EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011PC0652

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού [EMIR] για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών

/* COM/2011/0652 τελικό - 2011/0296 (COD) */

52011PC0652




ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID), η οποία ισχύει από τον Νοέμβριο του 2007, αποτελεί βασικό πυλώνα της ενοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών της ΕΕ. Έχοντας εκδοθεί σύμφωνα με τη διαδικασία «Lamfalussy»[1], απαρτίζεται από μια οδηγία πλαίσιο (οδηγία 2004/39/ΕΚ)[2], από μια εκτελεστική οδηγία (οδηγία 2006/73/ΕΚ)[3] και από έναν εκτελεστικό κανονισμό (κανονισμός αριθ. 1287/2006)[4]. Η MiFID δημιουργεί το ρυθμιστικό πλαίσιο για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε χρηματοπιστωτικά μέσα (όπως μεσιτεία, συμβουλές, διενέργεια πράξεων, διαχείριση χαρτοφυλακίου, αναδοχή κ.λπ.) από τράπεζες και επιχειρήσεις επενδύσεων και για τη λειτουργία ρυθμιζόμενων αγορών από διαχειριστές αγοράς. Θεσπίζει επίσης τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των εθνικών αρμόδιων αρχών σε σχέση με τις εν λόγω δραστηριότητες.

Ο πρωταρχικός στόχος είναι η προώθηση της ενοποίησης, της ανταγωνιστικότητας και της αποτελεσματικότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών της ΕΕ. Συγκεκριμένα, η οδηγία κατήργησε τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαιτούν όλες οι συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων να πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένα χρηματιστήρια και κατέστησε δυνατό τον ανταγωνισμό σε ευρωπαϊκή κλίμακα μεταξύ παραδοσιακών χρηματιστηρίων και εναλλακτικών τόπων διαπραγμάτευσης. Χορήγησε επίσης στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις επενδύσεων ενισχυμένο «διαβατήριο» για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε ολόκληρη την ΕΕ, υπό τον όρο της συμμόρφωσης τόσο με οργανωτικές απαιτήσεις και απαιτήσεις γνωστοποίησης συναλλαγών, όσο και με περιεκτικούς κανόνες που αποσκοπούν στην προστασία των επενδυτών.

Το αποτέλεσμα, μετά από 3,5 έτη ισχύος, είναι μεγαλύτερος ανταγωνισμός μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων και ευρύτερη επιλογή για τους επενδυτές όσον αφορά τους παρόχους υπηρεσιών και τα διαθέσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα, πρόοδος η οποία στηρίχθηκε στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Συνολικά, το κόστος συναλλαγών μειώθηκε, ενώ ο βαθμός ενοποίησης αυξήθηκε[5].

Ωστόσο, ανέκυψαν ορισμένα προβλήματα. Πρώτον, το πιο ανταγωνιστικό τοπίο δημιούργησε νέες προκλήσεις. Τα οφέλη από αυτόν τον αυξημένο ανταγωνισμό δεν διοχετεύθηκαν εξίσου σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά και δεν μετακυλίσθηκαν πάντοτε στους τελικούς επενδυτές, ιδιώτες ή επαγγελματίες. Ο κατακερματισμός της αγοράς που προκλήθηκε από τον ανταγωνισμό κατέστησε επίσης το συναλλακτικό περιβάλλον περισσότερο περίπλοκο, ιδίως όσον αφορά τη συλλογή δεδομένων για τις συναλλαγές. Δεύτερον, οι εξελίξεις των αγορών και της τεχνολογίας κατέστησαν παρωχημένες διάφορες διατάξεις της MiFID. Το κοινό συμφέρον για την ύπαρξη διαφανών, ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης και επιχειρήσεων επενδύσεων απειλείται με υπονόμευση. Τρίτον, η χρηματοπιστωτική κρίση κατέστησε εμφανείς τις αδυναμίες σχετικά με τη ρύθμιση των λοιπών εκτός των μετοχών μέσων, η διαπραγμάτευση των οποίων γίνεται κυρίως μεταξύ επαγγελματιών επενδυτών. Οι παραδοχές που ίσχυαν προηγουμένως, ότι η περιορισμένη στο ελάχιστο διαφάνεια, επίβλεψη και προστασία των επενδυτών σε σχέση με τη διαπραγμάτευση αυτή συντελεί περισσότερο στην αποδοτικότητα της αγοράς δεν ισχύουν πλέον. Τέλος, οι ταχύρρυθμες καινοτομίες και η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων υπογραμμίζουν τη σημασία επίκαιρης, υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών. Αν και σε μεγάλο βαθμό δικαιώθηκαν από την εμπειρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι περιεκτικοί κανόνες της MiFID χρειάζονται, παρά ταύτα, συγκεκριμένες αλλά φιλόδοξες βελτιώσεις.

Η αναθεώρηση της MiFID αποτελεί, επομένως, αναπόσπαστο μέρος των μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στη δημιουργία, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, ενός ασφαλέστερου, υγιέστερου, περισσότερο διαφανούς και περισσότερο υπεύθυνου χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο θα ωφελεί την οικονομία και την κοινωνία στο σύνολό τους, καθώς και στην εξασφάλιση μιας ενοποιημένης σε μεγαλύτερο βαθμό, αποτελεσματικής και ανταγωνιστικής χρηματοπιστωτικής αγοράς στην ΕΕ[6]. Αποτελεί επίσης απαραίτητο όχημα για την εκπλήρωση της δέσμευσης του G20[7], να αντιμετωπισθούν τα λιγότερο ρυθμιζόμενα και περισσότερο αδιαφανή τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και να βελτιωθούν η οργάνωση, η διαφάνεια και η επίβλεψη των διαφόρων επιμέρους αγορών, ιδίως όσον αφορά τα μέσα εκείνα η διαπραγμάτευση των οποίων γίνεται ως επί το πλείστον σε εξωχρηματιστηριακές αγορές (OTC)[8], αποτελώντας συμπλήρωμα της νομοθετικής πρότασης για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών[9].

Απαιτούνται επίσης στοχευμένες βελτιώσεις στην επίβλεψη και τη διαφάνεια των αγορών παραγώγων επί εμπορευμάτων, ώστε να διασφαλιστεί η λειτουργία τους για την αντιστάθμιση κινδύνων και την αναζήτηση τιμών, καθώς και βελτιώσεις υπό το πρίσμα των εξελίξεων στις δομές και την τεχνολογία των αγορών, ώστε να διασφαλιστεί ο θεμιτός ανταγωνισμός και η αποτελεσματικότητα των αγορών. Επιπλέον, χρειάζονται συγκεκριμένες αλλαγές στο πλαίσιο της προστασίας των επενδυτών, λαμβανομένων υπόψη των εξελισσόμενων πρακτικών, για τη στήριξη της εμπιστοσύνης των επενδυτών.

Τέλος, σύμφωνα με τις συστάσεις της ομάδας de Larosière και τα συμπεράσματα του Συμβουλίου ECOFIN[10], η ΕΕ έχει δεσμευθεί να μειώσει στο ελάχιστο, όπου ενδείκνυται, τη διακριτική ευχέρεια που έχουν στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη με βάση τις ενωσιακές οδηγίες για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Αυτό αποτελεί τον μίτο της Αριάδνης που συνδέει όλους τους τομείς που καλύπτονται από την αναθεώρηση της MiFID και θα συντελέσει στην καθιέρωση ενιαίου εγχειριδίου για τις ενωσιακές χρηματοπιστωτικές αγορές, θα συμβάλει περαιτέρω στη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τα κράτη μέλη και τους συμμετέχοντες στις αγορές, θα βελτιώσει την εποπτεία και τον έλεγχο της τήρησης του νόμου, θα μειώσει το κόστος για τους συμμετέχοντες στις αγορές και θα βελτιώσει τις συνθήκες πρόσβασης καθώς και τη συνολική ανταγωνιστικότητα του χρηματοπιστωτικού κλάδου της ΕΕ.

Ως εκ τούτου, η πρόταση για την τροποποίηση της MiFID υποδιαιρείται σε δύο μέρη. Ένας κανονισμός θεσπίζει τις απαιτήσεις που αφορούν την ανακοίνωση δεδομένων για τη συναλλακτική διαφάνεια στο κοινό και δεδομένων για τις συναλλαγές στις αρμόδιες αρχές, την άρση των φραγμών στη μη διακριτική πρόσβαση στα συστήματα εκκαθάρισης, την υποχρεωτική διαπραγμάτευση παραγώγων προϊόντων σε οργανωμένους τόπους συναλλαγών, συγκεκριμένες εποπτικές ενέργειες σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα και θέσεις επί παραγώγων και την παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών χωρίς υποκατάστημα. Μια οδηγία τροποποιεί συγκεκριμένες απαιτήσεις που αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, το εύρος των εξαιρέσεων από την ισχύουσα οδηγία, απαιτήσεις οργάνωσης και επαγγελματικής δεοντολογίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, οργανωτικές απαιτήσεις για τους τόπους διαπραγμάτευσης, τη χορήγηση άδειας και τις συνεχείς υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους παρόχους υπηρεσιών δεδομένων, τις εξουσίες των αρμοδίων αρχών, τις κυρώσεις και τους κανόνες που εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις τρίτων χωρών που λειτουργούν μέσω υποκαταστήματος.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Η πρωτοβουλία είναι προϊόν εκτενούς και συνεχούς διαλόγου και διαβουλεύσεων με όλους τους βασικούς ενδιαφερόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, όλων των παραγόντων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των εκδοτών και των ιδιωτών επενδυτών. Λαμβάνει υπόψη τις απόψεις που διατυπώθηκαν σε δημόσια διαβούλευση από τις 8 Δεκεμβρίου 2010 έως τις 2 Φεβρουαρίου 2011[11], σε ευρεία και με μεγάλη συμμετοχή δημόσια ακρόαση που πραγματοποιήθηκε επί διήμερο στις 20-21 Σεπτεμβρίου 2010[12] και στοιχεία που αποκτήθηκαν μέσω εκτενών συναντήσεων με ευρύ φάσμα ομάδων ενδιαφερομένων από τον Δεκέμβριο του 2009. Τέλος, η πρόταση λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις και την ανάλυση που περιέχονται στα έγγραφα και τις τεχνικές γνωμοδοτήσεις που δημοσιεύθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών (CESR), νυν Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ)[13].

Επιπλέον, ανατέθηκαν δύο μελέτες[14] σε εξωτερικούς συμβούλους για να προετοιμαστεί η αναθεώρηση της MiFID. Η πρώτη, η οποία ζητήθηκε από την PriceWaterhouseCoopers στις 10 Φεβρουαρίου 2010 και παρελήφθη στις 13 Ιουλίου 2010, επικεντρώθηκε στη συγκέντρωση δεδομένων σχετικά με τις δραστηριότητες των αγορών και άλλα συναφή με την MiFID ζητήματα. Η δεύτερη, από την Europe Economics, ανατέθηκε στις 21 Ιουλίου 2010 μετά από ανοικτή πρόσκληση υποβολής προσφορών, παρελήφθη στις 23 Ιουνίου 2011 και επικεντρώθηκε σε ανάλυση κόστους-οφέλους των διαφόρων επιλογών πολιτικής που επρόκειτο να εξεταστούν στο πλαίσιο της αναθεώρησης της MiFID.

Σύμφωνα με την πολιτική περί «βελτίωσης της νομοθεσίας» η Επιτροπή διενήργησε εκτίμηση επιπτώσεων των διάφορων εναλλακτικών προτάσεων. Οι επιλογές πολιτικής αξιολογήθηκαν σε συνάρτηση με διάφορα κριτήρια: διαφάνεια των πράξεων στις αγορές για τις ρυθμιστικές αρχές και τους συμμετέχοντες τις αγορές, προστασία και εμπιστοσύνη των επενδυτών, ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους τόπους λειτουργίας των αγορών και τα συστήματα διαπραγμάτευσης στην ΕΕ και αποτελεσματικότητα από πλευράς κόστους, δηλαδή σε ποιο βαθμό οι επιλογές επιτυγχάνουν τους επιδιωκόμενους στόχους και διευκολύνουν τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών με αποτελεσματικό από πλευράς κόστους και αποδοτικό τρόπο. Συνολικά, η αναθεώρηση της MiFID εκτιμάται ότι θα προκαλέσει εφάπαξ κόστος συμμόρφωσης μεταξύ 512 και 732 εκατ. ευρώ και τρέχον κόστος μεταξύ 312 και 586 εκατ. ευρώ. Αυτό αντιπροσωπεύει επίπτωση του εφάπαξ και τρέχοντος κόστους από 0,10% έως 0,15% και από 0,06% έως 0,12% αντιστοίχως των συνολικών δαπανών λειτουργίας του τραπεζικού τομέα της ΕΕ. Πρόκειται για κόστος πολύ μικρότερο από το κόστος που επιβλήθηκε τη στιγμή της θέσπισης της MiFID. Η εφάπαξ επίπτωση στο κόστος από τη θέσπιση της MiFID είχε εκτιμηθεί σε 0,56% (τράπεζες λιανικής τραπεζικής και ταμιευτήρια) και 0,68% (επενδυτικές τράπεζες) των συνολικών δαπανών λειτουργίας, ενώ το τρέχον κόστος συμμόρφωσης είχε εκτιμηθεί σε 0,11% (τράπεζες λιανικής τραπεζικής και ταμιευτήρια) έως 0,17% (επενδυτικές τράπεζες) των συνολικών δαπανών λειτουργίας.

ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Νομική βάση

Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, το οποίο προσφέρει τη νομική βάση για την έκδοση κανονισμού που θεσπίζει ενιαίες διατάξεις που αποσκοπούν στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Ενώ η οδηγία πραγματεύεται κυρίως την πρόσβαση των επιχειρήσεων στην οικονομική δραστηριότητα και βασίζεται στο άρθρο 53 της ΣΛΕΕ, η ανάγκη ενιαίας δέσμης κανόνων για τον τρόπο άσκησης αυτών των οικονομικών δραστηριοτήτων δικαιολογεί τη χρήση διαφορετικής νομικής βάσης που επιτρέπει την κατάρτιση κανονισμού.

Ο κανονισμός είναι αναγκαίος για τη χορήγηση συγκεκριμένων άμεσων αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ στους τομείς των παρεμβάσεων σχετικά με προϊόντα και της διαχείρισης θέσεων. Για τους τομείς της συναλλακτικής διαφάνειας και της γνωστοποίησης συναλλαγών η εφαρμογή των κανόνων συχνά εξαρτάται από αριθμητικά κατώτατα όρια και ειδικούς κωδικούς αναγνώρισης. Κάθε απόκλιση σε εθνικό επίπεδο θα οδηγούσε σε στρεβλώσεις της αγοράς και σε καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, εμποδίζοντας την ανάπτυξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Η επιβολή κανονισμού εξασφαλίζει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις θα εφαρμόζονται άμεσα στις επιχειρήσεις επενδύσεων και προωθεί ισότιμους όρους ανταγωνισμού, προλαμβάνοντας τη θέσπιση διαφορετικών εθνικών απαιτήσεων συνεπεία της μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

Ο προτεινόμενος κανονισμός θα σημαίνει επίσης ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων σε μεγάλο βαθμό ακολουθούν τους ίδιους κανόνες σε όλες τις αγορές της ΕΕ, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης ενιαίου νομικού πλαισίου, το οποίο θα αυξήσει την ασφάλεια δικαίου και θα διευκολύνει σημαντικά τις εργασίες των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διάφορες δικαιοδοσίες. Ο κανονισμός θα δώσει επίσης τη δυνατότητα στην ΕΕ να εφαρμόζει ταχύτερα τυχόν μελλοντικές αλλαγές, δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις θα μπορούν να εφαρμόζονται σχεδόν αμέσως μετά τη θέσπισή τους. Το γεγονός αυτό θα επιτρέπει στην ΕΕ να τηρεί τις προθεσμίες εφαρμογής που συμφωνούνται σε διεθνές επίπεδο και να παρακολουθεί τις σημαντικές εξελίξεις στις αγορές.

Επικουρικότητα και αναλογικότητα

Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας (άρθρο 5 παράγραφος 3 της ΣΕΕ), ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ επιβάλλεται μόνο όταν τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να επιτύχουν επαρκώς τους επιδιωκόμενους στόχους και, συνεπώς, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα από την ΕΕ.

Τα περισσότερα από τα ζητήματα που καλύπτονται από την αναθεώρηση καλύπτονται ήδη από το ισχύον νομικό πλαίσιο της MiFID. Επιπλέον, οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν εκ φύσεως διασυνοριακό χαρακτήρα, ο οποίος γίνεται ολοένα εντονότερος. Οι όροι σύμφωνα με τους οποίους οι επιχειρήσεις και οι διαχειριστές μπορούν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους στο πλαίσιο αυτό, είτε πρόκειται για τους κανόνες σχετικά με την προσυναλλακτική και την μετασυναλλακτική διαφάνεια, την προστασία των επενδυτών ή την εκτίμηση και τον έλεγχο των κινδύνων από τους συμμετέχοντες στις αγορές, πρέπει να είναι κοινοί εκατέρωθεν των συνόρων και αποτελούν όλοι σήμερα βασικές διατάξεις της MiFID. Τώρα απαιτείται δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο με στόχο την ενημέρωση και τροποποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου που έχει δημιουργηθεί από την MiFID, ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές από την εφαρμογή της και εξής. Τοιουτοτρόπως, οι βελτιώσεις που έχει ήδη επιφέρει η οδηγία στην ενοποίηση και την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και υπηρεσιών στην Ευρώπη θα ενισχυθούν με τις κατάλληλες προσαρμογές, για να διασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων ενός εύρωστου ρυθμιστικού πλαισίου για την ενιαία αγορά. Λόγω της ενοποίησης αυτής, η μεμονωμένη εθνική παρέμβαση θα ήταν πολύ λιγότερο αποτελεσματική και θα οδηγούσε στον κατακερματισμό των αγορών, με αποτέλεσμα την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, διαφορετικά επίπεδα διαφάνειας της αγοράς ή προστασίας των επενδυτών μεταξύ των κρατών μελών θα επέφεραν κατακερματισμό των αγορών, θα υπέσκαπταν τη ρευστότητα και την αποτελεσματικότητα και θα οδηγούσαν σε επιβλαβή καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) θα πρέπει επίσης να διαδραματίσει βασικό ρόλο στην εφαρμογή των νέων νομικών προτάσεων. Ένας από τους σκοπούς της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Αρχής είναι η περαιτέρω προώθηση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς όσον αφορά τις αγορές κινητών αξιών· χρειάζονται νέοι κανόνες σε ενωσιακό επίπεδο για να δοθούν όλες οι ενδεδειγμένες εξουσίες στην ΕΑΚΑΑ.

Η πρόταση λαμβάνει πλήρως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον είναι κατάλληλη για την επίτευξη των στόχων και δεν υπερβαίνει το απαιτούμενο μέτρο για την επίτευξή τους. Συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη την προσήκουσα ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος που διακυβεύεται και της αποτελεσματικότητας του μέτρου από πλευράς κόστους. Οι απαιτήσεις που επιβάλλονται στα διάφορα μέρη έχουν σταθμιστεί προσεκτικά. Ειδικότερα, η ανάγκη εξισορρόπησης της προστασίας των επενδυτών, της αποτελεσματικότητας των αγορών και του κόστους για τον κλάδο αποτελεί στοιχείο που διατρέχει τη διαμόρφωση του συνόλου των απαιτήσεων αυτών. Για παράδειγμα, όσον αφορά τους νέους κανόνες διαφάνειας που θα μπορούν να εφαρμόζονται στις αγορές ομολογιών και παραγώγων, η αναθεώρηση εισηγείται ένα προσεκτικά σταθμισμένο καθεστώς, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων και πιθανόν κάθε τύπο παραγώγων προϊόντων.

Συμμόρφωση με τα άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ

Στις 23 Σεπτεμβρίου του 2009, η Επιτροπή εξέδωσε προτάσεις κανονισμών για τη σύσταση των αρχών ΕΑΤ, ΕΑΑΕΣ και ΕΑΚΑΑ. Ως προς αυτό το σημείο, η Επιτροπή επιθυμεί να υπενθυμίσει τις δηλώσεις στις οποίες προέβη σχετικά με τα άρθρα 290 και 291 της ΣΛΕΕ, κατά την έκδοση των κανονισμών για τη σύσταση των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, σύμφωνα με τις οποίες: «Όσον αφορά τη διαδικασία για την έγκριση ρυθμιστικών προτύπων, η Επιτροπή υπογραμμίζει τον μοναδικό χαρακτήρα του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, που απορρέει από τον μηχανισμό Lamfalussy και αναγνωρίζεται ρητά στη Δήλωση 39 που προσαρτήθηκε στη ΣΛΕΕ. Ωστόσο, η Επιτροπή έχει σοβαρές αμφιβολίες αν οι περιορισμοί του ρόλου της κατά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών μέτρων είναι σύμφωνοι με τα άρθρα 290 και 291 της ΣΛΕΕ.»

Λεπτομερής επεξήγηση της πρότασης

Γενικά – ισότιμοι όροι ανταγωνισμού

Κεντρικός στόχος της πρότασης είναι να διασφαλίσει ότι κάθε οργανωμένη διαπραγμάτευση διεξάγεται σε ρυθμιζόμενους τόπους διαπραγμάτευσης: ρυθμιζόμενες αγορές, πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) και μηχανισμούς οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ). Σε όλους αυτούς τους τόπους θα ισχύουν ταυτόσημες απαιτήσεις προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας. Ομοίως, οι απαιτήσεις όσον αφορά τις οργανωτικές πτυχές και την επιτήρηση της αγοράς που ισχύουν και στα τρία είδη τόπων διαπραγμάτευσης είναι σχεδόν ταυτόσημες. Αυτό θα εξασφαλίσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού όπου υπάρχουν λειτουργικά ομοειδείς δραστηριότητες με αντικείμενο την προσέγγιση των συναλλακτικών ενδιαφερόντων τρίτων. Είναι όμως σημαντικό ότι οι απαιτήσεις διαφάνειας θα προσαρμόζονται ανάλογα με τα διάφορα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων, και συγκεκριμένα μετοχές, ομολογίες και παράγωγα, και ανάλογα με τα διάφορα είδη διαπραγμάτευσης, και συγκεκριμένα βιβλίο εντολών και συστήματα βάσει ζευγών εντολών (quote-driven).

Και στα τρία είδη τόπων διαπραγμάτευσης ο διαχειριστής του χώρου συναλλαγών είναι ουδέτερος. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι πολυμερείς μηχανισμοί διαπραγμάτευσης χαρακτηρίζονται από την εκτέλεση των συναλλαγών χωρίς διακριτική ευχέρεια. Αυτό σημαίνει ότι οι συναλλαγές εκτελούνται σύμφωνα με προκαθορισμένους κανόνες. Ανταγωνίζονται επίσης για να προσφέρουν πρόσβαση σε ευρύ αριθμό μελών υπό την προϋπόθεση ότι αυτά πληρούν ένα διαφανές σύνολο κριτηρίων.

Αντίθετα, ο διαχειριστής ενός ΜΟΔ διαθέτει περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ως προς τον τρόπο εκτέλεσης μιας συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο διαχειριστής υπόκειται σε απαιτήσεις σχετικές με την προστασία των επενδυτών, την επαγγελματική δεοντολογία και τη βέλτιστη εκτέλεση έναντι των πελατών που χρησιμοποιούν τον χώρο συναλλαγών. Έτσι, ενώ τόσο οι κανόνες πρόσβασης όσο και η μεθοδολογία εκτέλεσης ενός ΜΟΔ πρέπει να είναι διαφανείς και σαφείς, επιτρέπουν στον διαχειριστή να παρέχει στους πελάτες μια υπηρεσία, η οποία είναι ποιοτικά, αν και όχι λειτουργικά, διαφορετική από τις υπηρεσίες που παρέχονται από τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους ΠΜΔ στα μέλη τους και στους συμμετέχοντες. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί τόσο η ουδετερότητα του διαχειριστή του ΜΟΔ σε σχέση με κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται όσο και η επιτέλεση των καθηκόντων έναντι των πελατών που συναντώνται με τον τρόπο αυτό χωρίς δυνατότητα άντλησης κερδών εις βάρος τους, είναι αναγκαίο να απαγορευθεί στον διαχειριστή του ΜΟΔ η διαπραγμάτευση βάσει ιδίων κεφαλαίων.

Τέλος, οργανωμένη διαπραγμάτευση μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί με συστηματική εσωτερίκευση. Ο συστηματικός εσωτερικοποιητής μπορεί να εκτελεί συναλλαγές των πελατών έναντι των ιδίων κεφαλαίων του. Ωστόσο, ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν επιτρέπεται να επιφέρει την προσέγγιση συμφερόντων τρίτων για αγορά και πώληση με τον ίδιο λειτουργικά τρόπο όπως μια ρυθμιζόμενη αγορά, ένας ΠΜΔ ή ένας ΜΟΔ, και επομένως δεν αποτελεί τόπο διαπραγμάτευσης. Θα ισχύουν οι κανόνες βέλτιστης εκτέλεσης και οι λοιποί κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας και ο πελάτης θα γνωρίζει σαφώς πότε διαπραγματεύεται με την επιχείρηση επενδύσεων και πότε διαπραγματεύεται έναντι τρίτων. Στους συστηματικούς εσωτερικοποιητές εφαρμόζονται ειδικές απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας και πρόσβασης. Και πάλι, οι απαιτήσεις διαφάνειας θα προσαρμόζονται ανάλογα με τα διάφορα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων, και συγκεκριμένα μετοχές, ομολογίες και παράγωγα, και θα εφαρμόζονται κάτω από συγκεκριμένα όρια. Κάθε συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό από επιχειρήσεις επενδύσεων με πελάτες, συμπεριλαμβανομένων άλλων επιχειρήσεων επενδύσεων, θεωρείται επομένως εξωχρηματιστηριακή (OTC). Η εξωχρηματιστηριακή συναλλακτική δραστηριότητα που δεν θα εμπίπτει στον ορισμό της δραστηριότητας του συστηματικού εσωτερικοποιητή, ο οποίος θα καταστεί ευρύτερος μέσω τροποποιήσεων στην εκτελεστική νομοθεσία, θα πρέπει να μην είναι συστηματική ούτε να ασκείται σε τακτική βάση.

Επέκταση των κανόνων διαφάνειας σε μέσα παρόμοια με τις μετοχές και σε επιδεκτικές ενέργειας εκδηλώσεις ενδιαφέροντος (τίτλος II, κεφάλαιο 1 – άρθρα 3-6)

Η βασική λογική ως προς τη διαφάνεια είναι να δοθεί στους επενδυτές πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τις τρέχουσες ευκαιρίες συναλλαγών, να διευκολυνθεί η διαμόρφωση των τιμών και να βοηθούνται οι επιχειρήσεις όσον αφορά τη βέλτιστη εκτέλεση έναντι των πελατών τους. Η MiFID καθιέρωσε κανόνες διαφάνειας, τόσο προ όσο και μετά τη συναλλαγή, οι οποίες εφαρμόζονται σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που οι εν λόγω μετοχές αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε εξωχρηματιστηριακή αγορά (OTC).

Οι προτεινόμενες διατάξεις, κατά πρώτον, επεκτείνουν τους κανόνες διαφάνειας που ισχύουν για τις μετοχές αυτές σε παρόμοια με μετοχές μέσα, όπως πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από εταιρείες. Τα μέσα αυτά είναι παρόμοια με τις μετοχές και επομένως θα πρέπει να υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς διαφάνειας. Η επέκταση των απαιτήσεων διαφάνειας θα καλύπτει επίσης τις επιδεκτικές ενέργειας εκδηλώσεις ενδιαφέροντος (IOI). Με τον τρόπο αυτό θα αποφευχθεί να χρησιμοποιούνται οι IOI για την παροχή πληροφοριών σε μια ομάδα συμμετεχόντων στην αγορά, αποκλείοντας ταυτόχρονα άλλους.

Αυξημένη συνέπεια στην εφαρμογή απαλλαγών από απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας όσον αφορά τις αγορές μετοχών (άρθρο 4)

Οι προτεινόμενες διατάξεις αποβλέπουν στο να καταστεί η εφαρμογή των απαλλαγών από την προσυναλλακτική διαφάνεια περισσότερο συνεπής και περισσότερο συνεκτική. Οι λόγοι εφαρμογής των απαλλαγών αυτών από την υποχρέωση δημοσίευσης σε πραγματικό χρόνο των τρεχουσών εντολών και ζευγών εντολών είναι ακόμη ισχυροί· οι μεγάλου μεγέθους πράξεις, για παράδειγμα, αξίζουν ειδική μεταχείριση, για να αποφεύγεται το ενδεχόμενο υπέρμετρης επίπτωσης στην αγορά κατά την εκτέλεσή τους. Ωστόσο, οι λεπτομερειακές ρυθμίσεις, το πραγματικό περιεχόμενο και η συνεπής εφαρμογή χρειάζονται βελτίωση. Ως εκ τούτου, οι προτεινόμενες διατάξεις θα υποχρεώνουν τις αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τη χρήση των απαλλαγών στις οικείες αγορές και η ΕΑΚΑΑ θα εκδίδει γνωμοδότηση σχετικά με το συμβατό της απαλλαγής με τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις προβλεπόμενες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

Επέκταση των κανόνων διαφάνειας στις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα και τα παράγωγα (τίτλος ΙΙ, κεφάλαιο 2 - άρθρα 7-10)

Οι διατάξεις επεκτείνουν τις αρχές των κανόνων διαφάνειας, οι οποίες μέχρι τώρα εφαρμόζονταν μόνο στις αγορές μετοχών, στις ομολογίες, στα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, στα δικαιώματα εκπομπών και στα παράγωγα. Η επέκταση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι το υφιστάμενο επίπεδο διαφάνειας των εν λόγω προϊόντων, τα οποία ως επί το πλείστον αποτελούν αντικείμενο εξωχρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης, δεν θεωρείται πάντοτε επαρκές.

Οι διατάξεις θεσπίζουν νέες απαιτήσεις όσον αφορά και την προσυναλλακτική και τη μετασυναλλακτική διαφάνεια για αυτές τις τέσσερις ομάδες χρηματοπιστωτικών μέσων. Οι απαιτήσεις διαφάνειας θα είναι ταυτόσημες και για τους τρεις τόπους διαπραγμάτευσης, ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ και ΜΟΔ, αλλά θα προσαρμόζονται ανάλογα με τα υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικά μέσα. Οι απαλλαγές θα καθοριστούν με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

Για τις ρυθμιζόμενες αγορές, οι απαιτήσεις διαφάνειας θα επεκταθούν στις ομολογίες, στα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, στα δικαιώματα εκπομπών και στα παράγωγα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση. Για τους ΠΜΔ και τους ΜΟΔ, θα επεκταθούν στις ομολογίες και στα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει δημοσιευθεί ενημερωτικό δελτίο και στα δικαιώματα εκπομπών και στα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ και ΜΟΔ.

Όσον αφορά τις απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας, οι αρμόδιες αρχές θα είναι κατά πρώτον σε θέση να χρησιμοποιούν απαλλαγή για συγκεκριμένο τύπο χρηματοπιστωτικών μέσων με βάση το μοντέλο της αγοράς, τη ρευστότητα ή άλλα σημαντικά κριτήρια. Θα είναι επίσης σε θέση να εφαρμόζουν ένα σύνολο διαφορετικών απαλλαγών, προκειμένου να εξαιρούν ορισμένες συναλλαγές από τις απαιτήσεις διαφάνειας. Και στις δύο περιπτώσεις, όπως και για τις μετοχές, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τη σκοπούμενη χρήση των απαλλαγών και η ΕΑΚΑΑ θα εκδίδει γνωμοδότηση σχετικά με το συμβατό της απαλλαγής με τις νόμιμες απαιτήσεις. Ο τύπος και ο βαθμός λεπτομερειών των προσυναλλακτικών πληροφοριών που θα πρέπει να υποβάλλονται, καθώς και η εξαίρεση και οι απαλλαγές από τις εν λόγω απαιτήσεις θα καθοριστούν με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις.

Ως προς την μετασυναλλακτική διαφάνεια, οι προτεινόμενες διατάξεις προβλέπουν τη δυνατότητα αναβολής της δημοσίευσης σε ορισμένες περιπτώσεις, ανάλογα με το μέγεθος ή το είδος των συναλλαγών. Όπως και για τις προσυναλλακτικές πληροφορίες, το εύρος των πληροφοριών καθώς και οι προϋποθέσεις αναβολής της δημοσίευσης θα καθοριστούν με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

Αυξημένη και αποτελεσματικότερη ενοποίηση δεδομένων (τίτλος ΙΙ, κεφάλαιο 3 - άρθρα 11 και 12)

Ο τομέας των δεδομένων της αγοράς από την άποψη της ποιότητας, του τύπου, του κόστους και της ικανότητας ενοποίησης είναι καίριας σημασίας για την υποστήριξη της πρωταρχικής αρχής της MiFID όσον αφορά τη διαφάνεια, τον ανταγωνισμό και την προστασία των επενδυτών. Στον τομέα αυτό, οι προτεινόμενες διατάξεις του κανονισμού και της οδηγίας επιφέρουν ορισμένες θεμελιώδεις αλλαγές.

Στον κανονισμό, οι εν λόγω διατάξεις θα συμβάλουν στη μείωση του κόστους των δεδομένων, επιβάλλοντας στους τόπους διαπραγμάτευσης, ήτοι στις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ ή τους ΜΟΔ, να καθιστούν τις μετασυναλλακτικές πληροφορίες διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά την εκτέλεση της συναλλαγής και να προσφέρουν χωριστά τα προσυναλλακτικά και τα μετασυναλλακτικά δεδομένα, και δίνοντας στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποσαφηνίζει με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις τι συνιστά εύλογους εμπορικούς όρους.

Ο παρών κανονισμός υποχρεώνει επίσης τις επιχειρήσεις επενδύσεων να δημοσιοποιούν τις συναλλαγές που εκτελούνται εκτός τόπων διαπραγμάτευσης μέσω εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσίευσης, οι οποίοι θα ρυθμίζονται και αυτοί με την οδηγία. Αυτό θα βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα των δεδομένων των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών κατά συνέπεια θα διευκολύνει την ενοποίησή τους.

Διαφάνεια για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που συναλλάσσονται εξωχρηματιστηριακά, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών (τίτλος ΙΙΙ - άρθρα 13-20)

Για να διατηρηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, να υποστηριχθεί η αναζήτηση τιμών σε ολόκληρο το εύρος της αγοράς και να προστατευθούν οι ιδιώτες επενδυτές, προτείνονται ειδικοί κανόνες διαφάνειας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ενεργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές. Οι υφιστάμενοι κανόνες διαφάνειας για τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές θα εφαρμόζονται στις μετοχές και στα παρόμοια με τις μετοχές χρηματοπιστωτικά μέσα, ενώ θα θεσπιστούν νέες διατάξεις για τις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει δημοσιευθεί ενημερωτικό δελτίο και για τα δικαιώματα εκπομπών και τα παράγωγα που είναι επιλέξιμα προς εκκαθάριση ή είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ και ΜΟΔ. Επιπλέον, για τις μετοχές και τα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, καθιερώνεται ελάχιστο μέγεθος εντολής και απαιτούνται ζεύγη εντολών. Κανόνες μετασυναλλακτικής διαφάνειας ταυτόσημοι με εκείνους που εφαρμόζονται στις συναλλαγές εντός τόπων διαπραγμάτευσης προτείνεται να εφαρμόζονται σε όλες τις μετοχές και στα παρόμοια με τις μετοχές χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και στις ομολογίες και τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα για τα οποία έχει δημοσιευθεί ενημερωτικό δελτίο, στα δικαιώματα εκπομπών και τα παράγωγα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ και ΜΟΔ, καθώς και στα παράγωγα που είναι επιλέξιμα προς εκκαθάριση ή αναφέρονται σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών.

Γνωστοποίηση συναλλαγών (τίτλος IV – άρθρα 21-23)

Η γνωστοποίηση των συναλλαγών βάσει της MiFID δίνει τη δυνατότητα στις εποπτικές αρχές να παρακολουθούν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων, να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με την MiFID και να παρακολουθούν για την ύπαρξη καταχρήσεων σύμφωνα με την οδηγία για την κατάχρηση αγοράς (MAD). Η γνωστοποίηση των συναλλαγών είναι επίσης χρήσιμη για την εν γένει παρακολούθηση της αγοράς. Οι διατάξεις που προτείνονται θα βελτιώσουν την ποιότητα της γνωστοποίησης των συναλλαγών από διάφορες πλευρές.

Όλες οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές, με εξαίρεση τις συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν αποτελούν αντικείμενο οργανωμένης διαπραγμάτευσης και δεν υπάρχει ενδεχόμενο κατάχρησης αγοράς ούτε μπορούν να χρησιμοποιηθούν για καταχρηστικούς σκοπούς. Οι αρμόδιες αρχές θα έχουν πλήρη πρόσβαση στις καταχωρίσεις σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εκτέλεσης εντολών, από την αρχική απόφαση για τη συναλλαγή και μέχρι την εκτέλεσή της.

Πρώτον, οι τροποποιήσεις δημιουργούν μια νέα υποχρέωση για τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ και τους ΜΟΔ, να αποθηκεύουν τα δεδομένα των εντολών με τρόπο προσιτό στις εποπτικές αρχές επί τουλάχιστον 5 έτη. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν απόπειρες για κατάχρηση αγοράς, καθώς και για αλλοίωση του βιβλίου εντολών. Οι αποθηκευμένες πληροφορίες θα πρέπει να περιέχουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται επίσης και για τις γνωστοποιούμενες συναλλαγές, ιδίως την ταυτότητα του πελάτη και των προσώπων που είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση της συναλλαγής, π.χ. των διαπραγματευτών, ή τους υπολογιστικούς αλγορίθμους.

Δεύτερον, το πεδίο εφαρμογής της γνωστοποίησης συναλλαγών, το οποίο μέχρι τώρα περιοριζόταν στα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών στα μέσα αυτά που εκτελούνται εκτός της αγοράς, θα επεκταθεί σημαντικά και ως εκ τούτου θα ευθυγραμμιστεί με το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για την κατάχρηση αγοράς. Τα μόνα μέσα που δεν υπάγονται στην απαίτηση αυτή θα είναι i) τα μέσα που δεν είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ούτε αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ, ii) τα μέσα η αξία των οποίων δεν εξαρτάται από την αξία χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ, iii) τα μέσα, η διαπραγμάτευση των οποίων δεν μπορεί να έχει επίπτωση σε μέσο που είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ.

Τρίτον, οι διατάξεις θα βελτιώσουν την ποιότητα των γνωστοποιήσεων, αφενός προβλέποντας καλύτερο προσδιορισμό της ταυτότητας των πελατών για λογαριασμό των οποίων η επιχείρηση επενδύσεων έχει εκτελέσει τη συναλλαγή και των προσώπων που είναι υπεύθυνα για την εκτέλεσή της, και αφετέρου επιβάλλοντας στις ρυθμιζόμενες αγορές, στους ΠΜΔ και στους ΜΟΔ να αναφέρουν τις λεπτομέρειες των συναλλαγών που εκτελούνται από επιχειρήσεις, οι οποίες δεν υπόκεινται στις γενικές υποχρεώσεις γνωστοποίησης. Επιπλέον, από την άποψη της ποιότητας, οι προτεινόμενες διατάξεις θα επιβάλλουν να γίνεται η γνωστοποίηση μέσω μηχανισμών γνωστοποίησης εγκεκριμένων, σύμφωνα με την οδηγία, από τις αρμόδιες αρχές.

Προκειμένου οι αναφορές συναλλαγών και οι αποθηκευμένες πληροφορίες εντολών να προσδιορίζουν την ταυτότητα του πελάτη και τους υπεύθυνους για την εκτέλεση της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένων των υπολογιστικών αλγορίθμων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διαβιβάζουν τις πληροφορίες αυτές όταν αποστέλλουν μια εντολή σε άλλη επιχείρηση. Θα έχουν επίσης τη δυνατότητα να αναφέρουν μια εντολή ως εάν επρόκειτο για συναλλαγή, στην περίπτωση που δεν επιθυμούν να διαβιβάσουν τις πληροφορίες αυτές σε άλλες επιχειρήσεις.

Τέταρτον, για λόγους κόστους και αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να αποφεύγεται η διπλή καταγραφή των συναλλαγών βάσει της MiFID και βάσει των απαιτήσεων αναφοράς προς τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που προτάθηκαν πρόσφατα (EMIR). Επομένως, τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών θα υποχρεούνται να διαβιβάζουν αναφορές στις αρμόδιες αρχές.

Τέλος, εάν οι αλλαγές αυτές αποδειχθούν ανεπαρκείς για την επίτευξη πλήρους και ακριβούς εικόνας της συναλλακτικής δραστηριότητας και των ατομικών θέσεων, μια ρήτρα αναθεώρησης ορίζει ότι 2 έτη μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει μέτρα βάσει των οποίων οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα υποχρεούνται να διαβιβάζουν τις αναφορές τους κατευθείαν σε σύστημα ορισμένο από την ΕΑΚΑΑ.

Διαπραγμάτευση παραγώγων (τίτλος V – άρθρα 24-27)

Στο πλαίσιο των σημαντικών προσπαθειών που βρίσκονται σε εξέλιξη για τη βελτίωση της σταθερότητας, της διαφάνειας και της επίβλεψης των εξωχρηματιστηριακών αγορών παραγώγων, η G20 συμφώνησε ότι η διαπραγμάτευση των τυποποιημένων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα πρέπει να μεταφερθεί στα χρηματιστήρια ή σε ηλεκτρονικούς χώρους συναλλαγών, ανάλογα με την περίπτωση.

Ευθυγραμμιζόμενες με τις απαιτήσεις που έχουν ήδη προταθεί από την Επιτροπή (EMIR) για την αύξηση της κεντρικής εκκαθάρισης των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, οι προτεινόμενες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα επιβάλλουν να διενεργείται η διαπραγμάτευση των καταλλήλως ανεπτυγμένων παραγώγων μόνο σε επιλέξιμους χώρους συναλλαγών, δηλαδή σε ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ. Η υποχρέωση αυτή θα επιβληθεί τόσο στους χρηματοοικονομικούς όσο και στους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους που υπερβαίνουν το κατώτατο όριο εκκαθάρισης του κανονισμού EMIR. Οι διατάξεις αναθέτουν στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ μέσω τεχνικών προτύπων το καθήκον κατάρτισης του καταλόγου των παραγώγων που είναι επιλέξιμα για την υποχρέωση αυτή, λαμβανομένης υπόψη της ρευστότητας των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Μη διακριτική πρόσβαση στην εκκαθάριση (τίτλος VI – άρθρα 28-30)

Επιπλέον των απαιτήσεων της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οι οποίες απαγορεύουν στα κράτη μέλη να περιορίζουν αδικαιολόγητα την πρόσβαση στην μετασυναλλακτική υποδομή, όπως στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου και εκκαθάρισης, είναι αναγκαίο ο παρών κανονισμός να άρει διάφορους άλλους εμπορικούς φραγμούς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον αποκλεισμό του ανταγωνισμού κατά την εκκαθάριση των χρηματοπιστωτικών μέσων. Φραγμοί μπορούν να προκύψουν από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που δεν παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης σε ορισμένους τόπους διαπραγμάτευσης, από τόπους διαπραγμάτευσης που δεν παρέχουν ροές δεδομένων σε δυνητικούς νέους εκκαθαριστές ή από τη μη παροχή πληροφοριών σχετικά με κριτήρια αναφοράς ή δείκτες στους εκκαθαριστές ή στους τόπους διαπραγμάτευσης.

Οι προτεινόμενες διατάξεις θα απαγορεύουν τις διακριτικές πρακτικές και θα προλαμβάνουν τη δημιουργία φραγμών οι οποίοι ενδέχεται να αποκλείουν τον ανταγωνισμό για την εκκαθάριση των χρηματοπιστωτικών μέσων. Αυτό θα αυξήσει τον ανταγωνισμό για την εκκαθάριση των χρηματοπιστωτικών μέσων, ώστε να μειωθεί το κόστος επενδύσεων και δανεισμού, να εξαλειφθούν οι ανεπάρκειες και να ενθαρρυνθεί η καινοτομία στις ευρωπαϊκές αγορές.

Εποπτεία προϊόντων και θέσεων (τίτλος VII, άρθρα 31-35)

Κατόπιν των συμπερασμάτων του Συμβουλίου σχετικά με την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην ΕΕ (10 Ιουνίου 2009), σημειώθηκε ευρεία συναίνεση ως προς το ότι χρειάζεται να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της εποπτείας και του ελέγχου τήρησης του νόμου και οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να εφοδιαστούν με συγκεκριμένες νέες εξουσίες, ως επακόλουθο της κρίσης, ιδίως για να μπορούν να εξετάζουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρονται.

Πρώτον, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις θα βελτιώσουν σε μεγάλο βαθμό την εποπτεία των προϊόντων και των υπηρεσιών, θεσπίζοντας τις δυνατότητες, αφενός των αρμόδιων αρχών να επιβάλουν μόνιμες απαγορεύσεις σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή δραστηριότητες ή πρακτικές υπό τον συντονισμό της ΕΑΚΑΑ και, αφετέρου, της ΕΑΚΑΑ να απαγορεύει επίσης προσωρινά προϊόντα, πρακτικές και υπηρεσίες. Η απαγόρευση θα μπορούσε να συνίσταται σε απαγόρευση ή περιορισμό που επιβάλλεται στη διάθεση στην αγορά ή στην πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή σε ορισμένη πρακτική ή σε πρόσωπα που ασκούν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Οι διατάξεις θέτουν ειδικές προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση αμφοτέρων των απαγορεύσεων, η οποία μπορεί ιδίως να επέλθει όταν υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την προστασία των επενδυτών ή απειλές για την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Δεύτερον, συμπληρωματικά ως προς τις εξουσίες που προτείνονται στην αναθεωρημένη οδηγία, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να διαχειρίζονται θέσεις, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας καθορισμού ορίων θέσεων, οι προτεινόμενες διατάξεις του κανονισμού καθιερώνουν ρόλο της ΕΑΚΑΑ στον συντονισμό των μέτρων που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο. Παρέχουν επίσης στην ΕΑΚΑΑ ειδικές εξουσίες διαχείρισης ή περιορισμού θέσεων για τους συμμετέχοντες στην αγορά. Οι προτεινόμενες διατάξεις καθορίζουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την άσκηση των εξουσιών αυτών, ιδίως απειλή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή ρυθμίσεις παράδοσης των ενσώματων εμπορευμάτων ή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης.

Δικαιώματα εκπομπών (άρθρο 1)

Αντίθετα από τη διαπραγμάτευση παραγώγων, οι δευτερογενείς αγορές άμεσης παράδοσης δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ σε μεγάλο βαθμό δεν ρυθμίζονται. Διάφορες δόλιες πρακτικές έχουν σημειωθεί στις αγορές άμεσης παράδοσης, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής (ETS), το οποίο θεσπίσθηκε με την σχετική οδηγία[15]. Παράλληλα με τα μέτρα που περιλαμβάνονται στην οδηγία EU ETS για την ενίσχυση του συστήματος των μητρώων δικαιωμάτων εκπομπής και των προϋποθέσεων ανοίγματος λογαριασμού για την εμπορία δικαιωμάτων, η πρόταση θα υπαγάγει ολόκληρη την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής στον κανονισμό για τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι αγορές άμεσης παράδοσης και παραγώγων θα υπάγονται αμφότερες σε μία εποπτική αρχή. Θα εφαρμόζονται η MiFID και η οδηγία 2003/6/ΕΚ σχετικά με την κατάχρηση αγοράς, αναβαθμίζοντας με τον τρόπο αυτό συνολικά την ασφάλεια της αγοράς, χωρίς να αλλοιώνουν τον σκοπό της, ο οποίος παραμένει η μείωση των εκπομπών. Επιπλέον, αυτό θα εξασφαλίσει συνοχή με τους κανόνες που εφαρμόζονται ήδη στα παράγωγα επί των δικαιωμάτων εκπομπής και θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ασφάλεια, δεδομένου ότι οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οντότητες υποχρεωμένες να παρακολουθούν τη συναλλακτική δραστηριότητα για απάτες, καταχρήσεις ή νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, θα αναλάβουν μεγαλύτερο ρόλο όσον αφορά τον έλεγχο των υποψήφιων διαπραγματευτών στην αγορά άμεσης παράδοσης.

Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών χωρίς υποκατάστημα (τίτλος VIII – άρθρα 36-39)

Η πρόταση δημιουργεί ένα εναρμονισμένο πλαίσιο για τη χορήγηση πρόσβασης στις αγορές της ΕΕ σε επιχειρήσεις και διαχειριστές αγοράς εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες με στόχο να αντιμετωπισθεί η τρέχουσα κατάτμηση σε εθνικά καθεστώτα τρίτων χωρών και να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού σε όλους τους παράγοντες των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών το έδαφος της ΕΕ. Η πρόταση θεσπίζει καθεστώς βασιζόμενο σε προκαταρκτική αξιολόγηση ισοδυναμίας των δικαιοδοσιών τρίτων χωρών από την Επιτροπή. Οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών από τρίτες χώρες για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση ισοδυναμίας θα μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για την παροχή υπηρεσιών στην Ένωση. Για την παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες πελάτες θα απαιτείται η ίδρυση υποκαταστήματος· η επιχείρηση της τρίτης χώρας θα πρέπει να λαμβάνει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου εγκαθίσταται το υποκατάστημα και το υποκατάστημα θα υπόκειται στις ενωσιακές απαιτήσεις σε ορισμένους τομείς (οργανωτικές απαιτήσεις, κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας, σύγκρουση συμφερόντων, διαφάνεια και άλλους τομείς). Για την παροχή υπηρεσιών σε επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους δεν θα απαιτείται η ίδρυση υποκαταστήματος· οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών θα μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές υπό την προϋπόθεση εγγραφής τους στα μητρώα της ΕΑΚΑΑ. Θα υπόκεινται σε εποπτεία στη χώρα τους. Θα είναι αναγκαία η σύναψη της κατάλληλης συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών των τρίτων χωρών και των εθνικών αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ.

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Οι συγκεκριμένες επιπτώσεις της πρότασης στον προϋπολογισμό σχετίζονται με το καθήκον που ανατίθεται στην ΕΑΚΑΑ, όπως προσδιορίζεται στα νομοθετικά δημοσιονομικά δελτία που συνοδεύουν την παρούσα πρόταση. Οι συγκεκριμένες δημοσιονομικές επιπτώσεις για την Επιτροπή αξιολογούνται επίσης στο δημοσιονομικό δελτίο που συνοδεύει την παρούσα πρόταση.

Η πρόταση έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Κοινότητας.

2011/0296 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού [EMIR] για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[16],

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1. Η χρηματοπιστωτική κρίση κατέστησε εμφανείς τις αδυναμίες σχετικά με τη διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών αγορών. Επομένως, η ενίσχυση της διαφάνειας συγκαταλέγεται στις κοινές αρχές για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως επιβεβαιώθηκε με τη δήλωση της G20 στο Λονδίνο στις 2 Απριλίου 2009. Για να ενισχυθεί η διαφάνεια και να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών μέσων, θα πρέπει να εφαρμοστεί νέο πλαίσιο που θα καθιερώνει ενιαίες απαιτήσεις για τη διαφάνεια των συναλλαγών στις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να καθιερώνει περιεκτικούς κανόνες για ένα ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων. Θα πρέπει να συμπληρώνει τις απαιτήσεις για τη διαφάνεια εντολών και συναλλαγών σε μετοχές που θεσπίστηκαν με την οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004.

2. Η ομάδα υψηλού επιπέδου για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία στην ΕΕ, υπό την προεδρία του κ. Jacques de Larosière, κάλεσε την Ένωση να καταρτίσει ένα πιο εναρμονισμένο σύνολο χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων. Στο πλαίσιο της μελλοντικής ευρωπαϊκής εποπτικής αρχιτεκτονικής το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης και 19ης Ιουνίου 2009 τόνισε επίσης την ανάγκη σύνταξης ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου κανόνων, το οποίο θα ισχύει για όλους τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της ενιαίας αγοράς.

3. Η νέα νομοθεσία θα πρέπει, κατά συνέπεια, να αποτελείται από δύο διαφορετικές νομικές πράξεις, μια οδηγία και τον παρόντα κανονισμό. Οι δύο αυτές νομικές πράξεις, από κοινού, θα πρέπει να αποτελούν το νομικό πλαίσιο που θα διέπει τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους παρόχους υπηρεσιών γνωστοποίησης δεδομένων. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, επομένως, να συνδυάζεται με την οδηγία. Η ανάγκη θέσπισης ενιαίου συνόλου κανόνων για όλα τα ιδρύματα όσον αφορά ορισμένες απαιτήσεις και αποφυγής ενδεχόμενης καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, καθώς και παροχής μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου και λιγότερο πολύπλοκων ρυθμίσεων στους συμμετέχοντες στην αγορά, δικαιολογεί τη χρήση νομικής βάσης που επιτρέπει την κατάρτιση κανονισμού. Ως εκ τούτου, για να εξαλειφθούν τα απομένοντα εμπόδια στις συναλλαγές και οι σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που απορρέουν από τις διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών και για να προληφθεί τυχόν εμφάνιση νέων πιθανών εμποδίων στις συναλλαγές και σημαντικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, είναι αναγκαίο να εκδοθεί κανονισμός που θα θεσπίζει ενιαίους κανόνες εφαρμοστέους σε όλα τα κράτη μέλη. Αυτή η νομική πράξη, η οποία εφαρμόζεται άμεσα, αποσκοπεί να συμβάλει καθοριστικά στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και θα πρέπει, κατά συνέπεια, να βασιστεί στις διατάξεις του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύεται σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4. Η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 θέσπισε κανόνες για να καταστούν οι συναλλαγές σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά διαφανείς προ και μετά τη συναλλαγή και για να γνωστοποιούνται οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά στις αρμόδιες αρχές· η οδηγία πρέπει να αναδιατυπωθεί, ώστε να αντικατοπτρίζει ορθά τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να αντιμετωπισθούν οι αδυναμίες και να κλείσουν τα κενά που κατέστησαν μεταξύ άλλων εμφανή κατά την κρίση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

5. Οι διατάξεις σχετικά με τις συναλλαγές και τις κανονιστικές απαιτήσεις διαφάνειας πρέπει να περιβληθούν τον τύπο νομοθεσίας με άμεση ισχύ και εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες θα πρέπει να ακολουθούν ενιαίους κανόνες σε όλες τις ενωσιακές αγορές, ώστε να υπάρξει ομοιόμορφη εφαρμογή ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στη διαφάνεια των αγορών σε ολόκληρη την Ένωση, να μειωθεί η πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων και το κόστος συμμόρφωσης των επιχειρήσεων, ιδίως για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που λειτουργούν σε διασυνοριακή βάση, και να υπάρξει συμβολή στην εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Η έκδοση κανονισμού που εξασφαλίζει την άμεση ισχύ είναι η καταλληλότερη λύση για την εκπλήρωση αυτών των κανονιστικών στόχων και την εξασφάλιση ενιαίων συνθηκών, προλαμβάνοντας τη θέσπιση διαφορετικών εθνικών απαιτήσεων συνεπεία της μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

6. Οι έννοιες της ρυθμιζόμενης αγοράς και του ΠΜΔ θα πρέπει να οριστούν και οι ορισμοί αυτοί να εναρμονιστούν στενά μεταξύ τους ώστε να εκφράζουν το γεγονός ότι αμφότεροι οι όροι αντιπροσωπεύουν την ίδια λειτουργία οργανωμένης διαπραγμάτευσης. Οι ορισμοί θα πρέπει να εξαιρούν τα διμερή συστήματα στα οποία επιχείρηση επενδύσεων συμμετέχει στη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό, έστω και ως αντισυμβαλλόμενος ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ αγοραστή και πωλητή χωρίς να αναλαμβάνει κίνδυνο. Ο όρος «σύστημα» περιλαμβάνει όλες τις αγορές που αποτελούνται από σύνολο κανόνων και από χώρο συναλλαγών, καθώς και τις αγορές που λειτουργούν μόνο βάσει συνόλου κανόνων. Δεν υπάρχει υποχρέωση λειτουργίας «τεχνικού» συστήματος αντιστοίχησης των εντολών για τις ρυθμιζόμενες αγορές και τα ΠΜΔ. Οι αγορές που αποτελούνται μόνον από σύνολο κανόνων σχετικών με την ιδιότητα του μέλους, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων στη διαπραγμάτευση, τις συναλλαγές μεταξύ μελών, την υποβολή δηλώσεων, και –ανάλογα με την περίπτωση – τις υποχρεώσεις διαφάνειας αποτελούν ρυθμιζόμενες αγορές ή ΠΜΔ κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, οι δε συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο αυτών των κανόνων θεωρούνται πραγματοποιούμενες εντός των συστημάτων ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ. Ο όρος «ενδιαφέρον για την αγορά και την πώληση» πρέπει να ερμηνευτεί με ευρεία έννοια και υποδηλώνει εντολές, ζεύγη εντολών και κάθε άλλη εκδήλωση ενδιαφέροντος. Η απαίτηση τα ενδιαφέροντα αυτά να συναντώνται στο εσωτερικό του συστήματος με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια και τους οποίους καθορίζει ο διαχειριστής αγοράς σημαίνει ότι η συνάντησή τους γίνεται με τους κανόνες του συστήματος ή με τα πρωτόκολλα ή τις εσωτερικές λειτουργικές διαδικασίες του (περιλαμβανομένων των διαδικασιών που είναι ενσωματωμένες σε λογισμικό Η/Υ). Η έκφραση «κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια» σημαίνει ότι οι κανόνες αυτοί δεν αφήνουν στην επιχείρηση επενδύσεων που διαχειρίζεται έναν ΠΜΔ καμία διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο αλληλεπίδρασης των εν λόγω ενδιαφερόντων. Οι ορισμοί απαιτούν την αντιστοίχηση των ενδιαφερόντων με τρόπο που να οδηγεί στην κατάρτιση σύμβασης, γεγονός που συνεπάγεται την εκτέλεση της συναλλαγής σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος ή με τα πρωτόκολλα ή τις εσωτερικές λειτουργικές διαδικασίες του συστήματος.

7. Για να αυξηθεί η διαφάνεια των ευρωπαϊκών αγορών και να δημιουργηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων τόπων που προσφέρουν υπηρεσίες διαπραγμάτευσης, είναι αναγκαίο να εισαχθεί η νέα κατηγορία του μηχανισμού οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ). Ο ορισμός αυτής της νέας κατηγορίας είναι ευρύς, ώστε και τώρα και στο μέλλον να είναι σε θέση να καλύπτει όλους τους τύπους οργανωμένης εκτέλεσης και τακτοποίησης συναλλαγών, οι οποίοι δεν αντιστοιχούν στις λειτουργίες ή στις κανονιστικές προδιαγραφές των υφιστάμενων τόπων διαπραγμάτευσης. Συνεπώς, πρέπει να εφαρμοστούν οι κατάλληλες οργανωτικές απαιτήσεις και κανόνες διαφάνειας που υποστηρίζουν την αποτελεσματική αναζήτηση της τιμής. Η νέα κατηγορία περιλαμβάνει συστήματα διασταύρωσης εντολών, τα οποία μπορούν να περιγραφούν ως εσωτερικά ηλεκτρονικά συστήματα αντιστοίχισης υπό τη διαχείριση επιχείρησης επενδύσεων και τα οποία εκτελούν εντολές πελατών έναντι εντολών άλλων πελατών. Η νέα κατηγορία περιλαμβάνει επίσης συστήματα επιλέξιμα για διαπραγμάτευση παραγώγων που είναι επιλέξιμα προς εκκαθάριση και έχουν επαρκή ρευστότητα. Δεν περιλαμβάνει μηχανισμούς στους οποίους δεν διενεργείται πραγματική εκτέλεση ή τακτοποίηση συναλλαγών στο σύστημα, όπως πίνακες ανακοινώσεων που χρησιμοποιούνται για τη διαφήμιση ενδιαφερόντων για αγορά και πώληση, άλλες οντότητες που αθροίζουν ή ομαδοποιούν δυνητικά ενδιαφέροντα για αγορά ή πώληση ή ηλεκτρονικές υπηρεσίες επιβεβαίωσης μετά τη συναλλαγή.

8. Αυτή η νέα κατηγορία του μηχανισμού οργανωμένης διαπραγμάτευσης θα συμπληρώσει τους υφιστάμενους τύπους τόπων διαπραγμάτευσης. Ενώ οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι πολυμερείς μηχανισμοί διαπραγμάτευσης χαρακτηρίζονται από την εκτέλεση των συναλλαγών χωρίς διακριτική ευχέρεια, ο διαχειριστής μηχανισμού οργανωμένης διαπραγμάτευσης θα πρέπει να διαθέτει διακριτική ευχέρεια σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης μιας συναλλαγής. Κατά συνέπεια, οι κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας, οι υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης και οι υποχρεώσεις χειρισμού των εντολών των πελατών θα πρέπει να εφαρμόζονται στις συναλλαγές που διενεργούνται σε ΜΟΔ, τον οποίο εκμεταλλεύεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς. Ωστόσο, επειδή ένας ΜΟΔ αποτελεί γνήσιο χώρο συναλλαγών, ο διαχειριστής του θα πρέπει να είναι ουδέτερος. Επομένως, ο διαχειριστής του ΜΟΔ δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να εκτελεί στον ΜΟΔ καμία συναλλαγή μεταξύ πλειόνων ενδιαφερόντων τρίτων για αγορά και πώληση, συμπεριλαμβανομένων εντολών πελατών που συναντώνται στο εσωτερικό του συστήματος, βάσει των ιδίων κεφαλαίων του. Αυτό αποκλείει επίσης τη δυνατότητά του να ενεργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται ο ίδιος.

9. Κάθε οργανωμένη διαπραγμάτευση θα πρέπει να διεξάγεται σε ρυθμιζόμενους τόπους διαπραγμάτευσης και να είναι πλήρως διαφανής, τόσο πριν όσο και μετά τη συναλλαγή. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις διαφάνειας θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλους τους τύπους τόπων διαπραγμάτευσης και σε όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η διαπραγμάτευση γίνεται σε αυτούς.

10. Η διαπραγμάτευση πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών, παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλων μετοχών εκτός των εισηγμένων προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά γίνεται σε μεγάλο βαθμό με τον ίδιο τρόπο και εκπληρώνει σχεδόν ταυτόσημο οικονομικό σκοπό με τη διαπραγμάτευση μετοχών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά. Οι διατάξεις που αφορούν τη διαφάνεια και εφαρμόζονται σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές θα πρέπει επομένως να επεκταθούν και σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα.

11. Ενώ, καταρχήν, αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα ενός καθεστώτος απαλλαγών από την προσυναλλακτική διαφάνεια για τη στήριξη της αποτελεσματικής λειτουργίας των αγορών, οι κείμενες διατάξεις απαλλαγών για τις μετοχές που εφαρμόζονται σήμερα βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής[17], χρειάζεται να ελεγχθούν ως προς τη συνεχιζόμενη καταλληλότητά τους από την άποψη του πεδίου εφαρμογής και τον εφαρμοστέων προϋποθέσεων. Για να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή των απαλλαγών από την προσυναλλακτική διαφάνεια στις μετοχές και ενδεχομένως σε άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και σε μη μετοχικά προϊόντα όσον αφορά συγκεκριμένα μοντέλα αγοράς και είδη και μεγέθη εντολών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) θα πρέπει να αξιολογεί το συμβατό των μεμονωμένων αιτημάτων εφαρμογής μιας απαλλαγής με τον παρόντα κανονισμό και τις μελλοντικές κατ' εξουσιοδότηση πράξεις. Η αξιολόγηση της ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει τη μορφή γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Επιπλέον, οι ήδη ισχύουσες απαλλαγές για τις μετοχές θα πρέπει να επανεξεταστούν από την ΕΑΚΑΑ εντός του κατάλληλου χρονικού πλαισίου και να διενεργηθεί αξιολόγηση, με την ίδια διαδικασία, σχετικά με το κατά πόσον συμμορφώνονται ακόμη με τους κανόνες του παρόντος κανονισμού και των μελλοντικών κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

12. Η χρηματοπιστωτική κρίση κατέστησε εμφανείς συγκεκριμένες αδυναμίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες για τις ευκαιρίες συναλλαγών και τις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων πλην των μετοχών διατίθενται στους συμμετέχοντες στην αγορά, ιδίως από την άποψη του χρόνου, του βαθμού λεπτομέρειας, της ίσης πρόσβασης και της αξιοπιστίας. Επομένως, θα πρέπει να θεσπιστούν απαιτήσεις προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά και δομές της αγοράς συγκεκριμένων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων πλην των μετοχών. Για να δημιουργηθεί ένα άρτιο πλαίσιο διαφάνειας για όλα τα σημαντικά μέσα, οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται στις ομολογίες και στα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα για τα οποία έχει δημοσιευθεί ενημερωτικό δελτίο ή τα οποία είτε είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά είτε αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή σε μηχανισμό οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ), στα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και ΜΟΔ ή θεωρούνται επιλέξιμα για κεντρική εκκαθάριση, καθώς και, στην περίπτωση της μετασυναλλακτικής διαφάνειας, στα παράγωγα που αναφέρονται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Επομένως, μόνο τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο αποκλειστικά εξωχρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης και τα οποία θεωρείται ότι παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαμηλή ρευστότητα ή είναι εξειδικευμένα στο σχεδιασμό τους θα εκφεύγουν από το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων διαφάνειας.

13. Είναι αναγκαίο να θεσπιστεί το κατάλληλο επίπεδο συναλλακτικής διαφάνειας στις αγορές ομολογιών, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων και παραγώγων, ώστε να διευκολυνθεί η αποτίμηση των προϊόντων, καθώς και η αποτελεσματικότητα της διαμόρφωσης των τιμών. Στα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα θα πρέπει ιδίως να περιλαμβάνονται οι τίτλοι που εξασφαλίζονται με περιουσιακά στοιχεία, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 αριθ. 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004, στους οποίους υπάγονται μεταξύ άλλων και οι εγγυημένες δανειακές υποχρεώσεις (CDO).

14. Για να διασφαλιστεί η εφαρμογή ενιαίων προϋποθέσεων μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης, στα διάφορα είδη τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ίδιες απαιτήσεις προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας. Οι απαιτήσεις διαφάνειας θα πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με τα διάφορα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων, στα οποία περιλαμβάνονται μετοχές, ομολογίες και παράγωγα, και ανάλογα με τα διάφορα είδη διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένων του βιβλίου εντολών και συστημάτων βάσει ζευγών εντολών (quote-driven), καθώς και των υβριδικών και παραδοσιακών προφορικών συστημάτων, και να λαμβάνουν υπόψη την έκδοση, το μέγεθος της συναλλαγής και τα χαρακτηριστικά των εθνικών αγορών.

15. Για να διασφαλιστεί ότι οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται εξωχρηματιστηριακά δεν θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματική αναζήτηση τιμών ή την ύπαρξη διαφανών, ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ μέσων συναλλαγών, θα πρέπει να ισχύουν οι κατάλληλες απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διενεργούν πράξεις εξωχρηματιστηριακά για ίδιο λογαριασμό σε χρηματοπιστωτικά μέσα, εφόσον οι συναλλαγές διενεργούνται υπό την ιδιότητά τους ως συστηματικών εσωτερικοποιητών και αφορούν μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά ή άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα και επιλέξιμα προς εκκαθάριση παράγωγα.

16. Η επιχείρηση επενδύσεων που εκτελεί εντολές πελατών βάσει των ιδίων κεφαλαίων της θα πρέπει να θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, εκτός εάν οι συναλλαγές πραγματοποιούνται εκτός ρυθμιζόμενων αγορών, ΠΜΔ και ΜΟΔ ευκαιριακά, για συγκεκριμένη περίπτωση και σε μη τακτική βάση. Ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές θα πρέπει να οριστούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες συναλλάσσονται κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά και συστηματικά για ίδιο λογαριασμό, εκτελώντας εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ. Για να εξασφαλιστεί η αντικειμενική και αποτελεσματική εφαρμογή του ορισμού αυτού στις επιχειρήσεις επενδύσεων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κάθε διμερής συναλλαγή που διενεργείται με πελάτες και ποσοτικά κριτήρια θα πρέπει να συμπληρώνουν τα ποιοτικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των επιχειρήσεων επενδύσεων που απαιτείται να εγγραφούν στον κατάλογο συστηματικών εσωτερικοποιητών που προβλέπεται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Ενώ ΜΟΔ είναι κάθε σύστημα ή μηχανισμός στον οποίο πλείονα ενδιαφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του συστήματος, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να επιφέρει την προσέγγιση ενδιαφερόντων τρίτων για αγορά και πώληση.

17. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να αποφασίσουν να ανακοινώνουν τις τρέχουσες τιμές προσφοράς μόνο στους ιδιώτες πελάτες ή μόνο στους επαγγελματίες πελάτες ή σε αμφότερες τις κατηγορίες πελατών. Δεν θα πρέπει να τους επιτρέπεται να εφαρμόζουν διακριτική μεταχείριση εντός των εν λόγω κατηγοριών πελατών. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δεν υποχρεούνται να ανακοινώνουν δημόσια δεσμευτικά ζεύγη εντολών σε σχέση με συναλλαγές μεγέθους μεγαλύτερου από το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς. Το κανονικό μέγεθος της αγοράς για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων δεν θα πρέπει να είναι σημαντικά δυσανάλογο προς κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο της εν λόγω κατηγορίας.

18. Ο παρών κανονισμός δεν έχει στόχο να επιβάλει την εφαρμογή κανόνων προσυναλλακτικής διαφάνειας στις συναλλαγές εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών, ορισμένα χαρακτηριστικά των οποίων είναι ότι πραγματοποιούνται για τη συγκεκριμένη περίπτωση και σε μη τακτική βάση, ότι διενεργούνται με αντισυμβαλλόμενους από τον τομέα της χονδρικής και αποτελούν τμήμα επιχειρηματικής σχέσης η οποία χαρακτηρίζεται από συναλλαγές μεγέθους μεγαλύτερου από το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς, και ότι στο πλαίσιό τους οι πράξεις διενεργούνται εκτός των συστημάτων που χρησιμοποιούνται συνήθως από την εκάστοτε επιχείρηση για τις συναλλαγές της ως συστηματικού εσωτερικοποιητή.

19. Τα δεδομένα της αγοράς θα πρέπει καθίστανται εύκολα και γρήγορα διαθέσιμα στους χρήστες σε μορφή όσο το δυνατόν πιο αναλυτική, ώστε να μπορούν οι επενδυτές, και οι πάροχοι υπηρεσιών δεδομένων που εξυπηρετούν τις ανάγκες τους, να εξατομικεύουν λύσεις για τα δεδομένα στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Επομένως, τα δεδομένα προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού «διαχωρισμένα», για να μειώνεται το κόστος της αγοράς δεδομένων για τους συμμετέχοντες στην αγορά.

20. Η οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[18] και ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[19] θα πρέπει να εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την ανταλλαγή, διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και ιδίως του τίτλου IV, από τα κράτη μέλη και την ΕΑΚΑΑ.

21. Λαμβανομένης υπόψη της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν τα μέλη της G20 στη σύνοδο κορυφής του Πίτσμπουργκ την 25η Σεπτεμβρίου 2009, να μεταφερθεί η διαπραγμάτευση των τυποποιημένων συμβολαίων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στα χρηματιστήρια ή σε ηλεκτρονικούς χώρους συναλλαγών, ανάλογα με την περίπτωση, θα πρέπει να καθοριστεί τυπική κανονιστική διαδικασία για την ανάθεση εντολών συναλλαγών μεταξύ χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων και μεγάλων μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων σε όλα τα παράγωγα τα οποία έχουν θεωρηθεί επιλέξιμα προς εκκαθάριση και τα οποία έχουν επαρκή ρευστότητα για να εισαχθούν σε ένα φάσμα τόπων διαπραγμάτευσης που υπόκεινται σε συγκρίσιμες κανονιστικές ρυθμίσεις και δίνουν τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες να συναλλάσσονται με πλείονες αντισυμβαλλομένους. Η εκτίμηση για την ύπαρξη επαρκούς ρευστότητας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς σε εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων όπως ο αριθμός και το είδος των συμμετεχόντων σε συγκεκριμένη αγορά, και τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών, όπως το μέγεθος και η συχνότητα των συναλλαγών στην εν λόγω αγορά.

22. Λαμβανομένης υπόψη της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν τα μέλη της G20 στο Πίτσμπουργκ την 25η Σεπτεμβρίου 2009, να μεταφερθεί η διαπραγμάτευση των τυποποιημένων συμβολαίων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στα χρηματιστήρια ή σε ηλεκτρονικούς χώρους συναλλαγών, ανάλογα με την περίπτωση, αφενός, και της σχετικά χαμηλότερης ρευστότητας διαφόρων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, αφετέρου, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί το κατάλληλο φάσμα επιλέξιμων τόπων διαπραγμάτευσης, στους οποίους μπορούν να πραγματοποιούνται συναλλαγές σύμφωνα με τη δέσμευση αυτή. Όλοι οι επιλέξιμοι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να υπόκεινται σε στενά εναρμονισμένες κανονιστικές απαιτήσεις όσον αφορά τις οργανωτικές και λειτουργικές πτυχές, τις ρυθμίσεις για τον μετριασμό συγκρούσεων συμφερόντων, την επιτήρηση της όλης συναλλακτικής δραστηριότητας, την προσυναλλακτική και μετασυναλλακτική διαφάνεια προσαρμοσμένη ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης μεταξύ πλειόνων συναλλακτικών ενδιαφερόντων τρίτων. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα των διαχειριστών τόπων διαπραγμάτευσης να κανονίζουν συναλλαγές σύμφωνα με τη δέσμευση αυτή μεταξύ πλειόνων τρίτων κάνοντας χρήση διακριτικής ευχέρειας, προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες εκτέλεσης και η ρευστότητα.

23. Η υποχρέωση διαπραγμάτευσης που θεσπίζεται για τα παράγωγα αυτά θα πρέπει να επιτρέπει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό μεταξύ των επιλέξιμων τόπων διαπραγμάτευσης. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω τόποι διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να δικαιούνται να διεκδικήσουν αποκλειστικά δικαιώματα σε σχέση με τα παράγωγα που υπόκεινται στην παρούσα υποχρέωση διαπραγμάτευσης, αποκλείοντας άλλους τόπους διαπραγμάτευσης από του να προσφέρουν διαπραγμάτευση σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα. Για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης παραγώγων, είναι ουσιαστικής σημασίας να έχουν οι τόποι διαπραγμάτευσης μη διακριτική και διαφανή πρόσβαση στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (CCP). Η μη διακριτική πρόσβαση σε CCP θα πρέπει να σημαίνει ότι ένας τόπος διαπραγμάτευσης έχει το δικαίωμα μη διακριτικής μεταχείρισης όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται συμβόλαια που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον χώρο του από την άποψη των απαιτήσεων εξασφάλισης και συμψηφισμού οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων και συνεκτίμησης περιθωρίων ασφάλισης συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) που εκκαθαρίζονται από τον ίδιο CCP, καθώς και της απουσίας διακριτικής μεταχείρισης ως προς τα τέλη εκκαθάρισης.

24. Οι εξουσίες των αρμόδιων αρχών να πρέπει να συμπληρωθούν με ένα σαφή μηχανισμό για την απαγόρευση ή τον περιορισμό της διάθεσης στην αγορά, της διανομής και της πώλησης οποιουδήποτε χρηματοπιστωτικού μέσου προκαλεί σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την προστασία των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και με τις κατάλληλες εξουσίες συντονισμού και έκτακτης ανάγκης για την ΕΑΚΑΑ. Για την άσκηση των εξουσιών αυτών θα πρέπει να είναι αναγκαία η πλήρωση ορισμένων ειδικών προϋποθέσεων.

25. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τα λεπτομερή στοιχεία για κάθε αίτημά τους που αφορά μείωση θέσης σε σχέση με ένα συμβόλαιο παραγώγου, για τυχόν έκτακτα όρια, καθώς και για εκ των προτέρων ισχύοντα όρια θέσεων, ώστε να βελτιωθεί ο συντονισμός και η σύγκλιση στον τρόπο εφαρμογής των εξουσιών αυτών. Οι βασικές λεπτομέρειες για εκ των προτέρων ισχύοντα όρια θέσεων που εφαρμόζει μια αρμόδια αρχή θα πρέπει να δημοσιεύονται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

26. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να ζητεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο σχετικά με τη θέση του σε ένα συμβόλαιο παραγώγου, να ζητεί τη μείωση της θέσης αυτής, καθώς και να περιορίζει την ικανότητα των προσώπων να διενεργούν μεμονωμένες συναλλαγές που αφορούν παράγωγα επί εμπορευμάτων. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει στη συνέχεια να κοινοποιεί στις οικείες αρμόδιες αρχές τα μέτρα που προτίθεται να λάβει και θα πρέπει επίσης να δημοσιεύει τα μέτρα αυτά.

27. Οι λεπτομέρειες των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να αναφέρονται στις αρμόδιες αρχές, για να τους δίνεται η δυνατότητα να εντοπίζουν και να διερευνούν δυνητικές περιπτώσεις κατάχρησης αγοράς, να παρακολουθούν τη δίκαιη και εύρυθμη λειτουργία των αγορών, καθώς και τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων. Το πεδίο της επίβλεψης αυτής περιλαμβάνει όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ, καθώς και όλα τα μέσα η αξία των οποίων εξαρτάται από την αξία των εν λόγω μέσων ή την επηρεάζει. Για να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη διοικητική επιβάρυνση των επιχειρήσεων επενδύσεων, τα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν αποτελούν αντικείμενο οργανωμένης διαπραγμάτευσης και δεν υπάρχει ενδεχόμενο κατάχρησης αγοράς θα πρέπει να εξαιρούνται από την υποχρέωση αναφοράς.

28. Για να εκπληρώνουν τον σκοπό τους ως εργαλείου παρακολούθησης της αγοράς, οι αναφορές συναλλαγών θα πρέπει να αναφέρουν την ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την επενδυτική απόφαση, καθώς και των προσώπων που είναι υπεύθυνα για την εκτέλεσή της. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να έχουν πλήρη πρόσβαση στις καταχωρίσεις σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εκτέλεσης εντολών, από την αρχική απόφαση για τη συναλλαγή και μέχρι την εκτέλεσή της. Επομένως, οι επιχειρήσεις επενδύσεων απαιτείται να τηρούν αρχεία για όλες τις συναλλαγές τους σε χρηματοπιστωτικά μέσα και οι διαχειριστές χωρών συναλλαγών απαιτείται να τηρούν αρχεία για όλες τις εντολές που υποβάλλονται στα συστήματά τους. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συντονίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, για να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρχές έχουν πρόσβαση σε όλες τις καταχωρίσεις συναλλαγών και εντολών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εισάγονται σε χώρους συναλλαγών οι οποίοι λειτουργούν εκτός της επικράτειάς τους, για χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό την εποπτεία τους.

29. Θα πρέπει να αποφευχθεί η διπλή αναφορά των ίδιων πληροφοριών. Οι αναφορές οι οποίες υποβάλλονται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών που έχουν καταχωρηθεί ή αναγνωριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό [EMIR] για τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και οι οποίες περιέχουν όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες για τους σκοπούς της γνωστοποίησης συναλλαγών δεν θα πρέπει να αναφέρονται στις αρμόδιες αρχές, αλλά θα πρέπει να διαβιβάζονται σε αυτές από τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Ο κανονισμός [EMIR] θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.

30. Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίοι προβλέπονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[20]. Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους της ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίοι προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[21], ο οποίος θα πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

31. Ο κανονισμός [EMIR] καθορίζει τα κριτήρια με βάση τα οποία κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης. Προλαμβάνει επίσης στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, απαιτώντας μη διακριτική πρόσβαση των τόπων διαπραγμάτευσης σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (CCP) που προσφέρουν εκκαθάριση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και μη διακριτική πρόσβαση των CCP που προσφέρουν εκκαθάριση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στις πληροφορίες συναλλαγών των τόπων διαπραγμάτευσης. Δεδομένου ότι τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα ορίζονται ως συμβόλαια παραγώγων η εκτέλεση των οποίων δεν πραγματοποιείται σε ρυθμιζόμενη αγορά, υπάρχει ανάγκη να θεσπιστούν παρόμοιες απαιτήσεις για τις ρυθμιζόμενες αγορές βάσει του παρόντος κανονισμού. Εφόσον η ΕΑΚΑΑ τα έχει χαρακτηρίσει ως υποκείμενα στην υποχρέωση εκκαθάρισης, τα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές θα πρέπει επίσης να υπόκεινται την υποχρέωση αυτή.

32. Επιπλέον των απαιτήσεων της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οι οποίες απαγορεύουν στα κράτη μέλη να περιορίζουν αδικαιολόγητα την πρόσβαση στην μετασυναλλακτική υποδομή, όπως στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου και εκκαθάρισης, είναι αναγκαίο ο παρών κανονισμός να άρει διάφορους άλλους εμπορικούς φραγμούς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον αποκλεισμό του ανταγωνισμού κατά την εκκαθάριση των χρηματοπιστωτικών μέσων. Για να αποφευχθούν πρακτικές που δημιουργούν διακρίσεις, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να δέχονται να εκκαθαρίζουν συναλλαγές που εκτελούνται σε διαφορετικούς τόπους διαπραγμάτευσης, στον βαθμό που οι εν λόγω τόποι συμμορφώνονται με τις λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που έχουν καθοριστεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Άρνηση πρόσβασης θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον εάν δεν πληρούνται ορισμένα κριτήρια πρόσβασης που εξειδικεύονται με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

33. Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει επίσης να υποχρεούνται να παρέχουν πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένων των ροών δεδομένων, σε διαφανή και μη διακριτική βάση, στους CCP που επιθυμούν να εκκαθαρίζουν συναλλαγές που εκτελούνται στον τόπο διαπραγμάτευσης. Άδειες και πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με δείκτες και άλλα κριτήρια αναφοράς που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της αξίας των χρηματοπιστωτικών μέσων θα πρέπει επίσης να παρέχονται στους CCP και στους άλλους τόπους διαπραγμάτευσης σε μη διακριτική βάση. Η εξάλειψη των φραγμών και των διακριτικών πρακτικών αποσκοπεί στην αύξηση του ανταγωνισμού για την εκκαθάριση και τη διαπραγμάτευση των χρηματοπιστωτικών μέσων, ώστε να μειωθεί το κόστος επενδύσεων και δανεισμού, να εξαλειφθούν οι ανεπάρκειες και να ενθαρρυνθεί η καινοτομία στις ενωσιακές αγορές. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξακολουθήσει να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη της μετασυναλλακτικής υποδομής και θα πρέπει, όπου είναι αναγκαίο, να παρεμβαίνει, προκειμένου να αποφεύγεται η εμφάνιση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

34. Η παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών στην Ένωση υπόκειται σε εθνικά καθεστώτα και απαιτήσεις. Τα εν λόγω καθεστώτα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές και οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με αυτά δεν απολαύουν της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ούτε του δικαιώματος εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένες. Είναι σκόπιμο να θεσπιστεί κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο σε ενωσιακό επίπεδο. Το σχετικό καθεστώς θα πρέπει να εναρμονίσει το υφιστάμενο κατακερματισμένο πλαίσιο, να διασφαλίσει τη βεβαιότητα και την ενιαία μεταχείριση των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που εισέρχονται στην Ένωση, να εξασφαλίσει ότι έχει πραγματοποιηθεί αξιολόγηση ισοδυναμίας από την Επιτροπή σε σχέση με το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο των τρίτων χωρών και θα πρέπει να προβλέπει συγκρίσιμο επίπεδο προστασίας των επενδυτών της ΕΕ στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες από επιχειρήσεις τρίτων χωρών.

35. Για την παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες πελάτες θα πρέπει πάντοτε να απαιτείται η ίδρυση υποκαταστήματος στην Ένωση. Η ίδρυση του υποκαταστήματος πρέπει να υπόκειται στην παροχή άδειας και στην υπαγωγή του σε εποπτεία στην Ένωση. Θα πρέπει να καταρτίζονται οι κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας μεταξύ της ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής και της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας. Η παροχή υπηρεσιών χωρίς υποκαταστήματα θα πρέπει να περιορίζεται στους επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους. Θα πρέπει να υπόκειται στην εγγραφή στα μητρώα της ΕΑΚΑΑ και στην υπαγωγή σε εποπτεία στην τρίτη χώρα. Θα πρέπει να καταρτίζονται οι κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών της τρίτης χώρας.

36. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού που διέπουν την παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών στην Ένωση δεν θα πρέπει να θίγουν τη δυνατότητα προσώπων εγκατεστημένων στην Ένωση να δέχονται επενδυτικές υπηρεσίες από επιχείρηση τρίτης χώρας με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία. Όταν μια επιχείρηση τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες με αποκλειστική πρωτοβουλία προσώπου εγκατεστημένου στην Ένωση, οι υπηρεσίες δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι παρέχονται στο έδαφος της Ένωσης. Στην περίπτωση που επιχείρηση τρίτης χώρας ενεργεί για την προσέλκυση πελατών ή δυνητικών πελατών στην Ένωση ή προωθεί ή διαφημίζει επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες από κοινού με παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ένωση, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι οι υπηρεσίες παρέχονται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη.

37. Διάφορες δόλιες πρακτικές έχουν σημειωθεί στις δευτερογενείς αγορές άμεσης παράδοσης δικαιωμάτων εκπομπής, γεγονός που θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στα συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής, τα οποία θεσπίστηκαν με την οδηγία 2003/87/ΕΚ, και λαμβάνονται μέτρα για την ενίσχυση του συστήματος των μητρώων δικαιωμάτων εκπομπής και των προϋποθέσεων ανοίγματος λογαριασμού για την εμπορία δικαιωμάτων. Για να ενισχυθεί η ακεραιότητα και να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία των εν λόγω αγορών, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους εποπτείας της συναλλακτικής δραστηριότητας, είναι σκόπιμο να συμπληρωθούν τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, με την πλήρη υπαγωγή των δικαιωμάτων εκπομπής στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς), κατατάσσοντάς τα στα χρηματοπιστωτικά μέσα.

38. Θα πρέπει να δοθεί η εξουσία στην Επιτροπή να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης. Ειδικότερα, οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις θα πρέπει να εκδίδονται για συγκεκριμένες λεπτομέρειες που αφορούν τους ορισμούς· για τα ακριβή χαρακτηριστικά των απαιτήσεων συναλλακτικής διαφάνειας· για τις λεπτομερείς προϋποθέσεις των απαλλαγών από την προσυναλλακτική διαφάνεια· για τις ρυθμίσεις αναβολής της δημοσίευσης των μετασυναλλακτικών πληροφοριών· για τα κριτήρια εφαρμογής των υποχρεώσεων προσυναλλακτικής διαφάνειας που υπέχουν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές, για ειδικές διατάξεις για θέματα κόστους που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα δεδομένων της αγοράς· για τα κριτήρια έγκρισης ή άρνησης της πρόσβασης μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης και CCP· και για τον περαιτέρω προσδιορισμό των συνθηκών, υπό τις οποίες απειλές για την προστασία των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης ενδέχεται να δικαιολογούν την ανάληψη δράσης από την ΕΑΚΑΑ.

39. Οι εκτελεστικές εξουσίες που αφορούν την έκδοση της απόφασης ισοδυναμίας σχετικά με τα νομικά και εποπτικά πλαίσια τρίτων χωρών για την παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[22].

40. Αν και οι εθνικές αρμόδιες αρχές μπορούν καλύτερα να παρακολουθούν τις εξελίξεις στην αγορά, η γενικότερη επίπτωση των προβλημάτων που σχετίζονται με τη συναλλακτική διαφάνεια, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών, τη διαπραγμάτευση παραγώγων και τις απαγορεύσεις προϊόντων και πρακτικών μπορεί να γίνει πλήρως αντιληπτή μόνο στο πλαίσιο της Ένωσης. Για αυτόν τον λόγο, οι στόχοι του παρόντος κανονισμού μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης· η Ένωση μπορεί να εγκρίνει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

41. Τα τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν την επαρκή προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Δεδομένου ότι η ΕΑΚΑΑ είναι φορέας με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης πείρας, θα ήταν συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί η εκπόνηση των σχεδίων κανονιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, τα οποία θα υποβάλλονται στην Επιτροπή.

42. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που εκπονούνται από την ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 23 όσον αφορά το περιεχόμενο και τις προδιαγραφές των αναφορών συναλλαγών, με το άρθρο 26 όσον αφορά τα κριτήρια ρευστότητας παραγώγων, βάσει των οποίων θεωρείται ότι υπόκεινται σε υποχρέωση διαπραγμάτευσης σε οργανωμένους τόπους διαπραγμάτευσης, και με το άρθρο 36 όσον αφορά τις πληροφορίες που η αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας πρέπει να υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ με την αίτηση εγγραφής στο μητρώο, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

43. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με εκτελεστικές πράξεις του άρθρου 291 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Θα πρέπει να ανατεθεί στην ΕΑΚΑΑ η εκπόνηση, προς υποβολή στην Επιτροπή, σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικών με το άρθρο 26, τα οποία ορίζουν κατά πόσον μια κατηγορία παραγώγων που έχει χαρακτηριστεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση εκκαθάρισης δυνάμει του κανονισμού [ ] (EMIR) ή ένα σχετικό υποσύνολο αυτής πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μόνο σε οργανωμένους τόπους διαπραγμάτευσης.

44. Η εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αναβληθεί, για να ευθυγραμμιστεί η εφαρμογή τους με την εφαρμογή, κατόπιν μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, των κανόνων της αναδιατυπωμένης οδηγίας και να θεσπιστούν όλα τα βασικά εκτελεστικά μέτρα. Η όλη δέσμη κανονιστικών διατάξεων θα πρέπει στη συνέχεια να εφαρμοστεί από την ίδια χρονική στιγμή. Μόνο η εφαρμογή των εξουσιοδοτήσεων για την έκδοση εκτελεστικών μέτρων δεν θα πρέπει να αναβληθεί, ώστε οι αναγκαίες ενέργειες για τη σύνταξη και έκδοση των εν λόγω εκτελεστικών μέτρων να αρχίσουν το συντομότερο δυνατόν.

45. Ο παρών κανονισμός τηρεί τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται ειδικότερα από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 8), την επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 16), το δικαίωμα προστασίας του καταναλωτή (άρθρο 38), το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης (άρθρο 47) και το δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (άρθρο 50), και πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Τίτλος I

Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

46. Με τον παρόντα κανονισμό θεσπίζονται ενιαίες απαιτήσεις σε σχέση με τα εξής:

α) ανακοίνωση συναλλακτικών δεδομένων στο κοινό·

β) γνωστοποίηση συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές·

γ) διαπραγμάτευση παραγώγων προϊόντων σε οργανωμένους τόπους συναλλαγών·

δ) μη διακριτική πρόσβαση στην εκκαθάριση και μη διακριτική πρόσβαση στα κριτήρια αναφοράς για τις συναλλαγές·

ε) αρμοδιότητες παρέμβασης των αρμοδίων αρχών και της ΕΑΚΑΑ σχετικά με προϊόντα και αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τη διαχείριση θέσεων και τα όρια θέσεων·

στ) παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριότητες χωρίς υποκατάστημα από επιχειρήσεις τρίτων χωρών.

47. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας [νέα MiFID], όταν τα εν λόγω ιδρύματα παρέχουν μία ή πλείονες επενδυτικές υπηρεσίες ή/και ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, και στις ρυθμιζόμενες αγορές.

48. Ο τίτλος V του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται επίσης σε όλους τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, όπως ορίζονται στο άρθρο [2 αριθ. 6)], και σε όλους τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους που εμπίπτουν στο άρθρο [5 παράγραφος 1 στοιχείο β)] του κανονισμού [ ] (EMIR).

49. Ο τίτλος VI του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται επίσης στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (CCP) και στα πρόσωπα που διαθέτουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί κριτηρίων αναφοράς.

Άρθρο 2 Ορισμοί

50. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

51. «επιχείρηση επενδύσεων»: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου σύνηθες επάγγελμα ή δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή/και η διενέργεια μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιλαμβάνουν στον ορισμό των επιχειρήσεων επενδύσεων και επιχειρήσεις που δεν είναι νομικά πρόσωπα, εφόσον:

α) το νομικό τους καθεστώς διασφαλίζει επίπεδο προστασίας των συμφερόντων των τρίτων ισοδύναμο με το προσφερόμενο από τα νομικά πρόσωπα, και

β) υπόκεινται σε ισοδύναμη και προσαρμοσμένη στη νομική τους μορφή προληπτική εποπτεία.

Ωστόσο, εάν φυσικό πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες που συνεπάγονται την κατοχή χρημάτων ή κινητών αξιών τρίτων, το πρόσωπο αυτό μπορεί να θεωρηθεί επιχείρηση επενδύσεων για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας [νέα MiFID] μόνον εφόσον, με την επιφύλαξη των άλλων απαιτήσεων της οδηγίας [νέα MiFID], του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας [νέα ΟΚΑ], πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) τα δικαιώματα κυριότητας των τρίτων επί των χρηματοπιστωτικών μέσων και των χρημάτων πρέπει να διασφαλίζονται, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της επιχείρησης ή των ιδιοκτητών της, κατάσχεσης, συμψηφισμού ή κάθε άλλης προβολής αξιώσεων εκ μέρους των δανειστών της επιχείρησης ή των ιδιοκτητών της,

β) η επιχείρηση πρέπει να υπόκειται σε κανόνες εποπτείας της φερεγγυότητάς της και εκείνης των ιδιοκτητών της,

γ) οι ετήσιοι λογαριασμοί της επιχείρησης πρέπει να ελέγχονται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα τα οποία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, νομιμοποιούνται να ελέγχουν λογαριασμούς,

δ) εάν η επιχείρηση έχει έναν μόνο ιδιοκτήτη, αυτός οφείλει να λαμβάνει μέτρα για την προστασία των επενδυτών σε περίπτωση παύσης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης λόγω θανάτου ή ανικανότητάς του ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας κατάστασης·

52. «πιστωτικά ιδρύματα»: τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

53. «συστηματικός εσωτερικοποιητής» (systematic internaliser): επιχείρηση επενδύσεων η οποία συναλλάσσεται κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά και συστηματικά για ίδιο λογαριασμό εκτελώντας εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ ή ΜΟΔ·

54. «διαχειριστής αγοράς»: πρόσωπο ή πρόσωπα που διευθύνουν ή/και εκμεταλλεύονται τις δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς. Διαχειριστής αγοράς μπορεί να είναι και η ίδια η ρυθμιζόμενη αγορά·

55. «ρυθμιζόμενη αγορά»: πολυμερές σύστημα που το διευθύνει ή το εκμεταλλεύεται διαχειριστής αγοράς, το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων – εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια – κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων και/ή των συστημάτων του και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά και σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου ΙΙΙ της οδηγίας [νέα MiFID]·

56. «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ)»: πολυμερές σύστημα που το εκμεταλλεύεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς, εντός του οποίου συναντώνται πλείονα συμφέροντα τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων – εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια – κατά τρόπο καταλήγοντα στην σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου II της οδηγίας [νέα MiFID]·

57. «μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ)»: κάθε σύστημα ή μηχανισμός, άλλος από ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, που τον εκμεταλλεύεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς, στον οποίο πλείονα ενδιαφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του συστήματος κατά τρόπο καταλήγοντα στην σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου II της οδηγίας [νέα MiFID]·

58. «χρηματοπιστωτικό μέσο»: τα μέσα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του Παραρτήματος Ι της οδηγίας [νέα MiFID]·

59. «κινητές αξίες»: οι κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως:

α) μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, προσωπικών εταιρειών και άλλων οντοτήτων, καθώς και πιστοποιητικά αποθετηρίου για μετοχές,

β) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους καθώς και πιστοποιητικά αποθετηρίου για τέτοιες κινητές αξίες,

γ) κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων κινητών αξιών ή επιδεχόμενη διακανονισμό με ρευστά διαθέσιμα προσδιοριζόμενο κατ’ αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη·

60. «πιστοποιητικά αποθετηρίου»: οι κινητές αξίες οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά και οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τοις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη·

61. «διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια»: μερίδια οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ανοικτού τύπου, τα οποία είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμα στις κεφαλαιαγορές και στις περισσότερες περιπτώσεις παρακολουθούν την επίδοση ενός δείκτη·

62. «πιστοποιητικά»: οι τίτλοι που είναι διαπραγματεύσιμοι στην κεφαλαιαγορά και οι οποίοι σε περίπτωση επιστροφής της επένδυσης από τον εκδότη κατατάσσονται πριν από τις μετοχές, αλλά μετά από τις μη εξασφαλισμένες ομολογίες και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα·

63. «δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα»: τίτλοι οι οποίοι δημιουργούνται για την τιτλοποίηση και τη μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου που συνδέεται με μια ομάδα χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και οι οποίοι παρέχουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα είσπραξης σε τακτικά διαστήματα ποσών που εξαρτώνται από τις ταμειακές ροές που γεννώνται από τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού·

64. «παράγωγα»: τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στην παράγραφο 9 στοιχείο γ) και αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημεία 4) έως 10) της οδηγίας [νέα MiFID]·

65. «παράγωγα επί εμπορευμάτων»: τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία ορίζονται στην παράγραφο 9 στοιχείο γ) και σχετίζονται με εμπόρευμα ή με υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο τμήμα Γ σημείο 10) του παραρτήματος Ι της οδηγίας [νέα MiFID] ή στα σημεία 5), 6), 7) και 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας [νέα MiFID]·

66. «επιδεκτική ενέργειας εκδήλωση ενδιαφέροντος»: μήνυμα από έναν συμμετέχοντα σε σύστημα διαπραγμάτευσης προς άλλον σχετικά με την ύπαρξη συναλλακτικού ενδιαφέροντος, το οποίο περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να συμφωνήσουν για την πραγματοποίηση συναλλαγής·

67. «αρμόδια αρχή»: η αρχή την οποία ορίζει κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας [νέα MiFID], εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην εν λόγω οδηγία·

68. «εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσίευσης» (ΕΜΔ): πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας [νέα MiFID], άδεια παροχής της υπηρεσίας δημοσίευσης αναφορών συναλλαγών για λογαριασμό επιχειρήσεων επενδύσεων σύμφωνα με τα άρθρα [11 και 12] του παρόντος κανονισμού·

69. «πάροχος ενοποιημένου δελτίου (ΠΕΔ)»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας [νέα MiFID], άδεια παροχής της υπηρεσίας συγκέντρωσης των αναφορών συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στα άρθρα [5, 6, 11 και 12] του παρόντος κανονισμού από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και ΕΜΔ και ενοποίησής τους σε συνεχή ηλεκτρονική ροή δεδομένων ταυτόχρονης μετάδοσης, παρέχοντας σε πραγματικό χρόνο δεδομένα τιμών και όγκου ανά χρηματοπιστωτικό μέσο·

70. «εγκεκριμένος μηχανισμός αναφορών» (ΕΜΑ): πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας [νέα MiFID], άδεια παροχής της υπηρεσίας αναφοράς των λεπτομερειών των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές ή την ΕΑΚΑΑ για λογαριασμό επιχειρήσεων επενδύσεων·

71. «διοικητικό όργανο»: το όργανο που διοικεί έναν πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, το οποίο ασκεί τα εποπτικά και τα διαχειριστικά καθήκοντα και το οποίο έχει την τελική εξουσία λήψης αποφάσεων και είναι αρμόδιο για τον καθορισμό της στρατηγικής, των στόχων και της συνολικής κατεύθυνσης της οντότητας. Το διοικητικό όργανο περιλαμβάνει τα άτομα που διευθύνουν ουσιαστικά τις δραστηριότητες της οντότητας·

72. «εποπτική λειτουργία»: οι ενέργειες του διοικητικού οργάνου στο πλαίσιο των εποπτικών του καθηκόντων επίβλεψης και παρακολούθησης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης·

73. «ανώτερα στελέχη»: τα άτομα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε έναν πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα για την καθημερινή διαχείριση.

74. «κριτήριο αναφοράς»: κάθε εμπορικός δείκτης ή δημοσιευμένο αριθμητικό στοιχείο το οποίο υπολογίζεται με την εφαρμογή ενός τύπου στην αξία ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή τιμών, βάσει του οποίου προσδιορίζεται το πληρωτέο ποσό στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου·

75. «τόπος διαπραγμάτευσης»: ρυθμιζόμενη αγορά, πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ)·

76. «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού [ ] (EMIR)·

77. «επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: οι υπηρεσίες και δραστηριότητες που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας [νέα MiFID]·

78. «χρηματοπιστωτικός οργανισμός τρίτης χώρας»: η οντότητα, τα κεντρικά γραφεία της οποίας είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα, η οποία διαθέτει έγκριση ή άδεια βάσει της νομοθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας για την άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ, στην οδηγία [νέα MiFID], στην οδηγία 2009/138/ΕΚ, στην οδηγία 2009/65/ΕΚ, στην οδηγία 2003/41/ΕΚ ή στην οδηγία 2011/61/ΕΕ·

79. «ενεργειακό προϊόν χονδρικής»: τα συμβόλαια και τα παράγωγα που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού [REMIT]·

80. Οι ορισμοί της παραγράφου 1 ισχύουν επίσης και για την οδηγία [νέα MiFID].

81. Η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, να θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται ορισμένα τεχνικά στοιχεία των ορισμών της παραγράφου 1, για να τους προσαρμόζει στις εξελίξεις της αγοράς.

Τίτλος II

Διαφάνεια για τους τόπους διαπραγμάτευσης

Κεφάλαιο 1

Διαφάνεια για τα μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα

Άρθρο 3 Απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

82. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ δημοσιοποιούν τις τρέχουσες τιμές αγοράς και πώλησης και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις τιμές αυτές που ανακοινώνονται μέσω των συστημάτων τους για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ. Η απαίτηση αυτή ισχύει επίσης και για τις επιδεκτικές ενέργειας εκδηλώσεις ενδιαφέροντος. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ διαθέτουν τις πληροφορίες αυτές στο κοινό συνεχώς κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγής.

83. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ επιτρέπουν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, στις επιχειρήσεις επενδύσεων που υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 13, να δημοσιεύουν ζεύγη εντολών για την αγορά και πώληση μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων την πρόσβαση στους τρόπους που χρησιμοποιούν για την κατά την παράγραφο 1 δημοσιοποίηση των πληροφοριών.

Άρθρο 4 Χορήγηση απαλλαγών

84. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν τις ρυθμιζόμενες αγορές και τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ από την υποχρέωση να ανακοινώνουν δημοσία τις αναφερόμενες στο άρθρο 3 παράγραφος 1 πληροφορίες, ανάλογα με το μοντέλο αγοράς ή το είδος και το μέγεθος της εντολής στις περιπτώσεις που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προβαίνουν στην εν λόγω απαλλαγή προκειμένου περί εντολών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς για τη συγκεκριμένη μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο ή για τον συγκεκριμένο τύπο μετοχής, πιστοποιητικού αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου, πιστοποιητικού ή άλλου παρόμοιου χρηματοπιστωτικού μέσου.

85. Πριν από τη χορήγηση απαλλαγής σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και στις άλλες αρμόδιες αρχές τη σκοπούμενη χρήση κάθε μεμονωμένου αιτήματος απαλλαγής και παρέχουν εξήγηση της λειτουργίας της. Η γνωστοποίηση της πρόθεσης για χορήγηση απαλλαγής πραγματοποιείται τουλάχιστον 6 μήνες πριν η απαλλαγή τεθεί σε ισχύ. Εντός 3 μηνών από τη λήψη της γνωστοποίησης, η ΕΑΚΑΑ απευθύνει γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί το συμβατό κάθε απαλλαγής με τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στην παράγραφο 1 και εξειδικεύονται με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχεία β) και γ). Εάν η εν λόγω αρμόδια αρχή χορηγήσει απαλλαγή και η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους διαφωνεί, αυτή η αρμόδια αρχή μπορεί να παραπέμψει και πάλι το θέμα ενώπιον της ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να αποφασίσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των απαλλαγών και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής τους στην πράξη.

86. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται:

α) το εύρος των τιμών αγοράς και πώλησης ή των ζευγών εντολών των ειδικών διαπραγματευτών, καθώς και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις τιμές αυτές, τα οποία πρέπει να ανακοινώνονται δημόσια για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων·

β) το μέγεθος ή το είδος των εντολών που μπορούν να απαλλαγούν δυνάμει της παραγράφου 1 από την υποχρέωση ανακοίνωσης πριν από τη συναλλαγή για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων·

γ) το μοντέλο αγοράς για το οποίο χωρεί απαλλαγή δυνάμει της παραγράφου 1 από την υποχρέωση ανακοίνωσης πριν από τη συναλλαγή, ειδικότερα δε η εφαρμογή ή μη της υποχρέωσης στις μεθόδους διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιούνται από ρυθμιζόμενες αγορές οι οποίες διενεργούν συναλλαγές σύμφωνα με τους κανόνες τους με αναφορά σε τιμές που καθορίζονται εκτός της ρυθμιζόμενης αγοράς ή με περιοδική δημοπρασία για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων.

87. Απαλλαγές που έχουν χορηγηθεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 29 παράγραφος 2 και 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και με τα άρθρα 18 έως 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού επανεξετάζονται από την ΕΑΚΑΑ μέχρι τις [2 έτη από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού]. Η ΕΑΚΑΑ απευθύνει γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί κατά πόσον εξακολουθεί να ισχύει το συμβατό κάθε μίας από τις απαλλαγές αυτές με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που βασίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 5 Απαιτήσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

88. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ δημοσιοποιούν την τιμή, τον όγκο και τον χρόνο των συναλλαγών που εκτελούνται για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ δημοσιοποιούν τις λεπτομέρειες όλων αυτών των συναλλαγών όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο ανάλογα με τις τεχνικές δυνατότητες.

89. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ επιτρέπουν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, στις επιχειρήσεις επενδύσεων που υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 19, να δημοσιεύουν τις λεπτομέρειες των συναλλαγών σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, την πρόσβαση στους τρόπους που χρησιμοποιούν για την κατά την παράγραφο 1 δημοσιοποίηση των πληροφοριών.

Άρθρο 6 Άδεια χρονικής μετάθεσης της δημοσίευσης

90. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στις ρυθμιζόμενες αγορές να μεταθέτουν χρονικά τη δημοσίευση των λεπτομερειών των συναλλαγών ανάλογα με το είδος ή το μέγεθός τους. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τη μετάθεση του χρόνου δημοσίευσης των συναλλαγών που είναι μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς για τη συγκεκριμένη μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο ή για τον συγκεκριμένο τύπο μετοχής, πιστοποιητικού αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου, πιστοποιητικού ή άλλου παρόμοιου χρηματοπιστωτικού μέσου. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ λαμβάνουν εκ των προτέρων έγκριση της αρμόδιας αρχής για τους τρόπους με τους οποίους σκοπεύουν να προβαίνουν στη χρονική μετάθεση της δημοσίευσης των συναλλαγών και ανακοινώνουν σαφώς τους τρόπους αυτούς στους συμμετέχοντες στην αγορά και στο κοινό. Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των εν λόγω τρόπων χρονικής μετάθεσης της δημοσίευσης των συναλλαγών και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής τους στην πράξη.

91. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται:

α) οι λεπτομέρειες που πρέπει να αναφέρονται από τις ρυθμιζόμενες αγορές, τις επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, και από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τις ρυθμιζόμενες αγορές που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ στις πληροφορίες που τίθενται στη διάθεση του κοινού για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων·

β) οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται σε ρυθμιζόμενη αγορά, επιχείρηση επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, ή σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να μεταθέτουν χρονικά τη δημοσίευση των συναλλαγών, καθώς και τα κριτήρια βάσει των οποίων αποφασίζονται οι συναλλαγές για τις οποίες, λόγω του μεγέθους τους ή του τύπου μετοχής, πιστοποιητικού αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου, πιστοποιητικού ή άλλου παρόμοιου χρηματοπιστωτικού μέσου, επιτρέπεται η χρονική μετάθεση της δημοσίευσης για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων.

Κεφάλαιο 2

Διαφάνεια για τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα

Άρθρο 7 Απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης όσον αφορά ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα

92. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο σύστημα διαπραγμάτευσης, δημοσιοποιούν τις τιμές και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις τιμές αυτές όσον αφορά εντολές ή ζεύγη εντολών που ανακοινώνονται μέσω των συστημάτων τους για τις ομολογίες και τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει δημοσιευθεί ενημερωτικό δελτίο, για τα δικαιώματα εκπομπής και για τα παράγωγα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ και ΜΟΔ. Η απαίτηση αυτή ισχύει επίσης και για τις επιδεκτικές ενέργειας εκδηλώσεις ενδιαφέροντος. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ διαθέτουν τις πληροφορίες αυτές στο κοινό συνεχώς κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγής.

93. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ επιτρέπουν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, στις επιχειρήσεις επενδύσεων που υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 17, να δημοσιεύουν ζεύγη εντολών για την αγορά και πώληση ομολογιών, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων, την πρόσβαση στους τρόπους που χρησιμοποιούν για την δημοσιοποίηση των πληροφοριών της παραγράφου 1.

Άρθρο 8 Χορήγηση απαλλαγών

94. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν τις ρυθμιζόμενες αγορές και τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ από την υποχρέωση να ανακοινώνουν δημοσία τις αναφερόμενες στο άρθρο 7 παράγραφος 1 πληροφορίες για συγκεκριμένες ομάδες προϊόντων, ανάλογα με το μοντέλο αγοράς, τα ειδικά χαρακτηριστικά της συναλλακτικής δραστηριότητας για το προϊόν και τη ρευστότητα στις περιπτώσεις που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

95. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν τις ρυθμιζόμενες αγορές και τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ από την υποχρέωση να ανακοινώνουν δημοσία τις αναφερόμενες στο άρθρο 7 παράγραφος 1 πληροφορίες, ανάλογα με το είδος και το μέγεθος της εντολής και τη μέθοδο διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παράγραφο 4. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προβαίνουν στην εν λόγω απαλλαγή προκειμένου περί εντολών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς για τη συγκεκριμένη ομολογία, δομημένο χρηματοοικονομικό προϊόν, δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγο ή για τον συγκεκριμένο τύπο ομολογίας, δομημένου χρηματοοικονομικού προϊόντος, δικαιώματος εκπομπής ή παραγώγου.

96. Πριν από τη χορήγηση απαλλαγής σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και στις άλλες αρμόδιες αρχές τη σκοπούμενη χρήση των απαλλαγών και παρέχουν εξήγηση της λειτουργίας τους. Η γνωστοποίηση της πρόθεσης για χορήγηση απαλλαγής πραγματοποιείται τουλάχιστον 6 μήνες πριν η απαλλαγή τεθεί σε ισχύ. Εντός 3 μηνών από τη λήψη της γνωστοποίησης, η ΕΑΚΑΑ απευθύνει γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί το συμβατό κάθε μεμονωμένης απαλλαγής με τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στις παραγράφους 1 και 2 και εξειδικεύονται με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο β). Εάν η εν λόγω αρμόδια αρχή χορηγήσει απαλλαγή και η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους διαφωνεί, αυτή η αρμόδια αρχή μπορεί να παραπέμψει και πάλι το θέμα ενώπιον της ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να αποφασίσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των απαλλαγών και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής τους στην πράξη.

97. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται:

α) το εύρος των εντολών ή των ζευγών εντολών, τις τιμές καθώς και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις τιμές αυτές, τα οποία πρέπει να ανακοινώνονται δημόσια για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1·

β) οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χωρεί απαλλαγή από την υποχρέωση ανακοίνωσης πριν από τη συναλλαγή για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, ανάλογα με τα εξής:

(i) το μοντέλο αγοράς,

(ii) τα ειδικά χαρακτηριστικά της συναλλακτικής δραστηριότητας για το προϊόν,

(iii) το προφίλ ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού και του είδους των συμμετεχόντων σε συγκεκριμένη αγορά και κάθε άλλου σημαντικού κριτηρίου για την αξιολόγηση της ρευστότητας,

(iv) το μέγεθος ή το είδος των εντολών και το μέγεθος και το είδος μιας έκδοσης χρηματοπιστωτικού μέσου.

98. Απαλλαγές που έχουν χορηγηθεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 29 παράγραφος 2 και 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και με τα άρθρα 18 έως 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού επανεξετάζονται από την ΕΑΚΑΑ μέχρι τις [2 έτη από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού]. Η ΕΑΚΑΑ απευθύνει γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί κατά πόσον εξακολουθεί να ισχύει το συμβατό κάθε μίας από τις απαλλαγές αυτές με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που βασίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 9 Απαιτήσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης όσον αφορά ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα

99. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ δημοσιοποιούν την τιμή, τον όγκο και τον χρόνο των συναλλαγών που εκτελούνται για τις ομολογίες και τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει δημοσιευθεί ενημερωτικό δελτίο, για τα δικαιώματα εκπομπής και για τα παράγωγα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ δημοσιοποιούν τις λεπτομέρειες όλων αυτών των συναλλαγών όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο ανάλογα με τις τεχνικές δυνατότητες.

100. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ επιτρέπουν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, στις επιχειρήσεις επενδύσεων που υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20, να δημοσιεύουν τις λεπτομέρειες των συναλλαγών σε ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα, την πρόσβαση στους τρόπους που χρησιμοποιούν για την δημοσιοποίηση των πληροφοριών της παραγράφου 1.

Άρθρο 10 Άδεια χρονικής μετάθεσης της δημοσίευσης

101. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στις ρυθμιζόμενες αγορές και στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να μεταθέτουν χρονικά τη δημοσίευση των λεπτομερειών των συναλλαγών ανάλογα με το είδος ή το μέγεθός τους. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τη μετάθεση του χρόνου δημοσίευσης των συναλλαγών που είναι μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς για τη συγκεκριμένη ομολογία, δομημένο χρηματοοικονομικό προϊόν, δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγο ή για τη συγκεκριμένη κατηγορία ομολογίας, δομημένου χρηματοοικονομικού προϊόντος, δικαιώματος εκπομπής ή παραγώγου.

Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ λαμβάνουν εκ των προτέρων έγκριση της αρμόδιας αρχής για τους τρόπους με τους οποίους σκοπεύουν να προβαίνουν στη χρονική μετάθεση της δημοσίευσης των συναλλαγών και ανακοινώνουν σαφώς τους τρόπους αυτούς στους συμμετέχοντες στην αγορά και στο επενδυτικό κοινό. Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των εν λόγω τρόπων χρονικής μετάθεσης της δημοσίευσης των συναλλαγών και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο χρησιμοποίησής τους στην πράξη.

102. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται:

α) οι λεπτομέρειες που πρέπει να αναφέρονται από τις ρυθμιζόμενες αγορές, τις επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, και από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τις ρυθμιζόμενες αγορές που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ στις πληροφορίες που τίθενται στη διάθεση του κοινού για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων·

β) οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται, για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, σε ρυθμιζόμενη αγορά, επιχείρηση επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, ή σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να μεταθέτουν χρονικά τη δημοσίευση των συναλλαγών, καθώς και τα κριτήρια βάσει των οποίων αποφασίζονται οι συναλλαγές για τις οποίες, λόγω του μεγέθους τους ή του τύπου ομολογίας, δομημένου χρηματοοικονομικού προϊόντος, δικαιώματος εκπομπής ή παραγώγου, επιτρέπεται η χρονική μετάθεση της δημοσίευσης ή/και η παράλειψη του όγκου της συναλλαγής.

Κεφάλαιο 3

Υποχρέωση προσφοράς συναλλακτικών δεδομένων χωριστά και υπό εύλογους εμπορικούς όρους

Άρθρο 11 Υποχρέωση διάθεσης χωριστά προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων

103. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ καθιστούν τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 10 διαθέσιμες στο κοινό, προσφέροντας χωριστά τα προσυναλλακτικά και τα μετασυναλλακτικά δεδομένα.

104. Η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, να θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα προσφερόμενα δεδομένα προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου ανάλυσης των δεδομένων που πρέπει να διατίθενται στο κοινό όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 12 Υποχρέωση διάθεσης προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων υπό εύλογους εμπορικούς όρους

105. Οι ρυθμιζόμενες αγορές, οι ΠΜΔ και οι ΜΟΔ καθιστούν τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 10 διαθέσιμες στο κοινό υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευση της συναλλαγής.

106. Η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, να θεσπίζει μέτρα με τα οποία αποσαφηνίζεται τι συνιστά εύλογους εμπορικούς όρους για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Τίτλος III

Διαφάνεια για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που συναλλάσσονται εξωχρηματιστηριακά, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών

Άρθρο 13 Υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων να ανακοινώνουν δημόσια δεσμευτικά ζεύγη εντολών

107. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα ανακοινώνουν δημόσια δεσμευτικά ζεύγη εντολών για τις εν λόγω μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ, για τα οποία λειτουργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές και για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά. Προκειμένου περί μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά, οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές οφείλουν να γνωστοποιούν ζεύγη εντολών στους πελάτες τους, όταν αυτοί το ζητούν.

108. Το παρόν άρθρο και τα άρθρα 14, 15 και 16 εφαρμόζονται στους συστηματικούς εσωτερικοποιητές όταν διενεργούν συναλλαγές το μέγεθος των οποίων δεν είναι μεγαλύτερο από το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές που διενεργούν μόνο συναλλαγές το μέγεθος των οποίων είναι μεγαλύτερο από το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς δεν υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

109. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να αποφασίζουν από ποιο μέγεθος ή από ποια μεγέθη και άνω θα αναφέρουν τιμές. Το ελάχιστο μέγεθος εντολής είναι τουλάχιστον το ισοδύναμο του 10% του κανονικού μεγέθους συναλλαγών της αγοράς για μια μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο. Για συγκεκριμένη μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο, κάθε ζεύγος εντολών περιλαμβάνει δεσμευτική (-ές) τιμή ή τιμές αγοράς και πώλησης για το μέγεθος ή τα μεγέθη που δεν θα ήταν μεγαλύτερο ή μεγαλύτερα από το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς για την κατηγορία μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών ή άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων στην οποία ανήκει το χρηματοπιστωτικό μέσο. Η τιμή ή οι τιμές αντανακλούν επίσης τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά για την εν λόγω μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο.

110. Μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα ταξινομούνται σε κατηγορίες βάσει της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για το εκάστοτε χρηματοπιστωτικό μέσο. Το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς για κάθε κατηγορία μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων είναι αντιπροσωπευτικό της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που περιλαμβάνονται σε κάθε κατηγορία.

111. H αγορά για κάθε μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο συμπεριλαμβάνει όλες τις εντολές που εκτελούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, εκτός από τις εντολές των οποίων ο όγκος είναι μεγάλος σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς.

112. Η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης από άποψη ρευστότητας αγοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 23 για κάθε μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό και άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο ορίζει τουλάχιστον μία φορά ετησίως, βάσει της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, την κατηγορία στην οποία ανήκει. Η πληροφορία αυτή ανακοινώνεται σε όλους τους παράγοντες της αγοράς.

113. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική αποτίμηση μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων και να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα να επιτύχει η επιχείρηση επενδύσεων τους καλύτερους όρους για τους πελάτες της, η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα στοιχεία που σχετίζονται με τη δημοσίευση δεσμευτικού ζεύγους εντολών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και με το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 14 Εκτέλεση εντολών πελατών

114. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές οφείλουν να ανακοινώνουν δημόσια τα ζεύγη εντολών τους σε τακτική και συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγής. Δικαιούνται να τα ενημερώνουν ανά πάσα στιγμή. Υπό εξαιρετικές δε συνθήκες αγοράς, τους επιτρέπεται να ανακαλούν τα ζεύγη εντολών τους.

Τα ζεύγη εντολών ανακοινώνονται δημοσία με τρόπο εύκολα προσιτό στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

115. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές εκτελούν στην ανακοινωθείσα τιμή τις εντολές που λαμβάνουν από τους πελάτες τους σε σχέση με τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και τα άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία είναι συστηματικοί εσωτερικοποιητές τη στιγμή της λήψης της εντολής, τηρώντας ταυτόχρονα τις διατάξεις του άρθρου 27 της οδηγίας [νέα MiFID].

Μπορούν όμως να τις εκτελούν και σε καλύτερη τιμή σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, εφόσον η τιμή αυτή κείται εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει πολύ από τις συνθήκες της αγοράς.

116. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν επίσης να εκτελούν τις εντολές που λαμβάνουν από τους επαγγελματίες πελάτες τους σε τιμές διαφορετικές από τις περιλαμβανόμενες στα ζεύγη εντολών που ανακοινώνουν χωρίς να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παραγράφου 2, προκειμένου περί συναλλαγών όπου η εκτέλεση πράξεων επί πλειόνων τίτλων αποτελεί μέρος μιας και μόνης συναλλαγής, ή προκειμένου περί εντολών που υπόκεινται σε όρους άλλους πλην της τρέχουσας τιμής της αγοράς.

117. Σε περίπτωση που συστηματικός εσωτερικοποιητής, ο οποίος ορίζει μόνο μία τιμή ή η υψηλότερη τιμή του οποίου είναι χαμηλότερη από το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς, λάβει από έναν πελάτη εντολή, το μέγεθος της οποίας είναι μεγαλύτερο από το μέγεθος κατά τον ορισμό της τιμής, αλλά μικρότερο από το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς, μπορεί να αποφασίσει να εκτελέσει το τμήμα της εντολής που είναι μεγαλύτερο από το μέγεθος κατά τον ορισμό της τιμής, υπό την προϋπόθεση ότι το τμήμα αυτό εκτελείται στην ανακοινωθείσα τιμή, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σύμφωνα με τους όρους των δύο προηγούμενων παραγράφων. Σε περίπτωση που ο συστηματικός εσωτερικοποιητής ορίζει τιμές σε διαφορετικά μεγέθη και λάβει εντολή η οποία κυμαίνεται μεταξύ των μεγεθών αυτών και την οποία επιλέγει να εκτελέσει, εκτελεί την εντολή σε μία από τις ανακοινωθείσες τιμές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 της οδηγίας [νέα MiFID], εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σύμφωνα με τους όρους των δύο προηγούμενων παραγράφων.

118. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική αποτίμηση μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων και να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα να επιτύχει η επιχείρηση επενδύσεων τους καλύτερους όρους για τους πελάτες της, η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα κριτήρια προσδιορισμού των περιπτώσεων στις οποίες οι τιμές κινούνται εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει πολύ από τις συνθήκες της αγοράς, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

119. Η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, να θεσπίζει μέτρα με τα οποία αποσαφηνίζεται τι συνιστά εύλογους εμπορικούς όρους για τη δημόσια ανακοίνωση ζευγών εντολών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 15 Υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών

Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν τα εξής:

α) κατά πόσο οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τακτικά τις τιμές αγοράς και πώλησης που ανακοινώνουν δημόσια σύμφωνα με το άρθρο 13 και διατηρούν τιμές που αντανακλούν τις κρατούσες συνθήκες της αγοράς,

β) κατά πόσον οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν τους όρους βελτίωσης των τιμών που προβλέπονται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

Άρθρο 16 Πρόσβαση στα ζεύγη εντολών

120. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές επιτρέπεται να επιλέγουν, βάσει της εμπορικής τους πολιτικής και με τρόπο αντικειμενικό που να μη δημιουργεί διακρίσεις, τους επενδυτές στους οποίους δίνουν πρόσβαση στα ζεύγη εντολών που ανακοινώνουν. Για τον σκοπό αυτό εφαρμόζουν σαφή πρότυπα διαχείρισης της πρόσβασης στα ζεύγη εντολών τους. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να αρνούνται να συνάψουν εμπορικές σχέσεις με επενδυτές, ή να τις διακόπτουν, βάσει εμπορικών κριτηρίων όπως η πιστοληπτική ικανότητα του επενδυτή, ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου και ο τελικός διακανονισμός της συναλλαγής.

121. Για να περιορίζεται ο κίνδυνος έκθεσης σε πολλαπλές συναλλαγές από τον ίδιο πελάτη, οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές επιτρέπεται να θέτουν, με τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις, όρια στον αριθμό των συναλλαγών του ιδίου πελάτη που αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν υπό τους όρους που ανακοινώνουν. Επιτρέπεται επίσης, με τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 της οδηγίας [νέα MiFID], να περιορίζουν τον συνολικό αριθμό ταυτόχρονων συναλλαγών διαφορετικών πελατών, εφόσον τούτο μπορεί να επιτραπεί μόνο σε περίπτωση που ο αριθμός και/ή ο όγκος των εντολών που λαμβάνουν από τους πελάτες υπερβαίνει σημαντικά τα συνήθη επίπεδα.

122. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική αποτίμηση μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων και να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα να επιτύχει η επιχείρηση επενδύσεων τους καλύτερους όρους για τους πελάτες της, η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται:

α) τα κριτήρια προσδιορισμού των περιπτώσεων στις οποίες ένα ζεύγος εντολών δημοσιεύεται σε τακτική και συνεχή βάση και είναι ευκόλως προσβάσιμο, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να συμμορφώνονται με την υποχρέωση να ανακοινώνουν δημοσία τα ζεύγη εντολών τους, οι οποίοι περιλαμβάνουν ιδίως τις ακόλουθες δυνατότητες:

(i) μέσω των υποδομών οποιασδήποτε ρυθμιζόμενης αγοράς στην οποία έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση το εν λόγω μέσο,

(ii) μέσω εγκεκριμένου μηχανισμού δημοσίευσης,

(iii) μέσω δικών τους μηχανισμών·

β) τα κριτήρια προσδιορισμού των συναλλαγών όπου η εκτέλεση πράξεων επί πλειόνων τίτλων αποτελεί μέρος μιας και μόνης συναλλαγής, ή εντολών που υπόκεινται σε όρους άλλους πλην της τρέχουσας τιμής της αγοράς·

γ) τα κριτήρια προσδιορισμού του ποιες μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικές συνθήκες αγοράς επιτρέπουσες την ανάκληση ζευγών εντολών καθώς και των όρων ενημέρωσης των ζευγών εντολών·

δ) τα κριτήρια προσδιορισμού των περιπτώσεων στις οποίες ο αριθμός και/ή ο όγκος των εντολών που λαμβάνουν από τους πελάτες υπερβαίνει σημαντικά τα συνήθη επίπεδα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2·

ε) τα κριτήρια προσδιορισμού των περιπτώσεων στις οποίες οι τιμές κινούνται εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει πολύ από τις συνθήκες της αγοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

Άρθρο 17 Υποχρέωση ανακοίνωσης δημοσία δεσμευτικών ζευγών εντολών για την αγορά και πώληση ομολογιών, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων

123. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές παρέχουν δεσμευτικά ζεύγη εντολών για την αγορά και πώληση ομολογιών και δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει δημοσιευθεί ενημερωτικό δελτίο, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων που είναι επιλέξιμα προς εκκαθάριση ή είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) ένας πελάτης του συστηματικού εσωτερικοποιητή του ζητεί να προτείνει ζεύγος εντολών·

β) συμφωνούν να παράσχουν ζεύγος εντολών.

124. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές θέτουν τα δεσμευτικά ζεύγη εντολών που παρέχουν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στη διάθεση άλλων πελατών της επιχείρησης επενδύσεων με τρόπο αντικειμενικό που να μη δημιουργεί διακρίσεις βάσει της εμπορικής τους πολιτικής.

125. Αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν συναλλαγές υπό τους δημοσιευμένους όρους με κάθε άλλον πελάτη στη διάθεση του οποίου έχει τεθεί το ζεύγος εντολών, όταν το μέγεθος που αφορά το ανακοινωθέν ζεύγος εντολών είναι ίσο ή κατώτερο από ένα μέγεθος που ισχύει ειδικά για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

126. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές επιτρέπεται να θέτουν, με τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις και με διαφάνεια, όρια στον αριθμό των συναλλαγών που αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν με τους πελάτες με βάση συγκεκριμένο ζεύγος εντολών.

127. Τα ζεύγη εντολών που παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και είναι ίσα ή κατώτερα από το μέγεθος που αναφέρεται στην παράγραφο 3 ανακοινώνονται δημοσία με τρόπο εύκολα προσιτό στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

128. Τα ζεύγη εντολών διασφαλίζουν ότι η επιχείρηση συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 27 της οδηγίας [νέα MiFID] και αντανακλούν τις κρατούσες συνθήκες της αγοράς σε σχέση με τις τιμές στις οποίες πραγματοποιούνται συναλλαγές για τα ίδια ή παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα στις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ ή τους ΜΟΔ.

Άρθρο 18 Παρακολούθηση από την ΕΑΚΑΑ

129. Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ παρακολουθούν την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τα μεγέθη στα οποία ζεύγη εντολών διατίθενται στους πελάτες της επιχείρησης επενδύσεων και σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά σε σχέση με την άλλη συναλλακτική δραστηριότητα της επιχείρησης, καθώς και τον βαθμό στον οποίο τα ζεύγη εντολών αντανακλούν τις κρατούσες συνθήκες της αγοράς προκειμένου για συναλλαγές στο ίδιο ή σε παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που πραγματοποιούνται σε ρυθμιζόμενες αγορές, σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ. Εντός 2 ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος, η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση σημαντικής δραστηριότητας ανακοίνωσης ζευγών εντολών και διαπραγμάτευσης έστω κατ' ελάχιστον πέραν του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 17 ή εκτός των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής.

130. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα μεγέθη που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3, στα οποία η επιχείρηση πραγματοποιεί συναλλαγές με κάθε άλλον πελάτη στη διάθεση του οποίου έχει τεθεί το ζεύγος εντολών.

131. Η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, να θεσπίζει μέτρα με τα οποία αποσαφηνίζεται τι συνιστά εύλογους εμπορικούς όρους για τη δημόσια ανακοίνωση ζευγών εντολών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 5.

Άρθρο 19 Πληροφορίες που πρέπει να ανακοινώνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, μετά τη συναλλαγή όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

132. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό πελατών, διενεργούν συναλλαγές σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά ή άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ, ανακοινώνουν δημόσια τον όγκο και την τιμή των συναλλαγών αυτών και τον χρόνο κατά τον οποίο ολοκληρώθηκαν. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιοποιούνται μέσω ΕΜΔ.

133. Οι πληροφορίες που ανακοινώνονται δημόσια σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τα χρονικά όρια εντός των οποίων αυτές δημοσιοποιούνται είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6. Εάν τα μέτρα που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 προβλέπουν χρονική μετάθεση της ανακοίνωσης των πληροφοριών για ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά ή άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, η δυνατότητα αυτή εφαρμόζεται στις συναλλαγές αυτές επίσης όταν διενεργούνται εκτός ρυθμιζόμενων αγορών, ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

134. Η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, να θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα εξής:

α) αναγνωριστικοί κωδικοί για τα διάφορα είδη συναλλαγών που δημοσιεύονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, με διάκριση μεταξύ εκείνων που χαρακτηρίζονται από παράγοντες συνδεόμενους κυρίως με την αποτίμηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και εκείνων που χαρακτηρίζονται από άλλους παράγοντες·

β) στοιχεία εφαρμογής της υποχρέωσης της παραγράφου 1 σε συναλλαγές στις οποίες χρησιμοποιούνται τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα για σύσταση ασφάλειας, δανεισμό ή άλλους σκοπούς, εφόσον η ανταλλαγή των χρηματοπιστωτικών μέσων γίνεται με κριτήρια άλλα από την αποτίμηση σε τρέχουσες αγοραίες τιμές.

Άρθρο 20 Πληροφορίες που πρέπει να ανακοινώνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, μετά τη συναλλαγή όσον αφορά ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα

135. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό πελατών, διενεργούν συναλλαγές σε ομολογίες και δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει δημοσιευθεί ενημερωτικό δελτίο, σε δικαιώματα εκπομπής και σε παράγωγα που είναι επιλέξιμα προς εκκαθάριση ή αναφέρονται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο [6] του κανονισμού [EMIR] ή είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ανακοινώνουν δημόσια τον όγκο και την τιμή των συναλλαγών αυτών και τον χρόνο κατά τον οποίο ολοκληρώθηκαν. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιοποιούνται μέσω ΕΜΔ.

136. Οι πληροφορίες που ανακοινώνονται δημόσια σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τα χρονικά όρια εντός των οποίων αυτές δημοσιοποιούνται είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10. Εάν τα μέτρα που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 10 προβλέπουν χρονική μετάθεση της ανακοίνωσης των πληροφοριών για ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών σε ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα, η δυνατότητα αυτή εφαρμόζεται στις συναλλαγές αυτές επίσης όταν διενεργούνται εκτός ρυθμιζόμενων αγορών, ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

137. Η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, να θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα εξής:

α) αναγνωριστικοί κωδικοί για τα διάφορα είδη συναλλαγών που δημοσιεύονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, με διάκριση μεταξύ εκείνων που χαρακτηρίζονται από παράγοντες συνδεόμενους κυρίως με την αποτίμηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και εκείνων που χαρακτηρίζονται από άλλους παράγοντες·

β) τα κριτήρια εξειδίκευσης της εφαρμογής της υποχρέωσης της παραγράφου 1 σε συναλλαγές στις οποίες χρησιμοποιούνται τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα για σύσταση ασφάλειας, δανεισμό ή άλλους σκοπούς, εφόσον η ανταλλαγή των χρηματοπιστωτικών μέσων γίνεται με κριτήρια άλλα από την αποτίμηση σε τρέχουσες αγοραίες τιμές.

Τίτλος IV

Γνωστοποίηση συναλλαγών

Άρθρο 21 Υποχρέωση διατήρησης της ακεραιότητας των αγορών

Με την επιφύλαξη του καταμερισμού των ευθυνών για την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού [νέος κανονισμός για την κατάχρηση αγοράς], οι αρμόδιες αρχές, συντονιζόμενες από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, παρακολουθούν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι αυτές ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο που κατοχυρώνει την ακεραιότητα της αγοράς.

Άρθρο 22 Υποχρέωση καταγραφής των συναλλαγών

138. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, για 5 τουλάχιστον χρόνια, τα στοιχεία σχετικά με όλες τις συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν διενεργήσει, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό πελάτη. Στην περίπτωση συναλλαγών που διενεργήθηκαν για λογαριασμό πελάτη, τα μητρώα πρέπει να περιέχουν όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία της ταυτότητας του πελάτη, καθώς και τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ[23]. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

139. Οι διαχειριστές ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ τηρούν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, για πέντε τουλάχιστον χρόνια, τα στοιχεία σχετικά με όλες τις εντολές για χρηματοπιστωτικά μέσα που ανακοινώνονται μέσω των συστημάτων τους. Τα μητρώα πρέπει να περιέχουν όλες τις λεπτομέρειες που απαιτούνται για την εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφοι 1 και 2. Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει ρόλο διευκόλυνσης και συντονισμού όσον αφορά την πρόσβαση των αρμοδίων αρχών στις πληροφορίες βάσει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 23 Υποχρέωση αναφοράς συναλλαγών

140. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα αναφέρουν τις λεπτομέρειες αυτών των συναλλαγών στην αρμόδια αρχή το ταχύτερο δυνατό, και πάντως όχι αργότερα από το κλείσιμο της συνεδρίασης της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Οι αρμόδιες αρχές εγκαθιδρύουν, σύμφωνα με το άρθρο 89 της οδηγίας [νέα MiFID], τις αναγκαίες ρυθμίσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι τις πληροφορίες αυτές τις λαμβάνει και η αρμόδια αρχή της αγοράς που περισσότερο επηρεάζεται όσον αφορά τη ρευστότητα των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων.

141. Η υποχρέωση της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ούτε αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ, στα χρηματοπιστωτικά μέσα η αξία των οποίων δεν εξαρτάται από την αξία χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ, ούτε στα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν έχουν ή δεν είναι πιθανόν να έχουν επίπτωση σε χρηματοπιστωτικό μέσο που είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ.

142. Οι αναφορές αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν ειδικότερα λεπτομέρειες σχετικά με τα ονόματα και τους αριθμούς των μέσων που αγοράστηκαν ή πωλήθηκαν, τον όγκο, την ημερομηνία και την ώρα εκτέλεσης των εντολών, τις τιμές των συναλλαγών, περιγραφή για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των πελατών για λογαριασμό των οποίων η επιχείρηση επενδύσεων έχει εκτελέσει τη συγκεκριμένη συναλλαγή, περιγραφή για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων και των υπολογιστικών αλγορίθμων στο εσωτερικό της επιχείρησης επενδύσεων που είναι υπεύθυνα για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής και τα μέσα προσδιορισμού της ταυτότητας της οικείας επιχείρησης επενδύσεων. Για συναλλαγές που δεν πραγματοποιούνται σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, οι αναφορές πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν περιγραφή για τον προσδιορισμό του είδους της συναλλαγής σύμφωνα με τα μέτρα που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 19 παράγραφος 3 στοιχείο α) και του άρθρου 20 παράγραφος 3 στοιχείο α).

143. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαβιβάζουν εντολές περιλαμβάνουν στη διαβίβαση της εντολής όλες τις λεπτομέρειες που απαιτούνται για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 3. Αντί της περιγραφής για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των πελατών για λογαριασμό των οποίων η επιχείρηση επενδύσεων έχει διαβιβάσει τη συγκεκριμένη εντολή ή της περιγραφής για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων και των υπολογιστικών αλγορίθμων στο εσωτερικό της επιχείρησης επενδύσεων που είναι υπεύθυνα για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί επίσης να επιλέξει να αναφέρει τη διαβιβασθείσα εντολή σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1.

144. Οι διαχειριστές ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ αναφέρουν τις λεπτομέρειες των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον χώρο τους, οι οποίες εκτελούνται μέσω των συστημάτων τους από επιχείρηση η οποία δεν υπόκειται στον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3.

145. Οι αναφορές υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων, από εγκεκριμένο μηχανισμό αναφοράς συναλλαγών (ΕΜΑ) που ενεργεί για λογαριασμό της ή από τη ρυθμιζόμενη αγορά ή τον ΠΜΔ ή τον ΜΟΔ, με τα συστήματα των οποίων ολοκληρώθηκε η συναλλαγή. Συστήματα αντιστοίχησης ή αναφοράς συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των αρχείων καταγραφής συναλλαγών που έχουν καταχωρηθεί ή αναγνωριστεί σύμφωνα με τον τίτλο VI του κανονισμού [ ] (EMIR), μπορούν να εγκριθούν από την αρμόδια αρχή ως ΕΜΑ. Στις περιπτώσεις στις οποίες οι συναλλαγές αναφέρονται απευθείας στην αρμόδια αρχή από ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ, ΜΟΔ ή ΕΜΑ, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση που υπέχει βάσει της παραγράφου 1. Στις περιπτώσεις στις οποίες οι συναλλαγές έχουν αναφερθεί σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο [7] του κανονισμού [ ] (EMIR) και οι αναφορές αυτές περιέχουν τις λεπτομέρειες που απαιτούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3, η υποχρέωση που υπέχει η επιχείρηση επενδύσεων βάσει της παραγράφου 1 θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί.

146. Όταν οι προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο αναφορές διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 8 της οδηγίας [νέα MiFID], η εν λόγω αρχή διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων, εκτός αν αυτές αποφασίσουν ότι δεν επιθυμούν να τις λαμβάνουν.

147. Η ΕΑΚΑΑ εκπονεί σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα εξής:

α) πρότυπα και μορφότυπους δεδομένων για να δημοσιεύονται οι πληροφορίες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων και διαδικασιών αναφοράς των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και της μορφής και του περιεχομένου των αναφορών·

β) τα κριτήρια προσδιορισμού της επηρεαζόμενης αγοράς κατά την έννοια της παραγράφου 1·

γ) τα στοιχεία αναφοράς των χρηματοπιστωτικών μέσων που αγοράστηκαν ή πωλήθηκαν, τον όγκο, την ημερομηνία και την ώρα εκτέλεσης των εντολών, τις τιμές των συναλλαγών, τις πληροφορίες και τα στοιχεία της ταυτότητας του πελάτη, περιγραφή για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των πελατών για λογαριασμό των οποίων η επιχείρηση επενδύσεων έχει εκτελέσει τη συγκεκριμένη συναλλαγή, περιγραφή για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων και των υπολογιστικών αλγορίθμων στο εσωτερικό της επιχείρησης επενδύσεων που είναι υπεύθυνα για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής, τα μέσα προσδιορισμού της ταυτότητας της οικείας επιχείρησης επενδύσεων, τον τρόπο εκτέλεσης της συναλλαγής και τα πεδία δεδομένων που είναι αναγκαία για την επεξεργασία και ανάλυση των αναφορών συναλλαγής σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως την […].

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

148. Δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει κατά πόσον το περιεχόμενο και η μορφή των αναφορών συναλλαγών που λαμβάνονται και ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών συνολικά καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 21. Η Επιτροπή μπορεί να προχωρήσει στην υποβολή προτάσεων για τροποποιήσεις, οι οποίες μεταξύ άλλων μπορούν να προβλέπουν τη διαβίβαση των αναφορών συναλλαγών σε σύστημα ορισμένο από την ΕΑΚΑΑ και όχι στις αρμόδιες αρχές, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Τίτλος V

Παράγωγα

Άρθρο 24 Υποχρέωση διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ

149. Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 6, και οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου [5 παράγραφος 1β] του κανονισμού [ ] (EMIR) πραγματοποιούν συναλλαγές, οι οποίες δεν είναι συναλλαγές στο εσωτερικό ομίλου όπως ορίζονται στο άρθρο [2α] του κανονισμού [ ] (EMIR), με άλλους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 6, ή με μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου [5 παράγραφος 1β] του κανονισμού [ ] (EMIR) σε παράγωγα που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26 και είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 27, μόνο σε:

α) ρυθμιζόμενες αγορές,

β) ΠΜΔ,

γ) ΜΟΔ ή

δ) τόπους διαπραγμάτευσης τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 4 και ότι η τρίτη χώρα χορηγεί ισοδύναμη αμοιβαία αναγνώριση των τόπων διαπραγμάτευσης που έχουν άδεια δυνάμει της οδηγίας [νέα MiFID] να εισάγουν προς διαπραγμάτευση ή να διαπραγματεύονται παράγωγα τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως υποκείμενα σε υποχρέωση διαπραγμάτευσης στην εν λόγω τρίτη χώρα σε μη αποκλειστική βάση.

150. Η υποχρέωση διαπραγμάτευσης εφαρμόζεται επίσης στους αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίοι πραγματοποιούν συναλλαγές σε παράγωγα ανήκοντα στα παράγωγα που έχουν χαρακτηρισθεί ως υποκείμενα στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης με χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς τρίτων χωρών ή με άλλες οντότητες τρίτων χωρών, οι οποίες θα υπέκειντο στην υποχρέωση εκκαθάρισης, εάν ήσαν εγκατεστημένες στην Ένωση. Η υποχρέωση διαπραγμάτευσης εφαρμόζεται επίσης στις οντότητες τρίτων χωρών οι οποίες θα υπέκειντο στην υποχρέωση εκκαθάρισης, εάν ήσαν εγκατεστημένες στην Ένωση και οι οποίες πραγματοποιούν συναλλαγές σε παράγωγα ανήκοντα στα παράγωγα που έχουν χαρακτηρισθεί ως υποκείμενα στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης, με την προϋπόθεση ότι η σύμβαση έχει άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης ή η εν λόγω υποχρέωση είναι απαραίτητη ή ενδεδειγμένη για να αποφευχθεί η προσπάθεια παράκαμψης οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

151. Τα παράγωγα που έχουν χαρακτηριστεί ως υποκείμενα στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης είναι επιλέξιμα για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση ή για διαπραγμάτευση σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε μη αποκλειστική και σε μη διακριτική βάση.

152. Η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 42, να εκδίδει αποφάσεις, με τις οποίες κρίνεται ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας διασφαλίζει ότι ένας τόπος διαπραγμάτευσης που έχει άδεια λειτουργίας στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα συμμορφώνεται με νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις για τους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) της παραγράφου 1, οι οποίες προκύπτουν από τον παρόντα κανονισμό, από την οδηγία [νέα MiFID] και από τον κανονισμό [νέος κανονισμός για την κατάχρηση αγοράς] και οι οποίες υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο της τήρησης του νόμου στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Το νομικό και εποπτικό πλαίσιο μιας τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμο όταν το εν λόγω πλαίσιο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι τόποι διαπραγμάτευσης της εν λόγω τρίτης χώρας υπόκεινται σε αδειοδότηση και αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων σε συνεχή βάση·

β) οι τόποι διαπραγμάτευσης έχουν σαφείς και διαφανείς κανονισμούς για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, ώστε τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα να μπορούν να υποβληθούν σε διαπραγμάτευση με δίκαιο, ομαλό και αποτελεσματικό τρόπο και να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμα·

γ) οι εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων υπόκεινται σε απαιτήσεις περιοδικής και συνεχούς πληροφόρησης που διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών·

δ) διασφαλίζει τη διαφάνεια και την ακεραιότητα της αγοράς προλαμβάνοντας την κατάχρηση αγοράς υπό την μορφή πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.

153. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 είδη συμβάσεων τα οποία έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης και οι περιπτώσεις στις οποίες η υποχρέωση διαπραγμάτευσης είναι απαραίτητη ή ενδεδειγμένη για να αποφευχθεί η προσπάθεια παράκαμψης οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 25 Υποχρέωση εκκαθάρισης για τα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές

Ο διαχειριστής ρυθμιζόμενης αγοράς διασφαλίζει ότι όλες οι συναλλαγές σε παράγωγα ανήκοντα σε κατηγορία παραγώγων που έχει χαρακτηρισθεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού [EMIR], οι οποίες πραγματοποιούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά, εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (CCP).

Άρθρο 26 Διαδικασία σχετική με την υποχρέωση διαπραγμάτευσης

154. Η ΕΑΚΑΑ εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα εξής:

α) ποια από την κατηγορία παραγώγων που έχει χαρακτηριστεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 4 του κανονισμού [ ] (EMIR) ή σχετικό υποσύνολο αυτής αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1·

β) την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση διαπραγμάτευσης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή εντός τριών μηνών από την έκδοση των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού [ ] (EMIR) από την Επιτροπή.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

155. Για να αρχίσει να ισχύει η υποχρέωση διαπραγμάτευσης:

α) η κατηγορία παραγώγων ή σχετικό υποσύνολο αυτής πρέπει να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τουλάχιστον μία ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 και

β) η κατηγορία παραγώγων ή σχετικό υποσύνολο αυτής θεωρείται ότι έχουν επαρκή ρευστότητα για να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μόνο στους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1.

156. Κατά την εκπόνηση των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ θεωρεί την κατηγορία παραγώγων ή σχετικό υποσύνολο αυτής ως έχοντα επαρκή ρευστότητα βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

α) τη μέση συχνότητα των συναλλαγών·

β) το μέσο μέγεθος των συναλλαγών·

γ) τον αριθμό και το είδος των ενεργώς συμμετεχόντων στην αγορά.

Πριν υποβάλει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προς έκδοση στην Επιτροπή, η ΕΑΚΑΑ διεξάγει δημόσια διαβούλευση και, εφόσον χρειάζεται, μπορεί να διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

157. Η ΕΑΚΑΑ, με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 2 και μετά από δημόσια διαβούλευση, προσδιορίζει και γνωστοποιεί στην Επιτροπή τις κατηγορίες παραγώγων ή τα μεμονωμένα συμβόλαια παραγώγων που θα έπρεπε να υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1, αλλά για τα οποία κανένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει ακόμη λάβει άδεια βάσει του άρθρου 10 ή 11 του κανονισμού ----/---- (EMIR) ή τα οποία δεν είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ούτε αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1.

Μετά από γνωστοποίηση της ΕΑΚΑΑ, η Επιτροπή μπορεί να δημοσιεύσει πρόσκληση διαμόρφωσης προτάσεων για την διαπραγμάτευση των εν λόγω παραγώγων στους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1.

158. Η ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με την παράγραφο 1, υποβάλλει στην Επιτροπή νέο σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την τροποποίηση, αναστολή ή κατάργηση υφιστάμενων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, όποτε υπάρχει ουσιώδης μεταβολή στα κριτήρια της παραγράφου 2. Προηγουμένως, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διαβουλεύεται, εφόσον χρειάζεται, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να τροποποιεί, να αναστέλλει και να καταργεί τα υφιστάμενα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

159. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα με τα οποία εξειδικεύονται τα κριτήρια της παραγράφου 2 στοιχείο β) και τα οποία εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως την --/--/--.

Άρθρο 27 Μητρώο παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και τηρεί στον ιστότοπό της μητρώο στο οποίο αναφέρονται, εξαντλητικά και με τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνεία, τα παράγωγα που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης στους τόπους που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης στους οποίους είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι ημερομηνίες από τις οποίες αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση.

Τίτλος VI

Μη διακριτική πρόσβαση των χρηματοπιστωτικών μέσων στην εκκαθάριση

Άρθρο 28 Μη διακριτική πρόσβαση σε CCP

160. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8 του κανονισμού [ ] (EMIR), ένας CCP δέχεται να εκκαθαρίζει χρηματοπιστωτικά μέσα, χωρίς διακρίσεις και με διαφάνεια, εκτός των άλλων και όσον αφορά τις απαιτήσεις εξασφάλισης και τα σχετικά με την πρόσβαση τέλη, ανεξαρτήτως του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελείται η συναλλαγή. Αυτό ειδικότερα θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ένας τόπος διαπραγμάτευσης έχει το δικαίωμα μη διακριτικής μεταχείρισης όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται συμβόλαια που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους δικούς του χώρους συναλλαγών από την άποψη των απαιτήσεων εξασφάλισης και συμψηφισμού οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων και συνεκτίμησης περιθωρίων ασφάλισης συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) που εκκαθαρίζονται από τον ίδιο CCP. Ένας CCP μπορεί να απαιτεί ο τόπος διαπραγμάτευσης να συμμορφώνεται με εύλογες λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που έχουν καθοριστεί από τον CCP. Η απαίτηση αυτή δεν εφαρμόζεται σε συμβόλαια παραγώγων που υπόκεινται ήδη στις υποχρεώσεις πρόσβασης δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού [EMIR].

161. Η αίτηση πρόσβασης σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υποβάλλεται επίσημα από τον τόπο διαπραγμάτευσης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και στην αντίστοιχη αρμόδια αρχή.

162. Ο CCP απαντά εγγράφως στον τόπο διαπραγμάτευσης εντός τριών μηνών, είτε επιτρέποντας την πρόσβαση, υπό τον όρο ότι η αντίστοιχη αρμόδια αρχή δεν έχει αρνηθεί την πρόσβαση σύμφωνα με την παράγραφο 4, είτε αρνούμενος την πρόσβαση. Ο CCP μπορεί να απορρίψει αίτηση πρόσβασης μόνο υπό τους όρους της παραγράφου 6. Εάν ο CCP αρνηθεί την πρόσβαση, οφείλει να παράσχει πλήρη αιτιολογία στην απάντησή του και να ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή εγγράφως για την απόφασή του. Ο CCP καθιστά δυνατή την πρόσβαση εντός τριών μηνών από την παροχή θετικής απάντησης στην αίτηση πρόσβασης.

163. Η αρμόδια αρχή στην οποία υπάγεται ο CCP μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση ενός τόπου διαπραγμάτευσης σε CCP μόνον εάν η εν λόγω πρόσβαση θα απειλούσε την ομαλή ή εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Εάν η αρμόδια αρχή αρνηθεί την πρόσβαση στη βάση αυτή, εκδίδει την απόφασή της εντός δύο μηνών από τη λήψη της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και παρέχει πλήρη αιτιολογία στον CCP και στον τόπο διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβάνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η απόφαση.

164. Τόπος διαπραγμάτευσης εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε CCP εγκατεστημένο στην Ένωση, μόνον εάν η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 για την εν λόγω τρίτη χώρα και υπό την προϋπόθεση ότι το νομικό πλαίσιο της τρίτης χώρας αυτής προβλέπει ουσιαστική ισοδύναμη αναγνώριση των τόπων διαπραγμάτευσης που έχουν άδεια λειτουργίας δυνάμει της οδηγίας [νέα MiFID] προκειμένου να ζητούν πρόσβαση σε CCP εγκατεστημένους στην εν λόγω τρίτη χώρα.

165. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται:

α) οι όροι υπό τους οποίους ένας CCP μπορεί να αρνηθεί πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένων των όρων που βασίζονται στον όγκο των συναλλαγών, στον αριθμό και το είδος των χρηστών ή σε άλλους παράγοντες που δημιουργούν αδικαιολόγητους κινδύνους·

β) οι όροι υπό τους οποίους χορηγείται πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένης της εμπιστευτικότητας των παρεχόμενων πληροφοριών σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα κατά τη φάση ανάπτυξης, της απουσίας διακρίσεων και της διαφάνειας όσον αφορά τα τέλη εκκαθάρισης, τις απαιτήσεις εξασφάλισης και τις λειτουργικές απαιτήσεις σχετικά με τον καθορισμό περιθωρίων.

Άρθρο 29 Μη διακριτική πρόσβαση σε τόπους διαπραγμάτευσης

166. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8α του κανονισμού [ ] (EMIR), ένας τόπος διαπραγμάτευσης παρέχει πληροφορίες συναλλαγών, χωρίς διακρίσεις και με διαφάνεια, εκτός των άλλων και όσον αφορά τα σχετικά με την πρόσβαση τέλη, κατόπιν αιτήσεως σε κάθε CCP που έχει άδεια λειτουργίας ή έχει αναγνωρισθεί βάσει του κανονισμού [ ] (EMIR) και ο οποίος επιθυμεί να εκκαθαρίζει συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που εκτελούνται στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης. Η απαίτηση αυτή δεν εφαρμόζεται σε συμβόλαια παραγώγων που υπόκεινται ήδη στις υποχρεώσεις πρόσβασης δυνάμει του άρθρου 8α του κανονισμού [EMIR].

167. Η αίτηση πρόσβασης σε τόπο διαπραγμάτευσης υποβάλλεται επίσημα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τόπο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης και στην αντίστοιχη αρμόδια αρχή.

168. Ο τόπος διαπραγμάτευσης απαντά εγγράφως στον CCP εντός τριών μηνών, είτε επιτρέποντας την πρόσβαση, υπό τον όρο ότι η αντίστοιχη αρμόδια αρχή δεν έχει αρνηθεί την πρόσβαση σύμφωνα με την παράγραφο 4, είτε αρνούμενος την πρόσβαση. Ο τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση μόνο υπό τους όρους της παραγράφου 6. Εάν ο τόπος διαπραγμάτευσης αρνηθεί την πρόσβαση, οφείλει να παράσχει πλήρη αιτιολογία στην απάντησή του προς τον CCP και να ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή εγγράφως για την απόφασή του. Ο τόπος διαπραγμάτευσης καθιστά δυνατή την πρόσβαση εντός τριών μηνών από την παροχή θετικής απάντησης στην αίτηση πρόσβασης.

169. Η αρμόδια αρχή στην οποία υπάγεται ο τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση ενός CCP σε τόπο διαπραγμάτευσης μόνον εάν η εν λόγω πρόσβαση θα απειλούσε την ομαλή ή εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Εάν η αρμόδια αρχή αρνηθεί την πρόσβαση στη βάση αυτή, εκδίδει την απόφασή της εντός δύο μηνών από τη λήψη της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και παρέχει πλήρη αιτιολογία στον τόπο διαπραγμάτευσης και στον CCP, συμπεριλαμβάνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η απόφασή της.

170. Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης της Ένωσης, εφόσον ο εν λόγω CCP αναγνωρίζεται βάσει του άρθρου 23 του κανονισμού [EMIR] και υπό την προϋπόθεση ότι το νομικό πλαίσιο της τρίτης χώρας αυτής προβλέπει ουσιαστική ισοδύναμη αναγνώριση ενός CCP που έχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του κανονισμού [EMIR] προκειμένου να ζητεί πρόσβαση σε τόπους διαπραγμάτευσης εγκατεστημένους στην εν λόγω τρίτη χώρα.

171. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται:

α) οι όροι υπό τους οποίους ένας τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί να αρνηθεί πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένων των όρων που βασίζονται στον όγκο των συναλλαγών, στον αριθμό των χρηστών ή σε άλλους παράγοντες που δημιουργούν αδικαιολόγητους κινδύνους·

β) οι όροι υπό τους οποίους χορηγείται πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένης της εμπιστευτικότητας των παρεχόμενων πληροφοριών σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα κατά τη φάση ανάπτυξης, της απουσίας διακρίσεων και της διαφάνειας όσον αφορά τα σχετικά με την πρόσβαση τέλη.

Άρθρο 30 Μη διακριτική πρόσβαση σε κριτήρια αναφοράς και υποχρέωση παροχής άδειας χρήσης

172. Εάν η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου υπολογίζεται βάσει κριτηρίου αναφοράς, τα πρόσωπα που διαθέτουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του κριτηρίου αναφοράς διασφαλίζουν ότι επιτρέπεται στους CCP και στους τόπους διαπραγμάτευσης, για τους σκοπούς της διαπραγμάτευσης και της εκκαθάρισης, μη διακριτική πρόσβαση:

α) στις σχετικές τιμές και ροές δεδομένων, καθώς και στις πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση, τη μεθοδολογία και τον καθορισμό τιμών του εν λόγω κριτηρίου αναφοράς· και

β) στις άδειες χρήσης.

Η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές παρέχεται υπό εύλογους εμπορικούς όρους εντός τριών μηνών από την αίτηση ενός CCP ή ενός τόπου διαπραγμάτευσης, και οπωσδήποτε σε τιμή που δεν υπερβαίνει τη χαμηλότερη τιμή στην οποία παρέχεται πρόσβαση στο κριτήριο αναφοράς ή στην οποία χορηγείται άδεια χρήσης των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας σε άλλον CCP, τόπο διαπραγμάτευσης ή άλλο σχετικό πρόσωπο για σκοπούς εκκαθάρισης και διαπραγμάτευσης.

173. Οι CCP, οι τόποι διαπραγμάτευσης ή οι σχετικές οντότητες δεν επιτρέπεται να συνάπτουν συμφωνία με οποιονδήποτε πάροχο κριτηρίου αναφοράς, αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν:

α) να αποκλείεται η πρόσβαση οποιουδήποτε άλλου CCP ή τόπου διαπραγμάτευσης στις πληροφορίες ή στα δικαιώματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1· ή

β) να αποκλείεται η πρόσβαση οποιουδήποτε άλλου CCP ή τόπου διαπραγμάτευσης στις εν λόγω πληροφορίες ή δικαιώματα υπό όρους λιγότερο ευνοϊκούς από εκείνους που απολαμβάνουν οι πρώτοι CCP ή τόποι διαπραγμάτευσης.

174. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται:

α) οι πληροφορίες που πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο α),

β) οι όροι υπό τους οποίους χορηγείται πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένης της εμπιστευτικότητας των παρεχόμενων πληροφοριών.

Τίτλος VII

Εποπτικά μέτρα σχετικά με παρεμβάσεις σε προϊόντα και θέσεις

Κεφάλαιο 1

Παρεμβάσεις σε προϊόντα

Άρθρο 31 Εξουσίες προσωρινής παρέμβασης της ΕΑΚΑΑ

175. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ μπορεί, εφόσον θεωρεί ευλόγως ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3, προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει στην Ένωση:

α) τη διάθεση στην αγορά, τη διανομή ή την πώληση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοπιστωτικών μέσων με ορισμένα χαρακτηριστικά· ή

β) ένα είδος χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής.

Η απαγόρευση ή ο περιορισμός μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από την ΕΑΚΑΑ.

176. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, μόνον εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η προτεινόμενη ενέργεια αντιμετωπίζει απειλή για την προστασία των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης·

β) οι κανονιστικές απαιτήσεις βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή τη συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν αντιμετωπίζουν την απειλή·

γ) η αρμόδια αρχή ή οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της απειλής ή τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς την απειλή.

177. Κατά τη λήψη μέτρων βάσει του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη της τον βαθμό στον οποίο το μέτρο:

α) δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τους επενδυτές, δυσανάλογες σε σχέση με τα οφέλη του μέτρου· και

β) δεν δημιουργεί κίνδυνο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

Όταν μια αρμόδια αρχή ή αρμόδιες αρχές έχουν λάβει μέτρα βάσει του άρθρου 32, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, χωρίς να εκδώσει τη γνωμοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 33.

178. Πριν αποφασίσει τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου βάσει του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές το μέτρο που προτείνει να ληφθεί.

179. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση σχετικά με κάθε απόφαση για τη λήψη μέτρων βάσει του παρόντος άρθρου. Στην ανακοίνωση αναφέρονται οι λεπτομέρειες της απαγόρευσης ή του περιορισμού και ορίζεται η χρονική στιγμή, μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης, από την οποία θα αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα. Η απαγόρευση ή ο περιορισμός εφαρμόζονται μόνο σε ενέργειες που γίνονται μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων.

180. Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που επέβαλε βάσει της παραγράφου 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Εάν η απαγόρευση ή ο περιορισμός δεν ανανεωθεί μετά την εν λόγω τρίμηνη περίοδο, λήγει.

181. Μέτρο που εγκρίνεται από την ΕΑΚΑΑ βάσει του παρόντος άρθρου υπερισχύει έναντι κάθε προηγούμενου μέτρου που έχει ληφθεί από αρμόδια αρχή.

182. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα κριτήρια και οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να κρίνει πότε ανακύπτουν οι απειλές για την προστασία των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α).

Άρθρο 32 Παρέμβαση των αρμοδίων αρχών σε προϊόντα

183. Μια αρμόδια αρχή μπορεί να απαγορεύσει ή να περιορίσει στο εν λόγω κράτος μέλος ή με προέλευση το εν λόγω κράτος μέλος:

α) τη διάθεση στην αγορά, τη διανομή ή την πώληση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοπιστωτικών μέσων με ορισμένα χαρακτηριστικά· ή

β) ένα είδος χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής.

184. Η αρμόδια αρχή μπορεί να λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφόσον θεωρεί ευλόγως ότι:

α) ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια δραστηριότητα ή μια πρακτική προκαλεί σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την προστασία των επενδυτών ή ενέχει σοβαρή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος·

β) οι υφιστάμενες κανονιστικές απαιτήσεις βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ή πρακτική δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τους κινδύνους που αναφέρονται στο στοιχείο α), η δε αντιμετώπιση του προβλήματος μέσω βελτιωμένης εποπτείας ή επιβολής της τήρησης των υφιστάμενων απαιτήσεων δεν θα αποτελούσε καλύτερη λύση·

γ) το μέτρο είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των κινδύνων που έχουν εντοπισθεί, του προηγμένου επιπέδου των ενδιαφερομένων επενδυτών ή συμμετεχόντων στην αγορά και των πιθανών επιπτώσεων του μέτρου στους επενδυτές και τους συμμετέχοντες στην αγορά που ενδεχομένως κατέχουν, χρησιμοποιούν ή επωφελούνται από το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τη δραστηριότητα·

δ) έχει προβεί στην προσήκουσα διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ενδέχεται να επηρεαστούν σημαντικά από το μέτρο· και

ε) το μέτρο δεν προκαλεί διακρίσεις εις βάρος υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που παρέχονται από άλλο κράτος μέλος.

Η απαγόρευση ή ο περιορισμός μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή.

185. Η αρμόδια αρχή δεν λαμβάνει μέτρα βάσει του παρόντος άρθρου, εκτός εάν, τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήψη του μέτρου, έχει γνωστοποιήσει εγγράφως σε όλες τις άλλες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΚΑΑ λεπτομερή στοιχεία σχετικά με:

α) το χρηματοπιστωτικό μέσο ή την δραστηριότητα ή την πρακτική την οποία αφορά το προτεινόμενο μέτρο·

β) την ακριβή φύση της απαγόρευσης ή του περιορισμού που προτείνονται και τη χρονική στιγμή που προβλέπεται να αρχίσουν να ισχύουν· και

γ) τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία έχει βασίσει την απόφασή της και βάσει των οποίων θεωρεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

186. Η αρμόδια αρχή δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση σχετικά με κάθε απόφαση επιβολής απαγόρευσης ή περιορισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Στην ανακοίνωση αναφέρονται οι λεπτομέρειες της απαγόρευσης ή του περιορισμού, η χρονική στιγμή, μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης, από την οποία θα αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων θεωρεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Η απαγόρευση ή ο περιορισμός εφαρμόζονται μόνο σε ενέργειες που γίνονται μετά την δημοσίευση της ανακοίνωσης.

187. Η αρμόδια αρχή ανακαλεί την απαγόρευση ή τον περιορισμό, εάν δεν ισχύουν πλέον οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

188. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα κριτήρια και οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να κρίνουν πότε ανακύπτουν οι απειλές για την προστασία των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α).

Άρθρο 33 Συντονισμός από την ΕΑΚΑΑ

189. Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει ρόλο διευκόλυνσης και συντονισμού όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 32. Ειδικότερα, η ΕΑΚΑΑ εξασφαλίζει ότι τα μέτρα που λαμβάνει μια αρμόδια αρχή είναι δικαιολογημένα και ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό και ότι, όταν χρειάζεται, οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν συνεπή προσέγγιση.

190. Μετά τη λήψη της γνωστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 32 για μέτρα που πρόκειται να επιβληθούν βάσει του εν λόγω άρθρου, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνωμοδότηση σχετικά με το κατά πόσο θεωρεί την απαγόρευση ή τον περιορισμό δικαιολογημένο και ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Εάν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι η λήψη μέτρων από άλλες αρμόδιες αρχές είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση του κινδύνου, το αναφέρει επίσης στη γνωμοδότηση. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

191. Όταν μια αρμόδια αρχή προτίθεται να λάβει ή λαμβάνει μέτρα αντίθετα προς γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ βάσει της παραγράφου 2 ή αρνείται να λάβει μέτρα αντίθετα προς γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ βάσει της εν λόγω παραγράφου, δημοσιεύει αμέσως στον ιστότοπό της ανακοίνωση στην οποία εξηγεί πλήρως τους λόγους της επιλογής της.

Κεφάλαιο 2

Θέσεις

Άρθρο 34 Συντονισμός εθνικών μέτρων διαχείρισης θέσεων και ορίων θέσεων από την ΕΑΚΑΑ

192. Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει ρόλο διευκόλυνσης και συντονισμού όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 71 παράγραφος 2 σημείο i) και του άρθρου 72 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και ζ) της οδηγίας [νέα MiFID]. Ειδικότερα, η ΕΑΚΑΑ εξασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν συνεπή προσέγγιση ως προς τον χρόνο άσκησης των αρμοδιοτήτων αυτών, τη φύση και το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που επιβάλλονται και τη διάρκεια και παρακολούθηση των μέτρων.

193. Μετά τη λήψη γνωστοποίησης για οποιοδήποτε μέτρο βάσει του άρθρου 83 παράγραφος 5 της οδηγίας [νέα MiFID], η ΕΑΚΑΑ καταγράφει το μέτρο και τους λόγους για τους οποίους ελήφθη. Για τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 72 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και ζ) της οδηγίας [νέα MiFID], τηρεί και δημοσιεύει στον ιστότοπό της βάση δεδομένων με συνοπτική περιγραφή των μέτρων που ισχύουν, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων για τα πρόσωπα ή την κατηγορία προσώπων που αφορούν, τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, τυχόν ποσοτικά μέτρα ή κατώτατα όρια, όπως τον μέγιστο αριθμό συμβάσεων που μπορεί να συνάψει ένα πρόσωπο πριν καλυφθεί το σχετικό όριο, τυχόν εξαιρέσεις και τους σχετικούς λόγους.

Άρθρο 35 Αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τη διαχείριση θέσεων

194. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α) ζητεί από οποιοδήποτε πρόσωπο πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων όλων των σχετικών εγγράφων, για το μέγεθος και τον σκοπό ανάληψης μιας θέσης ή ενός ανοίγματος μέσω παραγώγου·

β) μετά από ανάλυση των πληροφοριών που λαμβάνει, επιβάλλει στο πρόσωπο αυτό να προχωρήσει στη μείωση του μεγέθους της θέσης ή του ανοίγματος·

γ) περιορίζει την ικανότητα του προσώπου αυτού για διενέργεια συναλλαγών σε παράγωγο επί εμπορευμάτων.

195. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, μόνον εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) τα μέτρα που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γ) της παραγράφου 1 αντιμετωπίζουν μια απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, μεταξύ άλλων και όσον αφορά ρυθμίσεις παράδοσης των ενσώματων εμπορευμάτων, ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης·

β) η αρμόδια αρχή ή οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της απειλής ή τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς την απειλή.

Τα μέτρα που αφορούν ενεργειακά προϊόντα χονδρικής λαμβάνονται μετά από διαβούλευση με τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας, που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 713/2009.

196. Κατά τη λήψη των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη της τον βαθμό στον οποίο το μέτρο:

α) αντιμετωπίζει σημαντικά την απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των ρυθμίσεων παράδοσης των ενσώματων εμπορευμάτων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης ή βελτιώνει σημαντικά την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να παρακολουθούν την απειλή·

β) δεν δημιουργεί κίνδυνο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας·

γ) δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της ρευστότητας στις αγορές αυτές ή της δημιουργίας αβεβαιότητας για τους συμμετέχοντες στην αγορά, δυσανάλογες σε σχέση με τα οφέλη του μέτρου.

197. Πριν αποφασίσει να λάβει ή να ανανεώσει οποιοδήποτε μέτρο αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ γνωστοποιεί στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές το μέτρο που προτείνει να ληφθεί. Στην περίπτωση αίτησης βάσει του στοιχείου α) ή β) της παραγράφου 1, η γνωστοποίηση περιλαμβάνει τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνθηκε η αίτηση, καθώς και τις λεπτομέρειες και τους σχετικούς λόγους. Στην περίπτωση μέτρου βάσει του στοιχείου γ) της παραγράφου 1, η γνωστοποίηση περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία για το πρόσωπο ή την κατηγορία προσώπων που αφορά, τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, τα σχετικά ποσοτικά μέτρα, όπως τον μέγιστο αριθμό συμβάσεων που μπορεί να συνάψει το συγκεκριμένο πρόσωπο ή η συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, και τους σχετικούς λόγους.

198. Η γνωστοποίηση πραγματοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες πριν το μέτρο τεθεί σε ισχύ ή ανανεωθεί. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να πραγματοποιήσει την γνωστοποίηση σε διάστημα μικρότερο από 24 ώρες πριν από την προβλεπόμενη έναρξη ισχύος του μέτρου στις περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί η 24ωρη προθεσμία προειδοποίησης.

199. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση σχετικά με κάθε απόφαση επιβολής ή ανανέωσης μέτρων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία για το πρόσωπο ή την κατηγορία προσώπων που αφορά, τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, τα σχετικά ποσοτικά μέτρα, όπως τον μέγιστο αριθμό συμβάσεων που μπορεί να συνάψει το συγκεκριμένο πρόσωπο ή η συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, και τους σχετικούς λόγους.

200. Ένα μέτρο τίθεται σε ισχύ κατά την δημοσίευση της ανακοίνωσης ή σε χρόνο που καθορίζεται στην ανακοίνωση, μετά τη δημοσίευσή της, και ισχύει μόνο για συναλλαγές που πραγματοποιούνται μετά την έναρξη ισχύος του μέτρου.

201. Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει τα μέτρα του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 που έχει λάβει σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Εάν ένα μέτρο δεν ανανεωθεί μετά την εν λόγω τρίμηνη περίοδο, λήγει αυτόματα. Οι παράγραφοι 2 έως 8 εφαρμόζονται στην ανανέωση των μέτρων.

202. Μέτρο που εγκρίνεται από την ΕΑΚΑΑ βάσει του παρόντος άρθρου υπερισχύει έναντι κάθε προηγούμενου μέτρου που έχει ληφθεί από αρμόδια αρχή σύμφωνα με το τμήμα 1.

203. Η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα κριτήρια και οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να κρίνει πότε ανακύπτει η απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, μεταξύ άλλων και όσον αφορά ρυθμίσεις παράδοσης των ενσώματων εμπορευμάτων, ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α).

Τίτλος VIII

Παροχή υπηρεσιών χωρίς υποκατάστημα από επιχειρήσεις τρίτων χωρών

Άρθρο 36 Γενικές διατάξεις

204. Επιχείρηση τρίτης χώρας μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο άρθρο 30 της οδηγίας [νέα MiFID] σε επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους στην Ένωση χωρίς την ίδρυση υποκαταστήματος, μόνον εφόσον είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που τηρείται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 37.

205. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εγγράψει στο μητρώο επιχείρηση τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ένωση σύμφωνα με την παράγραφο 1, μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1·

β) η επιχείρηση έχει άδεια στην περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη για την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση των δραστηριοτήτων που πρόκειται να παρασχεθούν ή να ασκηθούν στην Ένωση και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεών της που διασφαλίζουν πλήρη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ισχύουν στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα·

γ) έχουν συναφθεί ρυθμίσεις συνεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 2.

206. Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλει την αίτησή της στην ΕΑΚΑΑ μετά την έκδοση από την Επιτροπή της απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 37, με την οποία κρίνεται ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της τρίτης χώρας στην οποία έχει άδεια λειτουργίας η επιχείρηση τρίτης χώρας είναι ισοδύναμο με τις απαιτήσεις που περιγράφονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1.

Η αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που κρίνονται αναγκαίες για την εγγραφή της στο μητρώο. Εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης, η ΕΑΚΑΑ εκτιμά αν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας η αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

Η απόφαση εγγραφής στο μητρώο βασίζεται στις προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

Εντός 180 εργάσιμων ημερών από την υποβολή πλήρους αίτησης, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει εγγράφως την αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας με πλήρη αιτιολόγηση της απόφασής της εάν η εγγραφή στο μητρώο έχει εγκριθεί ή απορριφθεί.

207. Οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν υπηρεσίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο ενημερώνουν τους πελάτες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, ότι δεν επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες σε άλλους πελάτες πλην των επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων και ότι δεν υπόκεινται σε εποπτεία στην Ένωση. Αναφέρουν την ονομασία και τη διεύθυνση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία στην τρίτη χώρα.

Οι πληροφορίες του πρώτου εδαφίου παρέχονται εγγράφως και με ευδιάκριτο τρόπο.

Πρόσωπα εγκατεστημένα στην Ένωση επιτρέπεται να δέχονται επενδυτικές υπηρεσίες από επιχείρηση τρίτης χώρας που δεν είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 1 μόνο με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία.

208. Οι διαφορές μεταξύ επιχειρήσεων τρίτων χωρών και επενδυτών της ΕΕ επιλύονται σύμφωνα με το δίκαιο ενός κράτους μέλους και υπόκεινται στη δικαιοδοσία του.

209. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα με τα οποία εξειδικεύονται οι πληροφορίες που η αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας πρέπει να υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ με την αίτηση εγγραφής στο μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 3 και η μορφή των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδιο των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως την [].

Άρθρο 37 Απόφαση ισοδυναμίας

210. Η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 42, να εκδίδει απόφαση για μια τρίτη χώρα, εάν οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις της εν λόγω τρίτης χώρας διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα συμμορφώνονται με νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην οδηγία αριθ. [MiFID], στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2006/49/ΕΚ [οδηγία για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων] και στα εκτελεστικά μέτρα αυτών και η εν λόγω τρίτη χώρα προβλέπει ισοδύναμη αμοιβαία αναγνώριση του πλαισίου προληπτικής εποπτείας το οποίο ισχύει για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας μιας τρίτης χώρας μπορεί να θεωρείται ισοδύναμο όταν το εν λόγω πλαίσιο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων στην εν λόγω τρίτη χώρα υπόκεινται σε αδειοδότηση και σε αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων σε συνεχή βάση·

β) οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων στην εν λόγω τρίτη χώρα υπόκεινται σε απαιτήσεις επαρκών κεφαλαίων και σε κατάλληλες απαιτήσεις για τους μετόχους και τα μέλη του διοικητικού τους οργάνου·

γ) οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων υπόκεινται σε κατάλληλες οργανωτικές απαιτήσεις στον τομέα των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου·

δ) οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων υπόκεινται σε κατάλληλους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας·

ε) διασφαλίζει τη διαφάνεια και την ακεραιότητα της αγοράς προλαμβάνοντας την κατάχρηση αγοράς υπό την μορφή πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.

211. Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομικό και εποπτικό πλαίσιο έχει αναγνωριστεί ως ισοδύναμο σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α) τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών των σχετικών τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις πληροφορίες για τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που έχουν άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες τις οποίες ζητεί η ΕΑΚΑΑ·

β) τον μηχανισμό ταχείας γνωστοποίησης στην ΕΑΚΑΑ, στις περιπτώσεις που η αρμόδια αρχή τρίτης χώρας κρίνει ότι μια επιχείρηση τρίτης χώρας, την οποία εποπτεύει και την οποία η ΕΑΚΑΑ έχει εγγράψει στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 38, παραβιάζει τους όρους της άδειάς της ή άλλη νομοθεσία την οποία υποχρεούται να τηρεί·

γ) τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένων, όταν χρειάζεται, των επιτόπιων επιθεωρήσεων.

Άρθρο 38 Μητρώο

Η ΕΑΚΑΑ εγγράφει σε μητρώο τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 36. Το κοινό έχει πρόσβαση μέσω του ιστότοπου της ΕΑΚΑΑ στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες τις οποίες επιτρέπεται να παρέχουν ή να ασκούν οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών και αναφορά της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τους στην τρίτη χώρα.

Άρθρο 39 Ανάκληση της εγγραφής

212. Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, την εγγραφή επιχείρησης τρίτης χώρας στο μητρώο που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 38, όταν:

α) η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους στηριζόμενους σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία να πιστεύει ότι, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ένωση, η επιχείρηση τρίτης χώρας ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, ή

β) η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους στηριζόμενους σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία να πιστεύει ότι, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ένωση, η επιχείρηση τρίτης χώρας έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων που ισχύουν για αυτήν στην τρίτη χώρα και βάσει των οποίων η Επιτροπή έχει εκδώσει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1.

213. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, μόνον εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η ΕΑΚΑΑ έχει παραπέμψει το θέμα στην αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας και η εν λόγω αρμόδια αρχή δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα που χρειάζονται για την προστασία των επενδυτών και για την καλή λειτουργία των αγορών στην Ένωση ή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση της τρίτης χώρας συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ισχύουν για αυτήν στην τρίτη χώρα· και

β) η ΕΑΚΑΑ έχει ενημερώσει την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας για την πρόθεσή της να ανακαλέσει την εγγραφή στο μητρώο της επιχείρησης της τρίτης χώρας τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την ανάκληση.

214. Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 και δημοσιεύει την απόφασή της στον ιστότοπό της.

215. Η Επιτροπή εκτιμά κατά πόσον οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1 εξακολουθούν να ισχύουν σε σχέση με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα.

Τίτλος IX

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Κεφάλαιο 1

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Άρθρο 40 Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41 σχετικά με τα άρθρα 2 παράγραφος 3, 4 παράγραφος 3, 6 παράγραφος 2, 8 παράγραφος 4, 10 παράγραφος 2, 11 παράγραφος 2, 12 παράγραφος 2, 13 παράγραφος 7, 14 παράγραφος 5, 14 παράγραφος 6, 16 παράγραφος 3, 18 παράγραφος 2, 18 παράγραφος 3, 19 παράγραφος 3, 20 παράγραφος 3, 28 παράγραφος 6, 29 παράγραφος 6, 30 παράγραφος 3, 31 παράγραφος 8, 32 παράγραφος 6, 35 παράγραφος 10 και 45 παράγραφος 2.

Άρθρο 41 Άσκηση της εξουσιοδότησης

216. Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

217. Η αρμοδιότητα ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 1.

218. Η ανατιθέμενη αρμοδιότητα μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

219. Μόλις εκδώσει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

220. Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις τίθενται σε ισχύ μόνον εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις εντός 2 μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από τη λήξη αυτής της προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημέρωσαν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά 2 μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Κεφάλαιο 2

Εκτελεστικές πράξεις

Άρθρο 42 Διαδικασία επιτροπής

221. Για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων δυνάμει των άρθρων 24, 26 και 37, η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που έχει συσταθεί με την απόφαση 2001/528/EΚ της Επιτροπής[24]. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά τη έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011[25].

222. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 του ίδιου κανονισμού.

Τίτλος X

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 43 Εκθέσεις και επανεξέταση

223. Πριν από τις [2 έτη από την εφαρμογή του MiFIR όπως ορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2], η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την επίπτωση στην πράξη των υποχρεώσεων διαφάνειας που θεσπίζονται δυνάμει των άρθρων 3 έως 6 και 9 έως 12, και ιδίως σχετικά με την εφαρμογή και τη συνεχιζόμενη καταλληλότητα των απαλλαγών από τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2 και του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 3.

224. Πριν από τις [2 έτη από την εφαρμογή του MiFIR όπως ορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2], η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 13, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει κατά πόσον το περιεχόμενο και η μορφή των αναφορών συναλλαγών που λαμβάνονται και ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών συνολικά καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1. Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις, οι οποίες μεταξύ άλλων μπορούν να προβλέπουν τη υποβολή των αναφορών συναλλαγών σε σύστημα ορισμένο από την ΕΑΚΑΑ και όχι στις αρμόδιες αρχές, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.

225. Πριν από τις [2 έτη από την εφαρμογή του MiFIR όπως ορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2], η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς τη μεταφορά της διαπραγμάτευσης των τυποποιημένων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στα χρηματιστήρια ή σε ηλεκτρονικούς χώρους συναλλαγών σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 24.

Άρθρο 44 Τροποποίηση του EMIR

226. Στο άρθρο 67 παράγραφος 2 του κανονισμού [EMIR] προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών διαβιβάζουν δεδομένα στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 23 του κανονισμού [MiFIR].»

Άρθρο 45 Μεταβατική διάταξη

227. Οι υφιστάμενες επιχειρήσεις τρίτων χωρών μπορούν να εξακολουθήσουν να παρέχουν υπηρεσίες και να ασκούν δραστηριότητες στα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα εθνικά καθεστώτα μέχρι την [4 έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

228. Η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 41, να θεσπίζει μέτρα με τα οποία προβλέπεται παράταση της περιόδου εφαρμογής της παραγράφου 2, λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων ισοδυναμίας που έχουν ήδη εκδοθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 37 και των αναμενόμενων εξελίξεων στο ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτων χωρών.

Άρθρο 46 Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την [24 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], με εξαίρεση τα άρθρα 2 παράγραφος 3, 4 παράγραφος 3, 6 παράγραφος 2, 8 παράγραφος 4, 10 παράγραφος 2, 11 παράγραφος 2, 12 παράγραφος 2, 13 παράγραφος 7, 14 παράγραφοι 5 και 6, 16 παράγραφος 3, 18 παράγραφοι 2 και 3, 19 παράγραφος 3, 20 παράγραφος 3, 23 παράγραφος 8, 24 παράγραφος 5, 26, 28 παράγραφος 6, 29 παράγραφος 6, 30 παράγραφος 3, 31, 32, 33, 34 και 35, τα οποία εφαρμόζονται αμέσως με την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

[1] Η αναθεώρηση της Mifid βασίζεται στη «διαδικασία Lamfalussy» (μια κανονιστική προσέγγιση τεσσάρων επιπέδων, την οποία συνέστησε η επιτροπή σοφών για τη ρύθμιση των ευρωπαϊκών αγορών κινητών αξιών, της οποίας προήδρευε ο βαρόνος Alexandre Lamfalussy, και η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης τον Μάρτιο του 2001 με στόχο την αποτελεσματικότερη ρύθμιση των αγορών κινητών αξιών), όπως αναπτύχθηκε περαιτέρω με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών): στο επίπεδο 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκδίδουν οδηγία με τη διαδικασία της συναπόφασης, η οποία περιέχει τις αρχές που θέτουν το πλαίσιο και η οποία εξουσιοδοτεί την Επιτροπή, ενεργούσα στο επίπεδο 2, να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις (άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 115/47) ή εκτελεστικές πράξεις (άρθρο 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 115/47). Για την κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων η Επιτροπή θα διαβουλεύεται με εμπειρογνώμονες διορισμένους από τα κράτη μέλη. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να συμβουλεύει την Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, σχετικά με τις τεχνικές λεπτομέρειες που πρέπει να περιληφθούν στη νομοθεσία επιπέδου 2. Επιπλέον, η νομοθεσία επιπέδου 1 μπορεί να εξουσιοδοτεί την ΕΑΚΑΑ να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 15 του κανονισμού για την ΕΑΚΑΑ, τα οποία μπορούν να εκδοθούν από την Επιτροπή (με την επιφύλαξη του δικαιώματος του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου να προβάλλουν αντιρρήσεις στην περίπτωση των κανονιστικών τεχνικών προτύπων). Στο επίπεδο 3, η ΕΑΚΑΑ εκπονεί επίσης συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές και συγκρίνει την κανονιστική πρακτική στο πλαίσιο αξιολόγησης από ομοτίμους, με στόχο να εξασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων που έχουν εκδοθεί στα επίπεδα 1 και 2. Τέλος, η Επιτροπή ελέγχει τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τη νομοθεσία της ΕΕ και μπορεί να κινήσει δικαστική διαδικασία κατά των κρατών μελών που την παραβαίνουν.

[2] Οδηγία 2004/39/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο MiFID).

[3] Οδηγία 2006/73/ΕΚ (εκτελεστική οδηγία της MiFID) για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο MiFID).

[4] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 (εκτελεστικός κανονισμός της MiFID) για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο MiFID) όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).

[5] Monitoring Prices, Costs and Volumes of Trading and Post-trading Services, Oxera, 2011.

[6] Βλ. COM (2010) 301 τελικό, Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: Ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για διατηρήσιμη ανάπτυξη, Ιούνιος 2010.

[7] Βλ. Δήλωση των ηγετών της G-20 στη σύνοδο κορυφής του Πίτσμπουργκ, 24-25 Σεπτεμβρίου 2009, http://www.pittsburghsummit.gov/mediacenter/129639.htm

[8] Ως αποτέλεσμα, η Επιτροπή εξέδωσε [COM (2009) 563 τελικό] την ανακοίνωση της Επιτροπής: Διασφάλιση αποδοτικών, ασφαλών και υγιών αγορών παραγώγων προϊόντων: μελλοντικές δράσεις πολιτικής, 20 Οκτωβρίου 2009.

[9] Βλ. COM (2010) 484, πρόταση κανονισμού για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, Σεπτέμβριος 2010.

[10] Βλ. έκθεση της ομάδας υψηλού επιπέδου για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία στην ΕΕ, υπό την προεδρία του κ. Jacques de Larosière, και συμπεράσματα του Συμβουλίου για την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην ΕΕ, 10862/09, Ιούνιος 2009.

[11] Βλ. τις απαντήσεις στη δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση της MiFID: http://circa.europa.eu/Public/irc/markt/markt_consultations/library?l=/financial_services/mifid_instruments&vm=detailed&sb=Title και περίληψη στο παράρτημα 13 της έκθεσης για την εκτίμηση επιπτώσεων

[12] Η περίληψη διατίθεται στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/internal_market/securities/docs/isd/10-09-21-hearing-summary_en.pdf

[13] Βλ. Τεχνικές γνωμοδοτήσεις της CESR προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της αναθεώρησης της MiFID και απαντήσεις στο αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για συμπληρωματικές πληροφορίες, 29 Ιουλίου 2010 http://www.esma.europa.eu/popup2.php?id=7003 και δεύτερη δέσμη τεχνικών γνωμοδοτήσεων της CESR προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της αναθεώρησης της MiFID και απαντήσεις στο αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για συμπληρωματικές πληροφορίες, 13 Οκτωβρίου 2010http://www.esma.europa.eu/popup2.php?id=7279

[14] Οι μελέτες αυτές ολοκληρώθηκαν από δύο εξωτερικούς συμβούλους οι οποίοι επιλέχθηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία επιλογής που έχει θεσπιστεί με βάση τους κανόνες και τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι εν λόγω δύο μελέτες δεν απηχούν τις απόψεις ή τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

[15] Οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, ΕΕ L 275 της 25.10.2003, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2009/29/ΕΚ, ΕΕ L 140, σ. 63.

[16] ΕΕ C της , σ. .

[17] ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1.

[18] ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[19] ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

[20] ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[21] ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

[22] ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

[23] Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

[24] ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45.

[25] ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

Top