EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32003D0048

Απόφαση 2003/48/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή ειδικών μέτρων αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ

ΕΕ L 16 της 22.1.2003, p. 68–70 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 29/09/2005; καταργήθηκε από 32005D0671

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2003/48(1)/oj

32003D0048

Απόφαση 2003/48/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή ειδικών μέτρων αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 016 της 22/01/2003 σ. 0068 - 0070


Απόφαση 2003/48/ΔΕΥ του Συμβουλίου

της 19ης Δεκεμβρίου 2002

σχετικά με την εφαρμογή ειδικών μέτρων αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως τα άρθρα 30, 31 και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

την πρωτοβουλία του Βασιλείου της Ισπανίας(1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την έκτακτη σύνοδό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2001, δήλωσε ότι η τρομοκρατία είναι πραγματική πρόκληση για ολόκληρο τον κόσμο και την Ευρώπη και ότι η καταπολέμησή της αποτελεί πρωταρχικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(2) Στις 28 Σεπτεμβρίου 2001, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε την απόφαση 1373 (2001) η οποία καθορίζει ευρεία στρατηγική για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και ιδιαίτερα την καταπολέμηση της χρηματοδότησής της.

(3) Στις 8 Οκτωβρίου 2001, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επανέλαβε την ειλημμένη απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της να διαδραματίσουν πλήρη και συντονισμένο ρόλο εντός του παγκόσμιου συνασπισμού κατά της τρομοκρατίας, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.

(4) Στις 19 Οκτωβρίου 2001, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε ότι είναι αποφασισμένο να καταπολεμήσει κάθε μορφή τρομοκρατίας παντού στον κόσμο και ότι θα συνεχίσει τις προσπάθειές του για την ενίσχυση του συνασπισμού της διεθνούς κοινότητας με στόχο την καταπολέμηση κάθε μορφής τρομοκρατίας, παραδείγματος χάρη, με την ενδυνάμωση της συνεργασίας μεταξύ των επιχειρησιακών υπηρεσιών στις οποίες έχει ανατεθεί η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και συγκεκριμένα της Ευρωπόλ, της Eurojust, των υπηρεσιών πληροφοριών, της αστυνομίας και των δικαστικών αρχών.

(5) Το άρθρο 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας(3), ορίζει ότι τα κράτη μέλη παρέχουν αμοιβαίως, δια της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις στα πλαίσια του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ευρύτατη δυνατή συνδρομή στην πρόληψη και καταπολέμηση τρομοκρατικών πράξεων. Η συνδρομή αυτή βασίζεται στις εξουσίες που έχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλες διεθνείς συμφωνίες, διακανονισμούς και συμβάσεις οι οποίες δεσμεύουν τα κράτη μέλη, και αξιοποιεί πλήρως αυτές τις εξουσίες. Η συνδρομή παρέχεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, ειδικότερα με αυτήν που αφορά το απόρρητο των ποινικών ερευνών.

(6) Η κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ και τα συμπληρωματικά μέτρα της παρούσας απόφασης αφορούν τα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που αναγράφονται στον κατάλογο του παραρτήματος της εν λόγω κοινής θέσης το οποίο ενημερώνεται τακτικά.

(7) Ενώ η κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ περιέχει ορισμένες εγγυήσεις ότι τα άτομα, οι ομάδες και οι οντότητες περιλαμβάνονται στον κατάλογο μόνον εφόσον συντρέχουν επαρκείς λόγοι, το Συμβούλιο συνάγει τα απαραίτητα συμπεράσματα από κάθε τελική ή προσωρινή εκτελεστή απόφαση περί του αντιθέτου που εκδίδεται από δικαστήριο των κρατών μελών.

(8) Η παρούσα απόφαση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αναγνωριζόμενες στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση αρχές. Κανένα στοιχείο της παρούσας απόφασης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτρέπει την παραβίαση της νομικής προστασίας που παρέχει το εθνικό δίκαιο στα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος της κοινής θέσης 2001/93/ΚΕΠΠΑ,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης:

α) ως "πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο" νοούνται τα πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που αναγράφονται στον κατάλογο του παραρτήματος της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ·

β) ως "τρομοκρατικές πράξεις" νοούνται οι πράξεις οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 3 της απόφασης-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας(4)·

γ) ως "σύμβαση Ευρωπόλ" νοείται η σύμβαση της 26ης Ιουλίου 1995 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας(5)·

δ) ως "απόφαση Eurojust" νοείται η απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος(6)·

ε) ως "κοινές ομάδες έρευνας" νοούνται οι ομάδες που αναφέρονται στην απόφαση-πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ, του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για τις κοινές ομάδες έρευνας(7).

Άρθρο 2

1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει, στα πλαίσια των αστυνομικών υπηρεσιών του, ειδικευμένη υπηρεσία η οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, έχει πρόσβαση και συγκεντρώνει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν και προέρχονται από τις ποινικές έρευνες που πραγματοποιούν οι αρχές επιβολής του νόμου, όσον αφορά τρομοκρατικές πράξεις στις οποίες εμπλέκονται οποιαδήποτε από τα πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο.

2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι τουλάχιστον οι ακόλουθες πληροφορίες, τις οποίες συλλέγει η ειδικευμένη υπηρεσία, διαβιβάζονται στην Ευρωπόλ, μέσω της εθνικής μονάδας του εκάστοτε κράτους μέλους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και στο βαθμό που το επιτρέπουν οι διατάξεις της σύμβασης Ευρωπόλ, προκειμένου να υποστούν την επεξεργασία που ορίζει το άρθρο 10, και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 6 της εν λόγω σύμβασης:

α) τα στοιχεία εξακρίβωσης της ταυτότητας του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας·

β) οι υπό διερεύνηση πράξεις και οι ειδικές συνθήκες τέλεσής τους·

γ) η σχέση τους με άλλες σχετικές περιπτώσεις τρομοκρατικών πράξεων·

δ) η χρήση τεχνολογιών επικοινωνιών·

ε) η απειλή που παρουσιάζει η κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής.

Άρθρο 3

1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν εθνικό ανταποκριτή της Eurojust για θέματα τρομοκρατίας δυνάμει του άρθρου 12 της απόφασης Eurojust ή μια ενδεδειγμένη δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή ή, όταν προβλέπεται από το νομικό του σύστημα, πλέον της μιας αρχής και εξασφαλίζει, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ότι ο ανταποκριτής αυτός ή η ενδεδειγμένη δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή έχει πρόσβαση και μπορεί να συγκεντρώνει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν και προέρχονται από ποινικές διαδικασίες που διεξήχθησαν υπό την ευθύνη των δικαστικών αρχών του, σχετικά με τρομοκρατικές πράξεις στις οποίες εμπλέκονται οποιαδήποτε από τα πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο.

2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι τουλάχιστον οι ακόλουθες πληροφορίες που συγκεντρώνονται από τον εθνικό ανταποκριτή ή από την ενδεδειγμένη δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή διαβιβάζονται στην Eurojust, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και στο μέτρο που επιτρέπεται από τις διατάξεις της απόφασης Eurojust, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά της:

α) τα στοιχεία εξακρίβωσης της ταυτότητας του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας·

β) οι υπό διερεύνηση ή δίωξη πράξεις και οι ειδικές συνθήκες τέλεσής τους·

γ) η σχέση τους με άλλες συναφείς περιπτώσεις τρομοκρατικών πράξεων·

δ) η ύπαρξη αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών παραγγελιών, οι οποίες μπορούν να έχουν γίνει προς ή από άλλο κράτος μέλος, καθώς και τα αποτελέσματά τους.

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη, λαμβάνουν, ενδεχομένως, τα αναγκαία μέτρα για τη σύσταση κοινών ομάδων έρευνας με στόχο τη διενέργεια ποινικών ερευνών για τρομοκρατικές πράξεις στις οποίες εμπλέκονται οποιαδήποτε από τα πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο.

Άρθρο 5

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλα τα σχετικά δεδομένα που διαβιβάζουν στην Ευρωπόλ και στην Eurojust δυνάμει των άρθρων 2 και 3, και τα οποία αφορούν οιαδήποτε από τα πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο ή πράξεις τις οποίες θεωρείται ότι διέπραξαν ή πρόκειται να διαπράξουν, μπορούν να ανταλλάσσονται μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust στο μέτρο που προβλέπονται από τη συμφωνία συνεργασίας που θα υπογραφεί μεταξύ των σωμάτων αυτών, δυνάμει της σύμβασης Ευρωπόλ και της απόφασης Eurojust.

Άρθρο 6

Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι διεκπεραιώνονται επειγόντως και κατά προτεραιότητα οι αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και οι αιτήσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων τις οποίες υποβάλλει άλλο κράτος μέλος σχετικά με τρομοκρατικές πράξεις στις οποίες εμπλέκονται οποιαδήποτε από τα πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο.

Άρθρο 7

Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οιαδήποτε σχετική πληροφορία περιλαμβάνεται σε έγγραφο, φάκελο, πληροφοριακό στοιχείο, αντικείμενο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο, που δεσμεύθηκε ή κατασχέθηκε σε ποινική έρευνα ή ποινική διαδικασία σε συνάρτηση με τρομοκρατικές πράξεις εναντίον οποιουδήποτε από τα πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, μπορεί να είναι αμέσως προσιτό ή διαθέσιμο στις αρχές άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τις σχετικές διεθνείς νομικές πράξεις, όταν πραγματοποιούνται ή ενδέχεται να αρχίσουν έρευνες σε συνάρτηση με τρομοκρατικές πράξεις εναντίον αυτών των προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο.

Άρθρο 8

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα.

Βρυξέλλες, 19 Δεκεμβρίου 2002.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. Espersen

(1) ΕΕ C 126 της 28.5.2002, σ. 22.

(2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2002 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3) ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 93.

(4) ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3.

(5) ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 2.

(6) ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 1.

(7) ΕΕ L 162 της 20.6.2002, σ. 1.

Top