ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 26ης Μαρτίου 2020 ( 1 ) ( i )

Υπόθεση C-80/19

E. E.

παρισταμένων των:

Kauno miesto 4-ojo notaro biuro notarė Virginija Jarienė,

K.D. E.

[αίτηση του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas
(Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λιθουανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 650/2012 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της κληρονομικής διαδοχής με διασυνοριακές επιπτώσεις – Έννοια της συνήθους διαμονής – Υπαγωγή των συμβολαιογράφων στους κανόνες περί διεθνούς δικαστικής δικαιοδοσίας – Έννοια του δημόσιου εγγράφου – Επιλογή δικαίου η οποία συνάγεται από τους όρους διάταξης τελευταίας βούλησης – Μεταβατικές διατάξεις – Καθορισμός διεθνούς δικαστικής δικαιοδοσίας από τα ενδιαφερόμενα μέρη»

1.

Το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο, Λιθουανία) υποβάλλει σειρά προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 ( 2 ). Εκτιμά ότι οι απαντήσεις σε αυτά είναι αναγκαίες για να αποφανθεί επί προσφυγής ασκηθείσας κατά της άρνησης Λιθουανού συμβολαιογράφου να κάνει δεκτή αίτηση κίνησης διαδικασίας κληρονομικής διαδοχής και έκδοσης εθνικού πιστοποιητικού κληρονομικών δικαιωμάτων.

2.

Η διαφορά ανέκυψε σε σχέση με την κληρονομική διαδοχή Λιθουανής υπηκόου κατοίκου Γερμανίας ( 3 ), η οποία είχε συντάξει διαθήκη στη Λιθουανία και της οποίας η κληρονομιαία περιουσία ευρίσκεται στη χώρα αυτή. Ο υιός της, επίσης λιθουανικής ιθαγένειας, ζήτησε από συμβολαιογράφο του Kaunas (Λιθουανία) να κινήσει τη διαδικασία κληρονομικής διαδοχής και να εκδώσει πιστοποιητικό κληρονομικών δικαιωμάτων, αιτήματα τα οποία ο συμβολαιογράφος δεν έκανε δεκτά με την αιτιολογία ότι η συνήθης κατοικία της κληρονομουμένης ήταν στη Γερμανία.

3.

Καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στο τέταρτο, στο πέμπτο και στο έκτο προδικαστικό ερώτημα. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει κατά την ανάλυσή τους να αναφερθώ, παρεμπιπτόντως, στο περιεχόμενο ορισμένων εκ των λοιπών ερωτημάτων.

I. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης. Ο κανονισμός 650/2012

4.

Κρίσιμες είναι οι ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις:

«(7)

Θα πρέπει να διευκολυνθεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσω της εξάλειψης των εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σήμερα δυσκολίες στην προσπάθειά τους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο μιας κληρονομικής διαδοχής που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις. Στον ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης, οι πολίτες θα πρέπει να μπορούν να οργανώσουν εκ των προτέρων την κληρονομική τους διαδοχή. Θα πρέπει να κατοχυρώνονται με αποτελεσματικότητα τα δικαιώματα των κληρονόμων και των κληροδόχων, των άλλων οικείων προσώπων που σχετίζονται με τον θανόντα, καθώς και των κληρονομικών δανειστών.

[…]

(20)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να σέβεται τα διάφορα καθεστώτα που διέπουν θέματα κληρονομικής διαδοχής και τα οποία ισχύουν στα κράτη μέλη. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, στον όρο “δικαστήριο” θα πρέπει συνεπώς να δοθεί ευρεία έννοια έτσι ώστε να καλύπτει όχι μόνο τα δικαστήρια κατά κυριολεξία, που ασκούν δικαστικά καθήκοντα, αλλά και τους συμβολαιογράφους ή τα γραφεία μητρώων που ασκούν σε ορισμένα κράτη μέλη δικαστικά καθήκοντα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής κατά τον ίδιο τρόπο με τα δικαστήρια, καθώς και τους συμβολαιογράφους και επαγγελματίες του νομικού κλάδου, οι οποίοι σε ορισμένα κράτη μέλη ασκούν δικαστικά καθήκοντα για μια συγκεκριμένη κληρονομική διαδοχή κατ’ ανάθεση εξουσιών από δικαστήριο. Όλα τα δικαστήρια, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Αντίθετα, ο όρος “δικαστήριο” δεν θα πρέπει να καλύπτει μη δικαστικές αρχές κράτους μέλους που έχουν εξουσιοδοτηθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου να επιλαμβάνονται υποθέσεων κληρονομικής διαδοχής, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι στα περισσότερα κράτη μέλη, εφόσον, κατά τη συνήθη πρακτική, δεν ασκούν δικαστικά καθήκοντα.

(21)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει σε όλους τους συμβολαιογράφους, που έχουν αρμοδιότητα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής στα κράτη μέλη, να μπορούν να ασκούν αυτήν την αρμοδιότητα. Το κατά πόσον οι συμβολαιογράφοι συγκεκριμένου κράτους μέλους δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να εξαρτάται από το εάν καλύπτονται ή όχι από το[ν] όρο “δικαστήριο” για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

[…]

(23)

Λαμβανομένης υπόψη της αυξανόμενης κινητικότητας των πολιτών και προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην Ένωση και η ύπαρξη ουσιαστικού συνδετικού στοιχείου μεταξύ της εκάστοτε κληρονομικής διαδοχής και του κράτους μέλους όπου ασκείται η διεθνής δικαιοδοσία, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίζει ως γενικό συνδετικό παράγοντα για τον προσδιορισμό τόσο της διεθνούς δικαιοδοσίας όσο και του εφαρμοστέου δικαίου τη συνήθη διαμονή του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου. Για να προσδιορίσει τη συνήθη διαμονή, η αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής θα πρέπει να προβεί σε συνολική εκτίμηση των περιστάσεων του βίου του κληρονομουμένου κατά τη διάρκεια των ετών που προηγούνται του θανάτου και κατά το χρόνο του θανάτου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά στοιχεία, ιδίως τη διάρκεια και την κανονικότητα της παρουσίας του κληρονομουμένου στο συγκεκριμένο κράτος καθώς και τις συνθήκες και τους λόγους της παρουσίας αυτής. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενη συνήθης διαμονή θα πρέπει να μαρτυρεί στενό και σταθερό δεσμό με το συγκεκριμένο κράτος, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών στόχων του παρόντος κανονισμού.

(24)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο καθορισμός της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου θα μπορούσε να αποδειχθεί περίπλοκος. Τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει ιδίως όταν ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί για επαγγελματικούς ή οικονομικούς λόγους στο εξωτερικό για να ζήσει και να εργασθεί εκεί, ενίοτε για πολύ καιρό, αλλά είχε διατηρήσει στενή και σταθερή σχέση με το κράτος καταγωγής του. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κληρονομούμενος, ανάλογα με τις περιστάσεις, διατηρούσε ακόμα τη συνήθη διαμονή του στο κράτος καταγωγής του, στο οποίο βρισκόταν το επίκεντρο της οικογενειακής και κοινωνικής του ζωής. Μπορεί να προκύψουν άλλες πολύπλοκες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κληρονομούμενος ζούσε εκ περιτροπής σε περισσότερα κράτη ή ακόμη ταξίδευε από κράτος σε κράτος χωρίς μόνιμη εγκατάσταση σε κάποιο εξ αυτών. Εάν ο κληρονομούμενος ήταν υπήκοος ενός από τα κράτη αυτά ή διατηρούσε όλα τα κύρια περιουσιακά του στοιχεία σε ένα από αυτά τα κράτη, η ιθαγένεια ή ο τόπος των περιουσιακών στοιχείων θα μπορεί να αποτελέσει ειδικό παράγοντα κατά τη συνολική εκτίμηση όλων των πραγματικών περιστάσεων.

(25)

Όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου, η αρχή που έχει επιληφθεί της κληρονομικής διαδοχής μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, –εφόσον, π.χ., ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί στο κράτος της συνήθους διαμονής αρκετά πρόσφατα πριν τον θάνατό του και αν από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης συνάγεται ότι είχε προδήλως στενότερο δεσμό με άλλο κράτος– να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομική διαδοχή δεν θα πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου αλλά μάλλον το δίκαιο του κράτους με το οποίο ο κληρονομούμενος είχε προδήλως στενότερο δεσμό. Αυτός ο προδήλως στενότερος δεσμός δεν θα πρέπει πάντως να χρησιμοποιείται ως δευτερεύων συνδετικός παράγων σε περίπτωση που ο καθορισμός της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου αποδεικνύεται περίπλοκος.

[…]

(27)

Οι κανόνες του παρόντος κανονισμού έχουν σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί ότι η αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής θα εφαρμόζει, ως επί το πλείστον, το δικό της δίκαιο. Ο παρών κανονισμός συνεπώς προβλέπει σειρά μηχανισμών οι οποίοι θα εφαρμόζονται όταν ο κληρονομούμενος έχει επιλέξει ως το δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή του το δίκαιο του κράτους μέλους του οποίου ήταν υπήκοος.

(28)

Ένας τέτοιος μηχανισμός θα ήταν να επιτρέπεται στα εμπλεκόμενα μέρη να συνάψουν συμφωνία επιλογής δικαστηρίου υπέρ των δικαστηρίων του κράτους μέλους του οποίου το δίκαιο έχει επιλεγεί […].

[…]

(37)

Για να είναι δυνατό για τους πολίτες να αξιοποιήσουν, υπό συνθήκες πλήρους ασφάλειας δικαίου, τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η εσωτερική αγορά, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τους επιτρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων το δίκαιο που θα εφαρμοσθεί στην κληρονομική τους διαδοχή. Θα πρέπει να θεσπιστούν εναρμονισμένοι κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων προς αποφυγήν αντιφατικών αποτελεσμάτων. Ο κύριος κανόνας θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η κληρονομική διαδοχή θα διέπεται από ένα δίκαιο που να μπορεί να προβλεφθεί και με το οποίο συνδέεται στενά. Για λόγους ασφάλειας δικαίου και προς αποφυγή κατάτμησης της κληρονομίας, το εν λόγω δίκαιο θα πρέπει να διέπει το σύνολο της κληρονομίας, δηλαδή όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν μέρος της περιουσίας, ανεξάρτητα από τη φύση τους και από το εάν αυτά βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος.

[…]

(39)

Η επιλογή του δικαίου θα πρέπει να γίνεται ρητώς με δήλωση υπό μορφή διάταξης τελευταίας βουλήσεως ή να προκύπτει με σαφήνεια από τη διατύπωση τέτοιας διάταξης. Η επιλογή του δικαίου θα μπορούσε να θεωρείται ότι προκύπτει σαφώς από διάταξη τελευταίας βούλησης εφόσον, για παράδειγμα, ο κληρονομούμενος στη διάταξή του αναφέρεται ρητώς σε συγκεκριμένα άρθρα του δικαίου του κράτους της ιθαγενείας του ή αναφέρει με άλλον τρόπο ρητώς το δίκαιο αυτό.»

5.

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού:

«ζ)

ως “απόφαση” νοείται κάθε απόφαση σε υπόθεση διαδοχής αιτία θανάτου που εκδόθηκε από δικαστήριο κράτους μέλους, όποια κι αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση για τον προσδιορισμό από το γραμματέα των δικαστικών εξόδων ή δαπανών·

[…]

θ)

ως “δημόσιο έγγραφο” νοείται ένα έγγραφο σε υπόθεση διαδοχής αιτία θανάτου που έχει συνταχθεί ή καταχωρισθεί επίσημα ως δημόσιο έγγραφο σε κράτος μέλος και του οποίου η γνησιότητα:

i)

συνδέεται με την υπογραφή και το περιεχόμενο του δημόσιου εγγράφου, και

ii)

πιστοποιείται από δημόσια ή άλλη αρχή η οποία είναι εξουσιοδοτημένη προς τούτο από το κράτος μέλος προέλευσης.»

6.

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού με τον όρο “δικαστήριο” νοούνται οποιαδήποτε δικαστική αρχή και όλες οι άλλες αρχές και οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου με αρμοδιότητα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, που ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή ενεργούν κατ’ ανάθεση εξουσίας από δικαστική αρχή ή υπό τον έλεγχο δικαστικής αρχής, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι άλλες αρχές και οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου προσφέρουν τα ίδια δικονομικά εχέγγυα όσον αφορά την αμεροληψία και το δικαίωμα ακρόασης όλων των μερών και ότι οι αποφάσεις τους, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται:

α)

μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης από δικαστική αρχή, και

β)

έχουν ανάλογη ισχύ και αποτέλεσμα με απόφαση δικαστικής αρχής για το ίδιο θέμα.

[…]»

7.

Κατά το άρθρο 4:

«Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο του θανάτου έχουν διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση κληρονομικής διαδοχής στο σύνολό της.»

8.

Το άρθρο 5 διαλαμβάνει τα εξής:

«1.   Σε περίπτωση που το δίκαιο που επελέγη από το θανόντα ως το δίκαιο που θα διέπει την κληρονομική του διαδοχή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 είναι το δίκαιο κράτους μέλους, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσουν οποιοδήποτε θέμα κληρονομικής διαδοχής.

2.   Αυτή η συμφωνία παρέκτασης [διεθνούς δικαιοδοσίας] καταρτίζεται εγγράφως και φέρει ημερομηνία και υπογραφή των ενδιαφερομένων μερών. […]»

9.

Το άρθρο 7 ορίζει τα εξής:

«Τα δικαστήρια κράτους μέλους του οποίου το δίκαιο επελέγη από το[ν] θανόντα σύμφωνα με το άρθρο 22, έχουν διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση κληρονομικής διαδοχής εφόσον:

[…]

γ)

οι διάδικοι έχουν αποδεχθεί ρητώς τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου.»

10.

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Εφόσον, κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους που ασκεί διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 7, αποδειχθεί ότι δεν είναι όλοι οι διάδικοι μέρη της συμφωνίας επιλογής δικαστηρίου, το δικαστήριο συνεχίζει να ασκεί διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον οι διάδικοι που δεν είναι μέρη της συμφωνίας παρίστανται χωρίς να αμφισβητούν τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου.»

11.

Το άρθρο 22 ορίζει τα εξής:

«1.   Ένα πρόσωπο δύναται να επιλέξει ως δίκαιο που θα διέπει το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής του το δίκαιο του κράτους του οποίου έχει την ιθαγένεια κατά το χρόνο πραγματοποίησης της επιλογής του ή κατά το χρόνο του θανάτου.

[…]

2.   Η επιλογή του δικαίου γίνεται ρητώς με δήλωση υπό μορφή διάταξης τελευταίας βούλησης ή συνάγεται από τους όρους της εν λόγω διάταξης.

[…]»

12.

Κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1:

«Δημόσιο έγγραφο που καταρτίζεται σε ένα κράτος μέλος έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ σε άλλο κράτος μέλος με αυτή που έχει στο κράτος μέλος προέλευσης ή την πλησιέστερη ισχύ, υπό τον όρο ότι αυτό δεν αντιβαίνει προδήλως στη δημόσια τάξη (ordre public) του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

[…]»

13.

Το άρθρο 83, παράγραφοι 2 και 4, έχει ως ακολούθως:

«2.   Σε περίπτωση που ο θανών είχε επιλέξει, πριν από τις 17 Αυγούστου 2015, το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο στην κληρονομική του διαδοχή, η επιλογή αυτή είναι έγκυρη εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ ή εφόσον ήταν έγκυρη κατ’ εφαρμογή των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ίσχυαν κατά το χρόνο που έγινε η επιλογή στο κράτος στο οποίο ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του ή σε οιοδήποτε από τα κράτη των οποίων είχε την ιθαγένεια.

[…]

4.   Εάν μια διάταξη τελευταίας βούλησης συντάχθηκε πριν από τη 17η Αυγούστου 2015, σύμφωνα με το δίκαιο το οποίο ο θανών θα μπορούσε να είχε επιλέξει, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το δίκαιο αυτό θεωρείται ότι επελέγη ως το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο.»

Β.   Το εθνικό δίκαιο

1. Lietuvos Respublikos civilinis kodeksas (Αστικός Κώδικας)

14.

Το άρθρο 5, παράγραφος 4, ορίζει τα εξής:

«1.   Ως τόπος επαγωγής της κληρονομίας νοείται ο τόπος τελευταίας διαμονής του κληρονομούμενου ή του διαθέτη (άρθρο 2.12 του παρόντος κώδικα).

[…]

4.   Σε περίπτωση αμφισβήτησης, ο τόπος επαγωγής μπορεί να καθοριστεί από το δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων.»

15.

Το άρθρο 5, παράγραφος 66, έχει ως εξής:

«1.   Οι εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης τιμώμενοι κληρονόμοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση στον συμβολαιογράφο του τόπου επαγωγής της κληρονομίας για την έκδοση του πιστοποιητικού κληρονομικού δικαιώματος […]».

2. Lietuvos Respublikos notariato įstatymas (νόμος περί συμβολαιογράφων)

16.

Το άρθρο 1 ορίζει τα εξής:

«Το συμβολαιογραφικό σώμα αποτελείται από το σύνολο των συμβολαιογράφων στους οποίους ο παρών νόμος παρέχει να δικαίωμα να πιστοποιούν τα μη αμφισβητούμενα δικαιώματα και τα πραγματικά περιστατικά που έχουν έννομες συνέπειες σχετικά με φυσικά και νομικά πρόσωπα και να διασφαλίζουν την προστασία των νομίμων συμφερόντων των προσώπων αυτών και του κράτους.»

17.

Κατά το άρθρο 26:

«Οι συμβολαιογράφοι ενεργούν τις ακόλουθες συμβολαιογραφικές πράξεις:

[…]

(2)

την έκδοση πιστοποιητικών κληρονομικού δικαιώματος·

[…]

Γίνεται δεκτό ότι τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στα έγγραφα που συντάσσονται από συμβολαιογράφο λογίζονται βέβαια και δεν απαιτούν την προσκόμιση αποδείξεων, εφόσον τα έγγραφα (ή μέρος των εγγράφων αυτών) δεν ακυρώθηκαν δυνάμει της εκ του νόμου προβλεπόμενης διαδικασίας.»

3. Civilinio proceso kodeksas (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας)

18.

Το άρθρο 444, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής:

«Το δικαστήριο εξετάζει τις υποθέσεις:

[…]

(8)

που αφορούν την αποδοχή της κληρονομίας και τον προσδιορισμό του τόπου επαγωγής της κληρονομίας.»

19.

Το άρθρο 511, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Συμβολαιογραφική πράξη ή η άρνηση σύνταξης συμβολαιογραφικής πράξης μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο.»

II. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα

20.

Ο E. E. είναι Λιθουανός υπήκοος του οποίου η μητέρα τέλεσε γάμο με τον K.D. E., Γερμανό υπήκοο. Η μητέρα και ο υιός (τέκνο προηγούμενου γάμου) μετεγκαταστάθηκαν στη Γερμανία, όταν ο υιός ήταν ανήλικος.

21.

Στις 4 Ιουλίου 2013, η μητέρα του E. E. συνέταξε διαθήκη ενώπιον του συμβολαιογράφου της Garliava (Λιθουανία), ορίζοντας τον υιό της μοναδικό κληρονόμο του συνόλου της περιουσίας της ( 4 ).

22.

Στις 17 Ιουλίου 2017, o E. E. μετέβη στο συμβολαιογραφείο αριθ. 4 του Kaunas (Λιθουανία) και ζήτησε να κινηθεί η διαδικασία κληρονομικής διαδοχής και να εκδοθεί πιστοποιητικό κληρονομικού δικαιώματος ( 5 ).

23.

Ο συμβολαιογράφος δεν έκανε δεκτή την αίτηση του E. E. εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι ο συνήθης τόπος διαμονής της κληρονομουμένης κατά τον χρόνο του θανάτου της, κατά την έννοια του κανονισμού, ήταν η Γερμανία.

24.

Ο E. E. άσκησε προσφυγή κατά της άρνησης του συμβολαιογράφου ενώπιον του Kauno apylinkės teismas (επαρχιακού δικαστηρίου του Kaunas, Λιθουανία). Στις 29 Ιανουαρίου 2018, το δικαστήριο αυτό επιβεβαίωσε ότι, καίτοι η μητέρα του E. E. αναγνώρισε ότι είχε μετεγκατασταθεί στη Γερμανία, δεν είχε διαρρήξει τους δεσμούς της με τη Λιθουανία. Για τον λόγο αυτόν, βάσει των αρχών του εύλογου χαρακτήρα και της καλής πίστης, έκανε δεκτή την προσφυγή, ακύρωσε την απόφαση του συμβολαιογράφου και διέταξε τον συμβολαιογράφο να συντάξει τη συμβολαιογραφική πράξη.

25.

Ο συμβολαιογράφος άσκησε έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ενώπιον του Kauno apygardos teismas (περιφερειακού δικαστηρίου του Kaunas, Λιθουανία), το οποίο, με απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, την εξαφάνισε. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σε περίπτωση που αμφισβητείται ο συνήθης τόπος διαμονής του θανόντος, μόνον το δικαστήριο μπορεί να βεβαιώσει το νομικό γεγονός της αναγνώρισης του τόπου της συνήθους διαμονής της θανούσας στο κράτος καταγωγής της και ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν υπήρχαν στοιχεία ότι ο προσφεύγων είχε εγείρει το εν λόγω ζήτημα ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου. Αποφάνθηκε επίσης ότι, ακυρώνοντας την προσβληθείσα απόφαση του συμβολαιογράφου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε εσφαλμένως θεμελιώσει την κρίση του σε γενικές αρχές.

26.

Ο E. E. κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λιθουανία), το οποίο υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μπορεί περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία Λιθουανή υπήκοος της οποίας η συνήθης διαμονή κατά τον χρόνο του θανάτου της βρισκόταν ενδεχομένως σε άλλο κράτος μέλος, αλλά η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε διακόψει ποτέ τους δεσμούς με τη χώρα καταγωγής της και, μεταξύ άλλων, είχε συντάξει, πριν από τον θάνατό της, διαθήκη στη Λιθουανία και κατέλιπε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων στον κληρονόμο της, Λιθουανό υπήκοο, και όπου διαπιστώθηκε, κατά την επαγωγή της κληρονομίας, ότι το σύνολο της κληρονομίας αποτελείται από ένα ακίνητο που βρίσκεται στη Λιθουανία και ότι ο επιζών σύζυγός της, υπήκοος άλλου κράτους μέλους, εξέφρασε με σαφήνεια την πρόθεσή του να παραιτηθεί από όλες τις αξιώσεις του επί της περιουσίας της θανούσας, δεν έλαβε μέρος στην ένδική διαδικασία που κινήθηκε στη Λιθουανία, και αποδέχτηκε τη διεθνή δικαιοδοσία των λιθουανικών δικαστηρίων και την εφαρμογή του λιθουανικού δικαίου, να θεωρηθεί κληρονομική διαδοχή που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις, κατά την έννοια του κανονισμού 650/2012, επί της οποίας πρέπει να εφαρμοστεί ο κανονισμός αυτός;

2)

Μπορεί Λιθουανός συμβολαιογράφος ο οποίος κινεί διαδικασία κληρονομικής διαδοχής, εκδίδει πιστοποιητικό κληρονομικών δικαιωμάτων και ενεργεί άλλες αναγκαίες πράξεις προκειμένου ο κληρονόμος να ασκήσει τα δικαιώματά του, να θεωρηθεί “δικαστήριο” κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 650/2012, λαμβανομένου υπόψη ότι, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, οι συμβολαιογράφοι σέβονται τις αρχές της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας, οι αποφάσεις τους είναι δεσμευτικές για τους ίδιους και για τις δικαστικές αρχές και οι πράξεις τους μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ένδικων διαδικασιών;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο δεύτερο ερώτημα, θεωρούνται τα πιστοποιητικά κληρονομικών δικαιωμάτων που εκδίδονται από Λιθουανούς συμβολαιογράφους αποφάσεις κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 650/2012 και θεμελιώνεται για τον λόγο αυτό δικαιοδοσία για την έκδοσή τους;

4)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει οι διατάξεις των άρθρων 4 και 59 του κανονισμού 650/2012 (από κοινού ή αυτοτελώς, χωρίς να είναι περιοριστική η αναφορά στα εν λόγω άρθρα) να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι Λιθουανοί συμβολαιογράφοι μπορούν να εκδίδουν πιστοποιητικά κληρονομικών δικαιωμάτων χωρίς να ακολουθούν γενικούς κανόνες περί δικαιοδοσίας και ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά θεωρούνται δημόσια έγγραφα τα οποία παράγουν έννομες συνέπειες σε άλλα κράτη μέλη;

5)

Πρέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 650/2012 (ή άλλες διατάξεις του κανονισμού αυτού) να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο συνήθης τόπος διαμονής του θανόντος μπορεί να βρίσκεται μόνο σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος;

6)

Πρέπει οι διατάξεις των άρθρων 4, 5, 7 και 22 του κανονισμού 650/2012 (από κοινού ή αυτοτελώς, χωρίς να είναι περιοριστική η αναφορά στα εν λόγω άρθρα) να ερμηνευθούν και εφαρμοστούν κατά τρόπο ώστε, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στο πρώτο ερώτημα, να συναχθεί ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφώνησαν ότι αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Λιθουανίας και εφαρμοστέα η λιθουανική νομοθεσία;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

27.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Φεβρουαρίου 2019. Παρατηρήσεις κατέθεσαν η Αυστριακή, η Ουγγρική, η Λιθουανική, η Ισπανική και η Τσεχική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή.

28.

Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 16 Ιανουαρίου 2020, παρέστησαν οι εκπρόσωποι της Λιθουανικής και της Ισπανικής Κυβέρνησης, καθώς και της Επιτροπής.

IV. Ανάλυση

29.

Θα εξετάσω, κατά πρώτον, το (πέμπτο) προδικαστικό ερώτημα που αφορά το ενδεχόμενο να ευρίσκεται ο συνήθης τόπος διαμονής του θανόντος σε πλείονα κράτη μέλη. Για να απαντήσω σε αυτό, πρέπει υποχρεωτικώς να εξετάσω τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού στην ένδικη διαφορά.

30.

Κατά δεύτερον, θα εξετάσω το (τέταρτο) προδικαστικό ερώτημα που αφορά το πιστοποιητικό κληρονομικών δικαιωμάτων και τούτο συνεπάγεται ότι θα αναφερθώ στο κατά πόσον ο συμβολαιογράφος μπορεί να χαρακτηριστεί ως δικαστική αρχή.

31.

Τέλος, θα επικεντρωθώ στο τελευταίο (έκτο) προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά τη δικαιοδοσία των λιθουανικών δικαστικών αρχών και την εφαρμογή του δικαίου της Λιθουανίας στην επίμαχη κληρονομική διαδοχή.

Α.   Πέμπτο προδικαστικό ερώτημα

1. Δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού

α) Κληρονομική διαδοχή με διασυνοριακές επιπτώσεις

32.

Σκοπός του κανονισμού είναι η εξάλειψη «των εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σήμερα δυσκολίες στην προσπάθειά τους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο μιας κληρονομικής διαδοχής που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις» ( 6 ).

33.

Ο κανονισμός δεν περιέχει ορισμό της «κληρονομικής διαδοχής που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις» ούτε κατάλογο στοιχείων τα οποία, στα διάφορα κράτη, θα μπορούσαν να συμβάλουν στον επακριβή προσδιορισμό των επιπτώσεων αυτών. Κατά την άποψή μου, ο προπαρατεθείς σκοπός του κανονισμού υπαγορεύει την ευέλικτη εκτίμηση των όρων αυτών, ώστε να καλύπτουν κάθε κληρονομική διαδοχή της οποίας η οργάνωση (από τον κληρονομούμενο) ή η διεξαγωγή (μετά τον θάνατο αυτού) προσκρούει σε εμπόδια λόγω της ύπαρξης δεσμών με πλείονα κράτη.

34.

Για τα κεφάλαια II και III του κανονισμού, η συνήθης διαμονή του κληρονομούμενου κατά τον χρόνο του θανάτου ( 7 ) είναι το κοινό κριτήριο για τον καθορισμό της διεθνούς δικαστικής δικαιοδοσίας και ο συνδετικός παράγοντας του κανόνα περί σύγκρουσης δικαίων. Με βάση το στοιχείο αυτό πρέπει να διαπιστωθεί αν, λόγω του εντοπισμού άλλου στοιχείου σε κράτος διαφορετικό από εκείνο της διαμονής του κληρονομουμένου, η διαδοχή δεν έχει αμιγώς εθνικό χαρακτήρα.

35.

Όσον αφορά αυτό το «άλλο στοιχείο», επιμέρους κανόνες του κανονισμού περιγράφουν περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής με συνέπειες σε πλείονες δικαιοδοσίες, παρέχοντας ενδεικτικές κατευθυντήριες οδηγίες για την αναγνώριση του διεθνικού χαρακτήρα της. Ο τόπος στον οποίο ευρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία, οι κληρονόμοι, οι κληροδόχοι ή άλλα πρόσωπα που συνδέονται με τον κληρονομούμενο, καθώς και η ιθαγένεια αυτού, είναι επίσης χαρακτηριστικά στοιχεία τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη.

β) Αναγκαστικός χαρακτήρας της εφαρμογής

36.

Οι διατάξεις του κανονισμού δεν έχουν ενδοτικό χαρακτήρα, ήτοι η εφαρμογή τους δεν εξαρτάται από τη βούληση οποιουδήποτε εκ των μερών ( 8 ). Ο κανονισμός επιβάλλεται στους ασκούντες συναφή προς τη δικαιοσύνη επαγγέλματα και δεν είναι δυνατόν να μην εφαρμοστεί όταν, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων του, διαπιστώνεται ότι συγκεκριμένη κληρονομική διαδοχή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις σε πλείονες δικαιοδοσίες.

37.

Εντούτοις, ο κανονισμός παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη μέσα για τον μετριασμό, μέχρις ενός σημείου, των συνεπειών που απορρέουν από τον διασυνοριακό χαρακτήρα της κατάστασης.

38.

Ειδικότερα, το άρθρο 22 του κανονισμού παρέχει τη δυνατότητα στον κληρονομούμενο να αναλάβει, εν ζωή, την πρωτοβουλία μετριασμού των συνεπειών της συνήθους διαμονής του σε κράτος το οποίο δεν είναι αυτό στο οποίο συντρέχουν οι λοιποί (θεωρητικώς) κρίσιμοι παράγοντες για την κληρονομική διαδοχή. Πάντως, ο κληρονομούμενος μπορεί να πράξει κάτι τέτοιο μόνο στο πλαίσιο που του παρέχει ο κανονισμός, ήτοι μόνον όταν είναι υπήκοος του δεύτερου αυτού κράτους. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορεί να επιλέξει ως εφαρμοστέα την έννομη τάξη του κράτους αυτού.

39.

Η κληρονομική διαδοχή δεν παύει να έχει διεθνή χαρακτήρα λόγω της δυνατότητας αυτής: εντούτοις, βάσει αυτής, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα μπορούν, μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου, να καθορίσουν ότι τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία ( 9 ) (άρθρα 5 επ. του κανονισμού).

2. Επί της έννοιας της «συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο του θανάτου»

40.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η συνήθης διαμονή του κληρονομουμένου, για τους σκοπούς του κανονισμού, πρέπει να είναι μόνο μία ή αν, αντιθέτως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο κληρονομούμενος είχε περισσότερους συνήθεις τόπους διαμονής ( 10 ).

α) Μία και μόνη συνήθης διαμονή

41.

Όπως προεκτέθηκε, από την οικονομία του κανονισμού προκύπτει ότι η συνήθης διαμονή είναι, κατά κανόνα, ο «γενικός συνδετικός παράγοντας» βάσει του οποίου καθορίζονται η διεθνής δικαστική δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο. Κατά την άποψή μου, η διαμονή αυτή μπορεί να είναι μόνο μία και όχι πολλαπλή.

42.

Τα επιχειρήματα της προβλεψιμότητας, της ασφάλειας δικαίου, της αποφυγής αντιφατικών αποτελεσμάτων ή της σκοπιμότητας της ρύθμισης του συνόλου της κληρονομίας από το εφαρμοστέο δίκαιο προς αποφυγή της κατάτμησής της, τα οποία απαριθμούνται στην τριακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, υποστηρίζουν τη θέση ότι η συνήθης διαμονή πρέπει να είναι μόνο μία. Η εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη, κατά την οποία οι κανόνες του κανονισμού έχουν σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί ότι η αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής θα εφαρμόζει, ως επί το πλείστον, το δικό της δίκαιο, υποστηρίζει την άποψη αυτή.

43.

Είναι αληθές ότι ο κανονισμός προβλέπει το ενδεχόμενο περιπτώσεων στις οποίες «ο κληρονομούμενος ζούσε εκ περιτροπής σε περισσότερα κράτη ή ακόμη ταξίδευε από κράτος σε κράτος χωρίς μόνιμη εγκατάσταση σε κάποιο εξ αυτών» ( 11 ). Εντούτοις, στις περιπτώσεις αυτές, οι οποίες χαρακτηρίζονται πολύπλοκες, η προτεινόμενη λύση συνδυάζει διάφορους παράγοντες για την πραγματοποίηση της τελικής εκτίμησης όλων των πραγματικών περιστάσεων, με σκοπό τον καθορισμό «της» συνήθους διαμονής.

44.

Οι διατάξεις του κανονισμού θα καθίσταντο κενές περιεχομένου εάν γινόταν δεκτό ότι, για την επίλυση των ζητημάτων τα οποία αυτός επιχειρεί να διευθετήσει, ένα πρόσωπο μπορεί να έχει συνήθη διαμονή σε πλείονα κράτη ταυτοχρόνως. Η δυνατότητα αυτή θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου μεγάλο μέρος των κανόνων του νομοθετικού κειμένου, οι οποίοι –τονίζω– παραπέμπουν κατ’ επανάληψη «στη» συνήθη διαμονή στον ενικό και όχι στον πληθυντικό αριθμό.

β) Προσδιορισμός της συνήθους διαμονής

45.

Ο κανονισμός δεν περιέχει επίσης ορισμό της «συνήθους διαμονής» στο πλαίσιο διασυνοριακής κληρονομικής διαδοχής: επισημαίνει απλώς ότι αυτή θα πρέπει να μαρτυρεί «στενό και σταθερό δεσμό» με ένα κράτος ( 12 ).

46.

Η συνήθης διαμονή είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία δεν παραπέμπει σε καθεμία από τις έννοιες που χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό του φαινομένου αυτού στις εθνικές έννομες τάξεις. Ειδάλλως, θα διακυβευόταν η ομοιόμορφη εφαρμογή του κανονισμού, καθόσον οι υπεύθυνες για την εφαρμογή του αρχές θα μπορούσαν να έχουν διαφορετικές απόψεις.

47.

Μολονότι δεν πρέπει να αποκλειστεί η παραπομπή στον ορισμό της «συνήθους διαμονής» που χρησιμοποιείται σε άλλους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, ο τόπος αυτός, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι μαρτυρεί στενό και σταθερό δεσμό με ένα κράτος, πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα τους ειδικούς σκοπούς του κανονισμού αυτού ( 13 ), οι οποίοι απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 7.

48.

Συνεπώς, οι ασκούντες συναφή προς τη δικαιοσύνη επαγγέλματα οφείλουν να προσδιορίσουν την τελευταία συνήθη διαμονή του κληρονομουμένου υπό το πρίσμα αυτό και, επομένως, λαμβανομένων υπόψη των ενδείξεων που παρέχει ο ίδιος ο κανονισμός, καταφεύγοντας σε άλλες ενδείξεις μόνον επικουρικώς.

49.

Καίτοι ο κανονισμός δεν ορίζει την έννοια της συνήθους διαμονής, παρέχει, στην εικοστή τρίτη και την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη, χρήσιμες οδηγίες για τον καθορισμό της. Εξαρχής, εκθέτει ότι ο καθορισμός της συνήθους διαμονής πρέπει να προκύπτει από συνολική εκτίμηση των περιστάσεων του βίου του κληρονομουμένου κατά τη διάρκεια των ετών που προηγούνται του θανάτου και κατά τον χρόνο επέλευσης του θανάτου.

50.

Για τη διευκόλυνση της εκτίμησης αυτής πρέπει να συγκεντρωθούν όλα τα λυσιτελή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είναι κατά νόμο παραδεκτά. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμώ ότι οι απλές δηλώσεις προσώπων τα οποία ενδιαφέρονται για την κληρονομία, οι οποίες συμπίπτουν μεταξύ τους και πραγματοποιούνται ενώπιον υπεύθυνης για την κληρονομική διαδοχή αρχής η οποία δεν ασκεί (όπως θα εξηγήσω εν συνεχεία) δικαστικά καθήκοντα, δεν επαρκούν για τον καθορισμό της συνήθους διαμονής του θανόντος.

51.

Το σύνολο των πραγματικών στοιχείων που σχετίζονται με τη ζωή του κληρονομουμένου, τα οποία μνημονεύονται στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη, θα συμβάλουν στον καθορισμό της περίπτωσης στην οποία εμπίπτει ο συγκεκριμένος θανών, μεταξύ εκείνων που προβλέπονται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη και στην επόμενη.

52.

Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη στην οποία τα πραγματικά στοιχεία τα οποία αφορούν, ειδικότερα, τη διάρκεια και την κανονικότητα της παρουσίας του κληρονομουμένου σε ένα κράτος (αντικειμενικοί παράγοντες) καθώς και τις συνθήκες και τους λόγους της παρουσίας αυτής (υποκειμενικοί παράγοντες) μαρτυρούν, αφ’ εαυτών, την ύπαρξη «στενού και σταθερού δεσμού» με το εν λόγω κράτος ( 14 ).

53.

Η σταθερότητα είναι, ασφαλώς, το στοιχείο που διερευνάται στην πρώτη αυτή φάση της ανάλυσης. Πάντως, εκτιμώ ότι, εφόσον επιβεβαιωθεί, δεν πρέπει να συναχθούν ακόμη οριστικές συνέπειες όσον αφορά τη συνήθη διαμονή του θανόντος. Ενδέχεται να πρέπει να αξιολογηθούν, επίσης, οι συνθήκες που την αιτιολογούν ( 15 ), προκειμένου να προσδιοριστεί ο συνήθης τόπος διαχείρισης των συμφερόντων του.

54.

Καίτοι ο νομοθέτης της Ένωσης έδωσε έμφαση στο κριτήριο της συνήθους διαμονής, δεν είναι δυνατόν να παραβλεφθεί η αυξανόμενη κινητικότητα των φυσικών προσώπων. Επομένως, το διάστημα κατά το οποίο ένα πρόσωπο παρέμεινε σε ένα κράτος μέλος δεν είναι, αφ’ εαυτού, καθοριστικό κριτήριο: κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται κατά τρόπο ώστε άλλα στοιχεία, σχετικά με την οικογενειακή και κοινωνική ένταξη του προσώπου ή την εγγύτητά του προς τον επίμαχο τόπο, να υποστηρίζουν το αποτέλεσμα το οποίο υποδεικνύει το χρονικό στοιχείο.

55.

Η δεύτερη περίπτωση περιγράφεται στην εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού και είναι εκείνη στην οποία δεν διαπιστώνεται κανονική και μεγάλης διάρκειας παρουσία του θανόντος σε συγκεκριμένο κράτος ( 16 ). Στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν δύο ενδεχόμενα:

ενδέχεται να πραγματοποιήθηκε επαγγελματική επιλογή η οποία οδήγησε το πρόσωπο σε αποδημία, χωρίς εντούτοις να μεταβληθεί «το επίκεντρο της οικογενειακής και κοινωνικής του ζωής».

Ενδέχεται, επίσης ο κληρονομούμενος να έζησε τη ζωή του μεταξύ διάφορων κρατών, χωρίς να δημιούργησε σταθερό δεσμό με κανένα εξ αυτών.

56.

Στις περιπτώσεις αυτές, ένα προσωπικό στοιχείο (η ιθαγένεια του θανόντος) ή ένα οικονομικό στοιχείο (ο τόπος στον οποίο ευρίσκονται τα κύρια περιουσιακά στοιχεία του) μπορούν να συμβάλουν με ιδιαίτερο τρόπο στη συνολική εκτίμηση όλων των πραγματικών περιστάσεων.

57.

Φρονώ ότι, λαμβανομένης υπόψη της συλλογιστικής του αιτούντος δικαστηρίου, το Δικαστήριο θα πρέπει να τονίσει ότι η ιθαγένεια του θανόντος ή ο τόπος στον οποίο ευρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία του είναι στοιχεία τα οποία καθορίζουν τη συνήθη διαμονή επικουρικώς. Με άλλα λόγια, η συνολική εξέταση των πραγματικών στοιχείων που ανάγονται στη σταθερότητα της κατάστασης του κληρονομουμένου και στην αιτιολόγησή της θα είναι χρήσιμη για να διαπιστωθεί αν η περίπτωσή του είναι «πολύπλοκη», κατά τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 24.

58.

Η εξέταση αυτή προηγείται υποχρεωτικώς της συνεκτίμησης της ιθαγένειας και του τόπου στον οποίο ευρίσκονται τα κύρια περιουσιακά στοιχεία του θανόντος, παραγόντων οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη κατ’ εξαίρεση στο πλαίσιο του συστήματος που θέσπισε ο κανονισμός προς διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου ( 17 ).

59.

Υπενθυμίζεται, τέλος, όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, ότι στην εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη in fine του κανονισμού προβλέπεται ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως δευτερεύων συνδετικός παράγων το κριτήριο του «προδήλως στενότερου δεσμού» του θανόντος με έννομη τάξη διαφορετική από εκείνη της τελευταίας συνήθους διαμονής του, ακόμη και όταν ο καθορισμός αυτής αποδεικνύεται περίπλοκος ( 18 ). Κατά την άποψή μου, είναι σαφές ότι πρέπει αναπόφευκτα να προσδιοριστεί μία συνήθης διαμονή, όσο δύσκολο και αν είναι το εγχείρημα αυτό.

3. Η υπό κρίση υπόθεση

α) Επί της τελευταίας συνήθους διαμονής της κληρονομουμένης: Γερμανία ή Λιθουανία

60.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι πληροφορίες που αφορούν τη συνήθη διαμονή της κληρονομουμένης «είναι ασαφείς στη δικογραφία ή αποτελούν αντικείμενο διαφωνίας» ( 19 ). Επομένως, δεν θεωρεί ότι το πρωτοβάθμιο ή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκαν επί του ζητήματος αυτού.

61.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η προκύπτουσα εικόνα χαρακτηρίζεται μάλλον από έλλειψη πληροφοριών παρά από ύπαρξη αμφιβολιών απορρεουσών από τη συνύπαρξη αντιφατικών στοιχείων, τα οποία εμποδίζουν τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης όσον αφορά τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής.

62.

Εάν δεν είναι δυνατή η εξασφάλιση περισσότερων στοιχείων εκτίμησης κατά την αναιρετική δίκη, η διαφορά θα πρέπει να επιλυθεί βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, δεδομένου ότι η κληρονομική διαδοχή δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί χωρίς να κριθεί το ζήτημα αυτό. Ως ύστατη λύση, εάν δεν είναι δυνατόν να υπερκεραστούν οι αμφιβολίες σχετικά με την πραγματική αυτή περίσταση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το δεύτερο από τα ενδεχόμενα που περιγράφονται στην εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού. Η ιθαγένεια της κληρονομουμένης και ο τόπος στον οποίο ευρίσκονται τα κύρια περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας θα έχουν τότε πρωτεύουσα βαρύτητα στη συνολική εκτίμηση όλων των πραγματικών περιστάσεων.

β) Επί των διασυνοριακών επιπτώσεων της κληρονομικής διαδοχής

63.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, ελλείψει βεβαιότητας όσον αφορά την τελευταία συνήθη διαμονή της κληρονομουμένης, η συνδρομή των λοιπών γνωστών στοιχείων (τα οποία αφορούν την κληρονομική διαδοχή) σε μία και μόνη δικαιοδοσία (τη λιθουανική) παρέχει τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί η κληρονομική διαδοχή ως αμιγώς εθνική. Στην περίπτωση αυτή, ο κανονισμός δεν θα εφαρμόζεται.

64.

Όπως προεκτέθηκε, οι διατάξεις του κανονισμού δεν έχουν ενδοτικό χαρακτήρα. Από την παραδοχή αυτή συνάγεται ότι η νομική αξία ορισμένων δηλώσεων ή συμπεριφορών, όπως αυτή του συζύγου της κληρονομουμένης (ο οποίος δήλωσε ότι δεν ενδιαφέρεται για την κληρονομία και αποδέχθηκε να επιληφθούν της κληρονομικής διαδοχής οι λιθουανικές αρχές), θα διέπεται από τον κανονισμό, εάν αυτός τυγχάνει εφαρμογής, ή από άλλο νομικό καθεστώς, εάν δεν τυγχάνει εφαρμογής.

65.

Καίτοι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, οι διασυνοριακές επιπτώσεις της επίμαχης κληρονομικής διαδοχής δύσκολα μπορούν να παραβλεφθούν, δεδομένου ότι ένας εκ των δυνητικών κληρονόμων ευρίσκεται στη Γερμανία, ο έτερος και η κληρονομιαία περιουσία ευρίσκονται στη Λιθουανία και η κληρονομουμένη είχε την τελευταία διαμονή της σε ένα από τα κράτη αυτά (πιθανώς, στη Γερμανία, όπου δήλωσε ότι ζούσε όταν συνέταξε τη διαθήκη της). Στο μέτρο αυτό, ο κανονισμός θα διέπει τη συγκεκριμένη κληρονομική διαδοχή.

66.

Απάντηση η οποία θα εξαρτούσε τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού από αποφάσεις κάθε μέρους σχετικά με τις πτυχές της κληρονομίας που το αφορούν θα δημιουργούσε ευρύτατη ανασφάλεια δικαίου. Εντούτοις, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο κανονισμός τυγχάνει εφαρμογής, οι αποφάσεις αυτές αξιολογούνται σύμφωνα με τους κανόνες του.

Β.   Τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

67.

Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα απορρέει από το ενδεχόμενο να μην θεωρούνται οι Λιθουανοί συμβολαιογράφοι «δικαστήρια», κατά την έννοια του κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν, σε τέτοια περίπτωση, οι Λιθουανοί συμβολαιογράφοι έχουν το δικαίωμα να εκδίδουν πιστοποιητικά κληρονομικών δικαιωμάτων «χωρίς να ακολουθούν γενικούς κανόνες περί δικαιοδοσίας».

68.

Το δεύτερο σκέλος του ίδιου ερωτήματος αφορά τον χαρακτηρισμό των πιστοποιητικών κληρονομικών δικαιωμάτων ως «δημόσιων εγγράφων», κατά την έννοια του κανονισμού.

1. Υπαγωγή του Λιθουανού συμβολαιογράφου στους κανόνες περί δικαιοδοσίας του κανονισμού

α) Προκαταρκτική παρατήρηση: ο συμβολαιογράφος στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού

69.

Ο κανονισμός παρέχει τον ορισμό του «δικαστηρίου» στο άρθρο του 3, παράγραφος 2. Η έννοια καταλαμβάνει τις δικαστικές αρχές και άλλους επαγγελματίες του νομικού κλάδου με αρμοδιότητα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής.

70.

Ο Ευρωπαίος νομοθέτης, έχοντας επίγνωση της ύπαρξης διάφορων μοντέλων καταμερισμού αρμοδιοτήτων για τον χειρισμό των κληρονομικών διαδοχών στα κράτη μέλη, ενσωματώνει την κατάσταση αυτή στον κανονισμό ( 20 ). Τοιουτοτρόπως καθίσταται πρόδηλη η σκοπούμενη ουδετερότητα του συστήματος, όπως και άλλων προηγούμενων πράξεων, στις οποίες άμεσα, ή μέσω ερμηνείας, υιοθετείται έννοια του «δικαστηρίου» η οποία συνδυάζει θεσμική ή οργανική οπτική και λειτουργική προσέγγιση.

71.

Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επισημάνει, σε υπόθεση παρεμφερή με την υπό κρίση, ότι «η άσκηση δικαστικών καθηκόντων προϋποθέτει την εξουσία της οικείας αρχής να αποφαίνεται κυριαρχικώς επί ζητημάτων ως προς τα οποία υπάρχουν ενδεχομένως διαφωνίες μεταξύ των μερών» ( 21 ).

72.

Στην απόφαση WB, το Δικαστήριο στηρίχθηκε, κατά πρώτον, στην εκ μέρους του ερμηνεία του όρου «απόφαση», στο πλαίσιο της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 σε σχέση με δικαστικό συμβιβασμό, και του χαρακτηρισμού της για τους σκοπούς του σχετικού με την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων κεφαλαίου της Σύμβασης αυτής. Κατά δεύτερον, επανέλαβε την προηγούμενη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

73.

Βάσει των στοιχείων αυτών, στην απόφαση WB, το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε χαρακτήρα «δικαστικής αρχής» στον συμβολαιογράφο που μπορεί να ασκεί μόνον τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την έκδοση του πιστοποιητικού κληρονομικών δικαιωμάτων κατόπιν κοινής αίτησης των ενδιαφερομένων, διατηρώντας εξάλλου τις εξουσίες του δικαστηρίου σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας των μερών ( 22 ).

β) Υπαγωγή στους προβλεπόμενους στον κανονισμό κανόνες περί δικαστικής δικαιοδοσίας;

74.

Ο χαρακτηρισμός μη δικαστικής αρχής (ή επαγγελματία του νομικού κλάδου) ως «δικαστηρίου», κατά την έννοια του κανονισμού, έχει δύο συνέπειες οι οποίες επέρχονται, πρώτον, στο πλαίσιο της διεθνούς δικαστικής δικαιοδοσίας και, δεύτερον, στο πλαίσιο του καθεστώτος κυκλοφορίας του προϊόντος της δραστηριότητάς της.

75.

Η μη δικαστική αρχή (ή ο επαγγελματίας του νομικού κλάδου) υπόκειται στους κανόνες περί διεθνούς δικαστικής δικαιοδοσίας του κανονισμού μόνο όταν ενεργεί ως «δικαστήριο» ( 23 ). Διασφαλίζεται τοιουτοτρόπως ότι οι παρεμβάσεις της θα εκπληρώνουν τον σκοπό της εγγύτητας μεταξύ της αρχής και της κληρονομίας, η οποία είναι αναγκαία για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την αποφυγή κατάτμησης της κληρονομίας επί της ουσίας ( 24 ).

76.

Εκτός της περίπτωσης αυτής, ο συμβολαιογράφος δεν υπόκειται στους κανόνες περί διεθνούς δικαστικής δικαιοδοσίας του κανονισμού. Κατ’ επέκταση, δεν απόκειται επίσης σε αυτόν να καθορίσει αν τα δικαστήρια της δικαιοδοσίας στην οποία ασκεί τα καθήκοντά του έχουν γενική δικαιοδοσία ώστε να αποφανθούν, σε επόμενο στάδιο, επί της δικής του δικαιοδοσίας, ως συμβολαιογράφου, βάσει των κανόνων της κατά τόπον αρμοδιότητας του δικαίου του δικάζοντος δικαστή.

77.

Το αιτούν δικαστήριο ( 25 ) θεωρεί ότι ο κανονισμός έχει την έννοια ότι ο συμβολαιογράφος δεν πρέπει να εκδώσει εθνικό πιστοποιητικό κληρονομικών δικαιωμάτων, εάν οι δικαστικές αρχές του νομικού συστήματος στο οποίο αυτός δραστηριοποιείται δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία βάσει του κανονισμού. Την παρατήρηση αυτή συμμερίζονται οι Κυβερνήσεις της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, το δε περιεχόμενό της σχολιάστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

78.

Ασφαλώς, η ερμηνεία αυτή θα διασφαλίζει την ενιαία αντιμετώπιση κληρονομικής διαδοχής η οποία συνδέεται με διάφορες έννομες τάξεις. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 64 του κανονισμού είναι επίσης ο κανόνας που εφαρμόζεται όταν ζητείται η έκδοση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου. Εντούτοις, ο κανονισμός δεν επιβάλλει την εφαρμογή του κανόνα αυτού όταν η αίτηση αφορά εθνικό πιστοποιητικό.

79.

Στην τριακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού εκτίθεται ότι ο σκοπός της ενότητας συνδυάζεται με εκείνον της διευκόλυνσης της ζωής των κληρονόμων· αυτό αποτυπώνεται σε διατάξεις όπως το άρθρο 13. Η έκδοση εγγράφων σχετικών με την ιδιότητα του κληρονόμου ή τα δικαιώματα αυτού από μη δικαστικές αρχές (για παράδειγμα, συμβολαιογράφους που δεν ασκούν τέτοια καθήκοντα) διαφορετικών κρατών μελών δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάτμηση της κληρονομίας από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι εφαρμόζουν όλες το ίδιο δίκαιο.

80.

Βεβαίως, η ύπαρξη πλειόνων πιστοποιητικών συνεπάγεται κατάτμηση όσον αφορά τη διαχείριση της κληρονομικής διαδοχής: εντούτοις, αυτό το (αναπόφευκτο) ενδεχόμενο γίνεται αποδεκτό από τον κανονισμό, ο οποίος το περιγράφει στην τριακοστή έκτη αιτιολογική σκέψη παραπέμποντας, ως λύση, στην εθελούσια συμφωνία των μερών για την ενδεδειγμένη πορεία. Ελλείψει συμφωνίας –ήτοι, σε περίπτωση ασυμφωνίας– είναι αναγκαία η παρέμβαση δικαστικής αρχής: τον τελευταίο λόγο έχει δικαστήριο αρμόδιο δυνάμει του κανονισμού.

γ) Η υπό κρίση υπόθεση

81.

Από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι ο Λιθουανός συμβολαιογράφος δεν έχει δικαιοδοσία για να κρίνει ζητήματα ως προς τα οποία υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των μερών. Δεν έχει τη δυνατότητα να βεβαιώσει πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν είναι σαφή και πρόδηλα ούτε να αποφανθεί επί αμφισβητούμενων πραγματικών περιστατικών· όταν υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το περιεχόμενο της διαθήκης, δεν απόκειται σε αυτόν να το επεξηγήσει, ούτε μπορεί να εφαρμόσει την ερμηνεία που προτείνει ένας εκ των κληρονόμων, ούτε μπορεί, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των κληρονόμων, να εξακριβώσει την ερμηνεία του κειμένου που αντικατοπτρίζει την πραγματική βούληση του κληρονομουμένου.

82.

Σε κάθε περίπτωση διαφωνίας ή αμφιβολίας, ο Λιθουανός συμβολαιογράφος πρέπει να απέχει από τη λήψη απόφασης, δεδομένου ότι επ’ αυτών πρέπει να αποφανθεί ο δικαστής. Οι δικαστικές αρχές είναι εκείνες οι οποίες αποφαίνονται, εν πάση περιπτώσει, επί διαφορών που αφορούν τον τόπο επαγωγής της κληρονομίας, το κύρος της διαθήκης, την εκτέλεση αυτής ή τη διαχείριση της κληρονομίας, μεταξύ άλλων ( 26 ).

83.

Από τις πληροφορίες αυτές (τις οποίες θα πρέπει να επαληθεύσει το αιτούν δικαστήριο) συνάγεται ότι η έκδοση εθνικού πιστοποιητικού κληρονομικών δικαιωμάτων από τους Λιθουανός συμβολαιογράφους δεν συνεπάγεται την άσκηση δικαστικών καθηκόντων. Επομένως, οι συμβολαιογράφοι αυτοί δεν είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 650/2012.

84.

Συνεπεία των προεκτεθέντων, ο Λιθουανός συμβολαιογράφος δεν υπόκειται στους κανόνες περί διεθνούς δικαστικής δικαιοδοσίας του κανονισμού ούτε επηρεάζεται από το αν οι κανόνες αυτοί αναγνωρίζουν ή δεν αναγνωρίζουν δικαστική δικαιοδοσία στις λιθουανικές δικαστικές αρχές για να αποφανθούν επί διαφοράς σχετικής με την κληρονομική διαδοχή.

2. Τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, δεύτερο σκέλος. Το δημόσιο έγγραφο

85.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το πιστοποιητικό που εκδίδει ο Λιθουανός συμβολαιογράφος είναι «δημόσιο έγγραφο» κατά την έννοια του κανονισμού, το οποίο παράγει έννομα αποτελέσματα σε άλλα κράτη μέλη ( 27 ).

86.

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως επί της έννοιας του «δημόσιου εγγράφου», η οποία ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού, και τελευταίως στην απόφαση WB ( 28 ). Επιπλέον, η ιδιότητα και το περιεχόμενο της «γνησιότητας», βασικού στοιχείου του δημόσιου εγγράφου, περιγράφονται στον κανονισμό και εξετάστηκαν από το Δικαστήριο στην ίδια απόφαση ( 29 ).

87.

Βάσει της νομολογίας αυτής και των διαθέσιμων πληροφοριών ( 30 ), το πιστοποιητικό που εκδίδει ο Λιθουανός συμβολαιογράφος πληροί τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για να θεωρηθεί «δημόσιο έγγραφο» για τους σκοπούς του κανονισμού, δεδομένου ότι:

βάσει του άρθρου 26 του νόμου περί του θεσμού του συμβολαιογράφου, ο συμβολαιογράφος έχει τη δυνατότητα να εκδίδει πιστοποιητικά σχετικά με κληρονομική διαδοχή·

δυνάμει του ίδιου άρθρου του νόμου περί του θεσμού του συμβολαιογράφου, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στα συμβολαιογραφικά έγγραφα λογίζονται βέβαια και δεν απαιτούν την προσκόμιση αποδείξεων, εφόσον τα έγγραφα αυτά δεν ακυρώθηκαν·

κατά το άρθρο 40 του νόμου περί του θεσμού του συμβολαιογράφου, ο συμβολαιογράφος αρνείται τη διενέργεια πράξης η οποία αντίκειται στον νόμο·

το πιστοποιητικό κληρονομικών δικαιωμάτων είναι δημόσιο έγγραφο βασισμένο σε επίσημο υπόδειγμα του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο βεβαιώνει την αποδοχή της κληρονομίας και τα δικαιώματα των κληρονόμων επί της κληρονομιαίας περιουσίας· και

πριν από την έκδοσή του, ο συμβολαιογράφος πρέπει να διενεργεί σειρά πράξεων, όπως να επιβεβαιώνει την ύπαρξη ή μη διαθήκης· εφόσον υπάρχει διαθήκη, να ελέγχει το περιεχόμενο και το κύρος της· να προσδιορίζει τα στοιχεία της κληρονομιαίας περιουσίας· να προσδιορίζει τους κληρονόμους, ελέγχοντας τις δηλώσεις αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομίας· να εξακριβώνει τους δεσμούς συγγένειας και γάμου και να ελέγχει τους τίτλους κυριότητας.

88.

Και στην περίπτωση αυτή, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο, έχοντας γνώση του εθνικού δικαίου, είναι σε καλύτερη θέση για να διαπιστώσει τις περιστάσεις αυτές, να αποφανθεί οριστικώς επί του ζητήματος αυτού. Εάν το αιτούν δικαστήριο αποφανθεί ότι το πιστοποιητικό έχει χαρακτήρα δημόσιου εγγράφου, η αποδεικτική ισχύς του θα πρέπει να γίνεται δεκτή σε άλλα κράτη μέλη, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού.

Γ.   Έκτο προδικαστικό ερώτημα

89.

Στην πραγματικότητα, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει δύο παρεμφερή ερωτήματα, με αφετηρία τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στη διάταξη περί παραπομπής. Συγκεκριμένα, ζητεί να διευκρινιστεί αν, βάσει των πραγματικών περιστατικών, «τα μέρη συμφώνησαν ότι αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Λιθουανίας και εφαρμοστέα η λιθουανική νομοθεσία».

90.

Επομένως, η απάντηση επιβάλλει την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 2, του κανονισμού. Λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας της διαθήκης, η οποία είναι προγενέστερη της 17ης Αυγούστου 2015, θα εξετάσω επίσης τις μεταβατικές διατάξεις του κανονισμού.

91.

Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού, η επιλογή από τον κληρονομούμενο του δικαίου ενός κράτους μέλους παρέχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στα μέρη που ενδιαφέρονται για την κληρονομική διαδοχή τη δυνατότητα να συμφωνήσουν να ορίσουν ως αποκλειστικά αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους αυτού. Το άρθρο 7, στοιχείο γʹ, επεκτείνει την επιλογή, επιτρέποντας να πραγματοποιηθεί αυτή ρητώς ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υπόθεσης. Στη διάταξη περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να ερμηνευθούν οι διατάξεις αυτές.

1. Επιλογή δικαίου που δεν μνημονεύεται ρητώς στη διαθήκη

α) Διατάξεις διαθήκης συνταχθείσες μετά τις 17 Αυγούστου 2015 ( 31 )

92.

Μία από τις χαρακτηριστικότερες πτυχές του κανονισμού είναι η κατοχύρωση της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής. Εντούτοις, το κύρος της επιλογής τελεί υπό υποκειμενικές, αντικειμενικές και τυπικές προϋποθέσεις.

93.

Για προφανείς λόγους, η δυνατότητα επιλογής αναγνωρίζεται μόνο στον κληρονομούμενο. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού, μόνον αυτός μπορεί να καθορίσει το δίκαιο της ιθαγενείας του ως εφαρμοστέο ( 32 ).

94.

Προκειμένου να διασφαλίζεται βούληση επιλογής και σαφήνεια όσον αφορά το αντικείμενο της επιλογής, το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού θέτει ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις: η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς με δήλωση υπό μορφή διάταξης τελευταίας βούλησης ή να συνάγεται από τους όρους της εν λόγω διάταξης. Η δεύτερη αυτή δυνατότητα δημιουργεί περισσότερες δυσκολίες στην πράξη.

95.

Η εξακρίβωση της ύπαρξης επιλογής δικαίου στην κληρονομική διαδοχή απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός της βούλησης του προσώπου (του κληρονομουμένου) το οποίο, εξ ορισμού, δεν θα μπορεί ούτε να την επιβεβαιώσει ούτε να την αμφισβητήσει κατά την επαγωγή της κληρονομίας.

96.

Για τον λόγο αυτό, και λόγω των προεκτεθεισών τυπικών προϋποθέσεων, εκτιμώ ότι δεν πρέπει να συνάγεται η επιλογή του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου (professio juris) από στοιχεία εξωτερικά της ίδιας της διάταξης της διαθήκης. Τούτο κατά μείονα λόγον όταν η διάταξη συντάχθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου και, επομένως, παρασχέθηκαν (ή πρέπει να τεκμαίρεται ότι παρασχέθηκαν) συμβουλές όσον αφορά το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο.

97.

Επομένως, παράγοντες εξωτερικοί της διάταξης της διαθήκης (όπως, για παράδειγμα, η μετακίνηση του κληρονομουμένου σε συγκεκριμένη χώρα για τη σύνταξη διαθήκης, η ιθαγένεια της παρεμβαίνουσας αρχής ή η έννομη τάξη που καθορίζει τη δικαιοδοσία της) δεν έχουν αποφασιστικό χαρακτήρα. Ενδεχομένως, θα είναι χρήσιμοι ως συμπληρωματικά επιχειρήματα, ήτοι προς στήριξη του συμπεράσματος σχετικά με το αν υπήρξε ή όχι επιλογή δικαίου, το οποίο απορρέει από την ίδια τη διάταξη της διαθήκης.

98.

Όσον αφορά τη διάταξη της διαθήκης, κατά την αιτιολογική σκέψη 39 του κανονισμού, μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιλογή δικαίου «προκύπτει σαφώς από διάταξη τελευταίας βούλησης εφόσον […] ο κληρονομούμενος στη διάταξή του αναφέρεται […] σε συγκεκριμένα άρθρα του δικαίου του κράτους της ιθαγενείας του ή αναφέρει με άλλον τρόπο ρητώς το δίκαιο αυτό».

99.

Η συνέπεια αυτή θα εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τα συγκεκριμένα άρθρα των οποίων έγινε μνεία. Η σύγκριση με το δίκαιο της συνήθους διαμονής, ως εξ ορισμού εφαρμοστέο, είναι αναγκαία για να διαπιστωθεί ο βαθμός στον οποίο οι διατάξεις αυτές στις οποίες έγινε μνεία είναι χαρακτηριστικές μόνο της έννομης τάξης της οποίας η επιλογή αμφισβητείται.

β) Διαθήκες προγενέστερες της 17ης Αυγούστου 2015

100.

Εντούτοις, τα προεκτεθέντα ενδέχεται να μην ισχύουν στην περίπτωση διαθηκών που συντάχθηκαν πριν από την ημερομηνία πλήρους εφαρμογής του κανονισμού.

101.

Το άρθρο 83 του κανονισμού προβλέπει μεταβατικό καθεστώς για τις διατάξεις διαθηκών προγενέστερων της 17ης Αυγούστου 2015. Σκοπός του είναι να τις διαφυλάξει από νομοθετικές τροποποιήσεις μεταγενέστερες του χρόνου κατά τον οποίο ο κληρονομούμενος οργάνωσε τη μετά τον θάνατό του τύχη της περιουσίας του.

102.

Εμπνευσμένο από τον σκοπό του σεβασμού της βούλησης του διαθέτη, το άρθρο 83, παράγραφος 2, ρυθμίζει το κύρος της επιλογής εθνικού ή άλλου δικαίου, η οποία πραγματοποιήθηκε πριν από τις 17 Αυγούστου 2015 (εάν ο κληρονομούμενος αποβιώσει κατά ή μετά την ημερομηνία αυτή). Η επιλογή αυτή θα είναι έγκυρη εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου III του κανονισμού ή τις προϋποθέσεις που ίσχυαν, κατά τον χρόνο της επιλογής, στο κράτος στο οποίο ο κληρονομούμενος είχε τη συνήθη διαμονή του ή σε οιοδήποτε από τα κράτη των οποίων είχε την ιθαγένεια.

103.

Βάσει του άρθρου 83, παράγραφος 4, του κανονισμού, εάν διάταξη τελευταίας βούλησης, συνταχθείσα πριν από τη 17η Αυγούστου 2015, είναι ισχυρή «σύμφωνα με το δίκαιο το οποίο ο θανών θα μπορούσε να είχε επιλέξει, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το δίκαιο αυτό θεωρείται ότι επελέγη ως το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο».

104.

Το πλάσμα δικαίου που καθιερώνεται τοιουτοτρόπως εξαλείφει την αναγκαιότητα να εξετασθεί αν, σε διαθήκη προγενέστερη της 17ης Αυγούστου 2015, υπήρξε επιλογή δικαίου, όταν αυτή δεν προκύπτει προδήλως από το κείμενο (περίπτωση στην οποία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 83, παράγραφος 2): τούτο, βεβαίως, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση που θέτει ο ίδιος αυτός κανόνας.

γ) Η υπό κρίση υπόθεση

105.

Δεν αμφισβητείται ότι η διαθήκη συντάχθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου στη Λιθουανία στις 4 Ιουλίου 2013. Κατά τον χρόνο αυτό, η κληρονομική διαδοχή εμφάνιζε ήδη στοιχεία αλλοδαπότητας τα οποία η κληρονομουμένη γνώριζε: η λιθουανική ιθαγένειά της, η σταθερή παρουσία της στη Γερμανία, η ύπαρξη της περιουσίας της στη Λιθουανία και οι διαφορετικές ιθαγένειες του συζύγου και του υιού της.

106.

Επιπλέον, κατά την ημερομηνία αυτή, ο κανονισμός είχε ήδη τεθεί σε ισχύ. Επιλογή δικαίου ρητή ή απορρέουσα από τους όρους της διάταξης της διαθήκης θα ήταν δυνατή βάσει του άρθρου 83, παράγραφος 2.

107.

Εν πάση περιπτώσει, εάν η διαθήκη είναι έγκυρη βάσει του δικαίου της ιθαγένειας της κληρονομουμένης κατά τον χρόνο σύνταξής της, ή κατά τον χρόνο του θανάτου της, το άρθρο 83, παράγραφος 4, του κανονισμού, επιτρέπει, άνευ ετέρου, τη χρησιμοποίηση του πλάσματος δικαίου κατά το οποίο το δίκαιο αυτό επελέγη όντως.

2. Επιλογή δικαστηρίου μεταγενέστερη της επιλογής δικαίου.

α) Αιτιολόγηση και προϋποθέσεις

108.

Βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού, διεθνή δικαστική δικαιοδοσία για την επίλυση κάθε ζητήματος σχετικού με κληρονομική διαδοχή με διασυνοριακά στοιχεία έχουν, αποκλειστικά, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο του θανάτου του.

109.

Θεωρείται ότι υπάρχει ισχυρός δεσμός μεταξύ των δικαστηρίων που ορίζονται τοιουτοτρόπως και των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας, καθώς και με τα πρόσωπα τα οποία ενδιαφέρει η κληρονομία. Εξάλλου, δεδομένου ότι το εφαρμοστέο δίκαιο είναι, εξ ορισμού, αυτό της τελευταίας συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου, θα δημιουργηθεί αυτομάτως συσχέτιση μεταξύ δικαστηρίου (forum) και δικαίου (jus). Πρόκειται για δύο κεντρικούς σκοπούς του κανονισμού, όπως εκτίθεται στην εικοστή τρίτη και την εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη του.

110.

Η αυξανόμενη κινητικότητα των προσώπων, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα επιλογής του εθνικού δικαίου ως εφαρμοστέου στη μελλοντική κληρονομική διαδοχή, θέτει σε κίνδυνο, ή παρεμποδίζει άμεσα, τους προμνησθέντες σκοπούς. Έχοντας επίγνωση της κατάστασης αυτής, ο Ευρωπαίος νομοθέτης θέσπισε κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαστική δικαιοδοσία οι οποίοι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θέτουν κατά μέρος την προβλεπόμενη στο άρθρο 4 του κανονισμού δικαιοδοσία.

111.

Ένας από τους κανόνες αυτούς παρέχει στα πρόσωπα τα οποία ενδιαφέρει η κληρονομική διαδοχή τη δυνατότητα να καθορίσουν ότι αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους της ιθαγένειας του κληρονομουμένου, όταν αυτός επέλεξε ως εφαρμοστέο το δίκαιο της ιθαγένειάς του.

112.

Τίθεται το ερώτημα αν η δυνατότητα που παρέχεται στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, η οποία –επαναλαμβάνω– εξαρτάται από την προηγούμενη επιλογή δικαίου από τον κληρονομούμενο, υφίσταται επίσης όταν δεν υπάρχει βεβαιότητα όσον αφορά τη ρητή επιλογή, αλλά το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου επιβάλλεται ως αποτέλεσμα του πλάσματος δικαίου που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 4, του κανονισμού (για διαθήκες προγενέστερες της 17ης Αυγούστου 2015).

113.

Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική. Η τυπολατρική ερμηνεία του κανονισμού πρέπει να απορριφθεί (καίτοι παραπέμπει πάντοτε στο δίκαιο που «επέλεξε» ο κληρονομούμενος) και να δοθεί έμφαση στον καθορισμό ως αρμόδιας της δικαστικής αρχής που γνωρίζει καλύτερα την εφαρμοστέα έννομη τάξη. Εκτιμώ ότι αυτή είναι η λύση η οποία συνάδει περισσότερο προς τον σκοπό που εκτίθεται στην εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού.

114.

Σε περίπτωση που το δίκαιο που επελέγη από τον θανόντα ως το δίκαιο που θα διέπει την κληρονομική διαδοχή του είναι το δίκαιο κράτους μέλους, το άρθρο 5 του κανονισμού προβλέπει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να καθορίσουν ότι δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει οποιοδήποτε ζήτημα κληρονομικής διαδοχής.

115.

Εντούτοις, η ρητή αυτή υπαγωγή υπόκειται σε αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις, κατά το προμνησθέν άρθρο 5, παράγραφος 2. Σκοπός είναι να διασφαλίζεται τοιουτοτρόπως ότι όποιος συνάπτει συμφωνία καθορισμού αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας γνωρίζει το περιεχόμενό της, συγκατατίθεται σε αυτό και έχει επίγνωση των συνεπειών της: παρέκταση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων που επελέγησαν και παρέκκλιση από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της τελευταίας συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου.

116.

Το άρθρο 7, στοιχείο γʹ, του κανονισμού προβλέπει επίσης ότι οι διάδικοι (εννοείται, ήδη κινηθείσας διαδικασίας) αποδέχονται ρητώς τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου. Το άρθρο 9 του κανονισμού επεκτείνει τη δικαιοδοσία του επιλεγέντος βάσει συμφωνίας δικαστηρίου, το οποίο έχει ήδη επιληφθεί της υπόθεσης, σε διαδίκους οι οποίοι δεν ήταν μέρη της συμφωνίας αυτής, εφόσον αυτοί παρίστανται χωρίς να αμφισβητήσουν τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου.

117.

Ο κανονισμός δεν προβλέπει άλλες δυνατότητες καθορισμού της δικαιοδοσίας. Η μη παράσταση ενδιαφερόμενου μέρους στο οποίο κοινοποιήθηκε η κίνηση της διαδικασίας κληρονομικής διαδοχής δεν ισοδυναμεί με σιωπηρή υπαγωγή του. Η δήλωση στην οποία προβαίνει ενδιαφερόμενο μέρος εκτός οποιασδήποτε διαδικασίας σχετικά με τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την κληρονομία επίσης δεν παράγει τέτοιο αποτέλεσμα.

118.

Ο Ευρωπαίος νομοθέτης δεν επιβάλλει στο άρθρο 5 τις ίδιες αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 7. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη: τα ενδιαφερόμενα μέρη που κλήθηκαν να μετάσχουν σε αυτή, και τα οποία αποδέχονται κατά τον χρόνο αυτόν τη δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου, έχουν στη διάθεσή τους όλα τα κρίσιμα στοιχεία προκειμένου να θεωρηθεί ότι συγκατατίθενται όντας ενημερωμένοι.

119.

Παρ’ όλα αυτά, η αποδοχή της δικαιοδοσίας πρέπει να είναι ρητή, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε αμφιβολία όσον αφορά το υποστατό της. Απόκειται στον εθνικό νομοθέτη να διευκρινίσει άλλες χρονικές και τυπικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση της αποδοχής στην ήδη κινηθείσα διαδικασία, τηρουμένων των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

β) Η υπό κρίση υπόθεση

120.

Βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής, δεν φαίνεται ότι υπάρχει συμφωνία με την οποία τα μέρη καθιστούν αρμόδια τα δικαστήρια της Λιθουανίας. Υπάρχουν, όμως, μονομερείς δηλώσεις του συζύγου της κληρονομουμένης, πραγματοποιηθείσες στη Γερμανία, στις οποίες αυτός παραιτείται από κάθε αξίωση επί της κληρονομίας, αποδέχεται τη δικαιοδοσία των λιθουανικών δικαστηρίων και αρνείται να παραστεί ενώπιον αυτών στις τρέχουσες διαδικασίες στη Λιθουανία.

121.

Μόνον η δεύτερη από τις δηλώσεις αυτές παρουσιάζει ενδιαφέρον, στο μέτρο που μπορεί να αντιστοιχεί στην κατάσταση που εκτίθεται στο άρθρο 7, στοιχείο γʹ, του κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των όρων της δήλωσης αυτής και ιδίως του περιεχομένου της συγκατάθεσης που δηλώνεται σε αυτήν. Το αιτούν δικαστήριο πρέπει να ελέγξει επίσης τις λοιπές χρονικές και τυπικές προϋποθέσεις, οι οποίες προβλέπονται στην έννομη τάξη του, προκειμένου δήλωση του είδους αυτού να παράγει αποτέλεσμα καθορισμού δικαιοδοσίας σε τρέχουσες διαδικασίες.

122.

Όσον αφορά τη δικαστική δικαιοδοσία βάσει συμφωνίας των μερών, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να εμποδίζει τα μέρη να επιλύσουν εξωδικαστικώς την κληρονομική διαδοχή, σε κράτος μέλος της επιλογής τους, εφόσον αυτό είναι δυνατόν δυνάμει του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους. Αυτό θα πρέπει να ισχύει ακόμη και όταν το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή δεν είναι το δίκαιο του εν λόγω κράτους. Το κριτήριο αυτό, το οποίο διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού, μπορεί να είναι χρήσιμο στο αιτούν δικαστήριο.

V. Πρόταση

123.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτερο Δικαστήριο, Λιθουανία) ως εξής:

«1)

Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, καθώς και οι λοιπές διατάξεις σχετικά με τη συνήθη διαμονή του κληρονομουμένου έχουν την έννοια ότι η εν λόγω συνήθης διαμονή μπορεί να είναι μόνο μία.

2)

Όταν η συνήθης διαμονή του κληρονομουμένου ευρίσκεται σε ένα κράτος και άλλα στοιχεία σχετικά με την κληρονομική διαδοχή ευρίσκονται σε ένα ή πλείονα άλλα κράτη, η κληρονομική διαδοχή έχει διασυνοριακό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, εφαρμόζεται ο κανονισμός 650/2012.

3)

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 4 του κανονισμού 650/2012 έχουν την έννοια ότι συμβολαιογράφος ο οποίος δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί “δικαστήριο”, κατά τη διάταξη αυτή, δεν υπόκειται στους κανόνες περί δικαιοδοσίας του εν λόγω κανονισμού.

4)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 650/2012 έχει την έννοια ότι εθνικό πιστοποιητικό κληρονομικών δικαιωμάτων όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο εκδόθηκε από τον συμβολαιογράφο κατόπιν αίτησης μέρους, βάσει επίσημου υποδείγματος, και κατόπιν επαλήθευσης της αλήθειας των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται και των δηλώσεων που περιέχονται σε αυτό, συνιστά “δημόσιο έγγραφο” και παράγει σε άλλα κράτη μέλη τα αποδεικτικά αποτελέσματα που σχετίζονται με αυτό.

5)

Το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 650/2012 έχει την έννοια ότι επιλογή δικαίου από τον κληρονομούμενο η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ρητώς με δήλωση υπό μορφή διάταξης τελευταίας βούλησης πρέπει να συνάγεται αποκλειστικώς από τους όρους της εν λόγω διάταξης.

6)

Το άρθρο 83, παράγραφος 4, του κανονισμού 650/2012 έχει την έννοια ότι, όταν διάταξη διαθήκης προγενέστερη της 17ης Αυγούστου 2015 δεν περιέχει επιλογή δικαίου, ή αυτή δεν προκύπτει από τους όρους της διάταξης αυτής, το εθνικό δίκαιο του κληρονομουμένου, βάσει του οποίου η εν λόγω διάταξη διαθήκης είναι έγκυρη, εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν το εν λόγω δίκαιο επελέγη όντως.

7)

Το άρθρο 7, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 650/2012 έχει την έννοια ότι εξωδικαστική δήλωση ενδιαφερόμενου μέρους, δυνάμει της οποίας αυτό αποδέχεται τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε διαδικασία κινηθείσα από άλλα μέρη, ισοδυναμεί με ρητή αποδοχή της δικαιοδοσίας των εν λόγω δικαστηρίων, εφόσον πληροί τις τυπικές και χρονικές προϋποθέσεις που επιβάλουν οι δικονομικοί κανόνες του δικαίου του δικάζοντος δικαστή.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( i ) Στις σκέψεις 8, 14, 16, 18 και 26 του παρόντος κειμένου επήλθαν τροποποιήσεις γλωσσικής φύσεως μετά την ανάρτηση των προτάσεων στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.

( 2 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου (ΕΕ 2012, L 201, σ. 107, στο εξής: κανονισμός).

( 3 ) Οι διάδικοι της κύριας δίκης ερίζουν επί του πραγματικού αυτού ζητήματος.

( 4 ) Η κληρονομουμένη κατέλειπε στον E. E. το σύνολο των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων της, ευρισκόμενων εντός ή εκτός Λιθουανίας, καθώς και τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα σε τράπεζα στη Λιθουανία. Δήλωσε επίσης ότι κατοικούσε στη Γερμανία.

( 5 ) Από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι η κληρονομουμένη απεβίωσε μετά τις 17 Αυγούστου 2015.

( 6 ) Έβδομη αιτιολογική σκέψη. Βλ., επίσης, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Oberle (C-20/17, EU:C:2018:485, στο εξής: απόφαση Oberle, σκέψη 32).

( 7 ) Όταν τίθεται το ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού προκειμένου να διαπιστωθεί το εφαρμοστέο δίκαιο στη μελλοντική κληρονομική διαδοχή, η απάντηση εκκινεί, κατά κανόνα, από την παραδοχή ότι η παρούσα συνήθης διαμονή είναι η τελευταία συνήθης διαμονή. Δεν είναι απαραίτητο να είναι το κράτος εγκατάστασης μέλος της Ένωσης ή να δεσμεύεται από τον κανονισμό: βλ. άρθρο 10, το οποίο εφαρμόζεται εάν η συνήθης διαμονή του κληρονομουμένου ευρισκόταν σε κράτος το οποίο δεν υπόκειται στον κανονισμό, αλλά περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας ευρίσκονται σε κράτος το οποίο υπόκειται στον κανονισμό· ή άρθρο 20, σχετικά με την οικουμενική εφαρμογή των κανόνων του κανονισμού περί σύγκρουσης δικαίων.

( 8 ) Ο κανονισμός αναγνωρίζει, αντιθέτως, ορισμένες συνέπειες στη βούληση του κληρονομουμένου και άλλων ενδιαφερόμενων μερών: βλ. σημεία 92 επ., σε σχέση με το έκτο προδικαστικό ερώτημα.

( 9 ) Εφόσον πρόκειται για κράτος μέλος της Ένωσης το οποίο δεσμεύεται από τον κανονισμό.

( 10 ) Στο σημείο 63 της διάταξης περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο αναγνωρίζει ότι από τον κανονισμό συνάγεται ότι είναι δυνατή η ύπαρξη ενός μόνο συνήθους τόπου διαμονής, προσθέτει όμως ότι «η θέση αυτή δεν προβλέπεται, παρ’ όλα αυτά, ρητώς, [και επομένως] απαιτούνται, στο πλαίσιο αυτό, μεγαλύτερη σαφήνεια καθώς και επεξηγήσεις εκ μέρους του Δικαστηρίου». Όλοι οι παρεμβαίνοντες στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση επιβεβαίωσαν ότι η συνήθης διαμονή μπορεί να είναι μόνο μία. Άλλο ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτή προσδιορίζεται.

( 11 ) Εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη.

( 12 ) Εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη.

( 13 ) Εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη in fine. Η υπογράμμιση δική μου.

( 14 ) Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμώ ότι δεν πρέπει να συναχθεί κανένα άμεσο συμπέρασμα από τη φορολογική κατοικία ή τη συζυγική κατοικία του κληρονομουμένου: τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να εξεταστούν, μαζί με τις λοιπές κρίσιμες ενδείξεις, στο πλαίσιο συνολικής εκτίμησης.

( 15 ) Ιδίως, μεταξύ άλλων παραγόντων, η –αμειβόμενη ή μη– δραστηριότητα που άσκησε ο κληρονομούμενος, ο τόπος στον οποίο την άσκησε, η διάρκεια αυτής, η φύση (ενδεχομένως) της σύμβασης, η ύπαρξη ή μη μόνιμης κατοικίας, ο οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρός του, ο τόπος στον οποίο λάμβανε ιατρική περίθαλψη, η διοίκηση η οποία κάλυπτε τα σχετικά έξοδα κ.λπ.

( 16 ) Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ζεύγος συνταξιούχων του οποίου η ζωή επικεντρώνεται σε δύο χώρες, μία στον βορρά και μία στον νότο της Ευρώπης. Πρβλ. απόφαση του Cour de cassation (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γαλλία) της 29ης Μαΐου 2019 (Cass. 1re civ., 29 mai 2019, n.o 18-13.383, JurisData n.o 2019-009044).

( 17 ) Η συνήθης διαμονή του κληρονομουμένου είναι το κριτήριο για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας και του εφαρμοστέου δικαίου το οποίο λαμβάνεται υπόψη στα άρθρα 4 και 21 του κανονισμού, αντιστοίχως. Όσον αφορά τη διεθνή δικαστική δικαιοδοσία, ο τόπος στον οποίο ευρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία έχει επικουρικό μόνο χαρακτήρα (βλ. άρθρο 10 του κανονισμού)· έχει εξαιρετικό χαρακτήρα όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο (άρθρο 30 και, ενδεχομένως, άρθρο 34). Η ιθαγένεια δεν ασκεί επιρροή, εκτός εάν ο κληρονομούμενος επέλεξε εφαρμοστέο δίκαιο (άρθρα 5 και 22 του κανονισμού).

( 18 ) Όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο, ο δεσμός αυτός χρησιμεύει προς διόρθωση του αποτελέσματος της χρησιμοποίησης της συνήθους διαμονής ως συνδετικού παράγοντα. Βλ. άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού.

( 19 ) Σημείο 41 της διάταξης περί παραπομπής.

( 20 ) Μολονότι η βούληση αυτή αποτυπώνεται στην εικοστή αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, είναι βέβαιο ότι από το γράμμα αυτής προκύπτει η πεποίθηση ότι η λειτουργική εξομοίωση των συμβολαιογράφων (και άλλων επαγγελματιών) προς τους δικαστές είναι περιορισμένη.

( 21 ) Απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, WB (C-658/17, EU:C:2019:444, στο εξής: απόφαση WB, σκέψη 55).

( 22 ) Απόφαση WB (σκέψη 59 και σημείο 1 του διατακτικού).

( 23 ) Εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού. Κατά την απόφαση Oberle, δικαστική αρχή υπό τη στενή του όρου έννοια (ήτοι βάσει οργανικού και όχι λειτουργικού κριτηρίου) υπόκειται, αντιθέτως, στους κανόνες περί δικαστικής δικαιοδοσίας σε κάθε διαδικασία κληρονομικής διαδοχής της οποίας επιλαμβάνεται, ακόμη και όταν η παρέμβασή της δεν συνεπάγεται απόφαση η οποία επιλύει διαφορά: αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν εκδίδει εθνικό πιστοποιητικό κληρονομικών δικαιωμάτων.

( 24 ) Το επιχείρημα της ενιαίας διαδικαστικής αντιμετώπισης (υπό την ευρεία έννοια, περιλαμβανομένων επίσης της λήψης και της επισημοποίησης των δηλώσεων βούλησης, καθώς και της έκδοσης πιστοποιητικών) της διασυνοριακής κληρονομικής διαδοχής δεν είναι απόλυτο. Εάν λαμβανόταν υπόψη μόνο αυτό, κάθε δραστηριότητα σχετική με κληρονομική διαδοχή η οποία υπάγεται στον κανονισμό θα έπρεπε να διεξάγεται σε ένα και μόνο κράτος μέλος: συγκεκριμένα, σε εκείνο του οποίου οι δικαστικές αρχές έχουν δικαιοδοσία, βάσει του κανονισμού, ώστε να κινηθεί διαδικασία ενώπιόν τους. Εντούτοις, ο Ευρωπαίος νομοθέτης δεν επέλεξε κάτι τέτοιο.

( 25 ) Σημείο 54 της διάταξης περί παραπομπής.

( 26 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση παρασχέθηκαν διευκρινίσεις όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της δικαιοδοσίας του συμβολαιογράφου ως «αποκλειστικής»: περιορίζεται στην απαίτηση να ζητούν οι κληρονόμοι από τον συμβολαιογράφο την κίνηση της διαδικασίας κληρονομικής διαδοχής.

( 27 ) Στην εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη προβλέπονται δύο είδη συμβολαιογραφικών πράξεων: «αποφάσεις» ή «δημόσια έγγραφα». Ασφαλώς, η πράξη ενδέχεται να μην εμπίπτει ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατηγορία.

( 28 ) Απόφαση WB (σκέψη 67).

( 29 ) Εξηκοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού και απόφαση WB, σκέψη 68: «Επίσης, από την εξηκοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι η έννοια της “γνησιότητας” πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, κατά τρόπο που να καλύπτει μια σειρά στοιχείων όπως η αυθεντικότητα του εγγράφου, οι τυπικές προϋποθέσεις του, οι εξουσίες της αρχής που το συντάσσει και η διαδικασία συντάξεως του εγγράφου. Η γνησιότητα πρέπει να καλύπτει επίσης τα πραγματικά στοιχεία που έχουν καταχωριστεί στο δημόσιο έγγραφο από την οικεία αρχή, όπως το γεγονός ότι τα αναφερόμενα μέρη εμφανίστηκαν ενώπιον της εν λόγω αρχής κατά την αναφερόμενη ημερομηνία και ότι προέβησαν στις αναφερόμενες δηλώσεις».

( 30 ) Επιπλέον των πληροφοριών του αιτούντος δικαστηρίου και των παρατηρήσεων που ανέπτυξε η Λιθουανική Κυβέρνηση, γραπτώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, βλ. μελέτη των Beaumont, P, Fitchen, J. και Holliday, J., The evidentiary effects of authentic acts in the Member States of the European Union, in the context of successions, https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/STUD/2016/556935/IPOL_STU(2016)556935_EN.pdf, σ. 152 επ.

( 31 ) Στο άρθρο 84 προβλέπεται ότι ο κανονισμός «[τ]ίθεται σε εφαρμογή στις 17 Αυγούστου 2015». Κατά το άρθρο 83, παράγραφος 1, οι διατάξεις του κανονισμού εφαρμόζονται στην κληρονομική διαδοχή προσώπων των οποίων ο θάνατος επέρχεται κατά ή μετά τη 17η Αυγούστου 2015. Επομένως, οι διατάξεις διαθήκης οι οποίες συντάχθηκαν στις 17 Αυγούστου 2015 εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθετικής πράξης.

( 32 ) Η δυνατότητα ενδέχεται να διευρύνεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 83, παράγραφος 2, δεδομένης της παραπομπής στους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ισχύουν στα κράτη συνήθους διαμονής, ή σε οιοδήποτε από τα κράτη των οποίων είχε την ιθαγένεια ο κληρονομούμενος, κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της επιλογής.