EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011DC0076

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ

/* COM/2011/0076 τελικό */

52011DC0076

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ /* COM/2011/0076 τελικό */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 23.2.2011

COM(2011) 76 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ

SEC(2011) 209 τελικόSEC(2011) 210 τελικόSEC(2011) 211 τελικόSEC(2011) 212 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο πρόγραμμα της Στοκχόλμης, το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει, «εντός του 2010» , αξιολόγηση των ΣΕΕΕ και των διεξαγόμενων διαπραγματεύσεων, και να προτείνει μηχανισμό για την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνιών[1]. Επιπλέον, «το Συμβούλιο θα έπρεπε να καθορίσει νέα συνολική στρατηγική επανεισδοχής, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των σχέσεων με τις συγκεκριμένες χώρες, περιλαμβανομένης κοινής προσεγγίσεως όσον αφορά τις τρίτες χώρες που δεν συνεργάζονται στην επανεισδοχή των υπηκόων τους».

Η παρούσα ανακοίνωση[2] σκοπό έχει 1) να αξιολογήσει την εφαρμογή των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ (ΣΕΕΕ) που έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ, 2) να εκτιμήσει τις διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις επανεισδοχής και τις «ανοιχτές» διαπραγματευτικές οδηγίες και 3) να παράσχει συστάσεις για μελλοντική πολιτική επανεισδοχής της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών παρακολούθησης.

Οι ΣΕΕΕ επιβάλλουν αμοιβαίες υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα μέρη για την επανεισδοχή των υπηκόων τους, καθώς και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, των υπηκόων τρίτων χωρών και των απάτριδων. Καθορίζουν επίσης λεπτομερώς τα επιχειρησιακά και τεχνικά κριτήρια για τη διαδικασία αυτή.

Από πολιτικής πλευράς, οι ΣΕΕΕ θεωρούνται απαραίτητο μέσο για την αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων στα κράτη μέλη της ΕΕ. Δεδομένου ότι οι συμφωνίες αυτές θα πρέπει να διευκολύνουν την ταχεία επιστροφή των παράτυπων μεταναστών, θεωρείται ότι αποτελούν μείζονος σημασίας στοιχείο για την αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης. Οι συμφωνίες δεν καθορίζουν τα κριτήρια με βάση τα οποία πρέπει να θεωρείται νόμιμη η παρουσία ενός προσώπου στην ΕΕ ή στη χώρα-εταίρο: τα κριτήρια αυτά πρέπει να εκτιμώνται από τις εθνικές αρχές σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και, ενδεχομένως, το δίκαιο της ΕΕ.

Από το 1999, όταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα απέκτησε αρμοδιότητα στον εν λόγω τομέα, το Συμβούλιο κοινοποίησε διαπραγματευτικές οδηγίες στην Επιτροπή για δεκαοχτώ χώρες. Η σημερινή κατάσταση περιγράφεται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ, συμφωνίες επανεισδοχής της ΕΕ: σύντομη περιγραφή της κατάστασης τον Φεβρουάριο του 2011. Από τη στιγμή που άρχισε να ισχύει η συνθήκη της Λισαβόνας, η σύναψη των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ έχει ρητή νομική βάση (το άρθρο 79 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ). Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή του διεθνούς (εθιμικού) δικαίου, κάθε χώρα έχει υποχρέωση να αναλαμβάνει τους υπηκόους της.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΧΥΟΥΣΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ ΕΠΑΝΕΙΣΔΟΧΗΣ

Με βάση τις 18 διαπραγματευτικές οδηγίες που έχουν εκδοθεί μέχρι στιγμής από το Συμβούλιο, έχουν τεθεί σε ισχύ 12 ΣΕΕΕ[3]. Τρεις ΣΕΕΕ προβλέπουν μεταβατική περίοδο για την επανεισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών (βλ. τμήματα 2.4 και 3.2).

Δεδομένου ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη η ευθύνη για την εφαρμογή των ΣΕΕΕ, η Επιτροπή ζήτησε από τα τελευταία να της παράσχουν ακριβή στοιχεία και πληροφορίες για την εφαρμογή των ΣΕΕΕ[4]. Οι πληροφορίες αυτές συμπληρώθηκαν με στοιχεία της EUROSTAT[5].

Ποιότητα των στατιστικών

Η Επιτροπή έλαβε απαντήσεις από είκοσι ένα κράτη μέλη (Γαλλία, Σουηδία, Βέλγιο, Εσθονία, Πορτογαλία, Πολωνία, Μάλτα, Λετονία, Ρουμανία, Φινλανδία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Σουηδία, Τσεχική Δημοκρατία, Σλοβενία, Σλοβακία, Ισπανία, Ουγγαρία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κάτω Χώρες, Ιρλανδία και Γερμανία). Πέντε κράτη μέλη δεν έστειλαν απάντηση (η Δανία δεν δεσμεύεται από ΣΕΕΕ), εκ των οποίων ορισμένα θίγονται ιδιαίτερα από το φαινόμενο της παράτυπης μετανάστευσης, γεγονός που περιορίζει σημαντικά τα συμπεράσματα που μπορούν να συναχθούν από τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί.

Ορισμένα κράτη μέλη κοινοποίησαν λεπτομερή στοιχεία για συγκεκριμένες πτυχές της επανεισδοχής, ενώ διάφορα άλλα μόνο εκτίμηση του ετήσιου αριθμού αιτήσεων επανεισδοχής για κάθε τρίτη χώρα. Σε γενικές γραμμές, τα στοιχεία δεν είναι εναρμονισμένα και διάφορα κράτη μέλη περιλαμβάνουν διαφορετικές περιπτώσεις στην ίδια κατηγορία[6]. Ελάχιστα είναι τα κράτη μέλη που παρουσιάζουν πλήρη στοιχεία για το διάστημα προ του 2008.

Υπό τις συνθήκες αυτές, τα μοναδικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα για τις επιστροφές και αφορούν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι τα στοιχεία της EUROSTAT, αλλά και αυτά παρουσιάζουν ορισμένες ελλείψεις. Για παράδειγμα, εμφανίζουν πόσοι υπήκοοι μιας συγκεκριμένης τρίτης χώρας απομακρύνθηκαν από ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος, αλλά δεν προσδιορίζουν αν οι υπήκοοι αυτοί εστάλησαν στη χώρα καταγωγής τους, στη χώρα διέλευσης ή σε άλλο κράτος μέλος, ούτε κάνουν διάκριση μεταξύ των οικειοθελών και των αναγκαστικών επιστροφών. Οι ΣΕΕΕ χρησιμοποιούνται πολύ σπάνια για οικειοθελείς επιστροφές. Για τον λόγο αυτόν, τα συνολικά στοιχεία που συγκεντρώνει η Επιτροπή από τα κράτη μέλη[7] είναι εντελώς διαφορετικά από τα στοιχεία της EUROSTAT για όλες τις τρίτες χώρες. Για παράδειγμα, για το 2009, τα στοιχεία της EUROSTAT αναφέρουν περίπου 4300 επιστροφές ρώσων πολιτών από τα κράτη μέλη, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία των κρατών μελών, πραγματοποιήθηκαν περίπου 500 μόνο πραγματικές επιστροφές στο πλαίσιο της ΣΕΕΕ με τη Ρωσία.

Σύσταση 1: Η Επιτροπή θα εξετάσει τις δυνατότητες διεύρυνσης της υφιστάμενης συλλογής στοιχείων της Eurostat σχετικά με τις επιστροφές, ούτως ώστε οι στατιστικές αυτές να αποτελέσουν χρήσιμη βάση για την εκτίμηση της εφαρμογής των ΣΕΕΕ. Εν τω μεταξύ, ο FRONTEX θα πρέπει να συγκεντρώσει συνολικά στατιστικά στοιχεία για τις επιστροφές (χωρίς προσωπικά στοιχεία) ούτως ώστε να συγκεντρώσει πιο αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τον πραγματικό αριθμό επανεισδοχών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των ΣΕΕΕ.

Χρησιμοποίηση των ΣΕΕΕ

Τα περισσότερα κράτη μέλη εφαρμόζουν ΣΕΕΕ σε όλες τις περιπτώσεις επιστροφής, ορισμένα όμως εξακολουθούν να καταφεύγουν στις διμερείς συμφωνίες που είχαν συνάψει πριν από τη θέση σε ισχύ των ΣΕΕΕ. Ένα κράτος μέλος δήλωσε ότι δεν είχε υποβάλει καμία αίτηση επανεισδοχής στο πλαίσιο ΣΕΕΕ. Οι λόγοι στους οποίους αποδίδεται η μη εφαρμογή των ΣΕΕΕ είναι η έλλειψη διμερούς πρωτοκόλλου εφαρμογής και/ή το γεγονός ότι οι ΣΕΕΕ χρησιμοποιούνται μόνο για να διευκολύνουν τις επιστροφές.

Οι μεταβατικές περίοδοι για τους υπηκόους των τρίτων χωρών που προβλέπονται σε ορισμένες ΣΕΕΕ, καθώς και η ανάγκη προσαρμογής των εθνικών διοικητικών διαδικασιών μπορούν να εξηγήσουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη συνεχιζόμενη προσφυγή σε διμερείς συμφωνίες, όμως η απουσία πρωτοκόλλων εφαρμογής[8] δεν αποτελεί δικαιολογία. Η Επιτροπή (με τη σθεναρή υποστήριξη των κρατών μελών) επέμενε πάντα στο γεγονός ότι οι ΣΕΕΕ είναι αυτόνομες και άμεσα εφαρμόσιμες πράξεις που δεν απαιτούν κατ’ ανάγκη τη σύναψη διμερών πρωτοκόλλων εφαρμογής με την τρίτη χώρα. Μακροπρόθεσμα, τα πρωτόκολλα αυτά χρησιμεύουν μόνο ως ενδιάμεσο μέσο, ακόμη και αν έχουν μερικές φορές υποχρεωτικό χαρακτήρα, όπως στη ΣΕΕΕ με τη Ρωσία.

Η ανομοιογενής εφαρμογή των ΣΕΕΕ θίγει σοβαρά την αξιοπιστία της πολιτικής επανεισδοχής της ΕΕ έναντι των τρίτων χωρών, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν σωστά τις ΣΕΕΕ. Ακόμη χειρότερα, οι εγγυήσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διεθνούς προστασίας που προβλέπονται στις ΣΕΕΕ θα μπορούσαν να αποδειχθούν αναποτελεσματικές, αν τα κράτη μέλη δεν εξασφαλίσουν την επιστροφή των παράτυπων μεταναστών δυνάμει των ΣΕΕΕ.

Σύσταση 2: Το κράτος μέλος πρέπει να εφαρμόζει τη συμφωνία επανεισδοχής της ΕΕ σε όλες τις περιπτώσεις επιστροφής. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τη σωστή εφαρμογή των ΣΕΕΕ από τα κράτη μέλη και, ενδεχομένως, θα λαμβάνει νομικά μέτρα σε περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ή μη εφαρμογής.

Επανεισδοχή των υπηκόων μιας χώρας

Παρά τον ατελή χαρακτήρα των στοιχείων, μπορούν να συναχθούν ορισμένα συμπεράσματα όσον αφορά την κλίμακα των περιπτώσεων επανεισδοχής δυνάμει των ΣΕΕΕ. Είναι σαφές ότι για τους υπηκόους μιας χώρας, οι ΣΕΕΕ αποτελούν σημαντικό μέσο για την καταπολέμηση της παράτυπης μετανάστευσης. Με βάση τα στοιχεία που έχουν κοινοποιήσει τα κράτη μέλη[9], όλες σχεδόν οι ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες έχουν λάβει μεγάλο αριθμό αιτήσεων επανεισδοχής. Το ποσοστό αποδοχής των αιτήσεων αυτών κυμαίνεται από 50 % έως 80-90 % και πλέον (Ουκρανία, Δημοκρατία της Μολδαβίας, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), γεγονός που συμβάλλει σημαντικά στην πρόληψη της παράτυπης μετανάστευσης από τις χώρες αυτές. Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της EUROSTAT σύμφωνα με τα οποία, το 2009, το 20,1 % των υπηκόων των τρίτων χωρών που συνελήφθησαν στην ΕΕ προέρχονταν από χώρες με τις οποίες η ΕΕ είχε συνάψει συμφωνία επανεισδοχής. Πρόκειται για μια αισθητή μείωση σε σχέση με το 2007, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες αυτές ανερχόταν σε 26,9 %.

Δυστυχώς, τα στοιχεία δεν επιτρέπουν αξιόπιστα συμπεράσματα σχετικά με τις πραγματικές επιστροφές, επειδή ποικίλλουν σημαντικά. Το ποσοστό που διαπιστώνεται είναι εξαιρετικά υψηλό για ορισμένες χώρες και πολύ χαμηλό για άλλες. Ωστόσο, όσον αφορά τις πραγματικές επιστροφές, από τα στοιχεία της EUROSTAT προκύπτει ότι, το 2009, οι πολίτες των χωρών που είχαν υπογράψει ΣΕΕΕ, ενώ εμπλέκονταν στο 20% μόνο των αποφάσεων επιστροφής, αντιπροσώπευαν το 40% των υπηκόων των τρίτων χωρών που είχαν πράγματι αναχωρήσει από το έδαφος της ΕΕ.

Σύσταση 3: Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει τον διάλογο που έχει αναληφθεί (ιδίως στο πλαίσιο των μικτών επιτροπών επανεισδοχής) για να βελτιώσει περαιτέρω το ποσοστό των εγκρινόμενων αιτήσεων επανεισδοχής και των πραγματικών επιστροφών.

Επανεισδοχή των υπηκόων τρίτων χωρών

Οι ρήτρες για τους υπηκόους τρίτων χωρών επιτρέπουν να υποβληθεί αίτηση επανεισδοχής για πρόσωπα που δεν έχουν την υπηκοότητα κανενός από τα μέρη (συμπεριλαμβανομένων των απάτριδων) και τα οποία έχουν διέλθει από το έδαφος ενός εκ των μερών. Η ρήτρα αυτή περιλαμβάνεται σε όλες τις ΣΕΕΕ, παρότι ορισμένες από αυτές προβλέπουν την αναβολή της εφαρμογής της (2 έτη για την Αλβανία και την Ουκρανία, 3 έτη για τη Ρωσική Ομοσπονδία)[10].

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ρήτρα για τους υπηκόους τρίτων χωρών που περιλαμβάνει η ΣΕΕΕ με την Ουκρανία είχε αποτελέσματα: το 2009, οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν στην Ουκρανία για τους υπηκόους τρίτων χωρών ανέρχονταν στο ίδιο επίπεδο με εκείνο του 2008 και αποτελούσαν το 50% περίπου των αιτήσεων για τους υπηκόους της ίδιας χώρας. Tα στοιχεία αυτά προέρχονται αποκλειστικά από τα κράτη μέλη που εφάρμοσαν τις ήδη ισχύουσες διμερείς συμφωνίες τους, όπως το επέτρεπε ρητά η ΣΕΕΕ με την Ουκρανία κατά τη μεταβατική περίοδο (Σλοβακία, Ουγγαρία και Πολωνία). Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ένδειξη μεταβολής της τάσης αυτής από την 1η Ιανουαρίου 2010 όσον αφορά την Ουκρανία.

Σε αντιδιαστολή με τη συχνή εφαρμογή της ρήτρας για τους υπηκόους τρίτων χωρών με σκοπό την επιστροφή στην Ουκρανία, τα κράτη μέλη υπέβαλαν συνολικά 63 μόνο αιτήσεις για τους υπηκόους τρίτων χωρών στο πλαίσιο των λοιπών ΣΕΕΕ. Η ρήτρα χρησιμοποιήθηκε επίσης από ορισμένες χώρες-εταίρους για την αποστολή 32 υπηκόων τρίτων χωρών στην ΕΕ.

H ρήτρα για τους υπηκόους τρίτων χωρών στις ΣΕΕΕ με τις χώρες που δεν συνορεύουν με την ΕΕ (δηλαδή τη Σρι Λάνκα, το Μαυροβούνιο, το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο[11]) χρησιμοποιήθηκε μόνο 28 φορές. Ορισμένα κράτη μέλη δήλωσαν ότι, για λόγους πολιτικής, περιορίζονται στην αποστολή προσώπων μόνο στις χώρες καταγωγής.

Σύσταση 4: Είναι σκόπιμο να αξιολογηθεί διεξοδικά η συγκεκριμένη ανάγκη ρητρών για υπηκόους τρίτων χωρών για κάθε χώρα με την οποία η ΕΕ αρχίζει διαπραγματεύσεις επανεισδοχής (βλ. επίσης τμήμα 3.2).

Διέλευση και συνοπτικές διαδικασίες

Τα κράτη μέλη καταφεύγουν πολύ σπάνια στη διαδικασία διέλευσης και στη συνοπτική διαδικασία. Πέραν της Σερβίας, στην οποία υποβλήθηκαν 249 αιτήσεις το 2008 με συνοπτική διαδικασία και μόνο μία το επόμενο έτος, και του Μαυροβουνίου, στο οποίο υποβλήθηκαν 88 αιτήσεις το 2008 και 3 το επόμενο έτος, τα κράτη μέλη υπέβαλαν συνολικά 31 αιτήσεις με συνοπτική διαδικασία στο πλαίσιο όλων των ΣΕΕΕ. Ομοίως, ο συνολικός αριθμός των αιτήσεων διέλευσης που υπέβαλαν όλα τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των ΣΕΕΕ ανερχόταν σε 37.

Διάφορα κράτη μέλη δεν χρησιμοποίησαν καμία από τις δύο ρήτρες, παρότι οι ρήτρες αυτές περιλαμβάνονται πάντα στις διαπραγματευτικές οδηγίες που έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και αποτελούν συχνά σημαντικά εμπόδια στις διαπραγματεύσεις.

Σύσταση 5: Στις περιπτώσεις στις οποίες είναι πιθανό να μην χρησιμοποιηθεί καμία από τις διαδικασίες αυτές στην πράξη, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο να αποκλειστούν από τις μελλοντικές διαπραγματευτικές οδηγίες και να περιοριστούν στα διμερή πρωτόκολλα εφαρμογής.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ «ΑΝΟΙΧΤΩΝ» ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

Αν εξετάσουμε την εξέλιξη των 18 διαπραγματευτικών οδηγιών που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα[12] (και συγκεκριμένα την περίοδο που έχει διανυθεί από τη στιγμή που έλαβε η Επιτροπή τις διαπραγματευτικές οδηγίες έως τον πρώτο γύρο διαπραγματεύσεων και/ή από τον πρώτο γύρο διαπραγματεύσεων έως την υπογραφή της συμφωνίας, είναι σαφές ότι σε όλες τις χώρες εκτός από ορισμένες (ιδίως στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, στη Μολδαβία και στη Γεωργία), η διαπραγμάτευση των ΣΕΕΕ είναι χρονοβόρα. Εν προκειμένω, η περίπτωση του Μαρόκου είναι εύγλωττη, όπου οι διαπραγματευτικές οδηγίες ελήφθησαν το 2000, ο πρώτος γύρος διαπραγματεύσεων διεξήχθη το 2003 και οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται τη στιγμή αυτή στον 15ο γύρο, χωρίς πολλές προοπτικές ταχείας ολοκλήρωσης. Επιπλέον, σε δύο περιπτώσεις (Κίνα και Αλγερία) η ΕΕ δεν κατόρθωσε καν να αρχίσει επίσημα τις διαπραγματεύσεις.

Οι κυριότεροι λόγοι γι’ αυτές τις υπερβολικές καθυστερήσεις και τη δυσκολία προσέλκυσης των εταίρων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι: 1) η έλλειψη κινήτρων και 2) σχετική έλλειψη ευελιξίας από τα κράτη μέλη για ορισμένα (τεχνικά) ζητήματα.

Έλλειψη κινήτρων

Αρχικά, η ΕΕ συνήθιζε να καλεί τις τρίτες χώρες να διαπραγματευτούν συμφωνία επανεισδοχής, χωρίς να προσφέρει κάποιο αντιστάθμισμα. Δεδομένου ότι οι συμφωνίες αυτές παρουσιάζουν ελάχιστα οφέλη για τις ενδιαφερόμενες χώρες, οι τελευταίες προσπαθούν κατά κανόνα να λάβουν κάποια αντισταθμιστική προσφορά για τη σύναψη τέτοιων συμφωνιών με την ΕΕ. Για παράδειγμα, οι διαπραγματεύσεις με τη Ρωσική Ομοσπονδία και την Ουκρανία επιταχύνθηκαν στην πράξη μόνο όταν η ΕΕ δεσμεύτηκε, ύστερα από δικό τους αίτημα, να διαπραγματευτεί παράλληλα συμφωνίες διευκόλυνσης των θεωρήσεων εισόδου. Η έλλειψη κινήτρου είναι επίσης ο λόγος ακριβώς για τον οποίο η ΕΕ δεν έχει κατορθώσει μέχρι στιγμής να αρχίσει διαπραγματεύσεις με την Αλγερία[13] ή την Κίνα: αμφότερες οι χώρες αυτές έχουν κατ’ επανάληψη ζητήσει να ληφθούν «μέτρα για τις θεωρήσεις» αλλά, για διάφορους λόγους, η ΕΕ δεν είναι πρόθυμη να ανταποκριθεί στα αιτήματα αυτά. Τόσο το Μαρόκο όσο και η Τουρκία ζήτησαν επίσης να ληφθούν μέτρα στον τομέα των θεωρήσεων.

Μια αξιολόγηση των συμφωνιών για τη διευκόλυνση των θεωρήσεων κατέδειξε σαφώς ότι η εφαρμογή των συμφωνιών αυτών[14] δεν οδηγεί σε αύξηση της παράτυπης μετανάστευσης στην ΕΕ από τις χώρες αυτές. Τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να αποφασίσουν σε ποιον θα χορηγήσουν θεώρηση. Το συμπέρασμα αυτό, μαζί με τις γενικές βελτιώσεις των πρακτικών έκδοσης θεωρήσεων που επέφερε ο κώδικας για τις θεωρήσεις, φανερώνει σαφώς ότι οι συμφωνίες διευκόλυνσης των θεωρήσεων μπορούν να αποτελέσουν το κίνητρο που είναι απαραίτητο για τις διαπραγματεύσεις επανεισδοχής, χωρίς να αυξηθούν οι περιπτώσεις παράνομης μετανάστευσης.

Ένα άλλο κίνητρο με πολλές δυνατότητες είναι η χρηματοδοτική βοήθεια που παρέχεται για την εφαρμογή των συμφωνιών αυτών. Για τις χώρες υποδοχής, η επανεισδοχή των υπηκόων τους και των υπηκόων τρίτων χωρών αποτελεί μεγάλο χρηματοοικονομικό βάρος. Όσον αφορά τους υπηκόους της χώρας υποδοχής, θα πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να ενσωματωθούν καλύτερα τα άτομα αυτά στην κοινωνία, γεγονός που θα συνέβαλε επίσης στην αποφυγή της παράνομης επιστροφής τους στην ΕΕ. Όσον αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών που πρέπει να αναμείνουν τη μεταγενέστερη επανεισδοχή τους στη χώρα καταγωγής τους, η Ένωση θα πρέπει να είναι έτοιμη να βοηθήσει τη χώρα-εταίρο να δημιουργήσει τις κατάλληλες υποδομές υποδοχής, σύμφωνα με τα πρότυπα της ΕΕ. Η ΕΕ έχει ήδη χρηματοδοτήσει διάφορα έργα για την υποστήριξη των πολιτικών επανένταξης και των ικανοτήτων υποδοχής ορισμένων τρίτων χωρών με τις οποίες έχει συνάψει ΣΕΕΕ.

Οι χώρες-εταίροι (ιδίως το Μαρόκο και η Τουρκία, αλλά επίσης η Ουκρανία και ορισμένες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων) ζητούν πολύ συχνά χρηματοδοτική βοήθεια. Η βοήθεια αυτή μπορεί να έχει πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα μόχλευσης, εφόσον τα ποσά που θα παρασχεθούν είναι σημαντικά και προστίθενται στις ήδη προγραμματισθείσες ή υποσχεθείσες πιστώσεις στο πλαίσιο των σχετικών γεωγραφικών προγραμμάτων της ΕΕ (όπως του μηχανισμού προενταξιακής βοήθειας ή του ευρωπαϊκού μηχανισμού γειτονίας και εταιρικής σχέσης). Ο μοναδικός μηχανισμός που θα μπορούσε κατ’ αρχήν να παράσχει την πρόσθετη αυτή χρηματοδότηση στις τρίτες χώρες είναι το θεματικό πρόγραμμα συνεργασίας στους τομείς της μετανάστευσης και του ασύλου. Ωστόσο, το πρόγραμμα αυτό έχει πολύ περιορισμένο προϋπολογισμό (περίπου 54 εκατ. EUR ετησίως) και προορίζεται να χρηματοδοτεί δράσεις συνεργασίας σε ολόκληρο τον κόσμο, γεγονός που σημαίνει ότι οι δυνητικά διαθέσιμοι πόροι για μια συγκεκριμένη τρίτη χώρα είναι πολύ περιορισμένοι. Επιπλέον, το θεματικό πρόγραμμα αφορά μόνο τις αναπτυσσόμενες χώρες και τις χώρες που ανήκουν στην περιοχή της ευρωπαϊκής γειτονίας, με αποτέλεσμα να αποκλείονται οι υποψήφιες χώρες. Για τον λόγο αυτόν, οι μοναδικές χρηματοδοτικές προσφορές της ΕΕ στην περίπτωση αυτή βασίζονταν μέχρι στιγμής πάντα σε κεφάλαια που στην πράξη ήταν ήδη διαθέσιμα στο πλαίσιο των χρηματοδοτικών γεωγραφικών προγραμμάτων. Οπότε, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι προσφορές του είδους αυτού θεωρούνται συχνά ανεπαρκείς από τους διαπραγματευτικούς εταίρους.

Ευρύτερα και σημαντικότερα κίνητρα έχουν χρησιμοποιηθεί σπάνια μέχρι στιγμής, τόσο στον τομέα της μετανάστευσης όσο και σε άλλους τομείς συνεργασίας με τις χώρες-εταίρους («φάσμα μέσων» της συνολικής προσέγγισης στον τομέα της μετανάστευσης). Οι εταίροι κινητικότητας περιλαμβάνουν περιορισμένο μόνο αριθμό κρατών μελών και βρίσκονται ακόμη στα πρώτα στάδια. Επιπλέον, ενώ οι εταιρικές αυτές σχέσεις κινητικότητας προσφέρουν ορισμένες δυνατότητες νόμιμης μετανάστευσης στους υπηκόους της τρίτης χώρας, επειδή το ενδιαφέρον των κρατών μελών είναι πολύ περιορισμένο σχετικά με το θέμα αυτό, έχουν υποβληθεί μέχρι στιγμής προσφορές σε μικρή μόνο κλίμακα που δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως κίνητρα για την πρόοδο στο κεφάλαιο της επανεισδοχής.

Πρέπει να μεταβληθεί ριζικά ο σχεδιασμός των συμφωνιών επανεισδοχής που συνάπτει η ΕΕ, ιδίως όσον αφορά τα κίνητρα. Η ΕΕ πρέπει να ενσωματώσει πλήρως την υποχρέωση επανεισδοχής στις συμφωνίες-πλαίσιο με τις τρίτες χώρες, αυτεπαγγέλτως για τους υπηκόους μιας χώρας και με άλλα κίνητρα για τους υπηκόους τρίτων χωρών. Συγκεκριμένα, και αφού εξεταστεί το βάσιμο του κινήτρου από κοινού με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, η τυποποιημένη ρήτρα για τη μετανάστευση που περιλαμβάνεται στις συμφωνίες ΕΕ (σύνδεσης ή συνεργασίας) θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πιο προηγμένες και άμεσα εφαρμόσιμες ρήτρες επανεισδοχής. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί καλύτερα η μόχλευση που συνεπάγεται μια τέτοια συμφωνία για τη χώρα-εταίρο. Η ίδια μόχλευση θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί κατά τη διαπραγμάτευση ΣΕΕΕ παράλληλα με ΣΕΣΣ ή άλλου είδους συμφωνία σύνδεσης ή συνεργασίας. Η μη τήρηση της υποχρέωσης επανεισδοχής θα πρέπει να συνεπάγεται κυρώσεις για τις χώρες-εταίρους που δεν συνεργάζονται ικανοποιητικά για την αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης, με την επιφύλαξη των νομικών υποχρεώσεων που προβλέπονται στις συμφωνίες-πλαίσιο μεταξύ της ΕΕ και των τρίτων χωρών, ιδίως όσον αφορά το κριτήριο αναστολής της συνεργασίας.

Σύσταση 6: Η ΕΕ θα πρέπει να ενσωματώσει τα τέσσερα κύρια κίνητρα που έχει στη διάθεσή της (διάφορα μέσα πολιτικής που συνδέονται με τις θεωρήσεις, τη χρηματοδοτική βοήθεια, στοιχεία της εργαλειοθήκης για τη συνολική προσέγγιση της μετανάστευσης και τη νόμιμη μετανάστευση) σε συνεκτική δέσμη μέτρων που θα πρέπει να παρέχεται στη χώρα-εταίρο κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Είναι σκόπιμο να μην προτείνονται πλέον αυτόνομες διαπραγματευτικές οδηγίες στον τομέα της επανεισδοχής. Οι διαπραγματεύσεις για τις συμφωνίες επανεισδοχής θα πρέπει να αρχίζουν, στο μέτρο του δυνατού, παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις για τις συμφωνίες-πλαίσιο. Στο μέλλον, οι διαπραγματευτικές οδηγίες στον τομέα της επανεισδοχής θα πρέπει να αναφέρουν τα κίνητρα που θα προσφέρει η ΕΕ, ιδίως στην περίπτωση που οι διαπραγματευτικές οδηγίες περιλαμβάνουν ρήτρα για τους υπηκόους τρίτων χωρών, και συγχρόνως να αναφέρουν τα τυχόν αντίποινα που θα μπορούσε να λάβει ΕΕ σε περίπτωση συνεχούς και αδικαιολόγητης άρνησης συνεργασίας από τη χώρα-εταίρο.

Έλλειψη ευελιξίας

Πολλές διαπραγματεύσεις παρελκύονται εις το διηνεκές λόγω θεμελιωδών προβλημάτων μεταξύ των δύο μερών για συγκεκριμένα τεχνικά θέματα (μεταξύ των οποίων οι διαδικασίες που αναφέρονται στο τμήμα 2.5).

Στις διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή είναι πάντα αναγκασμένη να επιβάλλει διάρκεια κράτησης που, στην καλύτερη περίπτωση, ισοδυναμεί με τη μικρότερη μέγιστη διάρκεια κράτησης που εφαρμόζεται σε ένα κράτος μέλος, δεδομένου ότι οι περίοδοι κράτησης δεν είναι πλήρως εναρμονισμένες στην ΕΕ. Η μικρότερη αυτή δυνατή διάρκεια, στην οποία εφαρμόζεται επίσης η αρχή σύμφωνα με την οποία η έλλειψη απάντησης εντός της περιόδου αυτής συνεπάγεται αποδοχή της επανεισδοχής από την χώρα-εταίρο, είναι αδύνατο να τηρηθεί από πολλές τρίτες χώρες, λόγω των περιορισμένων διοικητικών ικανοτήτων τους. Το ζήτημα αυτό θα είναι λιγότερο πιεστικό στο (άμεσο) μέλλον χάρη στις νέες τεχνολογίες. Εξάλλου, διάφορα κράτη μέλη εξετάζουν το ενδεχόμενο να παρατείνουν τις περιόδους κράτησης. Ωστόσο, προς το παρόν, τούτο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ταχεία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, τόσο με την ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα όσο και με τα κράτη μέλη. Μια άλλη τάση είναι ότι η Επιτροπή είναι συχνά αναγκασμένη να συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις για σχέδια συμφωνιών λόγω της εμμονής, ορισμένες φορές, ενός ή μερικών μόνο κρατών μελών, ενώ το σχέδιο έχει ήδη γίνει αποδεκτό από τα περισσότερα κράτη μέλη. Αν και είναι αληθές ότι, στις περιπτώσεις αυτές, οι κυρίως ενδιαφερόμενοι είναι εκείνοι που έχουν να κερδίσουν ή να χάσουν περισσότερο από τη συμφωνία, είναι επίσης αληθές ότι η σύναψη μιας συμφωνίας απαιτεί μόνο την ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου.

Σύσταση 7 : Όσον αφορά το θέμα της διάρκειας κράτησης, συνιστάται να συμφωνηθεί με όλα τα κράτη μέλη σταθερή διάρκεια, ρεαλιστική και εφαρμόσιμη, τόσο για τις τρίτες χώρες όσο και για τα κράτη μέλη. Κατά τον καθορισμό της διάρκειας αυτής, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το διάστημα αυτό δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά μεγάλο, επειδή πρέπει να τηρούνται πάντα οι αυστηροί περιορισμοί που προβλέπει το άρθρο 15 της οδηγίας επιστροφής (κράτηση ως έσχατη λύση, προτίμηση μη αναγκαστικών μέτρων, τακτική δικαστική επανεξέταση της απόφασης κράτησης και υποχρέωση των κρατών μελών να διεξάγουν τις διαδικασίες απομάκρυνσης με τη δέουσα επιμέλεια). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποστηρίζουν πιο σθεναρά τις διαπραγματευτικές προσπάθειες της Επιτροπής στον τομέα της επανεισδοχής και να μην λησμονούν το γενικό συμφέρον που ενέχει η σύναψη κάθε ΣΕΕΕ για ολόκληρη την ΕΕ.

Όλες οι ΣΕΕΕ που έχουν συναφθεί μέχρι στιγμής περιλαμβάνουν επίσης υποχρέωση επανεισδοχής, υπό ορισμένους όρους, των υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν διέλθει μέσω του εδάφους συμβαλλόμενου μέρους.

Οι τρίτες χώρες συνολικά είναι ιδιαίτερα απρόθυμες να εφαρμόσουν τη ρήτρα του υπηκόου τρίτης χώρας, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούν να θεωρούνται υπεύθυνες για τους πολίτες τρίτων χωρών και ότι, επομένως, δεν έχουν υποχρέωση επανεισδοχής για τα άτομα αυτά. Αν η ΕΕ δεν επέβαλε τη ρήτρα αυτή ή αν την υποστήριζε με κατάλληλα κίνητρα, ορισμένες διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να είχαν ήδη ολοκληρωθεί (π.χ. με το Μαρόκο και την Τουρκία) και πολλές άλλες θα μπορούσαν να είχαν ολοκληρωθεί πολύ γρηγορότερα. Ωστόσο, είναι σαφές ότι μια ΣΕΕΕ που συνάπτεται με μια χώρα από την οποία διέρχεται μεγάλος αριθμός παράτυπων μεταναστών προς την ΕΕ είναι αμελητέας αξίας για την ΕΕ αν δεν προβλέπει ρήτρα για τους υπηκόους τρίτης χώρας.

Σύμφωνα με την εμπειρία της Επιτροπής, όταν δεχτεί τελικά η τρίτη χώρα την αρχή μιας ρήτρας για υπηκόους τρίτων χωρών, έχει ήδη χαθεί πολύς χρόνος και, επομένως, απαιτούνται περαιτέρω παραχωρήσεις για να εξευρεθεί συμφωνία όσον αφορά την ακριβή διατύπωση και τις προϋποθέσεις της ρήτρα αυτής, συχνά εις βάρος της αποτελεσματικότητάς της. Για να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητα αυτή, θα ήταν χρήσιμο να ασκηθεί κατάλληλη μόχλευση στις περιπτώσεις που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ΕΕ να συμπεριληφθεί μια τέτοια ρήτρα για τους υπηκόους τρίτων χωρών. Η επανεισδοχή των υπηκόων μιας χώρας δεν θα έπρεπε γενικά να απαιτεί σημαντικά κίνητρα. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής των κρατών μελών περιέχουν σπάνια μια τέτοια ρήτρα (ιδίως όταν υπάρχουν κοινά χερσαία σύνορα). Ωστόσο, τα κράτη μέλη ζητούν πάντα ρήτρα για τους υπηκόους τρίτης χώρας σε επίπεδο ΕΕ. Η κατάσταση αυτή εγείρει ορισμένα σημαντικά ερωτηματικά, επειδή τα στοιχεία που συγκεντρώνονται από τα κράτη μέλη φανερώνουν (βλ. τμήμα 2.4) ότι, στην πράξη, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν σπάνια τη ρήτρα αυτή, ακόμη και έναντι της χώρας διέλευσης, όπως των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, με τις οποίες η ΕΕ έχει κοινά σύνορα.

Βάσει των ανωτέρω, αν η ρήτρα για τους υπηκόους τρίτων χωρών δεν πρόκειται να χρησιμοποιείται τόσο ευρέως, η ΕΕ θα πρέπει να εστιάσει περισσότερο την πολιτική επανεισδοχής της στις κυριότερες χώρες καταγωγής μάλλον, παρά διέλευσης, παράτυπων μεταναστών, όπως για παράδειγμα στις νοτίως της Σαχάρας χώρες της Αφρικής και της Ασίας.

Σύσταση 8: Είναι σκόπιμο να αναθεωρηθεί η τρέχουσα πρακτική. Οι μελλοντικές διαπραγματευτικές οδηγίες δεν θα πρέπει, κατά κανόνα, να καλύπτουν τους υπηκόους τρίτων χωρών, οπότε δεν θα είναι αναγκαία η ύπαρξη σημαντικών κινήτρων. Η ρήτρα για τους υπηκόους τρίτων χωρών θα πρέπει να περιλαμβάνεται μόνο στις περιπτώσεις που η ενδιαφερόμενη χώρα παρουσιάζει ιδιαίτερα σημαντική γεωγραφική θέση σε σχέση με την ΕΕ (δηλ. στην περίπτωση όμορων χωρών ή ορισμένων μεσογειακών χωρών), και στις οποίες υπάρχει υψηλός δυνητικός κίνδυνος παράτυπης μετανάστευσης από το έδαφος της χώρας αυτής προς την ΕΕ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ΕΕ θα πρέπει επίσης να αναφέρει ρητά ότι, κατ’αρχήν, θα επιδιώκει πάντα να ευνοεί την επανεισδοχή του ενδιαφερόμενου προσώπου στη χώρα καταγωγής του. Εξάλλου, η ΕΕ θα πρέπει να εστιάσει περισσότερο τη στρατηγική επανεισδοχής της σε σημαντικές χώρες καταγωγής.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ ΕΠΑΝΕΙΣΔΟΧΗΣ ΤΗΣ ΕΕ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Ο μηχανισμός παρακολούθησης

Μέχρι στιγμής, το κύριο μέσο για την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνιών ΣΕΕΕ ήταν οι μικτές επιτροπές επανεισδοχής. Οι επιτροπές αυτές δημιουργήθηκαν επίσημα για καθεμία από τις 11 συμφωνίες ΣΕΕΕ, με εξαίρεση τη Σρι Λάνκα, όπου η πολιτική κατάσταση και ορισμένα τεχνικά προβλήματα έχουν εμποδίσει μέχρι στιγμής τη διοργάνωση συνεδρίασης. Οι μικτές επιτροπές επανεισδοχής συνεδριάζουν ανάλογα με τις ανάγκες, και κατόπιν αιτήσεως ενός από τα μέρη. Πέραν των περιπτώσεων του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο, οι μικτές επιτροπές επανεισδοχής συνεδριάζουν τουλάχιστον μία φορά το έτος και για ορισμένες χώρες δύο φορές το έτος. Οι μικτές επιτροπές επανεισδοχής αναλαμβάνουν κυρίως την παρακολούθηση της εφαρμογής των αντίστοιχων ΣΕΕΕ και μπορούν να λάβουν δεσμευτικές για τα μέρη αποφάσεις. Σύμφωνα με τις ισχύουσες ΣΕΕΕ, στις μικτές επιτροπές επανεισδοχής συμπροεδρεύουν επίσης η Επιτροπή (για λογαριασμό της ΕΕ, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις επικουρείται από εμπειρογνώμονες των κρατών μελών), και η ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα.

Σε γενικές γραμμές, τα κράτη μέλη αξιολογούν θετικά το έργο των μικτών επιτροπών επανεισδοχής. Η Επιτροπή συμμερίζεται τη γνώμη ορισμένων κρατών μελών, σύμφωνα με τα οποία θα ήταν πολύ χρήσιμο να συμμετέχουν συστηματικά στις επιτροπές αυτές εμπειρογνώμονες των κρατών μελών.

Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του συνεχώς αυξανόμενου ρόλου των ΣΕΕΕ στη διαδικασία επιστροφής, καθώς και των αλληλεπιδράσεών τους με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα πρότυπα διεθνούς προστασίας, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον είναι δυνατό να κληθούν οι ενδιαφερόμενες ΜΚΟ και διεθνείς οργανώσεις στις συνεδριάσεις των μικτών επιτροπών επανεισδοχής, προφανώς με τη συναίνεση του συμπροέδρου[15]. Επιπλέον, και για να ενισχυθεί ο ρόλος τόσο των υφιστάμενων όσο και των μελλοντικών μικτών επιτροπών επανεισδοχής κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής των ΣΕΕΕ, οι επιτροπές αυτές θα πρέπει να βασίζονται περισσότερο σε κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την επιτόπια κατάσταση, τις οποίες θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν από τις ΜΚΟ και από διεθνείς οργανώσεις, από τις πρεσβείες των κρατών μελών και τις αντιπροσωπίες της ΕΕ.

Σύσταση 9: Πρέπει να εξεταστεί η σκοπιμότητα συστηματικής συμμετοχής των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών σε όλες τις μικτές επιτροπές επανεισδοχής, καθώς και, κατά περίπτωση, η ενδεχόμενη συμμετοχή των ΜΚΟ και των διεθνών οργανώσεων στις επιτροπές αυτές. Οι μικτές επιτροπές επανεισδοχής θα πρέπει να συνεργάζονται στενότερα με τους αρμόδιους επιτόπιους παράγοντες στις τρίτες χώρες, μεταξύ άλλων και για την παρακολούθηση της μεταχείρισης των υπηκόων τρίτων χωρών. Οι πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή θα πρέπει να λαμβάνονται περισσότερο από πηγές όπως οι αντιπροσωπίες της ΕΕ, οι πρεσβείες των κρατών μελών της ΕΕ, οι διεθνείς οργανώσεις ή οι ΜΚΟ.

Η τρέχουσα προσέγγιση των εγγυήσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο των ΣΕΕΕ

Η ΕΕ θεωρεί τις ΣΕΕΕ ως τεχνικά μέσα που επιφέρουν διαδικαστικές βελτιώσεις στη συνεργασία μεταξύ των διοικήσεων. Η κατάσταση ενός ατόμου που υπόκειται σε διαδικασία επανεισδοχής δεν έχει ρυθμιστεί και εμπίπτει επομένως στη σχετική διεθνή, ενωσιακή και εθνική εφαρμοστέα νομοθεσία.

Η νομική δομή των ΣΕΕΕ που έχουν συναφθεί (και οι διαπραγματευτικές οδηγίες που έχουν εκδοθεί) μέχρι στιγμής βασίζεται στο γεγονός ότι η διαδικασία επανεισδοχής εφαρμόζεται αποκλειστικά στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών. Η νομιμότητα ή μη της διαμονής καθορίζεται με απόφαση επιστροφής, σύμφωνα με τους σχετικούς (διοικητικούς) νόμους που εφαρμόζονται στο έδαφος καθενός από τα μέρη και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται από αυτούς (νομική εκπροσώπηση, δικαστική εξέταση, σεβασμός της αρχής της μη επαναπροώθησης κ.λπ.). Ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις για τους υπηκόους των τρίτων χωρών που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής (συμπεριλαμβανομένης της αρχής της μη επαναπροώθησης) καθορίστηκαν πρόσφατα από την οδηγία περί επιστροφής[16], η οποία έπρεπε να μεταφερθεί, έως τις 24 Δεκεμβρίου 2010 το αργότερο, στο εσωτερικό δίκαιο από τα κράτη μέλη και πρέπει να εφαρμοστεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, και ιδίως τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Αν ο ενδιαφερόμενος έχει ζητήσει διεθνή προστασία, το κεκτημένο της ΕΕ στον τομέα του ασύλου του παρέχει δικαίωμα διαμονής στο έδαφος ενός κράτους μέλους μέχρι να εκδοθεί απόφαση σχετικά με την αίτησή του. Απόφαση επιστροφής μπορεί να εκδοθεί ή να εκτελεστεί μόνο μετά την απόρριψη μιας αίτησης. Πράγματι, ένα πρόσωπο που έχει υποβάλει έγκυρη αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπαχθεί σε διαδικασία επανεισδοχής, αφού η διαμονή του δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομη.

Οι νομικά δεσμευτικές εφαρμοστέες διεθνείς πράξεις που κυρώθηκαν από όλα τα κράτη μέλη[17] εφαρμόζονται γενικά σε όλα τα πρόσωπα που υπόκεινται σε διαδικασία επανεισδοχής, ανεξάρτητα από το προαναφερόμενο κεκτημένο της ΕΕ στον τομέα της επιστροφής/του ασύλου. Οι πράξεις αυτές εγγυώνται ότι κανένα άτομο δεν μπορεί να απομακρυνθεί από ένα κράτος μέλος κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, αν το άτομο αυτό μπορεί να υποστεί, στο κράτος υποδοχής, βασανιστήρια ή άλλους τρόπους σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν μπορεί να κινηθεί διαδικασία επανεισδοχής. Τούτο αναγνωρίζεται από τις ΣΕΕΕ με τον γνωστό όρο «ρήτρα σεβασμού των διεθνών συμφωνιών», που επιβεβαιώνει την εφαρμοσιμότητα και την τήρηση των πράξεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επομένως, η επιστροφή ή η επανεισδοχή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο κατόπιν αποφάσεως επιστροφής, η οποία μπορεί να εκδοθεί μόνο εφόσον διασφαλίζονται οι εν λόγω εγγυήσεις. Επιπλέον, κατά την εφαρμογή των ΣΕΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Ορισμένα πιθανά μέτρα για την ενίσχυση των εγγυήσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα στις ΣΕΕΕ και για την καλύτερη παρακολούθηση της εφαρμογής των ΣΕΕΕ

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, είναι σαφές ότι το νομικό πλαίσιο των ΣΕΕΕ εμποδίζει ήδη την εφαρμογή των συμφωνιών αυτών σε ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να υποστεί διώξεις, βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία στη χώρα στην οποία πρόκειται να επιστρέψει.

Ωστόσο, η πραγματική διοικητική και δικαστική πρακτική που εφαρμόζεται στον τομέα αυτόν είναι σημαντική. Αν ληφθεί υπόψη ο αξιοσημείωτος αριθμός ΣΕΕΕ και ο σημαντικός τους ρόλος στις πολιτικές της ΕΕ κατά των παράτυπων μεταναστεύσεων, θα πρέπει να εξεταστεί η πρόβλεψη ορισμένων συνοδευτικών μέτρων, μηχανισμών ελέγχου και/ή εγγυήσεων στις μελλοντικές συμφωνίες επανεισδοχής, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ανά πάσα στιγμή ο πλήρης σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων που υπόκεινται σε διαδικασία επιστροφής. Εν προκειμένω, οι υφιστάμενες μικτές επιτροπές επανεισδοχής θα πρέπει να διαδραματίζουν, στον βαθμό του δυνατού, σημαντικό ρόλο. Κατά την εξέταση των πιθανών μέτρων, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

i) οι ισχύουσες πράξεις (ιδίως το κεκτημένο της ΕΕ στον τομέα του ασύλου/της επιστροφής) πρέπει να παραμείνουν οι κύριοι πυλώνες του συστήματος επιστροφής και επανεισδοχής της ΕΕ. Οι βελτιώσεις που έχουν ενσωματωθεί στην πολιτική επανεισδοχής της ΕΕ και στις ΣΕΕΕ δεν θα πρέπει απλώς να αντιγράφουν τις εγγυήσεις που προβλέπονται σε άλλες πράξεις. Τούτο δεν θα προσέφερε προστιθέμενη αξία στην πραγματική κατάσταση ενός προσώπου. Οι βελτιώσεις στην πολιτική/στις συμφωνίες επανεισδοχής πρέπει να επιδιώκουν τη συμπλήρωση των υφιστάμενων πράξεων, με έμφαση στις πρακτικές ελλείψεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την εφαρμογή της διαδικασίας επανεισδοχής,

ii) Ο κύριος στόχος των ΣΕΕΕ (ή οποιασδήποτε συμφωνίας επανεισδοχής) είναι να συμφωνηθεί με τη διοίκηση της χώρας-εταίρου ταχεία και αποτελεσματική διαδικασία επανεισδοχής. Η αρχή αυτή δεν πρέπει να θίγεται από την πρόβλεψη μέτρων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναθεώρηση οριστικών αποφάσεων επιστροφής που είχαν εκδοθεί προηγουμένως, ή οριστικών απορρίψεων αιτήσεων ασύλου, εκτός αν το επιτρέπει το κεκτημένο της ΕΕ στον τομέα αυτόν.

iii) Η απουσία ΣΕΕΕ με μία συγκεκριμένη τρίτη χώρα δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να ζητήσει από την τρίτη αυτή χώρα να προβεί εκ νέου σε επανεισδοχή προσώπων σε διμερή βάση. Επομένως, όποιες βελτιώσεις και αν επέλθουν στο επίπεδο της ΕΕ, δεν θα θίξουν κατ’ αρχήν τις περιπτώσεις επανεισδοχής που πραγματοποιούνται διμερώς από τα κράτη μέλη.

iv) Ορισμένα από τα προτεινόμενα μέτρα, ιδίως το μέτρο που περιγράφεται στο τμήμα V κατωτέρω, συνεπάγονται όχι μόνον επιπλέον επιβάρυνση για την Επιτροπή και, πιθανώς, για τις αντιπροσωπείες της ΕΕ, από πλευράς χρηματοδοτικών και ανθρώπινων πόρων, αλλά και απαιτούν σαφή δέσμευση συνεργασίας από την πλευρά των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων τρίτων χωρών. Οι τελευταίες, ιδίως, μπορεί να μην είναι πάντα διατεθειμένες να συνεργαστούν.

I Έμπρακτη βελτίωση της πρόσβασης των υπηκόων τρίτων χωρών στη διεθνή προστασία και στα ένδικα μέσα

1) Πολλές συμφωνίες (ιδίως οι συμφωνίες που συνάπτονται με τις τρίτες χώρες που συνορεύουν με την ΕΕ) περιέχουν ειδικές διατάξεις για τα πρόσωπα που συλλαμβάνονται στη συνοριακή ζώνη (συμπεριλαμβανομένων των αερολιμένων), οι οποίες επιτρέπουν την επανεισδοχή των προσώπων αυτών σε πολύ πιο σύντομες προθεσμίες, με τη γνωστή «συνοπτική διαδικασία». Παρότι η συνοπτική αυτή διαδικασία δεν θίγει σε καμία περίπτωση τις εγγυήσεις που προβλέπει το κεκτημένο της ΕΕ (όπως την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου και την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης), στην πράξη μπορεί να υπάρξουν δυνητικές ανεπάρκειες. Επιπλέον, τα κράτη μέλη είναι δυνατό να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν ορισμένες από τις εγγυήσεις της οδηγίας περί επιστροφής στα πρόσωπα που συλλαμβάνονται στη συνοριακή περιοχή, επειδή η οδηγία αυτή απλώς υποχρεώνει τα κράτη μέλη να τηρούν μια σειρά βασικών διατάξεων, μεταξύ των οποίων η αρχή της μη επαναπροώθησης.

Σύσταση 10: Θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στο «Πρακτικό εγχειρίδιο για τους συνοριοφύλακες» [18] διατάξεις για να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα, αλλά και για να τονιστεί γενικά η σημασία της εξακρίβωσης από τους συνοριοφύλακες της ταυτότητας των προσώπων που ζητούν διεθνή προστασία. Το κείμενο των συμφωνιών θα μπορούσε επιπλέον να περιλάβει ρήτρα σύμφωνα με την οποία η συνοπτική διαδικασία θα μπορεί να εφαρμοστεί μόνο υπό την προϋπόθεση παροχής των πληροφοριών αυτών[19].

2) Η οδηγία περί επιστροφής περιλαμβάνει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών και το δικαίωμα σε ένδικα μέσα. Επιπλέον, η οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι αιτούντες άσυλο να έχουν πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής. Στην πράξη, θα μπορούσαν να υπάρξουν απόπειρες εξαναγκασμού ενός προσώπου σε επιστροφή, ακόμη και αν εκκρεμεί προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Σύσταση 11: Να ορίζεται σαφώς στις ΣΕΕΕ ότι μπορούν να εφαρμόζονται μόνο στα πρόσωπα των οποίων η επιστροφή/απομάκρυνση δεν έχει ανασταλεί[20].

II Πρόβλεψη ανασταλτικών ρητρών σε κάθε μελλοντική συμφωνία επανεισδοχής

Η σύναψη ΣΕΕΕ με χώρες που είναι γνωστές για την έλλειψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κανόνων διεθνούς προστασίας δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Μια λύση θα μπορούσε να δοθεί με την πρόβλεψη ανασταλτικής ρήτρας σε περίπτωση συνεχών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα.

Σύσταση 12: Τα κράτη μέλη πρέπει να σέβονται πάντα τα θεμελιώδη δικαιώματα κατά την εφαρμογή των ΣΕΕΕ και, επομένως, πρέπει να αναστέλλουν την εφαρμογή τους όταν αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Η γενική αυτή αρχή θα μπορούσε να ενισχυθεί περα ιτέρω με την πρόβλεψη στη συμφωνία ανασταλτικής ρήτρας με αμοιβαίο αποτέλεσμα. Η εν λόγω ρήτρα θα προβλέπει προσωρινή αναστολή της συμφωνίας σε περίπτωση συνεχούς και σοβαρού κινδύνου παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων που υπόκεινται σε επανεισδοχή. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΕ θα μπορούσε να θέσει μονομερώς τέλος στην εφαρμογή της συμφωνίας με κοινοποίηση στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος (ενδεχομένως, αφού ζητήσει τη γνώμη της μικτής επιτροπής επανεισδοχής).

III Πρόβλεψη ειδικών ρητρών σε κάθε μελλοντική συμφωνία επανεισδοχής όσον αφορά την οικειοθελή αναχώρηση

Στην πράξη, η οικειοθελής αναχώρηση που ευνοείται ρητά στην οδηγία περί επιστροφής μπορεί να παρεμποδιστεί από διοικητικές δυσχέρειες όσον αφορά τη λήψη των απαραίτητων αδειών εισόδου ( laissez-passer) για την επιστροφή, καθώς και από τον φόβο των επανεισερχομένων να υποστούν διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις (για μη τήρηση των μεταναστευτικών κανόνων) κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής τους.

Σύσταση 13: Σε κάθε ΣΕΕΕ πρέπει να προβλέπεται άρθρο σύμφωνα με το οποίο τα μέρη δεσμεύονται να παρέχουν προτίμηση στην οικειοθελή αναχώρηση, να παρέχουν κάθε έγγραφο που είναι απαραίτητο για την οικειοθελή αναχώρηση και να μην επιβάλλουν κυρώσεις για μη τήρηση των μεταναστευτικών κανόνων στα πρόσωπα που επιστρέφουν οικειοθελώς στη χώρα καταγωγής τους.

IV Απαίτηση να γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα στη μεταχείριση των επανεισερχομένων

Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που έχουν γίνει εκ νέου δεκτοί σε χώρα διέλευσης μπορεί να βρεθούν σε ιδιαίτερα επισφαλή κατάσταση, ιδίως στις χώρες με ανεπαρκές σύστημα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και διεθνούς προστασίας. Για παράδειγμα, υπάρχει κίνδυνος να υποβληθούν σε δυσανάλογα διοικητικά μέτρα που είναι αντίθετα προς τα γενικά πρότυπα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (όπως παρατεταμένη ή αόριστη περίοδος κράτησης εν αναμονή μεταγενέστερης απέλασης στη χώρα καταγωγής) ή, εν συνεχεία, να γίνουν εκ νέου δεκτοί στη χώρα καταγωγής τους, παρά τους θεμιτούς φόβους τους να υποστούν διώξεις σ’ αυτή. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που δεν τελούν υπό κράτηση μπορεί να δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τα προς το ζην κατά τη διαμονή τους στη χώρα επανεισδοχής.

Σύσταση 14:

Κάθε ΣΕΕΕ με ρήτρα για υπηκόους τρίτων χωρών θα πρέπει να περιέχει επίσης ρήτρα με την οποία τα μέρη επιβεβαιώνουν ρητά ότι θα μεταχειρίζονται τους υπηκόους τρίτων χωρών σύμφωνα με τις βασικές διεθνείς συμβάσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οποίων αποτελούν συμβαλλόμενο μέρος. Αν η χώρα επανεισδοχής δεν έχει κυρώσει τις βασικές διεθνείς συμβάσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ΣΕΕΕ θα πρέπει να υποχρεώνει ρητά τη χώρα αυτή να συμμορφωθεί προς τα πρότυπα που προβλέπονται στις διεθνείς αυτές συμβάσεις.

V Δημιουργία μηχανισμού παρακολούθησης μετά την επάνοδο στις χώρες επιστροφής με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση των επανεισερχομένων στο πλαίσιο ΣΕΕΕ, ιδίως όσον αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Προς το παρόν δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός που να παρακολουθεί τι συμβαίνει στα πρόσωπα (ιδίως στους υπηκόους τρίτων χωρών) μετά την ολοκλήρωση της επανεισδοχής τους. Θα ήταν σημαντικό να γνωρίζουμε αν η τρίτη χώρα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα των προσώπων μετά την επανεισδοχή τους. Θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στην πρακτική σκοπιμότητα, στον σεβασμό της κυριαρχίας των τρίτων χωρών και στους τρόπους ενθάρρυνσης των ατόμων που επιστρέφουν να συνεργαστούν ενεργά στην παρακολούθηση μετά την επιστροφή.

Σύσταση 15: Η Επιτροπή, με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, θα πρέπει να προγραμματίσει τη δρομολόγηση πειραματικού σχεδίου με μία από τις κυριότερες διεθνείς οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μετανάστευσης σε μια συγκεκριμένη τρίτη χώρα με την οποία ισχύει ΣΕΕΕ (π.χ. Πακιστάν ή Ουκρανία), αναθέτοντας στην οργάνωση αυτή να παρακολουθεί την κατάσταση των επανεισερχομένων στο πλαίσιο ΣΕΕΕ και να υποβάλλει σχετική έκθεση στην αντίστοιχη μικτή επιτροπή επανεισδοχής. Με βάση την αξιολόγηση του πειραματικού αυτού σχεδίου, και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των διαθέσιμων ανθρώπινων και χρηματοδοτικών πόρων, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να επεκτείνει το σχέδιο αυτό σε όλες τις τρίτες χώρες με τις οποίες έχουν συναφθεί ΣΕΕΕ. Θα μπορούσε επίσης να αναλυθεί περαιτέρω σε ποιο βαθμό το σύστημα παρακολούθησης των περιπτώσεων αναγκαστικής επιστροφής, όπως προβλέπεται από την οδηγία περί επιστροφής, μπορεί να συμβάλει στην εν λόγω παρακολούθηση μετά την επιστροφή.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συνολικά, η εικόνα που προκύπτει από την αξιολόγηση είναι ανομοιογενής. Από τη μια πλευρά φαίνεται σαφώς ότι, αν χρησιμοποιηθούν σωστά, οι ΣΕΕΕ προσφέρουν προστιθέμενη αξία όσον αφορά την επανεισδοχή των υπηκόων, ιδίως στις γειτονικές χώρες της ΕΕ. Αποτελούν, επομένως, χρήσιμα μέσα για την αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης από τις τρίτες χώρες. Από την άλλη, οι διαπραγματευτικές οδηγίες είναι ανελαστικές σε ορισμένα (τεχνικά) θέματα και δεν προσφέρουν αρκετά κίνητρα, γεγονός που καθυστερεί την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και/ή συνεπάγεται περαιτέρω παραχωρήσεις. Η παρακολούθηση της εφαρμογής των ΣΕΕΕ και των ζητημάτων των σχετικών με τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν σαφώς να βελτιωθούν, ιδίως με την ενίσχυση του ρόλου των μικτών επιτροπών επανεισδοχής.

Η Επιτροπή προτείνει στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να επανεξετάσουν την πολιτική επανεισδοχής της ΕΕ σύμφωνα με τις συστάσεις που διατυπώνονται στην παρούσα ανακοίνωση. Ειδικότερα, η Επιτροπή συνιστά να συγκεντρωθούν τα κίνητρα που διαθέτει η ΕΕ σε συνεκτική δέσμη μέτρων κινητικότητας, που θα μπορούσαν να προταθούν στις τρίτες χώρες κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Θα ήταν σκόπιμο να μην προταθούν περαιτέρω αυτόνομες διαπραγματευτικές οδηγίες και να συμπεριληφθούν τα κίνητρα που προσφέρει η ΕΕ στις μελλοντικές διαπραγματευτικές οδηγίες, ιδίως όταν οι οδηγίες αυτές περιλαμβάνουν ρήτρα για τους υπηκόους τρίτων χωρών, και συγχρόνως να διευκρινιστούν τα τυχόν αντίποινα που προτίθεται να λάβει η ΕΕ σε περίπτωση συνεχούς άρνησης συνεργασίας από τη χώρα με την οποία διεξάγονται διαπραγματεύσεις. Τέλος, η πολιτική επανεισδοχής της ΕΕ θα πρέπει να ενσωματωθεί πλήρως στο γενικό πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, με την αναζήτηση, μεταξύ άλλων, πιθανών συνεργειών με τις διαπραγματεύσεις των συμφωνιών-πλαίσιο με τις τρίτες χώρες.

[1] ΕΕ C 115 της 4.5.2010, σ. 31.

[2] Το 2004, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις προτεραιότητες για την επιτυχή ανάπτυξη της κοινής πολιτικής επανεισδοχής, SEC(2004)946 τελικό της 19.07.2004.

[3] Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο: Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ, συμφωνίες επανεισδοχής της ΕΕ: σύντομη περιγραφή της κατάστασης τον Φεβρουάριο του 2011.

[4] Διάφορες άλλες πληροφορίες, επίσης, συγκεντρώθηκαν από τις μικτές επιτροπές επανεισδοχής. Η Επιτροπή ζήτησε επίσης σχετικά στοιχεία από τις τρίτες χώρες, αλλά λόγω πολύ περιορισμένης ανταπόκρισης (μόνο από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, το Χονγκ Κονγκ, την Αλβανία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο), τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν μόνο περιστασιακά για τους σκοπούς της αξιολόγησης.

[5] Βλ. ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ που συνοδεύει την ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ, στοιχεία της EUROSTAT.

[6] Για παράδειγμα, ένα κράτος μέλος περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες αιτήσεων στην κατηγορία των πραγματικών απομακρύνσεων, γεγονός που δείχνει μερικές φορές ότι ο αριθμός των απομακρύνσεων υπερβαίνει σημαντικά τον αριθμό των αιτήσεων επανεισδοχής.

[7] Βλ. ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ που συνοδεύει την ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ, συνολικά δεδομένα για τις επιλεγμένες κατηγορίες που συγκέντρωσε η Επιτροπή από τα κράτη μέλη βάσει ερωτηματολογίου.

[8] Βλ. ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ που συνοδεύει την ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ, πρωτόκολλα εφαρμογής που υπογράφηκαν/συνήφθησαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των ισχυουσών συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ.

[9] Βλ. ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ που συνοδεύει την ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ, συνολικά δεδομένα για τις επιλεγμένες κατηγορίες που συγκέντρωσε η Επιτροπή από τα κράτη μέλη βάσει ερωτηματολογίου.

[10] Η ρήτρα αυτή εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2008 για την Αλβανία, από την 1η Ιανουαρίου 2010 για την Ουκρανία και από την 1η Ιουνίου 2010 για τη Ρωσία.

[11] Παρότι δεν αποτελούν χώρες, υπό τη στενή έννοια, αλλά μάλλον ειδικές διοικητικές περιοχές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο θεωρούνται χώρες για τους σκοπούς της παρούσας αξιολόγησης.

[12] Βλ. έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο: Αξιολόγηση των συμφωνιών επανεισδοχής της ΕΕ, συμφωνίες επανεισδοχής της ΕΕ: σύντομη περιγραφή της κατάστασης τον Φεβρουάριο του 2011.

[13] Όσον αφορά την Αλγερία, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 84 παράγραφος 2 της συμφωνίας σύνδεσης ορίζει τα εξής: «Τα μέρη, επιθυμώντας να διευκολύνουν την κυκλοφορία και τη διαμονή των νομίμως διατελούντων υπηκόων τους, συμφωνούν να διεξάγουν διαπραγματεύσεις, κατόπιν αιτήσεως ενός από τα μέρη, για τη σύναψη συμφωνιών καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης καθώς και συμφωνιών επανεισδοχής. Αυτές οι τελευταίες συμφωνίες θα καλύπτουν, αν αυτό κριθεί αναγκαίο από ένα από τα μέρη, την επανεισδοχή υπηκόων άλλων χωρών που προέρχονται απευθείας από το έδαφος ενός από τα μέρη (…).».

[14] Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, SEC(2009) 1401 τελικό της 15.10.2009: Αξιολόγηση της εφαρμογής των συμφωνιών διευκόλυνσης των θεωρήσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τις τρίτες χώρες.

[15] Στην πράξη, όλοι οι εσωτερικοί κανονισμοί των μικτών επιτροπών επανεισδοχής παρέχουν τη δυνατότητα πρόσκλησης εξωτερικών εμπειρογνωμόνων στις συνεδριάσεις των μικτών επιτροπών επανεισδοχής.

[16] Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

[17] Η σύμβαση του 1950 για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, η σύμβαση του 1984 κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και η σύμβαση της Γενεύης του 1951 περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967.

[18] Σύσταση της Επιτροπής, της 6ης Νοεμβρίου 2006, για τη θέσπιση κοινού «Πρακτικού εγχειριδίου για τους συνοριοφύλακες (Εγχειρίδιο Σένγκεν)», προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά τη διενέργεια συνοριακών ελέγχων επί προσώπων (Ε(2006) 5186 τελικό).

[19] Η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω με την έκδοση της αναδιατυπωμένης πρότασης της οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου που προβλέπει τη γενική αρχή του αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος.

[20] Η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω με την έκδοση της αναδιατυπωμένης πρότασης οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου που προβλέπει τη γενική αρχή του αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος.

Top