This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 02002L0087-20210626
Directive 2002/87/EC of the European Parliament and of the Council of 16 December 2002 on the supplementary supervision of credit institutions, insurance undertakings and investment firms in a financial conglomerate and amending Council Directives 73/239/EEC, 79/267/EEC, 92/49/EEC, 92/96/EEC, 93/6/EEC and 93/22/EEC, and Directives 98/78/EC and 2000/12/EC of the European Parliament and of the Council
Consolidated text: Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ
Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ
02002L0087 — EL — 26.06.2021 — 007.001
Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο
ΟΔΗΓΙΑ 2002/87/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 2002 (ΕΕ L 035 της 11.2.2003, σ. 1) |
Τροποποιείται από:
|
|
Επίσημη Εφημερίδα |
||
αριθ. |
σελίδα |
ημερομηνία |
||
ΟΔΗΓΙΑ 2005/1/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 9ης Μαρτίου 2005 |
L 79 |
9 |
24.3.2005 |
|
ΟΔΗΓΙΑ 2006/48/EKΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Ιουνίου 2006 |
L 177 |
1 |
30.6.2006 |
|
ΟΔΗΓΙΑ 2008/25/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Μαρτίου 2008 |
L 81 |
40 |
20.3.2008 |
|
ΟΔΗΓΙΑ 2009/138/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, της 25ης Νοεμβρίου 2009, |
L 335 |
1 |
17.12.2009 |
|
ΟΔΗΓΙΑ 2010/78/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 2010 |
L 331 |
120 |
15.12.2010 |
|
ΟΔΗΓΙΑ 2011/89/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Νοεμβρίου 2011 |
L 326 |
113 |
8.12.2011 |
|
ΟΔΗΓΙΑ 2013/36/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, της 26ης Ιουνίου 2013 |
L 176 |
338 |
27.6.2013 |
|
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/2034 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 2019 |
L 314 |
64 |
5.12.2019 |
ΟΔΗΓΙΑ 2002/87/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 16ης Δεκεμβρίου 2002
σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ ( 1 ), το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ( 2 ), το άρθρο 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, ( 3 ), το άρθρο 6 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ( 4 ), το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ( 5 ), το άρθρο 14 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ ( 6 ) ή τα άρθρα 6 έως 11 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ( 7 ) και οι οποίες ανήκουν σε ΧΟΕΔ.
Η παρούσα οδηγία τροποποιεί επίσης τους σχετικούς τομεακούς κανόνες που ισχύουν για τις οντότητες οι οποίες ρυθμίζονται από αυτές τις οδηγίες.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως:
1) |
«πιστωτικό ίδρυμα» : πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ· |
2) |
«ασφαλιστική επιχείρηση» : ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφοι 1, 2 ή 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ· |
3) |
«επιχείρηση επενδύσεων» : η επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων ( 8 ) ή επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/ΕΚ, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης· |
4) |
«ρυθμιζόμενη οντότητα» : πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων· |
5) |
«εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» : η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή η επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης· |
5α) |
«διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων» : ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία β), ιβ) και αβ) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ή η επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης· |
6) |
«αντασφαλιστική επιχείρηση» : αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 σημεία 4, 5 ή 6 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή φορέας ειδικού σκοπού κατά την έννοια του άρθρου 13, σημείο 26 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ· |
7) |
«τομεακοί κανόνες» : οι νομικές πράξεις της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, ιδίως οι κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ( 9 ) και (ΕΕ) 2019/2033 ( 10 ) και οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2009/138/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ ( 11 ), 2014/65/ΕΕ ( 12 ) και (ΕΕ) 2019/2034 ( 13 )· |
8) |
«χρηματοπιστωτικός τομέας» : τομέας που αποτελείται από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες επιχειρήσεις:
α)
πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 4 σημεία 1, 5 ή 21 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία «τραπεζικός τομέας»)·
β)
ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του άρθρου 13 σημεία 1, 2, 4 ή 5 ή του άρθρου 212, παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία «ασφαλιστικός τομέας»)·
γ)
επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία «τομέας των επενδυτικών υπηρεσιών»)· |
9) |
«μητρική επιχείρηση» : η μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της εβδόμης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς ( 14 ) ή οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση· |
10) |
«θυγατρική επιχείρηση» : η θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, μια μητρική επιχείρηση ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή ή όλες οι θυγατρικές αυτών των θυγατρικών επιχειρήσεων · |
11) |
«συμμετοχή» : η κατά την έννοια του άρθρου 17 πρώτο εδάφιο της τετάρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών ( 15 ) συμμετοχή, ή η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20 % και άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης· |
12) |
«όμιλος» : ο όμιλος επιχειρήσεων ο οποίος αποτελείται από μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή ή οι επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και περιλαμβάνει τυχόν υπο-όμιλο αυτού· |
12α) |
«έλεγχος» : μια σχέση μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και μιας θυγατρική επιχείρησης, ως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης· |
13) |
«στενοί δεσμοί» : μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με έλεγχο ή συμμετοχή, ή μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μονίμως με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου· |
14) |
«χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων» : όμιλος ή υπο-όμιλος, εφόσον επικεφαλής του ομίλου ή του υπο-ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα, ή εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές του ομίλου ή του υπο-ομίλου αποτελεί ρυθμιζόμενη οντότητα, και που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α)
εφόσον επικεφαλής του ομίλου ή υπο-ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα:
i)
πρόκειται για μητρική επιχείρηση οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, για επιχείρηση που κατέχει συμμετοχή σε επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα ή για επιχείρηση συνδεόμενη με επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·
ii)
μία τουλάχιστον από τις οντότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών και
iii)
οι ενοποιημένες ή αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα και των οντοτήτων του ομίλου ή του υπο-ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι αμφότερες ουσιώδεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 ή 3 της παρούσας οδηγίας· ή
β)
εφόσον δεν είναι επικεφαλής του ομίλου ή του υπο-ομίλου ρυθμιζόμενη οντότητα:
i)
οι δραστηριότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου ασκούνται κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας·
ii)
μία τουλάχιστον από τις οντότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών και
iii)
οι ενοποιημένες ή αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου ή του υπο-ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα και των οντοτήτων του ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι αμφότερες ουσιώδεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 ή 3 της παρούσας οδηγίας· |
15) |
«εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών» : η μητρική επιχείρηση, πλην της ρυθμιζόμενης οντότητας, η οποία, μαζί με τις θυγατρικές της, από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι ρυθμιζόμενη οντότητα με καταστατική έδρα στην Ένωση, καθώς και άλλες οντότητες, συνιστά ΧΟΕΔ· |
16) |
«αρμόδιες αρχές» : οι εθνικές αρχές των κρατών μελών που είναι εξουσιοδοτημένες βάσει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης να εποπτεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις εταιρείες επενδύσεων, τις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων είτε σε ατομική βάση είτε σε επίπεδο ομίλου· |
17) |
«σχετικές αρμόδιες αρχές» :
α)
οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι υπεύθυνες για την τομεακή εποπτεία σε επίπεδο ομίλου οιασδήποτε από τις ρυθμιζόμενες οντότητες ενός ΧΟΕΔ, ιδιαίτερα της τελικής μητρικής επιχείρησης ενός τομέα·
β)
ο συντονιστής, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10, αν είναι άλλος από τις αρχές που αναφέρονται στο στοιχείο α)·
γ)
εφόσον κρίνεται σκόπιμο, άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, εφόσον είναι σχετικές, κατά τη γνώμη των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β)· |
18) |
«εντός ομίλου συναλλαγές» : όλες οι συναλλαγές με τις οποίες ρυθμιζόμενες οντότητες που ανήκουν σε έναν ΧΟΕΔ στηρίζονται, άμεσα ή έμμεσα, σε άλλες επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου, ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συνδεόμενο με τις επιχειρήσεις του ομίλου αυτού με στενούς δεσμούς, για να εκπληρώνουν μια υποχρέωση, είτε συμβατική είτε όχι, είτε επ’ αμοιβή είτε όχι· |
19) |
«συγκέντρωση κινδύνων» : κάθε έκθεση σε κίνδυνο με πιθανότητα ζημίας, η οποία είναι αρκετά μεγάλη ώστε να απειλεί τη φερεγγυότητα ή τη γενική χρηματοοικονομική κατάσταση των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ΧΟΕΔ, ανεξάρτητα από το εάν η έκθεση αποτέλεσμα κινδύνων αντισυμβαλλομένου ή πιστωτικών κινδύνων, επενδυτικών κινδύνων, ασφαλιστικών κινδύνων, κινδύνων της αγοράς ή άλλων κινδύνων, ή συνδυασμού ή αλληλεπίδρασης αυτών των κινδύνων. Μέχρις ότου τεθούν σε ισχύ ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 21α, παράγραφος 1, στοιχείο β), η γνώμη που αναφέρεται στο σημείο 17, στοιχείο γ) λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη το μερίδιο αγοράς που κατέχουν οι ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως αν υπερβαίνει το 5 %, και τη βαρύτητα που έχει στα πλαίσια του ομίλου οιαδήποτε ρυθμιζόμενη οντότητα που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος. |
Άρθρο 3
Κατώτατα όρια για τον προσδιορισμό ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως μικρότερος χρηματοπιστωτικός τομέας σε έναν χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, νοείται ο τομέας με τον μικρότερο μέσο όρο και ως σημαντικότερος χρηματοπιστωτικός τομέας εκείνος με τον υψηλότερο μέσο όρο. Για τον υπολογισμό του μέσου όρου και τη μέτρηση του μικρότερου και του σημαντικότερου χρηματοπιστωτικού τομέα, πρέπει να συνυπολογίζονται ο τραπεζικός τομέας και ο τομέας των επενδυτικών υπηρεσιών.
Οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων προστίθενται στον τομέα στον οποίο ανήκουν εντός του ομίλου. Εάν δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν τομέα εντός του ομίλου, προστίθενται στο μικρότερο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων προστίθενται στον τομέα στον οποίο ανήκουν εντός του ομίλου. Εάν δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν τομέα εντός του ομίλου, προστίθενται στο μικρότερο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Εάν ο όμιλος δεν αγγίζει το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενδέχεται να αποφασίσουν κοινή συναινέσει να μη θεωρήσουν τον όμιλο ΧΟΕΔ. Ενδεχομένως να αποφασίσουν επίσης να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 ή 9, εάν κρίνουν ότι η ένταξη του ομίλου στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή η εφαρμογή τέτοιων διατάξεων δεν είναι απαραίτητη ή θα ήταν ανάρμοστη ή παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες αρμόδιες αρχές και δημοσιοποιούνται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, από τις αρμόδιες αρχές.
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες αρμόδιες αρχές και δημοσιοποιούνται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, από τις αρμόδιες αρχές.
Για την εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 3, οι σχετικές αρμόδιες αρχές μπορούν, κατόπιν κοινής συμφωνίας:
να αποκλείουν συγκεκριμένη οντότητα κατά τον υπολογισμό των δεικτών, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 5, εκτός εάν η οντότητα μετακόμισε από ένα κράτος μέλος προς τρίτη χώρα και είναι προφανές ότι η οντότητα άλλαξε τη διεύθυνσή της για να αποφύγει τη ρύθμιση·
να λαμβάνουν υπόψη τους τη συμμόρφωση με τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 επί τρία συνεχή έτη, ώστε να αποφεύγονται απότομες αλλαγές καθεστώτος, και να μην τη λαμβάνουν υπόψη τους αν υπάρχουν ουσιαστικές μεταβολές στη δομή του ομίλου·
αποκλείουν μία ή περισσότερες συμμετοχές στο μικρότερο τομέα, εάν οι συμμετοχές αυτές είναι καθοριστικές για τον προσδιορισμό ενός ΧΟΕΔ και συλλογικά είναι αμελητέας σημασίας σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.
Όταν ο προσδιορισμός ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων γίνεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3, οι αποφάσεις οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου λαμβάνονται με βάση πρόταση του συντονιστή του εν λόγω χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων.
Ομοίως, για την εφαρμογή της παραγράφου 3, εάν το σύνολο του ισολογισμού του μικρότερου χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου είναι κατώτερο των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων που ήδη υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία, τότε ισχύει το χαμηλότερο ποσό των 5 δισεκατομμυρίων ευρώ για την επόμενη τριετία, ώστε να αποφεύγονται απότομες αλλαγές καθεστώτος.
Κατά την περίοδο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ο συντονιστής μπορεί, με τη συγκατάθεση των άλλων σχετικών αρμόδιων αρχών, να αποφασίζει ότι παύουν να ισχύουν οι χαμηλότεροι δείκτες ή το χαμηλότερο ποσό που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο.
Οι απαιτήσεις φερεγγυότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών τομεακών κανόνων.
Άρθρο 4
Προσδιορισμός ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων
Για το σκοπό αυτό:
Ο συντονιστής που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 γνωστοποιεί στη μητρική επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου ή, ελλείψει μητρικής επιχείρησης, στη ρυθμιζόμενη οντότητα με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού στον σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό τομέα ενός ομίλου, ότι ο όμιλος προσδιορίσθηκε ως χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων, και ότι ορίστηκε συντονιστής.
Ο συντονιστής ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές που έχουν δώσει άδεια λειτουργίας σε ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών καθώς και τη Μεικτή Επιτροπή.
Το όνομα κάθε ρυθμιζόμενης οντότητας του άρθρου 1 που αποτελεί μέρος ΧΟΕΔ εγγράφεται σε κατάλογο, τον οποίο δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει η Μεικτή Επιτροπή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
ΤΜΗΜΑ 1
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρο 5
Πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας των ρυθμιζόμενων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1
Οι ακόλουθες ρυθμιζόμενες οντότητες υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία στο επίπεδο του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 17:
οποιαδήποτε ρυθμιζόμενη οντότητα είναι επικεφαλής χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων·
οιαδήποτε ρυθμιζόμενη οντότητα, η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση·
οποιαδήποτε ρυθμιζόμενη οντότητα που συνδέεται με άλλη επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ.
Όταν ο χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων αποτελεί υποόμιλο άλλου χρηματοπιστωτικού ομίλου ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις των άρθρων 6 έως 17 μόνο στις ρυθμιζόμενες οντότητες του δεύτερου ομίλου, οιαδήποτε δε μνεία στην παρούσα οδηγία, των εννοιών του ομίλου και του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, εξυπακούεται ότι αφορά τον δεύτερο αυτό όμιλο.
Προκειμένου να έχει εφαρμογή η συμπληρωματική εποπτεία, πρέπει μία τουλάχιστον από τις οντότητες να είναι ρυθμιζόμενη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 1 και να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο α) σημείο (ii) ή στοιχείο β) σημείο (ii) και του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο α) σημείο (iii) ή στοιχείο β) σημείο (iii). Οι σχετικές αρμόδιες αρχές αποφασίζουν, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας, όπως καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.
Για τους σκοπούς της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου στους «συνεταιριστικούς ομίλους», οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις δημόσιες οικονομικές υποχρεώσεις αυτών των ομίλων έναντι άλλων χρηματοπιστωτικών οντοτήτων.
ΤΜΗΜΑ 2
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Άρθρο 6
Κεφαλαιακή επάρκεια
Τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης από τις εν λόγω ρυθμιζόμενες οντότητες να διαθέτουν ικανοποιητική πολιτική κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδο χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων.
Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο υπόκεινται σε εποπτικό έλεγχο από τον συντονιστή σύμφωνα με το τμήμα 3.
Ο συντονιστής εξασφαλίζει ότι ο υπολογισμός στον οποίο αναφέρεται το πρώτο εδάφιο πραγματοποιείται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, είτε από τις ρυθμιζόμενες οντότητες είτε από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.
Τα αποτελέσματα του υπολογισμού και τα απαραίτητα στοιχεία για τον υπολογισμό υποβάλλονται στον συντονιστή από τη ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1, η οποία είναι επικεφαλής του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, ή, στην περίπτωση που ο χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων δεν έχει επικεφαλής του ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1, από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από τη ρυθμιζόμενη οντότητα του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που ορίζεται από τον συντονιστή μετά από διαβούλευση με τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και τον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.
Προκειμένου να υπολογίζονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, η συμπληρωματική εποπτεία καλύπτει τις ακόλουθες οντότητες σύμφωνα με το παράρτημα I:
πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών·
ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου·
επιχείρηση επενδύσεων·
εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.
Όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 2 («Αφαίρεση και συνένωση») που αναφέρεται στο παράρτημα I, στον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη το μέρος του καταβεβλημένου κεφαλαίου που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η μητρική επιχείρηση ή η επιχείρηση η οποία κατέχει συμμετοχή σε άλλη οντότητα του ομίλου.
Ο συντονιστής μπορεί να αποφασίσει να μην συμπεριλάβει μια συγκεκριμένη οντότητα στο πεδίο εφαρμογής κατά τον υπολογισμό των συμπληρωματικών κεφαλαιακών απαιτήσεων στις ακόλουθες περιπτώσεις:
εάν η οντότητα ευρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών, με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων σχετικά με την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να αρνούνται την έκδοση άδειας λειτουργίας όταν παρεμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας τους·
εάν η οντότητα έχει αμελητέα σημασία έναντι των στόχων της συμπληρωματικής εποπτείας των ρυθμιζόμενων οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων·
εάν ο συνυπολογισμός της οντότητας δεν είναι σκόπιμος ή είναι παραπλανητικός σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.
Ωστόσο, εάν ορισμένες οντότητες αποκλείονται σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, αυτές, εν τούτοις, πρέπει να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό, εάν αθροιστικά έχουν μη αμελητέα σημασία.
Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου, ο συντονιστής, εκτός από επείγουσες καταστάσεις, διαβουλεύεται με τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές προτού λάβει απόφαση.
Όταν ο συντονιστής δεν περιλαμβάνει μια ρυθμιζόμενη οντότητα στο πεδίο εφαρμογής σε μια από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα στοιχεία β) και γ) του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται η συγκεκριμένη οντότητα μπορούν να ζητούν, από την επικεφαλής οντότητα του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την εποπτεία της εν λόγω ρυθμιζόμενης οντότητας.
Άρθρο 7
Συγκέντρωση κινδύνων
Η εν λόγω συγκέντρωση κινδύνων υπόκειται σε εποπτικό έλεγχο από τον συντονιστή σύμφωνα με το τμήμα 3.
Άρθρο 8
Συναλλαγές εντός ομίλου
Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στον συντονιστή από τη ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1, η οποία είναι επικεφαλής του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων ή, στην περίπτωση που ο χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων δεν έχει επικεφαλής του ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1, από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από τη ρυθμιζόμενη οντότητα του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που ορίζεται από τον συντονιστή, μετά από διαβούλευση με τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και τον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.
Οι εν λόγω εντός ομίλου συναλλαγές υπόκεινται σε εποπτικό έλεγχο από τον συντονιστή.
Άρθρο 9
Μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και διαδικασίες διαχείρισης των κινδύνων
Οι διαδικασίες διαχείρισης των κινδύνων περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
ορθή διακυβέρνηση και διαχείριση, με την έγκριση και την περιοδική επισκόπηση των στρατηγικών και πολιτικών από τα κατάλληλα διευθυντικά όργανα στο επίπεδο του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων όσον αφορά όλους τους κινδύνους που αναλαμβάνονται·
κατάλληλες πολιτικές κεφαλαιακής επάρκειας ώστε να λαμβάνονται υπόψη εκ των προτέρων οι επιπτώσεις της επιχειρηματικής τους στρατηγικής στο προφίλ κινδύνου και στις κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 και το παράρτημα Ι·
κατάλληλες διαδικασίες εξασφάλισης ότι τα συστήματα παρακολούθησης των κινδύνων είναι πλήρως ενσωματωμένα στο γενικότερο οργανωτικό σχήμα και ότι λαμβάνονται όλα τα μέτρα για να εξασφαλίζεται ότι τα συστήματα που εφαρμόζονται στο σύνολο των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο πεδίο της συμπληρωματικής εποπτείας είναι συνεκτικά ούτως ώστε να είναι δυνατόν να εκτιμώνται, να επιτηρούνται και να ελέγχονται οι κίνδυνοι στο επίπεδο του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων·
ρυθμίσεις που να μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη, εάν χρειαστεί, κατάλληλων διακανονισμών και σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης. Οι εν λόγω ρυθμίσεις θα προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε τακτά διαστήματα.
Οι εσωτερικοί μηχανισμοί ελέγχου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
επαρκείς μηχανισμούς όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια ώστε να εντοπίζονται και να εκτιμώνται όλοι οι πραγματικοί κίνδυνοι που έχουν επέλθει και να συσχετίζονται καταλλήλως τα ίδια κεφάλαια προς τους κινδύνους·
ορθές διαδικασίες δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής ώστε να εντοπίζονται, να μετρώνται, να παρακολουθούνται και να ελέγχονται οι εντός ομίλου συναλλαγές και η συγκέντρωση κινδύνων.
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες οντότητες, στο επίπεδο του ΧΟΕΔ, να υποβάλλουν τακτικά στην αρμόδια αρχή τους λεπτομερή στοιχεία για τη νομική δομή τους και το σύστημα διακυβέρνησης και οργάνωσής τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και των σημαντικών υποκαταστημάτων.
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες οντότητες να δημοσιοποιούν, στο επίπεδο του ΧΟΕΔ, σε ετήσια βάση, είτε αυτούσια είτε με παραπομπές σε ισοδύναμες πληροφορίες, περιγραφή της νομικής δομής τους και του συστήματος διακυβέρνησης και οργάνωσής τους.
ΤΜΗΜΑ 3
ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Άρθρο 9α
Ρόλος της Μεικτής Επιτροπής
Η Μεικτή Επιτροπή μεριμνά, σύμφωνα με τα άρθρα 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως, για τη συνεπή διατομεακή και διασυνοριακή εποπτεία και συμμόρφωση προς τη νομοθεσία της Ένωσης.
Άρθρο 9β
Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων
Άρθρο 10
Αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας (συντονιστής)
Ο ορισμός του συντονιστή βασίζεται στα ακόλουθα κριτήρια:
σε περίπτωση που επικεφαλής του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων είναι ρυθμιζόμενη οντότητα, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή που εξέδωσε την άδεια λειτουργίας της ρυθμιζόμενης οντότητας βάσει των σχετικών τομεακών κανόνων·
σε περίπτωση που επικεφαλής του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων δεν είναι ρυθμιζόμενη οντότητα, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή που προσδιορίζεται κατ' εφαρμογή των ακόλουθων αρχών:
όταν η μητρική επιχείρηση ρυθμιζόμενης οντότητας είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή που εξέδωσε την άδεια λειτουργίας αυτής της ρυθμιζόμενης οντότητας βάσει των ισχυόντων τομεακών κανόνων·
όταν τουλάχιστον δύο ρυθμιζόμενες οντότητες που έχουν την καταστατική τους έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και μία από αυτές τις ρυθμιζόμενες οντότητες έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου έχει την καταστατική της έδρα η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας για την εν λόγω ρυθμιζόμενη οντότητα στο εν λόγω κράτος μέλος.
Όταν περισσότερες της μιας ρυθμιζόμενες οντότητες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς χρηματοπιστωτικούς τομείς έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή για τη ρυθμιζόμενη οντότητα που δραστηριοποιείται στον σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Όταν επικεφαλής του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων είναι περισσότερες από μια εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχουν την έδρα τους σε διάφορα κράτη μέλη και υπάρχει μια ρυθμιζόμενη οντότητα σε κάθε ένα από τα κράτη μέλη αυτά, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή για τη ρυθμιζόμενη οντότητα που έχει το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού, αν οι οντότητες αυτές δραστηριοποιούνται στον ίδιο χρηματοπιστωτικό τομέα, ή η αρμόδια αρχή για τη ρυθμιζόμενη οντότητα που δραστηριοποιείται στον σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό τομέα·
όταν τουλάχιστον δύο ρυθμιζόμενες οντότητες που έχουν την καταστατική τους έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αλλά καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου έχει την καταστατική της έδρα αυτή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας για τη ρυθμιζόμενη οντότητα με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού στον σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό τομέα·
όταν ο χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων είναι ένας όμιλος χωρίς μητρική επιχείρηση επικεφαλής, ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας για τη ρυθμιζόμενη οντότητα με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού στον σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Άρθρο 11
Καθήκοντα του συντονιστή
Τα καθήκοντα του συντονιστή όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία περιλαμβάνουν:
συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων καθώς και σε επείγουσες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης πληροφοριών που είναι σημαντικές για το εποπτικό έργο των αρμόδιων αρχών βάσει των τομεακών κανόνων·
εποπτικό έλεγχο και εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων·
εκτίμηση της συμβατότητας με τους κανόνες για την κεφαλαιακή επάρκεια, τη συγκέντρωση κινδύνων και τις εντός ομίλου συναλλαγές, όπως καθορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8·
αξιολόγηση της δομής, της οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όπως καθορίζονται στο άρθρο 9·
προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων καθώς και σε επείγουσες καταστάσεις, σε συνεργασία με τις ενεχόμενες σχετικές αρμόδιες αρχές·
άλλα καθήκοντα, μέτρα και αποφάσεις που ανατίθενται στον συντονιστή με την παρούσα οδηγία ή που απορρέουν από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
Προκειμένου να διευκολυνθεί η συμπληρωματική εποπτεία και να εδρασθεί σε ευρεία νομική βάση, ο συντονιστής και οι άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και, όπου απαιτείται, οι άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, εφαρμόζουν συμφωνίες συντονισμού. Οι συμφωνίες συντονισμού μπορούν να αναθέτουν πρόσθετα καθήκοντα στον συντονιστή και μπορούν να προσδιορίζουν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων από τις σχετικές αρμόδιες αρχές, κατά τα άρθρα 3, 4, 5 παράγραφος 4, 6, 12 παράγραφος 2, 16 και 18, και τις διαδικασίες συνεργασίας με άλλες αρμόδιες αρχές.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 και τη διαδικασία του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, καταρτίζουν κατευθυντήριες γραμμές αποβλέπουσες στη σύγκλιση των εποπτικών μεθόδων, προκειμένου να καταστούν συνεπείς με τις περί συντονισμένης εποπτείας διατάξεις του άρθρου 131α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και του άρθρου 248 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
Οι συμφωνίες συντονισμού που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικατοπτρίζονται χωριστά στις γραπτές συμφωνίες συντονισμού δυνάμει του άρθρου 131 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ή του άρθρου 248 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Ο συντονιστής, ως πρόεδρος του σώματος που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 131α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ή του άρθρου 248 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, αποφασίζει ποιες άλλες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε οποιαδήποτε δραστηριότητα του σώματος.
Άρθρο 12
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών
Η συνεργασία αυτή προβλέπει τουλάχιστον τη συγκέντρωση και την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:
προσδιορισμός της νομικής δομής και του συστήματος διακυβέρνησης και οργάνωσης του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και των σημαντικών υποκαταστημάτων του ΧΟΕΔ, των κατόχων ειδικών συμμετοχών στο επίπεδο τελικής μητρικής εταιρείας, καθώς και των αρμοδίων αρχών των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ΧΟΕΔ·
στρατηγική του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων·
οικονομική κατάσταση του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, ιδίως κεφαλαιακή επάρκεια, εντός ομίλου συναλλαγές, συγκέντρωση κινδύνων και αποδοτικότητα·
κύριοι μέτοχοι του ομίλου και διαχειριστές·
οργάνωση, διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου στο επίπεδο του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων·
διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τις οντότητες του ομίλου και επιβεβαίωση αυτών των πληροφοριών·
αντίξοες εξελίξεις στις ρυθμιζόμενες οντότητες ή σε άλλες οντότητες του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν σοβαρά τις ρυθμιζόμενες οντότητες·
μείζονες κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που ελήφθησαν από αρμόδιες αρχές κατά τους τομεακούς κανόνες ή σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ανταλλάσσουν αυτού του είδους τις πληροφορίες με τις εξής αρχές όποτε ενδεχομένως απαιτηθεί για την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους σε ό,τι αφορά τις ρυθμιζόμενες οντότητες χρηματοοικονομικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζουν οι τομεακοί κανόνες: κεντρικές τράπεζες, το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου ( 20 ).
Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, όπως ορίζονται από τους τομεακούς κανόνες, οι εν λόγω αρμόδιες αρχές πρέπει, πριν λάβουν αποφάσεις που είναι σημαντικές για το εποπτικό έργο άλλων αρμοδίων αρχών, να διαβουλεύονται μεταξύ τους στις ακόλουθες περιπτώσεις:
αλλαγές στη διάρθρωση των μετόχων και στην οργανωτική ή διοικητική δομή των ρυθμιζόμενων οντοτήτων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, οι οποίες απαιτούν την έγκριση ή την έκδοση άδειας των αρμόδιων αρχών·
μείζονες κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που ελήφθησαν από αρμόδιες αρχές.
Μια αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίζει να μην πραγματοποιήσει διαβουλεύσεις σε έκτακτες καταστάσεις ή εφόσον οι διαβουλεύσεις αυτές μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή πρέπει να ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές.
Όταν οι πληροφορίες, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 2, έχουν ήδη υποβληθεί σε αρμόδια αρχή σύμφωνα με τους τομεακούς κανόνες, οι αρμόδιες αρχές, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας, μπορούν να ζητούν από την πρώτη αρχή να λάβουν αυτές τις πληροφορίες.
Οι πληροφορίες που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της συμπληρωματικής εποπτείας, και ιδίως η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και μεταξύ αρμόδιων αρχών και άλλων αρχών, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, υπόκεινται στις διατάξεις για το επαγγελματικό απόρρητο και τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών που καθορίζουν οι τομεακοί κανόνες.
Άρθρο 12α
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με τη Μεικτή Επιτροπή
Άρθρο 12β
Κοινές κατευθυντήριες γραμμές
Άρθρο 13
Διαχειριστικό σώμα των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών
Τα κράτη μέλη απαιτούν τα πρόσωπα που όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία πείρα για την άσκηση των καθηκόντων τους.
Άρθρο 14
Πρόσβαση στις πληροφορίες
Άρθρο 15
Επιβεβαίωση
Όταν, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές επιθυμούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να επιβεβαιώσουν τις πληροφορίες σχετικά με μια οντότητα, είτε είναι ρυθμιζόμενη είτε όχι, που ανήκει σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων και ευρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους μέλους για την εν λόγω επιβεβαίωση.
Οι αρχές που δέχονται ένα τέτοιο αίτημα ενεργούν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, είτε προβαίνοντας οι ίδιες στην επιβεβαίωση, είτε επιτρέποντας σε έναν ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα να το πράξει, είτε επιτρέποντας στην αρχή που υπέβαλε το αίτημα να το πράξει η ίδια.
Όταν η αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα δεν πραγματοποιεί η ίδια την επιβεβαίωση, μπορεί, εάν το επιθυμεί, να συμμετέχει στην επιβεβαίωση.
Άρθρο 16
Μέτρα επιβολής της εφαρμογής
Εάν οι ρυθμιζόμενες οντότητες ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων δεν πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 6, 7, 8 και 9, ή εάν πληρούνται μεν οι απαιτήσεις αλλά προκύπτουν κίνδυνοι για τη φερεγγυότητα, ή εάν οι εντός ομίλου συναλλαγές ή η συγκέντρωση κινδύνων αποτελούν απειλή για τη χρηματοοικονομική θέση των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, απαιτείται να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης το συντομότερο δυνατό:
Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τα μέτρα που μπορούν να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές σε σχέση με τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, δύνανται να καταρτίζουν κατευθυντήριες γραμμές για μέτρα σχετικά με τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.
Οι ενεχόμενες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένου του συντονιστή, συντονίζουν την εποπτική τους δράση, οσάκις ενδείκνυται.
Άρθρο 17
Πρόσθετες εξουσίες των αρμόδιων αρχών
ΤΜΗΜΑ 4
ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ
Άρθρο 18
Μητρικές επιχειρήσεις σε τρίτη χώρα
Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων, όπου έχει εφαρμογή το άρθρο 5 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσον οι ρυθμιζόμενες οντότητες των οποίων η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα, υπόκεινται σε εποπτεία από την αρμόδια αρχή αυτής της τρίτης χώρας, ισοδύναμη με την προβλεπόμενη από την παρούσα οδηγία για τη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2. Ο έλεγχος διεξάγεται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν ο συντονιστής αν ίσχυαν τα κριτήρια του άρθρου 10 παράγραφος 2, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση, ή με δική της πρωτοβουλία.
Η εν λόγω αρμόδια αρχή ζητά τη γνώμη των άλλων αρμόδιων αρχών και καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να συμμορφωθεί με τις τυχόν ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές που έχει καταρτίσει η Μεικτή Επιτροπή σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.
Άρθρο 19
Συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών
Το άρθρο 39 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, το άρθρο 10α της οδηγίας 98/78/ΕΚ και το άρθρο 264 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες σχετικά με τις λεπτομέρειες άσκησης της συμπληρωματικής εποπτείας των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ΧΟΕΔ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Άρθρο 20
Εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει, μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 21γ, μέτρα σχετικά με τις τεχνικές προσαρμογές της παρούσας οδηγίας στους ακόλουθους τομείς:
ακριβέστερη διατύπωση των ορισμών που καθορίζονται στο άρθρο 2, ώστε να λαμβάνονται υπόψη, για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές·
ευθυγράμμιση της ορολογίας και της διατύπωσης των ορισμών της παρούσας οδηγίας με μεταγενέστερες πράξεις της Ένωσης που αφορούν τις ρυθμιζόμενες οντότητες και άλλα συναφή θέματα·
ακριβέστερος καθορισμός των μεθόδων υπολογισμού που καθορίζονται στο παράρτημα I, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις εποπτικές τεχνικές.
Τα εν λόγω μέτρα δεν περιλαμβάνουν το αντικείμενο της αρμοδιότητας που μεταβιβάζεται και ανατίθεται στην Επιτροπή σε σχέση με τα σημεία που απαριθμούνται στο άρθρο 21α.
Άρθρο 21
Επιτροπή
▼M6 —————
▼M6 —————
Άρθρο 21α
Τεχνικά πρότυπα
Για τη διασφάλιση της συνεπούς εναρμόνισης της παρούσας οδηγίας, οι ΕΕΑ, δυνάμει του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως μπορούν να καταρτίσουν σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά:
το άρθρο 2 παράγραφος 11 προκειμένου να διευκρινίσουν την εφαρμογή του άρθρου 17 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας,
το άρθρο 2 παράγραφος 17, προκειμένου να καθορίσουν διαδικασίες ή να προσδιορίσουν κριτήρια για τον προσδιορισμό των «σχετικών αρμόδιων αρχών»,
το άρθρο 3 παράγραφος 5 προκειμένου να καθορίσουν τις εναλλακτικές παραμέτρους για τον προσδιορισμό χρηματοοικονομικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων,
το άρθρο 6 παράγραφος 2 για να εξασφαλιστεί ενιαίος μορφότυπος (με οδηγίες), ενιαία συχνότητα και, εφόσον απαιτείται, ενιαίες ημερομηνίες για τη διαβίβαση των στοιχείων.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, βάσει της διαδικασίας των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.
Η Μεικτή Επιτροπή υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2015.
Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.
Για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, δυνάμει του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως μπορούν να καταρτίσουν σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά:
▼M7 —————
το άρθρο 7 παράγραφος 2 προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των διαδικασιών για την προσθήκη των στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού της «συγκέντρωσης κινδύνων» στον εποπτικό έλεγχο στον οποίον αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 7 παράγραφος 2,
το άρθρο 8 παράγραφος 2 προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των διαδικασιών για την προσθήκη των στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού των «εντός του ομίλου συναλλαγών» στον εποπτικό έλεγχο στον οποίον αναφέρεται το τρίτο εδάφιο του άρθρου 8 παράγραφος 2.
Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.
Οι ΕΕΑ υποβάλλουν αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο πέντε μήνες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 309 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.
Άρθρο 21β
Κοινές κατευθυντήριες γραμμές
Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, εκδίδουν τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, το άρθρο 7 παράγραφος 5, το άρθρο 8 παράγραφος 5, το άρθρο 9 παράγραφος 6, το άρθρο 11 παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, το άρθρο 12β και το άρθρο 21 παράγραφος 4, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.
Άρθρο 21γ
Άσκηση της εξουσιοδότησης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΥΠΑΡΧΟΥΣΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ
▼M4 —————
Άρθρο 23
Τροποποίηση της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ
Η οδηγία 79/267/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:
«Άρθρο 12α
Ζητείται η γνώμη των αρμόδιων αρχών του άλλου ενεχόμενου κράτους μέλους πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχείρηση ασφαλειών ζωής, η οποία:
είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή
είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή
ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική επιχείρηση με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.
Ζητείται η γνώμη της αρμόδιας αρχής του ενεχομένου κράτους μέλους, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επενδύσεων πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχείρηση ασφαλειών ζωής, η οποία:
είναι θυγατρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ή
είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ή
ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα.
Στο άρθρο 18 παράγραφος 2 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:
«Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται επίσης κατά το ποσό των ακόλουθων στοιχείων:
συμμετοχές τις οποίες κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε:
κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α) στις οποίες κατέχει συμμετοχή:
Όταν κατέχεται προσωρινά συμμετοχή σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, χρηματοοικονομικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, με σκοπό τη χρηματοδοτική συνδρομή για ανασυγκρότηση και διάσωση της εν λόγω οντότητας, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εγκρίνουν παρεκκλίσεις από τις διατάξεις για την αφαίρεση ποσών, που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του τρίτου εδαφίου.
Ως εναλλακτική λύση στην αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του τρίτου εδαφίου, τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων και χρηματοοικονομικά ιδρύματα, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις τους να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1, 2 ή 3 του παραρτήματος I της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων ( *6 ). Η μέθοδος 1 («λογιστική ενοποίηση») εφαρμόζεται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή είναι πεπεισμένη για το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης. Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικά σταθερό.
Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 98/78/ΕΚ ή σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ δεν είναι απαραίτητο να αφαιρούν τα στοιχεία, που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του τρίτου εδαφίου, τα οποία κατέχουν σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου που εμπίπτουν στη συμπληρωματική εποπτεία.
Για τους σκοπούς της αφαίρεσης των συμμετοχών που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ως συμμετοχή νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου1 στοιχείο στ) της οδηγίας 98/78/ΕΚ.
▼M4 —————
Άρθρο 25
Τροποποίηση της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ
Η οδηγία 92/96/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:
Στο άρθρο 14, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:
Στο άρθρο 15, η παράγραφος 5γ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν:
πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους, ούτε εμποδίζει τις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς της παραγράφου 4. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο που επιβάλλεται με το παρόν άρθρο.»
Άρθρο 26
Τροποποίηση της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ
Στο άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ, η πρώτη και η δεύτερη περίπτωση αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
ως χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου νοείται το χρηματοοικονομικό ίδρυμα του οποίου οι θυγατρικές είναι, είτε αποκλειστικά είτε κυρίως, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εφόσον τουλάχιστον μια εξ αυτών είναι επιχείρηση επενδύσεων, και το οποίο δεν είναι χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων ( *7 ),
ως εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές της είναι επιχείρηση επενδύσεων.
Άρθρο 27
Τροποποίηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ
Η οδηγία 93/22/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
Στο άρθρο 6 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:
«Ζητείται η γνώμη της αρμόδιας αρχής του ενεχομένου κράτους μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχείρηση επενδύσεων, η οποία:
είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ή
είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ή
ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα.
Οι σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την ποιότητα των μετόχων καθώς και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που ενδιαφέρει τις άλλες αρμόδιες αρχές, όταν πρόκειται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας καθώς και για τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.»
Στο άρθρο 9, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
▼M4 —————
Άρθρο 29
Τροποποίηση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ
Η οδηγία 2000/12/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
▼M2 —————
Στο άρθρο 16 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
▼M2 —————
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Άρθρο 30
Εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων
Έως ότου επιτευχθεί περαιτέρω συντονισμός των τομεακών κανόνων, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την υπαγωγή των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων:
στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων ή στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ομίλου·
στην περίπτωση που ο όμιλος είναι ΧΟΕΔ, στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας και
στη διαδικασία προσδιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.
Για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη ορίζουν ή αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές τους να αποφασίζουν βάσει ποίων τομεακών κανόνων (τραπεζικός τομέας, ασφαλιστικός τομέας ή τομέας επενδυτικών υπηρεσιών) υπόκεινται οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στην ενοποιημένη ή/και συμπληρωματική εποπτεία που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, οι σχετικοί τομεακοί κανόνες που διέπουν τη μορφή και την έκταση της υπαγωγής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων (εφόσον οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων) και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων (εφόσον οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων), εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Για τους σκοπούς της συμπληρωματικής εποπτείας που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων θεωρούνται ως ανήκουσες στον οποιονδήποτε τομέα εμπίπτουν δυνάμει του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου.
Στην περίπτωση που η εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ανήκει σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, οποιαδήποτε αναφορά στην έννοια της ρυθμιζόμενης οντότητας και στην έννοια των αρμόδιων αρχών και των σχετικών αρμόδιων αρχών, θεωρείται, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ότι συμπεριλαμβάνει, αντίστοιχα, τις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Αυτό ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και όσον αφορά τους ομίλους που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου.
Άρθρο 30α
Διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων
Έως ότου επιτευχθεί περαιτέρω συντονισμός των τομεακών κανόνων, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την υπαγωγή των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων:
στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων ή στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ομίλου·
στην περίπτωση που ο όμιλος είναι ΧΟΕΔ, στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας και
στη διαδικασία προσδιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.
Στην περίπτωση που ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων ανήκει σε ΧΟΕΔ, αναφορές σε ρυθμιζόμενες οντότητες και σε αρμόδιες και σχετικές αρμόδιες αρχές θεωρούνται, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ότι συμπεριλαμβάνουν, αντίστοιχα, τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων. Τούτο ισχύει, κατ’ αναλογία, και στους ομίλους που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 31
Έκθεση της Επιτροπής
Μέχρι τις 11 Αυγούστου 2007, η Επιτροπή υποβάλλει στην επιτροπή χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 21, έκθεση για τις πρακτικές των κρατών μελών και, ενδεχομένως, για την ανάγκη περαιτέρω εναρμόνισης όσον αφορά:
Η Επιτροπή διαβουλεύεται με την επιτροπή προτού εκπονήσει τις προτάσεις της.
Άρθρο 32
Μεταφορά της οδηγίας
Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις 11 Αυγούστου 2004. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.
Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο διατάξεις εφαρμόζονται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της εποπτείας των λογαριασμών των εταιρικών χρήσεων που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2005 ή κατά τη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού έτους.
Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από αυτή την αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.
Άρθρο 33
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 34
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ
Ο υπολογισμός των συμπληρωματικών κεφαλαιακών απαιτήσεων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις τεχνικές αρχές και μία από τις μεθόδους που εκτίθενται στο παρόν παράρτημα.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου εδαφίου, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους, όταν αναλαμβάνουν το ρόλο του συντονιστή σε σχέση με συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, να αποφασίζουν, μετά από διαβούλευση με τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και τον ίδιο τον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, ποια μέθοδος πρέπει να εφαρμόζεται από τον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.
Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν να πραγματοποιείται ο υπολογισμός σύμφωνα με μια συγκεκριμένη μέθοδο μεταξύ αυτών που περιγράφονται στο παρόν παράρτημα, εφόσον ο χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων έχει επικεφαλής του ρυθμιζόμενη οντότητα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Στην περίπτωση που ο χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων δεν έχει επικεφαλής του ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την εφαρμογή οποιασδήποτε από τις μεθόδους που περιγράφονται στο παρόν παράρτημα, εκτός από περιπτώσεις όπου οι σχετικές αρμόδιες αρχές ευρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος, οπότε το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί την εφαρμογή μιας από τις μεθόδους.
I. Τεχνικές αρχές
1. Έκταση και μορφή του υπολογισμού των συμπληρωματικών κεφαλαιακών απαιτήσεων
Όποια μέθοδος και αν χρησιμοποιείται, όταν η οντότητα είναι θυγατρική επιχείρηση και έχει έλλειμμα φερεγγυότητας ή, στην περίπτωση μη ρυθμιζόμενης οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, θεωρητικό έλλειμμα φερεγγυότητας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα της θυγατρικής. Όταν, κατά τη γνώμη του συντονιστή, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης που κατέχει τμήμα του κεφαλαίου περιορίζεται, σαφώς και χωρίς αμφισβήτηση, στο συγκεκριμένο τμήμα του κεφαλαίου, ο συντονιστής μπορεί να επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη το έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής σε αναλογική βάση.
Όταν δεν υπάρχουν κεφαλαιακοί δεσμοί μεταξύ οντοτήτων του ίδιου χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, ο συντονιστής, μετά από διαβούλευση με τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, καθορίζει ποιο αναλογικό τμήμα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, έχοντας υπόψη την ευθύνη που προκύπτει από τη δεδομένη σχέση.
2. Άλλες τεχνικές αρχές
Ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συμπληρωματικών κεφαλαιακών απαιτήσεων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, όπως καθορίζεται στο τμήμα ΙΙ του παρόντος παραρτήματος, ο συντονιστής και, ενδεχομένως, οι άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε να εφαρμόζονται οι ακόλουθες αρχές:
Πρέπει να εξαλείφεται η πολλαπλή χρησιμοποίηση στοιχείων που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων στο επίπεδο του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων («διπλός υπολογισμός ιδίων κεφαλαίων») καθώς και κάθε άτοπη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων στο εσωτερικού του ομίλου. Για να διασφαλισθεί ότι δεν θα γίνεται διπλός υπολογισμός των ιδίων κεφαλαίων και δεν θα δημιουργούνται ίδια κεφάλαια στο εσωτερικό του ομίλου, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν, κατ' αναλογία, τις αντίστοιχες αρχές που προβλέπουν οι σχετικοί τομεακοί κανόνες.
Έως την περαιτέρω εναρμόνιση των τομεακών κανόνων, οι απαιτήσεις φερεγγυότητας που ισχύουν για κάθε διαφορετικό χρηματοπιστωτικό τομέα που εκπροσωπεί σε έναν χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, καλύπτονται από στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τους αντίστοιχους τομεακούς κανόνες. Όταν υπάρχει έλλειμμα ιδίων κεφαλαίων στο επίπεδο του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, μόνο τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα σύμφωνα με κάθε έναν από αυτούς τους τομεακούς κανόνες («διατομεακά κεφάλαια»), συνεκτιμώνται κατά τον έλεγχο της τήρησης των απαιτήσεων συμπληρωματικής φερεγγυότητας.
Όταν οι τομεακοί κανόνες προβλέπουν όρια στην επιλεξιμότητα ορισμένων από τα ίδια κεφάλαια, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν διατομεακά κεφάλαια, τα όρια αυτά ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων στο επίπεδο του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων.
Κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων στο επίπεδο του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν επίσης υπόψη τους την πραγματική διαθεσιμότητα και την πραγματική δυνατότητα μεταφοράς ιδίων κεφαλαίων μεταξύ των διαφόρων νομικών οντοτήτων του ομίλου, με βάση τους στόχους των κανόνων για την κεφαλαιακή επάρκεια.
Όταν, στην περίπτωση μη ρυθμιζόμενης οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, υπολογίζεται θεωρητική απαίτηση φερεγγυότητας βάσει του τμήματος II του παρόντος παραρτήματος, ως θεωρητική απαίτηση φερεγγυότητας νοείται η κεφαλαιακή απαίτηση που θα έπρεπε να έχει η οντότητα αυτή προκειμένου να τηρεί τους σχετικούς τομεακούς κανόνες εάν ήταν ρυθμιζόμενη οντότητα του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού τομέα. Στην περίπτωση των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ως απαίτηση φερεγγυότητας νοείται η κεφαλαιακή απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 5α παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 85/611/ΕΚ. Η απαίτηση θεωρητικής φερεγγυότητας μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπολογίζεται σύμφωνα με τους τομεακούς κανόνες του πιο σημαντικού χρηματοπιστωτικού τομέα του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων.
II. Τεχνικές μέθοδοι υπολογισμού
Μέθοδος 1: μέθοδος «λογιστική ενοποίηση»
Ο υπολογισμός των συμπληρωματικών κεφαλαιακών απαιτήσεων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, πραγματοποιείται βάσει των ενοποιημένων λογαριασμών.
Οι συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται ως η διαφορά μεταξύ:
των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που υπολογίζονται βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης του ομίλου· τα επιλέξιμα στοιχεία είναι αυτά που γίνονται αποδεκτά βάσει των σχετικών τομεακών κανόνων
και
του αθροίσματος των απαιτήσεων φερεγγυότητας που ισχύουν για κάθε διαφορετικό χρηματοπιστωτικό τομέα που εκπροσωπείται στον όμιλο· οι απαιτήσεις φερεγγυότητας για κάθε διαφορετικό χρηματοπιστωτικό φορέα υπολογίζονται βάσει των αντίστοιχων τομεακών κανόνων.
Οι τομεακοί κανόνες στους οποίους γίνεται αναφορά είναι ειδικότερα: ο τίτλος V κεφάλαιο 3 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ για τα πιστωτικά ιδρύματα, η οδηγία 98/78/ΕΚ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και η οδηγία 93/6/ΕΟΚ για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων.
Στην περίπτωση των μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που δεν υπεισέρχονται στον υπολογισμό των προαναφερόμενων τομεακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, πρέπει να υπολογίζεται η θεωρητική απαίτηση φερεγγυότητας.
Το υπόλοιπο δεν πρέπει να είναι αρνητικό.
Μέθοδος 2: μέθοδος «αφαίρεσης και συνένωσης»
Ο υπολογισμός των συμπληρωματικών κεφαλαιακών απαιτήσεων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων πραγματοποιείται βάσει των λογαριασμών κάθε οντότητας του ομίλου.
Οι συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται ως η διαφορά μεταξύ:
του αθροίσματος των ιδίων κεφαλαίων κάθε των ρυθμιζόμενης και μη ρυθμιζόμενης οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα που ανήκει στον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων· τα επιλέξιμα στοιχεία είναι αυτά τα οποία γίνονται αποδεκτά βάσει των σχετικών τομεακών κανόνων
και
του αθροίσματος
Στην περίπτωση μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, υπολογίζεται θεωρητική απαίτηση φερεγγυότητας. Τα ίδια κεφάλαια και οι απαιτήσεις φερεγγυότητας λαμβάνονται υπόψη αναλογικά, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 σύμφωνα με το τμήμα I του παρόντος παραρτήματος.
Το υπόλοιπο δεν πρέπει να είναι αρνητικό.
Μέθοδος 3: «Συνδυαστική μέθοδος»
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν συνδυασμό της μεθόδου 1 με τη μέθοδο 2.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΝΤΟΣ ΟΜΙΛΟΥ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ
Ο συντονιστής, μετά από διαβούλευση με τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, προσδιορίζει το είδος των συναλλαγών και των κινδύνων τους οποίους πρέπει να αναφέρουν οι ρυθμιζόμενες οντότητες ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 2 και του άρθρου 8 παράγραφος 2, σχετικά με τη δημοσίευση στοιχείων για τις εντός ομίλου συναλλαγές και τη συγκέντρωση κινδύνων. Κατά τον καθορισμό του είδους των συναλλαγών και κινδύνων ή όταν γνωμοδοτούν σχετικά, ο συντονιστής και οι σχετικές αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους τη δομή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων του. Για τον προσδιορισμό των ουσιωδών εντός ομίλου συναλλαγών και της σημαντικής συγκέντρωσης κινδύνων που πρέπει να γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8, ο συντονιστής, μετά από διαβούλευση με τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και με τον ίδιο τον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, καθορίζει κατάλληλα κατώτατα όρια βάσει των διακανονιστικών ιδίων κεφαλαίων ή/και τεχνικών διατάξεων.
Κατά την εποπτεία που ασκεί στις εντός ομίλου συναλλαγές και στη συγκέντρωση κινδύνων, ο συντονιστής δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην ενδεχόμενη διάχυση των κινδύνων στο εσωτερικό του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, στον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων, στον κίνδυνο καταστρατήγησης τομεακών κανόνων και στο επίπεδο ή στον όγκο των κινδύνων.
Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εφαρμόζουν, στο επίπεδο του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, τις διατάξεις των τομεακών κανόνων για τις εντός ομίλου συναλλαγές και τη συγκέντρωση κινδύνων, ιδίως προκειμένου να αποφεύγεται η καταστρατήγηση των τομεακών κανόνων.
( 1 ) Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).
( 2 ) Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).
( 3 ) Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).
( 4 ) Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).
( 5 ) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).
( 6 ) Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
( 7 ) Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).
( 8 ) ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.
( 9 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
( 10 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).
( 11 ) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).
( 12 ) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).
( 13 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).
( 14 ) ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.
( 15 ) ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.
( 16 ) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.
( 17 ) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.
( 18 ) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.
( 19 ) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.
( 20 ) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.
( *1 ) ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3· oδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 77 της 20.3.2002, σ. 17).
( *2 ) ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1.
( *3 ) ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1· oδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/28/ΕΚ (ΕΕ L 275, 27.10.2000, σ. 37).
( *4 ) ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 27· oδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 290 της 17.11.2000, σ. 27).
( *5 ) ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 1· oδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 98/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 29).
( *6 ) ΕΕ L 35 της 11.2.2003.»
( *7 ) ΕΕ L 35 της 11.2.2003.»