EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0083

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2015.
CHEZ Razpredelenie Bulgaria AD κατά Komisia za zashtita ot diskriminatsia.
Αίτηση του Administrativen sad Sofia-grad για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Οδηγία 2000/43/ΕΚ — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως προσώπων ανεξαρτήτως της φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής — Συνοικίες στις οποίες κατοικούν κατά κύριο λόγο Ρομά — Τοποθέτηση μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος στους πυλώνες του δικτύου εναέριων γραμμών ηλεκτρικής ενέργειας, σε ύψος έξι έως επτά μέτρων — Έννοια «άμεσης διακρίσεως» και «έμμεσης διακρίσεως» — Βάρος αποδείξεως — Δικαιολόγηση — Πρόληψη δολιοφθορών στους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας και παράνομων ρευματοληψιών — Αναλογικότητα — Γενικός χαρακτήρας του μέτρου — Εξευτελιστική και στιγματίζουσα συνέπεια του μέτρου — Οδηγίες 2006/32/ΕΚ και 2009/72/ΕΚ — Αδυναμία του τελικού καταναλωτή να ελέγξει την κατανάλωσή του ηλεκτρικής ενέργειας.
Υπόθεση C-83/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:480

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 16ης Ιουλίου 2015 ( *1 )

«Οδηγία 2000/43/ΕΚ — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως προσώπων ανεξαρτήτως της φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής — Συνοικίες στις οποίες κατοικούν κατά κύριο λόγο Ρομά — Τοποθέτηση μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος στους πυλώνες του δικτύου εναέριων γραμμών ηλεκτρικής ενέργειας, σε ύψος έξι έως επτά μέτρων — Έννοια “άμεσης διακρίσεως” και “έμμεσης διακρίσεως” — Βάρος αποδείξεως — Δικαιολόγηση — Πρόληψη δολιοφθορών στους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας και παράνομων ρευματοληψιών — Αναλογικότητα — Γενικός χαρακτήρας του μέτρου — Εξευτελιστική και στιγματίζουσα συνέπεια του μέτρου — Οδηγίες 2006/32/ΕΚ και 2009/72/ΕΚ — Αδυναμία του τελικού καταναλωτή να ελέγξει την κατανάλωσή του ηλεκτρικής ενέργειας»

Στην υπόθεση C‑83/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Administrativen sad Sofia‑grad (Βουλγαρία) με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Φεβρουαρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

CHEZ Razpredelenie Bulgaria AD

κατά

Komisia za zashtita ot diskriminatsia,

παρισταμένων των:

Anelia Nikolova,

Darzhavna Komisia za po energiyno i vodno regulirane,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, εκτελούντα χρέη προέδρου, A. Tizzano, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič, S. Rodin και K. Jürimäe, προέδρους τμήματος, A. Rosas, E. Juhász, J. Malenovský, D. Šváby, A. Prechal (εισηγήτρια), F. Biltgen και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιανουαρίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η CHEZ Razpredelenie Bulgaria AD, εκπροσωπούμενη από τους A. Ganev, V. Bozhilov και A. Dzhingov, avocats,

η Komisia za zashtita ot diskriminatsia, εκπροσωπούμενη από την A. Strashimirova,

η Α. Nikolova, εκπροσωπούμενη από τον S. Cox, barrister, καθώς και από τους M. Ferschtman και Y. Grozev, avocats,

η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Petranova και D. Drambozova,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και D. Roussanov,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα η οποία ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαρτίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1 και 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ L 180, σ. 22), καθώς και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας μέσω της οποίας η CHEZ Razpredelenie Bulgaria AD (στο εξής: CHEZ RB) ζητεί την ακύρωση αποφάσεως της Komisia za zashtita ot dikriminatsia (Επιτροπή προστασίας κατά των διακρίσεων, στο εξής: KZD), με την οποία η τελευταία κάλεσε την CHEZ RB να θέσει τέρμα σε διάκριση εις βάρος της Α. Nikolova και να απόσχει από αυτόν τον τύπο διακριτικής συμπεριφοράς στο μέλλον.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2000/43

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 3, 9, 12, 13, 15, 16 και 28 της οδηγίας 2000/43 αναφέρουν τα ακόλουθα:

«(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές για όλα τα κράτη μέλη, και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών [, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950,] και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

(3)

Η ισότητα ενώπιον του νόμου και η προστασία όλων των ατόμων έναντι των διακρίσεων αποτελεί οικουμενικό δικαίωμα που αναγνωρίζεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων εις βάρος των γυναικών, τη Διεθνή Σύμβαση για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, τα Σύμφωνα των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που έχουν υπογραφεί από όλα τα κράτη μέλη.

[…]

(9)

Οι διακρίσεις λόγω φυλής ή εθνοτικής καταγωγής μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της [Σ]υνθήκης ΕΚ, ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Μπορούν επίσης να υπονομεύσουν το στόχο ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

[…]

(12)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη δημοκρατικών και ανεκτικών κοινωνιών οι οποίες θα επιτρέπουν τη συμμετοχή παντός, ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, μια συγκεκριμένη δράση στον τομέα των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής πρέπει να εκτείνεται πέρα από την πρόσβαση σε δραστηριότητες απασχόλησης και αυτοαπασχόλησης και να καλύπτει τομείς όπως η παιδεία και η κοινωνική προστασία, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης, οι κοινωνικές παροχές και η πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και στην παροχή αυτών.

(13)

Προς τούτο, πρέπει να απαγορεύεται σε όλη την Κοινότητα κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε ό,τι αφορά τους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. […]

[…]

(15)

Αρμόδια για την εκτίμηση των γεγονότων, από τα οποία μπορεί να συναχθεί άμεση ή έμμεση διάκριση, είναι τα εθνικά δικαστήρια ή άλλοι αρμόδιοι φορείς. Σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου ή την πρακτική, οι κανόνες αυτοί μπορούν να προβλέπουν παν αποδεικτικό μέσο για την έμμεση διάκριση συμπεριλαμβανομένων και των στατιστικών στοιχείων.

(16)

Είναι σημαντικό να προστατεύονται όλα τα φυσικά πρόσωπα από διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής. Τα κράτη μέλη πρέπει επίσης να παρέχουν, όταν χρειάζεται και σύμφωνα με τις εθνικές τους παραδόσεις και πρακτικές, προστασία στα νομικά πρόσωπα όταν υφίστανται διακριτική μεταχείριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής των μελών τους.

[…]

(28)

[...] ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η εξασφάλιση ενός υψηλού κοινού επιπέδου προστασίας έναντι των διακρίσεων σε όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, [...]»

4

Η οδηγία 2000/43 έχει ως σκοπό, κατά το άρθρο 1, «να θεσπισθεί πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, με στόχο να πραγματωθεί στα κράτη μέλη η αρχή της ίσης μεταχείρισης».

5

Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Έννοια των διακρίσεων», ορίζει τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε ένα άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση·

β)

συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

3.   Η παρενόχληση νοείται ως διάκριση κατά την έννοια της παραγράφου 1, εφόσον σημειώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με φυλετική ή εθνοτική καταγωγή με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος. [...]

[...]»

6

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει, στην παράγραφό του 1, στοιχείο ηʹ, τα εξής:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανόμενων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[...]

η)

την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που είναι διαθέσιμα στο κοινό, και στην παροχή αυτών, συμπεριλαμβανόμενης της στέγασης.»

7

Το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/43, με τίτλο «Ελάχιστες προϋποθέσεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης από αυτές που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.»

8

Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Βάρος αποδείξεως», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με την εθνική δικονομία, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι όταν ένα πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσάγει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά, από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, θα εναπόκειται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.»

Η οδηγία 2006/32

9

Η αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας 2006/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες και για την κατάργηση της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 114, σ. 64), αναφέρει τα εξής:

«Για να μπορούν οι τελικοί καταναλωτές να λαμβάνουν καλύτερα ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με την ατομική τους κατανάλωση ενέργειας, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους εύλογο αριθμό πληροφοριών και άλλη συναφή ενημέρωση […] Επιπλέον, οι καταναλωτές θα πρέπει να ενθαρρύνονται ενεργά να ελέγχουν τους μετρητές τους τακτικά.»

10

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/32 προέβλεπε τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης, και ζεστού νερού για οικιακή κατανάλωση, ατομικοί μετρητές που να αντικατοπτρίζουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωση του τελικού καταναλωτή και να παρέχουν πληροφορίες όσον αφορά τον πραγματικό χρόνο χρήσης.»

Η οδηγία 2009/72

11

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211, σ. 55), ορίζει στις παραγράφους της 3 και 7 τα εξής:

«3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλοι οι οικιακοί πελάτες […] απολαύουν της καθολικής υπηρεσίας, δηλαδή του δικαιώματος να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια συγκεκριμένης ποιότητας εντός του εδάφους τους σε λογικές, εύκολα και άμεσα συγκρίσιμες και διαφανείς τιμές. [...]

[…]

7.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών [...] Όσον αφορά τουλάχιστον τους οικιακούς πελάτες, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι.»

12

Κατά την παράγραφο 1, στοιχεία ηʹ και θʹ, του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2009/72:

«1.   [...] τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3 έχουν ως στόχο να εξασφαλίζουν ότι οι πελάτες:

[...]

η)

έχουν στη διάθεσή τους τα δεδομένα κατανάλωσής τους [...]

θ)

ενημερώνονται δεόντως για την πραγματική κατανάλωση και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας αρκετά συχνά ώστε να μπορούν να ρυθμίσουν οι ίδιοι την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. [...]»

Το βουλγαρικό δίκαιο

Ο νόμος περί προστασίας κατά των διακρίσεων

13

Κατά το άρθρο 4 του νόμου περί προστασίας κατά των διακρίσεων (Zakon za zatschtita ot diskriminatsia, στο εξής: ZZD):

«(1)   Απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω […] φυλετικής καταγωγής, ιθαγένειας, εθνοτικής καταγωγής, [...] προσωπικής καταστάσεως [...]

(2)   Άμεση διάκριση υφίσταται όταν, λόγω των χαρακτηριστικών της παραγράφου 1, επιφυλάσσεται σε πρόσωπο δυσμενέστερη μεταχείριση από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο υπό ανάλογες ή παρόμοιες συνθήκες.

(3)   Έμμεση διάκριση υφίσταται όταν, λόγω των χαρακτηριστικών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική περιάγει πρόσωπο σε δυσμενέστερη θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.»

14

Η παράγραφος 1, σημεία 7 έως 9, των συμπληρωματικών διατάξεων του ZZD προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοούνται ως:

Σημείο 7. “δυσμενής μεταχείριση”: κάθε συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που θίγει κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα·

Σημείο 8. “λόγω των προσωπικών χαρακτηριστικών που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1”: βάσει ενός ή περισσότερων πραγματικών, υποστατών ή προγενέστερων ή τεκμαιρόμενων τέτοιων χαρακτηριστικών προσώπου που υπέστη διάκριση ή προσώπου που συνδέεται προς αυτό ή τεκμαίρεται ότι συνδέεται με αυτό καθόσον η διάκριση οφείλεται στον εν λόγω δεσμό·

Σημείο 9. “πρόσωπα που συνδέονται”: [...] τα πρόσωπα τα οποία, για άλλους λόγους, μπορούν να εκληφθούν ως άμεσα ή έμμεσα εξαρτώμενα από το θύμα, οσάκις ο σύνδεσμος αυτός είναι η αιτία της διακρίσεως· [...]»

15

Κατά το άρθρο 40, παράγραφοι 1 και 2, του ZZD:

«1.   Η [KZD] είναι ένα εξειδικευμένο και ανεξάρτητο κρατικό όργανο για την πρόληψη των διακρίσεων, την προστασία από αυτές και την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών.

2.   Η KZD ελέγχει την εφαρμογή και την τήρηση του παρόντος νόμου [...]»

Ο νόμος περί ενέργειας

16

Το άρθρο 10 του νόμου περί ενέργειας (Zakon za energetikata, στο εξής: ZE) ορίζει ότι «η ρύθμιση των δραστηριοτήτων στους τομείς της ενέργειας [...] γίνεται από την εθνική επιτροπή για την αγορά ενέργειας και υδάτων (Darzhavna Komisia za po energiyno i vodno regulirane) [...] εξειδικευμένο και ανεξάρτητο κρατικό οργανισμό».

17

Το άρθρο 104Α, παράγραφος 4, του ZE ορίζει τα εξής:

«Οι δημοσιευμένοι γενικοί όροι τίθενται σε εφαρμογή για τον τελικό καταναλωτή, ακόμη και ελλείψει ρητής έγγραφης συμφωνίας.»

18

Κατά το άρθρο 120, παράγραφοι 1 και 3, του ZE:

«1.   Η καταγραφή της ηλεκτρικής ενέργειας η οποία παρέχεται στον τελικό καταναλωτή γίνεται με χρήση οργάνων μετρήσεως τα οποία ανήκουν στον διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς ή διανομής ηλεκτρικής ενέργειας [...]

3.   Ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς ή διανομής ηλεκτρικής ενέργειας καθορίζει τον τύπο, τον αριθμό και τη θέση των οργάνων και του εξοπλισμού μετρήσεως [...]».

Οι γενικοί όροι της CHEZ RB

19

Οι γενικοί όροι της CHEZ RB, όπως εγκρίθηκαν από την Darzhavna Komisia po energiyno i vodno regulirane, ορίζουν, στο άρθρο τους 27, τα εξής:

«1.   Τα όργανα μετρήσεως [...] είναι τοποθετημένα έτσι, ώστε ο πελάτης να δύναται να πραγματοποιήσει οπτικό έλεγχο επί των ενδείξεών τους.

2.   Εάν, για την προστασία της ζωής και της υγείας των πολιτών, καθώς και της περιουσίας τους, για την εξασφάλιση ποιοτικής ηλεκτρικής ενέργειας και συνεχούς τροφοδοσίας, καθώς και για την ασφάλεια και την αξιοπιστία του συστήματος παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, τα όργανα μετρήσεως της καταναλώσεως τοποθετούνται σε σημεία με δύσκολη πρόσβαση, η επιχείρηση διανομής ηλεκτρικού ρεύματος οφείλει να εξασφαλίζει, με ίδιο κόστος, τη δυνατότητα οπτικού ελέγχου εντός τριών ημερών από την υποβολή γραπτού αιτήματος του καταναλωτή.»

20

Όσον αφορά την ως άνω δυνατότητα οπτικού ελέγχου, οι γενικοί όροι της CHEZ RB προβλέπουν την από μέρους της αποστολή οχήματος με ανυψωτική εξέδρα, με το οποίο οι εργαζόμενοί της μπορούν να διαβάσουν τις ενδείξεις των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και να ενημερώσουν σχετικώς τον πελάτη. Εξάλλου, παραμένει δυνατή για τον πελάτη η εγκατάσταση δεύτερου μετρητή από την εταιρία, καλούμενου «μετρητή ελέγχου», εντός της οικίας του, κατόπιν καταβολής σχετικού αντιτίμου.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21

Η Α. Nikolova διατηρεί, υπό τη μορφή ατομικής επιχειρήσεως, κατάστημα τροφίμων ευρισκόμενο στη συνοικία «Gizdova mahala» της πόλεως Dupnitsa (Βουλγαρία), συνοικία στην οποία κατοικούν κυρίως Ρομά.

22

Το 1999 και το 2000 η CHEZ RB εγκατέστησε τους μετρητές ηλεκτρικής ενέργειας για το σύνολο των καταναλωτών της εν λόγω συνοικίας σε πυλώνες από σκυρόδεμα του δικτύου εναέριων γραμμών ηλεκτρικής ενέργειας, σε ύψος έξι έως επτά μέτρων, μολονότι στις υπόλοιπες συνοικίες, οι μετρητές της CHEZ RB τοποθετούνται σε ύψος 1 μέτρου και 70 εκατοστών, ως επί το πλείστον στα ακίνητα των καταναλωτών ή στην πρόσοψη αυτών ή σε περιφράξεις (στο εξής: επίδικη πρακτική).

23

Κατά τον μήνα Δεκέμβριο του 2008, η Α. Nikolova προσέφυγε στην KZD υποστηρίζοντας ότι η επίδικη πρακτική οφειλόταν στο γεγονός ότι η πλειονότητα των κατοίκων της συνοικίας «Gizdova mahala» είναι Ρομά και ότι η ίδια ήταν, ως εκ τούτου, θύμα άμεσης διακρίσεως λόγω εθνικότητας («narodnost»). Μεταξύ άλλων, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι δεν μπορούσε να αναγνώσει τις ενδείξεις του μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να ελέγχει την κατανάλωσή της και να διασφαλίσει την ακρίβεια των λογαριασμών που λάμβανε οι οποίοι, κατά τη γνώμη της, ήταν υπερκοστολογημένοι.

24

Στις 6 Απριλίου 2010 η KZD εξέδωσε απόφαση, με την οποία έκρινε ότι η επίδικη πρακτική συνιστούσε απαγορευμένη έμμεση διάκριση λόγω εθνικότητας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 3, του ZZD.

25

Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε με απόφαση του Varhoven administrativen sad (Ανώτατο διοικητικό δικαστήριο), της 19ης Μαΐου 2011, για τον λόγο ότι η KZD δεν είχε επισημάνει σε σχέση με τους πολίτες ποιας εθνικότητας είχε πέσει θύμα διακρίσεως η Α. Nikolova. Η υπόθεση αναπέμφθηκε στην KZD.

26

Στις 30 Μαΐου 2012 η KZD εξέδωσε νέα απόφαση, διαπιστώνουσα ότι η CHEZ RB είχε ασκήσει άμεση διάκριση εις βάρος της A. Nikolova λόγω της «προσωπικής καταστάσεώς» της, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του ZZD, θέτοντάς την, λόγω του τόπου της εγκαταστάσεως της επιχειρήσεώς της, σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλους πελάτες της CHEZ RB των οποίων οι μετρητές ήταν τοποθετημένοι σε προσβάσιμα σημεία.

27

Η CHEZ RB άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Administrativen sad Sofia‑grad.

28

Στην απόφασή του περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, προκαταρκτικώς, ότι η οδηγία 2000/43 σκοπεί στη συγκεκριμένη εφαρμογή της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, η οποία κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 21 του Χάρτη, και ότι η επίμαχη κατάσταση εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ. Ως εκ τούτου, κρίνοντας ότι δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το εάν εφαρμόζεται το δίκαιο της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν υποβάλλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα, καίτοι σημειώνει ότι το Δικαστήριο θα κληθεί, σε κάθε περίπτωση, να αποφανθεί επ’ αυτού πριν απαντήσει στα ερωτήματα τα οποία θέτει υπόψη του.

29

Εκθέτοντας τους λόγους υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι, καίτοι η ΚΖD αναφέρθηκε σε διάκριση λόγω της «προσωπικής καταστάσεως» της Α. Nikolova και η ίδια είχε εσφαλμένα κάνει λόγο στην προσφυγή της για διάκριση λόγω «εθνικότητας», το προστατευόμενο προσωπικό χαρακτηριστικό πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να συσχετισθεί προς την «εθνοτική καταγωγή» Ρομά, της οποίας είναι η πλειονότητα των προσώπων τα οποία κατοικούν στη συνοικία «Gizdova mahala».

30

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο φρονεί, πρώτον, ότι η κοινότητα των Ρομά αποτελεί εθνοτική κοινότητα η οποία, στη Βουλγαρία, απολαύει ούτως ή άλλως του καθεστώτος εθνοτικής μειονότητας.

31

Δεύτερον, επισημαίνει ότι, καίτοι δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με το μέγεθος του πληθυσμού των Ρομά οι οποίοι κατοικούν στην οικεία συνοικία, αυτή συνήθως περιγράφεται ως η μεγαλύτερη «συνοικία Ρομά» της πόλεως Dupnista. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων της υποθέσεως ότι η επίδικη πρακτική επικρατεί, εν γένει, μόνο στις «συνοικίες Ρομά» διαφόρων πόλεων της Βουλγαρίας. Αυτός είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την επιλογή της CHEZ RB να τοποθετεί τους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας σε απρόσιτο ύψος και, καίτοι η CHEZ RB δεν παραδέχεται ρητώς ότι, κατά τη γνώμη της, κυρίως Ρομά προβαίνουν σε παράνομες ηλεκτροληψίες, τούτο συνάγεται από το γενικότερο πλαίσιο.

32

Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι εσφαλμένα η KZD έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί η καταγωγή Ρομά της A. Nikolova. Ειδικότερα, ταυτιζόμενη, στην προσφυγή της, προς τους Ρομά της συνοικίας «Gizdova mahala», η προσφεύγουσα αυτοπροσδιορίζεται ως πρόσωπο αυτής της καταγωγής. Εν πάση περιπτώσει, το ως άνω δικαστήριο, το οποίο παραπέμπει, συναφώς, στην υπόθεση Feryn (C‑54/07,EU:C:2008:397), εκτιμά ότι η ύπαρξη διακρίσεως δεν προϋποθέτει την ταυτοποίηση του προσφεύγοντος ο οποίος υποστηρίζει ότι έπεσε θύμα της. Κατά το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει, επίσης, από την απόφαση Coleman (C‑303/06, EU:C:2008:415), ότι η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δεν περιορίζεται μόνο στους κατόχους του προστατευόμενου προσωπικού χαρακτηριστικού.

33

Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα σχετίζεται προς τα ανωτέρω.

34

Εν συνεχεία, καίτοι συμμερίζεται το συμπέρασμα της KZD, κατά το οποίο η επίδικη πρακτική συνιστά άμεση διάκριση, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στις προτάσεις της στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σκέψη 99), η γενική εισαγγελέας J. Kokott κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρακτική όπως η επίδικη φαίνεται να αποτελεί έμμεση διάκριση. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο παρόμοιων υποθέσεων, το Varhoven administrativen sad απεφάνθη ότι δεν υφίσταται καμία διάκριση, άμεση ή έμμεση, λόγω εθνοτικής καταγωγής.

35

Σε αυτό το πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι έχει αμφιβολίες ως προς την έννοια της «άμεσης διακρίσεως» και της «έμμεσης διακρίσεως», οι οποίες ορίζονται, αντιστοίχως, στα στοιχεία αʹ και βʹ του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/43 και ως προς το εάν η επίδικη πρακτική εμπίπτει σε έναν από αυτούς τους ορισμούς.

36

Τέλος, εάν υποτεθεί ότι η ως άνω πρακτική όντως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει ως προς το εάν μπορεί να κριθεί ως αντικειμενικώς δικαιολογημένη, πρόσφορη και αναγκαία κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως. Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει ότι, καίτοι η CHEZ RB υποστηρίζει ότι η επίμαχη πρακτική είναι δικαιολογημένη λόγω της υπάρξεως πολλαπλών παράνομων ρευματοληψιών, της προκλήσεως υλικών φθορών στους μετρητές και δολιοφθορών, η ως άνω εταιρία παραιτήθηκε των αρχικών της αιτημάτων ενώπιον της KZD, περί υποβολής εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης και ακροάσεως μαρτύρων, υποστηρίζοντας ότι οι ως άνω συμπεριφορές είναι παγκοίνως γνωστές. Εξάλλου, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι διάδικοι δεν προέβησαν στη συγκέντρωση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων, παρά τις υποδείξεις που τους απευθύνθηκαν στο πλαίσιο του βάρους αποδείξεως. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι άρθρα του Τύπου αναφέρουν νέες αποτελεσματικές μεθόδους, και λιγότερο περιοριστικές για τους καταναλωτές, ιδίως τη χρήση μετρητών οι οποίοι επιτρέπουν στον διανομέα να προβεί σε εξ αποστάσεως καταμέτρηση και να ειδοποιείται σε περίπτωση απόπειρας δολιοφθοράς.

37

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Administrativen sad Sofia-grad αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει ο όρος “εθνοτική καταγωγή”, ο οποίος χρησιμοποιείται στην οδηγία [2000/43] και στον [Χάρτη], την έννοια ότι καλύπτει συμπαγή ομάδα Βουλγάρων πολιτών καταγωγής Ρομά, όπως οι κάτοικοι της συνοικίας “Gizdova mahala” της πόλεως Dupnitsa;

2)

Δύναται ο όρος “ανάλογη κατάσταση”, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43, να εφαρμοστεί, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, οσάκις τα όργανα μετρήσεως τοποθετούνται, σε “συνοικίες Ρομά”, σε ύψος έξι έως επτά μέτρων, ενώ σε άλλες συνοικίες, χωρίς συμπαγή πληθυσμό Ρομά, τοποθετούνται συνήθως σε ύψος μικρότερο των δύο μέτρων;

3)

Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43 να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η τοποθέτηση, σε “συνοικίες Ρομά”, οργάνων μετρήσεως καταναλώσεως σε ύψος έξι έως επτά μέτρων συνιστά λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των Ρομά σε σύγκριση προς τον πληθυσμό άλλης εθνοτικής καταγωγής;

4)

Σε περίπτωση που υφίσταται όντως λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση, πρέπει η ως άνω διάταξη να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μεταχείριση αυτή οφείλεται εν όλω ή εν μέρει στο γεγονός ότι αφορά την εθνοτική ομάδα των Ρομά;

5)

Συνάδει προς την οδηγία 2000/43 διάταξη του εθνικού δικαίου όπως η παράγραφος 1, σημείο 7, των συμπληρωματικών διατάξεων [του ΖΖD], κατά την οποία “δυσμενή μεταχείριση” συνιστά κάθε συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) η οποία θίγει κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα;

6)

Δύναται ο όρος “εκ πρώτης όψεως ουδέτερη πρακτική” κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 να εφαρμοσθεί στην πρακτική της [CHEZ RB] η οποία συνίσταται στην τοποθέτηση οργάνων μετρήσεως σε ύψος έξι έως επτά μέτρων; Έχει ο όρος “εκ πρώτης όψεως” την έννοια ότι η πρακτική είναι προδήλως ουδέτερη ή την έννοια ότι αυτή δημιουργεί μόνον εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι είναι ουδέτερη, δηλαδή ότι είναι φαινομενικώς ουδέτερη;

7)

Προκειμένου να υφίσταται έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, επιβάλλεται η ουδέτερη πρακτική να περιάγει σε μειονεκτική θέση τα πρόσωπα λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής ή αρκεί η εν λόγω πρακτική να θίγει απλώς πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής; Συνάδει, συναφώς, προς το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 διάταξη του εθνικού δικαίου όπως το άρθρο 4, παράγραφος 3, του ZZD, κατά το οποίο έμμεση διάκριση υφίσταται όταν πρόσωπο περιέρχεται σε δυσμενέστερη θέση λόγω χαρακτηριστικών μνημονευομένων στην παράγραφο 1 (περιλαμβανομένης της εθνοτικής καταγωγής);

8)

Πώς πρέπει να ερμηνεύεται η φράση “θέτει σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα” κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43; Είναι ανάλογη του όρου “λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση” που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας ή καλύπτει μόνον ιδιαιτέρως σημαντικές, πρόδηλες και σοβαρές περιπτώσεις άνισης μεταχειρίσεως; Θέτει η ως άνω περιγραφόμενη πρακτική, στην προκειμένη περίπτωση, σε μειονεκτική θέση; Εάν δεν υφίσταται ιδιαιτέρως σημαντική, πρόδηλη και σοβαρή περίπτωση περιελεύσεως σε δυσμενή θέση, αρκεί τούτο ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο έμμεσης διακρίσεως (χωρίς να εξετασθεί αν η εκάστοτε πρακτική είναι δικαιολογημένη, πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη θεμιτού σκοπού);

9)

Συνάδουν προς το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2000/43 διατάξεις του εθνικού δικαίου όπως το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του ZZD, που προϋποθέτει “δυσμενέστερη μεταχείριση” για να υφίσταται άμεση διάκριση και “περιέλευση σε δυσμενέστερη θέση” για να υφίσταται έμμεση διάκριση, χωρίς να προβλέπει, όπως η οδηγία 2000/43, διαφοροποίηση ανάλογα με τη σοβαρότητα της εκάστοτε δυσμενούς μεταχειρίσεως;

10)

Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η επίδικη πρακτική της CHEZ RB δικαιολογείται αντικειμενικώς από την ανάγκη διασφαλίσεως της ακεραιότητας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και ορθής μετρήσεως της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας; Επίσης, είναι πρόσφορη αυτή η πρακτική υπό το πρίσμα της υποχρεώσεως της CHEZ RB να διασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση των καταναλωτών στις ενδείξεις των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος; Είναι αναγκαία αυτή η πρακτική, δεδομένου ότι δημοσιεύματα στα μέσα μαζικής ενημερώσεως έχουν καταστήσει γνωστές άλλες, προσιτές από τεχνικής και οικονομικής απόψεως, μεθόδους για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των οργάνων μετρήσεως;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

38

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, καίτοι το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάσταση φαίνεται να εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, αυτής, με αποτέλεσμα να μην κρίνει αναγκαία την υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο, εντούτοις υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού πριν προβεί στην εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν.

39

Ενώ η Βουλγαρική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η επίδικη πρακτική εμπίπτει στο ως άνω καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής, η CHEZ RB υποστηρίζει το αντίθετο. Κατ’ αυτήν, η διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43, κατά την οποία η οδηγία εφαρμόζεται «εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην [Ένωση]», έχει ως συνέπεια η ως άνω οδηγία να μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε σχέση με καταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, κάτι που θα απαιτούσε να είναι εφαρμοστέος στα επίδικα πραγματικά περιστατικά ουσιαστικός κανόνας του δικαίου της Ένωσης. Εντούτοις, κατά τη CHEZ RB, η Ένωση δεν έχει θέσει κανέναν κανόνα σχετικά με την τοποθέτηση μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας ή με τον οπτικό έλεγχο αυτών.

40

Συναφώς, προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2000/43 ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη δημοκρατικών και ανεκτικών κοινωνιών οι οποίες θα επιτρέπουν τη συμμετοχή παντός, ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, μια συγκεκριμένη δράση στον τομέα των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής πρέπει να εκτείνεται πέρα από την πρόσβαση σε δραστηριότητες απασχολήσεως και αυτοαπασχολήσεως και να καλύπτει τομείς όπως οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (βλ. απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn, C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 41).

41

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/43 κάνει γενικώς αναφορά στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που είναι διαθέσιμα στο κοινό, καθώς και στην παροχή αυτών (βλ. απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn, C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 45).

42

Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου της οδηγίας 2000/43 και της φύσεως των δικαιωμάτων στην προστασία των οποίων αυτή αποσκοπεί, καθώς και του γεγονότος ότι η εν λόγω οδηγία αποτελεί εφαρμογή στον οικείο τομέα της αρχής της ισότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται με το άρθρο 21 του Χάρτη, το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας δεν μπορεί να ερμηνεύεται στενώς (απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn, C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 43).

43

Υπό τις συνθήκες αυτές, και καθόσον δεν αμφισβητείται, όπως εξέθεσε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 38 και 39 των προτάσεών της, ότι η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας εμπίπτει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/43, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι η εγκατάσταση στην οικία του καταναλωτή μετρητή καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας, ο οποίος συνδέεται άρρηκτα προς την ως άνω παροχή, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και υπόκειται στην τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που αυτή κατοχυρώνει.

44

Όσον αφορά τη μνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43 στα «όρια των εξουσιών που απονέμονται στην [Ένωση]», αρκεί, στην προκειμένη περίπτωση, να επισημανθεί ότι διατάξεις όπως το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/32 ή το άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 7, της οδηγίας 2009/72, εξεταζόμενες σε συνδυασμό προς το παράρτημα Ι, σημείο 1, στοιχεία ηʹ και θʹ, αυτής, αφορούν τη διάθεση στους τελικούς καταναλωτές ατομικών μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι έχουν ως σκοπό, στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας, να καταστήσουν δυνατή για τους ενδιαφερόμενους τη μέτρηση, την παρακολούθηση και τη ρύθμιση της ενεργειακής τους καταναλώσεως. Δεν υφίσταται λοιπόν αμφιβολία ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα τέτοια διάθεση εμπίπτουν στον τομέα των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, ιδίως δυνάμει του άρθρου 95 ΕΚ, νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ, ή του άρθρου 175 ΕΚ, νυν άρθρο 191 ΣΛΕΕ, διατάξεις οι οποίες αποτελούν το νομικό έρεισμα των ως άνω οδηγιών.

Επί του πρώτου ερωτήματος

45

Κατά τη διατύπωσή του, το πρώτο ερώτημα αφορά τον όρο «εθνοτική καταγωγή» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/43 και του άρθρου 21 του Χάρτη και αποσκοπεί να διασαφηνίσει εάν αυτός έχει την έννοια ότι «καλύπτει συμπαγή ομάδα Βουλγάρων πολιτών καταγωγής Ρομά», όπως οι κάτοικοι της επίμαχης συνοικίας στην υπόθεση της κύριας δίκης.

46

Λαμβανομένης υπόψη της εκτενούς αναλύσεως την οποία περιλαμβάνει σχετικώς η απόφαση περί παραπομπής, όπως συνοψίσθηκε στις σκέψεις 29 έως 33 της παρούσας αποφάσεως, φαίνεται ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου δεν αφορούν το ζήτημα εάν η καταγωγή Ρομά μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «εθνοτική καταγωγή» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/43 και, γενικότερα, του δικαίου της Ένωσης, στοιχείο το οποίο το αιτούν δικαστήριο, ορθώς, θεωρεί δεδομένο. Συγκεκριμένα, η έννοια της εθνοτικής καταγωγής, η οποία εκκινεί από την ιδέα ότι οι κοινωνικές ομάδες χαρακτηρίζονται ιδίως από κοινή εθνικότητα, θρησκευτική πίστη, γλώσσα, πολιτιστική προέλευση και παραδόσεις και κοινό περιβάλλον διαβιώσεως, εφαρμόζεται στην κοινότητα των Ρομά (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, στο πλαίσιο του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, την απόφαση του ΕΔΔΑ Natchova κ.λπ. κατά Βουλγαρίας, αριθ. 43577/98 και 43579/98, CEDH 2005-VII, καθώς και την απόφαση Sejdić και Finbci κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, αριθ. 27996/06 και 34836/06, §§ 43 έως 45 και 50, CEDH 2009).

47

Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 31 και 32 της παρούσας αποφάσεως, το καθοριστικό στοιχείο το οποίο φαίνεται να οδήγησε το αιτούν δικαστήριο στην υποβολή του πρώτου ερωτήματος είναι ότι η επίδικη πρακτική εφαρμόζεται σε ολόκληρη συνοικία η οποία κατοικείται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικώς, από Ρομά.

48

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, εκ του γεγονότος ότι η A. Nikolova εξομοιώνεται, διά της προσφυγής της, προς τον πληθυσμό Ρομά ο οποίος κατοικεί στην οικεία συνοικία, παραλλήλως με τον οποίο υφίσταται τις δυσχέρειες που προξενεί η επίμαχη πρακτική, αυτή μπορεί να εκληφθεί ως αυτοπροσδιοριζόμενη ως Ρομά. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει επίσης ότι, ακόμα κι αν ήθελε κριθεί ότι η A. Nikolova δεν είναι καταγωγής Ρομά, το στοιχείο αυτό δεν θα ήταν ικανό να επηρεάσει ούτε τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2000/43 στην προκειμένη περίπτωση ούτε το γεγονός ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε βασίμως στην προκειμένη περίπτωση να επικαλεστεί παράβαση της οδηγίας σε ό,τι την αφορά.

49

Από την πλευρά της, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου και οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη, η A. Nikolova δήλωσε επισήμως ότι είναι βουλγαρικής εθνικότητας, ότι δεν αυτοπροσδιορίζεται ως Ρομά και ότι δεν πρέπει να εκληφθεί ως Ρομά.

50

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι, με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, εάν ο όρος «διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/43 και, ιδίως, των άρθρων 1 και 2, παράγραφος 1, αυτής, εξεταζομένων, ενδεχομένως, σε συνδυασμό προς το άρθρο 21 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, μπορεί να εφαρμοστεί, ανεξαρτήτως του εάν το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο θίγει πρόσωπα τα οποία έχουν συγκεκριμένη εθνοτική καταγωγή ή πρόσωπα τα οποία, χωρίς να έχουν την καταγωγή αυτή, υφίστανται, από κοινού με τα πρώτα, τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ή τη μειονεκτική θέση που συνεπάγεται το ως άνω μέτρο.

51

Συναφώς, όσον αφορά τη φρασεολογία των διατάξεων της οδηγίας 2000/43, επισημαίνεται ότι το άρθρο της 1 ορίζει ότι αντικείμενό της είναι η θέσπιση πλαισίου για την καταπολέμηση «των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής».

52

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ορίζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ως την απουσία «άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής».

53

Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών της, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας προβλέπει, στην πλειονότητα των γλωσσικών της αποδόσεων, ότι υφίσταται άμεση διάκριση όταν, «λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής», ένα πρόσωπο αντιμετωπίζεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι αντιμετωπίστηκε, αντιμετωπίζεται ή θα αντιμετωπιζόταν σε ανάλογη περίπτωση άλλο πρόσωπο, ενώ μόνο μερικές γλωσσικές αποδόσεις της ως άνω διατάξεως αναφέρονται σε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση την οποία υφίσταται πρόσωπο λόγω της φυλετικής «του» ή εθνοτικής «του» καταγωγής.

54

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, υφίσταται έμμεση διάκριση «όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική, μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία».

55

Καθόσον το γράμμα των ως άνω διατάξεων καθεαυτό δεν καθιστά δυνατόν, δεδομένων, ιδίως, των αποκλίσεων στη γλωσσική απόδοση της οδηγίας 2000/43 που αναφέρθηκαν στη σκέψη 53 της ως άνω αποφάσεως, να απαντηθεί το ερώτημα εάν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό να διασφαλίσει πρέπει να καλύπτει, μεταξύ των προσώπων τα οποία θίγονται από μέτρο συνεπαγόμενο δυσμενή μεταχείριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, μόνο εκείνα τα οποία πράγματι είναι της οικείας φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, είναι σημαντικό, προκειμένου να ερμηνευθούν οι ως άνω διατάξεις, να ληφθεί επίσης υπόψη το πλαίσιό τους, η όλη οικονομία τους και ο σκοπός της οδηγίας 2000/43, της οποίας αποτελούν στοιχείο (βλ. κατά την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση VEMW κ.λπ., C‑17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑450/11, EU:C:2013:611, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου, ήδη υπομνησθείσα στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, δυνάμει της οποίας το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43 δεν μπορεί, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου της οδηγίας και της φύσεως των δικαιωμάτων στην προστασία των οποίων αποσκοπεί, να ορισθεί στενώς, είναι ικανή να δικαιολογήσει ερμηνεία κατά την οποία η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία αναφέρεται η ως άνω οδηγία δεν έχει εφαρμογή σε συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, αλλά εφαρμόζεται σε σχέση με τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 αυτής, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της και σε πρόσωπα τα οποία, καίτοι δεν ανήκουν τα ίδια στην οικεία φυλή ή εθνότητα, εντούτοις υφίστανται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή ή περιέρχονται σε μειονεκτική θέση για έναν από αυτούς τους λόγους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Coleman, C‑303/06, EU:C:2008:415, σκέψεις 38 και 50).

57

Αυτή η ερμηνεία ενισχύεται, εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 16 και από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, κατά τα οποία η προστασία κατά των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής που έχει ως σκοπό να διασφαλίσει πρέπει να παρέχεται σε «όλα» τα πρόσωπα.

58

Ενισχύεται, επίσης, τόσο από το γράμμα του άρθρου 13 ΕΚ, νυν, κατόπιν τροποποιήσεων, άρθρου 19 ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί το νομικό έρεισμα της οδηγίας 2000/43 και το οποίο παρέχει αρμοδιότητα στην Ένωση να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση κάθε διακρίσεως λόγω, μεταξύ άλλων, φυλετικής και εθνοτικής καταγωγής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Coleman, C‑303/06, EU:C:2008:415, σκέψη 38), όσο και από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φυλετικής και εθνοτικής καταγωγής, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη, του οποίου η ως άνω οδηγία αποτελεί την ειδική έκφανση στους τομείς που καλύπτονται από αυτήν, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών της (βλ. απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn, C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 43, καθώς και, κατ’ αναλογίαν, απόφαση Felber, C‑529/13, EU:C:2015:20, σκέψεις 15 και 16).

59

Όσον αφορά την επίμαχη κατάσταση στην υπόθεση της κύριας δίκης, ακόμα κι αν γίνει δεκτό ότι η A. Nikolova δεν είναι Ρομά, όπως τονίζει η ίδια ενώπιον του Δικαστηρίου, γεγονός παραμένει ότι η καταγωγή Ρομά, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η καταγωγή της πλειονότητας των κατοίκων της συνοικίας στην οποία η A. Nikolova ασκεί τη δραστηριότητά της, αποτελεί το στοιχείο βάσει του οποίου η ίδια εκτιμά ότι υπέστη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ή περιήλθε σε μειονεκτική θέση.

60

Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο όρος «διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής», κατά την έννοια της οδηγίας 2000/43, και ιδίως των άρθρων 1 και 2, παράγραφος 1 αυτής, έχει την έννοια ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, στις οποίες το σύνολο των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας σε συνοικία πόλης η οποία ως επί το πλείστον κατοικείται από Ρομά είναι τοποθετημένοι σε πυλώνες του εναέριου δικτύου παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε ύψος έξι έως επτά μέτρων, ενώ οι αντίστοιχοι μετρητές τοποθετούνται σε ύψος μικρότερο των δύο μέτρων σε άλλες συνοικίες, πρέπει να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του εάν το ως άνω συλλογικό μέτρο θίγει τα πρόσωπα ορισμένης εθνοτικής καταγωγής ή εκείνα τα οποία, χωρίς να είναι αυτής της καταγωγής, υφίστανται, από κοινού με τα πρώτα, τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ή περιέρχονται στη μειονεκτική θέση που συνεπάγεται το ως άνω μέτρο.

Επί του πέμπτου ερωτήματος

61

Κατά τη διατύπωση του πέμπτου ερωτήματος, το οποίο προσήκει να εξεταστεί δεύτερο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η παράγραφος 1, σημείο 7, των συμπληρωματικών διατάξεων του ZZD κατά την οποία «δυσμενή μεταχείριση» συνιστά κάθε συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) η οποία θίγει κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο «δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα» συνάδει προς την οδηγία 2000/43.

62

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της συμβατότητας των κανόνων του εσωτερικού δικαίου προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που άπτονται του δικαίου της Ένωσης και δίδουν στο δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα κανόνων του εσωτερικού δικαίου προς τη νομοθεσία της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Placanica κ.λπ., C‑338/04, C‑359/04 και C‑360/04, EU:C:2007:133, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63

Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι προκύπτει από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου ότι η ως άνω έννοια της «δυσμενούς μεταχειρίσεως» εφαρμόζεται, δυνάμει του εθνικού δικαίου, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη διακρίσεως τόσο άμεσης όσο και έμμεσης, κατά την έννοια, αντιστοίχως, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 4 του ZZD.

64

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι με το πέμπτο ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί εάν η οδηγία 2000/43, και ιδίως τα άρθρα 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχεία αʹ και βʹ, αυτής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου προβλέπουσα ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής στους τομείς οι οποίοι καλύπτονται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ή η περιέλευση σε μειονεκτική θέση, στα οποία αναφέρονται, αντιστοίχως, τα σημεία αʹ και βʹ, πρέπει να συνίστανται σε προσβολή δικαιωμάτων ή εννόμων συμφερόντων.

65

Συναφώς, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 της οδηγίας 2000/43, αυτή έχει ως σκοπό να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη δημοκρατικών και ανεκτικών κοινωνιών οι οποίες θα επιτρέπουν τη συμμετοχή παντός, ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, και ότι, προς αυτόν τον σκοπό, πρέπει να απαγορεύεται σε όλη την Ένωση κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε ό,τι αφορά τους τομείς που καλύπτονται από αυτήν. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επίσης επιβεβαιώνει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά την έννοια αυτής συνεπάγεται απουσία «κάθε» άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής

66

Εν συνεχεία, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, το πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας δεν μπορεί να ορισθεί στενώς.

67

Τέλος, η αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας 2000/43 υπογραμμίζει ότι σκοπός της οδηγίας είναι η εξασφάλιση ενός υψηλού κοινού επιπέδου προστασίας έναντι των διακρίσεων σε όλα τα κράτη μέλη. Συναφώς, προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ότι αυτή θέτει «ελάχιστες προϋποθέσεις», χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που είναι «ευνοϊκότερες» για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

68

Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι διάταξη του εθνικού δικαίου, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία αξιολογεί ως συμπεριφορά «λιγότερο ευνοϊκή» ή «περιαγωγή σε μειονεκτική θέση», κατά την έννοια των στοιχείων αʹ και βʹ και του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/43, μόνον τις συμπεριφορές οι οποίες προσβάλλουν «δικαίωμα» ή «έννομο συμφέρον» προσώπου, θέτει προϋπόθεση η οποία δεν προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, περιορίζει το πεδίο της προστασίας την οποία διασφαλίζει η εν λόγω οδηγία.

69

Κατόπιν των ανωτέρω, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/43 και ιδίως τα άρθρα 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχεία αʹ και βʹ, αυτής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου προβλέπουσα ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής στους τομείς οι οποίοι καλύπτονται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ή η μειονεκτική θέση, στα οποία αναφέρονται, αντιστοίχως, τα σημεία αʹ και βʹ, πρέπει να συνίστανται σε προσβολή δικαιωμάτων ή εννόμων συμφερόντων.

Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

70

Με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του, τα οποία προσήκει να εξετασθούν από κοινού, τρίτα κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι μέτρο όπως η επίδικη πρακτική είναι ικανό να δημιουργήσει κατάσταση στην οποία πρόσωπα γίνονται, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, αντικείμενο «λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως» από άλλα πρόσωπα «σε ανάλογη κατάσταση» για λόγους σχετικούς, εν όλω ή εν μέρει, με την εθνοτική καταγωγή, με αποτέλεσμα η πρακτική αυτή να εισάγει άμεση διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως.

71

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν παρέχει στο Δικαστήριο αρμοδιότητα να εφαρμόζει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά μόνο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των Συνθηκών και των πράξεων των οργάνων της Ένωσης. Το Δικαστήριο μπορεί όμως, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα του ήταν χρήσιμα κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της τάδε ή της δείνα διατάξεως του δικαίου αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Feryn, C‑54/07, EU:C:2008:397, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72

Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία 2000/43 αποτελεί την ειδική έκφανση, στους τομείς που καλύπτονται από αυτήν, της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φυλετικής και εθνοτικής καταγωγής, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη.

73

Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας αυτής παραπέμπει σε διάφορες διεθνείς συμφωνίες, μεταξύ των οποίων ιδίως στη Διεθνή Σύμβαση για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, η οποία υιοθετήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1965. Κατά το άρθρο 1 της Συμβάσεως αυτής, η διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής προσώπου αποτελεί μορφή φυλετικής διακρίσεως.

74

Τρίτον, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 9, 12 και 13 της οδηγίας 2000/43, ο νομοθέτης της Ένωσης επιδίωξε επίσης να υπογραμμίσει, αφενός, ότι οι διακρίσεις λόγω φυλής ή εθνοτικής καταγωγής μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης, ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, καθώς και τον σκοπό αναπτύξεως της Ένωσης ως χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και, αφετέρου, η απαγόρευση κάθε διακρίσεως αυτού του τύπου που επιτάσσει η ως άνω οδηγία στους τομείς που καλύπτει έχει ιδίως ως σκοπό την ανάπτυξη δημοκρατικών και ανεκτικών κοινωνιών οι οποίες επιτρέπουν τη συμμετοχή όλων των ατόμων, όποια κι αν είναι η φυλετική ή εθνοτική τους καταγωγή.

75

Υπό το πρίσμα των προκαταρκτικών αυτών εκτιμήσεων όσον αφορά, πρώτον, το εάν θα μπορούσε να κριθεί ότι η διαφορά μεταχειρίσεως η οποία απορρέει από την επίδικη πρακτική καθιερώθηκε λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43, ζήτημα το οποίο αποτελεί το αντικείμενο του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι το γεγονός καθεαυτό ότι στην επίμαχη συνοικία κατοικούν επίσης πολίτες οι οποίοι δεν είναι Ρομά δεν είναι ικανό να αποκλείσει το ενδεχόμενο τέτοια πρακτική να καθιερώθηκε κατόπιν συνεκτιμήσεως της καταγωγής Ρομά της πλειονότητας των κατοίκων της συνοικίας αυτής.

76

Εν συνεχεία, πρέπει να διευκρινισθεί, λαμβανομένης υπόψη και της αναφοράς που γίνεται στο τέταρτο ερώτημα σε μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή η οποία θα μπορούσε να οφείλεται «εν όλω ή εν μέρει» στο γεγονός ότι αφορά Ρομά, ότι εξαρκεί, για την ύπαρξη άμεσης διακρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43, αυτή η εθνοτική καταγωγή να καθόρισε την απόφαση περί καθιερώσεως τέτοιας μεταχειρίσεως, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 2000/43 σχετικά με τις ουσιαστικές και καθοριστικές επαγγελματικές προϋποθέσεις και τη θέσπιση ειδικών μέτρων από τα κράτη μέλη με σκοπό την πρόληψη ή την αντιστάθμιση μειονεκτημάτων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, εξαιρέσεις που δεν είναι κρίσιμες στην υπό κρίση υπόθεση.

77

Τέλος, από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43 προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία φρονεί κάποιος ότι θίγεται από τη μη τήρηση έναντι αυτού της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και αποδεικνύει, ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως, ο εναγόμενος φέρει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

78

Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι στο πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως απόκειται, σε πρώτο στάδιο, να αποδείξει πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως, στο δε πλαίσιο της αποδείξεως των πραγματικών περιστατικών από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως πρέπει να διασφαλίζεται ότι η άρνηση παροχής πληροφοριών εκ μέρους του εναγομένου δεν διακυβεύει την υλοποίηση των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 2000/43 (βλ. απόφαση Meister, C‑415/10, EU:C:2012:217, σκέψεις 36 και 40).

79

Στο εθνικό δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή απόκειται να εκτιμά, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και/ή την εθνική πρακτική, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2000/43 (απόφαση Meister, C‑415/10, EU:C:2012:217, σκέψη 37).

80

Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να λάβει υπόψη όλα τα σχετικά με την επίδικη πρακτική πραγματικά περιστατικά, προκειμένου να κρίνει αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ώστε τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη άμεσης διακρίσεως λόγω εθνοτικής καταγωγής να θεωρηθούν αποδεδειγμένα και να μεριμνήσει ώστε η άρνηση παροχής πληροφοριών εκ μέρους της εναγόμενης, εν προκειμένω της CHEZ RB, στο πλαίσιο της αποδείξεως των πραγματικών περιστατικών, να μη διακυβεύσει την υλοποίηση των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 2000/43 (βλ. κατά την έννοια αυτή απόφαση Meister, C‑415/10, EU:C:2012:217, σκέψη 42).

81

Συναφώς, μεταξύ των στοιχείων που είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη συγκαταλέγεται το ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, δεν αμφισβητείται από τη CHEZ RB ότι καθιέρωσε την επίδικη πρακτική μόνο σε συνοικίες της πόλης οι οποίες, όπως ακριβώς η συνοικία «Gizdova mahala», είναι παγκοίνως γνωστό ότι κατοικούνται, ως επί το πλείστον, από Βούλγαρους πολίτες καταγωγής Ρομά.

82

Το ίδιο ισχύει και για το στοιχείο που επικαλέστηκε η KZD στις παρατηρήσεις τις οποίες κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά το οποίο η CHEZ RB, στο πλαίσιο διαφόρων υποθέσεων για τις οποίες είχε γίνει προσφυγή στην KZD, είχε υποστηρίξει ότι, κατά την εκτίμησή της, οι υλικές φθορές και οι παράνομες ηλεκτροληψίες προέρχονται κυρίως από πολίτες καταγωγής Ρομά. Συνεπώς, τέτοια επιχειρηματολογία θα μπορούσε να σημαίνει ότι η επίδικη πρακτική βασίζεται σε στερεότυπα ή σε προκαταλήψεις σχετικά με εθνοτική καταγωγή, με αποτέλεσμα να συμπλέκονται λόγοι σχετικοί με τη φυλετική καταγωγή με άλλους λόγους.

83

Μεταξύ των στοιχείων που θα μπορούσαν επίσης να ληφθούν υπόψη συγκαταλέγεται το αναφερόμενο από το αιτούν δικαστήριο γεγονός ότι η CHEZ RB, παρά τις σχετικές εκκλήσεις που της απηύθυνε το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο του βάρους αποδείξεως, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για τις προβαλλόμενες υλικές φθορές και για τις δολιοφθορές των μετρητών καταναλώσεων ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και για τις παράνομες ρευματοληψίες, υποστηρίζοντας ότι όλα αυτά είναι παγκοίνως γνωστά.

84

Το αιτούν δικαστήριο πρέπει, επίσης, να λάβει υπόψη, τον καθ’ επιβολήν, γενικευμένο και μακροχρόνιο χαρακτήρα της επίδικης πρακτικής η οποία, αφενός, λόγω του ότι επεκτάθηκε αδιακρίτως σε όλους τους κατοίκους της συνοικίας, ανεξαρτήτως του εάν οι ατομικοί μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας είχαν γίνει αντικείμενο δολιοφθοράς ή χρησιμοποιήθηκαν για παράνομες ρευματοληψίες και της ταυτότητας των αυτουργών αυτών των ενεργειών και, αφετέρου, λόγω του ότι έχει διαρκέσει σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια από τότε που καθιερώθηκε, μπορεί να σημαίνει ότι οι κάτοικοι της εν λόγω συνοικίας, στην οποία είναι παγκοίνως γνωστό ότι κατοικούν ως επί το πλείστον Βούλγαροι πολίτες καταγωγής Ρομά, κρίνονται, στο σύνολό τους, ως δυνάμει αυτουργοί τέτοιων παράνομων ενεργειών. Τέτοια αντίληψη μπορεί επίσης να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τη σφαιρική εκτίμηση της επίδικης πρακτικής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Asociația Accept, C‑81/12, EU:C:2013:275, σκέψη 51).

85

Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εάν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει ότι προκύπτει η ύπαρξη διακρίσεως, η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως απαιτεί το βάρος αποδείξεως να φέρουν οι εναγόμενοι διάδικοι, οι οποίοι καλούνται να αποδείξουν ότι δεν παραβιάστηκε η ανωτέρω αρχή (βλ., ιδίως, απόφαση Coleman, C‑303/06, EU:C:2008:415, σκέψη 54, και Asociația Accept, C‑81/12, EU:C:2013:275, σκέψη 55). Εν τοιαύτη περιπτώσει, στη CHEZ RB, ως εναγόμενη, θα απόκειτο να αντικρούσει την ύπαρξη τέτοιας παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αποδεικνύοντας ότι η καθιέρωση της επίδικης πρακτικής και η διατήρησή της σε ισχύ ουδόλως βασίζονται στο γεγονός ότι οι επίμαχες συνοικίες είναι συνοικίες οι οποίες ως επί το πλείστον κατοικούνται από Βούλγαρους πολίτες καταγωγής Ρομά, αλλά εδράζονται αποκλειστικώς σε αντικειμενικούς και ξένους προς κάθε μορφή διακρίσεως λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής παράγοντες (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Coleman, C‑303/06, EU:C:2008:415, σκέψη 55, καθώς και Asociația Accept, C‑81/12, EU:C:2013:275, σκέψη 56).

86

Δεύτερον, όσον αφορά τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος, ήτοι, αντιστοίχως, την ύπαρξη «λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως» και τον «ανάλογο» χαρακτήρα των εξεταζομένων καταστάσεων, είναι αδιαμφισβήτητο ότι πρακτική όπως η επίδικη εμφανίζει τέτοια χαρακτηριστικά.

87

Ειδικότερα, αφενός, η δυσμενής μεταχείριση των πολιτών, ως επί το πλείστον Ρομά, οι οποίοι κατοικούν στην επίμαχη συνοικία της πόλης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί λαμβανομένης υπόψη τόσο της εξαιρετικής δυσχέρειας, αν όχι πλήρους αδυναμίας τους, να ελέγχουν τον μετρητή τους ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να παρακολουθούν την κατανάλωσή τους όσο και με τον εξευτελιστικό και στιγματίζοντα χαρακτήρα της πρακτικής αυτής, ο οποίος επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 84 της παρούσας αποφάσεως.

88

Αφετέρου, όσον αφορά το εάν είναι δυνατόν να πληρούται, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη «ανάλογης καταστάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43, προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής ότι οι σχετικές αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου σχετίζονται προς το διττό γεγονός ότι τα πρόσωπα τα οποία δεν είναι Ρομά και τα οποία κατοικούν στις «συνοικίες Ρομά» θίγονται επίσης από την επίδικη πρακτική και, αντιστρόφως, οι Ρομά οι οποίοι κατοικούν σε συνοικίες όπου η πλειονότητα των κατοίκων δεν είναι Ρομά εκφεύγουν της επίδικης πρακτικής.

89

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απαίτηση περί αναλόγου χαρακτήρα των καταστάσεων προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν (βλ. μεταξύ άλλων απόφαση Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 25).

90

Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, διαπιστώνεται ότι, καταρχήν, το σύνολο των τελικών καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας που εξυπηρετείται από τον ίδιο διανομέα στο πλαίσιο του ίδιου αστικού τομέα, ανεξαρτήτως της συνοικίας στην οποία διαμένουν οι καταναλωτές αυτοί, πρέπει να εκληφθούν ως ευρισκόμενοι, ως προς τον διανομέα αυτόν, σε ανάλογη κατάσταση όσον αφορά τη διάθεση μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας με σκοπό τη μέτρηση της καταναλώσεώς τους και τη δυνατότητά τους να παρακολουθούν την εξέλιξή της.

91

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στα ερωτήματα δύο έως τέσσερα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι μέτρο όπως η επίδικη πρακτική αποτελεί άμεση διάκριση εάν αποδειχθεί ότι το εν λόγω μέτρο καθιερώθηκε και/ή διατηρήθηκε σε ισχύ για λόγους σχετικούς προς την εθνοτική καταγωγή, η οποία είναι κοινή για την πλειονότητα των κατοίκων της οικείας συνοικίας, στοιχείο το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, καθώς και τους κανόνες σχετικά με την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας.

Επί του έκτου, του έβδομου, του όγδοου και του ένατου ερωτήματος

92

Με τα ερωτήματα έξι έως εννέα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν τέταρτα κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, ως προς το περιεχόμενο των όρων «εκ πρώτης όψεως ουδέτερης πρακτικής» και της «μειονεκτικής θέσεως για πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής συγκριτικά με άλλα πρόσωπα», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, καθώς και εάν, αν υποτεθεί ότι πρακτική όπως η επίδικη δεν συνιστά άμεση διάκριση, εντούτοις πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις και δύναται, κατά συνέπεια, να συνιστά έμμεση διάκριση κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης εάν η ίδια διάταξη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου προβλέπουσα ότι, για να υφίσταται τέτοια έμμεση διάκριση, η μειονεκτική θέση πρέπει να οφείλεται σε λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

93

Όσον αφορά, καταρχάς, την ύπαρξη «πρακτικής εκ πρώτης όψεως ουδέτερης» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, καθώς και το εάν η έννοια αυτή πρέπει να γίνει αντιληπτή, όπως ερωτά το αιτούν δικαστήριο στο έκτο ερώτημά του, ως ορίζουσα πρακτική η οποία έχει «προδήλως» ουδέτερο χαρακτήρα ή πρακτική «φαινομενικώς» ή «εκ πρώτης όψεως» ουδέτερη, είναι αδιαμφισβήτητο, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 92 των προτάσεών της, ότι η ως άνω έννοια πρέπει να νοηθεί υπό τη δεύτερη ως άνω εκδοχή.

94

Πέραν του γεγονότος ότι ανταποκρίνεται στην φυσική έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούνται, η ως άνω εκδοχή επιβάλλεται να προκριθεί και υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια της έμμεσης διακρίσεως, κατά την οποία, εν αντιθέσει προς την άμεση διάκριση, μπορεί να απορρέει και από μέτρο το οποίο, ακόμα κι αν το γράμμα του είναι ουδέτερα διατυπωμένο, ήτοι αναφέρεται σε κριτήρια τα οποία δεν συνδέονται προς το προστατευόμενο χαρακτηριστικό, εντούτοις θέτει σε μειονεκτική θέση ιδίως τα πρόσωπα τα οποία έχουν το εν λόγω χαρακτηριστικό (βλ. κατ’ αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, απόφαση Z., C‑363/12, EU:C:2014:159, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95

Δεύτερον, όσον αφορά τις αμφιβολίες που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο, με το έβδομο ερώτημά του, σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του ZZD, κατά το οποίο έμμεση διάκριση υφίσταται όταν πρόσωπο περιέρχεται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με άλλα πρόσωπα λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στα ερωτήματα δύο έως τέσσερα, εάν αποδειχθεί ότι μέτρο το οποίο εισάγει διαφορετική μεταχείριση καθιερώθηκε για σχετικούς προς την εθνοτική καταγωγή λόγους, τέτοιο μέτρο πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «άμεση διάκριση», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43.

96

Αντιθέτως, έμμεση διάκριση βάσει φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής δεν προϋποθέτει την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας για το επίμαχο μέτρο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 94 της παρούσας αποφάσεως, για να δύναται μέτρο να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, αρκεί αυτό να θέτει σε μειονεκτική θέση ιδίως τα πρόσωπα τα οποία έχουν το εν λόγω χαρακτηριστικό, ακόμα κι αν χρησιμοποιεί κριτήρια ουδέτερα, τα οποία δεν βασίζονται στο προστατευόμενο χαρακτηριστικό.

97

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία συναρτά την ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως προς την απαίτηση το επίμαχο μέτρο να ελήφθη για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

98

Τρίτον, όσον αφορά τη διευκρίνιση που περιλαμβάνει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, σχετικά με την ύπαρξη «μειονεκτικής θέσεως» για πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε σχέση με άλλα πρόσωπα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, στο όγδοο ερώτημά του, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας ορίζει την άμεση διάκριση αναφερόμενο στην ύπαρξη «λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως». Λαμβανομένης υπόψη αυτής της ορολογικής διακρίσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν μόνον «ιδιαιτέρως σημαντική, πρόδηλη και σοβαρή περίπτωση» είναι ικανή να συνεπάγεται περιέλευση σε «μειονεκτική θέση» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43.

99

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν προκύπτει ούτε από τον όρο «μειονεκτική θέση», ο οποίος χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ούτε από τη λοιπή φρασεολογία της ως άνω διατάξεως ότι τέτοια μειονεκτική θέση μπορεί να υπάρχει μόνο σε ιδιαιτέρως σημαντική, πρόδηλη και σοβαρή περίπτωση ανισότητας.

100

Αντιθέτως, η ως άνω προϋπόθεση έχει την έννοια ότι είναι ιδίως τα πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής που περιέρχονται σε μειονεκτική θέση λόγω του επίμαχου μέτρου.

101

Αφενός, τέτοια ερμηνεία συνάδει προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία αναπτύχθηκε με αφορμή την έννοια της έμμεσης διακρίσεως, νομολογία από την οποία προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι τέτοια διάκριση είναι δυνατόν να προκύψει οσάκις η εφαρμογή εθνικού μέτρου, καίτοι διατυπωμένου με ουδέτερο τρόπο, στην πράξη θέτει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό προσώπων που διαθέτουν το προστατευόμενο προσωπικό χαρακτηριστικό απ’ ό,τι πρόσωπα τα οποία δεν το διαθέτουν (βλ. μεταξύ άλλων, κατ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις Z., C‑363/12, EU:C:2014:159, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Cachaldora Fernández, C‑527/13, EU:C:2015:215, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

102

Αφετέρου, η ως άνω ερμηνεία είναι, εν αντιθέσει προς εκείνη βάσει της οποίας μόνο ιδιαιτέρως σημαντικές, πρόδηλες και σοβαρές περιπτώσεις ανισότητας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, η πλέον σύμφωνη προς τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης οι οποίοι υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 42, 67 και 72 έως 74 της παρούσας αποφάσεως.

103

Τέταρτον, όσον αφορά το ένατο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με το εάν το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του ZZD, που προϋποθέτει «δυσμενέστερη μεταχείριση» για την ύπαρξη τόσο άμεσης όσο και έμμεσης διακρίσεως, χωρίς να προβλέπει διαφοροποίηση ανάλογα με τη σοβαρότητα της εκάστοτε δυσμενούς μεταχειρίσεως, συνάδει προς την οδηγία 2000/43, αρκεί να επισημανθεί ότι προκύπτει από την ερμηνεία που έγινε δεκτή στις σκέψεις 99 έως 102 της παρούσας αποφάσεως σχετικά με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της ως άνω οδηγίας ότι δεν απαιτείται συγκεκριμένος βαθμός σοβαρότητας όσον αφορά τη μειονεκτική θέση η οποία αναφέρεται στην τελευταία αυτή διάταξη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απουσία τέτοιου κριτήριου σοβαρότητας στην προαναφερθείσα εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να εγείρει ζήτημα ασυμβατότητας προς την ως άνω οδηγία.

104

Πέμπτον, όσον αφορά το έκτο και το όγδοο ερώτημα σχετικά με το εάν πρακτική όπως η επίδικη έχει χαρακτήρα «προδήλως» ουδέτερο και εάν θέτει σε «μειονεκτική θέση» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 όπως ορίζεται ανωτέρω, πρέπει να υπομνησθεί, όπως ήδη έγινε στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, ότι, καίτοι στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά και να εφαρμόσει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα του ήταν χρήσιμα κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της τάδε ή της δείνα διατάξεως του δικαίου αυτού.

105

Στην προκειμένη περίπτωση, εάν υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη πρακτική συνιστά άμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, πρέπει να επισημανθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά όπως διαπιστώθηκαν από το αιτούν δικαστήριο καθιστούν δυνατή την κρίση ότι τέτοια πρακτική έχει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ώστε να συνιστά έμμεση διάκριση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εκτός αν μπορεί να δικαιολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43.

106

Συγκεκριμένα, είναι αδιαμφισβήτητο, πρώτον, ότι η πρακτική αυτή και το κριτήριο αποκλειστικώς βάσει του οποίου εφαρμόζεται, ήτοι ο εντοπισμός των επίμαχων κατοικιών σε συνοικία στην οποία έχουν διαπιστωθεί πλείστες όσες δολιοφθορές και υλικές φθορές στους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και παράνομες ρευματοληψίες, θα αποτελούσαν πρακτική και κριτήριο εκ πρώτης όψεως ουδέτερα κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 93 και 94 της παρούσας αποφάσεως.

107

Δεύτερον, καθόσον είναι σαφές, λαμβανομένων υπόψη των όσων αναφέρονται στην απόφαση περί παραπομπής, ότι η ως άνω πρακτική αναπτύχθηκε μόνο σε συνοικίες της πόλης οι οποίες, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατοικούνται ως επί το πλείστον από Ρομά, τέτοια πρακτική είναι ικανή να επηρεάσει σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό τα πρόσωπα της συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής και, ως εκ τούτου, να περιαγάγει, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, όπως προσδιορίστηκε στις σκέψεις 100 έως 102 της παρούσας αποφάσεως, τα πρόσωπα αυτής της καταγωγής σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλα πρόσωπα.

108

Όπως υπογραμμίσθηκε ήδη στη σκέψη 87 της παρούσας αποφάσεως, τέτοια μειονεκτική θέση συνίσταται, ιδίως, στον εξευτελιστικό και στιγματιστικό χαρακτήρα της επίδικης πρακτικής και στο γεγονός ότι καθιστά εξαιρετικά δυσχερή, αν όχι αδύνατον, τον έλεγχο από τον τελικό καταναλωτή του μετρητή του ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να παρακολουθεί την κατανάλωσή του.

109

Κατόπιν των ανωτέρω, στα ερωτήματα έξι έως εννέα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι:

η διάταξη αυτή αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου προβλέπουσα ότι, για να υφίσταται έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, η μειονεκτική θέση πρέπει να οφείλεται σε λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής·

με τον όρο «εκ πρώτης όψεως ουδέτερη» διάταξη, κριτήριο ή πρακτική κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως νοείται διάταξη, κριτήριο ή πρακτική τα οποία διατυπώνονται ή εφαρμόζονται φαινομενικώς ουδέτερα, ήτοι κατόπιν συνεκτιμήσεως παραμέτρων διαφορετικών του προστατευόμενου χαρακτηριστικού και όχι ισοβαρούς προς αυτό περιεχομένου·

με τον όρο «μειονεκτική θέση», κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, δεν νοείται ιδιαιτέρως σημαντική, πρόδηλη και σοβαρή περίπτωση ανισότητας, αλλά ότι πρόκειται ιδίως για πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής που περιέρχονται σε μειονεκτική θέση λόγω της επίμαχης διατάξεως, του κριτηρίου ή της πρακτικής·

ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρακτική όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνιστά άμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας, τέτοια πρακτική είναι καταρχήν ικανή να περιαγάγει, κατά την έννοια του στοιχείου βʹ του ως άνω άρθρου 2, παράγραφος 2, σε μειονεκτική θέση πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής σε σχέση με άλλα πρόσωπα.

Επί του δεκάτου ερωτήματος

110

Με το δέκατό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι πρακτική όπως η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να δικαιολογείται αντικειμενικώς από την ανάγκη διασφαλίσεως της ακεραιότητας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και ορθής μετρήσεως της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ελεύθερης προσβάσεως των τελικών καταναλωτών στις ενδείξεις των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και ιδίως μολονότι δημοσιεύματα στα μέσα μαζικής ενημερώσεως έχουν καταστήσει γνωστές άλλες, προσιτές από τεχνικής και οικονομικής απόψεως, μεθόδους για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των οργάνων μετρήσεως.

111

Όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, υφίσταται έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

112

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων και των σκοπών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 72 έως 74 της παρούσας αποφάσεως, σε περίπτωση διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, η έννοια της αντικειμενικής δικαιολογήσεως πρέπει να ερμηνεύεται στενώς.

113

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής και τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η CHEZ RB ενώπιον του Δικαστηρίου, η ως άνω εταιρία υποστηρίζει ότι η επίδικη πρακτική καθιερώθηκε για την καταπολέμηση της προκλήσεως πολλαπλών υλικών φθορών και δολιοφθορών στους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και των παράνομων ρευματοληψιών, που είχαν διαπιστωθεί στην οικεία συνοικία. Επομένως, η επίδικη πρακτική έχει ως σκοπό τόσο να παρεμποδίσει την απάτη και τις καταχρήσεις, όσο και να προστατεύσει τα άτομα από τους κινδύνους που συνεπάγονται τέτοιες συμπεριφορές για τη ζωή και την υγεία τους, καθώς και να διασφαλίσει την ποιότητα και την ασφάλεια της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας προς το συμφέρον όλων των καταναλωτών.

114

Πρώτον, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως επισημαίνει και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 117 των προτάσεών της, ότι, εν συνόλω εξεταζόμενοι, τέτοιοι σκοποί συνιστούν θεμιτούς σκοπούς αναγνωρισμένους από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης και της εγκληματικότητας, απόφαση Placanica κ.λπ., C‑338/04, C‑359/04 και C‑360/04, EU:C:2007:133, σκέψεις 46 και 55).

115

Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι τα εξεταζόμενα μέτρα πρέπει, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, να δικαιολογούνται «αντικειμενικά» για την επίτευξη τέτοιων σκοπών.

116

Yπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, και καθόσον η CHEZ RB βασίζεται, προκειμένου να δικαιολογήσει την επίδικη πρακτική, στην ύπαρξη πολλαπλών υλικών φθορών και πολλαπλών παράνομων ρευματοληψιών από τους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες είχαν λάβει χώρα στο παρελθόν στην οικεία συνοικία, καθώς και στον κίνδυνο διαιωνίσεως παρόμοιων συμπεριφορών, απόκειται τουλάχιστον στην εταιρία αυτή, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 115 των προτάσεών της, να αποδείξει αντικειμενικώς, αφενός, την ύπαρξη και το πραγματικό εύρος των ως άνω παράνομων συμπεριφορών, και αφετέρου, λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι έχουν έκτοτε μεσολαβήσει περίπου 25 χρόνια, για ποιους συγκεκριμένους λόγους, ως έχουν σήμερα τα πράγματα στην οικεία συνοικία, υφίσταται κίνδυνος διαιωνίσεως παρόμοιων υλικών φθορών των μετρητών και παράνομων ρευματοληψιών.

117

Προκειμένου να ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως που φέρει συναφώς, δεν αρκεί η CHEZ RB να προβάλλει ότι τέτοιες συμπεριφορές και τέτοιοι κίνδυνοι είναι «παγκοίνως γνωστοί», όπως φαίνεται ότι έπραξε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

118

Τρίτον, εάν η CHEZ RB είναι σε θέση να αποδείξει ότι η επίδικη πρακτική επιδιώκει αντικειμενικώς τους θεμιτούς σκοπούς που η ίδια επικαλείται, θα πρέπει επίσης να αποδείξει, όπως επιτάσσει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, ότι η πρακτική αυτή συνιστά πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την επίτευξη των ως άνω σκοπών.

119

Όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στα σημεία 121 έως 124 των προτάσεών της, φαίνεται, a priori και με την επιφύλαξη των σχετικών οριστικών εκτιμήσεων σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά οι οποίες απόκεινται στο αιτούν δικαστήριο, ότι πρακτική όπως η επίδικη είναι ικανή να διευκολύνει την αποτελεσματική καταπολέμηση των παράνομων συμπεριφορών που προβάλλεται ότι διαπιστώθηκαν στην προκειμένη περίπτωση, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με τον πρόσφορο χαρακτήρα τέτοιας πρακτικής προς επίτευξη των προβαλλόμενων θεμιτών σκοπών.

120

Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το εάν η επίμαχη πρακτική είναι αναγκαία για την επίτευξη των ίδιων σκοπών, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται προπαντός να διαπιστώσει εάν οι συνοικίες της πόλης όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στις οποίες η CHEZ RB εφαρμόζει την επίδικη πρακτική, έχουν ιδιαιτερότητες τέτοιες, που άλλα πρόσφορα αλλά λίγο επιτακτικά μέτρα δεν θα καθιστούσαν δυνατή την επίλυση των διαπιστωθέντων προβλημάτων.

121

Συναφώς, η KZD υποστηρίζει, στις παρατηρήσεις της, ότι άλλες εταιρίες διανομής ηλεκτρικής ενέργειας έχουν εγκαταλείψει την επίδικη πρακτική, προτιμώντας να χρησιμοποιούν άλλες τεχνικές προκειμένου να καταπολεμήσουν το φαινόμενο των υλικών φθορών και των δολιοφθορών, επανατοποθετώντας στις οικείες συνοικίες τους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας στο κανονικό τους ύψος.

122

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει εάν υφίστανται άλλα πρόσφορα και λιγότερο επιτακτικά μέσα για την επίτευξη των σκοπών που επικαλείται η CHEZ RB, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να διαπιστώσει ότι η επίδικη πρακτική δεν μπορεί να κριθεί ως αναγκαία, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43.

123

Εξάλλου, εάν υποτεθεί ότι δεν δύναται να εξευρεθεί κανένα άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό όσο η επίδικη πρακτική, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει επίσης να διαπιστώσει εάν οι δυσχέρειες οι οποίες προκαλούνται από την επίδικη πρακτική είναι υπέρμετρες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς και εάν η πρακτική αυτή προσβάλλει υπέρμετρα τα έννομα συμφέροντα των προσώπων που κατοικούν στις επίμαχες συνοικίες (βλ. κατ’ αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, απόφαση Ingeniørforeningen i Danmark, C‑499/08, EU:C:2010:600, σκέψεις 32 και 47, καθώς και Nelson κ.λπ., C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψεις 76 επ.).

124

Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, καταρχάς, να λάβει υπόψη του το έννομο συμφέρον των τελικών καταναλωτών να έχουν πρόσβαση στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας υπό συνθήκες οι οποίες δεν είναι εξευτελιστικές ή στιγματίζουσες.

125

Θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τον επιτακτικό, γενικευμένο και χρόνιο χαρακτήρα της επίδικης πρακτικής η οποία είναι σαφές, όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 84 της παρούσας αποφάσεως, ότι έχει επιβληθεί αδιακρίτως και επί μακρόν σε όλους τους κατοίκους της οικείας συνοικίας μολονότι, στοιχείο που επίσης απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, καμία ατομική παράνομη ενέργεια δεν μπορεί να αποδοθεί στην πλειονότητα αυτών και ότι αυτοί δεν μπορούν, κατά μείζονα λόγο, να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τέτοιου είδους ενέργειες τρίτων.

126

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, κατά την εκτίμησή του, να λάβει υπόψη το έννομο συμφέρον των τελικών καταναλωτών οι οποίοι κατοικούν στην οικεία συνοικία να δύνανται να ελέγχουν και να παρακολουθούν αποτελεσματικώς και τακτικώς την κατανάλωσή τους ηλεκτρικής ενέργειας, συμφέρον και έλεγχος που, όπως υπογραμμίσθηκε ήδη στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, έχουν ρητώς αναγνωρισθεί και υποστηριχθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης.

127

Καίτοι φαίνεται ότι πρέπει, λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων στοιχείων εκτιμήσεως, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίδικη πρακτική δεν μπορεί να κριθεί δικαιολογημένη κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, καθόσον οι δυσχέρειες που αυτή προκαλεί φαίνονται υπέρμετρες σε σχέση προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να προβεί στις σχετικές τελικές εκτιμήσεις.

128

Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στο δέκατο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι πρακτική όπως η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη ενόψει της ανάγκης κατοχυρώσεως της ασφάλειας του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της δέουσας παρακολουθήσεως της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας μόνον υπό την προϋπόθεση η ως άνω πρακτική να μην υπερβαίνει τα όρια του πρόσφορου και του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη αυτών των θεμιτών σκοπών και υπό την προϋπόθεση οι προκαλούμενες δυσχέρειες να μην είναι υπέρμετρες σε σχέση προς τους σκοπούς αυτούς. Αυτή η προϋπόθεση δεν συντρέχει εάν διαπιστωθεί, έργο που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, είτε ότι υφίστανται άλλα πρόσφορα μέσα, λιγότερο επιτακτικά, τα οποία θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη των ως άνω σκοπών, είτε, ελλείψει άλλων τέτοιων μέσων, ότι η ως άνω πρακτική προσβάλλει υπέρμετρα το έννομο συμφέρον των τελικών καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι κατοικούν στην οικεία συνοικία, η οποία κατοικείται ως επί το πλείστον από Ρομά, να έχουν πρόσβαση στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας υπό συνθήκες οι οποίες δεν έχουν εξευτελιστικό ή στιγματίζοντα χαρακτήρα και οι οποίες τους επιτρέπουν να ελέγχουν τακτικώς την κατανάλωσή τους ηλεκτρικής ενέργειας.

Επί των δικαστικών εξόδων

129

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

1)

Ο όρος «διάκριση βάσει εθνοτικής καταγωγής, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, και, ιδίως, των άρθρων 1 και 2, παράγραφος 1 αυτής, έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, στις οποίες το σύνολο των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας σε συνοικία πόλης η οποία ως επί το πλείστον κατοικείται από Ρομά είναι τοποθετημένοι σε πυλώνες του εναέριου δικτύου παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε ύψος έξι έως επτά μέτρων, ενώ οι αντίστοιχοι μετρητές τοποθετούνται σε ύψος μικρότερο των δύο μέτρων σε άλλες συνοικίες, πρέπει να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του εάν το ως άνω συλλογικό μέτρο θίγει πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής ή πρόσωπα τα οποία, χωρίς να είναι αυτής της καταγωγής, υφίστανται, από κοινού με τα πρώτα, τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ή περιέρχονται στη μειονεκτική θέση που συνεπάγεται το ως άνω μέτρο.

 

2)

Η οδηγία 2000/43 και ιδίως τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 2, στοιχεία αʹ και βʹ, αυτής, έχουν την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη προβλέπουσα ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής στους τομείς οι οποίοι καλύπτονται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ή η μειονεκτική θέση, στα οποία αναφέρονται, αντιστοίχως, τα σημεία αʹ και βʹ, πρέπει να συνίστανται σε προσβολή δικαιωμάτων ή εννόμων συμφερόντων.

 

3)

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι μέτρο όπως αυτό που περιγράφηκε στο σημείο 1 του παρόντος διατακτικού συνιστά άμεση διάκριση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής εάν αποδειχθεί ότι το ως άνω μέτρο καθιερώθηκε και/ή διατηρήθηκε για λόγους σχετικούς με την κοινή εθνοτική καταγωγή της πλειονότητας των κατοίκων της οικείας συνοικίας, στοιχείο που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, καθώς και τους κανόνες σχετικά με την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας.

 

4)

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι:

η διάταξη αυτή αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου προβλέπουσα ότι, για να υφίσταται έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, η μειονεκτική θέση πρέπει να οφείλεται σε λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής·

με τον όρο διάταξη, κριτήριο ή πρακτική «εκ πρώτης όψεως ουδέτερη» κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως νοείται διάταξη, κριτήριο ή πρακτική τα οποία διατυπώνονται ή εφαρμόζονται φαινομενικώς ουδέτερα, ήτοι κατόπιν συνεκτιμήσεως παραμέτρων διαφορετικών του προστατευόμενου χαρακτηριστικού και όχι ισοβαρούς προς αυτό περιεχομένου·

με τον όρο «μειονεκτική θέση» κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως δεν νοείται ιδιαιτέρως σημαντική, πρόδηλη και σοβαρή περίπτωση ανισότητας, αλλά ότι είναι ιδίως τα πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής που περιέρχονται σε μειονεκτική θέση λόγω της επίμαχης διατάξεως, του επίμαχου κριτηρίου ή της επίμαχης πρακτικής·

ακόμη και αν υποτεθεί ότι μέτρο όπως αυτό που περιγράφηκε στο σημείο 1 του διατακτικού της παρούσας αποφάσεως δεν συνιστά άμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας, τέτοια πρακτική είναι καταρχήν ικανή να περιαγάγει, κατά την έννοια του στοιχείου βʹ του ως άνω άρθρου 2, παράγραφος 2, σε μειονεκτική θέση πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής σε σχέση με άλλα πρόσωπα·

τέτοιο μέτρο μπορεί να είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένο ενόψει της ανάγκης διασφαλίσεως της ασφάλειας του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της δέουσας παρακολουθήσεως της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας μόνον υπό την προϋπόθεση να μην υπερβαίνει τα όρια του πρόσφορου και του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη αυτών των θεμιτών σκοπών και υπό την προϋπόθεση οι προκαλούμενες δυσχέρειες να μην είναι υπέρμετρες σε σχέση προς τους σκοπούς αυτούς. Αυτή η προϋπόθεση δεν συντρέχει εάν διαπιστωθεί, έργο που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, είτε ότι υφίστανται άλλα πρόσφορα μέσα, λιγότερο επιτακτικά, τα οποία θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη των ως άνω σκοπών, είτε, ελλείψει άλλων τέτοιων μέσων, ότι η ως άνω πρακτική προσβάλλει υπέρμετρα το έννομο συμφέρον των τελικών καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι κατοικούν στην οικεία συνοικία, η οποία κατοικείται ως επί το πλείστον από Ρομά, να έχουν πρόσβαση στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας υπό συνθήκες οι οποίες δεν έχουν εξευτελιστικό ή στιγματίζοντα χαρακτήρα και οι οποίες τους επιτρέπουν να ελέγχουν τακτικώς την κατανάλωσή τους ηλεκτρικής ενέργειας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

Top