ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MELCHIOR WATHELET

της 6ης Απριλίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C-175/16

Hannele Hälvä,

Sari Naukkarinen,

Pirjo Paajanen,

Satu Piik

κατά

SOS-Lapsikylä ry

[αίτηση του Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 17 – Κατάσταση αμιγώς εσωτερικής φύσεως – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Εργαζόμενοι απασχολούμενοι σε παιδικά χωριά ως “αναπληρωτές γονείς SOS”, κατά την απουσία των “γονέων SOS”, από ένωση παιδικής προστασίας η οποία παρέχει σε παιδιά υπό κρατική προστασία οικογενειακή μέριμνα και φροντίδα στο πλαίσιο παιδικών χωριών»

I. Εισαγωγή

1.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ( 2 ).

2.

Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των H. Hälvä, S. Naukkarinen, P. Paajanen και S. Piik και του εργοδότη αυτών, SOS-Lapsikylä ry, με αντικείμενο την άρνηση καταβολής στις αναιρεσείουσες της κύριας δίκης των οφειλόμενων αμοιβών τους από υπερωρίες, απογευματινή και νυχτερινή εργασία καθώς και εργασία Σαββάτου και Κυριακής για τα έτη 2006 έως 2009.

II. Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη, τηρώντας τις γενικές αρχές για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 8 και 16, εφόσον η διάρκεια του χρόνου εργασίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας, δεν υπολογίζεται ή/και δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ιδίως δε εφόσον πρόκειται για:

α)

διευθυντικά στελέχη ή άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν αποφάσεις αυτόνομα·

β)

οικογενειακό προσωπικό ή

γ)

εργαζόμενους στον τελετουργικό τομέα των εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων.

2.   Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 3, 4 και 5 επιτρέπεται να θεσπίζονται μέσω της νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής οδού ή με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων, υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζομένους χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται κατάλληλη προστασία στους οικείους εργαζομένους.

3.   Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16, είναι δυνατόν να επιτρέπονται:

[…]

β)

για τις δραστηριότητες φύλαξης και επίβλεψης που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη συνεχούς παρουσίας για την προστασία των αγαθών και των προσώπων, ιδίως όταν πρόκειται για φύλακες και θυρωρούς ή επιχειρήσεις φύλαξης·

γ)

για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη να εξασφαλισθεί η συνέχεια της υπηρεσίας ή της παραγωγής […].

[…]»

Το εθνικό δίκαιο

4.

Η οδηγία 2003/88 μεταφέρθηκε στο φινλανδικό δίκαιο με τον νόμο 605/1996 περί του χρόνου εργασίας (työaikalaki).

5.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου ορίζει τα εξής:

«Ο παρών νόμος, πλην του άρθρου 15, παράγραφος 3, αυτού, δεν έχει εφαρμογή προκειμένου:

[…]

3)

για εργασία που ο εργαζόμενος παρέχει κατ’ οίκον ή υπό άλλες συνθήκες, από τις οποίες προκύπτει ότι ο έλεγχος της οργανώσεως του χρόνου εργασίας δεν ασκείται από τον εργοδότη· […]».

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της διαφοράς της κύριας δίκης

Α. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

6.

Η SOS-Lapsikylä είναι οργάνωση παιδικής προστασίας. Παρέχει σε παιδιά μέριμνα και φροντίδα σε οιονεί οικογενειακό περιβάλλον. Η μέριμνα και η φροντίδα παρέχονται στο πλαίσιο επτά «παιδικών χωριών», αποτελούμενων από περισσότερες οικίες και ευρισκόμενων σε διάφορες περιοχές της Φινλανδίας ( 3 ).

7.

Στα παιδικά χωριά εργάζονται ο διευθυντής του χωριού, οι «γονείς SOS», οι «αναπληρωτές γονείς SOS» και άλλοι υπάλληλοι. Το παιδικό χωριό διευθύνει ο διευθυντής. Υπό την ιδιότητα αυτή, ο διευθυντής είναι ο άμεσος προϊστάμενος των «αναπληρωτών γονέων SOS». Οι «αναπληρωτές γονείς SOS» αναπληρώνουν τους «γονείς SOS» κατά την απουσία τους, ιδίως κατά τις ετήσιες άδειες ή άδειες ασθενείας αυτών.

8.

Οι οικίες αποτελούν τη μόνιμη κατοικία των παιδιών που φιλοξενούνται στο χωριό. Σε κάθε οικία διαμένουν τρία έως έξι παιδιά καθώς και ο γονέας ή οι «γονείς SOS» και οι αναπληρωτές αυτών (σε περίπτωση απουσίας των «γονέων SOS»).

9.

Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης απασχολήθηκαν από την ένωση SOS‑Lapsikylä ως «αναπληρωτές γονείς SOS» έως το 2009, ορισμένες δε εξ αυτών έως το 2010.

10.

Υπό την ιδιότητα αυτή, οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης διέμεναν με τα παιδιά στην αντίστοιχη οικία. Φρόντιζαν οι ίδιες την οικία και μεριμνούσαν για τη φροντίδα και την εκπαίδευση των ανηλίκων που διέμεναν στην οικία. Φρόντιζαν για τις προμήθειες και συνόδευαν τα παιδιά στους ιατρούς, στο σχολείο και στις δραστηριότητες αναψυχής. Κατά το αιτούν δικαστήριο, κατά τις περιόδους αναπληρώσεως, τα καθήκοντα των «αναπληρωτών γονέων SOS» αντιστοιχούν πλήρως σε εκείνα των «γονέων SOS».

11.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι οι εκπρόσωποι του εργοδότη δεν ελέγχουν την καθημερινή εργασία των «αναπληρωτών γονέων SOS» και ότι ο εργοδότης δεν τους δίνει εντολές σχετικά με τις ώρες εργασίας ή αναπαύσεως κατά τις ημέρες απασχολήσεως. Ο «αναπληρωτής γονέας SOS» έχει την ευχέρεια να κατανέμει και να καθορίζει ο ίδιος την οργάνωση και το περιεχόμενο της εργασίας του, σύμφωνα με τις ανάγκες των παιδιών. Εντούτοις, για κάθε παιδί, καταρτίζεται πρόγραμμα φροντίδας και εκπαιδεύσεως, βάσει του οποίου ο «αναπληρωτής γονέας SOS» πρέπει να φροντίζει το παιδί και σε σχέση με το οποίο παρέχει ενημέρωση μέσω ηλεκτρονικού συστήματος.

12.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι ο διευθυντής καταρτίζει εκ των προτέρων ημερήσιο πρόγραμμα, με το οποίο καθορίζεται η οικία στην οποία θα απασχοληθεί ο «αναπληρωτής γονέας SOS». Ο «αναπληρωτής γονέας SOS» συμφωνεί με τον «γονέα SOS» την ώρα ενάρξεως της περιόδου αναπληρώσεως. Τα ημερήσια προγράμματα πρέπει επίσης να καταρτίζονται κατά τρόπο ώστε κάθε εργαζόμενος να έχει κατά μέσο όρο δύο ελεύθερα σαββατοκύριακα μηνιαίως. Κατά την περίοδο αναπληρώσεως, ο εργαζόμενος δικαιούται επίσης μία ημέρα άδειας εβδομαδιαίως.

13.

Η αμοιβή των «αναπληρωτών γονέων SOS» καθορίζεται ως πάγιος μηνιαίος μισθός, αλλά, εάν ένας «αναπληρωτής γονέας SOS» υπερβεί τις 190 περιόδους εργασίας, δικαιούται συμπληρωματική αμοιβή.

14.

Κατά τις συμβάσεις εργασίας των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης, η ετήσια απασχόλησή τους ανερχόταν σε 190 περιόδους των 24 ωρών, με εξαίρεση μία εξ αυτών της οποίας η ετήσια απασχόληση ανερχόταν σε 170 περιόδους των 24 ωρών, από τις οποίες έπρεπε να αφαιρούνται 30 έως 33 ημέρες για ετήσια άδεια.

15.

Στην πράξη, η διάρκεια των περιόδων αναπληρώσεως κυμαινόταν από μερικές ημέρες έως αρκετές εβδομάδες. Καίτοι, καταρχήν, ο «αναπληρωτής γονέας SOS» πρέπει να απασχολείται πάντοτε στην ίδια οικία, στην πραγματικότητα απασχολούνταν διαδοχικά σε περισσότερες οικίες.

Β. Η διαδικασία της διαφοράς της κύριας δίκης

16.

Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης διατείνονται ότι οι υπηρεσίες που παρείχαν στην SOS-Lapsikylä συνιστούν εργασία κατά το άρθρο 1 του νόμου περί του χρόνου εργασίας. Στη βάση αυτή, άσκησαν αγωγή ενώπιον του Etelä‑Savon käräjäoikeus (πρωτοδικείο Etelä-Savon, Φινλανδία) με αίτημα να καταδικαστεί η SOS-Lapsikylä να καταβάλει σε αυτές τις οφειλόμενες αμοιβές τους από υπερωρίες, απογευματινή εργασία και νυχτερινή εργασία, καθώς και εργασία Σαββάτου και Κυριακής για τα έτη 2006 έως 2009.

17.

Η SOS-Lapsikylä αντέκρουσε το αίτημα με το επιχείρημα ότι η εργασία των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου περί του χρόνου εργασίας.

18.

Το Etelä-Savon käräjäoikeus έκανε δεκτά τα επιχειρήματα της SOS‑Lapsikylä και απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης. Το εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

19.

Ως εκ τούτου, κατόπιν υποβολής αιτήσεως αναιρέσεως, το αιτούν δικαστήριο καλείται να καθορίσει εάν ο νόμος περί του χρόνου εργασίας, και ειδικότερα το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, αυτού, εφαρμόζεται στους «αναπληρωτές γονείς SOS». Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά την εν λόγω διάταξη, η εργασία που ο εργαζόμενος παρέχει κατ’ οίκον ή, άλλως, υπό συνθήκες, από τις οποίες προκύπτει ότι ο έλεγχος της οργανώσεως του χρόνου εργασίας δεν ασκείται από τον εργοδότη, δεν εμπίπτει στις διατάξεις σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 15, παράγραφος 3, του νόμου περί του χρόνου εργασίας, το οποίο δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω. Εάν, αντιθέτως, οι δραστηριότητες των «αναπληρωτών γονέων SOS» δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ως άνω νόμου, η SOS‑Lapsikylä οφείλει να καταβάλει στις αναιρεσείουσες της κύριας δίκης τις αμοιβές που αξιώνουν.

20.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο νόμος περί του χρόνου εργασίας μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 2003/88. Εντούτοις, το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του υπερβαίνει αυτό της οδηγίας. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω νόμος ρυθμίζει όχι μόνο τη νόμιμη διάρκεια της εργασίας, την υπέρβαση της εν λόγω διάρκειας, τη νυχτερινή εργασία και την εργασία με βάρδιες, καθώς και τις περιόδους αναπαύσεως και την εργασία την Κυριακή, αλλά καθορίζει επίσης τις οφειλόμενες αμοιβές για διάφορους λόγους, όπως υπερωριακή εργασία και εργασία την Κυριακή.

21.

Εντούτοις, καίτοι γνωρίζει ότι η οδηγία 2003/88 δεν εφαρμόζεται στις αμοιβές των εργαζομένων, με ορισμένες εξαιρέσεις που αφορούν τις ετήσιες άδειες μετ’ αποδοχών, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας είναι απαραίτητη για την επίλυση της εκκρεμούς ενώπιον αυτού υποθέσεως. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα στις προσαυξήσεις των μισθών που καθορίζονται στον νόμο περί του χρόνου εργασίας εξαρτάται από την εφαρμογή εν προκειμένω του συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος ρυθμίζει επίσης τον χρόνο εργασίας και αναπαύσεως.

22.

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, για την ερμηνεία της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου περί του χρόνου εργασίας, λυσιτελής είναι πρωτίστως η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88.

23.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

24.

Με απόφαση της 24ης Μαρτίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Μαρτίου 2016, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε, ως εκ τούτου, να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας, την έννοια ότι μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της η κατά τα ανωτέρω περιγραφόμενη δραστηριότητα σε κατοικία “παιδικού χωριού”, στο πλαίσιο της οποίας ο εργαζόμενος ενεργεί ως “αναπληρωτής γονέας SOS” κατά τις ημέρες αναπαύσεως των “γονέων SOS” των προστατευόμενων παιδιών, κατά το διάστημα αυτό κατοικεί με τα παιδιά σε οιονεί οικογενειακές συνθήκες και μεριμνά αυτόνομα για την ικανοποίηση των αναγκών των παιδιών και της οικογένειας με τον ίδιο τρόπο που το πράττουν γενικά οι γονείς;»

25.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι αναιρεσείουσες στη διαφορά της κύριας δίκης, η SOS-Lapsikylä, η Φινλανδική και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επιπλέον, εξέθεσαν όλοι τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 2 Μαρτίου 2017.

V. Ανάλυση

26.

Προτού εξετάσω το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, θα εξετάσω το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

27.

Συγκεκριμένα, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά κατ’ ουσίαν την καταβολή στις αναιρεσείουσες της κύριας δίκης διαφόρων προσαυξήσεων της αμοιβής τους. Εντούτοις, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, «εξαιρουμένης της ιδιαίτερης περιπτώσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 σε θέματα αδείας μετ’ αποδοχών, η εν λόγω οδηγία ρυθμίζει απλώς ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας, με αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, να μην εφαρμόζεται στις αμοιβές των εργαζομένων» ( 4 ).

28.

Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της ως άνω νομολογίας, θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, καίτοι εκτιμώ ότι δεν συντρέχει τέτοιο ζήτημα.

Α. Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

29.

Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι μόνον οι διατάξεις του επίμαχου εθνικού νόμου που αφορούν τον χρόνο εργασίας συνιστούν μεταφορά της οδηγίας 2003/88. Αντιθέτως, η αμοιβή των «αναπληρωτών γονέων SOS» εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εθνικού δικαίου. Εντούτοις, δεδομένου ότι τα δύο ζητήματα ρυθμίζονται από τον ίδιο νόμο και δεδομένου ότι το δικαίωμα στις προσαυξήσεις μισθού εξαρτάται από την εφαρμογή των διατάξεων για τον χρόνο εργασίας, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί απαραίτητη την ερμηνεία της οδηγίας 2003/88.

30.

Συγκεκριμένα, το δικαίωμα στις προσαυξήσεις μισθού που αξιώνουν οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης εξαρτάται από το κατά πόσον η ασκούμενη δραστηριότητα υπάγεται στον νόμο περί του χρόνου εργασίας ή εξαιρείται από αυτόν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 3, αυτού. Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, η ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως εξαρτάται από την έννοια που έχει η επιτρεπόμενη από το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 παρέκκλιση.

31.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή ( 5 ). Από το τεκμήριο αυτό συνάγεται ότι η άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον οσάκις προκύπτει προδήλως ότι η διάταξη του δικαίου της Ένωσης, την οποία καλείται να ερμηνεύσει το Δικαστήριο, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ( 6 ). Εκτιμώ ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει το αντίθετο στο πλαίσιο συνοπτικής αλλά πειστικής εξηγήσεως. Εξάλλου, επισημαίνω ότι ουδείς εκ των διαδίκων αμφισβήτησε τη διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου ούτε προέβαλε οποιοδήποτε επιχείρημα σχετικά με το απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ή την έλλειψη αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

32.

Επιπλέον, το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι σαφές: πρόκειται ειδικότερα για την ερμηνεία διατάξεως της οδηγίας 2003/88 στο πλαίσιο εφαρμογής, από εθνικό δικαστήριο, του νόμου με τον οποίο η εν λόγω οδηγία μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη. Η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, ωστόσο, δεν συνδέεται με στοιχείο αλλοδαπότητας ώστε, ελλείψει τέτοιου στοιχείου, το Δικαστήριο να καθίσταται αναρμόδιο.

33.

Στο πλαίσιο αυτό, για παράδειγμα, το Δικαστήριο έχει κρίνει εαυτό αρμόδιο να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία διατάξεων της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών ( 7 ), παρά το γεγονός ότι η επίμαχη υποχρέωση κατατάξεως δεν ίσχυε για τις επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες σε κράτη μέλη άλλα από το Βασίλειο της Ισπανίας ( 8 ). Κατά το Δικαστήριο, η συγκεκριμένη πτυχή του προβλήματος δεν ασκεί επιρροή ως προς την αρμοδιότητά του, δεδομένου ότι «κανένα στοιχείο [της οδηγίας] 2004/18 δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών [της] εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ των κρατών μελών. Πράγματι, [η εν λόγω οδηγία] δεν εξαρτ[ά] την υπαγωγή των διαδικασιών συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων στις διατάξεις [της] από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκαταστάσεως των διαγωνιζομένων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Μηχανική, C‑213/07, EU:C:2008:731, σκέψη 29)» ( 9 ). Η ίδια διαπίστωση μπορεί να γίνει σε σχέση με την οδηγία 2003/88.

34.

Επιπλέον, στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, το Δικαστήριο έχει, ορθώς, αποφανθεί ότι το συμφέρον της Ένωσης για ομοιόμορφη ερμηνεία των εννοιών του δικαίου της Ένωσης υφίσταται «κατά μείζονα λόγο οσάκις η εθνική νομοθεσία που χρησιμοποιεί έννοια η οποία περιέχεται σε διάταξη του δικαίου [της Ένωσης] εκδόθηκε ενόψει μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας στην οποία ανήκει η διάταξη αυτή» ( 10 ). Εντούτοις, κατά το Δικαστήριο, «σε μια τέτοια περίπτωση, το γεγονός ότι η έννοια [ενωσιακού] δικαίου, της οποίας ζητείται η ερμηνεία πρόκειται να εφαρμοστεί, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, υπό συνθήκες διαφορετικές των προβλεπομένων από την αντίστοιχη [ενωσιακή] διάταξη, δεν αποκλείει κάθε σχέση μεταξύ της ζητουμένης ερμηνείας και του αντικειμένου της κύριας δίκης» ( 11 ).

35.

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο αιτιολόγησε πλήρως την ύπαρξη του δεσμού αυτού. Ο νόμος περί του χρόνου εργασίας ρυθμίζει τόσο τη διάρκεια του χρόνου εργασίας (που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88) όσο και τις προσαυξήσεις μισθού (που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας). Πλην όμως, το άρθρο που ρυθμίζει, με τον ίδιο τρόπο, τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή των δύο πτυχών του ως άνω νόμου διασφαλίζει τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη μιας εκ των διατάξεων της οδηγίας 2003/88, ήτοι του άρθρου 17, παράγραφος 1, αυτής.

36.

Φρονώ ότι η ιδιαιτερότητα αυτή συνιστά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Μαρτίου 1995, (Kleinwort Benson, C‑346/93, EU:C:1995:85). Συγκεκριμένα, καίτοι το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου περί του χρόνου εργασίας δεν είναι ταυτόσημο με εκείνο του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, δεν αμφισβητείται ότι διασφαλίζει τη μεταφορά αυτού στην εθνική έννομη τάξη ( 12 ). Εξάλλου, δεν απαιτείται τυπική επανάληψη του γράμματος της οδηγίας ( 13 ). Αντιθέτως, εφόσον ο Φινλανδός νομοθέτης επέλεξε να κάνει χρήση της δυνατότητας παρεκκλίσεως που επιτρέπεται από το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύσει την εθνική διάταξη στην οποία βασίζεται η εν λόγω παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο ( 14 ).

37.

Σε κάθε περίπτωση, κατά πάγια νομολογία, οσάκις νομοθεσία μεταφοράς επεκτείνει το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής οδηγίας, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, όταν το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί ομοιόμορφα ( 15 ).

38.

Τέτοια αναγκαιότητα δεν προκύπτει –και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο– όταν στην πράξη της Ένωσης της οποίας ζητείται η ερμηνεία προβλέπεται ρητώς ότι ο τομέας στον οποίο αποφασίζεται η εφαρμογή της βάσει του εθνικού δικαίου εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της ( 16 ).

39.

Εντούτοις, εκτιμώ ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.

40.

Όπως αναφέρθηκε, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι η οδηγία 2003/88 δεν εφαρμόζεται, καταρχήν, στις αμοιβές των εργαζομένων ( 17 ).

41.

Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία μιας εκ των διατάξεων της οδηγίας 2003/88, ακόμη και αν αντικείμενο της διαφοράς είναι, τελικώς, η αμοιβή του εργαζομένου.

42.

Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2007, Vorel (C‑437/05, EU:C:2007:23), η διαφορά αφορούσε «τον καθορισμό της έννοιας του “χρόνου εργασίας” κατά την έννοια των οδηγιών 93/104 και 2003/88, όσον αφορά την εφημερία που πραγματοποιεί ιατρός σε νοσοκομείο καθώς και την οφειλόμενη για τις υπηρεσίες αυτές αμοιβή» ( 18 ).

43.

Στην εν λόγω υπόθεση, ο J. Vorel αμφισβήτησε τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής του και ζήτησε από το αρμόδιο δικαστήριο «να υποχρεώσει το NČK να του καταβάλει προσαύξηση μισθού […], εφόσον το ποσό αυτό αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της αμοιβής που του καταβλήθηκε βάσει των εφημεριών που πραγματοποίησε στο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής και της αμοιβής που έπρεπε να του καταβληθεί αν οι εν λόγω υπηρεσίες είχαν αναγνωριστεί ως κανονική εργασία» ( 19 ).

44.

Στην απάντησή του, το Δικαστήριο παραπέμπει ρητώς στις συνέπειες του ορισμού της διάρκειας του χρόνου εργασίας στον υπολογισμό της αμοιβής, εκτιμώντας ότι οι οδηγίες 93/104 και 2003/88 «δεν απαγορεύουν την εφαρμογή από κράτος μέλος νομοθεσίας η οποία, όσον αφορά την αμοιβή εργαζομένου και προκειμένου για την πραγματοποιούμενη από αυτόν εφημερία στον τόπο εργασίας του, λαμβάνει υπόψη με διαφορετικό τρόπο τα διαστήματα κατά τα οποία εκτελείται πραγματική εργασία και τα διαστήματα κατά τα οποία δεν εκτελείται καμία πραγματική εργασία, καθόσον το καθεστώς αυτό διασφαλίζει πλήρως την ουσιαστική αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που χορηγούν στους εργαζομένους οι εν λόγω οδηγίες για την αποτελεσματική προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων αυτών» ( 20 ).

45.

Εκτιμώ ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν είναι θεμελιωδώς διαφορετικές: η διαφορά αφορά το κατά πόσον ο νόμος περί του χρόνου εργασίας εφαρμόζεται στους «αναπληρωτές γονείς SOS» και αν μπορεί να θεμελιωθεί επ’ αυτού αξίωση για τις διεκδικούμενες αποδοχές ( 21 ). Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, πρέπει να καθοριστεί αν τυγχάνει εφαρμογής η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88.

46.

Με άλλα λόγια, το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 μπορεί να έχει συνέπειες ως προς την εφαρμογή των οικείων εθνικών κανόνων στην υπόθεση της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, εφόσον δεν προκύπτει προδήλως ότι η αιτούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν είναι αναγκαία για το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα ( 22 ).

47.

Τέλος, εφόσον γίνεται δεκτό ότι η αναγκαιότητα ομοιόμορφης ερμηνείας αποτελεί το βασικό κριτήριο για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου όταν κράτος μέλος επιλέγει να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής οδηγίας ( 23 ), πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια ερμηνεία επιβάλλεται ακόμη περισσότερο όταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για την ερμηνεία ρήτρας παρεκκλίσεως από την εφαρμογή της οδηγίας.

48.

Συγκεκριμένα, η εφαρμογή οδηγίας και η προστασία που αυτή παρέχει δεν μπορούν να υπόκεινται σε διαφορετικές ερμηνείες και να εφαρμόζονται διαφορετικά, ανάλογα με το επιλαμβανόμενο δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει για την προστασία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης ( 24 ).

49.

Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ, αφενός, ότι το αιτούν δικαστήριο απέδειξε δεόντως και επαρκώς την αναγκαιότητα του υποβαλλόμενου ερωτήματος και, αφετέρου, ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να το απαντήσει.

Β. Επί του προδικαστικού ερωτήματος

50.

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 επιτρέπει παρεκκλίσεις από ορισμένες προστατευτικές διατάξεις τις οποίες θεσπίζει η εν λόγω οδηγία. Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται σε εργαζόμενο ο οποίος, αναπληρώνοντας «γονέα SOS» κατά τις άδειες αυτού, κατοικεί με τα παιδιά σε οιονεί οικογενειακές συνθήκες και μεριμνά αυτόνομα για την ικανοποίηση των αναγκών των παιδιών και της οικογένειας με τον ίδιο τρόπο που το πράττουν γενικά οι γονείς.

1.  Επί των ερμηνευτικών αρχών που εφαρμόζονται στην οδηγία 2003/88

51.

Εκτιμώ ότι είναι σκόπιμη η υπενθύμιση των αρχών στις οποίες πρέπει να στηρίζεται η ερμηνεία της οδηγίας 2003/88.

52.

Σκοπός της οδηγίας είναι η αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, με την παροχή σε αυτούς ελάχιστων περιόδων αναπαύσεως και κατάλληλων διαλειμμάτων εργασίας ( 25 ).

53.

Στο πνεύμα αυτό, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 ορίζεται ευρέως. Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 3, η οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους ιδιωτικούς ή δημόσιους τομείς δραστηριοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία ( 26 ), εξαιρουμένων ορισμένων συγκεκριμένων τομέων που απαριθμούνται ρητώς ( 27 ).

54.

Ακολούθως, εφόσον η διάρκεια του χρόνου εργασίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας, δεν υπολογίζεται ή/και δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, η απαρίθμηση των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 δεν είναι εξαντλητική. Συγκεκριμένα, η χρήση του επιρρήματος «ιδίως» δεν επιδέχεται άλλη ερμηνεία ( 28 ). Εντούτοις, οι εν λόγω παρεκκλίσεις πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Κατά το Δικαστήριο, πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο «που να τις περιορίζει στο απολύτως αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των οποίων την προστασία καθιστούν δυνατή οι παρεκκλίσεις αυτές» ( 29 ).

2.  Επί των εννοιών «χρόνος εργασίας» και «εργαζόμενος»

55.

Η αιτιολόγηση της παρεκκλίσεως από τους προστατευτικούς κανόνες που θεσπίζει η οδηγία 2003/88, η οποία ορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, αυτής, συνδέεται εγγενώς με τις έννοιες «χρόνος εργασίας» και «εργαζόμενος».

56.

Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 3 έως 6, 8 και 16 αυτής «εφόσον η διάρκεια του χρόνου εργασίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας, δεν υπολογίζεται ή/και δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους» ( 30 ).

57.

Ο «χρόνος εργασίας» ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 ως «κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές».

58.

Επομένως, το πρόσωπο πρέπει να ευρίσκεται «στη διάθεση» του εργοδότη. Καθοριστικός παράγοντας για την εκτίμηση του συγκεκριμένου στοιχείου του ορισμού είναι «το ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών στον χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται στη διάθεση του τελευταίου για να μπορεί να παράσχει αμέσως τις κατάλληλες υπηρεσίες σε περίπτωση ανάγκης» ( 31 ). Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο εργοδότης θέτει στη διάθεση του εργαζομένου δωμάτιο αναπαύσεως στο οποίο αυτός μπορεί να παραμένει για όσο διάστημα δεν απαιτούνται οι επαγγελματικές του υπηρεσίες ( 32 ).

59.

Η έννοια «εργαζόμενος» δεν ορίζεται στην οδηγία 2003/88. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια αυτή έχει αυτοτελές περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης ( 33 ). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι «[τ]ο κύριο χαρακτηριστικό της εργασιακής σχέσεως είναι ακριβώς το γεγονός ότι ένα άτομο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, σε άλλο και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή» ( 34 ).

60.

Αν οι ανωτέρω ορισμοί εφαρμοσθούν στα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης πρέπει να θεωρηθούν έναντι της SOS-Lapsikylä ως «εργαζόμενοι» κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88.

61.

Τα παιδικά χωριά διευθύνει διευθυντής, ο οποίος είναι, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο άμεσος προϊστάμενος των «αναπληρωτών γονέων SOS». Υπό την ιδιότητα αυτή, καταρτίζει, ιδίως, ημερήσιο πρόγραμμα, με το οποίο καθορίζεται η οικία στην οποία θα απασχοληθεί ο «αναπληρωτής γονέας SOS». Καίτοι ο εργοδότης δεν δίνει εντολές στους «αναπληρωτές γονείς SOS» σχετικά με τις ώρες εργασίας ή αναπαύσεως κατά τις ημέρες απασχολήσεως, φαίνεται ότι αυτοί οφείλουν, παρ’ όλα αυτά, να φροντίζουν τα παιδιά που τους ανατίθενται τηρώντας ένα πρόγραμμα μέριμνας και εκπαιδεύσεως.

62.

Εξάλλου, δεν αμφισβητείται επίσης ότι οι ώρες παραμονής στο παιδικό χωριό συνιστούν «χρόνο εργασίας» κατά την οδηγία 2003/88, δεδομένου ότι οι «αναπληρωτές γονείς SOS» ευρίσκονται στη διάθεση της SOS-Lapsikylä. Αφενός, υποχρεούνται να είναι παρόντες στην οικία στην οποία απασχολούνται ή, τουλάχιστον, στο οικείο παιδικό χωριό ή κοντά σε αυτό. Αφετέρου, ευρίσκονται εκεί στη διάθεση του εργοδότη για να μπορούν να παράσχουν αμέσως τις κατάλληλες υπηρεσίες, ήτοι να φροντίζουν την οικία και να διασφαλίζουν τη μέριμνα και την εκπαίδευση των παιδιών που διαμένουν σε αυτή βάσει του προγράμματος μέριμνας και εκπαιδεύσεως που καθορίζεται για κάθε παιδί.

3.  Επί της ερμηνείας του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88

63.

Το ερώτημα που εγείρεται, επομένως, είναι κατά πόσον η διάρκεια του χρόνου εργασίας στο παιδικό χωριό υπολογίζεται (ή προκαθορίζεται) από τον εργοδότη ( 35 ) ή κατά πόσον μπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας.

64.

Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι από το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 προκύπτει ότι η παρέκκλιση που προβλέπεται στη συγκεκριμένη διάταξη «δεν εφαρμόζεται παρά μόνον στους εργαζόμενους ο χρόνος εργασίας των οποίων καθ’ ολοκληρία δεν υπολογίζεται ή δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από αυτούς τους ίδιους εξαιτίας της φύσεως της ασκούμενης δραστηριότητας» ( 36 ).

65.

Το γεγονός ότι ο καθορισμός του χρόνου εργασίας πρέπει να αφορά τον χρόνο αυτόν καθ’ ολοκληρίαν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πρώτον, η ερμηνεία αυτή συνάδει με τον κανόνα βάσει του οποίου οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς ( 37 ). Δεύτερον, συνάδει επίσης με τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία 2003/88, ο οποίος συνίσταται στην αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, με την παροχή σε αυτούς ελάχιστων περιόδων αναπαύσεως και κατάλληλων διαλειμμάτων εργασίας ( 38 ).

66.

Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι, όσον αφορά τόσο το γράμμα όσο και τον σκοπό και την οικονομία της οδηγίας 2003/88, οι διάφορες επιταγές της εν λόγω οδηγίας περί κατώτατου χρόνου αναπαύσεως αποτελούν ιδιαίτερης σπουδαιότητας κανόνες του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να ισχύουν για κάθε εργαζόμενο ως ελάχιστη αναγκαία προδιαγραφή προς κατοχύρωση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του ( 39 ).

67.

Η σπουδαιότητα των ως άνω κανόνων είναι τέτοια ώστε το όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας και η παροχή ημερήσιων και εβδομαδιαίων περιόδων αναπαύσεως καθώς και ετήσιας περιόδου αμειβόμενων διακοπών κατοχυρώνονται ρητώς ως θεμελιώδη δικαιώματα στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

68.

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι «αναπληρωτής γονέας SOS» ο οποίος απασχολείται σε παιδικό χωριό δεν είναι σε θέση να καθορίζει, καθ’ ολοκληρίαν, τη διάρκεια του χρόνου εργασίας του. Αντιθέτως, η εν λόγω διάρκεια προκαθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη σύμβαση απασχολήσεως και από τον εργοδότη.

69.

Συγκεκριμένα, όπως διαπίστωσε ομοίως το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 42), από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι οι «αναπληρωτές γονείς SOS» έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν για τον αριθμό ωρών που απασχολούνται.

70.

Αντιθέτως, για τις αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, η εν λόγω διάρκεια καθοριζόταν από τον εργοδότη τουλάχιστον σε δύο επίπεδα. Αφενός, η ετήσια υπηρεσία τους οριζόταν με τη σύμβαση εργασίας σε 190 περιόδους των 24 ωρών (με εξαίρεση μία εξ αυτών, της οποίας η ετήσια υπηρεσία ανερχόταν σε 170 περιόδους των 24 ωρών). Αφετέρου, η καθημερινή απασχόλησή τους καθοριζόταν εκ των προτέρων από τον διευθυντή του παιδικού χωριού μέσω προγραμμάτων, τα οποία υποδείκνυαν σε καθημερινή βάση την οικία στην οποία έπρεπε να απασχοληθεί ο «αναπληρωτής γονέας SOS».

71.

Η απλή δυνατότητα καθορισμού της σειράς με την οποία μπορούν να εκτελεστούν τα διάφορα καθήκοντα που ανατίθενται στον εργαζόμενο ουδόλως επαρκεί για να θεωρηθεί ότι αυτός μπορεί να καθορίζει ο ίδιος τη διάρκεια του χρόνου εργασίας του. Υπενθυμίζεται ότι οι «αναπληρωτές γονείς SOS» υποχρεούνται να είναι παρόντες στον χώρο εργασίας τους καθ’ όλη τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών τους, γεγονός το οποίο περιορίζει τη δυνατότητα ενασχολήσεως με προσωπικές ασχολίες. Συναφώς, η απουσία των παιδιών κατά το διάστημα που βρίσκονται στο σχολείο δεν μεταβάλλει την προσέγγιση αυτή. Συγκεκριμένα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 2 Μαρτίου 2017, επιβεβαιώθηκε ότι ορισμένα καθήκοντα φροντίδας της οικίας εκτελούνταν κατά το διάστημα αυτό και, κυρίως, ότι οι «αναπληρωτές γονείς SOS» όφειλαν, σε κάθε περίπτωση, να είναι διαθέσιμοι ώστε να μπορούν να χειριστούν καταστάσεις έκτακτης ιατρικής ανάγκης ή άλλα απρόβλεπτα συμβάντα ( 40 ). Επομένως, η ελευθερία τους κατά τα διαστήματα αυτά είναι σχετική και δεν αφαιρεί από αυτές την ιδιότητα του «χρόνου εργασίας» κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88 ( 41 ). Εξάλλου, εναπόκειται στον εργοδότη να εφαρμόσει, ενδεχομένως, τα απαραίτητα μέσα ελέγχου για την αποτροπή ενδεχόμενων καταχρήσεων ( 42 ).

4.  Επαλλήλως, επί της προβλεπόμενης στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/88 παρεκκλίσεως που αφορά το «οικογενειακό προσωπικό»

72.

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 απαριθμεί τρία παραδείγματα περιστάσεων που συνεπάγονται τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από τα άρθρα 3 έως 6, 8 και 16 της οδηγίας. Στα ενδεχόμενα αυτά συγκαταλέγεται η πρόσληψη «οικογενειακού προσωπικού».

73.

Εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η SOS-Lapsikylä, φρονώ ότι η εργασία των «αναπληρωτών γονέων SOS» δεν εμπίπτει στην εξαίρεση αυτή.

74.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 43 ).

75.

Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/88 συνίσταται στην αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Οι επιτρεπόμενες από την οδηγία 2003/88 παρεκκλίσεις πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να τις περιορίζει στο απολύτως αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των οποίων την προστασία καθιστούν δυνατή οι παρεκκλίσεις αυτές ( 44 ).

76.

Η παρέκκλιση που αφορά το οικογενειακό προσωπικό εξηγείται από το γεγονός ότι οι σχέσεις που συνδέουν τα μέρη –εργαζόμενο και εργοδότη– δεν είναι μόνο επαγγελματικές. Συγκεκριμένα, οι ιδιαίτεροι δεσμοί μεταξύ των μελών της οικογένειας είναι, αναπόφευκτα, ικανές να εμποδίσουν τη δυνατότητα υπολογισμού ή προκαθορισμού της διάρκειας του χρόνου εργασίας. Αντιθέτως, δεν αποκλείεται η διάρκεια του χρόνου εργασίας να μπορεί να καθοριστεί ευκολότερα από τον ίδιο τον εργαζόμενο.

77.

Εξάλλου, αυτή η οριοθέτηση της παρεκκλίσεως που αφορά το οικογενειακό προσωπικό συνάδει με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88. Συγκεκριμένα, αντικείμενο της οδηγίας είναι να καθορίσει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας ( 45 ), ο οποίος ορίζεται ως η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του ( 46 ). Επομένως, η οδηγία 2003/88 αφορά αναμφίβολα τις σχέσεις που συνδέουν τον εργαζόμενο με τον εργοδότη.

78.

Εντούτοις, η σχέση που συνδέει τους «αναπληρωτές γονείς SOS» με τον εργοδότη δεν έχει οικογενειακό χαρακτήρα. Καίτοι τα παιδικά χωριά προβλέπουν διαμονή και οργάνωση της εργασίας σε οιονεί οικογενειακές συνθήκες, αυτό γίνεται μόνο για παιδαγωγικό σκοπό, ο οποίος αφορά τη σχέση με τα παιδιά.

79.

Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη μέθοδος εργασίας είναι ξένη προς τη σχέση εργαζόμενου-εργοδότη και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88: δεν θεσπίζεται προς το συμφέρον του πρώτου ούτε προς όφελος του δευτέρου, αλλά αποκλειστικά και μόνο προς όφελος των φιλοξενούμενων παιδιών.

80.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι η επέκταση στους «αναπληρωτές γονείς SOS» της εξαιρέσεως που αφορά το οικογενειακό προσωπικό θα αντέβαινε όχι μόνο στον γενικό σκοπό της οδηγίας και στο πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, αλλά και στα ειδικά συμφέροντα της εργασίας σε οικογενειακό πλαίσιο.

5.  Ενδιάμεσο συμπέρασμα

81.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι το πεδίο εφαρμογής του δεν μπορεί να περιλαμβάνει την εργασία που παρέχεται σε παιδικό χωριό από εργαζόμενο που αναπληρώνει «γονέα SOS», όταν ο εν λόγω εργαζόμενος δεν μπορεί να καθορίζει ελεύθερα, καθ’ ολοκληρίαν, τη διάρκεια του χρόνου εργασίας του και τούτο παρά το γεγονός ότι, διά της δημιουργίας οιονεί οικογενειακών συνθηκών, αυτός διαμένει με τα παιδιά και μεριμνά αυτόνομα για τις ανάγκες των παιδιών, με τον ίδιο τρόπο που το πράττουν γενικά οι γονείς.

Γ. Επί των προβλεπόμενων στο άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2003/88 εξαιρέσεων

82.

Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι οι δραστηριότητες των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης εμπίπτουν στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2003/88.

83.

Βεβαίως, το αιτούν δικαστήριο περιόρισε το ερώτημά του στην ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, «προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο δικαστήριο που υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης τους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν μνημόνευσε με τα προδικαστικά του ερωτήματα» ( 47 ).

84.

Η ερμηνεία των ως άνω διατάξεων από το Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2010, στην υπόθεση Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612), μπορεί να είναι χρήσιμη για το αιτούν δικαστήριο.

85.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, στην ως άνω υπόθεση, αποφάνθηκε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/88 παρέκκλιση μπορούσε να εφαρμοστεί σε δραστηριότητες εργαζομένων όπως οι απασχολούμενοι δυνάμει συμβάσεων συμμετοχής στην παροχή εκπαιδεύσεως σε κέντρα διακοπών και αναψυχής εφόσον οι εν λόγω εργαζόμενοι όφειλαν να εξασφαλίζουν τη διαρκή επίβλεψη των ανηλίκων. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι «η παιδαγωγική και εκπαιδευτική αξία των εν λόγω κέντρων έγκειται και –αν όχι κυρίως– στον ιδιαίτερο και πρωτότυπο τρόπο λειτουργίας κατά τον οποίο οι ανήλικοι που φιλοξενούνται σε αυτά διαμένουν κατά τη διάρκεια αρκετών ημερών μονίμως με τους συντονιστές και διευθυντές τους» ( 48 ).

86.

Στην ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/88 μπορούσε να εφαρμοστεί δεδομένου ότι οι δραστηριότητες του προσωπικού των κέντρων διακοπών και αναψυχής «χαρακτηρίζονται επίσης από την ανάγκη διασφαλίσεως της συνέχειας της υπηρεσίας, καθόσον οι ανήλικοι που φιλοξενούνται στα κέντρα αυτά διαμένουν, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους, μονίμως με και υπό την επίβλεψη του προσωπικού των εν λόγω κέντρων» ( 49 ).

87.

Οι σκέψεις αυτές μπορούν να εφαρμοστούν, a fortiori, στους «αναπληρωτές γονείς SOS» παιδικού χωριού, όπως το περιγραφόμενο από το αιτούν δικαστήριο. Συγκεκριμένα, σε αυτούς εναπόκειται να διασφαλίζουν, μόνοι και αδιαλείπτως, τη μέριμνα αλλά και την εκπαίδευση των παιδιών που φιλοξενούνται στην οικία στην οποία απασχολούνται.

88.

Εντούτοις, οι παρεκκλίσεις αυτές εξαρτώνται από την ικανοποίηση των δύο προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88.

89.

Πρώτον, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 17, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88 παρεκκλίσεις αποτελούν απλώς δυνατότητες οι οποίες, για να εφαρμοστούν, πρέπει να έχουν θεσπιστεί μέσω της νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής οδού ή με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων.

90.

Δεύτερον, σε μια τέτοια περίπτωση, οι εν λόγω παρεκκλίσεις μπορούν να εφαρμοστούν μόνον υπό την προϋπόθεση ότι χορηγούνται στους οικείους εργαζόμενους ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής αναπαύσεως ή, εάν αυτό δεν είναι εφικτό για αντικειμενικούς λόγους, παρέχεται κατάλληλη προστασία ( 50 ).

91.

Δεδομένου ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις δύο αυτές προϋποθέσεις, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει, εάν το κρίνει απαραίτητο, τη δυνατότητα εφαρμογής των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2003/88.

VI. Πρόταση

92.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) ως εξής:

«Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι το πεδίο εφαρμογής του δεν μπορεί να περιλαμβάνει την εργασία που παρέχεται σε παιδικό χωριό από εργαζόμενο ο οποίος αναπληρώνει “γονέα SOS”, όταν ο εν λόγω εργαζόμενος δεν είναι σε θέση να καθορίζει, καθ’ ολοκληρίαν, τη διάρκεια του χρόνου εργασίας του, και τούτο παρά το γεγονός ότι, διά της δημιουργίας οιονεί οικογενειακών συνθηκών, αυτός διαμένει με τα παιδιά και μεριμνά αυτόνομα για τις ανάγκες των παιδιών, με τον ίδιο τρόπο που το πράττουν γενικά οι γονείς.

Αντιθέτως, το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2003/88 μπορεί να εφαρμοστεί στο συγκεκριμένο είδος εργασίας εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει εφόσον το κρίνει σκόπιμο.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2003, L 299, σ. 9.

( 3 ) Η SOS-Lapsikylä είναι μέλος του διεθνούς δικτύου «χωριών του κόσμου». Σε απάντηση σε ερώτηση που τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στις 2 Μαρτίου 2017, διευκρινίστηκε ότι η SOS-Lapsikylä και τα παιδικά χωριά που ευρίσκονται στη Φινλανδία χρηματοδοτούνται από τους δήμους ή τις κοινότητες καθώς και από ιδιωτικές δωρεές.

( 4 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (C‑266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 5 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 2010, Blanco Pérez και Chao Gómez (C‑570/07 και C‑571/07, EU:C:2010:300, σκέψη 36), καθώς και της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Etablissements Fr. Colruyt (C‑221/15, EU:C:2016:704, σκέψη 14).

( 6 ) Βλ. υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, van der Lans (C‑257/14, EU:C:2015:618, σκέψη 20).

( 7 ) ΕΕ 2004, L 134, σ. 114.

( 8 ) Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Consorci Sanitari del Maresme (C‑203/14, EU:C:2015:664).

( 9 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Consorci Sanitari del Maresme (C‑203/14, EU:C:2015:664, σκέψη 30). Βλ., επίσης, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2010, Plus Warenhandelsgesellschaft (C‑304/08, EU:C:2010:12, σκέψη 28) [σχετικά με την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22)]. Για την παρουσίαση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, προκειμένου περί οδηγίας, ανεξάρτητα από στοιχείο αλλοδαπότητας, βλ. εξελίξεις σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων τις οποίες εξετάζει ο Rodière, P. («Retour vers les situations internes et la libre circulation des personnes: de quelques errements possibles», Revue des affaires européennes, 2015/4, σ. 731 έως 742, ιδίως σ. 741).

( 10 ) Απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2001, Adam (C‑267/99, EU:C:2001:534, σκέψη 28).

( 11 ) Απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2001, Adam (C‑267/99, EU:C:2001:534, σκέψη 29).

( 12 ) Την πληροφορία επιβεβαίωσε ο εκπρόσωπος της Φινλανδικής Κυβερνήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 2 Μαρτίου 2017.

( 13 ) Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, «δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις η τυπική επανάληψη των διατάξεων της οδηγίας σε ρητώς και ειδικώς προς τούτο θεσπιζόμενο νομοθέτημα, αλλά […] η εφαρμογή μιας οδηγίας μπορεί, αναλόγως του περιεχομένου αυτής, να αρκεσθεί σε ένα γενικό νομικό πλαίσιο» (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑456/03, EU:C:2005:388, σκέψη 51).

( 14 ) Αντιθέτως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28 Μαρτίου 1995Kleinwort Benson (C‑346/93, EU:C:1995:85), η επίμαχη εθνική νομοθεσία πρόβλεπε ρητώς, αφενός, «τη δυνατότητα των αρχών […] να επιφέρουν τροποποιήσεις που “έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αποκλίσεων” [με] τις διατάξεις [του δικαίου της Ένωσης], όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο» (σκέψη 18) και, αφετέρου, «δεν υποχρ[έωνε] τα δικαστήρια του ενδιαφερόμενου συμβαλλόμενου κράτους να επιλύουν τις διαφορές, οι οποίες υποβάλλονται στην κρίση τους, εφαρμόζοντας απόλυτα και απαρέγκλιτα την ερμηνεία [του δικαίου της Ένωσης] στην οποία προβαίνει, κατόπιν αιτήσεώς τους, το Δικαστήριο» (σκέψη 20).

( 15 ) Βλ. υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2009, Rodríguez Mayor κ.λπ. (C‑323/08, EU:C:2009:770, σκέψη 27), καθώς και της 3ης Δεκεμβρίου 2015, Quenon K. (C‑338/14, EU:C:2015:795, σκέψη 17). Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, η επέκταση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου είναι «εύλογη ως προς τη νομοθεσία για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο οδηγιών που μπορούν να επεκτείνουν το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής αυτών στο κράτος πέραν των ορίων που αυτές καθορίζουν» [Potvin-Solis, L., «Qualification des situations purement internes», σε Neframi, E. (επιμ.), Renvoi préjudiciel et marge d’appréciation du juge national, Larcier, Βρυξέλλες, 2015, σ. 39 έως 99, ιδίως σ. 66].

( 16 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Nolan (C‑583/10, EU:C:2012:638, σκέψεις 53 έως 57).

( 17 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (C‑266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 18 ) Σκέψη 2 της διατάξεως, η υπογράμμιση δική μου.

( 19 ) Σκέψη 17 της διατάξεως, η υπογράμμιση δική μου.

( 20 ) Σκέψη 36 και διατακτικό της διατάξεως, η υπογράμμιση δική μου.

( 21 ) Σκέψη 3 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

( 22 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Anomar κ.λπ. (C‑6/01, EU:C:2003:446, σκέψεις 38 και 41).

( 23 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, Dzodzi (C‑297/88 και C‑197/89, EU:C:1990:360, σκέψη 37), καθώς και της 7ης Ιουλίου 2011, Agafiţei κ.λπ. (C‑310/10, EU:C:2011:467, σκέψη 42). Στη θεωρία, Potvin-Solis, L., «Qualification des situations purement internes», σε Neframi, E. (επιμ.), Renvoi préjudiciel et marge d’appréciation du juge national, Larcier, Βρυξέλλες, 2015, σ. 39 έως 99, ιδίως σ. 67.

( 24 ) Σχετικά με την έννοια του «δικαστηρίου» στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, ο Tridimas, T., επισημαίνει ότι βασικό στοιχείο για την ερμηνεία της εν λόγω προϋποθέσεως είναι να καταστεί η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής όσο το δυνατόν πιο προσιτή. Κατά τον Tridimas, T., σκοπός είναι να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, αλλά και η ύπαρξη προσφυγής για την προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από το εν λόγω δικαίωμα (Tridimas, T., «Knocking on Heaven’s Door: Fragmentation, Efficiency and Defiance in the Preliminary Reference Procedure», CML Rev., 40, 2003, σ. 9 έως 50, ιδίως σ. 30). Εκτιμώ ότι τα κριτήρια αυτά πρέπει να καθοδηγούν το Δικαστήριο κατά την εξέταση της αρμοδιότητάς του επί προδικαστικής παραπομπής, ανεξάρτητα από την επίμαχη προϋπόθεση αρμοδιότητας ή παραδεκτού.

( 25 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 4, 5 και 10 της οδηγίας 2003/88. Βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (C‑266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 42).

( 26 ) ΕΕ 1989, L 183, σ. 1.

( 27 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 21).

( 28 ) Βλ. σχετικά με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/88, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψεις 47 και 48). Η ιδέα της ενδεικτικής απαριθμήσεως εντοπίζεται στην έκφραση «ειδικότερα» που χρησιμοποιείται στη φινλανδική έκδοση της οδηγίας («ja erityisesti»), καθώς και σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις, όπως η αγγλική («and particularly in the case of») ή η ισπανική («y en particular cuando se trate de»).

( 29 ) Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 40). Βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger (C‑151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 89). Η απόφαση αυτή αφορά το άρθρο 17 της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 1993, L 307, σ. 18). Εντούτοις, δεδομένου ότι το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, δεν μεταβλήθηκε, η προηγούμενη νομολογία παραμένει λυσιτελής [βλ. υπ’ αυτή την έννοια, σχετικά με άλλες αμετάβλητες διατάξεις της οδηγίας 2003/88, διάταξη της 4ης Μαρτίου 2011, Grigore (C‑258/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:122, σκέψη 39)].

( 30 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 31 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (C‑266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 32 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger (C‑151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 64).

( 33 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 28).

( 34 ) Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 35 ) Για παράδειγμα, μέσω ρήτρας της συμβάσεως εργασίας.

( 36 ) Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑484/04, EU:C:2006:526, σκέψη 20). Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 41).

( 37 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 40), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger (C‑151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 89).

( 38 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (C‑266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 42), και, σχετικά με την οδηγία 93/104, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, Simap (C‑303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 49), καθώς και της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger (C‑151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 50).

( 39 ) Βλ. υπ’ αυτή την έννοια, από την πλούσια συναφή νομολογία, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Dellas κ.λπ. (C‑14/04, EU:C:2005:728, σκέψη 49), της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑484/04, EU:C:2006:526, σκέψη 38), και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (C‑266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 24).

( 40 ) Την πληροφορία παρέσχε ο εκπρόσωπος της SOS-Lapsikylä, απαντώντας σε ερώτηση του εισηγητή δικαστή, και επιβεβαίωσε η εκπρόσωπος των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης στο υπόμνημα απαντήσεως.

( 41 ) Βλ., mutatis mutandis, σχετικά με την απουσία συνεπειών των διαστημάτων ενεργού αναμονής κατά τις εφημερίες των ιατρών, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger (C‑151/02, EU:C:2003:437, σκέψεις 61 και 65). Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης στη σκέψη 94 της εν λόγω αποφάσεως ότι οι «ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής αναπαύσεως» υπό την έννοια του άρθρου 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 93/104, πρέπει «να χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι, στη διάρκειά τους, ο εργαζόμενος δεν υπέχει, έναντι του εργοδότη του, καμία υποχρέωση ικανή να τον εμποδίσει να ασχοληθεί, ελεύθερα και αδιαλείπτως, με τα ενδιαφέροντά του προκειμένου να εξουδετερώσει τα αποτελέσματα της εργασίας επί της ασφάλειας και της υγείας του ενδιαφερομένου» (η υπογράμμιση δική μου).

( 42 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (C‑266/14, EU:C:2015:578, σκέψη 40).

( 43 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Koushkaki (C‑84/12, EU:C:2013:862, σκέψη 34), και της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 35).

( 44 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 40), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger (C‑151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 89).

( 45 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

( 46 ) Βλ. άρθρο 2, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας.

( 47 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑157/10, EU:C:2011:813, σκέψη 19).

( 48 ) Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 45).

( 49 ) Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 48).

( 50 ) Βλ. άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 και, σχετικά με την εν λόγω προϋπόθεση, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψεις 49 έως 62).