EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006DC0335

Ανακοινωση της Επιτροπης προς το Συμβουλιο - Καταγγελία της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών

/* COM/2006/0335 τελικό */

52006DC0335

Ανακοινωση της Επιτροπης προς το Συμβουλιο - Καταγγελία της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών /* COM/2006/0335 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 16.6.2006

COM(2006) 335 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Καταγγελία της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Καταγγελία της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών

Ύστερα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι Ηνωμένες Πολιτείες ψήφισαν νομοθεσία, το Νοέμβριο του 2001, που ορίζει ότι οι αερομεταφορείς που εκτελούν δρομολόγια με προορισμό ή αφετηρία το έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών οφείλουν να παρέχουν στην Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών (εφεξής «CBP») ηλεκτρονική πρόσβαση στα δεδομένα τα οποία περιέχονται στα αυτόματα συστήματα κράτησης θέσεων και ελέγχου των αναχωρήσεων που διαθέτουν, και τα οποία αποκαλούνται «Passenger Name Records» (φάκελοι επιβατών, στο εξής «δεδομένα PNR»). Η Επιτροπή, ενώ αναγνώρισε το θεμιτό των διακυβευόμενων συμφερόντων σχετικά με την ασφάλεια, ενημέρωσε τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, ήδη τον Ιούνιο του 2002, ότι οι εν λόγω διατάξεις μπορούσαν να έλθουν σε σύγκρουση με την κοινοτική νομοθεσία και με τη νομοθεσία των κρατών μελών στον τομέα της προστασίας των δεδομένων. Οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών ανέβαλαν την έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων, αλλά αρνήθηκαν τελικά να παραιτηθούν από την επιβολή κυρώσεων στις αεροπορικές εταιρείες που δεν θα συμμορφώνονταν με τη νομοθεσία σχετικά με την ηλεκτρονική πρόσβαση στα δεδομένα PNR μετά τις 5 Μαρτίου 2003. Έκτοτε, πολλές μεγάλες αεροπορικές εταιρείες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέχουν στις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών πρόσβαση στα δεδομένα PNR που διαθέτουν.

Η Επιτροπή άρχισε διαπραγματεύσεις με τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες κατέληξαν στην κατάρτιση εγγράφου που περιέχει δεσμεύσεις («undertakings») τις οποίες ανέλαβε η CBP ενόψει της έκδοσης από την Επιτροπή της απόφασης για ικανοποιητική προστασία με βάση το άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995 L 281, σ. 31). Ταυτόχρονα, η Επιτροπή άρχισε διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας η οποία επρόκειτο να συνοδεύει την απόφαση για ικανοποιητική προστασία και, μεταξύ άλλων, περιελάμβανε διατάξεις που επέτρεπαν στις αρχές των ΗΠΑ να αντλούν δεδομένα PNR από τα συστήματα κρατήσεων θέσεων των αεροπορικών εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στην ΕΚ, υποχρέωναν τις εν λόγω αεροπορικές εταιρείες να διαβιβάζουν δεδομένα PNR με συγκεκριμένη μορφή στις αρχές των ΗΠΑ και εξασφάλιζαν για τις δεσμεύσεις της CBP έρεισμα στο διεθνές δίκαιο. Το εν λόγω σχέδιο συμφωνίας διαβιβάστηκε προς έγκριση στο Συμβούλιο. Την 1η Μαρτίου 2004, η Επιτροπή υπέβαλε στο Κοινοβούλιο το σχέδιο απόφασης για την ικανοποιητική προστασία, δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 6 της οδηγίας, συνοδευόμενο από το σχέδιο αναλήψεων υποχρεώσεων (δεσμεύσεων) της CBP.

Στις 17 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή διαβίβασε στο Κοινοβούλιο, ενόψει της διαβούλευσης με το όργανο αυτό, δυνάμει του άρθρου 300 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, ΕΚ, πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στις 31 Μαρτίου 2004, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ 1999 L 184, σ. 23), το Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο διατύπωσε ορισμένες επιφυλάξεις νομικής φύσης σχετικά με την πρόταση που του είχε υποβληθεί. Το Κοινοβούλιο θεώρησε ειδικότερα ότι το σχέδιο απόφασης για την ικανοποιητική προστασία υπερέβαινε τις αρμοδιότητες που ανατέθηκαν στην Επιτροπή με το άρθρο 25 της οδηγίας. Το Κοινοβούλιο προέβη σε έκκληση για τη σύναψη προσήκουσας διεθνούς συμφωνίας που να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα όσον αφορά ορισμένα σημεία που παρατίθενται εκτενώς στο ψήφισμά του και ζήτησε από την Επιτροπή να του υποβάλει νέο σχέδιο απόφασης. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο επιφυλάχθηκε του δικαιώματος να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου προκειμένου να εξακριβωθεί η νομιμότητα της μελετώμενης διεθνούς συμφωνίας και, ειδικότερα, το συμβατό της εν λόγω συμφωνίας με την προστασία του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.

Στις 28 Απριλίου 2004, το Συμβούλιο, στηριζόμενο στο άρθρο 300 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, ΕΚ, απέστειλε στο Κοινοβούλιο επιστολή με την οποία του ζήτησε να γνωμοδοτήσει πριν από τις 5 Μαΐου 2004 σχετικά με την πρόταση απόφασης για τη σύναψη της συμφωνίας. Στις 4 Μαΐου 2004, το Κοινοβούλιο απέρριψε την αίτηση εξέτασης κατά τη διαδικασία του επείγοντος, την οποία του είχε υποβάλει το Συμβούλιο στις 28 Απριλίου 2004.

Στις 14 Μαΐου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση για ικανοποιητική προστασία δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 95/46/ΕΚ (ΕΕ 2004, L 235, σ. 11). Στις 17 Μαΐου 2004, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2004/496/ΕΚ δυνάμει του άρθρου 95 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 2004, L 183, σ. 83), εξουσιοδοτώντας τον Πρόεδρο του Συμβουλίου να υπογράψει τη συμφωνία εξ ονόματος της Κοινότητας. Η συμφωνία υπεγράφη στις 28 Μαΐου 2004 και ετέθη σε ισχύ αυθημερόν. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε να ακυρωθούν οι αποφάσεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου. Το Κοινοβούλιο ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ήταν εσφαλμένη η επιλογή της νομικής βάσης για τις αποφάσεις.

Στις 30 Μαΐου 2006, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 14ης Μαΐου 2004 για ικανοποιητική προστασία. Το Δικαστήριο δήλωσε ότι η Επιτροπή είναι αναρμόδια για την έκδοση απόφασης, δεδομένου ότι η διαβίβαση δεδομένων PNR στην CBP αποτελεί επεξεργασία δεδομένων που αφορά τη δημόσια ασφάλεια και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου, η οποία, δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και, επομένως, δεν μπορεί να στηρίζεται στο άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ. Το Δικαστήριο ακύρωσε επίσης την απόφαση του Συμβουλίου για την έγκριση της συνοδευτικής συμφωνίας για ικανοποιητική προστασία, λόγω της στενής σχέσης που υφίσταται μεταξύ των δύο αυτών πράξεων. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η συμφωνία δεν μπορούσε να έχει ως νομική βάση το άρθρο 95 ΕΚ για τον ίδιο λόγο.

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητά στις συνέπειες της ακύρωσης των δύο αποφάσεων, ειδικότερα σε συνάρτηση με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με τους οποίους δεν μπορεί να γίνεται επίκληση του εσωτερικού δικαίου για τη μη τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων. Στη συνάρτηση αυτή, το Δικαστήριο τόνισε ότι από το άρθρο 7 της συμφωνίας προκύπτει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει τη συμφωνία και ότι η λήξη της επέρχεται 90 ημέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της καταγγελίας. Το Δικαστήριο θεώρησε την περίοδο των 90 ημερών ως σημείο αναφοράς για να καθορίσει κυρίως ότι η συμφωνία και η απόφαση για ικανοποιητική προστασία δεν θα έχουν πλέον νομική ισχύ μετά τις 30 Σεπτεμβρίου 2006. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο αναγνώρισε την ιδιαίτερα στενή σχέση που υφίσταται μεταξύ της απόφασης για ικανοποιητική προστασία - συμπεριλαμβανομένων των δεσμεύσεων της CBP - και της συμφωνίας.

Το άρθρο 233 της συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι το όργανο ή τα όργανα των οποίων η πράξη εκηρύχθη άκυρη οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή

ΣΥΝΙΣΤΑ στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή να ενεργήσουν από κοινού για να κοινοποιήσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες την καταγγελία της συμφωνίας δυνάμει του άρθρου 7. Δεδομένου ότι πρόκειται για μέτρο που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακύρωσης του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 233 και ότι η συνθήκη ΕΚ δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες για την καταγγελία διεθνών συμφωνιών, θεωρείται ότι αρκεί να αποστείλουν τα δύο όργανα από κοινού επιστολή ή ρηματική διακοίνωση προς τις αρχές των ΗΠΑ για την κοινοποίηση της καταγγελίας. Η 30η Σεπτεμβρίου 2006 πρέπει να αναφέρεται ως ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της καταγγελίας ώστε να συμπίπτει με την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται το Δικαστήριο. Επισυνάπτεται σχέδιο κειμένου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

DRAFT

The Presidency of the Council of the European Union and the European Commission present their compliments to …. and have the honour to state the following.

As you are undoubtedly aware, the Court of Justice of the European Communities in its Judgment of 30 May 2006 in cases C- 317 and C-318/04 has annulled the Council Decision of 17 May 2004 approving the Agreement between the European Community and the United States of America on the treatment and the transfer of PNR data ( complete title ), as well as the Commission Decision of 14 May 2004 (the so-called Adequacy Decision) which was closely linked to that agreement. As you will also be aware, the Court expressed itself explicitly on the continued validity under international law of the agreement, effectively prescribing to the defending institutions in these court cases that they should avail themselves of the provisions of Article 7 of the Agreement.

In the light of this judgment and the provision of the EC Treaty that enjoins the institutions whose act has been annulled to take all the necessary measures for the execution of the Court’s judgment, the Council of the European Union and the European Commission hereby, pursuant to Article 7 denounce the Agreement (full title) with September 30, 2006, as effective date.

( Diplomatic formula of politeness )

For the Council of the European Union For the European Commission

Presidency

Top