ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)
της 19ης Ιουνίου 2015 ( *1 )
«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αμεροληψία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Αίτηση εξαιρέσεως δικαστή — Ανατοποθέτηση — Συμφέρον της υπηρεσίας — Κανόνας περί αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως — Άρθρο 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ — Πειθαρχική διαδικασία — Δικαιώματα άμυνας»
Στην υπόθεση T‑88/13 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 5ης Δεκεμβρίου 2012, Z κατά Δικαστηρίου (F‑88/09 και F‑48/10, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2012:171),
Z, κάτοικος Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τον F. Rollinger, δικηγόρο,
αναιρεσείουσα,
όπου ο έτερος διάδικος είναι το
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον A. Placco,
καθού και εναγόμενο πρωτοδίκως,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, H. Kanninen (εισηγητή) και Δ. Γρατσία, δικαστές,
γραμματέας: E. Coulon
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση ( 1 )
1 |
Με την αίτηση αναιρέσεως την οποία άσκησε δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αναιρεσείουσα ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 5ης Δεκεμβρίου 2012, Z κατά Δικαστηρίου (F‑88/09 και F‑48/10, Συλλογή Υπ.Υπ., στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:F:2012:171), με την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε την προσφυγή-αγωγή της (στο εξής: προσφυγή) με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιστοίχως, της 18ης Δεκεμβρίου 2008 περί ανατοποθετήσεως της αναιρεσείουσας και της 10ης Ιουλίου 2009 περί επιβολής σε αυτήν της κυρώσεως της έγγραφης προειδοποιήσεως. |
Ιστορικό της διαφοράς
2 |
Τα κρίσιμα για την υπό κρίση διαφορά πραγματικά περιστατικά παρατίθενται στις σκέψεις 23 έως 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:
1. Η απόφαση ανατοποθετήσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2008
[…]
2. Η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2009 περί επιβολής πειθαρχικής κυρώσεως
[…]
[…]
[…]
[…]
|
Η πρωτόδικη διαδικασία
[παραλειπόμενα]
5 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 22 Ιουνίου 2010, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό F‑48/10 (στο εξής: προσφυγή F‑48/10) και είχε ως αίτημα, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της 10ης Ιουλίου 2009 με την οποία της επιβλήθηκε η κύρωση της έγγραφης προειδοποιήσεως (στο εξής: κύρωση της 10ης Ιουλίου 2009) καθώς και, καθόσον παρίστατο ανάγκη, η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση κατά της ως άνω κυρώσεως και, αφετέρου, να υποχρεωθεί το Δικαστήριο σε καταβολή ποσού 50000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. |
6 |
Αντικρούοντας, το Δικαστήριο ζήτησε ιδίως την απόρριψη της προσφυγής F‑48/10. [παραλειπόμενα] |
11 |
Κατά την έναρξη της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Ιανουαρίου 2012, η αναιρεσείουσα υπέβαλε ρητή αίτηση εξαιρέσεως του εισηγητή δικαστή, ο οποίος, μετά την παρατιθέμενη στη σκέψη 7 ανωτέρω επιστολή, είχε γίνει Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και πρόεδρος του τρίτου τμήματος, δικαστικού σχηματισμού στον οποίο ανατέθηκαν οι εν λόγω υποθέσεις, λόγω δημιουργούμενης εντυπώσεως περί ελλείψεως ακεραιότητας, αμεροληψίας και ανεξαρτησίας. Στην αίτηση αυτή επισημαινόταν, μεταξύ των όσων προβάλλονταν περί μεροληψίας εκ μέρους του εισηγητή δικαστή και τα οποία αφορούσαν το γεγονός ότι αυτός, υπό την ιδιότητά του ως πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, διατήρησε την επιτροπή διοικητικών ενστάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ότι ίσχυε «το ίδιο και για τα μέλη [του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης] που [είχαν] δεχθεί να γίνουν μέλη της εν λόγω επιτροπής, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται από την άποψη αυτή αντικειμενικές αμφιβολίες όσον αφορά την αμεροληψία τους». |
12 |
Κατόπιν της αιτήσεως εξαιρέσεως την οποία υπέβαλε η αναιρεσείουσα κατά την έναρξη της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ανέστειλε τη διαδικασία. |
13 |
Με επιστολή της 6ης Φεβρουαρίου 2012, ο Γραμματέας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαβίβασε την αίτηση εξαιρέσεως στο Δικαστήριο προς υποβολή τυχόν παρατηρήσεων, το δε Δικαστήριο, με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 17 Φεβρουαρίου 2012, δήλωσε ότι δεν είχε παρατηρήσεις να υποβάλει και ότι επαφιόταν στην κρίση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Με αιτιολογημένη απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε την αίτηση εξαιρέσεως τόσο σε ό,τι αφορούσε τον εισηγητή δικαστή όσο και τους δύο δικαστές που μετείχαν στην επιτροπή διοικητικών ενστάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. |
14 |
Με επιστολή του Γραμματέα της 4ης Απριλίου 2012, οι διάδικοι εκλήθησαν σε νέα επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαΐου 2012. |
15 |
Στις 5 Δεκεμβρίου 2012, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (τρίτο τμήμα) εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. [παραλειπόμενα] |
Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
[παραλειπόμενα]
Επί της προσφυγής F‑48/10
28 |
Προς στήριξη του ακυρωτικού της αιτήματος, η αναιρεσείουσα προέβαλε έξι λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αντλούνταν από αναρμοδιότητα της επιτροπής διοικητικών ενστάσεων και από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 4 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 2004 περί της ασκήσεως των εξουσιών που απονέμει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή καθώς και το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αρχή (στο εξής: απόφαση της 4ης Μαΐου 2004), ο δεύτερος από παράτυπο χαρακτήρα της πειθαρχικής διαδικασίας, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, καθώς και παράβαση των άρθρων 1 έως 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, ο τρίτος από παράβαση του άρθρου 12 του ΚΥΚ και του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), καθώς και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο τέταρτος από υπάρχουσα στο πρόσωπο της ΑΔΑ σύγκρουση συμφερόντων, από παράβαση των άρθρων 2 και 10 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, του άρθρου 11α του ΚΥΚ, του άρθρου 8 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς, του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και παραβίαση των γενικών αρχών της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας, ο πέμπτος από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και της αρχής της ισότητας των όπλων και ο έκτος από κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση των αρχών της αρωγής και της χρηστής διοικήσεως. |
29 |
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε το σύνολο των λόγων αυτών. [παραλειπόμενα] |
Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων
32 |
Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Φεβρουαρίου 2013, η αναιρεσείουσα άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. |
33 |
Με επιστολή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Φεβρουαρίου 2013, η αναιρεσείουσα υπέβαλε αίτημα προκειμένου να τηρηθεί η ανωνυμία της, το οποίο έγινε δεκτό από τον πρόεδρο του αναιρετικού τμήματος με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2013. |
34 |
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2013, [το Δικαστήριο] κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως. Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2013. |
35 |
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (αναιρετικό τμήμα) διαπίστωσε ότι οι διάδικοι δεν είχαν υποβάλει αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός μηνός από την επίδοση του εγγράφου γνωστοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 146 του Κανονισμού Διαδικασίας του, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία. |
36 |
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
37 |
Το Δικαστήριο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
38 |
Προς στήριξη της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ένδεκα λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από έλλειψη αμεροληψίας του τρίτου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος σε αποτελεσματική ένδικη προστασία καθόσον ο έλεγχος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σχετικά με την τήρηση της προϋποθέσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ η οποία αφορά το συμφέρον της υπηρεσίας, είναι περιορισμένος. Ο τρίτος λόγος αντλείται από αναρμοδιότητα του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να αποφανθεί επί της αιτήσεως εξαιρέσεως της 25ης Ιανουαρίου 2012. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη καθόσον ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν προβλέπει δυνατότητα προσβολής της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η αίτηση εξαιρέσεως δικαστή. Ο πέμπτος λόγος αντλείται, αφενός, από παράβαση της υποχρεώσεως να διακριβωθεί ότι οι αιτιολογίες της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως και της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009 ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και, αφετέρου, από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. Ο έκτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κακώς έκρινε ότι η απόφαση περί ανατοποθετήσεως είχε εκδοθεί προς το συμφέρον και μόνο της υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Ο έβδομος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης καθόσον κακώς έκρινε ότι η ΑΔΑ είχε τηρήσει τον κανόνα περί αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως. Ο όγδοος λόγος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως. Ο ένατος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κακώς έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα περί ανορθώσεως της ζημίας που φέρεται ότι προκλήθηκε λόγω της δημοσιοποιήσεως στο σύνολο του προσωπικού της αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως. Ο δέκατος λόγος αντλείται, αφενός, από πλάνη περί το δίκαιο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης καθόσον έκρινε ότι η επιτροπή διοικητικών ενστάσεων, η οποία απέρριψε τη διοικητική ένσταση κατά της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009, είχε αρμοδιότητα και, αφετέρου, από παράλειψή του να αποφανθεί επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 4 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2004. Ο ενδέκατος λόγος αντλείται, αφενός, από πλάνη περί το δίκαιο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης καθόσον κακώς έκρινε ότι η ΑΔΑ είχε τηρήσει τα άρθρα 1 έως 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και, αφετέρου, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης. [παραλειπόμενα] |
Επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν την προσφυγή F‑48/10
Επί του δεκάτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται, αφενός, από πλάνη περί το δίκαιο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης καθόσον έκρινε ότι η επιτροπή διοικητικών ενστάσεων, η οποία απέρριψε τη διοικητική ένσταση κατά της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009, είχε αρμοδιότητα και, αφετέρου, από παράλειψή του να αποφανθεί επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 4 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2004
138 |
Η αναιρεσείουσα επικρίνει τις σκέψεις 226 έως 228 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με τις οποίες το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε ως αλυσιτελή τον λόγο που αντλείται από αναρμοδιότητα της επιτροπής διοικητικών ενστάσεων, με το σκεπτικό ότι εφόσον η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που έβαλλε κατά της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009 ήταν βεβαιωτική πράξη στερούμενη αυτοτελούς περιεχομένου, η ακύρωση της αποφάσεως αυτής δεν μπορούσε να επηρεάσει τη νομιμότητα της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009. Κατά την αναιρεσείουσα, η συλλογιστική αυτή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν είναι δυνατόν να βασίζεται στην ύπαρξη αποφάσεως που απορρίπτει τη διοικητική ένσταση και η οποία έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο. |
139 |
Το Δικαστήριο αντικρούει την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας. |
140 |
Πρωτοδίκως, η αναιρεσείουσα ζήτησε να ακυρωθεί τόσο η κύρωση της 10ης Ιουλίου 2009 όσο και, καθόσον παρίσταται ανάγκη, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που έβαλλε κατά της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009 (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 69). |
141 |
Κατά πάγια νομολογία, κάθε απόφαση απορριπτική διοικητικής ενστάσεως, είτε ρητή είτε σιωπηρή, εφόσον είναι σαφής και αμιγής, απλώς επιβεβαιώνει την πράξη ή την παράλειψη για την οποία παραπονείται ο ενιστάμενος και δεν συνιστά, αφεαυτής, πράξη δεκτική προσβολής, οπότε τα αιτήματα που βάλλουν κατά της αποφάσεως αυτής η οποία δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο έναντι της αρχικής αποφάσεως πρέπει να θεωρούνται ως βάλλοντα κατά της αρχικής πράξεως (διάταξη της 16ης Ιουνίου 1988, Προγούλης κατά Επιτροπής, 371/87, Συλλογή, EU:C:1988:317, σκέψη 17, και απόφαση της 2ας Μαρτίου 2004, Di Marzio κατά Επιτροπής, T‑14/03, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2004:59, σκέψη 54). Απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως είναι βεβαιωτική πράξη, στερούμενη αυτοτελούς περιεχομένου, όταν δεν συνεπάγεται την επανεξέταση της καταστάσεως του ενιστάμενου βάσει νέων νομικών ή πραγματικών στοιχείων [αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, Συλλογή, EU:T:2011:506, σκέψη 32, και της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, Συλλογή (Αποσπάσματα), EU:T:2014:268, σκέψη 34]. |
142 |
Βάσει της παρατιθέμενης στη σκέψη 141 ανωτέρω νομολογίας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε, στη σκέψη 227 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Διοίκηση δεν είχε προβεί σε επανεξέταση της καταστάσεως της αναιρεσείουσας βάσει νέων νομικών ή πραγματικών στοιχείων, με συνέπεια η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως να πρέπει να θεωρείται ως αμιγώς επιβεβαιωτική της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009. Εξ αυτού συνήγαγε ότι η ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν μπορούσε να επηρεάσει τη νομιμότητα της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009, με συνέπεια ο λόγος που αντλείται από αναρμοδιότητα της επιτροπής διοικητικών ενστάσεων και με τον οποίο επιδιώκεται η ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως να είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. |
143 |
Επισημαίνεται όμως ότι με τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από αναρμοδιότητα της επιτροπής διοικητικών ενστάσεων, η αναιρεσείουσα προέβαλλε αντιρρήσεις κατά της συγκροτήσεως της εν λόγω επιτροπής που είχε απορρίψει τη διοικητική της ένσταση κατά της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009. Ο λόγος αυτός ήταν κατά συνέπεια σχετικός με το ζήτημα αν η διοικητική ένσταση της αναιρεσείουσας είχε εξετασθεί στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόφαση διαφορετική από την επιβάλλουσα κύρωση απόφαση της 10ης Ιουλίου 2009. Επομένως, η αναιρεσείουσα είχε πραγματικό και ιδιαίτερο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και όχι μόνο της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009. |
144 |
Ειδικότερα, αν γινόταν εφαρμογή της παρατιθέμενης στη σκέψη 141 ανωτέρω νομολογίας χωρίς να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο επίμαχος λόγος ακυρώσεως αφορά αυτή καθεαυτήν τη διαδικασία διοικητικής ενστάσεως και όχι την αρχική πράξη κατά της οποίας βάλλει η διοικητική ένσταση, θα αποκλειόταν κάθε δυνατότητα αμφισβητήσεως της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως προσφυγής, με συνέπεια την απώλεια για τον ενιστάμενο του ευεργετήματος μιας διαδικασίας η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει δυνατό και να ευνοήσει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ του υπαλλήλου και της διοικήσεως και στο να υποχρεώσει την αρχή στην οποία υπάγεται ο υπάλληλος να επανεξετάσει την απόφασή της, τηρώντας τους κανόνες, υπό το φως των τυχόν αντιρρήσεών του (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Mocová κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, EU:T:2014:268, σκέψη 38). |
145 |
Συναφώς, πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμο το επιχείρημα του Δικαστηρίου ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως αφού είχε ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της αρχικής πράξεως, δεδομένου ότι, έστω και αν η διαδικασία διοικητικής ενστάσεως ήταν αντικανονική, θα ήταν άσκοπο να λάβει η Διοίκηση νέα απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως στο μέτρο που η αναιρεσείουσα ζήτησε από τον δικαστή να ακυρώσει εκείνος την αρχική πράξη. Παρά τα όσα υποστηρίζει το Δικαστήριο, το συμφέρον του ενιστάμενου για κανονική διεξαγωγή της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως και, ως εκ τούτου, για ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του σε περίπτωση παρατυπίας πρέπει να εκτιμηθεί αυτοτελώς και όχι σε συσχετισμό με την τυχόν προσφυγή του κατά της αρχικής πράξεως που είναι αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως. Διαφορετικά, σε κάθε περίπτωση ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά της αρχικής πράξεως κατά της οποίας βάλλει η διοικητική ένσταση, ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε θα είχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί τις παρατυπίες της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως, που όμως του στέρησαν το ευεργέτημα μιας κανονικής επανεξετάσεως, προ της ασκήσεως προσφυγής, της αποφάσεως της Διοικήσεως. |
146 |
Συνεπώς, δεδομένου του αντικειμένου του επίμαχου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τη διαδικασία διοικητικής ενστάσεως, η αναιρεσείουσα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τον έλεγχο, από τον δικαστή της Ένωσης, της νομιμότητας της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και όχι μόνο της επιβάλλουσας κύρωση αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2009. |
147 |
Πρέπει επομένως να κριθεί ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέρριψε ως αλυσιτελή τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από αναρμοδιότητα της επιτροπής διοικητικών ενστάσεων. |
148 |
Κατά συνέπεια, ο δέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός. [παραλειπόμενα] |
162 |
Συνεπεία όλων των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί στο μέτρο που πάσχει τη διαπιστωθείσα στις σκέψεις 140 έως 147 ανωτέρω πλάνη περί το δίκαιο. |
Επί της προσφυγής
163 |
Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και αποφαίνεται το ίδιο επί της διαφοράς. Παραπέμπει όμως την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης όταν η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. |
164 |
Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία ώστε να αποφανθεί επί της προσφυγής. |
165 |
Δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως γίνεται εν μέρει μόνο δεκτή και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναιρείται μόνο κατά το μέτρο που πάσχει την κατά τις σκέψεις 140 έως 147 ανωτέρω πλάνη περί το δίκαιο, διαπιστώνεται ότι οι λοιπές εκτιμήσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι οποίες δεν βαρύνονται με την εν λόγω πλάνη, έχουν καταστεί αμετάκλητες. Έργο του Γενικού Δικαστηρίου είναι κατά συνέπεια μόνο να εξετάσει τον λόγο ακυρώσεως τον οποίο προέβαλε η αναιρεσείουσα στην υπόθεση F‑48/10 και ο οποίος αντλείται από αναρμοδιότητα της επιτροπής διοικητικών ενστάσεων και από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 4 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2004. |
166 |
Ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η αναιρεσείουσα υποστήριζε ότι η επιτροπή διοικητικών ενστάσεων, που ήταν επιφορτισμένη με την εξέταση της διοικητικής της ενστάσεως κατά της κυρώσεως της 10ης Ιουλίου 2009 και αποτελούνταν από ένα δικαστή του Δικαστηρίου και δύο γενικούς εισαγγελείς, είχε παράτυπη συγκρότηση. Συναφώς, προέβαλλε, πρώτον, ότι το άρθρο 4 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει ότι «οι δικαστές δεν δύνανται να ασκούν κανένα πολιτικό ή διοικητικό λειτούργημα». Δεύτερον, επικαλούνταν το άρθρο 12 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, από το οποίο προκύπτει ότι οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό που διατίθενται στο Δικαστήριο «υπάγονται στον Γραμματέα υπό την εποπτεία του Προέδρου», οπότε ως ΑΔΑ δύνανται να ενεργούν μόνον ο Γραμματέας και ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου. Τρίτον, υποστήριζε ότι το άρθρο 4 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2004, που ορίζει ότι «η επιτροπή διοικητικών ενστάσεων ασκεί τις εξουσίες που απονέμονται από τον ΚΥΚ στην [ΑΔΑ]» όσον αφορά τις αποφάσεις επί των διοικητικών ενστάσεων, αντέβαινε στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΚΥΚ το οποίο προβλέπει ότι κάθε όργανο καθορίζει τις αρχές οι οποίες ασκούν εντός αυτού τις εξουσίες που απονέμονται από τον ΚΥΚ στην ΑΔΑ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 12 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Εξάλλου, υποστήριζε ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου δεν επιτρέπει ούτε στον Γραμματέα ούτε στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου να μεταβιβάζουν τις ανατεθείσες σε αυτούς εξουσίες της ΑΔΑ. |
167 |
Διαπιστώνεται καταρχάς ότι η αναιρεσείουσα περιορίζεται να υπενθυμίσει το γράμμα του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κατά το οποίο «[ο]ι δικαστές δεν δύνανται να ασκούν κανένα πολιτικό ή διοικητικό λειτούργημα» και να υποστηρίξει ότι, με την εξαίρεση του Προέδρου του Δικαστηρίου, οι λοιποί δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς δεν δύνανται να ασκούν διοικητικό λειτούργημα και, ειδικότερα, να ενεργούν ως ΑΔΑ στο πλαίσιο επιτροπής διοικητικών ενστάσεων. Τα ως άνω προβαλλόμενα δεν τεκμηριώνονται με κανένα νομικό επιχείρημα. Όπως όμως υποστήριξε το Δικαστήριο ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η ως άνω διάταξη έχει σκοπό να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία των δικαστών, τόσο κατά τη διάρκεια της ασκήσεως των καθηκόντων τους όσο και μετά τη λήξη τους, έναντι ιδίως των κρατών μελών ή των άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα λοιπά εδάφια του άρθρου 4 του Οργανισμού του Δικαστηρίου απηχούν επίσης τη μέριμνα αυτή της διαφυλάξεως της ανεξαρτησίας των δικαστών. Η αναιρεσείουσα δεν δύναται όμως να συναγάγει από το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου αδυναμία ασκήσεως καθηκόντων που ανάγονται στην εσωτερική διοίκηση του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Όπως ορθώς επισήμανε το Δικαστήριο στα δικόγραφά του ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η άσκηση από τους δικαστές καθηκόντων που ανάγονται στην εσωτερική διοίκηση του οργάνου δεν θίγει την ανεξαρτησία τους και επιτρέπει την εξασφάλιση της διοικητικής αυτοτέλειας του οργάνου. |
168 |
Εξάλλου, η αναιρεσείουσα αρκείται να υποστηρίξει ότι, βάσει του άρθρου 12 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ορίζει ότι οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό που διατίθενται στο Δικαστήριο «υπάγονται στον Γραμματέα υπό την εποπτεία του Προέδρου», μόνον ο Γραμματέας και ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δύνανται να ασκούν τις εξουσίες που απονέμονται από τον ΚΥΚ στην ΑΔΑ. Η αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύει ούτε ότι η εκ μέρους της ερμηνεία του άρθρου 12 του Οργανισμού του Δικαστηρίου υπό την έννοια ότι επιφυλάσσει αποκλειστικώς υπέρ του Γραμματέα και του Προέδρου του Δικαστηρίου την άσκηση των εξουσιών που απονέμονται στην ΑΔΑ συμβιβάζεται με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΚΥΚ το οποίο προβλέπει ότι κάθε όργανο καθορίζει τις αρχές οι οποίες ασκούν εντός αυτού τις εξουσίες που απονέμονται από τον ΚΥΚ στην ΑΔΑ. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα περιορίζεται να υποστηρίξει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΚΥΚ μπορεί να ερμηνευθεί, όσον αφορά το Δικαστήριο, μόνο σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 12 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. |
169 |
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει, χωρίς άλλη απόδειξη, ότι το άρθρο 4 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2004, κατά το οποίο η επιτροπή διοικητικών ενστάσεων ασκεί τις εξουσίες που απονέμονται από τον ΚΥΚ στην ΑΔΑ όσον αφορά τις αποφάσεις επί των διοικητικών ενστάσεων, αντιβαίνει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 12 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. |
170 |
Εξ αυτού συνάγεται ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από αναρμοδιότητα της επιτροπής διοικητικών ενστάσεων και έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 4 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2004 και τον οποίο επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα στην υπόθεση F‑48/10 πρέπει να απορριφθεί. Κατά συνέπεια, η προσφυγή F‑48/10 πρέπει να απορριφθεί ως προς τον λόγο αυτό. [παραλειπόμενα] |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
|
Jaeger Kanninen Γρατσίας Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Ιουνίου 2015. (υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.
( 1 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.