Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31974D0120

    74/120/ΕΟΚ: Απόφαση τού Συμβουλίου τής 18ης Φεβρουαρίου 1974 περί επιτεύξεως υψηλού βαθμού συγκλίσεως τής οικονομικής πολιτικής τών Κρατών μελών τής Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος

    ΕΕ L 63 της 5.3.1974, p. 16–18 (DA, DE, EN, FR, IT, NL)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (EL, ES, PT)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 23/03/1990; καταργήθηκε από 31990D0141

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1974/120/oj

    31974D0120

    74/120/ΕΟΚ: Απόφαση τού Συμβουλίου τής 18ης Φεβρουαρίου 1974 περί επιτεύξεως υψηλού βαθμού συγκλίσεως τής οικονομικής πολιτικής τών Κρατών μελών τής Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 063 της 05/03/1974 σ. 0016 - 0018
    Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 10 τόμος 1 σ. 0055
    Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 10 τόμος 1 σ. 0051
    Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 10 τόμος 1 σ. 0051


    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Φεβρουαρίου 1974 περί επιτεύξεως υψηλού βαθμού συγκλίσεως της οικονομικής πολιτικής των Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως τα άρθρα 103 και 145,

    την πρόταση της Επιτροπής,

    την γνώμη της Συνελεύσεως,

    την γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

    Εκτιμώντας:

    ότι η βαθμιαία πραγματοποίηση της οικονομικής και νομισματικής ενώσεως προϋποθέτει, ως απαραίτητο όρο, να καθιερωθεί από τώρα και να διατηρείται σε υψηλό βαθμό η σύγκλιση της οικονομικής πολιτικής των Κρατών μελών-

    ότι, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, επιβάλλεται σημαντική ενίσχυση και βελτίωση των διαδικασιών συντονισμού που εφαρμόζονται προς το παρόν- ότι πρέπει, ειδικότερα, να δημιουργηθεί μηχανισμός διαρκούς διαβουλεύσεως, τόσο στον τομέα της γενικής οικονομικής πολιτικής, όσο και στον τομέα της πολιτικής που ανάγεται στην αρμοδιότητα των Κεντρικών Τραπεζών για νομισματικά θέματα-

    ότι αυτός ο μηχανισμός διαρκούς διαβουλεύσεως πρέπει να βασίζεται σε κατευθύνσεις οικονομικής πολιτικής καθοριζόμενες επί κοινοτικού επιπέδου- ότι οι εν λόγω κατευθύνσεις δεν πρέπει να περιορίζονται μόνο στην βραχυπρόθεσμη πολιτική, αλλά πρέπει επίσης να επεκτείνονται στην μεσοπρόθεσμη πολιτική- ότι θα ήταν πράγματι αδύνατο να ασκηθεί κατάλληλη πολιτική συγκυρίας που να συνδυάζει τις διαδικασίες εξελίξεως εννέα εθνικών οικονομιών, αν δεν καθοδηγείται από και προς κοινούς στόχους καθοριζόμενους για μακρότερη περίοδο- ότι κατά συνέπεια, ο καθορισμός μεσοπροθέσμων κατευθύνσεων αποτελεί απαραίτητο όργανο για μία συνεπή πολιτική συγκυρίας και άρα κατάλληλο μέτρο για πολιτική αυτού του είδους-

    ότι για τη διατήρηση της συνοχής της οικονομικής πολιτικής των Κράτων μελών απαιτείται παρακολούθηση της εφαρμογής και των αποτελεσμάτων της οικονομικής πολιτικής κάθε Κράτους, ούτως ώστε κάθε απόκλιση από τις κατευθύνσεις που καθορίζονται επί κοινοτικού επιπέδου να δύναται να διορθωθεί γρήγορα-

    ότι η εντονότερη σύγκλιση της οικονομικής πολιτικής των Κρατών μελών πρέπει να συνοδεύεται, όσον αφορά τις συναλλαγματικές σχέσεις στο εσωτερικό της Κοινότητος, από ένα ακριβή και αποτελεσματικό μηχανισμό διαβουλεύσεως, η οποία να προηγείται κάθε αποφάσεως ενός Κράτους μέλους σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους το νόμισμά του ανταλλάσσεται με τα νομίσματα των άλλων Κρατών μελών και των τρίτων χωρών-

    ΕΞΕΛΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Το Συμβούλιο αφιερώνει κάθε μήνα μία ορισμένη ημέρα, που επιλέγεται εκ των προτέρων, σε συνεδριάσεις που αφορούν τα οικονομικά και νομισματικά προβλήματα. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο συνέρχεται τρεις φορές κατ' έτος σε συνεδριάσεις που αφιερούνται στην οικονομική κατάσταση εντός της Κοινότητος. Βάσει ανακοινώσεως της Επιτροπής συνοδευομένης, κατά περίπτωση, από σχέδια αποφάσεων, οδηγιών ή συστάσεων, το Συμβούλιο καθορίζει τις κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής, οι οποίες πρέπει να ακολουθούνται τόσο από την Κοινότητα όσο και από κάθε Κράτος μέλος, ώστε να επιτυγχάνεται αρμονική οικονομική εξέλιξη.

    Άρθρο 2

    Η πρώτη εξέταση γίνεται το ενωρίτερο δυνατόν κατά την διάρκεια του πρώτου τριμήνου.

    Στην φάση αυτή προτάσει της Επιτροπής, το Συμβούλιο προσαρμόζει τις κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής, που αναφέρονται στο τρέχον έτος, στις νέες ανάγκες της οικονομικής εξελίξεως.

    Οι προτάσεις της Επιτροπής συνοδεύονται από απολογισμό της οικονομικής πολιτικής του έτους που παρήλθε και από πενταετείς προβλέψεις περί των κυριοτέρων μακρο-οικονομικών μεγεθών.

    Άρθρο 3

    Η δεύτερη εξέταση γίνεται κατά την διάρκεια του δευτέρου τριμήνου. Στην φάση αυτή το Συμβούλιο ορίζει τις κατευθύνσεις που συμβιβάζονται με τα ουσιώδη στοιχεία των προκαταρκτικών οικονομικών προϋπολογισμών. Στο πλαίσιο αυτό καθορίζονται οι ποσοτικές κατευθύνσεις για τα σχέδια των δημοσίων προϋπολογισμών του επομένου έτους, πριν τα σχέδια αυτά εγκριθούν οριστικά, και αναφέρονται στην εξέλιξη του ύψους των προϋπολογισμών, στο πρόσημο και στο μέγεθος των υπολοίπων, καθώς και στους τρόπους χρηματοδοτήσεως ή χρησιμοποιήσεως των υπολοίπων αυτών. Οι αριθμητικά εκφρασμένες κατευθύνσεις που αναφέρονται στα σχέδια δημοσίων προϋπολογισμών δεν δημοσιεύονται στην φάση αυτή.

    Άρθρο 4

    Η τρίτη εξέταση γίνεται περί το τέλος του τρίτου τριμήνου. Στην φάση αυτή το Συμβούλιο προτάσει της Επιτροπής και αφού διαβουλευθεί με την Συνέλευση και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει ετήσια έκθεση περί της οικονομικής καταστάσεως της Κοινότητος και καθορίζει τις κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθήσει κάθε Κράτος μέλος στην οικονομική του πολιτική για το επόμενο έτος.

    Άρθρο 5

    Μόλις εκδοθεί από το Συμβούλιο η ετήσια αυτή έκθεση, οι κυβερνήσεις την υποβάλλουν στα κοινοβούλιά τους, ώστε να είναι δυνατόν να την λάβουν υπόψη κατά την συζήτηση επί του προϋπολογισμού.

    Άρθρο 6

    Βάσει προσχεδίου της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής, η Επιτροπή καταρτίζει κατά κανονικά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά ανά πενταετία, σχέδιο προγράμματος μεσοπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής, το οποίο έχει ως σκοπό, με την προοπτική της οικονομικής και νομισματικής ενώσεως, να διευκολύνει και να κατευθύνει τις διαρθρωτικές ανακατατάξεις - κατά τομείς, περιφερειακές και κοινωνικές - και να εξασφαλίζει την σύγκλιση της γενικής οικονομικής πολιτικής των Κρατών μελών.

    Το σχέδιο αυτό επισημαίνει τα σημεία, όπου υπάρχει απόκλιση από το προσχέδιο της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής.

    Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο προγράμματος στο Συμβούλιο, το οποίο ζητά αμέσως σχετική γνώμη από την Συνέλευση και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

    Το πρόγραμμα υιοθετείται από το Συμβούλιο και τις κυβερνήσεις των Κρατών μελών.

    Το Συμβούλιο και οι κυβερνήσεις των Κρατών μελών, με την υιοθέτηση του προγράμματος, εκφράζουν την πρόθεσή τους να ενεργήσουν, στον τομέα που καλύπτει το πρόγραμμα, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που αυτό προβλέπει.

    Παράλληλα με την υιοθέτηση του προγράμματος, αν συντρέχει λόγος, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, εκδίδει ομοφώνως τις αποφάσεις, οδηγίες ή συστάσεις που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο πρόγραμμα αυτό και την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει.

    Άρθρο 7

    Κάθε Κράτος μέλος, το οποίο έχει την πρόθεση να προβεί, νομικά ή πραγματικά, σε τροποποίηση, εγκατάλειψη, ή αποκατάταση της ισοτιμίας, της κεντρικής τιμής συναλλάγματος ή των τιμών που αποτελούν τα όρια παρεμβάσεως του νομίσματός του, θέτει σε λειτουργία τον μηχανισμό της προηγουμένης διαβουλεύσεως.

    Οι διαδικασίες διαβουλεύσεων, οι οποίες έχουν χαρακτήρα απόρρητο και επείγοντα, εφαρμόζονται σύμφωνα με πρακτικούς κανόνες καθοριζομένους από το Συμβούλιο, κατόπιν γνώμης της Νομισματικής Επιτροπής.

    Άρθρο 8

    Εκτός από τις διαβουλεύσεις που γίνονται στην Νομισματική Επιτροπή και στην Ομάδα Συντονισμού Βραχυπροθέσμου Οικονομικής και Χρηματοδοτικής Πολιτικής, οι Κεντρικές Τράπεζες καλούνται να ενισχύουν, με τακτικές και συχνές διαβουλεύσεις, στο πλαίσιο της αποφάσεως του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1971 περί ενισχύσεως της συνεργασίας μεταξύ των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (1), τον επί μονίμου βάσεως συντονισμό της νομισματικής πολιτικής που ακολουθούν, ιδίως δε ως προς την εξέλιξη της προσφοράς χρήματος και της ρευστότητος του τραπεζικού συστήματος, τους όρους πιστοδοτήσεως και το επίπεδο των επιτοκίων.

    Άρθρο 9

    Διαρκείς διαβουλεύσεις περί των γενικών μέτρων οικονομικής πολιτικής, τα οποία σχεδιάζουν να λάβουν τα Κράτη μέλη, καθώς και περί του κατά πόσον τα μέτρα αυτά συμμορφώνονται προς τις κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής, τις οποίες καθορίζει το Συμβούλιο σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 1 έως 5, γίνονται στην Ομάδα Συντονισμού που προβλέπεται στον τίτλο 1 παράγραφος 2 του ψηφίσματος του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των Κρατών μελών της 21ης Μαρτίου 1972 περί εφαρμογής του ψηφίσματος της 22ας Μαρτίoυ 1971 περί της κατά στάδια πραγματοποιήσεως οικονομικής και νομισματικής ενώσεως εντός της Κοινότητος (2).

    Οι πρόεδροι της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής, της Νομισματικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών παρίστανται, αν είναι αναγκαίο, στις συνεδριάσεις της Ομάδος.

    Οι διαβουλεύσεις αυτές πρέπει να διενεργούνται πριν από τη λήψη των αποφάσεων και να καλύπτουν τα πιο σημαντικά μέτρα για την σύγκλιση της οικονομικής πολιτικής εντός της Κοινότητος.

    Η Ομάδα συνέρχεται τόσο συχνά, ώστε να εξασφαλίζεται ο διαρκής χαρακτήρας των διαβουλεύσεων και, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον μία φορά το μήνα.

    Άρθρο 10

    Κάθε Κράτος μέλος ή η Επιτροπή δύναται να ζητήσει διαβούλευση στο πλαίσιο του Συμβουλίου:

    - αν, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 8 και 9, φανεί ότι τα μέτρα ή οι αποφάσεις που σχεδιάζουν να λάβουν ένα ή περισσότερα Κράτη μέλη δημιουργούν σοβαρές επιφυλάξεις, ή

    - αν οι οικονομικές εξελίξεις σε ένα Κράτος μέλος παρουσιάζουν σημαντικούς κινδύνους για άλλα Κράτη μέλη ή για την Κοινότητα στο συνολό της.

    Το Συμβούλιο συνέρχεται εντός οκτώ ημερών.

    Άρθρο 11

    Στην περίπτωση όπου ένα Κράτος μέλος εφαρμόζει οικονομική, νομισματική ή δημοσιονομική πολιτική, που αποκλίνει από τις κατευθύνσεις του Συμβουλίου ή παρουσιάζει οικονομικούς κινδύνους για το σύνολο της Κοινότητος, η Επιτροπή δύναται να απευθύνει σύσταση προς το Κράτος αυτό. Εντός δέκα πέντε ημερών από την λήψη της συστάσεως αυτής, το ανωτέρω Κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εκτίμηση της περιπτώσεως.

    Η Επιτροπή ή ένα Κράτος μέλος δύναται να ζητήσει επείγουσα σύγκληση της Ομάδος Συντονισμού Βραχυπροσθέσμου Οικονομικής και Χρηματοδοτικής Πολιτικής και ενδεχομένως, εξέταση στο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο αποφασίζει βάσει προτάσεων που του απευθύνει, κατά περίπτωση, η Επιτροπή.

    Άρθρο 12

    Το Συμβούλιο, βάσει εκθέσεως που του υποβάλλει η Επιτροπή, εξετάζει μία φορά κατ' έτος, στην συνεδρίαση του κατά το πρώτο τρίμηνο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, την εφαρμογή της παρούσης αποφάσεως και την συνέπεια της ακολουθουμένης πολιτικής προς τους καθορισμένους στόχους. Η έκθεση της Επιτροπής διαβιβάζεται επίσης στην Συνέλευση.

    Άρθρο 13

    Καταργούνται:

    - η απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 1969 περί του συντονισμού της βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής των Κρατών μελών (3)-

    - η απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1970 περί των καταλλήλων μεθόδων για τις διαβουλεύσεις που προβλέπονται στην απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 1969-

    - η απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1971 περί ενισχύσεως του συντονισμού της βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής των Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (4).

    Άρθρο 14

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα Κράτη μέλη.

    Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 18 Φεβρουαρίου 1974.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    H. SCHMIDT

    (1) ΕΕ αριθ. Ν 73 της 27. 3. 1971, σ. 14.

    (2) ΕΕ αριθ. A 38 της 18. 4. 1972, σ. 3.

    (3) ΕΕ αριθ. Ν 183 της 25. 7. 1969, σ 41.

    (4) ΕΕ αριθ. Ν 73 της 25. 3. 1971, σ. 12.

    Top