EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61999CC0476

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 6ης Νοεμβρίου 2001.
H. Lommers κατά Minister van Landbouw, Natuurbeheer en Visserij.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Centrale Raad van Beroep - Κάτω Χώρες.
Κοινωνική πολιτική - Ίση μεταχείριση των εργαζομένων ανδρών και εργαζομένων γυναικών - Εξαιρέσεις - Μέτρα για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών - Υπουργείο το οποίο θέτει στη διάθεση του προσωπικού του επιδοτούμενες θέσεις βρεφονηπιακού σταθμού - Θέσεις που κρατούνται μόνο για τα τέκνα γυναικών δημοσίων υπαλλήλων, εκτός αν κατά την κρίση του εργοδότη πρόκειται για επείγουσα περίπτωση.
Υπόθεση C-476/99.

Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-02891

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2001:593

61999C0476

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 6ης Νοεμβρίου 2001. - H. Lommers κατά Minister van Landbouw, Natuurbeheer en Visserij. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Centrale Raad van Beroep - Κάτω Χώρες. - Κοινωνική πολιτική - Ίση μεταχείριση των εργαζομένων ανδρών και εργαζομένων γυναικών - Εξαιρέσεις - Μέτρα για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών - Υπουργείο το οποίο θέτει στη διάθεση του προσωπικού του επιδοτούμενες θέσεις βρεφονηπιακού σταθμού - Θέσεις που κρατούνται μόνο για τα τέκνα γυναικών δημοσίων υπαλλήλων, εκτός αν κατά την κρίση του εργοδότη πρόκειται για επείγουσα περίπτωση. - Υπόθεση C-476/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-02891


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Με την αίτηση της 8ης Δεκεμβρίου 1999 για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως - η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Δεκεμβρίου 1999 -, το αιτούν δικαστήριο, το Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες), ερωτά αν το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας , αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση, εισαχθείσα από εργοδότη, δυνάμει της οποίας οι επιδοτούμενες θέσεις φυλάξεως των παιδιών σε βρεφονηπιακό σταθμό προβλέπονται μόνο για τα παιδιά των γυναικών εργαζομένων, ενώ οι άνδρες εργαζόμενοι μπορούν να τύχουν της μεταχειρίσεως αυτής μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Η παράγραφος 4 της ανωτέρω διατάξεως προβλέπει, κατά παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων που διατυπώνεται στην παράγραφο 1, μέτρα προωθήσεως της ισότητας των ευκαιριών υπέρ των γυναικών, ώστε να αρθούν οι ανισότητες που υφίστανται ακόμη. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, όσον αφορά τη διάθεση, στους εργαζομένους, θέσεων φυλάξεως των παιδιών, πρόκειται για ειδικές συνθήκες εργασίας κατά την έννοια της οδηγίας.

2. ρέπει όμως να διερωτηθούμε επίσης αν οι θέσεις φυλάξεως των παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς αποτελούν μέρος της αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ, που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 141 ΕΚ), σύμφωνα με το οποίο η αμοιβή πρέπει να είναι η ίδια για τους άνδρες και τις γυναίκες. Δεδομένου ότι η δυνατότητα διατηρήσεως ή θεσπίσεως, για το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο, ειδικών πλεονεκτημάτων, επίσης αναφορικά με την αμοιβή, εισήχθη στο άρθρο 141, παράγραφος 4, ΕΚ - τουλάχιστον από τυπική άποψη - μόλις με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ της 1ης Μα_ου 1999, είναι επίσης ενδιαφέρουσα η εξέταση του κατά πόσον τέτοια πλεονεκτήματα μπορούσαν ήδη να είναι νοητά πριν από την έναρξη της ισχύος του άρθρου 141, παράγραφος 4, ΕΚ, ενδεχομένως βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της συμφωνίας που είναι συνημμένη στο πρωτόκολλο αριθ. 14 επί της κοινωνικής πολιτικής.

ΙΙ - Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

3. Ο H. Lommers, προσφεύγων και εφεσείων στην κύρια δίκη (στο εξής: προσφεύγων), είναι υπάλληλος του ολλανδικού Υπουργείου Γεωργίας. Στις 5 Δεκεμβρίου 1995, υπέβαλε αίτηση για την κράτηση θέσεως σε βρεφονηπιακό σταθμό για τον γιό του που γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1996. Η αίτησή του απορρίφθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1995 για τον λόγο ότι η κράτηση θέσεως στον βρεφονηπιακό σταθμό του Υπουργείου Γεωργίας ήταν δυνατή για τα παιδιά των αρρένων υπαλλήλων μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Κατά την άποψη του υπουργείου, εν προκειμένω δεν συνέτρεχε περίπτωση ανάγκης. Ο προσφεύγων προέβαλε ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής στις 28 Δεκεμβρίου 1995. Ανεξαρτήτως αυτού, ζήτησε την ίδια ημέρα τη γνωμοδότηση της επιτροπής «ισότητα μεταχειρίσεως». Η επιφορτισμένη με τα ζητήματα του προσωπικού συμβουλευτική επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή) ανέστειλε κατόπιν αυτού τη διαδικασία της ενστάσεως μέχρι την έκδοση της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής «ισότητα μεταχειρίσεως», γνωομοδοτήσεως η οποία, καθεαυτή, δεν είναι δεσμευτική.

4. Στις 5 Απριλίου 1996, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή λόγω του ότι δεν εκδόθηκε εμπροθέσμως απόφαση επί της ενστάσεώς του. Στις 25 Ιουνίου 1996, η επιτροπή «ισότητα μεταχειρίσεως» εξέδωσε γνωμοδότηση κατά την οποία το Υπουργείο Γεωργίας δεν είχε προβεί, έναντι του προσφεύγοντος, σε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, αντίθετη προς τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1α, παράγραφος 1, και του άρθρου 5 του Wet gelijke behandeling mannen en vrouwen (νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών) της 1ης Μαρτίου 1980. Με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 1996, το Υπουργείο Γεωργίας απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος. Κατά τον τρόπο αυτό, ευθυγραμμίστηκε με την άποψη της συμβουλευτικής επιτροπής, η οποία είχε συμμεριστεί τη γνωμοδότηση της επιτροπής «ισότητα μεταχειρίσεως».

5. Με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, το Arrondissementsrechtbank te 's-Gravenhage έκρινε ότι η προσφυγή του προσφεύγοντος δεν ήταν βάσιμη καθ' ο μέτρο στρεφόταν κατά της αποφάσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 1996. Στις 13 Νοεμβρίου 1996, ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

6. Η διάθεση και η προώθηση θέσεων για τη φύλαξη παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς διενεργείται από το Υπουργείο Γεωργίας από το 1989. Ακολούθησε εγκύκλιος της 15ης Νοεμβρίου 1993 για την εφαρμογή των οδηγιών του Υπουργείου Εσωτερικών όσον αφορά τη φύλαξη παιδιών. Αυτό πραγματοποιείται μέσω της μισθώσεως θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς των δήμων, ενώ οι υπάλληλοι που υπηρετούν στη Χάγη διαθέτουν τον δικό τους βρεφονηπιακό σταθμό. Ορισμένος αριθμός θέσεων φυλάξεως παιδιών κατανέμεται στις διάφορες διοικητικές μονάδες (διευθύνσεις ή υπηρεσίες) του Υπουργείου Γεωργίας βάσει του αριθμού των γυναικών υπαλλήλων. Διατίθεται περίπου μία θέση ανά 20 γυναίκες υπαλλήλους. Το 1995, ο αριθμός των θέσεων ανερχόταν σε 128. Υπάρχει στο Υπουργείο Γεωργίας πίνακας αναμονής για θέσεις φυλάξεως παιδιών.

7. Η κατανομή αυτών των λίγων θέσεων διενεργείται κανονικά βάσει της αρχής ότι οι θέσεις προορίζονται για τις γυναίκες υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας, πλην επειγουσών περιπτώσεων. Τέτοια επείγουσα περίπτωση αποτελεί, π.χ., το γεγονός ότι ένας πατέρας ανατρέφει μόνος το παιδί του. Στην περίπτωση κατά την οποία εγκριθεί μια θέση φυλάξεως παιδιού, απαιτείται η καταβολή συμμετοχής εκ μέρους των γονέων στο Υπουργείο Γεωργίας, η οποία παρακρατείται από τον μισθό με τη συναίνεση του ή της υπαλλήλου.

8. Στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, το Υπουργείο Γεωργίας είχε δεχθεί, ενώπιον της επιτροπής «ισότητα μεταχειρίσεως», ότι η ρύθμιση σχετικά με τη φύλαξη των παιδιών προέβαινε σε διάκριση αναλόγως του φύλου. Το υπουργείο προέβαλε ότι η διάκριση αυτή αποσκοπούσε στην ενεργητική αντιμετώπιση των ανισοτήτων που υφίσταντο αναφορικά με την κατάσταση των γυναικών. Το υπουργείο προέβη στη διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο των υπηρεσιών του, οι γυναίκες ήταν σε δυσμενέστερη θέση τόσο από την άποψη του αριθμού όσο και από την άποψη της κατανομής στους υπηρεσιακούς βαθμούς. Συγκεκριμένα, στις 31 Δεκεμβρίου 1994, επί 11 251 υπαλλήλων περίπου, μόνο 2 792 ήταν γυναίκες. Το υπουργείο προσέθεσε τέλος ότι οι γυναίκες έχουν χαμηλή εκπροσώπηση στο επίπεδο των ανώτερων βαθμών. Κατά την άποψή του, η δημιουργία θέσεων για τη φύλαξη παιδιών μπορεί να συμβάλει στην εξάλειψη αυτής της πραγματικής ανισότητας.

9. ρος στήριξη της εφέσεώς του, ο προσφεύγων προέβαλε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι το Υπουργείο Γεωργίας δεν απέδειξε ότι ο αριθμός των γυναικών υπαλλήλων αυξήθηκε πράγματι χάρη στη ρύθμιση σχετικά με τη φύλαξη παιδιών. Επισήμανε ότι, στα περισσότερα από τα λοιπά ολλανδικά υπουργεία, οι άνδρες μπορούν να τυγχάνουν των ίδιων ευνοϊκών μέτρων με τις γυναίκες σχετικά με τις υπηρεσίες φυλάξεως παιδιών. Κατά την άποψή του, η έκταση των διαθέσιμων μέσων δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για τον αποκλεισμό των ανδρών. Ο προσφεύγων παρέπεμψε στο άρθρο 6 της συστάσεως του Συμβουλίου σχετικά με τη φύλαξη των παιδιών . Επιπλέον, αναφέρθηκε στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας, υποστηρίζοντας ότι αυτό δεν καλύπτει τον επίμαχο τρόπο αντιμετωπίσεως του ζητήματος.

10. Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου τίθεται το ζήτημα αν η άρνηση του Υπουργείου Γεωργίας είναι συμβατή με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας. Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση αφορά πρόσθετους όρους εργασίας. Εξετάζει το υφιστάμενο κοινοτικό πλαίσιο για τις θετικές ενέργειες υπέρ των γυναικών, τόσο στο νομοθετικό επίπεδο όσο και βάσει της υφιστάμενης νομολογίας . Θίγει, π.χ., το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας και του άρθρου 141, παράγραφος 4, ΕΚ. Επιπλέον, αναφέρεται μεταξύ άλλων στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs επί της υποθέσεως Marschall, κατά τις οποίες «ένα μέτρο που εφαρμόζεται αποκλειστικά στα άτομα του ενός φύλου δεν είναι [...] ανάλογο προς τους σκοπούς της άρσεως των ειδικών ανισοτήτων τις οποίες αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην πράξη και της προωθήσεως της ισότητας των ευκαιριών, εάν το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια διάταξη που θα εφαρμοζόταν και στα δύο φύλα» . Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται επίσης σε υποσημείωση των εν λόγω προτάσων του γενικού εισαγγελέα, κατά την οποία, εάν μόνο οι γυναίκες επωφελούνται από μέτρα όσον αφορά ειδικά τη φροντίδα των τέκνων, τούτο μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και ότι ματαιώνει τον σκοπό της μεταχειρίσεως των ανδρών και των γυναικών ως ισότιμων μελών του ενεργού πληθυσμού, δεδομένου ότι ενισχύει τη στερεότυπη ιδέα ότι οι γυναίκες είναι εκείνες που πρέπει να φέρουν κυρίως την ευθύνη για την φροντίδα των τέκνων . Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στην ολλανδική θεωρία επίσης, ορισμένοι συγγραφείς προβάλλουν την άποψη ότι μέτρα όπως οι ρυθμίσεις όσον αφορά τη φύλαξη παιδιών θα έπρεπε να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας, όταν τέτοιες διευκολύνσεις μπορούν να εφαρμοστούν, κατά τρόπο ουδέτερο, και στα δύο φύλα ώστε να μην συνεπάγονται τον καθορισμό συγκεκριμένων ρόλων. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο αποκλεισμός των ανδρών υπαλλήλων του Υπουργείου Γεωργίας έχει επίσης ως αποτέλεσμα να φέρει σε μειονεκτική θέση τις συζύγους αυτών οι οποίες ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα, όταν ο εργοδότης τους δεν θέτει στη διάθεσή τους θέσεις για τη φύλαξη των παιδιών.

11. Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«Απαγορεύει το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, ρύθμιση εργοδότη βάσει της οποίας επιδοτούμενες θέσεις σε βρεφονηπιακό σταθμό βρίσκονται στη διάθεση αποκλειστικώς των γυναικών εργαζομένων, εκτός αν ο άνδρας εργαζόμενος βρίσκεται κατά την κρίση του εργοδότη σε κατάσταση ανάγκης;»

12. Στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου μετέσχαν η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Διεξήχθη επ' ακροατηρίου συζήτηση. Το Δικαστήριο υπέβαλε γραπτή ερώτηση στην Ολλανδική Κυβέρνηση σχετικά με τον τρόπο χρηματοδοτήσεως των θέσεων στους βρεφονηπιακούς σταθμούς. Επιπλέον, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ζήτησε από τους διαδίκους να λάβουν θέση επί του κατά πόσον η διάθεση των θέσεων φυλάξεως των παιδιών πραγματοποιείται ενδεχομένως έναντι αμοιβής.

ΙΙΙ - Οι ασκούσες επιρροή διατάξεις

Α - Το κοινοτικό δίκαιο

1. Οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ

13. Το άρθρο 19 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 141 ΕΚ), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της προκειμένης περιπτώσεως, είχε την ακόλουθη διατύπωση:

«Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου και διατηρεί εν συνεχεία την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών.

Ως αμοιβή νοούνται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.

[...]»

14. Από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μα_ου 1999, το άρθρο 141, παράγραφοι 1 και 4, ΕΚ - η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την εν λόγω Συνθήκη - έχει ως εξής:

«1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.

[...]

4. ροκειμένου να εξασφαλιστεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία.»

2. Η δήλωση αριθ. 28 σχετικά με το άρθρο 141

15. Η συνημμένη στη Συνθήκη του Άμστερνταμ δήλωση αριθ. 28 σχετικά με το άρθρο 141 (πρώην άρθρο 119), παράγραφος 4, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη, όταν θεσπίζουν τα κατ' άρθρο 141, παράγραφος 4, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μέτρα, θα πρέπει να μεριμνούν κατά κύριο λόγο για τη βελτίωση της θέσης των γυναικών στην εργασία.»

3. Η συνημμένη στο πρωτόκολλο αριθ. 14 σχετικά με την κοινωνική πολιτική συμφωνία

16. Από άποψη περιεχομένου, το άρθρο 141, παράγραφος 4, ΕΚ ανάγεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της συμφωνίας της 1ης Νοεμβρίου 1993 η οποία είναι συνημμένη στο πρωτόκολλο αριθ. 14 σχετικά με την κοινωνική πολιτική. Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της συμφωνίας προβλέπει τα εξής:

«3. Το παρόν άρθρο δεν κωλύει την εκ μέρους των κρατών μελών διατήρηση ή θέσπιση μέτρων που προβλέπουν ειδικά ευεργετήματα για τη διευκόλυνση της άσκησης μιας επαγγελματικής δραστηριότητας από τις γυναίκες ή για την πρόληψη ή αντιστάθμιση μειονεκτημάτων στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία.»

4. H οδηγία 76/207

17. Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1. Κατά την έννοια των κατωτέρω διατάξεων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση.

[...]

4. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που αποσκοπούν στην προώθηση της ισότητος των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών, ιδίως διά της άρσεως των ανισοτήτων που εκδηλώνονται στην πράξη και οι οποίες ανισότητες θίγουν τις ευκαιρίες των γυναικών στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1.»

(Οι τομείς στους οποίους αναφέρεται η οδηγία είναι οι ακόλουθοι:

- η πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής προωθήσεως,

- η πρόσβαση στην επαγγελματική εκπαίδευση,

- οι συνθήκες εργασίας και

- η κοινωνική ασφάλιση.)

5. Η σύσταση 84/635

18. Αναφερόμενο ρητώς στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας, το Συμβούλιο συνέστησε στα κράτη μέλη:

«1) Να χαράξουν μια πολιτική θετικής δράσης που θα αποβλέπει στην εξάλειψη των ανισοτήτων, που εκδηλώνονται στην πράξη και θίγουν τις γυναίκες στην επαγγελματική τους ζωή, καθώς και στην προώθηση της κατάργησης του διαχωρισμού των φύλων στην εργασία, και η οποία θα περιλαμβάνει κατάλληλα γενικά και ειδικά μέτρα, στα πλαίσια των πολιτικών και πρακτικών που ακολουθούνται σε εθνικό επίπεδο και χωρίς να θίγονται οι αρμοδιότητες των κοινωνικών εταίρων, ώστε:

α) να εξουδετερωθούν ή να αντισταθμιστούν οι επιζήμιες συνέπειες που έχουν, για τις γυναίκες που εργάζονται ή αναζητούν εργασία, η στάση, η συμπεριφορά και οι δομές που βασίζονται στην αντίληψη ενός παραδοσιακού διαχωρισμού των ρόλων των ανδρών και των γυναικών στην κοινωνία·

β) [...]».

6. Η σύσταση 92/241

19. Το άρθρο 6 της συστάσεως αυτής έχει ως εξής:

«Όσον αφορά τις ευθύνες που απορρέουν από τη φύλαξη και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, συνιστάται στα κράτη μέλη να προαγάγουν και να ενθαρρύνουν, σεβόμενα την αυτονομία των ατόμων, την αυξημένη συμμετοχή των ανδρών, ώστε να εξασφαλισθεί δικαιότερη κατανομή των γονικών ευθυνών μεταξύ ανδρών και γυναικών και να επιτραπεί αποτελεσματικότερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.»

Β - Το εθνικό δίκαιο

20. Κατά την κατανομή των θέσεων φυλάξεως των παιδιών κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της προκειμένης περιπτώσεως, το Υπουργείο Γεωργίας - ως κατευθυντήρια γραμμή σύμφωνα με την εγκύκλιό του της 15ης Νοεμβρίου 1993 για την εφαρμογή των οδηγιών του Υπουργείου Εσωτερικών όσον αφορά το πρόγραμμα φυλάξεως των παιδιών - εφάρμοζε τον ακόλουθο κανόνα:

«Οι υπηρεσίες φυλάξεως των παιδιών προορίζονται κατ' αρχήν αποκλειστικά για τις γυναίκες υπαλλήλους του υπουργείου, υπό την επιφύλαξη επειγουσών περιπτώσεων οι οποίες τίθενται υπό την κρίση του διευθυντή.»

IV - Οι παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων

1. Η Ολλανδική Κυβέρνηση

21. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η ρύθμιση σχετικά με τη φύλαξη των παιδιών έχει ως στόχο να προλαμβάνει την αποχώρηση των γυναικών υπαλλήλων και να ευνοεί την πρόσβασή τους σε υψηλότερα καθήκοντα. Διευκρινίζει ότι, κατά τη θέσπιση της ρυθμίσεως, οι γυναίκες υποεκπροσωπούνταν τόσο από άποψη αριθμού (περίπου 25 %) όσο και αναφορικά με την κατοχή υψηλών θέσεων (περίπου 14 % στον βαθμό 10 και στους υψηλότερους βαθμούς). Η Ολλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι το υπουργείο αποφάσισε να θέσει στη διάθεση των γυναικών τις επιδοτούμενες θέσεις φυλάξεως των παιδιών για τον λόγο ότι ο αριθμός των διαθέσιμων θέσεων ήταν περιορισμένος. Κατά την άποψή του, αν δεν γινόταν καμία διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών υπαλλήλων όσον αφορά την πρόσβαση στις επιδοτούμενες θέσεις φυλάξεως των παιδιών, δεν θα είχε προαχθεί η εκπροσώπηση των γυναικών υπαλήλων στο υπουργείο, η δε καταβαλλόμενες από το υπουργείο προσπάθειες για να αυξηθεί το ποσοστό των γυναικών στο προσωπικό του θα είχαν παρεμποδιστεί σοβαρά. Το υπουργείο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με τις γνωμοδοτήσεις της επιτροπής «ισότητα μεταχειρίσεως» σχετικά με τις ρυθμίσεις περί φυλάξεως των παιδιών, γίνεται γενικώς δεκτό ότι οι γυναίκες παραιτούνται ευκολότερα από τους άνδρες από την άσκηση (ή την εξακολούθηση) επαγγελματικής δραστηριότητας, όταν πρόκειται για τη φροντίδα του παιδιού.

22. Ενόψει της απαντήσεως στο προδικαστικό ερώτημα, η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί κατ' αρχάς ότι οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται άμεσα μια οδηγία έναντι του κράτους, ανεξαρτήτως του αν αυτό ενεργεί ως εργοδότης ή ως δημόσια αρχή . Επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207 έχει ως σαφή και περιορισμένο σκοπό να επιτρέπει τα μέτρα τα οποία, παρ' όλον ότι κατά τα φαινόμενα εισάγουν διακρίσεις, σκοπούν πράγματι στην εξάλειψη ή στη μείωση των εκδηλουμένων στην πράξη ανισοτήτων που μπορούν να υφίστανται στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής .

23. Η Ολλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει επιπλέον ότι η επίμαχη διάταξη επιτρέπει εθνικά μέτρα τα οποία, ευνοώντας ειδικώς τις γυναίκες, έχουν ως στόχο να βελτιώνουν την ανταγωνιστική τους θέση στην αγορά εργασίας και να ενισχύουν την ικανότητά τους να πραγματοποιούν σταδιοδρομία υπό συνθήκες ισότητας με τους άνδρες .

24. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, το εν προκειμένω επίμαχο μέτρο αφορά τις συνθήκες εργασίας και εμπίπτει ειδικότερα στον τομέα της φυλάξεως των παιδιών. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας, διότι, παρ' όλον ότι φαινομενικά εισάγει διακρίσεις, σκοπεί στην εξάλειψη ή στη μείωση των εκδηλουμένων στην πράξη ανισοτήτων που μπορούν να υφίστανται στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής.

25. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προβάλλει ότι σύμφωνα με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro επί της υποθέσεως Kalanke , οι ρυθμίσεις σχετικά με τη φύλαξη των παιδιών μπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώσες μέτρα κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας. Η Ολλανδική Κυβέρνηση παραλληλίζει την παρούσα υπόθεση με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Badeck κ.λπ. στο μέτρο που το καθεστώς ποσοστώσεων για το οποίο επρόκειτο στην εν λόγω υπόθεση αφορούσε μέτρα επαγγελματικής επιμορφώσεως. Τέλος, η Ολλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι το εν προκειμένω επίμαχο μέτρο παρουσιάζει ορισμένη ευελιξία, δεδομένου ότι προβλέπει ρήτρα υπέρ των ανδρών σε περίπτωση ανάγκης.

26. Η Ολλανδική Κυβέρνηση απάντησε ως εξής στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της συμβολής που πρέπει να καταβάλλει η υπάλληλος η οποία εξασφαλίζει θέση φυλάξεως των παιδιών:

Το ποσό της συμβολής των γονέων εξαρτάται από το επίπεδο των οικογενειακών εσόδων. Όσο υψηλότερα είναι τα καθαρά μηνιαία οικογενειακά έσοδα, τόσο υψηλότερη είναι η μηνιαία συμβολή. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προσκόμισε συναφώς πίνακα των καταβαλλομένων ποσών. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, από τη ρύθμιση προκύπτει ότι η συμβολή των γονέων καθορίζεται κατ' αρχήν στο υψηλότερο επίπεδο, όταν ο ενδιαφερόμενος δεν αποδεικνύει ότι δικαιολογείται η καταβολή χαμηλότερου ποσού . Η Ολλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει επιπλέον ότι η επίμαχη διάταξη προβλέπει επίσης ότι σε περίπτωση μερικής απασχολήσεως της υπαλλήλου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της ημερήσιας απασχολήσεώς της. Η καταβλητέα συμβολή είναι ανάλογη προς τη χρήση των υπηρεσιών φυλάξεως των παιδιών. Η Ολλανδική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι, από το 2001, ο υπολογισμός βάσει του καθαρού εισοδήματος αντικαταστάθηκε από τον υπολογισμό βάσει του φορολογητέου οικογενειακού εισοδήματος.

27. Στην ερώτηση του Δικαστηρίου σχετικά με το ποσοστό του κόστους μιας επιδοτούμενης θέσεως σε βρεφονηπιακό σταθμό το οποίο φέρει ο υπάλληλος, η Ολλανδική Κυβέρνηση απαντά ότι το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 30 και 50 % και επισημαίνει ότι η γονική συμβολή χρησιμοποιείται στο σύνολό της για τη χρηματοδότηση του βρεφονηπιακού σταθμού. Η Ολλανδική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι το ποσό της συμβολής εξαρτάται εντούτοις από τη συγκεκριμένη κατάσταση και αναφέρει ότι τα καθοριστικά στοιχεία είναι το εισόδημα, ο αριθμός των παιδιών και η τιμή του βρεφονηπιακού σταθμού. Από το δεύτερο παιδί, το ποσοστό της επιδοτήσεως είναι υψηλότερο.

28. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, στην ερώτηση του Δικαστηρίου αν το επίμαχο μέτρο έχει ενδεχομένως τον χαρακτήρα αμοιβής, ο εκπρόσωπος της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δήλωσε ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν πρόκειται για αμοιβή, αλλά για στοιχείο εντασσόμενο στις συνθήκες εργασίας. Κατά τον εκπρόσωπο της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, η έννοια «συνθήκες εργασίας» είναι ευρύτερη από την έννοια «αμοιβή». Η αμοιβή συνδέεται άμεσα με την εργασία που παρέχει ο εργαζόμενος, πράγμα που δεν ισχύει όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας. Ο εκπρόσωπος της Ολλανδικής Κυβερνήσεως εκτιμά τέλος ότι πρέπει να θεωρηθούν ως εντασσόμενα στις συνθήκες εργασίας τα πλεονεκτήματα τα οποία, αν και στηρίζονται στην εργασιακή σχέση, μπορούν εντούτοις να διαχωριστούν από την παρεχόμενη εργασία, όπως οι δυνατότητες επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή η θέση υποδομών στη διάθεση των εργαζομένων, όπως αθλητικών εγκαταστάσεων.

29. Κατά την άποψη του εκπροσώπου της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, το γεγονός ότι τίθενται στη διάθεση των υπαλλήλων θέσεις για τη φύλαξη παιδιών δεν συνιστά αμοιβή, λόγω, μεταξύ άλλων, του ότι η γονική συμβολή υπολογίζεται σύμφωνα με σταθερούς κανόνες, ενώ το ποσοστό της επιδοτήσεως είναι κυμαινόμενο.

30. Επιπλέον, ο εκπρόσωπος της Ολλανδικής Κυβερνήσεως προβάλλει ότι ουδέν δικαίωμα υφίσταται όσον αφορά την απόκτηση θέσεως σε βρεφονηπιακό σταθμό και ότι πρόκειται μόνο για διευκόλυνση παρεχόμενη από τον εργοδότη. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η εν λόγω διευκόλυνση συνιστά αμοιβή, αυτή θα ενέπιπτε στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της συμφωνίας που είναι συνημμένη στο πρωτόκολλο για την κοινωνική πολιτική.

31. Ο εκπρόσωπος της Ολλανδικής Κυβερνήσεως εξέθεσε γιατί η Ολλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι πρόκειται για μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας. ροέβαλε ότι, για πολλές γυναίκες, ο συνδυασμός μιας αμοιβόμενης εργασίας και της φροντίδας ενός παιδιού αποτελεί πρόβλημα. Κατά την άποψή του, το επίμαχο μέτρο συνάδει επίσης προς την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι δεν υφίστανται στους βρεφονηπιακούς σταθμούς αρκετές θέσεις για τη φύλαξη των παιδιών και ότι η ισότητα ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στις θέσεις αυτές θα απέβαινε προφανώς εις βάρος των γυναικών. Το κόστος αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα, δεδομένου ότι οι θέσεις στους βρεφονηπιακούς σταθμούς είναι ακριβές και θα μπορούσαν να συνεπάγονται σημαντική επιβάρυνση για τους χαμηλούς μισθούς. Ο εκπρόσωπος της Ολλανδικής Κυβερνήσεως προβάλλει ότι, από την εισαγωγή του μέτρου μέχρι το 1999, το ποσοστό των γυναικών υπαλλήλων του Υπουργείου Γεωργίας αυξήθηκε κατά 4 %, αν και δέχεται ότι αυτό μπορεί επίσης να οφείλεται σε άλλους παράγοντες και επομένως δύσκολα είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια.

32. Τέλος, ο εκπρόσωπος της Ολλανδικής Κυβερνήσεως επισημαίνει ότι η επίμαχη ρύθμιση καταργήθηκε το 2000, δεδομένου ότι, εν τω μεταξύ, δημιουργήθηκαν σημαντικά περισσότερες θέσεις στους βρεφονηπιακούς σταθμούς.

33. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 76/207 ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει ρύθμιση την οποία θέσπισε δημόσια αρχή ενεργούσα ως εργοδότης, σύμφωνα με την οποία επιδοτούμενες θέσεις φυλάξεως παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς τίθενται αποκλειστικά στη διάθεση γυναικών εργαζομένων, ενώ οι άνδρες εργαζόμενοι μπορούν να έχουν πρόσβαση στις θέσεις αυτές μόνο σε περίπτωση ανάγκης κατά την εκτίμηση του εργοδότη, υπό την προϋπόθεση

- ότι η εν λόγω ρύθμιση, αν και φαινομενικώς εισάγει διακρίσεις, αποσκοπεί αποκλειστικά στην εξάλειψη ή τη μείωση των εκδηλουμένων στην πράξη ανισοτήτων που μπορούν να υφίστανται στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής και

- ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν στερείται πλήρως ευελιξίας και δεν αποσκοπεί μόνο στην προαγωγή των ευκαιριών για τις γυναίκες, εξαλείφοντας τη δυνατότητα για τους άνδρες να απολαύουν τέτοιων διευκολύνσεων.

2. Η Επιτροπή

34. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η επίμαχη ρύθμιση εισάγει άμεση διάκριση βάσει του φύλου. Κατά την άποψή της, το μόνο ζήτημα το οποίο τίθεται είναι κατά πόσον η διάκριση αυτή συνιστά θετική ενέργεια κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι επιδοτούμενες από τον εργοδότη θέσεις φυλάξεως παιδιών εντάσσονται προφανώς στις συνθήκες εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας. Το πλεονέκτημα αυτό συνδέεται κατά την άποψή της με την εργασιακή σχέση. Η ρύθμιση προβλέπει ρητώς ότι οι θέσεις φυλάξεως παιδιών προορίζονται αποκλειστικά για γυναίκες απασχολούμενες στο Υπουργείο Γεωργίας. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι θέσεις για τη φύλαξη παιδιών χρηματοδοτούνται από τον εργοδότη, είτε υπό τη μορφή βρεφονηπιακού σταθμού που ιδρύει ο εργοδότης, όπως στη Χάγη, είτε στο πλαίσιο υπηρεσιών παρεχόμενων από τους δήμους. Τέλος, η γονική συμμετοχή παρακρατείται από τον μισθό και το ύψος της καθορίζεται αναλόγως του επιπέδου του εισοδήματος.

35. Κατά την Επιτροπή, το ζήτημα του συμβατού με το κοινοτικό δίκαιο μιας θετικής ενέργειας στον τομέα της φυλάξεως παιδιών κρίθηκε ήδη με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1988 στην υπόθεση 312/86, Επιτροπή κατά Γαλλίας . Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρώς τον ισχυρισμό της Γαλλικής Κυβερνήσεως κατά τον οποίο οι επίμαχες στην υπόθεση αυτή διατάξεις και ρυθμίσεις αποσκοπούσαν στη λήψη υπόψη της υφιστάμενης στα περισσότερα γαλλικά νοικοκυριά πραγματικής καταστάσεως. Κατά την Επιτροπή, ακριβώς αυτό το επιχείρημα της ανισότητας στην πράξη επικαλείται το ολλανδικό Υπουργείο Γεωργίας υπέρ της επίμαχης ρυθμίσεως.

36. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, με τις αποφάσεις Kalanke και Marschall , το Δικαστήριο έλαβε ήδη θέση επί των θετικών μέτρων. Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στη σύσταση 84/635 και δέχθηκε ότι ορισμένες προκαταλήψεις και στερεότυπες ιδέες σχετικά με τον ρόλο και τις ικανότητες της γυναίκας αποτελούν την αιτία της υφισταμένης τάσεως να προτιμώνται άνδρες υποψήφιοι έναντι γυναικών υποψηφίων . Κατά το Δικαστήριο, η θετική ενέργεια πρέπει να συμβάλει στην αντιστάθμιση των επιζήμιων συνεπειών που απορρέουν για τις γυναίκες από την ανωτέρω στάση και συμπεριφορά και, συνακόλουθα, στη μείωση των εκδηλουμένων στην πράξη ανισοτήτων που μπορούν να υφίστανται στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής . Κατά την άποψη της Επιτροπής, η εν προκειμένω επίμαχη ρύθμιση δεν αποτελεί όμως αντιστάθμισμα αυτών των στερεοτύπων ιδεών έναντι των γυναικών. Η ρύθμιση αυτή είναι αντιθέτως ικανή να ενισχύσει τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τις μητέρες και έρχεται επομένως σε αντίθεση προς την κατά το κοινοτικό δίκαιο αιτιολόγηση των θετικών ενεργειών υπέρ των γυναικών.

37. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται, κατά την Επιτροπή, από τη νομολογία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση Kalanke, η θετική ενέργεια δεν πρέπει να παρέχει απόλυτη και χωρίς όρους προτεραιότητα στις γυναίκες. ρέπει απεναντίας να υπάρχει η εγγύηση ότι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, θα ληφθούν υπόψη όλα τα κριτήρια αναφορικά με το πρόσωπο του άνδρα υποψηφίου. Σε αυτό έγκειται η «παρέκκλιση» (Öffnungsklausel) κατά την έννοια της αποφάσεως Marschall. Η Επιτροπή συνάγει από τα ανωτέρω ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

38. Αναφορικά με την ερώτηση του Δικαστηρίου αν η επίμαχη ρύθμιση έχει ενδεχομένως τον χαρακτήρα αμοιβής, η Επιτροπή αναθεώρησε την άποψη την οποία είχε διατυπώσει γραπτώς. ροβάλλει ότι, εφόσον οι θέσεις για τη φύλαξη παιδιών επιδοτούνται από το Υπουργείο Γεωργίας, και μάλιστα τουλάχιστον κατά 50 %, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για παροχή εις είδος που ο εργοδότης χορηγεί στους εργαζόμενους.

39. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

Το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207 απαγορεύει ρύθμιση εισαχθείσα από εργοδότη, κατά την οποία θέσεις για τη φύλαξη παιδιών, επιδοτούμενες από τον εργοδότη, τίθενται αποκλειστικά στη διάθεση των γυναικών εργαζομένων, ενώ τίθετνται στη διάθεση των ανδρών εργαζομένων μόνον αν συντρέχει περίπτωση ανάγκης, κατά την εκτίμηση του εργοδότη.

V - Νομική εκτίμηση

40. Το προδικαστικό ερώτημα αναφέρεται ρητώς και αποκλειστικά στην ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 76/207, διότι το αιτούν δικαστήριο δέχεται ότι η επίμαχη ρύθμιση αποτελεί στοιχείο εντασσόμενο στις συνθήκες εργασίας. Κατά πάγια νομολογία , στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει τον λυσιτελή χαρακτήρα ενός προδικαστικού ερωτήματος. Ανεξαρτήτως αυτού, πρέπει εντούτοις να εξεταστεί αν η επίμαχη ρύθμιση συνιστά αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης, το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

41. Για τον λόγο αυτό το Δικαστήριο κάλεσε γραπτώς τους ενδιαφερόμενους να λάβουν θέση, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, επί του κατά πόσον η επίμαχη ρύθμιση έχει ενδεχομένως τον χαρακτήρα αμοιβής, εφιστώντας ρητώς την προσοχή στην απόφαση του ρωτοδικείου της 29ης Ιανουαρίου 1997 επί της υποθέσεως T-297/94, Vanderhaeghen κατά Επιτροπής . Στην υπόθεση αυτή, επρόκειτο για προσφυγή υπαλλήλου της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Λουξεμβούργο ο οποίος ζητούσε να τύχει ίσης μεταχειρίσεως με τους υπαλλήλους της Επιτροπής στις Βρυξέλλες αναφορικά με το ποσό της γονικής εισφοράς για τις υπηρεσίες βρεφονηπιακού σταθμού των κοινοτικών οργάνων. Η απαιτούμενη στο Λουξεμβούργο γονική εισφορά ήταν σημαντικά υψηλότερη από εκείνη την οποία κατέβαλλαν οι υπηρετούντες στις Βρυξέλλες και έχοντες τις ίδιες αποδοχές υπάλληλοι.

42. Στο πλαίσιο της τότε διενεργηθείσας εξετάσεως του παραδεκτού - η Επιτροπή είχε προβάλει ένσταση απαραδέκτου λόγω της απουσίας βλαπτικής πράξεως -, επρόκειτο για το ζήτημα της υπαγωγής της επίμαχης «υπηρεσίας κοινωνικής φύσεως» σε μία από τις κατηγορίες του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων . ρος τον σκοπό αυτό, το ρωτοδικείο στηρίχθηκε κατ' αρχάς στην ευρεία έννοια του όρου «αμοιβή» του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ , κατέληξε δε στη διαπίστωση ότι ο ορισμός αυτός αποτελεί «έκφραση μιας γενικής αρχής η οποία [...] πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και όταν πρόκειται για τον καθορισμό της εκτάσεως των δικαιωμάτων του συνόλου των εργαζομένων» . Κατά το ρωτοδικείο, ο όρος «αμοιβή» πρέπει συνεπώς να ερμηνεύεται ευρέως. Το ρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη κοινωνικής φύσεως υπηρεσία «εξομοιώνεται προς παροχή σε είδος που περιλαμβάνεται στην χρησιμοποιούμενη από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως έννοια των αποδοχών» .

43. Στο αξίωμα αυτό στηρίχθηκε το ρωτοδικείο κατά την εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, για να διαπιστώσει ότι η επιλογή της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή, έναντι του συνόλου του προσωπικού της, των κλιμάκων των γονικών εισφορών πρέπει να συνάδει προς τις απαιτήσεις της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως . Στην υπόθεση αυτή, το ζήτημα το οποίο αντιμετώπιζε το ρωτοδικείο ήταν η υπαγωγή της επίμαχης υπηρεσίας κοινωνικής φύσεως στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Μόνον προς τον σκοπό αυτό εξομοίωσε την εν λόγω κοινωνικής φύσεως υπηρεσία προς παροχή εις είδος. Σημειωτέον ότι, με την απόφασή του, το ρωτοδικείο ουδόλως έκρινε ότι η εν λόγω κοινωνικής φύσεως υπηρεσία συνιστούσε αμοιβή. Επομένως, η απόφαση του ρωτοδικείου δεν προδικάζει τον νομικό χαρακτηρισμό της εν προκειμένω επίμαχης κανονιστικής ρυθμίσεως.

44. έρα από αυτό το αποφασιστικό κριτήριο, και άλλα στοιχεία δεν συνηγορούν υπέρ της μεταφοράς της αποφάσεως Vanderhaeghen κατά Επιτροπής στην παρούσα υπόθεση. Στην υπόθεση εκείνη, επρόκειτο για την υπαγωγή μιας κοινωνικής φύσεως υπηρεσίας στο πλαίσιο του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ζήτημα το οποίο δεν τίθεται εν προκειμένω. Οι υπηρεσίες φυλάξεως παιδιών υπέρ των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρουσιάζουν εξάλλου ιδιαιτερότητες οι οποίες τις διακρίνουν από άλλες αντίστοιχες υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, ο ισχύων «κανονισμός εισδοχής και λειτουργίας του Κέντρου αιδικής Ηλικίας [] (βρεφονηπιακός σταθμός και κέντρο μελετών)», αναφέρει ότι η υπηρεσία αυτή έχει ως στόχο να παράσχει τη δυνατότητα στους γονείς που προέρχονται από διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και είναι απομακρυσμένοι από τον τόπο καταγωγής τους, να βρουν χωρίς μεγάλες δυσκολίες, κατά την άφιξή τους στο Λουξεμβούργο, έναν τόπο υποδοχής για τα παιδιά τους που βρίσκονται σε μικρή ηλικία. Σύμφωνα με τον ίδιο κανονισμό, αυτή η υπηρεσία παρέχει στους γονείς τη δυνατότητα να ασκούν με ηρεμία τα καθήκοντα για τα οποία προσλήφθηκαν από τα κοινοτικά όργανα και υπηρεσίες, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ωραρίων εργασίας τους, των ιδιαιτέρων υποχρεώσεών τους και της πολλαπλότητας των γλωσσών και των συνηθειών τους.

45. Έστω και αν οι υπηρεσίες φυλάξεως παιδιών των ευρωπαϊκών οργάνων συμβάλλουν στην πραγμάτωση της ισότητας ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων , αυτό εντούτοις δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση τον κύριο στόχο τους. Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων δυσχερειών όσον αφορά τη φύλαξη παιδιών, οι οποίες χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα σε διεθνή οργανισμό, τα συναγόμενα εν σχέσει προς το σύστημα αυτό συμπεράσματα δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσια στις υπηρεσίες φυλάξεως παιδιών που παρέχονται στους βρεφονηπιακούς σταθμούς των κρατών μελών.

46. ρέπει επομένως να αποστασιοποιηθούμε από την απόφαση που εξέδωσε το ρωτοδικείο στην υπόθεση Vanderhaeghen κατά Επιτροπής ενόψει της εξετάσεως αν η εν προκειμένω επίδικη ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί ως αμοιβή ή ως άλλο στοιχείο εμπίπτον στις συνθήκες εργασίας.

47. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν, λόγω του ότι οι θέσεις φυλάξεως παιδιών είναι επιδοτούμενες, πρόκειται για πλεονέκτημα χορηγούμενο στους υπαλλήλους το οποίο προσδίδει τον χαρακτήρα αμοιβής στη διάθεση των θέσεων φυλάξεως παιδιών. Το ζήτημα περιπλέκεται εντούτοις διότι το Υπουργείο Γεωργίας διαθέτει όχι μόνον τις δικές του υπηρεσίες φυλάξεως παιδιών στη Χάγη, αλλά επίσης θέσεις φυλάξεως παιδιών σε δημοτικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς. Κατά συνέπεια, το πλεονέκτημα του οποίου απολαύει ένας εργαζόμενος αποτιμάται δυσχερώς αριθμητικά. Ο πολύμορφος χαρακτήρας του συστήματος διαθέσεως των θέσεων για τη φύλαξη των παιδιών, αφενός, καθώς και ο μεταβλητός χαρακτήρας των γονικών εισφορών, οι οποίες είναι συνάρτηση του εισοδήματος και του αριθμού τέκνων των γονέων, σε συνδυασμό με τον μη συγκεκριμένο χαρακτήρα του ποσοστού επιδοτήσεως των εξόδων, αφετέρου, δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί αυτός ο μη συγκεκριμένος αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί στην επιδότηση μιας θέσεως φυλάξεως παιδιού ως στοιχείο της αμοιβής. Όσον αφορά την επιδότηση, θα έπρεπε να παρουσιάζει τουλάχιστον ένα στοιχείο συνδέσεως με τους ωφελούμενους ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή αποτιμητή σε χρήμα.

48. Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της παροχής, το κύριο στοιχείο είναι η διάθεση της θέσεως για τη φύλαξη των παιδιών, ήτοι η πρακτική πλευρά της υπηρεσίας. Όσον αφορά το κατά πόσον η υπηρεσία αυτή έχει τον χαρακτήρα αμοιβής, η Επιτροπή λαμβάνει επίσης ως κριτήριο το γεγονός ότι το εν λόγω μέτρο έχει τα χαρακτηριστικά μιας παροχής σε είδος. Από την πλευρά του υπαλλήλου επίσης, η διάθεση της θέσεως για τη φύλαξη των παιδιών, για την οποία πρέπει να καταβάλει γονική εισφορά, είναι ουσιώδης. Με τη συναίνεσή του, το ποσό αυτό, το οποίο υπολογίζεται κατά τρόπο διαφανή βάσει πίνακος με προκαθορισμένους συντελεστές, μπορεί να παρακρατείται από τον μισθό. Στην πραγματικότητα εντούτοις, πρόκειται απλώς για τρόπο υπολογισμού.

49. Το γεγονός ότι η γονική εισφορά εμφαίνεται στο δελτίο μισθοδοσίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αμοιβή. Η χρήση θέσεως σε βρεφονηπιακό σταθμό δεν εμφαίνεται σε κανένα σημείο του δελτίου μισθοδοσίας ως έσοδα, αλλά συνεπάγεται δαπάνη για τον υπάλληλο. Αν η διάθεση θέσεως σε βρεφονηπιακό σταθμό αποτελούσε παροχή σε είδος συνιστώσα στοιχείο της αμοιβής, θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη ως έσοδα το αργότερο κατά τον χρόνο της φορολογήσεως. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται τελικά να διερευνήσει το ζήτημα αυτό. Για την εξέταση που θα ακολουθήσει, πρέπει εντούτοις να εκκινήσουμε από το ότι κάτι τέτοιο δεν συντρέχει, διότι διαφορετικά θα είχε κατά πάσα πιθανότητα εξεταστεί στο πλαίσιο του ζητήματος αν η εν λόγω υπηρεσία έχει τον χαρακτήρα αμοιβής.

50. Συναφώς, είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί το επιχείρημα της Ολλανδικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο η διευκόλυνση η οποία συνίσταται στη διάθεση θέσεων για τη φύλαξη παιδιών δεν συνιστά αμοιβή διότι δεν τελεί σε ανταποδοτική σχέση προς την παροχή εργασίας. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η αμοιβή συνδέεται κανονικά με την παροχή εργασίας και ότι υφίσταται δικαίωμα επί της καταβολής της, πράγμα που ακριβώς δεν ισχύει όσον αφορά τη διάθεση θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς. Η αντίληψη αυτής της έννοιας της αμοιβής προσεγγίζει πολύ προς την αντίληψη που ανέπτυξε το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουνίου 1978 επί της υποθέσεως 149/77, Defrenne ΙΙΙ . Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι:

«ειδικότερα, το γεγονός ότι ο προσδιορισμός ορισμένων όρων εργασίας [...] μπορεί να έχει χρηματικές συνέπειες δεν αποτελεί επαρκή λόγο ώστε να εφαρμόζεται στους όρους αυτούς το άρθρο 119, το οποίο στηρίζεται στη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ της φύσεως της παρεχόμενης εργασίας και του ύψους του μισθού.

Τα ανωτέρω ισχύουν και για τον πρόσθετο λόγο ότι το κριτήριο αναφοράς που αποτελεί τη βάση του άρθρου 119 - δηλαδή ο όμοιος χαρακτήρας της εργασίας που παρέχουν οι εργαζόμενοι του ενός ή του άλλου φύλου - είναι παράγοντας ως προς τον οποίο υπάρχει, καθ' υπόθεση, ισότητα μεταξύ όλων των εργαζομένων, ενώ κατά την εκτίμηση των άλλων όρων απασχολήσεως υπεισέρχονται, από διαφόρων απόψεων, παράγοντες που συνδέονται με το φύλο των εργαζομένων, δεδομένου ότι λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που αφορούν την ιδιαίτερη θέση της γυναίκας στη διαδικασία της εργασίας» .

51. Επομένως, η διάθεση θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς από το Υπουργείο Γεωργίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμοιβή, δεδομένου ότι ελλείπει ο χαρακτήρας αποδοχών δυνάμενων να αποτιμηθούν αριθμητικώς.

52. Τίθεται συνεπώς το ζήτημα αν η διάθεση θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207.

53. ρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διατυπώνεται στην οδηγία 76/207 έχει γενική ισχύ και εφαρμόζεται επίσης στις εργασιακές σχέσεις στον δημόσιο τομέα . Στο πεδίο της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών γυναικών στην επαγγελματική ζωή, μόνον η αρχή της ισότητας των αμοιβών ρυθμιζόταν αρχικά από το άρθρο 119 της Συνθήκης, αρχή η οποία, στη συνέχεια, αναπτύχθηκε στο επίπεδο του παραγώγου δικαίου, με την οδηγία 75/117/ΕΟΚ . Ο τομέας των συνθηκών εργασίας και απασχολήσεως δεν υπέκειτο κατ' αρχάς σε κοινοτική ρύθμιση. Το Δικαστήριο έκρινε συναφώς με την απόφαση Defrenne ΙΙΙ:

«αντιθέτως, όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις που υπάγονται στο εθνικό δίκαιο, η Κοινότητα κατά τον χρόνο συντελέσεως των πραγματικών περιστατικών που υποβλήθηκαν στην κρίση των βελγικών δικαστηρίων, δεν είχε καθόλου αναλάβει τον έλεγχο και τη διασφάλιση της τήρησης της αρχής της ισότητας μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζομένων σε άλλα θέματα όρων εργασίας πλην των αμοιβών» . Αυτό δε, ενώ με την ίδια απόφαση το Δικαστήριο είχε επισημάνει τα εξής: «το Δικαστήριο έχει ήδη κατ' επανάληψη τονίσει ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, την τήρηση του οποίου έχει ως αποστολή να διασφαλίζει. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι η κατάργηση των διακρίσεων που στηρίζονται στο φύλο αποτελεί μέρος των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων» .

Θεσπίζοντας την οδηγία 76/207, ο κοινοτικός νομοθέτης δημιούργησε ένα εργαλείο για τη συνολική εφαρμογή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στην επαγγελματική ζωή. Αυτό συνάγεται από την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1995 στην υπόθεση C-116/94, Meyers . Στην υπόθεση αυτή, επρόκειτο για το κατά πόσο μια κοινωνικής φύσεως παροχή όπως το «family credit» εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Το Δικαστήριο απάντησε καταφατικά στο ερώτημα αυτό χαρακτηρίζοντας το «family credit» ως παροχή έχουσα ως αντικείμενο τόσο την πρόσβαση στην απασχόληση όσο και τις συνθήκες εργασίας . Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «η έννοια της προσβάσεως σε απασχόληση δεν αφορά μόνον τις προϋποθέσεις που υφίστανται πριν από τη γένεση μιας σχέσεως εργασίας». Κατά το Δικαστήριο, η προοπτική της εισπράξεως «family credit» «παρακινεί τον εργαζόμενο που τελεί σε ανεργία να δεχθεί την απασχόληση αυτή, οπότε το επίδομα έχει σχέση με θεωρήσεις αναγόμενες στην πρόσβαση σε απασχόληση» . Το Δικαστήριο έκρινε επιπλέον ότι η τήρηση της θεμελιώδους αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται ότι ένα επίδομα όπως το «family credit», το οποίο συνδέεται κατ' ανάγκη με μια σχέση εργασίας, συγκαταλέγεται στις συνθήκες εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας. «Το να ερμηνευθεί η έννοια αυτή ως περικλείουσα μόνον τις συνθήκες εργασίας που αναφέρονται στη σύμβαση εργασίας ή που εφαρμόζονται από τον εργοδότη στο πλαίσιο της απασχολήσεως, θα ισοδυναμούσε με την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καταστάσεων που άπτονται άμεσα της σχέσεως εργασίας» .

54. Υπό την έννοια αυτή, πρέπει επίσης να αναφερθούμε στην απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 1998, C-185/97, Coote , με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία εφαρμόζεται επίσης στα μέτρα τα οποία έπονται της λήξεως της εργασιακής σχέσεως .

55. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίμαχη ρύθμιση, ήτοι η διάθεση θέσεων για τη φύλαξη παιδιών, εφόσον συνδέεται άμεσα με την εργασιακή σχέση, πρέπει να υπαχθεί στην έννοια των συνθηκών εργασίας. Μπορεί επίσης να επηρεάζει την πρόσβαση στην απασχόληση.

56. Στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 διατυπώνεται η απαγόρευση κάθε άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως βάσει του φύλου. Η επίμαχη ρύθμιση συνεπάγεται προφανή άνιση μεταχείριση βάσει του φύλου όσον αφορά την πρόσβαση στις επιδοτούμενες από το Υπουργείο Γεωργίας θέσεις για τη φύλαξη παιδιών.

57. Το ερώτημα που τίθεται αν η ρύθμιση αυτή εμπίπτει στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας, το οποίο επιτρέπει τα μέτρα που αποσκοπούν στην προώθηση της ισότητας των ευκαιριών διά της άρσεως των ανισοτήτων που εκδηλώνονται στην πράξη και θίγουν τις ευκαιρίες των γυναικών.

58. Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί επί των αποκαλούμενων θετικών μέτρων. ρόκειται για τις αποφάσεις Kalanke, Marschall, Badeck κ.λπ. και Abrahamsson και Anderson . Σε όλες αυτές τις υποθέσεις, επρόκειτο κυρίως για συστήματα ποσοστώσεων κατά την πρόσληψη ή την προαγωγή στη δημόσια υπηρεσία. Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο προσδιόρισε τις προϋποθέσεις και τα όρια τέτοιων μέτρων, όπως με την απόφαση Kalanke, με την οποία δεν έκανε δεκτό ένα μέτρο που, επί ίσων προσόντων των υποψηφίων, έδινε αυτόματα την προτεραιότητα στις γυναίκες υποψηφίους, ενώ, με την απόφαση Marschall, αναγνώρισε ότι είναι συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο ένα μέτρο που είχε παρόμοια δομή αλλά προέβλεπε μία «ρήτρα παρεκκλίσεως».

59. Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για άλλο είδος μέτρων και, επομένως, δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσια τα κριτήρια τα οποία διατυπώθηκαν με τις ανωτέρω αποφάσεις.

60. Με τις προτάσεις του επί της υποθέσεως Kalanke, ο γενικός εισαγγελέας Tesauro προσπάθησε να δώσει μια τυπολογία των μέτρων που αποσκοπούν στην προώθηση των ευκαιριών υπέρ των γυναικών. Ο γενικός εισαγγελέας εξέθεσε τα εξής:

«Η θετική δράση μπορεί να λάβει διάφορες μορφές. Ένα πρώτο μοντέλο συνίσταται στο να καταβληθεί προσπάθεια να θεραπευθούν τα αποτελέσματα όχι δυσμενών υπό τη νομική έννοια διακρίσεων, αλλά μιας μειονεκτικής καταστάσεως που χαρακτηρίζει τη γυναικεία παρουσία στην αγορά εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, ο στόχος συνίσταται στο να εξαλειφθούν οι αιτίες των ολιγοτέρων ευκαιριών εργασίας και σταδιοδρομίας που πλήττουν (ακόμη) τη γυναικεία εργασία, συγκεκριμένα με το να γίνει παρέμβαση στον επαγγελματικό προσανατολισμό και στην επαγγελματική εκπαίδευση. Μπορεί να διακριθεί ένα δεύτερο μοντέλο θετικής δράσεως στις δράσεις που έχουν προορισμό να ενισχύσουν την ισορροπία μεταξύ των οικογενειακών και των επαγγελματικών ευθυνών καθώς και την καλύτερη κατανομή των ευθυνών αυτών μεταξύ των δύο φύλων. Στην περίπτωση αυτή, δίδεται προτεραιότητα τόσο στα μέτρα που αφορούν τη διαρρύθμιση του ωραρίου εργασίας, την ανάπτυξη των δομών που έχουν προορισμό την παιδική ηλικία και την επαγγελματική επανένταξη των γυναικών οι οποίες έχουν αφιερωθεί στην εκπαίδευση των παιδιών τους, όσο και στην πολιτική κοινωνικής ασφαλίσεως και φορολογικών αντισταθμισμάτων η οποία λαμβάνει υπόψη τα οικογενειακά βάρη. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η θετική δράση, ακόμη και αν συνεπάγεται τη θέσπιση ειδικών, μόνον υπέρ των γυναικών, μέτρων με στόχο, συγκεκριμένα, να ευνοηθεί η απασχόληση των γυναικών, σκοπό έχει να υλοποιήσει την ισότητα ευκαιριών και, τελικά να επιτύχει την ουσιαστική ισότητα. [...] Ένα τρίτο μοντέλο θετικής δράσεως είναι αυτό της δράσεως ως θεραπείας από επιμόνως διατηρούμενα αποτελέσματα ιστορικών δυσμενών διακρίσεων στις οποίες το δίκαιο αποδίδει σημασία· στην περίπτωση αυτή, η θετική δράση αποκτά αντισταθμιστικό χαρακτήρα, πράγμα που έχει ως συνέπεια να νομιμοποιούνται μορφές προτιμησιακής συμπεριφοράς υπέρ των κατηγοριών που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, συγκεκριμένα με τη χρησιμοποίηση συστημάτων ποσοστώσεων και goals» .

Στη θεωρία, συναντούμε επίσης στοιχεία για την κατάταξη των μέτρων προωθήσεως των ευκαιριών υπέρ των γυναικών σε διάφορες κατηγορίες .

61. Έστω και αν, ως προς το αποτέλεσμα, το κριτήριο που επέλεξε ο γενικός εισαγγελέας Tesauro στην υπόθεση Kalanke υπολείπεται έναντι του κριτηρίου που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο, αυτό δεν εμποδίζει τη διαπίστωση, βάσει της κατατάξεως στην οποία προέβη ο γενικός εισαγγελέας, ότι στην επίμαχη ρύθμιση πρόκειται για άλλη κατηγορίας μέτρων προωθήσεως από εκείνα που αποτέλεσαν αντικείμενο της νομολογίας μέχρι σήμερα. Ενώ οι ρυθμίσεις που οδήγησαν στην έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων μπορούν να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες στο τρίτο μοντέλο θετικών ενεργειών σύμφωνα με τα κριτήρια που διατύπωσε ο γενικός εισαγγελέας Tesauro, στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για ρύθμιση η οποία πρέπει να υπαχθεί στο δεύτερο μοντέλο.

62. Για να παραμείνουμε, χάριν απλουστεύσεως, στο πλαίσιο της κατατάξεως στην οποία προέβη ο γενικός εισαγγελέας Tesauro, στο δεύτερο μοντέλο πρόκειται για τη διευθέτηση των βασικών προϋποθέσεων όσον αφορά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ενώ αντίθετα το τρίτο μοντέλο εντάσσεται άμεσα στο επίπεδο της ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας. Εξαιρουμένης της υποθέσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας, στην οποία θα επανέλθουμε, το Δικαστήριο δεν έλαβε ακόμη μέχρι σήμερα θέση επί των μέτρων προωθήσεως των ευκαιριών υπέρ των γυναικών που αφορούν τη διαμόρφωση των βασικών κοινωνικών προϋποθέσεων. Τα μέτρα αυτά, που ο γενικός εισαγγελέας Tesauro θεωρεί άλλωστε ότι επιτρέπονται χωρίς περιορισμούς, αποτελούν την «κλασική» μορφή της προωθήσεως των ευκαιριών υπέρ των γυναικών . αραδείγματος χάριν, στο σημείο 4 της συστάσεως 84/635, το οποίο περιλαμβάνει κατάλογο των τομέων στους οποίους πρέπει να αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού οι θετικές ενέργειες, προβλέπεται μεταξύ άλλων η «προσαρμογή των συνθηκών εργασίας, ρύθμιση της οργάνωσης και του χρόνου εργασίας».

63. ρέπει κατ' αρχάς να εξεταστεί αν η απόφαση επί της υποθέσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας προδικάζει την απάντηση στο ερώτημα το οποίο τίθεται εν προκειμένω. Στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή προσήπτε στη Γαλλική Δημοκρατία ότι διατηρούσε σε ισχύ, για αόριστο χρόνο, ειδικά δικαιώματα υπέρ των γυναικών στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Η Επιτροπή δέχθηκε «ότι ορισμένα από τα εν λόγω ειδικά δικαιώματα μπορούν να υπαχθούν σε εξαιρέσεις από την εφαρμογή της οδηγίας οι οποίες [προβλέπονται] στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας» .

64. Αμυνόμενη, η Γαλλική Κυβέρνηση επισήμανε, αφενός, ότι η ύπαρξη ειδικών δικαιωμάτων υπέρ των γυναικών θεωρείται ότι συμβιβάζεται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όταν αυτά τα ειδικά δικαιώματα εμπνέονται από τη μέριμνα προστασίας . Αφετέρου, προέβαλε ότι τα ειδικά δικαιώματα που προβλέπονται στις συλλογικές συμβάσεις έχουν ως αντικείμενο να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές καταστάσεις που υφίστανται στα περισσότερα νοικοκυριά στη Γαλλία .

65. Το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά κατά τρόπο αρκετά γενικό. Όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι:

«[...] ράγματι, όπως αποδεικνύεται από ορισμένα εξ αυτών των παραδειγμάτων, τα διατηρηθέντα εν ισχύι ειδικά δικαιώματα αφορούν ενίοτε την προστασία των γυναικών, υπό την ιδιότητα ηλικιωμένων εργαζομένων ή γονέων, ιδιότητα που μπορούν να έχουν συγχρόνως οι εργαζόμενοι άρρενες και οι εργαζόμενες θήλεις» .

66. Όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι:

«Ως προς την προβλεπόμενη με το άρθρο 2, παράγραφος 4, εξαίρεση, αυτή έχει ως σαφή και περιορισμένο σκοπό να επιτρέψει μέτρα τα οποία, παρόλον ότι κατά τα φαινόμενά τους εισάγουν διακρίσεις, σκοπούν πράγματι στην κατάργηση ή τη μείωση των ανισοτήτων που 8εκδηλώνονται στην πράξη και οι οποίες μπορούν να υφίστανται στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής. Κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιτρέπει, ωστόσο, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η γενική διατήρηση των ειδικών δικαιωμάτων των γυναικών στις συλλογικές συμβάσεις μπορεί να ανταποκρίνεται στην αντιμετωπιζόμενη από την εν λόγω διάταξη κατάσταση» .

67. Το Δικαστήριο συνέχισε ως εξής:

«Συνεπώς, η γαλλική κυβέρνηση δεν επέτυχε να αποδείξει ότι η άνιση μεταχείριση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, και που αναγνωρίζει, παραμένει εντός των χαρασσομένων από την οδηγία ορίων» .

68. Η Επιτροπή συνάγει από τα ανωτέρω ότι το Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρώς το επιχείρημα της Γαλλικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο τα ειδικά δικαιώματα υπέρ των γυναικών έχουν ως αντικείμενο να λαμβάνονται υπόψη οι υφιστάμενες πραγματικές καταστάσεις. Το σημαντικό στοιχείο της διαπιστώσεως αυτής είναι ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε εν πάση περιπτώσει θέση ρητώς επί του ζητήματος αυτού. Η παράβαση της Γαλλικής Δημοκρατίας αναγνωρίστηκε λόγω του γενικού χαρακτήρα της διατηρήσεως των ειδικών δικαιωμάτων υπέρ των γυναικών, χωρίς να εξεταστεί ουδεμία από τις σχετικές διατάξεις. Από τη διαπίστωση του Δικαστηρίου σχετικά με το βάρος της αποδείξεως που έφερε η Γαλλική Κυβέρνηση μπορεί να συναχθεί ότι η Γαλλική Κυβέρνηση ουδεμία ένδειξη προσκόμισε σχετικά με την αιτιολόγηση των ειδικών δικαιωμάτων υπέρ των γυναικών. Για τον λόγο αυτό είμαι της γνώμης ότι η απόφαση αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα να καθοριστεί ποιά ειδικά δικαιώματα υπέρ των γυναικών εμπίπτουν στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας και ποια δεν εμπίπτουν. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι όλα τα ειδικά δικαιώματα των οποίων απολαύουν οι γυναίκες, βάσει των στοιχείων του φακέλου, στα πλαίσια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι ασυμβίβαστα με την οδηγία, και επομένως δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η απόφαση αυτή προδικάζει την απάντηση επί των ζητημάτων που τίθενται εν προκειμένω.

69. Ενόψει των στοιχείων αυτών, πρέπει να εξεταστεί αν η επίμαχη ρύθμιση εμπίπτει στην εισάγουσα παρέκκλιση διάταξη του άρθρου 2, οδηγίας. Η διάταξη αυτή επιτρέπει τα μέτρα που αποσκοπούν στην προώθηση της ισότητας των ευκαιριών και ιδίως στην άρση των ανισοτήτων που εκδηλώνονται στην πράξη. Όπως διαπιστώνει το Δικαστήριο κατά πάγια νομολογία, η διάταξη αυτή έχει ως σαφή και περιορισμένο σκοπό να επιτρέψει μέτρα «τα οποία, παρ' όλον ότι κατά τα φαινόμενά τους εισάγουν διακρίσεις, σκοπούν πράγματι στην κατάργηση ή τη μείωση των ανισοτήτων που εκδηλώνονται στην πράξη και οι οποίες μπορούν να υφίστανται στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής» .

70. Η ευθύνη των γυναικών στα πλαίσια του ρόλου της μητέρας αποτελεί συχνά, λαμβανομένων υπόψη των υφισταμένων κοινωνικών συνθηκών, πρακτικό κώλυμα αναφορικά με την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Στις αιτιολογικές σκέψεις της συστάσεως 92/241 εκτίθεται π.χ. ότι: «[...] η ανεπαρκής παροχή υπηρεσιών φύλαξης παιδιών σε προσιτές τιμές για τους γονείς καθώς και άλλων πρωτοβουλιών που να επιτρέπουν τον συνδυασμό των οικογενειακών ευθυνών και των ευθυνών διαπαιδαγώγησης με την απασχόληση των γονέων ή με την εκπαίδευση και την επαγγελματική τους κατάρτιση και την εξεύρεση εργασίας, αποτελεί μείζον εμπόδιο για την πρόσβαση και την αποτελεσματικότερη συμμετοχή των γυνακών στην αγορά εργασίας, για την ισότητα των ευκαιριών με τους άνδρες, για την πλήρη συμμετοχή των γυναικών σε όλους τους τομείς της κοινωνίας καθώς και για την αποτελεσματική εκμετάλλευση των ταλέντων, των προσόντων και των ικανοτήτων τους στη σημερινή δημογραφική κατάσταση» .

71. Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω συστάσεως αναφέρεται ότι: «η φύλαξη παιδιών αποτελεί ευρεία έννοια που δύναται να περιλάβει τη δημιουργία υπηρεσιών φύλαξης παιδιών ανταποκρινόμενων στις ανάγκες των παιδιών, τη χορήγηση ειδικών αδειών σε γονείς, την ανάπτυξη κατάλληλου περιβάλλοντος, δομών και οργάνωσης εργασίας και την κατανομή, μεταξύ ανδρών και γυναικών, των επαγγελματικών και οικογενειακών ευθυνών καθώς και των ευθυνών διαπαιδαγώγησης, που απορρέουν από τη φύλαξη των παιδιών» .

72. Η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω συστάσεως προβλέπει ότι: «η τυποποιημένη ρήτρα, η οποία περιλαμβάνεται στα κοινοτικά μέτρα στήριξης για τη διαρθρωτική πολιτική, ορίζει [...] ότι, ειδικότερα, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση και τις υποδομές, οι οποίες διευκολύνουν τη συμμετοχή των γυναικών με παιδιά στην αγορά εργασίας» .

73. Αν και η σύσταση έχει ως στόχο να προαγάγει μια κοινωνική δομή κατά την οποία η εργασία κατανέμεται μεταξύ των ανδρών και των γυναικών - ο προσφεύγων στην κύρια δίκη δεν επικαλείται τυχαία το άρθρο 6 της συστάσεως αυτής -, στην εν λόγω σύσταση γίνεται εντούτοις δεκτό ότι, στην κοινωνική πραγματικότητα, η έλλειψη πρόσφορων υπηρεσιών για τη φύλαξη των παιδιών αποτελεί ένα από τα κύρια εμπόδια για την επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών.

74. Η διάθεση θέσεων για τη φύλαξη παιδιών είναι ικανή να εξαλείψει τα πρακτικά εμπόδια τα οποία μπορούν να παρακωλύουν μια γυναίκα να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα. Το μέτρο αυτό τοποθετείται σε στάδιο προγενέστερο των ρυθμίσεων για τις οποίες επρόκειτο στις υποθέσεις Kalanke, Marschall, Badeck κ.λπ. και Abrahamsson και Anderson και το οποίο επιδρά επομένως κατά τρόπο λιγότερο έντονο στον ανταγωνισμό μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τόπο της εργασίας .

75. Η διάθεση θέσεων για τη φύλαξη παιδιών είναι, καθεαυτή, ικανή να προαγάγει την πρόσβαση στην απασχόληση γυναικών με παιδιά. Τέτοιες δυνατότητες μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν κίνητρο για την αναζήτηση απασχολήσεως σε ορισμένο εργοδότη. Συγχρόνως, η διάθεση θέσεων για τη φύλαξη παιδιών, όταν είναι εξασφαλισμένη, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί όρο απασχολήσεως.

76. Τέτοιο μέτρο μπορεί να εμπίπτει στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207, δεδομένου ότι επιδιώκει να αντισταθμίσει τις ανισότητες οι οποίες υφίστανται στην κοινωνική πραγματικότητα. Εξάλλου, στο σημείο 1, στοιχείο α_, της συστάσεως 84/635 γίνεται επίσης λόγος για αντιστάθμιση των επιζημίων συνεπειών.

77. Το αιτούν δικαστήριο επικαλείται άποψη διατυπούμενη στη θεωρία , κατά την οποία μέτρα όπως η χορήγηση ενισχύσεων υπέρ των μητέρων για τα έξοδα των θέσεων στους βρεφονηπιακούς σταθμούς φαίνεται ότι αντιστοιχούν ακριβώς στα μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας, δεδομένου ότι συμβάλλουν στην εξάλειψη των εμποδίων ενόψει της ισότητας των ευκαιριών για τις γυναίκες, χωρίς εντούτοις να γίνεται αναφορά στον κίνδυνο της κατά τον τρόπο αυτό διαιωνίσεως της κατανομής των ρόλων μεταξύ των φύλων.

78. Σύμφωνα με τον ορισμό τους, οι θετικές ενέργειες κατά την έννοια της συστάσεως 84/635 αποσκοπούν στην εξάλειψη των επιζήμιων συνεπειών που έχουν για τις γυναίκες η στάση, η συμπεριφορά και οι δομές που βασίζονται στην αντίληψη ενός παραδοσιακού διαχωρισμού των ρόλων των ανδρών και των γυναικών στην κοινωνία .

79. Κατά συνέπεια, τίθεται συγκεκριμένα το ερώτημα αν ένα μέτρο όπως το επίμαχο στην προκειμένη περίπτωση, το οποίο αναφέρεται στον ρόλο της μητέρας, είναι παράνομο για τον μόνο λόγο ότι δεν συνδέεται με την ιδιότητα του γονέα, ενώ, από πρακτική άποψη, προσφέρεται αναμφισβήτητα για την εξάλειψη των εμποδίων όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση.

80. Για να αρχίσουμε την εξέταση σε αφηρημένο επίπεδο: αν το μέτρο είχε ληφθεί χωρίς να απευθύνεται ειδικά σε ένα φύλο, δεν θα ήταν αναγκαία η αναφορά στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας. Στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Marschall, ο γενικός εισαγγελέας Jacobs προέβαλε την άποψη - χωρίς αυτό να έχει οποιαδήποτε συνέπεια στην περίπτωση για την οποία επρόκειτο - ότι ένα ειδικό μέτρο υπέρ των γυναικών μπορεί να είναι δυσανάλογο όταν το ίδιο αποτέλεσμα θα ήταν επίσης δυνατό να επιτευχθεί με μέτρο ουδέτερο από την άποψη του φύλου.

81. Ανεξαρτήτως του κατά πόσον το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας απαιτεί τέτοια εξέταση της αναλογικότητας , αν εν προκειμένω υφίστατο δικαίωμα επί των θέσεων στους βρεφονηπιακούς σταθμούς μη συνδεόμενο ειδικά με ένα φύλο, δεν θα ήταν δυνατή η επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος. Η πλειονότητα των υπαλλήλων του ολλανδικού Υπουργείου Γεωργίας είναι άνδρες. Αν τα παιδιά τους είχαν την ίδια πρόσβαση στις θέσεις των βρεφονηπιακών σταθμών, ελάχιστες μόνο γυναίκες θα είχαν τη δυνατότητα να αφήνουν τα παιδιά τους στις θέσεις αυτές, οι οποίες είναι πολύ περιορισμένες. ρόκειται εξάλλου για χαρακτηριστική περίπτωση κατά την οποία η ισότητα των δικαιωμάτων ή η τυπική ισότητα καταλήγει σε ανισότητα εις βάρος των γυναικών . Στην περίπτωση αυτή, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για μέτρο προωθήσεως υπέρ των γυναικών. Ομοίως, η αρχή της προαγωγής της οικογένειας κατά τρόπο ουδέτερο από την άποψη του φύλου δεν αντιτίθεται συνεπώς, εν προκειμένω, στην επέκταση του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 96/207 σε μέτρα όπως τα επίμαχα.

82. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ο λανθάνων κίνδυνος διαιωνίσεως της κατανομής των ρόλων μεταξύ των φύλων ο οποίος ενυπάρχει στα ειδικά μέτρα υπέρ των γυναικών, όπως αυτά που εκτέθηκαν ανωτέρω. Τίθεται επομένως το ερώτημα σε ποιο βαθμό τροποποιήσεις στο κανονιστικό επίπεδο είναι ικανές να επιφέρουν τις επιθυμητές αλλαγές όσον αφορά τη στάση, τη συμπεριφορά και τις δομές. ρόκειται τελικά για ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα των κοινωνικών επιστημών. Όσον αφορά την ισότητα της μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στην επαγγελματική ζωή, η νομική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν κατέληξε εν πάση περιπτώσει, αντίθετα προς τις αρχικές προσδοκίες, σε πραγματική ισότητα των ευκαιριών . Διαφορετικά, θα ήταν άνευ αντικειμένου κάθε συζήτηση για θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών. Οι εκτιμήσεις κοινωνικής πολιτικής όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, μακροπροθέσμως, των ειδικών μέτρων υπέρ των γυναικών τα οποία συνδέονται με τον ρόλο που διαδραματίζουν ως εκ του φύλου τους δεν είναι επομένως ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα των μέτρων αυτών βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207.

83. Είναι άνευ σημασίας, όσον αφορά την ανωτέρω εκτίμηση, ότι ο προσφεύγων στην κύρια δίκη επικαλείται το άρθρο 6 της συστάσεως 92/241. Με τη διάταξη αυτή, συνιστάται στα κράτη μέλη «να προαγάγουν και να ενθαρρύνουν [...] την αυξημένη συμμετοχή των ανδρών, ώστε να εξασφαλιστεί δικαιότερη κατανομή των γονικών ευθυνών μεταξύ ανδρών και γυναικών [...]». Ούτε το περιεχόμενο ούτε η φύση της διατάξεως αυτής επιτρέπουν την προβολή δικαιωμάτων. Η σύσταση έχει ως αντικείμενο ιδιαίτερα προβλήματα των γονέων που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα, όπως η φύλαξη των παιδιών, οι ειδικές άδειες, η διευθέτηση του εργασιακού περιβάλλοντος και η οργάνωση της εργασίας καθώς και η κατανομή των ευθυνών μεταξύ των γονέων.

84. Η απευθυνόμενη στα κράτη μέλη πρόσκληση να ενεργήσουν για τη δίκαιη κατανομή των γονικών ευθυνών δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη, όταν οι θέσεις στους βρεφονηπιακούς σταθμούς είναι σπάνιες , ότι υφίσταται δικαίωμα των ανδρών και γυναικών υπαλλήλων για μια τέτοια θέση, αυτό δε κατά μείζονα λόγο διότι η προτιμησιακή πρόσβαση των γυναικών υπαλλήλων εμφανίζεται ως μέτρο προοριζόμενο να προαγάγει την ισότητα των ευκαιριών κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας.

85. Εξάλλου, ο προσφεύγων στην κύρια δίκη δεν προέβαλε ότι όφειλε ενδεχομένως να περιορίσει την επαγγελματική του δραστηριότητα για να εξασφαλίσει τη φύλαξη του γιού του, αλλά ότι η σύζυγός του, η οποία ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα περιορισμένου χρόνου, επιθυμούσε να συνεχίσει τη δραστηριότητά της μετά τη γέννηση του παιδιού. Η κατάσταση αυτή οδηγεί περαιτέρω στη διατύπωση του ερωτήματος αν ένας εργοδότης του δημόσιου τομέα, όπως το Υπουργείο Γεωργίας, μπορεί να υποχρεωθεί να προαγάγει την επαγγελματική δραστηριότητα της συζύγου ενός υπαλλήλου, η οποία απασχολείται σε άλλον εργοδότη. Κατά την άποψή μου, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση, δεδομένου ότι ο εργοδότης έχει μόνον την υποχρέωση να εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση των δικών του υπαλλήλων. Η υποχρέωση αρωγής άλλωστε ενός εργοδότη του δημόσιου τομέα αφορά κυρίως τους υπαλλήλους του. Κατά συνέπεια, αν λαμβάνει ένα μέτρο προοριζόμενο να προαγάγει την επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών, ο εν λόγω εργοδότης μπορεί να περιορίσει την εφαρμογή του μέτρου αυτού στις γυναίκες υπαλλήλους του.

86. ρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη ρύθμιση καλύπτεται από το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207.

87. Αν και αυτό δεν έχει πλέον αποφασιστική σημασία για τη λύση την οποία πρότεινα, θέτω εντούτοις, χάριν πληρότητας, το ζήτημα αν το επίμαχο μέτρο θα επιτρεπόταν στην περίπτωση κατά την οποία θα έπρεπε να χαρακτηριστεί όχι ως στοιχείο εντασσόμενο στις συνθήκες εργασίας, αλλά ως αμοιβή. Στην περίπτωση αυτή, το Υπουργείο Γεωργίας θα μπορούσε να στηριχτεί στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της συμφωνίας που είναι συνημμένη στο πρωτόκολλο για την κοινωνική πολιτική , το οποίο ουδόλως υπολείπεται, ως προς τα αποτελέσματα, του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207.

88. Ομοίως, η σχέση μεταξύ του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207 και του άρθρου 141, παράγραφος 4, ΕΚ, στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, είναι καθαρά θεωρητικού ενδιαφέροντος στην προκειμένη περίπτωση. Αν και το άρθρο 141, παράγραφος 4, ΕΚ δεν ίσχυε ακόμη κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως, είναι εντούτοις σημαντικό για να γίνει αντιληπτή η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και, ως εκ τούτου, για την ερμηνεία των διατάξεων που ασκούν εν προκειμένω επιρροή. Όπως είναι δυνατόν να συναχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου και ιδίως από τις αποφάσεις Badeck κ.λπ. και Mahlburg , οι επιτρεπόμενες θετικές ενέργειες, π.χ. οι ειδικές ρυθμίσεις υπέρ των γυναικών, αποτελούν έκφραση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι η αρχή αυτή αποσκοπεί στην επίτευξη ουσιαστικής και όχι τυπικής ισότητας. Η ιδέα αυτή είναι επομένως σύμφυτη με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και ευρίσκει τη θετική διατύπωσή της στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207, στη συνέχεια στο επίπεδο του πρωτογενούς δικαίου, στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της συνημμένης στο πρωτόκολλο για την κοινωνική πολιτική συμφωνίας και, τέλος, στη Συνθήκη, υπό τη μορφή του άρθρου 141, παράγραφος 4, ΕΚ. Είναι συνεπώς δυνατή η συναγωγή του συμπεράσματος ότι το άρθρο 141, παράγραφος 4, ΕΚ καλύπτει, τουλάχιστον, όλα τα μέτρα που εμπίπτουν στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207.

89. Υπέρ της εκτιμήσεως αυτής συνηγορεί η πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση της οδηγίας 76/207 . ροτείνεται η αντικατάσταση της παραγράφου 4 του άρθρου 2 από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Βάσει των πληροφοριών που παρέχονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 9, η Επιτροπή θα εγκρίνει και θα δημοσιεύει ανά τριετία έκθεση συγκριτικής αξιολόγησης των θετικών μέτρων που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 141, παράγραφος 4, της Συνθήκης.»

90. Στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω προτάσεως προβλέπονται τα εξής: «η δυνατότητα για τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εγκρίνουν μέτρα θετικής δράσης εμπεριέχεται στο άρθρο 141, παράγραφος 4, της Συνθήκης. Αυτή η διάταξη της Συνθήκης καθιστά το υπάρχον άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας [76/207] άνευ αντικειμένου. Η δημοσίευση περιοδικών εκθέσεων της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της δυνατότητας που προσφέρεται από το άρθρο 141, παράγραφος 4, θα βοηθήσει τα κράτη μέλη να συγκρίνουν τον τρόπο εφαρμογής της [...]».

91. Συμπερασματικά, πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι μια ρύθμιση εισαγόμενη από εργοδότη του δημόσιου τομέα ο οποίος, ενώ οι θέσεις για τη φύλαξη παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς είναι σπάνιες, διαθέτει τις θέσεις αυτές στις γυναίκες υπαλλήλους, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, συνιστά μέτρο προαγωγής που εμπίπτει στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207.

VI - ρόταση

92. ροτείνω συνεπώς να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

«Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, δεν απαγορεύει ρύθμιση εισαγόμενη από εργοδότη σύμφωνα με την οποία οι επιδοτούμενες από αυτόν θέσεις για τη φύλαξη παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς τίθενται, κατ' αρχήν, στη διάθεση των γυναικών υπαλλήλων, εκτός αν ένας άνδρας εργαζόμενος ευρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης.»

Επάνω