Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 5ης Οκτωβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C-298/22

Banco BPN/BIC Português, SA,

Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA, υποκατάστημα Πορτογαλίας,

Banco Português de Investimento SA (BPI),

Banco Espírito Santo SA, υπό εκκαθάριση,

Banco Santander Totta SA,

Barclays Bank Plc,

Caixa Económica Montepio Geral - Caixa Económica Bancária, SA,

Caixa Geral de Depósitos, SA,

Unión de Créditos Inmobiliários, SA, Establecimiento Financiero de Crédito, Sucursal em Portugal,

Caixa Central de Crédito Agrícola Mútuo CRL,

Banco Comercial Português SA

κατά

Autoridade da Concorrência,

παρισταμένου του

Ministério Público

[αίτηση του Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão
(δικαστηρίου υποθέσεων ανταγωνισμού, ρυθμίσεως και εποπτείας, Πορτογαλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων – Πληροφορίες σχετικές με τους εμπορικούς όρους και τις αξίες παραγωγής»






I.      Εισαγωγή

1.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου».

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ πλειόνων τραπεζικών ιδρυμάτων και της Autoridade da Concorrência (Αρχής Ανταγωνισμού, Πορτογαλία, στο εξής: AdC), καθής στην υπόθεση της κύριας δίκης, σχετικά με την απόφαση της τελευταίας να επιβάλει στα εν λόγω ιδρύματα πρόστιμο για παράβαση των εθνικών διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού και του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, συνιστάμενη στη συμμετοχή σε εναρμονισμένη πρακτική, η οποία έλαβε τη μορφή άτυπου συντονισμού μεταξύ ανταγωνιστών μέσω της ανταλλαγής ευαίσθητων και στρατηγικής σημασίας πληροφοριών.

3.        Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι η AdC χαρακτήρισε ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου μια «αυτοτελή» ανταλλαγή πληροφοριών χωρίς να έχει διαπιστώσει την ύπαρξη συμπράξεως, τον δε νομικό αυτόν χαρακτηρισμό αμφισβητούν τα τραπεζικά ιδρύματα που υποστηρίζουν ότι η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών δεν είχε τον επιβλαβή χαρακτήρα που απαιτείται για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό και ότι, επομένως, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη όχι μόνο το αντικείμενο της εν λόγω ανταλλαγής, αλλά και τα αποτελέσματά της. Εκτιμώντας ότι η νομολογία του Δικαστηρίου δεν περιλαμβάνει προγενέστερες περιπτώσεις που να μπορούν να παράσχουν χρήσιμες κατευθύνσεις για την εξέταση της υπό κρίση υποθέσεως, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

4.        Η υπόθεση αυτή παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αναπτύξει τη νομολογία του όσον αφορά την ανάλυση των ανταλλαγών πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών υπό το πρίσμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο θα έχει, επομένως, τη δυνατότητα να ασχοληθεί εκ νέου με την έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου η οποία, μολονότι έχει συζητηθεί εκτενώς, εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικές εννοιολογικές ασάφειες και να εγείρει ερμηνευτικά ζητήματα.

II.    Το νομικό πλαίσιο

5.        Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει τον Lei n.° 19/2012, que aprova o novo regime da concorrência (νόμο 19/2012 περί θεσπίσεως του νέου καθεστώτος για τον ανταγωνισμό), της 8ης Μαΐου 2012 (στο εξής: νόμος περί ανταγωνισμού) (2), ο οποίος αντικατέστησε τον Lei n.° 18/2003 (περί θεσπίσεως του νομικού καθεστώτος για τον ανταγωνισμό), της 11ης Ιουνίου 2003 (3). Το άρθρο 9 του νόμου περί ανταγωνισμού, υπό τον τίτλο «Συμφωνίες, εναρμονισμένες πρακτικές και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» (καθώς και το πρώην άρθρο 4 του νόμου 18/2003, υπό τον τίτλο «Απαγορευμένες πρακτικές»), επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

6.        Στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, η AdC εξέδωσε απόφαση με την οποία επέβαλε στις προσφεύγουσες της κύριας δίκης πρόστιμο για τη συμμετοχή τους σε αυτοτελή («standalone») (4) ανταλλαγή πληροφοριών κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και των αντίστοιχων εθνικών διατάξεων.

7.        Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, η εν λόγω αρχή εκτίμησε ότι η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, γεγονός που την απάλλασσε από την υποχρέωση να ερευνήσει τα ενδεχόμενα αποτελέσματά της στην αγορά. Πέραν αυτού, η ως άνω αρχή δεν προσήψε στις οικείες επιχειρήσεις ότι συμμετείχαν σε άλλου είδους περιοριστική του ανταγωνισμού πρακτική με την οποία θα μπορούσε να συνδέεται η ανταλλαγή πληροφοριών, όπως σε συμφωνία περί τιμών ή περί κατανομής των αγορών.

8.        Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão (δικαστηρίου υποθέσεων ανταγωνισμού, ρυθμίσεως και εποπτείας, Πορτογαλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών δεν μπορούσε να θεωρηθεί, αυτή καθεαυτήν, ως αρκούντως επιβλαβής ώστε να μην είναι αναγκαία η εξέταση των αποτελεσμάτων της. Συναφώς, κατά την άποψή τους, η AdC δεν έλαβε υπόψη το οικονομικό, νομικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η ανταλλαγή αυτή, ενώ θα έπρεπε να το λάβει υπόψη ώστε να μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα περί υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

9.        Στις 28 Απριλίου 2022, το αιτούν δικαστήριο εξέδωσε παρεμπίπτουσα απόφαση περίπου 2000 σελίδων, στην οποία επισήμανε εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, μεταξύ των περιλαμβανόμενων στην απόφαση της AdC, τα οποία έπρεπε να θεωρηθούν ως αποδεδειγμένα. Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το εν λόγω δικαστήριο εξέθεσε συνοπτικά την απόφαση αυτή κατανέμοντας την περιγραφή της σε πέντε επιμέρους ενότητες οι οποίες αφορούν, αντιστοίχως, τη φύση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, τη μορφή του συντονισμού, τον επιδιωκόμενο σκοπό, το νομικό και οικονομικό πλαίσιο, καθώς και την προβαλλόμενη ύπαρξη θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων.

10.      Πρώτον, όσον αφορά τη φύση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, οι εν λόγω πληροφορίες αφορούσαν την αγορά των στεγαστικών δανείων, την αγορά των καταναλωτικών δανείων και την αγορά των επιχειρηματικών δανείων. Σχετικά με τις αγορές αυτές, ανταλλάχθηκαν δύο είδη πληροφοριών, και συγκεκριμένα:

–        οι τρέχοντες και μελλοντικοί εμπορικοί «όροι», δηλαδή οι πίνακες των περιθωρίων επιτοκίων (spread), η δανειοληπτική ικανότητα των πελατών και οι μεταβλητές κινδύνου, οι οποίοι, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού πληρότητας και συστηματοποίησης των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, δεν ήταν δημοσιοποιημένοι κατά τον χρόνο της ανταλλαγής·

–        οι «όγκοι παραγωγής», δηλαδή τα εξατομικευμένα από τις οικείες οντότητες αριθμητικά στοιχεία σχετικά με το ποσό των χορηγηθέντων δανείων κατά τον προηγούμενο μήνα. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιήθηκαν αναλυτικά και δεν ήταν διαθέσιμα υπό τη μορφή αυτή ούτε από άλλη πηγή κατά τον χρόνο της ανταλλαγής ούτε μεταγενέστερα.

11.      Δεύτερον, όσον αφορά τη διάρκεια και τη μορφή της ανταλλαγής πληροφοριών, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η ανταλλαγή πληροφοριών έλαβε χώρα μεταξύ του μηνός Μαΐου 2002 και του μηνός Μαρτίου 2013. Υλοποιήθηκε μέσω θεσμοθετημένων διμερών ή πολυμερών επαφών, οι οποίες πραγματοποιούνταν μέσω τηλεφωνικών επικοινωνιών ή μέσω αποστολών μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, των οποίων η ιεραρχία είχε πλήρη γνώση.

12.      Τρίτον, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο με την επίμαχη ανταλλαγή σκοπό, από το γεγονός ότι η ανταλλαγή αυτή παρείχε στις συμμετέχουσες τράπεζες τη δυνατότητα να λάβουν λεπτομερή, συστηματοποιημένα, επικαιροποιημένα και ακριβή στοιχεία σχετικά με τις προσφορές των ανταγωνιστών, το αιτούν δικαστήριο συνάγει ότι σκοπός της ανταλλαγής ήταν η μείωση της αβεβαιότητας που συνδέεται με τη μεταξύ τους στρατηγική συμπεριφορά, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος εμπορικής πίεσης.

13.      Τέταρτον, όσον αφορά το νομικό και οικονομικό πλαίσιο της εν λόγω ανταλλαγής, κατά το έτος 2013, τα έξι μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα της Πορτογαλίας, τα οποία συμμετείχαν στο σύνολό τους στην ανταλλαγή πληροφοριών, διαχειρίζονταν το 83 % του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού ολόκληρου του τραπεζικού κλάδου σε εθνικό επίπεδο. Εξάλλου, από τα μέσα του 2008, σε αντίθεση με την εξέλιξη του Euribor, του δείκτη που αντικατοπτρίζει τα διατραπεζικά επιτόκια εντός της ζώνης του ευρώ, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε παρουσιάσει μεγάλη μείωση, τα περιθώρια επιτοκίων δανείων που εφάρμοζαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τα νέα στεγαστικά δάνεια σημείωσαν σημαντική αύξηση, γεγονός που μετρίασε τη μείωση των επιτοκίων για τους τελικούς πελάτες (5). Στη σύνοψη της παρεμπίπτουσας αποφάσεως διευκρινίζεται, επίσης στην ενότητα «νομικό και οικονομικό πλαίσιο», ότι οι επίμαχες ανταλλαγές πληροφοριών ήταν τακτικές και πραγματοποιούνταν σε κλειστό κύκλο. Επιπλέον, αφορούσαν στρατηγικές πληροφορίες που δεν ήταν δημόσιες ή που δύσκολα μπορούσαν να αποκτηθούν ή να συστηματοποιηθούν. Οι πληροφορίες αυτές ήταν διαφορετικές από εκείνες που παρείχαν τα πιστωτικά ιδρύματα σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για ενημέρωση των καταναλωτών.

14.      Πέμπτον, όσον αφορά την ύπαρξη δυνητικώς θετικών ή, τουλάχιστον, διφορούμενων αποτελεσμάτων για τον ανταγωνισμό, στην εν λόγω σύνοψη μνημονεύεται ότι οι εμπλεκόμενες τράπεζες δεν κατόρθωσαν ούτε να αποδείξουν ούτε να προσδιορίσουν: i) ότι υπήρξαν κέρδη ως προς την αποτελεσματικότητα χάρη στις ανταλλαγές πληροφοριών· ii) ότι τα εν λόγω κέρδη διανεμήθηκαν υπέρ των καταναλωτών· ούτε iii) ότι οι περιορισμοί του ανταγωνισμού ήταν απαραίτητοι.

15.      Τέλος, μολονότι το ίδιο το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η επίμαχη ανταλλαγή δύναται να συμβάλει στον περιορισμό της εμπορικής πίεσης και της αβεβαιότητας που συνδέεται με τη στρατηγική συμπεριφορά των ανταγωνιστών στην αγορά, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε άτυπο συντονισμό ο οποίος θα περιόριζε τον ανταγωνισμό, εντούτοις εκτιμά ότι η υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δικαιολογείται από τη μη ύπαρξη νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τη συγκεκριμένη περίπτωση.

16.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão (δικαστήριο υποθέσεων ανταγωνισμού, ρυθμίσεως και εποπτείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθεται το άρθρο 101 ΣΛΕΕ […] στο να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού η ευρεία μηνιαία ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών σχετικά με τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές (ιδίως σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων και τις τρέχουσες και μελλοντικές μεταβλητές κινδύνου), καθώς και σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία παραγωγής (μηνιαία, εξατομικευμένα και αναλυτικά), στον τομέα της προσφοράς στεγαστικών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων, η οποία λαμβάνει χώρα σε τακτική βάση και υπό όρους αμοιβαιότητας, στον κλάδο της λιανικής τραπεζικής, στο πλαίσιο συγκεντρωμένης αγοράς με φραγμούς εισόδου, με αποτέλεσμα να ενισχύεται τεχνητά η διαφάνεια και να μειώνεται η αβεβαιότητα που συνδέεται με τη στρατηγική συμπεριφορά των ανταγωνιστών;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αντιτίθεται το άρθρο 101 ΣΛΕΕ στον χαρακτηρισμό αυτόν όταν δεν έχει διαπιστωθεί ή δεν έχει καταστεί δυνατόν να προσδιοριστεί κανένα κέρδος ως προς την αποτελεσματικότητα και κανένα διφορούμενο ή επωφελές για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα που να απορρέει από την εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών;»

17.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν στο Δικαστήριο οι προσφεύγουσες, η AdC και το Ministério Público. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν επίσης η Πορτογαλική, η Ελληνική, η Ιταλική και η Ουγγρική Κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ. Προφορικές παρατηρήσεις ανέπτυξαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 22 Ιουνίου 2023, οι προσφεύγουσες, η AdC, η Πορτογαλική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

18.      Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, σχεδόν στο σύνολό τους, οι προσφεύγουσες αφιέρωσαν σημαντικό μέρος των γραπτών παρατηρήσεών τους στην αμφισβήτηση της περιγραφής των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας μέχρι και ότι το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να τροποποιήσει το περιγραφόμενο από το αιτούν δικαστήριο πραγματικό πλαίσιο, προκειμένου να παράσχει χρήσιμη απάντηση στο δικαστήριο αυτό (6).

19.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται στη σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, δεν απόκειται στο Δικαστήριο αλλά στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τη διαφορά (7). Επομένως, δεδομένου ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται αποκλειστικώς επί της ερμηνείας ή του κύρους νομοθετήματος της Ένωσης, δεν δύναται να ελέγξει την ακρίβεια του πραγματικού πλαισίου που εκθέτει το εθνικό δικαστήριο ούτε να αποφανθεί επί της βασιμότητας των ισχυρισμών ορισμένων διαδίκων διά των οποίων αμφισβητείται η ορθότητα των πραγματικών περιστατικών που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του.

20.      Τούτου δοθέντος, η ερμηνεία που καλείται να δώσει το Δικαστήριο σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης εντός του περιγραφόμενου εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου πραγματικού πλαισίου δεν δημιουργεί κανένα τεκμήριο ότι οι περιγραφόμενες περιστάσεις είναι πράγματι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συνεπώς, εναπόκειται πάντοτε στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εν τέλει ότι τα πραγματικά περιστατικά που διαβίβασε στο Δικαστήριο όντως ανταποκρίνονται στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάσταση.

21.      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να περιγράφουν με ακρίβεια το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, υποχρέωση για την οποία κάνουν λόγο οι προσφεύγουσες. Συγκεκριμένα, μολονότι η υποχρέωση αυτή αποσκοπεί στο να παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν είναι απαράδεκτη, εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, για να είναι απαράδεκτη μια αίτηση, πρέπει η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης να μην έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, το πρόβλημα να είναι υποθετικής φύσεως ή το Δικαστήριο να μην διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (8), πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση.

22.      Κατά συνέπεια, παρέλκει η κρίση επί των αιτιάσεων που διατυπώνουν οι προσφεύγουσες σχετικά με την ορθότητα των πραγματικών περιστατικών που εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για τα αιτήματα των προσφευγουσών περί αναδιατυπώσεως των προδικαστικών ερωτημάτων, με τα οποία οι τελευταίες ζητούν από το Δικαστήριο να (επαν)εξετάσει την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου και να προβεί στον επαναχαρακτηρισμό τους, καθήκον το οποίο ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου.

23.      Τέλος, σημειώνεται ότι η διατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου φαίνεται να υποδηλώνει ότι πρέπει να δοθεί απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα μόνο σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι καταφατική. Είμαι της γνώμης ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία το κύριο ζήτημα είναι να κριθεί αν μια ανταλλαγή πληροφοριών με τα χαρακτηριστικά που διαπιστώθηκαν εν προκειμένω συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, πρέπει να εξεταστούν από κοινού οι πτυχές που τίθενται με τα δύο εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα. Συγκεκριμένα, τα προβαλλόμενα κέρδη ως προς την αποτελεσματικότητα ή τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα περί των οποίων γίνεται λόγος στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα θα είναι κρίσιμα για την ανάλυση του νομικού και οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί η ανταλλαγή πληροφοριών, προκειμένου να κριθεί αν αυτή συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

Β.      Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

24.      Τα δύο προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν τον νομικό χαρακτηρισμό μιας ανταλλαγής πληροφοριών με τα χαρακτηριστικά που περιγράφονται στα σημεία 10 έως 14 των παρουσών προτάσεων ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

25.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται στην ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ως προς τις οποίες ερωτάται, εν προκειμένω του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Υπό την έννοια αυτή, δεν απόκειται στο Δικαστήριο αλλά στο αιτούν Δικαστήριο να εκτιμήσει εν τέλει αν, λαμβανομένων υπόψη όλων των εν προκειμένω κρίσιμων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν την υπόθεση της κύριας δίκης, και του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου αυτή εντάσσεται, η επίμαχη συμφωνία έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (9). Πάντως, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μπορεί, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο στην ερμηνεία του ώστε το τελευταίο να είναι σε θέση να επιλύσει τη διαφορά (10).

26.      Επομένως, πριν από την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων, φρονώ ότι είναι χρήσιμο να υπενθυμίσω το περίγραμμα της έννοιας του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» καθώς και να παράσχω ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή της έννοιας αυτής στις ανταλλαγές πληροφοριών.

1.      Επί της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου

α)      Επί των γενικών αρχών που διατυπώνονται στη νομολογία του Δικαστηρίου

27.      Για να εμπίπτει μια συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς σε σημαντικό βαθμό (11). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο και το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα μιας συμφωνίας αποτελούν όχι σωρευτικές αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις για να εκτιμηθεί αν η συμφωνία αυτή εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επομένως, o διαζευκτικός χαρακτήρας της προϋποθέσεως αυτής, που εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει κατ’ αρχάς να εξετάζεται το ίδιο το αντικείμενο της συμφωνίας (12).

28.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό ώστε να μην αναγκαία η εξέταση των αποτελεσμάτων τους. Η νομολογία αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν, εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού (13).

29.      Για την εκτίμηση του αν μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ή μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό ώστε να θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (14).

30.      Ωστόσο, σημειώνεται ότι η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επομένως, εάν από την ανάλυση ενός συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων δεν προκύπτει ότι αυτός είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξετάζονται τα αποτελέσματά του, προκειμένου δε ο εν λόγω συντονισμός να απαγορευθεί, απαιτείται να συντρέχουν τα στοιχεία που αποδεικνύουν τον περιορισμό του ανταγωνισμού (15).

31.      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, από ουσιαστικής απόψεως, δεν υφίσταται διαφορά μεταξύ των συμπεριφορών των επιχειρήσεων ανάλογα με το αν χαρακτηρίζονται ως περιοριστικές του ανταγωνισμού μετά από εξέταση των αποτελεσμάτων τους ή του αντικειμένου τους, δεδομένου ότι αμφότερες απαγορεύονται βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, η διάκριση μεταξύ περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος αποτελεί πρωτίστως διαδικαστικό εργαλείο που προορίζεται να καθοδηγήσει την αρχή ανταγωνισμού όσον αφορά την ανάλυση που οφείλει να διενεργήσει βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσει αναλόγως των ιδιαιτέρων περιστάσεων εκάστης υποθέσεως (16).

β)      Επί της ανάγκης υπάρξεως «σταθερής και αξιόπιστης πείρας» προκειμένου μια πρακτική να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου

32.      Μεταξύ των ζητημάτων που εγείρει το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος περιλαμβάνεται το ζήτημα της ανάγκης υπάρξεως σταθερής και αξιόπιστης πείρας, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, προκειμένου μια «αυτοτελής» ανταλλαγή πληροφοριών, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, να μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Με άλλα λόγια, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν είναι αναγκαίο να υφίσταται αντίστοιχο προηγούμενο προκειμένου να διαπιστωθεί ότι ορισμένο είδος συμπεριφοράς συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

33.      Στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

34.      Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, από τον όρο «ιδίως» προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει εξαντλητικό κατάλογο συμφωνιών που έχουν ως «αντικείμενο» ή ως «αποτέλεσμα» τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Και άλλα είδη συμφωνιών μπορούν, τοιουτοτρόπως, να χαρακτηριστούν ως περιορισμός «ως εκ του αντικειμένου» όταν ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να γίνει σύμφωνα με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου (17).

35.      Κατά δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι σε πολλές από τις αποφάσεις του –μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C-67/13 P, EU:C:2014:2204, στο εξής: απόφαση CB κατά Επιτροπής), και της 2ας Απριλίου 2020, Budapest Bank κ.λπ. (C-228/18, EU:C:2020:265, στο εξής: απόφαση Budapest Bank)– το Δικαστήριο, πράγματι, τόνισε την ανάγκη να υπάρχει αρκούντως σταθερή και αξιόπιστη πείρα για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια συμφωνία είναι, ως εκ της φύσεώς της, βλαπτική για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού και, επομένως, για να μπορεί η συμφωνία να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (18), εντούτοις το ίδιο αναγνώρισε με σαφή τρόπο ότι αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι ένα συγκεκριμένο είδος συμφωνίας ήταν, ως εκ του αντικειμένου του, περιοριστικό του ανταγωνισμού δεν την εμποδίζει να το πράξει στο μέλλον κατόπιν εξατομικευμένης και εμπεριστατωμένης εξετάσεως των επίμαχων πρακτικών (19). Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια να εμποδίζεται η εφαρμογή μιας διατάξεως της Συνθήκης η οποία είναι διατυπωμένη κατά τρόπον ώστε να καλύπτει νέες κατηγορίες περιορισμών του ανταγωνισμού που ενδέχεται να εμφανιστούν στο μέλλον.

36.      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ορισμένων εκ των προσφευγουσών κατά το οποίο η ύπαρξη σταθερής και αξιόπιστης πείρας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να μπορεί μια πρακτική να θεωρηθεί ως περιορισμός ως εκ του αντικειμένου και ότι, συνακόλουθα, τα εθνικά δικαστήρια ή οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού οφείλουν οπωσδήποτε να διαπιστώσουν την ύπαρξη αντίστοιχου προηγούμενου προκειμένου να χαρακτηρίσουν μια συμπεριφορά στην αγορά ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (20).

37.      Κατά τρίτον, υπενθυμίζεται ότι το ουσιώδες νομικό κριτήριο προκειμένου να καθορισθεί αν μια συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική συνεπάγεται περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έγκειται στη διαπίστωση ότι η συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική είναι, αυτή καθεαυτήν, αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό ώστε να γίνει δεκτό ότι παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων της (21).

38.      Συμφωνίες ή πρακτικές που μπορούν να εξομοιωθούν με συμπεριφορές ή κατηγορίες συμπεριφορών των οποίων ο επιζήμιος για τον ανταγωνισμό χαρακτήρας δεν αμφισβητείται λαμβανομένης υπόψη της προηγούμενης πείρας θα ανταποκρίνονται, κατ’ αρχήν, ευκολότερα στο κριτήριο αυτό.  Συγκεκριμένα, η ύπαρξη σταθερής και αξιόπιστης πείρας ως προς τον επιζήμιο χαρακτήρα μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής «ενισχύει» την πιθανότητα μια πρακτική που παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με μια άλλη πρακτική η οποία έχει προηγουμένως χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού να συνιστά και αυτή τέτοιο περιορισμό (22). Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε στο σημείο 34 των παρουσών προτάσεων, η μη ύπαρξη προγενέστερων αποφάσεων δεν εμποδίζει τις αρχές ανταγωνισμού να χαρακτηρίσουν ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου συμφωνίες για τις οποίες αποδεικνύεται, κατόπιν εξατομικευμένης και εμπεριστατωμένης εξετάσεως, ότι είναι επιζήμιες για τον ανταγωνισμό.

39.      Εξάλλου, το γεγονός ότι δεν είναι όλα τα χαρακτηριστικά μιας συμφωνίας ερευνώμενης από αρχή ανταγωνισμού πανομοιότυπα με τα χαρακτηριστικά μιας πρακτικής που έχει προηγουμένως χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται αρκούντως σταθερή και αξιόπιστη πείρα ως προς τη συμφωνία αυτή. Συγκεκριμένα, το να απαιτείται απόλυτη ταύτιση του συνόλου των χαρακτηριστικών των συμφωνιών αυτών (μεταξύ άλλων, όσον αφορά και τις σχετικές αγορές), όπως φαίνεται να υποστηρίζουν ορισμένες εκ των προσφευγουσών, θα περιόριζε αδικαιολόγητα το πεδίο εφαρμογής της έννοιας του περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και θα καθιστούσε ιδιαιτέρως δυσχερή την εφαρμογή της έννοιας αυτής από τις αρχές ανταγωνισμού.

40.      Πάντως, λαμβανομένου υπόψη ότι η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου επιβάλλεται να ερμηνεύεται στενά, πρακτικές για τις οποίες δεν υφίστανται προγενέστερες αποφάσεις μπορούν μεν να θεωρηθούν ως περιορισμοί ως εκ του αντικειμένου, πλην όμως ο εν λόγω χαρακτηρισμός θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρας μιας συμφωνίας ή πρακτικής προκύπτει κατά τρόπο πρόδηλο ή όταν οι επίμαχες πρακτικές δεν έχουν άλλη πειστική εξήγηση πλην του περιορισμού του ανταγωνισμού στην αγορά (23).

γ)      Επί της συνεκτιμήσεως του νομικού και οικονομικού πλαισίου κατά την αξιολόγηση ενός περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και επί της οριοθετήσεώς της σε σχέση με την ανάλυση των περιοριστικών του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων

41.      Το δεύτερο μείζον ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση είναι η συνεκτίμηση του νομικού και οικονομικού πλαισίου κατά την αξιολόγηση ενός περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, καθώς και η διάκριση μεταξύ συνεκτιμήσεως του πλαισίου και εξετάσεως των αποτελεσμάτων κατά την αξιολόγηση ενός περιορισμού του ανταγωνισμού.

42.      Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η συνεκτίμηση του νομικού και οικονομικού πλαισίου κατά την ανάλυση ενός περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου αποσκοπεί κυρίως στο να επιβεβαιώσει ή να ανατρέψει την αρχική διαπίστωση περί του αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικειμένου μιας συγκεκριμένης πρακτικής, διαπίστωση η οποία έχει βασιστεί σε άλλα συγκεκριμένα στοιχεία της πρακτικής αυτής.

43.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην απόφαση Budapest Bank, το Δικαστήριο παρέπεμψε στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek, κατά τις οποίες για τη διαπίστωση ενός περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου απαιτείται ανάλυση σε δύο στάδια (24). Συγκεκριμένα, οι αρχές ανταγωνισμού υποχρεούνται να προσδιορίσουν, σε πρώτο στάδιο, αν η συμφωνία εμπίπτει, βάσει του περιεχομένου και των σκοπών της, σε κατηγορία συμφωνιών οι οποίες είναι επιζήμιες για τον ανταγωνισμό λαμβανομένης υπόψη της προηγούμενης σταθερής και αξιόπιστης πείρας (ειδάλλως, οι οποίες είναι πρόδηλο ότι είναι επιζήμιες για τον ανταγωνισμό) (25). Σε δεύτερο στάδιο, οι εν λόγω αρχές οφείλουν να προβούν σε «στοιχειώδη έλεγχο της πραγματικότητας» προκειμένου να εξακριβώσουν αν οι ιδιαίτερες περιστάσεις του νομικού και οικονομικού πλαισίου της επίμαχης συμφωνίας μπορούν να προκαλέσουν αμφιβολίες ως προς τον τεκμαιρόμενο επιβλαβή χαρακτήρα της συμφωνίας αυτής (26).

44.      Η εξέταση του νομικού και οικονομικού πλαισίου αποσκοπεί στην αποφυγή του κινδύνου «ψευδώς θετικών» εκτιμήσεων που ενδέχεται να προκύψουν από τυπική ανάλυση μιας συμφωνίας, ήτοι από ανάλυση αποκομμένη από την «οικονομική πραγματικότητα» και από το νομικό και κανονιστικό υπόβαθρο της συμφωνίας αυτής. Πράγματι, το αντικείμενο μιας συμφωνίας δεν πρέπει να εκτιμάται αφηρημένα, αλλά συγκεκριμένα υπό το πρίσμα των πραγματικών συνθηκών της λειτουργίας της αγοράς, λαμβανομένου υπόψη κάθε σχετικού στοιχείου (27). Ειδικότερα, η προσέγγιση αυτή αντανακλά την εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου και τη μετάβαση από μια ευρεία και τυπολατρική ερμηνεία της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου σε μια στενότερη και στηριζόμενη στην οικονομία και στην πείρα ερμηνεία της έννοιας αυτής (28).

45.      Δεύτερον, η ανάλυση του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η πρακτική δεν πρέπει να συγχέεται με την ανάλυση των αποτελεσμάτων, δεδομένου ότι η τελευταία συνεπάγεται πρόσθετο βάρος αποδείξεως και λεπτομερέστερη εξέταση των αποτελεσμάτων της συμφωνίας για τη διαπίστωση της υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού. Σε διαφορετική περίπτωση, ο διαχωρισμός μεταξύ περιορισμού «ως εκ του αντικειμένου» και περιορισμού «ως εκ του αποτελέσματος» δεν θα είχε κανένα νόημα.

46.      Μολονότι η διάκριση αυτή μπορεί να φαίνεται σχετικά απλή στη θεωρία, εντούτοις η εφαρμογή της στην πράξη αποδεικνύεται περιπλοκότερη. Πράγματι, η συνεκτίμηση του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται μια συμφωνία μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να καταστήσει ιδιαιτέρως δυσδιάκριτο το σημείο στο οποίο τελειώνει η εξέταση της συμφωνίας υπό το πρίσμα του αντικειμένου της και αρχίζει η εξέταση της συμφωνίας από την άποψη των αποτελεσμάτων της. Εξάλλου, το γεγονός ότι, στη νομολογία του, το Δικαστήριο δέχεται ότι η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των συμφωνιών ή των πρακτικών από την άποψη του άρθρου 101 ΣΛΕΕ προϋποθέτει, όπως και η διαπίστωση περιορισμού ως εκ του αντικειμένου, την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη το συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου αυτές εντάσσονται, ιδίως δε το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους οι οικείες επιχειρήσεις, η φύση των προϊόντων ή υπηρεσιών που επηρεάζονται, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της δομής της αγοράς (29), μπορεί επίσης να δημιουργήσει σύγχυση.

47.      Κατ’ ουσίαν, η διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών περιορισμών του ανταγωνισμού έγκειται στην ένταση της εξετάσεώς τους. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις όπου το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο είναι ευχερώς αντιληπτό, η ανάλυση του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η πρακτική πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο ώστε να επιβεβαιωθούν ή να διαψευσθούν ο επιβλαβής χαρακτήρας και το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο που προκύπτουν από την ανάλυση του περιεχομένου και των σκοπών της επίμαχης πρακτικής (30). Επομένως, η ανάλυση αυτή, κατ’ αρχήν, ουδόλως μπορεί να αναπληρώσει την έλλειψη πραγματικού προσδιορισμού του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου μέσω της αποδείξεως των πιθανών αποτελεσμάτων των οικείων μέτρων (31).

48.      Όπως υπενθύμισα στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια συμφωνία έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, πρέπει να μπορεί να διαπιστωθεί ότι η συμφωνία είναι πράγματι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα αποτελέσματά της. Ως εκ τούτου, η εξέταση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου μιας συμφωνίας δεν πρέπει να «διολισθαίνει» σε εξέταση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της εν λόγω συμφωνίας παρά μόνον όταν προκύπτει ότι είναι αδύνατον να διαπιστωθεί, παρά την εξέταση του συνόλου των σχετικών συμφυών στοιχείων του ευρύτερου πλαισίου, ότι η συμφωνία είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό (32). Τούτο θα μπορούσε να συμβαίνει, για παράδειγμα, αν από την εξέταση του νομικού και οικονομικού πλαισίου γεννώνται αμφιβολίες ως προς τον διαπιστωθέντα (κατά το πρώτο στάδιο του ελέγχου) ιδιαιτέρως επιβλαβή χαρακτήρα μιας συμφωνίας ή προκύπτουν, τουλάχιστον, διφορούμενα αποτελέσματα.

49.      Τρίτον, όπως υπενθύμισε προσφάτως το Δικαστήριο στην απόφαση HSBC (33), όταν τα συμβαλλόμενα μέρη μιας συμφωνίας επικαλούνται τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που αυτή συνεπάγεται, τα εν λόγω αποτελέσματα πρέπει, ως στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η συγκεκριμένη συμφωνία, να λαμβάνονται δεόντως υπόψη για τον χαρακτηρισμό της ως περιορισμού ως εκ του αντικειμένου, στο μέτρο που μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη συνολική εκτίμηση του αρκούντως επιζήμιου για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της σχετικής συμπαιγνιακής πρακτικής και, κατά συνέπεια, τον χαρακτηρισμό της ως περιορισμού ως εκ του αντικειμένου (34). Ωστόσο, ο απλός και μη τεκμηριωμένος ισχυρισμός περί θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της επίμαχης συμφωνίας δεν είναι δυνατόν να επαρκεί για την άρση του χαρακτηρισμού της ως περιορισμού ως εκ του αντικειμένου (35). Συνεπώς, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένα, ασκούντα επιρροή και προσιδιάζοντα στην οικεία συμφωνία, τα εν λόγω θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα πρέπει να είναι αρκούντως σημαντικά, ώστε να εγείρονται εύλογες αμφιβολίες ως προς τον αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της οικείας συμφωνίας και, επομένως, ως προς το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενό της (36).

50.      Τέταρτον, ενώ η συνεκτίμηση των προβαλλόμενων κερδών ως προς την αποτελεσματικότητα ή των θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων εντάσσεται στο νομικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί η ανταλλαγή πληροφοριών, διευκρινίζεται ότι το στάδιο αυτό της αναλύσεως είναι διαφορετικό από την ανάλυση που πραγματοποιείται δυνάμει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η οποία αποσκοπεί στο να εξεταστεί, εφόσον διαπιστωθεί περιορισμός του ανταγωνισμού, αν πληρούνται τα κριτήρια απαλλαγής (37). Συγκεκριμένα, η συνεκτίμηση των θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων δεν έχει ως σκοπό τον αποκλεισμό του χαρακτηρισμού της οικείας πρακτικής ως περιορισμού του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αλλά απλώς την κατανόηση της αντικειμενικής σοβαρότητάς της και, κατά συνέπεια, τον καθορισμό του τρόπου αποδείξεώς της (38).

2.      Επί της εφαρμογής της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου στις ανταλλαγές πληροφοριών

51.      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι έννοιες «συμφωνία», «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» και «εναρμονισμένη πρακτική» περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καταλαμβάνουν, από υποκειμενική άποψη, μορφές συμπαιγνίας που μοιράζονται την ίδια φύση και διακρίνονται μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται (39). Επομένως, τα κριτήρια που διατυπώνονται στη νομολογία του Δικαστηρίου για την εκτίμηση του αν μια συμπεριφορά έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εφαρμόζονται ανεξαρτήτως αν πρόκειται για συμφωνία, για απόφαση ή για εναρμονισμένη πρακτική (40).

52.      Εξάλλου, σχετικά με τον ορισμό της εναρμονισμένης πρακτικής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια τέτοια πρακτική αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φθάσει μέχρι του σημείου της συνάψεως κατά κυριολεξία συμβάσεως, αντικαθιστά συνειδητά τους εκ του ανταγωνισμού κινδύνους με μεταξύ τους συνεργασία στην πράξη (41). Πέραν αυτού, από την έκδοση της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 1975, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής (40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, EU:C:1975:174, σκέψη 288), και εντεύθεν, γίνεται παγίως δεκτό ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών μπορούν να συνιστούν αυτοτελή παράβαση εμπίπτουσα στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

53.      Από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής ενέχει, πέραν της συνεννόησης μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, συμπεριφορά στην αγορά συνακόλουθη προς την εν λόγω συνεννόηση και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τεκμαίρεται, υπό την επιφύλαξη αποδείξεως περί του αντιθέτου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, ότι οι μετέχουσες στη συνεννόηση επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή (42).

54.      Στο πλαίσιο αυτό, κρίνονται αντίθετες προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ οι ανταλλαγές πληροφοριών που μετριάζουν ή εξαλείφουν τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της σχετικής αγοράς, με συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων (43). Ειδικότερα, οι περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ περιλαμβάνουν απαίτηση αυτονομίας των επιχειρηματιών. Η απαίτηση αυτή δεν αποκλείει μεν το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται ευφυώς στη διαπιστωθείσα ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, πλην όμως εμποδίζει αυστηρά κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά στην αγορά ενός υφιστάμενου ή δυνητικού ανταγωνιστή είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να τηρήσει ο ίδιος στην αγορά (44).

55.      Εντούτοις, μολονότι το Δικαστήριο έχει κληθεί επανειλημμένως να εξετάσει τη συμβατότητα ανταλλαγών πληροφοριών με το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν έχει ακόμη διευκρινίσει, κατά τρόπο σαφή, αν τα κριτήρια στα οποία αναφέρεται, και ιδίως το κριτήριο της μειώσεως ή της εξαλείψεως της αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς, αφορούν την έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού γενικώς, αν αφορούν αποκλειστικώς και μόνον τους περιορισμούς ως εκ του αποτελέσματος ή αν καθιστούν επίσης δυνατή τη διαπίστωση αντικειμένου αντίθετου προς τον ανταγωνισμό (45). Πάντως, το γεγονός ότι το προαναφερθέν κριτήριο εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό περιορισμών του ανταγωνισμού, τόσον ως εκ του αντικειμένου όσο και ως εκ του αποτελέσματος, δεν προκαλεί έκπληξη. Όπως ανέφερα στο σημείο 31 των παρουσών προτάσεων, η διάκριση περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και ως εκ του αποτελέσματος έχει πρωτίστως αποδεικτική σημασία.

56.      Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι σε ορισμένες από τις αποφάσεις στις οποίες έγινε λόγος για την έννοια του περιορισμού ως εκ του αντικειμένου στο πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών, το Δικαστήριο επιδίωξε να αποσαφηνίσει περαιτέρω τις περιστάσεις υπό τις οποίες πρέπει να γίνεται δεκτός ο χαρακτηρισμός του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό τυχόν ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμενη να εξαλείψει τις αβεβαιότητες που διακατέχουν τους ενδιαφερομένους ως προς την ημερομηνία, το εύρος και τις λεπτομέρειες της προσαρμογής της συμπεριφοράς στην αγορά την οποία οι οικείες επιχειρήσεις πρόκειται να θέσουν σε εφαρμογή (46) –και, επομένως, δυνάμενη να επιδράσει άμεσα στην επιχειρηματική στρατηγική των ανταγωνιστών ή να επηρεάσει την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά (47). Τούτο ισχύει ιδίως όταν η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά ιδιαιτέρως ευαίσθητα από την άποψη του ανταγωνισμού στοιχεία, όπως είναι οι μελλοντικές τιμές ή κάποια εκ των συνιστωσών των τιμών αυτών, όπερ συνέβαινε στις αποφάσεις T-Mobile και Dole ή, πιο πρόσφατα, στην απόφαση HSBC.

57.      Εντούτοις, όταν η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά στοιχεία λιγότερο ευαίσθητα από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού ή όταν το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο δεν προκύπτει σαφώς από την ανάλυση του περιεχομένου, των σκοπών και του νομικού και οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι εν λόγω ανταλλαγές, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι επιβάλλεται να γίνεται ανάλυση των αποτελεσμάτων. Αυτή η λύση υιοθετήθηκε, για παράδειγμα, στην υπόθεση ASNEF, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της, η ανταλλαγή ορισμένων δεδομένων μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων που αποσκοπούσε στη δημιουργία τραπεζικού μητρώου δεν είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να αναλυθούν τα αποτελέσματά της (48). Στην ίδια αυτή υπόθεση, το Δικαστήριο εκτίμησε εξάλλου ότι, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων μέτρων περί μη κοινολογήσεως ευαίσθητων δεδομένων που είχαν λάβει οι εμπλεκόμενες στην υπόθεση εκείνη τράπεζες, τα μεταξύ αυτών ανταλλαγέντα αρχεία δεν ήταν δυνατόν να αποκαλύψουν ούτε τη θέση στην αγορά καθεμιάς από τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις ούτε την εμπορική στρατηγική τους (49).

58.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, επιβάλλεται να παρατηρηθούν τα εξής.

59.      Κατά πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως περιοριστική του ανταγωνισμού οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών. Πράγματι, οι ανταλλαγές πληροφοριών αποτελούν κοινό χαρακτηριστικό πολλών ανταγωνιστικών αγορών. Εξάλλου, από την οικονομική θεωρία προκύπτει ότι η διαφάνεια μεταξύ επιχειρηματιών μπορεί να συμβάλει στην εντατικοποίηση του ανταγωνισμού και να καταστήσει δυνατή την επίλυση προβλημάτων ασύμμετρης πληροφόρησης, καθώς και να επιφέρει διαφόρων ειδών κέρδη ως προς την αποτελεσματικότητα, καθιστώντας ως εκ τούτου αποτελεσματικότερες τις αγορές (50).

60.      Κατά δεύτερον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στο σημείο 54 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι, όσον αφορά τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών, το καθοριστικό κριτήριο για την εκτίμηση της υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι η μείωση ή η εξάλειψη της αβεβαιότητας ως προς τη στρατηγική συμπεριφορά ενός ανταγωνιστή στην αγορά.

61.      Η εκτίμηση υπό το πρίσμα του ως άνω κριτηρίου εξαρτάται στενά από τη φύση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ των ανταγωνιστών. Συγκεκριμένα, μόνον η ανταλλαγή στρατηγικώνεμπορικά ευαίσθητων) πληροφοριών μπορεί να μειώσει την αβεβαιότητα στην αγορά και να έχει αντίκτυπο στην αυτονομία λήψεως αποφάσεων των μερών, περιορίζοντας ως εκ τούτου τον ανταγωνισμό. Μολονότι δεν υφίσταται ακριβής ορισμός της έννοιας των στρατηγικών (ή εμπορικά ευαίσθητων) πληροφοριών, γίνεται κατ’ αρχήν δεκτό ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις τιμές και τις ποσότητες είναι εκείνες που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο στρατηγικό ενδιαφέρον, ακολουθούμενες από τις πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τη ζήτηση (51). Εξάλλου, η στρατηγική χρησιμότητα των ανταλλασσόμενων πληροφοριών μπορεί να εξαρτάται και από σειρά άλλων παραγόντων, όπως ο βαθμός συγκέντρωσης της σχετικής αγοράς, ο συγκεντρωτικός ή αναλυτικός χαρακτήρας των πληροφοριών, η παλαιότητά τους, καθώς και η συχνότητα των ανταλλαγών (52).

62.      Κατά τρίτον, μολονότι μια ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να εμπίπτει στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το γεγονός ότι η ανταλλαγή αφορά στρατηγικά δεδομένα που είναι ικανά να μειώσουν την αβεβαιότητα στην αγορά δεν συνεπάγεται αυτομάτως τον χαρακτηρισμό της ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

63.      Λαμβανομένου υπόψη ότι η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου επιβάλλεται να ερμηνεύεται στενά, ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να γίνει δεκτός μόνο για τις ανταλλαγές πληροφοριών για τις οποίες προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, με βάση τα χαρακτηριστικά τους και χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των αποτελεσμάτων τους, ότι πληρούται το κριτήριο της μειώσεως ή της εξαλείψεως της αβεβαιότητας στην αγορά και ότι, συνεπώς, οι ανταλλαγές αυτές μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την επιχειρηματική στρατηγική των ανταγωνιστών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Όπως επισήμανα στο σημείο 56 των παρουσών προτάσεων, το κριτήριο αυτό θεωρείται ότι πληρούται όταν η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά στοιχεία κρίσιμα για τον ανταγωνισμό, όπως η δυναμικότητα και οι μελλοντικές τιμές.

64.      Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να αποτελεί πρακτική περιοριστική του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, εφόσον από την ανάλυση του περιεχομένου της, των σκοπών της και του νομικού και οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου αυτή εντάσσεται προκύπτει ότι η εν λόγω ανταλλαγή είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό. Εξάλλου, το γεγονός ότι η ανταλλαγή είναι «αυτοτελής», υπό την έννοια ότι δεν συνδέεται με τη διαπίστωση συμπράξεως, δεν μπορεί να κλονίσει τη διαπίστωση περί υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ανταλλαγή είναι αρκούντως επιβλαβής (53).

3.      Επί της εκτιμήσεως του χαρακτηρισμού της προκειμένης περιπτώσεως ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου

α)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

65.      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με βάση τα περιγραφόμενα στα σημεία 10 έως 14 των παρουσών προτάσεων χαρακτηριστικά τους, οι επίμαχες ανταλλαγές αφορούσαν τρέχοντα και μελλοντικά δεδομένα τα οποία ήταν στρατηγικής σημασίας από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού και καθιστούσαν δυνατό για τις προσφεύγουσες να λάβουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις προσφορές των ανταγωνιστών τους, παρέχοντάς τους κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να μειώσουν την αβεβαιότητα που συνδέεται με τη στρατηγική συμπεριφορά και να ευθυγραμμιστούν μεταξύ τους μέσω άτυπου συντονισμού.

66.      Ωστόσο, την περιγραφή αυτή αμφισβητούν οι προσφεύγουσες, οι οποίες, σε αντίθεση με τις διαπιστώσεις της AdC και του αιτούντος δικαστηρίου, θεωρούν ότι τα χαρακτηριστικά των πληροφοριών που ανταλλάσσονταν δεν παρείχαν τη δυνατότητα τέτοιου συντονισμού στην αγορά (54).

67.      Πρέπει, εντούτοις, να υπομνησθεί, αφενός, ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει την ακρίβεια του πραγματικού πλαισίου που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο (55) και, αφετέρου, ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει εν τέλει, λαμβανομένων υπόψη όλων των λυσιτελών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης και του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου αυτή εντάσσεται, αν η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (56).

68.      Κατόπιν των διευκρινίσεων αυτών, προτείνω να εξεταστεί, σε πρώτο στάδιο, η ανταλλαγή πληροφοριών κατά το μέρος της που αφορά τους εμπορικούς όρους των συναφθέντων δανείων (ιδίως εκείνους που άπτονται των περιθωρίων επιτοκίων), εν συνεχεία δε να εξεταστούν, σε δεύτερο στάδιο, οι ανταλλαγές που αφορούν τους όγκους παραγωγής και, σε τρίτο και τελευταίο στάδιο, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μία και η αυτή ανταλλαγή των δύο εν λόγω ειδών πληροφοριών, εξεταζόμενων από κοινού, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έχουσα αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό.

β)      Επί των πληροφοριών που αφορούν τους «εμπορικούς όρους»

1)      Επί του περιεχομένου των ανταλλαγεισών πληροφοριών

69.      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα «περιθώρια επιτοκίων» σχετικά με τα οποία αντάλλαξαν πληροφορίες οι τράπεζες αποτελούν βασικό στοιχείο της τιμής (57). Επιπλέον, από την ίδια απόφαση προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες, γνωστοποιώντας μεταξύ ανταγωνιστών τους μία εκ των συνιστωσών της τιμής που επρόκειτο να εφαρμόσουν, συνέβαλαν στην ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά μειώνοντας την αβεβαιότητα που συνδέεται με την τρέχουσα ή μελλοντική στρατηγική τους, γεγονός που παρείχε σε κάθε συμμετέχουσα τράπεζα τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τις πληροφορίες αυτές κατά τον καθορισμό της δικής της επιχειρηματικής στρατηγικής και να ευθυγραμμιστεί ανά πάσα στιγμή μέσω άτυπου συντονισμού.

70.      Σημειώνεται, εκ προοιμίου, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στο σημείο 56 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι μια ανταλλαγή πληροφοριών με τέτοια χαρακτηριστικά είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τη θέση που υποστηρίζουν ορισμένες εκ των προσφευγουσών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι υφίσταται αρκούντως αξιόπιστη και σταθερή πείρα βάσει της οποίας μπορεί να γίνει δεκτό ότι τέτοιες ανταλλαγές που αφορούν μελλοντικές τιμές (ή ορισμένους από τους παράγοντες διαμόρφωσής τους) είναι εγγενώς αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του ιδιαιτέρως υψηλού κινδύνου συμπαιγνίας που συνεπάγονται, με συνέπεια να μπορούν να χαρακτηριστούν ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

71.      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα της αντίληψης η οποία είναι συμφυής με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης και κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην αγορά (58). Η ανταλλαγή πληροφοριών, όμως, μεταξύ ανταγωνιστών σχετικά με καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης των τιμών αντιβαίνει καταφανώς στην εν λόγω απαίτηση αυτονομίας, ιδίως όταν οι οικείες πληροφορίες αφορούν μελλοντικές προθέσεις στον τομέα των τιμών οι οποίες παρέχουν σε επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προβλέψουν τη στρατηγική εμπορική κίνηση ενός ανταγωνιστή και να προσαρμοστούν σε αυτήν μειώνοντας την ανταγωνιστική πίεση στην αγορά.

72.      Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πέραν του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους κατά τον χρόνο της ανταλλαγής, οι πληροφορίες σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων είναι ιδιαιτέρως σημαντικές για τον καθορισμό των προσφορών δανείων από τις τράπεζες προς τους πελάτες τους. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι η τραπεζική αγορά είναι ιδιαιτέρως ρυθμιζόμενη, τα τραπεζικά ιδρύματα διαθέτουν ευχέρεια λήψεως αποφάσεων όσον αφορά τον καθορισμό των περιθωρίων επιτοκίων, ο οποίος διασφαλίζει τη διαφοροποίηση της στρατηγικής κάθε τράπεζας και αποτελεί, ως εκ τούτου, καθοριστικό παράγοντα ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων αυτών (59).

73.      Επομένως, το περιεχόμενο της εν λόγω ανταλλαγής είναι, αυτό καθεαυτό, αρκούντως επιζήμιο για τον ανταγωνισμό και μπορεί να θεωρηθεί, ως εκ της φύσεώς του, βλαπτικό για την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού, γεγονός που αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα περί υπάρξεως συμπεριφοράς η οποία αλλοιώνει τη λειτουργία του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές (60).

74.      Εξάλλου, σε αντίθεση με την άποψη που υποστηρίζουν ορισμένες εκ των προσφευγουσών, δεν είναι αναγκαίο μια εναρμονισμένη πρακτική να αφορά όλους τους παράγοντες του ανταγωνισμού. Μια τέτοια πρακτική μπορεί να έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο ακόμη και αν αφορά μόνο μεμονωμένους παράγοντες, όπως τα περιθώρια επιτοκίων (61). Το γεγονός ότι η τελική τιμή περιλαμβάνει και άλλες συνιστώσες οι οποίες ενδεχομένως δεν αποτέλεσαν (στο σύνολό τους) αντικείμενο ανταλλαγής πληροφοριών δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση περί υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

75.      Άλλωστε, ο στρατηγικός και εμπορικά ευαίσθητος χαρακτήρας των δεδομένων που αποτέλεσαν αντικείμενο ανταλλαγής δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ακόμη και αν αποδειχθεί, όπως υποστηρίζουν πλείονες εκ των προσφευγουσών, ότι ορισμένες από τις επίμαχες ανταλλαγές δεν αφορούσαν ούτε τις τελικές τιμές που εφάρμοζαν οι τράπεζες ούτε τα περιθώρια επιτοκίων των δανείων που πράγματι χορηγούνταν στους πελάτες, αλλά μάλλον ένα φάσμα ενδεικτικών επιτοκίων που χρησιμοποιούνταν ως σημείο αφετηρίας στις ατομικές διαπραγματεύσεις με κάθε πελάτη ανάλογα με το ειδικό προφίλ κινδύνου του πελάτη. Συγκεκριμένα, η κοινολόγηση τέτοιων δεδομένων μπορεί να αρκεί για να αποκαλυφθούν οι στρατηγικές προθέσεις σχετικά με μια μελλοντική τιμολογιακή συμπεριφορά και να διευκολυνθούν, με τον τρόπο αυτό, συμπαιγνιακές συμπεριφορές μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων (62).

2)      Επί του σκοπού που επιδιώκει η ανταλλαγή πληροφοριών

76.      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί αν μια συμφωνία ή ανταλλαγή πληροφοριών εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη οι αντικειμενικοί σκοποί που αυτή επιδιώκει (63). Επιπλέον, οι αντικειμενικοί αυτοί σκοποί, οι οποίοι πρέπει να προκύπτουν σαφώς από τις επίμαχες πρακτικές, ουδόλως πρέπει να συγχέονται με τις υποκειμενικές προθέσεις περί περιορισμού ή μη του ανταγωνισμού ή, ακόμη, με τους θεμιτούς σκοπούς που ενδεχομένως επιδιώκουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Άλλωστε, δεν αμφισβητείται ότι μια συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αντικείμενο που περιορίζει τον ανταγωνισμό ακόμη και αν επιδιώκει άλλους θεμιτούς σκοπούς (64).

77.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η AdC εκτίμησε ότι η ανταλλαγή, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των πληροφοριών τις οποίες αφορούσε, δεν μπορούσε να έχει κανέναν άλλον σκοπό εκτός από τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Τη διαπίστωση αυτή αμφισβητούν οι προσφεύγουσες, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η ανταλλαγή πληροφοριών αποτελούσε ανεπίσημο μέσο διευκόλυνσης της δραστηριότητας benchmarking των τραπεζών που τους παρείχε τη δυνατότητα να συγκρίνουν μεταξύ τους τις προσφορές καθεμιάς εξ αυτών (65), μειώνοντας παράλληλα το κόστος που συνεπάγεται η συγκριτική αυτή διεργασία, γεγονός που μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα για τον ανταγωνισμό (66), και ότι, επομένως, ο σκοπός της ανταλλαγής δεν ήταν εγγενώς αντίθετος προς τον ανταγωνισμό.

78.      Το ανωτέρω επιχείρημα δεν είναι πειστικό και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί.

79.      Μολονότι μια ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί, πράγματι, να αποφέρει κέρδη ως προς την αποτελεσματικότητα και να καταστήσει αποδοτικότερες τις επιχειρήσεις, παρέχοντάς τους, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να συγκρίνουν τις πρακτικές τους και να βελτιώσουν με αυτόν τον τρόπο τόσο την εσωτερική αποτελεσματικότητά τους όσο και τη θέση τους στην αγορά, εντούτοις είναι αυτονόητο ότι πρωτοβουλίες όπως το benchmarking δεν δικαιολογούν την υιοθέτηση πρακτικών οι οποίες είναι, αυτές καθαυτές, αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, όπως η ανταλλαγή εμπιστευτικών και στρατηγικών από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού πληροφοριών, παραδείγματος χάριν πληροφοριών που αφορούν τις σχεδιαζόμενες ενέργειες των επιχειρήσεων στον τομέα των τιμών.

80.      Επιπλέον, δυσκολεύομαι να ακολουθήσω τη συλλογιστική των τραπεζών σχετικά με τους σκοπούς που επιδιώκονταν με την επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών. Συγκεκριμένα, διερωτάται κανείς για τη χρησιμότητα της ανταλλαγής αυτής, δεδομένου ότι, κατά τις προσφεύγουσες, οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες, αφενός μεν, δημοσιοποιούνταν από τις τράπεζες ταυτόχρονα με την εν λόγω ανταλλαγή (ή αμέσως μετά από αυτήν), αφετέρου δε, λαμβανομένων υπόψη των εσωτερικών διαδικασιών που ισχύουν εντός των τραπεζών, δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για τη μεταβολή των περιθωρίων επιτοκίων. Πέραν του γεγονότος ότι η διαπίστωση αυτή αμφισβητείται από την AdC και δεν συνάγεται από την απόφαση περί παραπομπής, μια τέτοια ανταλλαγή πληροφοριών στερείται οιασδήποτε επιχειρηματικής λογικής. Επομένως, εγείρονται αμφιβολίες σχετικά με τα κίνητρα που θα μπορούσαν να έχουν ωθήσει τις προσφεύγουσες στο να εκτεθούν σε έναν όχι αμελητέο κίνδυνο από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού, προκειμένου να λάβουν πληροφορίες που, κατά τις ίδιες, δεν παρουσίαζαν κανένα πραγματικό επιχειρηματικό ενδιαφέρον.

3)      Επί του νομικού και οικονομικού πλαισίου

81.      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην AdC ότι δεν έλαβε υπόψη το οικονομικό, νομικό και κανονιστικό πλαίσιο του τραπεζικού τομέα κατά το χρονικό διάστημα της παραβάσεως. Οι εν λόγω διάδικοι θεωρούν ότι, εκτιμώμενες εντός του σχετικού νομικού και οικονομικού πλαισίου, οι επίμαχες ανταλλαγές ήταν στην πραγματικότητα θετικές για τον ανταγωνισμό ή ότι, τουλάχιστον, μια τέτοια εκτίμηση θα έπρεπε να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς τον επιβλαβή χαρακτήρα των ανταλλαγών, κλονίζοντας έτσι τη διαπίστωση περί υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (67).

82.      Επίσης, υπενθυμίζω ότι, όπως επισήμανα στο σημείο 47 των παρουσών προτάσεων, όταν το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο είναι ευχερώς αντιληπτό, όπερ φαίνεται να ισχύει για τις ανταλλαγές σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων, η ανάλυση του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η πρακτική πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για να εξακριβωθεί αν είναι δυνατόν, βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων, να δημιουργηθούν αμφιβολίες ως προς τον επιβλαβή χαρακτήρα της πρακτικής αυτής. Ως εκ τούτου, μόνο τα στοιχεία που είναι πραγματικά κρίσιμα για την ανάλυση του νομικού και οικονομικού πλαισίου πρέπει να εξετάζονται από την αρχή ανταγωνισμού, η δε αρχή αυτή δεν υποχρεούται να εξετάσει επιχειρήματα αμιγώς υποθετικά ή αποκομμένα από το νομικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών ή η επίμαχη συμπεριφορά (68).

83.      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατά πρώτον, τις εκτιμήσεις της AdC και του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τον βαθμό συγκεντρώσεως (και τα μερίδια αγοράς) των διαφόρων συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης από την εν λόγω ανταλλαγή χρονικής περιόδου, καθώς και το γεγονός ότι η ανταλλαγή πραγματοποιήθηκε σε «κλειστό κύκλο».

84.      Μολονότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να υποκαταστήσει το αιτούν δικαστήριο στην εκτίμηση της μεθόδου που ακολούθησε η AdC και της ορθότητας της αναλύσεως που διενεργήθηκε από την εν λόγω αρχή, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι ο βαθμός συγκεντρώσεως αποτελεί ένα από τα στοιχεία που μπορούν να αποδειχθούν κρίσιμα στο πλαίσιο της αναλύσεως ενός περιορισμού του ανταγωνισμού (69). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε μια αγορά με υψηλό βαθμό συγκεντρώσεως, η ανταλλαγή ορισμένων πληροφοριών μπορεί, ανάλογα ιδίως με το είδος των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, να παράσχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να γνωρίζουν τη θέση και την εμπορική στρατηγική των ανταγωνιστών τους στην αγορά, νοθεύοντας έτσι τον ανταγωνισμό στην αγορά αυτή και αυξάνοντας την πιθανότητα συμπαιγνίας ή και διευκολύνοντάς την (70).

85.      Πέραν του πιθανού χαρακτήρα συμπαιγνίας της επίμαχης ανταλλαγής, το γεγονός ότι αυτή έλαβε χώρα σε κλειστό κύκλο ενέχει επίσης τον κίνδυνο αποκλεισμού των τραπεζών οι οποίες δεν συμμετείχαν στην εν λόγω ανταλλαγή και οι οποίες, συνεπώς, δεν είχαν στη διάθεσή τους τα ίδια δεδομένα για να εκτιμήσουν τις υφιστάμενες και τις μελλοντικές συνθήκες στη σχετική αγορά. Μια τέτοια ανταλλαγή εντός περιορισμένης ομάδας συμμετεχόντων ενδέχεται να δυσχεραίνει την είσοδο νέων επιχειρηματιών στην αγορά (71), ιδίως όταν η αγορά έχει τα χαρακτηριστικά που επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο (72).

86.      Εξάλλου, το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τους όγκους παραγωγής οι οποίες ήταν τακτικές, οι ανταλλαγές που αφορούσαν τα περιθώρια επιτοκίων ήταν σποραδικές, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν αποκλείει, αφ’ εαυτού, το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο της ανταλλαγής πληροφοριών. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μία και μόνη επαφή μπορεί, λαμβανομένης υπόψη της δομής της αγοράς, να αρκεί προκειμένου οι επιχειρήσεις να εναρμονίσουν τις συμπεριφορές τους (73).

87.      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατά δεύτερον, ότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της πορτογαλικής τραπεζικής αγοράς, η επίμαχη συμπεριφορά δεν μπορούσε να έχει καμία συνέπεια επί του ανταγωνισμού ούτε, επομένως, να οδηγήσει σε συμπαιγνιακή συμπεριφορά (74). Ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των εσωτερικών διαδικασιών που όφειλαν να ακολουθήσουν για να τροποποιήσουν την προσφορά τους, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούσαν να αντιδράσουν αμέσως στις εν λόγω πληροφορίες.

88.      Πρέπει να σημειωθεί, επ’ αυτού, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τεκμαίρεται, υπό την επιφύλαξη αποδείξεως περί του αντιθέτου η οποία βαρύνει τους διαδίκους (75), ότι οι επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά εφόσον εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή (76), τούτο δε ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η συνεννόηση γίνεται σε τακτική βάση και επί μακρά χρονική περίοδο (77).

89.      Φρονώ ότι οι προσφεύγουσες επιχειρούν να ανατρέψουν το τεκμήριο αυτό επικαλούμενες «πραγματική αδυναμία» να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες αυτές προκειμένου να προσαρμόσουν και να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Ωστόσο, το εν λόγω επιχείρημα, ακόμη και αν αποδεικνυόταν (όπερ δεν προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής), δεν θα αρκούσε αφ’ εαυτού για να αποκλειστεί η διαπίστωση περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

90.      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αποσκοπεί, όπως και οι λοιποί περί ανταγωνισμού κανόνες της Συνθήκης, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και, ως εκ τούτου, του ίδιου του ανταγωνισμού. Επομένως, η διαπίστωση ότι μια εναρμονισμένη πρακτική έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διαπίστωση άμεσου συνδέσμου μεταξύ της πρακτικής αυτής και των τιμών που καταβάλλουν οι τελικοί καταναλωτές (78). Συνεπώς, ακόμη και μια συμπεριφορά που δύναται να επιφέρει κάποια μείωση της τιμής των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών (ή να έχει ουδέτερο αντίκτυπο επί του ανταγωνισμού) μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να θεωρηθεί ως εγγενώς αντίθετη προς τον ανταγωνισμό (79).

91.      Δεύτερον, το γεγονός ότι τα περιθώρια επιτοκίων δημοσιοποιούνταν λίγο χρόνο μετά τις επίμαχες ανταλλαγές ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι οι εν λόγω πληροφορίες ήταν εμπιστευτικές, χωρίς το κοινό να έχει πρόσβαση σε αυτές κατά τον χρόνο κατά τον οποίο έγινε πράγματι η ανταλλαγή τους. Επιπλέον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι πληροφορίες αφορούσαν τις μελλοντικές προθέσεις των εμπλεκομένων τραπεζών σε ζητήματα τιμών και, ως εκ τούτου, ήταν στρατηγικές και ιδιαιτέρως ευαίσθητες από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού.

92.      Ακόμη και αν το επιχείρημα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες θεωρηθεί αποδεδειγμένο, είμαι της γνώμης ότι δεν αρκεί για να κλονίσει τη διαπίστωση περί υπάρξεως παραβάσεως συνιστάμενης σε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, αλλά θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του προστίμου και να οδηγήσει, ενδεχομένως, σε μείωση του επιβληθέντος προστίμου.

93.      Όσον αφορά, κατά τρίτον, τα επιχειρήματα που αντλούνται από την ιδιαίτερη φύση του τραπεζικού τομέα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, μειώνοντας την αβεβαιότητα στην αγορά, η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών μπορούσε να αποφέρει κέρδη ως προς την αποτελεσματικότητα και να έχει θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που ωφελούν τους καταναλωτές.

94.      Επ’ αυτού, επισημαίνεται ότι, όπως υπενθύμισα στο σημείο 49 των παρουσών προτάσεων, η ενδεχόμενη ύπαρξη θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες δεν κλονίζει τη διαπίστωση ότι μια συγκεκριμένη συμφωνία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, εκτός εάν τα εν λόγω αποτελέσματα είναι αποδεδειγμένα, ασκούν επιρροή και είναι ειδικά και τόσο σημαντικά ώστε να μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω το συμπέρασμα ότι η ανταλλαγή πληροφοριών είναι εγγενώς επιβλαβής για τον ανταγωνισμό.

95.      Οι προσφεύγουσες, καίτοι προσδιορίζουν κατά τρόπο γενικό και μάλλον θεωρητικό ορισμένες προβαλλόμενες ως θετικές για τον ανταγωνισμό πτυχές των επίμαχων ανταλλαγών, εντούτοις φαίνεται ότι δεν είναι σε θέση να τις αποδείξουν. Συγκεκριμένα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω ανταλλαγές θα μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς ή να θεραπεύσουν τις ελλείψεις της (80). Ωστόσο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω τράπεζες μετακύλισαν ορισμένα πλεονεκτήματα στους πελάτες τους, πράγμα που άλλωστε δεν προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τούτο δεν αποκλείει τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της επίμαχης συμπεριφοράς (81).

96.      Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαιτέρως ευαίσθητου χαρακτήρα των πληροφοριών σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων, που περιγράφεται στα σημεία 71 έως 74 των παρουσών προτάσεων, είναι μάλλον απίθανο οι θετικές για τον ανταγωνισμό πτυχές που επικαλούνται οι προσφεύγουσες να προκαλέσουν εύλογες αμφιβολίες ως προς τον επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των επίμαχων ανταλλαγών (82).

97.      Κατά τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, η αύξηση των επιτοκίων δεν οφειλόταν στην επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών, αλλά σε άλλους παράγοντες που σχετίζονται με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ενέσκηψε κατά τη διάρκεια του έτους 2008 και με τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης που εφάρμοσε η Πορτογαλία συνεπεία της κρίσης αυτής.

98.      Για λόγους αντίστοιχους με εκείνους που εξέθεσα στο σημείο 90 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό επίσης πρέπει να απορριφθεί (83). Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη ανταλλαγή εντατικοποιήθηκε κατά την περίοδο που αντιστοιχεί στην οικονομική κρίση, εντούτοις η εν λόγω ανταλλαγή είχε αρχίσει κατά τη διάρκεια του έτους 2002, ήτοι πολύ πριν από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης και τις μεταγενέστερες παρεμβάσεις των ρυθμιστικών αρχών σχετικά με την κρίση αυτή.

99.      Όσον αφορά, κατά πέμπτον, το κανονιστικό περιβάλλον εντός του οποίου έλαβε χώρα η ανταλλαγή πληροφοριών, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο αιτούν δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει στον τραπεζικό τομέα στην Πορτογαλία περιλαμβάνει σειρά κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση ορισμένου επιπέδου διαφάνειας στην αγορά για την αποφυγή των συστημικών κρίσεων. Άλλωστε, κατά τις προσφεύγουσες, οι κανόνες αυτοί θεσπίστηκαν με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης περί προστασίας των καταναλωτών.

100. Κατά τη γνώμη μου, ούτε το επιχείρημα αυτό μπορεί γίνει δεκτό, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι οι πληροφορίες που αντήλλαξαν οι προσφεύγουσες ήταν διαφορετικές και έβαιναν πέραν των πληροφοριών που γνωστοποιούν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των νομίμων υποχρεώσεών τους. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν ορισμένες εκ των προσφευγουσών, κανένας από τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης δεν θα μπορούσε να επιτάσσει τη μεταξύ τραπεζών ανταλλαγή πληροφοριών όπως τα περιθώρια επιτοκίων (84).

γ)      Επί των πληροφοριών που αφορούν τους «όγκους παραγωγής»

101. Χωρίς να είναι αναγκαίο να επαναληφθεί η «κλασική μέθοδος αναλύσεως» ενός περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, η οποία περιλαμβάνει την εξέταση του περιεχομένου, των σκοπών και του νομικού και οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται μια συμφωνία, φρονώ ότι είναι σημαντικό να διατυπωθούν ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τις ανταλλαγές που αφορούν τους όγκους παραγωγής, δεδομένου ότι ορισμένοι εκ των διαδίκων της κύριας δίκης φαίνεται να θεωρούν ότι οι εν λόγω ανταλλαγές θα μπορούσαν αφ’ εαυτών (και ανεξαρτήτως της αναλύσεως των ανταλλαγών που αφορούν τα περιθώρια επιτοκίων) να έχουν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο.

102. Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι τα δεδομένα που αφορούν τους όγκους παραγωγής μπορούν, κατ’ αρχήν, να αποτελούν στρατηγικές και ευαίσθητες από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού πληροφορίες, εφόσον τα χαρακτηριστικά των ανταλλασσόμενων πληροφοριών και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η εν λόγω ανταλλαγή καθιστούν δυνατή τη μείωση της αβεβαιότητας που συνδέεται με τη στρατηγική συμπεριφορά ενός ανταγωνιστή στην αγορά (85).

103. Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με τις πληροφορίες σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων, η εν λόγω ανταλλαγή δεν αφορά μελλοντικές πρακτικές, αλλά δεδομένα του προηγούμενου μήνα. Μολονότι η τελική εκτίμηση σχετικά με τα χρονικά χαρακτηριστικά των πληροφοριών αυτών ανήκει στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της επίμαχης τραπεζικής αγοράς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ’ αρχήν, η ανταλλαγή παρελθόντων (ή ιστορικών) δεδομένων δεν είναι πιθανό να οδηγήσει σε συμπαιγνία και είναι λιγότερο επιβλαβής από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι είναι μάλλον απίθανο να παράσχει ενδείξεις σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά των ανταγωνιστών ή να καταστήσει δυνατή τη σύμπραξη στην αγορά (86).

104. Συναφώς, επισημαίνεται ότι δεν υφίσταται προκαθορισμένο όριο όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο τα δεδομένα αποκτούν ιστορικό χαρακτήρα, δηλαδή καθίστανται αρκούντως παλαιά ώστε να μην συνιστούν κίνδυνο για τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, το κατά πόσον τα δεδομένα έχουν πράγματι ιστορικό χαρακτήρα εξαρτάται από τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της σχετικής αγοράς και ιδίως από τη συχνότητα επαναδιαπραγμάτευσης των τιμών στον κλάδο (87). Επομένως, μολονότι είναι ελάχιστα πιθανό, δεν αποκλείεται οι ανταλλαγές που αφορούν παρελθόντα γεγονότα να συνιστούν και αυτές περιορισμούς ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Τούτο μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση που η ανταλλαγή πρόσφατων εξατομικευμένων πληροφοριών σχετικά με στρατηγικής σημασίας μεταβλητές αποκαλύπτει τάσεις των οποίων η γνώση είναι δυνατόν να μειώσει ή να εξαλείψει την αβεβαιότητα των μερών ως προς τις μελλοντικές προθέσεις τους στην αγορά, περίπτωση κατά την οποία μια τέτοια ανταλλαγή θα μπορούσε να είναι ισοδύναμη με την ανταλλαγή που αφορά μελλοντικά δεδομένα.

105. Τρίτον, γίνεται δεκτό ότι οι ανταλλαγές πραγματικά συγκεντρωτικών δεδομένων, δηλαδή δεδομένων μεταξύ των οποίων είναι αρκετά δύσκολο να γίνει διαχωρισμός των πληροφοριών που αφορούν μια συγκεκριμένη επιχείρηση, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να έχουν αποτελέσματα περιοριστικά του ανταγωνισμού απ’ ό,τι οι ανταλλαγές δεδομένων που αφορούν μεμονωμένες επιχειρήσεις. Επομένως, ο κίνδυνος η ανταλλαγή στρατηγικών πληροφοριών να μειώνει την αβεβαιότητα στην αγορά και, ως εκ τούτου, να περιορίζει τον ανταγωνισμό είναι μεγαλύτερος όταν οι πληροφορίες αυτές είναι αναλυτικές (88).

106. Τέταρτον, το γεγονός ότι οι ανταλλαγείσες πληροφορίες υπερέβαιναν τις κανονιστικές υποχρεώσεις των εν λόγω τραπεζών και αφορούσαν στοιχεία που δεν ήταν διαθέσιμα στο κοινό δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να προσδώσει στις ανταλλαγές αυτές χαρακτήρα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Πρέπει να αποδειχθεί επίσης ότι οι ανταλλαγείσες πληροφορίες κατέστησαν δυνατό τον μετριασμό ή την εξάλειψη της αβεβαιότητας στην αγορά (τούτο δε κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο για να μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου).

107. Επομένως, μολονότι δεν αποκλείεται η ανταλλαγή πρόσφατων και αναλυτικών στοιχείων σχετικών με τους όγκους παραγωγής να έχει στρατηγικό χαρακτήρα και να αφορά δεδομένα ευαίσθητα από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού, ιδίως εφόσον η ανταλλαγή αυτή πραγματοποιείται σε αγορά υψηλής συγκεντρώσεως και η συχνότητα των ανταλλαγών είναι μεγάλη, η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να αποδειχθεί με σαφήνεια, όπως επιβάλλει η στενή ερμηνεία της έννοιας του περιορισμού ως εκ του αντικειμένου, ότι η επίμαχη ανταλλαγή είχε ιδιαιτέρως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα και ότι κατέστησε (αφ’ εαυτής) δυνατό τον μετριασμό της στρατηγικής αβεβαιότητας ως προς τη μελλοντική συμπεριφορά των συμμετεχόντων στην αγορά (89).

δ)      Επί της από κοινού αναλύσεως των ανταλλαγεισών πληροφοριών

108. Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι, ενώ το περιγραφόμενο από το αιτούν δικαστήριο μέρος της ανταλλαγής πληροφοριών που αφορά τα περιθώρια επιτοκίων ενδέχεται να εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών που υπάγονται στην έννοια του περιορισμού ως εκ του αντικειμένου, η διαπίστωση αυτή δεν είναι εξίσου προφανής όσον αφορά τα δεδομένα που αφορούν την παραγωγή, εάν οι εν λόγω ανταλλαγές εξεταστούν μεμονωμένα και χωριστά.

109. Ωστόσο, τόσο από την αρχική απόφαση της AdC όσο και από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο, καίτοι έκανε διάκριση μεταξύ των δύο ειδών ανταλλαγεισών πληροφοριών, εντούτοις δεν έκρινε ότι καθεμία από τις εν λόγω ανταλλαγές ήταν αφ’ εαυτής περιοριστική ως εκ του αντικειμένου, αλλά ότι οι ανταλλαγές αποτελούσαν μέρος μίας και της αυτής ανταλλαγής πληροφοριών η οποία χαρακτηρίστηκε ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, βάσει των διαπιστώσεων του ίδιου του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τον εγγενώς επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της ανταλλαγής (90), αυτή είναι δυνατόν να συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Εντούτοις, για να γίνει δεκτός ο νομικός αυτός χαρακτηρισμός, πρέπει να πληρούνται δύο ακόμη προϋποθέσεις οι οποίες δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή από τη δικογραφία της υπό κρίση υποθέσεως.

110. Συγκεκριμένα, αφενός, είναι σημαντικό, από την άποψη της ασφάλειας δικαίου, να διασφαλιστεί ότι η θεωρία περί ζημίας, βάσει της οποίας μια αρχή ανταγωνισμού επιβάλλει κύρωση για αντίθετη προς τον ανταγωνισμό πρακτική, προκύπτει με σαφήνεια, ιδίως όταν πρόκειται για τη διαπίστωση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου μιας τέτοιας πρακτικής (91).

111. Αφετέρου, η αλληλεπίδραση μεταξύ των ανταλλαγών των δύο αυτών ειδών πληροφοριών, η οποία στηρίζει τη θεωρία περί ζημίας που υιοθετεί μια αρχή ανταγωνισμού, πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο μη διφορούμενο από την ανάλυση που διενεργεί η αρχή αυτή. Επομένως, η εν λόγω αρχή οφείλει να αποδείξει ότι υφίσταται αρκούντως σαφής σύνδεσμος μεταξύ των ανταλλαγών των δύο αυτών ειδών πληροφοριών και να εξηγήσει για ποιον λόγο ανταλλαγές που παρουσιάζουν τέτοια χαρακτηριστικά είναι αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός τους ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Με άλλα λόγια, η αρχή ανταγωνισμού θα πρέπει να καταδείξει για ποιον λόγο οι ως άνω ανταλλαγές, εξεταζόμενες από κοινού, αποτελούν μέρος ενός προδήλως αντίθετου προς τον ανταγωνισμό «σχεδίου» και καθιστούν δυνατή τη σύγκλιση των συμπεριφορών των εμπλεκομένων τραπεζών (92).

V.      Πρόταση

112. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão (δικαστήριο υποθέσεων ανταγωνισμού, ρυθμίσεως και εποπτείας, Πορτογαλία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών που αφορά τους εμπορικούς όρους που διέπουν τις συναλλαγές (ιδίως δε τα περιθώρια επιτοκίων και τις τρέχουσες και μελλοντικές μεταβλητές κινδύνου), καθώς και τα αριθμητικά στοιχεία παραγωγής, στον τομέα της προσφοράς στεγαστικών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων, στον τραπεζικό κλάδο, σε περίπτωση που η πρακτική αυτή ενίσχυσε τεχνητά τη διαφάνεια και μείωσε την αβεβαιότητα σχετικά με τη λειτουργία της αγοράς.

2)      Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ δεν αντιτίθεται στον χαρακτηρισμό αυτόν όταν δεν έχει διαπιστωθεί ή δεν έχει καταστεί δυνατόν να προσδιοριστεί κανένα κέρδος ως προς την αποτελεσματικότητα και κανένα διφορούμενο ή θετικό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα από την εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Diário da República, σειρά I, αριθ. 89, της 8ης Μαΐου 2012, σ. 2404 έως 2427.


3      Diário da República, σειρά I-A, αριθ. 134, της 11ης Ιουνίου 2003, σ. 3450 έως 3461.


4      Ο όρος «αυτοτελής» χρησιμοποιείται από την AdC για να δηλώσει ότι η επίμαχη ανταλλαγή αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας και ότι δεν είναι παρεπόμενη άλλης φερόμενης ως προβληματικής συμπεριφοράς, όπως μιας συμπράξεως.


5      Τα περιθώρια επιτοκίων επανήλθαν ωστόσο σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις περιόδους πριν από το 2012.


6      Συγκεκριμένα, οι εν λόγω διάδικοι υποστηρίζουν ότι οι ανταλλαγές σχετικά με τα περιθώρια επιτοκίων δεν αφορούσαν πληροφορίες που μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μελλοντικές, διότι: i) οι επίμαχες αποφάσεις σχετικά με τις τιμές είχαν ήδη ληφθεί και εφαρμόζονταν· ii) η γνωστοποίηση των πληροφοριών γινόταν μία εργάσιμη ημέρα πριν από την έναρξη ισχύος τους· και iii) το πρότερο της γνωστοποιήσεως σε σχέση με την έναρξη ισχύος, λαμβανομένων υπόψη των εσωτερικών διαδικασιών που εφαρμόζονται εντός των τραπεζών για την τροποποίηση των περιθωρίων επιτοκίων, καθιστούσε αδύνατη την καθ’ οιονδήποτε τρόπο προσαρμογή στις λαμβανόμενες πληροφορίες. Πέραν αυτού, οι εν λόγω διάδικοι αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό των πληροφοριών σχετικά με τους όγκους παραγωγής ως «τρεχουσών», καθόσον, κατά την άποψή τους, οι πληροφορίες αυτές πρέπει να θεωρηθούν ως «παρελθούσες» ή «ιστορικές».


7      Βλ. αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ. (C-377/20, EU:C:2021:998, σκέψη 35), και της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Cobelfret (C-138/07, EU:C:2009:82, σκέψη 23).


8      Απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Asemfo (C-295/05, EU:C:2007:227, σκέψη 31).


9      Βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise (C-306/20, EU:C:2021:935, στο εξής: απόφαση Visma, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


10      Βλ. απόφαση Visma (σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Βλ. απόφαση Visma (σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Βλ. απόφαση Visma (σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Βλ. απόφαση Visma (σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, ING Pensii (C-172/14, EU:C:2015:484, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


15      Πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C-307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (C-67/13 P, EU:C:2014:1958, σημείο 30).


17      Απόφαση Budapest Bank (σκέψη 63).


18      Βλ. απόφαση Budapest Bank (σκέψη 76) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C-228/18, EU:C:2019:678, σημεία 63 έως 73).


19      Βλ. αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021, Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (C-586/16 P, EU:C:2021:241, σκέψη 86), και της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής (C-591/16 P, EU:C:2021:243, σκέψη 130).


20      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, στη σκέψη 86 της αποφάσεως της 25ης Μαρτίου 2021, Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (C-586/16 P, EU:C:2021:241), το Δικαστήριο απέρριψε ρητώς το επιχείρημα που προβάλλουν ορισμένες εκ των προσφευγουσών στην υπό κρίση υπόθεση, κατά το οποίο η σκέψη 51 της αποφάσεως CB κατά Επιτροπής απαιτεί από τα δικαστήρια ή τις αρχές να διαπιστώσουν την ύπαρξη ειδικής «πείρας» όσον αφορά την απαγόρευση συγκεκριμένων πρακτικών ως περιορισμών «ως εκ του αντικειμένου». Πρβλ., επίσης, σκέψη 66 της αποφάσεως της 25ης Μαρτίου 2021, Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (C‑586/16 P, EU:C:2021:241).


21      Βλ. σημεία 28 και 30 των παρουσών προτάσεων.


22      Υπό την προϋπόθεση ότι κανένα άλλο ειδικό στοιχείο της εν λόγω πρακτικής, και ιδίως το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, δεν μπορεί να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή. Πρβλ. σημεία 43 έως 44 των παρουσών προτάσεων.


23      Βλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής (C-591/16 P, EU:C:2021:243, σκέψη 131).


24      Απόφαση Budapest Bank (σκέψη 76) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C-228/18, EU:C:2019:678, σημεία 41 έως 43). Την ίδια προσέγγιση ακολούθησε και ο γενικός εισαγγελέας Ν. Αιμιλίου, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό μιας ανταλλαγής ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Αιμιλίου στην υπόθεση HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-883/19 P, EU:C:2022:384, σημεία 83 και 84).


25      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C‑228/18, EU:C:2019:678, σημείο 42).


26      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C‑228/18, EU:C:2019:678, σημεία 43, 48 και 49).


27      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C-307/18, EU:C:2020:28, σημείο 158), προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (C-67/13 P, EU:C:2014:1958, σημείο 41) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην απόφαση Budapest Bank κ.λπ. (C-228/18, EU:C:2019:678, σημείο 46).


28      Νομολογία που καθιερώθηκε στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής και, στη συνέχεια, επιβεβαιώθηκε και αποσαφηνίσθηκε με σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου, μεταξύ δε άλλων με τις αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija (C 345/14, EU:C:2015:784), Budapest Bank, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C 307/18, EU:C:2020:52).


29      Βλ. απόφαση Visma (σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


30      Βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής (C-373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψη 29).


31      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (C-67/13 P, EU:C:2014:1958, σημείο 44).


32      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C-307/18, EU:C:2020:28, σημείο 164).


33      Απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-883/19 P, EU:C:2023:11, στο εξής: απόφαση HSBC).


34      Απόφαση HSBC (σκέψη 139 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


35      Απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής (C-591/16 P, EU:C:2021:243, σκέψη 137).


36      Απόφαση HSBC (σκέψη 197 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση International Skating Union κατά Επιτροπής (C-124/21 P, EU:C:2022:988, σημείο 93).


38      Βλ. απόφαση HSBC (σκέψη 140 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


39      Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, στο εξής: απόφαση T-Mobile).


40      Απόφαση T-Mobile (σκέψη 24).


41      Βλ. απόφαση T-Mobile (σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


42      Απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής (C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψεις 126 και 127, στο εξής: απόφαση Dole).


43      Αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1998, Deere κατά Επιτροπής (C-7/95 P, EU:C:1998:256, σκέψη 90), της 23ης Νοεμβρίου 2006, Asnef-Equifax και Administración del Estado (C-238/05, EU:C:2006:734, σκέψη 51, στο εξής: απόφαση ASNEF), T-Mobile (σκέψη 35) και Dole (σκέψη 121).


44      Απόφαση Dole (σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


45      Το γεγονός αυτό επισημαίνουν, εξάλλου, οι προσφεύγουσες προκειμένου να αμφισβητήσουν τον εκ μέρους της AdC χαρακτηρισμό της επίμαχης ανταλλαγής πληροφοριών ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, υποστηρίζοντας ότι το κριτήριο αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για τη διαπίστωση περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος.


46      Αποφάσεις T-Mobile (σκέψη 41), Dole (σκέψη 122) και HSBC (σκέψη 116).


47      Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Philips και Philips France κατά Επιτροπής (C-98/17 P, EU:C:2018:774, σκέψη 37).


48      Απόφαση ASNEF (σκέψη 48).


49      Απόφαση ASNEF (σκέψη 59).


50      Βλ. σημείο 57 των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (ΕΕ 2011, C 11, σ. 1) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας).


51      Βλ. σημείο 86 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας.


52      Βλ. σημεία 86 και 91 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας.


53      Πράγματι, μολονότι στη νομολογία του Δικαστηρίου ο χαρακτηρισμός του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου έχει γίνει δεκτός κυρίως για ανταλλαγές πληροφοριών που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο συμπράξεως, εντούτοις η εν λόγω νομολογία ουδόλως συνεπάγεται ότι μόνον οι ανταλλαγές αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.


54      Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.


55      Βλ. σημεία 19 έως 21 των παρουσών προτάσεων.


56      Βλ. σημείο 25 των παρουσών προτάσεων.


57      Συγκεκριμένα, τα περιθώρια επιτοκίων αποτελούν συνιστώσα του τιμής που θα πληρώσει ο πελάτης στην τράπεζα για τη χρηματοδότηση και το περιθώριο κέρδους που αποκομίζει η τράπεζα χορηγώντας το δάνειο.


58      Βλ. σημείο 54 των παρουσών προτάσεων.


59      Ειδικότερα, μια τράπεζα που γνωρίζει το περιθώριο επιτοκίων των ανταγωνιστών της είναι σε ευνοϊκότερη θέση ώστε να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις τιμές της τελικής προσφοράς ή τις προσφερόμενες τιμές των εν λόγω ανταγωνιστών.


60      Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, και για τις ανταλλαγές πληροφοριών που αφορούν τους λοιπούς εμπορικούς όρους, όπως είναι η δανειοληπτική ικανότητα των πελατών και οι μεταβλητές κινδύνου, εφόσον αφορούν ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως και διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τιμής. Πράγματι, η ανταλλαγή τέτοιων πληροφοριών μπορεί να διευκολύνει και να ενθαρρύνει συμπαιγνιακές συμπεριφορές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.


61      Βλ. απόφαση HSBC (σκέψη 204).


62      Βλ., επίσης, σημείο 90 των παρουσών προτάσεων σχετικά με τον σκοπό προστασίας της δομής της αγοράς που επιδιώκει το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης.


63      Απόφαση T-Mobile (σκέψη 27).


64      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:1958, σημείο 117).


65      Οι εν λόγω διάδικοι υποστηρίζουν, σχετικώς, ότι οι λαμβανόμενες πληροφορίες αποσκοπούσαν στη διενέργεια συγκρίσεων μεταξύ των προσφορών και στην υποστήριξη των εμπορικών δικτύων καθεμιάς εκ των τραπεζών για την εμπορική διάθεση των προϊόντων, με κάθε τράπεζα να αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα των προϊόντων της και τα μειονεκτήματα των προϊόντων των ανταγωνιστών της.


66      Το επιχείρημα αυτό θα εξεταστεί στα σημεία 93 έως 96 των παρουσών προτάσεων, τα οποία αφορούν την ανάλυση του νομικού και οικονομικού πλαισίου.


67      Βλ., επ’ αυτού, σημείο 25 των παρουσών προτάσεων.


68      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί σε αρχή ανταγωνισμού ότι δεν εξέτασε στοιχεία που δεν παρουσιάζουν καμία χρησιμότητα για την εξέταση του εν λόγω πλαισίου.


69      Διευκρινίζεται ότι ο βαθμός συγκεντρώσεως αποτελεί ένα μόνο από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη διαπίστωση της υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού και δεν καθιστά, αφ’ εαυτού, δυνατή τη διαπίστωση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου μιας ανταλλαγής πληροφοριών. Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η AdC ή το αιτούν δικαστήριο στηρίχθηκαν αποκλειστικώς στο στοιχείο αυτό για να δεχθούν τον χαρακτηρισμό του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου όσον αφορά την επίμαχη ανταλλαγή.


70      Κατά τη συνεκτίμηση του βαθμού συγκεντρώσεως, η νομολογία του Δικαστηρίου δεν φαίνεται να διακρίνει τις ανταλλαγές πληροφοριών ανάλογα με το αν έχουν χαρακτηριστεί ως περιορισμός ως εκ του αντικειμένου ή ως εκ του αποτελέσματος. Επομένως, ο βαθμός συγκεντρώσεως λαμβάνεται υπόψη ως ένα από τα πρόσθετα στοιχεία που καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση περιορισμού του ανταγωνισμού, κατά τον ίδιο τρόπο ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού του περιορισμού του ανταγωνισμού που έχει γίνει δεκτός. Πρβλ. αποφάσεις ASNEF (σκέψη 58) και T-Mobile (σκέψη 34).


71      Απόφαση ASNEF (σκέψη 60).


72      Συγκεκριμένα, η εν λόγω αγορά περιγράφεται από το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, ως «συγκεντρωμένη με φραγμούς εισόδου».


73      Βλ. απόφαση T-Mobile (σκέψεις 59 και 62).


74      Βλ. υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων.


75      Τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, σε περίπτωση σαφούς δηλώσεως εκ μέρους επιχειρήσεως ότι αρνείται να λάβει τέτοιες πληροφορίες. Πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Hüls κατά Επιτροπής (C‑199/92 P, EU:C:1999:358, σκέψη 162 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


76      Βλ. απόφαση Dole (σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


77      Βλ. απόφαση T-Mobile (σκέψη 51).


78      Βλ. αποφάσεις Dole (σκέψεις 123 έως 125) και HSBC (σκέψεις 120 και 121).


79      Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C-307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 109 και 110).


80      Στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι «δεν έχει διαπιστωθεί ή δεν έχει καταστεί δυνατόν να προσδιοριστεί κανένα κέρδος ως προς την αποτελεσματικότητα και κανένα διφορούμενο ή θετικό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα από την εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών».


81      Συγκεκριμένα, από τη μνημονευόμενη στο σημείο 90 των παρουσών προτάσεων νομολογία προκύπτει ότι το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης αποσκοπεί στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς.


82      Πρβλ. απόφαση HSBC (σκέψεις 199 έως 205).


83      Συγκεκριμένα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η αύξηση των επιτοκίων δεν οφειλόταν στην επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών, αλλά σε εξωγενείς παράγοντες (όπως η χρηματοπιστωτική κρίση), από τη μνημονευόμενη στο σημείο 90 των παρουσών προτάσεων πάγια νομολογία προκύπτει ότι, για να διαπιστωθεί ότι μια συγκεκριμένη συμπεριφορά έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, δεν απαιτείται άμεση και απευθείας σύνδεση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της αυξήσεως των τελικών τιμών.


84      Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα ισοδυναμούσε με το να γίνει δεκτό ότι, κατ’ αρχήν, οι κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού εφαρμόζονται στον τραπεζικό τομέα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι σε άλλους τομείς, πράγμα που είναι προφανές ότι δεν ισχύει, όπως καταδεικνύουν οι πολυάριθμες υποθέσεις που ερευνήθηκαν πρόσφατα από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού και την Επιτροπή.


85      Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τούτο ισχύει, το στοιχείο αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως τον χαρακτηρισμό της ανταλλαγής ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, όπως εξήγησα στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων.


86      Βλ. σημείο 90 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας.


87      Βλ. σημείο 90 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας.


88      Βλ. σημείο 89 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας.


89      Βλ. σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.


90      Βλ. σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.


91      Βλ. απόφαση Budapest Bank (σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


92      Υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί σχετικώς το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι ο σύνδεσμος αυτός αποδεικνύεται στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η AdC στην απόφασή της φαίνεται να προκύπτει ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τον όγκο παραγωγής είχαν ως σκοπό να διευκολύνουν τον εντοπισμό αποκλίσεων και να ενισχύσουν τον συντονισμό μεταξύ των προσφευγουσών.