Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31970L0509

Οδηγία 70/509/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1970 περί υιοθετήσεως ενός κοινού ασφαλιστηρίου συμβολαίου ασφαλίσεως πιστώσεων για τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές δημόσιοι φορείς

ΕΕ L 254 της 23.11.1970, p. 1–25 (DE, FR, IT, NL)
Αγγλική ειδική έκδοση: Σειρά I τόμος 1970(III) σ. 762 - 781

Άλλες ειδικές εκδόσεις (DA, EL, ES, PT, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 07/06/1998; καταργήθηκε από 31998L0029 ;

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1970/509/oj

31970L0509

Οδηγία 70/509/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1970 περί υιοθετήσεως ενός κοινού ασφαλιστηρίου συμβολαίου ασφαλίσεως πιστώσεων για τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές δημόσιοι φορείς

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 254 της 23/11/1970 σ. 0001 - 0025
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 1 σ. 0069
Δανική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1970(III) σ. 0680
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 1 σ. 0069
Αγγλική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1970(III) σ. 0762
Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 2 σ. 0003
Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 1 σ. 0078
Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 11 τόμος 1 σ. 0078


ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Οκτωβρίου 1970 περί υιοθετήσεως ενός κοινού ασφαλιστηρίου συμβολαίου ασφαλίσεως πιστώσεων για τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές δημόσιοι φορείς

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και ιδίως το άρθρο 113,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας:

ότι οι εξαγωγικές πιστώσεις διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο στις διεθνείς συναλλαγές και αποτελούν ένα σημαντικό όργανο της εμπορικής πολιτικής-

ότι τα διάφορα συστήματα ασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων που ισχύουν στα Κράτη μέλη δύνανται να επιφέρουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων της Κοινότητος στις αγορές τρίτων χωρών-

ότι η εναρμόνιση των διαφόρων συστημάτων ασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων θα μπορούσε να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων των διαφόρων Κρατών μελών-

ότι, με την προοπτική αυτή, θα έπρεπε να υιοθετηθούν από τα Κράτη μέλη σε διαφόρους τομείς της ασφαλίσεως πιστώσεων κοινά ασφαλιστήρια συμβόλαια ή λύσεις εναρμονισμένες ως προς τα ουσιώδη στοιχεία τους-

ότι εν τούτοις η εγγύηση των μεσοπροθέσμων και μακροπροθέσμων κινδύνων αντιπροσωπεύει σε όλα τα Κράτη μέλη ένα πολύ υψηλό ποσοστό του συνόλου των ασφαλισμένων πράξεων-

ότι εξ άλλου ένας μεγάλος αριθμός των μεσοπροθέσμων και μακροπροθέσμων πράξεων αυτών πραγματοποιούνται με δημοσίους φορείς ως αγοραστές-

ότι εξ αιτίας της φύσεως των πιστώσεων, φαίνεται σκόπιμο να εναρμονισθούν χωριστά οι πιστώσεις προμηθευτών και οι χρηματοδοτικές πιστώσεις-

ότι η υιοθέτηση ενός κοινού ασφαλιστηρίου συμβολαίου για τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές δημόσιοι φορείς, τις συνοδευόμενες από πίστωση προμηθευτού, θα αποτελούσε σημαντικό στοιχείο για την εναρμόνιση της τεχνικής ασφαλίσεως πιστώσεων-

ότι είναι σημαντική για την Επιτροπή η συγκέντρωση των γνωμών των αντιπροσώπων των Κρατών μελών σε κάθε πρόβλημα σχετικό με την ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσης οδηγίας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παραρτήματος Δ, τα Κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία νομοθετικά, κανονιστικά ή διοικητικά μέτρα για να τεθεί σε ισχύ από την 1η Σεπτεμβρίου 1971, το "Κοινό μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ασφαλιστήριο συμβόλαιο με δημόσιους φορείς ως αγοραστές (γενικοί όροι)" το οποίο παρατίθεται στο παράρτημα Α - αποκαλούμενο εφ' εξής κοινό ασφαλιστήριο - καθώς και την τροποποιητική πράξη επεκτάσεως της εγγυήσεως (παροχή εγγυήσεως περί εκτελέσεως της ασφαλισμένης συμβάσεως) που παρατίθεται στα παραρτήματα Β και Β/1.

2. Τα Κράτη μέλη συμμορφώνονται, όσον αφορά την ερμηνεία του κοινού ασφαλιστηρίου και της προσθήκης αυτού, στα προσαρτημένα σχόλια (παραρτήματα Γ και Γ/1).

Άρθρο 2

Τα Κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι οργανισμοί ασφαλίσεως πιστώσεων, που εγγυώνται για λογαριασμό ή με την υποστήριξη του Κράτους, να ασφαλίζουν τις πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινού ασφαλιστηρίου σύμφωνα με τους όρους που περιέχονται σ' αυτό και τους ειδικούς κανόνες που θεσπίζει το Συμβούλιο.

Άρθρο 3

1. Το πεδίο εφαρμογής του κοινού ασφαλιστηρίου καλύπτει τις πράξεις που ασφαλίζονται από ατομικά ασφαλιστήρια συμβόλαια και οι οποίες:

- περιλαμβάνουν είτε ένα πιστωτικό κίνδυνο διαρκείας ίσης με ή μεγαλύτερης από 12 μηνών είτε και τους δύο κινδύνους που προαναφέρθηκαν σωρευτικής διαρκείας ίσης με ή μεγαλύτερης από 24 μήνες-

- προορίζονται για δημόσιο φορέα ως αγοραστή ή για ιδιωτικό φορέα ως αγοραστή, τις υποχρεώσεις του οποίου εγγυάται είτε δημόσια αρχή είτε οργανισμός που ανταποκρίνεται στον ορισμό που δίδεται στο τελευταίο εδάφιο της παρούσης παραγράφου-

- πραγματοποιούνται βάσει μιας πιστώσεως προμηθευτού.

Κατά την έννοια του κοινού ασφαλιστηρίου είναι δημόσιος φορέας ο αγοραστής, ο οποίος επειδή είναι υπό την μία ή την άλλη μορφή η ίδια η δημόσια εξουσία (Κράτος, οργανισμοί περιφερειακής ή τοπικής αυτοδιοικήσεως όπως τα διαμερίσματα, οι νομοί ή οι δήμοι και οι κοινότητες, δημόσιοι οργανισμοί), δεν μπορεί να κηρυχθεί δικαστικά ή διοικητικά σε πτώχευση.

2. Οι διατάξεις του κοινού ασφαλιστηρίου εφαρμόζονται επίσης για την κάλυψη των κινδύνων που διατρέχει ο εξαγωγεύς για πράξεις που χρηματοδοτούνται με χρηματοδοτικές πιστώσεις, στην περίπτωση που η χρηματοδοτική πίστωση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πριν από τη γένεση του πιστωτικού κινδύνου.

Άρθρο 4

Συνιστάται παρά τη Επιτροπή μία Συμβουλευτική Επιτροπή Ασφαλίσεως Εξαγωγικών Πιστώσεων που αποκαλείται κατωτέρω "επιτροπή", και η οποία αποτελείται από αντιπροσώπους των Κρατών μελών και προεδρεύεται από αντιπρόσωπο της Επιτροπής. Η Επιτροπή καταρτίζει τον κανονισμό της.

Άρθρο 5

Η επιτροπή συνέρχεται εφ' όσον την συγκαλέσει ο πρόεδρός της είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήσεως του αντιπροσώπου Κράτους μέλους.

Άρθρο 6

Η Επιτροπή μπορεί να διαβουλεύεται με την επιτροπή για κάθε πρόβλημα σχετικό με την ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσης οδηγίας.

Άρθρο 7

Η Επιτροπή υποβάλλει, πριν από τη λήξη προθεσμίας 2 ετών από την θέση σε ισχύ του κοινού ασφαλιστηρίου, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 4, έκθεση για τα διδάγματα από την πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή των άρθρων 3 και 13 του κοινού ασφαλιστηρίου. Διατυπώνει ενδεχομένως προτάσεις για την τροποποίηση των διατάξεων αυτών εν όψει της προσαρμογής τους στις ειδικές ανάγκες που δεν θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Εν τούτοις, η έκθεση αυτή δύναται να υποβληθεί σε οποιαδήποτε στιγμή, αν αυτό ζητηθεί από ένα Κράτος μέλος, οπότε θα υποβληθεί επειγόντως στο Συμβούλιο.

Άρθρο 8

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα Κράτη μέλη.

Έγινε στο Λουξεμβούργο, στις 27 Οκτωβρίου 1970.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. MOLLER

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

ΚΟΙΝΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ Μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές δημόσιοι φορείς ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ Το παρόν κείμενο καθορίζει τους γενικούς όρους υπό τους οποίους η (το).........(1) κατωτέρω, αποκαλουμένη "η εταιρία" θα αποζημιώνει τον ασφαλισμένο για τις ζημίες που ενδεχομένως υφίσταται βάσει της συμβάσεως που περιγράφεται στους ειδικούς όρους, που κατωτέρω επικαλείται "η σύμβαση" σε περίπτωση πραγματοποιήσεως ενός από τους κινδύνους που καλύπτονται και απαριθμούνται στους εν λόγω όρους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ

Άρθρο 1

Κίνδυνος κατασκευής Ο κίνδυνος κατασκευής πραγματοποιείται όταν η εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων του ασφαλισμένου ή της κατασκευής των προμηθειών που παραγγέλθηκαν διακόπτεται για μία περίοδο 6 μηνών, εφόσον την άμεση αιτία αυτής της διακοπής συνιστά η επέλευση ενός ή περισσοτέρων από τα γεγονότα που προβλέπονται στις περιπτώσεις Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και Η του άρθρου 3, εξαιρουμένων όλων των ετέρων γεγονότων ή, εν περιπτώσει απειλής επελεύσεως ενός ή περισσοτέρων από τα γεγονότα αυτά, με απόφαση της εταιρίας.

Όταν, παρά την επέλευση ενός από τα γεγονότα που αναφέρθηκαν ανωτέρω η κατασκευή συνεχίζεται βάσει αποφάσεως της εταιρίας και, μεταγενεστέρως, είτε λόγω του ότι το γεγονός συνεχίζει να υφίσταται είτε λόγω της επελεύσεως ενός νέου γεγονότος, η ολική εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων του ασφαλισμένου καθίσταται αδύνατη ή κρίνεται σαν μη σκόπιμη από την εταιρία, ο κίνδυνος κατασκευής πραγματοποιείται κατά την ημερομηνία της διακοπής ή της ολοκληρώσεως της κατασκευής, εφ' όσον έχουν παρέλθει 6 μήνες από την επέλευση του αρχικού γενεσιουργού γεγονότος ή την αρχική απόφαση της εταιρίας που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο.

Άρθρο 2

Πιστωτικός κίνδυνος Ο πιστωτικός κίνδυνος πραγματοποιείται όταν ο ασφαλισμένος βρίσκεται σε αδυναμία να εισπράξει ολόκληρη την απαίτησή του ή μέρος αυτής μέσα σε 6 μήνες από τη λήξη της, εφ' όσον η άμεση αιτία αυτής της μη εισπράξεως έγκειται στην επέλευση ενός ή περισσοτέρων από τα γεγονότα που απαριθμήθηκαν στο άρθρο 3 με εξαίρεση όλων των άλλων γεγονότων.

Άρθρο 3

Γενεσιουργά γεγονότα της ασφαλιστικής ζημίας Τα γεγονότα αυτά είναι τα ακόλουθα:

Α. Μη δικαιολογημένη καταγγελία της συμβάσεως από τον οφειλέτη,

Β. Μη πληρωμή από τον οφειλέτη,

Γ. Γενικό χρεωστάσιο που κηρύχθηκε από την Κυβέρνηση της χώρας του οφειλέτου ή μιας τρίτης χώρας μέσω της οποίας πρέπει να πραγματοποιηθεί η πληρωμή,

Δ. Κάθε άλλη πράξη ή απόφαση της Κυβερνήσεως μιας ξένης χώρας που αποτελεί εμπόδιο για την εκτέλεση της συμβάσεως,

Ε. Πολιτικά γεγονότα, οικονομικές δυσχέρειες που επήλθαν εκτός........(2) ή νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα που ελήφθησαν εκτός........(2), που εμποδίζουν ή καθυστερούν την μεταφορά των ποσών που καταβάλλονται δυνάμει της συμβάσεως,

ΣΤ. Νομική διάταξη που θεσπίσθηκε στη χώρα του οφειλέτου και κηρύσσει εξοφλητικές τις καταβολές που έγιναν από αυτόν ενώ, κατόπιν συναλλαγματικών διακυμάνσεων, οι εν λόγω καταβολές μετατρεπόμενες στο νόμισμα της συμβάσεως δεν φθάνουν πλέον τη στιγμή της μεταφοράς το ποσόν της πιστώσεως,

Ζ. Επέλευση εκτός........(2) ενός από τα ακόλουθα γεγονότα: πόλεμος (εμφύλιος ή εξωτερικός), επανάσταση ή στάση, κυκλώνας, πλημμύρα, σεισμός, ηφαιστειακή έκρηξη ή παλιρροιακό κύμα,

Η. Πράξη ή απόφαση της Κυβερνήσεως........(2) που αφορά ειδικώς το εξωτερικό εμπόριο, όπως η απαγόρευση εξαγωγής, εφ' όσον η πράξη ή η απόφαση αυτή δικαιολογείται από τη διαχείριση των διεθνών υποθέσεων.

Άρθρο 4

Ενεργοποίηση και πεδίο εφαρμογής της εγγυήσεως 1. Ενεργοποίηση

Η εγγύηση του κινδύνου κατασκευής αποκτά ενέργεια κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της συμβάσεως.

Η εγγύηση του πιστωτικού κινδύνου αποκτά ενέργεια:

- είτε κατά την ημερομηνία κάθε μερικής αποστολής ή παραδόσεως, όταν σύμφωνα με την σύμβαση αυτή η αποστολή ή παράδοση παρέχει στον ασφαλισμένο δικαίωμα προς πληρωμή της σε μία ή περισσότερες καθορισμένες δόσεις,

- είτε, στην αντίθεση υπόθεση, κατά την ημερομηνία που η περάτωση των συμβατικών υποχρεώσεων του ασφαλισμένου δίνει σ' αυτόν σύμφωνα με τη σύμβαση δικαίωμα σε πληρωμή.

Όταν η σύμβαση συνεπάγεται, κατά το χρόνο της συνάψεώς της ή εντός των 60 ημερών που έπονται, την καταβολή μιας προκαταβολής, το άνοιγμα ενεγγύου πιστώσεως επικυρωμένης ή μη, ή την χορήγηση μιας εγγυήσεως μεταφοράς ή πληρωμής, η ενεργοποίηση της εγγυήσεως υπόκειται στην εκπλήρωση των διατυπώσεων αυτών.

2. Πεδίο εφαρμογής

α) Κίνδυνος κατασκευής

Η εγγύηση του κινδύνου κατασκευής εφαρμόζεται μέσα στα όρια του ποσού της συμβάσεως, στο ύψος των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο ασφαλισμένος για την εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων ή την κατασκευή των προμηθειών, οι οποίες του έχουν παραγγελθεί.

Η εγγύηση αυτή δεν εφαρμόζεται:

- στις δαπάνες που σχετίζονται με προμήθειες για τις οποίες η εγγύηση του πιστωτικού κινδύνου έχει αποκτήσει ενέργεια κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου-

- στα ασφάλιστρα που πληρώθηκαν από τον ασφαλισμένο στην εταιρία-

- στα ποσά που καταβλήθηκαν από τον ασφαλισμένο λόγω της λειτουργίας ασφαλιστικής ρήτρας εγγυουμένης την προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως.

β) Πιστωτικός κίνδυνος

Η εγγύηση του πιστωτικού κινδύνου εφαρμόζεται αποκλειστικά επί του ποσού της πιστώσεως του ασφαλισμένου, σε κεφάλαιο και τόκους, εφ' όσον οι λήξεις των δόσεων τοποθετούνται σε ημερομηνία μεταγενέστερη από εκείνη της ενεργοποιήσεώς της (και προβλέπονται στους ειδικούς όρους)(3).

Εν τούτοις, η μη είσπραξη από τον ασφαλισμένο των απαιτητών ληξιπροθέσμων δόσεων πριν από την ενεργοποίηση της εγγυήσεως του πιστωτικού κινδύνου παρέχει επίσης δικαίωμα για αποζημίωση σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται στην εγγύηση πιστωτικού κινδύνου υπό τον όρο:

α) να καλύπτεται ο κίνδυνος κατασκευής,

και:

β) - η εταιρία, κάνοντας χρήση των διατάξεων του άρθρου 1, να δίδει οδηγία στον ασφαλισμένο να συνεχίσει την εκτέλεση της κατασκευής,

ή

- να έχει επισυμβεί το γεγονός, που αναφέρεται στην περίπτωση ΣΤ του άρθρου 3.

Εν πάση περιπτώσει, αποκλείονται από την εγγύηση του πιστωτικού κινδύνου τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στον ασφαλισμένο με τη χρησιμοποίηση μιας ενεγγύου πιστώσεως, ανεκλήτου και επικυρωμένης εις.......(2), καθώς και αυτά που αντιστοιχούν σε τόκους υπερημερίας, ποινικές ρήτρες η αποζημιώσεις που οφείλονται από τον οφειλέτη.

γ) Συμπληρωματικά έξοδα

Η εγγύηση επεκτείνεται στα συμπληρωματικά έξοδα που είναι συνέπεια μιας ασφαλιστικής ζημίας ή απειλής ασφαλιστικής ζημίας και που πραγματοποιήθηκαν με την έγκριση της εταιρίας προκειμένου να αποφευχθεί ή να περιορισθεί η ζημία.

Θεωρούνται σαν συμπληρωματικά έξοδα:

- σε περίπτωση ασφαλιστικής ζημίας ή απειλής ασφαλιστικής ζημίας κατασκευής έξοδα του είδους των δαπανών χρηματοδοτήσεως ή αποθηκεύσεως ή των δικαστικών και εξωδίκων εξόδων-

- σε περίπτωση ασφαλιστικής ζημίας ή απειλής ασφαλιστικής ζημίας πιστώσεως, τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα.

Αν εν τούτοις τα έξοδα αυτά αναφέρονται επίσης σε ποσά ή ληξιπρόθεσμες δόσεις μη εγγυημένες από την εταιρία, κατανέμονται αναλόγως στα ποσά ή στις ληξιπρόθεσμες δόσεις, εγγυημένες ή μη.

Οι συνήθεις δαπάνες εισπράξεως συμπεριλαμβανομένων των δαπανών συντάξεων διαμαρτυρικού δεν μπορούν σε καμμία περίπτωση να δώσουν λαβή σε αποζημίωση.

δ) Προμήθειες εξωτερικού

Η εγγύηση εφαρμόζεται επίσης σε προμήθειες και παροχές εξωτερικού οι οποίες δηλώθηκαν στην εταιρία και εγκρίθηκαν από αυτή. (Εν τούτοις ο ασφαλισμένος δεν υποχρεούται να ζητήσει την έγκρισή της, αν η αξία των προμηθειών και παροχών εξωτερικού δεν υπερβαίνει ούτε 10% του ποσού της συμβάσεως ούτε 1.000.000 λογιστικές μονάδες. Καμμία αύξηση της συμφωνημένης αναλογίας προμηθειών και παροχών εξωτερικού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την άδεια της εταιρίας)(4).

Άρθρο 5

Απειλή ασφαλιστικής ζημίας Σε περίπτωση επελεύσεως ενός από τα γεγονότα που προβλέπονται στο άρθρο 3 ή όταν η εταιρία κρίνει ότι υπάρχει απειλή επελεύσεως ενός από τα γεγονότα αυτά, έχει το δικαίωμα να επιβάλει στον ασφαλισμένο κάθε μέτρο κατάλληλο να αποτρέψει την επέλευση μιας ασφαλιστικής ζημίας ή να περιορίσει τα αποτελέσματά της και ιδίως:

α) Όταν καλύπτεται ο κίνδυνος κατασκευής, να του δώσει την οδηγία να διακόψει την κατασκευή ή την εκτέλεση όλων ή μέρους των συμβατικών του υποχρεώσεων.

Η ζημία που προκύπτει από ένα τέτοιο μέτρο αποζημιώνεται:

- είτε, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1, με τους όρους που έχουν προβλεφθεί για την αποζημίωση της ασφαλιστικής ζημίας επί συμπληρωματικών εξόδων, όταν η διάρκεια της διακοπής είναι μικρότερη από 6 μήνες, με την επιφύλαξη ότι η διακοπή αυτή οφείλεται σε απόφαση της εταιρίας,

- είτε με τους όρους που προβλέπονται για την αποζημίωση των ασφαλιστικών ζημιών κατασκευής, όταν η διάρκεια της διακοπής είναι τουλάχιστον ίση με 6 μήνες-

β) Όταν δεν καλύπτεται ο κίνδυνος κατασκευής, να τροποποιήσει να αναστείλει ή να καταγγείλει την εγγύηση του πιστωτικού κινδύνου που δεν θα είχε ακόμη ενεργοποιηθεί υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 4.

Άρθρο 6

Εγγυημένο ποσοστό και μεγίστη αποζημίωση 1. Οι ζημίες αποζημιώνονται μέχρι του εγγυημένου ποσοστού που καθορίζεται στους ειδικούς όρους και μέσα στα μέγιστα όρια που προβλέπονται στους εν λόγω όρους.

2. Ο ασφαλισμένος φέρει την αποκλειστική ευθύνη για το ποσοστό που δεν είναι εγγυημένο από την εταιρία.

Άρθρο 7

Ακυρότητες(5) ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ

Άρθρο 8

Διαχείριση του κινδύνου Ο ασφαλισμένος υποχρεούται να διαχειρίζεται τον κίνδυνο με επιμέλεια συνετού οικογενειάρχου και να ακολουθεί όλες τις οδηγίες της εταιρίας. Δυνάμει της υποχρεώσεως αυτής:

1. Δεν δικαιούται, χωρίς ρητή άδεια της εταιρίας, να συναινέσει σε καμμία τροποποίηση των ρητρών και όρων της συμβάσεως και των ασφαλειών που συνδέονται με αυτές. (Εν τούτοις, υπό την επιφύλαξη δηλώσεως, ο ασφαλισμένος δεν υποχρεούται να ζητήσει την προηγούμενη συμφωνία της εταιρίας για αυξήσεις ή μειώσεις της αξίας της συμβάσεως οι οποίες σωρευμένες δεν υπερβαίνουν το 10% της αρχικής αξίας και δεν είναι μεγαλύτερες από 20.000 λογιστικές μονάδες. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις παρατάσεις των προθεσμιών παραδόσεως που εγκρίθηκαν από τον οφειλέτη, στο μέτρο που η αρχική προθεσμία δεν αυξήθηκε περισσότερο από 25% και οι παρατάσεις δεν υπερβαίνουν συνολικά τους 3 μήνες. Η εταιρία έχει το δικαίωμα σε κάθε στιγμή να καταργήσει αυτήν την ανοχή).(6)2. α) Οφείλει να προσφεύγει στην εταιρία αμέσως μόλις πληροφορηθεί κάθε γεγονός που μπορεί να επιδεινώσει τον κίνδυνο ή να αποτελέσει απειλή ασφαλιστικής ζημίας όπως:

- δυσχέρεις επ' ευκαιρία της παραλαβής των προμηθειών και των παροχών, της συστάσεως ή της μεταβιβάσεως των μέσων πληρωμής,

- παράλειψη του οφειλέτου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως μη εμπρόθεσμη πληρωμή των ληξιπροθέσμων δόσεων, υποδεικνύοντας, αν τον γνωρίζει, τον λόγο της παραλείψεως αυτής-

β) Εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε ανωμαλία σχετικά με την είσπραξη πρέπει να δηλώνεται στην εταιρία μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από τη λήξη.

3. Οφείλει, σε περίπτωση απειλής ασφαλιστικής ζημίας, να ζητήσει αμέσως τη γνώμη της εταιρίας και να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της, χωρίς να μπορεί να επικαλεσθεί ιδίως χρηματοδοτικές δυσχέρειες. Οι ανωτέρω αποφάσεις μπορούν να περιλαμβάνουν την παραίτηση υπέρ της εταιρίας από τη διεξαγωγή όλων των διαπραγματεύσεων και διαδικασιών που έχουν αναληφθεί ή πρόκειται να αναληφθούν. Η εταιρία μπορεί να απαιτήσει προς το σκοπό αυτό μία ανέκκλιτη εντολή και ακόμη την παράδοση ή τη μεταβίβαση προς όφελός της, με τύπο που να μπορεί να αντιταχθεί έναντι τρίτων, όλων των εγγράφων και οποιωνδήποτε τίτλων που θεμελιώνουν τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση ή είναι απλώς χρήσιμα για την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών.

Σε ό,τι αφορά στις εγγυημένες ληξιπρόθεσμες δόσεις, ιδίως το ποσοστό για το οποίο φέρει την ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2, ο ασφαλισμένος πρέπει, αν η εταιρία το κρίνει απαραίτητο, να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις της και να υφίσταται όλες τις συνέπειες των εν λόγω αποφάσεων ιδίως όταν είναι σχετικές με τις συμφωνίες παγιοποιήσεως του χρέους τις οποίες η εταιρία θα συνήπτε ενδεχομένως ή στις οποίες θα προσχωρούσε ή τις οποίες είναι επιφορτισμένη να εφαρμόσει.

4. Υποχρεούται να κοινοποιεί στην εταιρία, στους εντολοδόχους της και τους εμπειρογνώμονες που ορίσθηκαν από αυτή όλες τις πληροφορίες και όλα τα έγγραφα που αυτή κρίνει απαραίτητα για την επαλήθευση του βασίμου των δηλώσεών του ή των δικαιωμάτων του χωρίς αυτό να μπορεί να επισύρει για την εταιρία οποιανδήποτε ευθύνη. Τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα θα μεταφράζονται αιτήσει της εταιρίας, με τη φροντίδα του ασφαλισμένου.

5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 παράγραφος 2 περίπτωση γ, ο ασφαλισμένος υφίσταται όλες τις δαπάνες που συνεπάγεται η εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 9

Δηλώσεις για την εξέλιξη του κινδύνου (7) ^

Άρθρο 10

Ασφάλιστρο 1. Η σύναψη της συμβάσεως ασφαλίσεως καθιστά τον ασφαλισμένο οφειλέτη του ασφαλίστρου, του οποίου το ύψος και οι λεπτομέρεις διακανονισμού καθορίζονται στους ειδικούς όρους.

2. Η εταιρία προβαίνει, αν υπάρχει λόγος, σε μερική επιστροφή του ασφαλίστρου για να ληφθεί υπόψη, σε περίπτωση μη υπάρξεως ασφαλιστικής ζημίας η μείωση των ποσών ή των διαρκειών των κινδύνων.

Σε περίπτωση ασφαλιστικής ζημίας κατασκευής, η εταιρία θα πραγματοποιήσει ένα νέο υπολογισμό του ασφαλίστρου, λαμβάνοντας υπόψη την μείωση του ποσού στο οποίο αναφέρεται ο πιστωτικός κίνδυνος.

3. Κάθε επιστροπή ασφαλίστρου, οποιαδήποτε και αν είναι η αιτία, υπόκειται σε μία παρακράτηση 10% επί του επιστρεπτέου ασφαλίστρου με ένα ελάχιστο όριο 50 λογιστικών μονάδων για κάθε επιστροφή και ένα συνολικό μέγιστο 1.000 λογιστικών μονάδων υπό μορφή κατ' αποκοπήν αμοιβής για τις δαπάνες της εταιρίας.

4. Κάθε τροποποίηση της συμβάσεως δίνει την ευκαιρία για μια αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 (οι τροποποιήσεις που γίνονται στο ποσό της συμβάσεως, και οι οποίες σωρευμένες δεν υπερβαίνουν τις 2.000 λογιστικές μονάδες, δεν αποτελούν αντικείμενο αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου(8).

5. Κάθε παράλειψη πληρωμής μιας ληξιπροθέσμου δόσεως του ασφαλίστρου καθώς και κάθε αίτηση αποζημιώσεως δίνουν στην εταιρία το δικαίωμα να αφαιρέσει από τον ασφαλισμένο το ευεργέτημα των προθεσμιών που του έχουν ενδεχομένως παρασχεθεί για την πληρωμή του ασφαλίστρου.

6. Η είσπραξη του ασφαλίστρου δεν μπορεί καθαυτή να υποχρεώσει την εταιρία να αναλάβει την ευθύνη μιας ασφαλιστικής ζημίας- οπωσδήποτε, η ανάληψη της ευθύνης αυτής υπόκειται στους γενικούς και ειδικούς όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Άρθρο 11

Κυρώσεις για την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ασφαλισμένου 1. Η παράλειψη πληρωμής όλου ή μέρους του ασφαλίστρου ή κάθε ποσού που οφείλεται στην εταιρία από τον ασφαλισμένο αναστέλλει αυτοδικαίως τις υποχρεώσεις της τελευταίας. Η εταιρία απαλλάσσεται οριστικώς από τις υποχρεώσεις της 15 ημέρες μετά από όχληση του ασφαλισμένου, η οποία παρέμεινε ατελέσφορη (οι κυρώσεις που μνημονεύονται ανωτέρω δεν αποτελούν εμπόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση των υποχρεώσεων του ασφαλισμένου)(8).

2. Κάθε ποσό που οφείλεται από τον ασφαλισμένο στην εταιρία βάσει του παρόντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου και το οποίο δεν έχει πληρωθεί μέσα στο μήνα που είναι απαιτητό παράγει αυτοδικαίως (και χωρίς όχληση)(8), τόκους με επιτόκιο.....(9) αφ' ότου καθίσταται ληξιπρόθεσμο.

Σε περίπτωση αχρεωστήτου αποζημιώσεως, οι τόκοι αρχίζουν οπωσδήποτε να τρέχουν από την ημέρα της καταβολής της αποζημιώσεως.

3. Κάθε παράλειψη του ασφαλισμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που καθιερώνονται από τα άρθρα 6 και 8, καθώς και κάθε επιδείνωση του κινδύνου από δική του υπαιτιότητα συνεπάγονται αυτοδικαίως (και χωρίς όχληση)(8) την έκπτωση από τα δικαιώματα που του δίνει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο με την υποχρέωση να επιτρέψει κάθε αποζημιώση που εισπράχθηκε βάσει του συμβολαίου αυτού. Εν τούτοις η εταιρία (δύναται να περιορίσει) (περιορίζει, αν υπάρχει λόγος)(10) την έκπτωση αυτή λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τον βαθμό της υπαιτιότητος ή της παραλείψεως.

4. ......................(11) ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

Άρθρο 12

Γενικές αρχές 1. Κάθε πληρωμή αποζημιώσεως υπόκειται:

α) στην υποβολή δηλώσεως ασφαλιστικής ζημίας που ισχύει ως αίτηση αποζημιώσεως και συνοδεύεται αφ' ενός από όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που κρίνονται απαραίτητα από την εταιρία για την απόδειξη των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου και αφ' ετέρου από ένα λογαριασμό ζημιών-

β) (στην προσκόμιση μιας εντολής που θα έχει δοθεί από τον ασφαλισμένο στην Τράπεζα που είναι επιφορτισμένη με την είσπραξη των απαιτήσεων που απορρέουν από τη σύμβαση και έχει γίνει δεκτή από την Τράπεζα, να καταβληθούν απ' ευθείας στην εταιρία και μέχρι του ποσού που οφείλεται στην τελευταία βάσει της υποκαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 16, οι ανακτήσεις που περιέχονται σ' αυτόν)(12).

2. Αν οι ζημίες για τις οποίες ο ασφαλισμένος ζητεί αποζημίωση αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία του αμφισβητούνται, η εταιρία μπορεί να απορρίψει τη δήλωση ασφαλιστικής ζημίας μέχρις ότου η αμφισβήτηση επιλυθεί από το αρμόδιο δικαστήριο.

3. Η εταιρία έχει το δικαίωμα να ορίσει, εντός 60 ημερών από την βραδύτερη από τις ακόλουθες δύο ημερομηνίες:

- της εκπνοής της συστατικής περιόδου της ασφαλιστικής ζημίας,

- της καταθέσεως λογαριασμού των ζημιών και των άλλων εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ανωτέρω,

ένα πραγματογνώμονα με αμοιβή υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 19 και, ο οποίος είναι επιφορτισμένος να εξακριβώσει το ύψος της ζημίας για την οποία ο ασφαλισμένος ζητεί την αποζημίωση.

4. Δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οποιασδήποτε αποζημιώσεως οι ζημίες που προκύπτουν:

α) Από τη μη εκτέλεση από τον ίδιο τον ασφαλισμένο, από οποιονδήποτε από τους εντολοδόχους, συναναδόχους ή υπεργολάβους του, των ρητρών και όρων και συμβάσεως ή των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται από τη νομοθεσία ή τις κανονιστικές διατάξεις που εφαρμόζονται κατά τη σύναψη και κατά την εκτέλεση αυτής της συμβάσεως, εκτός αν αυτή η μη εκτέλεση είναι η άμεσος συνέπεια είτε ενός από τα γενεσιουργά γεγονότα ασφαλιστικής ζημίας που απαριθμήθηκαν στο άρθρο 3, με την εξαίρεση όλων των άλλων γεγονότων, είτε μιας αποφάσεως της εταιρίας-

β) Από την μη λήψη από τον οφειλέτη, κατά την ενεργοποίηση της εγγυήσεως, των αδειών εισαγωγής και άλλων απαραιτήτων αδειών για την εκτέλεση της συμβάσεως λόγω της νομοθεσίας και των κανονιστικών διατάξεων που εφαρμόζονται τη στιγμή εκείνη, με την εξαίρεση εκείνων των οποίων η λήψη δεν είναι δυνατή παρά μόνο μεταγενέστερα-

γ) Από τη μη εκπλήρωση από τον οφειλέτη των διατυπώσεων στις οποίες, σύμφωνα με τη νομοθεσία ή τις κανονιστικές διατάξεις που εφαρμόζονται κατά το χρόνο της ενεργοποιήσεως της εγγυήσεως, πρέπει να υποβληθεί πριν από την ημερομηνία αυτή-

δ) Από την εφαρμογή μιας συμβατικής διατάξεως που περιορίζει κατά τρόπο μη κανονικό τα δικαιώματα του ασφαλισμένου (ποινική ρήτρα, ρήτρα καταγγελίας, ρήτρα ανωτέρας βίας κλπ.)

5. Όταν οι υποχρεώσεις του οφειλέτου έναντι του ασφαλισμένου έχουν τύχει εγγυήσεως, εν όλω ή εν μέρει, από ένα τρίτο, τότε δεν είναι δυνατό να υπάρξει ασφαλιστική ζημία παρά μόνο στο μέτρο κατά το οποίο ο ασφαλισμένος:

- αδυνατεί να επιτύχει τόσο από τον οφειλέτη, όσο και από τον εγγυητή του, την εκτέλεση εν όλω ή εν μέρει των συμβατικών υποχρεώσεών τους εφ' όσον ο καθοριστικός λόγος της μη επιτεύξεως αυτής έγκειται στην επέλευση ενός ή περισσοτέρων από τα γενεσιουργά γεγονότα, που απαριθμούνται στο άρθρο 3 ανωτέρω,

και

- έχει εκπληρώσει κανονικά τις απαραίτητες πράξεις και διατυπώσεις για την εφαρμογή των υποχρεώσεων που έγιναν αποδεκτές από τους εγγυητές.

6. Δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των κανόνων αποζημιώσεως η εκ μέρους του οφειλέτου απώλεια του ευεργετήματος της προθεσμίας λόγω ρήτρας επιταχύνσεως των πληρωμών, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Η εταιρία όμως έχει το δικαίωμα να πληρώσει προκαταβολικά την αποζημίωση. Στην περίπτωση αυτή, οι μη δεδουλευμένοι τόκοι δεν θα τύχουν αποζημιώσεως.

Άρθρο 13

Διάθεση των πληρωμών και του προϊόντος της ρευστοποιήσεως των ασφαλειών Όλες οι πληρωμές που εισπράττονται υφ' οιανδήποτε ιδιότητα από τον οφειλέτη ή από τους εγγυητές του ή για λογαριασμό τους, καθώς και εκείνες που προέρχονται από τη ρευστοποίηση ασφαλειών διατίθενται σε περίπτωση ασφαλιστικής ζημίας, οποιεσδήποτε και αν είναι οι σχέσεις μεταξύ των μερών, σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

1. Οι πληρωμές που εισπράττονται διατίθενται κατά προτεραιότητα στο κεφάλαιο, τους τόκους (εξαιρούνται οι τόκοι υπερημερίας) και τα συμπληρωματικά έξοδα όλων των συμβάσεων, εγγυημένων ή μη εγγυημένων, που έχουν συναφθεί με τον οφειλέτη:

α) τα ποσά που καταλογίζονται σε εγγυημένες πράξεις ή ληξιπρόθεσμες δόσεις της συμβάσεως διατίθενται κατά τη χρονολογική σειρά με την οποία καθίστανται απαιτητές-

β) οι πληρωμές που έγιναν πριν από την απλήρωτη ληξιπρόσθεμη δόση, οι οποίες δεν καταλογίσθηκαν ή καταλογίσθηκαν σε μη ασφαλισμένες πράξεις ή ληξιπρόθεσμες δόσεις, διατίθενται, χωρίς να μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο ακόμη και νομοθετικές διατάξεις, κατά τη χρονολογική σειρά των εγγυημένων και μη εγγυημένων ληξιπροθέσμων δόσεων και, σε περίπτωση συμπτώσεως των προθεσμιών λήξεως, ανάλογα προς τα αντίστοιχα ποσά τους-

γ) οι πληρωμές που έγιναν μετά την απλήρωτη ληξιπρόθεσμη δόση, οι οποίες δεν καταλογίσθηκαν ή καταλογίσθηκαν σε μη ασφαλισμένες πράξεις ή ληξιπρόθεσμες δόσεις κατανέμονται μεταξύ εγγυημένων και μη εγγυημένων ληξιπροθέσμων δόσεων κατ' αναλογία των εγγυημένων και μη εγγυημένων ληξιπροθέσμων δόσεων που έληξαν και δεν πληρώθηκαν και αυτών που θα λήξουν και δεν πληρώθηκαν και διατίθενται, στο εσωτερικό κάθε μιας από τις δύο κατηγορίες ληξιπροθέσμων δόσεων (είτε εγγυημένες είτε μη εγγυημένες), κατά τη χρονολογική σειρά με την οποία καθίστανται απαιτητές-

δ) ληξιπρόθεσμες δόσεις θεωρούνται μόνο αυτές που καλύπτουν το κεφάλαιο και τους τόκους με εξαίρεση τους τόκους υπερημερίας.

2. Από τη στιγμή που έχουν πληρωθεί εξ ολοκλήρου τα κεφάλαια, οι τόκοι ( με εξαίρεση τους τόκους υπερημερίας) και τα συμπληρωματικά έξοδα για τις εγγυημένες ή μη εγγυημένες πράξεις και ληξιπρόθεσμες δόσεις, τα ποσά που εισπράττονται διατίθενται για την πληρωμή των τόκων υπερημερίας σύμφωνα με την αναλογία μεταξύ των γινομένων των ποσών των καθυστερημένων ληξιπροθέσμων δόσεων επί τη διάρκεια της καθυστερήσεως που επήλθε στην πληρωμή τους.

Άρθρο 14

Λογαριασμός ζημιών 1. Ασφαλιστική ζημία κατασκευής

Ο λογαριασμός ζημιών που πρέπει να προσκομισθεί από τον ασφαλισμένο σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 περίπτωση α) καταρτίζεται σε...(13) ως ακολούθως:

α) στη χρέωση: το ποσό των δαπανών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 περίπτωση α του άρθρου 4 ανωτέρω καθώς και αυτών που μνημονεύονται στην παράγραφο 2 περίπτωση γ του ίδιου άρθρου, στις οποίες υπεβλήθη κατά τη διάρκεια της συστατικής περιόδου της ασφαλιστκής ζημίας-

β) στην πίστωση: το ποσό των εισπράξεων που περιλαμβάνουν:

- κάθε ποσό που εισπράχθηκε από τον ασφαλισμένο μέχρι την ημέρα της καταβολής της αποζημιώσεως, είτε σαν προκαταβολή, είτε λόγω της ρευστοποιήσεως των ασφαλειών καθώς και τα ποσά που εισέπραξε ή αυτά που θα είχε δικαίωμα να εισπράξει με συμψηφισμό μέχρι την ημερομηνία που αναφέρεται ανωτέρω και κάθε άλλο πλεονέκτημα το οποίο απεκόμισε ο ασφαλισμένος λόγω της ασφαλιστικής ζημίας,

- το προϊόν της μεταπωλήσεως ή της αξίας επαναχρήσεως:

- των παραδόσεων οι οποίες είναι έτοιμες για αποστολή ή στο στάδιο της εκτελέσεως,

- των αποθεμάτων υλικών.

- την είσπραξη αποζημιώσεων κάθε είδους.

2. Ασφαλιστική ζημία πιστώσεως

Ο λογαριασμός ζημιών που πρέπει να προσκομισθεί από τον ασφαλισμένο σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 περίπτωση α) καταρτίζεται στο νόμισμα της συμβάσεως, ως ακολούθως:

α) στη χρέωση: το ποσό κάθε ληξιπρόθεσμης δόσεως που δεν καλύπτεται από την εγγυημένη πίστωση-

β) στην πίστωση:

- κάθε ποσό που εισπράχθηκε από τον ασφαλισμένο μέχρι την ημερομηνία της καταβολής της αποζημιώσεως, είτε σαν προκαταβολή έναντι της εν λόγω ληξιπρόθεσμης δόσεως, είτε λόγω της ρευστοποιήσεως ασφαλειών, καθώς και τα ποσά που εισέπραξε ή αυτά τα οποία θα είχε δικαίωμα να εισπράξει με συμψηφισμό μέχρι την ημερομηνία που μνημονεύθηκε ανωτέρω και κάθε άλλο πλεονέκτημα το οποίο απεκόμισε ο ασφαλισμένος λόγω της ασφαλιστικής ζημίας,

- το ποσό των προμηθειών και άλλων δαπανών, τις οποίες ο ασφαλισμένος δεν χρειάστηκε να διακανονίσει λόγω της ασφαλιστικής ζημίας.

3. Ασφαλιστική ζημία επί συμπληρωματικών εξόδων.

Τα συμπληρωματικά έξοδα που προσδιορίστηκαν στην παράγραφο 2 περίπτωση γ) του άρθρου 4 αποζημιώνονται βάσει εξαμηνιαίων διακανονισμών.

Άρθρο 15

Υπολογισμός και πληρωμή της αποζημιώσεως (Η αποζημίωση) (οι αποζημιώσεις και οι επιστροφές των συμπληρωματικών εξόδων)(14) υπολογίζεται, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6 παράγραφος 1, εφαρμόζοντας το εγγυημένο ποσοστό στο ποσό, όπως εγκρίθηκε από την εταιρία, του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού ζημιών που έχει συνταχθεί με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 14. Ενδεχομένως μειώνεται, σε περίπτωση ασφαλιστικής ζημίας κατασκευής, κατά το ποσό των αποζημιώσεων που κατεβλήθησαν βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 2 περίπτωση β).

Η αποζημίωση καταβάλλεται εντός 90 ημερών μετά τη βραδύτερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

- της εκπνοής της συστατικής περιόδου της ασφαλιστικής ζημίας,

- της παραδόσεως του λογαριασμού ζημιών και των άλλων εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 12,

- της παραδόσεως της εκθέσεως του πραγματογνώμονος, όταν η εταιρία έκανε χρήση των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 12.

Όταν η εταιρία έκανε χρήση των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 12 και η αποζημίωση δεν κατεβλήθη από την εταιρία εντός 120 ημερών μετά την βραδύτερη από τις ακόλουθες δύο ημερομηνίες:

- της εκπνοής της συστατικής περιόδου της ασφαλιστικής ζημίας,

- της παραδόσεως του λογαριασμού ζημιών και των άλλων εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 12,

μία αποζημίωση που υπολογίζεται, με την επιφύλαξη μεταγενέστερης αναπροσαρμογής, με εφαρμογή του εγγυημένου ποσοστού στα 3/4 του ποσού της ζημίας όπως αυτό προκύπτει από τις εκτιμήσεις της εταιρίας, καταβάλλεται με τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας των 120 ημερών.

Όταν το ύψος της αποζημιώσεως αυτής αποδεικνύεται μεγαλύτερο από την αποζημίωση που καθορίσθηκε από την εταιρία μετά από πραγματογνωμοσύνη, το υπερβάλλον πρέπει να αποδοθεί στην εταιρία σε πρώτη ζήτηση αυτής.

(Αν, αφού έχει πληρωθεί μία αποζημίωση, αποδεικνύεται ότι η πίστωση του ωφελουμένου από την εγγύηση δεν υφίσταται ή δεν υφίσταται εξ ολοκλήρου, η αποζημίωση που εισπράχθηκε πρέπει αμέσως να αποδοθεί στην εταιρία)(15).

Άρθρο 16

Υποκατάσταση ή εκχώρηση (16) ^

Άρθρο 17

Ανακτήσεις Ως ανακτήσεις νοούνται όλα τα ποσά που εισπράχθηκαν μετά από πληρωμή μιας αποζημιώσεως (συμπεριλαμβανομένων των ποσών που εισεπράχθησαν με συμψηφισμό) και διατέθηκαν για τη σύμβαση ή για τις εγγυημένες ληξιπρόθεσμες δόσεις σύμφωνα με τους κανόνες που ορίσθηκαν στο άρθρο 13, μετά από αφαίρεση των ποσών που δαπανήθηκαν για την είσπραξή τους.

Οι ανακτήσεις αυτές κατανέμονται μεταξύ της εταιρίας και του ασφαλισμένου, το δε μερίδιο της εταιρίας καθορίζεται βάσει του εγγυημένου ποσοστού που ορίσθηκε στους ειδικούς όρους.

Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται επίσης στα ποσά που διατίθενται για την πληρωμή των τόκων υπερημερίας, με εξαίρεση εν τούτοις του τμήματός τους που αναφέρεται στην προγενέστερη της ημερομηνίας πληρωμής της αποζημιώσεως περίοδο, το οποίο παραμένει εξ ολοκλήρου στον ασφαλισμένο, εφ' όσον το κεφάλαιο, οι τόκοι (εξαιρουμένων των τόκων υπερημερίας) και τα συμπληρωματικά έξοδα έχουν ανακτηθεί.

Εν τούτοις, σε περίπτωση ασφαλιστικής ζημίας κατασκευής, ανήκει εξ ολοκλήρου στον ασφαλισμένο το υπερβάλλον των ανακτήσεων επί του ύψους των ζημιών που έδωσαν αφορμή για αποζημίωση, αυξανόμενο κατά τόκο που υπολογίζεται με επιτόκιο 5% το χρόνο και που αρχίζει να τρέχει από την πληρωμή της αποζημιώσεως.

Ο ασφαλισμένος πρέπει να αποδώσει αμέσως στην εταιρία το ποσό που οφείλεται σ' αυτή από τα ποσά τα οποία εισέπραξε απ' ευθείας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 18

Τιμές μετατροπής των ποσών σε ξένο νόμισμα Εφαρμόζονται οι κατωτέρω τιμές μετατροπής:

1. (Αποζημίωση) (Αποζημιώσεις και επιστροφές των συμπληρωματικών εξόδων)(17).

α) Ποσά μνημονευόμενα στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 14- η μετατροπή πραγματοποιείται σε......(18) βάσει της επίσημης ισοτιμίας κατά την ημερομηνία του διακανονισμού τους-

β) τα ποσά που εμφανίζονται ως πίστωση στο λογαριασμό ζημιών της παραγράφου 2 περίπτωση β του άρθρου 14 μετατρέπονται στο νόμισμα της συμβασεως βάσει της επίσημης ισοτιμίας κατά την ημερομηνία του διακανονισμού τους.

Το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού του λογαριασμού ζημιών μετατρέπεται σε...(18) βάσει της επίσημης ισοτιμίας (κατά την εκπνοή της προθεσμίας, η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 2) (κατά την ημερομηνία του διακανονισμού της αποζημιώσεως)(17).

Η εφαρμοζομένη ισοτιμία δεν δύναται εν τούτοις να υπερβαίνει (την επίσημη ισοτιμία κατά την ημερομηνία της υπογραφής της συμβάσεως, που μπορεί να καθορίζεται στους ειδικούς όρους) (την ισοτιμία κατά την ημερομηνία της κοινοποιήσεως στον ασφαλισμένο της αποφάσεως της χορηγήσεως της καλύψεως, που μπορεί να καθορίζεται στους ειδικούς όρους)(17).

2. Ανακτήσεις

Οι ανακτήσεις που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 17 μετατρέπονται σε...(18) βάσει της επίσημης ισοτιμίας κατά την ημερομηνία του διακανονισμού τους.

3. Ασφάλιστρο

Για κάθε υπολογισμό ασφαλίστρου, η μετατροπή σε......(18) διενεργείται βάσει (της επίσημης ισοτιμίας κατά την ημερομηνία της υπογραφής της συμβάσεως) (της ισοτιμίας κατά την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιείται στον ασφαλισμένο η απόφαση χορηγήσεως της καλύψεως)(17).

Άρθρο 19

Δαπάνες πραγματογνωμοσύνης Σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει πραγματογνωμοσύνη, η αμοιβή του πραγματογνώμονος βαρύνει εξ ολοκλήρου την εταιρία, κάθε φορά που η εκτίμηση της ζημίας που έκανε δεν επιφέρει παρά μία μείωση ίση ή μικρότερη από 10% του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού ζημιών. Αν η μείωση αυτή είναι ίση ή μεγαλύτερη από 20% η αμοιβή του πραγματογνώμονος βαρύνει εξ ολοκλήρου τον ασφαλισμένο.

Όταν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ζημιών μειώνεται κατά περισσότερο από 10% και λιγώτερο από 20% το βάρος της αμοιβής του πραγματογνώμονος κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ του ασφαλισμένου και της εταιρίας.

Άρθρο 20

Μεταβίβαση του δικαιώματος για αποζημιώσεις (19) ^

Άρθρο 21

Παραγραφή (19) ^

Άρθρο 22

Δικαιοδοσία (19)

(1) Βέλγιο, Office National du Ducroire

Γερμανία, Bundesrepublik Deutschland

Γαλλία Companie Francaise d' Assurance pour le Commerce Exterieur

Ιταλία Istituto Nazionale Delle Assicurazioni

Λουξεμβούργο, Office du Ducroire du Luxembourg

Ολλανδία, Nederlandshe Credietverzekering Maatschappij N.V.

(2) Της χώρας του ασφαλιστού πιστώσεων.

(3) Ελευθερία να συμπεριληφθεί η φράση που ευρίσκεται μεταξύ παρενθέσεων.

(4) Ελευθερία να συμπεριληφθεί η φράση που ευρίσκεται εντός παρενθέσεως.

(5) Ελευθερία να συμπεριληφθεί το άρθρο αυτό.

(6) Ελευθερία να συμπεριληφθεί το κείμενο που ευρίσκεται εντός παρενθέσεων.

(7) Ελευθερία να περιληφθεί το άρθρο αυτό. (8) Ελευθερία να συμπεριληφθεί η περίοδος που ευρίσκεται εντός παρενθέσεων.

(9) Επιτόκιο που θα καθορισθεί από την εθνική εταιρία ασφαλίσεως πιστώσεων.

(10) Η επιλογή μεταξύ των δύο φράσεων αφήνεται σε κάθε εταιρία.

(11) Στην παράγραφο αυτή μπορούν να περιληφθούν οι διατάξεις οι σχετικές με τις κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση παραβάσεως από τον ασφαλισμένο των υποχρεώσεών του για δήλωση επί της εξελίξεως του κινδύνου. όταν έχει περιληφθεί άρθρο 9 στο ασφαλιστήριο. Το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια κάθε εταιρίας.

(12) Ελευθερία να συμπεριληφθεί η περίοδος που ευρίσκεται εντός παρενθέσεων.

(13) Εθνικό νόμισμα του ασφαλιστού πιστώσεων.

(14) Η επιλογή μεταξύ των δύο φράσεων αφήνεται σε κάθε εταιρία.

(15) Ελευθερία να συμπεριληφθεί η παράγραφος που ευρίσκεται εντός παρενθέσεως.

(16) Διακριτική ευχέρεια αφήνεται σε κάθε εταιρία ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων που μπορούν να περιληφθούν σ' αυτό το άρθρο. (17) Η επιλογή μεταξύ των δύο τύπων αφήνεται σε κάθε εταιρία.

(18) Εθνικό νόμισμα του ασφαλιστού πιστώσεων.

(19) Ελευθερία να συμπεριληφθεί το άρθρο αυτό.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ Ασφαλιστήριο αριθ.........

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ

(Δημόσιοι φορείς ως αγοραστές)

(Παροχή εγγυήσεως περί εκτελέσεως της ασφαλισμένης συμβάσεως)

Μεταξύ:

............

κατωτέρω αποκαλουμένης "η εταιρία"

και

...................

κατωτέρω αποκαλουμένου "ο ασφαλισμένος"

συμφωνείται η επέκταση, υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα πράξη, της εγγυήσεως που προκύπτει από τους γενικούς όρους του ανωτέρω αναφερομένου ασφαλιστηρίου, στην εξόφληση των ζημιών που υπέστη ο ασφαλισμένος, βάσει της εγγυήσεως που περιγράφεται στους ειδικούς όρους που προσαρτώνται κατωτέρω(1) και δίδεται σε σχέση με την εκτέλεση της συμβάσεως για την οποία εφαρμόζονται οι γενικοί όροι του ασφαλιστηρίου.

Άρθρο 1

Αντικείμενο της εγγυήσεως 1. Η εγγύηση εκτείνεται στις ζημίες που προκύπτουν από τη θέση σε εφαρμογή της εγγυήσεως:

α) σε περίπτωση πραγματοποιήσεως του κινδύνου κατασκευής που αφορά τη σύμβαση-

β) χωρίς να πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος κατασκευής, όταν η θέση αυτή σε εφαρμογή προκύπτει απευθείας από μια πράξη ή μια απόφαση, πολιτικής φύσεως και γενικής εφαρμογής, της Κυβερνήσεως ενός ξένου Κράτους-

γ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, και ιδίως όταν η θέση σε εφαρμογή της εγγυήσεως δικαιολογείται από αμφισβητήσεις για την προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως, στο μέτρο που ο ασφαλισμένος δεν δύναται να επιτύχει από τον υπέρ ου η εγγύηση την εκτέλεση μιας αποφάσεως του αρμοδίου δικαστού ή διαιτητού που τον καταδικάζει να επιστρέψει τα ποσά τα οποία παρακράτησε.

2. Ο κίνδυνος που καλύπτεται από την παρούσα πράξη επεκτάσεως πραγματοποιείται:

α) στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περίπτωση α), σύμφωνα με τους κανόνες που διατυπώνονται στο άρθρο 1 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου-

β) στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περίπτωση β), 6 μήνες μετά την θέση σε εφαρμογή της εγγυήσεως-

γ) στην περίπτωση που προβλέπεται η παράγραφος 1 περίπτωση γ), 6 μήνες μετά την απόφαση που καταδικάζει τον υπέρ ου η εγγύηση να επιστρέψει τα ποσά τα οποία παρακράτησε.

3. Η απόφαση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 περίπτωση γ) και 2 περίπτωση γ) του παρόντος άρθρου, μπορεί να είναι μια πρωτόδικη απόφαση. Δεν είναι απαραίτητο να έχει τελεσίδικο χαρακτήρα.

Αν, εν τούτοις, μετά από την καταβολή αποζημιώσεως λόγω της αδυναμίας εκτελέσεως μιας αποφάσεως που επιδέχεται ένδικα μέσα, μία τελεσίδικη απόφαση αναγνωρίσει στον υπέρ ου η εγγύηση το δικαίωμα να διατηρήσει τα ποσά τα οποία παρακράτησε, η καταβληθείσα αποζημίωση πρέπει να επιστραφεί αμέσως στην εταιρία.

Άρθρο 2

Ειδικοί όροι καλύψεως 1. Για την εφαρμογή του άρθρου 1 της παρούσης πράξεως επεκτάσεως:

α) Η παράγραφος 2 περίπτωση α) τρίτη υποπερίπτωση του άρθρου 4 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου καταργείται,

β) Προστίθεται:

- στο άρθρο 8 (Διαχείριση του κινδύνου) των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου μία παράγραφος 6, με τίτλο "Παροχή εγγυήσεως προσηκούσης εκτελέσεως" η οποία επαναλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 4 της παρούσης πράξεως επεκτάσεως,

- στο άρθρο 14 (Λογαριασμός ζημιών) των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου μία παράγραφος 4, με τίτλο "Ασφαλιστική ζημία επί παροχής εγγυήσεως προσηκούσης εκτελέσεως" η οποία επαναλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 4 της παρούσης πράξεως επεκτάσεως,

- στο άρθρο 18 (Τιμές μετατροπής των ποσών σε ξένο νόμισμα) παράγραφος 1 (Αποζημιώσεις) (αποζημιώσεων και επιστροφή των συμπληρωματικών εξόδων) των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου μία περίπτωση γ) η οποία επαναλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 5 της παρούσης πράξεως επεκτάσεως.

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 12 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου καταργείται επίσης, εν όψει της εφαρμογής της παραγράφου 1 περίπτωση γ) του άρθρου 1 της παρούσης πράξεως επεκτάσεως.

3. Οι άλλες διατάξεις των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου παραμένουν εφ' όσον δεν είναι αντίθετες με τους ορισμούς της παρούσης πράξεως επεκτάσεως.

Άρθρο 3

Διαχείριση του κινδύνου (βλ. άρθρο 8 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου)

1. Ο ασφαλισμένος δεν μπορεί, χωρίς τη ρητή άδεια της εταιρίας, να δεχθεί τροποποίηση των όρων, του ποσού, της διαρκείας ή των προϋποθέσεων εκπληρώσεως ή άρσεως της εγγυήσεως.

2. Πρέπει να αναφέρει στην εταιρία:

α) την άρνηση του υπέρ ου η εγγύηση να προβεί σε άρση κατασχέσεως κατά την προβλεπομένη ημερομηνία εκτός 30 ημερών μετά από την ημερομηνία αυτή-

β) την θέση σε εφαρμογή της εγγυήσεως ή της αρνήσεως του υπέρ ου να εκτελέσει εμπροθέσμως τη δικαστική ή διαιτητική απόφαση που τον καταδικάζει να αποδώσει τα ποσά τα οποία παρακράτησε μετά από αυτή την ημερομηνία-

γ) την ελευθέρωση της παρασχεθείσης εγγυήσεως εντός 30 ημερών μετά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση αυτής.

Άρθρο 4

Λογαριασμός ζημιών (βλ. άρθρο 14 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου)

1. Όταν η ασφαλιστική ζημία επί της εγγυήσεως οφείλεται στο γεγονός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περίπτωση α) του άρθρου 1 της παρούσης πράξεως επεκτάσεως, η ζημία του ασφαλισμένου περιλαμβάνεται στο λογαριασμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου και υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των γενικών αυτών όρων.

2. Όταν η ασφαλιστική ζημία επί της εγγυήσεως οφείλεται στα γεγονότα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιπτώσεις β) και γ) του άρθρου 1 της παρούσης πράξεως επεκτάσεως ο λογαριασμός των ζημιών που πρέπει να παρουσιασθεί από τον ασφαλισμένο σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 περίπτωση α) των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου καταρτίζεται ως ακολούθως, στο νόμισμα στο οποίο εκφράσθηκε η υποχρέωση αυτή:

στη χρέωση: το ύψος των ποσών που πληρώθηκαν στον ωφελούμενο από την παροχή της εγγυήσεως,

στην πίστωση: το ύψος των ποσών των οποίων ο ασφαλισμένος μπόρεσε να επιτύχει ή των οποίων θα είχε το δικαίωμα να επιτύχει την επιστροφή, σε χρήμα ή με κάθε άλλο τρόπο.

Άρθρο 5

Τιμές μετατροπής των ποσών σε ξένο νόμισμα (Βλ. άρθρο 18 παράγραφος 1 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου)

Τα ποσά που εμφανίζονται ως πίστωση στο λογαριασμό ζημιών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 της παρούσης πράξεως επεκτάσεως μετατρέπονται σε νόμισμα, στο οποίο υπογράφηκε η παροχή εγγυήσεως βάσει της επισήμου ισοτιμίας κατά την ημερομηνία του διακανονισμού.

Το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού αυτού ζημιών μετατρέπεται σε...(2) βάσει της επισήμου ισοτιμίας κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που αναφέρθηκε στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 της παρούσης πράξεως επεκτάσεως.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β/1 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ (Παροχή εγγυήσεως περί εκτελέσεως της ασφαλισμένης συμβάσεως) ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

της πράξεως επεκτάσεως αριθ........

του ασφαλιστηρίου αριθ..........

Άρθρο 1

Περιγραφή της παροχής εγγυήσεως (Προαιρετικό) 1. Όνομα του προσώπου, της Τραπέζης ή του οργανισμού που χορηγεί την εγγύηση:

2. Όνομα του υπέρ ου η εγγύηση:

3. Ποσό της εγγυήσεως (εκφρασμένο σε λογιστικές μονάδες):

4. Ημερομηνία κατά την οποία συνεστήθη η εγγύηση:

5. α) Φύση του γεγονότος που θέτει τέρμα στην εγγύηση:

β) Ημερομηνία εκπνοής της ισχύος:

Άρθρο 2

Εγγυημένο ποσοστό

Άρθρο 3

Μεγίστη αποζημίωση

Άρθρο 4

Ασφάλιστρο 1. Ποσό.

2. Ημερομηνία καταβολής.

(1) Αφήνεται η δυνατότης σε κάθε εταιρία να συμπεριλάβει τους ειδικούς όρους στην τροποποιητική πράξη ή να τους παρουσιάσει σε χωριστό έγγραφο, προσαρτημένο στην τροποποιητική πράξη.

(2) Εθνικό νόμισμα του ασφαλιστού πιστώσεων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ επί του κοινού ασφαλιστηρίου ασφαλίσεως πιστώσεων για τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές δημόσιοι φορείς (Γενικοί όροι) και επί της πράξεως επεκτάσεως της εγγυήσεως ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΣ ΚΟΙΝΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ Επί του άρθρου 1

1. ΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1

Η παράγραφος αυτή έχει συνταχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της σε δύο διαφορετικές υποθέσεις:

- πραγματοποίηση του κινδύνου κατασκευής μετά από μια απόφαση του ασφαλιστού πιστώσεων που επιτάσσει τη συνέχιση της κατασκευής-

- πραγματοποίηση του κινδύνου κατασκευής μετά από δύο διαδοχικές αποφάσεις του ασφαλιστού πιστώσεων, από τις οποίες η πρώτη επιβάλλει τη διακοπή της κατασκευής και η δεύτερη την επανάληψή της.

Για να μη τίθενται σε μειονεκτική θέση οι ασφαλισμένοι στη δεύτερη υπόθεση και για να μη αυξάνεται άσκοπα η ζημία κρίθηκε σκόπιμο να αρχίζει να τρέχει η συστατική περίοδος της ασφαλιστικής ζημίας από την ημερομηνία της αποφάσεως που επιβάλλει τη διακοπή της κατασκευής: ο τελευταίος στίχος της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 1 παραπέμπει λοιπόν στην απόφαση που αναφέρθηκε στην πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού.

2. ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΖΗΜΙΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ

Το γεγονός που προβλέπεται στο άρθρο 3 περίπτωση ΣΤ δεν συνιστά αυτομάτως περίπτωση εγγυήσεως του κινδύνου κατασκευής, όπως τα άλλα γεγονότα που προβλέπονται στο άρθρο 3, αλλά υπάγεται στους κανόνες που αφορούν τον πιστωτικό κίνδυνο που προβλέπει το άρθρο 4 παράγραφος 2 β) β). Η λύση αυτή έχει επιλεγεί προκειμένου να αποφευχθεί, το ενδεχόμενο, μετά από μία εξοφλητική καταβολή που πραγματοποιήθηκε από τον οφειλέτη στο νόμισμα της χώρας, να γίνεται επίκληση από τους ασφαλισμένους μιας υποτιμήσεως με σκοπό την απαλλαγή από την υποχρέωση εκτελέσεως της συμβάσεως και συνεπώς την απαίτηση αποζημιώσεως λόγω ασφαλιστικής ζημίας κατασκευής.

Όταν η υποτίμηση του νομίσματος στο οποίο έχει γίνει η κατάθεση από τον οφειλέτη συνοδεύεται από καθυστέρηση μεταφοράς συναλλάγματος που δύναται να δημιουργήσει δικαίωμα καταβολής αποζημιώσεως, η συναλλαγματική ζημία που υπέστη ο ασφαλισμένος δύναται να αποζημιωθεί, ανεξαρτήτως του κειμένου του άρθρου 4 στο πλαίσιο της ασφαλιστικής ζημίας μεταφοράς η οποία αποζημιούται κατ' εφαρμογήν της περιπτώσεως E του άρθρου 3.

Επί του άρθρου 2

Ο τύπος "μη είσπραξη" που αναγράφεται στον τέταρτο στίχο πρέπει να ερμηνευθεί σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 8, που επιβάλλουν στον ασφαλισμένο να διαχειρίζεται τον κίνδυνο με επιμέλεια χρηστού οικογενειάρχου δηλαδή να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την είσπραξη της πιστώσεώς του, καθώς και της παραγράφου 2 του άρθρου 12.

Επί του άρθρου 3

Ο τύπος "μη πληρωμή από τον οφειλέτη" στην περίπτωση B του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζεται μόνο για την υποχρέωσή του να πληρώσει τον προμηθευτή αλλά για όλες τις υποχρεώσεις του, είτε έχουν χρηματικό χαρακτήρα είτε όχι. Αφορά δε τόσο τον κίνδυνο κατασκευής, όσο και τον πιστωτικό κίνδυνο.

Επί του άρθρου 4

1. ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ

Α. Όροι ανασταλτικοί της ενεργοποιήσεως της εγγυήσεως (τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1)

Η ενεργοποίηση της εγγυήσεως είναι δυνατό να υπόκειται στην εκπλήρωση ορισμένων διατυπώσεων:

- καταβολή μιας προκαταβολής,

- άνοιγμα ενεγγύου πιστώσεως επικυρωμένης ή όχι,

- χορήγηση εγγυήσεως μεταφοράς ή πληρωμής.

Η υποβολή της ενεργοποιήσεως της εγγυήσεως στον όρο εκπληρώσεως των διατυπώσεων αυτών θα επιτρέψει να αποφευχθεί η ανάληψη της ευθύνης για μια πράξη, στην οποία ο οφειλέτης από την αρχή αποδεικνύεται παραβάτης απέχοντας από την εκτέλεση των υποχρεώσεών του.

Λαμβανομένης υπ' όψη της απόψεως αυτής και του γεγονότος ότι η ενεργοποίηση της εγγυήσεως δεν μπορεί να αναβληθεί για μακρό χρονικό διάτημα, αποφασίσθηκε:

- ότι η εκπλήρωση των ανωτέρω διατυπώσεων, στο μέτρο που πρέπει να έχουν εκπληρωθεί εντός 60 ημερών μετά την έναρξη της ισχύος της συμβάσεως εξαγωγής, θα αποτελεί ανασταλτικό όρο της ενεργοποιήσεως αυτής,

- ότι οι πληρωμές που θα πρέπει να εισπραχθούν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να είναι εγγυημένες.

Όταν οι ανωτέρω διατυπώσεις πληρωθούν, η εγγύηση ενεργεί αναδρομικώς από της ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ της συμβάσεως.

Β. Ενεργοποίηση της εγγυήσεως του πιστωτικού κινδύνου

α) Παράδοση συναλλαγματικών γενομένων δεκτών ή γραμματίων εις διαταγήν

Η παράδοση συναλλαγματικών γενομένων δεκτών ή γραμματίων εις διαταγήν δεν γεννά αφ' εαυτής απαίτηση, υπό την έννοια του ασφαλιστηρίου, που να δύναται να εισπραχθεί από τον οφειλέτη και κατά συνέπεια δεν επαρκεί για να ενεργοποιηθεί η εγγύηση του πιστωτικού κινδύνου.

β) Συμβάσεις εξαγωγής που περιλαμβάνουν την εκπλήρωση παροχών

Το κείμενο του ασφαλιστηρίου δεν αναφέρει την εκτέλεση συγκεκριμένων παροχών, όπως είναι παραδείγματος χάριν η συναρμολόγηση, τις οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν ορισμένες συμβάσεις προμηθειών. Διευκρινίζεται ότι για τις συμβάσεις αυτές η εγγύηση του πιστωτικού κινδύνου γεννάται όταν η εκπλήρωση των παροχών αυτών δημιουργεί δικαίωμα για πληρωμή.

Γ. Παρακράτηση της εγγυήσεως

Η εγγύηση του ασφαλιστού εκτείνεται επί του συνόλου της τιμής της αποστολής ή της παροχής, χωρίς να εκπίπτει η παρακράτηση της εγγυήσεως. Αυτό δεν αποτελεί εν τούτοις εμπόδιο για την εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 2.

2. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ (ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ)

Α. Ασφάλιστρα

Εφ' όσον η αποζημίωση δεν πρέπει να εκτείνεται παρά μόνο στο αρχικό κόστος της εκτελέσεως της συμβάσεως εξαγωγής ή κατασκευής των παραγγελθέντων εμπορευμάτων, τα ασφάλιστρα που πληρώθηκαν από τον ασφαλισμένο δεν λαμβάνονται υπ' όψη για τον υπολογισμό της ζημίας που είναι επακόλουθο μιας ασφαλιστικής ζημίας κατασκευής.

Η ίδια λύση δεν υιοθετήθηκε για τον πιστωτικό κίνδυνο. Πράγματι η αποζημίωση γίνεται βάσει της τιμής πωλήσεως και θα ήταν πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί αν η τιμή περιλαμβάνει το ισοδύναμο του ποσού του ασφαλίστρου.

Β. Έξοδα που πραγματοποιήθηκαν πριν από την υπογραφή της συμβάσεως εξαγωγής

Το ασφαλιστήριο περιλαμβάνει στα έξοδα που μπορούν να αποζημιωθούν αυτά που πραγματοποιήθηκαν από τον ασφαλισμένο για την εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων ή την κατασκευή των προμηθειών που του παραγγέλθηκαν. Τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν πριν από την υπογραφή της συμβάσεως εξαγωγής δεν λαμβάνονται υπ' όψη για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως παρά μόνο στο πλαίσιο του τμήματος των γενικών εξόδων του ασφαλισμένου που μπορεί να καταλογισθεί στην εγγυημένη πράξη, συμφώνως προς τους οικονομικούς και λογιστικούς κανόνες που εφαρμόζονται στη διοίκηση των επιχειρήσεων για τον προσδιορισμό του κόστους. Εννοείται ότι οι διατάξεις αυτές δεν αποτελούν εμπόδιο για να ληφθεί υπ' όψη στον υπολογισμό της ζημίας, το κόστος των υλικών που αγοράστηκαν πριν από την υπογραφή της συμβάσεως, εφ' όσον χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεσή της. Οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται και στις προμήθειες.

Γ. Περίπτωση των υπεργολαβιών

Οι υπεργολάβοι πρέπει να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις των ασφαλιστών πιστώσεων σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο κατασκευής. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της αρχής αυτής αφήνονται στην ευχέρεια των εταιριών.

Όταν η σύμβαση εξαγωγής περιλαμβάνει την υπεργολαβία ενός σημαντικού μέρους της κατασκευής, οι ειδικοί όροι περιλαμβάνουν απαραιτήτως κατάλληλες διατάξεις για την αποφυγή ενδεχομένης αποζημιώσεως του κέρδους των υπεργολάβων.

Όταν πραγματοποιείται. η αποζημίωση των υπεργολάβων δεν πρέπει να είναι περισσότερο ευνοϊκή από αυτή του εξαγωγέως.

3. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ

Α. Ορισμός

Είναι τα έξοδα που αποτελούν συνέπεια μιας ασφαλιστικής ζημίας ή μιας απειλής ασφαλιστικής ζημίας και πραγματοποιήθηκαν με την έγκριση του ασφαλιστού πιστώσεων προκειμένου να αποφευχθεί ή να περιορισθεί η ζημία.

Β. Συμπληρωματικά έξοδα σε περίπτωση ασφαλιστικής ζημίας ή απειλής ασφαλιστικής ζημίας κατασκευής

α) Δαπάνες χρηματοδοτήσεως

Οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως που διενεργήθηκαν από τον ασφαλισμένο εξ αιτίας μιας αποφάσεως του ασφαλιστού πιστώσεων για τη συνέχιση της κατασκευής αποζημιώνονται ως συμπληρωματικά έξοδα, ακόμη και αν ο ασφαλισμένος πραγματοποιεί τη χρηματοδότηση με δικά του κεφάλαια.

β) Αποζημιώσεις ή ποινικές ρήτρες

Ο ασφαλισμένος μπορεί να βρεθεί στην ανάγκη να καταβάλει αποζημιώσεις ή ποινικές ρήτρες στον αγοραστή, όταν η εκτέλεση της συμβάσεως εξαγωγής διακόπηκε με οδηγία του ασφαλιστού πιστώσεων. Η αποζημίωση αυτών των αποζημιώσεων ή ποινικών ρητρών δεν αναφέρεται ρητώς στο κείμενο του ασφαλιστηρίου αλλά παραμένει δυνατή βάσει των συμπληρωματικών εξόδων και μέσα στα όρια της μεγίστης αποζημιώσεως.

Γ. Συμπληρωματικά έξοδα σε περίπτωση ασφαλιστικής ζημίας ή απειλής ασφαλιστικής ζημίας πιστώσεως.

Τα έξοδα αυτά περιορίζονται στα δικαστικά και εξώδικα έξοδα.

Πρέπει να αναληφθούν με την έγκριση της εταιρίας.

Δ. Δαπάνες για δικηγόρους.

Οι δαπάνες για δικηγόρους και βοηθητικές νομικές υπηρεσίες που διενεργήθηκαν χωρίς να γίνει δίκη και αναλήφθηκαν κατόπιν εγκρίσεως της εταιρίας αποζημιώνονται ως συμπληρωματικά έξοδα.

Επί του άρθρου 5

1. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΟΥ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

Ο ασφαλιστής πιστώσεων έχει το δικαίωμα να εκτιμήσει αν υπάρχει απειλή επελεύσεως ενός από τα γεγονότα που προβλέπονται στο άρθρο 3 και να δώσει στον ασφαλισμένο τις οδηγίες που κρίνει κατάλληλες. Ο ασφαλιστής πιστώσεων μπορεί να ασκήσει αυτό το δικαίωμα ακόμη και αν δεν καλύπτεται ο κίνδυνος κατασκευής. Αυτή η λύση αποτρέπει να έχουν οι εξαγωγείς που επιδίωξαν την εξοικονόμηση του ποσού του ασφαλίστρου "κατασκευή" και ασφαλίσθηκαν μόνον κατά του πιστωτικού κινδύνου κατά την εκτέλεση των προμηθειών τους μεγαλύτερη ελευθερία δράσεως από αυτούς που ασφαλίσθηκαν κατά των κινδύνων κατασκευής και πιστώσεως, και να είναι έτσι σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους τελευταίους αυτούς.

2. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΚΛΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΟΥ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

Όταν καλύπτεται ο κατασκευαστικός κίνδυνος, οι δαπάνες που προκλήθηκαν από μία τέτοια απόφαση εν απουσία ασφαλιστικής ζημίας κατασκευής (δηλαδή όταν η διακοπή της συμβάσεως διαρκεί λιγότερο από 6 μήνες) αποζημιώνονται ως συμπληρωματικά έξοδα.

Επί του άρθρου 6

1. Το εγγυημένο ποσοστό καθώς και το ποσό της μεγίστης αποζημιώσεως το οποίο είναι δυνατό να υποχρεωθεί να καταβάλει ο ασφαλιστής πιστώσεων, καθορίζονται στους ειδικούς όρους κάθε ασφαλιστηρίου.

Το ποσό της αποζημιώσεως αυτής είναι ίσο:

- για τον κίνδυνο κατασκευής, με το εγγυημένο ποσό της συμβάσεως που επαυξάνεται κατά 10% και πολλαπλασιάζεται επί το εγγυημένο ποσοστό.

- για τον πιστωτικό κίνδυνο, με το ποσό των εγγυημένων πιστώσεων σε κεφάλαιο, που αντιστοιχεί στη μερική ή ολική εκτέλεση της συμβάσεως:

- επαυξημένο με τους τόκους που είναι απαιτητοί μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως του κεφαλαίου,

- επαυξημένο με ένα ποσό ίσο με τα 10% του ποσού των εγγυημένων πιστώσεων σε κεφάλαιο της συμβάσεως,

- πολλαπλασιαζόμενο επί το εγγυημένο ποσοστό.

Το 10% που αναφέρεται ανωτέρω προβλέφθηκε με το σκοπό να καταστεί δυνατή μία αποζημίωση για τα συμπληρωματικά έξοδα.

2. Συμφωνείται ότι ο ασφαλισμένος οφείλει να διατηρήσει στην αποκλειστική ευθύνη του το ποσοστό που δεν εγγυήθηκε ο ασφαλιστής πιστώσεων.

Η επίρριψη επί των υπεργολάβων του μη εγγυημένου ποσοστού που αντιστοιχεί στο τμήμα της συμβάσεως που δόθηκε σαν υπεργολαβία δεν αντίκειται στην αρχή αυτή.

Επί του άρθρου 8

1. ΑΔΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ (παράγραφος 1)

Οι ασφαλιστές πιστώσεων εξαρτούν από την άδειά τους κάθε τροποποίηση των ρητρών και των όρων της συμβάσεως, καθώς και των ασφαλειών που συνδέονται με αυτές. Η άδεια αυτή πρέπει να είναι ρητή. Από το κείμενο του ασφαλιστηρίου προκύπτει ότι πρέπει να είναι προηγούμενη.

2. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΠΕΙΛΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΖΗΜΙΑΣ (παράγραφος 3)

- Έννοια της φάσεως "χωρίς να δύναται να επικαλεσθεί" χρηματοδοτικές δυσχέρειες

Σε συνάρτηση με τη φράση δεν θα γίνει δεκτή η άρνηση του ασφαλισμένου, σε περίπτωση απειλής ασφαλιστικής ζημίας, να συνεχίσει την εκτέλεση της συμβάσεως με το πρόσχημα ότι είναι δυσχερές να εξεύρει ή να διατηρήσει τη χρηματοδότηση της πράξεως.

- Κατασκευασμένα υλικά

Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού υποχρεώνουν τον ασφαλισμένο να ζητήσει την έγκριση της εταιρίας πριν διαθέσει υλικά κατασκευασμένα ή στο στάδιο της κατασκευής.

3. ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ (παράγραφος 5)

Οι δαπάνες αυτές βαρύνουν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 παράγραφος 2 περίπτωση γ), τον ασφαλισμένο. Μεταξύ των δαπανών αυτών περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που έχουν σχέση με την παρουσίαση των εγγράφων και πληροφοριών που αναφέρθηκαν στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Η διάταξη όμως αυτή δεν θα ερμηνευθεί σαν δυνατότητα για τον ασφαλιστή πιστώσεων να επιβάλει στους ασφαλισμένους τα διοικητικά έξοδα τα σχετικά με τις συμφωνίες παγιοποιήσεως του χρέους.

Επί του άρθρου 10

1. ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟΥ (παράγραφος 1)

Το ύψος του ασφαλίστρου και οι τρόποι διακανονισμού του προσδιορίζονται στους ειδικούς όρους του κοινού ασφαλιστηρίου.

2. ΜΕΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟΥ (παράγραφος 2)

Για λόγους επιεικείας, έγιναν παρεκκλίσεις στην αρχή του αδιαίρετου του ασφαλίστρου.

Η μείωση των ποσών ή των διαρκειών των κινδύνων επιφέρει μια μερική επιστροφή του ασφαλίστρου, χωρίς αυτό να προϋποθέτει τη μη ενεργοποίηση της εγγυήσεως. Ένας μόνον όρος περιορίζει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής: η επέλευση μιας ασφαλιστικής ζημίας. Η επιστροφή του ασφαλίστρου σχετικά με μία πράξη υπό ασφαλιστική ζημία θα επέφερε σοβαρή προσβολή της αρχής της ασφαλίσεως, αφού το ασφάλιστρο είναι η αντιπαροχή για την ανάληψη του κινδύνου, του οποίου ο ασφαλιστής πιστώσεων θα υποστεί ενδεχομένως την πραγματοποίηση.

Εν τούτοις, όταν εν συνεχεία μιας ασφαλιστικής ζημίας κατασκευής το ποσό του πιστωτικού κινδύνου έχει ελαττωθεί, ο ασφαλιστής πιστώσεων πρέπει να προβεί σε νέο υπολογισμό του ασφαλίστρου λαμβάνοντας υπόψη την ελάττωση αυτή.

Επί του άρθρου 11

ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΑΛΛΟΥ ΠΟΣΟΥ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ (παράγραφος 1)

Προβλέπονται δύο κυρώσεις:

- αναστολή της εγγυήσεως,

- καταγγελία της εγγυήσεως

Η αναστολή επέρχεται αυτοδίκως, όταν ο ασφαλισμένος δεν πληρώνει το ποσό που οφείλει στον ασφαλιστή πιστώσεων- εν συνεχεία, ο τελευταίος αυτός δύναται να απευθύνει στον ασφαλισμένο όχληση. Αν η όχληση αυτή μείνει χωρίς αποτέλεσμα στο τέλος μιας προθεσμίας δεκαπέντε ημερών, η αναστολή μετατρέπεται σε καταγγελία.

Οι ασφαλιστικές ζημίες που συνέβησαν κατά την περίοδο της αναστολής, καθώς και αυτές που οφείλονται σε γενεσιουργά γεγονότα που συνέβησαν κατά την περίοδο αυτή, θα δύνανται να αποζημιωθούν αν το ασφάλιστρο έχει πληρωθεί εντός δεκαπέντε ημερών μετά την όχληση. Το ασφάλιστρο δεν πρέπει απαραιτήτως να πληρωθεί από τον ασφαλισμένο- μπορεί επίσης να καταβληθεί από ένα τρίτο, παραδείγματος χάρη ένα τραπεζίτη.

Επί του άρθρου 12

Όσον αφορά την έκταση των διατάξεων της παραγράφου 6, ορισμένες συμβάσεις μπορούν να περιλαμβάνουν ρήτρες επιταχύνσεως των πληρωμών το αποτέλεσμα των οποίων είναι να καταστούν αμέσως απαιτητές όλες ή ένα μέρος των ληξιπροθέσμων δόσεων όταν ο ασφαλισμένος δεν πληρώνει μια υποχρέωσή του.

Οι εν λόγω ρήτρες επιταχύνσεως δεν έχουν σημασία στο πεδίο της αποζημιώσεως, δεδομένου ότι οι ημερομηνίες καταβολής των αποζημιώσεων δεν μπορούν να καθορίζονται παρά μόνον βάσει των ληξιπροθέσμων δόσεων που προβλέπονται κανονικά στη σύμβαση.

Αν η εταιρία έχει ένα πολύ σοβαρό συμφέρον να μη τηρήσει το χρονοδιάγραμμα των ληξιπροθέσμων δόσεων για την καταβολή των αποζημιώσεων, ιδίως όταν είναι βέβαιο ότι ο οφειλέτης δεν θα πληρώσει κανένα τμήμα του χρέους του και ότι οι τόκοι που πρέπει να αποζημιωθούν είναι υψηλοί, επιτρέπεται να μη αναβάλει την πληρωμή αυτών των αποζημιώσεων. Διευκρινίζεται ότι όταν η εταιρία αποζημιώνει έτσι τον ασφαλισμένο χωρίς να λαμβάνει υπόψη το χρονοδιάγραμμα πληρωμών που ορίσθηκε στη σύμβαση ή συμφωνήθηκε μεταξύ του ασφαλισμένου και του οφειλέτου, εκπίπτεται από το αποζημιωτέο ποσό των δόσεων που πρόκειται να λήξουν το τμήμα του τόκου που περιέχουν για την περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ της ημερομηνίας αποζημιώσεώς τους και της ημερομηνίας που είχε καθορισθεί για το διακανονισμό τους. Η έκπτωση αυτή πραγματοποιείται βάσει του επιτοκίου που προβλέπεται στη σύμβαση. Εν τούτοις, αν το επιτόκιο αυτό είναι μικρότερο από το πραγματικό κόστος χρηματοδοτήσεως της συμβάσεως, λαμβάνεται υπόψη μόνον το τελευταίο αυτό αλλά οι ασφαλιστές πιστώσεων έχουν επίσης το δικαίωμα να εφαρμόσουν το επιτόκιο εν ισχύϊ κατά τη συστατική περίοδο της ασφαλιστικής ζημίας.

Επί του άρθρου 13

1. ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ "ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ" ΚΑΙ ΤΗΣ "ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ"

- Η έννοια του "καταλογισμού", που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ του ξένου οφειλέτου και του ασφαλισμένου, χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει την εφαρμογή ενός ποσού ή μιας πληρωμής που έγινε από τον οφειλέτη, στο διακανονισμό της μιας ή της άλλης πράξεως ή ληξιπροθέσμου δόσεως.

- Η έννοια της "διαθέσεως" που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ της εταιρίας και του ασφαλισμένου, δεν χρησιμοποιήθηκε αντιθέτως παρά μόνο επί τη ευκαιρία της εφαρμογής ενός ποσού ή μιας πληρωμής του οφειλέτου που έγινε βάσει των διατάξεων του άρθρου 13, για τον διακανονισμό της μιας ή της άλλης πράξεως ή ληξιπροθέσμου δόσεως.

Διευκρινίζεται ότι πρόκειται όχι μόνο για τις πληρωμές του οφειλέτου αλλά επίσης γι' αυτές που πραγματοποιήθηκαν από τους εγγυητές του ή για λογαριασμό τους.

2. ΜΗ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΜΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΣ

Για την αποφυγή κάθε δυσκολίας ως προς τη έννοια της πιστώσεως ή της ληξιπροθέσμου υποχρεώσεως το ποσοστό αυτό εξομοιώνεται με μία μη ασφαλισμένη πίστωση.

Επί του άρθρου 14

1. ΑΡΧΕΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΘΕΙ

Ορισμός της εκφράσεως "κάθε ποσό που εισπράχθηκε από τον ασφαλισμένο"

Η φράση "κάθε ποσό που εισπράχθηκε από τον ασφαλισμένο" (μέχρι της ημερομηνίας καταβολής της αποζημιώσεως) πρέπει να ερμηνευθεί κατά πολύ ευρύ τρόπο. Έτσι λαμβάνονται υπόψη επίσης αφέσεις χρεών, επιστροφές, παροχές εις είδος που υποκαθίστανται σε πληρωμές καθώς και το προϊόν παραδόσεων που απεδόθησαν ή κάθε άλλη μορφή εκχωρήσεως εμπορευμάτων σε τρίτους.

2. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΩΝ (περίπτωση β των παραγράφων 1 και 2)

Ο ασφαλιστής πιστώσεων λαμβάνει υπόψη τα ποσά τα οποία ο ασφαλισμένος εισέπραξε με συμψηφισμό ή τα οποία θα είχε δικαίωμα να εισπράξει μέχρι της καταρτίσεως του λογαριασμού ζημιών. Σε ό,τι αφορά τους συμψηφισμούς οι οποίοι δεν δύνανται να πραγματοποιηθούν παρά μόνο μετά την κατάρτιση του λογαριασμού ζημιών, δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για πληρωμές που εισπράχθηκαν αλλά για μελλοντικές πληρωμές και κατά συνέπεια αβέβαιες.

Γι' αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη στο λογαριασμό ζημιών. παρά μόνον οι συμψηφισμοί που μεσολάβησαν ή αυτοί που ο ασφαλισμένος θα είχε δικαίωμα να πραγματοποιήσει στην κατάρτιση του λογαριασμού ζημιών.

Οι συμψηφισμοί που πραγματοποιήθηκαν μετά την καταβολή της αποζημιώσεως θα αντιμετωπισθούν σαν ανακτήσεις.

Επί του άρθρου 17

1. ΒΑΣΙΚΗ ΑΡΧΗ

Η αρχή σύμφωνα με την οποία οι ανακτήσεις ανήκουν στον ασφαλιστή πιστώσεων μέχρι του εγγυημένου ποσοστού που αναφέρεται στους ειδικούς όρους του ασφαλιστηρίου δεν ισχύει απεριόριστα μετά από μία ασφαλιστική ζημία κατασκευής.

Οι διατάξεις του άρθρου 17 τετάρτη παράγραφος σχετικά με την ασφαλιστική ζημία κατασκευής αντιπροσωπεύουν μία λύση η οποία λαμβάνει υπόψη ταυτόχρονα και τα συμφέρονται του ασφαλισμένου και τα συμφέροντα του ασφαλιστού: επιτρέπουν στον ασφαλισμένο να ανακτήσει το κέρδος του σε περίπτωση ολικής απορροφήσεως της ασφαλιστικής ζημίας και στον ασφαλιστή να εξοφληθεί για ένα τμήμα των δαπανών χρηματοδοτήσεως της αποζημιώσεως.

2. ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΥ

Οι ανακτήσεις καταμερίζονται βάσει του εγγυημένου ποσοστού που ορίζεται στους ειδικούς όρους και όχι βάσει της σχέσεως που υπάρχει μεταξύ του ποσού της ζημίας και του ποσού της καταβληθείσης αποζημιώσεως.

Η λύση που υιοθετήθηκε λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 13 που προβλέπουν καταλογισμούς των πληρωμών που εισπράχθηκαν για μη ασφαλισμένες πιστώσεις. Η κατανομή που καθιερώνεται από το άρθρο 17 δεν αναφέρεται λοιπόν παρά στα ποσά που διατίθενται για τις εγγυημένες πιστώσεις.

3. ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΦΡΑΣΕΩΣ "ΠΟΣΑ ΠΟΥ ΔΑΠΑΝΗΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΟΥΣ" ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΑΥΤΟΥ

Περιλαμβάνονται τα ποσά που πληρώθηκαν σε τρίτους (δαπάνες ταξιδιών, δαπάνες εξόδου από το εργαστήριο των υπό κατασκευή υλικών) και όχι τα ποσά που αντιστοιχούν στο τμήμα των γενικών δαπανών του ασφαλισμένου το σχετικό με την είσπραξη.

4. ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 13 και 17

Το παράδειγμα αυτό παρατίθεται ως παράρτημα στο παρόν σχόλιο.

Επί του άρθρου 18

Η κατάρτιση του λογαριασμού ζημιών (πιστωτικός κίνδυνος) στο νόμισμα της συμβάσεως και όχι στο εθνικό νόμισμα του ασφαλιστού πιστώσεων, έχει σαν αποτέλεσμα την αποφυγή αδίκων συνεπειών όταν το νόμισμα της συμβάσεως ανατιμάται και ο οφειλέτης έχει πραγματοποιήσει μία μερική πληρωμή βάσει της νέας ισοτιμίας κατά τη διάρκεια της συστατικής περιόδου της ασφαλιστικής ζημίας.

Για μετατροπή του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού ζημιών, ισχύει η αρχή να λαμβάνεται υπόψη μία ισοτιμία εν ισχύι κατά μίαν ημερομηνία μεταγενέστερη της λήξεως. Έχει πράγματι σημασία να αποφευχθεί η εφαρμογή μιας τιμής μετατροπής η οποία θα μπορούσε να παρακινήσει τον ασφαλισμένο να κρατήσει παθητική στάση ενώπιον της ασφαλιστικής ζημίας, όταν μία προτίμηση του νομίσματος της συμβάσεως επέρχεται μετά τη λήξη.

ΤΙΤΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ Α. Σχέσεις μεταξύ των κινδύνων - Αρχές

Οι εγγυήσεις προσηκούσης εκτελέσεως δεν μπορούν να τύχουν εγγυήσεως παρά μόνον εφ' όσον η ίδια η σύμβαση αποτελεί αντικείμενο εγγυήσεως του πιστωτικού κινδύνου.

Εν τούτοις, οι εγγυήσεις προσηκούσης εκτελέσεως δύνανται επίσης να τύχουν εγγυήσεως στην περίπτωση που η ίδια η σύμβαση δεν καλύπτεται παρά μόνον εναντίον του κινδύνου κατασκευής, διότι δεν υπάρχει πιστωτικός κίνδυνος.

Η εγγύηση των εγγυήσεων κατά την περίοδο της κατασκευής εξαρτάται από την ύπαρξη καλύψεως κινδύνου κατασκευής σχετικού με τη σύμβαση. Όταν καλύπτεται μόνον ο πιστωτικός κίνδυνος, η ακόλουθη φράση θα συμπεριλαμβάνεται στους ειδικούς όρους της πράξεως επεκτάσεως: "Η εγγύηση δεν ενεργοποιείται παρά μόνο κατά τη γένεση του πιστωτικού κινδύνου."

Αν η σύμβαση καλύπτεται εναντίον του κινδύνου κατασκευής και αυτός πραγματοποιηθεί, η ζημία του ασφαλισμένου αποζημιώνεται στο πλαίσιο και σύμφωνα με τους κανόνες της εγγυήσεως "κατασκευή" που περιέχεται στο κοινό ασφαλιστήριο. Οι διατάξεις επεκτάσεως έχουν λοιπόν κυρίως σαν σκοπό να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της εγγυήσεως αυτής στις εγγυήσεις προσηκούσης εκτελέσεως.

Στις άλλες περιπτώσεις, όταν ο κίνδυνος κατασκευής δεν καλύπτεται ή όταν δεν υπάρχει ασφαλιστική ζημία κατασκευής, ο ασφαλισμένος αποζημιώνεται βάσει των ειδικών διατάξεων που περιέχονται στην πράξη επεκτάσεως. Αυτές προβλέπουν ότι οι ζημίες που οφείλονται στη θέση σε εφαρμογή της εγγυήσεως προσηκούσης εκτελέσεως καλύπτονται είτε όταν η εφαρμογή αυτή προκύπτει απ' ευθείας από μία πράξη ή μία απόφαση, πολιτικής φύσεως και γενικής εφαρμογής, της Κυβερνήσεως μιας ξένης χώρας, είτε όταν ο ασφαλισμένος δεν δύναται να επιτύχει από τον υπέρ ου η εγγύηση την εκτέλεση μιας αποφάσεως του αρμοδίου δικαστού ή διαιτητού που τον καταδικάζει να αποδώσει τα ποσά τα οποία παρακράτησε.

Β. Γενικοί όροι

Επί του άρθρου 4

Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των υποθέσεων:

- σε περίπτωση πραγματοποιήσεως του κινδύνου κατασκευής, οι ζημίες που οφείλονται στη θέση σε εφαρμογή της παροχής εγγυήσεως αποζημιώνονται σύμφωνα με τους σχετικούς για την εγγύηση του κινδύνου κατασκευής κανόνες. Δεν υπάρχει ειδικός λογαριασμός ζημιών. Η μεγίστη αποζημίωση που ορίζεται στις διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο αυτό, βασίζεται αφ' ενός στο ανώτατο όριο του ποσού της παροχής εγγυήσεως και αφ' ετέρου στα ποσά μετατροπής κατά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της παροχής εγγυήσεως.

- εν απουσία ασφαλιστικής ζημίας κατασκευής, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 2 της πράξεως επεκτάσεως: ο λογαριασμός ζημιών που πρέπει να προσκομισθεί από τον ασφαλισμένο περιλαμβάνει στη χρέωση το άθροισμα των ποσών που πληρώθηκαν στον υπέρ ου η εγγύηση και στην πίστωση το ποσό των επιστροφών που επέτυχε ο ασφαλισμένος.

Τα συμπληρωματικά έξοδα που πραγματοποιήθηκαν με τη συμφωνία της εταιρίας προκειμένου να αποφευχθεί ή να περιορισθεί η ζημία, αποζημιούνται υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 περίπτωση γ) του κοινού ασφαλιστηρίου.

Ανακτήσεις

Οι κανόνες κατανομής που διατυπώθηκαν στο κοινό ασφαλιστήριο στο άρθρο 17, εφαρμόζονται επίσης στις ανακτήσεις που έγιναν βάσει της εγγυήσεως.

Γ. Ειδικοί όροι

Επί του άρθρου 3

Μεγίστη αποζημίωση

Η μεγίστη αποζημίωση ευρίσκεται πολλαπλασιάζοντας το εγγυημένο ποσοστό επί το εγγυημένο ποσό της παροχής εγγυήσεως, του ποσού αυτού μετατρεπόμενου σε... (εθνικό νόμισμα του ασφαλιστού πιστώσεων) βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την ημέρα που συνεστήθη η εγγύηση, είτε της συναλλαγματικής ισοτιμίας την ημέρα της κοινοποιήσεως στον ασφαλισμένο της αποφάσεως χορηγήσεως της εγγυήσεως.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ/1 ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 13 και 17 Ο ασφαλισμένος είναι δικαιούχος έναντι του ξένου αγοραστού μιας εγγυημένης πιστώσεως 1 000 (εγγυημένο ποσοστό 90%) και μιας μη εγγυημένης πιστώσεως 400, οι οποίες δεν πληρώθηκαν ούτε η μία ούτε η άλλη, κατά τη λήξη τους την 1η Ιανουαρίου 1966.

Την 1η Ιανουαρίου 1967, ο οφειλέτης πληρώνει τόκους υπερημερίας που υπολογίζονται με επιτόκιο 7% ετησίως έστω 98, καταλογίζοντάς τους ως ακολούθως:

70 για την εγγυημένη πίστωση,

28 για τη μη εγγυημένη πίστωση

Την 1η Ιανουαρίου 1968, ο οφειλέτης πληρώνει 1 400 χωρίς να διευκρινίσει τον καταλογισμό αυτού του ποσού.

Την 1η Ιανουαρίου 1969 ο οφειλέτης πληρώνει 98 χωρίς να διευκρινίσει τον καταλογισμό αυτού του ποσού.

1. Κατανομή του ποσού των 98 που εισπράχθηκε την 1η Ιανουαρίου 1967

Α. Βάσει των διατάξεων της παραγράφου 1 περίπτωση α) του άρθρου 13, το ποσό των 70 που καταλογίσθηκε από τον οφειλέτη στην ασφαλισμένη πίστωση παραμένει διατεθειμένο για την πίστωση αυτή.

Β. Σε ό,τι αφορά το ποσό των 28 που καταλογίσθηκε από τον οφειλέτη στη μη ασφαλισμένη πίστωση, εφαρμόζεται η παράγραφος 1 περίπτωση γ) του άρθρου 13, δηλαδή κατανέμεται το ποσό αυτό μεταξύ της εγγυημένης πιστώσεως και της μη εγγυημένης πιστώσεως βάσει της σχέσεως που υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών πιστώσεων.

Διατίθεται λοιπόν ένα ποσό 20 για την ασφαλισμένη πίστωση και ένα ποσό 8 για τη μη ασφαλισμένη πίστωση .

Προκύπτει εκ τούτου ότι βάσει του ασφαλιστηρίου πιστώσεως, τα απλήρωτα ποσά σε κεφάλαιο μειώνονται σε:

- 910, για την ασφαλισμένη πίστωση (1 000 [70 + 20])

- και 392, για τη μη ασφαλισμένη πίστωση (400 8).

Γ. Επί του ποσού αυτού των 98, ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος θα εισπράξουν ο καθένας τα ακόλουθα ποσά:

- ο ασφαλιστής 90% (εγγυημένο ποσοστό) των ποσών που διετέθησαν για την εγγυημένη πίστωση, δηλαδή 90% του 70 + 20, ήτοι 81,

- και ο ασφαλισμένος 8 (ποσό που διετέθη για τη μη ασφαλισμένη πίστωση δυνάμει της παραγράφου 1 περίπτωση γ) του άρθρου 13) συν 10% (μη εγγυημένο ποσοστό) των ποσών που διετέθησαν για την ασφαλισμένη πίστωση δηλαδή 10% του 70 + 20 ήτοι συνολικώς 17.

2. Κατανομή του ποσού των 1 400 που εισπράχθηκε την 1η Ιανουαρίου 1968

Α. Αφού το ποσό αυτό των 1 400 υπερβαίνει τα ποσά σε κεφάλαιο ασφαλισμένο και μη ασφαλισμένο που παραμένουν απλήρωτα (910 + 392 = 1 302), δεν είναι απαραίτητο να γίνει νέα αναλογική κατανομή και είναι δυνατό να προαφαιρεθεί απ' ευθείας από αυτό το ποσό που προορίζεται για την εκκαθάρισή τους.

Διατίθεται λοιπόν:

- 910 για την εγγυημένη πίστωση,

- και 392 για την μη εγγυημένη πίστωση.

Β. Το υπόλοιπο των 98 (1 400 1 302) πρέπει κατόπιν να κατανεμηθεί.

Εφ' όσον τα ποσά σε κεφάλαιο έχουν έτσι εκκαθαρισθεί εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 13. Προκύπτει:

(1)(2) ή

κατόπιν απλοποιήσεως, .

Βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 13, διατίθενται:

- στην ασφαλισμένη πίστωση, του 98 ήτοι 69,3

- στην μη ασφαλισμένη πίστωση, του 98, ήτοι 28,7.

Γ. Το ποσό των 69,3 που διετέθη έτσι για την ασφαλισμένη πίστωση πρέπει εν συνεχεία να κατανεμηθεί μεταξύ του ασφαλιστού και του ασφαλισμένου βάσει του άρθρου 17. Εφ' όσον τα ποσά σε κεφάλαιο έχουν εκκαθαρισθεί θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου του άρθρου αυτού, το οποίο αφήνει στον ασφαλισμένο το τμήμα των ποσών που διετέθησαν για την πληρωμή των τόκων υπερημερίας το οποίο είναι σχετικό με την περίοδο που προηγείται της ημερομηνίας της καταβολής της αποζημιώσεως- για τον υπολογισμό αυτό θα υποτεθεί ότι η αποζημίωση πληρώθηκε 6 μήνες μετά την λήξη.

Επειδή το ποσό αυτό των 69,3 αντιστοιχεί στη διάθεση στην εγγυημένη πίστωση, ενός μέρους των τόκων υπερημερίας που πληρώθηκαν από τον οφειλέτη (98) για μία περίοδο 12 μηνών δικαιολογείται η καταβολή:

- στον ασφαλισμένο:

ήτοι 34,65

συν 10% (μη εγγυημένο ποσοστό) του έστω 3,465-

- στον ασφαλιστή:

(εγγυημένο ποσοστό) ήτοι 31,185.

Δ. Επί του ποσού των 1 400 που κατεβλήθη 1η Ιανουαρίου 1968, θα έχουν εισπράξει αντιστοίχως ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος:

- ο ασφαλιστής:

819 (δηλαδή 90% των 910 που διετέθησαν για την εκκαθάριση του κεφαλαίου της εγγυημένης πιστώσεως) συν 31,185 (90% του τμήματος των τόκων υπερημερίας που διετέθησαν στην ασφαλισμένη πίστωση που είναι σχετική με την περίοδο που ακολουθεί την καταβολή της αποζημιώσεως) ήτοι 850,185-

- ο ασφαλισμένος:

392 (ποσό που διετέθη για τη μη εγγυημένη πίστωση) συν 91 (10% μη εγγυημένο ποσοστό των 910 που διετέθησαν για την εκκαθάριση του κεφαλαίου της εγγυημένης πιστώσεως) συν 28,7 (τμήμα των τόκων υπερημερίας που διετέθησαν για την ασφαλισμένη πίστωση) συν 34,65 (τμήμα των τόκων υπερημερίας που διετέθησαν στην ασφαλισμένη πίστωση η οποία είναι σχετική με την περίοδο που προηγείται της καταβολής της αποζημιώσεως) συν 3,465 (10% μη εγγυημένο ποσοστό του τμήματος των τόκων υπερημερίας που διετέθησαν για την ασφαλισμένη πίστωση η οποία είναι σχετική με την περίοδο που ακολουθεί την καταβολή της αποζημιώσεως) ήτοι 549,815.

3. Κατανομή του ποσού των 98 που εισπράχθηκε την 1η Ιανουαρίου 1969

Α. Εφαρμόζεται κατ' αρχήν η παράγραφος 2 του άρθρου 13.

Προκύπτει έτσι:

(3)(4) ή, κατόπιν απλοποιήσεως, .

Βάσει αυτού του κειμένου διατίθενται:

- για την ασφαλισμένη πίστωση των 98, ήτοι 68,5

- και για τη μη ασφαλισμένη πίστωση των 98 ήτοι 29,5.

Β. Ακολούθως το ποσό των 68,5 που διατέθηκε για την ασφαλισμένη πίστωση διαμοιράζεται μεταξύ του ασφαλιστού και του ασφαλισμένου βάσει του άρθρου 17. Του ασφαλισμένου έχοντος ήδη εισπράξει το σύνολο των τόκων τους οποίους δικαιούται, βάσει του τρίτου εδαφίου αυτού του άρθρου για την περίοδο που προηγείται της καταβολής της αποζημιώσεως, η διανομή αυτή πραγματοποιείται απλώς βάσει της σχέσεως μεταξύ εγγυημένου και μη εγγυημένου ποσοστού.

Ο ασφαλιστής λαμβάνει λοιπόν 90% των 68,5 ήτοι 61,65, και ο ασφαλισμένος 10% των 68,5 ήτοι 6,85.

Γ. Επί του ποσού των 98, που κατεβλήθη από τον οφειλέτη την 1η Ιανουαρίου 1969 ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος θα έχουν εισπράξει αντιστοίχως:

- ο ασφαλιστής:

61,65 (90% του ποσού που διετέθη για την ασφαλισμένη πίστωση)-

- ο ασφαλισμένος:

29,5 (ποσό που διετέθη για τη μη ασφαλισμένη πίστωση) συν 6,85 (δηλαδή 10% του ποσού που διετέθη για την ασφαλισμένη πίστωση ήτοι 36,35).

4. Γενικός απολογισμός των κατανομών που πραγματοποιήθηκαν

Ο οφειλέτης κατέβαλε: 98 + 1 400 + 98 ήτοι 1 596.

Ο ασφαλιστής εισέπραξε: 81 + 850,185 + 61,65 ήτοι 992,835.

Ο ασφαλισμένος έλαβε: 17 + 549,815 + 36,35, ήτοι 603,165, συν μία αποζημίωση από τον ασφαλιστή 900 (90% των 1 000).

(1) Άθροισμα των γινομένων των ποσών σε κεφάλαιο της πιστώσεως της οποίας καθυστέρησε η πληρωμή επί την διάρκεια της καθυστερήσεως που προκλήθηκε στο διακανονισμό τους.

(2) Άθροισμα των γινομένων των ποσών σε κεφάλαιο της μη ασφαλισμένης πιστώσεως της οποίας καθυστέρησε η πληρωμή επί την διάρκεια της καθυστερήσεως που προκλήθηκε στο διακανονισμό τους.

(3) Γινόμενο του ποσού σε κεφάλαιο της ασφαλισμένης πιστώσεως της οποίας καθυστέρησε η πληρωμή επί την διάρκεια της καθυστερήσεως που προκλήθηκε στο διακανονισμό της.

(4) Γινόμενο του ποσού σε κεφάλαιο της μη ασφαλισμένης πιστώσεως της οποίας καθυστέρησε η πληρωμή επί την διάρκεια της καθυστερήσεως που προκλήθηκε στο διακανονισμό της.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

ΘΕΣΗ ΣΕ ΙΣΧΥ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων που αναγράφονται στα σημεία 2 και 3 το κοινό ασφαλιστήριο ασφαλίσεως πιστώσεων για μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές δημόσιοι φορείς τίθεται σε ισχύ μετά τη λήξη μιας περιόδου ενός έτους που αρχίζει από την 1η Σεπτεμβρίου 1970. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής τα Κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να προωθήσουν την προσαρμογή των εθνικών διοικητικών τους ρυθμίσεων εν όψει της θέσεως αυτής σε ισχύ.

2. Σε περίπτωση κατά την οποία, τρεις μήνες πριν από τη λήξη της προθεσμίας του ενός έτους που προβλέπεται στο σημείο 1, το Συμβούλιο θα διαπιστώσει:

Α. ότι οι κοινοτικές πράξεις οι σχετικές με το κοινό σύστημα ασφαλίστρων(1) που εφαρμόζεται σε μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις, στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές τόσο δημόσιοι όσο και ιδιωτικοί φορείς καθώς και οι σχετικές με το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ασφαλιστήριο με ιδιωτικούς φορείς ως αγοραστές δεν κατέστη δυνατό να υιοθετούν, τότε η θέση σε ισχύ του μεσοπροθέσμου και μακροπροθέσμου κοινού ασφαλιστηρίου με δημόσιους φορείς αγοραστές αναβάλλεται μέχρι της λήξεως προθεσμίας 12 μηνών κατά μέγιστο όριο από τότε που θα γίνει αυτή η διαπίστωση από το Συμβούλιο.

Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής των 12 μηνών το Συμβούλιο υποχρεούται να υιοθετήσει προτάσει της Επιτροπής τις πράξεις τις σχετικές με το κοινό σύστημα ασφαλίστρων καθώς και με το ασφαλιστήριο με ιδιωτικούς φορείς ως αγοραστές κατά τρόπο ώστε:

α) το βραδύτερο κατά τη λήξη αυτής της προθεσμίας να είναι δυνατό να τεθούν σε ισχύ οι πράξεις αυτές, της αναστολής της θέσεως σε ισχύ του κοινού ασφαλιστηρίου με δημόσιους αγοραστές μη εχούσης πλέον αποτέλεσμα κατά την ημερομηνία αυτή.

β) να υπάρξει εν πάση περιπτώσει μία προθεσμία 6 μηνών μεταξύ της υιοθετήσεως των πράξεων που αναφέρθηκαν και της θέσεώς τους σε ισχύ κατά την ίδια ημερομηνία.

Εν τούτοις, αν το Συμβούλιο δεν δύναται να υιοθετήσει τις εν λόγω πράξεις μέσα στην προθεσμία των 12 μηνών, η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά 6 μήνες.

Β. ότι το κοινό σύστημα ασφαλίστρων που εφαρμόζεται σε μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πράξεις στις οποίες μετέχουν ως αγοραστές τόσο δημόσιοι όσο και ιδιωτικοί φορείς, καθώς και το κοινό μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ασφαλιστήριο με ιδιωτικούς φορείς ως αγοραστές έχουν υιοθετηθεί, αλλά ότι μία ή περισσότερες από τις κοινοτικές πράξεις που αναφέρονται στους καθοριζόμενους κατωτέρω τομείς έχουν επίσης υιοθετηθεί και ότι το ίδιο πρόκειται να γίνει με τις άλλες εντός μιας μεγίστης προθεσμίας 6 μηνών, τότε η θέση σε ισχύ των τριών πράξεων που προβλέπονται υπό Α αναβάλλεται επίσης για ένα ίδιο διάστημα που υπολογίζεται από τότε που έγινε η διαπίστωση από το Συμβούλιο:

- εναρμόνιση των στοιχείων που κρίνονται ουσιώδη στο πεδίο του ανταγωνισμού, σε ό,τι αφορά τις εγγυήσεις των βραχυπροθέσμων κινδύνων,

- εναρμόνιση της εγγυήσεως συναλλάγματος και της εγγυήσεως τιμής,

- κοινό ασφαλιστήριο για τις χρηματοδοτικές πιστώσεις και το σχετικό με αυτό σύστημα ασφαλίστρων(2).

Γ. ότι οι όροι που προβλέπονται υπό Β δεν έχουν πραγματοποιηθεί, τότε το Συμβούλιο, υποχρεούται να υιοθετήσει προτάσει της Επιτροπής τα κείμενα που προβλέπονται στην ίδια περίπτωση Β εντός μεγίστης προθεσμίας ενός έτους μετά τη θέση σε ισχύ των πράξεων που προβλέπονται υπό Α.

Τα εν λόγω κείμενα θα τεθούν σε ισχύ το αργότερο 6 μήνες μετά την υιοθέτησή τους.

3. Εν πάση περιπτώσει αν οι πράξεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 περίπτωση Α έχουν υιοθετηθεί μέσα σε μία προθεσμία μεγαλύτερη από 6 μήνες από την υιοθέτηση από το Συμβούλιο του κοινού μεσοπροθέσμου και μακροπροθέσμου ασφαλιστηρίου με δημόσιους φορείς ως αγοραστές, η θέση σε ισχύ του συνόλου των κειμένων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 γίνεται 6 μήνες μετά την υιοθέτηση από το Συμβούλιο της τελευταίας από τις πράξεις αυτές.

(1) Ως κοινό σύστημα ασφαλίστρων νοούνται τα ποσοστά, οι τρόποι υπολογισμού και η ταξινόμηση των χωρών εισαγωγής.

(2) Η σειρά παραθέσεως των τριών αυτών στοιχείων δεν συνεπάγεται κανένα κριτήριο προτεραιότητος.

Top