EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32008H0850

Σύσταση της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2008 , για τις κοινοποιήσεις, τις προθεσμίες και τις διαβουλεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 5925] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 301 της 12.11.2008, p. 23–32 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2008/850/oj

12.11.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 301/23


ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 15ης Οκτωβρίου 2008

για τις κοινοποιήσεις, τις προθεσμίες και τις διαβουλεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 5925]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/850/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (1), και ιδίως το άρθρο 19 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι εθνικές κανονιστικές αρχές οφείλουν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς συνεργαζόμενες μεταξύ τους και με την Επιτροπή κατά διαφανή τρόπο, ώστε να εξασφαλισθεί η διαμόρφωση συνεπών κανονιστικών πρακτικών και η συνεπής εφαρμογή των οδηγιών που απαρτίζουν το κανονιστικό πλαίσιο.

(2)

Για να εξασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο δεν έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ενιαία αγορά ή στους στόχους που επιδιώκονται από το κανονιστικό πλαίσιο, οι εθνικές κανονιστικές αρχές οφείλουν να κοινοποιούν στην Επιτροπή και στις άλλες εθνικές κανονιστικές αρχές τα σχέδια μέτρων που προσδιορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

(3)

Επιπρόσθετα, οι εθνικές κανονιστικές αρχές οφείλουν να λάβουν την έγκριση της Επιτροπής για τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (2), η οποία είναι χωριστή διαδικασία.

(4)

Η Επιτροπή θα παρέχει στις εθνικές κανονιστικές αρχές που το επιθυμούν τη δυνατότητα να συζητούν κάθε σχέδιο μέτρου πριν από την επίσημη κοινοποίησή του δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ και του άρθρου 8 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ. Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, η Επιτροπή έχει δηλώσει στην εθνική κανονιστική αρχή ότι θεωρεί ότι το σχέδιο μέτρου θα δημιουργούσε φραγμούς στην ενιαία αγορά ή ότι έχει σοβαρές αμφιβολίες για τη συμβατότητά του προς το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να δοθεί εγκαίρως η δυνατότητα στην εν λόγω εθνική κανονιστική αρχή να διατυπώσει τις απόψεις της σχετικά με τα ζητήματα που επισημαίνονται από την Επιτροπή.

(5)

Η οδηγία 2002/21/ΕΚ ορίζει κάποιες δεσμευτικές προθεσμίες για τις κοινοποιήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7.

(6)

Για να διευκολυνθεί και να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα της συνεργασίας και του μηχανισμού διαβούλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ και για λόγους ασφάλειας δικαίου, η Επιτροπή θέσπισε σαφείς κανόνες σχετικά με τις διαδικαστικές πτυχές των κοινοποιήσεων βάσει του άρθρου 7 με τη σύσταση 2003/561/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2003, για τις κοινοποιήσεις, τις προθεσμίες και τις διαβουλεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (3). Η σύσταση 2003/561/ΕΚ πρέπει να αντικατασταθεί από την παρούσα σύσταση για την περαιτέρω απλούστευση και βελτίωση της διαδικασίας κοινοποίησης.

(7)

Προκειμένου να παρασχεθεί περαιτέρω καθοδήγηση στις εθνικές κανονιστικές αρχές σχετικά με το περιεχόμενο των σχεδίων μέτρων και να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου ως προς την πληρότητα μιας κοινοποίησης, πρέπει να παρέχονται ορισμένες ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με το τι πρέπει να περιέχει ένα σχέδιο μέτρου προκειμένου να αξιολογείται ορθά.

(8)

Πρέπει να ληφθεί υπόψη η αναγκαιότητα, αφενός, διασφάλισης μιας αποτελεσματικής αξιολόγησης και, αφετέρου, απλοποίησης της διαχείρισης στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Από την άποψη αυτή, ο μηχανισμός κοινοποίησης δεν πρέπει να συνεπάγεται περιττό διοικητικό φόρτο για τις εθνικές κανονιστικές αρχές. Θα ήταν επίσης σκόπιμο να διευκρινισθούν οι διαδικαστικές ρυθμίσεις στο πλαίσιο του άρθρου 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2002/19/ΕΚ.

(9)

Για να απλοποιηθεί η εξέταση των σχεδίων μέτρων που κοινοποιούνται και να επιταχυνθεί η διαδικασία, θα ήταν σκόπιμο οι εθνικές κανονιστικές αρχές να χρησιμοποιούν ένα τυποποιημένο έντυπο για τις κοινοποιήσεις.

(10)

Προκειμένου να βελτιωθεί η αποδοτικότητα του μηχανισμού κοινοποίησης, να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου για τις εθνικές κανονιστικές αρχές και τους συντελεστές της αγοράς και να διασφαλισθεί η έγκαιρη εφαρμογή των κανονιστικών μέτρων, είναι θεμιτό οι κοινοποιήσεις των εθνικών κανονιστικών αρχών με αντικείμενο αναλύσεις αγοράς να περιλαμβάνουν επίσης τα διορθωτικά μέτρα που προτείνουν οι εθνικές κανονιστικές αρχές για την αντιμετώπιση των εντοπιζόμενων αδυναμιών της αγοράς. Εάν το σχέδιο μέτρου αφορά μια ανταγωνιστική αγορά και υπάρχουν ήδη διορθωτικά μέτρα σε σχέση με τη συγκεκριμένη αγορά, η κοινοποίηση θα θεωρείται πλήρης μόνον περιλαμβάνει επίσης τις προτάσεις για την άρση των συγκεκριμένων υποχρεώσεων.

(11)

Σε γενικές γραμμές, για ορισμένες κατηγορίες σχεδίων μέτρων πρέπει να χρησιμοποιείται ένα συνοπτικό έντυπο κοινοποίησης, προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τις εθνικές κανονιστικές αρχές και την Επιτροπή. Ωστόσο, η κοινοποίηση αυτών των κατηγοριών μέσω της τυποποιημένης διαδικασίας κοινοποιήσεως παραμένει δυνατή.

(12)

Εάν μια εθνική κανονιστική αρχή προτίθεται να άρει τις κανονιστικές υποχρεώσεις σε σχέση με αγορές που δεν περιλαμβάνονται στη σύσταση 2007/879/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2007, αναφορικά με σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες επιδέχονται εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση, σύμφωνα με την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (4), η κοινοποίηση του σχετικού σχεδίου μέτρου βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ πρέπει να γίνεται μέσω του συνοπτικού εντύπου κοινοποίησης.

(13)

Εάν μια εθνική κανονιστική αρχή διενεργήσει επανεξέταση μιας αγοράς η οποία διαπιστώθηκε ότι είναι όντως ανταγωνιστική σε προηγούμενη εξέταση και διαπιστώσει εκ νέου ότι η εν λόγω αγορά είναι όντως ανταγωνιστική, η κοινοποίηση πρέπει να γίνεται μέσω του συνοπτικού εντύπου κοινοποίησης.

(14)

Οι εθνικές κανονιστικές αρχές τροποποιούν συχνά τις τεχνικές λεπτομέρειες των επιβληθέντων διορθωτικών μέτρων προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές σε οικονομικούς δείκτες (όπως εξοπλισμός, εργασία, πληθωρισμός, κόστος κεφαλαίου, μισθώματα ακινήτων κ.λπ.) ή να επικαιροποιηθούν προβλέψεις ή υποθέσεις. Οι αλλαγές ή οι επικαιροποιήσεις στοιχείων που δεν μεταβάλλουν τη φύση ή το γενικό πεδίο εφαρμογής των διορθωτικών μέτρων (π.χ. παράταση υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, στοιχεία απαιτούμενης ασφαλιστικής κάλυψης, ποσά χρηματικών ποινών ή χρόνοι παράδοσης) πρέπει να κοινοποιούνται μέσω του συνοπτικού εντύπου κοινοποίησης. Μόνον οι ουσιώδες μεταβολές στη φύση ή στο πεδίο εφαρμογής των διορθωτικών μέτρων που έχουν αισθητό αντίκτυπο στην αγορά (όπως επίπεδα τιμών, τροποποιήσεις στις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του κόστους ή των τιμών, καθορισμός ομαλής πτωτικής πορείας) πρέπει να κοινοποιούνται μέσω της τυποποιημένης διαδικασίας κοινοποίησης.

(15)

Σε σχέση με ορισμένες αγορές (και ειδικότερα, αγορές τερματισμού φωνητικών κλήσεων), οι εθνικές κανονιστικές αρχές ενδέχεται να καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα, όπως και στην προηγούμενη εξέταση, και να επιθυμούν να επιβάλουν διορθωτικά μέτρα σε περισσότερους φορείς εκμετάλλευσης (π.χ. νεοεισερχόμενους στην αγορά) με παρεμφερή πελατεία ή συνολικό κύκλο εργασιών με φορείς εκμετάλλευσης που καλύπτονται από προηγούμενη εξέταση, τα οποία δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τα σχέδια μέτρων που έχουν ήδη κοινοποιηθεί. Για τα συγκεκριμένα σχέδια μέτρων πρέπει να χρησιμοποιείται το συνοπτικό έντυπο κοινοποίησης.

(16)

Ένα σχέδιο μέτρου που κοινοποιήθηκε μέσω συνοπτικού εντύπου κοινοποίησης δε θα εγείρει κατ’ αρχήν παρατηρήσεις της Επιτροπής προς την εθνική ρυθμιστική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

(17)

Προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια σχετικά με τα κοινοποιημένα σχέδια μέτρων και να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις εθνικές κανονιστικές αρχές αναφορικά με αυτά, τόσο το τυποποιημένο όσο και το συνοπτικό έντυπο κοινοποίησης θα πρέπει να περιλαμβάνουν μία περιληπτική περιγραφή των βασικών στοιχείων του κοινοποιημένου σχεδίου μέτρου.

(18)

Η ομάδα των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που συστάθηκε με την απόφαση 2002/627ΕΚ της Επιτροπής (5) έχει αναγνωρίσει την αναγκαιότητα των ρυθμίσεων αυτών.

(19)

Για να επιτευχθούν οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, και ιδίως για να εξασφαλισθούν συνεπείς κανονιστικές πρακτικές και η συνεπής εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, είναι απαραίτητη η πλήρης συμμόρφωση προς τον μηχανισμό κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 7.

(20)

Η επιτροπή επικοινωνιών διατύπωσε τη γνώμη της σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ,

ΣΥΝΙΣΤΑ:

1.

Οι όροι που προσδιορίζονται στην οδηγία 2002/21/ΕΚ, καθώς και στις ειδικές οδηγίες, χρησιμοποιούνται με την ίδια έννοια στην παρούσα σύσταση. Επιπλέον, ως:

α)

«σύσταση για τις σχετικές αγορές» νοείται η σύσταση 2007/879/ΕΚ, και κάθε μεταγενέστερη σύσταση για τις σχετικές αγορές·

β)

«κοινοποίηση» νοείται η κοινοποίηση στην Επιτροπή, εκ μέρους μιας εθνικής κανονιστικής αρχής, ενός σχεδίου μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ ή η υποβολή αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2002/19/ΕΚ, συνοδευόμενη από το τυποποιημένο έντυπο κοινοποίησης ή το συνοπτικό έντυπο κοινοποίησης, όπως προβλέπεται στην παρούσα σύσταση (παράρτημα I και παράρτημα II).

2.

Οι κοινοποιήσεις πρέπει να γίνονται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με αίτημα επιβεβαίωσης λήψης.

Τα έγγραφα που αποστέλλονται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο θα θεωρείται ότι έχουν παραληφθεί από τον αποδέκτη κατά την ημέρα της αποστολής τους.

Οι κοινοποιήσεις καταχωρίζονται με τη σειρά που παραλαμβάνονται.

3.

Οι κοινοποιήσεις αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή τις καταχωρίζει («ημερομηνία καταχώρισης»). Η ημερομηνία καταχώρισης είναι η ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή παραλαμβάνει μια πλήρη κοινοποίηση.

Όλες οι εθνικές κανονιστικές αρχές ενημερώνονται μέσω του δικτυακού τόπου της Επιτροπής και με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σχετικά με την ημερομηνία καταχώρισης της κοινοποίησης, το αντικείμενο της κοινοποίησης και κάθε δικαιολογητικό έγγραφο που έχει παραληφθεί.

4.

Οι κοινοποιήσεις συντάσσονται σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Κοινότητας. Το τυποποιημένο έντυπο κοινοποίησης (παράρτημα I) ή το συνοπτικό έντυπο κοινοποίησης (παράρτημα II) μπορεί να συμπληρώνεται σε επίσημη γλώσσα διαφορετική από εκείνη που χρησιμοποιείται για το σχέδιο μέτρου, έτσι ώστε να διευκολύνεται η διαβούλευση με όλες τις άλλες εθνικές κανονιστικές αρχές.

Οι παρατηρήσεις που διατυπώνονται ή οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ συντάσσονται στην ίδια γλώσσα με εκείνη του κοινοποιηθέντος σχεδίου μέτρου και μεταφράζονται, στο μέτρο του δυνατού, στη γλώσσα που έχει χρησιμοποιηθεί για το τυποποιημένο έντυπο κοινοποίησης.

5.

Τα σχέδια μέτρων που κοινοποιούνται από τις εθνικές κανονιστικές αρχές συνοδεύονται από τα έγγραφα που είναι απαραίτητα, ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τα καθήκοντά της. Για τα σχέδια μέτρων που εμπίπτουν στο κατωτέρω σημείο 6 και κοινοποιούνται μέσω του συνοπτικού εντύπου κοινοποίησης, η Επιτροπή δεν χρειάζεται καταρχήν οποιαδήποτε πρόσθετα έγγραφα για να διεκπεραιώσει τα καθήκοντά της.

Τα σχέδια μέτρων πρέπει να είναι δεόντως τεκμηριωμένα.

6.

Τα ακόλουθα σχέδια μέτρων πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή μέσω του συνοπτικού εντύπου κοινοποίησης που περιέχεται στο παράρτημα II:

α)

σχέδια μέτρων που αφορούν αγορές οι οποίες έχουν αφαιρεθεί ή δεν είχαν συμπεριληφθεί εξαρχής στον κατάλογο της σύστασης για τις σχετικές αγορές, είτε όταν διαπιστώθηκε από την εθνική κανονιστική αρχή ότι η αγορά είναι ανταγωνιστική είτε όταν η εθνική κανονιστική αρχή θεωρεί ότι δεν πληρούνται πλέον τα τρία σωρευτικά κριτήρια που αναφέρονται στο σημείο 2 της σύστασης για τις σχετικές αγορές όσον αφορά τον προσδιορισμό αγορών που επιδέχονται εκ των προτέρων ρύθμιση·

β)

σχέδια μέτρων που αφορούν αγορές οι οποίες, μολονότι περιλαμβάνονται στην ισχύουσα σύσταση για τις σχετικές αγορές, κρίθηκαν ανταγωνιστές σε προηγούμενη εξέταση της αγοράς, και παραμένουν ανταγωνιστικές·

γ)

σχέδια μέτρων που μεταβάλλουν τις τεχνικές λεπτομέρειες διορθωτικών μέτρων που επιβλήθηκαν προηγουμένως και δεν έχουν αισθητό αντίκτυπο στην αγορά (π.χ. ετήσιες επικαιροποιήσεις εξόδων και εκτιμήσεις λογιστικών μοντέλων, χρόνοι υποβολής εκθέσεων, χρόνοι παράδοσης)· και

δ)

σχέδια μέτρων που αφορούν μια σχετική αγορά, η οποία έχει ήδη αναλυθεί, και που έχουν κοινοποιηθεί σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις, εάν οι εθνικές κανονιστικές αρχές επιβάλλουν παρεμφερή διορθωτικά μέτρα σε άλλες επιχειρήσεις, χωρίς να μεταβάλλονται ουσιωδώς οι αρχές που εφαρμόσθηκαν στην προηγούμενη κοινοποίηση.

7.

Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, παρακολουθεί τις πρακτικές συνέπειες της συνοπτικής διαδικασίας κοινοποίησης, προκειμένου να προβεί σε τυχόν περαιτέρω προσαρμογές που μπορεί να κριθούν απαραίτητες ή να προσθέσει άλλες κατηγορίες σχεδίων μέτρων που θα πρέπει να κοινοποιούνται μέσω του συνοπτικού εντύπου κοινοποίησης.

8.

Τα σχέδια μέτρων που δεν εμπίπτουν στο σημείο 6 πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή μέσω του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης που προβλέπεται στο παράρτημα I. Τα κοινοποιούμενα σχέδια μέτρων πρέπει να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

τη σχετική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών, και ειδικότερα περιγραφή των προϊόντων και των υπηρεσιών που πρόκειται να περιληφθούν στη σχετική αγορά ή να αποκλεισθούν από αυτήν βάσει της δυνατότητας υποκατάστασης στην πλευρά της ζήτησης και στην πλευρά της προσφοράς·

β)

τη σχετική γεωγραφική αγορά, συμπεριλαμβανομένης αιτιολογημένης ανάλυσης των ανταγωνιστικών συνθηκών βάσει της δυνατότητας υποκατάστασης στην πλευρά της ζήτησης και στην πλευρά της προσφοράς·

γ)

τις σημαντικότερες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη σχετική αγορά·

δ)

τα αποτελέσματα της ανάλυσης της σχετικής αγοράς, και ιδίως τα πορίσματα όσον αφορά την παρουσία ή την απουσία αποτελεσματικού ανταγωνισμού, καθώς και τους λόγους της κατάστασης αυτής. Για τους σκοπούς αυτούς, το σχέδιο μέτρου πρέπει να περιέχει ανάλυση των μεριδίων αγοράς των διαφορετικών επιχειρήσεων και αναφορά σε άλλα συναφή κριτήρια, κατά περίπτωση, όπως οι φραγμοί εισόδου, οι οικονομίες κλίμακας και φάσματος, η κάθετη ολοκλήρωση, ο έλεγχος υποδομής που δεν είναι εύκολο να αναπαραχθεί, πλεονεκτήματα ή προβάδισμα σε τεχνολογικό επίπεδο, ανύπαρκτη ή χαμηλή αντισταθμιστική αγοραστική ισχύς, εύκολη ή προνομιακή πρόσβαση σε κεφαλαιαγορές ή σε χρηματοδοτικούς πόρους, το συνολικό μέγεθος της επιχείρησης, διαφοροποίηση προϊόντων και υπηρεσιών, ιδιαίτερα αναπτυγμένα δίκτυα διανομής και πωλήσεων, απουσία δυνητικού ανταγωνισμού και φραγμοί στην επέκταση·

ε)

εφόσον συντρέχει λόγος, τις επιχειρήσεις που εκτιμάται ότι κατέχουν, ατομικά ή από κοινού, σημαντική ισχύ στην αγορά κατά την έννοια του άρθρου 14 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ και τους λόγους, τα αποδεικτικά στοιχεία και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές πληροφορίες θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την εκτίμηση αυτή·

στ)

τα αποτελέσματα προηγούμενης δημόσιας διαβούλευσης που έχει πραγματοποιηθεί από την εθνική κανονιστική αρχή·

ζ)

τη γνώμη που έχει ενδεχομένως διατυπωθεί από την εθνική αρχή ανταγωνισμού·

η)

στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, ταυτόχρονα με την υποβολή της κοινοποίησης στην Επιτροπή, είχαν ληφθεί κατάλληλα μέτρα για την κοινοποίηση των σχεδίων μέτρων στις εθνικές κανονιστικές αρχές όλων των άλλων κρατών μελών·

θ)

στην περίπτωση κοινοποίησης σχεδίων μέτρων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 5 ή 8 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ ή του άρθρου 16 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), τις συγκεκριμένες κανονιστικές υποχρεώσεις που προτείνονται για να αντιμετωπισθεί η έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά ή, στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η σχετική αγορά είναι όντως ανταγωνιστική και έχουν ήδη επιβληθεί τέτοιες υποχρεώσεις σε σχέση με την αγορά αυτή, τα σχέδια μέτρων που προτείνονται για την άρση των υποχρεώσεων αυτών.

9.

Όταν, για τους σκοπούς της ανάλυσης της αγοράς, ένα σχέδιο μέτρου προσδιορίζει μια σχετική αγορά διαφορετική από εκείνες που προσδιορίζονται στη σύσταση για τις σχετικές αγορές, οι εθνικές κανονιστικές αρχές αιτιολογούν επαρκώς τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον εν λόγω ορισμό της αγοράς.

10.

Οι κοινοποιήσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2002/19/ΕΚ πρέπει επίσης να αιτιολογούν επαρκώς την επιβολή υποχρεώσεων διαφορετικών από εκείνες που αναφέρονται στα άρθρα 9 έως 13 της οδηγίας σε φορείς εκμετάλλευσης που κατέχουν σημαντική ισχύ στην αγορά.

11.

Οι κοινοποιήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 παράγραφος 5 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ πρέπει επίσης να αιτιολογούν επαρκώς την αναγκαιότητα των προβλεπόμενων μέτρων ενόψει της συμμόρφωσης με τις διεθνείς δεσμεύσεις.

12.

Οι κοινοποιήσεις που πραγματοποιούνται μέσω της συνοπτικής διαδικασίας κοινοποίησης και περιλαμβάνουν τις απαιτούμενες πληροφορίες κατά την έννοια του σημείου 8 θεωρούνται πλήρεις. Εάν οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων, που περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση είναι ελλιπείς ως προς ουσιώδη σημεία, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά την οικεία εθνική κανονιστική αρχή εντός πέντε εργάσιμων ημερών και προσδιορίζει σε ποιο βαθμό θεωρεί ότι η κοινοποίηση είναι ελλιπής. Η κοινοποίηση δεν καταχωρίζεται εφόσον η εθνική κανονιστική αρχή δεν χορηγήσει τις απαραίτητες πληροφορίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, για τους σκοπούς του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, η κοινοποίηση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή λαμβάνει τις πλήρεις πληροφορίες.

13.

Με την επιφύλαξη του ανωτέρω σημείου 8, η Επιτροπή, αφού προβεί στην καταχώριση μιας κοινοποίησης, δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες ή διευκρινίσεις από την εθνική κανονιστική αρχή. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να χορηγήσουν τις αιτούμενες πληροφορίες εντός τριών εργάσιμων ημερών, εφόσον αυτές είναι άμεσα διαθέσιμες.

14.

Η Επιτροπή ελέγχει κατά πόσον το σχέδιο μέτρου που κοινοποιείται μέσω συνοπτικής διαδικασίας κοινοποίησης εμπίπτει στις κατηγορίες που αναφέρονται στο σημείο 6. Εάν θεωρεί ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η Επιτροπή ενημερώνει την εθνική κανονιστική αρχή εντός πέντε εργάσιμων ημερών και ζητεί από την κοινοποιούσα κανονιστική αρχή να υποβάλει το σχέδιο μέτρου μέσω του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης.

15.

Όταν η Επιτροπή διατυπώνει παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, ενημερώνει σχετικά την εθνική κανονιστική αρχή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και δημοσιεύει τις παρατηρήσεις αυτές στον δικτυακό της τόπο.

16.

Όταν μια εθνική κανονιστική αρχή διατυπώνει παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, κοινοποιεί τις παρατηρήσεις αυτές στην Επιτροπή και στις άλλες εθνικές κανονιστικές αρχές με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

17.

Εάν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 4 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα σχέδιο μέτρου θα δημιουργούσε φραγμούς στην ενιαία αγορά ή έχει σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως όσον αφορά τους στόχους του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, ή όταν αποσύρει εκ των υστέρων τις αιτιάσεις της, ή όταν λαμβάνει απόφαση με την οποία μια εθνική κανονιστική αρχή υποχρεώνεται να αποσύρει το σχέδιο μέτρου, ενημερώνει σχετικά την οικεία εθνική κανονιστική αρχή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και δημοσιεύει ανακοίνωση στον δικτυακό της τόπο.

18.

Όσον αφορά τις κοινοποιήσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2002/19/ΕΚ, η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας λαμβάνει, κατ’ αρχήν, απόφαση με την οποία επιτρέπει ή απαγορεύει στην εθνική αρχή να εκδώσει το προτεινόμενο σχέδιο μέτρου εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Η Επιτροπή δύναται να παρατείνει την προθεσμία αυτή κατά δύο ακόμη μήνες, ανάλογα με τις αντιμετωπιζόμενες δυσχέρειες.

19.

Μια εθνική κανονιστική αρχή δύναται ανά πάσα στιγμή να αποσύρει το σχέδιο μέτρου που έχει κοινοποιήσει, το οποίο στην περίπτωση αυτή διαγράφεται από τα μητρώα. Η Επιτροπή δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στον δικτυακό της τόπο.

20.

Όταν μια εθνική κανονιστική αρχή, στην οποία η Επιτροπή ή άλλη εθνική κανονιστική αρχή απηύθυνε παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, εκδίδει το σχέδιο μέτρου, ενημερώνει την Επιτροπή και τις άλλες εθνικές κανονιστικές αρχές για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν.

21.

Εφόσον ζητηθεί από μια εθνική κανονιστική αρχή, η Επιτροπή συζητά ανεπίσημα ένα σχέδιο μέτρου πριν από την κοινοποίησή του.

22.

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου (7), κάθε προθεσμία που αναφέρεται στην οδηγία 2002/21/ΕΚ ή στην παρούσα σύσταση υπολογίζεται ως εξής:

α)

όταν η προθεσμία εκφράζεται σε ημέρες, εβδομάδες ή μήνες υπολογίζεται από τη στιγμή που συμβαίνει ένα συγκεκριμένο γεγονός, ενώ η ημέρα κατά την οποία συμβαίνει το γεγονός αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό της προθεσμίας·

β)

μια προθεσμία που εκφράζεται σε εβδομάδες ή μήνες λήγει μετά την πάροδο της ημέρας η οποία, κατά την τελευταία εβδομάδα ή κατά τον τελευταίο μήνα, είναι η ίδια ημέρα της εβδομάδας ή έχει την ίδια ημερομηνία με την ημέρα κατά την οποία συνέβη το γεγονός από το οποίο υπολογίζεται η προθεσμία. Εάν η περίοδος εκφράζεται σε μήνες και η ημέρα κατά την οποία θα έληγε η προθεσμία δεν υπάρχει κατά το μήνα αυτό, η προθεσμία λήγει μετά την πάροδο της τελευταίας ημέρας του μήνα αυτού·

γ)

οι προθεσμίες περιλαμβάνουν τις επίσημες αργίες, τα Σάββατα και τις Κυριακές·

δ)

ως εργάσιμες ημέρες νοούνται όλες οι ημέρες εκτός από τις επίσημες ή/και δημόσιες αργίες, τα Σάββατα και τις Κυριακές.

Όταν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα επίσημης αργίας, παρατείνεται έως το τέλος της επόμενης πρώτης εργάσιμης ημέρας. Ο κατάλογος των επίσημων αργιών που καταρτίζεται από την Επιτροπή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από την αρχή κάθε έτους.

23.

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις εθνικές κανονιστικές αρχές, θα εξετάσει την ανάγκη αναθεώρησης της παρούσας σύστασης, εφόσον χρειαστεί, μετά την ημερομηνία που προβλέπεται στην αναθεώρηση του κανονιστικού πλαισίου για τη μεταφορά του στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών.

24.

Η παρούσα σύσταση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 15 Οκτωβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Viviane REDING

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33.

(2)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7.

(3)  ΕΕ L 190 της 30.7.2003, σ. 13.

(4)  ΕΕ L 344 της 28.12.2007, σ. 65.

(5)  ΕΕ L 200 της 30.7.2002, σ. 38.

(6)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 51.

(7)  ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τυποποιημένο έντυπο σχετικά με τις κοινοποιήσεις σχεδίων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ

(«Τυποποιημένο έντυπο κοινοποίησης»)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το τυποποιημένο έντυπο κοινοποίησης προσδιορίζει τις συνοπτικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τις εθνικές κανονιστικές αρχές στην Επιτροπή κατά την κοινοποίηση σχεδίων μέτρων στο πλαίσιο της τυποποιημένης διαδικασίας κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

Η Επιτροπή σκοπεύει να συζητά με τις εθνικές κανονιστικές αρχές θέματα που συνδέονται με την εφαρμογή του άρθρου 7, ιδίως κατά τις συναντήσεις που πραγματοποιούνται πριν από τις κοινοποιήσεις. Κατά συνέπεια, οι εθνικές κανονιστικές αρχές καλούνται να συμβουλεύονται την Επιτροπή για κάθε πτυχή του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης, και ιδίως όσον αφορά τη φύση των πληροφοριών που οφείλουν να χορηγήσουν ή, αντίθετα, για τη δυνατότητα να απαλλαγούν από την υποχρέωση παροχής ορισμένων πληροφοριών σχετικά με την ανάλυση της αγοράς που πραγματοποιείται από τις εθνικές κανονιστικές αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

ΑΚΡΙΒΕΙΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΕΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Όλες οι πληροφορίες που υποβάλλονται από τις εθνικές κανονιστικές αρχές πρέπει να είναι ακριβείς και πλήρεις και να διατυπώνονται σε συνοπτική μορφή στο τυποποιημένο έντυπο κοινοποίησης που ακολουθεί. Σκοπός του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης δεν είναι να αντικαταστήσει την κοινοποίηση του σχεδίου μέτρου, αλλά να επιτρέψει στην Επιτροπή και στις εθνικές κανονιστικές αρχές των άλλων κρατών μελών να εξακριβώσουν ότι το κοινοποιούμενο σχέδιο μέτρου περιέχει πράγματι, με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται στο τυποποιημένο έντυπο κοινοποίησης, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τα καθήκοντά της σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

Οι απαιτούμενες πληροφορίες πρέπει να παρατίθενται στα τμήματα και στις παραγράφους του τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης με παραπομπές στο κυρίως κείμενο του σχεδίου μέτρου όπου περιέχονται οι πληροφορίες αυτές.

ΓΛΩΣΣΕΣ

Το τυποποιημένο έντυπο κοινοποίησης συμπληρώνεται σε μια από τις επίσημες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η οποία μπορεί να διαφέρει από εκείνη στην οποία έχει συνταχθεί το σχέδιο μέτρου. Κάθε γνώμη που διατυπώνεται ή απόφαση που λαμβάνεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ συντάσσεται στην ίδια γλώσσα με εκείνη του κοινοποιηθέντος σχεδίου μέτρου και μεταφράζεται, στο μέτρο του δυνατού, στη γλώσσα που έχει χρησιμοποιηθεί στο τυποποιημένο έντυπο κοινοποίησης.

Τμήμα 1

Ορισμός της αγοράς

Να προσδιορισθούν κατά περίπτωση:

1.1.

Η σχετική αγορά προϊόντων/υπηρεσιών. Αναφέρεται η αγορά αυτή στη σύσταση για τις σχετικές αγορές;

1.2.

Η σχετική γεωγραφική αγορά.

1.3.

Σύντομη περίληψη της γνώμης που ενδεχομένως διατυπώθηκε από την εθνική αρχή ανταγωνισμού.

1.4.

Σύντομη επισκόπηση των αποτελεσμάτων της δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με τον προτεινόμενο ορισμό της αγοράς (π.χ. πόσες παρατηρήσεις λήφθηκαν, ποιοι από όσους απάντησαν ήταν σύμφωνοι με τον προτεινόμενο ορισμό της αγοράς, ποιοι διαφώνησαν).

1.5.

Εάν η οριζόμενη σχετική αγορά είναι διαφορετική από εκείνες που προσδιορίζονται στη σύσταση για τις σχετικές αγορές, να αναφερθούν περιληπτικά οι κυριότεροι λόγοι που αιτιολογούν τον προτεινόμενο ορισμό της αγοράς, με βάση το τμήμα 2 των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής για τον ορισμό της σχετικής αγοράς και την εκτίμηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά βάσει του κοινοτικού πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (1), και με βάση τα τρία βασικά κριτήρια που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 13 της σύστασης για τις σχετικές αγορές και το τμήμα 2.2 του επεξηγηματικού σημειώματος που συνοδεύει τη σύσταση (2).

Τμήμα 2

Προσδιορισμός των επιχειρήσεων με σημαντική ισχύ στην αγορά

Να προσδιορισθούν κατά περίπτωση:

2.1.

Η επωνυμία των επιχειρήσεων που έχουν προσδιορισθεί ως κατέχουσες ατομικά ή από κοινού σημαντική ισχύ στην αγορά.

Κατά περίπτωση, η επωνυμία των επιχειρήσεων που θεωρείται ότι δεν έχουν πλέον σημαντική ισχύ στην αγορά.

2.2.

Τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για να αποφασισθεί κατά πόσον μια επιχείρηση έχει ή όχι, ατομικά ή από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, σημαντική ισχύ στην αγορά.

2.3.

Η επωνυμία των κυριότερων επιχειρήσεων (ανταγωνιστών) που είναι παρούσες ή ασκούν δραστηριότητες στη σχετική αγορά.

2.4.

Τα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων που αναφέρθηκαν ανωτέρω και τη βάση για τον υπολογισμό τους (π.χ. κύκλος εργασιών, αριθμός συνδρομητών κ.λπ.).

Να παρατεθεί σύντομη περίληψη:

2.5.

Της γνώμης που ενδεχομένως διατυπώθηκε από την εθνική αρχή ανταγωνισμού.

2.6.

Των αποτελεσμάτων της μέχρι στιγμής δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με τον προτεινόμενο προσδιορισμό της ή των επιχειρήσεων που έχουν σημαντική ισχύ στην αγορά (π.χ. συνολικός αριθμός των παρατηρήσεων που λήφθηκαν, αριθμός εκείνων που συμφωνούν/διαφωνούν).

Τμήμα 3

Κανονιστικές υποχρεώσεις

Να προσδιορισθούν κατά περίπτωση:

3.1.

Η νομική βάση για τις υποχρεώσεις που πρέπει να επιβληθούν, να διατηρηθούν, να τροποποιηθούν ή να αρθούν (άρθρα 9 έως 13 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ).

3.2.

Οι λόγοι για τους οποίους η επιβολή, η διατήρηση ή η τροποποίηση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις θεωρείται αναλογική και αιτιολογημένη βάσει των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, ή να αναφερθούν οι παράγραφοι, τα τμήματα ή οι σελίδες του σχεδίου μέτρου όπου παρατίθενται οι πληροφορίες αυτές.

3.3.

Εάν τα προτεινόμενα διορθωτικά μέτρα είναι διαφορετικά από εκείνα που προβλέπονται στα άρθρα 9 έως 13 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ, να προσδιορισθούν οι «εξαιρετικές περιστάσεις» κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 3 της οδηγίας αυτής που δικαιολογούν την επιβολή των μέτρων αυτών, ή να αναφερθούν οι παράγραφοι, τα τμήματα ή οι σελίδες του σχεδίου μέτρου όπου παρατίθενται οι πληροφορίες αυτές.

Τμήμα 4

Συμμόρφωση προς τις διεθνείς υποχρεώσεις

Σε σχέση με το άρθρο 8 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο τρίτη περίπτωση της οδηγίας 2002/19/ΕΚ, να προσδιορισθούν κατά περίπτωση:

4.1.

Εάν το προτεινόμενο σχέδιο μέτρου αποσκοπεί στην επιβολή, τροποποίηση ή άρση των υποχρεώσεων σε συντελεστές της αγοράς όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ.

4.2.

Η επωνυμία της σχετικής επιχείρησης.

4.3.

Οι διεθνείς δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της, οι οποίες πρέπει να τηρηθούν.


(1)  ΕΕ C 165 της 11.7.2002, σ. 6.

(2)  Επεξηγηματικό σημείωμα που συνοδεύει τη σύσταση 2007/789/ΕΚ της Επιτροπής αναφορικά με σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες επιδέχονται εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση, σύμφωνα με την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, C(2007) 5406, δημοσιευμένο στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/information_society/policy/ecomm/doc/implementation_enforcement/article_7/sec_2007_1483_2.pdf


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Συνοπτικό έντυπο σχετικά με τις κοινοποιήσεις σχεδίων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ

(«Συνοπτικό έντυπο κοινοποίησης»)

ΕΙΣΑΓΩΓΉ

Το συνοπτικό έντυπο κοινοποίησης προσδιορίζει τις συνοπτικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τις εθνικές κανονιστικές αρχές στην Επιτροπή κατά την κοινοποίηση σχεδίων μέτρων στο πλαίσιο της συνοπτικής διαδικασίας κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

Δεν είναι απαραίτητη η παροχή αντιγράφου του σχεδίου κανονιστικού μέτρου ή η επισύναψη οποιουδήποτε άλλου εγγράφου στο συνοπτικό έντυπο κοινοποίησης. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να αναφέρεται στο συνοπτικό έντυπο κοινοποίησης η παραπομπή στο Διαδίκτυο μέσω της οποίας παρέχεται πρόσβαση στο σχέδιο μέτρου.

Image

Image


Top