EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61987CJ0009

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Μαρτίου 1988.
SPRL Arcado κατά SA Haviland.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour d'appel de Bruxelles - Βέλγιο.
Σύμβαση των Βρυξελλών - Διεθνής δικαιοδοσία - Διαφορές εκ συμβάσεως.
Υπόθεση 9/87.

European Court Reports 1988 -01539

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:127

61987J0009

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 8ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1988. - S. P. R. L. ARCADO ΚΑΤΑ S. A. HAVILAND. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ COUR D'APPEL ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ. - ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ - ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ - ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΚ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 9/87.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 01539


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις - Ειδικές διεθνείς δικαιοδοσίες - Διεθνής δικαιοδοσία επί "διαφορών εκ συμβάσεως" - 'Εννοια - Αυτοτελής ερμηνεία - Σύμβαση αυτόνομης εμπορικής αντιπροσωπείας - Αιτήματα καταβολής προμηθειών και αποζημιώσεις για καταχρηστική καταγγελία της συμβάσεως - Περιλαμβάνονται

( Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, άρθρο 5, σημείο 1 )

Περίληψη


Η έννοια της διαφοράς εκ συμβάσεως, όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, επιβάλλεται να εκληφθεί ως αυτοτελής έννοια που πρέπει να ερμηνευτεί, για την εφαρμογή της Συμβάσεως, με αναφορά κυρίως στο σύστημα και τους σκοπούς της εν λόγω Συμβάσεως, προκειμένου να διασφαλισθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα αυτής .

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι διαφορά αναφερόμενη σε καταχρηστική καταγγελία συμβάσεως αυτόνομης εμπορικής αντιπροσωπείας και την καταβολή προμηθειών οφειλομένων σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, είναι διαφορά εκ συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως .

Διάδικοι


Στην υπόθεση 9/87,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour d' appel των Βρυξελλών προς το Δικαστήριο, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

SPRL Arcado, με έδρα το Βατερλώ ( Βέλγιο )

και

SA Haviland, με έδρα τη Limoges ( Γαλλία ),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 ( ΕΕ L 388, σ . 8 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα )

συγκείμενο από τους O . Due, πρόεδρο τμήματος, T . Koopmans, K . Bahlmann, Κ . Κακούρη και T . F . O' Higgins, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας : Sir Gordon Slynn

γραμματέας : D . Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν :

- η εταιρία Arcado, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία από τους δικηγόρους P . van de Wiele και O . Ralet,

- η εταιρία Haviland, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία από το δικηγόρο F . X . Dorlodot,

- η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τον M . O . Fiumara,

- η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τους H . R . L . Purse και M . C . L . Carpenter,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία από τον Γ . Κρεμλή, επικουρούμενο από τον G . Cherubini,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 18ης Νοεμβρίου 1987,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Δεκεμβρίου 1987,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 1986, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 1987, το Cour d' appel των Βρυξελλών υπέβαλε, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( στο εξής : Σύμβαση ), προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως .

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με την εκτέλεση συμβάσεως αυτόνομης εμπορικής αντιπροσωπείας με την οποία η SA Haviland, με έδρα τη Limoges ( Γαλλία ), ανέθεσε στην SA Agecobel, με έδρα το Βέλγιο, την πώληση ειδών πορσελάνης στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο .

3 Μετά την καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους της Haviland, η Agecobel άσκησε αγωγή κατά της Haviland, στις 13 Νοεμβρίου 1978, ενώπιον του Tribunal de commerce των Βρυξελλών ζητώντας την καταβολή αποζημιώσεως για καταχρηστική καταγγελία και το υπόλοιπο των προμηθειών . Η Haviland προέβαλε την κατά τόπο αναρμοδιότητα του δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι η αγωγή αποζημιώσεως στηρίζεται σε οιονεί αδικοπραξία που διεπράχθη στον τόπο απ' όπου κοινοποιήθηκε η καταγγελία, δηλαδή στην έδρα της .

4 Με απόφαση της 26ης Μαΐου 1982, το Tribunal de commerce απέρριψε την ένσταση αναρμοδιότητας κρίνοντας ότι επρόκειτο για διαφορά εκ συμβάσεως και ότι ήταν, συνεπώς, αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως . Με απόφαση της 22ας Ιουνίου 1983, το Tribunal υποχρέωσε τη Haviland να καταβάλει αποζημίωση για άκαιρη και απροσδόκητη καταγγελία της συμβάσεως, καθώς και το υπόλοιπο των προμηθειών . Δεχόμενο, εξάλλου, ανταγωγή της Haviland, υποχρέωσε την Agecobel να καταβάλει τα υπόλοιπα των τιμολογίων και διέταξε συμψηφισμό .

5 Η Agecobel άσκησε έφεση ενώπιον του Cour d' appel των Βρυξελλών ζητώντας να αυξηθεί η επιδικασθείσα αποζημίωση και να υποχρεωθεί η Haviland να καταβάλει τους νόμιμους τόκους . Η Haviland άσκησε αντέφεση και επικαλέστηκε το άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως προκειμένου να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα των βελγικών δικαστηρίων . Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Cour d' appel στις 5 Ιουνίου 1985, η SPRL Arcado, με έδρα στο Βέλγιο, η οποία διαδέχθηκε την Agecobel, δήλωσε ότι συνεχίζει τη δίκη που είχε κινήσει η τελευταία .

6 Το Cour d' appel έκρινε ότι, καίτοι η αμφισβήτηση η σχετική με την καταβολή προμηθειών προσδίδει στη διαφορά προφανή χαρακτήρα διαφοράς εκ συμβάσεως, πρέπει, ωστόσο, να καθοριστεί αν το αίτημα αποζημιώσεως για άκαιρη και απροσδόκητη καταγγελία της συμβάσεως εμπίπτει στην έννοια των διαφορών εκ συμβάσεως, κατά το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως, σύμφωνα με αυτοτελή ερμηνεία της εν λόγω έννοιας .

7 Το Cour d' appel αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα :

"Διαφορά σχετική με την καταχρηστική καταγγελία συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας ( αυτόνομης ) και την καταβολή οφειλομένων προμηθειών σε εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως συνιστά διαφορά εκ συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968;"

8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν στο Δικαστήριο οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Επιτροπή, η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας και η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου . Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

9 Το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως ορίζει, κατά παρέκκλιση από το γενικό κανόνα δικαιοδοσίας του άρθρου 2, εδάφιο 1, της Συμβάσεως, ότι "πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος :

1 ) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή ..."

10 'Οπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 22ας Μαρτίου 1983 ( Peters κατά SΝΑV, 34/82, Συλλογή 1983, σ . 987 ), η έννοια της διαφοράς εκ συμβάσεως χρησιμεύει ως κριτήριο για τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής ενός από τους κανόνες ειδικής δωσιδικίας που ισχύουν υπέρ του ενάγοντος . Λαμβανομένων υπόψη των στόχων και της γενικής οικονομίας της Συμβάσεως, επιβάλλεται, προκειμένου να διασφαλιστεί κατά το μέτρο του δυνατού η ισότητα και η ομοιομορφία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση για τα συμβαλλόμενα κράτη και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, να μην ερμηνευθεί η έννοια αυτή ως απλή παραπομπή στο εσωτερικό δίκαιο του ενός ή του άλλου από τα οικεία κράτη .

11 Κατά συνέπεια, η έννοια της διαφοράς εκ συμβάσεως επιβάλλεται να εκληφθεί ως αυτοτελής έννοια που πρέπει να ερμηνευτεί, για την εφαρμογή της Συμβάσεως, με αναφορά κυρίως στο σύστημα και τους σκοπούς της εν λόγω Συμβάσεως, προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα αυτής .

12 Δεν χωρεί αμφιβολία ότι αίτημα καταβολής προμηθειών οφειλομένων δυνάμει συμβάσεως αυτόνομης εμπορικής αντιπροσωπείας έχει ως βάση την ίδια τη σύμβαση και εμπίπτει, κατά συνέπεια, στις διαφορές εκ συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως .

13 Η ίδια λύση πρέπει να επιλεγεί και για το αίτημα καταβολής αποζημιώσεως για καταχρηστική καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως, καθόσον η αποζημίωση αυτή στηρίζεται στη μη τήρηση συμβατικής υποχρεώσεως .

14 Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το δικαίωμα του ανεξάρτητου εμπορικού αντιπροσώπου να ζητήσει την τήρηση προθεσμίας για την καταγγελία, η συμβατική του φύση και, κατά συνέπεια, η συμβατική φύση της αποζημιώσεως για τη μη τήρηση της προθεσμίας καταγγελίας, καθορίστηκε με τα άρθρα 15 και 17 της οδηγίας 86/653 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους ( ανεξάρτητους επαγγελματίες ) ( ΕΕ L 382, σ . 17 ).

15 Εξάλλου, το άρθρο 10 της Συμβάσεως περί της εφαρμοστέας επί των ενοχών εκ συμβάσεως νομοθεσίας, της 19ης Ιουνίου 1980 ( JΟ L 266, σ . 1 ) επιβεβαιώνει τη συμβατική φύση διαφοράς όπως αυτή της παρούσας υπόθεσης, καθόσον περιλαμβάνει στον τομέα της νομοθεσίας που διέπει τις συμβάσεις, τις συνέπειες της μη εκπληρώσεως, πλήρους ή μερικής, των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τη σύμβαση και, κατά συνέπεια, τη συμβατική ευθύνη του συμβαλλομένου που είναι υπεύθυνος για μη εκτέλεση .

16 Πρέπει, συνεπώς, να δοθεί ως απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο ότι διαφορά σχετική με την καταχρηστική καταγγελία συμβάσεως αυτόνομης εμπορικής αντιπροσωπείας και την καταβολή οφειλομένων προμηθειών σε εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως, συνιστά διαφορά εκ συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

17 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ) ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που υπέβαλε το Cour d' appel των Βρυξελλών, με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 1986, αποφαίνεται :

Διαφορά σχετική με την καταχρηστική καταγγελία συμβάσεως αυτόνομης εμπορικής αντιπροσωπείας και την καταβολή οφειλομένων προμηθειών σε εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως, συνιστά διαφορά εκ συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 .

Top