Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 01990L0434-20070101

    Consolidated text: Οδηγία του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1990 σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών καθώς και με τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE μεταξύ κρατών μελών (90/434/ΕΟΚ)

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1990/434/2007-01-01

    1990L0434 — EL — 01.01.2007 — 004.001


    Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

    ►B

    ▼M1

    ΟΔΗΓΊΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 23ης Ιουλίου 1990

    σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών καθώς και με τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE μεταξύ κρατών μελών

    (90/434/ΕΟΚ)

    ▼B

    (ΕΕ L 225, 20.8.1990, p.1)

    Τροποποιείται από:

     

     

    Επίσημη Εφημερίδα

      No

    page

    date

    ►M1

    ΟΔΗΓΊΑ 2005/19/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 17ης Φεβρουαρίου 2005

      L 58

    19

    4.3.2005

    ►M2

    ΟΔΗΓΊΑ 2006/98/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Νοεμβρίου 2006

      L 363

    129

    20.12.2006


    Τροποποιείται από:

     A1

    Πράξη προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας

      C 241

    21

    29.8.1994

     

    (όπως προσαρμόστηκε από την απόφαση 95/1/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Συμβουλίου)

      L 001

    1

    ..

    ►A2

    Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση

      L 236

    33

    23.9.2003




    ▼B

    ▼M1

    ΟΔΗΓΊΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 23ης Ιουλίου 1990

    σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών καθώς και με τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE μεταξύ κρατών μελών

    (90/434/ΕΟΚ)

    ▼B



    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τις διατάξεις της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 100,

    την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

    τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ( 2 ),

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( 3 ),

    Εκτιμώντας:

    ότι οι συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες ευρισκόμενες σε διαφορετικά κράτη μέλη μπορεί να είναι αναγκαίες για να δημιουργηθούν στην Κοινότητα συνθήκες ανάλογες με τις επικρατούσες σε μια εσωτερική αγορά και να εξασφαλισθεί έτσι η δημιουργία και ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς· ότι οι πράξεις αυτές δεν πρέπει να εμποδίζονται από ειδικούς περιορισμούς, μειονεκτήματα ή στρεβλώσεις που απορρέουν από τις φορολογικές διατάξεις των κρατών μελών· ότι, κατά συνέπεια, για τις πράξεις αυτές επιβάλλεται να θεσπισθούν φορολογικοί κανόνες ουδέτεροι ως προς τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της κοινής αγοράς, να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους και να ενισχύσουν την ανταγωνιστική τους θέση διεθνώς·

    ότι ορισμένες φορολογικές διατάξεις θέτουν σήμερα σε μειονεκτική θέση τις πράξεις αυτές σε σύγκριση με πράξεις που αφορούν εταιρείες του ιδίου κράτους μέλους· ότι επιβάλλεται να εξαλειφθεί αυτή η δυσμενής μεταχείριση·

    ότι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ο στόχος αυτός με την επέκταση σε κοινοτικό επίπεδο των εσωτερικών καθεστώτων που ισχύουν στα κράτη μέλη, διότι οι διαφορές μεταξύ καθεστώτων είναι ενδεχόμενο να προκαλέσουν στρεβλώσεις· ότι μόνον ένα κοινό φορολογικό καθεστώς μπορεί να αποτελέσει ικανοποιητική λύση ως προς τα ζητήματα αυτά·

    ότι στο κοινό φορολογικό καθεστώς πρέπει να αποφεύγεται η φορολογία σε περίπτωση συγχώνευσης, διάσπασης, εισφοράς ενεργητικού ή ανταλλαγής μετοχών, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζονται τα δημοσιονομικά συμφέροντα του κράτους της εισφέρουσας ή εξαγορασθείσας εταιρείας·

    ότι, όσον αφορά τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις και εισφορές ενεργητικού, οι πράξεις αυτές θα έχουν κανονικά ως αποτέλεσμα είτε τη μετατροπή της εισφέρουσας εταιρείας σε μόνιμη εγκατάσταση της λήπτριας εταιρείας είτε την προσάρτηση του ενεργητικού σε μόνιμη εγκατάσταση της τελευταίας·

    ότι το καθεστώς αναβολής, μέχρι την ουσιαστική της πραγματοποίηση, της φορολογίας της υπεραξίας των εισφερόμενων περιουσιακών στοιχείων, εφαρμοζόμενο επί των περιουσιακών στοιχείων που προσαρτώνται στη μόνιμη εγκατάσταση, επιτρέπει την αποφυγή φορολογίας της αντίστοιχης υπεραξίας ενώ παράλληλα εξασφαλίζει και τη μεταγενέστερη φορολογία της από το κράτος της εισφέρουσας εταιρείας, όταν πλέον η υπεραξία θα έχει πραγματοποιηθεί·

    ότι πρέπει επίσης να οριστεί το εφαρμοστέο φορολογικό καθεστώς σε ορισμένες προβλέψεις, αποθεματικά ή ζημίες της εισφέρουσας εταιρείας και να διευθετηθούν τα φορολογικά προβλήματα που τίθενται όταν μία από τις δύο εταιρίες συμμετέχει στο κεφάλαιο της άλλης·

    ότι η χορήγηση στους εταίρους της εισφέρουσας εταιρείας τίτλων της λήπτριας ή εξαγοράζουσας εταιρείας δεν πρέπει καθ' εαυτή να οδηγεί στην επιβολή οποιασδήποτε φορολογίας των εταίρων αυτών·

    ότι πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα για τα κράτη μέλη να αρνηθούν την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας όταν η πράξη συγχώνευσης-διάσπασης-εισφοράς ενεργητικού ή ανταλλαγής μετοχών έχει ως σκοπό τη φοροαπάτη ή τη φοροδιαφυγή ή έχει ως αποτέλεσμα για μια εταιρεία, είτε αυτή συμμετέχει στην πράξη είτε όχι, να μην πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα όργανα της εταιρείας,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:



    ΤΙΤΛΟΣ Ι

    Γενικές διατάξεις

    ▼M1

    Άρθρο 1

    Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει την παρούσα οδηγία στα ακόλουθα:

    α) στις περιπτώσεις συγχώνευσης, διάσπασης, μερικής διάσπασης, εισφορών ενεργητικού και ανταλλαγής μετοχών μεταξύ εταιρειών δύο ή περισσότερων κρατών μελών·

    β) στη μεταφορά της καταστατικής έδρας από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος ευρωπαϊκών εταιρειών (Societas Europaea ή SE), όπως θεσπίσθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, για το καταστατικό της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE) ( 4 ), και ευρωπαϊκών συνεταιριστικών εταιρειών (SCE), όπως θεσπίσθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για το καταστατικό της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (SCE) ( 5 ).

    ▼B

    Άρθρο 2

    Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    α) συγχώνευση, η πράξη με την οποία:

     μία ή περισσότερες εταιρείες μεταβιβάζουν, συνεπεία διαλύσεως και κατά τη στιγμή κατά την οποία λύονται χωρίς εκκαθάριση, το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, σε άλλη προϋπάρχουσα εταιρεία έναντι παροχής στους εταίρους τους παραστατικών τίτλων του εταιρικού κεφαλαίου της άλλης εταιρείας και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής συμψηφιστικού ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών,

     δύο ή περισσότερες εταιρείες μεταβιβάζουν, συνεπεία διαλύσεως και κατά τη στιγμή κατά την οποία λύονται χωρίς εκκαθάριση, το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, σε μια νέα εταιρεία που ιδρύουν, έναντι διανομής στους εταίρους τους παραστατικών τίτλων του εταιρικού κεφαλαίου της νέας εταιρείας και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής συμψηφιστικού ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών,

     μια εταιρεία συνεπεία διαλύσεως και κατά τη στιγμή κατά την οποία λύεται, χωρίς εκκαθάριση, μεταβιβάζει το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, στην εταιρεία η οποία κατέχει το σύνολο των τίτλων των παραστατικών του εταιρικού της κεφαλαίου·

    β) διάσπαση: η πράξη με την οποία μια εταιρεία, συνεπεία διαλύσεως και κατά τη στιγμή την οποία λύεται χωρίς εκκαθάριση, μεταβιβάζει το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, σε δύο ή περισσότερες προϋπάρχουσες ή νέες εταιρείες, έναντι αναλογικής διανομής στους εταίρους της τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου των ληπτριών εταιρειών και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής συμψηφιστικού ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων αυτών ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών·

    ▼M1

    β)α) μερική διάσπαση: η πράξη με την οποία μια εταιρεία, χωρίς να διαλυθεί, μεταβιβάζει έναν ή περισσότερους κλάδους δραστηριοτήτων σε μία ή περισσότερες προϋπάρχουσες ή νέες εταιρείες, αφήνοντας τουλάχιστον έναν κλάδο δραστηριότητας στην εισφέρουσα εταιρεία, έναντι αναλογικής έκδοσης για τους εταίρους της τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου των εταιρειών που λαμβάνουν τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού και ενδεχομένως, έναντι καταβολής ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων αυτών ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών·

    ▼B

    γ) εισφορά ενεργητικού: η πράξη με την οποία μια εταιρεία, χωρίς να λυθεί, εισφέρει το σύνολο ή έναν ή περισσότερους κλάδους της δραστηριότητάς της σε μια άλλη εταιρεία έναντι παραδόσεως τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας εταιρείας·

    ▼M1

    δ) ανταλλαγή μετοχών: η πράξη με την οποία μια εταιρεία αποκτά συμμετοχή στο κεφάλαιο άλλης εταιρείας σε ποσοστό το οποίο της παρέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας αυτής ή, έχοντας αποκτήσει μια τέτοια πλειοψηφική συμμετοχή, αποκτά μια περαιτέρω συμμετοχή, έναντι έκδοσης για τους εταίρους της δεύτερης αυτής εταιρείας, σε αντάλλαγμα των τίτλων τους, τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της πρώτης εταιρείας και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων αυτών ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών·

    ▼B

    ε) εισφέρουσα εταιρεία: η εταιρεία που μεταβιβάζει τα περιουσιακά της στοιχεία, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, ή που εισφέρει το σύνολο ή έναν ή περισσότερους κλάδους της δραστηριότητάς της·

    στ) λήπτρια εταιρεία: η εταιρεία που δέχεται τα περιουσιακά στοιχεία, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, ή το σύνολο ή έναν ή περισσότερους κλάδους δραστηριότητας της εισφέρουσας εταιρείας·

    ζ) αποκτώμενη εταιρεία: η εταιρεία στην οποία μια άλλη αποκτά συμμετοχή με ανταλλαγή τίτλων·

    η) αποκτώσα εταιρεία: η εταιρεία που αποκτά συμμετοχή με ανταλλαγή τίτλων·

    θ) κλάδος δραστηριότητας: το σύνολο των στοιχείων τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού ενός τμήματος μιας εταιρείας και τα οποία συνιστούν, από οργανωτική άποψη, αυτόνομη εκμετάλλευση, ένα σύνολο δηλαδή ικανό να λειτουργήσει αυτοδύναμα·

    ▼M1

    ι) μεταφορά της καταστατικής έδρας: η πράξη με την οποία μία SE ή μία SCE, χωρίς τη διάλυσή της ή τη σύσταση νέου νομικού προσώπου, μεταφέρει την καταστατική έδρα της από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος.

    ▼B

    Άρθρο 3

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, με τον όρο «εταιρεία κράτους μέλους» νοείται κάθε εταιρεία:

    α) που περιβάλλεται μία από τις μορφές που απαριθμούνται στο παράρτημα·

    β) που, βάσει της φορολογικής νομοθεσίας κράτους μέλους, θεωρείται ότι έχει τη φορολογική της κατοικία στο κράτος αυτό και, σύμφωνα με σύμβαση περί αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί με τρίτο κράτος, δεν θεωρείται ότι η φορολογική της κατοικία είναι εκτός της Κοινότητας·

    γ) που, επιπλέον, υπόκειται, χωρίς δυνατότητα επιλογής και χωρίς να απαλλάσσεται η ίδια, σε έναν από τους παρακάτω φόρους:

     impôt des sociétés/vennootschapsbelasting στο Βέλγιο,

     selskabsskat στη Δανία,

     Körperschaftsteuer στη Γερμανία,

     φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων κερδοσκοπικού χαρακτήρα στην Ελλάδα,

     impuesto sobre sociedades στη Ισπανία,

     impôt des sociétés στη Γαλλία,

     corporation tax στην Ιρλανδία,

    ▼M1

     imposta sul reddito delle società στην Ιταλία,

    ▼B

     impôt sur le revenu des collectivités στο Λουξεμβούργο,

     vennootschapsbelasting στις Κάτω Χώρες,

     imposto sobre o rendimento das pessoas colectivas στην Πορτογαλία,

     corporation tax στο Ηνωμένο Βασίλειο,

     Korperschaftsteuer στην Αυστρία,

     Yhteisöjen tulovero/inkomstskatten för samfund στη Φινλανδία,

     Statlig inkomstskatt στη Σουηδία,

    ▼A2

     Daň z příjmů právnických osob στην Τσεχική Δημοκρατία,

     Tulumaks στην Εσθονία,

     Φόρος Εισοδήματος στην Κύπρο,

     uzņēmumu ienākuma nodoklis στη Λετονία,

     Pelno mokestis στη Λιθουανία,

     Társasági adó στην Ουγγαρία,

     Taxxa fuq l-income στη Μάλτα,

     Podatek dochodowy od osób prawnych στην Πολωνία,

     Davek od dobička pravnih oseb στη Σλοβενία,

     Daň z príjmov právnických osôb στη Σλοβακία,

    ▼M2

     корпоративен данък στη Βουλγαρία,

     impozit pe profit στη Ρουμανία,

    ▼B

    ή σε οποιοδήποτε άλλο φόρο που ενδεχομένως αντικαταστήσει στο μέλλον έναν από τους παραπάνω φόρους.



    ▼M1

    ΤΙΤΛΟΣ II

    Κανόνες που ισχύουν στις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις και ανταλλαγές μετοχών

    Άρθρο 4

    1.  Η συγχώνευση, η διάσπαση ή η μερική διάσπαση δεν συνεπάγεται καμία φορολογία των υπεραξιών οι οποίες υπολογίζονται βάσει της διαφοράς μεταξύ της πραγματικής αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και της φορολογητέας τους αξίας.

    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    α) «φορολογητέα αξία»: η αξία βάσει της οποίας θα είχε υπολογισθεί κάθε κέρδος ή ζημία προκειμένου να φορολογηθούν τα εισοδήματα, τα κέρδη ή η υπεραξία της εισφέρουσας εταιρείας, εάν αυτά τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού επωλούντο κατά τη συγχώνευση, διάσπαση ή μερική διάσπαση αλλά ανεξάρτητα από μια τέτοια πράξη,

    β) «μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού»: τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της εισφέρουσας εταιρείας τα οποία, λόγω συγχώνευσης, διάσπασης ή μερικής διάσπασης, συνδέονται, πράγματι με τη μόνιμη εγκατάσταση της λήπτριας εταιρείας, η οποία μόνιμη εγκατάσταση βρίσκεται στο κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας και τα οποία συμβάλλουν στη διαμόρφωση των κερδών και των ζημιών που λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς.

    2.  Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 1 και εφόσον κράτος μέλος θεωρεί μια εισφέρουσα εταιρεία που δεν είναι εγκατεστημένη σε αυτό ως φορολογικά διαφανή βάσει των εκτιμήσεών του ως προς τα νομικά χαρακτηριστικά της εν λόγω εταιρείας, όπως απορρέουν από το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί, και, συνεπώς, φορολογεί τους εταίρους για το μερίδιό τους επί των κερδών της εισφέρουσας εταιρείας, εφόσον υπάρχουν τέτοια κέρδη, το εν λόγω κράτος δεν φορολογεί κανένα εισόδημα, κέρδος ή υπεραξία που υπολογίζεται βάσει της διαφοράς μεταξύ των πραγματικών αξιών των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και της φορολογητέας τους αξίας.

    3.  Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται μόνον εάν η λήπτρια εταιρεία υπολογίζει τις νέες αποσβέσεις και τα κέρδη ή τις ζημίες σχετικά με τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες που θα είχαν εφαρμόσει η εισφέρουσα εταιρεία ή οι εισφέρουσες εταιρείες εάν δεν είχε γίνει η συγχώνευση, η διάσπαση ή η μερική διάσπαση.

    4.  Σε περίπτωση που, βάσει του δικαίου του κράτους μέλους της εισφέρουσας εταιρείας, επιτρέπεται στη λήπτρια εταιρεία να υπολογίζει τις νέες αποσβέσεις και τα κέρδη ή τις ζημίες σχετικά με τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού με κανόνες διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται στην παράγραφο 3, η παράγραφος 1 δεν ισχύει για τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού για τα οποία έγινε χρήση της ευχέρειας αυτής.

    ▼B

    Άρθρο 5

    Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι κανονικά συσταθείσες από την εισφέρουσα εταιρεία αφορολόγητες προβλέψεις ή αποθεματικά και εκτός από εκείνες ή εκείνα που προέρχονται από μόνιμες εγκαταστάσεις του εξωτερικού, να αναλαμβάνονται, με τους ίδιους όρους απαλλαγής φόρου, από τις μόνιμες εγκαταστάσεις της λήπτριας εταιρείας οι οποίες βρίσκονται στο κράτος στο δίκαιο του οποίου υπάγεται η εισφέρουσα εταιρεία, οπότε και υποκαθίσταται η λήπτρια εταιρεία στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εισφέρουσας εταιρείας.

    ▼M1

    Άρθρο 6

    Στο βαθμό που το κράτος μέλος, σε περίπτωση που οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο α) πραγματοποιούνται μεταξύ εταιρειών του κράτους μέλους της εισφέρουσας εταιρείας, εφαρμόζει διατάξεις που επιτρέπουν στη λήπτρια εταιρεία να αναλαμβάνει ζημίες της εισφέρουσας εταιρείας οι οποίες δεν έχουν ακόμα αποσβεσθεί από φορολογική άποψη, επεκτείνει τις διατάξεις αυτές ώστε να επιτρέπεται η ανάληψη των ζημιών αυτών από τις μόνιμες εγκαταστάσεις της λήπτριας εταιρείας που βρίσκονται στο έδαφός του.

    ▼B

    Άρθρο 7

    1.  'Οταν η λήπτρια εταιρεία συμμετέχει στο κεφάλαιο της εισφέρουσας εταιρείας, η υπεραξία που δημιουργείται για τη λήπτρια εταιρεία λόγω της ακύρωσης της συμμετοχής της δεν φορολογείται.

    ▼M1

    2.  Τα κράτη μέλη δύνανται να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 1, όταν η συμμετοχή της λήπτριας εταιρείας στο κεφάλαιο της εισφέρουσας εταιρείας είναι μικρότερη του 20 %.

    Από 1ης Ιανουαρίου 2007, το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής ορίζεται σε 15 %. Από 1ης Ιανουαρίου 2009, το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής ορίζεται σε 10 %.

    Άρθρο 8

    1.  Η παροχή, επ’ ευκαιρία συγχώνευσης, διάσπασης ή ανταλλαγής μετοχών, τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας ή αποκτώσας εταιρείας σε εταίρο της εισφέρουσας ή αποκτώμενης εταιρείας, σε αντάλλαγμα τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της δεύτερης αυτής εταιρείας, δεν πρέπει να συνεπάγεται, αυτή καθ’ αυτή, καμία φορολόγηση του εισοδήματος, των κερδών ή των υπεραξιών αυτού του εταίρου.

    2.  Η παροχή, σε περίπτωση μερικής διάσπασης, τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας εταιρείας σε εταίρο της εισφέρουσας εταιρείας, δεν πρέπει να συνεπάγεται, αυτή καθ’ αυτή, καμία φορολόγηση του εισοδήματος, των κερδών ή των υπεραξιών αυτού του εταίρου.

    3.  Όταν κράτος μέλος θεωρεί έναν εταίρο ως φορολογικά διαφανή βάσει των εκτιμήσεων του εν λόγω κράτους ως προς τα νομικά χαρακτηριστικά αυτού του εταίρου, όπως απορρέουν από το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί, και, κατά συνέπεια, φορολογεί τα πρόσωπα που έχουν συμφέροντα στον εταίρο αυτό για το μερίδιό τους επί των κερδών του εταίρου, εφόσον υπάρχουν τέτοια κέρδη, το εν λόγω κράτος δεν φορολογεί τα εν λόγω πρόσωπα επί του εισοδήματος, των κερδών ή της υπεραξίας από την παροχή στον εταίρο τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας ή της αποκτώσας εταιρείας.

    4.  Οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται μόνο εφόσον ο εταίρος δεν αποδίδει, στους τίτλους που λαμβάνει ως αντάλλαγμα, μεγαλύτερη φορολογητέα αξία από την αξία που είχαν οι ανταλλασσόμενοι τίτλοι αμέσως πριν από τη συγχώνευση, τη διάσπαση ή την ανταλλαγή μετοχών.

    5.  Οι παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζονται μόνον εάν ο εταίρος δεν αποδίδει στο ποσό των λαμβανόμενων τίτλων και των τίτλων που κατέχει στην εισφέρουσα εταιρεία, μεγαλύτερη φορολογητέα αξία από την αξία που είχαν οι τίτλοι που κατέχει στην εισφέρουσα εταιρεία αμέσως πριν από τη μερική διάσπαση.

    6.  Η εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να φορολογούν με τον ίδιο τρόπο το κέρδος που προκύπτει από τη μεταγενέστερη μεταβίβαση των τίτλων που ελήφθησαν, όπως και το κέρδος που προκύπτει από τη μεταβίβαση των τίτλων που υπήρχαν πριν από την απόκτηση.

    7.  Ως «φορολογητέα αξία», στο παρόν άρθρο, νοείται η αξία βάσει της οποίας θα είχε υπολογισθεί κάθε κέρδος ή ζημία, προκειμένου να φορολογηθεί το εισόδημα, τα κέρδη, ή οι υπεραξίες, του εταίρου της εταιρείας.

    8.  Σε περίπτωση που ένας εταίρος δύναται, βάσει του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του, να επιλέγει φορολογική μεταχείριση διαφορετική από εκείνη που προβλέπεται στις παραγράφους 4 και 5, οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν ισχύουν για τους παραστατικούς τίτλους για τους οποίους έγινε χρήση της ευχέρειας αυτής.

    9.  Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να λαμβάνει υπόψη, για τη φορολόγηση του εταίρου, κάθε ποσό σε μετρητά που του έχει, ενδεχομένως, καταβληθεί κατά τη συγχώνευση, τη διάσπαση, τη μερική διάσπαση ή την ανταλλαγή μετοχών.

    ▼B



    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

    Κανόνες που ισχύουν στις εισφορές ενεργητικού

    Άρθρο 9

    Τα άρθρα 4, 5 και 6 ισχύουν για τις εισφορές ενεργητικού.



    ΤΙΤΛΟΣ IV

    Ειδική περίπτωση εισφοράς μιας μόνιμης εγκατάστασης

    ▼M1

    Άρθρο 10

    1.  Όταν, μεταξύ των εισφερόμενων στοιχείων επ’ ευκαιρία συγχώνευσης, διάσπασης, μερικής διάσπασης ή εισφοράς ενεργητικού, περιλαμβάνεται μια μόνιμη εγκατάσταση της εισφέρουσας εταιρείας η οποία βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας, το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας παραιτείται από κάθε δικαίωμα φορολόγησης της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης.

    Το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας μπορεί να επανενσωματώσει στα φορολογητέα κέρδη της εταιρείας αυτής τις προηγούμενες ζημίες της μόνιμης εγκατάστασης που είχαν, ενδεχομένως, εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη της εταιρείας στο κράτος αυτό και δεν είχαν συμψηφισθεί.

    Το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση και το κράτος μέλος της λήπτριας εταιρείας εφαρμόζουν για την εισφορά αυτή τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, ως εάν το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση να ήταν το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας.

    Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης στην περίπτωση κατά την οποία η μόνιμη εγκατάσταση βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος με αυτό στο οποίο είναι εγκατεστημένη η λήπτρια εταιρεία.

    2.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας εφαρμόζει καθεστώς φορολόγησης των κερδών σε διεθνή κλίμακα, το εν λόγω κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να φορολογεί τα κέρδη ή τις υπεραξίες της μόνιμης εγκατάστασης που προκύπτουν από τη συγχώνευση, τη διάσπαση, τη μερική διάσπαση ή την εισφορά ενεργητικού, υπό την προϋπόθεση ότι δέχεται την έκπτωση του φόρου ο οποίος, σε περίπτωση που δεν υπήρχαν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, θα είχε επιβληθεί στα εν λόγω κέρδη ή υπεραξίες στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση, με τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο ποσό όπως θα το εδέχετο το κράτος αυτό εάν ο φόρος είχε βεβαιωθεί και καταβληθεί στην πραγματικότητα.

    ▼M1



    ΤΙΤΛΟΣ IVα

    Ειδική περίπτωση διαφανών οντοτήτων

    Άρθρο 10α

    1.  Εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί μια μη εγκατεστημένη εισφέρουσα ή αποκτώμενη εταιρεία ως φορολογικά διαφανή βάσει των εκτιμήσεών του ως προς τα νομικά χαρακτηριστικά αυτής της εταιρείας, όπως απορρέουν από το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί, το εν λόγω κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας όταν φορολογεί τους άμεσους ή έμμεσους εταίρους της εταιρείας αυτής σε σχέση με τα εισοδήματα, τα κέρδη ή τις υπεραξίες αυτής της εταιρείας.

    2.  Το κράτος μέλος που ασκεί το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δέχεται έκπτωση για το φόρο ο οποίος, σε περίπτωση που δεν υπήρχαν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, θα είχε επιβληθεί στη φορολογικά διαφανή εταιρεία για τα εισοδήματα, τα κέρδη ή τις υπεραξίες της, με τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο ποσό όπως θα εδέχετο το κράτος αυτό εάν ο φόρος είχε βεβαιωθεί και καταβληθεί στην πραγματικότητα.

    3.  Εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί μια μη εγκατεστημένη σε αυτό λήπτρια ή αποκτώσα εταιρεία ως φορολογικά διαφανή βάσει των εκτιμήσεών του ως προς τα νομικά χαρακτηριστικά της εν λόγω εταιρείας, όπως απορρέουν από το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί, το εν λόγω κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει το άρθρο 8 παράγραφοι 1, 2 και 3.

    4.  Εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί μια μη εγκατεστημένη λήπτρια εταιρεία ως φορολογικά διαφανή βάσει των εκτιμήσεών του ως προς τα νομικά χαρακτηριστικά της εν λόγω εταιρείας, όπως απορρέουν από το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί, το εν λόγω κράτος μέλος δύναται να εφαρμόζει έναντι των άμεσων ή έμμεσων εταίρων την ίδια φορολογική μεταχείριση που θα εφάρμοζε εάν η λήπτρια εταιρεία ήταν εγκατεστημένη σε αυτό το κράτος μέλος.



    ΤΙΤΛΟΣ IVβ

    Ισχύοντες κανόνες σχετικά με τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE

    Άρθρο 10β

    1.  Εάν,

    α) μία SE ή μία SCE μεταφέρει την καταστατική της έδρα από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, ή

    β) σε σχέση με τη μεταφορά της καταστατικής της έδρας από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, η SE ή η SCE που είναι εγκατεστημένη στο πρώτο κράτος μέλος, παύσει να είναι εγκατεστημένη σε αυτό το κράτος μέλος και εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος,

    η εν λόγω μεταφορά της καταστατικής έδρας ή η παύση της εγκατάστασης δεν συνεπάγεται φορολογία των υπεραξιών, οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, στο κράτος μέλος από το οποίο μεταφέρθηκε η καταστατική έδρα και προκύπτουν από τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της SE ή της SCE τα οποία, κατά συνέπεια, εξακολουθούν να συνδέονται πράγματι με μόνιμη εγκατάσταση της SE ή της SCE στο κράτος μέλος από το οποίο μεταφέρθηκε η καταστατική έδρα και συμβάλλουν στη διαμόρφωση των κερδών ή ζημιών που λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς.

    2.  Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνο εάν η SE ή η SCE υπολογίζει τις νέες αποσβέσεις και κάθε κέρδος ή ζημία σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που εξακολουθούν να συνδέονται πράγματι με αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση, ως εάν δεν είχε γίνει η μεταφορά της καταστατικής έδρας ή εάν η SE ή η SCE δεν είχε παύσει να έχει φορολογική κατοικία.

    3.  Σε περίπτωση που, βάσει του δικαίου αυτού του κράτους μέλους, επιτρέπεται στην SE ή στην SCE να υπολογίζει τις νέες αποσβέσεις και κάθε κέρδος ή ζημία σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που παραμένουν σε αυτό το κράτος μέλος και υπολογίζονται σε διαφορετική βάση από εκείνη που προβλέπεται στην παράγραφο 2, η παράγραφος 1 δεν ισχύει για τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού για τα οποία έγινε χρήση της ευχέρειας αυτής.

    Άρθρο 10γ

    1.  Εάν,

    α) μία SE ή μία SCE μεταφέρει την καταστατική της έδρα από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, ή

    β) σε σχέση με τη μεταφορά της καταστατικής της έδρας από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, η SE ή η SCE που εγκατεστημένη στο πρώτο κράτος μέλος, παύσει να είναι εγκατεστημένη σε αυτό το κράτος μέλος και εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος,

    τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι, όταν οι προβλέψεις ή τα αποθεματικά που διέθετε στην πραγματικότητα η SE ή η SCE πριν από τη μεταφορά της καταστατικής έδρας απαλλάσσονται, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, του φόρου και δεν προκύπτουν από μόνιμες εγκαταστάσεις του εξωτερικού, οι προβλέψεις ή τα αποθεματικά αυτά μπορούν να μεταφερθούν, με την ίδια φορολογική απαλλαγή, από μόνιμη εγκατάσταση της SE ή της SCE που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους από το οποίο μεταφέρθηκε η καταστατική έδρα.

    2.  Στο βαθμό που επιτρέπεται σε εταιρεία η οποία μεταφέρει την καταστατική της έδρα στο έδαφος κράτους μέλους να μεταφέρει σε μεταγενέστερες ή προγενέστερες χρήσεις ζημίες που δεν έχουν αποσβεσθεί από φορολογική άποψη, αυτό το κράτος μέλος επιτρέπει στη μόνιμη εγκατάσταση που έχει στο έδαφός του η SE ή η SCE που μεταφέρει την καταστατική της έδρα, να αναλαμβάνει τις ζημίες της SE ή της SCE οι οποίες δεν έχουν ακόμα αποσβεσθεί από φορολογική άποψη, υπό τον όρο ότι η μεταφορά ζημιών σε μεταγενέστερες ή προγενέστερες χρήσεις θα ήταν διαθέσιμη σε παρεμφερείς περιστάσεις σε εταιρεία που θα συνέχιζε να έχει την καταστατική της έδρα ή τη φορολογική της κατοικία σε αυτό το κράτος μέλος.

    Άρθρο 10δ

    1.  Η μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE δε συνεπάγεται αυτή καθεαυτή τη φορολογία του εισοδήματος, των κερδών ή των υπεραξιών των εταίρων.

    2.  Η εφαρμογή της παραγράφου 1 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να φορολογούν τα κέρδη που προκύπτουν από μεταγενέστερη μεταβίβαση τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της SE ή της SCE που μεταφέρει την καταστατική έδρα της.

    ▼B



    ΤΙΤΛΟΣ V

    Τελικές διατάξεις

    Άρθρο 11

    ▼M1

    1.  Ένα κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί να εφαρμόσει το σύνολο ή μέρος των διατάξεων των τίτλων ΙΙ, ΙΙΙ, IV και IVβ ή να άρει τα προκύπτοντα από τις διατάξεις αυτές ευεργετήματα, όταν η συγχώνευση, η διάσπαση, η μερική διάσπαση, η εισφορά ενεργητικού, η ανταλλαγή μετοχών ή η μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE:

    α) έχει ως κύριο στόχο ή ως έναν από τους κύριους στόχους τη φοροδιαφυγή ή τη φοροαποφυγή. Το γεγονός ότι κάποια από τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 δεν πραγματοποιείται για οικονομικά θεμιτούς λόγους, όπως είναι η αναδιάρθρωση ή η ορθολογικότερη οργάνωση των δραστηριοτήτων των εταιρειών που ενέχονται στη σχετική πράξη, μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο ότι κύριος ή ένας από τους κύριους στόχους της πράξης αυτής είναι η φοροδιαφυγή ή η φοροαποφυγή,

    β) έχει ως αποτέλεσμα για μια εταιρεία, είτε αυτή συμμετέχει στην εν λόγω πράξη είτε όχι, να μην πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα όργανα της εταιρείας, σύμφωνα με τον τρόπο εκπροσώπησης που ίσχυε πριν από την εν λόγω πράξη.

    ▼B

    2.  Η παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται εφόσον και στο μέτρο που δεν υπάρχει κοινοτική ρύθμιση με ισοδύναμες διατάξεις περί εκπροσώπησης των εργαζομένων στα όργανα της εταιρείας, εφαρμοστέα στις εταιρείες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 12

    1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1992. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

    2.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η Πορτογαλική Δημοκρατία μπορεί να αναβάλει μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1993 τη θέση σε εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τις εισφορές ενεργητικού και τις ανταλλαγές μετοχών.

    3.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 13

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    ▼M1




    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Α)

    α) οι εταιρείες που έχουν συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE), και της οδηγίας 2001/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων, και οι συνεταιριστικές εταιρείες που έχουν συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (SCE), και της οδηγίας 2003/72/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για τη συμπλήρωση του καταστατικού του ευρωπαϊκού συνεταιρισμού όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων·

    ▼M2

    (αα) εταιρείες του βουλγαρικού δικαίου με την επωνυμία: «събирателното дружество», «командитното дружество»«дружеството с ограничена отговорност», «акционерното дружество», «командитното дружество с акции», «кооперации», «кооперативни съюзи», «държавни предприятия»«που έχουν συσταθεί βάσει του βουλγαρικού δικαίου και έχουν εμπορικό χαρακτήρα»·

    (αβ) εταιρείες του ρουμανικού δικαίου με την επωνυμία: «societate pe acțiuni», «societate în comandită pe acțiuni», «societate cu răspundere limitată»·

    ▼M1

    β) οι εταιρείες του βελγικού δικαίου που αποκαλούνται «société anonyme»/«naamloze vennootschap», «société en commandite par actions»/«commanditaire vennootschap op aandelen», «société privée à responsabilité limitée»/«besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid»«société coopérative à responsabilité limitée»/«coöperatieve vennootschap met beperkte aansprakelijkheid», «société coopérative à responsabilité illimitée»/«coöperatieve vennootschap met onbeperkte aansprakelijkheid», «société en nom collectif»/«vennootschap onder firma», “société en commandite simple»/«gewone commanditaire vennootschap», δημόσιες επιχειρήσεις που έχουν υιοθετήσει μια από τις προαναφερόμενες νομικές μορφές, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του βελγικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στο Βέλγιο·

    γ) οι εταιρείες του τσεχικού δικαίου που αποκαλούνται «akciová společnost», «společnost s ručením omezeným»·

    δ) οι εταιρείες του δανικού δικαίου που αποκαλούνται «aktieselskab» και «anpartsselskab». Άλλες εταιρείες υποκείμενες στο φόρο δυνάμει του νόμου περί της φορολογίας επιχειρήσεων, εφόσον το φορολογητέο εισόδημά τους υπολογίζεται και φορολογείται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας που εφαρμόζονται σε «aktieselskaber»·

    ε) οι εταιρείες του γερμανικού δικαίου που αποκαλούνται «Aktiengesellschaft», «Kommanditgesellschaft auf Aktien», «Gesellschaft mit beschränkter Haftung», «Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit», «Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaft», «Betriebe gewerblicher Art von juristischen Personen des öffentlichen Rechts», και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του γερμανικού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στη Γερμανία·

    στ) οι εταιρείες του εσθονικού δικαίου που αποκαλούνται «täisühing», «usaldusühing», «osaühing», «aktsiaselts», «tulundusühistu»·

    ζ) οι εταιρείες του ελληνικού δικαίου που αποκαλούνται «αvώvυμη εταιρεία», «εταιρεία περιoρισμέvης ευθύvης (Ε.Π.Ε.)»·

    η) οι εταιρείες του ισπανικού δικαίου που αποκαλούνται «sociedad anónima», «sociedad comanditaria por acciones», «sociedad de responsabilidad limitada», καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που λειτουργούν υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου·

    θ) οι εταιρείες του γαλλικού δικαίου που αποκαλούνται «société anonyme», «société en commandite par actions», «société à responsabilité limitée», «sociétés par actions simplifiées», «sociétés d’assurances mutuelles», «caisses d’épargne et de prévoyance», «sociétés civiles», οι οποίες υπόκεινται αυτομάτως στο φόρο επιχειρήσεων, «coopératives», «unions de coopératives», οι δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του γαλλικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στη Γαλλία·

    ι) οι εταιρείες των οποίων η σύσταση και η λειτουργία διέπονται από το ιρλανδικό δίκαιο, οργανισμοί που καταχωρούνται βάσει του Industrial and Provident Societies Act, κατασκευαστικές εταιρείες των οποίων η σύσταση διέπεται από τις Building Societies ACTS και ταχυδρομικά ταμιευτήρια που διέπονται από τον Trustee Savings Banks Act, του 1989·

    ια) οι εταιρείες του ιταλικού δικαίου που αποκαλούνται «società per azioni», «società in accomandita per azioni», «società a responsabilità limitata», «società cooperative», «società di mutua assicurazione», καθώς και οι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς που ασκούν πλήρως ή κυρίως εμπορικές δραστηριότητες·

    ιβ) στο κυπριακό δίκαιο: «εταιρείες» όπως αυτές ορίζονται στους περί φορολογίας του εισοδήματος νόμους·

    ιγ) οι εταιρείες του λεττονικού δικαίου που αποκαλούνται «akciju sabiedrība», «sabiedrība ar ierobežotu atbildību»·

    ιδ) οι εταιρείες που έχουν συγκροτηθεί βάσει του λιθουανικού δικαίου·

    ιε) οι εταιρείες του δικαίου του Λουξεμβούργου που αποκαλούνται «société anonyme», «société en commandite par actions», «société à responsabilité limitée», «société coopérative», «société coopérative organisée comme une société anonyme», «association d’assurances mutuelles», «association d’épargne-pension», «entreprise de nature commerciale, industrielle ou minière de l’État, des communes, des syndicats de communes, des établissements publics et des autres personnes morales de droit public», καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του δικαίου του Λουξεμβούργου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στο Λουξεμβούργο·

    ιστ) οι εταιρείες του ουγγρικού δικαίου που αποκαλούνται «közkereseti társaság», «betéti társaság», «közös vállalat», «korlátolt felelősségű társaság», «részvénytársaság», «egyesülés», «közhasznú társaság», «szövetkezet»·

    ιζ) οι εταιρείες του μαλτέζικου δικαίου που αποκαλούνται «Kumpaniji ta’ Responsabilita’ Limitata», «Soċjetajiet en commandite li l-kapital tagħhom maqsum f’azzjonijiet»·

    ιη) οι εταιρείες του ολλανδικού δικαίου που αποκαλούνται «naamloze vennootschap», «besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid», «Open commanditaire vennootschap», «Coöperatie», «onderlinge waarborgmaatschappij», «Fonds voor gemene rekening», «vereniging op coöperatieve grondslag» και «vereniging welke op onderlinge grondslag als verzekeraar of kredietinstelling optreedt», καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του ολλανδικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στις Κάτω Χώρες·

    ιθ) οι εταιρείες του αυστριακού δικαίου που αποκαλούνται «Aktiengesellschaft», «Gesellschaft mit beschränkter Haftung», «Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaften»·

    κ) οι εταιρείες του πολωνικού δικαίου που αποκαλούνται «spółka akcyjna», «spółka z ograniczoną odpowiedzialnością»·

    κα) οι εμπορικές ή οι αστικές υπό εμπορική μορφή εταιρείες, καθώς και άλλα νομικά πρόσωπα ασκούντα εμπορικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες, που έχουν συσταθεί δυνάμει του πορτογαλικού δικαίου·

    κβ) οι εταιρείες του σλοβενικού δικαίου που αποκαλούνται «delniška družba», «komanditna družba», «družba z omejeno odgovornostjo»·

    κγ) οι εταιρείες του σλοβακικού δικαίου που αποκαλούνται «akciová spoločnosť», «spoločnosť s ručením obmedzeným», «komanditná spoločnosť»·

    κδ) οι εταιρείες του φινλανδικού δικαίου που αποκαλούνται «osakeyhtiö»/«aktiebolag», «osuuskunta»/«andelslag», «säästöpankki»/«sparbank» και «vakuutusyhtiö»/«försäkringsbolag»·

    κε) οι εταιρείες του σουηδικού δικαίου που αποκαλούνται «aktiebolag», «försäkringsaktiebolag», «ekonomiska föreningar», «sparbanker», «ömsesidiga försäkringsbolag»·

    κστ) οι εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου.



    ( 1 ) ΕΕ αριθ. C 39 της 22. 3. 1969, σ. 1.

    ( 2 ) ΕΕ αριθ. C 51 της 29. 4. 1970, σ. 12.

    ( 3 ) ΕΕ αριθ. C 100 της 1. 8. 1969, σ. 4.

    ( 4 ) ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 885/2004 (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ. 1).

    ( 5 ) ΕΕ L 207 της 18.8.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 15/2004 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ (ΕΕ L 116 της 22.4.2004, σ. 68).

    Top