EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32006L0043

Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006 , για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

OJ L 157, 9.6.2006, p. 87–107 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
Special edition in Bulgarian: Chapter 17 Volume 002 P. 122 - 142
Special edition in Romanian: Chapter 17 Volume 002 P. 122 - 142
Special edition in Croatian: Chapter 17 Volume 001 P. 197 - 217

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2006/43/oj

9.6.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/87


ΟΔΗΓΊΑ 2006/43/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαΐου 2006

για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 44 παράγραφος 2 στοιχείο ζ),

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η τέταρτη οδηγία 78/660/EOK του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (3), η έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (4), η οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (5), και η οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1991, για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (6) προβλέπουν ότι οι ετήσιοι και οι ενοποιημένοι λογαριασμοί πρέπει να ελέγχονται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται να διενεργούν τον έλεγχο αυτό.

(2)

Οι όροι για τη χορήγηση άδειας στους υπεύθυνους για τη διενέργεια του υποχρεωτικού αυτού ελέγχου καθορίστηκαν στην όγδοη οδηγία 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1984, για τη χορήγηση άδειας στους υπεύθυνους για τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων (7).

(3)

Η έλλειψη εναρμονισμένης προσέγγισης του υποχρεωτικού ελέγχου στην Κοινότητα οδήγησε την Επιτροπή να προτείνει, στην ανακοίνωση που δημοσίευσε το 1998 με τίτλο «Ο υποχρεωτικός έλεγχος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι μελλοντικές προοπτικές του» (8), τη δημιουργία επιτροπής λογιστικού ελέγχου που θα μπορούσε να προετοιμάσει νέα μέτρα στον τομέα αυτό σε στενή συνεργασία με τον κλάδο των ελεγκτών και τα κράτη μέλη.

(4)

Με βάση τις εργασίες της επιτροπής αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε στις 15 Νοεμβρίου 2000 τη σύσταση για τη «Διασφάλιση της ποιότητας του υποχρεωτικού λογιστικού ελέγχου στην ΕΕ — Ελάχιστες υποχρεώσεις» (9) και, στις 16 Μαΐου 2002, τη σύσταση με τίτλο «Η ανεξαρτησία του ορκωτού ελεγκτή στην ΕΕ: θεμελιώδεις αρχές» (10).

(5)

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην ουσιαστική, καίτοι όχι πλήρη, εναρμόνιση, όσον αφορά τις απαιτήσεις υποχρεωτικού ελέγχου. Ένα κράτος μέλος που απαιτεί τον υποχρεωτικό έλεγχο μπορεί να επιβάλει αυστηρότερες απαιτήσεις, εκτός εάν ορίζεται άλλως στην παρούσα οδηγία.

(6)

Τα επαγγελματικά προσόντα που αποκτούν οι νόμιμοι ελεγκτές βάσει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμα. Συνεπώς, ένα κράτος μέλος δεν θα μπορεί πλέον να προβλέπει ότι η πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου ενός ελεγκτικού γραφείου θα πρέπει να κατέχεται από νόμιμους ελεγκτές που έχουν λάβει άδεια στο κράτος αυτό ή ότι η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου ενός ελεγκτικού γραφείου θα πρέπει να έχουν λάβει άδεια στο κράτος αυτό.

(7)

Ο υποχρεωτικός έλεγχος απαιτεί επαρκείς γνώσεις σε θέματα όπως το δίκαιο των εταιρειών, το φορολογικό δίκαιο και το δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης. Οι γνώσεις αυτές θα πρέπει να αποδεικνύονται με εξετάσεις πριν από τη χορήγηση άδειας σε νόμιμο ελεγκτή από άλλο κράτος μέλος.

(8)

Για την προστασία των τρίτων, όλοι οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που έχουν λάβει άδεια θα πρέπει να καταχωρίζονται σε μητρώο, το οποίο είναι προσιτό στο κοινό και περιέχει βασικές πληροφορίες σχετικά με τους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία.

(9)

Οι νόμιμοι ελεγκτές θα πρέπει να τηρούν τα υψηλότερα ηθικά πρότυπα. Πρέπει συνεπώς να υπόκεινται σε κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας οι οποίοι καλύπτουν τουλάχιστον την ευθύνη τους όσον αφορά το δημόσιο συμφέρον, την ακεραιότητα και την αντικειμενικότητά τους καθώς και την επαγγελματική τους επάρκεια και τη δέουσα επιμέλεια. Η ευθύνη δημοσίου συμφέροντος των νόμιμων ελεγκτών σημαίνει ότι μια ευρύτερη κοινότητα ατόμων και θεσμικών οργάνων βασίζεται στην ποιότητα της εργασίας ενός νομίμου ελεγκτή. Η καλή ποιότητα ελέγχου συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία των αγορών ενισχύοντας το κύρος και την αποτελεσματικότητα των λογαριασμών. Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει μέτρα εφαρμογής σε θέματα επαγγελματικής δεοντολογίας, υπό μορφήν ελάχιστων πρότυπων. Εδώ μπορούν να ληφθούν υπόψιν οι αρχές που περιέχονται στον Κώδικα Δεοντολογίας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (IFAC).

(10)

Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει να σέβονται την ιδιωτική ζωή των πελατών τους. Θα πρέπει συνεπώς να δεσμεύονται από αυστηρούς κανόνες εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου, χωρίς όμως οι κανόνες αυτοί να εμποδίζουν την ορθή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Αυτοί οι κανόνες εμπιστευτικότητας θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης σε κάθε νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο που έχει πάψει να συμμετέχει σε συγκεκριμένη ελεγκτική αποστολή.

(11)

Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει να είναι ανεξάρτητοι κατά την εκτέλεση των υποχρεωτικών ελέγχων. Δύνανται να ενημερώνουν την ελεγχόμενη οντότητα για ζητήματα που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο, αλλά πρέπει να απέχουν από τις εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ελεγχόμενης οντότητας. Εάν η έκταση των απειλών για την ανεξαρτησία τους, ακόμη και μετά την εφαρμογή διασφαλίσεων για τoν περιορισμό των απειλών αυτών, είναι υπερβολικά υψηλή, θα πρέπει να παραιτούνται από μια ελεγκτική αποστολή ή να απέχουν αυτής. Το συμπέρασμα ότι υπάρχει σχέση που θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του ελεγκτή μπορεί να διαφέρει όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του ελεγκτή και της ελεγχόμενης οντότητας ή μεταξύ του δικτύου και της ελεγχόμενης οντότητας. Αν συνεταιρισμός, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 14 της παρούσας οδηγίας, ή παρόμοια οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, απαιτείται ή επιτρέπεται βάσει των εθνικών διατάξεων να είναι μέλος μη κερδοσκοπικής ελεγκτικής οντότητας, ένας αντικειμενικός, συνετός και ενημερωμένος τρίτος δεν θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι λόγω της σχέσης της βασιζόμενης στην ιδιότητα του μέλους διακυβεύεται η ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή, εφόσον όταν μια τέτοια ελεγκτική οντότητα διενεργεί νόμιμο έλεγχο σε ένα από τα μέλη της εφαρμόζονται οι αρχές ανεξαρτησίας στους ελεγκτές που διεξάγουν τον έλεγχο και στους δυναμένους να ασκήσουν επιρροή στο νόμιμο έλεγχο. Παραδείγματα απειλών για την ανεξαρτησία ενός νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου αποτελούν το άμεσο ή έμμεσο οικονομικό συμφέρον στην ελεγχόμενη οντότητα και η παροχή συμπληρωματικών μη ελεγκτικών υπηρεσιών. Επίσης, το επίπεδο αμοιβής που δίνει μια ελεγχόμενη οντότητα ή/και η δομή της αμοιβής μπορεί να απειλούν την ανεξαρτησία ενός νόμιμου ελεγκτή ή ενός ελεγκτικού γραφείου. Τα είδη των διασφαλίσεων για τον περιορισμό ή την εξάλειψη των απειλών αυτών περιλαμβάνουν απαγορεύσεις, περιορισμούς, άλλες πολιτικές και διαδικασίες και απαιτήσεις γνωστοποίησης. Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει να αρνούνται να αναλάβουν οποιαδήποτε συμπληρωματική μη ελεγκτική δραστηριότητα που θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους. Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα για την ανεξαρτησία, ως ελάχιστα πρότυπα. Η Επιτροπή ενδέχεται εδώ να λάβει υπόψη της τις αρχές που περιέχονται στην προαναφερθείσα σύσταση της 16ης Μαΐου 2002. Προκειμένου να προσδιοριστεί η ανεξαρτησία των ελεγκτών, η έννοια ενός «δικτύου» εντός του οποίου λειτουργούν οι ελεγκτές θα πρέπει να είναι σαφής. Εν προκειμένω, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφορες συνθήκες, όπως περιπτώσεις κατά τις οποίες μια δομή μπορεί να οριστεί ως δίκτυο επειδή αποβλέπει σε κέρδος ή επιμερισμό δαπανών. Τα κριτήρια που αποδεικνύουν την ύπαρξη δικτύου θα πρέπει να κρίνονται και να σταθμίζονται βάσει όλων των διαθέσιμων πραγματικών καταστάσεων, όπως το αν υπάρχουν κοινοί συνήθεις πελάτες.

(12)

Σε περιπτώσεις αυτοελέγχου ή ίδιου συμφέροντος, εφόσον είναι απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου, το κράτος μέλος, και όχι ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο, θα πρέπει να αποφασίζει εάν ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο θα πρέπει να παραιτείται ή να απέχει από μια ελεγκτική αποστολή σε σχέση με τους αποδέκτες των υπηρεσιών ελέγχου. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να οδηγεί σε κατάσταση κατά την οποία τα κράτη μέλη υπέχουν γενική υποχρέωση αποτροπής των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων από την παροχή μη ελεγκτικών υπηρεσιών στους πελάτες τους. Προκειμένου να καθοριστεί το κατά πόσο είναι ενδεδειγμένο για ένα νόμιμο ελεγκτή ή ένα ελεγκτικό γραφείο, σε περιπτώσεις ιδίου συμφέροντος ή αυτοελέγχου, να μη διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου, στους παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη θα πρέπει να περιλαμβάνεται το ερώτημα εάν και κατά πόσο η ελεγχόμενη οντότητα δημοσίου συμφέροντος έχει εκδώσει ή όχι μεταβιβάσιμους τίτλους εισηγμένους προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (11).

(13)

Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι η ποιότητα όλων των ελέγχων που επιβάλλει η κοινοτική νομοθεσία είναι σταθερή και υψηλή. Όλοι οι υποχρεωτικοί έλεγχοι θα πρέπει συνεπώς να διενεργούνται βάσει των διεθνών ελεγκτικών προτύπων. Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή αυτών των προτύπων εντός της Κοινότητας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (12). Μια τεχνική επιτροπή ή ομάδα ελέγχου θα πρέπει να επικουρεί την Επιτροπή στην εκτίμηση της τεχνικής καταλληλότητας όλων των διεθνών ελεγκτικών προτύπων και θα πρέπει να χρησιμοποιεί επίσης το σύστημα των οργάνων δημόσιας εποπτείας των κρατών μελών. Για την επίτευξη μέγιστου βαθμού εναρμόνισης, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να επιβάλλουν εθνικές συμπληρωματικές ελεγκτικές διαδικασίες ή απαιτήσεις εκτός εάν αυτές απορρέουν από ειδικές εθνικές νομικές απαιτήσεις σχετιζόμενες με τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών, πράγμα που σημαίνει ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν καλύπτονται από τα θεσπισθέντα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα. Τα κράτη μέλη θα μπορούν να διατηρήσουν αυτές τις συμπληρωματικές ελεγκτικές διαδικασίες έως ότου οι ελεγκτικές διαδικασίες ή απαιτήσεις καλυφθούν από διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που θεσπίζονται στη συνέχεια. Αν, παρ' όλα αυτά, τα εγκεκριμένα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα προβλέπουν διαδικασίες ελέγχου η άσκηση των οποίων συγκρούεται με την εθνική νομoθεσία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, λόγω συγκεκριμένων απαιτήσεων σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του υποχρεωτικού ελέγχου, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να αφαιρέσουν το συγκρουόμενο τμήμα των διεθνών ελεγκτικών προτύπων, αν υπάρχουν τέτοιες συγκρούσεις, εφόσον εφαρμόζεται το άρθρο 26 παράγραφος 3. Κάθε προσθήκη ή αφαίρεση από τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσφέρει υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας των ετήσιων λογαριασμών των εταιρειών και να προάγει το δημόσιο συμφέρον. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, για παράδειγμα, να απαιτούν συμπληρωματική έκθεση ελεγκτή προς το εποπτικό συμβούλιο ή να ορίζουν άλλες απαιτήσεις πληροφόρησης και ελέγχου βάσει των εθνικών κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.

(14)

Για να υιοθετηθεί από την Επιτροπή και να εφαρμοστεί στην Κοινότητα, ένα διεθνές ελεγκτικό πρότυπο πρέπει να είναι διεθνώς γενικά αποδεκτό, να έχει αναπτυχθεί με πλήρη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών με ανοικτή και διαφανή διαδικασία, να ενισχύει την αξιοπιστία των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών και να προάγει το ευρωπαϊκό δημόσιο συμφέρον. Η ανάγκη να υιοθετηθεί δήλωση σχετικά με τη διεθνή ελεγκτική πρακτική στο πλαίσιο των προτύπων θα πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση στο πλαίσιο της απόφασης 1999/468/ΕΚ. Η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι πριν από την έναρξη της διαδικασίας υιοθέτησης ελέγχεται εάν και κατά πόσον οι απαιτήσεις αυτές έχουν εκπληρωθεί και να ενημερώνει τα μέλη της επιτροπής που ιδρύει η παρούσα οδηγία για τα αποτελέσματα του ελέγχου.

(15)

Στην περίπτωση των ενοποιημένων λογαριασμών θα πρέπει να επιμερίζονται σαφώς οι ευθύνες των νόμιμων ελεγκτών που διενεργούν τον έλεγχο των τμημάτων συνιστωσών του ομίλου. Προς το σκοπό αυτό ο ελεγκτής του ομίλου θα πρέπει να φέρει την πλήρη ευθύνη για την έκθεση ελέγχου.

(16)

Για να αυξήσει τη συγκρισιμότητα μεταξύ εταιρειών που εφαρμόζουν τα ίδια λογιστικά πρότυπα και για να ενισχύσει την εμπιστοσύνη του κοινού έναντι του ελέγχου, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να εκδώσει κοινή έκθεση για τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών που καταρτίζονται βάσει των εγκεκριμένων διεθνών λογιστικών προτύπων, εκτός εάν έχει εγκριθεί σε κοινοτικό επίπεδο ένα ενδεδειγμένο πρότυπο για τέτοιες εκθέσεις.

(17)

Η διενέργεια τακτικών ελέγχων ποιότητας αποτελεί πρόσφορο μέσο για τη διασφάλιση σταθερά υψηλής ποιότητας του υποχρεωτικού ελέγχου. Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία θα πρέπει συνεπώς να υπόκεινται σε σύστημα διασφάλισης ποιότητας οργανωμένο κατά τρόπο ανεξάρτητο από τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που αποτελούν αντικείμενο του ελέγχου ποιοτικής επάρκειας. Για την εφαρμογή του άρθρου 29 σχετικά με τα συστήματα διασφάλισης ποιότητας, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν ότι εάν οι επιμέρους ελεγκτές έχουν κοινή πολιτική διασφάλισης ποιότητας, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο οι απαιτήσεις για τα ελεγκτικά γραφεία. Τα κράτη μέλη δύνανται να οργανώνουν το σύστημα διασφάλισης ποιότητας κατά τρόπο ώστε κάθε επιμέρους ελεγκτής να υπόκειται σε έλεγχο διασφάλισης ποιότητας τουλάχιστον ανά έξι έτη. Στο πλαίσιο αυτό, η χρηματοδότηση του συστήματος διασφάλισης ποιότητας θα πρέπει να είναι ανεπηρέαστη από αδικαιολόγητη επιρροή. Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι αρμόδια να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα σε θέματα οργάνωσης των συστημάτων διασφάλισης ποιότητας και σε σχέση με τη χρηματοδότησή τους, όταν η εμπιστοσύνη του κοινού στο σύστημα διασφάλισης της ποιότητας εκτίθεται σε σοβαρό κίνδυνο. Τα συστήματα δημοσίας εποπτείας των κρατών θα πρέπει να ενθαρρύνονται να βρουν συντονισμένη προσέγγιση για την διεξαγωγή των ελέγχων διασφάλισης ποιότητας, με σκοπό να αποτραπεί η επιβολή περιττής επιβάρυνσης στα ενδιαφερόμενα μέρη.

(18)

Η διενέργεια ερευνών και η επιβολή κατάλληλων κυρώσεων βοηθούν στην πρόληψη και διόρθωση ενδεχόμενων σφαλμάτων κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου.

(19)

Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία είναι υπεύθυνοι για τη διενέργεια της εργασίας τους με τη δέουσα επιμέλεια και επομένως θα πρέπει να είναι υπεύθυνοι για χρηματοοικονομικές ζημίες που προκαλούνται από έλλειψη της δέουσας επιμέλειας. Ωστόσο, η δυνατότητα των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων να επιδιώξουν ασφαλιστική κάλυψη επαγγελματικής αποζημίωσης μπορεί να επηρεάζεται από το κατά πόσο υπόκεινται σε απεριόριστη οικονομική ευθύνη. Από την πλευρά της, η Επιτροπή προτίθεται να εξετάσει τα ζητήματα αυτά λαμβάνοντας υπόψη ότι τα καθεστώτα ευθύνης μπορεί να διαφέρουν αισθητά μεταξύ των κρατών μελών.

(20)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημιουργήσουν αποτελεσματικό σύστημα δημόσιας εποπτείας των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων, με βάση τον έλεγχο της χώρας καταγωγής. Οι κανονιστικές ρυθμίσεις που διέπουν την εποπτεία αυτή θα πρέπει να επιτρέπουν την αποτελεσματική συνεργασία σε κοινοτικό επίπεδο των εποπτικών δραστηριοτήτων των κρατών μελών. Το σύστημα δημόσιας εποπτείας θα πρέπει να διοικείται από μη επαγγελματίες που διαθέτουν γνώσεις στους τομείς που αφορούν τον υποχρεωτικό έλεγχο. Αυτοί οι μη επαγγελματίες δύνανται να είναι ειδικοί που δεν είχαν καμία σχέση με το ελεγκτικό επάγγελμα ή πρώην επαγγελματίες που εγκατέλειψαν το επάγγελμα. Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να επιτρέπουν σε μια μειοψηφία επαγγελματιών να συμμετέχουν στη διαχείριση του συστήματος δημόσιας εποπτείας. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την άσκηση των καθηκόντων τους, για την εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων στα οποία έχουν χορηγήσει άδεια. Η συνεργασία αυτή μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην εξασφάλιση σταθερά υψηλής ποιότητας του υποχρεωτικού ελέγχου στην Κοινότητα. Εφόσον είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί αποτελεσματική συνεργασία και αποτελεσματικός συντονισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταξύ των αρμοδίων αρχών που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη, ο ορισμός οντότητας αρμόδιας για την εξασφάλιση της συνεργασίας δεν θα πρέπει να εμποδίζει κάθε μεμονωμένη αρχή να συνεργάζεται άμεσα με τις άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

(21)

Προς συμμόρφωση προς το άρθρο 32 παράγραφος 3 (αρχές της δημόσιας εποπτείας), ένας μη επαγγελματίας θεωρείται ότι διαθέτει γνώσεις στους τομείς που αφορούν τον υποχρεωτικό έλεγχο είτε λόγω των παλαιών επαγγελματικών του ικανοτήτων ή, εναλλακτικά, επειδή διαθέτει γνώσεις σε ένα τουλάχιστον από τους τομείς του άρθρου 8.

(22)

Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο θα πρέπει να διορίζεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων ή των μελών της ελεγχόμενης οντότητας. Για να προστατεύεται η ανεξαρτησία του ελεγκτή, η παύση του θα πρέπει να είναι δυνατή μόνο για βάσιμους λόγους και εφόσον οι λόγοι αυτοί ανακοινώνονται στην αρχή ή τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη δημόσια εποπτεία.

(23)

Εφόσον οι οντότητες δημοσίου συμφέροντος έχουν μεγαλύτερη ορατότητα και οικονομική σημασία, ο υποχρεωτικός έλεγχος των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών τους θα πρέπει να υπόκειται σε αυστηρότερες απαιτήσεις.

(24)

Η ύπαρξη ελεγκτικών επιτροπών και αποτελεσματικών συστημάτων εσωτερικού ελέγχου βοηθά στην ελαχιστοποίηση των χρηματοοικονομικών κινδύνων, των λειτουργικών κινδύνων και των κινδύνων παραβάσεων και ενισχύει την ποιότητα της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής, της 15ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με το ρόλο των μη εκτελεστικών και των εποπτικών διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών, καθώς και με τις επιτροπές του διοικητικού ή του εποπτικού συμβουλίου (13), που καθορίζουν τον τρόπο σύστασης και λειτουργίας των επιτροπών ελέγχου. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ελεγκτική επιτροπή ή σε φορέα ισοδυνάμων καθηκόντων δύνανται να ασκηθούν από το διοικητικό ή εποπτικό όργανο συνολικά. Όσον αφορά τα καθήκοντα της ελεγκτικής επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 41, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο επ' ουδενί θα πρέπει να υπόκειται στην εν λόγω επιτροπή.

(25)

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν επίσης να εξαιρέσουν από την υποχρέωση της ελεγκτικής επιτροπής και τις οντότητες δημοσίου συμφέροντος οι οποίες είναι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων οι κινητές αξίες των οποίων έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμισμένη αγορά. Η επιλογή αυτή λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, όταν ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων λειτουργεί απλώς για τη συγκέντρωση ενεργητικού, δεν είναι πάντα σκόπιμη η χρήση ελεγκτικής επιτροπής. Η υποβολή οικονομικών καταστάσεων και οι συναφείς κίνδυνοι δεν είναι συγκρίσιμοι με εκείνους άλλων οργανισμών δημοσίου συμφέροντος. Επιπλέον, οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων κινητών αξιών (ΟΣΕΚΑ) και οι εταιρείες διαχείρισής τους λειτουργούν εντός αυστηρά καθορισμένου κανονιστικού πλαισίου και υπόκεινται σε ειδικούς μηχανισμούς διακυβέρνησης, όπως οι έλεγχοι που ασκεί ο θεματοφύλακάς τους. Για τους εν λόγω οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που δεν εναρμονίζονται από την οδηγία 85/611/EΟΚ (14) αλλά υπόκεινται σε ισοδύναμες ασφαλιστικές δικλείδες που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να μπορούν να εξασφαλίζουν ισότιμη μεταχείριση με τους εναρμονισμένους σε κοινοτικό επίπεδο οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων.

(26)

Για να ενισχυθεί η ανεξαρτησία των ελεγκτών οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος, θα πρέπει να εναλλάσσονται οι κύριοι ελεγκτικοί εταίροι που ελέγχουν τις εν λόγω οντότητες. Για τη διοργάνωση της εν λόγω εναλλαγής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν αλλαγή των κυρίων ελεγκτικών εταίρων που ασχολούνται με μια ελεγχόμενη οντότητα, επιτρέποντας ωστόσο στην ελεγκτική εταιρεία στην οποία μετέχει ο κύριος ελεγκτικός εταίρος να συνεχίσει να είναι νόμιμος ελεγκτής της εν λόγω οντότητας. Όταν ένα κράτος μέλος το θεωρεί σκόπιμο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων, μπορεί, εναλλακτικά, να ζητήσει αλλαγή της ελεγκτικής εταιρείας, με την επιφύλαξη του άρθρου 42 παράγραφος 2.

(27)

Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κεφαλαιαγορών τονίζουν περαιτέρω την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι η ποιότητα των εργασιών ελεγκτών από τρίτες χώρες σε σχέση με την κοινοτική κεφαλαιαγορά είναι επίσης υψηλή. Οι ελεγκτές αυτοί θα πρέπει συνεπώς να εγγράφονται στα μητρώα για να μπορούν να υπαχθούν στους ελέγχους διασφάλισης ποιότητας και στο σύστημα ερευνών και κυρώσεων. Θα επιτρέπονται παρεκκλίσεις σε αμοιβαία βάση και εφόσον εξετασθεί η ισοδυναμία από την Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Σε κάθε περίπτωση, μια οντότητα που έχει εκδώσει μεταβιβάσιμους τίτλους σε μια οργανωμένη αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, θα πρέπει να ελέγχεται πάντοτε από ελεγκτή που είτε έχει εγγραφεί στα μητρώα σε ένα κράτος μέλος ή ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας από την οποία προέρχεται ο ελεγκτής, εφόσον η εν λόγω τρίτη χώρα αναγνωρίζεται από την Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος ως πληρούσα απαιτήσεις ισοδύναμες προς τις κοινοτικές απαιτήσεις στον τομέα των αρχών της εποπτείας, των συστημάτων διασφάλισης ποιότητας και των συστημάτων ερευνών και κυρώσεων, και επ' αμοιβαιότητι. Το γεγονός ότι ένα σύστημα διασφάλισης ποιότητας τρίτης χώρας θεωρείται από ένα κράτος μέλος ισοδύναμο δεν σημαίνει ότι άλλα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να αποδεχθούν την εν λόγω αξιολόγηση, ούτε ότι η απόφαση αυτή συνιστά πρόκριμα της απόφασης της Επιτροπής.

(28)

Η πολυπλοκότητα του υποχρεωτικού ελέγχου των διεθνών ομίλων απαιτεί καλή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και εκείνων των τρίτων χωρών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να εξασφαλίσουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών πρόσβαση στα φύλλα εργασίας και σε άλλα έγγραφα. Για να προστατεύσουν τα δικαιώματα των ενδιαφερόμενων μερών και να διευκολύνουν ταυτόχρονα την πρόσβαση σε αυτά τα στοιχεία και έγγραφα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών απευθείας πρόσβαση, με την επιφύλαξη της έγκρισης της αρμόδιας εθνικής αρχής. Ένα από τα σημαντικά κριτήρια για την παροχή πρόσβασης θα πρέπει να αποτελεί το εάν οι αρμόδιες αρχές σε τρίτες χώρες πληρούν προϋποθέσεις τις οποίες η Επιτροπή έχει κρίνει επαρκείς. Μέχρι να αποφασίσει η Επιτροπή, και με την επιφύλαξη της απόφασης αυτής, τα κράτη μέλη δύνανται να αξιολογούν την καταλληλότητα αυτών των προϋποθέσεων.

(29)

Η γνωστοποίηση πληροφοριών που αναφέρεται στα άρθρα 36 και 47 θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τους κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων σε τρίτες χώρες που έχουν θεσπιστεί στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (15).

(30)

Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ και λαμβάνοντας υπόψη τη δήλωση στην οποία προέβη η Επιτροπή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 5 Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

(31)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να διαθέτει τρεις μήνες από την πρώτη διαβίβαση του σχεδίου τροποποιήσεων και των εκτελεστικών μέτρων, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να τις εξετάσει και να παράσχει τη γνώμη του. Ωστόσο, σε επείγουσες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, θα πρέπει να είναι δυνατή η σύντμηση της προθεσμίας αυτής. Εάν, εντός της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκρίνει ψήφισμα, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει τα σχέδια τροποποιήσεων ή μέτρων.

(32)

Επειδή οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η εφαρμογή ενιαίου συνόλου διεθνών ελεγκτικών προτύπων, η προσαρμογή των απαιτήσεων εκπαίδευσης, ο ορισμός επαγγελματικής δεοντολογίας και η πρακτική εφαρμογή της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και μεταξύ των αρχών αυτών και των αρχών τρίτων χωρών, είναι αναγκαίοι προς περαιτέρω ενίσχυση και εναρμόνιση της ποιότητας του υποχρεωτικού ελέγχου στην Κοινότητα και διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και με τις τρίτες χώρες, προκειμένου να αυξηθεί η εμπιστοσύνη στον υποχρεωτικό έλεγχο των λογαριασμών, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων της παρούσας οδηγίας, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία προς επίτευξη των στόχων αυτών.

(33)

Για να καταστούν πιο διαφανείς οι σχέσεις μεταξύ νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου και ελεγχόμενης οντότητας, οι οδηγίες 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν ώστε να απαιτείται η γνωστοποίηση στο προσάρτημα των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών των αμοιβών που καταβάλλονται για ελεγκτικές και μη ελεγκτικές υπηρεσίες.

(34)

Η οδηγία 84/253/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθεί διότι δεν περιέχει όλους τους κανόνες που θα εξασφάλιζαν τη δημιουργία κατάλληλου καθεστώτος υποχρεωτικού ελέγχου, όπως δημόσιας εποπτείας και συστημάτων κυρώσεων και διασφάλισης ποιότητας, και διότι δεν καθορίζει ειδικούς κανόνες για τη ρυθμιστική συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Ωστόσο, για να υπάρξει ασφάλεια δικαίου, είναι σαφώς αναγκαίο να ορισθεί ότι οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που έχουν λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ θεωρούνται ότι έχουν λάβει άδεια βάσει της παρούσας οδηγίας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία καθορίζει τους κανόνες σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«υποχρεωτικός έλεγχος»: έλεγχος των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών, εφόσον ο έλεγχος αυτός απαιτείται από την κοινοτική νομοθεσία·

2.

«νόμιμος ελεγκτής»: φυσικό πρόσωπο που έχει λάβει, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, άδεια από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους·

3.

«ελεγκτικό γραφείο»: νομικό πρόσωπο ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα ανεξαρτήτως νομικής μορφής που έχει λάβει, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, άδεια από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους·

4.

«ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας»: οντότητα, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, η οποία διενεργεί ελέγχους των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών μιας εταιρείας ιδρυθείσας σε τρίτη χώρα·

5.

«ελεγκτής τρίτης χώρας»: φυσικό πρόσωπο που διενεργεί ελέγχους των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών εταιρείας ιδρυθείσας σε τρίτη χώρα·

6.

«ελεγκτής ομίλου»: νόμιμος ελεγκτής (νόμιμοι ελεγκτές) ή ελεγκτικό γραφείο (ελεγκτικά γραφεία) που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο των ενοποιημένων λογαριασμών·

7.

«δίκτυο»: ευρύτερη διάρθρωση:

συνεργασίας στην οποία ανήκει ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο, και

η οποία αποσκοπεί σαφώς στον καταμερισμό του κέρδους ή του κόστους ή μοιράζεται κοινή ιδιοκτησία, έλεγχο ή διαχείριση, κοινές πολιτικές και διαδικασίες ελέγχου ποιότητας, κοινή επιχειρηματική στρατηγική, χρήση κοινού διακριτικού τίτλου ή σημαντικό μέρος των επαγγελματικών πόρων·

8.

«συνδεδεμένη επιχείρηση ελεγκτικού γραφείου»: κάθε επιχείρηση, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, η οποία συνδέεται με ελεγκτικό γραφείο μέσω κοινής ιδιοκτησίας, κοινού ελέγχου ή κοινής διοίκησης·

9.

«έκθεση ελέγχου»: η έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 51α της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ και στο άρθρο 37 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, την οποία εκδίδει ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο·

10.

«αρμόδιες αρχές»: αρχές ή φορείς που είναι εκ του νόμου υπεύθυνοι για τη ρύθμιση ή/και την εποπτεία των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων ή συγκεκριμένων πτυχών τους. Η αναφορά στην «αρμόδια αρχή» σε ένα συγκεκριμένο άρθρο σημαίνει αναφορά στην αρμόδια αρχή ή το αρμόδιο όργανο(-α) που είναι υπεύθυνοι για τις λειτουργίες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό·

11.

«διεθνή ελεγκτικά πρότυπα»: τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα [International Standards on Auditing (ISA)] και τα συναφή πρότυπα και πρακτικές, στο μέτρο που αφορούν τον υποχρεωτικό έλεγχο·

12.

«διεθνή λογιστικά πρότυπα»: τα διεθνή λογιστικά πρότυπα [International Accounting Standards (IAS)], τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης [International Financial Reporting Standards (IFRS)] και οι ερμηνείες τους (SIC-IFRIC interpretations), οι τροποποιήσεις αυτών των προτύπων και των ερμηνειών τους και τα μελλοντικά πρότυπα και οι ερμηνείες τους, που εκδίδονται ή εγκρίνονται από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων [International Accounting Standards Board (IASB)]·

13.

«οντότητες δημοσίου συμφέροντος»: οντότητες που διέπονται από το δίκαιο ενός κράτους μέλους των οποίων οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 1 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων (16) και ασφαλιστικές επιχειρήσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να ορίζουν άλλες οντότητες ως οντότητες δημοσίου συμφέροντος, λ.χ. οντότητες που έχουν ουσιαστικό χαρακτήρα δημοσίου συμφέροντος λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων τους, του μεγέθους τους ή του αριθμού του προσωπικού τους·

14.

«συνεταιρισμός»: μια ευρωπαϊκή συνεταιριστική εταιρεία όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Συνεταιρικής Εταιρείας (ΕΣΕ) (17), ή οποιοσδήποτε άλλος συνεταιρισμός που υπόκειται σε υποχρεωτικό έλεγχο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, όπως πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 1 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ και ασφαλιστικές επιχειρήσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ·

15.

«μη επαγγελματίας»: φυσικό πρόσωπο το οποίο, τουλάχιστον τρία έτη πριν από τη συμμετοχή του στη διαχείριση του συστήματος δημόσιας εποπτείας, δεν διενήργησε υποχρεωτικούς ελέγχους, δεν είχε δικαιώματα ψήφου σε ελεγκτικό γραφείο, δεν υπήρξε μέλος του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου ενός ελεγκτικού γραφείου και δεν απασχολήθηκε ούτε συνδέθηκε κατ' άλλο τρόπο με ένα ελεγκτικό γραφείο·

16.

«κύριος εταίρος εποπτείας (κύριοι εταίροι εποπτείας)»:

α)

ο νόμιμος ελεγκτής (οι νόμιμοι ελεγκτές) που έχει/έχουν οριστεί από ένα ελεγκτικό γραφείο για συγκεκριμένη ελεγκτική αποστολή ως κυρίως υπεύθυνος/υπεύθυνοι για τη διενέργεια υποχρεωτικού ελέγχου για λογαριασμό του ελεγκτικού γραφείου· ή

β)

στην περίπτωση ελέγχου ομίλου, τουλάχιστον ο νόμιμος ελεγκτής (οι νόμιμοι ελεγκτές) που έχει/έχουν οριστεί από ελεγκτικό γραφείο ως κυρίως υπεύθυνος/υπεύθυνοι για τη διενέργεια υποχρεωτικού ελέγχου σε επίπεδο ομίλου και ο νόμιμος ελεγκτής (οι νόμιμοι ελεγκτές) που έχει/έχουν οριστεί ως πρωτίστως υπεύθυνος/υπεύθυνοι σε επίπεδο μεγάλων εταιρικών συμμετοχών· ή

γ)

ο νόμιμος ελεγκτής (οι νόμιμοι ελεγκτές) που υπογράφει (υπογράφουν) την έκθεση ελέγχου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ, ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Άρθρο 3

Χορήγηση άδειας στους νόμιμους ελεγκτές και στα ελεγκτικά γραφεία

1.   Ο υποχρεωτικός έλεγχος διενεργείται μόνο από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία που έχουν λάβει άδεια από το κράτος μέλος που απαιτεί τον υποχρεωτικό έλεγχο.

2.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας στους νόμιμους ελεγκτές και στα ελεγκτικά γραφεία.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να είναι επαγγελματικές ενώσεις, εφόσον υπόκεινται σε σύστημα δημόσιας εποπτείας που προβλέπεται στο κεφάλαιο VIII.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να χορηγήσουν άδεια νομίμων ελεγκτών μόνο σε φυσικά πρόσωπα που πληρούν τουλάχιστον τους όρους που θεσπίζονται στα άρθρα 4 και 6 έως 10.

4.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να χορηγούν άδεια ελεγκτικού γραφείου μόνο στις οντότητες που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα φυσικά πρόσωπα που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους για λογαριασμό ελεγκτικού γραφείου πρέπει να πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 6 έως 12 και να έχουν λάβει άδεια νόμιμου ελεγκτή στο εν λόγω κράτος μέλος·

β)

μια πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου σε μια οντότητα πρέπει να κατέχεται από ελεγκτικά γραφεία στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή από φυσικά πρόσωπα που πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 6 έως 12. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν ότι στα φυσικά αυτά πρόσωπα πρέπει επίσης να έχει χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος. Για το σκοπό του υποχρεωτικού ελέγχου των συνεταιρισμών και παρόμοιων οντοτήτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν άλλες ειδικές διατάξεις σε σχέση με τα δικαιώματα ψήφου·

γ)

μια πλειοψηφία έως 75 % το πολύ των μελών του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου της οντότητας πρέπει να είναι ελεγκτικά γραφεία στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή φυσικά πρόσωπα που πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 6 έως 12. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν ότι στα φυσικά αυτά πρόσωπα πρέπει επίσης να έχει χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος. Εάν το όργανο αυτό δεν έχει περισσότερα από δύο μέλη, ένα από αυτά πρέπει να πληροί τουλάχιστον τις προϋποθέσεις του παρόντος σημείου·

δ)

το γραφείο πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 4.

Τα κράτη μέλη δύνανται να θέσουν πρόσθετες προϋποθέσεις μόνο για το στοιχείο γ). Αυτές πρέπει να είναι ανάλογες προς τους επιδιωκομένους στόχους και να μην υπερβαίνουν το απολύτως αναγκαίο.

Άρθρο 4

Εντιμότητα

Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους δύνανται να χορηγούν άδεια μόνο σε φυσικά πρόσωπα ή γραφεία που έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας.

Άρθρο 5

Ανάκληση της άδειας

1.   Η άδεια του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου ανακαλείται εάν αμφισβητείται σοβαρά η εντιμότητά του. Τα κράτη μέλη δύνανται, ωστόσο, να ορίζουν εύλογο διάστημα προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις της εντιμότητας.

2.   Η άδεια ελεγκτικού γραφείου ανακαλείται εάν παύει να πληρούται μια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχεία β) και γ). Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εύλογη περίοδο για να πληρωθούν οι προϋποθέσεις αυτές.

3.   Όταν ανακαλείται για οποιοδήποτε λόγο η άδεια νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ανακαλείται η άδεια γνωστοποιεί το γεγονός αυτό και τους λόγους της ανάκλησης στις οικείες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία έχει επίσης χορηγηθεί άδεια στον νόμιμο ελεγκτή ή στο ελεγκτικό γραφείο, και τα στοιχεία αυτών των αρχών καταχωρίζονται στο μητρώο του πρώτου ανωτέρω κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

Άρθρο 6

Τίτλοι σπουδών

Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, ένα φυσικό πρόσωπο μπορεί να λάβει άδεια να διενεργεί νόμιμους ελέγχους μόνον εάν, αφού φθάσει στο επίπεδο εισαγωγής στο πανεπιστήμιο ή σε ισοδύναμο επίπεδο, ακολουθήσει πρόγραμμα θεωρητικής διδασκαλίας, πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση και επιτύχει σε εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας επιπέδου τέλους πανεπιστημιακών σπουδών ή ισοδύναμου επιπέδου, τις οποίες διοργανώνει ή αναγνωρίζει το οικείο κράτος μέλος.

Άρθρο 7

Εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας

Οι εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας κατ' άρθρο 6 εγγυώνται το επίπεδο των απαραίτητων θεωρητικών γνώσεων σε θέματα νομίμου ελέγχου και την ικανότητα πρακτικής εφαρμογής τους. Μέρος τουλάχιστον αυτών των εξετάσεων γίνεται γραπτώς.

Άρθρο 8

Έλεγχος θεωρητικών γνώσεων

1.   Ο έλεγχος θεωρητικών γνώσεων που περιλαμβάνεται στις εξετάσεις καλύπτει ιδίως τους ακόλουθους τομείς:

α)

θεωρία και αρχές γενικής λογιστικής·

β)

νομικές απαιτήσεις και πρότυπα για την κατάρτιση των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών·

γ)

διεθνή λογιστικά πρότυπα·

δ)

χρηματοοικονομική ανάλυση·

ε)

αναλυτική λογιστική εκμετάλλευσης·

στ)

διαχείριση κινδύνων και εσωτερικός έλεγχος·

ζ)

ελεγκτική και επαγγελματικά προσόντα·

η)

νομικές απαιτήσεις και επαγγελματικά πρότυπα που αφορούν τον υποχρεωτικό έλεγχο και τους νόμιμους ελεγκτές·

θ)

διεθνή ελεγκτικά πρότυπα·

ι)

επαγγελματική δεοντολογία και ανεξαρτησία.

2.   Καλύπτει επίσης τουλάχιστον τα ακόλουθα θέματα, εφόσον σχετίζονται με τον υποχρεωτικό έλεγχο:

α)

εταιρικό δίκαιο και εταιρική διακυβέρνηση·

β)

πτωχευτικό δίκαιο και παρεμφερείς διαδικασίες·

γ)

φορολογικό δίκαιο·

δ)

αστικό και εμπορικό δίκαιο·

ε)

δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης και εργατικό δίκαιο·

στ)

τεχνολογία της πληροφορίας και συστήματα πληροφορικής·

ζ)

οικονομική επιχειρήσεων, γενικά οικονομικά και χρηματοοικονομική·

η)

μαθηματικά και στατιστική·

θ)

βασικές αρχές χρηματοοικονομικής διοίκησης επιχειρήσεων.

3.   Η Επιτροπή δύναται, με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2, να προσαρμόσει τον κατάλογο θεμάτων που πρέπει να καλύπτει ο έλεγχος θεωρητικών γνώσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή, κατά τη θέσπιση των εκτελεστικών αυτών μέτρων, λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις στην ελεγκτική και στο ελεγκτικό επάγγελμα.

Άρθρο 9

Απαλλαγές

1.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 7 και 8, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι τα πρόσωπα που έχουν επιτύχει σε πανεπιστημιακές ή ισοδύναμες εξετάσεις ή κατέχουν πανεπιστημιακό πτυχίο ή ισοδύναμο τίτλο σε έναν ή περισσότερους από τους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 8, δύνανται να απαλλαγούν από τον έλεγχο θεωρητικών γνώσεων στους τομείς που καλύπτονται από αυτές τις εξετάσεις ή πτυχίο.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι οι κάτοχοι πανεπιστημιακών πτυχίων ή ισοδύναμων διπλωμάτων σε έναν ή περισσότερους από τους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 8 δύνανται να απαλλαγούν από τον έλεγχο ικανότητας πρακτικής εφαρμογής των θεωρητικών τους γνώσεων σε αυτούς τους τομείς εάν οι γνώσεις αυτές έχουν αποτελέσει αντικείμενο πρακτικής άσκησης επικυρωμένης με εξέταση ή δίπλωμα αναγνωρισμένα από το κράτος.

Άρθρο 10

Πρακτική άσκηση

1.   Για να εξασφαλίζεται η ικανότητα πρακτικής εφαρμογής των θεωρητικών γνώσεων που αποτελούν αντικείμενο εξετάσεων, οι ασκούμενοι πραγματοποιούν πρακτική άσκηση διάρκειας τριών ετών τουλάχιστον, η οποία θα καλύπτει μεταξύ άλλων τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών, των ενοποιημένων λογαριασμών ή παρόμοιων οικονομικών λογαριασμών. Η πρακτική άσκηση γίνεται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα σε νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο που έχει λάβει άδεια σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλη η πρακτική άσκηση γίνεται κοντά σε πρόσωπο που παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για την ικανότητά του να παράσχει πρακτική κατάρτιση.

Άρθρο 11

Απόκτηση προσόντων λόγω μακροχρόνιας πρακτικής πείρας

Ένα κράτος μέλος μπορεί να χορηγήσει άδεια νόμιμου ελεγκτή σε πρόσωπο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, εάν το πρόσωπο αυτό μπορεί να αποδείξει:

α)

είτε ότι έχει ασκήσει επί δεκαπενταετία επαγγελματικές δραστηριότητες που του επέτρεψαν να αποκτήσει επαρκή πείρα στο χρηματοοικονομικό, νομικό και λογιστικό τομέα και ότι επέτυχε στις εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας που αναφέρονται στο άρθρο 7·

β)

είτε ότι έχει ασκήσει επί επταετία επαγγελματικές δραστηριότητες σ' αυτούς τους τομείς, και επιπλέον πραγματοποίησε την πρακτική άσκηση που αναφέρεται στο άρθρο 10 και επέτυχε στις εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας που αναφέρονται στο άρθρο 7.

Άρθρο 12

Συνδυασμός πρακτικής άσκησης και θεωρητικής διδασκαλίας

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι περίοδοι θεωρητικής διδασκαλίας στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 8 συνυπολογίζονται στις περιόδους επαγγελματικής δραστηριότητας κατ' άρθρο 11, εφόσον η διδασκαλία αυτή έχει κυρωθεί με εξετάσεις που αναγνωρίζονται από το κράτος. Η διδασκαλία πρέπει να διαρκεί ένα έτος τουλάχιστον και δεν μπορεί να μειώσει την περίοδο επαγγελματικής δραστηριότητας κατά περισσότερο από τέσσερα έτη.

2.   Η περίοδος επαγγελματικής δραστηριότητας και πρακτικής άσκησης δεν είναι μικρότερη από τη διάρκεια του προγράμματος θεωρητικής διδασκαλίας μαζί με την πρακτική άσκηση κατ' άρθρο 10.

Άρθρο 13

Συνεχής εκπαίδευση

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι νόμιμοι ελεγκτές υποχρεούνται να συμμετέχουν σε κατάλληλα προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης για τη διατήρηση επαρκών θεωρητικών γνώσεων, επαγγελματικών προσόντων και αρχών αρκούντως υψηλού επιπέδου, και ότι η μη συμμόρφωση με την απαίτηση συνεχούς εκπαίδευσης επισύρει τις δέουσες κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 30.

Άρθρο 14

Χορήγηση άδειας σε νόμιμους ελεγκτές από άλλα κράτη μέλη

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θεσπίζουν διαδικασίες για την αδειοδότηση των νόμιμων ελεγκτών που έχουν ήδη λάβει άδεια σε άλλα κράτη μέλη. Οι διαδικασίες αυτές δεν υπερβαίνουν την υποχρεωτική δοκιμασία επάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (18). Η δοκιμασία αυτή διεξάγεται σε μια από τις γλώσσες που επιτρέπουν οι γλωσσικοί κανόνες που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος και καλύπτει μόνο την επάρκεια των γνώσεων του νόμιμου ελεγκτή σχετικά με τις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, εφόσον οι γνώσεις αυτές είναι χρήσιμες για τους υποχρεωτικούς ελέγχους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΜΗΤΡΩΟ

Άρθρο 15

Δημόσιο μητρώο

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που έχουν λάβει άδεια εγγράφονται σε δημόσιο μητρώο σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να μην εφαρμόζουν τις απαιτήσεις που προβλέπει το παρόν άρθρο και το άρθρο 16 σχετικά με τη γνωστοποίηση, μόνο αν είναι αναγκαίο προκειμένου να περιοριστεί άμεση και σημαντική απειλή για την προσωπική ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι σε κάθε νόμιμο ελεγκτή και ελεγκτικό γραφείο αντιστοιχεί στο δημόσιο μητρώο ένας ατομικός αριθμός. Οι απαιτούμενες για την εγγραφή στο μητρώο πληροφορίες αποθηκεύονται στο μητρώο ηλεκτρονικά και είναι ηλεκτρονικά προσιτές στο κοινό.

3.   Το δημόσιο μητρώο περιέχει επίσης το όνομα και τη διεύθυνση των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση της άδειας που αναφέρεται στο άρθρο 3, για τη διασφάλιση ποιότητας που αναφέρεται στο άρθρο 29, για τις έρευνες και κυρώσεις με αντικείμενο νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία που αναφέρονται στο άρθρο 30 και για τη δημόσια εποπτεία που αναφέρεται στο άρθρο 32.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το δημόσιο μητρώο είναι πλήρως λειτουργικό το αργότερο στις 29 Ιουνίου 2009.

Άρθρο 16

Εγγραφή των νόμιμων ελεγκτών στο μητρώο

1.   Όσον αφορά τους νόμιμους ελεγκτές, το δημόσιο μητρώο περιέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

όνομα, διεύθυνση και αριθμό καταχώρισης·

β)

κατά περίπτωση, όνομα, διεύθυνση, διεύθυνση δικτυακού τόπου και αριθμό καταχώρισης του ελεγκτικού γραφείου στο οποίο απασχολείται ο νόμιμος ελεγκτής ή με το οποίο είναι συνδεδεμένος ως εταίρος ή με άλλο τρόπο·

γ)

κάθε άλλη καταχώριση (καταχωρίσεις) νόμιμου ελεγκτή από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και ελεγκτή τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος (των ονομάτων) της αρχής (των αρχών) εγγραφής στο μητρώο και, εφόσον απαιτείται, του αριθμού (των αριθμών) καταχώρισης.

2.   Οι ελεγκτές τρίτης χώρας που έχουν εγγραφεί σε μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 45 εμφανίζονται στο μητρώο σαφώς υπό την ιδιότητά τους αυτή και όχι ως νόμιμοι ελεγκτές.

Άρθρο 17

Εγγραφή των ελεγκτικών γραφείων στο μητρώο

1.   Όσον αφορά τα ελεγκτικά γραφεία, το δημόσιο μητρώο περιέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

όνομα, διεύθυνση και αριθμό καταχώρισης·

β)

νομική μορφή·

γ)

διεύθυνση κέντρου παροχής πληροφοριών, κύριο υπεύθυνο πληροφόρησης και, κατά περίπτωση, διεύθυνση δικτυακού τόπου·

δ)

διεύθυνση όλων των γραφείων στο κράτος μέλος·

ε)

όνομα και αριθμό καταχώρισης όλων των νόμιμων ελεγκτών που εργάζονται στο ελεγκτικό γραφείο ή είναι συνδεδεμένοι με αυτό ως εταίροι ή άλλως·

στ)

όνομα και εμπορική διεύθυνση όλων των ιδιοκτητών ή μετόχων·

ζ)

όνομα και εμπορική διεύθυνση όλων των μελών του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου·

η)

κατά περίπτωση, συμμετοχή σε δίκτυο και κατάλογο ονομάτων και διευθύνσεων των ελεγκτικών γραφείων που είναι μέλη του δικτύου ή συνδέονται με αυτό, ή ένδειξη του τόπου στον οποίο οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες στο κοινό·

θ)

κάθε άλλη εγγραφή (εγγραφές) στο μητρώο ως ελεγκτικό γραφείο από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και ως ελεγκτική οντότητα από τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος (των ονομάτων) της αρχής (των αρχών) εγγραφής στο μητρώο και, εφόσον απαιτείται, του αριθμού (των αριθμών) καταχώρισης.

2.   Οι ελεγκτικές οντότητες από τρίτες χώρες που έχουν καταχωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 45 εμφανίζονται στο μητρώο σαφώς υπό την ιδιότητά τους αυτή και όχι ως ελεγκτικά γραφεία.

Άρθρο 18

Ενημέρωση των πληροφοριών που περιέχονται στο δημόσιο αρχείο

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία γνωστοποιούν χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για το δημόσιο μητρώο κάθε μεταβολή των στοιχείων που περιέχονται στο μητρώο. Το μητρώο ενημερώνεται αμέσως μετά τη γνωστοποίηση.

Άρθρο 19

Ευθύνη για τις πληροφορίες που περιέχονται στο μητρώο

Οι πληροφορίες που παρέχονται στις αρμόδιες δημόσιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 16, 17 και 18 υπογράφονται από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο. Όταν η αρμόδια αρχή ζητεί παροχή πληροφοριών ηλεκτρονικώς αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να γίνει με ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές (19).

Άρθρο 20

Γλώσσα

1.   Οι πληροφορίες που καταχωρίζονται στο δημόσιο μητρώο γράφονται σε μια από τις γλώσσες που επιτρέπονται από τους γλωσσικούς κανόνες που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν επιπλέον την καταχώριση των πληροφοριών σε οποιαδήποτε άλλη επίσημη γλώσσα της Κοινότητας. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν την επικύρωση της μετάφρασης των πληροφοριών.

Σε όλες τις περιπτώσεις, τα οικεία κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στο μητρώο αναφέρεται εάν η μετάφραση είναι ή όχι επικυρωμένη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ

Άρθρο 21

Επαγγελματική δεοντολογία

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι νόμιμοι ελεγκτές και όλα τα ελεγκτικά γραφεία υπόκεινται σε αρχές επαγγελματικής δεοντολογίας οι οποίες καλύπτουν τουλάχιστον την ιδιότητά τους ως προστατών του δημοσίου συμφέροντος, την ακεραιότητα και την αντικειμενικότητά τους, καθώς και την επαγγελματική τους ικανότητα και τη δέουσα επιμέλεια.

2.   Για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στην ελεγκτική λειτουργία και η ενιαία εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή μπορεί, με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2, να θεσπίζει μέτρα εφαρμογής βασιζόμενα επί των αρχών της επαγγελματικής δεοντολογίας.

Άρθρο 22

Ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, ο νόμιμος ελεγκτής ή/και το ελεγκτικό γραφείο είναι ανεξάρτητο από την ελεγχόμενη οντότητα και δεν συμμετέχει στις αποφάσεις της.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ένας νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο δεν διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο όταν υφίσταται οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση οικονομική, επαγγελματική σχέση, σχέση απασχόλησης ή άλλη σχέση μεταξύ του νομίμου ελεγκτή, του ελεγκτικού γραφείου ή του δικτύου –περιλαμβανομένης της παροχής συμπληρωματικών εξωελεγκτικών υπηρεσιών– και της ελεγχόμενης οντότητας, εξαιτίας της οποίας ένας αντικειμενικός, συνετός και ενημερωμένος τρίτος θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι διακυβεύεται η ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου. Όταν η ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου απειλείται από καταστάσεις όπως αυτοέλεγχος, ίδιο συμφέρον, ιδιότητα συνηγόρου, οικειότητα, εμπιστοσύνη ή εκφοβισμός, ο νόμιμος ελεγκτής ή το γραφείο εφαρμόζει διασφαλίσεις προκειμένου να περιορίζει τους κινδύνους. Εάν η έκταση των κινδύνων συγκρινόμενη με τις εφαρμοζόμενες διασφαλίσεις είναι τέτοια ώστε να κινδυνεύει η ανεξαρτησία τους, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο δεν διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ειδικότερα ότι, όσον αφορά τους υποχρεωτικούς ελέγχους των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος, ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο δεν διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο σε περίπτωση αυτοελέγχου ή ιδίου συμφέροντος, εφόσον τούτο απαιτείται για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο καταγράφουν στα έγγραφα εργασίας του ελέγχου όλους τους σημαντικούς κινδύνους στην ανεξαρτησία τους, καθώς και τις διασφαλίσεις που εφαρμόστηκαν προς περιορισμό των κινδύνων.

4.   Για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στην ελεγκτική λειτουργία και η ενιαία εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου η Επιτροπή μπορεί, με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2, να θεσπίζει βασιζόμενα σε αρχές μέτρα εφαρμογής σχετικά με:

α)

τους κινδύνους και τις διασφαλίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

β)

τις καταστάσεις στις οποίες η σοβαρότητα των κινδύνων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, είναι τέτοια που τίθενται σε κίνδυνο η ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου·

γ)

τις περιπτώσεις αυτοελέγχου και ιδίου συμφέροντος που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο, στις οποίες επιτρέπεται να διενεργούνται υποχρεωτικοί έλεγχοι ή δεν επιτρέπεται.

Άρθρο 23

Εμπιστευτικότητα και επαγγελματικό απόρρητο

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλες οι πληροφορίες και όλα τα έγγραφα στα οποία έχει πρόσβαση ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο προστατεύονται από κατάλληλους κανόνες εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου.

2.   Οι κανόνες εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου που εφαρμόζονται στους νόμιμους ελεγκτές ή στα ελεγκτικά γραφεία δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

3.   Όταν ένας νόμιμος ελεγκτής ή ένα ελεγκτικό γραφείο αντικαθίσταται από άλλο νόμιμο ελεγκτή ή άλλο ελεγκτικό γραφείο, ο προηγούμενος ελεγκτής ή γραφείο παρέχει στον αντικαταστάτη του πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν την ελεγχόμενη οντότητα.

4.   Ένας νόμιμος ελεγκτής ή ένα ελεγκτικό γραφείο που έχει πάψει να συμμετέχει σε συγκεκριμένη αποστολή ελέγχου και ένας πρώην νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο εξακολουθούν να υπόκεινται στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 όσον αφορά την ελεγκτική αυτή αποστολή.

Άρθρο 24

Ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα των νόμιμων ελεγκτών που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο για λογαριασμό των ελεγκτικών γραφείων

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ούτε οι ιδιοκτήτες ή οι μέτοχοι του ελεγκτικού γραφείου, ούτε τα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων του ελεγκτικού γραφείου ή συνδεδεμένης επιχείρησης παρεμβαίνουν στη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου με τρόπο που θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα του νόμιμου ελεγκτή που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο για λογαριασμό του ελεγκτικού γραφείου.

Άρθρο 25

Αμοιβή του νόμιμου ελεγκτή

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν κατάλληλοι κανόνες που εγγυώνται ότι η αμοιβή των νόμιμων ελεγκτών:

α)

δεν επηρεάζεται ούτε προσδιορίζεται από την παροχή συμπληρωματικών υπηρεσιών στην ελεγχόμενη οντότητα·

β)

δεν μπορεί να βασίζεται σε κανενός είδους αίρεση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΛΕΓΚΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Άρθρο 26

Ελεγκτικά πρότυπα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία να διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο σύμφωνα με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που υιοθετεί η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2. Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν εθνικό ελεγκτικό πρότυπο, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει υιοθετήσει διεθνές ελεγκτικό πρότυπο με το ίδιο αντικείμενο. Τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που έχουν υιοθετηθεί δημοσιεύονται πλήρως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε καθεμία από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας.

2.   Με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2 η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει για τη δυνατότητα εφαρμογής διεθνών ελεγκτικών προτύπων εντός της Κοινότητας Η Επιτροπή υιοθετεί διεθνή ελεγκτικά πρότυπα προς εφαρμογή στην Κοινότητα μόνον εάν αυτά:

α)

καταρτίζονται με κατάλληλες διαδικασίες, με δημόσια εποπτεία και διαφάνεια και τυγχάνουν γενικής διεθνούς αποδοχής·

β)

συμβάλλουν σε υψηλό βαθμό αξιοπιστίας και ποιότητας στους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 2 παράγραφος 3 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ και του άρθρου 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ· και

γ)

προάγουν το ευρωπαϊκό δημόσιο συμφέρον.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν διαδικασίες ελέγχου ή απαιτήσεις επιπλέον των διεθνών ελεγκτικών προτύπων ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να αποσύρουν μέρος αυτών των προτύπων, μόνο εάν αυτές απορρέουν από ειδικές εθνικές νομικές απαιτήσεις που σχετίζονται με το εύρος των υποχρεωτικών ελέγχων. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συμπληρωματικές αυτές διαδικασίες ελέγχου ή απαιτήσεις είναι συμβατές με την παράγραφο 2 στοιχεία β) και γ) και τις γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη πριν από την έγκρισή τους. Στην εξαιρετική περίπτωση της απόσυρσης μέρους ενός διεθνούς ελεγκτικού προτύπου, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις συγκεκριμένες εθνικές νομικές απαιτήσεις τους καθώς και τους λόγους διατήρησής τους, στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την έγκρισή τους σε εθνικό επίπεδο ή, σε περίπτωση απαιτήσεων οι οποίες ήδη υπάρχουν κατά τη θέσπιση διεθνούς ελεγκτικού προτύπου, τουλάχιστον εντός τριών μηνών από την θέσπιση του σχετικού διεθνούς ελεγκτικού προτύπου.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις σχετικά με τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών έως τις 29 Ιουνίου 2010.

Άρθρο 27

Υποχρεωτικοί έλεγχοι ενοποιημένων λογαριασμών

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κατά τον υποχρεωτικό έλεγχο των ενοποιημένων λογαριασμών ομίλου επιχειρήσεων:

α)

ο ελεγκτής του ομίλου ευθύνεται πλήρως για την έκθεση ελέγχου όσον αφορά τους ενοποιημένους λογαριασμούς·

β)

ο ελεγκτής του ομίλου επιβλέπει και διατηρεί αποδείξεις για την εκ μέρους του επίβλεψη του έλεγχου που διενήργησε ο ελεγκτής (οι ελεγκτές) τρίτης χώρας ή ο νόμιμος ελεγκτής (οι νόμιμοι ελεγκτές), ή η ελεγκτική οντότητα (οι ελεγκτικές οντότητες) τρίτης χώρας ή το ελεγκτικό γραφείο (τα ελεγκτικά γραφεία) για τους σκοπούς του ελέγχου του ομίλου. Οι αποδείξεις που διατηρεί ο ελεγκτής του ομίλου επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να ελέγχει καταλλήλως το έργο του·

γ)

εάν οντότητα που ανήκει στον όμιλο επιχειρήσεων ελέγχεται από ελεγκτή (ελεγκτές) ή οντότητα (οντότητες) ελέγχου τρίτης χώρας που δεν έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 47, ο ελεγκτής του ομίλου είναι υπεύθυνος να διασφαλίσει, εφόσον του ζητηθεί, την κατάλληλη παράδοση στις αρχές δημόσιας εποπτείας των αποδεικτικών εγγράφων του ελεγκτικού έργου που διενεργήθηκε από τον ελεγκτή (τους ελεγκτές) τρίτης χώρας ή το ελεγκτικό γραφείο (τα ελεγκτικά γραφεία), συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων εργασίας που είναι απαραίτητα για τον έλεγχο του ομίλου. Για να διασφαλίσει την παράδοση αυτή, ο ελεγκτής του ομίλου διατηρεί αντίγραφο των εγγράφων αυτών ή, εναλλακτικά, συμφωνεί με τον ελεγκτή (τους ελεγκτές) της τρίτης χώρας ή το ελεγκτικό γραφείο (τα ελεγκτικά γραφεία) ότι έχει δικαίωμα απεριόριστης πρόσβασης κατόπιν αιτήσεως ή λήψης οποιουδήποτε άλλου ενδεδειγμένου μέτρου. Εάν νομικά ή άλλα κωλύματα παρεμποδίζουν τη διαβίβαση των εγγράφων ελέγχου από μια τρίτη χώρα στον ελεγκτή του ομίλου, τα αποδεικτικά έγγραφα που διατηρεί ο ελεγκτής του ομίλου περιλαμβάνουν απόδειξη ότι προέβη σε κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στα αποδεικτικά έγγραφα του ελέγχου και, σε περίπτωση εμποδίων πέραν εκείνων της νομοθεσίας της χώρας, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα εμπόδια αυτά.

Άρθρο 28

Έκθεση ελέγχου

1.   Εάν ο νόμιμος έλεγχος διενεργείται από ελεγκτικό γραφείο, η έκθεση ελέγχου υπογράφεται από το νόμιμο ελεγκτή ή τους νόμιμους ελεγκτές που διενεργούν το νόμιμο έλεγχο για λογαριασμό του ελεγκτικού γραφείου. Σε εξαιρετικές περιστάσεις τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η υπογραφή αυτή δεν απαιτείται να γνωστοποιηθεί στο κοινό, εφόσον η γνωστοποίηση μπορεί να προκαλέσει άμεση και σημαντική απειλή για την προσωπική ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου. Σε κάθε περίπτωση το όνομα του ή των εμπλεκομένων γνωστοποιούνται στις οικείες αρμόδιες αρχές.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 51α παράγραφος 1 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ, αν η Επιτροπή δεν έχει υιοθετήσει κοινό πρότυπο για την έκθεση ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή μπορεί, με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, να υιοθετήσει κοινό πρότυπο για τις εκθέσεις ελέγχου των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών που καταρτίσθηκαν σύμφωνα με τα εγκεκριμένα διεθνή λογιστικά πρότυπα, προκειμένου να ενισχύσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ελεγκτική λειτουργία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 29

Συστήματα διασφάλισης ποιότητας

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι όλοι οι νόμιμοι ελεγκτές και όλα τα ελεγκτικά γραφεία υπόκεινται σε σύστημα διασφάλισης ποιότητας που πληροί τουλάχιστον τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το σύστημα είναι οργανωμένο ώστε να είναι ανεξάρτητο από τους εξεταζομένους νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία και υπόκειται στη δημόσια εποπτεία που προβλέπεται στο κεφάλαιο VIII·

β)

η χρηματοδότηση του συστήματος είναι εξασφαλισμένη και δεν δύναται να επηρεαστεί με αθέμιτο τρόπο από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία·

γ)

το σύστημα διαθέτει επαρκείς πόρους·

δ)

τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τους ελέγχους διασφάλισης ποιότητας πρέπει να έχουν κατάλληλη επαγγελματική εκπαίδευση και πείρα στον τομέα του υποχρεωτικού ελέγχου και της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, καθώς και ειδική κατάρτιση στον τομέα του ελέγχου διασφάλισης ποιότητας·

ε)

η επιλογή των προσώπων στα οποία θα ανατεθεί συγκεκριμένη αποστολή ελέγχου διασφάλισης ποιότητας γίνεται με αντικειμενική διαδικασία που αποβλέπει στην αποφυγή κάθε σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των προσώπων αυτών και του εξεταζομένου νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου·

στ)

ο έλεγχος διασφάλισης ποιότητας, βασιζόμενος σε κατάλληλο έλεγχο επιλεγμένων φακέλων ελέγχου, περιλαμβάνει εκτίμηση της συμμόρφωσης με τα εφαρμοστέα πρότυπα ελέγχου και τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας, της ποσότητας και της ποιότητας των δαπανηθέντων πόρων, των αμοιβών που κατεβλήθησαν και του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας του ελεγκτικού γραφείου·

ζ)

για τον έλεγχο διασφάλισης ποιότητας συντάσσεται έκθεση με τα κυριότερα συμπεράσματα του ελέγχου·

η)

ο έλεγχος διασφάλισης ποιότητας διενεργείται τουλάχιστον κάθε έξι χρόνια·

θ)

τα συνολικά αποτελέσματα του συστήματος διασφάλισης ποιότητας δημοσιεύονται κάθε χρόνο·

ι)

ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο δίνει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος συνέχεια στις συστάσεις που διατυπώνονται κατά τον έλεγχο ποιότητας.

Εάν δεν δοθεί συνέχεια στις συστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο ι), ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο υπόκεινται, εφόσον ενδείκνυται, σε πειθαρχικά μέτρα ή κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 30.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει, με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2, εκτελεστικά μέτρα προκειμένου να ενισχύσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ελεγκτική λειτουργία και να διασφαλίσει την ενιαία εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχεία α), β) και ε) έως ι).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 30

Συστήματα ερευνών και κυρώσεων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν αποτελεσματικά συστήματα ερευνών και κυρώσεων για τον εντοπισμό, τη διόρθωση και την πρόληψη της πλημμελούς εκτέλεσης του υποχρεωτικού ελέγχου.

2.   Με την επιφύλαξη των εθνικών καθεστώτων αστικής ευθύνης, τα κράτη μέλη προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις κατά των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων εάν ο υποχρεωτικός έλεγχος δεν διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα μέτρα που λαμβάνονται ή οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε νόμιμο ελεγκτή ή σε ελεγκτικό γραφείο δημοσιοποιούνται καταλλήλως. Οι κυρώσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα ανάκλησης της άδειας.

Άρθρο 31

Ευθύνη των ελεγκτών

Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τον αντίκτυπο των ισχυόντων εθνικών κανόνων περί ευθύνης επί της διενεργείας νομίμων ελέγχων στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές και τους όρους ασφάλισης των νομίμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων. Στην έκθεση περιλαμβάνεται και αντικειμενική ανάλυση των ορίων της οικονομικής ευθύνης. Όπου το κρίνει σκόπιμο, η Επιτροπή προβαίνει σε δημόσια διαβούλευση. Με βάση την έκθεση, η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, υποβάλλει συστάσεις στα κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙI

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 32

Αρχές δημόσιας εποπτείας

1.   Τα κράτη μέλη οργανώνουν αποτελεσματικό σύστημα δημόσιας εποπτείας των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων, το οποίο βασίζεται στις αρχές που διατυπώνονται στις παραγράφους 2 έως 7.

2.   Όλοι οι νόμιμοι ελεγκτές και όλα τα ελεγκτικά γραφεία υπόκεινται σε δημόσια εποπτεία.

3.   Η διοίκηση του συστήματος δημόσιας εποπτείας ανατίθεται σε μη επαγγελματίες που γνωρίζουν καλά τα θέματα που σχετίζονται με τον υποχρεωτικό έλεγχο. Τα κράτη μέλη μπορούν ωστόσο να επιτρέπουν τη συμμετοχή μειοψηφίας επαγγελματιών στη διοίκηση του συστήματος δημόσιας εποπτείας. Τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη διοίκηση του συστήματος δημόσιας εποπτείας επιλέγονται με ανεξάρτητη και διαφανή διαδικασία διορισμού.

4.   Το σύστημα δημόσιας εποπτείας πρέπει να έχει την τελική ευθύνη για την εποπτεία:

α)

της έγκρισης και εγγραφής στα μητρώα των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων·

β)

της υιοθέτησης προτύπων επαγγελματικής δεοντολογίας και εσωτερικού ελέγχου ποιότητας των ελεγκτικών γραφείων, καθώς και ελεγκτικών προτύπων, και

γ)

της συνεχούς εκπαίδευσης, της διασφάλισης ποιότητας και των συστημάτων ερευνών και πειθαρχικών κυρώσεων.

5.   Το σύστημα δημόσιας εποπτείας δικαιούται, εφόσον απαιτείται, να διεξάγει έρευνες σχετικά με νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία και να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα.

6.   Το σύστημα δημόσιας εποπτείας είναι διαφανές. Τούτο περιλαμβάνει τη δημοσίευση ετήσιων προγραμμάτων εργασίας και εκθέσεων δραστηριότητας.

7.   Το σύστημα δημόσιας εποπτείας χρηματοδοτείται επαρκώς. Η χρηματοδότησή του είναι εξασφαλισμένη και δεν επηρεάζεται με αθέμιτο τρόπο από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία.

Άρθρο 33

Συνεργασία μεταξύ των συστημάτων δημόσιας εποπτείας σε κοινοτικό επίπεδο

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ρυθμιστικές συμφωνίες για τα συστήματα δημόσιας εποπτείας επιτρέπουν αποτελεσματική συνεργασία σε κοινοτικό επίπεδο όσον αφορά τις εποπτικές δραστηριότητες των κρατών μελών. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη αναθέτουν σε συγκεκριμένη οντότητα την ευθύνη της συνεργασίας.

Άρθρο 34

Αμοιβαία αναγνώριση των ρυθμιστικών διατάξεων των κρατών μελών

1.   Οι ρυθμιστικές διατάξεις των κρατών μελών σέβονται την αρχή της κανονιστικής και εποπτικής αρμοδιότητας του κράτους μέλους στο οποίο έλαβε άδεια ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο και στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της ελεγχόμενης οντότητας.

2.   Σε περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου ενοποιημένων λογαριασμών, το κράτος μέλος που απαιτεί τον έλεγχο δεν δύναται να επιβάλει, για τους σκοπούς του ελέγχου, συμπληρωματικές απαιτήσεις για την εγγραφή στα μητρώα, τον έλεγχο διασφάλισης ποιότητας, τα ελεγκτικά πρότυπα, τα πρότυπα επαγγελματικής δεοντολογίας και την ανεξαρτησία, στο νόμιμο ελεγκτή ή στο ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο θυγατρικής εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος.

3.   Σε περίπτωση εταιρείας της οποίας οι τίτλοι είναι εισηγμένοι για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο η εταιρεία έχει την καταστατική της έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο οι τίτλοι είναι εισηγμένοι για διαπραγμάτευση δεν δύναται να επιβάλει, για τους σκοπούς του υποχρεωτικού ελέγχου, συμπληρωματικές απαιτήσεις για την εγγραφή στα μητρώα, τον έλεγχο της διασφάλισης ποιότητας, τα ελεγκτικά πρότυπα, τα πρότυπα επαγγελματικής δεοντολογίας και την ανεξαρτησία, στον νόμιμο ελεγκτή ή στο ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων ή των ενοποιημένων λογαριασμών της εταιρείας.

Άρθρο 35

Ορισμός των αρμόδιων αρχών

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν μία ή περισσότερες αρχές για τους σκοπούς των καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για το διορισμό αυτό.

2.   Οι αρμόδιες αρχές οργανώνονται ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων.

Άρθρο 36

Επαγγελματικό απόρρητο και ρυθμιστική συνεργασία των κρατών μελών

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας, την καταχώριση, τη διασφάλιση ποιότητας, τον έλεγχο και την πειθαρχία συνεργάζονται εφόσον είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των αντιστοίχων καθηκόντων τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι αρμόδιες αρχές σε ένα κράτος μέλος που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας, την εγγραφή στα μητρώα, τη διασφάλιση ποιότητας, τον έλεγχο και την πειθαρχία παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται στο πλαίσιο ερευνών που αφορούν υποχρεωτικούς ελέγχους.

2.   Η υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλους όσους εργάζονται ή έχουν εργαστεί για τις αρμόδιες αρχές. Οι πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο δεν δύνανται να αποκαλύπτονται σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αρχή, εκτός εάν αυτό απαιτείται από τους νόμους και τους κανονισμούς ή τις διοικητικές διαδικασίες ενός κράτους μέλους.

3.   Η παράγραφος 2 δεν παρεμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες. Οι ανταλλασσόμενες κατ' αυτόν τον τρόπο πληροφορίες καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου στο οποίο υπόκεινται όσοι εργάζονται ή έχουν εργαστεί για τις αρμόδιες αρχές.

4.   Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν αμελλητί, κατόπιν αιτήσεως, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Εφόσον απαιτείται, η αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλεται αίτηση παροχής πληροφοριών λαμβάνει αμελλητί όλα τα αναγκαία μέτρα για να συλλέξει τις ζητούμενες πληροφορίες. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται με τον τρόπο αυτό καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο από το οποίο δεσμεύονται τα πρόσωπα που απασχολούνται ή έχουν απασχοληθεί στην αρμόδια αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες.

Aν η αρμόδια αρχή-αποδέκτης της αίτησης δεν μπορεί να δώσει πληροφορίες χωρίς υπερβολική καθυστέρηση, ενημερώνει την αιτούσα αρχή σχετικά με τους λόγους.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αρνηθούν να απαντήσουν σε αίτηση παροχής πληροφοριών εάν:

α)

η χορήγηση των πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση παροχής πληροφοριών· ή

β)

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση παροχής πληροφοριών· ή

γ)

οι ίδιοι νόμιμοι ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση παροχής πληροφοριών.

Με την επιφύλαξη των εκ της ποινικής δικονομίας υποχρεώσεών τους, οι αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 τις χρησιμοποιούν αποκλειστικά για την άσκηση των προβλεπομένων από την παρούσα οδηγία καθηκόντων τους, καθώς και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται ειδικά με την άσκηση αυτών των καθηκόντων.

5.   Εάν μια αρμόδια αρχή συμπεραίνει ότι πράξεις αντίθετες προς την παρούσα οδηγία διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, το ανακοινώνει και το γνωστοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους. Η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους υποχρεούται να λάβει κατάλληλα μέτρα. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε για τα αποτελέσματα της παρέμβασής της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις.

6.   Αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη διενέργεια έρευνας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους στο έδαφος του τελευταίου.

Μπορεί επίσης να ζητήσει να επιτραπεί σε μέλη του προσωπικού της να συνοδεύσουν το προσωπικό της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους κατά τη διενέργεια της έρευνας.

Η έρευνα υπόκειται στον πλήρη έλεγχο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διενεργείται.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αρνηθούν να διενεργήσουν έρευνα που ζητείται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο ή να μην επιτρέψουν στο προσωπικό της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους να συνοδεύσει το δικό τους προσωπικό ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, εάν:

α)

η έρευνα αυτή ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους από το οποίο ζητήθηκε να τη διενεργήσει·

β)

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους αυτού·

γ)

τα πρόσωπα αυτά έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα για τις ίδιες πράξεις από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η σχετική αίτηση.

7.   Με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα για να διευκολύνει τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο των διαδικασιών ανταλλαγής πληροφοριών ή διασυνοριακών ερευνών που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΣΗ

Άρθρο 37

Διορισμός του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου

1.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή η ελεγκτική εταιρεία διορίζονται από τη γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών της ελεγχόμενης οντότητας.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν εναλλακτικά συστήματα ή όρους για το διορισμό του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου εφόσον τα εν λόγω συστήματα ή όροι αποσκοπούν να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου από τα εκτελεστικά μέλη του διοικητικού οργάνου ή από το διαχειριστικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας.

Άρθρο 38

Παύση και παραίτηση του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία μπορούν να παυθούν μόνο για βάσιμους λόγους. Η διάσταση απόψεων σχετικά με λογιστικούς χειρισμούς ή με ελεγκτικές διαδικασίες δεν αποτελεί βάσιμο λόγο παύσης.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ελεγχόμενη οντότητα και ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο ενημερώνουν την αρχή ή τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη δημόσια εποπτεία σχετικά με την παύση ή την παραίτηση του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου κατά τη διάρκεια της θητείας τους και την αιτιολογούν δεόντως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ

Άρθρο 39

Εφαρμογή σε μη εισηγμένες οντότητες δημοσίου συμφέροντος

Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν οντότητες δημοσίου συμφέροντος που δεν έχουν εκδώσει μεταβιβάσιμους τίτλους εισηγμένους για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και τον νόμιμο ελεγκτή τους (τους νόμιμους ελεγκτές τους) ή το ελεγκτικό γραφείο (τα ελεγκτικά γραφεία) από μια ή περισσότερες από τις απαιτήσεις του κεφαλαίου αυτού.

Άρθρο 40

Έκθεση διαφάνειας

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος δημοσιεύουν στο δικτυακό τους τόπο εντός τριών μηνών από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους ετήσια έκθεση διαφάνειας που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

περιγραφή της νομικής μορφής και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος·

β)

εάν το ελεγκτικό γραφείο ανήκει σε δίκτυο, περιγραφή του δικτύου και των νομικών και διαρθρωτικών σχέσεων στο δίκτυο·

γ)

περιγραφή της διοικητικής δομής του ελεγκτικού γραφείου·

δ)

περιγραφή του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας του ελεγκτικού γραφείου και δήλωση του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου σχετικά με την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του·

ε)

ημερομηνία του τελευταίου ελέγχου διασφάλισης ποιότητας που αναφέρεται στο άρθρο 29·

στ)

κατάλογο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος στις οποίες το ελεγκτικό γραφείο διενήργησε υποχρεωτικό έλεγχο κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος·

ζ)

δήλωση σχετικά με τις πρακτικές ανεξαρτησίας που εφαρμόζει το ελεγκτικό γραφείο, η οποία πρέπει επίσης να επιβεβαιώνει ότι διενεργήθηκε εσωτερικός έλεγχος ανεξαρτησίας·

η)

δήλωση σχετικά με την πολιτική που ακολουθεί το ελεγκτικό γραφείο όσον αφορά την συνεχή εκπαίδευση των νόμιμων ελεγκτών κατ' άρθρο 13·

θ)

χρηματοοικονομικές πληροφορίες που καταδεικνύουν την επιφάνεια του ελεγκτικού γραφείου, όπως ο συνολικός κύκλος εργασιών, κατανεμημένος σε αμοιβές για υποχρεωτικούς ελέγχους ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών και σε αμοιβές για άλλες υπηρεσίες εξακρίβωσης, υπηρεσίες φορολογικών συμβουλών και άλλες μη ελεγκτικές υπηρεσίες·

ι)

πληροφορίες σχετικά με τη βάση αμοιβής των εταίρων.

Τα κράτη μέλη μπορούν σε εξαιρετικές συνθήκες να μην εφαρμόζουν την απαίτηση του στοιχείου στ) εφόσον τούτο είναι αναγκαίο προκειμένου να περιοριστεί άμεση και σημαντική απειλή για την προσωπική ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου.

2.   Η έκθεση διαφάνειας υπογράφεται από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο, ανάλογα με την περίπτωση. Αυτό μπορεί, επί παραδείγματι, να γίνει με ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ.

Άρθρο 41

Ελεγκτική επιτροπή

1.   Κάθε οντότητα δημοσίου συμφέροντος έχει μια ελεγκτική επιτροπή. Τα κράτη μέλη ορίζουν εάν αυτή πρέπει να αποτελείται από μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού ή/και του εποπτικού οργάνου της ελεγχόμενης οντότητας ή/και από μέλη που διορίζονται από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας. Ένα τουλάχιστον μέλος της ελεγκτικής επιτροπής είναι ανεξάρτητο και έχει αρμοδιότητα σε λογιστικά ή/και ελεγκτικά θέματα.

Στις οντότητες δημοσίου συμφέροντος που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (20) τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν να εκτελούνται τα καθήκοντα της ελεγκτικής επιτροπής από το διοικητικό ή εποπτικό όργανο στο σύνολό του, εφόσον τουλάχιστον όταν ο πρόεδρος του οργάνου αυτού είναι εκτελεστικό μέλος, δεν προΐσταται της ελεγκτικής επιτροπής.

2.   Με την επιφύλαξη της ευθύνης των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού συμβουλίου, ή άλλων μελών που έχουν ορισθεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας, η ελεγκτική επιτροπή είναι μεταξύ άλλων επιφορτισμένη με:

α)

την παρακολούθηση της διαδικασίας χρηματοοικονομικής πληροφόρησης·

β)

την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, εσωτερικού λογιστικού ελέγχου, κατά περίπτωση, και διαχείρισης κινδύνων·

γ)

την επίβλεψη του υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών·

δ)

τον έλεγχο και την παρακολούθηση της ανεξαρτησίας του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου, και ιδίως την παροχή συμπληρωματικών υπηρεσιών στην ελεγχόμενη οντότητα.

3.   Η πρόταση της διοικούσας επιτροπής ή του εποπτικού συμβουλίου οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος για τον ορισμό νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, βασίζεται σε σύσταση της ελεγκτικής επιτροπής.

4.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο υποβάλλουν έκθεση στην ελεγκτική επιτροπή σχετικά με τα βασικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά τον υποχρεωτικό έλεγχο, και ιδίως σχετικά με κάθε ουσιαστική αδυναμία του εσωτερικού ελέγχου σε σχέση με τη διαδικασία χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.

5.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν ή αποφασίζουν ότι οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν ισχύουν για μια οντότητα δημοσίου συμφέροντος που έχει όργανο παρεμφερές με ελεγκτική επιτροπή, που έχει συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους στο οποίο έχει καταχωριστεί η ελεγχόμενη οντότητα. Σε αυτή την περίπτωση, η οντότητα αποκαλύπτει ποιο όργανο εκτελεί αυτές τις λειτουργίες και ποια είναι η σύνθεσή του.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από την υποχρέωση ελεγκτικής επιτροπής:

α)

οντότητες δημοσίου συμφέροντος οι οποίες είναι θυγατρικές επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/EΟΚ, εφόσον η οντότητα πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 έως 4 σε επίπεδο ομίλου·

β)

οντότητες δημόσιου συμφέροντος οι οποίες είναι επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων, ως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 85/611/EΟΚ. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εξαιρούν οντότητες δημοσίου συμφέροντος αποκλειστικός σκοπός των οποίων είναι οι συλλογικές επενδύσεις κεφαλαίων που προέρχονται από το δημόσιο, οι οποίες λειτουργούν με βάση την αρχή του καταμερισμού του κινδύνου και δεν επιδιώκουν να αποκτήσουν νομικό ή διαχειριστικό έλεγχο οιουδήποτε εκ των εκδοτών των σχετικών επενδύσεών τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω οντότητες έχουν λάβει άδεια και υπόκεινται στην εποπτεία των αρμόδιων αρχών και διαθέτουν θεματοφύλακα που ασκεί λειτουργίες ισοδύναμες με αυτές που ορίζει η οδηγία 85/611/EΟΚ·

γ)

οντότητες δημόσιου συμφέροντος, αποκλειστικό αντικείμενο των οποίων είναι να ενεργούν ως εκδότες τίτλων ασφαλισμένων με περιουσιακά στοιχεία, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής (21). Στις περιπτώσεις αυτές, το κράτος μέλος απαιτεί από την οντότητα να εξηγήσει στο κοινό τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν είναι σκόπιμο να έχει είτε ελεγκτική επιτροπή ή διοικητικό ή εποπτικό όργανο επιφορτισμένο με τις λειτουργίες ελεγκτικής επιτροπής·

δ)

πιστωτικοί οργανισμοί κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/12/EΚ των οποίων οι μετοχές δεν έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε ρυθμισμένη αγορά οιουδήποτε κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/EΚ και οι οποίοι, συστηματικά και κατ' επανάληψη, εκδίδουν μόνο χρεόγραφα, όταν το συνολικό ονομαστικό ποσόν όλων αυτών των χρεογράφων δεν υπερβαίνει τα 100 000 000 ευρώ και δεν έχουν δημοσιεύσει ενημερωτικά φυλλάδια βάσει της οδηγίας 2003/71/EΚ.

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία

1.   Επιπλέον των άρθρων 22 και 24, κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν το νόμιμο έλεγχο μιας οντότητας δημοσίου συμφέροντος:

α)

επιβεβαιώνουν κάθε χρόνο γραπτώς στην ελεγκτική επιτροπή την ανεξαρτησία τους έναντι της ελεγχόμενης οντότητας δημοσίου συμφέροντος·

β)

γνωστοποιούν κάθε χρόνο στην ελεγκτική επιτροπή οιεσδήποτε συμπληρωματικές υπηρεσίες παρείχαν στην ελεγχόμενη οντότητα· και

γ)

εξετάζουν από κοινού με την ελεγκτική επιτροπή οιεσδήποτε απειλές στην ανεξαρτησία των νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων και τις διασφαλίσεις που εφαρμόζονται για τον περιορισμό αυτών των απειλών, όπως τεκμηριώνονται από τους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τουλάχιστον ο κύριος εταίρος ελεγκτής που είναι υπεύθυνος για τη διενέργεια υποχρεωτικού ελέγχου αντικαθίσταται εκ περιτροπής στα καθήκοντα υποχρεωτικού ελέγχου που ασκεί το αργότερο εντός επταετίας μετά την ημερομηνία ορισμού του και έχει δικαίωμα να συμμετέχει εκ νέου στο λογιστικό έλεγχο της ελεγχόμενης οντότητας ύστερα από ελάχιστη περίοδο δύο ετών.

3.   Ο νόμιμος ελεγκτής ή ο κύριος εταίρος ελεγκτής που διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο για λογαριασμό του ελεγκτικού γραφείου απαγορεύεται να αναλάβει διοικητική θέση-κλειδί στην ελεγχόμενη οντότητα πριν από την πάροδο δύο ετών τουλάχιστον από την παραίτησή του ως νομίμου ελεγκτή ή κυρίου εταίρου ελεγκτή από τα καθήκοντα υποχρεωτικού ελέγχου.

Άρθρο 43

Διασφάλιση ποιότητας

Ο έλεγχος διασφάλισης ποιότητας του άρθρου 29 διενεργείται τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια για τους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΤΥΧΕΣ

Άρθρο 44

Χορήγηση άδειας σε νόμιμους ελεγκτές από τρίτες χώρες

1.   Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να χορηγήσουν, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, άδεια νόμιμου ελεγκτή σε ελεγκτή από τρίτη χώρα, εάν αυτός αποδείξει ότι πληροί απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες που προβλέπουν τα άρθρα 4 και 6 έως 13.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, προτού χορηγήσουν άδεια σε έναν ελεγκτή τρίτης χώρας που πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 14.

Άρθρο 45

Εγγραφή στα μητρώα και εποπτεία ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων τρίτης χώρας

1.   Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους εγγράφουν, σύμφωνα με τα άρθρα 15 έως 17, στο μητρώο τους όλους τους ελεγκτές και τις ελεγκτικές οντότητες από τρίτες χώρες που υποβάλλουν έκθεση ελέγχου σχετικά με ετήσιους ή ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρείας συσταθείσας εκτός της Κοινότητας της οποίας οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά αυτού του κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, εκτός εάν η εταιρεία έχει εκδώσει αποκλειστικώς χρεόγραφα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ (22), η ονομαστική αξία των οποίων ανέρχεται τουλάχιστον σε 50 000 ευρώ ανά μονάδα ή, σε περίπτωση χρεογράφων εκπεφρασμένων σε άλλο νόμισμα, ισοδύναμων, κατά την ημερομηνία της έκδοσης, σε τουλάχιστον 50 000 ευρώ.

2.   Τα άρθρα 18 και 19 εφαρμόζονται.

3.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τους εγγεγραμμένους στο μητρώο τους ελεγκτές και ελεγκτικές οντότητες τρίτων χωρών στα εθνικά συστήματα εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας και ερευνών και κυρώσεων. Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν τους εγγεγραμμένους ελεγκτές και ελεγκτικές οντότητες από τρίτες χώρες από την υπαγωγή στο δικό τους σύστημα διασφάλισης ποιότητας, εάν ένα σύστημα διασφάλισης ποιότητας άλλου κράτους μέλους ή μιας τρίτης χώρας που έχει εκτιμηθεί ως ισοδύναμο σύμφωνα με το άρθρο 46, έχει ήδη διενεργήσει έλεγχο ποιότητας του ελεγκτή ή της ελεγκτικής οντότητας από τρίτη χώρα κατά τη διάρκεια των τριών προηγηθέντων ετών.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 46, οι εκθέσεις ελέγχου που αφορούν τους ετήσιους ή τους ενοποιημένους λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίες εκδίδονται από ελεγκτές ή ελεγκτικές οντότητες τρίτων χωρών που δεν είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο του κράτους μέλους, δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα σε αυτό το κράτος μέλος.

5.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να εγγράψει στο μητρώο του ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας μόνον εάν:

α)

πληροί απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες του άρθρου 3 παράγραφος 3·

β)

η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου της ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας πληροί απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες των άρθρων 4 έως 10·

γ)

ο ελεγκτής τρίτης χώρας που διενεργεί τον έλεγχο για λογαριασμό της ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας πληροί απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες των άρθρων 4 έως 10·

δ)

οι έλεγχοι των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών της παραγράφου 1 διενεργούνται σύμφωνα με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 26 και με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 22, 24 και 25 ή σύμφωνα με ισοδύναμα πρότυπα και απαιτήσεις·

ε)

δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο ετήσια έκθεση διαφάνειας που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 40 ή πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις γνωστοποίησης.

6.   Προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία εφαρμογή της παραγράφου 5 στοιχείο δ), η ισοδυναμία που αναφέρεται σε αυτήν αξιολογείται από την Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και αποφασίζεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2. Εν αναμονή της απόφασης αυτής από την Επιτροπή, τα κράτη μέλη δύνανται να αξιολογούν την ισοδυναμία που αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο δ) ενόσω η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση.

Άρθρο 46

Παρέκκλιση σε περίπτωση ισοδυναμίας

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, να μην εφαρμόσουν ή να τροποποιήσουν τις απαιτήσεις του άρθρου 45 παράγραφοι 1 και 3, μόνον εάν οι εκεί αναφερόμενοι ελεγκτές τρίτης χώρας ή ελεγκτικές οντότητες υπόκεινται, στην οικεία τρίτη χώρα, σε συστήματα δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας, ερευνών και κυρώσεων που πληρούν απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες των άρθρων 29, 30 και 32.

2.   Προς ενιαία εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η ισοδυναμία που μνημονεύεται σε αυτήν αξιολογείται από την Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και αποφασίζεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2. Τα κράτη μέλη δύνανται να αξιολογούν την ισοδυναμία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή να βασίζονται στις αξιολογήσεις που διενήργησαν άλλα κράτη μέλη ενόσω η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση. Εάν η Επιτροπή αποφασίσει ότι η απαίτηση ισοδυναμίας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν έχει τηρηθεί, δύναται να επιτρέψει στους ενδιαφερόμενους ελεγκτές και ελεγκτικές οντότητες να συνεχίσουν τις ελεγκτικές τους δραστηριότητες σύμφωνα με τις απαιτήσεις του οικείου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια κατάλληλης μεταβατικής περιόδου.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή:

α)

τις αξιολογήσεις της αναφερόμενης στην παράγραφο 2 ισοδυναμίας που έκαναν, και

β)

τα κύρια στοιχεία της συνεργασίας που συμφώνησαν με τα συστήματα δημόσιας εποπτείας τρίτων χωρών, τη διασφάλιση ποιότητας και τις έρευνες και κυρώσεις, βάσει της παραγράφου 1.

Άρθρο 47

Συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών

1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας των εγγράφων εργασίας του ελέγχου ή άλλων εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων στους οποίους έχουν χορηγήσει άδεια, υπό τους ακόλουθους όρους:

α)

τα ανωτέρω έγγραφα εργασίας του ελέγχου ή τα άλλα έγγραφα αφορούν ελέγχους εταιρειών που έχουν εκδώσει κινητές αξίες σε αυτή την τρίτη χώρα ή που μετέχουν σε όμιλο που εκδίδει υποχρεωτικούς ενοποιημένους λογαριασμούς σε αυτή την τρίτη χώρα·

β)

η διαβίβαση γίνεται μέσω των αρμόδιων αρχών της χώρας καταγωγής στις αρμόδιες αρχές αυτής της τρίτης χώρας ύστερα από αίτησή τους·

γ)

οι αρμόδιες αρχές αυτής της τρίτης χώρας πληρούν απαιτήσεις που έχουν αναγνωριστεί κατάλληλες σύμφωνα με την παράγραφο 3·

δ)

οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχουν συνάψει συμφωνίες συνεργασίας·

ε)

η μεταφορά προσωπικών δεδομένων σε τρίτη χώρα είναι σύμφωνη με το κεφάλαιο ΙV της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

2.   Οι συμφωνίες συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές αιτιολογούν την αίτηση διαβίβασης των εγγράφων εργασίας του ελέγχου και των άλλων εγγράφων·

β)

τα πρόσωπα που απασχολούνται ή απασχολήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας που έλαβε τις πληροφορίες υπόκεινται σε υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου·

γ)

οι αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα έγγραφα εργασίας του ελέγχου και τα άλλα έγγραφα μόνο για την άσκηση καθηκόντων δημόσιας εποπτείας, διασφάλισης ποιότητας και ερευνών που πληρούν απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες των άρθρων 29, 30 και 32·

δ)

η αίτηση αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας για διαβίβαση εγγράφων εργασίας του ελέγχου ή άλλων εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου μπορεί να απορριφθεί:

εάν η διαβίβαση ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Κοινότητας ή του κράτους μέλους αποδέκτη της αίτησης, ή

εάν έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους αποδέκτη της αίτησης.

3.   Η καταλληλότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) αποφασίζεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2 προκειμένου να διευκολύνεται η συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών. Η αξιολόγηση της καταλληλότητας γίνεται σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, και βασίζεται στις απαιτήσεις του άρθρου 36 ή σε απαιτήσεις ουσιωδώς ισοδύναμων λειτουργικών αποτελεσμάτων. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την απόφαση της Επιτροπής.

4.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στους νόμιμους ελεγκτές και στα ελεγκτικά γραφεία στα οποία έχουν χορηγήσει άδεια να διαβιβάσουν φύλλα εργασίας και άλλα έγγραφα απευθείας στις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας, εφόσον:

α)

οι έρευνες κινήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές αυτής της τρίτης χώρας·

β)

η διαβίβαση δεν αντιβαίνει προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία ως προς τη διαβίβαση εγγράφων εργασίας ελέγχου ή άλλων εγγράφων στις αρμόδιες αρχές της χώρας καταγωγής τους·

γ)

υπάρχουν συμφωνίες συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας οι οποίες παρέχουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αμοιβαία και άμεση πρόσβαση στα έγγραφα εργασίας του ελέγχου και σε άλλα έγγραφα των ελεγκτικών οντοτήτων της τρίτης χώρας·

δ)

η αιτούσα αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας πληροφορεί εκ των προτέρων την αρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου για κάθε αίτηση παροχής πληροφοριών που υποβάλλεται απευθείας και αναφέρει τους σχετικούς λόγους·

ε)

πληρούνται οι όροι της παραγράφου 2.

5.   Η Επιτροπή μπορεί, με τη διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2, να εξειδικεύσει τις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών και να διασφαλίσει την ενιαία εφαρμογή της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

6.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις συμφωνίες συνεργασίας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 48

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή (εφεξής «η επιτροπή»).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 της απόφασης αυτής.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

4.   Με την επιφύλαξη των εκτελεστικών μέτρων που έχουν ήδη θεσπισθεί, και με την εξαίρεση των διατάξεων του άρθρου 26, κατά τη λήξη χρονικής περιόδου δύο ετών μετά την έκδοση της παρούσας οδηγίας, και το αργότερο την 1η Απριλίου 2008, αναστέλλεται η εφαρμογή των διατάξεών της που απαιτούν την έγκριση τεχνικών κανόνων, τροποποιήσεων και αποφάσεων σύμφωνα με την παράγραφο 2. Κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να ανανεώσουν τις σχετικές διατάξεις με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης και, προς το σκοπό αυτό, τις επανεξετάζουν πριν από τη λήξη της ανωτέρω περιόδου.

Άρθρο 49

Τροποποίηση της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ και της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ

1.   Η οδηγία 78/660/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο άρθρο 43 παράγραφος 1 προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

15.

«χωριστά, οι συνολικές αμοιβές που χρέωσε κατά το οικονομικό έτος ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο για τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών, οι συνολικές αμοιβές που χρεώθηκαν για άλλες υπηρεσίες εξακρίβωσης, οι συνολικές αμοιβές που χρεώθηκαν για υπηρεσίες φορολογικών συμβουλών και οι συνολικές υπηρεσίες που χρεώθηκαν για λοιπές μη ελεγκτικές υπηρεσίες.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η απαίτηση αυτή δεν ισχύει όταν η εταιρεία περιλαμβάνεται στους ενοποιημένους λογαριασμούς που απαιτείται να συνταχθούν βάσει του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/EOK, υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες δίνονται στις σημειώσεις στους ενοποιημένους λογαριασμούς».

β)

Το άρθρο 44 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

1.   «Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στις εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 11 να καταρτίσουν συνοπτικό προσάρτημα χωρίς τις πληροφορίες που απαιτούνται από το άρθρο 43 παράγραφος 1 σημεία 5 έως 12, 14α και 15. Ωστόσο, το προσάρτημα πρέπει να περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 43 παράγραφος 1 σημείο 6 συνολικά, για όλα τα σχετικά στοιχεία».

γ)

Το άρθρο 45 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η παράγραφος 1 στοιχείο β) ισχύει επίσης για τις πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 43 παράγραφος 1 σημείο 8.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 27 να παραλείπουν τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που ορίζονται στο άρθρο 43 παράγραφος 1 σημείο 8. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να επιτρέπουν στις εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 27 να παραλείπουν τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που ορίζονται στο άρθρο 43 παράγραφος 1 σημείο 15, εφόσον οι πληροφορίες αυτές παραδίδονται στο δημόσιο σύστημα εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 32 της οδηγίας 2006/43/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετησίων και των ενοποιημένων λογαριασμών (23), εφόσον τούτο απαιτείται από ένα τέτοιο σύστημα δημόσιας εποπτείας.

2.   Στο άρθρο 34 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

16.

«Ξεχωριστά, οι συνολικές αμοιβές που χρέωσε κατά τη διαχειριστική χρήση ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο για τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών, οι συνολικές αμοιβές που χρεώθηκαν για άλλες υπηρεσίες εξακρίβωσης, οι συνολικές αμοιβές που χρεώθηκαν για υπηρεσίες φορολογικών συμβουλών και οι συνολικές υπηρεσίες που χρεώθηκαν για λοιπές μη ελεγκτικές υπηρεσίες».

Άρθρο 50

Κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ

Η οδηγία 84/253/ΕΟΚ καταργείται με ισχύ από τις 29 Ιουνίου 2006. Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται αναφορές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 51

Μεταβατική διάταξη

Οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία που έχουν λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με την οδηγία 84/253/ΕΟΚ πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 53 παράγραφος 1, θεωρούνται ότι έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 52

Ελάχιστη εναρμόνιση

Το κράτος μέλος που απαιτεί τον υποχρεωτικό έλεγχο μπορεί να επιβάλει αυστηρότερες απαιτήσεις, εκτός εάν ορίζεται άλλως εκ της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 53

Μεταφορά

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν πριν από τις 29 Ιουνίου 2008 τις αναγκαίες διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

2.   Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των ουσιωδών διατάξεων που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 54

Έναρξη ισχύος

H παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 55

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 17 Μαΐου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. WINKLER


(1)  ΕΕ C 157 της 28.6.2005, σ. 115.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 2006.

(3)  ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 178 της 17.7.2003, σ. 16).

(4)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/51/ΕΚ.

(5)  ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/51/ΕΚ.

(6)  ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2003/51/ΕΚ.

(7)  ΕΕ L 126 της 12.5.1984, σ. 20.

(8)  ΕΕ C 143 της 8.5.1998, σ. 12.

(9)  ΕΕ L 91 της 31.3.2001, σ. 91.

(10)  ΕΕ L 191 της 19.7.2002, σ. 22.

(11)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(13)  ΕΕ L 52 της 25.2.2005, σ. 51.

(14)  Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

(15)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1.)

(16)  ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/29/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 70 της 9.3.2006, σ. 50).

(17)  ΕΕ L 207 της 18.8.2003, σ. 1.

(18)  ΕΕ L 19 της 24.1.1989, σ. 16· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 206 της 31.7.2001, σ. 1).

(19)  ΕΕ L 13 της 19.1.2000, σ. 12.

(20)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(21)  ΕΕ L 149 της 30.4.2004, σ. 1.

(22)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(23)  ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87


Top