EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CJ0536

Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 16ης Ιουνίου 2011.
Marija Omejc κατά Republika Slovenija.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Upravno sodišče Republike Slovenije - Σλοβενία.
Κοινή γεωργική πολιτική - Κοινοτικά καθεστώτα ενισχύσεως - Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου - Κανονισμός (ΕΚ) 796/2004 - Παρεμπόδιση διενέργειας επιτόπιου ελέγχου - Έννοια - Κύριος γεωργικής εκμεταλλεύσεως που δεν διαμένει σε αυτήν - Αντιπρόσωπος του κυρίου της εκμεταλλεύσεως - Έννοια.
Υπόθεση C-536/09.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-05367

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:398

Υπόθεση C-536/09

Marija Omejc

κατά

Republika Slovenija

(αίτηση του Upravno sodišče Republike Slovenije
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινή γεωργική πολιτική – Κοινοτικά καθεστώτα ενισχύσεως – Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου – Κανονισμός (ΕΚ) 796/2004 – Παρεμπόδιση διενέργειας επιτόπιου ελέγχου – Έννοια – Κύριος γεωργικής εκμεταλλεύσεως που δεν διαμένει σε αυτήν – Αντιπρόσωπος του κυρίου της εκμεταλλεύσεως – Έννοια»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα συστήματα ενισχύσεων – Επιτόπιοι έλεγχοι – Έννοια της παρεμπόδισης διεξαγωγής επιτόπιου ελέγχου

(Κανονισμός 1782/2003 του Συμβουλίου· κανονισμός 796/2004 της Επιτροπής, άρθρο 23 § 2)

2.        Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα συστήματα ενισχύσεων – Επιτόπιοι έλεγχοι – Προϋποθέσεις απορρίψεως αιτήσεως ενισχύσεως σε περίπτωση παρεμπόδισης της διεξαγωγής επιτόπιου ελέγχου

(Κανονισμός 1782/2003 του Συμβουλίου· κανονισμός 796/2004 της Επιτροπής, άρθρο 23 § 2)

3.        Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα συστήματα ενισχύσεων – Επιτόπιοι έλεγχοι – Έννοια του αντιπροσώπου

(Κανονισμός 1782/2003 του Συμβουλίου· κανονισμός 796/2004 της Επιτροπής, άρθρο 23 § 2)

4.        Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα συστήματα ενισχύσεων – Επιτόπιοι έλεγχοι – Κύριος της εκμεταλλεύσεως που δεν κατοικεί στην εκμετάλλευση της οποίας είναι υπεύθυνος

(Κανονισμός 1782/2003 του Συμβουλίου· κανονισμός 796/2004 της Επιτροπής, άρθρο 23 § 2)

1.        Η φράση «παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου» του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, αντιστοιχεί σε αυτοτελή όρο του δικαίου της Ένωσης ο οποίος πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη κατά τρόπον ώστε να συμπεριλαμβάνει, εκτός από τις εκ προθέσεως συμπεριφορές, κάθε εξ αμελείας πράξη ή παράλειψη του κυρίου της εκμεταλλεύσεως ή του αντιπροσώπου του, λόγω της οποίας παρεμποδίζεται η πραγματοποίηση στο ακέραιο του επιτόπιου ελέγχου, όταν ο εν λόγω κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του δεν έλαβε κάθε μέτρο που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν για να εξασφαλιστεί ότι ο έλεγχος αυτός θα πραγματοποιηθεί στο ακέραιο.

(βλ. σκέψη 30, διατακτ. 1)

2.        Η απόρριψη των οικείων αιτήσεων ενισχύσεως, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό 1782/2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, δεν εξαρτάται από το αν ειδοποιήθηκε προσηκόντως ο κύριος της εκμεταλλεύσεως για το στάδιο του επιτόπιου ελέγχου στο οποίο ήταν απαραίτητο να παρευρίσκεται.

(βλ. σκέψη 34 και διατακτ. 2)

3.        Η έννοια του «αντιπροσώπου» του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη με τη σημασία ότι καλύπτει, κατά τους επιτόπιους ελέγχους, κάθε ενήλικα, ικανό προς εργασία, ο οποίος διαμένει στην εκμετάλλευση και στον οποίο έχει ανατεθεί έστω και ένα μέρος της διαχειρίσεώς της, εφόσον ο κύριος της εκμεταλλεύσεως εξέφρασε σαφώς τη βούλησή του να ορίσει το πρόσωπο αυτό ως αντιπρόσωπό του και, επομένως, δεσμεύθηκε να αναλάβει την ευθύνη για όλες τις πράξεις ή παραλείψεις του.

(βλ. σκέψη 40, διατακτ. 3)

4.        Το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, έχει την έννοια ότι ο κύριος της εκμεταλλεύσεως που δεν κατοικεί στη εκμετάλλευση της οποίας είναι υπεύθυνος δεν υποχρεούται να ορίσει αντιπρόσωπο ο οποίος να βρίσκεται συνεχώς σε αυτήν.

(βλ. σκέψη 45, διατακτ. 4)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2011 (*)

«Κοινή γεωργική πολιτική – Κοινοτικά καθεστώτα ενισχύσεως – Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου – Κανονισμός (ΕΚ) 796/2004 – Παρεμπόδιση διενέργειας επιτόπιου ελέγχου – Έννοια – Κύριος γεωργικής εκμεταλλεύσεως που δεν διαμένει σε αυτήν – Αντιπρόσωπος του κυρίου της εκμεταλλεύσεως – Έννοια»

Στην υπόθεση C‑536/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Upravno sodišče Republike Slovenije (Σλοβενία) με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Δεκεμβρίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

Marija Omejc

κατά

Republika Slovenija,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. Šváby, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη (εισηγητή) και J. Malenovský, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Φεβρουαρίου 2011,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Omejc, εκπροσωπούμενη από τον M. Klofutar, odvetnik,

–        η Σλοβενική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις N. Aleš Verdir και V. Klemenc,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Clotuche-Duvieusart και M. Peternel, καθώς και από τον D. Kukovec,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (ΕΕ L 141, σ. 18).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Μ. Omejc, κυρίας γεωργικής εκμεταλλεύσεως, και της Republika Slovenija (Δημοκρατίας της Σλοβενίας), εκπροσωπούμενης από το Υπουργείο Γεωργίας, Δασών και Τροφίμων, όσον αφορά την απόρριψη ενδικοφανούς ενστάσεως που υπέβαλε η ενδιαφερόμενη κατά της αποφάσεως του Οργανισμού Γεωργικών Αγορών και Γεωργικής Ανάπτυξης της Δημοκρατίας της Σλοβενίας (στο εξής: οργανισμός πληρωμών) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της άμεσης ενισχύσεως στη γεωργία για το έτος 2006.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Η πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (ΕΕ L 270, σ. 1), έχει ως εξής:

«Απαιτείται η θέσπιση κοινών όρων για τις άμεσες ενισχύσεις που καταβάλλονται με βάση τα διάφορα καθεστώτα στήριξης του εισοδήματος στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής.»

4        Το άρθρο 2 του κανονισμού 1782/2003 ορίζει:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)       ‘γεωργός: φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων, ανεξαρτήτως της νομικής ιδιότητας που αποδίδει το εθνικό δίκαιο στην ομάδα και τα μέλη της, του οποίου η εκμετάλλευση βρίσκεται στο έδαφος της Κοινότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο [299 ΕΚ], και το οποίο ασκεί γεωργική δραστηριότητα·

[...]».

5        Κατά την εικοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 796/2004:

«Πρέπει να παρακολουθείται αποτελεσματικά η συμμόρφωση προς τις διατάξεις για τα καθεστώτα ενίσχυσης που υπάγονται στο ολοκληρωμένο σύστημα. Για τον σκοπό αυτό και προκειμένου να υπάρξει εναρμονισμένο επίπεδο παρακολούθησης σε όλα τα κράτη μέλη, είναι αναγκαίο να καθοριστούν λεπτομερώς τα κριτήρια και οι τεχνικές διαδικασίες για την διεξαγωγή των διοικητικών και επιτόπιων ελέγχων όσον αφορά τόσο τα κριτήρια επιλεξιμότητας που θεσπίζονται για τα καθεστώτα ενίσχυσης όσο και τις υποχρεώσεις πολλαπλής συμμόρφωσης. Επιπλέον, όσον αφορά τους ελέγχους συμμόρφωσης με τα κριτήρια επιλεξιμότητας, οι επιτόπιοι έλεγχοι πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να πραγματοποιούνται αιφνιδιαστικά. Όπου ενδείκνυται, τα κράτη μέλη πρέπει να συνδυάζουν τους διαφόρους ελέγχους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.»

6        Κατά την πεντηκοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού:

«Για την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση των παρατυπιών και των περιπτώσεων απάτης. Πρέπει να θεσπιστούν χωριστές διατάξεις σε περιπτώσεις παρατυπιών που διαπιστώνονται σε σχέση με τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τα διάφορα καθεστώτα ενισχύσεων.»

7        Το άρθρο 23 του κανονισμού 796/2004 ορίζει:

«1.       Οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων για τη χορήγηση των ενισχύσεων, καθώς και των απαιτήσεων και προτύπων που σχετίζονται με την πολλαπλή συμμόρφωση.

2.       Οι σχετικές αιτήσεις ενίσχυσης απορρίπτονται, εάν ο γεωργός ή ο αντιπρόσωπός του παρεμποδίζουν τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου.»

8        Το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει:

«Οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται αιφνιδιαστικά. Εντούτοις, είναι δυνατόν να υπάρξει προειδοποίηση περιορισμένη στο απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, υπό τον όρο ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο ο σκοπός του ελέγχου. Η προειδοποίηση αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τις 48 ώρες, με εξαίρεση δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Στις 15 Μαρτίου 2006, η M. Omejc υπέβαλε προς τον οργανισμό πληρωμών αίτηση άμεσης ενισχύσεως στη γεωργία για το έτος 2006.

10      Κατά τον πρώτο έλεγχο, που πραγματοποιήθηκε αιφνιδιαστικά στις 7 Σεπτεμβρίου 2006 και αφορούσε τις εγκαταστάσεις και τα ζώα της κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως της οποίας είναι υπεύθυνη η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, διαπιστώθηκε μία μόνον παρατυπία, δηλαδή η απουσία σήμανσης σε ένα από τα πρόβατα της εν λόγω εκμεταλλεύσεως.

11      Για να διαπιστωθεί αν η παρατυπία αυτή είχε διορθωθεί, η επιθεωρήτρια του οργανισμού πληρωμών θέλησε να προβεί σε δεύτερο επιτόπιο έλεγχο στις 24 Νοεμβρίου 2006. Την παραμονή του ελέγχου, η επιθεωρήτρια τηλεφώνησε στον αριθμό σταθερού τηλεφώνου της κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως και ενημέρωσε για τον έλεγχο τον πατέρα τής Μ. Omejc, ο οποίος διέμενε στην εκμετάλλευση. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η οποία δεν διέμενε πλέον στην εκμετάλλευση, είχε ωστόσο αναγράψει στην αίτησή της τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της στον οποίο μπορούσε κανείς να επικοινωνήσει μαζί της.

12      Δεδομένου ότι ο πατέρας τής M. Omejc δεν ήταν σε θέση να ειδοποιήσει την προσφεύγουσα για τον έλεγχο αυτό και δεν είχε λάβει εντολή να εκπροσωπήσει τη θυγατέρα του, η εν λόγω επιθεωρήτρια δεν μπόρεσε, επειδή η Μ. Omejc απουσίαζε, να ελέγξει τα απαραίτητα έγγραφα και, ως εκ τούτου, ο επιτόπιος έλεγχος της 24ης Νοεμβρίου 2006 δεν ολοκληρώθηκε. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό μόνον όταν ήλθε σε επαφή με την επιθεωρήτρια στον αριθμό τηλεφώνου που αυτή είχε αφήσει στον πατέρα της και ενώ ο έλεγχος είχε περατωθεί.

13      Με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, ο οργανισμός πληρωμών απέρριψε την αίτηση ενισχύσεως που υπέβαλε η M. Omejc στηριζόμενος στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, για τον λόγο ότι ο αρμόδιος υπάλληλος του εν λόγω οργανισμού δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τον επιτόπιο έλεγχο επειδή η προσφεύγουσα της κύριας δίκης απουσίαζε.

14      Στις 27 Δεκεμβρίου 2006, η M. Omejc υπέβαλε ενδικοφανή ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Υπουργείου Γεωργίας, Δασών και Τροφίμων. Με απόφαση της 18ης Απριλίου 2007, το υπουργείο απέρριψε την ένσταση με την αιτιολογία ότι ο επιτόπιος έλεγχος παρεμποδίστηκε και κατέστη αδύνατος για λόγους που οφείλονται αποκλειστικά στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης και ότι, επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 είχαν ορθώς εφαρμοστεί από τον οργανισμό πληρωμής.

15      Στις 27 Ιουνίου 2007, η M. Omejc άσκησε προσφυγή ενώπιον του Upravno sodišče Republike Slovenije ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή της και τη χορήγηση της αιτηθείσας ενισχύσεως.

16      Το δικαστήριο αυτό, με την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, επισημαίνει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 δεν διευκρινίζει αν η αίτηση χορηγήσεως ενισχύσεως πρέπει να απορρίπτεται τόσο σε περίπτωση πράξεως τελούμενης εκ προθέσεως όσο και σε περίπτωση αμέλειας του κυρίου της εκμεταλλεύσεως ή του αντιπροσώπου του. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή δεν ορίζει την έννοια του «αντιπροσώπου». Επομένως, το εν λόγω δικαστήριο, αφού έκρινε ότι για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης ήταν απαραίτητη η ερμηνεία της διατάξεως αυτής του κανονισμού 796/2004, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)       Πρέπει η φράση “παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου” να ερμηνευθεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά την έννοια της παρεμποδίσεως από την εκ προθέσεως ή εξ αμελείας συμπεριφορά ενός προσώπου;

2)       Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ανωτέρω ερώτημα: έχει η φράση “παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου” την έννοια ότι καλύπτει επίσης, πέραν των εκ προθέσεως πράξεων ή των καταστάσεων που προκλήθηκαν εκ προθέσεως και καθιστούν αδύνατη την πραγματοποίηση του ελέγχου, κάθε άλλη πράξη ή παράλειψη που μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του κυρίου της γεωργικής εκμεταλλεύσεως ή του αντιπροσώπου του εάν λόγω της πράξεως ή της παραλείψεως αυτής δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί ο επιτόπιος έλεγχος;

3)       Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: Εξαρτάται η επιβολή κυρώσεως βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού [796/2004] από το αν ο κύριος της εκμεταλλεύσεως είχε ειδοποιηθεί προσηκόντως για το στάδιο του ελέγχου στο οποίο απαιτείται η συμμετοχή του;

4)       Στην περίπτωση που ο κύριος της εκμεταλλεύσεως δεν κατοικεί σ’ αυτήν, το ζήτημα του ορισμού αντιπροσώπου βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού [796/2004] πρέπει να εκτιμηθεί βάσει της εθνικής ή της κοινοτικής νομοθεσίας;

5)       Στην περίπτωση που το ανωτέρω [ερώτημα] πρέπει να εκτιμηθεί βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας, η διάταξη του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού [796/2004] έχει την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπρόσωπος του κυρίου της εκμεταλλεύσεως κατά τους επιτόπιους ελέγχους, κάθε ενήλικας, ικανός προς εργασία, στον οποίο έχει ανατεθεί από τον κύριο της εκμεταλλεύσεως η ευθύνη ή έστω μέρος της ευθύνης της διαχειρίσεώς της;

6)       Στην περίπτωση που το [εν λόγω] ερώτημα πρέπει να εκτιμηθεί βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας και αν η απάντηση στο [πέμπτο ερώτημα] είναι αρνητική, υποχρεούται ο κύριος εκμεταλλεύσεως (γεωργός, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού [796/2004]) που δεν διαμένει σ’ αυτήν να ορίσει αντιπρόσωπο ο οποίος να βρίσκεται συνεχώς στην εκμετάλλευση;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και δεύτερου ερωτήματος

17      Με το πρώτο και δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η φράση «παρεμποδίζει τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου», του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, συνιστά αυτοτελή όρο του δικαίου της Ένωσης ο οποίος πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη και, ενδεχομένως, εάν ο όρος αυτός έχει την έννοια ότι καλύπτει, πέραν των εκ προθέσεως συμπεριφορών, κάθε εξ αμελείας πράξη ή παράλειψη του κυρίου της εκμεταλλεύσεως ή του αντιπροσώπου του, συνεπεία της οποίας παρεμποδίζεται η πραγματοποίηση του επιτόπιου ελέγχου στο ακέραιο.

18      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί εισαγωγικά ότι ούτε το εν λόγω άρθρο 23, παράγραφος 2, ούτε καμία άλλη διάταξη του κανονισμού 796/2004 περιλαμβάνει παραπομπή στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά την έννοια που αντιστοιχεί στη φράση «παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου».

19      Σε μια τέτοια περίπτωση, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από τις επιταγές τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο, με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro, Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11· της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑287/98, Linster, Συλλογή 2000, σ. I‑6917, σκέψη 43, και της 21ης Οκτωβρίου 2010, C‑467/08, Padawan, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 32).

20      Από την ως άνω νομολογία προκύπτει ότι η φράση «παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου», που περιλαμβάνεται σε διάταξη ανήκουσα σε κανονισμό ο οποίος δεν περιέχει καμία παραπομπή στην εθνική νομοθεσία, πρέπει να θεωρείται ως αντιστοιχούσα σε αυτοτελή όρο του δικαίου της Ένωσης, ο οποίος πρέπει να έχει την ίδια σημασία και το ίδιο περιεχόμενο σε όλα τα κράτη μέλη. Επομένως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει τη φράση αυτή ομοιόμορφα στην έννομη τάξη της Ένωσης.

21      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία για την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1983, 292/82, Merck, Συλλογή 1983, σ 3781, σκέψη 12· της 1ης Μαρτίου 2007, C‑34/05, Schouten, Συλλογή 2007, σ. I‑1687, σκέψη 25, καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑116/10, Feltgen και Bacino Charter Company, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 12).

22      Επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι στο γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 δεν περιλαμβάνεται κανένα στοιχείο σχετικά με τη σημασία που πρέπει να δοθεί στη φράση «παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου» που αναφέρει. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή απλώς ορίζει ότι οι οικείες αιτήσεις ενισχύσεως απορρίπτονται εάν ο κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του «παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου» και ουδόλως διευκρινίζει αν η παρεμπόδιση του ελέγχου αυτού πρέπει να αποτελεί τη συνέπεια συμπεριφοράς περιλαμβάνουσας, πέραν των εκ προθέσεως συμπεριφορών, κάθε εξ αμελείας πράξη ή παράλειψη του κυρίου της εκμεταλλεύσεως ή του αντιπροσώπου του.

23      Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τη συγκριτική εξέταση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, η εν λόγω διάταξη παρουσιάζει διαφορές όσον αφορά τη φράση «παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου». Συγκεκριμένα, σε ορισμένες γλώσσες, όπως στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα σλοβενικά, χρησιμοποιείται η λέξη «παρεμποδίζει», ενώ σε άλλες γλώσσες χρησιμοποιείται διαφορετική διατύπωση. Έτσι, στα γερμανικά χρησιμοποιείται η έκφραση «καθιστά αδύνατη» και στα ιταλικά η απόρριψη των οικείων αιτήσεων εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι «ο επιτόπιος έλεγχος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί για λόγους που οφείλονται στον κύριο της εκμεταλλεύσεως ή στον αντιπρόσωπό του».

24      Πάντως, σε περίπτωση γλωσσικών διαφορών, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση του περιεχομένου της οικείας έννοιας του δικαίου της Ένωσης βάσει μιας αποκλειστικώς γραμματικής ερμηνείας. Επομένως, η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, της γενικής οικονομίας και του σκοπού της ρύθμισης στην οποία περιλαμβάνεται (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1990, C‑372/88, Cricket St Thomas, Συλλογή 1990, σ. I‑1345, σκέψη 19· της 19ης Απριλίου 2007, C‑455/05, Velvet & Steel Immobilien, Συλλογή 2007, σ. I‑3225, σκέψη 20, καθώς και της 9ης Οκτωβρίου 2008, C‑239/07, Sabatauskas κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑7523, σκέψη 39).

25      Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έννοια στην οποία αντιστοιχεί η φράση «παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου», πρέπει να τονιστεί ότι η έννοια αυτή περιλαμβάνεται στο άρθρο 23 του κανονισμού 796/2004, το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία σε αυτόν τον κανονισμό, δεδομένου ότι θέτει τις γενικές αρχές βάσει των οποίων πρέπει να πραγματοποιούνται οι έλεγχοι. Συναφώς, η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής προβλέπει ότι οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων για τη χορήγηση των ενισχύσεων, καθώς και των απαιτήσεων και προτύπων που σχετίζονται με την πολλαπλή συμμόρφωση.

26      Τέλος, όπως προκύπτει από την εικοστή ένατη και την πεντηκοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 796/2004, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί, ιδίως, όσον αφορά τη διενέργεια των ελέγχων, στη αποτελεσματική παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις για τα καθεστώτα ενισχύσεως που υπάγονται στο ολοκληρωμένο σύστημα, καθώς και στην αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση των παρατυπιών και των περιπτώσεων απάτης.

27      Κατά συνέπεια, οι έλεγχοι είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των στόχων του κανονισμού 796/2004 και, ως εκ τούτου, η παρεμπόδιση της διενέργειάς τους πρέπει, από την άποψη αυτή, να συνεπάγεται σοβαρές έννομες συνέπειες, όπως η απόρριψη των οικείων αιτήσεων ενισχύσεως, που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους.

28      Μολονότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της καταπολέμησης των παρατυπιών και των περιπτώσεων απάτης, οι εν λόγω σοβαρές έννομες συνέπειες δικαιολογούνται όταν ο κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του συμπεριφέρεται εκ προθέσεως για να αποφύγει τον επιτόπιο έλεγχο κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, εντούτοις δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο όταν ο κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του έλαβε κάθε μέτρο που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν για να εξασφαλίσει ότι ο έλεγχος αυτός θα πραγματοποιηθεί στο ακέραιο. Η απόρριψη των οικείων αιτήσεων βάσει της διατάξεως αυτής δικαιολογείται, επομένως, στην περίπτωση που δεν υφίσταται εκ προθέσεως συμπεριφορά του κυρίου της εκμεταλλεύσεως ή του αντιπροσώπου του, μόνον εάν ο ίδιος ή ο αντιπρόσωπός του παρεμπόδισε ή κατέστησε αδύνατη τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου ή μέρους αυτού, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως οφειλόμενης σε αμέλειά του, χωρίς να έχει λάβει το ως άνω μέτρο.

29      Επομένως, το γεγονός ότι ο κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του έλαβε κάθε δυνατό και εύλογο μέτρο για να εξασφαλίσει ότι δεν θα παρεμποδιστεί ή δεν θα καταστεί αδύνατος ο επιτόπιος έλεγχος στο σύνολό του, παρέχοντας, ιδίως, στον οργανισμό πληρωμής τον αριθμό τηλεφώνου στον οποίο βρίσκεται, το ότι ενήργησε με καλή πίστη επιδεικνύοντας την επιμέλεια ενός συνετού κυρίου εκμεταλλεύσεως και το γεγονός ότι δεν υφίσταται συμπεριφορά ενέχουσα απάτη αποτελούν σημαντικά στοιχεία για τον καθορισμό του κατά πόσον ο κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του παρεμπόδισε τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει εάν τα γεγονότα αυτά έχουν αποδειχθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως.

30      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η φράση «παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου», του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, αντιστοιχεί σε αυτοτελή όρο του δικαίου της Ένωσης ο οποίος πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη κατά τρόπον ώστε να συμπεριλαμβάνει, εκτός από τις εκ προθέσεως συμπεριφορές, κάθε εξ αμελείας πράξη ή παράλειψη του κυρίου της εκμεταλλεύσεως ή του αντιπροσώπου του, λόγω της οποίας παρεμποδίζεται η πραγματοποίηση στο ακέραιο του επιτόπιου ελέγχου, όταν ο εν λόγω κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του δεν έλαβε κάθε μέτρο που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν για να εξασφαλιστεί ότι ο έλεγχος αυτός θα πραγματοποιηθεί στο ακέραιο.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

31      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν η απόρριψη των οικείων αιτήσεων ενισχύσεως, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, εξαρτάται από το αν ο κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του ειδοποιήθηκε προσηκόντως για το στάδιο του επιτόπιου ελέγχου στο οποίο απαιτείται να παρευρίσκεται.

32      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση ειδοποιήσεως του κυρίου της εκμεταλλεύσεως ή του αντιπροσώπου του για τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου ή ενός σταδίου του. Κατά τη διάταξη αυτή, η παρεμπόδιση απλώς της διενέργειας του εν λόγω ελέγχου δικαιολογεί την απόρριψη των οικείων αιτήσεων, ανεξαρτήτως του αν ο κύριος της εκμεταλλεύσεως είχε ή όχι ειδοποιηθεί προσηκόντως για το ότι επρόκειτο να διενεργηθεί έλεγχος. Κατά συνέπεια, η απόρριψη των αιτήσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του είχε, προηγουμένως, ειδοποιηθεί προσηκόντως για το στάδιο του επιτόπιου ελέγχου στο οποίο ήταν απαραίτητο να παρευρίσκεται.

33      Εξάλλου, από καμία άλλη διάταξη του κανονισμού 796/2004 δεν προκύπτει ότι πριν από τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου πρέπει να ειδοποιηθεί ο κύριος της εκμεταλλεύσεως. Αντιθέτως, όπως ορίζει το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται, κατ’ αρχήν, αιφνιδιαστικά και προειδοποίηση μπορεί να υπάρξει μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

34      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η απόρριψη των οικείων αιτήσεων ενισχύσεως, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, δεν εξαρτάται από το αν ειδοποιήθηκε προσηκόντως ο κύριος της εκμεταλλεύσεως για το στάδιο του επιτόπιου ελέγχου στο οποίο ήταν απαραίτητο να παρευρίσκεται.

 Όσον αφορά το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα

35      Με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η έννοια του «αντιπροσώπου», του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη και, ενδεχομένως, εάν η έννοια αυτή σημαίνει ότι καλύπτει, κατά τους επιτόπιους ελέγχους, κάθε ενήλικα, ικανό προς εργασία, ο οποίος διαμένει στη γεωργική εκμετάλλευση και στον οποίο έχει ανατεθεί έστω και ένα μέρος της ευθύνης της διαχειρίσεώς της.

36      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί εισαγωγικά ότι ούτε στο εν λόγω άρθρο 23, παράγραφος 2, ούτε σε κάποια άλλη διάταξη του κανονισμού 796/2004 περιλαμβάνεται παραπομπή προς τις εθνικές νομοθεσίες όσον αφορά την έννοια του «αντιπροσώπου» που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο.

37      Όπως προκύπτει από την υπομνησθείσα στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, η έννοια του «αντιπροσώπου», που περιλαμβάνεται σε κανονισμό ο οποίος δεν περιέχει καμία παραπομπή στις εθνικές νομοθεσίες, πρέπει να θεωρηθεί ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να έχει την ίδια σημασία και το ίδιο περιεχόμενο σε όλα τα κράτη μέλη. Επομένως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει ομοιόμορφα την εν λόγω έννοια του «αντιπροσώπου» στην έννομη τάξη της Ένωσης.

38      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 προβλέπει ότι, εάν ο κύριος της εκμεταλλεύσεως παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου, τούτο συνεπάγεται σοβαρές έννομες συνέπειες, διότι στην περίπτωση αυτή οι οικείες αιτήσεις ενισχύσεως απορρίπτονται. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η διάταξη αυτή συνεπάγεται τις ίδιες συνέπειες είτε η πράξη παρεμποδίσεως της διενέργειας του ελέγχου προέρχεται από τη συμπεριφορά του κυρίου της εκμεταλλεύσεως είτε από τη συμπεριφορά του αντιπροσώπου του, δεδομένου ότι αυτοί θεωρούνται, εν προκειμένω, ως ένα πρόσωπο.

39      Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που η διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου παρεμποδίζεται από τη συμπεριφορά του αντιπροσώπου του κυρίου της εκμεταλλεύσεως, οι οικείες αιτήσεις ενισχύσεως απορρίπτονται και ο κύριος της εκμεταλλεύσεως υφίσταται τις έννομες συνέπειες των πράξεων ή παραλείψεων του αντιπροσώπου του. Εφόσον, στην περίπτωση αυτή, ο κύριος της εκμεταλλεύσεως φέρει την πλήρη ευθύνη για τη συμπεριφορά του αντιπροσώπου του, κάθε ενήλικας ικανός προς εργασία ο οποίος διαμένει στη γεωργική εκμετάλλευση και στον οποίο έχει ανατεθεί τουλάχιστον ένα μέρος της διαχειρίσεως της επιχειρήσεως αυτής μπορεί να θεωρηθεί ως «αντιπρόσωπος» του κυρίου της εκμεταλλεύσεως κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2 του κανονισμού 796/2004 μόνον εάν υπήρχε σαφής εκπεφρασμένη βούληση του κυρίου της εκμεταλλεύσεως να τον ορίσει ως αντιπρόσωπό του.

40      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο και πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η έννοια του «αντιπροσώπου», του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη με τη σημασία ότι καλύπτει, κατά τους επιτόπιους ελέγχους, κάθε ενήλικα, ικανό προς εργασία, ο οποίος διαμένει στην εκμετάλλευση και στον οποίο έχει ανατεθεί έστω και ένα μέρος της διαχειρίσεώς της, εφόσον ο κύριος της εκμεταλλεύσεως εξέφρασε σαφώς τη βούλησή του να ορίσει το πρόσωπο αυτό ως αντιπρόσωπό του και, επομένως, δεσμεύθηκε να αναλάβει την ευθύνη για όλες τις πράξεις ή παραλείψεις του.

 Όσον αφορά το έκτο ερώτημα

41      Με το έκτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 έχει την έννοια ότι ο γεωργός που δεν κατοικεί στη γεωργική εκμετάλλευση της οποίας είναι υπεύθυνος υποχρεούται να ορίσει αντιπρόσωπο ο οποίος να βρίσκεται συνεχώς σε αυτήν.

42      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι ούτε το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 ούτε καμία άλλη διάταξη του κανονισμού αυτού επιβάλλει υποχρέωση του γεωργού που δεν κατοικεί στην εκμετάλλευση της οποίας είναι υπεύθυνος να ορίσει αντιπρόσωπο.

43      Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο σκοπός των ελέγχων είναι να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων για τη χορήγηση των ενισχύσεων, καθώς και των απαιτήσεων και προτύπων που σχετίζονται με την πολλαπλή συμμόρφωση, που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, δεν μπορεί να απαιτείται από τον κύριο της εκμεταλλεύσεως να ορίσει αντιπρόσωπο, απλώς και μόνο επειδή δεν κατοικεί σε αυτήν. Ο σκοπός αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως επιτευχθείς εάν ο κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του δεν παρεμπόδισαν την πραγματοποίηση του επιτόπιου ελέγχου κατά την έννοια της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου 23, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως.

44      Ομοίως, πρέπει να τονιστεί ότι καμία διάταξη του κανονισμού 796/2004 δεν επιβάλλει στον κύριο της εκμεταλλεύσεως την υποχρέωση να βρίσκεται συνεχώς στην εκμετάλλευση της οποίας είναι υπεύθυνος. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να επιβληθεί στον αντιπρόσωπο του εν λόγω κυρίου της εκμεταλλεύσεως. Εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια υποχρέωση πρέπει να θεωρηθεί ως υπερβολικά περιοριστική και αδύνατη να τηρηθεί στην πράξη.

45      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 έχει την έννοια ότι ο κύριος της εκμεταλλεύσεως που δεν κατοικεί στη εκμετάλλευση της οποίας είναι υπεύθυνος δεν υποχρεούται να ορίσει αντιπρόσωπο ο οποίος να βρίσκεται συνεχώς σε αυτήν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

46      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η φράση «παρεμποδίζει τη διεξαγωγή ενός επιτόπιου ελέγχου», του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, αντιστοιχεί σε αυτοτελή όρο του δικαίου της Ένωσης ο οποίος πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη κατά τρόπον ώστε να συμπεριλαμβάνει, εκτός από τις εκ προθέσεως συμπεριφορές, κάθε εξ αμελείας πράξη ή παράλειψη του κυρίου της εκμεταλλεύσεως ή του αντιπροσώπου του, λόγω της οποίας παρεμποδίζεται η πραγματοποίηση στο ακέραιο του επιτόπιου ελέγχου, όταν ο εν λόγω κύριος της εκμεταλλεύσεως ή ο αντιπρόσωπός του δεν έλαβε κάθε μέτρο που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν για να εξασφαλιστεί ότι ο έλεγχος αυτός θα πραγματοποιηθεί στο ακέραιο.

2)      Η απόρριψη των οικείων αιτήσεων ενισχύσεως, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, δεν εξαρτάται από το αν ειδοποιήθηκε προσηκόντως ο κύριος της εκμεταλλεύσεως για το στάδιο του επιτόπιου ελέγχου στο οποίο ήταν απαραίτητο να παρευρίσκεται.

3)      Η έννοια του «αντιπροσώπου», του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη με τη σημασία ότι καλύπτει, κατά τους επιτόπιους ελέγχους, κάθε ενήλικα, ικανό προς εργασία, ο οποίος διαμένει στην εκμετάλλευση και στον οποίο έχει ανατεθεί έστω και ένα μέρος της διαχειρίσεώς της, εφόσον ο κύριος της εκμεταλλεύσεως εξέφρασε σαφώς τη βούλησή του να ορίσει το πρόσωπο αυτό ως αντιπρόσωπό του και, επομένως, δεσμεύθηκε να αναλάβει την ευθύνη για όλες τις πράξεις ή παραλείψεις του.

4)      Το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 έχει την έννοια ότι ο κύριος της εκμεταλλεύσεως που δεν κατοικεί στη εκμετάλλευση της οποίας είναι υπεύθυνος δεν υποχρεούται να ορίσει αντιπρόσωπο ο οποίος να βρίσκεται συνεχώς σε αυτήν.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβενική.

Top