ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 27ης Ιουνίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑380/17

Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie,

K,

B

παρισταμένων των:

H. Y. ( 2 ),

Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie

[αίτηση του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/86/ΕΚ – Διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που καθίστανται ευθέως και ανεπιφύλακτα εφαρμοστέες βάσει του εθνικού δικαίου – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως – Ευνοϊκότερο καθεστώς των προσφύγων – Άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο – Απόρριψη αιτήσεως – Μη τήρηση της τρίμηνης προθεσμίας από τη χορήγηση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Ενδεικτική προθεσμία»

I. Εισαγωγή

1.

Στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, που υποβλήθηκε από το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες), το Δικαστήριο καλείται, αφενός, να αποφανθεί επί της αρμοδιότητάς του να ερμηνεύσει την οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης ( 3 ), σε περίπτωση που, μολονότι η επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση αποκλείεται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της πράξεως αυτής, το εθνικό δίκαιο, με το οποίο μεταφέρθηκε η οδηγία αυτή στην εσωτερική έννομη τάξη, επέκτεινε μονομερώς το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας προκειμένου να καλύψει τέτοιες καταστάσεις. Το ζήτημα αυτό τέθηκε και στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑257/17, C και Α, στην οποία αναπτύσσω τις προτάσεις μου επίσης σήμερα.

2.

Αφετέρου, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της φύσεως της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86, ειδικότερα επί του ζητήματος κατά πόσον οι εθνικές αρχές επιτρέπεται να απορρίπτουν την αίτηση οικογενειακής επανενώσεως για τον λόγο και μόνον ότι δεν τηρήθηκε η εν λόγω προθεσμία.

II. Το νομικό και πραγματικό πλαίσιο

Α.   Το διεθνές δίκαιο

3.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία θεσπίστηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και τέθηκε προς υπογραφή, επικύρωση και προσχώρηση με το υπ’ αριθ. 44/25 ψήφισμα της 20ής Νοεμβρίου 1989, ορίζει ότι «σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, […] πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού».

4.

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), με τίτλο «Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής»:

«Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.»

Β.   Το δίκαιο της Ένωσης

5.

Το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 4 ) (στο εξής: Χάρτης), το οποίο φέρει τον τίτλο «Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής», ορίζει τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του.»

6.

Το άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη ορίζει τα ακόλουθα:

«(2)   Σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

(3)   Κάθε παιδί έχει δικαίωμα να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απ’ ευθείας επαφές με τους δύο γονείς του, εκτός εάν τούτο είναι αντίθετο προς το συμφέρον του.»

7.

Η οδηγία 2003/86 καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως που απολαύουν οι υπήκοοι τρίτης χώρας οι οποίοι διαμένουν νομίμως στην επικράτεια των κρατών μελών. Κατά την αιτιολογική της σκέψη 2, η οδηγία αυτή σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, και ειδικότερα το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται με πολλές πράξεις του διεθνούς δικαίου, και μεταξύ αυτών, ειδικότερα, με τα προαναφερθέντα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του Χάρτη.

8.

Κατά την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2003/86, «[θ]α πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των προσφύγων, εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και που τους εμποδίζουν να διεξάγουν εκεί κανονικό οικογενειακό βίο. Θα πρέπει, συνεπώς, να προβλεφθούν πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματός τους οικογενειακής επανένωσης».

9.

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

β)

“πρόσφυγας”: κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που απολαύει καθεστώτος πρόσφυγα κατά την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης περί του καθεστώτος των προσφύγων, της 28ης Ιουλίου 1951, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967».

10.

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 ορίζει ότι «[η] παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν ο συντηρών:

γ)

έχει λάβει άδεια διαμονής σε κράτος μέλος δυνάμει επικουρικών μορφών προστασίας, σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις, την εθνική νομοθεσία ή τις πρακτικές των κρατών μελών, ή ζητεί άδεια να διαμείνει σε αυτή τη βάση και αναμένει απόφαση σχετικά με το καθεστώς του.»

11.

Το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/86 ορίζει ότι «[κ]ατά την εξέταση μιας αίτησης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το μείζον συμφέρον των ανηλίκων τέκνων».

12.

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 ορίζει τα εξής:

«Κατά την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει το πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο συντηρών διαθέτει:

α)

κατάλυμα το οποίο να θεωρείται κανονικό για αντίστοιχη οικογένεια στην αυτή περιοχή και το οποίο να πληροί τις γενικές προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος·

β)

ασφάλιση ασθενείας για τον ίδιο/την ίδια και τα μέλη της οικογένειάς του/της, που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων, οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς στο οικείο κράτος μέλος·

γ)

σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου/της ιδίας και των μελών της οικογένειάς του/της, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη αξιολογούν τους πόρους αυτούς με βάση τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο των κατώτατων εθνικών μισθών και συντάξεων καθώς και τον αριθμό των μελών της οικογένειας.»

13.

Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86, το οποίο εντάσσεται στο κεφάλαιο V, με τίτλο «Οικογενειακή επανένωση προσφύγων»:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τον πρόσφυγα ή/και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του/της να προσκομίσει, προκειμένου για αιτήσεις που αφορούν τα μέλη της οικογένειας […] αποδεικτικά στοιχεία για το ότι ο πρόσφυγας πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 7.

[…]

Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον πρόσφυγα να πληροί τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, εάν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης δεν υποβλήθηκε εντός τριών μηνών από τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα.»

14.

Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση απόρριψης αίτησης, ανάκλησης ή άρνησης της ανανέωσης της άδειας διαμονής, ή σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του συντηρούντος ή μελών της οικογένειάς του.»

15.

Το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας ( 5 ), ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

στ)

“πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας.»

Γ.   Το ολλανδικό δίκαιο

16.

Κατά το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας), αίτηση για χορήγηση θεωρήσεως για διαμονή άνω των τριών μηνών, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνιστά αίτηση εισόδου και διαμονής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας. Μια τέτοια αίτηση υποβάλλεται προς όφελος μέλους της οικογένειας που κατοικεί στην αλλοδαπή ή στην περίπτωση που το μέλος της οικογένειας εισήλθε στις Κάτω Χώρες συγχρόνως με τον συντηρούντα. Μετά την υποβολή της αιτήσεως αυτής, ο Υφυπουργός μπορεί να χορηγήσει αυτεπαγγέλτως στο εν λόγω μέλος της οικογένειας άδεια διαμονής λόγω ασύλου.

17.

Το άρθρο 29, παράγραφος 4, του wet tot algehele herziening van de Vreemdelingenwet, Vreemdelingenwet 2000 (νόμου περί γενικής αναθεωρήσεως του νόμου περί αλλοδαπών, στο εξής: Vw 2000), της 23ης Νοεμβρίου 2000, ορίζει ότι: «[η] άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου του άρθρου 28 δύναται επίσης να χορηγηθεί σε μέλος της οικογένειας κατά την έννοια της παραγράφου 2, το οποίο απλώς δεν ήλθε να εγκατασταθεί με τον κατά την έννοια της παραγράφου 1 αλλοδαπό εντός τριών μηνών από τη χορήγηση στον τελευταίο άδειας διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 28, αν εντός της τρίμηνης αυτής προθεσμίας υποβλήθηκε από αυτό το μέλος της οικογένειας ή για λογαριασμό του αίτηση για τη χορήγηση θεωρήσεως για διαμονή άνω των τριών μηνών».

III. Οι διαφορές της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18.

Ο προσφεύγουσες Κ και Β (στο εξής: Κ και Β ή προσφεύγουσες Κ και Β) είναι υπήκοοι τρίτης χώρας (Ερυθραία). Είναι, αντιστοίχως, η σύζυγος και η ανήλικη θυγατέρα, γεννηθείσα την 1η Ιουλίου 2014, υπηκόου τρίτης χώρας που κατοικεί στις Κάτω Χώρες (στο εξής: συντηρών FG). Ο συντηρών FG είναι, από τις 23 Σεπτεμβρίου 2014, δικαιούχος άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου λόγω ασύλου (στο εξής: άδεια διαμονής λόγω ασύλου). Αυτή η άδεια διαμονής λόγω ασύλου του παρέχει επικουρική προστασία.

19.

Κατόπιν συζητήσεως με τρίτο οργανισμό, τον VluchtelingenWerk Nederland ( 6 ), ο συντηρών FG κατάλαβε αρχικώς ότι δεν είχε νόημα να υποβάλει αίτηση για οικογενειακή επανένωση. Ωστόσο, ο συντηρών FG υπέβαλε τελικώς τέτοια αίτηση, βάσει του άρθρου 29, παράγραφοι 2 και 4, του Vw 2000, για λογαριασμό των Κ και Β, πλην όμως εκπροθέσμως ( 7 ).

20.

Με δύο αποφάσεις της 20ής Απριλίου 2015 και της 8ης Νοεμβρίου 2015, ο Υφυπουργός επικύρωσε την απόρριψη της αιτήσεως για οικογενειακή επανένωση που υποβλήθηκε από τον συντηρούντα FG για λογαριασμό των προσφευγουσών K και B, για τον λόγο ότι η αίτηση δεν είχε υποβληθεί εντός της προθεσμίας των τριών μηνών και ότι η υπέρβαση της προθεσμίας αυτής δεν ήταν συγγνωστή βάσει του άρθρου 29, παράγραφοι 2 και 4, του Vw 2000.

21.

Με απόφαση της 24ης Ιουνίου 2016, το rechtbank Den Haag, zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείο Χάγης, τόπος συνεδριάσεως το Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες, στο εξής: πρωτοβάθμιο δικαστήριο) απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή των K και B κατά της αποφάσεως που απέρριψε την αίτησή τους για οικογενειακή επανένωση.

22.

Οι προσφεύγουσες Κ και Β προσέβαλαν την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Πρώτον, προσάπτουν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι δεν αναγνώρισε ότι ο συγγνωστός χαρακτήρας της υπερβάσεως της τρίμηνης προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του σκοπού και του λόγου υπάρξεως της προθεσμίας αυτής. Δεύτερον, κατά τις K και B, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως θεμελίωσε την κρίση του επί του γεγονότος ότι ο συντηρών FG γνώριζε ότι έπρεπε να υποβάλει την αίτηση εντός της τρίμηνης προθεσμίας και ότι θα όφειλε να ενημερωθεί ειδικότερα για τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση οικογενειακής επανενώσεως πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής. Τρίτον, οι Κ και Β προσάπτουν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι δεν αναγνώρισε ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση της προθεσμίας του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 ως λόγου αποκλεισμού και ότι ο Υφυπουργός έπρεπε να λάβει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας κατά την εκτίμησή του. Επιπλέον, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 5, και το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, η εκτίμηση αυτή έπρεπε επίσης να λαμβάνει υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Τέταρτον, οι Κ και Β υποστηρίζουν ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε, εσφαλμένως, να κρίνει ότι η παραπομπή στη συνήθη αίτηση για τη χορήγηση θεωρήσεως για διαμονή άνω των τριών μηνών με σκοπό την οικογενειακή επανένωση θίγει τον σκοπό της οδηγίας 2003/86 και την πρακτική της αποτελεσματικότητα.

23.

Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, καθόσον η οδηγία 2003/86 αποκλείει τους δικαιούχους επικουρικής προστασίας από το πεδίο εφαρμογής της. Συγκεκριμένα, μολονότι ο Ολλανδός νομοθέτης παρέπεμψε στο περιεχόμενο της οδηγίας αυτής, θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης στις διατάξεις που έχουν ληφθεί από το δίκαιο της Ένωσης να δίδεται ομοιόμορφη ερμηνεία ( 8 ). Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Nolan (C‑583/10, στο εξής: απόφαση Nolan, EU:C:2012:638), δεν υπάρχει συμφέρον της Ένωσης για ομοιόμορφη ερμηνεία πράξεως που αφορά εσωτερική κατάσταση η οποία ρητώς αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της πράξεως αυτής ( 9 ). Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες κατά πόσον η απόφαση Nolan εξακολουθεί να εφαρμόζεται στο μέτρο που η απόφαση αυτή δεν αφορά κατάσταση για την οποία το δίκαιο της Ένωσης κατέστη εφαρμοστέο ευθέως και ανεπιφύλακτα ( 10 ). Ωστόσο, το Δικαστήριο, συγκεκριμένα με την απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten (C‑268/15, EU:C:2016:874), δεν παραπέμπει πλέον στην απόφαση αυτή· για τον λόγο αυτόν το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η απόφαση Nolan θα μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο να θεωρήσει εαυτό αναρμόδιο να δώσει απάντηση στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

24.

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86. Κατά το αιτούν δικαστήριο, όταν η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως υποβάλλεται εκπροθέσμως και η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας δεν είναι συγγνωστή, διότι η αιτία της μπορεί να καταλογισθεί στον συντηρούντα FG, η αίτηση αυτή δεν εξετάζεται ως προς την ουσία της· ο Υφυπουργός δεν λαμβάνει επομένως υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 5 (συνεκτίμηση του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού), ούτε αυτές του άρθρου 17 (συνεκτίμηση των ατομικών περιστάσεων) της οδηγίας 2003/86. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι απαιτείται ακριβέστερη ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, προκειμένου να εκτιμηθούν οι αιτιάσεις που προβάλλουν οι προσφεύγουσες Κ και Β.

25.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι το Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας [2003/86], και της αποφάσεως [Nolan], αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ολλανδικών δικαστηρίων σχετικά με την ερμηνεία διατάξεων της οδηγίας αυτής σε υπόθεση η οποία αφορά το δικαίωμα διαμονής μέλους της οικογένειας δικαιούχου επικουρικής προστασίας αν στο ολλανδικό δίκαιο ορίζεται ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται ευθέως και ανεπιφύλακτα στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας;

2)

Αντιτίθεται το σύστημα της οδηγίας [2003/86] […] σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας αίτηση για οικογενειακή επανένωση βάσει των ευνοϊκότερων διατάξεων του κεφαλαίου V της οδηγίας αυτής δύναται να απορριφθεί για τον λόγο και μόνον ότι δεν υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας;

Είναι σημαντικό για την απάντηση στο ερώτημα αυτό να είναι δυνατή, σε περίπτωση υπερβάσεως της προαναφερθείσας προθεσμίας, η υποβολή, είτε πριν είτε μετά από απόρριψη, αιτήσεως για οικογενειακή επανένωση, στο πλαίσιο της οποίας εξετάζεται αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/86 και λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και οι περιστάσεις των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 5, παράγραφος 5, και στο άρθρο 17 της ίδιας οδηγίας;»

26.

Στην υπό κρίση υπόθεση γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι προσφεύγουσες Κ και Β, η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

27.

Κατά την κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση με τη συναφή υπόθεση C‑257/17, C και A, η οποία έλαβε χώρα ενώπιον του Δικαστηρίου στις 19 Μαρτίου 2018, οι προσφεύγοντες C και A, στη συνέχεια οι προσφεύγουσες K και B, η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

IV. Ανάλυση

Α.   Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

28.

Ο συντηρών FG διαθέτει άδεια διαμονής λόγω ασύλου η οποία του παρέχει επικουρική προστασία. Υπέβαλε αίτηση οικογενειακής επανενώσεως για λογαριασμό των προσφευγουσών Κ και Β δυνάμει της οδηγίας 2003/86.

29.

Το σαφές γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 διευκρινίζει ότι «[αυτή] δεν εφαρμόζεται όταν ο συντηρών […] έχει λάβει άδεια διαμονής σε κράτος μέλος δυνάμει επικουρικών μορφών προστασίας, σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις, την εθνική νομοθεσία ή τις πρακτικές των κρατών μελών» ( 11 ). Ο συντηρών FG δεν καλύπτεται επομένως ratione materiae από την οδηγία 2003/86 ( 12 ).

30.

Ωστόσο, ο Ολλανδός νομοθέτης αποφάσισε μονομερώς να εφαρμόσει τις ευνοϊκότερες διατάξεις σχετικά με την οικογενειακή επανένωση των προσφύγων, που περιέχονται στο κεφάλαιο V της οδηγίας 2003/86, στις οποίες συγκαταλέγεται το άρθρο 12, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από το αιτούν δικαστήριο, στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας και στα μέλη της οικογένειάς τους ( 13 ). Η προκειμένη περίπτωση είναι κατάσταση διεπόμενη από το εθνικό δίκαιο. Με άλλα λόγια, πρόκειται για επέκταση του πεδίου εφαρμογής ratione materiae του ολλανδικού καθεστώτος, ήτοι του Vw 2000, στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να εξεταστεί αν δικαιολογείται η ερμηνεία από το Δικαστήριο των διατάξεων τις οποίες αφορούν τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, και επομένως υφίσταται αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, όπως δέχονται το αιτούν δικαστήριο, η Ολλανδική Κυβέρνηση και οι προσφεύγουσες στην υπόθεση της κύριας δίκης, αλλά αμφισβητεί η Επιτροπή.

31.

Κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί της ερμηνείας των Συνθηκών καθώς και των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Από το άρθρο αυτό συνάγεται ότι απόκειται αποκλειστικώς στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμούν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να εκδώσουν τη δική τους απόφαση όσο και το πρόσφορο των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο ( 14 ). Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα από τα εθνικά δικαστήρια ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει ( 15 ).

32.

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε επανειλημμένως ότι είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που αφορούσαν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σε περιπτώσεις στις οποίες τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Βεβαίως, η Ένωση έχει συμφέρον να μεριμνά για την ομοιόμορφη ερμηνεία μιας διατάξεως ορισμένης πράξεώς της καθώς και των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρουν την εν λόγω διάταξη στην εσωτερική έννομη τάξη και την καθιστούν εφαρμοστέα ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω πράξεως.

33.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η ερμηνεία, από μέρους του, διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σε καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαιολογείται όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει την εφαρμογή τους ευθέως και ανεπιφύλακτα στις καταστάσεις αυτές για να εξασφαλισθεί ομοιόμορφη μεταχείριση τόσο των εν λόγω καταστάσεων όσο και εκείνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ( 16 ). Το Δικαστήριο καλείται, επομένως, να ελέγξει αν υφίστανται αρκούντως σαφείς ενδείξεις ώστε να μπορέσει να διαπιστώσει ότι το εθνικό δίκαιο προβλέπει τέτοια ευθεία και ανεπιφύλακτη παραπομπή στο δίκαιο της Ένωσης. Κατά κύριο λόγο, μόνο βάσει των διευκρινίσεων τις οποίες παρέχει το εθνικό δικαστήριο στην απόφασή του περί παραπομπής δύναται το Δικαστήριο να κρίνει αν είναι αρμόδιο να απαντήσει στα υποβληθέντα ενώπιόν του ερωτήματα ( 17 ).

34.

Βεβαίως, σύμφωνα με την απόφαση Nolan, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ή να υποτεθεί ότι υφίσταται συμφέρον της Ένωσης για την ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων πράξεως που εξέδωσε ο νομοθέτης της Ένωσης σε τομέα εξαιρούμενο από το πεδίο εφαρμογής της πράξεως αυτής ( 18 ). Πράγματι, κατά τη συλλογιστική αυτή, «εάν ο νομοθέτης της Ένωσης εκθέτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι η πράξη που εξέδωσε δεν εφαρμόζεται σε ορισμένο τομέα, παραιτείται, […], από τον σκοπό της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων δικαίου στον εν λόγω εξαιρούμενο τομέα» ( 19 ).

35.

Εντούτοις, η απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Solar Electric Martinique (C‑303/16, στο εξής: απόφαση Solar Electric Martinique, EU:C:2017:773), η οποία αφορούσε επίσης περίπτωση ρητού αποκλεισμού από το πεδίο εφαρμογής οδηγίας της Ένωσης ( 20 ), διευκρίνισε, κατά την άποψή μου, ορισμένες σκέψεις της αποφάσεως Nolan. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διευκρίνισε στη σκέψη 29 της αποφάσεως Solar Electric Martinique, ότι «[ε]ίναι, βεβαίως, πιθανόν η Ένωση να έχει συμφέρον να ερμηνεύονται κατά τρόπο ενιαίο [οι έννοιες της επίμαχης οδηγίας] προκειμένου να αποφεύγονται στο μέλλον αποκλίσεις ως προς την ερμηνεία» ( 21 ). Επομένως, καίτοι από την απόφαση Nolan συναγόταν ότι ένα τέτοιο συμφέρον έπαυε να υφίσταται σε περίπτωση ρητού αποκλεισμού από τον νομοθέτη της Ένωσης, η απόφαση Solar Electric Martinique δεν επιβεβαίωσε την ανάγνωση αυτή. Πάντα σε σχέση με περίπτωση ρητού αποκλεισμού από το πεδίο εφαρμογής οδηγίας, η απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, SGI και Valeriane (C‑459/17 και C‑460/17) απορρίπτει, όπως φαίνεται οριστικά, την προσέγγιση που έγινε προηγουμένως δεκτή με την απόφαση Nolan, δεχόμενη ότι, παρά τον ρητό αυτό αποκλεισμό, υφίσταται οπωσδήποτε συμφέρον της Ένωσης ( 22 ) για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων ή των εννοιών που προέρχονται από το δίκαιο της Ένωσης, ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόζονται, προς αποφυγή ερμηνευτικών αποκλίσεων στο μέλλον, εφόσον το εθνικό δίκαιο παραπέμπει ευθέως και ανεπιφύλακτα στη διάταξη της οδηγίας της οποίας ζητείται η ερμηνεία από το Δικαστήριο ( 23 ).

36.

Τούτο συμβαίνει, επίσης, και εν προκειμένω.

37.

Συγκεκριμένα, οι διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο είναι αρκούντως σαφείς και δεικνύουν ότι το εθνικό δίκαιο, συμμορφούμενο προς το δίκαιο της Ένωσης, παραπέμπει ευθέως και ανεπιφύλακτα στο τελευταίο. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι ολλανδικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις εγκαθιδρύουν κοινό νομικό καθεστώς για τις οικογενειακές επανενώσεις προσφύγων και δικαιούχων επικουρικής προστασίας. Κατά τον Υφυπουργό, η επιλογή αυτή αιτιολογείται από το γεγονός ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αναγνωρίζει τις ίδιες έννομες συνέπειες σε άδειας διαμονής λόγω ασύλου που απορρέει από επικουρική προστασία και σε άδεια διαμονής λόγω ασύλου που απορρέει από το καθεστώς πρόσφυγα. Το αιτούν δικαστήριο καθώς και η Ολλανδική Κυβέρνηση και οι προσφεύγουσες Κ και Β εκτιμούν ότι ο Ολλανδός νομοθέτης κατέστησε το κεφάλαιο V της οδηγίας 2003/86 ευθέως και ανεπιφύλακτα εφαρμοστέο στις καταστάσεις που, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής, δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας.

38.

Τέλος, αν το Δικαστήριο δεν ήταν, εν προκειμένω, αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86, το αιτούν δικαστήριο θα ήταν υποχρεωμένο να το ερμηνεύσει το ίδιο προκειμένου να επιλύσει τη διαφορά επί της ουσίας. Στην πράξη, η ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης από τον εθνικό δικαστή θα μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο του δικαίου αυτού και να οδηγήσει σε προσέγγιση ουσιωδώς διαφορετική από αυτήν που θα μπορούσε να υιοθετήσει το Δικαστήριο. Επιπλέον, θα μπορούσε να αποθαρρύνει τα εθνικά δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους να εγείρουν στο μέλλον ένα τέτοιο ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, η έννοια την ερμηνεία της οποίας ζητά το αιτούν δικαστήριο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και μπορεί να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

39.

Συνεπώς, εκτιμώ ότι υφίσταται συμφέρον της Ένωσης για ομοιόμορφη ερμηνεία, αφενός, προκειμένου να αποφευχθεί απόκλιση στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, και, αφετέρου, λόγω της ανάγκης να μην αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο καταστάσεις που ένα κράτος μέλος επέλεξε να ευθυγραμμίσει με το δίκαιο της Ένωσης. Βάσει των ανωτέρω, η Ένωση έχει συμφέρον για την ομοιόμορφη ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων. Επιπλέον, οι διευκρινίσεις που δόθηκαν από το αιτούν δικαστήριο είναι αρκούντως ακριβείς και βεβαιώνουν ότι το εθνικό δίκαιο, συμμορφούμενο προς το δίκαιο της Ένωσης, παραπέμπει ευθέως και ανεπιφύλακτα στο τελευταίο.

40.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι είναι αρμόδιο να απαντήσει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα.

Β.   Επί της ερμηνείας της προβλεπόμενης στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 τρίμηνης προθεσμίας

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

41.

Πρέπει, κατ’ αρχάς, να σημειωθεί ότι το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως, που αναγνωρίζεται και ρυθμίζεται με την οδηγία 2003/86, αποτελεί ειδική έκφανση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής, το οποίο, με τη σειρά του, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 7 του Χάρτη και, ως τέτοιο, προστατεύεται στην έννομη τάξη της Ένωσης ( 24 ). Η άμεση σχέση μεταξύ του θεμελιώδους δικαιώματος στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής και του δικαιώματος της οικογενειακής επανενώσεως αναγνωρίζεται ειδικώς από την οδηγία 2003/86, στην αιτιολογική σκέψη 2 ( 25 ).

42.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ρητώς ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και, ειδικότερα, του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής, όπως κατοχυρώνεται τόσο στην ΕΣΔΑ όσο και στον Χάρτη ( 26 ). Το άρθρο 7 του Χάρτη πρέπει να συσχετισθεί με την υποχρέωση συνεκτιμήσεως του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού, που αναγνωρίζεται με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και με την αναγκαιότητα να διατηρεί το παιδί τακτικά προσωπικές σχέσεις με τους δύο γονείς του, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ( 27 ). Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι κάθε αίτηση υποβληθείσα από παιδί ή από τους εκπροσωπούντες αυτό κατά νόμο για είσοδο σε κράτος μέλος ή για τη μετοίκηση από αυτό με σκοπό την οικογενειακή επανένωση εξετάζεται από τα κράτη μέλη με θετικό πνεύμα, ανθρωπισμό και ταχύτητα ( 28 ).

43.

Ασφαλώς, τα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη, τονίζοντας τη σημασία της οικογενειακής ζωής για τα παιδιά, δεν έχουν την έννοια ότι στερούν από τα κράτη μέλη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν όταν εξετάζουν τις αιτήσεις οικογενειακής επανενώσεως ( 29 ). Πάντως, κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου αυτού και τον καθορισμό κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της οδηγίας 2003/86, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, όπως, εξάλλου, προκύπτει από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 2 και του άρθρου 5, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, που επιβάλλουν στα κράτη μέλη να εξετάζουν τις επίμαχες αιτήσεις οικογενειακής επανενώσεως προς το συμφέρον των οικείων παιδιών και επιδιώκοντας τη διευκόλυνση της οικογενειακής ζωής ( 30 ).

44.

Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη σημασία ορισμένων διεθνών πράξεων, μεταξύ άλλων, του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα ( 31 ) και της Συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού, σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τις οποίες το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη για την εφαρμογή των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Η Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού δεσμεύει, όπως και οι λοιπές προαναφερθείσες διεθνείς πράξεις, όλα τα κράτη μέλη ( 32 ).

45.

Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ενδεχόμενη διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη από τις διατάξεις της οδηγίας 2003/86 πρέπει να ασκείται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μη θίγεται ούτε ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ο οποίος συνίσταται στην προώθηση της οικογενειακής επανενώσεως, ούτε η πρακτική αποτελεσματικότητά της ( 33 ).

46.

Εξάλλου, κατά το Δικαστήριο, από το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, το οποίο ορίζει ότι, σε περίπτωση απορρίψεως αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, «[τ]α κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του», προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξετάζουν εξατομικευμένα τις αιτήσεις οικογενειακής επανενώσεως ( 34 ).

47.

Η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών αρχών που διατυπώνονται στη νομολογία.

2. Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

48.

Δεν αμφισβητείται ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως για λογαριασμό των προσφευγουσών Κ και Β υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας από τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα (στο εξής: τρίμηνη προθεσμία) που ορίζεται στο άρθρο 29, παράγραφοι 2 και 4, του Vw 2000 και μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 ( 35 ).

49.

Στο εθνικό δίκαιο, η τήρηση της τρίμηνης προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 προβλέπεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως αυτής. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως δεν εξετάζεται υπό το πρίσμα του άρθρου 5, παράγραφος 5 (δηλαδή, δεν λαμβάνεται υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού), και του άρθρου 17 (δηλαδή, κατ’ ουσίαν, δεν λαμβάνονται υπόψη ατομικές περιστάσεις) της οδηγίας 2003/86 ( 36 ). Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 29, παράγραφοι 2 και 4, του Vw 2000 δεν παρέχει καμία δυνατότητα ώστε να λάβει χώρα, κατ’ εξαίρεση, στάθμιση συμφερόντων ή άλλης μορφής ελαστική αντιμετώπιση.

50.

Ωστόσο, ο Υφυπουργός εκτιμά αν, για ανθρωπιστικούς λόγους, η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας είναι συγγνωστή, αλλά δεν προβαίνει σε στάθμιση των συμφερόντων και εξετάζει αν η αιτία της υπερβάσεως της προθεσμίας δύναται ευλόγως να καταλογιστεί στον ενδιαφερόμενο συντηρούντα ή στο μέλος της οικογένειάς του. Εντούτοις, στην περίπτωση που η αίτηση δεν υποβάλλεται εντός της ταχθείσας προθεσμίας και ο Υφυπουργός δεν κρίνει ότι η υπέρβαση της προθεσμίας είναι συγγνωστή, απορρίπτει την αίτηση αυτή χωρίς να την εξετάσει επί της ουσίας. Ο Υφυπουργός δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/86 ούτε του άρθρου 17 της οδηγίας αυτής.

51.

Αντιθέτως, κατά το αιτούν δικαστήριο, επιτρέπεται, είτε πριν είτε μετά την απόρριψη της αιτήσεως λόγω υπερβάσεως της τρίμηνης προθεσμίας, η οποία δεν είναι συγγνωστή κατά την εκτίμηση του Υφυπουργού, ο πρόσφυγας να υποβάλει συνήθη αίτηση θεωρήσεως για διαμονή διάρκειας μεγαλύτερης των τριών μηνών προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως, βάσει της κοινής διαδικασίας της οδηγίας 2003/86. Κατά τον Υφυπουργό, ο συντηρών FG δεν μπορεί πλέον, δεδομένου ότι έχει υπερβεί την τρίμηνη προθεσμία, να επικαλεστεί τις ευνοϊκότερες διατάξεις του κεφαλαίου V της οδηγίας αυτής. Στην περίπτωση αυτή, ο Υφυπουργός εκτιμά κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας· ωστόσο, μπορεί να απαλλάξει τον ενδιαφερόμενο πρόσφυγα-συντηρούντα από την υποχρέωση να διαθέτει σταθερούς και τακτικούς πόρους καθώς και από την υποχρέωση καταβολής τελών, εξετάζοντας συγχρόνως την αίτηση υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

52.

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, καταρχάς, αν η οδηγία 2003/86 αποκλείει εθνική διάταξη που ορίζει ότι αίτηση για οικογενειακή επανένωση υποβληθείσα βάσει των ευνοϊκότερων διατάξεων του κεφαλαίου V της οδηγίας αυτής δύναται να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, για τον λόγο και μόνον ότι υποβλήθηκε μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας. Ακολούθως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν είναι δυνατή, σε περίπτωση υπερβάσεως της προθεσμίας αυτής, η υποβολή, είτε πριν είτε μετά από απορριπτική απόφαση, αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, στο πλαίσιο της οποίας εξετάζεται η τήρηση των όρων του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας και λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και οι περιστάσεις των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 5, παράγραφος 5, καθώς και στο άρθρο 17 της οδηγίας.

53.

Το αιτούν δικαστήριο εξετάζει δύο ερμηνευτικές εκδοχές του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86. Υπό την πρώτη ερμηνευτική εκδοχή, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι θα μπορούσε να συναχθεί από το άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ότι το τελευταίο θέτει την προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως υποβάλλεται εντός τρίμηνης προθεσμίας. Σε αντίθεση προς το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, η τρίμηνη προθεσμία δεν αποτελεί ανοικτό κανόνα του οποίου το περιεχόμενο θα έπρεπε να εξειδικευθεί από το εθνικό δίκαιο, όπως οι τεθείσες με το άρθρο αυτό απαιτήσεις οι οποίες ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2010, Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117), και της 21ης Απριλίου 2016, Khachab (C‑558/14, EU:C:2016:285). Το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 έλαβε υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, δεν φαίνεται να απαιτεί ούτε εξέταση επί της ουσίας ούτε στάθμιση συμφερόντων όταν η απαίτηση αυτή δεν ικανοποιείται. Αντιθέτως, η δεύτερη ερμηνευτική εκδοχή που εξετάζεται από το αιτούν δικαστήριο απορρέει από συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 5, και του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/86. Σύμφωνα με αυτή, κατά την υποβολή αιτήσεως και κατά την εξέτασή της, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το συμφέρον του ανήλικου παιδιού, και σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αυτής, τα κράτη μέλη πρέπει να εκτιμούν τις ατομικές περιστάσεις του συντηρούντος ή του δικαιούχου του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως.

54.

Υιοθετώ πλήρως τη δεύτερη αυτή ερμηνευτική εκδοχή.

55.

Προτού εξεταστούν τα ερωτήματα σχετικά με την έννοια και την ίδια τη φύση της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86, πρέπει να υπομνησθεί το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο αυτό.

56.

Η οδηγία 2003/86 διακρίνει δύο καθεστώτα οικογενειακής επανενώσεως: αφενός, ένα κοινό καθεστώς που προορίζεται για τους υπηκόους τρίτης χώρας, του οποίου οι ουσιαστικές προϋποθέσεις απαριθμούνται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 7 της οδηγίας αυτής και, αφετέρου, ένα καθεστώς καλούμενο «ευνοϊκότερο ( 37 )» ή καθεστώς «προτιμήσεως ( 38 )», σχετικό με την οικογενειακή επανένωση των προσφύγων, του οποίου οι προϋποθέσεις περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο V της οδηγίας 2003/86 και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, του οποίου ζητείται η ερμηνεία. Το τελευταίο αυτό άρθρο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κεφαλαίου V της εν λόγω οδηγίας και παρέχει τη δυνατότητα, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 8 της εν λόγω οδηγίας, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως των προσφύγων, να τους αποδοθεί ιδιαίτερη προσοχή και, για τον λόγο αυτόν, να προβλεφθούν ως προς αυτούς ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματός τους οικογενειακής επανενώσεως. Η οικονομία της οδηγίας αυτής επιβεβαιώνει αυτό το ευνοϊκότερο καθεστώς που ισχύει για τους πρόσφυγες, δεδομένου ότι πλείονες διατάξεις, μεταξύ άλλων το άρθρο 10, το άρθρο 11, παράγραφος 2, και το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας ( 39 ), αποκλίνουν από το κοινό καθεστώς της οδηγίας αυτής.

57.

Υπό το πρίσμα αυτό, όταν ένας πρόσφυγας-συντηρών υποβάλει αίτηση οικογενειακής επανενώσεως βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86, δεν απαιτείται, «[κ]ατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, […] να προσκομίσει, […] αποδεικτικά στοιχεία για το ότι […] πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 7». Το καθεστώς που εφαρμόζεται στους πρόσφυγες-συντηρούντες είναι ουσιωδώς απλοποιημένο και επομένως προστατεύει περισσότερο το δικαίωμά τους οικογενειακής επανενώσεως.

58.

Ωστόσο, αν η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως δεν υποβληθεί εντός τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86, το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι «τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον πρόσφυγα να πληροί τους όρους [ ( 40 )] που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1» της οδηγίας αυτής. Ο πρόσφυγας-συντηρών πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να αποδείξει ότι διαθέτει κατάλυμα το οποίο να θεωρείται κανονικό, ασφάλιση ασθενείας, σταθερούς, τακτικούς και επαρκείς πόρους.

59.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η αίτηση μπορεί να απορριφθεί ipso jure μετά την υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας, αλλά απλώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν, στο πλαίσιο πάντοτε της εξετάσεως αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86, να απαιτήσουν να πληροί ο πρόσφυγας-συντηρών τους ουσιαστικούς όρους του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας δεν επιφέρει επομένως διαδικαστικές συνέπειες, όπως το απαράδεκτο της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως και την ανάγκη υποβολής νέας αιτήσεως βάσει των διατάξεων του κοινού καθεστώτος που θεσπίζει η οδηγία 2003/86, αλλά ενδεχομένως ουσιαστικές συνέπειες, δηλαδή την απλή δυνατότητα για τα κράτη μέλη να απαιτούν μόνον να πληρούνται οι όροι του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

60.

Με άλλα λόγια, η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως και επομένως η πλήρωση των όρων εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 εξετάζονται στο πλαίσιο της αιτήσεως που υποβλήθηκε δυνάμει του κεφαλαίου V της οδηγίας αυτής.

61.

Φρονώ ότι η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώνεται από τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2003/86, και ιδίως οι διατάξεις περί προσφύγων.

62.

Συγκεκριμένα, πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο σκοπός της οδηγίας 2003/86 συνίσταται στο ότι «η οικογενειακή επανένωση αποτελεί απαραίτητο μέσο προκειμένου να καταστεί δυνατός ο οικογενειακός βίος», ιδιαιτέρως για τους πρόσφυγες των οποίων η προσωπική κατάσταση «[…] τους εμποδίζ[ει] να διεξάγουν […] κανονικό οικογενειακό βίο» ( 41 ). Επομένως, τόσο οι λόγοι που συνδέονται με ενδεχόμενη υπέρβαση προθεσμίας όσο και η πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα του ευνοϊκότερου καθεστώτος που η εν λόγω οδηγία αναγνωρίζει στους πρόσφυγες. Το ευνοϊκότερο αυτό καθεστώς συνδέεται με τις πρακτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες και οι οποίες διαφέρουν από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν άλλοι υπήκοοι τρίτων χωρών ( 42 ).

63.

Τα κράτη μέλη δεν πρέπει να κάνουν χρήση του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους αναγνωρίζεται κατά τρόπο αντιβαίνοντα προς τον σκοπό της οδηγίας 2003/86, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της οικογενειακής επανενώσεως, ούτε προς την πρακτική αποτελεσματικότητά της ( 43 ).

64.

Η απαίτηση να υποβάλει πρόσφυγας-συντηρών ο οποίος υπερέβη την τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 12, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 νέα αίτηση οικογενειακής επανενώσεως υπαγόμενη στο κοινό καθεστώς των διατάξεων της οδηγίας αυτής θα έθιγε όμως τον αποτελεσματικό χαρακτήρα τού, αρχικώς προνομιακού, δικαιώματος των προσφύγων στην οικογενειακή επανένωση και θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τις ευνοϊκότερες διατάξεις του κεφαλαίου V, των οποίων οι πρόσφυγες-συντηρούντες, εξ ορισμού περισσότερο ευάλωτοι, συνιστούν τους αποδέκτες.

65.

Δεύτερον, όπως υπενθυμίζεται στα σημεία 41 έως 47 των παρουσών προτάσεων, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, όπως προκύπτει, εξάλλου, από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 2 και του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/86. Οι λόγοι που συνδέονται με ενδεχόμενη υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας καθώς και οι όροι του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας πρέπει, επομένως, να εξεταστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 5, παράγραφος 5, και του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/86.

66.

Επομένως, τα κράτη μέλη δεν οφείλουν απλώς να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και να μεριμνούν ώστε να μην ερμηνεύουν τις διατάξεις του παραγώγου δικαίου κατά τρόπο αντίθετο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που προασπίζει η έννομη τάξη της Ένωσης ( 44 ).

67.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 δεν μπορεί να ερμηνευθεί και να εφαρμοστεί κατά τρόπον ώστε η εφαρμογή του να παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Χάρτη.

68.

Τρίτον, από τη συστηματική ερμηνεία της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 5, και το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής αποτελούν ρήτρες καλούμενες «οριζόντιες», οι οποίες είναι υποχρεωτικές ( 45 ). Εφαρμόζονται, σε κάθε εξέταση αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, τόσο ως προς τη διαδικασία όσο και κατ’ ουσίαν, ως κατευθυντήριες αρχές, όσον αφορά όλες τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της τηρήσεως της τρίμηνης προθεσμίας. Ο νομοθέτης της Ένωσης επιβάλλει, συνεπώς, στα κράτη μέλη «να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το μείζον συμφέρον των ανηλίκων τέκνων» ( 46 ). Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86, το οποίο αφορά τις προϋποθέσεις υποβολής και εξετάσεως της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως και υπενθυμίζει ότι, κατά την εξέταση της αιτήσεως αυτής, οι εθνικές αρχές τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής, στις οποίες περιλαμβάνεται η κατοχυρούμενη στην παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου αρχή του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού.

69.

Επιπλέον, κατά την εξέταση της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας αυτής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η «κατάσταση των προσφύγων» στην οποία «[θ]α πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή». Κατά την εξέταση της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να εξατομικεύσουν την εξέταση αιτήσεων οικογενειακής επανενώσεως, δηλαδή να ακολουθήσουν περιπτωσιολογική προσέγγιση ( 47 ) και να προβούν σε εξαντλητική εκτίμηση όλων των κρίσιμων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση στοιχείων ( 48 ), λαμβάνοντας υπόψη, σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αυτής, «το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του [ ( 49 )]» ( 50 ). Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, οι εθνικές αρχές πρέπει να λάβουν υπόψη όλες τις περιστάσεις οι οποίες αφορούν τη διαθεσιμότητα πληροφοριών σχετικά με την τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας ο πρόσφυγας-συντηρών οφείλει να υποβάλει την αίτησή του οικογενειακής επανενώσεως, όπως είναι η σαφήνεια, η προσβασιμότητα, και ο πρόσφορος χαρακτήρας ( 51 ) της πληροφορίας αυτής, και οι οποίες μπορούν να συνιστούν λόγο δικαιολογούντα την υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας. Μια τόσο βραχεία προθεσμία που δεν λαμβάνει υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις για να δικαιολογήσει μια πιθανή υπέρβαση αυτής θα είχε ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνει τους πρόσφυγες από την υποβολή αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως και, συνεπώς, θα ανέτρεπε την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας ( 52 ).

70.

Επομένως, πρέπει να εντοπιστούν όλες οι ιδιαίτερες περιστάσεις συγκεκριμένης υποθέσεως, η δε στάθμιση των ατομικών συμφερόντων και του δημοσίου συμφέροντος πρέπει να είναι παρόμοια με αυτήν που γίνεται σε συγκρίσιμες περιπτώσεις. Επιπλέον, η στάθμιση των ατομικών συμφερόντων και του δημοσίου συμφέροντος πρέπει να είναι εύλογη και σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι λαμβάνεται δεόντως υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του ανήλικου παιδιού ( 53 ). Κανένα στοιχείο που εξετάζεται μεμονωμένα, όπως η υπέρβαση προθεσμίας, δεν μπορεί αυτομάτως να καταλήγει σε απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως που υποβάλλεται στο πλαίσιο της ευνοϊκότερης διαδικασίας του κεφαλαίου V της οδηγίας 2003/86.

71.

Από τις προεκτεθείσες σκέψεις συνάγεται ότι η προθεσμία του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστική προθεσμία, με την πάροδο της οποίας θα έπαυε να εφαρμόζεται το ευνοϊκότερο καθεστώς των προσφύγων-συντηρούντων.

72.

Επομένως, φρονώ ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το καθεστώς της οδηγίας 2003/86 αποκλείει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας αίτηση οικογενειακής επανενώσεως βάσει των ευνοϊκότερων διατάξεων του κεφαλαίου V της οδηγίας αυτής δύναται να απορριφθεί για τον λόγο και μόνον ότι δεν υποβλήθηκε εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, στο μέτρο που η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποκλειστική προθεσμία και στο μέτρο που η αίτηση αυτή πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, τα οποία επιβάλλουν στα κράτη μέλη να εξετάζουν τις αιτήσεις οικογενειακής επανενώσεως προς το συμφέρον των οικείων παιδιών, με σκοπό να διευκολυνθεί ο οικογενειακός βίος, καθώς και να μη θιγεί τόσο ο σκοπός της οδηγίας 2003/86 όσο και η πρακτική αποτελεσματικότητά της. Εξάλλου, η μη λήψη υπόψη των κατευθυντηρίων αρχών της οδηγίας αυτής σε περίπτωση απορρίψεως αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως κατά την έννοια του άρθρου 12 της εν λόγω οδηγίας, για τον λόγο της υπερβάσεως της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τρίτο εδάφιο, του άρθρου αυτού, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι η εξέταση άλλης αιτήσεως υποβαλλόμενης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 θα ελάμβανε υπόψη τις κατευθυντήριες αυτές αρχές.

V. Πρόταση

73.

Ενόψει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) ως εξής:

1)

Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα περί ερμηνείας των διατάξεων της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης σε υπόθεση αφορώσα το δικαίωμα διαμονής μέλους της οικογένειας δικαιούχου επικουρικής προστασίας, στο μέτρο που οι διατάξεις της οδηγίας αυτής κατέστησαν, βάσει του εθνικού δικαίου, ευθέως και ανεπιφύλακτα εφαρμοστέες στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας.

2)

Το καθεστώς της οδηγίας 2003/86 αποκλείει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας αίτηση οικογενειακής επανενώσεως βάσει των ευνοϊκότερων διατάξεων του κεφαλαίου V της οδηγίας αυτής δύναται να απορριφθεί για τον λόγο και μόνον ότι δεν υποβλήθηκε εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, στο μέτρο που η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποκλειστική προθεσμία και στο μέτρο που η αίτηση αυτή πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία επιβάλλουν στα κράτη μέλη να εξετάζουν τις αιτήσεις οικογενειακής επανενώσεως προς το συμφέρον των οικείων παιδιών, με σκοπό να διευκολυνθεί ο οικογενειακός βίος, καθώς και να μη θιγεί τόσο ο σκοπός της οδηγίας 2003/86 όσο και η πρακτική αποτελεσματικότητά της. Εξάλλου, η μη λήψη υπόψη των κατευθυντηρίων αρχών της οδηγίας αυτής σε περίπτωση απορρίψεως αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως κατά την έννοια του άρθρου 12 της εν λόγω οδηγίας, για τον λόγο της υπερβάσεως της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τρίτο εδάφιο, του άρθρου αυτού, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι η εξέταση άλλης αιτήσεως υποβαλλόμενης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 θα ελάμβανε υπόψη τις κατευθυντήριες αυτές αρχές.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Στις 11 Δεκεμβρίου 2017, το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι κατόπιν της παραιτήσεως του Ολλανδού Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (στο εξής: Υφυπουργός) από την υπόθεση που αφορά την προσφεύγουσα H. Y., εμμένει στο σύνολο των προδικαστικών του ερωτημάτων που σχετίζονται με τις υποθέσεις που αφορούν τις K και B.

( 3 ) ΕΕ 2003, L 251, σ. 12.

( 4 ) ΕΕ 2012, C 32, σ. 391.

( 5 ) ΕΕ 2011, L 337, σ. 9.

( 6 ) Πρόκειται για ανεξάρτητο οργανισμό που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των προσφύγων και των δικαιούχων επικουρικής προστασίας στις Κάτω Χώρες.

( 7 ) Η αίτηση υποβλήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2015, δηλαδή ένα μήνα μετά την τρίμηνη προθεσμία που ορίζει η οδηγία 2003/86.

( 8 ) Το αιτούν δικαστήριο παραθέτει στο σημείο αυτό τις αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2012, Nolan (C‑583/10, EU:C:2012:638, σκέψη 46), της 7ης Νοεμβρίου 2013, Roméo (C‑313/12, EU:C:2013:718, σκέψη 22), και της 16ης Ιουνίου 2016, Rodríguez Sánchez (C‑351/14, EU:C:2016:447, σκέψεις 61 και 62).

( 9 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Nolan (σκέψεις 53 έως 56).

( 10 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Nolan (σκέψη 52).

( 11 ) Αρχικώς, η πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με την οικογενειακή επανένωση της 1ης Δεκεμβρίου 1999 [COM(1999) 638 τελικό], αναγνώριζε στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση των μελών της οικογένειάς τους. Με τη γνώμη που υιοθετήθηκε από την ολομέλειά του στις 6 Σεπτεμβρίου 2000, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστήριξε τη γενική προσέγγιση και τις βασικές κατευθύνσεις της εν λόγω προτάσεως αλλά ζήτησε περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της προαναφερθείσας προτάσεως οδηγίας προκειμένου να αποκλειστούν τα πρόσωπα που απολαύουν κάποιας μορφής επικουρικής προστασίας (τροπολογία 19). Η Επιτροπή τροποποίησε, συνακόλουθα, την πρόταση για τον λόγο ότι δεν είχε εναρμονιστεί ακόμη η έννοια του «δικαιούχου επικουρικής προστασίας»: βλ. τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση [COM(2000) 624 τελικό].

( 12 ) Εξ αυτού δεν πρέπει ωστόσο να συναχθεί ότι η οδηγία 2003/86 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αρνούνται το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως στους δικαιούχους προσωρινής ή επικουρικής προστασίας. Η οδηγία 2001/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων (ΕΕ 2001, L 212, σ. 12), επιτρέπει ρητώς στους δικαιούχους προσωρινής προστασίας να επανενωθούν με τα μέλη της οικογένειάς τους. Βλ. επίσης, υπ’ αυτήν την έννοια, την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 3ης Απριλίου 2014, για τις κατευθυντήριες γραμμές ως προς την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης [στο εξής: ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κατευθυντήριες γραμμές, COM(2014) 210 τελικό, σημείο 6.2, σ. 25].

( 13 ) Η περίπτωση αυτή δεν είναι μοναδική. Κατά την έκθεση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 8ης Οκτωβρίου 2008, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης [COM(2008) 610 τελικό, σ. 5], η Τσεχική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας εφαρμόζουν την οδηγία στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας παρά την προαναφερόμενη εξαίρεση. Με την ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κατευθυντήριες γραμμές (βλ. σημείο 6.2, σ. 25), η Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν κανόνες που χορηγούν παρόμοια δικαιώματα στους πρόσφυγες και στους δικαιούχους προσωρινής ή επικουρικής προστασίας στο μέτρο που οι ανάγκες προστασίας τους δεν διαφέρουν.

( 14 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, Dzodzi (C‑297/88 και C‑197/89, EU:C:1990:360, σκέψη 33), της 7ης Ιουλίου 2011, Agafiţei κ.λπ. (C‑310/10, EU:C:2011:467, σκέψεις 24 και 25), καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Cicala (C‑482/10, EU:C:2011:868, σκέψη 15).

( 15 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, Dzodzi (C‑297/88 και C‑197/89, EU:C:1990:360, σκέψη 35), της 16ης Μαρτίου 2006, Poseidon Chartering (C‑3/04, EU:C:2006:176, σκέψη 15), της 28ης Οκτωβρίου 2010, Volvo Car Germany (C‑203/09, EU:C:2010:647, σκέψη 24), της 7ης Ιουλίου 2011, Agafiţei κ.λπ. (C‑310/10, EU:C:2011:467, σκέψη 26), και της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Cicala (C‑482/10, EU:C:2011:868, σκέψη 16).

( 16 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1995, Kleinwort Benson (C‑346/93, EU:C:1995:85, σκέψη 16), της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Cicala (C‑482/10, EU:C:2011:868, σκέψεις 17 και 19), της 18ης Οκτωβρίου 2012, Nolan (σκέψεις 45 και 47), καθώς και της 19ης Οκτωβρίου 2017, Solar Electric Martinique (C‑303/16, EU:C:2017:773, σκέψεις 25 και 27).

( 17 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 12ης Μαΐου 2016, Sahyouni (C‑281/15, EU:C:2016:343, σκέψεις 27 και 29), και προτάσεις μου στην υπόθεση Solar Electric Martinique (C‑303/16, EU:C:2017:507, σημείο 33).

( 18 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Nolan (σκέψεις 53, 54 και 56).

( 19 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Nolan (σκέψη 55).

( 20 ) Επρόκειτο για περίπτωση εξαιρέσεως ratione loci από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: οδηγία ΦΠΑ), αλλά αυτή η διαφορά σε σχέση με την εξαίρεση ratione materiae της αποφάσεως Nolan δεν ασκεί επιρροή: βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Solar Electric Martinique (C‑303/16, EU:C:2017:507, σημείο 49).

( 21 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 22 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 23 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, SGI και Valeriane (C‑459/17 και C‑460/17, σκέψεις 27 και 28). Η απόφαση αυτή, όπως και η απόφαση Solar Electric Martinique, αφορούσε περίπτωση αποκλεισμού ratione loci από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΦΠΑ.

( 24 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑540/03, EU:C:2006:429, σκέψη 52, καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και προτάσεις μου στην απόφαση Noorzia (C‑338/13, EU:C:2014:288, σημείο 20).

( 25 ) Βλ. σημείο 7 των παρουσών προτάσεων.

( 26 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 44), και προτάσεις μου στην απόφαση Noorzia (C‑338/13, EU:C:2014:288, σημείο 22).

( 27 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, (C‑540/03, EU:2006:429, σκέψεις 57 και 58), της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Detiček (C‑403/09 PPU, EU:C:2009:810, σκέψη 54), και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 76), καθώς και άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού.

( 28 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, (C‑540/03, EU:2006:429, σκέψη 57), και άρθρο 10, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού.

( 29 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑540/03, EU:2006:429, σκέψη 59), καθώς και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 79).

( 30 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 80).

( 31 ) Υιοθετήθηκε και τέθηκε προς υπογραφή, επικύρωση και προσχώρηση με το ψήφισμα 2200Α (ΧΧΙ) της Γενικής Συνελεύσεως της 16ης Δεκεμβρίου 1966.

( 32 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑540/03, EU:C:2006:429, σκέψεις 35 έως 38).

( 33 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2010, Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 43), της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 74), της 9ης Ιουλίου 2015, K και A (σκέψη 50), καθώς και προτάσεις μου στην απόφαση Noorzia (C‑338/13, EU:C:2014:288, σημείο 25).

( 34 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2010, Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 48), της 9ης Ιουλίου 2015, K και A (σκέψεις 58 και 59), καθώς και προτάσεις μου στις αποφάσεις Noorzia (C‑338/13, EU:C:2014:288, σημείο 26)ν και Dogan (C‑138/13, EU:C:2014:287, σημείο 57).

( 35 ) Η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως υποβλήθηκε τέσσερις μήνες μετά τη χορήγηση άδειας διαμονής λόγω ασύλου.

( 36 ) Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο συγγνωστός χαρακτήρας της υπερβάσεως της προθεσμίας δεν μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του σκοπού και του λόγου υπάρξεως της τρίμηνης προθεσμίας, καθώς, στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, η εκτίμηση δεν συνεπάγεται στάθμιση συμφερόντων.

( 37 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Ιουλίου 2014, Mugenzi κατά Γαλλίας, προσφυγή αριθ. 52701/09, CE:ECHR:2014:0710JUD005270109, § 54· το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει ότι η ενότητα της οικογένειας αποτελεί βασικό δικαίωμα του πρόσφυγα και ότι η οικογενειακή επανένωση αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο που επιτρέπει στα πρόσωπα που διέφυγαν των διώξεων να επιστρέψουν στην κανονική τους ζωή. Υπενθυμίζει επίσης ότι έχει αναγνωρίσει ότι η χορήγηση τέτοιας διεθνούς προστασίας αποδεικνύει την ευάλωτη κατάσταση των εν λόγω προσώπων. Η ανάγκη των προσφύγων να απολαύουν διαδικασίας οικογενειακής επανενώσεως ευνοϊκότερης από αυτήν που επιφυλάσσεται στους λοιπούς αλλοδαπούς αποτελεί αντικείμενο συναινέσεως σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως αυτό προκύπτει από τις αρμοδιότητες του Ύπατου Αρμοστή για τους πρόσφυγες καθώς και από τους κανόνες της οδηγίας 2003/86.

( 38 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση A και S (C‑550/16, EU:C:2017:824, σημείο 29).

( 39 ) Τα άρθρα αυτά αποκλίνουν από τα άρθρα 4, 5, 7 και 8 της οδηγίας 2003/86.

( 40 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 41 ) Αιτιολογικές σκέψεις 4 και 8 της οδηγίας 2003/86.

( 42 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Πράσινο βιβλίο σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (οδηγία 2003/86/ΕΚ), [COM(2011) 735 τελικό], σημείο 4.2, «Άλλα θέματα σχετικά με το άσυλο», σ. 7.

( 43 ) Βλ. σημείο 45 των παρουσών προτάσεων.

( 44 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑540/03, EU:2006:429, σκέψη 105), και της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Detiček (C‑403/09 PPU, EU:C:2009:810, σκέψη 34).

( 45 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Πράσινο βιβλίο σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (οδηγία 2003/86/ΕΚ), [COM(2011) 735 τελικό], σημείο 5.5, σ. 9.

( 46 ) Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/86.

( 47 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑540/03, EU:C:2006:429, σκέψη 64).

( 48 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κατευθυντήριες γραμμές, σημεία 7, «Γενικές αρχές», και 7.4 «Εξατομικευμένη εκτίμηση», σ. 29.

( 49 ) Άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86.

( 50 ) Συγκεκριμένα, παραδείγματος χάριν, οι πρόσφυγες αντιμετωπίζουν απώλειες ή δυσκολίες στη διατήρηση επαφών με τα μέλη της οικογένειάς τους που παρέμειναν στη χώρα καταγωγής, ή ακόμη μπορεί να δυσκολεύονται να εντοπίσουν τα μέλη της οικογένειάς τους ή να αγνοούν αν είναι ακόμα εν ζωή. Μπορεί να είναι περίπλοκο, μέσα σε μια αρκετά βραχεία προθεσμία από τη χορήγηση άδειας διαμονής λόγω ασύλου, να οργανώσουν τη μετακίνηση των μελών των οικογενειών τους τα οποία πρέπει να παρουσιαστούν σε πρεσβεία ή προξενείο ή να συγκεντρώσουν τα αναγκαία έγγραφα για αίτηση οικογενειακής επανενώσεως {βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Πράσινο βιβλίο σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (οδηγία 2003/86/ΕΚ), [COM(2011) 735 τελικό], σημείο 5.5, σ.9}.

( 51 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κατευθυντήριες γραμμές, σημείο 7.1, «Διαθεσιμότητα της πληροφορίας», σ. 26.

Εξάλλου, ο δικαιούχος οικογενειακής επανενώσεως μπορεί να μη διαθέτει ευχέρεια προσανατολισμού στις διοικητικές διαδικασίες, δεν γνωρίζει όλες τις αποχρώσεις της γλώσσας της χώρας υποδοχής του και τη λειτουργία των εθνικών διοικητικών αρχών.

( 52 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, τις προτάσεις μου στην απόφαση Dogan (C‑138/13, EU:C:2014:287, σημείο 57).

( 53 ) Βλ. κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑540/03, EU:C:2006:429, σκέψεις 62 έως 64), και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 81).