EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32010R0200

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 200/2010 της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2010 , σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον στόχο της Ένωσης για τη μείωση του επιπολασμού οροτύπων σαλμονέλας σε ενήλικα σμήνη αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 61 της 11.3.2010, p. 1–9 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 10/03/2019

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2010/200/oj

11.3.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 61/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 200/2010 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Μαρτίου 2010

σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον στόχο της Ένωσης για τη μείωση του επιπολασμού οροτύπων σαλμονέλας σε ενήλικα σμήνη αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για τον έλεγχο της σαλμονέλας και άλλων συγκεκριμένων τροφιμογενών ζωονοσογόνων παραγόντων (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1 και το άρθρο 13,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σκοπός του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 είναι να εξασφαλιστεί η λήψη μέτρων για την ανίχνευση και τον έλεγχο της σαλμονέλας και άλλων ζωονοσογόνων παραγόντων σε όλα τα σχετικά στάδια της παραγωγής, της μεταποίησης και της διανομής, ιδίως σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής, ώστε να μειωθεί ο επιπολασμός τους καθώς και ο κίνδυνος που ενέχουν για τη δημόσια υγεία.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 προβλέπει τη θέσπιση στόχων της Ένωσης για τη μείωση του επιπολασμού των ζωονόσων και των ζωονοσογόνων παραγόντων του παραρτήματος I στους πληθυσμούς ζώων που παρατίθενται στο εν λόγω παράρτημα. Επιπλέον, ορίζει απαιτήσεις για τους στόχους αυτούς.

(3)

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 αναφέρεται σε όλους τους οροτύπους σαλμονέλας που έχουν σημασία για τη δημόσια υγεία στα σμήνη αναπαραγωγής του Gallus gallus. Τα εν λόγω σμήνη αναπαραγωγής δύνανται να διαδώσουν τη μόλυνση από σαλμονέλα στους απογόνους τους, και ιδίως σε σμήνη ωοπαραγωγών ορνίθων και κοτόπουλων πάχυνσης. Ως εκ τούτου, η μείωση του επιπολασμού της σαλμονέλας στα σμήνη αναπαραγωγής συμβάλλει στον έλεγχο του συγκεκριμένου ζωονοσογόνου παράγοντα στα αυγά και στο κρέας που προέρχονται από τους απογόνους, κάτι που συνιστά σημαντικό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1003/2005 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2005, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 όσον αφορά τον κοινοτικό στόχο για τη μείωση του επιπολασμού ορισμένων οροτύπων σαλμονέλας σε σμήνη αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus  (2), θεσπίζει κοινοτικό στόχο για τη μείωση του επιπολασμού ορισμένων οροτύπων σαλμονέλας σε σμήνη αναπαραγωγής Gallus gallus για μεταβατική περίοδο η οποία λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2009. Μέχρι την ημερομηνία αυτή, το μέγιστο ποσοστό ενήλικων σμηνών αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus που παραμένουν θετικά σε Salmonella enteritidis, Salmonella infantis, Salmonella hadar, Salmonella typhimurium και Salmonella virchow («τα σχετικά είδη σαλμονέλας») είναι 1 % ή λιγότερο. Κατά συνέπεια, πρέπει να καθοριστεί μόνιμος στόχος της Ένωσης για τη μείωση των σχετικών ειδών σαλμονέλας μόλις λήξει η συγκεκριμένη περίοδος.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 ορίζει ότι, κατά τον καθορισμό του στόχου της Ένωσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο η πείρα που αποκτάται με βάση τα υπάρχοντα εθνικά μέτρα όσο και τα στοιχεία που διαβιβάζονται στην Επιτροπή ή στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ) με βάση τις υπάρχουσες απαιτήσεις της ΕΕ, ειδικότερα στο πλαίσιο των πληροφοριών που προβλέπονται στην οδηγία 2003/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την παρακολούθηση των ζωονόσων και των ζωονοσογόνων παραγόντων (3), και ιδίως το άρθρο 5.

(6)

Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003, ζητήθηκε η γνώμη της ΕΑΑΤ σχετικά με τον καθορισμό του μόνιμου στόχου της Ένωσης για τα σμήνη αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus. Κατά συνέπεια, στις 26 Μαρτίου 2009, κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η επιστημονική ομάδα για τις βιολογικές πηγές κινδύνου εξέδωσε γνώμη σχετικά με την ποσοτική εκτίμηση του αντικτύπου που θα έχει ο καθορισμός ενός νέου στόχου για τη μείωση της σαλμονέλας στις όρνιθες αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus  (4). Η γνώμη κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η Salmonella enteritidis και η Salmonella typhimurium έχουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα μετάδοσης, από τις όρνιθες αναπαραγωγής στους απογόνους τους στις αλυσίδες του κρέατος κοτόπουλων πάχυνσης και των αυγών. Κατέληγε επίσης στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα ελέγχου της ΕΕ για τους εν λόγω δύο οροτύπους στις όρνιθες αναπαραγωγής αναμένεται να συμβάλουν στον έλεγχο της μόλυνσης από σαλμονέλα στα είδη παραγωγής και να περιορίσουν τους κινδύνους που εγκυμονεί το κοτόπουλο για την ανθρώπινη υγεία. Αυτή η επιστημονική γνώμη ανέφερε επίσης ότι τα οριακά οφέλη από τον επιπλέον έλεγχο σε ολόκληρη την ΕΕ για άλλους οροτύπους στα είδη αναπαραγωγής είναι σχετικά μικρά: συνδέονται λιγότερο συχνά με ανθρώπινες νόσους και έχουν μικρότερη πιθανότητα κάθετης μετάδοσης.

(7)

Λαμβανομένης υπόψη της επιστημονικής γνώμης της ΕΑΑΤ, και δεδομένου ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να αξιολογηθεί η τάση της σαλμονέλας στα σμήνη μετά την εισαγωγή εθνικών προγραμμάτων ελέγχου, πρέπει να διατηρηθεί ένας στόχος της Ένωσης για τη μείωση της σαλμονέλας στα ενήλικα σμήνη αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus ανάλογος με εκείνον που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1003/2005.

(8)

Προκειμένου να επιβεβαιωθεί η πρόοδος που σημειώνεται όσον αφορά την επίτευξη του στόχου της Ένωσης, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η επανειλημμένη δειγματοληψία των σμηνών αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus.

(9)

Τα εθνικά προγράμματα ελέγχου για την επίτευξη του στόχου το 2010 έχουν εγκριθεί σύμφωνα με απόφαση 2009/883/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2009, για την έγκριση των ετήσιων και των πολυετών προγραμμάτων για την εκρίζωση, τον έλεγχο και την επιτήρηση ορισμένων ζωικών ασθενειών και ζωονόσων τα οποία υπέβαλαν τα κράτη μέλη για το 2010 και τα επόμενα έτη (5). Αυτά τα προγράμματα βασίζονταν στις νομικές διατάξεις που εφαρμόζονταν κατά την υποβολή των εν λόγω προγραμμάτων. Τα προγράμματα για τα σμήνη αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus εγκρίνονταν με βάση τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1003/2005. Ως εκ τούτου, χρειάζεται η εφαρμογή μεταβατικού μέτρου για τα προγράμματα ελέγχου που έχουν ήδη εγκριθεί.

(10)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχος της Ένωσης

1.   Από την 1η Ιανουαρίου 2010 ο στόχος της Ένωσης, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003, για τη μείωση των ειδών σαλμονέλας στα σμήνη αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus (ο στόχος της Ένωσης) είναι η μείωση στο 1 % ή και λιγότερο του μέγιστου ποσοστού ενηλίκων σμηνών αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus που παραμένουν θετικά όσον αφορά τη Salmonella enteritidis, τη Salmonella infantis, τη Salmonella hadar, τη Salmonella typhimurium και τη Salmonella virchow (τους σχετικούς οροτύπους σαλμονέλας).

Ωστόσο, για τα κράτη μέλη που έχουν λιγότερα από 100 ενήλικα σμήνη αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus, ο στόχος της Ένωσης, από την 1η Ιανουαρίου 2010, θα είναι ότι ένα τέτοιο σμήνος κατ’ ανώτατο όριο θα μπορεί να παραμένει θετικό για τους σχετικούς οροτύπους σαλμονέλας ανά έτος.

2.   Το πρόγραμμα δοκιμών που είναι απαραίτητο για να επιβεβαιώνεται η πρόοδος όσον αφορά την επίτευξη του στόχου της Ένωσης ορίζεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Επανεξέταση του στόχου της Ένωσης

Ο στόχος της Ένωσης επανεξετάζεται από την Επιτροπή με βάση τα στοιχεία που συλλέγονται σύμφωνα με το σχέδιο δοκιμών που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003.

Άρθρο 3

Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1003/2005

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1003/2005 καταργείται.

2.   Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό θεωρούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 4

Μεταβατικά μέτρα

Οι διατάξεις του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1003/2005 εξακολουθούν να εφαρμόζονται για τα προγράμματα ελέγχου που εγκρίνονται πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2010.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2010.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 325 της 12.12.2003, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 170 της 1.7.2005, σ. 12.

(3)  ΕΕ L 325 της 12.12.2003, σ. 31.

(4)  The EFSA Journal (2009) 1036, σ. 1-68.

(5)  EE L 317 της 3.12.2009, σ. 36.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πρόγραμμα δοκιμών που είναι απαραίτητο για να επιβεβαιώνεται η πρόοδος όσον αφορά την επίτευξη του στόχου της Ένωσης για τη μείωση των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας στα ενήλικα σμήνη αναπαραγωγής του είδους Gallus gallus

1.   ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ

Το πλαίσιο της δειγματοληψίας για την ανίχνευση της παρουσίας Salmonella Enteritidis, Salmonella Infantis, Salmonella Hadar, Salmonella Typhimurium και Salmonella Virchow (των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας) πρέπει να καλύπτει όλα τα ενήλικα σμήνη αναπαραγωγής κατοικίδιων ορνίθων (Gallus gallus), τα οποία αριθμούν τουλάχιστον 250 πτηνά (σμήνη αναπαραγωγής). Τούτο με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 και της οδηγίας 2003/99/ΕΚ όσον αφορά τις απαιτήσεις παρακολούθησης άλλων πληθυσμών ζώων ή άλλων οροτύπων.

2.   ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΣΕ ΣΜΗΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

2.1.   Χώρος, συχνότητα και καθεστώς της δειγματοληψίας

Οι δειγματοληψίες στα σμήνη αναπαραγωγής διενεργούνται με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής μονάδας και αποτελούν μέρος των επίσημων ελέγχων.

2.1.1.   Δειγματοληψία με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής μονάδας

Η δειγματοληψία πρέπει να πραγματοποιείται κάθε δύο εβδομάδες στον χώρο που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή βάσει των ακόλουθων δύο δυνατών επιλογών:

α)

στο εκκολαπτήριο ή

β)

στην πτηνοτροφική εκμετάλλευση.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να εφαρμόσει μία από τις επιλογές που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β) σε όλο το πρόγραμμα δοκιμών για όλα τα σμήνη αναπαραγωγής κοτόπουλων πάχυνσης και μία από τις επιλογές αυτές για όλα τα σμήνη αναπαραγωγής ωοπαραγωγών ορνίθων. Ωστόσο, η δειγματοληψία σε σμήνη αναπαραγωγής με αυγά επώασης που προορίζεται για εμπόριο εντός της Ένωσης πρέπει να πραγματοποιείται στην πτηνοτροφική εκμετάλλευση.

Πρέπει να καθοριστεί διαδικασία που θα εγγυάται ότι η διαπίστωση της παρουσίας των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας κατά τη δειγματοληψία με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής εκμετάλλευσης κοινοποιείται χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή από το εργαστήριο που πραγματοποιεί τις αναλύσεις. Η έγκαιρη κοινοποίηση της διαπιστωμένης παρουσίας οποιουδήποτε από τους σχετικούς οροτύπους σαλμονέλας εξακολουθεί να αποτελεί ευθύνη του υπευθύνου της πτηνοτροφικής εκμετάλλευσης και του εργαστηρίου που πραγματοποίησε τις αναλύσεις.

Κατά παρέκκλιση από την πρώτη παράγραφο αυτού του σημείου, αν ο στόχος της Ένωσης έχει επιτευχθεί για τουλάχιστον δύο συνεχή ημερολογιακά έτη σε ολόκληρο το κράτος μέλος, η δειγματοληψία στην εκμετάλλευση μπορεί να παραταθεί, έτσι ώστε να λαμβάνει χώρα κάθε τρεις εβδομάδες, κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής. Ωστόσο, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να διατηρήσει ή να επανέλθει στη διενέργεια δοκιμής κάθε δύο εβδομάδες στην περίπτωση διαπίστωσης της παρουσίας των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας σε σμήνος αναπαραγωγής στην εκμετάλλευση και/ή σε κάθε άλλη περίπτωση που αυτό κρίνεται σκόπιμο από την αρμόδια αρχή.

2.1.2.   Δειγματοληψία στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων

Η δειγματοληψία στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων αποτελείται από τα εξής:

2.1.2.1.   Εάν η δειγματοληψία με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής εκμετάλλευσης πραγματοποιείται στο εκκολαπτήριο:

α)

τακτική δειγματοληψία κάθε 16 εβδομάδες στο εκκολαπτήριο·

β)

τακτική δειγματοληψία στην πτηνοτροφική εκμετάλλευση σε δύο στάδια κατά τη διάρκεια του κύκλου παραγωγής, εκ των οποίων το πρώτο πρέπει να είναι εντός τεσσάρων εβδομάδων από τη μετάβαση στη φάση ωοτοκίας ή στη μονάδα ωοτοκίας, ενώ το δεύτερο κατά τα τέλη της περιόδου ωοτοκίας, όχι όμως νωρίτερα από οκτώ εβδομάδες πριν από τη λήξη του κύκλου παραγωγής·

γ)

δειγματοληψία επαλήθευσης στην πτηνοτροφική εκμετάλλευση, ύστερα από τη διαπίστωση της παρουσίας των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας από τη δειγματοληψία στο εκκολαπτήριο.

2.1.2.2.   Εάν η δειγματοληψία με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής εκμετάλλευσης πραγματοποιείται σε αυτήν, η τακτική δειγματοληψία πρέπει να διενεργείται τρεις φορές στη διάρκεια του κύκλου παραγωγής:

α)

εντός τεσσάρων εβδομάδων από τη μετάβαση στη φάση ωοτοκίας ή τη μονάδα ωοτοκίας·

β)

κατά τα τέλη της φάσης ωοτοκίας, όχι όμως νωρίτερα από οκτώ εβδομάδες πριν από τη λήξη του κύκλου παραγωγής·

γ)

οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια του κύκλου παραγωγής η οποία να είναι επαρκώς απομακρυσμένη χρονικά από τις δειγματοληψίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

2.1.2.3.   Κατά παρέκκλιση από τα σημεία 2.1.2.1 και 2.1.2.2, και εάν έχει επιτευχθεί ο στόχος της Ένωσης για τουλάχιστον δύο συνεχή ημερολογιακά έτη σε ολόκληρο το κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή δύναται να αντικαταστήσει τις τακτικές δειγματοληψίες με δειγματοληψία:

α)

στην εκμετάλλευση μία φορά οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια του κύκλου παραγωγής και μία φορά ετησίως στο εκκολαπτήριο· ή

β)

στην εκμετάλλευση δύο φορές οποιαδήποτε στιγμή, οι οποίες να είναι επαρκώς απομακρυσμένες χρονικά μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του κύκλου παραγωγής.

Ωστόσο, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να διατηρήσει ή να επανέλθει στη δειγματοληψία που ορίζεται στο σημείο 2.1.2.1 ή 2.1.2.2 στην περίπτωση διαπίστωσης της παρουσίας των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας σε σμήνος αναπαραγωγής στην εκμετάλλευση και/ή σε κάθε άλλη περίπτωση που αυτό κρίνεται σκόπιμο από την αρμόδια αρχή.

Η δειγματοληψία που διενεργείται από την αρμόδια αρχή μπορεί να αντικαταστήσει τη δειγματοληψία με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής μονάδας.

2.2.   Πρωτόκολλο δειγματοληψίας

2.2.1.   Δειγματοληψία στο εκκολαπτήριο

Λαμβάνεται τουλάχιστον ένα δείγμα ανά σμήνος αναπαραγωγής σε κάθε δειγματοληψία.

Η δειγματοληψία πρέπει να πραγματοποιείται σε ημέρα εκκόλαψης όταν δείγματα από όλα τα σμήνη αναπαραγωγής είναι διαθέσιμα. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι τα δείγματα συλλέγονται από κάθε σμήνος τουλάχιστον με τη συχνότητα που προβλέπεται στο σημείο 2.1.

Όλο το υλικό από όλες τις εκκολαπτικές μηχανές από τις οποίες λαμβάνονται οι εκκολαφθέντες νεοσσοί την ημέρα της δειγματοληψίας πρέπει να συμβάλει στο σύνολο των δειγμάτων αναλογικά.

Αν υπάρχουν περισσότερα από 50 000 αυγά από ένα σμήνος αναπαραγωγής στις εκκολαπτικές μηχανές, πρέπει να συλλέγεται και δεύτερο δείγμα από το εν λόγω σμήνος.

Το δείγμα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

α)

ένα σύνθετο δείγμα από ορατώς λερωμένες εσωτερικές επενδύσεις καλάθων εκκόλαψης, που λαμβάνονται τυχαία από πέντε διαφορετικούς κάλαθους εκκόλαψης ή χώρους στην εκκολαπτική μηχανή, έτσι ώστε να καλύπτεται συνολική επιφάνεια δειγματοληψίας τουλάχιστον 1 m2· αν τα αυγά επώασης από ένα σμήνος αναπαραγωγής καταλαμβάνουν περισσότερες από μία εκκολαπτικές μηχανές, τότε λαμβάνεται ένα τέτοιο σύνθετο δείγμα από όλες τις εκκολαπτικές μηχανές (πέντε κατ’ ανώτατο όριο)· ή

β)

ένα δείγμα που έχει ληφθεί με ένα ή περισσότερα υγρά υφασμάτινα μάκτρα από συνολική επιφάνεια τουλάχιστον 900 cm2 και το οποίο έχει ληφθεί αμέσως μετά την απομάκρυνση των κοτόπουλων από το σύνολο της επιφάνειας του πάτου τουλάχιστον πέντε καλάθων εκκόλαψης συνολικά, ή από χνούδια από πέντε μέρη, συμπεριλαμβανομένου του δαπέδου, σε όλες τις εκκολαπτικές μηχανές (πέντε κατ’ ανώτατο όριο) με επωασμένα αυγά από το σμήνος, με την εξασφάλιση ότι λαμβάνεται τουλάχιστον ένα δείγμα ανά σμήνος από το οποίο παράγονται αυγά· ή

γ)

10 g θραύσματα κελυφών αυγών από συνολικά 25 διαφορετικούς κάλαθους εκκόλαψης, δηλαδή 250 g αρχικού δείγματος, σε πέντε κατ’ ανώτατο όριο εκκολαπτικές μηχανές με επωασμένα αυγά από το σμήνος, τα οποία πρέπει να θρυμματιστούν, να αναμειχθούν και να αποτελέσουν αντικείμενο υποδειγματοληψίας, έτσι ώστε να σχηματίσουν υποδείγμα 25 g για δοκιμή.

Η διαδικασία που περιγράφεται στα στοιχεία α), β) και γ) ακολουθείται τόσο για τη δειγματοληψία με πρωτοβουλία του υπευθύνου της εκμετάλλευσης όσο και στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων. Ωστόσο, η συμπερίληψη εκκολαπτικής μηχανής με αυγά από διαφορετικά σμήνη δεν πρέπει να είναι υποχρεωτική, αν το 80 % τουλάχιστον των αυγών βρίσκεται σε άλλες εκκολαπτικές μηχανές που αποτελούν αντικείμενο δειγματοληψίας.

2.2.2.   Δειγματοληψία στην εκμετάλλευση

2.2.2.1.   Τακτική δειγματοληψία με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής μονάδας

Η δειγματοληψία πρέπει να αποτελείται πρωτίστως από δείγματα περιττωμάτων και να αποσκοπεί στην ανίχνευση ποσοστού επιπολασμού 1 % εντός του σμήνους, με όριο εμπιστοσύνης 95 %. Για τον σκοπό αυτόν, τα δείγματα πρέπει να περιλαμβάνουν ένα από τα εξής στοιχεία:

α)

Ομαδοποιημένα περιττώματα που αποτελούνται από ξεχωριστά δείγματα νωπών περιττωμάτων, εκ των οποίων έκαστο ζυγίζει όχι λιγότερο από 1 g, τα οποία λαμβάνονται τυχαία από έναν αριθμό χώρων στον ορνιθώνα όπου παραμένει το σμήνος αναπαραγωγής ή, όταν το σμήνος αναπαραγωγής έχει ελεύθερη πρόσβαση σε περισσότερους του ενός ορνιθώνες μιας συγκεκριμένης εκμετάλλευσης, από κάθε ομάδα ορνιθώνων της εκμετάλλευσης όπου παραμένει το σμήνος αναπαραγωγής. Τα περιττώματα μπορούν να ομαδοποιηθούν για ανάλυση σε δύο τουλάχιστον ομάδες.

Ο αριθμός των χώρων από τους οποίους πρέπει να λαμβάνονται χωριστά δείγματα περιττωμάτων ώστε να αποτελούν σύνθετο δείγμα έχει ως εξής:

Αριθμός πτηνών στο σμήνος αναπαραγωγής

Αριθμός δειγμάτων περιττωμάτων που πρέπει να λαμβάνονται στο σμήνος αναπαραγωγής

250-349

200

350-449

220

450-799

250

800-999

260

1 000 ή περισσότερα

300

β)

Μάκτρα για μπότες και/ή δείγματα σκόνης:

 

Τα μάκτρα για μπότες που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι αρκετά απορροφητικά ώστε να απορροφούν την υγρασία. Δεκτές για τον σκοπό αυτόν πρέπει επίσης να είναι «κάλτσες» από κυλινδρική γάζα.

 

Η επιφάνεια των μάκτρων για μπότες πρέπει να υγραίνεται με τη χρήση των κατάλληλων διαλυτικών ουσιών (όπως π.χ. 0,8 % χλωριούχο νάτριο, 0,1 % πεπτόνη σε αποστειρωμένο απιονισμένο νερό, αποστειρωμένο νερό ή οποιαδήποτε άλλη διαλυτική ουσία που είναι εγκεκριμένη από την αρμόδια αρχή).

 

Τα δείγματα πρέπει να λαμβάνονται κατά τη διάρκεια περιδιάβασης του ορνιθώνα η οποία να καλύπτει διαδρομή που καθιστά εφικτή τη λήψη αντιπροσωπευτικών δειγμάτων από όλα τα μέρη του ορνιθώνα ή του σχετικού τομέα. Η περιδιάβαση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει περιοχές με στρωμνή και σχαρωτό δάπεδο, με την προϋπόθεση ότι οι σχάρες είναι ασφαλείς για περιδιάβαση. Στη δειγματοληψία πρέπει να περιλαμβάνονται όλοι οι ξεχωριστοί θάλαμοι ενός ορνιθώνα. Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία στον επιλεχθέντα τομέα, τα μάκτρα για μπότες πρέπει να αφαιρούνται προσεκτικά, ώστε να μην αποκολληθούν τα υλικά που έχουν προσκολληθεί σε αυτά.

Τα δείγματα πρέπει να αποτελούνται από:

i)

πέντε ζεύγη μάκτρων για μπότες, το καθένα εκ των οποίων αντιστοιχεί σε 20 % περίπου της έκτασης του ορνιθώνα· τα μάκτρα για μπότες μπορούν να ομαδοποιηθούν για ανάλυση σε τουλάχιστον δύο ομάδες· ή

ii)

τουλάχιστον ένα ζεύγος μάκτρων για μπότες που αντιστοιχεί σε όλη την έκταση του ορνιθώνα και ένα πρόσθετο δείγμα σκόνης που συλλέγεται από πολλαπλά μέρη σε όλο τον ορνιθώνα από επιφάνειες με εμφανή παρουσία σκόνης. Για τη συλλογή αυτού του δείγματος σκόνης χρησιμοποιείται ένα ή περισσότερα υγρά υφασμάτινα μάκτρα για συνολική έκταση επιφάνειας τουλάχιστον 900 cm2·

γ)

Σε σμήνη που εκτρέφονται σε κλωβούς, η δειγματοληψία μπορεί να συνίσταται σε δείγματα περιττωμάτων που έχουν αναμειχθεί με φυσιολογικό τρόπο από ιμάντες απομάκρυνσης κοπριάς, ξύστες ή συστήματα βαθιάς τάφρου, ανάλογα με το είδος του ορνιθώνα. Συλλέγονται δύο δείγματα τουλάχιστον 150 g για να υποβληθούν σε ατομική δοκιμή:

i)

ιμάντες απομάκρυνσης κοπριάς κάτω από κάθε συστοιχία κλωβών οι οποίοι τίθενται σε λειτουργία τακτικά και αδειάζουν σε έναν ατέρμονα κοχλία μεταφοράς·

ii)

σύστημα τάφρου κοπριάς, όπου οι εκτροπείς κάτω από τους κλωβούς καθαρίζονται με απόξεση και τα απορρίμματα πέφτουν σε μια βαθιά τάφρο κάτω από τον ορνιθώνα·

iii)

σύστημα τάφρου κοπριάς σε ορνιθώνες με πυραμιδοειδείς κλωβοστοιχίες όταν τα κλουβιά έχουν διαφορετική κατακόρυφη διεύθυνση και τα περιττώματα πέφτουν απευθείας στην τάφρο.

Κανονικά υπάρχουν πολλές κλωβοστοιχίες μέσα σε έναν ορνιθώνα. Τα ομαδοποιημένα περιττώματα από κάθε κλωβοστοιχία πρέπει να εκπροσωπούνται στο συνολικό ομαδοποιημένο δείγμα. Λαμβάνονται δύο ομαδοποιημένα δείγματα από κάθε σμήνος αναπαραγωγής, όπως περιγράφεται παρακάτω στο τρίτο έως έκτο εδάφιο.

Σε συστήματα όπου υπάρχουν ιμάντες ή ξύστες, πρέπει να τίθενται σε λειτουργία την ημέρα της δειγματοληψίας πριν διεξαχθεί η δειγματοληψία.

Σε συστήματα όπου υπάρχουν εκτροπείς κάτω από κλωβούς και ξύστες πρέπει να συγκεντρώνονται τα ομαδοποιημένα περιττώματα που έχουν κολλήσει στον ξύστη μετά τη λειτουργία του.

Σε πυραμιδοειδείς κλωβοστοιχίες όπου δεν υπάρχει σύστημα ιμάντα ή ξύστη πρέπει να συλλεχθούν ομαδοποιημένα περιττώματα από όλη τη βαθιά τάφρο.

Συστήματα με ιμάντα απομάκρυνσης κοπριάς: πρέπει να συλλέγονται ομαδοποιημένα υλικά περιττωμάτων από το άκρο όπου αδειάζει ο ιμάντας.

2.2.2.2.   Δειγματοληψία στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων

α)

Η τακτική δειγματοληψία πρέπει να διενεργείται όπως περιγράφεται στο σημείο 2.2.2.1.

β)

Μετά την ανίχνευση των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας κατά τη δειγματοληψία στο εκκολαπτήριο, η δειγματοληψία επαλήθευσης διενεργείται όπως περιγράφεται στο σημείο 2.2.2.1.

Είναι δυνατόν να συλλεχθούν επιπλέον δείγματα για τη δοκιμή αντιμικροβιακών παραγόντων ή κάποιου παράγοντα ανασταλτικού για την ανάπτυξη βακτηρίων, ως εξής: τα πτηνά πρέπει να λαμβάνονται τυχαία από κάθε ορνιθώνα στην εκμετάλλευση, κανονικά έως και πέντε πτηνά ανά ορνιθώνα, εκτός αν η αρμόδια αρχή κρίνει αναγκαία τη δειγματοληψία σε μεγαλύτερο αριθμό πτηνών.

Σε περίπτωση που δεν έχει επαληθευτεί η πηγή της μόλυνσης, πρέπει να διενεργείται αντιμικροβιακή δοκιμή ή νέα βακτηριολογική δοκιμή για την ανίχνευση των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας στο σμήνος αναπαραγωγής ή στους απογόνους του πριν από την άρση των εμπορικών περιορισμών.

Σε περίπτωση που ανιχνευθούν αντιμικροβιακοί παράγοντες ή παράγοντες ανασταλτικοί για την ανάπτυξη βακτηρίων, η μόλυνση από σαλμονέλα θεωρείται ότι έχει επαληθευτεί.

γ)

Υπόνοια εσφαλμένων αποτελεσμάτων

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η αρμόδια αρχή έχει λόγους να αμφισβητεί το αποτέλεσμα της δοκιμής (όπως όταν υπάρχουν εσφαλμένα θετικά ή εσφαλμένα αρνητικά αποτελέσματα), μπορεί να αποφασίσει να επαναλάβει τη δοκιμή σύμφωνα με το στοιχείο β).

3.   ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ

3.1.   Μεταφορά και προετοιμασία των δειγμάτων

3.1.1.   Μεταφορά

Τα δείγματα αποστέλλονται κατά προτίμηση με κατεπείγουσα ταχυδρομική αποστολή ή με ιδιωτική ταχυδρομική υπηρεσία στα εργαστήρια που αναφέρονται στο άρθρο 11 και στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 εντός 24 ωρών από τη συλλογή τους. Εάν δεν αποσταλούν μέσα σε 24 ώρες, θα αποθηκευτούν στην κατάψυξη. Η μεταφορά μπορεί να γίνεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος στον βαθμό που αποφεύγονται η υπερβολική ζέστη (πάνω από 25 °C) και η έκθεση στο φως του ήλιου. Στο εργαστήριο τα δείγματα θα διατηρηθούν κατεψυγμένα έως την εξέταση, η οποία θα αρχίσει μέσα σε 48 ώρες από την παραλαβή και μέσα σε 96 ώρες μετά τη δειγματοληψία.

3.1.2.   Εσωτερικές επενδύσεις καλάθων εκκόλαψης:

α)

τοποθετήστε το δείγμα σε 1 λίτρο ρυθμιστικό υδατικό διάλυμα πεπτόνης (BPW) το οποίο έχει προθερμανθεί σε θερμοκρασία δωματίου και αναμείξτε ελαφρά·

β)

συνεχίστε την καλλιέργεια του δείγματος με τη μέθοδο ανίχνευσης που περιγράφεται στο σημείο 3.2.

3.1.3.   Μάκτρα για μπότες και δείγματα σκόνης:

α)

Το/τα ζεύγος(-η) μάκτρων για μπότες/κάλτσες και το δείγμα σκόνης (υφασμάτινα μάκτρα) πρέπει να ξετυλίγονται προσεκτικά, ώστε να αποφεύγεται η αποκόλληση των περιττωμάτων ή του ασταθούς υλικού σκόνης που είναι προσκολλημένα επάνω στα μάκτρα. Στη συνέχεια, τοποθετούνται σε 225 ml ρυθμιστικού υδατικού διαλύματος πεπτόνης (BPW), το οποίο έχει προθερμανθεί σε θερμοκρασία δωματίου.

β)

Τα μάκτρα για μπότες/κάλτσες και τα υφασμάτινα μάκτρα βυθίζονται πλήρως σε BPW, έτσι ώστε να παρασχεθεί επαρκές ελεύθερο υγρό γύρω από το δείγμα για τη μετανάστευση της σαλμονέλας μακριά από το δείγμα και, ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να προστεθεί περισσότερο BPW, αν αυτό κριθεί αναγκαίο.

Ξεχωριστές προετοιμασίες πρέπει να γίνονται για τα μάκτρα για μπότες και το υφασμάτινο μάκτρο.

γ)

Αν ομαδοποιούνται πέντε ζεύγη μάκτρων για μπότες/κάλτσες σε δύο δείγματα, κάθε ομαδοποιημένο δείγμα τοποθετείται σε 225 ml BPW ή περισσότερο αν χρειαστεί, έτσι ώστε να βυθιστεί πλήρως και να παρασχεθεί επαρκές ελεύθερο υγρό γύρω από το δείγμα για τη μετανάστευση της σαλμονέλας μακριά από το δείγμα.

δ)

Στροβιλίστε για να κορεστεί πλήρως το δείγμα και συνεχίστε την καλλιέργεια με τη μέθοδο ανίχνευσης που περιγράφεται στο σημείο 3.2.

3.1.4.   Άλλα δείγματα υλικών περιττωμάτων:

α)

Τα δείγματα περιττωμάτων ομαδοποιούνται και αναμειγνύονται πλήρως, και συλλέγεται υποδείγμα 25 γραμμαρίων για καλλιέργεια·

β)

Το υποδείγμα των 25 γραμμαρίων προστίθεται στα 225 ml ρυθμιστικού υδατικού διαλύματος πεπτόνης (BPW), το οποίο έχει προθερμανθεί σε θερμοκρασία δωματίου·

γ)

Η καλλιέργεια του δείγματος συνεχίζεται με τη μέθοδο ανίχνευσης που περιγράφεται στο σημείο 3.2.

Αν έχουν συμφωνηθεί πρότυπα ISO για την προετοιμασία των σχετικών δειγμάτων με σκοπό την ανίχνευση σαλμονέλας, εφαρμόζονται και αντικαθιστούν τα αναφερόμενα στα σημεία 3.1.2, 3.1.3 και 3.1.4 σχετικά με την προετοιμασία της δειγματοληψίας.

3.2.   Μέθοδος ανίχνευσης

Η ανίχνευση των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με την τροποποίηση 1 του EN/ISO 6579-2002/Amd 1:2007. «Μικροβιολογία τροφίμων και ζωοτροφών – Οριζόντια μέθοδος για την ανίχνευση της Salmonella spp. – Τροποποίηση 1: Παράρτημα Δ: Ανίχνευση ειδών σαλμονέλας σε περιττώματα ζώων και σε περιβαλλοντικά δείγματα του σταδίου της πρωτογενούς παραγωγής».

Όσον αφορά τα δείγματα των μάκτρων για μπότες, τα δείγματα σκόνης και τα άλλα δείγματα περιττωμάτων που αναφέρονται στο σημείο 3.1, είναι δυνατόν να ομαδοποιηθεί ο επωασμένος ζωμός εμπλουτισμού από BPW για μελλοντική καλλιέργεια. Για να γίνει αυτό, πρέπει και τα δύο δείγματα να επωασθούν μέσα σε BPW όπως αναφέρεται στο σημείο 3.1.3. Στη συνέχεια πρέπει να ληφθεί 1 ml επωασμένου ζωμού από κάθε δείγμα, να αναμειχθεί πλήρως και με 0,1 ml του μείγματος αυτού πρέπει να εμβολιαστούν οι πλάκες με το τροποποιημένο ημιστερεό μέσο Rappaport-Vassiladis (MSRV).

Τα δείγματα στο BPW δεν πρέπει να αναμειγνύονται, να στροβιλίζονται ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να αναταράσσονται μετά την επώαση, γιατί κάτι τέτοιο θα ελευθερώσει ανασταλτικά σωματίδια και θα μειώσει την επακόλουθη απομόνωση σε MSRV.

3.3.   Προσδιορισμός του οροτύπου

Προσδιορίζεται ο ορότυπος τουλάχιστον ενός απομονωθέντος οργανισμού από κάθε δείγμα που δείχνει θετική αντίδραση, σύμφωνα με το σύστημα Kaufmann-White.

3.4.   Εναλλακτικές μέθοδοι

Όσον αφορά τα δείγματα που λαμβάνονται με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικές μέθοδοι αντί των μεθόδων για την προετοιμασία των δειγμάτων, των μεθόδων ανίχνευσης και προσδιορισμού του οροτύπου που προβλέπονται στα σημεία 3.1, 3.2 και 3.3 του παρόντος παραρτήματος, αν πιστοποιούνται σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έκδοση του προτύπου EN/ISO 16140.

3.5.   Αποθήκευση των στελεχών

Πρέπει να εξασφαλίζεται ότι τουλάχιστον ένα απομονωθέν στέλεχος των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας από τη δειγματοληψία στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων ανά ορνιθώνα και ανά έτος αποθηκεύεται για πιθανή μελλοντική βακτηριοφαγική τυπολόγηση ή δοκιμή της ευαισθησίας σε αντιμικροβιακούς παράγοντες, με την εφαρμογή των συνήθων μεθόδων συλλογής καλλιέργειας, που πρέπει να εγγυώνται την ακεραιότητα των στελεχών για ελάχιστο διάστημα δύο ετών. Αν το αποφασίσει η αρμόδια αρχή, τα απομονώματα της δειγματοληψίας που διενεργήθηκε από τους υπευθύνους πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων θα πρέπει επίσης να αποθηκεύονται για τους σκοπούς αυτούς.

4.   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

Ένα σμήνος αναπαραγωγής θεωρείται θετικό ώστε να επιβεβαιώνεται η πρόοδος όσον αφορά την επίτευξη του στόχου της Ένωσης,

όταν η παρουσία των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας (εκτός από τα στελέχη εμβολίων) ανιχνεύεται σε ένα ή περισσότερα δείγματα που ελήφθησαν από το σμήνος, ακόμα κι αν οι σχετικοί ορότυποι σαλμονέλας ανιχνεύονται μόνο στο δείγμα σκόνης, ή

όταν η δειγματοληψία επαλήθευσης στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων σύμφωνα με το σημείο 2.2.2.2 στοιχείο β) δεν επιβεβαιώνει την ανίχνευση των σχετικών οροτύπων σαλμονέλας, αλλά έχουν ανιχνευτεί στο σμήνος αντιμικροβιακοί παράγοντες ή παράγοντες ανασταλτικοί για την ανάπτυξη βακτηρίων.

Αυτός ο κανόνας δεν πρέπει να εφαρμόζεται στις εξαιρετικές περιπτώσεις που περιγράφονται στο σημείο 2.2.2.2 στοιχείο γ), όταν το αρχικά θετικό ως προς τη σαλμονέλα αποτέλεσμα της δειγματοληψίας με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής μονάδας δεν έχει επιβεβαιωθεί από τη δειγματοληψία στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων.

Ένα θετικό σμήνος αναπαραγωγής καταμετράται μόνο μία φορά ανεξάρτητα από το πόσο συχνά ανιχνεύονται οι σχετικοί ορότυποι σαλμονέλας στο συγκεκριμένο σμήνος κατά την περίοδο παραγωγής ή από το κατά πόσον η δειγματοληψία διενεργήθηκε με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής μονάδας ή από την αρμόδια αρχή. Ωστόσο, αν η δειγματοληψία κατά την περίοδο παραγωγής εκτείνεται σε δύο ημερολογιακά έτη, το αποτέλεσμα κάθε έτους πρέπει να υποβάλλεται ξεχωριστά.

Τα υποβαλλόμενα στοιχεία πρέπει να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

λεπτομερή περιγραφή των επιλογών που εφαρμόστηκαν στο δειγματοληπτικό πρόγραμμα και το είδος των δειγμάτων που ελήφθησαν, κατά περίπτωση·

β)

τον συνολικό αριθμό των ενήλικων σμηνών αναπαραγωγής που περιλαμβάνουν τουλάχιστον 250 πτηνά τα οποία έχουν υποβληθεί σε δοκιμές τουλάχιστον μία φορά κατά το έτος υποβολής των στοιχείων·

γ)

τα αποτελέσματα της ανάλυσης, μαζί με:

i)

τον συνολικό αριθμό των σμηνών αναπαραγωγής που βρέθηκαν θετικά σε οποιαδήποτε σαλμονέλα στο κράτος μέλος·

ii)

τον αριθμό των σμηνών αναπαραγωγής που βρέθηκαν θετικά με τουλάχιστον έναν από τους σχετικούς οροτύπους σαλμονέλας·

iii)

τον αριθμό των σμηνών αναπαραγωγής που βρέθηκαν θετικά σε κάθε ορότυπο σαλμονέλας ή για μη προσδιορισμένη σαλμονέλα (μη προσδιορίσιμα απομονώματα ή απομονώματα μη προσδιοριζόμενα οροτυπικά)·

δ)

τον αριθμό των περιπτώσεων όπου το αρχικά θετικό ως προς τη σαλμονέλα αποτέλεσμα της δειγματοληψίας με πρωτοβουλία του υπευθύνου της πτηνοτροφικής μονάδας δεν επιβεβαιώθηκε από τη δειγματοληψία στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων·

ε)

την ερμηνεία των αποτελεσμάτων, ειδικότερα όσον αφορά τις εξαιρετικές περιπτώσεις.

Τα αποτελέσματα και τυχόν συμπληρωματικές σχετικές πληροφορίες αναφέρονται ως μέρος της έκθεσης σχετικά με τις τάσεις και την προέλευση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/99/ΕΚ.


Top