Oppenheim, Koeln.

Άρθρο 3

Η σύμβαση αμοιβαίας παροχής υπηρεσιών διευκολύνσεως που συνήφθη στις 5 Αυγούστου 1974 μεταξύ των CRAM, RZ και VM, συνιστά παράβαση του άρθρου 85 της συνθήκης.

Άρθρο 4

Οι παρακάτω διατάξεις της συμβάσεως της 4ης Μαΐου 1971 μεταξύ της CRAM και της PYA συνιστούν παράβαση του άρθρου 85 της συνθήκης:

1. Η δέσμευση της PYA να απέχει από την κατασκευή ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου (άρθρο Ι.14).

2. Η δέσμευση της CRAM να μην αυξάνει την παραγωγική της ικανότητα στον τομέα των κραμάτων ψευδαργύρου εφόσον η παραγωγική ικανότητα της PYA δεν θα υπερβαίνει τις 15 000 τόνους ετησίως, και να μειώνει, κατά περίπτωση, την ίδια την παραγωγή της αναθέτοντας στην PYA την για λογαριασμό της παραγωγή ποσοτήτων μέχρι 5 000 τόνων ετησίως (άρθρο ΙΙ.6 και 8).

3. Η αμοιβαία δέσμευση που ανέλαβαν η CRAM και η PYA να συνεννοούνται για την εγκατάσταση νέων μονάδων παραγωγής κραμάτων όταν η παραγωγή της PYA θα έχει φτάσει τις 15 000 τόνους ετησίως (άρθρο ΙΙ.7).

4. Η δέσμευση της PYA να προμηθεύεται ελασματοποιημένα προϊόντα αποκλειστικά και μόνο από την CRAM για ένα μέρος των αναγκών της (πωλήσεις στη Γαλλία, άρθρο Ι.2), να προτιμά τον ανεφοδιασμό της από την CRAM με ίσους όρους για το υπόλοιπο των αναγκών της (άρθρο Ι.10), και να «τηρεί τους κανόνες του θεμιτού ανταγωνισμού» κατά την πώληση ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου που προμηθεύεται από τρίτους σε περίπτωση κωλύματος της CRAM (άρθρο Ι.13)· η απαγόρευση εξαγωγής ελασματοποιημένων προϊόντων στην Ελλάδα και την Ιταλία που επιβάλλεται στην CRAM (άρθρο Ι.10) και η απαγόρευση εισαγωγής ελασματοποιημένων προϊόντων που επιβάλλεται στην PYA, η οποία αίρεται μόνο σε περίπτωση κωλύματος της CRAM (άρθρο Ι.14).

5. Η δέσμευση της CRAM να προτιμά την PYA για κάθε προμήθεια κραμάτων.

Άρθρο 5

Η αποκλειστικότητα που παραχώρησε η Prayn στην CRAM, με τη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ τους την 1η Οκτωβρίου 1977, όσον αφορά την ελασματοποίηση με φασόν μέχρι μιας ορισμένης ποσότητας σε τόνους, και η με ίσους όρους προτίμηση που επιφυλάσσει η Prayon στην CRAM για τις επιπλέον ποσότητες ή εν όψει ασυνήθων πωλήσεων, συνιστούν παράβαση του άρθρου 85 της συνθήκης.

Άρθρο 6

Τα μέρη που αναφέρονται στο άρθρο 7 παύουν αμελλητί τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν και απέχουν στο μέλλον από κάθε συμβατική διάταξη ή εναρμονισμένη πρακτική που θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα.

Άρθρο 7

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται:

1. Για το σύνολο των άρθρων:

Compagnie royale asturienne des mines

42, avenue Gabriel

F-Paris Cedex 08. 2. Για τα άρθρα 1, 2 και 3:

Rheinisches Zinkwalzwerk GmbH & Co.

Bahnhofstrasse 90

Postfach 4354

D-4354 Datteln.

3. Για το άρθρο 3:

Societe des mines et fonderies de zinc de la Vieille-Montagne SA

B-4900 Angleur Liege.

4. Για το άρθρο 4:

Penarroya SA

Tour Maine Montparnasse

33, avenue du Maine

F-75755 Paris.

5. Για το άρθρο 5:

Societe de Prayon SA

144, rue J. Wauters

B-4130 Engis.

Η παρούσα απόφαση αποτελεί τίτλο εκτελεστό σύμφωνα με το άρθρο 192 της συνθήκηες περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 14 Δεκεμβρίου 1982.

Για την 'Επιτροπή

Frans ANDRIESSEN

Μέλος της Επιτροπής

Top