EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32000R2725

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου

ΕΕ L 316 της 15/12/2000, p. 1–10 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 19/07/2015; καταργήθηκε από 32013R0603

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2000/2725/oj

32000R2725

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 316 της 15/12/2000 σ. 0001 - 0010


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 του Συμβουλίου

της 11ης Δεκεμβρίου 2000

σχετικά με τη θέσπιση του "Eurodac" για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 63 σημείο 1) στοιχείο α),

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Τα κράτη μέλη έχουν κυρώσει τη σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, περί του καθεστώτος των προσφύγων.

(2) Τα κράτη μέλη συνήψαν τη σύμβαση περί καθορισμού του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπογράφηκε στο Δουβλίνο στις 15 Ιουνίου 1990 (εφεξής αποκαλούμενη "σύμβαση του Δουβλίνου")(2).

(3) Για τους σκοπούς της εφαρμογής της σύμβασης του Δουβλίνου, είναι απαραίτητο να διαπιστώνεται η ταυτότητα των αιτούντων άσυλο και των προσώπων που συλλαμβάνονται για παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων της Κοινότητας. Για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου, και ιδίως του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και ε), είναι επίσης σκόπιμο να επιτρέπεται σε κάθε κράτος μέλος να ελέγχει εάν ένας αλλοδαπός που ευρίσκεται παράνομα στο έδαφός του έχει υποβάλει αίτηση ασύλου σε άλλο κράτος μέλος.

(4) Τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτελούν σημαντικό στοιχείο προκειμένου να διαπιστώνεται με ακρίβεια η ταυτότητα των προσώπων αυτών. Είναι ανάγκη να δημιουργηθεί ένα σύστημα για την αντιπαραβολή των δεδομένων των δακτυλικών τους αποτυπωμάτων.

(5) Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να θεσπισθεί ένα σύστημα, γνωστό ως "Eurodac", το οποίο αποτελείται από μια κεντρική μονάδα που συστήνεται στο πλαίσιο της Επιτροπής και περιλαμβάνει μηχανοργανωμένη κεντρική βάση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων καθώς και ηλεκτρονικά μέσα διαβίβασης μεταξύ των κρατών μελών και της κεντρικής βάσης δεδομένων.

(6) Είναι επίσης αναγκαίο να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν ταχέως τα δακτυλικά αποτυπώματα κάθε αιτούντος άσυλο και κάθε αλλοδαπού που συλλαμβάνεται για παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους, εφόσον έχει ηλικία τουλάχιστον 14 ετών.

(7) Είναι αναγκαίο να θεσπισθούν ακριβείς κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων στην κεντρική μονάδα, με την καταχώρηση των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων και άλλων σχετικών δεδομένων στην κεντρική βάση δεδομένων, με την αποθήκευση, με την αντιπαραβολή τους προς άλλα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων, με τη διαβίβαση των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής καθώς και με το κλείδωμα και την απαλοιφή των καταχωρηθέντων δεδομένων. Οι κανόνες αυτοί μπορούν να διαφέρουν και θα πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με την κατάσταση των διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών.

(8) Οι αλλοδαποί που έχουν υποβάλει αίτηση ασύλου σε ένα κράτος μέλος είναι δυνατόν να έχουν για πολλά έτη τη δυνατότητα να ζητήσουν άσυλο σε άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, η μέγιστη περίοδος κατά την οποία θα πρέπει να διατηρούνται τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων στην κεντρική μονάδα, θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη. Δέκα έτη θα πρέπει να θεωρούνται εύλογη περίοδος για τη διατήρηση των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων, δεδομένου ότι οι περισσότεροι αλλοδαποί που παραμένουν στην Κοινότητα επί αρκετά έτη διευθετούν το καθεστώς τους ή ακόμα αποκτούν και την ιθαγένεια κράτους μέλους μετά την εν λόγω περίοδο.

(9) Η περίοδος για τη διατήρηση θα πρέπει να συντέμνεται σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις όταν δεν υπάρχει ανάγκη να διατηρούνται τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων θα πρέπει να απαλείφονται αμέσως μόλις οι αλλοδαποί αποκτήσουν την ιθαγένεια κράτους μέλους.

(10) Είναι αναγκαίο να ορισθούν επακριβώς οι αρμοδιότητες, αφενός, της Επιτροπής όσον αφορά την κεντρική μονάδα και, αφετέρου, των κρατών μελών όσον αφορά τη χρησιμοποίηση και την ασφάλεια των δεδομένων, την πρόσβαση και τη διόρθωση των καταχωρημένων δεδομένων.

(11) Παρότι η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας όσον αφορά τη λειτουργία του Eurodac διέπεται από τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης, είναι αναγκαίο να θεσπισθούν συγκεκριμένοι κανόνες σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών μελών όσον αφορά τη λειτουργία του συστήματος.

(12) Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης, ο στόχος των προτεινόμενων μέτρων, ήτοι η δημιουργία, στα πλαίσια της Επιτροπής, συστήματος για την αντιπαραβολή των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων προκειμένου να συμβάλει στην εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής για το άσυλο, δεν είναι δυνατόν, από τη φύση του, να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, να επιτευχθεί καλύτερα από την Κοινότητα. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(13) Καθόσον η ταυτοποίηση και η ταξινόμηση των αποτελεσμάτων των αντιπαραβολών που διαβιβάζει η κεντρική μονάδα, καθώς και το κλείδωμα των δεδομένων των σχετικών με άτομα που αναγνωρίζονται και γίνονται δεκτά ως πρόσφυγες, αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των κρατών μελών, και επειδή αυτή η ευθύνη αφορά το ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση των ατομικών ελευθεριών, υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για να επιφυλάξει στον εαυτό του το Συμβούλιο την άσκηση ορισμένων εκτελεστικών εξουσιών, οι οποίες αφορούν ιδίως την υιοθέτηση μέτρων που θα διασφαλίζουν την ασφάλεια και την αξιοπιστία των δεδομένων αυτών.

(14) Τα απαιτούμενα μέτρα για την υλοποίηση άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(3).

(15) Η οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(4), εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Eurodac.

(16) Δυνάμει του άρθρου 286 της συνθήκης, η οδηγία 95/46/EΚ εφαρμόζεται επίσης για τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας. Καθόσον η κεντρική μονάδα θα συσταθεί στο πλαίσιο της Επιτροπής, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αυτή τη μονάδα.

(17) Οι αρχές που αναφέρονται στην οδηγία 95/46/EΚ σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων, κυρίως του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, και αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να συμπληρωθούν ή να διευκρινιστούν, ιδίως σχετικά με ορισμένους τομείς.

(18) Είναι αναγκαίο να παρακολουθείται και να αξιολογείται η απόδοση του Eurodac.

(19) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν σύστημα κυρώσεων για τις περιπτώσεις χρησιμοποίησης των καταχωρημένων στην κεντρική βάση δεδομένων που αντιβαίνουν στους σκοπούς του Eurodac.

(20) Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία γνωστοποίησαν ότι επιθυμούν να συμμετάσχουν στην έκδοση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(21) Η Δανία, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στις εν λόγω συνθήκες, δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και, κατά συνέπεια, δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(22) Είναι σκόπιμο να περιοριστεί η εδαφική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ώστε να ευθυγραμμιστεί με την εδαφική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου.

(23) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αποτελέσει τη νομική βάση για τους εκτελεστικούς κανόνες οι οποίοι, ενόψει της ταχείας εφαρμογής του, είναι απαραίτητοι για την επιτέλεση των αναγκαίων τεχνικών ρυθμίσεων από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Η Επιτροπή θα πρέπει να φέρει την ευθύνη να εξακριβώνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Σκοπός του "Eurodac"

1. Θεσπίζεται σύστημα, γνωστό ως "Eurodac", το οποίο έχει σκοπό να συντελεί στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με τη σύμβαση του Δουβλίνου, να εξετάσει αίτηση ασύλου η οποία έχει υποβληθεί σε ένα κράτος μέλος, και να διευκολύνει γενικότερα την εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου, υπό τους όρους που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό.

2. Το Eurodac περιλαμβάνει:

α) την κεντρική μονάδα που αναφέρεται στο άρθρο 3,

β) μηχανογραφημένη κεντρική βάση δεδομένων στην οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2, με σκοπό την αντιπαραβολή των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο και των κατηγοριών αλλοδαπών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 και στο άρθρο 11 παράγραφος 1,

γ) τα μέσα διαβίβασης δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών και της κεντρικής βάσης δεδομένων.

Οι κανόνες που διέπουν το Eurodac εφαρμόζονται επίσης στις ενέργειες των κρατών μελών από τη διαβίβαση των δεδομένων στην κεντρική μονάδα έως τη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής.

3. Με την επιφύλαξη της χρησιμοποίησης δεδομένων που αποστέλλει στο Eurodac το κράτος μέλος προέλευσης, τα οποία είναι καταχωρημένα σε βάσεις δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί δυνάμει του εθνικού του δικαίου, τα δεδομένα των δακτυλικών αποτυπωμάτων και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας από το Eurodac μόνο για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 της σύμβασης του Δουβλίνου.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α) "σύμβαση του Δουβλίνου": η σύμβαση για τον καθορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου η οποία έχει υποβληθεί σε ένα από τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπογράφηκε στο Δουβλίνο στις 15 Ιουνίου 1990.

β) "Αιτών άσυλο": ο αλλοδαπός ο οποίος έχει καταθέσει, ή για λογαριασμό του οποίου έχει κατατεθεί, αίτηση παροχής ασύλου.

γ) "Κράτος μέλος προέλευσης":

i) σε σχέση με αιτούντα άσυλο, το κράτος μέλος το οποίο διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στην κεντρική μονάδα και λαμβάνει τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής,

ii) σε σχέση με πρόσωπο που καλύπτεται από το άρθρο 11 το κράτος μέλος το οποίο διαβιβάζει τα δεδομένα αυτά στην κεντρική μονάδα και λαμβάνει τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής,

iii) σε σχέση με πρόσωπο που καλύπτεται από το άρθρο 8, το κράτος μέλος το οποίο διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στην κεντρική μονάδα.

δ) "Πρόσφυγας": το πρόσωπο που έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας σύμφωνα με την σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951, περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967.

ε) "Σύμπτωση": ένα ή περισσότερα συμπίπτοντα στοιχεία, τα οποία καθορίζονται από την κεντρική μονάδα μετά από αντιπαραβολή των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων που ευρίσκονται καταχωρημένα στη βάση δεδομένων και εκείνων που διαβιβάζει το κράτος μέλος σχετικά με ένα πρόσωπο, με την επιφύλαξη της απαίτησης ότι τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής ελέγχονται πάραυτα από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6.

2. Οι όροι του άρθρου 2 της οδηγίας 95/46/ΕΚ έχουν την ίδια έννοια και στον παρόντα κανονισμό.

3. Ελλείψει αντίθετης διάταξης, οι όροι που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 της σύμβασης του Δουβλίνου έχουν την ίδια έννοια και στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 3

Κεντρική μονάδα

1. Συστήνεται κεντρική μονάδα στο πλαίσιο της Επιτροπής, η οποία είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία της κεντρικής βάσης δεδομένων περί της οποίας το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β), για λογαριασμό των κρατών μελών. Η κεντρική μονάδα διαθέτει ηλεκτρονικό σύστημα αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων.

2. Η επεξεργασία των δεδομένων που αφορούν αιτούντες άσυλο, πρόσωπα που καλύπτονται από το άρθρο 8 και πρόσωπα που καλύπτονται από το άρθρο 11 η οποία λαμβάνει χώρα στην κεντρική μονάδα, γίνεται για λογαριασμό του κράτους μέλους προέλευσης σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

3. Η κεντρική μονάδα εκπονεί ανά τρίμηνο στατιστικές για το έργο της, στις οποίες αναφέρονται:

α) ο αριθμός των συνόλων δεδομένων που διαβιβάζονται σχετικά με τους αιτούντες άσυλο και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 και στο άρθρο 11 παράγραφος 1,

β) ο αριθμός των συμπτώσεων για αιτούντες άσυλο που υπέβαλαν αίτηση ασύλου σε ένα άλλο κράτος μέλος,

γ) ο αριθμός των συμπτώσεων για πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, τα οποία υπέβαλαν στη συνέχεια αίτηση ασύλου,

δ) ο αριθμός των συμπτώσεων για πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, τα οποία είχαν προηγουμένως υποβάλει αίτηση ασύλου σε ένα άλλο κράτος μέλος,

ε) ο αριθμός των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων τα οποία η κεντρική μονάδα πρέπει να ζητεί για δεύτερη φορά από τα κράτη μέλη προέλευσης, διότι τα αρχικώς διαβιβασθέντα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν προσφέρονται για αντιπαραβολή με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού συστήματος αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Στο τέλος κάθε έτους, καταρτίζονται στατιστικές υπό μορφήν ανασκόπησης των τριμηνιαίων στατιστικών που καταγράφονται από την έναρξη των δραστηριοτήτων του Eurodac, συμπεριλαμβανομένης μνείας του αριθμού των προσώπων για τα οποία έχει καταγραφεί σύμπτωση όσον αφορά τα στοιχεία β), γ) και δ).

Οι στατιστικές περιλαμβάνουν ανάλυση των δεδομένων για έκαστο των κρατών μελών.

4. Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2, μπορεί να ανατίθεται στην κεντρική μονάδα η πραγματοποίηση ορισμένων άλλων στατιστικών μελετών βάσει των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία στην κεντρική μονάδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙ

ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ ΑΣΥΛΟ

Άρθρο 4

Συλλογή, διαβίβαση και αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε αιτούντος άσυλο ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών και διαβιβάζει πάραυτα στην κεντρική μονάδα τα δεδομένα που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, στοιχεία α) έως στ). Η μέθοδος λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων καθορίζεται σύμφωνα με την εθνική πρακτική του εκάστοτε κράτους μέλους και με τις διασφαλίσεις που ορίζουν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

2. Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, καταχωρούνται αμέσως στην κεντρική βάση δεδομένων από την κεντρική μονάδα ή, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προς το σκοπό αυτό τεχνικές προϋποθέσεις, απευθείας από το κράτος μέλος προέλευσης.

3. Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο β), που διαβιβάζονται από ένα κράτος μέλος, αντιπαραβάλλονται στην κεντρική μονάδα προς τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων τα οποία έχουν διαβιβαστεί από άλλα κράτη μέλη και έχουν ήδη αποθηκευτεί στην κεντρική βάση δεδομένων.

4. Η κεντρική μονάδα εξασφαλίζει ότι, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, στην αντιπαραβολή που αναφέρεται στην παράγραφο 3, εκτός από τα δεδομένα που έχουν διαβιβαστεί από άλλα κράτη μέλη, εξετάζονται επίσης τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων που έχει διαβιβάσει κατά το παρελθόν το εν λόγω κράτος μέλος.

5. Η κεντρική μονάδα διαβιβάζει πάραυτα τη σύμπτωση ή το αρνητικό αποτέλεσμα της αντιπαραβολής στο κράτος μέλος προέλευσης. Στην περίπτωση που υπάρχει σύμπτωση, διαβιβάζει για όλα τα σύνολα δεδομένων που αντιστοιχούν σε αυτήν, τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1. Ωστόσο, τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β), διαβιβάζονται μόνο εφόσον απετέλεσαν τη βάση της σύμπτωσης.

Εφόσον πληρούνται οι σχετικές προς το σκοπό αυτό τεχνικές προϋποθέσεις, το αποτέλεσμα της αντιπαραβολής είναι δυνατό να μπορεί να διαβιβάζεται άμεσα στο κράτος μέλος προέλευσης.

6. Το αποτέλεσμα της αντιπαραβολής ελέγχεται πάραυτα από το κράτος μέλος προέλευσης. Η τελική εξακρίβωση πραγματοποιείται από το κράτος μέλος προέλευσης, σε συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 15 της σύμβασης του Δουβλίνου.

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από την κεντρική μονάδα και αφορούν άλλα δεδομένα που αποδεικνύονται αναξιόπιστα, απαλείφονται ή καταστρέφονται μόλις διαπιστωθεί η αναξιοπιστία των δεδομένων.

7. Οι εκτελεστικοί κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 6, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1.

Άρθρο 5

Καταχώρηση δεδομένων

1. Στην κεντρική βάση δεδομένων καταχωρούνται μόνο τα εξής δεδομένα:

α) το κράτος μέλος προέλευσης, ο τόπος και η ημερομηνία της αίτησης ασύλου,

β) τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων,

γ) το φύλο,

δ) ο αριθμός μητρώου που χρησιμοποίησε το κράτος μέλος προέλευσης,

ε) η ημερομηνία λήψεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων,

στ) η ημερομηνία διαβίβασης των δεδομένων στην κεντρική μονάδα,

ζ) η ημερομηνία καταχώρησης των δεδομένων στην κεντρική βάση δεδομένων,

η) οι λεπτομέρειες σχετικά με τον (τους) παραλήπτη(-ες) στον (στους) οποίο(-ους) διαβιβάσθηκαν τα δεδομένα και η (οι) ημερομηνία(-ες) διαβίβασης.

2. Μετά την καταχώρηση των δεδομένων στην κεντρική βάση δεδομένων, η κεντρική μονάδα καταστρέφει τα υποθέματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών, εκτός εάν το κράτος μέλος προέλευσης έχει ζητήσει να του επιστραφούν.

Άρθρο 6

Αποθήκευση δεδομένων

Κάθε σύνολο δεδομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, αποθηκεύεται στην κεντρική βάση δεδομένων για δέκα έτη από την ημερομηνία λήψεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου, η κεντρική μονάδα απαλείφει αυτομάτως τα δεδομένα από την κεντρική βάση δεδομένων.

Άρθρο 7

Πρόωρη απαλοιφή των δεδομένων

Τα δεδομένα που αφορούν πρόσωπο το οποίο απέκτησε την ιθαγένεια οιουδήποτε κράτους μέλους πριν από την λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 6, απαλείφονται από την κεντρική βάση δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3, μόλις το κράτος μέλος προέλευσης λάβει γνώση ότι το πρόσωπο αυτό απέκτησε την προαναφερθείσα ιθαγένεια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΠΟΥ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

Άρθρο 8

Συλλογή και διαβίβαση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων

1. Κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διασφαλίσεις που ορίζουν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε αλλοδαπού ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών που συλλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές ελέγχου κατά την παράνομη διάβαση δια ξηράς, θαλάσσης ή αέρος των συνόρων του εν λόγω κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα, ο οποίος δεν αποπέμπεται.

2. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος διαβιβάζει πάραυτα στην κεντρική μονάδα τα ακόλουθα στοιχεία σχετικά με κάθε αλλοδαπό, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο οποίος δεν αποπέμπεται:

α) το κράτος μέλος προέλευσης, τον τόπο και την ημερομηνία της σύλληψης,

β) τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων,

γ) το φύλο,

δ) τον αριθμό μητρώου που χρησιμοποίησε το κράτος μέλος προέλευσης,

ε) την ημερομηνία λήψεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων,

στ) την ημερομηνία διαβίβασης των δεδομένων στην κεντρική μονάδα.

Άρθρο 9

Καταχώρηση δεδομένων

1. Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και στο άρθρο 8 παράγραφος 2, καταχωρούνται στην κεντρική βάση δεδομένων.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 3, τα δεδομένα που διαβιβάζονται στην κεντρική μονάδα σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2, καταχωρούνται με αποκλειστικό σκοπό την αντιπαραβολή με δεδομένα σχετικά με αιτούντες άσυλο τα οποία διαβιβάζονται μεταγενέστερα στην κεντρική μονάδα.

Η κεντρική μονάδα δεν αντιπαραβάλλει δεδομένα που της διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 με δεδομένα που είχαν καταχωρηθεί παλαιότερα στην κεντρική βάση δεδομένων, ούτε με δεδομένα τα οποία διαβιβάζονται μεταγενέστερα στην κεντρική μονάδα σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2.

2. Εφαρμόζονται οι διαδικασίες του άρθρου 4 παράγραφος 1 δεύτερη πρόταση, του άρθρου 4 παράγραφος 2 και του άρθρου 5 παράγραφος 2 καθώς και οι διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 7. Όσον αφορά την αντιπαραβολή των δεδομένων αιτούντων άσυλο που διαβιβάσθηκαν μεταγενέστερα στην κεντρική μονάδα με τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 3, 5 και 6.

Άρθρο 10

Αποθήκευση δεδομένων

1. Κάθε σύνολο δεδομένων σχετικά με αλλοδαπό ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, αποθηκεύεται στην κεντρική βάση δεδομένων για δύο έτη από την ημερομηνία λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων του αλλοδαπού. Μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, η κεντρική μονάδα απαλείφει αυτομάτως τα δεδομένα αυτά από την κεντρική βάση δεδομένων.

2. Τα δεδομένα σχετικά με αλλοδαπό ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, απαλείφονται αμέσως από την κεντρική βάση δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3, εφόσον το κράτος μέλος προέλευσης λάβει γνώση ότι συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιστάσεις, πριν από τη λήξη της διετούς περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

α) έχει εκδοθεί άδεια παραμονής για τον αλλοδαπό,

β) ο αλλοδαπός έχει εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών,

γ) ο αλλοδαπός έχει αποκτήσει την ιθαγένεια οιουδήποτε κράτους μέλους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΠΟΥ ΕΥΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ

Άρθρο 11

Αντιπαραβολή δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων

1. Κάθε κράτος μέλος, προκειμένου να ελέγξει εάν ένας αλλοδαπός που ευρίσκεται παράνομα στο έδαφός του έχει προηγουμένως καταθέσει αίτηση ασύλου σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να διαβιβάζει στην κεντρική μονάδα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων τα οποία ενδεχομένως έχει λάβει από αλλοδαπό, ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών, καθώς και τον αριθμό μητρώου που χρησιμοποιήθηκε από το εν λόγω κράτος μέλος.

Κατά γενικό κανόνα, υπάρχουν λόγοι για να ελεγχθεί εάν ένας αλλοδαπός έχει προηγουμένως καταθέσει αίτηση ασύλου σε άλλο κράτος μέλος όταν:

α) ο αλλοδαπός δηλώνει ότι έχει καταθέσει αίτηση ασύλου αλλά δεν αναφέρει το κράτος μέλος στο οποίο υπέβαλε την αίτηση,

β) ο αλλοδαπός δεν ζητά άσυλο αλλά αρνείται να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του ισχυριζόμενος ότι διατρέχει κίνδυνο, ή

γ) ο αλλοδαπός προσπαθεί να αποτρέψει την απομάκρυνσή του με άλλα μέσα, αρνούμενος να συνεργασθεί για να διαπιστωθεί η ταυτότητά του, ιδίως μη δείχνοντας έγγραφα ταυτότητας ή προσκομίζοντας πλαστά έγγραφα ταυτότητας.

2. Στην περίπτωση που κράτη μέλη μετέχουν στη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, διαβιβάζουν στην κεντρική μονάδα τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων όλων των δακτύλων, ή τουλάχιστον των δεικτών, και, στην περίπτωση που λείπουν, τα αποτυπώματα όλων των άλλων δακτύλων, των αλλοδαπών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3. Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων αλλοδαπού, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, διαβιβάζονται στην κεντρική μονάδα με αποκλειστικό σκοπό την αντιπαραβολή με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων αιτούντων άσυλο που έχουν διαβιβασθεί από άλλα κράτη μέλη και έχουν ήδη καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων.

Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων του αλλοδαπού αυτού δεν καταχωρούνται στην κεντρική βάση δεδομένων, ούτε αντιπαραβάλλονται με τα δεδομένα που έχουν διαβιβασθεί στην κεντρική μονάδα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2.

4. Όσον αφορά την αντιπαραβολή των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων που διαβιβάζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων αιτούντων άσυλο που έχουν διαβιβάσει άλλα κράτη μέλη, τα οποία έχουν ήδη αποθηκευθεί στην κεντρική μονάδα, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 3, 5 και 6, καθώς και οι διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 7.

5. Μόλις τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής διαβιβαστούν στο κράτος μέλος προέλευσης, αμέσως η κεντρική μονάδα:

α) απαλείφει τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων και τα λοιπά δεδομένα που της έχουν διαβιβαστεί δυνάμει της παραγράφου 1· και

β) καταστρέφει τα υποθέματα που χρησιμοποίησε το κράτος μέλος προέλευσης για να διαβιβάσει τα δεδομένα στην κεντρική μονάδα, εκτός εάν το κράτος μέλος προέλευσης έχει ζητήσει να του επιστραφούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Άρθρο 12

Κλείδωμα δεδομένων

1. Τα δεδομένα που αφορούν αιτούντα άσυλο και έχουν καταχωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, κλειδώνονται στην κεντρική βάση δεδομένων, εάν το πρόσωπο αυτό έχει αναγνωριστεί και έχει γίνει δεκτό ως πρόσφυγας σε κράτος μέλος. Το κλείδωμα αυτό πραγματοποιείται από την κεντρική μονάδα μετά από εντολή του κράτους μέλους προέλευσης.

Μέχρι να ληφθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2, οι συμπτώσεις που αφορούν πρόσωπα τα οποία έχουν αναγνωριστεί και έχουν γίνει δεκτά ως πρόσφυγες σε κράτος μέλος, δεν διαβιβάζονται. Η κεντρική μονάδα απαντά με αρνητικό αποτέλεσμα στο κράτος μέλος που υποβάλλει το αίτημα.

2. Πέντε έτη μετά την έναρξη λειτουργίας του Eurodac και βάσει αξιόπιστων στατιστικών που θα έχει εκπονήσει η κεντρική μονάδα σχετικά με τα πρόσωπα που έχουν καταθέσει αίτηση ασύλου σε κράτος μέλος αφού έχουν αναγνωρισθεί και έχουν γίνει δεκτά ως πρόσφυγες σε άλλο κράτος μέλος, λαμβάνεται απόφαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνθήκης, σχετικά με το εάν τα δεδομένα τα οποία αφορούν πρόσωπα που έχουν αναγνωρισθεί και έχουν γίνει δεκτά ως πρόσφυγες σε ένα κράτος μέλος, θα πρέπει:

α) να αποθηκεύονται σύμφωνα με το άρθρο 6 για λόγους αντιπαραβολής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, ή

β) να απαλείφονται πρόωρα αφ'ης στιγμής ένα πρόσωπο έχει αναγνωρισθεί και έχει γίνει δεκτό ως πρόσφυγας.

3. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, στοιχείο α), τα δεδομένα που έχουν κλειδωθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1, αποδεσμεύονται και δεν εφαρμόζεται περαιτέρω η διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, στοιχείο β):

α) τα δεδομένα που έχουν κλειδωθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, διαγράφονται αμέσως από την κεντρική μονάδα, και

β) τα δεδομένα σχετικά με πρόσωπα που αναγνωρίσθηκαν και έγιναν δεκτά ως πρόσφυγες μεταγενέστερα, απαλείφονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3, μόλις το κράτος μέλος προέλευσης λάβει γνώση ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει αναγνωρισθεί και έχει γίνει δεκτό ως πρόσφυγας σε ένα κράτος μέλος.

5. Οι εκτελεστικοί κανόνες που διέπουν τη διαδικασία για το κλείδωμα των δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και την κατάρτιση στατιστικών που αναφέρεται στην παράγραφο 2, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ, ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ, ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ

Άρθρο 13

Ευθύνη όσον αφορά τη χρησιμοποίηση δεδομένων

1. Το κράτος μέλος προέλευσης είναι υπεύθυνο να εξασφαλίζει:

α) τη νόμιμη καταγραφή των δακτυλικών αποτυπωμάτων,

β) τη νόμιμη διαβίβαση στην κεντρική μονάδα των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων και των λοιπών δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2,

γ) την ακρίβεια και την ενημέρωση των δεδομένων κατά τη διαβίβασή τους στην κεντρική μονάδα,

δ) με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, τη νόμιμη καταχώρηση, αποθήκευση, διόρθωση και απαλοιφή των δεδομένων στην κεντρική βάση δεδομένων,

ε) τη νόμιμη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων που διαβιβάζονται από την κεντρική μονάδα.

2. Σύμφωνα με το άρθρο 14, το κράτος μέλος προέλευσης εξασφαλίζει την ασφάλεια των αναφερομένων στην παράγραφο 1 δεδομένων, πριν από και κατά τη διαβίβαση στην κεντρική μονάδα καθώς και την ασφάλεια των δεδομένων που λαμβάνει από την κεντρική μονάδα.

3. Το κράτος μέλος προέλευσης είναι υπεύθυνο για την τελική εξακρίβωση των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6.

4. Η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι η κεντρική μονάδα λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και με τους εκτελεστικούς του κανόνες. Ειδικότερα, η Επιτροπή:

α) θεσπίζει μέτρα που εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που εργάζονται στην κεντρική μονάδα χρησιμοποιούν τα δεδομένα που είναι καταχωρημένα στην κεντρική βάση δεδομένων μόνον κατά τρόπο που συμβιβάζεται με τους σκοπούς του Eurodac, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1,

β) εξασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που εργάζονται στην κεντρική μονάδα πληρούν όλες τις απαιτήσεις των κρατών μελών, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά την καταχώρηση, την αντιπαραβολή, τη διόρθωση και την απαλοιφή των δεδομένων για τα οποία είναι υπεύθυνα,

γ) λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την ασφάλεια της κεντρικής μονάδας σύμφωνα με το άρθρο 14,

δ) εξασφαλίζει ότι μόνο τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να εργάζονται στην κεντρική μονάδα έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που είναι καταχωρημένα στην κεντρική βάση δεδομένων, με την επιφύλαξη του άρθρου 20 και των εξουσιών του ανεξάρτητου εποπτικού οργάνου που ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 286 παράγραφος 2 της συνθήκης.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνει δυνάμει του πρώτου εδαφίου.

Άρθρο 14

Ασφάλεια

1. Tο κράτος μέλος προέλευσης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε:

α) να αποτρέπει την πρόσβαση μη εξουσιοδοτημένου προσώπου σε εθνικές εγκαταστάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη εκτελούν εργασίες σύμφωνα με τους στόχους του Eurodac (έλεγχοι στην είσοδο της εγκατάστασης),

β) να αποτρέπει την ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων του Eurodac και των υποθεμάτων τους από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα (έλεγχος των υποθεμάτων δεδομένων),

γ) να διασφαλίζει τη δυνατότητα να ελέγχεται και να εξακριβώνεται εκ των υστέρων ποια δεδομένα έχουν καταχωρηθεί στο Eurodac, πότε και από ποιον (έλεγχος καταχώρισης δεδομένων),

δ) να αποτρέπει την άνευ αδείας καταχώρηση δεδομένων στο Eurodac καθώς και κάθε άνευ αδείας τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων που έχουν καταχωρηθεί στο Eurodac (έλεγχος εισαγωγής δεδομένων),

ε) να εξασφαλίζει ότι, για τη χρήση του Eurodac, τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς τους (έλεγχος πρόσβασης),

στ) να διασφαλίζει τη δυνατότητα να ελέγχεται και να εξακριβώνεται σε ποιες αρχές μπορούν να διαβιβάζονται τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στο Eurodac μέσω του εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων (έλεγχος διαβίβασης),

ζ) να αποτρέπει την άνευ αδείας ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων, αφενός, κατά την άμεση διαβίβαση δεδομένων από ή προς την κεντρική βάση δεδομένων και, αφετέρου, κατά τη μεταφορά των υποθεμάτων δεδομένων από και προς την κεντρική μονάδα (έλεγχος μεταφοράς).

2. Όσον αφορά τη λειτουργία της κεντρικής μονάδας, η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 15

Πρόσβαση σε δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στο Eurodac και διόρθωση ή απαλοιφή τους

1. Το κράτος μέλος προέλευσης έχει πρόσβαση στα δεδομένα τα οποία διαβίβασε και τα οποία έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Δεν επιτρέπεται σε κανένα κράτος μέλος να διενεργεί έρευνες στα δεδομένα που έχει διαβιβάσει άλλο κράτος μέλος, ούτε να λαμβάνει τέτοια δεδομένα, πλην εκείνων που προκύπτουν από την αντιπαραβολή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5.

2. Οι αρχές των κρατών μελών οι οποίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1, έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που είναι καταχωρημένα στην κεντρική βάση δεδομένων, είναι εκείνες που ορίζει κάθε κράτος μέλος. Κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή κατάλογο των αρχών αυτών.

3. Μόνο το κράτος μέλος προέλευσης έχει δικαίωμα να τροποποιεί τα δεδομένα που έχει διαβιβάσει στην κεντρική μονάδα, διορθώνοντας ή συμπληρώνοντας τα εν λόγω δεδομένα ή να τα διαγράφει, με την επιφύλαξη της απαλοιφής που πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 του άρθρου 10 παράγραφος 1 ή του άρθρου 12 παράγραφος 4 στοιχείο α).

Εάν το κράτος μέλος προέλευσης καταχωρεί δεδομένα απευθείας στην κεντρική βάση δεδομένων, δύναται να τα τροποποιεί ή να τα διαγράφει απευθείας.

Εάν το κράτος μέλος προέλευσης δεν καταχωρεί τα δεδομένα απευθείας στην κεντρική βάση δεδομένων, η κεντρική μονάδα τα τροποποιεί ή τα διαγράφει μετά από αίτηση του εν λόγω κράτους μέλους.

4. Eάν ένα κράτος μέλος ή η κεντρική μονάδα έχει ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι, τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων είναι προδήλως ανακριβή, ειδοποιεί, το συντομότερο δυνατό, το κράτος μέλος προέλευσης.

Εάν ένα κράτος μέλος έχει ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι, τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων αντιβαίνουν προς τον παρόντα κανονισμό, ειδοποιεί επίσης, το συντομότερο δυνατό, το κράτος μέλος προέλευσης. Το τελευταίο ελέγχει τα σχετικά δεδομένα και, εφόσον συντρέχει λόγος, τα τροποποιεί ή τα διαγράφει αμελλητί.

5. Η κεντρική μονάδα δεν διαβιβάζει στις αρχές τρίτης χώρας ούτε θέτει στη διάθεσή τους δεδομένα καταχωρημένα στην κεντρική βάση δεδομένων, εκτός αν εξουσιοδοτηθεί ρητώς προς τούτο στα πλαίσια κοινοτικής συμφωνίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους του υπεύθυνου για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου.

Άρθρο 16

Τήρηση αρχείων από την κεντρική μονάδα

1. Η κεντρική μονάδα τηρεί αρχείο όλων των εργασιών επεξεργασίας δεδομένων στα πλαίσια της κεντρικής μονάδας. Στα αρχεία αυτά πρέπει να φαίνονται ο σκοπός της πρόσβασης, η ημερομηνία και η ώρα, τα διαβιβασθέντα δεδομένα, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για έρευνα και τα ονόματα τόσο της μονάδας που εισήγαγε ή ανέκτησε τα δεδομένα όσο και των υπεύθυνων προσώπων.

2. Τα αρχεία αυτά μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για τον έλεγχο, ως προς την προστασία των δεδομένων, του επιτρεπτού της επεξεργασίας των δεδομένων, καθώς και για να διασφαλίζεται η ασφάλεια των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 14. Τα αρχεία πρέπει να προστατεύονται με κατάλληλα μέτρα από κάθε αυθαίρετη πρόσβαση και να απαλείφονται μετά την παρέλευση ενός έτους, εφόσον δεν είναι απαραίτητα για διαδικασίες ελέγχου που έχουν ήδη κινηθεί.

Άρθρο 17

Ευθύνη

1. Κάθε πρόσωπο ή κράτος μέλος που υπέστη ζημία, σαν αποτέλεσμα παράνομης επεξεργασίας ή οποιασδήποτε πράξης που δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, δικαιούται να λαμβάνει αποζημίωση από το κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για τη ζημία που υπέστη. Αυτό το κράτος μέλος απαλλάσσεται, πλήρως ή εν μέρει, από την ευθύνη αυτή, εάν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται για το ζημιογόνο γεγονός.

2. Εάν η παράλειψη ενός κράτους μέλους να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του στα πλαίσια του παρόντος κανονισμού προκαλέσει ζημία στην κεντρική βάση δεδομένων, το εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται υπεύθυνο για την εν λόγω ζημία, εκτός εάν, και στο μέτρο που, η Επιτροπή έχει παραλείψει να λάβει τα δέοντα μέτρα για να προλάβει την πρόκληση της ζημίας ή να περιορίσει τις συνέπειές της.

3. Οι απαιτήσεις αποζημίωσης κατά κράτους μέλους για τις ζημίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, διέπονται από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους κατά του οποίου προβάλλονται.

Άρθρο 18

Δικαιώματα του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα

1. Κάθε πρόσωπο που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, ενημερώνεται από το κράτος μέλος προέλευσης σχετικά με:

α) την ταυτότητα του υπευθύνου της επεξεργασίας και του αντιπροσώπου του, αν υπάρχει,

β) το σκοπό για τον οποίο θα γίνει επεξεργασία των δεδομένων μέσα στο Eurodac,

γ) τους αποδέκτες των δεδομένων,

δ) αναφορικά με πρόσωπο καλυπτόμενο από το άρθρο 4 ή το άρθρο 8 την υποχρέωση λήψης των δακτυλικών τους αποτυπωμάτων,

ε) την ύπαρξη δικαιώματος πρόσβασης σε δεδομένα που το αφορούν, καθώς και το δικαίωμα διόρθωσής τους.

Σε σχέση με πρόσωπο καλυπτόμενο από το άρθρο 4 ή το άρθρο 8 οι αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο πληροφορίες παρέχονται κατά τη λήψη των δακτυλικών τους αποτυπωμάτων.

Σε σχέση με πρόσωπο καλυπτόμενο από το άρθρο 11 οι αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο πληροφορίες παρέχονται το αργότερο όταν διαβιβάζονται στην κεντρική μονάδα τα δεδομένα που τα αφορούν. Η υποχρέωση αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν η παροχή των πληροφοριών είναι αδύνατη ή θα απαιτούσε δυσανάλογη προσπάθεια.

2. Σε κάθε κράτος μέλος, οιοδήποτε υποκείμενο των δεδομένων μπορεί, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, να ασκεί τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης παροχής άλλων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 12 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/EΚ, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται για τα δεδομένα που το αφορούν τα οποία έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων και για το κράτος μέλος το οποίο διαβίβασε τα δεδομένα αυτά στην κεντρική μονάδα. Η πρόσβαση στα δεδομένα μπορεί να χορηγείται μόνον από κράτος μέλος.

3. Σε κάθε κράτος μέλος, οιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να ζητάει τη διόρθωση των προδήλως εσφαλμένων δεδομένων ή την απαλοιφή των δεδομένων που δεν έχουν καταχωρηθεί νομίμως. Η διόρθωση και η απαλοιφή διενεργούνται χωρίς υπερβολική καθυστέρηση από το κράτος μέλος που διαβίβασε τα δεδομένα, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις του.

4. Εάν τα δικαιώματα διόρθωσης και απαλοιφής ασκούνται σε κράτος μέλος, άλλο από εκείνο, ή εκείνα, που διαβίβασε(-αν) τα δεδομένα, οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους έρχονται σε επαφή με τις αρχές του σχετικού κράτους μέλους, ή κρατών μελών, προκειμένου αυτές να εξακριβώσουν αν τα δεδομένα είναι ακριβή και έχουν νομίμως διαβιβασθεί και καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων.

5. Εάν διαπιστωθεί ότι τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων είναι προδήλως ανακριβή ή δεν έχουν καταχωρηθεί νομίμως, το κράτος μέλος που τα διαβίβασε, διορθώνει ή διαγράφει τα δεδομένα, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3. Το εν λόγω κράτος μέλος επιβεβαιώνει γραπτώς στο υποκείμενο των δεδομένων, χωρίς υπερβολική καθυστέρηση, ότι ανέλαβε να διορθώσει ή να διαγράψει τα δεδομένα που το αφορούν.

6. Εάν το κράτος μέλος το οποίο διαβίβασε τα δεδομένα δεν συμφωνεί ότι τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων είναι προδήλως ανακριβή ή δεν έχουν καταχωρηθεί νομίμως, εξηγεί γραπτώς στο υποκείμενο των δεδομένων για ποιον λόγο δεν προτίθεται να διορθώσει ή να απαλείψει τα δεδομένα.

Το εν λόγω κράτος μέλος παρέχει επίσης στο υποκείμενο των δεδομένων πληροφορίες σχετικά με τα διαβήματα στα οποία μπορεί να προβεί εάν δεν δέχεται τις προβαλλόμενες εξηγήσεις. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν τον τρόπο άσκησης προσφυγής ή, ενδεχομένως, κατάθεσης μηνύσεως ενώπιον των αρμοδίων αρχών ή δικαστηρίων του, καθώς και κάθε οικονομική ή άλλη αρωγή που μπορεί να παρασχεθεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους.

7. Οποιοδήποτε αίτημα υποβάλλεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την άσκηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 και καταστρέφονται αμέσως μετά.

8. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται ενεργά για την ταχεία άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στις παραγράφους 3, 4 και 5.

9. Σε κάθε κράτος μέλος, η εθνική εποπτική αρχή επικουρεί το υποκείμενο των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 4 της οδηγίας 95/46/EΚ, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του.

10. Η εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους που διαβίβασε τα δεδομένα και η εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται το υποκείμενο των δεδομένων, του παρέχουν βοήθεια και, εφόσον τους ζητηθεί, συμβουλές σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος διόρθωσης ή απαλοιφής των δεδομένων. Οι δύο εθνικές εποπτικές αρχές συνεργάζονται για τον σκοπό αυτό. Τα αιτήματα συνδρομής μπορούν να υποβάλλονται στην εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται το υποκείμενο των δεδομένων, η οποία τα διαβιβάζει στην εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους που διαβίβασε τα δεδομένα. Το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί επίσης να υποβάλει αίτημα συνδρομής και παροχής συμβουλών στην κοινή εποπτική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 20.

11. Σε κάθε κράτος μέλος, οιοδήποτε πρόσωπο μπορεί, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, να ασκήσει προσφυγή ή, εφόσον είναι αναγκαίο, να καταθέσει μήνυση ενώπιον των αρμοδίων αρχών ή των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους, εάν δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2.

12. Οιοδήποτε πρόσωπο μπορεί, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις του κράτους μέλους που διαβίβασε τα δεδομένα, να ασκήσει προσφυγή ή, εφόσον είναι αναγκαίο, να καταθέσει μήνυση ενώπιον των αρμοδίων αρχών ή δικαστηρίων του εν λόγω κράτους σχετικά με δεδομένα που το αφορούν, τα οποία έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του σύμφωνα με την παράγραφο 3. Η υποχρέωση των εθνικών εποπτικών αρχών να παρέχουν βοήθεια και, εφόσον τους ζητηθεί, συμβουλές στο υποκείμενο των δεδομένων, σύμφωνα με την παράγραφο 10, ισχύει καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Άρθρο 19

Εθνική εποπτική αρχή

1. Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε η εθνική εποπτική αρχή ή αρχές που ορίζονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/EΚ, να εποπτεύουν με πλήρη ανεξαρτησία, σύμφωνα με το σχετικό εθνικό του δίκαιο, τη νομιμότητα της επεξεργασίας, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασής τους στην κεντρική μονάδα.

2. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι, η εθνική εποπτική αρχή του έχει πρόσβαση σε συμβουλές από πρόσωπα με επαρκείς γνώσεις στον τομέα των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Άρθρο 20

Κοινή εποπτική αρχή

1. Συστήνεται μια ανεξάρτητη κοινή εποπτική αρχή, αποτελούμενη από δύο αντιπροσώπους, κατ' ανώτατο όριο, των εποπτικών αρχών κάθε κράτους μέλους. Κάθε αντιπροσωπία διαθέτει μία ψήφο.

2. Η κοινή εποπτική αρχή έχει καθήκον να εποπτεύει τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι, τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, δεν θίγονται από την επεξεργασία ή τη χρησιμοποίηση των δεδομένων που είναι καταχωρημένα στην κεντρική μονάδα. Επιπλέον, ελέγχει αν η κεντρική μονάδα έχει νoμίμως διαβιβάσει στα κράτη μέλη δεδoμένα προσωπικού χαρακτήρα.

3. Η κοινή εποπτική αρχή είναι επίσης υπεύθυνη για την εξέταση προβλημάτων εφαρμογής σχετικά με τη λειτουργία του Eurodac, την αντιμετώπιση ενδεχόμενων δυσκολιών που ανακύπτουν κατά τους ελέγχους από τις εθνικές εποπτικές αρχές και για την κατάρτιση συστάσεων σχετικά με την εξεύρεση κοινών λύσεων σε υπάρχοντα προβλήματα.

4. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η κοινή εποπτική αρχή επικουρείται ενεργά, εφόσον είναι αναγκαίο, από τις εθνικές εποπτικές αρχές.

5. Η κοινή εποπτική αρχή έχει πρόσβαση σε συμβουλές από πρόσωπα με επαρκείς γνώσεις στον τομέα των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων.

6. Η Επιτροπή επικουρεί την κοινή εποπτική αρχή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Ειδικότερα, παρέχει τις πληροφορίες που ζητά η κοινή εποπτική αρχή, της δίνει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και φακέλους, στα δεδομένα που είναι αποθηκευμένα στο σύστημα, καθώς και σε όλους τους χώρους της, ανά πάσα στιγμή.

7. Η κοινή εποπτική αρχή θεσπίζει ομόφωνα τον εσωτερικό της κανονισμό. Επικουρείται από γραμματεία, τα καθήκοντα της οποίας καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό.

8. Οι εκθέσεις της κοινής εποπτικής αρχής δίδονται στη δημοσιότητα και διαβιβάζονται στους φορείς στους οποίους υποβάλλουν τις εκθέσεις τους οι εθνικές εποπτικές αρχές, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή προς ενημέρωση. Επιπλέον, η κοινή εποπτική αρχή μπορεί να υποβάλει, ανά πάσα στιγμή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, παρατηρήσεις ή προτάσεις για τη βελτίωση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί.

9. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα μέλη της κοινής εποπτικής αρχής δεν δέχονται οδηγίες από καμία κυβέρνηση ή οργανισμό.

10. Ζητείται η γνώμη της κοινής εποπτικής αρχής σχετικά με το τμήμα του σχεδίου προϋπολογισμού λειτουργίας της κεντρικής μονάδας του Eurodac που την αφορά. Η γνώμη της προσαρτάται στο σχετικό σχέδιο προϋπολογισμού.

11. Η κοινή εποπτική αρχή διαλύεται μόλις συσταθεί η ανεξάρτητη εποπτική αρχή, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 286 παράγραφος 2 της συνθήκης. Η ανεξάρτητη εποπτική αρχή αντικαθιστά την κοινή εποπτική αρχή και ασκεί όλες τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται δυνάμει της ιδρυτικής της πράξεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 21

Δαπάνες

1. Οι δαπάνες που προκύπτουν από την εγκατάσταση και τη λειτουργία της κεντρικής μονάδας, βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Οι δαπάνες που αφορούν τις εθνικές μονάδες και τα έξοδα για την σύνδεσή τους με την κεντρική βάση δεδομένων, βαρύνουν κάθε κράτος μέλος.

3. Οι δαπάνες διαβίβασης των δεδομένων από το κράτος μέλος προέλευσης καθώς και των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής στο εν λόγω κράτος, βαρύνουν το εν λόγω κράτος.

Άρθρο 22

Εκτελεστικοί κανόνες

1. Ενεργώντας με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 205 παράγραφος 2 της συνθήκης, το Συμβούλιο θεσπίζει τις αναγκαίες εκτελεστικές διατάξεις για:

- τον καθορισμό της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 7,

- τον καθορισμό της διαδικασίας κλειδώματος των δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1,

- την κατάρτιση των στατιστικών που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2.

Όταν οι εν λόγω εκτελεστικές διατάξεις έχουν επιπτώσεις στις επιχειρησιακές δαπάνες που φέρουν τα κράτη μέλη, το Συμβούλιο ενεργεί με ομοφωνία.

2. Τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 4, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.

Άρθρο 23

Επιτροπή

1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2. Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η περίοδος η οποία αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, καθορίζεται σε τρεις μήνες.

3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 24

Ετήσια έκθεση: Παρακολούθηση και αξιολόγηση

1. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της κεντρικής μονάδας. Η ετήσια έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη διαχείριση και την απόδοση του Eurodac σε σύγκριση με προκαθορισμένους ποσοτικούς δείκτες για τους στόχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

2. Η Επιτροπή εξασφαλίζει την ύπαρξη συστημάτων για την παρακολούθηση της λειτουργίας της κεντρικής μονάδας σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους, όσον αφορά την απόδοση, τη σχέση κόστους-αποτελέσματος και την ποιότητα των υπηρεσιών.

3. Η Επιτροπή αξιολογεί σε τακτά χρονικά διαστήματα τη λειτουργία της κεντρικής μονάδας προκειμένου να εξακριβώνει εάν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι της από άποψη κόστους-αποτελέσματος καθώς και ενόψει της καθιέρωσης κατευθυντηρίων γραμμών για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας μελλοντικών ενεργειών.

4. Ένα έτος μετά την έναρξη λειτουργίας του Eurodac, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την κεντρική μονάδα, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στο επίπεδο της ζήτησης σε σχέση με το προσδοκώμενο επίπεδο, καθώς και σε λειτουργικά και διαχειριστικά θέματα υπό το πρίσμα της κτηθείσας πείρας, με σκοπό την επισήμανση πιθανών τρόπων βραχυπρόθεσμης βελτίωσης της πρακτικής λειτουργίας.

5. Τρία έτη μετά την έναρξη λειτουργίας του Eurodac, και κάθε έξι μήνες εφεξής, η Επιτροπή προβαίνει σε συνολική αξιολόγηση του Eurodac, η οποία συνίσταται στην εξέταση των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων σε σχέση με τους τεθέντες στόχους και σε εκτίμηση του εάν εξακολουθεί να ισχύει η λογική θεμελίωση του συστήματος καθώς και σε εκτίμηση των τυχόν επιπτώσεων σε μελλοντικές ενέργειες.

Άρθρο 25

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η χρήση δεδομένων που καταγράφονται στην κεντρική βάση δεδομένων η οποία αντιτίθεται στους σκοπούς του Eurodac, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, υπόκειται στις δέουσες κυρώσεις.

Άρθρο 26

Πεδίο εδαφικής εφαρμογής

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται σε κανένα έδαφος στο οποίο δεν εφαρμόζεται η Σύμβαση του Δουβλίνου.

Άρθρο 27

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, και το Eurodac αρχίζει να λειτουργεί, από την ημερομηνία που θα το δημοσιεύσει η Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όταν πληρωθούν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) κάθε κράτος μέλος έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή ότι έχει προβεί στις αναγκαίες τεχνικές προσαρμογές για τη διαβίβαση δεδομένων στην κεντρική μονάδα, σύμφωνα με τους εκτελεστικούς κανόνες που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 7, καθώς και για τη συμμόρφωσή του προς τους εκτελεστικούς κανόνες που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 5, και

β) η Επιτροπή έχει προβεί στις αναγκαίες τεχνικές προσαρμογές ώστε να μπορεί να αρχίσει η λειτουργία της κεντρικής μονάδας, σύμφωνα με τους εκτελεστικούς κανόνες που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 7 και του άρθρου 12 παράγραφος 5.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Βρυξέλλες, 11 Δεκεμβρίου 2000.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. Védrine

(1) ΕΕ C 189 της 7.7.2000, σ. 105 και σ. 227 και γνώμη η οποία διατυπώθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2000 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2) ΕΕ C 254 της 19.8.1997, σ. 1.

(3) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(4) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

Top