Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32006R1287

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006 , για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 241 της 2.9.2006, p. 1–25 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
ΕΕ L 322M της 2.12.2008, p. 253–277 (MT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO, HR)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2006/1287/oj

2.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 241/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Αυγούστου 2006

για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2004/39/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2, το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7 και το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 10, το άρθρο 25 παράγραφος 7, το άρθρο 27 παράγραφος 7, το άρθρο 28 παράγραφος 3, το άρθρο 29 παράγραφος 3, το άρθρο 30 παράγραφος 3, το άρθρο 40 παράγραφος 6, το άρθρο 44 παράγραφος 3, το άρθρο 45 παράγραφος 3, το άρθρο 56 παράγραφος 5 και το άρθρο 58 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ θεσπίζει το γενικό πλαίσιο ενός κανονιστικού καθεστώτος για τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Κοινότητας, το οποίο μεταξύ άλλων διέπει: τους όρους λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων· τις οργανωτικές απαιτήσεις (περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων τήρησης αρχείων) για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες και ασκούν τέτοιες δραστηριότητες σε επαγγελματική βάση, καθώς και για ρυθμιζόμενες αγορές· τις απαιτήσεις γνωστοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα· τις απαιτήσεις διαφάνειας για συναλλαγές σε μετοχές.

(2)

Ενδείκνυται οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού να περιβληθούν αυτό το συγκεκριμένο νομοθετικό τύπο, ούτως ώστε να διασφαλισθεί εναρμονισμένο καθεστώς σε όλα τα κράτη μέλη, να ενισχυθεί η ενοποίηση των αγορών και η διασυνοριακή παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών και να διευκολυνθεί η περαιτέρω εδραίωση της ενιαίας αγοράς. Οι διατάξεις σχετικά με ορισμένες πτυχές της τήρησης αρχείων και τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια και τα παράγωγα επί εμπορευμάτων έχουν λίγα κοινά σημεία με την εθνική νομοθεσία και με τους λεπτομερείς νόμους που διέπουν τις σχέσεις με τους πελάτες.

(3)

Είναι σκόπιμο να θεσπισθούν λεπτομερείς και πλήρως εναρμονισμένες απαιτήσεις διαφάνειας και κανόνες για τη ρύθμιση του τρόπου γνωστοποίησης συναλλαγών, ούτως ώστε να διασφαλισθούν ισοδύναμες συνθήκες αγοράς και η απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών σε όλη την Κοινότητα και να διευκολυνθεί η ουσιαστική ενοποίηση των εν λόγω αγορών. Ορισμένες πτυχές της τήρησης αρχείων παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό συνάφειας, καθώς στηρίζονται στη χρήση εννοιών ίδιων με εκείνες που ορίζονται για τους σκοπούς της γνωστοποίησης συναλλαγών και της διαφάνειας.

(4)

Το καθεστώς που καθιερώθηκε με την οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις απαιτήσεις γνωστοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι οικείες αρμόδιες αρχές ενημερώνονται καταλλήλως για τις συναλλαγές που εμπίπτουν στην εποπτική τους αρμοδιότητα. Για το σκοπό αυτό, επιβάλλεται να διασφαλισθεί η συγκέντρωση ενιαίου συνόλου δεδομένων προερχόμενων από το σύνολο των επιχειρήσεων επενδύσεων με ελάχιστες αποκλίσεις μεταξύ κρατών μελών, ούτως ώστε, αφενός, να ελαχιστοποιηθεί ο βαθμός στον οποίο επιχειρήσεις με διασυνοριακή δραστηριότητα υπόκεινται σε διαφορετικές υποχρεώσεις γνωστοποίησης και, αφετέρου, να μεγιστοποιηθεί η αναλογία των δεδομένων που κατέχονται από μια αρμόδια αρχή και μπορούν να τεθούν στη διάθεση άλλων αρμόδιων αρχών. Οι ρυθμίσεις έχουν επίσης σχεδιαστεί με στόχο να διασφαλισθεί ότι οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει της εν λόγω οδηγίας όσο το δυνατόν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα.

(5)

Το καθεστώς που θεσπίζει η οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις απαιτήσεις διαφάνειας που εφαρμόζονται στις συναλλαγές σε μετοχές που εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποσκοπεί να διασφαλίσει την κατάλληλη ενημέρωση των επενδυτών σχετικά με τον πραγματικό όγκο των εκτελεσθεισών και των δυνητικών συναλλαγών σε αυτές τις μετοχές, είτε οι εν λόγω συναλλαγές πραγματοποιούνται σε ρυθμιζόμενες αγορές, σε πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (στο εξής: «ΠΜΔ»), από συστηματικούς εσωτερικοποιητές ή εκτός αυτών των τόπων διαπραγμάτευσης. Οι απαιτήσεις αυτές εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κανόνων που αποσκοπούν στην προώθηση του ανταγωνισμού μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης για υπηρεσίες εκτέλεσης, ούτως ώστε να διευρυνθούν οι επιλογές των επενδυτών, να ενθαρρυνθεί η καινοτομία, να μειωθεί το κόστος των συναλλαγών και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας διαμόρφωσης των τιμών στο σύνολο της Κοινότητας. Ένας υψηλός βαθμός διαφάνειας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του πλαισίου αυτού και επιτρέπει να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης, ούτως ώστε ο κατακερματισμός της ρευστότητας να μην παρεμποδίζει τη λειτουργία του μηχανισμού αναζήτησης τιμών δεδομένων μετοχών και να μην έχει έτσι δυσμενείς επιπτώσεις για τους επενδυτές. Από την άλλη πλευρά, η οδηγία αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες ενδέχεται να είναι αναγκαία η απαλλαγή από υποχρεώσεις προδιαπραγματευτικής διαφάνειας ή η αναβολή υποχρεώσεων μεταδιαπραγματευτικής διαφάνειας. Ο παρών κανονισμός καθορίζει λεπτομερώς τις περιπτώσεις αυτές, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να διασφαλισθεί υψηλός βαθμός διαφάνειας και να αποφευχθεί η μείωση της ρευστότητας στους τόπους διαπραγμάτευσης και αλλού ως ακούσια συνέπεια των υποχρεώσεων γνωστοποίησης συναλλαγών και, κατ' επέκταση, δημοσιοποίησης των θέσεων κινδύνου.

(6)

Για τους σκοπούς των διατάξεων για την τήρηση αρχείων, κάθε αναφορά στο είδος της εντολής πρέπει να εννοείται ως αναφορά στο καθεστώς της ως οριακής εντολής, ελεύθερης εντολής ή εντολής άλλου ειδικού είδους. Για τους σκοπούς των διατάξεων για την τήρηση αρχείων, κάθε αναφορά στη φύση της εντολής ή της συναλλαγής πρέπει να εννοείται ως αναφορά σε εντολές για εγγραφή κινητών αξιών ή σε εντολή για την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης ή σε παρόμοια εντολή ή συναλλαγή πελάτη.

(7)

Δεν είναι απαραίτητο στο παρόν στάδιο να συγκεκριμενοποιηθούν ή να καθορισθούν λεπτομερώς ο τύπος, η φύση και ο βαθμός πολυπλοκότητας των ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών.

(8)

Όταν δεν δίδεται συνέχεια εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε κοινοποίηση αρμόδιας αρχής για τον εναλλακτικό καθορισμό της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας, ή όταν μια αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με τον υπολογισμό που πραγματοποίησε η άλλη αρχή, οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές οφείλουν να επιδιώξουν την εξεύρεση λύσης. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κατά περίπτωση, να συζητήσουν το θέμα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών.

(9)

Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να συντονίζουν το σχεδιασμό και τη θέσπιση ρυθμίσεων για την μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με συναλλαγές. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κατά περίπτωση, να συζητήσουν και τα θέματα αυτά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να υποβάλουν έκθεση σχετικά στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει στη συνέχεια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών για τις εν λόγω ρυθμίσεις. Στο πλαίσιο αυτού του συντονισμού, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εξετάζουν την ανάγκη αποτελεσματικής παρακολούθησης των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτές ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την ενίσχυση της ακεραιότητας της αγοράς στην Κοινότητα, την ανάγκη να λαμβάνονται οι αποφάσεις μετά από διεξοδική ανάλυση κόστους-ωφέλειας, την ανάγκη να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών και, τέλος, την ανάγκη να υπάρχουν ρυθμίσεις για την αποτελεσματική και υπεύθυνη διακυβέρνηση του κοινού συστήματος που θα κριθεί ενδεχομένως αναγκαίο.

(10)

Είναι σκόπιμο να καθορισθούν τα κριτήρια με τα οποία θα προσδιορίζεται πότε οι δραστηριότητες ρυθμιζόμενης αγοράς έχουν ουσιώδη σημασία σε ένα κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και οι συνέπειες του καθεστώτος αυτού κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία υποχρέωσης για τη ρυθμιζόμενη αγορά να έχει δοσοληψίες με ή να υπόκειται σε περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, εάν υπό άλλες συνθήκες δεν θα υπήρχε τέτοια υποχρέωση.

(11)

Το πρότυπο ISO 10962 (κωδικός ταξινόμησης χρηματοπιστωτικών μέσων) αποτελεί ένα παράδειγμα ομοιόμορφου διεθνώς αποδεκτού προτύπου για την ταξινόμηση των χρηματοπιστωτικών μέσων.

(12)

Όταν χορηγούν απαλλαγές από απαιτήσεις προδιαπραγματευτικής διαφάνειας ή επιτρέπουν την αναβολή υποχρεώσεων μεταδιαπραγματευτικής διαφάνειας, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αντιμετωπίζουν όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους ΠΜΔ με ίσους όρους και χωρίς διακρίσεις, έτσι ώστε η απαλλαγή ή αναβολή να χορηγείται είτε σε όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές και ΠΜΔ που οι αρμόδιες αρχές αδειοδοτούν βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ είτε σε καμία. Οι αρμόδιες αρχές που χορηγούν απαλλαγές ή αναβολές δεν πρέπει να επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις.

(13)

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι παρόλο που ο αλγόριθμος διαπραγμάτευσης που εφαρμόζεται από ρυθμιζόμενη αγορά ή από ΠΜΔ συνήθως επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του όγκου των συναλλαγών, πρέπει να είναι επίσης δυνατή η χρήση άλλων αλγόριθμων διαπραγμάτευσης.

(14)

Η χορηγούμενη από αρμόδια αρχή απαλλαγή από υποχρεώσεις προδιαπραγματευτικής διαφάνειας που απορρέουν από τα άρθρα 29 ή 44 της οδηγίας 2004/39/EΚ δεν πρέπει να παρέχει σε επιχειρήσεις επενδύσεων τη δυνατότητα να αποφεύγουν την τήρηση των υποχρεώσεων αυτών για συναλλαγές σε ρευστές μετοχές τις οποίες συνάπτουν σε διμερή βάση βάσει των κανόνων μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ενός ΠΜΔ εφόσον, αν πραγματοποιούνταν εκτός των κανόνων ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ, οι συναλλαγές αυτές θα υπόκεινταν στις απαιτήσεις περί δημοσίευσης ζευγών εντολών του άρθρου 27 της εν λόγω οδηγίας.

(15)

Μια δραστηριότητα μπορεί να θεωρηθεί ότι διαδραματίζει ουσιαστικό εμπορικό ρόλο για μια επιχείρηση επενδύσεων εάν αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων ή σημαντική πηγή κόστους. Η αξιολόγηση της σπουδαιότητας για τους σκοπούς αυτούς πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη το βαθμό στον οποίο η σχετική δραστηριότητα ασκείται ή οργανώνεται χωριστά, τη χρηματική αξία της δραστηριότητας και τη συγκριτική της σπουδαιότητα τόσο σε σχέση με το σύνολο των εργασιών της επιχείρησης όσο και με τη συνολική της δραστηριότητα στην αγορά της σχετικής μετοχής στην οποία δραστηριοποιείται. Πρέπει να είναι δυνατό να θεωρείται ότι μια δραστηριότητα αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για μια επιχείρηση ακόμη και αν μόνον ένας ή δύο από τους παράγοντες που μνημονεύονται έχει εφαρμογή σε δεδομένη περίπτωση.

(16)

Μετοχές που δεν υπόκεινται σε καθημερινή διαπραγμάτευση δεν πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Ωστόσο, εάν για εξαιρετικούς λόγους σχετιζόμενους με τη διατήρηση ομαλών συνθηκών στην αγορά ή για λόγους ανωτέρας βίας, η διαπραγμάτευση αναστέλλεται και μια μετοχή δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ορισμένες ημέρες διαπραγμάτευσης, δεν πρέπει να θεωρείται ότι η μετοχή αυτή δεν έχει ρευστή αγορά.

(17)

Η απαίτηση δημοσιοποίησης ορισμένων ζευγών εντολών και ορισμένων εντολών και συναλλαγών κατ' εφαρμογή των άρθρων 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του παρόντος κανονισμού δεν πρέπει να εμποδίζει τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους ΠΜΔ να απαιτούν από τα μέλη τους ή τους συμμετέχοντες σε αυτές τις αγορές και ΠΜΔ να δημοσιοποιούν άλλες σχετικές πληροφορίες.

(18)

Πληροφορίες που απαιτείται να δημοσιοποιούνται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο πρέπει να διατίθενται στιγμιαία στο μέτρο που το επιτρέπουν οι τεχνικές δυνατότητες· αυτό προϋποθέτει έναν εύλογο βαθμό αποτελεσματικότητας και δαπανών για τα σχετικά συστήματα εκ μέρους του ενδιαφερόμενου προσώπου. Οι πληροφορίες μπορούν να δημοσιεύονται πλησίον του ανώτατου ορίου των τριών λεπτών μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες το διαθέσιμο σύστημα δεν επιτρέπει τη δημοσίευσή τους σε συντομότερο χρονικό διάστημα.

(19)

Για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος κανονισμού για την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κινητής αξίας που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, στην περίπτωση κινητής αξίας κατά την έννοια της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (2), πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχουν επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες του είδους που απαιτείται για την αποτίμηση αυτού του χρηματοπιστωτικού μέσου.

(20)

Η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μεριδίων εκδιδόμενων από επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες δεν πρέπει να επιτρέπει την παράκαμψη των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (3), και ιδίως των άρθρων 44 έως 48 της οδηγίας αυτής.

(21)

Μια σύμβαση παραγώγου πρέπει να θεωρείται χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του τμήματος Γ σημείο 7 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ μόνον εφόσον αφορά εμπόρευμα και πληροί τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού με τα οποία προσδιορίζεται εάν μια σύμβαση έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς. Μια σύμβαση παραγώγου πρέπει να θεωρείται χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του τμήματος Γ σημείο 10 του παραρτήματος Ι μόνον εφόσον αφορά ένα από τα υποκείμενα μέσα που καθορίζονται στο τμήμα Γ σημείο 10 ή στον παρόντα κανονισμό και πληροί τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού με τα οποία προσδιορίζεται εάν η σύμβαση έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων.

(22)

Μπορεί να αναμένεται ότι οι απαλλαγές που προβλέπει η οδηγία 2004/39/ΕΚ για τη διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό ή τη διαπραγμάτευση ή παροχή άλλων επενδυτικών υπηρεσιών σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων που εμπίπτουν στο τμήμα Γ σημεία 5, 6 και 7 του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας ή με παράγωγα που εμπίπτουν στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I θα εξαιρούν σημαντικό αριθμό εμπορικών παραγωγών και καταναλωτών ενέργειας και άλλων εμπορευμάτων, περιλαμβανομένων των προμηθευτών ενέργειας, των εμπόρων που διακινούν τέτοιου είδους εμπορεύματα και των θυγατρικών τους, από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, και, κατά συνέπεια, οι συμμετέχοντες αυτοί δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού για να εξακριβώνουν αν οι συμβάσεις τις οποίες διαπραγματεύονται είναι χρηματοπιστωτικά μέσα.

(23)

Σύμφωνα με το τμήμα B σημείο 7 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων δύνανται να ασκούν την ελευθερία παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύουν, με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών που αναφέρονται στο τμήμα Α ή Β του εν λόγω παραρτήματος σε σχέση με υποκείμενα μέσα παραγώγων που περιλαμβάνονται στο τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7 και 10 του υπόψη παραρτήματος, εφόσον αυτά σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, μια επιχείρηση που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και πραγματοποιεί συναφή διαπραγμάτευση με αντικείμενο συμβάσεις για άμεση παράδοση (spot), πρέπει να μπορεί να επωφελείται από την ελευθερία παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών σε σχέση με την εν λόγω συναφή διαπραγμάτευση.

(24)

Ο ορισμός του εμπορεύματος δεν πρέπει να θίγει τυχόν άλλους ορισμούς της έννοιας αυτής στην εθνική νομοθεσία ή σε άλλες κοινοτικές νομοθετικές πράξεις. Τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται εάν μια σύμβαση πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για να προσδιοριστεί εάν η σύμβαση εμπίπτει στο τμήμα Γ σημείο 7 ή 10 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(25)

Πρέπει να θεωρείται ότι μια σύμβαση παραγώγου αφορά ένα εμπόρευμα ή άλλο παράγοντα εάν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της σύμβασης και του αντίστοιχου υποκείμενου εμπορεύματος ή παράγοντα. Συνεπώς, μια σύμβαση παραγώγου επί της τιμής ενός εμπορεύματος πρέπει να θεωρείται ως σύμβαση παραγώγου που αφορά το δεδομένο εμπόρευμα, ενώ μια σύμβαση παραγώγου επί του κόστους μεταφοράς του εμπορεύματος δεν πρέπει να θεωρείται ως σύμβαση παραγώγου που αφορά το δεδομένο εμπόρευμα. Ένα παράγωγο που αφορά παράγωγο επί εμπορεύματος, όπως ένα δικαίωμα προαίρεσης επί συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης σε εμπόρευμα (παράγωγο που αφορά άλλο παράγωγο) θα αποτελούσε έμμεση επένδυση σε εμπορεύματα και πρέπει συνεπώς να εξακολουθήσει να θεωρείται παράγωγο επί εμπορεύματος για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(26)

Η έννοια του εμπορεύματος δεν πρέπει να περιλαμβάνει υπηρεσίες ή άλλα στοιχεία που δεν είναι αγαθά, όπως νομίσματα ή δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας, ή τα οποία είναι εξ ολοκλήρου άυλα.

(27)

Ζητήθηκε η γνώμη σε τεχνικά θέματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, η οποία συστήθηκε με την απόφαση αριθ. 2001/527/ΕΚ της Επιτροπής (4).

(28)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κινητών Αξιών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΆΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚEΣ ΠΑΡΑΤΗΡHΣΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Στον παρόντα κανονισμό καθορίζονται οι λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 2, του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 7, του άρθρου 13 παράγραφος 6 και των άρθρων 25, 27, 28, 29, 30, 40, 44, 45, 56 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Τα άρθρα 7 και 8 εφαρμόζονται στις εταιρείες διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«εμπορεύματα»: αγαθά ανταλλάξιμα μεταξύ τους και δυνάμενα να παραδοθούν, περιλαμβανομένων των μετάλλων και των κραμάτων τους, των γεωργικών προϊόντων και της ενέργειας, π.χ. της ηλεκτρικής ενέργειας·

2.

«εκδότης»: η οντότητα που εκδίδει κινητές αξίες και, κατά περίπτωση, άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα·

3.

«κοινοτικός εκδότης»: εκδότης που έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος·

4.

«εκδότης τρίτης χώρας»: κάθε μη κοινοτικός εκδότης·

5.

«κανονικές ώρες διαπραγμάτευσης» ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή μιας επιχείρησης επενδύσεων: οι ώρες που ο τόπος διαπραγμάτευσης ή η επιχείρηση επενδύσεων ορίζει εκ των προτέρων και δημοσιοποιεί ως δικές του/της ώρες διαπραγμάτευσης·

6.

«συναλλαγή χαρτοφυλακίου»: συναλλαγή με αντικείμενο περισσότερες της μιας κινητές αξίες που ομαδοποιούνται και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ως ενιαία μονάδα διαπραγμάτευσης έναντι δεδομένης τιμής αναφοράς·

7.

«οικεία αρμόδια αρχή» για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο: η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης από άποψη ρευστότητας αγοράς γι' αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο·

8.

«τόπος διαπραγμάτευσης»: ρυθμιζόμενη αγορά, πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή συστηματικός εσωτερικοποιητής που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή και, κατά περίπτωση, σύστημα εκτός Κοινότητας με λειτουργίες όμοιες με εκείνες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ενός ΠΜΔ·

9.

«αξία συναλλαγών» για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο: το άθροισμα των γινομένων του αριθμού των μονάδων του μέσου αυτού που ανταλλάχθηκαν μεταξύ αγοραστών και πωλητών σε ορισμένη χρονική περίοδο, βάσει συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν σε τόπο διαπραγμάτευσης ή σε άλλο πλαίσιο, επί την τιμή μονάδας που εφαρμόστηκε σε καθεμία από τις συναλλαγές αυτές·

10.

«συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων»: δανειοδοσία ή δανειοληψία μετοχών ή δανειοδοσία ή δανειοληψία άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, συναλλαγή πώλησης με σύμφωνο επαναγοράς (repurchase transaction) ή συναλλαγή αγοράς με σύμφωνο επαναπώλησης (reverse repurchase transaction), ή συναλλαγή αγοράς-επαναπώλησης (buy-sell back) ή πώλησης-επαναγοράς (sell-buy back).

Άρθρο 3

Συναλλαγές που αφορούν μεμονωμένη μετοχή σε συναλλαγή χαρτοφυλακίου και συναλλαγές σε σταθμισμένη κατά τον όγκο μέση τιμή

1.   Μια συναλλαγή που αφορά μεμονωμένη μετοχή σε συναλλαγή χαρτοφυλακίου θεωρείται, για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii), ως συναλλαγή υποκείμενη σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς.

Επίσης θεωρείται, για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), ως συναλλαγή στην οποία η ανταλλαγή μετοχών προσδιορίζεται από παράγοντες άλλους από την αποτίμηση της μετοχής στην τρέχουσα τιμή της αγοράς.

2.   Μια συναλλαγή σε σταθμισμένη κατά τον όγκο μέση τιμή θεωρείται, για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii), ως συναλλαγή υποκείμενη σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς και, για τους σκοπούς του άρθρου 25, ως εντολή υποκείμενη σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς.

Επίσης θεωρείται, για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), ως συναλλαγή στην οποία η ανταλλαγή μετοχών προσδιορίζεται από παράγοντες άλλους από την αποτίμηση της μετοχής στην τρέχουσα τιμή της αγοράς.

Άρθρο 4

Αναφορές σε ημέρες διαπραγμάτευσης

1.   Κάθε αναφορά σε ημέρα διαπραγμάτευσης σε σχέση με τόπο διαπραγμάτευσης ή με μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται βάσει του άρθρου 30 ή του άρθρου 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για μια μετοχή θεωρείται αναφορά σε οποιαδήποτε ημέρα κατά την οποία ο τόπος διαπραγμάτευσης είναι ανοικτός για διαπραγμάτευση.

Κάθε αναφορά στην έναρξη της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στην έναρξη των κανονικών ωρών διαπραγμάτευσης του τόπου διαπραγμάτευσης.

Κάθε αναφορά στο μεσημέρι της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στο μεσημέρι στη ζώνη ώρας στην οποία βρίσκεται ο τόπος διαπραγμάτευσης.

Κάθε αναφορά στη λήξη της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στη λήξη των κανονικών ωρών διαπραγμάτευσης του τόπου διαπραγμάτευσης.

2.   Κάθε αναφορά σε ημέρα διαπραγμάτευσης σε σχέση με τη σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για δεδομένη μετοχή ή σε σχέση με μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται βάσει του άρθρου 28 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για μια μετοχή, θεωρείται αναφορά σε οποιαδήποτε ημέρα κανονικής διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης στην αγορά αυτή.

Κάθε αναφορά στην έναρξη της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στην ενωρίτερη έναρξη κανονικής διαπραγμάτευσης στη σχετική μετοχή σε τόπους διαπραγμάτευσης στην αγορά αυτή.

Κάθε αναφορά στο μεσημέρι της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στο μεσημέρι στη ζώνη ώρας της αγοράς αυτής.

Κάθε αναφορά στη λήξη της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στη χρονικά αργότερη λήξη της κανονικής διαπραγμάτευσης στη σχετική μετοχή σε τόπους διαπραγμάτευσης στην αγορά αυτή.

3.   Κάθε αναφορά σε ημέρα διαπραγμάτευσης σε σχέση με σύμβαση για άμεση παράδοση, κατά την έννοια του άρθρου 38 παράγραφος 2, θεωρείται αναφορά σε οποιαδήποτε ημέρα κανονικής διαπραγμάτευσης της σύμβασης σε τόπους διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 5

Αναφορές σε συναλλαγή

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κάθε αναφορά σε συναλλαγή θεωρείται αναφορά μόνο στην αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εκτός του κεφαλαίου ΙΙ, η αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου δεν περιλαμβάνει κανένα από τα ακόλουθα:

α)

συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων·

β)

άσκηση δικαιωμάτων προαίρεσης ή καλυμμένων τίτλων επιλογής·

γ)

συναλλαγές πρωτογενούς αγοράς (π.χ. έκδοση, κατανομή ή εγγραφή) με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα υπαγόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2004/39/EΚ.

Άρθρο 6

Πρώτη εισαγωγή μετοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η πρώτη εισαγωγή μετοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ θεωρείται ότι πραγματοποιείται κατά το χρόνο εκπλήρωσης μιας από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η μετοχή δεν έχει εισαχθεί κατά το παρελθόν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά·

β)

η μετοχή έχει μεν εισαχθεί κατά το παρελθόν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, αλλά έχει τεθεί τέλος στη διαπραγμάτευσή της σε κάθε ρυθμιζόμενη αγορά στην οποία είχε εισαχθεί προς διαπραγμάτευση.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

ΤΉΡΗΣΗ ΑΡΧΕIΩΝ: ΕΝΤΟΛEΣ ΠΕΛΑΤΏΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓEΣ

Άρθρο 7

(άρθρο 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών και αποφάσεων διαπραγμάτευσης

Κάθε επιχείρηση επενδύσεων καταχωρίζει αμέσως σε αρχείο, για κάθε εντολή την οποία λαμβάνει από πελάτη και για κάθε απόφαση διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου, τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία, στο βαθμό που αυτά αφορούν τη σχετική εντολή ή απόφαση διαπραγμάτευσης:

α)

όνομα ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης του πελάτη·

β)

όνομα ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης κάθε αρμόδιου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη·

γ)

στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 4, 6 και 16 έως 19 του πίνακα 1 του παραρτήματος I·

δ)

φύση της εντολής, εάν είναι άλλη από αγορά ή πώληση·

ε)

είδος της εντολής·

στ)

κάθε άλλη λεπτομέρεια, όρο και ειδική οδηγία του πελάτη που προσδιορίζει τον τρόπο εκτέλεσης της εντολής·

ζ)

ημερομηνία και ακριβή ώρα λήψης της εντολής από την επιχείρηση επενδύσεων ή της απόφασής της να προβεί σε διαπραγμάτευση.

Άρθρο 8

(άρθρο 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Καταχώριση των συναλλαγών σε αρχείο

1.   Αμέσως μετά την εκτέλεση εντολής πελάτη ή, στην περίπτωση των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαβιβάζουν εντολές σε άλλο πρόσωπο προς εκτέλεση, μόλις λάβουν την επιβεβαίωση της εκτέλεσης της εντολής, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζουν τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τη συναλλαγή:

α)

όνομα ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης του πελάτη·

β)

στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 2, 3, 4, 6 και 16 έως 21 του πίνακα 1 του παραρτήματος I·

γ)

συνολική τιμή, δηλαδή το γινόμενο της μοναδιαίας τιμής επί την ποσότητα·

δ)

φύση της συναλλαγής, εάν δεν είναι αγορά ή πώληση·

ε)

φυσικό πρόσωπο που εκτέλεσε τη συναλλαγή ή φέρει την ευθύνη για την εκτέλεσή της.

2.   Εάν η επιχείρηση επενδύσεων διαβιβάζει εντολή σε άλλο πρόσωπο προς εκτέλεση, καταχωρίζει αμέσως τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία μετά τη διαβίβαση της εντολής:

α)

όνομα ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης του πελάτη του οποίου διαβιβάστηκε η εντολή·

β)

όνομα ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης του προσώπου στο οποίο διαβιβάστηκε η εντολή·

γ)

όροι της διαβιβασθείσας εντολής·

δ)

ημερομηνία και ακριβής χρόνος της διαβίβασης.

ΚΕΦAΛΑΙΟ III

ΓΝΩΣΤΟΠΟIΗΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΏΝ

Άρθρο 9

(άρθρο 25 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Προσδιορισμός της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας

1.   Η σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (στο εξής: «η σημαντικότερη αγορά») προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 8.

2.   Στην περίπτωση μετοχής ή άλλης κινητής αξίας που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή μεριδίου σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων, σημαντικότερη αγορά είναι το κράτος μέλος όπου η μετοχή ή το μερίδιο εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

3.   Στην περίπτωση ομολόγου ή άλλης κινητής αξίας που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή μέσου χρηματαγοράς που, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εκδίδεται από θυγατρική, κατά την έννοια της έβδομης οδηγίας του Συμβουλίου 83/349/ΕΟΚ, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (5), οντότητας της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται σε κράτος μέλος, σημαντικότερη αγορά είναι το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα της μητρικής οντότητας.

4.   Στην περίπτωση ομολόγου ή άλλης κινητής αξίας που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή μέσου χρηματαγοράς που, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εκδίδεται από κοινοτικό εκδότη και δεν εμπίπτει στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, σημαντικότερη αγορά είναι το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα του εκδότη.

5.   Στην περίπτωση ομολόγου ή άλλης κινητής αξίας που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή μέσου χρηματαγοράς που, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εκδίδεται από εκδότη τρίτης χώρας και δεν εμπίπτει στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, σημαντικότερη αγορά είναι το κράτος μέλος όπου η κινητή αξία εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

6.   Στην περίπτωση σύμβασης παραγώγου ή χρηματοοικονομικής σύμβασης επί διαφορών ή κινητής αξίας που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, σημαντικότερη αγορά είναι:

α)

όταν το υποκείμενο μέσο είναι μετοχή ή άλλη κινητή αξία που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, το κράτος μέλος που θεωρείται σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας γι' αυτό το υποκείμενο μέσο, σύμφωνα με την παράγραφο 2·

β)

όταν το υποκείμενο μέσο είναι ομόλογο ή άλλη κινητή αξία που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή μέσο χρηματαγοράς και έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, το κράτος μέλος που θεωρείται σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας γι' αυτό το υποκείμενο μέσο, σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4 ή 5·

γ)

όταν το υποκείμενο μέσο είναι δείκτης αποτελούμενος από μετοχές που είναι στο σύνολό τους διαπραγματεύσιμες σε δεδομένη ρυθμιζόμενη αγορά, το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά.

7.   Σε κάθε περίπτωση που δεν εμπίπτει στις παραγράφους 2 έως 6, σημαντικότερη αγορά θεωρείται το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η ρυθμιζόμενη αγορά στην οποία εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση η κινητή αξία ή η σύμβαση παράγωγου ή η χρηματοοικονομική σύμβαση επί διαφορών.

8.   Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που εμπίπτει στις παραγράφους 2, 5 ή 7, ή το υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που εμπίπτει στην παράγραφο 6 και στο οποίο εφαρμόζεται μία από τις παραγράφους 2, 5 ή 7, εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε περισσότερες από μία ρυθμιζόμενες αγορές ταυτόχρονα και όλες αυτές οι ρυθμιζόμενες αγορές έχουν το ίδιο κράτος μέλος καταγωγής, το κράτος αυτό θεωρείται σημαντικότερη αγορά.

Όταν οι εν λόγω ρυθμιζόμενες αγορές δεν έχουν το ίδιο κράτος μέλος καταγωγής, σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για το μέσο αυτό είναι η αγορά με τη μεγαλύτερη αξία συναλλαγών για το μέσο αυτό.

Προκειμένου να προσδιορισθεί η σημαντικότερη αγορά με τη μεγαλύτερη αξία συναλλαγών στο σχετικό μέσο, κάθε αρμόδια αρχή που έχει αδειοδοτήσει μια από τις εν λόγω ρυθμιζόμενες αγορές υπολογίζει την αξία συναλλαγών του προηγούμενου ημερολογιακού έτους για το εν λόγω μέσο στην αγορά που της αντιστοιχεί, υπό την προϋπόθεση ότι το μέσο εισήχθη προς διαπραγμάτευση στις αρχές αυτού του έτους.

Στην περίπτωση όπου η αξία συναλλαγών για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο δεν μπορεί να υπολογισθεί λόγω ανεπάρκειας ή ανυπαρξίας στοιχείων και ο εκδότης έχει την έδρα του σε κράτος μέλος, σημαντικότερη αγορά είναι η αγορά του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα του εκδότη.

Εντούτοις, όταν ο εκδότης δεν έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος, σημαντικότερη αγορά για το σχετικό μέσο είναι η αγορά με τη μεγαλύτερη αξία συναλλαγών για τα μέσα της ίδιας κατηγορίας. Για να προσδιορισθεί η αγορά αυτή, κάθε αρμόδια αρχή που έχει αδειοδοτήσει μία από τις εν λόγω ρυθμιζόμενες αγορές υπολογίζει την ημερήσια αξία συναλλαγών κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος για τα μέσα της ίδιας κατηγορίας στην αγορά που της αντιστοιχεί.

Οι κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων είναι οι εξής:

α)

μετοχές·

β)

ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους·

γ)

κάθε άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Άρθρο 10

(άρθρο 25 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Εναλλακτικός προσδιορισμός της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας

1.   Η αρμόδια αρχή δύναται, τον Ιανουάριο κάθε έτους, να γνωστοποιήσει στην αρμόδια αρχή στην οποία υπάγεται δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο ότι προτίθεται να αμφισβητήσει τον προσδιορισμό, βάσει του άρθρου 9, της σημαντικότερης αγοράς για το μέσο αυτό.

2.   Εντός τεσσάρων εβδομάδων από την αποστολή της γνωστοποίησης, οι δύο αρχές υπολογίζουν την ημερήσια αξία συναλλαγών γι' αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο στην αντίστοιχη αγορά τους κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

Αν τα αποτελέσματα του υπολογισμού δείχνουν ότι η ημερήσια αξία συναλλαγών είναι υψηλότερη στην αγορά της αμφισβητούσας αρμόδιας αρχής, η αγορά αυτή είναι η σημαντικότερη αγορά για το δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Εάν το χρηματοπιστωτικό μέσο ανήκει σε μια από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 στοιχεία α) ή β), η αγορά αυτή είναι επίσης η σημαντικότερη αγορά για κάθε σύμβαση παράγωγου ή χρηματοοικονομική σύμβαση επί διαφορών ή κινητή αξία που καλύπτεται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και για την οποία αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι το υποκείμενο μέσο.

Άρθρο 11

(άρθρο 25 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Κατάλογος χρηματοπιστωτικών μέσων

Η οικεία αρμόδια αρχή για ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα διασφαλίζει ότι θεσπίζεται και διατηρείται ενημερωμένος κατάλογος των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων. Ο κατάλογος τίθεται στη διάθεση της ενιαίας αρμόδιας αρχής που έχει ορισθεί ως σημείο επαφής από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 56 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Ο κατάλογος καθίσταται διαθέσιμος για πρώτη φορά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του Ιουνίου 2007.

Προκειμένου να βοηθήσουν τις αρμόδιες αρχές να συμμορφωθούν με το πρώτο εδάφιο, κάθε ρυθμιζόμενη αγορά υποβάλλει στην αρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής της, σε ηλεκτρονική και τυποποιημένη μορφή, δεδομένα αναφοράς για την αναγνώριση κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου που είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση. Οι πληροφορίες αυτές υποβάλλονται για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο πριν την έναρξη της διαπραγμάτευσης σε αυτό. Η αρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής εξασφαλίζει ότι τα δεδομένα αυτά διαβιβάζονται στην οικεία αρμόδια αρχή για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο. Τα δεδομένα αναφοράς επικαιροποιούνται όταν σημειώνονται μεταβολές στα δεδομένα που αφορούν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Μπορεί να χορηγηθεί απαλλαγή από τις απαιτήσεις του παρόντος εδαφίου εάν η οικεία αρμόδια αρχή για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνει τα σχετικά δεδομένα αναφοράς με άλλο τρόπο.

Άρθρο 12

(άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Δίαυλοι γνωστοποίησης

1.   Η γνωστοποίηση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα γίνεται υπό ηλεκτρονική μορφή, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων στις οποίες επιτρέπεται η γνωστοποίηση σε μέσο που επιτρέπει την αποθήκευση των πληροφοριών κατά τρόπο προσβάσιμο, με μη ηλεκτρονική μορφή, για μελλοντική εξέταση από τις αρμόδιες αρχές, και οι μέθοδοι γνωστοποίησης πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

να διασφαλίζουν την ασφάλεια και την εμπιστευτικότητα των γνωστοποιούμενων στοιχείων·

β)

να περιέχουν μηχανισμούς για τον εντοπισμό και τη διόρθωση σφαλμάτων σε μια γνωστοποίηση συναλλαγών·

γ)

να περιέχουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την πιστοποίηση της πηγής της γνωστοποίησης συναλλαγής·

δ)

να περιλαμβάνουν κατάλληλα προληπτικά μέτρα ώστε οι γνωστοποιήσεις να επαναλαμβάνονται εγκαίρως σε περίπτωση βλάβης του συστήματος·

ε)

να έχουν δυνατότητα γνωστοποίησης των πληροφοριακών στοιχείων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 13 υπό τη μορφή που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή και σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, εντός των χρονικών ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Ένα σύστημα αντιστοίχισης ή γνωστοποίησης συναλλαγών εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ εφόσον οι ρυθμίσεις του συστήματος για τη γνωστοποίηση συναλλαγών είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και υπόκεινται σε έλεγχο της συνεχούς συμμόρφωσής τους από αρμόδια αρχή.

Άρθρο 13

(άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Περιεχόμενο της γνωστοποίησης συναλλαγής

1.   Οι γνωστοποιήσεις συναλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ περιέχουν υποχρεωτικά τα αναφερόμενα στον πίνακα 1 του παραρτήματος Ι του παρόντος κανονισμού πληροφοριακά στοιχεία που είναι κατάλληλα για το σχετικό είδος χρηματοπιστωτικού μέσου και τα οποία η αρμόδια αρχή δηλώνει ότι δεν διαθέτει ήδη ούτε μπορεί να αποκτήσει με άλλο τρόπο.

2.   Για τους σκοπούς της αναγνώρισης της ταυτότητας αντισυμβαλλόμενου σε συναλλαγή ο οποίος είναι ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή άλλος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος I, κάθε αρμόδια αρχή δημοσιοποιεί κατάλογο κωδικών αναγνώρισης των ρυθμιζόμενων αγορών και των ΠΜΔ για τις οποίες αποτελεί σε κάθε περίπτωση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, καθώς και των τυχόν οντοτήτων που ενεργούν ως κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι για αυτές τις ρυθμιζόμενες αγορές και ΠΜΔ.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν να περιλαμβάνουν οι γνωστοποιήσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ πληροφοριακά στοιχεία για τις σχετικές συναλλαγές επιπλέον εκείνων που αναφέρονται στον πίνακα 1 του παραρτήματος I, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι απαραίτητα για να μπορεί η αρμόδια αρχή να παρακολουθεί τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων και να διασφαλίζει ότι αυτές ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο που ενισχύει την ακεραιότητα της αγοράς, και εφόσον πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο της γνωστοποίησης διαθέτει χαρακτηριστικά που είναι ειδικά στα μέσα αυτού του είδους και δεν καλύπτονται από τα πληροφοριακά στοιχεία που ορίζει ο εν λόγω πίνακας·

β)

οι μέθοδοι διαπραγμάτευσης που εφαρμόζονται ειδικά στον τόπο διαπραγμάτευσης όπου πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή έχουν χαρακτηριστικά που δεν καλύπτονται από τα πληροφοριακά στοιχεία που αναφέρονται στον εν λόγω πίνακα.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να απαιτούν να αναφέρεται στις γνωστοποιήσεις συναλλαγών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ η ταυτότητα των πελατών για λογαριασμό των οποίων η επιχείρηση επενδύσεων εκτέλεσε τη συναλλαγή.

Άρθρο 14

(άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με συναλλαγές

1.   Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες που λαμβάνουν σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ τίθενται στη διάθεση:

α)

της οικείας αρμόδιας αρχής για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο·

β)

στην περίπτωση των υποκαταστημάτων, της αρμόδιας αρχής που έχει αδειοδοτήσει την επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει τις πληροφορίες, με την επιφύλαξη του δικαιώματος της αρχής αυτής να μη λαμβάνει τις πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

γ)

οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχή που ζητεί τις πληροφορίες για την προσήκουσα εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων της σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Οι πληροφορίες που πρέπει να καθίσταται διαθέσιμες σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα πληροφοριακά στοιχεία που αναφέρονται στους πίνακες 1 και 2 του παραρτήματος I.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες το ταχύτερο δυνατό.

Από 1ης Νοεμβρίου 2008, οι πληροφορίες αυτές καθίστανται διαθέσιμες το αργότερο στο τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας της αρμόδιας αρχής που έλαβε τις πληροφορίες ή τη σχετική αίτηση μετά την ημέρα κατά την οποία η αρμόδια αρχή έλαβε τις πληροφορίες ή την αίτηση.

4.   Οι αρμόδιες αρχές συντονίζουν:

α)

το σχεδιασμό και τη θέσπιση ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με συναλλαγές μεταξύ των αρμόδιων αρχών η οποία απαιτείται από την οδηγία 2004/39/ΕΚ και τον παρόντα κανονισμό·

β)

κάθε μελλοντική αναβάθμιση των ρυθμίσεων.

5.   Πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2007, οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών, σχετικά με το σχεδιασμό των ρυθμίσεων που θα θεσπισθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Υποβάλλουν επίσης έκθεση στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών, κάθε φορά που προτείνονται σημαντικές τροποποιήσεις των εν λόγω ρυθμίσεων.

Άρθρο 15

(άρθρο 58 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Αίτηση για συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Όταν αρμόδια αρχή επιθυμεί την παροχή πληροφοριών από άλλη αρχή ή την ανταλλαγή πληροφοριών με αυτή την αρχή κατ' εφαρμογή του άρθρου 58 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υποβάλλει στην εν λόγω αρμόδια αρχή γραπτή αίτηση με επαρκείς διευκρινίσεις που επιτρέπουν την παροχή των ζητούμενων πληροφοριών.

Ωστόσο, σε επείγουσες περιπτώσεις, η αίτηση μπορεί να διαβιβάζεται προφορικά υπό την προϋπόθεση ότι επιβεβαιώνεται γραπτά.

Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει την αίτηση επιβεβαιώνει την παραλαβή της το νωρίτερο δυνατό.

2.   Εάν η αρμόδια αρχή που λαμβάνει την αίτηση διαθέτει ήδη τις ζητούμενες βάσει της παραγράφου 1 πληροφορίες, οφείλει να τις διαβιβάσει χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε την αίτηση.

Ωστόσο, αν η αρμόδια αρχή που λαμβάνει την αίτηση δεν διαθέτει ούτε ελέγχει τις ζητούμενες πληροφορίες, λαμβάνει αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για να τις αποκτήσει και να ανταποκριθεί πλήρως στην αίτηση. Ενημερώνει επίσης την αρμόδια αρχή που υπέβαλε την αίτηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους οι ζητούμενες πληροφορίες δεν αποστέλλονται αμέσως.

Άρθρο 16

(άρθρο 56 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Προσδιορισμός της ουσιώδους σημασίας των δραστηριοτήτων μιας ρυθμιζόμενης αγοράς σε κράτος μέλος υποδοχής

Οι δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς σε ένα κράτος μέλος υποδοχής θεωρούνται ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο κράτος υποδοχής εάν πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το κράτος μέλος υποδοχής υπήρξε κατά το παρελθόν κράτος μέλος καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς·

β)

η ρυθμιζόμενη αγορά έχει αποκτήσει μέσω συγχώνευσης, εξαγοράς ή οποιασδήποτε άλλης μορφής μεταβίβασης τη δραστηριότητα μιας ρυθμιζόμενης αγοράς της οποίας η καταστατική έδρα ή τα κεντρικά γραφεία βρίσκονταν στο κράτος μέλος υποδοχής.

ΚΕΦAΛΑΙΟ IV

ΔΙΑΦAΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡAΣ

ΤΜHΜΑ 1

Προδιαπραγματευτική διαφάνεια για ρυθμιζόμενες αγορές και ΠΜΔ

Άρθρο 17

(άρθρα 29 και 44 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Υποχρεώσεις προδιαπραγματευτικής διαφάνειας

1.   Μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται έναν ΠΜΔ ή μια ρυθμιζόμενη αγορά υποχρεούται, για κάθε εισηγμένη προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μετοχή που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο εσωτερικό συστήματος το οποίο τελεί υπό τη διαχείρισή του και αναφέρεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος II, να δημοσιοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 6.

2.   Εάν μια από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζει σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών (continuous auction order book), οφείλει, για κάθε μετοχή που εμπίπτει στην παράγραφο 1, να δημοσιοποιεί σε συνεχή βάση καθ' όλη τη διάρκεια των κανονικών της ωρών διαπραγμάτευσης το συνολικό αριθμό εντολών και μετοχών που οι εντολές αυτές αντιπροσωπεύουν σε κάθε επίπεδο τιμών, για τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης.

3.   Εάν μια από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζει σύστημα διαπραγμάτευσης βάσει ζευγών εντολών (quote-driven), οφείλει, για κάθε μετοχή που εμπίπτει στην παράγραφο 1, να δημοσιοποιεί σε συνεχή βάση καθ' όλη τη διάρκεια των κανονικών της ωρών διαπραγμάτευσης την καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης για κάθε ειδικό διαπραγματευτή της σχετικής μετοχής, καθώς και τους όγκους που συνδέονται με τις τιμές αυτές.

Τα ζεύγη εντολών που δημοσιοποιούνται πρέπει να αντιπροσωπεύουν δεσμευτικές προσφορές αγοράς και πώλησης μετοχών και να περιλαμβάνουν την τιμή και τον αριθμό των μετοχών που οι εγγεγραμμένοι ειδικοί διαπραγματευτές είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν ή να πωλήσουν.

Σε εξαιρετικές συνθήκες αγοράς, ωστόσο, μπορούν να επιτραπούν ενδεικτικές τιμές ή τιμές μόνον πώλησης ή μόνον αγοράς για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

4.   Εάν μια από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζει σύστημα διαπραγμάτευσης με περιοδική δημοπρασία, οφείλει, για κάθε μετοχή που εμπίπτει στην παράγραφο 1, να δημοσιοποιεί σε συνεχή βάση καθ' όλη τη διάρκεια των κανονικών της ωρών διαπραγμάτευσης την τιμή που θα ικανοποιούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον αλγόριθμο διαπραγμάτευσης του συστήματος και το δυνητικά εκτελεστό όγκο συναλλαγών στην τιμή αυτή από τους συμμετέχοντες στο σύστημα.

5.   Εάν μια από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζει σύστημα διαπραγμάτευσης που δεν καλύπτεται πλήρως από τις παραγράφους 2, 3 ή 4, είτε διότι πρόκειται για υβριδικό σύστημα που εμπίπτει σε τουλάχιστον δύο από τις εν λόγω παραγράφους είτε διότι η φύση της διαδικασίας καθορισμού των τιμών είναι διαφορετική, οφείλει να διατηρεί ένα πρότυπο επίπεδο προδιαπραγματευτικής διαφάνειας με το οποίο να διασφαλίζεται ότι δημοσιοποιούνται επαρκείς πληροφορίες για το επίπεδο τιμών των εντολών ή των ζευγών εντολών για καθεμία από τις μετοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και για το επίπεδο του συναλλακτικού ενδιαφέροντος για τη σχετική μετοχή.

Ειδικότερα, πρέπει να δημοσιοποιούνται τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης και/ή ζεύγη εντολών για κάθε ειδικό διαπραγματευτή στη σχετική μετοχή, εφόσον το επιτρέπουν τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αναζήτησης τιμών.

6.   Περίληψη των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5 περιλαμβάνεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος II.

Άρθρο 18

(άρθρο 29 παράγραφος 2 και άρθρο 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Απαλλαγές βάσει μοντέλου αγοράς και τύπου εντολής ή συναλλαγής

1.   Απαλλαγές κατ' εφαρμογή του άρθρου 29 παράγραφος 2 και του άρθρου 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ επιτρέπεται να χορηγούνται από τις αρμόδιες αρχές για συστήματα που διαχειρίζεται ένας ΠΜΔ ή μια ρυθμιζόμενη αγορά, εφόσον τα συστήματα αυτά πληρούν ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

βασίζονται σε μέθοδο διαπραγμάτευσης με την οποία η τιμή προσδιορίζεται σύμφωνα με τιμή αναφοράς καθοριζόμενη από άλλο σύστημα, εφόσον η εν λόγω τιμή αναφοράς δημοσιοποιείται ευρέως και θεωρείται γενικά αξιόπιστη τιμή αναφοράς από τους συμμετέχοντες στην αγορά·

β)

εκτελούν κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές, καθεμία των οποίων πληροί ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

πραγματοποιείται με το ή εντός του τρέχοντος σταθμισμένου κατά τον όγκο ανοίγματος τιμών που αντικατοπτρίζεται στο βιβλίο εντολών ή στα ζεύγη εντολών των ειδικών διαπραγματευτών της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ που λειτουργεί το σχετικό σύστημα ή, εάν η μετοχή δεν αποτελεί αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης, εντός ενός ποσοστού απόκλισης από την κατάλληλη τιμή αναφοράς που καθορίζεται, μαζί με το εν λόγω ποσοστό, από το διαχειριστή του συστήματος·

ii)

υπόκειται σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς για τη σχετική μετοχή.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), πρέπει επίσης να έχουν πληρωθεί και οι υπόλοιποι όροι που καθορίζονται στους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ για συναλλαγές αυτού του είδους.

Αν ένα σύστημα επιτελεί λειτουργία διαφορετική από αυτές που περιγράφονται στα στοιχεία α) ή β), η απαλλαγή δεν ισχύει για την εν λόγω λειτουργία.

2.   Απαλλαγές κατ' εφαρμογή του άρθρου 29 παράγραφος 2 και του άρθρου 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ με βάση τον τύπο της εντολής μπορούν να χορηγούνται μόνο σε σχέση με εντολές τηρούμενες σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ εν αναμονή της κοινοποίησής τους στην αγορά.

Άρθρο 19

(άρθρο 29 παράγραφος 2 και άρθρο 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Αναφορές σε κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα συναλλαγή

Για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο β), με τον όρο «κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα συναλλαγή» νοείται μια συναλλαγή που περιλαμβάνει μέλη ή συμμετέχοντες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ και της οποίας η διαπραγμάτευση γίνεται μεν κατ' ιδίαν, αλλά η εκτέλεση πραγματοποιείται εντός της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ και στην οποία το εν λόγω μέλος ή συμμετέχων αναλαμβάνει ένα από τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

διαπραγματεύεται για ίδιο λογαριασμό με άλλο μέλος ή συμμετέχοντα που ενεργεί για λογαριασμό ενός πελάτη·

β)

διαπραγματεύεται με άλλο μέλος ή συμμετέχοντα, όταν αμφότεροι εκτελούν εντολές για ίδιο λογαριασμό·

γ)

ενεργεί για λογαριασμό τόσο του αγοραστή όσο και του πωλητή·

δ)

ενεργεί για λογαριασμό του αγοραστή, ενώ άλλο μέλος ή άλλος συμμετέχων ενεργεί για λογαριασμό του πωλητή·

ε)

συναλλάσσεται για ίδιο λογαριασμό έναντι εντολής πελάτη.

Άρθρο 20

(άρθρο 29 παράγραφος 2, άρθρο 44 παράγραφος 2 και άρθρο 27 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Απαλλαγές για συναλλαγές μεγάλου μεγέθους

Μια εντολή θεωρείται μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς αν είναι ίση ή μεγαλύτερη από το ελάχιστο μέγεθος εντολής που αναφέρεται στον πίνακα 2 του παραρτήματος II. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια εντολή είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς, όλες οι μετοχές που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ταξινομούνται με βάση τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών τους, η οποία υπολογίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 33.

ΤΜHΜΑ 2

Προδιαπραγματευτική διαφάνεια για συστηματικούς εσωτερικοποιητές

Άρθρο 21

(άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής

1.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων διαπραγματεύεται για ίδιο λογαριασμό εκτελώντας εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ, θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής εάν πληροί τα ακόλουθα κριτήρια, τα οποία καταδεικνύουν ότι ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα κατά τρόπο οργανωμένο, συχνό και συστηματικό:

α)

η δραστηριότητα διαδραματίζει ουσιαστικό εμπορικό ρόλο για την επιχείρηση και ασκείται με κανόνες και διαδικασίες που δεν συνεπάγονται διακριτική μεταχείριση·

β)

η δραστηριότητα ασκείται από προσωπικό ή αυτοματοποιημένο τεχνικό σύστημα που ορίζεται ειδικά για το σκοπό αυτό, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω προσωπικό ή σύστημα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για το σκοπό αυτό·

γ)

η δραστηριότητα είναι διαθέσιμη στους πελάτες σε τακτική ή συνεχή βάση.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων παύει να αποτελεί συστηματικό εσωτερικοποιητή για μία ή περισσότερες μετοχές εάν παύσει να ασκεί τη δραστηριότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για τις εν λόγω μετοχές, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προαναγγείλει ότι προτίθεται να παύσει τη δραστηριότητα αυτή μέσω των ιδίων διαύλων δημοσιότητας τους οποίους χρησιμοποιεί για τη δημοσίευση των ζευγών εντολών της ή, όταν αυτό είναι αδύνατον, μέσω διαύλου εξίσου προσβάσιμου στους πελάτες της και στους υπόλοιπους συμμετέχοντες στην αγορά.

3.   Θεωρείται ότι η δραστηριότητα της διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό με την εκτέλεση εντολών πελατών δεν ασκείται κατά οργανωμένο, συχνό και συστηματικό τρόπο εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η δραστηριότητα ασκείται ευκαιριακά και μη τακτικά με αντισυμβαλλόμενους χονδρικής και αποτελεί μέρος επιχειρηματικής σχέσης που χαρακτηρίζεται από συναλλαγές που υπερβαίνουν το σύνηθες μέγεθος στην αγορά·

β)

οι συναλλαγές διενεργούνται χωρίς την ανάμειξη προσωπικού ή εκτός των συστημάτων που χρησιμοποιούνται συνήθως από την επιχείρηση για κάθε πράξη που διενεργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής.

4.   Κάθε αρμόδια αρχή μεριμνά για την τήρηση και δημοσίευση καταλόγου όλων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, για μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, στους οποίους έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας επιχείρησης επενδύσεων.

Μεριμνά για την επικαιροποίηση του καταλόγου, τον οποίο αναθεωρεί τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

Ο κατάλογος γνωστοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Θεωρείται δημοσιευμένος από τη στιγμή της δημοσίευσής του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 5.

Άρθρο 22

(άρθρο 27 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Προσδιορισμός των ρευστών μετοχών

1.   Μια μετοχή που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά θεωρείται ρευστή αν υπόκειται σε καθημερινή διαπραγμάτευση, αν έχει διασπορά όχι μικρότερη από 500 εκατ. ευρώ και αν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών στη μετοχή είναι ίσος με ή μεγαλύτερος από 500·

β)

η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για τη μετοχή είναι τουλάχιστον 2 εκατ. ευρώ.

Ωστόσο, ένα κράτος μέλος δύναται, για τις μετοχές για τις οποίες αποτελεί τη σημαντικότερη αγορά, να ορίσει με ανακοίνωση ότι πρέπει να πληρούνται αμφότερες οι ανωτέρω προϋποθέσεις. Η ανακοίνωση αυτή δημοσιοποιείται.

2.   Ένα κράτος μέλος δύναται να καθορίσει τον κατώτατο αριθμό ρευστών μετοχών για το κράτος αυτό. Ο κατώτατος αριθμός δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5. Ο αριθμός αυτός δημοσιοποιείται.

3.   Όταν, βάσει της παραγράφου 1, ένα κράτος μέλος αποτελεί τη σημαντικότερη αγορά για λιγότερες ρευστές μετοχές από τον κατώτατο αριθμό που έχει καθορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή αυτού του κράτους μέλους δύναται να ορίσει μία ή περισσότερες επιπλέον ρευστές μετοχές, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός μετοχών που θεωρούνται έτσι ότι είναι ρευστές και έχουν ως σημαντικότερη αγορά αυτό το κράτος μέλος δεν υπερβαίνει τον κατώτατο αριθμό που έχει καθορίσει το κράτος μέλος.

Η αρμόδια αρχή ορίζει τις επιπλέον ρευστές μετοχές διαδοχικά και με φθίνουσα σειρά, με κριτήριο τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών τους, μεταξύ των μετοχών για τις οποίες αποτελεί την οικεία αρμόδια αρχή και οι οποίες εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και υπόκεινται σε καθημερινή διαπραγμάτευση.

4.   Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, ο υπολογισμός της διασποράς μιας μετοχής δεν λαμβάνει υπόψη συμμετοχές που υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου του εκδότη, εκτός εάν μια τέτοια συμμετοχή ανήκει σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή σε ταμείο συντάξεων.

Ο υπολογισμός των δικαιωμάτων ψήφου γίνεται με βάση το σύνολο των μετοχών από τις οποίες απορρέουν δικαιώματα ψήφου, ακόμη και αν η άσκηση του δικαιώματος ψήφου έχει ανασταλεί.

5.   Μια μετοχή δεν θεωρείται ρευστή για τους σκοπούς του άρθρου 27 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ πριν την παρέλευση έξι εβδομάδων από την πρώτη εισαγωγή της προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά εάν η συνολική κεφαλαιοποίηση για τη μετοχή αυτή κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης μετά την εισαγωγή, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 33 παράγραφος 3, εκτιμάται σε λιγότερο από 500 εκατ. ευρώ.

6.   Κάθε αρμόδια αρχή μεριμνά για την τήρηση και δημοσίευση καταλόγου με όλες τις ρευστές μετοχές για τις οποίες αποτελεί την οικεία αρμόδια αρχή.

Μεριμνά για την επικαιροποίηση του καταλόγου, τον οποίο αναθεωρεί τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

Ο κατάλογος γνωστοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Θεωρείται δημοσιευμένος από τη στιγμή της δημοσίευσής του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 5.

Άρθρο 23

(άρθρο 27 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Σύνηθες μέγεθος στην αγορά

Προκειμένου να προσδιοριστεί το σύνηθες μέγεθος στην αγορά για τις ρευστές μετοχές, οι μετοχές αυτές ομαδοποιούνται σε κατηγορίες με κριτήριο τη μέση αξία των εντολών που εκτελέσθηκαν σύμφωνα με τον πίνακα 3 του παραρτήματος ΙΙ.

Άρθρο 24

(άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Ζεύγη εντολών που αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά

Ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής τηρεί, για κάθε ρευστή μετοχή για την οποία ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή, τα ακόλουθα:

α)

ζεύγος ή ζεύγη εντολών που πλησιάζουν από άποψη τιμής άλλα ανάλογα ζεύγη εντολών για την ίδια μετοχή σε άλλους τόπους διαπραγμάτευσης·

β)

αρχείο των ζευγών εντολών του, το οποίο διατηρεί επί δωδεκάμηνο ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εφόσον το κρίνει σκόπιμο.

Η υποχρέωση που προβλέπεται στο στοιχείο β) δεν θίγει την υποχρέωση της επιχείρησης επενδύσεων βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ να θέτει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής επί μία πενταετία τουλάχιστον συναφή δεδομένα για όλες τις συναλλαγές τις οποίες πραγματοποίησε.

Άρθρο 25

(άρθρο 27 παράγραφος 3 πέμπτο εδάφιο και άρθρο 27 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Εκτέλεση εντολών από συστηματικούς εσωτερικοποιητές

1.   Για τους σκοπούς του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η εκτέλεση πράξεων σε περισσότερους τίτλους θεωρείται μέρος ενιαίας συναλλαγής αν η ενιαία αυτή συναλλαγή είναι συναλλαγή χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα τίτλους.

Για τους ίδιους σκοπούς, ως εντολή υπό όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς θεωρείται κάθε εντολή που δεν αποτελεί ούτε εντολή εκτέλεσης συναλλαγής σε μετοχές στην τρέχουσα τιμή της αγοράς ούτε οριακή εντολή.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, ο αριθμός ή ο όγκος των εντολών θεωρείται ότι υπερβαίνει σημαντικά τον κανονικό εάν ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν δύναται να εκτελέσει τις εντολές χωρίς να αναλάβει αδικαιολόγητο κίνδυνο.

Προκειμένου να προσδιορίσει τον αριθμό και τον όγκο των εντολών που μπορεί να εκτελέσει χωρίς να αναλάβει αδικαιολόγητο κίνδυνο, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής διατηρεί και εφαρμόζει, ως μέρος της πολιτικής του για τη διαχείριση κινδύνων βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής (6), πολιτική αποφυγής των διακρίσεων που λαμβάνει υπόψη την αξία των συναλλαγών, το κεφάλαιο που διαθέτει η επιχείρηση για την κάλυψη του κινδύνου από αυτό το είδος διαπραγμάτευσης και τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά στην οποία δραστηριοποιείται η επιχείρηση.

3.   Όταν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 27 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, μια επιχείρηση επενδύσεων περιορίζει τον αριθμό ή τον όγκο των εντολών που αναλαμβάνει να εκτελέσει, θεσπίζει εγγράφως και θέτει στη διάθεση των υφιστάμενων και των δυνητικών πελατών της ρυθμίσεις με τις οποίες διασφαλίζεται ότι ο περιορισμός αυτός δεν οδηγεί σε διακριτική μεταχείριση των πελατών.

Άρθρο 26

(άρθρο 27 παράγραφος 3 τέταρτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Σύνηθες μέγεθος εντολών ιδιωτών επενδυτών

Για τους σκοπούς του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, μια εντολή θεωρείται μεγέθους μεγαλύτερου εκείνου που συνήθως αναλαμβάνει ένας ιδιώτης επενδυτής αν υπερβαίνει τα 7 500 ευρώ.

ΤΜHΜΑ 3

Μεταδιαπραγματευτική διαφάνεια για ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και επιχειρήσεις επενδύσεων

Άρθρο 27

(άρθρα 28, 30 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Υποχρέωση μεταδιαπραγματευτικής διαφάνειας

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι ρυθμιζόμενες αγορές καθώς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται έναν ΠΜΔ δημοσιεύουν, για τις συναλλαγές σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές που πραγματοποιούν οι ίδιες ή που πραγματοποιούνται, σε περίπτωση ρυθμιζόμενων αγορών ή ΠΜΔ, μέσω των συστημάτων τους, τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία:

α)

τα στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 2, 3, 6, 16, 17, 18 και 21 του πίνακα 1 του παραρτήματος I·

β)

κατά περίπτωση, ένδειξη ότι η ανταλλαγή μετοχών εξαρτάται από παράγοντες διαφορετικούς από την τρέχουσα αποτίμηση της μετοχής στην αγορά·

γ)

κατά περίπτωση, ένδειξη ότι επρόκειτο για κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα συναλλαγή·

δ)

κατά περίπτωση, τυχόν τροποποιήσεις ήδη δημοσιοποιημένων πληροφοριών.

Τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία δημοσιοποιούνται είτε με αναφορά σε κάθε συναλλαγή είτε με συγκεντρωτική παρουσίαση του όγκου και της τιμής όλων των συναλλαγών στην ίδια μετοχή με την ίδια τιμή και κατά τον ίδιο χρόνο.

2.   Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται στο συστηματικό εσωτερικοποιητή να χρησιμοποιεί το αρκτικόλεξο «SΙ» αντί των στοιχείων αναγνώρισης τόπου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), για συναλλαγή σε μετοχή την οποία εκτελεί υπό την ιδιότητα του συστηματικού εσωτερικοποιητή για τη μετοχή αυτή.

Ο συστηματικός εσωτερικοποιητής μπορεί να ασκεί το δικαίωμα αυτό μόνον ενόσω καθιστά διαθέσιμα στο κοινό συγκεντρωτικά τριμηνιαία στοιχεία για τις συναλλαγές που εκτελεί υπό την ιδιότητα του συστηματικού εσωτερικοποιητή στη μετοχή αυτή και για το τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο ή μέρος ημερολογιακού τριμήνου κατά το οποίο η επιχείρηση ενήργησε ως συστηματικός εσωτερικοποιητής σε αυτή τη μετοχή. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να καθίσταται διαθέσιμα το αργότερο ένα μήνα μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου.

Μπορεί επίσης να ασκήσει το δικαίωμα αυτό κατά την περίοδο από την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2, ή την ημερομηνία κατά την οποία η επιχείρηση αρχίζει να ενεργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής για μια μετοχή, όποια είναι μεταγενέστερη, έως την ημερομηνία στην οποία πρέπει να δημοσιευθούν για πρώτη φορά τα συγκεντρωτικά τριμηνιαία στοιχεία για μια μετοχή.

3.   Τα συγκεντρωτικά τριμηνιαία στοιχεία που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες για τη μετοχή και για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης του σχετικού ημερολογιακού τριμήνου:

α)

ανώτατη τιμή·

β)

κατώτατη τιμή·

γ)

μέση τιμή·

δ)

συνολικός αριθμός μετοχών που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης·

ε)

συνολικός αριθμός συναλλαγών·

στ)

κάθε άλλο πληροφοριακό στοιχείο που ο εσωτερικός συστηματικοποιητής αποφασίζει να διαθέσει στο κοινό.

4.   Όταν η συναλλαγή εκτελείται εκτός του πλαισίου των κανόνων μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ενός ΠΜΔ, για τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών μεριμνά, βάσει συμφωνίας μεταξύ των μερών, μία από τις ακόλουθες επιχειρήσεις επενδύσεων:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων που πωλεί τη σχετική μετοχή·

β)

η επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί εξ ονόματος του πωλητή ή μεθοδεύει τη συναλλαγή για λογαριασμό του·

γ)

η επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί εξ ονόματος του αγοραστή ή μεθοδεύει τη συναλλαγή για λογαριασμό του·

δ)

η επιχείρηση επενδύσεων που αγοράζει τη σχετική μετοχή.

Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται από την επιχείρηση επενδύσεων που προσδιορίζεται με διαδοχική εφαρμογή των ανωτέρω στοιχείων α) έως δ) μέχρι το πρώτο στοιχείο που ισχύει στη σχετική περίπτωση.

Τα μέρη λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η συναλλαγή δημοσιοποιείται ως ενιαία συναλλαγή. Για το σκοπό αυτό, δυο αντιστοιχισμένες πράξεις που συνάπτονται κατά τον ίδιο χρόνο και με την ίδια τιμή με την παρεμβολή του ίδιου μέρους θεωρούνται ενιαία συναλλαγή.

Άρθρο 28

(άρθρα 28, 30 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Αναβολή δημοσίευσης συναλλαγών μεγάλου μεγέθους

Η δημοσιοποίηση πληροφοριών για συναλλαγές επιτρέπεται να αναβληθεί, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει αυτό που αναφέρεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος II για τη σχετική κατηγορία μετοχών και συναλλαγών, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συναλλαγή πραγματοποιείται μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων που διαπραγματεύεται για ίδιο λογαριασμό και ενός πελάτη της·

β)

το μέγεθος της συναλλαγής είναι ίσο με ή μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος που αναφέρεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος ΙΙ.

Προκειμένου να προσδιοριστεί το κατάλληλο ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος για τους σκοπούς του στοιχείου β), όλες οι μετοχές που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ταξινομούνται βάσει της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών τους, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 33.

ΤΜHΜΑ 4

Κοινές διατάξεις για την προδιαπραγματευτική και τη μεταδιαπραγματευτική διαφάνεια

Άρθρο 29

(άρθρο 27 παράγραφος 3, άρθρο 28 παράγραφος 1, άρθρο 29 παράγραφος 1, άρθρο 44 παράγραφος 1 και άρθρο 45 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Δημοσίευση και διαθεσιμότητα δεδομένων που αφορούν την προδιαπραγματευτική και τη μεταδιαπραγματευτική διαφάνεια

1.   Μια ρυθμιζόμενη αγορά, ένας ΠΜΔ ή ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής θεωρείται ότι δημοσιεύει προδιαπραγματευτικές πληροφορίες σε συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες διαπραγμάτευσης εφόσον οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύονται αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμες κατά τις κανονικές ώρες διαπραγμάτευσης της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του συστηματικού εσωτερικοποιητή και εφόσον παραμένουν διαθέσιμες έως ότου επικαιροποιηθούν.

2.   Οι προδιαπραγματευτικές και μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης κατά τις κανονικές ώρες διαπραγμάτευσης διατίθενται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο. Οι μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες σχετικά με αυτές τις συναλλαγές πρέπει σε κάθε περίπτωση να διατίθενται εντός τριών λεπτών από τη συναλλαγή στην οποία αναφέρονται.

3.   Οι πληροφορίες που αφορούν συναλλαγή χαρτοφυλακίου διατίθενται για κάθε επιμέρους συναλλαγή όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη κατανομής των τιμών σε δεδομένες μετοχές. Κάθε συνιστώσα συναλλαγή αξιολογείται χωριστά για τους σκοπούς του προσδιορισμού της δυνατότητας αναβολής της δημοσίευσης βάσει του άρθρου 28.

4.   Οι μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες για συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης αλλά εκτός των κανονικών του ωρών διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούνται πριν την έναρξη της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή.

5.   Για τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούνται μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες:

α)

εφόσον η συναλλαγή πραγματοποιείται στη διάρκεια ημέρας διαπραγμάτευσης της σημαντικότερης αγοράς για τη σχετική μετοχή, ή κατά τη διάρκεια των κανονικών ωρών διαπραγμάτευσης της επιχείρησης επενδύσεων, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο. Μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες σχετικά με αυτές τις συναλλαγές καθίστανται διαθέσιμες σε κάθε περίπτωση εντός τριών λεπτών από τη σχετική συναλλαγή·

β)

στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το σημείο α), αμέσως μετά την έναρξη των κανονικών ωρών διαπραγμάτευσης της επιχείρησης επενδύσεων ή το αργότερο πριν από την έναρξη της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης της σημαντικότερης αγοράς για τη σχετική μετοχή.

Άρθρο 30

(άρθρα 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Δημόσια διαθεσιμότητα προδιαπραγματευτικών και μεταδιαπραγματευτικών πληροφοριών

Για τους σκοπούς των άρθρων 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του παρόντος κανονισμού, θεωρείται ότι οι προδιαπραγματευτικές και οι μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες δημοσιοποιούνται ή τίθενται στη διάθεση του κοινού εφόσον τίθενται γενικά στη διάθεση των επενδυτών της Κοινότητας με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

μέσω των μηχανισμών μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ενός ΠΜΔ·

β)

μέσω των μηχανισμών τρίτου·

γ)

μέσω ιδίων ρυθμίσεων.

Άρθρο 31

(άρθρο 22 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Γνωστοποίηση οριακών εντολών πελάτη

Θεωρείται ότι η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί μια οριακή εντολή πελάτη που δεν είναι άμεσα εκτελεστή εάν διαβιβάζει την εντολή σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ που λειτουργεί σύστημα διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών ή εάν διασφαλίζει ότι η εντολή δημοσιοποιείται και μπορεί να εκτελεσθεί ευχερώς μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς.

Άρθρο 32

(άρθρο 22 παράγραφος 2, άρθρα 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Ρυθμίσεις για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών

Κάθε ρύθμιση για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών η οποία θεσπίζεται κατ' εφαρμογή των άρθρων 30 και 31 πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα που απαιτούνται για να διασφαλίζεται ότι οι προς δημοσίευση πληροφορίες είναι αξιόπιστες, παρακολουθούνται συνεχώς για τη διαπίστωση σφαλμάτων και διορθώνονται αμέσως μόλις διαπιστωθούν σφάλματα·

β)

πρέπει να διευκολύνει την ενοποίηση των δεδομένων με παρόμοια δεδομένα προερχόμενα από άλλες πηγές·

γ)

πρέπει να καθιστά τις πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό σε μη διακριτική εμπορική βάση και έναντι εύλογου κόστους.

Άρθρο 33

(άρθρα 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Υπολογισμοί και εκτιμήσεις για τις μετοχές που εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά

1.   Για κάθε μετοχή που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η οικεία αρμόδια αρχή για τη μετοχή αυτή μεριμνά για την πραγματοποίηση των ακόλουθων υπολογισμών για τη μετοχή αμέσως μετά τη λήξη κάθε ημερολογιακού έτους:

α)

μέση ημερήσια αξία συναλλαγών·

β)

μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών·

γ)

για τις μετοχές που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), υπολογίζεται η διασπορά στις 31 Δεκεμβρίου·

δ)

εάν η μετοχή είναι ρευστή, υπολογίζεται η μέση αξία των εκτελεσθεισών εντολών.

Η παρούσα παράγραφος και η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζονται σε μετοχές που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά τέσσερις βδομάδες ή λιγότερο πριν από το τέλος του ημερολογιακού έτους.

2.   Για τον υπολογισμό της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών, της μέσης αξίας των εκτελεσθεισών εντολών και του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών λαμβάνονται υπόψη όλες οι εντολές που εκτελέσθηκαν στην Κοινότητα για τη σχετική μετοχή μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους ή, κατά περίπτωση, στο τμήμα εκείνο του έτους κατά το οποίο η μετοχή ήταν εισηγμένη προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή της σε ρυθμιζόμενη αγορά δεν τελούσε υπό αναστολή.

Κατά τον υπολογισμό της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών, της μέσης αξίας των εκτελεσθεισών εντολών και του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών μιας μετοχής, δεν λαμβάνονται υπόψη οι αργίες στο κράτος μέλος της αρμόδιας αρχής για τη σχετική μετοχή.

3.   Πριν από την πρώτη εισαγωγή μιας μετοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρμόδια αρχή για τη μετοχή μεριμνά για την παροχή εκτιμήσεων για τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για τη μετοχή αυτή, την κεφαλαιοποίησή της κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης και, εάν η εκτίμηση της κεφαλαιοποίησης αυτής είναι 500 εκατ. ευρώ ή περισσότερο:

α)

τον μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών και, για τις μετοχές που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), κατά περίπτωση, τη διασπορά·

β)

σε περίπτωση μετοχής που εκτιμάται ότι είναι ρευστή, τη μέση αξία των εκτελεσθεισών εντολών.

Οι εκτιμήσεις πρέπει να αφορούν την περίοδο έξι εβδομάδων μετά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση, ή το τέλος αυτής της περιόδου, κατά περίπτωση, και πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το ιστορικό των συναλλαγών στη σχετική μετοχή, καθώς και εκείνο των μετοχών που θεωρούνται ότι έχουν όμοια χαρακτηριστικά.

4.   Μετά την πρώτη εισαγωγή μιας μετοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρμόδια αρχή για τη μετοχή αυτή μεριμνά για τον υπολογισμό των μεγεθών που αναφέρονται στα σημεία α) έως δ) της παραγράφου 1 βάσει δεδομένων σχετικών με τους πρώτους τέσσερις μήνες διαπραγμάτευσης, ως εάν η αναφορά του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 στις 31 Δεκεμβρίου ήταν αναφορά στο τέλος της περιόδου των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων διαπραγμάτευσης, το νωρίτερο δυνατόν αφού καταστούν διαθέσιμα τα εν λόγω δεδομένα και πάντως πριν από τη λήξη της περιόδου των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 5.

5.   Κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους, οι οικείες αρμόδιες αρχές μεριμνούν για την αναθεώρηση και, εφόσον είναι απαραίτητο, για τον εκ νέου υπολογισμό της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών, της μέσης αξίας των εκτελεσθεισών εντολών, του μέσου ημερήσιου αριθμού εκτελεσθεισών συναλλαγών και της διασποράς κάθε φορά που σημειώνεται μια μεταβολή σε σχέση με τη μετοχή ή τον εκδότη της η οποία επηρεάζει σε ουσιαστικό βαθμό τους προηγούμενους υπολογισμούς σε συνεχή βάση.

6.   Οι υπολογισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5, οι οποίοι πρέπει να δημοσιευτούν την ή πριν από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του Μαρτίου 2009, πραγματοποιούνται βάσει των δεδομένων που αφορούν τη ρυθμιζόμενη αγορά ή τις ρυθμιζόμενες αγορές του κράτους μέλους το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για τη σχετική μετοχή. Για το σκοπό αυτό, οι κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 19 εξαιρούνται από τους υπολογισμούς.

Άρθρο 34

(άρθρα 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Δημοσίευση και αντίκτυπος των αποτελεσμάτων των απαιτούμενων υπολογισμών και εκτιμήσεων

1.   Κατά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του Μαρτίου εκάστου έτους, κάθε αρμόδια αρχή μεριμνά για τη δημοσίευση των ακόλουθων πληροφοριών για κάθε μετοχή για την οποία είναι η οικεία αρμόδια αρχή και η οποία εισήχθη προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά στο τέλος του προηγούμενου ημερολογιακού έτους:

α)

μέση ημερήσια αξία συναλλαγών και μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών, όπως υπολογίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφοι 1 και 2·

β)

διασπορά και μέση αξία των εκτελεσθεισών εντολών, εφόσον υπολογίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφοι 1 και 2.

Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις μετοχές στις οποίες εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 33 παράγραφος 1.

2.   Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων και των υπολογισμών που απαιτούνται βάσει του άρθρου 33 παράγραφοι 3, 4 ή 5 δημοσιεύονται το συντομότερο δυνατό μετά την ολοκλήρωση του υπολογισμού ή της εκτίμησης.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 θεωρούνται δημοσιευμένες από τη στιγμή της δημοσίευσής τους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών σύμφωνα με την παράγραφο 5.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

η ταξινόμηση βάσει της δημοσίευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ισχύει για το δωδεκάμηνο που αρχίζει την 1η Απριλίου μετά τη δημοσίευση και λήγει την επομένη 31η Μαρτίου·

β)

η ταξινόμηση βάσει των εκτιμήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 ισχύει από τη σχετική πρώτη εισαγωγή προς διαπραγμάτευση έως το τέλος της περιόδου των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 5·

γ)

η ταξινόμηση βάσει των υπολογισμών που προβλέπονται στο άρθρο 33 παράγραφος 4 ισχύει από το τέλος της περιόδου των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 5 έως:

i)

την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους, εάν η περίοδος των έξι εβδομάδων λήγει μεταξύ 15ης Ιανουαρίου και 31ης Μαρτίου (αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων) δεδομένου έτους·

ii)

την επομένη 31η Μαρτίου μετά το τέλος αυτής της περιόδου σε διαφορετική περίπτωση.

Εντούτοις, η ταξινόμηση με βάση τους επανυπολογισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 33 παράγραφος 5 ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης μέχρι την επομένη 31η Μαρτίου, εκτός περαιτέρω επανυπολογισμού βάσει του άρθρου 33 παράγραφος 5.

5.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, με βάση τα δεδομένα που της παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές ή εξ ονόματός τους, δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο συγκεντρωτικούς και τακτικά επικαιροποιούμενους καταλόγους:

α)

όλων των συστηματικών εσωτερικοποιητών για μια μετοχή που είναι εισηγμένη προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά·

β)

όλων των μετοχών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, με διευκρίνιση των εξής:

i)

της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών, του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών και, για τις μετοχές που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 στοιχεία α) ή β), κατά περίπτωση, τη διασπορά·

ii)

εάν η μετοχή θεωρείται ρευστή, της μέσης αξίας των εκτελεσθεισών εντολών και του συνήθους μεγέθους στην αγορά για τη μετοχή αυτή·

iii)

εάν πρόκειται για ρευστή μετοχή που έχει ορισθεί ως επιπλέον ρευστή μετοχή σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3, της ονομασίας της αρμόδιας αρχής που προέβη σε αυτό τον ορισμό, και

iv)

της οικείας αρμόδιας αρχής.

6.   Κάθε αρμόδια αρχή μεριμνά για την πρώτη δημοσίευση των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του Ιουλίου 2007, με βάση την περίοδο αναφοράς από την 1η Απριλίου 2006 έως τις 31 Μαρτίου 2007. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, η ταξινόμηση βάσει της δημοσίευσης αυτής ισχύει για το πεντάμηνο που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου 2007 και λήγει στις 31 Μαρτίου 2008.

ΚΕΦAΛΑΙΟ V

ΕΙΣΑΓΩΓH ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΏΝ ΜΈΣΩΝ ΠΡΟΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΆΤΕΥΣΗ

Άρθρο 35

(άρθρο 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Κινητές αξίες

1.   Μια κινητή αξία θεωρείται ελεύθερα διαπραγματεύσιμη για τους σκοπούς του άρθρου 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ εφόσον είναι δυνατή η διαπραγμάτευσή της μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μιας συναλλαγής και η επακόλουθη μεταβίβασή της χωρίς περιορισμό και εφόσον όλοι οι τίτλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με την εν λόγω κινητή αξία είναι ανταλλάξιμοι.

2.   Κινητές αξίες των οποίων η μεταβίβαση υπόκειται σε περιορισμό δεν θεωρούνται ελεύθερα διαπραγματεύσιμες εκτός αν ο περιορισμός αυτός δεν είναι πιθανό να προκαλέσει διαταραχή στην αγορά.

3.   Κινητές αξίες που δεν έχουν πλήρως αποπληρωθεί δύνανται να θεωρηθούν ελεύθερα διαπραγματεύσιμες εφόσον έχει ληφθεί μέριμνα για να διασφαλισθεί ότι η διαπραγματευσιμότητά τους δεν υπόκειται σε περιορισμό και ότι είναι δημοσίως διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες για το γεγονός ότι οι κινητές αξίες δεν έχουν αποπληρωθεί πλήρως και για τις συνέπειες του γεγονότος αυτού για τους μετόχους.

4.   Κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παραχωρείται σε μια ρυθμιζόμενη αγορά για την εισαγωγή ή μη μιας μετοχής προς διαπραγμάτευση, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον η μετοχή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης:

α)

τη διάθεση της μετοχής στο κοινό·

β)

ιστορικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες, πληροφορίες για τον εκδότη και πληροφορίες που παρέχουν επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, των οποίων η κατάρτιση είναι υποχρεωτική βάσει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ ή οι οποίες έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ή πρόκειται να δημοσιοποιηθούν με άλλο τρόπο.

5.   Μια κινητή αξία που είναι εισηγμένη σε χρηματιστήριο σύμφωνα με την οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και της οποίας η διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο αυτό δεν έχει ανασταλεί, θεωρείται ελεύθερα διαπραγματεύσιμη και ικανή να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης.

6.   Για τους σκοπούς του άρθρου 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όταν αξιολογείται εάν μια κινητή αξία όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) της εν λόγω οδηγίας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη, αναλόγως της φύσεως του εισαγόμενου τίτλου, κατά πόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι όροι της κινητής αξίας είναι σαφείς και ανεπίδεκτοι παρερμηνείας και επιτρέπουν το συσχετισμό της τιμής του τίτλου με την τιμή ή με άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου·

β)

η τιμή ή άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου είναι αξιόπιστη και διαθέσιμη στο κοινό·

γ)

υπάρχουν επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες που επιτρέπουν την αποτίμηση του τίτλου·

δ)

οι ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό της τιμής διακανονισμού της κινητής αξίας διασφαλίζουν ότι η τιμή αυτή αντικατοπτρίζει ορθά την τιμή ή άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου·

ε)

εάν ο διακανονισμός της κινητής αξίας απαιτεί ή επιτρέπει την παράδοση υποκείμενου τίτλου ή περιουσιακού στοιχείου αντί του χρηματικού διακανονισμού, υπάρχουν κατάλληλες διαδικασίες διακανονισμού και παράδοσης του υποκείμενου μέσου, καθώς και κατάλληλες ρυθμίσεις για τη λήψη χρήσιμων πληροφοριών σχετικά με το υποκείμενο μέσο.

Άρθρο 36

(άρθρο 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων

1.   Η ρυθμιζόμενη αγορά, κατά την εισαγωγή μεριδίων οργανισμού συλλογικών επενδύσεων προς διαπραγμάτευση, ανεξάρτητα εάν ο οργανισμός συστάθηκε βάσει της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, βεβαιώνεται ότι ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων συμμορφώνεται ή έχει ήδη συμμορφωθεί με τις διαδικασίες εγγραφής, κοινοποίησης ή με τις άλλες διαδικασίες που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπορία του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων στην περιοχή δικαιοδοσίας της ρυθμιζόμενης αγοράς.

2.   Με την επιφύλαξη της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ και κάθε άλλης κοινοτικής ή εθνικής νομοθεσίας για τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εισαγωγή μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

3.   Όταν αξιολογεί εάν τα μερίδια ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ανοικτού τύπου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τη διάθεση των μεριδίων στο κοινό·

β)

αν υπάρχουν κατάλληλες ρυθμίσεις ειδικής διαπραγμάτευσης ή αν η επιχείρηση διαχείρισης του σχετικού οργανισμού προβλέπει για τους επενδυτές κατάλληλες εναλλακτικές διαδικασίες για την εξαγορά των μεριδίων·

γ)

αν παρέχεται στους επενδυτές επαρκής διαφάνεια ως προς την αξία των μεριδίων με την περιοδική δημοσίευση της καθαρής αξίας του ενεργητικού.

4.   Όταν αξιολογεί αν τα μερίδια ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων κλειστού τύπου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τη διάθεση των μεριδίων στο κοινό·

β)

αν παρέχεται στους επενδυτές επαρκής διαφάνεια ως προς την αξία των μεριδίων, είτε με τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με την επενδυτική στρατηγική του οργανισμού είτε με την περιοδική δημοσίευση της καθαρής αξίας του ενεργητικού.

Άρθρο 37

(άρθρο 40 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Παράγωγα

1.   Κατά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικού μέσου των ειδών που απαριθμούνται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οι ρυθμιζόμενες αγορές εξακριβώνουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι όροι της σύμβασης χρηματοπιστωτικού μέσου πρέπει να είναι σαφείς και ανεπίδεκτοι παρερμηνείας και να επιτρέπουν το συσχετισμό της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου με την τιμή ή με άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου·

β)

η τιμή ή άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου πρέπει να είναι αξιόπιστη και διαθέσιμη στο κοινό·

γ)

πρέπει να υπάρχουν επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που να επιτρέπουν την αποτίμηση της αξίας του παραγώγου·

δ)

οι ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό της τιμής διακανονισμού της σύμβασης πρέπει να διασφαλίζουν ότι η τιμή αυτή αντικατοπτρίζει ορθά την τιμή ή άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου·

ε)

εάν ο διακανονισμός του παραγώγου απαιτεί ή επιτρέπει την παράδοση υποκείμενου τίτλου ή περιουσιακού στοιχείου αντί του χρηματικού διακανονισμού, πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες ρυθμίσεις οι οποίες να επιτρέπουν στους συμμετέχοντες στην αγορά να λαμβάνουν χρήσιμες πληροφορίες για το υποκείμενο μέσο, καθώς και κατάλληλες διαδικασίες διακανονισμού και παράδοσης για το υποκείμενο μέσο.

2.   Αν πρόκειται για χρηματοπιστωτικό μέσο των ειδών που απαριθμούνται στα σημεία 5, 6, 7 ή 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, το στοιχείο β) της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πρέπει να είναι πιθανό ότι η σύμβαση για τη σύσταση του μέσου προβλέπει κάποιο τρόπο γνωστοποίησης στην αγορά ή αποτίμησης από αυτήν της τιμής ή άλλου μέτρου της αξίας του υποκείμενου μέσου αν αυτή η τιμή ή μέτρο αξίας δεν καθίστανται δημόσια διαθέσιμα με άλλο τρόπο·

β)

η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να διασφαλίζει ότι υπάρχουν κατάλληλες εποπτικές ρυθμίσεις για την παρακολούθηση της διαπραγμάτευσης και του διακανονισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων του είδους αυτού·

γ)

η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να διασφαλίζει ότι ο διακανονισμός και η παράδοση, είτε πρόκειται για φυσική παράδοση είτε για χρηματικό διακανονισμό, μπορούν να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους συμβατικούς και τους άλλους όρους αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων.

ΚΕΦAΛΑΙΟ VI

ΠΑΡAΓΩΓΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚA ΜEΣΑ

Άρθρο 38

(άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Χαρακτηριστικά των άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων

1.   Για τους σκοπούς του τμήματος Γ σημείο 7 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, μια σύμβαση που δεν είναι σύμβαση για άμεση παράδοση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και δεν εμπίπτει στην παράγραφο 4 θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πληροί ένα από τα ακόλουθα σύνολα κριτηρίων:

i)

αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μηχανισμό διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας που επιτελεί λειτουργία όμοια με εκείνη μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ενός ΠΜΔ·

ii)

ορίζεται ρητά ότι αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους κανόνες ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή παρόμοιου μηχανισμού διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας, ή ότι υπόκειται στους κανόνες αυτούς·

iii)

ορίζεται ρητά ότι είναι ισοδύναμη με σύμβαση που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή παρόμοιο μηχανισμό διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας·

β)

εκκαθαρίζεται από φορέα εκκαθάρισης ή άλλη οντότητα που επιτελεί την ίδια λειτουργία με έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή υπάρχουν ρυθμίσεις για την καταβολή ή σύσταση περιθωρίου ασφάλισης για τη σύμβαση·

γ)

είναι τυποποιημένη κατά τρόπο ώστε ιδίως η τιμή, η μονάδα διαπραγμάτευσης, η ημερομηνία παράδοσης ή άλλοι όροι προσδιορίζονται πρωτίστως κατ' αναφορά προς τακτικά δημοσιευόμενες τιμές, συνήθεις μονάδες διαπραγμάτευσης ή συνήθεις ημερομηνίες παράδοσης.

2.   Ως σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 νοείται μια σύμβαση πώλησης εμπορεύματος, περιουσιακού στοιχείου ή δικαιώματος, βάσει της οποίας η παράδοση προβλέπεται να πραγματοποιηθεί εντός του μακρότερου από τα εξής δύο χρονικά διαστήματα:

α)

δύο ημέρες διαπραγμάτευσης·

β)

χρονικό διάστημα που γίνεται γενικά δεκτό στην αγορά ως συνήθης προθεσμία παράδοσης για το σχετικό εμπόρευμα, περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα.

Ωστόσο, μια σύμβαση δεν είναι σύμβαση για άμεση παράδοση εάν, ανεξαρτήτως των ρητών της όρων, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι η παράδοση του υποκείμενου μέσου θα αναβληθεί και δεν θα πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

3.   Για τους σκοπούς του τμήματος Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, μια σύμβαση παραγώγου η οποία αφορά υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο εν λόγω τμήμα ή στο άρθρο 39 θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων αν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υπόκειται σε χρηματικό διακανονισμό ή μπορεί να υπαχθεί σε χρηματικό διακανονισμό κατ' επιλογή ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων μερών, για λόγους διαφορετικούς από την αθέτηση υποχρέωσης ή άλλο γεγονός που λύει τη σύμβαση·

β)

η σύμβαση αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ·

γ)

οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 πληρούνται σε σχέση με τη σχετική σύμβαση.

4.   Μια σύμβαση θεωρείται ότι έχει συναφθεί για εμπορικούς σκοπούς κατά την έννοια του τμήματος Γ σημείο 7 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και δεν έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων κατά την έννοια των τμημάτων Γ σημεία 7 και 10 του εν λόγω παραρτήματος, εφόσον συνάπτεται με ή από φορέα εκμετάλλευσης ή διαχείρισης δικτύου μεταφοράς ενέργειας, μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου αγωγών και είναι αναγκαία για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ παροχής και κατανάλωσης ενέργειας σε δεδομένη χρονική στιγμή.

Άρθρο 39

(άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Παράγωγα που εμπίπτουν στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ

Επιπλέον των συμβάσεων παράγωγων των ειδών που αναφέρονται στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, μια σύμβαση παραγώγου που αφορά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τμήματος αυτού εφόσον πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο εν λόγω τμήμα και στο άρθρο 38 παράγραφος 3:

α)

εύρος ζώνης τηλεπικοινωνιών·

β)

ικανότητα αποθήκευσης εμπορευμάτων·

γ)

ικανότητα μεταγωγής ή μεταφοράς που αφορά εμπορεύματα, με καλώδιο ή αγωγό ή άλλο μέσο·

δ)

παραχώρηση εκμετάλλευσης, πίστωση, άδεια, δικαίωμα ή παρόμοιο περιουσιακό στοιχείο που συνδέεται άμεσα με την παροχή, διανομή ή κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές·

ε)

γεωλογική, περιβαλλοντική ή άλλη φυσική μεταβλητή·

στ)

οποιοδήποτε άλλο αντικαταστατό περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα, εκτός των μεταβιβάσιμων δικαιωμάτων λήψης υπηρεσίας·

ζ)

δείκτης ή μετρικό μέγεθος σχετιζόμενο με την τιμή ή αξία ή με τον όγκο των συναλλαγών σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα, υπηρεσία ή υποχρέωση.

ΚΕΦAΛΑΙΟ VII

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 40

Διαδικασία επανεξέτασης

1.   Τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια, και αφού ζητήσει τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, η Επιτροπή επανεξετάζει τον ορισμό της «συναλλαγής» για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τους πίνακες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙI, καθώς και τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ρευστών μετοχών του άρθρου 22.

2.   Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, επανεξετάζει τις διατάξεις των άρθρων 38 και 39 για τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζονται τα μέσα που πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, ή ότι εξυπηρετούν εμπορικούς σκοπούς, ή ότι εμπίπτουν στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ εάν πληρούνται τα άλλα κριτήρια που ορίζονται στο εν λόγω τμήμα για τα μέσα αυτά.

Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ταυτόχρονα με τις εκθέσεις που υποβάλλει κατ' εφαρμογή του άρθρου 65 παράγραφος 3 στοιχεία α) και δ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

3.   Η Επιτροπή, το αργότερο δύο έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και μετά από διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, επανεξετάζει τον πίνακα 4 του παραρτήματος ΙΙ και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα αυτής της επανεξέτασης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 41

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την 1η Νοεμβρίου 2007, εκτός από το άρθρο 11 και το άρθρο 34 παράγραφοι 5 και 6, τα οποία εφαρμόζονται από την 1η Ιουνίου 2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Αυγούστου 2006.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/31/ΕΚ (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60).

(2)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(3)  ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

(4)  ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 43.

(5)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(6)  Βλέπε σελίδα 26 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(7)  ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Πίνακας 1

Κατάλογος πεδίων για τις γνωστοποιήσεις

Τίτλος

Περιγραφή

1.

Στοιχείο αναγνώρισης γνωστοποιούσας επιχείρησης

Ο μοναδικός κωδικός με τον οποίο αναγνωρίζεται η εταιρεία που εκτέλεσε τη συναλλαγή

2.

Ημέρα διαπραγμάτευσης

Η ημέρα διαπραγμάτευσης κατά την οποία εκτελέστηκε η συναλλαγή

3.

Ώρα διαπραγμάτευσης

Η ώρα κατά την οποία εκτελέστηκε η συναλλαγή, στην τοπική ώρα της αρμόδιας αρχής στην οποία θα γνωστοποιηθεί η συναλλαγή, και η βάση στην οποία γνωστοποιείται η συναλλαγή εκφρασμένη σε συντονισμένη παγκόσμια ώρα (UTC) +/- ώρες

4.

Ένδειξη αγοράς/πώλησης

Διευκρινίζει αν η συναλλαγή ήταν αγορά ή πώληση από τη σκοπιά της γνωστοποιούσας επιχείρησης επενδύσεων ή, αν η γνωστοποίηση γίνεται προς πελάτη, από τη σκοπιά του πελάτη

5.

Ιδιότητα διαπραγματευτή

Διευκρινίζει αν η επιχείρηση εκτέλεσε τη συναλλαγή

για δικό της λογαριασμό (είτε εξ ονόματος της ιδίας είτε εξ ονόματος πελάτη),

για λογαριασμό και εξ ονόματος πελάτη

6.

Στοιχείο αναγνώρισης μέσου

Το πεδίο αυτό περιλαμβάνει:

τον μοναδικό κωδικό (αν υπάρχει) τον οποίο καθορίζει η αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλεται η γνωστοποίηση, με προσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μέσου που είναι αντικείμενο της συναλλαγής,

αν το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο δεν διαθέτει μοναδικό κωδικό αναγνώρισης, η γνωστοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει την ονομασία του μέσου ή, σε περίπτωση σύμβασης παραγώγου, τα χαρακτηριστικά της σύμβασης

7.

Τύπος κωδικού μέσου

Ο τύπος κωδικού που χρησιμοποιείται για τη γνωστοποίηση του μέσου

8.

Στοιχείο αναγνώρισης υποκείμενου μέσου

Στοιχείο αναγνώρισης που εφαρμόζεται στον τίτλο που αποτελεί το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο σε σύμβαση παραγώγου, καθώς και η κινητή αξία που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ

9.

Τύπος κωδικού αναγνώρισης υποκείμενου μέσου

Ο τύπος κωδικού που χρησιμοποιείται για τη γνωστοποίηση του υποκείμενου μέσου

10.

Είδος μέσου

Εναρμονισμένη ταξινόμηση του χρηματοπιστωτικού μέσου που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής. Η περιγραφή πρέπει να αναφέρει τουλάχιστον αν το μέσο εμπίπτει σε μία από τις υψηλού επιπέδου κατηγορίες ενός ομοιόμορφου διεθνώς αποδεκτού προτύπου ταξινόμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων

11.

Ημερομηνία λήξης

Η ημερομηνία λήξης ομολόγου ή άλλης μορφής τιτλοποιημένου χρέους ή η ημερομηνία άσκησης/λήξης σύμβασης παραγώγου

12.

Είδος παραγώγου

Η εναρμονισμένη περιγραφή του είδους του παράγωγου μέσου πρέπει να γίνεται σύμφωνα με μία από τις υψηλού επιπέδου κατηγορίες ενός ομοιόμορφου διεθνώς αποδεκτού προτύπου ταξινόμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων

13.

Δικαίωμα πώλησης ή αγοράς (Put/Call)

Διευκρίνιση αν ένα δικαίωμα προαίρεσης ή οποιοδήποτε άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι δικαίωμα πώλησης ή αγοράς

14.

Τιμή άσκησης

Η τιμή άσκησης ενός δικαιώματος προαίρεσης ή άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου

15.

Πολλαπλασιαστής τιμής

Αριθμός μονάδων του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου που περιέχεται σε μία μονάδα διαπραγμάτευσης· για παράδειγμα, ο αριθμός παραγώγων ή τίτλων που αντιπροσωπεύει μία σύμβαση

16.

Τιμή μονάδας

Η τιμή ανά κινητή αξία ή ανά σύμβαση παράγωγου μη περιλαμβανομένης της προμήθειας και (κατά περίπτωση) των δεδουλευμένων τόκων. Σε περίπτωση χρεωστικού τίτλου, η τιμή μπορεί να εκφράζεται είτε σε νόμισμα είτε σε ποσοστό

17.

Ένδειξη συμβόλου τιμής

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η τιμή. Αν, σε περίπτωση ομολόγου ή άλλου τιτλοποιημένου χρέους, η τιμή εκφράζεται σε ποσοστό, περιλαμβάνεται το σχετικό ποσοστό

18.

Ποσότητα

Αριθμός μονάδων του χρηματοπιστωτικού μέσου, ονομαστική αξία των ομολόγων, ή αριθμός συμβάσεων παραγώγου που περιλαμβάνονται στη συναλλαγή

19.

Ένδειξη συμβόλου ποσότητας

Αναφέρεται αν η ποσότητα είναι ο αριθμός των μονάδων των χρηματοπιστωτικών μέσων, η ονομαστική αξία των ομολόγων ή ο αριθμός των συμβάσεων παραγώγου

20.

Αντισυμβαλλόμενος

Στοιχείο αναγνώρισης του αντισυμβαλλόμενου στη συναλλαγή. Το στοιχείο αναγνώρισης είναι:

αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι επιχείρηση επενδύσεων, ο μοναδικός κωδικός (αν υπάρχει) για τη σχετική επιχείρηση, τον οποίο καθορίζει η αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλεται η γνωστοποίηση,

αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή οντότητα που ενεργεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ο μοναδικός εναρμονισμένος κωδικός αναγνώρισης για την εν λόγω αγορά, τον ΠΜΔ ή την οντότητα που ενεργεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως αναφέρεται στον κατάλογο που δημοσιεύεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της σχετικής οντότητας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2,

αν ο αντισυμβαλλόμενος δεν είναι επιχείρηση επενδύσεων, ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή οντότητα που ενεργεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, πρέπει να αναγνωρίζεται ως «πελάτης» της επιχείρησης επενδύσεων που εκτέλεσε τη συναλλαγή

21.

Στοιχείο αναγνώρισης

Στοιχείο αναγνώρισης του τόπου όπου εκτελέστηκε η συναλλαγή. Το στοιχείο αναγνώρισης είναι:

αν ο κρίσιμος τόπος είναι τόπος διαπραγμάτευσης: ο μοναδικός εναρμονισμένος κωδικός αναγνώρισης,

σε κάθε άλλη περίπτωση: ο κωδικός «OTC»

22.

Αριθμός αναφοράς της συναλλαγής

Μοναδικός αριθμός αναγνώρισης για τη συναλλαγή, ο οποίος παρέχεται από την επιχείρηση επενδύσεων ή από τρίτο που γνωστοποιεί εκ μέρους της

23.

Σήμα ακύρωσης

Ένδειξη ότι η συναλλαγή ακυρώθηκε

Πίνακας 2

Περαιτέρω πληροφοριακά στοιχεία για χρήση από τις αρμόδιες αρχές

Τίτλος

Περιγραφή

1.

Στοιχείο αναγνώρισης γνωστοποιούσας επιχείρησης

Εάν ο μοναδικός κωδικός που αναφέρεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος Ι δεν αρκεί για την αναγνώριση του αντισυμβαλλομένου, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η αναγνώριση του αντισυμβαλλομένου

6.

Στοιχείο αναγνώρισης μέσου

Χρησιμοποιείται ο μοναδικός κωδικός, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών, που εφαρμόζεται στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο

20.

Αντισυμβαλλόμενος

Εάν ο μοναδικός κωδικός ή ο μοναδικός εναρμονισμένος κωδικός αναγνώρισης που αναφέρεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος Ι δεν αρκεί για την αναγνώριση του αντισυμβαλλομένου, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η αναγνώριση του αντισυμβαλλομένου


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας 1

Πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 17

Είδος συστήματος

Περιγραφή του συστήματος

Περίληψη των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 17

Σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών

Σύστημα το οποίο, μέσω βιβλίου εντολών και αλγορίθμου διαπραγμάτευσης που λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, αντιστοιχίζει τις εντολές πώλησης με αντίστοιχες εντολές αγοράς βάσει της καλύτερης διαθέσιμης τιμής σε συνεχή βάση

Το άθροισμα του αριθμού των εντολών, καθώς και των μετοχών που αυτές αντιπροσωπεύουν σε κάθε επίπεδο τιμής, τουλάχιστον για τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης

Σύστημα διαπραγμάτευσης βάσει ζευγών εντολών

Σύστημα στο οποίο οι συναλλαγές συνάπτονται με βάση δεσμευτικά ζεύγη εντολών που τίθενται σε συνεχή βάση στη διάθεση των συμμετεχόντων, και το οποίο υποχρεώνει τους ειδικούς διαπραγματευτές να διατηρούν ζεύγη εντολών σε μέγεθος που εξισορροπεί την ανάγκη των μελών και των συμμετεχόντων να διαπραγματεύονται σε εμπορικά μεγέθη με τον κίνδυνο στον οποίον εκτίθεται ο ειδικός διαπραγματευτής

Η καλύτερη κοινοποιούμενη τιμή αγοράς και πώλησης για κάθε ειδικό διαπραγματευτή της σχετικής μετοχής, καθώς και οι όγκοι που συνδέονται με τις τιμές αυτές

Σύστημα διαπραγμάτευσης με περιοδική δημοπρασία

Σύστημα το οποίο αντιστοιχίζει εντολές με περιοδική δημοπρασία και αλγόριθμο διαπραγμάτευσης που λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση

Η τιμή στην οποία το σύστημα διαπραγμάτευσης με δημοπρασία ικανοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τον αλγόριθμο διαπραγμάτευσης και ο όγκος που θα μπορούσε δυνητικά να εκτελεστεί στην τιμή αυτή

Σύστημα διαπραγμάτευσης που δεν εμπίπτει στις πρώτες τρεις σειρές

Υβριδικό σύστημα που εμπίπτει σε τουλάχιστον δύο από τις πρώτες τρεις σειρές ή σύστημα στο οποίο η διαδικασία προσδιορισμού της τιμής είναι διαφορετικής φύσεως από εκείνη που εφαρμόζεται στα είδη συστημάτων που εμπίπτουν στις πρώτες τρεις σειρές

Επαρκείς πληροφορίες για το επίπεδο των εντολών ή ζευγών εντολών και του συναλλακτικού ενδιαφέροντος· ειδικότερα, τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης και/ή ζεύγη εντολών για κάθε ειδικό διαπραγματευτή στη σχετική μετοχή, εφόσον το επιτρέπουν τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αναζήτησης τιμών

Πίνακας 2

Εντολές μεγάλου μεγέθους σε σχέση με τις εντολές κανονικού μεγέθους

(σε ευρώ)

Κατηγορία από άποψη μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών

(ΜΗΑΣ)

ΜΗΑΣ < 500 000

500 000 ≤ ΜΗΑΣ < 1 000 000

1 000 000 ≤ ΜΗΑΣ < 25 000 000

25 000 000 ≤ ΜΗΑΣ < 50 000 000

ΜΗΑΣ ≥ 50 000 000

Ελάχιστο μέγεθος εντολής που θεωρείται μεγάλου μεγέθους σε σχέση με τις εντολές κανονικού μεγέθους

50 000

100 000

250 000

400 000

500 000

Πίνακας 3

Σύνηθες μέγεθος στην αγορά

(σε ευρώ)

Κατηγορία από άποψη μέσης αξίας εκτελεσθεισών συναλλαγών

(ΜΑΣ)

ΜΑΣ < 10 000

10 000 ≤ ΜΑΣ < 20 000

20 000 ≤ ΜΑΣ < 30 000

30 000 ≤ ΜΑΣ < 40 000

40 000 ≤ ΜΑΣ < 50 000

50 000 ≤ ΜΑΣ < 70 000

70 000 ≤ ΜΑΣ < 90 000

κ.λπ.

Σύνηθες μέγεθος στην αγορά

7 500

15 000

25 000

35 000

45 000

60 000

80 000

κ.λπ.

Πίνακας 4

Όρια και προθεσμίες αναβολής δημοσίευσης

Στον παρακάτω πίνακα αναγράφεται, για κάθε επιτρεπόμενη αναβολή δημοσίευσης και για κάθε κατηγορία μετοχών από την άποψη της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών, το ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος συναλλαγής (ΜΗΑΣ) για το οποίο μπορεί να επιτραπεί η αναβολή για μια μετοχή της σχετικής κατηγορίας.

 

Κατηγορία μετοχών από άποψη μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών (ΜΗΑΣ)

ΜΗΑΣ < 100 000 ευρώ

100 000 ευρώ ≤ ΜΗΑΣ < 1 000 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ ≤ ΜΗΑΣ < 50 000 000 ευρώ

ΜΗΑΣ ≥ 50 000 000 ευρώ

Ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος συναλλαγής για την επιτρεπόμενη αναβολή

Επιτρεπόμενη αναβολή δημοσίευσης

60 λεπτά

10 000 ευρώ

5 % του ΜΗΑΣ ή 25 000 ευρώ, όποιο είναι μεγαλύτερο

10 % του ΜΗΑΣ ή 3 500 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

10 % του ΜΗΑΣ ή 7 500 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

180 λεπτά

25 000 ευρώ

15 % του ΜΗΑΣ ή 75 000 ευρώ, όποιο είναι μεγαλύτερο

15 % του ΜΗΑΣ ή 5 000 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

20 % του ΜΗΑΣ ή 15 000 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

Έως το τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης (ή μετακύλιση στο μεσημέρι της επομένης, εάν η συναλλαγή έγινε τις δύο τελευταίες ώρες της ημέρας διαπραγμάτευσης)

45 000 ευρώ

25 % του ΜΗΑΣ ή 100 000 ευρώ, όποιο είναι μεγαλύτερο

25 % του ΜΗΑΣ ή 10 000 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

30 % του ΜΗΑΣ ή 30 000 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

Έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας μετά τη συναλλαγή

60 000 ευρώ

50 % του ΜΗΑΣ ή 100 000 ευρώ, όποιο είναι μεγαλύτερο

50 % του ΜΗΑΣ ή 1 000 000 ευρώ, όποιο είναι μεγαλύτερο

100 % του ΜΗΑΣ

Έως το τέλος της δεύτερης εργάσιμης ημέρας μετά τη συναλλαγή

80 000 ευρώ

100 % του ΜΗΑΣ

100 % του ΜΗΑΣ

250 % του ΜΗΑΣ

Έως το τέλος της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συναλλαγή

 

250 % του ΜΗΑΣ

250 % του ΜΗΑΣ

 


Top