EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0438

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 13ης Ιουλίου 2006.
Mobistar SA κατά Institut belge des services postaux et des télécommunications (IBPT).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour d'appel de Bruxelles - Βέλγιο.
Τομέας των τηλεπικοινωνιών - Καθολική υπηρεσία και δικαιώματα των χρηστών - Φορητότητα των τηλεφωνικών αριθμών - Κόστος εγκαταστάσεως σε περίπτωση μεταφοράς αριθμού κινητού τηλεφώνου - Άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) - Τιμολόγηση της διασυνδέσεως για την παροχή φορητού αριθμού - Κοστοστρέφεια των τιμών - Ρυθμιστική εξουσία των εθνικών κανονιστικών αρχών - Άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου) - Αποτελεσματική ένδικη προστασία - Προστασία των εμπιστευτικών στοιχείων.
Υπόθεση C-438/04.

Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-06675

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:463

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2006 (*)

«Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Καθολική υπηρεσία και δικαιώματα των χρηστών – Φορητότητα των τηλεφωνικών αριθμών – Κόστος εγκαταστάσεως σε περίπτωση μεταφοράς αριθμού κινητού τηλεφώνου – Άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγίας για την καθολική υπηρεσία) – Τιμολόγηση της διασυνδέσεως για την παροχή φορητού αριθμού – Κοστοστρέφεια των τιμών – Ρυθμιστική εξουσία των εθνικών κανονιστικών αρχών – Άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου) – Αποτελεσματική ένδικη προστασία – Προστασία των εμπιστευτικών στοιχείων»

Στην υπόθεση C-438/04,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το cour d’appel de Bruxelles (Βέλγιο) με απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Οκτωβρίου 2004, στο πλαίσιο της δίκης

Mobistar SA

κατά

Institut belge des services postaux et des télécommunications (IBPT),

παρισταμένων των:

Belgacom Mobile SA,

Base SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen, P. Kūris (εισηγητή), Γ. Αρέστη και J. Klučka, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

γραμματέας: K. Sztranc, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Οκτωβρίου 2005,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       η Mobistar SA, εκπροσωπούμενη από τους F. Louis και A. Vallery, avocats,

–       το Institut belge des services postaux et des télécommunications (IBPT), εκπροσωπούμενο από τους S. Depré, C. Janssens και S. Adam, avocats,

–       η Belgacom Mobile SA, εκπροσωπούμενη από τον D. Van Liedekerke, avocat,

–       η Base SA, εκπροσωπούμενη από τους A. Verheyden και Y. Desmedt, avocats,

–       η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–       η Κυπριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Λυσάνδρου,

–       η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas,

–       η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον M. Bethell, επικουρούμενο από τους K. Smith και G. Peretz, barristers,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους D. Maidani και M. Shotter,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγίας-πλαισίου) (EE L 108, σ. 33, στο εξής: οδηγία-πλαίσιο) και της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγίας καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ L 108, σ. 51, στο εξής: οδηγία για την καθολική υπηρεσία).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Mobistar SA (στο εξής: Mobistar) και του Institut belge des services postaux et des télécommunications (IBPT), νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όσον αφορά την από 16 Σεπτεμβρίου 2003 απόφασή του περί καθορισμού του κόστους εγκαταστάσεως που όφειλε ο λήπτης φορέας κινητής τηλεφωνίας σε περίπτωση μεταφοράς αριθμού από ένα φορέα προς άλλο για το διάστημα από 1ης Οκτωβρίου 2002 μέχρι 1ης Οκτωβρίου 2005 (στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3       Η οδηγία 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για τη διασύνδεση στον χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα, με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) (ΕΕ L 199, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/61/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998 (ΕΕ L 268, σ. 37, στο εξής: οδηγία 97/33), καταργήθηκε με την οδηγία-πλαίσιο από τις 25 Ιουλίου 2003. Σύμφωνα με το άρθρο της 1, πρώτο εδάφιο, η οδηγία 97/33 θέσπισε ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διασφάλιση, εντός της ευρωπαϊκής Κοινότητας, της διασυνδέσεως των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, ειδικότερα δε της διαλειτουργικότητας των υπηρεσιών, και της παροχής καθολικής υπηρεσίας σε περιβάλλον ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών.

4       Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής όριζε ως «διασύνδεση» την «υλική και λογική σύνδεση τηλεπικοινωνιακών δικτύων που χρησιμοποιούνται από τον ίδιο ή διαφορετικό οργανισμό προκειμένου να παρέχεται στους χρήστες ενός οργανισμού η δυνατότητα να επικοινωνούν με χρήστες του ίδιου ή άλλου οργανισμού ή να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες που παρέχονται από άλλο οργανισμό».

5       Το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας καθόριζε τις αρχές για την τιμολόγηση της διασυνδέσεως και ρύθμιζε τα συστήματα κοστολογήσεως όσον αφορά τη διασύνδεση. Το παράρτημα IV της οδηγίας αυτής περιείχε «κατάλογο παραδειγμάτων ως στοιχείων των τελών διασύνδεσης». Το παράρτημα αυτό όριζε μεταξύ άλλων ότι «[τ]α τέλη διασύνδεσης μπορεί να περιλαμβάνουν, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, εύλογο μερίδιο του από κοινού αναλαμβανόμενου και του κοινού κόστους που προκύπτουν κατά την παροχή ισότιμης πρόσβασης και φορητότητας αριθμού, καθώς και του κόστους διασφάλισης βασικών απαιτήσεων (διατήρηση της ακεραιότητας του δικτύου, ασφάλεια του δικτύου σε περιπτώσεις καταστάσεως έκτακτης ανάγκης, διαλειτουργικότητα υπηρεσιών και προστασία των δεδομένων)».

6       Το άρθρο 12, παράγραφος 5, της οδηγίας 97/33 όριζε τα εξής:

«Οι εθνικές κανονιστικές αρχές ενθαρρύνουν την ταχύτερη δυνατή εισαγωγή της φορητότητας των αριθμών εκ μέρους του φορέα ώστε οι επιθυμούντες συνδρομητές να μπορούν να διατηρούν τον αριθμό ή τους αριθμούς τους στο σταθερό δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο και στο Ψηφιακό Δίκτυο Ενοποιημένων Υπηρεσιών (ISDN), ανεξαρτήτως του οργανισμού που παρέχει τις υπηρεσίες, στη μεν περίπτωση γεωγραφικών αριθμών σε συγκεκριμένη θέση, στη δε περίπτωση άλλων πλην γεωγραφικών αριθμών σε οποιαδήποτε θέση, και εξασφαλίζουν ότι η διευκόλυνση αυτή παρέχεται το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2000 ή, στις χώρες για τις οποίες ισχύει επιπρόσθετη μεταβατική περίοδος, το ταχύτερο δυνατόν, αλλά όχι αργότερα από δύο έτη μετά από οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία έχει συμφωνηθεί για την πλήρη ελευθέρωση των υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα τέλη που καταβάλλουν οι καταναλωτές είναι εύλογα, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εξασφαλίζουν μια λογική τιμολόγηση της διασύνδεσης για την παροχή αυτής της διευκόλυνσης.»

7       Ένα νέο νομικό πλαίσιο θεσπίστηκε για όλα τα δίκτυα και για όλες τις υπηρεσίες μεταδόσεως με τέσσερις οδηγίες, δηλαδή, εκτός από την οδηγία-πλαίσιο και την οδηγία για την καθολική υπηρεσία, την οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (ΕΕ L 108, σ. 7, στο εξής: οδηγία για την πρόσβαση), και την οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ L 108, σ. 21, στο εξής: οδηγία για την αδειοδότηση).

8       Το άρθρο 30 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι συνδρομητές των διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των κινητών υπηρεσιών, μπορούν να διατηρούν, μετά την υποβολή αίτησης, τον αριθμό ή τους αριθμούς τους, ανεξαρτήτως της επιχείρησης που παρέχει την υπηρεσία:

α)      εφόσον πρόκειται για γεωγραφικούς αριθμούς, σε συγκεκριμένο τόπο, και

β)      εφόσον πρόκειται για μη γεωγραφικούς αριθμούς, σε οποιονδήποτε τόπο.

Η παρούσα παράγραφος δεν ισχύει για τη μεταφορά αριθμών μεταξύ δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες σε σταθερές θέσεις και δικτύων κινητής τηλεφωνίας.

2.      Οι εθνικές κανονιστικές αρχές εξασφαλίζουν ότι η τιμολόγηση της διασύνδεσης για την παροχή φορητού αριθμού είναι κοστοστρεφής και ότι οι τυχόν άμεσες επιβαρύνσεις των συνδρομητών δεν δρουν αποτρεπτικά για τη χρήση των ευκολιών αυτών.

3.      Οι εθνικές κανονιστικές αρχές δεν επιβάλλουν τιμολόγια λιανικής για τη μεταφορά αριθμού κατά τρόπο που να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, όπως θεσπίζοντας ειδικά ή κοινά τιμολόγια λιανικής.»

9       Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ύπαρξη αποτελεσματικών μηχανισμών, σε εθνικό επίπεδο, βάσει των οποίων κάθε χρήστης ή επιχείρηση που παρέχει δίκτυα ή/και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει, όταν επηρεάζεται από απόφαση εθνικής κανονιστικής αρχής, δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης, ενώπιον οργάνου προσφυγής το οποίο μπορεί να είναι δικαστήριο και το οποίο είναι ανεξάρτητο από τα εμπλεκόμενα μέρη και διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης και ότι υπάρχει πραγματικός μηχανισμός προσφυγής. Εν αναμονή του αποτελέσματος μιας τέτοιας προσφυγής, ισχύει η απόφαση της εθνικής κανονιστικής αρχής, εκτός αν το όργανο προσφυγής αποφασίσει άλλως.»

 Η εθνική κανονιστική ρύθμιση 

10     Με την επίδικη απόφαση, ληφθείσα κατ’ εφαρμογήν του βελγικού νόμου της 17ης Ιανουαρίου 2003, περί του καθεστώτος του ρυθμιστή των τομέων των βελγικών ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών (Moniteur belge της 24ης Ιανουαρίου 2003, στο εξής: νόμος της 17ης Ιανουαρίου 2003), και του βασιλικού διατάγματος της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, περί της φορητότητας των αριθμών των τελικών χρηστών των υπηρεσιών κινητών τηλεπικοινωνιών που προσφέρονται στο κοινό (Moniteur belge της 1ης Οκτωβρίου 2002, στο εξής: βασιλικό διάταγμα της 23ης Σεπτεμβρίου 2002), το IBPT, εθνική κανονιστική αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας-πλαισίου, καθόρισε το κόστος εγκαταστάσεως ανά αριθμό κινητής τηλεφωνίας ο οποίος μεταφέρεται με επιτυχία από ένα φορέα σε άλλο σε 3,86 ευρώ για απλή εγκατάσταση και σε 23,41 ευρώ για σύνθετη εγκατάσταση, για το διάστημα από 1ης Οκτωβρίου 2002 μέχρι 1ης Οκτωβρίου 2005. Κατά το άρθρο 19 του ως άνω βασιλικού διατάγματος, το εν λόγω κόστος καθορίστηκε βάσει της εννοίας του «θεωρητικού κόστους ενός αποτελεσματικού φορέα κινητής τηλεφωνίας». Από το σημείο 4 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι ο εν λόγω φορέας αναφοράς δεν είναι οπωσδήποτε αυτός με το χαμηλότερο κόστος, αλλά αυτός που πρέπει να θεωρηθεί ανταγωνιστικός στο πλαίσιο της ομάδας παρεμφερών περιβαλλόντων. Για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το IBPT έλαβε υπόψη του στοιχεία προσκομισθέντα από τη Mobistar, την Belgacom Mobile SA (στο εξής: Belgacom Mobile) και την Base SA (στο εξής Base), ήτοι τους τρεις φορείς κινητής τηλεφωνίας που αναπτύσσουν δραστηριότητα στο Βέλγιο.

11     Το βασιλικό διάταγμα της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 περιέχει, μεταξύ άλλων, διατάξεις σχετικές με την κατανομή των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως δικτύων για τη μεταφορά αριθμών κινητής τηλεφωνίας. Διακρίνει τέσσερα είδη δαπανών: το κόστος για την υλοποίηση της φορητότητας, το κόστος εγκαταστάσεως ανά γραμμή ή ανά αριθμό (στο εξής: κόστος εγκαταστάσεως), το κόστος που αφορά την τράπεζα δεδομένων αναφοράς και το κόστος κινήσεως που συνδέεται με τη φορητότητα (στο εξής: κόστος κινήσεως).

12     Το άρθρο 18 του εν λόγω βασιλικού διατάγματος ορίζει το κόστος εγκαταστάσεως ως εξής: «το άπαξ προκύπτον πρόσθετο κόστος μεταφοράς ενός ή περισσοτέρων κινητών αριθμών, επιπλέον του κόστους για τη μεταφορά πελατών, χωρίς φορητότητα των αριθμών, προς έναν άλλο φορέα ή παρέχοντα υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας ή για την παύση της παροχής της υπηρεσίας».

13     Κατά το άρθρο 19 του ως άνω βασιλικού διατάγματος, «το κόστος εγκαταστάσεως ανά γραμμή ή ανά αριθμό [...] καθορίζεται από το [IBPT] βάσει του θεωρητικού κόστους ενός αποτελεσματικού φορέα κινητής τηλεφωνίας. Τα ποσά που καθορίζει το IBPT για να καλύπτεται το κόστος εγκαταστάσεως ανά γραμμή ή ανά αριθμό [...] έχουν κοστοστρεφή προσανατολισμό».

14     Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι επίμαχο είναι μόνον το κόστος εγκαταστάσεως στο οποίο υποβάλλεται ο φορέας εκμεταλλεύσεως δικτύου κινητής τηλεφωνίας από το οποίο μεταφέρεται ένας αριθμός τηλεφώνου (στο εξής: φορέας παροχής). Ο φορέας παροχής μπορεί να χρεώσει στον φορέα κινητής τηλεφωνίας προς τον οποίο μεταφέρεται ο αριθμός κινητού τηλεφώνου (στο εξής: λήπτης φορέας) το κόστος εγκαταστάσεως μέχρι του ποσού που καθορίζει το IBPT. Το εν λόγω ποσό αποτελεί ανώτατο όριο και, επομένως, οι φορείς κινητής τηλεφωνίας μπορούν να συμφωνήσουν χαμηλότερο ποσό. Αντιθέτως, ο φορέας παροχής μπορεί, κατ’ αρχήν, να απαιτήσει το καθορισθέν από το IBPT ποσό, ακόμη και αν το πραγματικό κόστος του εγκαταστάσεως είναι χαμηλότερο.

15     Κατά το άρθρο 11 του βασιλικού διατάγματος της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, ο φορέας παροχής δεν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από τον τελικό καταναλωτή ο οποίος μεταφέρει τον αριθμό του. Εξάλλου, ο λήπτης φορέας δεν μπορεί να ζητήσει από τον χρήστη αυτόν αποζημίωση υψηλότερη των 15 ευρώ για τη μεταφορά του αριθμού του.

16     Τέλος, κατά το άρθρο 18 του εν λόγω βασιλικού διατάγματος, το κόστος κινήσεως αποτελεί «το πρόσθετο κόστος που προκαλείται στο δίκτυο από κλήσεις προς μεταφερθέντες αριθμούς σε σύγκριση με τις κλήσεις προς μη μεταφερθέντες αριθμούς». Ο φορέας εκμεταλλεύσεως του δικτύου από το οποίο προέρχεται η κλήση και ο οποίος χρεώνει την κλήση στον τελικό χρήστη οφείλει στον φορέα παροχής την αναλογία του επί του κόστους αυτού.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17     Η Mobistar άσκησε προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως ενώπιον του cour d’appel de Bruxelles, θεωρώντας ότι το κόστος που καθόρισε η εν λόγω απόφαση είναι υπερβολικά υψηλό. Η Mobistar έστρεψε την προσφυγή αυτή κατά των IBPT, Belgacom Mobile και Base. Αντιθέτως προς τη Mobistar, η Belgacom Mobile θεωρεί ότι το εν λόγω κόστος δεν είναι αρκούντως υψηλό, ενώ η Base, η οποία υποστηρίζει τη Mobistar, προβάλλει το παράνομο του βασιλικού διατάγματος της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 και, επομένως, της επίδικης αποφάσεως η οποία βασίζεται επ’ αυτού, επικαλούμενη ιδίως την παράβαση του άρθρου 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία.

18     Το cour d’appel de Bruxelles διαπιστώνει ότι η επίδικη απόφαση έχει τα αποτελέσματα ενός μέτρου με το οποίο επιβάλλεται κοινή μέγιστη τιμή για τη μεταφορά αριθμού, από την οποία συνεπώς δεν χωρεί παρέκκλιση παρά μόνον προς τα κάτω με τη συναίνεση του φορέα παροχής, και θεωρεί ότι το βάσιμο της προσφυγής εξαρτάται από τις απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα που αφορούν τη νομιμότητα του βασιλικού διατάγματος της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της εν λόγω αποφάσεως.

19     Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour d’appel de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Όσον αφορά την υπηρεσία φορητότητας των αριθμών που προβλέπει το άρθρο 30 της οδηγίας [για την καθολική υπηρεσία]:

α)      Αφορά το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας [για την καθολική υπηρεσία], το οποίο προβλέπει ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές εξασφαλίζουν ότι η τιμολόγηση της διασυνδέσεως για την παροχή φορητού αριθμού είναι κοστοστρεφής, μόνον το κόστος που συνδέεται με τη συχνότητα των κλήσεων προς τον μεταφερόμενο αριθμό ή και την τιμολόγηση του κόστους στο οποίο υποβάλλονται οι φορείς για την ικανοποίηση των αιτήσεων μεταφοράς του αριθμού;

β)      Αν το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας [για την καθολική υπηρεσία] αφορά μόνον το κόστος διασυνδέσεως που έχει σχέση με τη συχνότητα των κλήσεων προς τον μεταφερόμενο αριθμό, έχει την έννοια ότι:

i)       αφήνει τους φορείς ελεύθερους να διαπραγματεύονται τους εμπορικούς όρους για την παροχή της υπηρεσίας και απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν εκ των προτέρων εμπορικούς όρους στις επιχειρήσεις που υπέχουν την υποχρέωση παροχής της υπηρεσίας φορητότητας του αριθμού όσον αφορά τις παροχές που συνδέονται με την ικανοποίηση αιτήματος μεταφοράς;

ii)      απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν εκ των προτέρων εμπορικούς όρους για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας στους φορείς που έχουν χαρακτηρισθεί ως έχοντες σημαντική ισχύ σε δεδομένη αγορά;

γ)      Αν το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας [για την καθολική υπηρεσία] έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο σύνολο των φορέων την υποχρέωση κοστοστρέφειας όσον αφορά το κόστος φορητότητας αριθμού, σημαίνει τούτο ότι δεν επιτρέπει:

i)      εθνικό κανονιστικό μέτρο που επιβάλλει συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού για τον υπολογισμό του κόστους;

ii)      εθνικό μέτρο που προκαθορίζει την κατανομή του κόστους μεταξύ των φορέων;

iii)  εθνικό μέτρο που εξουσιοδοτεί την εθνική κανονιστική αρχή να προκαθορίζει για το σύνολο των φορέων και για καθορισμένο χρονικό διάστημα το μέγιστο ύψος των τελών που ο φορέας παροχής μπορεί να απαιτήσει από τον λήπτη φορέα;

iv)      εθνικό μέτρο που παρέχει στον φορέα παροχής το δικαίωμα να εφαρμόζει την τιμολόγηση που έχει καθορίσει η εθνική κανονιστική αρχή, απαλλάσσοντάς τον της υποχρεώσεως να αποδείξει ότι η τιμολόγηση που εφαρμόζει είναι κοστοστρεφής ως προς το δικό του κόστος;

2)      Όσον αφορά το δικαίωμα προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 4 της οδηγίας[-πλαισίου]:

Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας[-πλαισίου] την έννοια ότι η αρχή που ορίζεται για να αποφαίνεται επί των προσφυγών πρέπει να μπορεί να διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ουσία της υποθέσεως, περιλαμβανομένων των στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα βάσει των οποίων η εθνική κανονιστική αρχή εξέδωσε την απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

20     Με το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η τιμολόγηση της διασυνδέσεως για την παροχή φορητού αριθμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, αφορά, εκτός του κόστους κινήσεως, και το κόστος εγκαταστάσεως.

21     Η Mobistar και η Belgacom Mobile καθώς και το IBPT, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Κυπριακή και η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το εν λόγω άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία αφορά μόνον το κόστος που συνδέεται με τη συχνότητα των κλήσεων προς τον μεταφερόμενο αριθμό και όχι το κόστος για την ικανοποίηση αιτήσεως μεταφοράς αριθμών μεταξύ φορέων κινητής τηλεφωνίας.

22     Αντιθέτως, η Base καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρούν ότι η τιμολόγηση της διασυνδέσεως την οποία αφορά το εν λόγω άρθρο περιλαμβάνει όλες τις υπηρεσίες που αφορούν την παροχή φορητού αριθμού για τις οποίες οι φορείς δικαιούνται να ζητούν αντιπαροχή.

23     Κατ’ αρχάς, διευκρινίζεται ότι η έννοια της φορητότητας των αριθμών καλύπτει την ευχέρεια που παρέχεται σε συνδρομητή της κινητής τηλεφωνίας να διατηρεί τον ίδιο αριθμό κλήσεως σε περίπτωση αλλαγής φορέα.

24     Η υλοποίηση της ευχέρειας αυτής επιβάλλει όπως οι πλατφόρμες μεταξύ φορέων είναι συμβατές, ο αριθμός του συνδρομητή μεταφέρεται από τον ένα φορέα στον άλλο και οι τεχνικής φύσεως ενέργειες επιτρέπουν την προώθηση των τηλεφωνικών κλήσεων προς τον μεταφερόμενο αριθμό.

25     Η φορητότητα των αριθμών σκοπεί στην κατάργηση των εμποδίων στην ελεύθερη επιλογή εκ μέρους των καταναλωτών ιδίως μεταξύ φορέων κινητής τηλεφωνίας και στη διασφάλιση, έτσι, της αναπτύξεως πραγματικού ανταγωνισμού στην αγορά των τηλεφωνικών υπηρεσιών.

26     Προς επίτευξη των σκοπών αυτών, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε στο άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές μεριμνούν ώστε η τιμολόγηση της διασυνδέσεως για την παροχή φορητού αριθμού να είναι κοστοστρεφής και οι τυχόν άμεσες επιβαρύνσεις των καταναλωτών να μη δρουν αποτρεπτικά για τη χρήση των προσθέτων υπηρεσιών αυτών.

27     Η ερμηνεία κατά την οποία η διάταξη αυτή δεν αφορά το κόστος εγκαταστάσεως αντιβαίνει στο αντικείμενο και στον σκοπό της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία και γεννά κίνδυνο περιορισμού της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της όσον αφορά την παροχή της φορητότητας.

28     Συγκεκριμένα, το κόστος εγκαταστάσεως αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος του κόστους που μπορεί να μετακυλίσει, άμεσα ή έμμεσα, ο λήπτης φορέας στον συνδρομητή ο οποίος επιθυμεί να χρησιμοποιήσει την ευχέρεια της φορητότητας του κινητού αριθμού του.

29     Μολονότι το κόστος αυτό δεν εμπίπτει στο καθήκον εποπτείας το οποίο επιβάλλει το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, ο καθορισμός του σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο εκ μέρους των φορέων παροχής, ιδίως των ήδη εγκατεστημένων στην αγορά οι οποίοι διαθέτουν μεγάλη πελατεία, γεννά τον κίνδυνο να αποτραπούν οι καταναλωτές από τη χρήση της ευχέρειας αυτής, ακόμη δε και να καταστεί εν τοις πράγμασι φαινάκη.

30     Συνεπώς, στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η τιμολόγηση της διασυνδέσεως για την παροχή φορητού αριθμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, αφορά το κόστος κινήσεως των μεταφερομένων αριθμών και το κόστος εγκαταστάσεως στο οποίο υποβάλλονται οι φορείς κινητής τηλεφωνίας για την ικανοποίηση των αιτήσεων μεταφοράς αριθμού.

 Επί του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

31     Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, πρέπει να δοθεί απάντηση μόνο στο τρίτο σκέλος του ερωτήματος αυτού.

32     Με το εν λόγω ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να προκαθορίζουν ανώτατες τιμές για το σύνολο των φορέων κινητής τηλεφωνίας με τη βοήθεια ενός θεωρητικού υποδείγματος κόστους.

33     Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία επιβάλλει στις εθνικές κανονιστικές αρχές να μεριμνούν όπως οι φορείς καθορίζουν τις τιμές τους με κοστοστρέφεια ως προς το δικό τους κόστος και, επιπλέον, όπως οι τιμές δεν είναι αποτρεπτικές για τον καταναλωτή.

34     Άπαξ εξακριβωθεί ότι οι τιμές καθορίζονται με κοστοστρέφεια, η εν λόγω διάταξη παρέχει κάποια διακριτική ευχέρεια στις εθνικές αρχές για την εκτίμηση της καταστάσεως και τον προσδιορισμό της μεθόδου που τους φαίνεται καταλληλότερη για την επίτευξη της πλήρους αποτελεσματικότητας της φορητότητας, κατά τρόπον ώστε οι καταναλωτές να μην αποτρέπονται από τη χρήση της ευχέρειας αυτής.

35     Έτσι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, οι εθνικές κανονιστικές αρχές δεν υπερέβησαν τα όρια της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας. Πράγματι, η μέθοδος η οποία συνίσταται στον καθορισμό της ανώτατης τιμής, όπως αυτή την οποία θέσπισαν οι βελγικές αρχές εν προκειμένω, μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, υπό την προϋπόθεση ότι οι νέοι φορείς έχουν όντως τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την εφαρμογή ανωτάτων τιμών από τους ήδη δρώντες στην αγορά φορείς, αποδεικνύοντας ότι οι τιμές αυτές είναι υπερβολικά υψηλές σε σχέση με τη διάρθρωση του κόστους των φορέων αυτών.

36     Επομένως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, η οδηγία για την καθολική υπηρεσία δεν απαγορεύει στις αρμόδιες εθνικές αρχές να προκαθορίζουν ανώτατες τιμές για το σύνολο των φορέων κινητής τηλεφωνίας με τη βοήθεια ενός θεωρητικού υποδείγματος κόστους.

37     Κατόπιν όλων αυτών των σκέψεων, στο τρίτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία δεν απαγορεύει τη λήψη εθνικού μέτρου, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο προκαθορίζει με τη βοήθεια ενός θεωρητικού υποδείγματος κόστους τις ανώτατες τιμές που μπορεί να απαιτεί ο φορέας παροχής από τον λήπτη φορέα για το κόστος εγκαταστάσεως, άπαξ οι τιμές καθορίζονται με κοστοστρέφεια έτσι ώστε οι καταναλωτές να μην αποτρέπονται από τη χρήση της ευχέρειας της φορητότητας.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

38     Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν από το άρθρο 4 της οδηγίας-πλαισίου προκύπτει ότι ο ανεξάρτητος οργανισμός τον οποίο αφορά η διάταξη αυτή, όπως το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να διαθέτει το σύνολο των αναγκαίων στοιχείων για την εκτίμηση του βασίμου μιας προσφυγής της οποίας επιλαμβάνεται, περιλαμβανομένων των στοιχείων τα οποία, σύμφωνα με την εφαρμοστέα σε θέματα απορρήτου κανονιστική ρύθμιση, είναι εμπιστευτικά.

39     Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το IBPT επικαλείται την υποχρέωση τηρήσεως απορρήτου την οποία υπέχει κατ’ εφαρμογή του καταστατικού του, το οποίο καθορίζεται με τον νόμο της 17ης Ιανουαρίου 2003.

40     Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο οργανισμός που έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των προσφυγών που στρέφονται κατά των αποφάσεων της εθνικής κανονιστικής αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας-πλαισίου, πρέπει να μπορεί να διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί μετά λόγου γνώσεως επί του βασίμου των εν λόγω προσφυγών, περιλαμβανομένων των εμπιστευτικών στοιχείων. Ωστόσο, η προστασία των στοιχείων αυτών καθώς και των επιχειρηματικών απορρήτων πρέπει να διασφαλίζεται και πρέπει να προσαρμόζεται έτσι ώστε η προστασία αυτή να συμφιλιώνεται με τις επιταγές της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων.

41     Από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας-πλαισίου προκύπτει ότι το δικαίωμα προσφυγής που μπορεί να ασκηθεί από κάθε χρήστη ή παρέχοντα υπηρεσίες κατά των αποφάσεων της εθνικής κανονιστικής αρχής που τον θίγουν πρέπει να βασίζεται σε μηχανισμό αποτελεσματικής προσφυγής ο οποίος να επιτρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ουσία της υποθέσεως.

42     Εξάλλου, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εθνικών κανονιστικών αρχών και της Επιτροπής, τα στοιχεία που οι αρχές αυτές θεωρούν εμπιστευτικά μπορούν να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή η οποία πρέπει ωστόσο να διασφαλίζει το απόρρητο αυτό.

43     Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4 της οδηγίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι ο οργανισμός που είναι αρμόδιος να αποφαίνεται επί των προσφυγών που στρέφονται κατά των αποφάσεων των εθνικών κανονιστικών αρχών πρέπει να διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εξέταση του βασίμου της προσφυγής, περιλαμβανομένων ενδεχομένως των εμπιστευτικών στοιχείων τα οποία οι εν λόγω αρχές έλαβαν υπόψη για τη λήψη της αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Ωστόσο, στον οργανισμό αυτό εναπόκειται να διασφαλίζει την εμπιστευτική μεταχείριση των επιμάχων στοιχείων, τηρουμένων των επιταγών της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και εξασφαλιζομένου του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44     Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η τιμολόγηση της διασυνδέσεως για την παροχή φορητού αριθμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγίας καθολικής υπηρεσίας), αφορά το κόστος κινήσεως των μεταφερομένων αριθμών και το κόστος εγκαταστάσεως στο οποίο υποβάλλονται οι φορείς κινητής τηλεφωνίας για την ικανοποίηση των αιτήσεων μεταφοράς αριθμού.

2)      Το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/22 δεν απαγορεύει τη λήψη εθνικού μέτρου το οποίο προβλέπει συγκεκριμένη μέθοδο για τον υπολογισμό του κόστους και προκαθορίζει με τη βοήθεια ενός θεωρητικού υποδείγματος κόστους τις ανώτατες τιμές που μπορεί να απαιτεί ο φορέας παροχής από τον λήπτη φορέα για το κόστος εγκαταστάσεως, άπαξ οι τιμές καθορίζονται κοστοστρεφώς έτσι ώστε οι καταναλωτές να μην αποτρέπονται από τη χρήση της ευχέρειας της φορητότητας.

3)      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγίας-πλαισίου), έχει την έννοια ότι ο οργανισμός που είναι αρμόδιος να αποφαίνεται επί των προσφυγών που στρέφονται κατά των αποφάσεων των εθνικών κανονιστικών αρχών πρέπει να διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εξέταση του βασίμου της προσφυγής, περιλαμβανομένων ενδεχομένως των εμπιστευτικών στοιχείων τα οποία οι εν λόγω αρχές έλαβαν υπόψη για τη λήψη της αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Ωστόσο, στον οργανισμό αυτό εναπόκειται να διασφαλίζει την εμπιστευτική μεταχείριση των επιμάχων στοιχείων, τηρουμένων των επιταγών της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και εξασφαλιζομένου του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top