This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Η ΕΕ δεν διαθέτει αρμοδιότητες είσπραξης ή συλλογής φόρων — αυτές οι αρμοδιότητες ανήκουν στα κράτη μέλη της ΕΕ. Η φορολογική πολιτική της ΕΕ επικεντρώνεται κυρίως στην ομαλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς της, δηλαδή στο να διασφαλίσει ότι η διασυνοριακή οικονομική δραστηριότητα δεν παρεμποδίζεται από φορολογικούς φραγμούς και ότι αποφεύγονται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις δεν αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά τη διπλή φορολόγηση, τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, την απαίτηση επιστροφής φόρου και τη συλλογή πληροφοριών για τους φορολογικούς κανόνες άλλων κρατών μελών.
Οι προσπάθειες εναρμόνισης της ΕΕ έχουν πρωτίστως επικεντρωθεί στη νομοθεσία σχετικά με τους φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες [έμμεσοι φόροι, όπως ο φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα, ηλεκτρική ενέργεια, αλκοόλη και βιοµηχανοποιηµένα καπνά], παρά σε φόρους εισοδήματος ή κερδών (άμεσοι φόροι). Εντούτοις, έχει σημειωθεί πρόοδος όσον αφορά τα μέτρα για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής στις καταθέσεις καθώς και την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ φορολογικών αρχών.
Οι ειδικές διατάξεις για τη φορολογία θεσπίζονται στα άρθρα 110 έως 113 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ. Η έγκριση εναρμονισμένης φορολογικής νομοθεσίας απαιτεί την ομόφωνη συμφωνία όλων των κρατών μελών στο Συμβούλιο, όρος που τείνει να λειτουργεί ως τροχοπέδη για την έγκριση κοινών κανόνων. Ως εκ τούτου, πρόσφατα, μια ομάδα 11 κρατών μελών έλαβαν έγκριση να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ τους στον τομέα του φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, και, επί του παρόντος, χρησιμοποιούνται περισσότερο μη δεσμευτικές προσεγγίσεις, όπως συστάσεις, ως μέσο για την επίτευξη συντονισμού στον φορολογικό τομέα.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ