EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02005R0768-20161006

Consolidated text: Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 768/2005 του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2005 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2847/93 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2005/768/2016-10-06

2005R0768 — EL — 06.10.2016 — 002.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 768/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Απριλίου 2005

για την ίδρυση ►M2  Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας ◄ και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2847/93 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική

(ΕΕ L 128 της 21.5.2005, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Νοεμβρίου 2009

  L 343

1

22.12.2009

►M2

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1626 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 14ης Σεπτεμβρίου 2016

  L 251

80

16.9.2016




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 768/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Απριλίου 2005

για την ίδρυση ►M2  Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας ◄ και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2847/93 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΤΟΧΟΣ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Στόχος

Με τον παρόντα κανονισμό ιδρύεται ►M2  Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας ◄ (εφεξής «Υπηρεσία»), στόχος της οποίας είναι η διοργάνωση του επιχειρησιακού συντονισμού των δραστηριοτήτων ελέγχου και επιθεώρησης της αλιείας από τα κράτη μέλη καθώς και η παροχή βοήθειας σε αυτά προκειμένου να συνεργάζονται με στόχο την τήρηση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή της.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί;

α) «έλεγχος και επιθεώρηση» σημαίνει οποιαδήποτε μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη, ιδίως δυνάμει των άρθρων 23, 24 και 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 για τον έλεγχο και την επιθεώρηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων εντός του πεδίου εφαρμογής της κοινής αλιευτικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποπτείας και παρακολούθησης που διεξάγονται, επί παραδείγματι, με τη χρήση δορυφορικών συστημάτων παρακολούθησης σκαφών και συστημάτων παρατηρητών·

β) «μέσα ελέγχου και επιθεώρησης» σημαίνει περιπολικά πλοία, αεροσκάφη, οχήματα και άλλους υλικούς πόρους, καθώς επίσης και επιθεωρητές, παρατηρητές και άλλους ανθρώπινους πόρους που χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη για τον έλεγχο και την επιθεώρηση·

γ) «κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων» σημαίνει σχέδιο το οποίο προβλέπει τις επιχειρησιακές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη των διαθέσιμων μέσων ελέγχου και επιθεώρησης·

δ) «διεθνές πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης» σημαίνει πρόγραμμα με το οποίο καθορίζονται στόχοι, κοινές προτεραιότητες και διαδικασίες όσον αφορά τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης για την εκπλήρωση διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης·

ε) «ειδικό πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης» σημαίνει πρόγραμμα το οποίο καθορίζει στόχους, κοινές προτεραιότητες και διαδικασίες για τον έλεγχο και την επιθεώρηση δραστηριοτήτων, το οποίο θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 34 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93·

στ) «τύπος αλιείας» σημαίνει αλιευτική δραστηριότητα, στο πλαίσιο της οποίας αλιεύονται ορισμένα αποθέματα τα οποία καθορίζονται από το Συμβούλιο σύμφωνα, ιδίως, με τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002·

ζ) «κοινοτικοί επιθεωρητές» σημαίνει τους επιθεωρητές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Άρθρο 3

Αποστολή

Αποστολή της υπηρεσίας είναι:

α) ο συντονισμός του ελέγχου και της επιθεώρησης που πραγματοποιείται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των υποχρεώσεων ελέγχου και επιθεώρησης της Κοινότητας·

β) ο συντονισμός της ανάπτυξης των εθνικών μέσων ελέγχου και επιθεώρησης που ομαδοποιούνται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

γ) η παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη στον τομέα της διαβίβασης προς την Επιτροπή και τρίτα μέρη πληροφοριών σχετικά με αλιευτικές δραστηριότητες καθώς και δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης·

δ) στον τομέα των αρμοδιοτήτων της, η παροχή βοήθειας σε κράτη μέλη για την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεών τους, βάσει των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής·

ε) η παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή για την εναρμόνιση της εφαρμογής της κοινής αλιευτικής πολιτικής ανά την Κοινότητα·

στ) η συμβολή στο έργο των κρατών μελών και της Επιτροπής για την έρευνα και την ανάπτυξη τεχνικών ελέγχου και επιθεώρησης·

ζ) η συμβολή στο συντονισμό της κατάρτισης επιθεωρητών και στην ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των κρατών μελών·

η) ο συντονισμός των ενεργειών για την καταπολέμηση της παράνομης, αδήλωτης και ανεξέλεγκτης αλιείας σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες·

▼M1

i) η συμβολή στην ομοιόμορφη εφαρμογή του συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής, στην οποία περιλαμβάνεται, ειδικότερα:

 η οργάνωση του επιχειρησιακού συντονισμού των δραστηριοτήτων ελέγχου των κρατών μελών για την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης, προγραμμάτων ελέγχου της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας (ΠΛΑ) και διεθνών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης,

 οι επιθεωρήσεις που απαιτούνται για την επιτέλεση των καθηκόντων της Υπηρεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17α·

▼M2

ια) η συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, ο οποίος ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 ), και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφάλειας στη Θάλασσα, ο οποίος ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ), στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους, προκειμένου να στηρίξει τις εθνικές αρχές που εκτελούν καθήκοντα ακτοφυλακής όπως ορίζονται στο άρθρο 7α του παρόντος κανονισμού, μέσω της παροχής υπηρεσιών, πληροφοριών, εξοπλισμού και εκπαίδευσης, καθώς επίσης και μέσω του συντονισμού επιχειρήσεων πολλαπλών σκοπών.

▼B

Άρθρο 4

Καθήκοντα σχετικά με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση

1.  Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, η Υπηρεσία:

α) επικουρεί την Κοινότητα και τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες και περιφερειακές διεθνείς οργανώσεις αλιείας, στις οποίες συμμετέχει ως μέλος η Κοινότητα·

β) συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές περιφερειακών διεθνών οργανώσεων αλιείας όσον αφορά τις υποχρεώσεις ελέγχου και επιθεώρησης της Κοινότητας στο πλαίσιο ρυθμίσεων εργασίας που έχουν συναφθεί με τους εν λόγω οργανισμούς.

2.  Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, η Υπηρεσία μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών για θέματα που έχουν σχέση με τον έλεγχο και την επιθεώρηση στο πλαίσιο συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ της Κοινότητας και των εν λόγω χωρών.

3.  Εντός της αρμοδιότητός της, η Υπηρεσία μπορεί να εκτελεί για λογαριασμό κρατών μελών καθήκοντα βάσει διεθνών αλιευτικών συμφωνιών στις οποίες συμμετέχει η Κοινότητα.

Άρθρο 5

Καθήκοντα που σχετίζονται με τον επιχειρησιακό συντονισμό

▼M1

1.  Ο επιχειρησιακός συντονισμός από την Υπηρεσία αφορά τον έλεγχο όλων των δραστηριοτήτων που καλύπτει η κοινή αλιευτική πολιτική.

▼B

2.  Χάριν επιχειρησιακού συντονισμού, η Υπηρεσία καταρτίζει σχέδια κοινής ανάπτυξης των μέσων και οργανώνει τον επιχειρησιακό συντονισμό του ελέγχου και της επιθεώρησης από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙΙ.

▼M1

3.  Με στόχο τη βελτίωση του επιχειρησιακού συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών, η Υπηρεσία δύναται να καταστρώνει επιχειρησιακά σχέδια με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και να συντονίζει την εφαρμογή τους.

▼B

Άρθρο 6

Παροχή συμβατικών υπηρεσιών σε κράτη μέλη

Η Υπηρεσία δύναται να παρέχει συμβατικές υπηρεσίες σε κράτη μέλη, κατόπιν αιτήσεώς τους, στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης στο πλαίσιο των υποχρεώσεών τους που αφορούν την αλιεία σε κοινοτικά ή/και διεθνή ύδατα, συμπεριλαμβανομένης της ναύλωσης, λειτουργίας και επάνδρωσης μέσων ελέγχου και επιθεώρησης και της παροχής παρατηρητών για κοινές επιχειρήσεις από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

▼M1

Άρθρο 7

Συνδρομή στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη

Η Υπηρεσία επικουρεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη με στόχο την εξασφάλιση της βέλτιστης, ενιαίας και αποτελεσματικής εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους, δυνάμει των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, καθώς και την καταπολέμηση της παράνομης, αδήλωτης και ανεξέλεγκτης αλιείας και στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Στόχος της Υπηρεσίας είναι κυρίως:

α) να θεσπίσει και να αναπτύξει ένα βασικό πρόγραμμα για την κατάρτιση των εκπαιδευτών των επιθεωρητών αλιείας των κρατών μελών και να προβλέψει την παροχή πρόσθετων μαθημάτων επιμόρφωσης και σεμιναρίων στους εν λόγω υπαλλήλους και σε άλλο προσωπικό που συμμετέχει σε δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης·

β) να θεσπίσει και να αναπτύξει ένα βασικό πρόγραμμα για την κατάρτιση των επιθεωρητών αλιείας της Κοινότητας πριν από την πρώτη τους αποστολή και να παρέχει επικαιροποιημένα πρόσθετα μαθήματα επιμόρφωσης και σεμινάρια στους εν λόγω υπαλλήλους σε τακτική βάση·

γ) κατόπιν αιτήσεως κρατών μελών, να αναλάβει την κοινή προκήρυξη διαγωνισμών για την προμήθεια αγαθών και την παροχή υπηρεσιών σχετικά με δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης των κρατών μελών καθώς επίσης και την προπαρασκευή και τον συντονισμό της εφαρμογής από τα κράτη μέλη κοινών πιλοτικών έργων·

δ) να καταρτίσει κοινές επιχειρησιακές διαδικασίες σχετικά με τις κοινές δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης που αναλαμβάνουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη·

ε) να επεξεργαστεί κριτήρια για την ανταλλαγή μέσων ελέγχου και επιθεώρησης μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών καθώς και για την παροχή των εν λόγω μέσων από τα κράτη μέλη·

στ) να προβαίνει σε ανάλυση του κινδύνου με βάση τα αλιευτικά δεδομένα όσον αφορά τα αλιεύματα, τις εκφορτώσεις και την αλιευτική προσπάθεια, καθώς και σε ανάλυση του κινδύνου σχετικά με λαθραίες εκφορτώσεις, περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της σύγκρισης στοιχείων που αφορούν τα αλιεύματα και τις εισαγωγές, με δεδομένα που αφορούν τις εξαγωγές και την κατανάλωση σε εθνικό επίπεδο·

ζ) κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή των κρατών μελών, να αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες και διαδικασίες επιθεώρησης·

η) να επικουρεί τα κράτη μέλη στην τήρηση των ιδίων υποχρεώσεων, των υποχρεώσεών τους σε κοινοτικό και διεθνές επίπεδο όσον αφορά την καταπολέμηση της παράνομης, αδήλωτης και ανεξέλεγκτης αλιείας, καθώς και των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο των περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης αλιείας·

θ) να προωθεί και να συντονίζει την ανάπτυξη ενιαίων μεθοδολογιών για τη διαχείριση του κινδύνου στον τομέα της αρμοδιότητάς της,

ι) να συντονίζει και να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και κοινά πρότυπα για την ανάπτυξη σχεδίων δειγματοληψίας τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί της θέσπισης κοινοτικού συστήματος ελέγχου για την εξασφάλιση της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής ( 3 ).

▼M2

Άρθρο 7α

Ευρωπαϊκή συνεργασία σχετικά με τα καθήκοντα ακτοφυλακής

1.  Η Υπηρεσία, σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, στηρίζει τις εθνικές αρχές που εκτελούν καθήκοντα ακτοφυλακής σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο και, κατά περίπτωση, σε διεθνές επίπεδο, με τους εξής τρόπους:

α) ανταλλαγή, συνδυασμό και ανάλυση πληροφοριών διαθέσιμων στα συστήματα υποβολής αναφορών από τα πλοία και σε άλλα συστήματα πληροφοριών, τα οποία τηρούνται ή είναι προσβάσιμα από τους εν λόγω οργανισμούς, σύμφωνα με τις αντίστοιχες νομικές βάσεις τους και με την επιφύλαξη της κυριότητας των δεδομένων από τα κράτη μέλη·

β) παροχή υπηρεσιών επικοινωνίας και επιτήρησης, βασισμένων σε τεχνολογία αιχμής, συμπεριλαμβανομένων διαστημικών και επίγειων υποδομών και αισθητήρων συνδεδεμένων σε οποιοδήποτε είδος πλατφόρμας·

γ) δημιουργία υποδομής μέσω του σχεδιασμού κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων και μέσω θέσπισης βέλτιστων πρακτικών, καθώς και μέσω της παροχής εκπαίδευσης και της ανταλλαγής προσωπικού·

δ) ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών και της συνεργασίας κατά την εκτέλεση καθηκόντων ακτοφυλακής, μεταξύ άλλων με την ανάλυση των επιχειρησιακών προκλήσεων και των αναδυόμενων κινδύνων στον τομέα της θάλασσας·

ε) την ανταλλαγή ικανοτήτων μέσω του σχεδιασμού και της υλοποίησης επιχειρήσεων πολλαπλών σκοπών και μέσω της κοινής χρήσης πόρων και λοιπών δυνατοτήτων, στον βαθμό που αυτές οι δραστηριότητες συντονίζονται από τους εν λόγω οργανισμούς και για αυτές τις δραστηριότητες υπάρχει συμφωνία των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

2.  Οι ακριβείς τρόποι συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, όσον αφορά τα καθήκοντα ακτοφυλακής, καθορίζονται σε ρύθμιση εργασίας, σύμφωνα με τις αντίστοιχες εντολές τους και τους δημοσιονομικούς κανονισμούς που ισχύουν για τους εν λόγω οργανισμούς. Η ρύθμιση αυτή εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο της Υπηρεσίας, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα.

3.  Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, την Υπηρεσία, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, καθιστά διαθέσιμο πρακτικό εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαϊκή συνεργασία στα καθήκοντα ακτοφυλακής. Το εν λόγω εγχειρίδιο περιέχει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές για την ανταλλαγή πληροφοριών. Η Επιτροπή εγκρίνει το εγχειρίδιο υπό τη μορφή σύστασης.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ

▼M1

Άρθρο 8

Εφαρμογή των κοινοτικών υποχρεώσεων όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση

1.  Η Υπηρεσία, με αίτημα της Επιτροπής, συντονίζει τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης που διεξάγουν τα κράτη μέλη βάσει διεθνών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης, θεσπίζοντας κοινά σχέδια ανάπτυξης.

2.  Η Υπηρεσία μπορεί να αποκτήσει, να εκμισθώσει ή να ναυλώσει τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για την εφαρμογή των κοινών σχεδίων ανάπτυξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 9

Εφαρμογή των ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης

1.  Η Υπηρεσία συντονίζει την εφαρμογή των ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 95 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, μέσω κοινών σχεδίων ανάπτυξης.

2.  Η Υπηρεσία μπορεί να αποκτήσει, να εκμισθώσει ή να ναυλώσει τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για την εφαρμογή των κοινών σχεδίων ανάπτυξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

▼B

Άρθρο 10

Περιεχόμενο των κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

Κάθε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων:

α) πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης·

β) υλοποιεί τα κριτήρια, σημεία αναφοράς, προτεραιότητες και κοινές διαδικασίες επιθεώρησης που καθορίζονται από την Επιτροπή στα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης·

γ) επιδιώκει να συνδυάσει τα διαθέσιμα εθνικά μέσα ελέγχου και επιθεώρησης, που γνωστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2, με τις ανάγκες και οργανώνει την ανάπτυξή τους·

δ) οργανώνει τη χρήση των ανθρώπινων και υλικών πόρων σε σχέση με τις περιόδους και ζώνες στις οποίες πρέπει να αναπτυχθούν, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας ομάδων κοινοτικών επιθεωρητών από πλείονα κράτη μέλη·

ε) λαμβάνει υπόψη τις υφιστάμενες υποχρεώσεις των ενδιαφερόμενων κρατών μελών σε σχέση με άλλα κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων καθώς και οιουσδήποτε ειδικούς περιφερειακούς ή τοπικούς περιορισμούς·

στ) καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης ενός κράτους μέλους μπορούν να εισέλθουν στα ύδατα υπό την κυριαρχία και τη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 11

Γνωστοποίηση των μέσων ελέγχου και επιθεώρησης

1.  Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Υπηρεσία πριν από τις 15 Οκτωβρίου κάθε έτους τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που διαθέτουν για τους σκοπούς του ελέγχου και της επιθεώρησης του επομένου έτους.

2.  Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Υπηρεσία τα μέσα με τα οποία προτίθεται να εκτελέσει το διεθνές πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης ή το ειδικό πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης το οποίο το αφορά, το αργότερο ένα μήνα από την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της απόφασης για τη θέσπιση οιουδήποτε τέτοιου προγράμματος.

Άρθρο 12

Διαδικασία για τη θέσπιση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

1.  Με βάση τις γνωστοποιήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 11 παράγραφος 2 και εντός τριών μηνών από την παραλαβή των γνωστοποιήσεων αυτών, ο εκτελεστικός διευθυντής της Υπηρεσίας καταρτίζει κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

2.  Το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων προσδιορίζει τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από κοινού προκειμένου να υλοποιηθεί το πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης στο οποίο αναφέρεται το σχέδιο με βάση το ενδιαφέρον των οικείων κρατών μελών στο συγκεκριμένο τύπο αλιείας.

Το ενδιαφέρον ενός κράτους μέλους σε ένα τύπο αλιείας αξιολογείται σε σχέση με τα ακόλουθα κριτήρια η σχετική στάθμιση των οποίων εξαρτάται από τα ειδικά χαρακτηριστικά εκάστου σχεδίου:

α) τη σχετική έκταση των υδάτων που υπόκεινται, ενδεχομένως, στην κυριαρχία ή δικαιοδοσία του, τα οποία καλύπτονται από το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων·

β) την ποσότητα αλιευμάτων που εκφορτώθηκαν στο έδαφός του σε μια δεδομένη περίοδο αναφοράς σε σχέση προς τις συνολικές εκφορτώσεις που προέρχονται από τον τύπο αλιείας ο οποίος υπόκειται σε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων·

γ) το σχετικό αριθμό των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών που φέρουν τη σημαία του (ιπποδύναμη μηχανής και ολική χωρητικότητα) και τα οποία ασχολούνται με τον τύπο αλιείας που υπόκειται στο κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων σε σχέση προς το συνολικό αριθμό σκαφών τα οποία ασχολούνται με αυτόν τον τύπο αλιείας·

δ) το σχετικό μέγεθος της ποσόστωσης η οποία του έχει κατανεμηθεί ή, ελλείψει ποσόστωσης, των αλιευμάτων του σε μία δεδομένη περίοδο αναφοράς όσον αφορά τον εν λόγω τύπο αλιείας·

3.  Εάν, κατά τη διάρκεια της κατάρτισης ενός κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων, καθίσταται σαφές ότι διατίθενται ανεπαρκή μέσα ελέγχου και επιθεώρησης για την τήρηση των απαιτήσεων του σχετικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης, ο εκτελεστικός διευθυντής ενημερώνει αμελλητί τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

4.  Ο εκτελεστικός διευθυντής κοινοποιεί το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Εάν εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ή η Επιτροπή δεν έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις, ο εκτελεστικός διευθυντής θεσπίζει το σχέδιο.

5.  Εάν ένα ή περισσότερα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ή η Επιτροπή διατυπώσουν αντιρρήσεις, ο Εκτελεστικός Διευθυντής παραπέμπει το ζήτημα στην Επιτροπή. Η Επιτροπή δύναται να επιφέρει οιαδήποτε απαιτούμενη προσαρμογή στο σχέδιο και να το θεσπίσει σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

6.  Κάθε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων υπόκειται σε ετήσια επανεξέταση από την Υπηρεσία σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προκειμένου να ληφθούν υπόψη οποιαδήποτε νέα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης στα οποία υπόκεινται τα σχετικά κράτη μέλη καθώς και οποιεσδήποτε προτεραιότητες που καθορίζονται από την Επιτροπή με τα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης.

Άρθρο 13

Εφαρμογή κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

1.  Οι δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης διεξάγονται με βάσει τα κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων.

2.  Τα ενδιαφερόμενα για κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων κράτη μέλη:

α) διαθέτουν τα εν λόγω μέσα ελέγχου και επιθεώρησης τα οποία έχουν δεσμευθεί για το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων·

β) ορίζουν ένα ενιαίο εθνικό σημείο επαφής/συντονιστή, ο οποίος διαθέτει επαρκή εξουσία προκειμένου να μπορεί να ανταποκρίνεται εγκαίρως σε αιτήσεις πληροφοριών και οδηγιών της Υπηρεσίας οι οποίες έχουν σχέση με την εφαρμογή του κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων, και ενημερώνουν σχετικά την Υπηρεσία·

γ) αναπτύσσουν τα τεθέντα από κοινού μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που διαθέτουν σύμφωνα με το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων καθώς και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4·

δ) παρέχουν στην Υπηρεσία απευθείας πρόσβαση σε πληροφορίες αναγκαίες για την εφαρμογή του κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων·

ε) συνεργάζονται με την Υπηρεσία για την εφαρμογή του κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων·

στ) διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε μέσα ελέγχου και επιθεώρησης, τα οποία έχουν διατεθεί σε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων της Κοινότητας, διεξάγουν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

3.  Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών στο πλαίσιο κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων που έχει καταρτισθεί δυνάμει του άρθρου 12, η διοίκηση και ο έλεγχος των μέσων ελέγχου και επιθεώρησης που έχουν δεσμευθεί σε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων αποτελούν ευθύνη των αρμόδιων εθνικών αρχών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

4.  Ο εκτελεστικός διευθυντής δύναται να καθορίζει απαιτήσεις για την υλοποίηση κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων, το οποίο έχει θεσπισθεί δυνάμει του άρθρου 12. Οι απαιτήσεις αυτές παραμένουν εντός των ορίων του εν λόγω σχεδίου.

Άρθρο 14

Αξιολόγηση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

Η Υπηρεσία πραγματοποιεί ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας κάθε κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων καθώς και ανάλυση, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, με στόχο να καθοριστεί, εάν υπάρχει κίνδυνος μη τήρησης από τις αλιευτικές δραστηριότητες των ισχυόντων μέτρων ελέγχου. Οι εν λόγω αξιολογήσεις κοινοποιούνται αμελλητί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη.

Άρθρο 15

Τύποι αλιείας οι οποίοι δεν υπόκεινται σε προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης

Δύο η περισσότερα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Υπηρεσία να συντονίσει την ανάπτυξη των μέσων ελέγχου και επιθεώρησης που διαθέτουν όσον αφορά έναν τύπο αλιείας ή περιοχή η οποία δεν υπόκειται σε πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης. Ο συντονισμός αυτός πραγματοποιείται σύμφωνα με κριτήρια και προτεραιότητες ελέγχου και επιθεώρησης που συμφωνούνται μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

Άρθρο 16

Δίκτυο πληροφοριών

1.  Η Επιτροπή, η Υπηρεσία και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες που διαθέτουν όσον αφορά τις κοινές δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης εντός των κοινοτικών και διεθνών υδάτων.

2.  Κάθε εθνική αρμόδια αρχή λαμβάνει, σύμφωνα με τη σχετική κοινοτική νομοθεσία, μέτρα για την κατάλληλη διασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών που λαμβάνει δυνάμει του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93.

Άρθρο 17

Λεπτομερείς κανόνες

Λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου μπορούν να θεσπιστούν με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

Οι κανόνες αυτοί μπορούν να καλύπτουν ιδίως τις διαδικασίες για την κατάρτιση και τη θέσπιση σχεδίων κοινής ανάπτυξης μέσων.

▼M1



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IIΙα

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Άρθρο 17α

Ανάθεση καθηκόντων επιθεωρητών της Κοινότητας σε υπαλλήλους της Υπηρεσίας

Στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας είναι δυνατόν να ανατεθούν καθήκοντα επιθεωρητή της Κοινότητας σε διεθνή ύδατα σύμφωνα με το άρθρο 79 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

Άρθρο 17β

Μέτρα της Υπηρεσίας

Όταν ενδείκνυται, η Υπηρεσία:

α) εκδίδει εγχειρίδια περί εναρμονισμένων προδιαγραφών επιθεώρησης·

β) αναπτύσσει καθοδηγητικό υλικό που αντανακλά τις βέλτιστες πρακτικές στον τομέα του ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής, περιλαμβανομένης της κατάρτισης των υπαλλήλων ελέγχου και επικαιροποιεί το υλικό αυτό σε τακτική βάση·

γ) παρέχει στην Επιτροπή την απαραίτητη τεχνική και διοικητική στήριξη για την άσκηση των καθηκόντων της.

Άρθρο 17γ

Συνεργασία

1.  Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται με την Υπηρεσία και της παρέχουν την απαραίτητη συνδρομή για την επιτέλεση της αποστολής της.

2.  Λαμβανομένων δεόντως υπόψη των διαφορών στα νομικά συστήματα των κρατών μελών, η Υπηρεσία διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής στην ανάπτυξη εναρμονισμένων προδιαγραφών ελέγχου σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία και λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων πρακτικών στα κράτη μέλη και των συμφωνημένων διεθνών προτύπων.

Άρθρο 17δ

Μονάδα έκτακτης ανάγκης

1.  Σε περιπτώσεις που η Επιτροπή, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος δύο τουλάχιστον κρατών μελών, εντοπίσει μια κατάσταση που ενέχει σοβαρό άμεσο ή έμμεσο κίνδυνο για την κοινή αλιευτική πολιτική, και όταν ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να αποφευχθεί, να εξαλειφθεί ή να μειωθεί με τις ισχύουσες διατάξεις, ή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί κατάλληλα, ειδοποιείται πάραυτα η Υπηρεσία.

2.  Η Υπηρεσία, ενεργώντας με βάση την κοινοποίηση αυτή εκ μέρους της Επιτροπής ή κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, προβαίνει άμεσα στη σύσταση μονάδας εκτάκτου ανάγκης και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

Άρθρο 17ε

Καθήκοντα της μονάδας έκτακτης ανάγκης

1.  Η μονάδα έκτακτης ανάγκης την οποία έχει συγκροτήσει η Υπηρεσία είναι αρμόδια για τη συλλογή και την αξιολόγηση όλων των σχετικών πληροφοριών και τον καθορισμό των διαθέσιμων επιλογών για την πρόληψη, την εξάλειψη ή τη μείωση του κινδύνου για την κοινή αλιευτική πολιτική, όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και άμεσα.

2.  Η μονάδα έκτακτης ανάγκης μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια κάθε δημόσιας αρχής ή ιδιώτη, του οποίου την εμπειρογνωμοσύνη κρίνει απαραίτητη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών.

3.  Η Υπηρεσία καταβάλλει τις ενδεδειγμένες συντονιστικές προσπάθειες για την κατάλληλη και έγκαιρη ανταπόκριση σε περίπτωση επείγοντος περιστατικού.

4.  Η μονάδα έκτακτης ανάγκης ενημερώνει, όταν αυτό είναι σκόπιμο, το κοινό για τους σχετικούς κινδύνους και για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Άρθρο 17στ

Πολυετές πρόγραμμα εργασίας

1.  Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Υπηρεσίας προβλέπει για πενταετή περίοδο τους συνολικούς στόχους, την αποστολή, τα καθήκοντα, τους δείκτες απόδοσης και τις προτεραιότητες κάθε δραστηριότητάς της. Το εν λόγω πρόγραμμα περιλαμβάνει παρουσίαση του προγραμματισμού όσον αφορά την πολιτική προσωπικού και την εκτίμηση των πιστώσεων προϋπολογισμού οι οποίες θα διατεθούν για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για την εν λόγω πενταετή περίοδο.

2.  Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας παρουσιάζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία και το σύστημα διαχείρισης ανά δραστηριότητες που έχει αναπτύξει η Επιτροπή. Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο.

3.  Το πρόγραμμα εργασίας του άρθρου 23 παράγραφος 2 στοιχείο γ) αναφέρεται στο πολυετές πρόγραμμα εργασίας. Αναφέρει σαφώς τις προσθήκες, τις τροποποιήσεις ή τις διαγραφές σε σύγκριση με το πρόγραμμα εργασίας του προηγούμενου έτους και την πρόοδο που έχει σημειωθεί για την επίτευξη των συνολικών στόχων και των προτεραιοτήτων του πολυετούς προγράμματος εργασίας.

Άρθρο 17ζ

Συνεργασία σε θέματα θαλάσσης

Η Υπηρεσία συμβάλλει στην εφαρμογή της ενιαίας πολιτικής της ΕΕ για τη θάλασσα και ειδικότερα συνάπτει διοικητικές συμφωνίες με άλλα όργανα σε θέματα τα οποία καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό κατόπιν έγκρισης του διοικητικού συμβουλίου. Ο εκτελεστικός διευθυντής ενημερώνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη σχετικά με τις εν λόγω διαπραγματεύσεις όταν αυτές βρίσκονται ακόμη σε αρχικό στάδιο.

Άρθρο 17η

Λεπτομερείς κανόνες

Οι λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

Οι εν λόγω κανόνες μπορεί να καλύπτουν, συγκεκριμένα, τη διαμόρφωση σχεδίων για την ανταπόκριση σε επείγον περιστατικό, για τη σύσταση μονάδας έκτακτης ανάγκης και για τις πρακτικές διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Άρθρο 18

Νομικό καθεστώς και έδρα της Υπηρεσίας

1.  Η Υπηρεσία θα είναι οργανισμός της Κοινότητας και θα διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2.  Σε κάθε ένα από τα κράτη μέλη, η Υπηρεσία θα απολαύει της πλέον ευρείας νομικής ικανότητας που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από τις εθνικές νομοθεσίες τους. Ιδίως, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται σε δικαστήρια.

3.  Η Υπηρεσία αντιπροσωπεύεται από τον εκτελεστικό διευθυντή της.

4.  Η έδρα της Υπηρεσίας είναι στο Vigo, Ισπανία.

Άρθρο 19

Προσωπικό

1.  Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων ως ορίζονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ( 4 ) και οι όροι απασχόλησης λοιπών υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και οι κανόνες που θεσπίστηκαν από κοινού από τα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και όρων απασχόλησης εφαρμόζεται στο προσωπικό της Υπηρεσίας. Το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν συμφωνίας με την Επιτροπή, εκδίδει τους αναγκαίους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής.

2.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 30, οι εξουσίες που χορηγούνται στην αρμόδια για το διορισμό αρχή από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και τους όρους απασχόλησης άλλων υπαλλήλων ασκούνται από την Υπηρεσία όσον αφορά το προσωπικό της.

3.  Το προσωπικό της Υπηρεσίας απαρτίζεται από υπαλλήλους που διορίζονται ή αποσπώνται από την Επιτροπή σε προσωρινή βάση καθώς και άλλους αναγκαίους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από την Υπηρεσία προκειμένου να εκτελέσουν τα καθήκοντά της.

Η Υπηρεσία μπορεί επίσης να απασχολεί υπαλλήλους οι οποίοι αποσπώνται από τα κράτη μέλη σε προσωρινή βάση.

Άρθρο 20

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζεται στην Υπηρεσία.

Άρθρο 21

Ευθύνη

1.  Η συμβατική ευθύνη της Υπηρεσίας διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

2.  Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδίδει αποφάσεις σύμφωνα με οποιαδήποτε ρήτρα διαιτησίας η οποία προβλέπεται στη σύμβαση που συνάπτεται από την Υπηρεσία.

3.  Στην περίπτωση μη συμβατικής ευθύνης, η Υπηρεσία αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διέπουν το δίκαιο των κρατών μελών, οποιαδήποτε ζημία που προκαλείται από αυτήν ή από τους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε οποιαδήποτε διαφορά που έχει σχέση με την αποζημίωση της εν λόγω βλάβης.

4.  Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι της Υπηρεσίας διέπεται από τις διατάξεις που καθορίζονται στον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης ή τους όρους απασχόλησης που εφαρμόζονται στο εν λόγω προσωπικό.

Άρθρο 22

Γλώσσες

1.  Οι διατάξεις που προβλέπονται στον κανονισμό αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( 5 ), εφαρμόζονται στην Υπηρεσία.

2.  Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Υπηρεσίας παρέχονται από το Κέντρο Μετάφρασης των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 23

Ίδρυση και εξουσίες του διοικητικού συμβουλίου

1.  Η Υπηρεσία διαθέτει διοικητικό συμβούλιο.

2.  Το διοικητικό συμβούλιο:

α) διορίζει και απολύει τον εκτελεστικό διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 30·

β) εγκρίνει, έως την 30ή Απριλίου κάθε έτους, τη γενική έκθεση της Υπηρεσίας για το προηγούμενο έτος και τη διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στα κράτη μέλη. Η έκθεση δημοσιεύεται·

γ) εγκρίνει, έως τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής και των κρατών μελών, το πρόγραμμα εργασίας της Υπηρεσίας για το προσεχές έτος και το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη·

Το πρόγραμμα εργασίας περιέχει τις προτεραιότητες της Υπηρεσίας. Δίδει προτεραιότητα στα καθήκοντα της Υπηρεσίας σχετικά με τα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης. Εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού της Κοινότητας. Εάν η Επιτροπή εκφράσει, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία έγκρισης του προγράμματος εργασίας, τη διαφωνία της σχετικά με το εν λόγω πρόγραμμα, το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει το πρόγραμμα και το εγκρίνει, ενδεχομένως τροποποιημένο, εντός δύο μηνών, σε δεύτερη ανάγνωση·

δ) εγκρίνει τον οριστικό προϋπολογισμό της Υπηρεσίας πριν την έναρξη του οικονομικού έτους, προσαρμόζοντάς τον, εφόσον χρειάζεται, σύμφωνα με την κοινοτική συνεισφορά και οποιαδήποτε άλλα έσοδα της Υπηρεσίας·

ε) εκτελεί τα καθήκοντά του όσον αφορά τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας σύμφωνα με τα άρθρα 35, 36 και 38·

στ) ασκεί πειθαρχική εξουσία έναντι του εκτελεστικού διευθυντή·

ζ) καταρτίζει τους κανόνες διαδικασίας του, οι οποίοι μπορούν να προβλέπουν, εφόσον απαιτείται, τη συγκρότηση υποεπιτροπών του διοικητικού συμβουλίου·

η) θεσπίζει τις διαδικασίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση, από την Υπηρεσία, των καθηκόντων του.

Άρθρο 24

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.  Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και έξη αντιπροσώπους της Επιτροπής. Κάθε κράτος μέλος δικαιούται να διορίζει ένα μέλος. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή διορίζουν έναν αναπληρωματικό για κάθε μέλος που εκπροσωπεί το μέλος σε περίπτωση απουσίας του/της.

2.  Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται βάσει της πείρας και εμπειρογνωμοσύνης που διαθέτουν στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης της αλιείας.

3.  Η διάρκεια της θητείας εκάστου μέλους ανέρχεται σε πέντε έτη από την ημερομηνία διορισμού του. Η θητεία μπορεί να ανανεώνεται.

Άρθρο 25

Προεδρία του διοικητικού συμβουλίου

1.  Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει έναν πρόεδρο μεταξύ των αντιπροσώπων της Επιτροπής. Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει έναν αντιπρόεδρο μεταξύ των μελών του. Ο αντιπρόεδρος αναλαμβάνει αυτοδικαίως τη θέση του προέδρου εάν ο πρόεδρος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του.

2.  Η θητεία του προέδρου και του αντιπροέδρου ανέρχεται σε τρία έτη και λήγει στην περίπτωση που παύσουν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Η θητεία μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

Άρθρο 26

Συνεδριάσεις

1.  Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρό του. Η ημερήσια διάταξη καθορίζεται από το πρόεδρο λαμβανομένων υπόψη των προτάσεων των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του εκτελεστικού διευθυντή της Υπηρεσίας.

2.  Ο εκτελεστικός διευθυντής και ο αντιπρόσωπος που ορίζεται από τη γνωμοδοτικό συμβούλιο λαμβάνουν μέρος στις συζητήσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.  Το διοικητικό συμβούλιο πραγματοποιεί τακτική συνεδρίαση τουλάχιστον άπαξ του έτους. Επιπροσθέτως, συνεδριάζει κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου ή κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή του ενός τρίτου των κρατών μελών που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο.

4.  Σε περίπτωση ύπαρξης θέματος τήρησης του απορρήτου ή σύγκρουσης συμφερόντων, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων της ημερήσιας διάταξής του χωρίς την παρουσία του αντιπροσώπου που έχει ορισθεί από το γνωμοδοτικό συμβούλιο. Λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής μπορούν να καθοριστούν στους κανόνες διαδικασίας.

5.  Το διοικητικό συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσκαλεί οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποίου η γνώμη μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον, να παρίσταται στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητής.

6.  Με την επιφύλαξη των διατάξεων των κανόνων διαδικασίας του, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

7.  Οι υπηρεσίες γραμματείας του διοικητικού συμβουλίου παρέχονται από την Υπηρεσία.

Άρθρο 27

Ψηφοφορία

1.  Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με απόλυτη πλειοψηφία.

2.  Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Σε περίπτωση απουσίας ενός μέλους, ο αναπληρωτής του δικαιούται να ασκεί το δικαίωμα ψήφου του.

3.  Οι κανόνες διαδικασίας καθορίζουν λεπτομερέστερα τις ρυθμίσεις που αφορούν την ψηφοφορία, ιδίως τους όρους υπό τους οποίους ένα μέλος μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό ενός άλλου μέλους καθώς επίσης και οποιεσδήποτε, κατά περίπτωση, απαιτήσεις απαρτίας.

Άρθρο 28

Δήλωση συμφερόντων

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου υποβάλλουν δήλωση συμφερόντων στην οποία αναφέρουν είτε την απουσία οποιωνδήποτε συμφερόντων τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανεξαρτησία τους είτε την ύπαρξη οποιωνδήποτε άμεσων ή έμμεσων συμφερόντων τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία τους. Οι δηλώσεις αυτές υποβάλλονται εγγράφως κάθε έτος ή οποτεδήποτε ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων όσον αφορά τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση το ενδιαφερόμενο μέλος δε δικαιούται να ψηφίσει για κανένα από τα θέματα αυτά.

Άρθρο 29

Καθήκοντα και εξουσίες του εκτελεστικού διευθυντή

1.  Η Υπηρεσία διοικείται από τον εκτελεστικό της διευθυντή. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν ζητά ούτε λαμβάνει οδηγίες από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή άλλο οργανισμό.

2.  Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο εκτελεστικός διευθυντής εφαρμόζει τις αρχές της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

3.  Ο εκτελεστικός διευθυντής έχει τα εξής καθήκοντα και εξουσίες:

α) καταρτίζει το σχέδιο προγράμματος εργασίας και το υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο ύστερα από διαβούλευση με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του προγράμματος εργασίας εντός των ορίων που προσδιορίζονται από τον παρόντα κανονισμό, τους κανόνες εφαρμογής του και οποιοδήποτε ισχύον δίκαιο·

β) προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης εσωτερικών διοικητικών οδηγιών και της δημοσίευσης ανακοινώσεων, προκειμένου να διασφαλίσει την οργάνωση και τη λειτουργία της Υπηρεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

γ) προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων που αφορούν τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας βάσει των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ, συμπεριλαμβανομένης της ναύλωσης και της λειτουργίας μέσων ελέγχου και επιθεώρησης καθώς και της λειτουργίας δικτύου πληροφοριών·

δ) ανταποκρίνεται σε αιτήματα της Επιτροπής καθώς και σε αιτήματα παροχής βοήθειας κράτους μέλους, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, και 15·

ε) θέτεί σε εφαρμογή ένα αποτελεσματικό σύστημα παρακολούθησης προκειμένου να μπορεί να συγκρίνει τα επιτεύγματα της υπηρεσίας με τους επιχειρησιακούς στόχους της. Πάνω στη βάση αυτή, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο γενικής έκθεσης κάθε έτος και το υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο. Θεσπίζει διαδικασίες τακτικής αξιολόγησης, οι οποίες πληρούν αναγνωρισμένους επαγγελματικούς κανόνες·

στ) ασκεί, έναντι του προσωπικού, τις εξουσίες που καθορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 2·

ζ) καταρτίζει εκτιμήσεις των εσόδων και δαπανών της Υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 35 και εφαρμόζει τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 36.

4.  Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος έναντι του διοικητικού συμβουλίου για τις ενέργειές του.

Άρθρο 30

Διορισμός και απόλυση του εκτελεστικού διευθυντή

1.  Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο με βάση τα προσόντα του και την τεκμηριωμένη σχετική πείρα του στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής και στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης της αλιείας, από έναν κατάλογο δύο τουλάχιστον υποψηφίων που προτείνονται από την Επιτροπή ύστερα από διαδικασία επιλογής, μετά από τη δημοσίευση της θέσεως μέσω πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε άλλα μέσα ενημέρωσης.

2.  Το διοικητικό συμβούλιο έχει την εξουσία απόλυσης του εκτελεστικού διευθυντή. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με το ζήτημα αυτό κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή ενός τρίτου των μελών του.

3.  Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών.

4.  Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή ανέρχεται σε πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να παραταθεί άπαξ για μια ακόμη πενταετία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και αφού εγκριθεί από πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 31

Γνωμοδοτικό συμβούλιο

1.  Το γνωμοδοτικό συμβούλιο απαρτίζεται από αντιπροσώπους των περιφερειακών γνωμοδοτικών συμβουλίων όπως προβλέπεται από το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, και συγκεκριμένα από έναν αντιπρόσωπο που ορίζεται από κάθε περιφερειακό γνωμοδοτικό συμβούλιο. Οι αντιπρόσωποι μπορούν να αντικαθίστανται από αναπληρωματικούς αντιπροσώπους, οι οποίοι ορίζονται ταυτόχρονα με αυτούς.

2.  Τα μέλη του γνωμοδοτικού συμβουλίου μπορεί να μην είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Το γνωμοδοτικό συμβούλιο ορίζει ένα από τα μέλη του το οποίο λαμβάνει μέρος στις συσκέψεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.  Το γνωμοδοτικό συμβούλιο, κατόπιν αιτήσεως του εκτελεστικού διευθυντή, του παρέχει συμβουλές όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.  Ο εκτελεστικός διευθυντής προεδρεύει του γνωμοδοτικού συμβουλίου. Το γνωμοδοτικό συμβούλιο συνεδριάζει κατόπιν προσκλήσεως του προέδρου τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.

5.  Η Υπηρεσία παρέχει την απαιτούμενη υλικοτεχνική στήριξη προς το γνωμοδοτικό συμβούλιο και εκτελεί χρέη γραμματείας κατά τις συνεδριάσεις του.

6.  Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δύνανται να παρίστανται στις συνεδριάσεις του γνωμοδοτικού συμβουλίου.

Άρθρο 32

Διαφάνεια και ενημέρωση

1.  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εφαρμόζεται στα έγγραφα που τηρούνται από την Υπηρεσία.

2.  Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασής του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανονισμό εφαρμογής (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.  Η Υπηρεσία μπορεί να ενημερώνει, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, στο πλαίσιο των τομέων της αποστολής της. Διασφαλίζει ιδίως την άμεση παροχή στο κοινό και σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος αντικειμενικών, αξιόπιστων και ευκολονόητων πληροφοριών σχετικά με το έργο της.

4.  Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τους αναγκαίους εσωτερικούς κανόνες για την εφαρμογή της παραγράφου 3.

5.  Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δύνανται να παρέχουν δικαίωμα κατάθεσης καταγγελίας στο Διαμεσολαβητή ή να αποτελούν αντικείμενο κίνησης διαδικασίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου βάσει των άρθρων 195 και 230 της συνθήκης ΕΚ.

6.  Οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό από την Επιτροπή και την Υπηρεσία υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 33

Τήρηση του απορρήτου

1.  Ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής και τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας, υπόκεινται στις απαιτήσεις της τήρησης του απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 287 της συνθήκης.

2.  Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει εσωτερικούς κανόνες σχετικά με τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των απαιτήσεων τήρησης του απορρήτου που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 34

Πρόσβαση σε πληροφορίες

1.  Η Επιτροπή διαθέτει πλήρη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που συλλέγονται από την Υπηρεσία. Η Υπηρεσία παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες καθώς και αξιολόγηση των εν λόγω πληροφοριών στην Επιτροπή κατόπιν αιτήσεώς της υπό τη μορφή που προσδιορίζεται από αυτήν.

2.  Τα κράτη μέλη τα οποία ενδιαφέρονται για οιαδήποτε συγκεκριμένη ενέργεια της Υπηρεσίας έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που συγκεντρώνει η Υπηρεσία όσον αφορά την ενέργεια αυτή με την επιφύλαξη όρων που μπορεί να θεσπισθούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 35

Προϋπολογισμός

1.  Τα έσοδα της Υπηρεσίας συνίστανται από:

α) συνεισφορά της Κοινότητας η οποία εγγράφεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»)·

β) αμοιβές για υπηρεσίες που παρέχονται από την Υπηρεσία σε κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 6·

γ) τέλη για εκδόσεις, δραστηριότητες κατάρτισης ή/και οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία που παρέχεται από την Υπηρεσία.

2.  Οι δαπάνες της Υπηρεσίας καλύπτουν τις δαπάνες προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες καθώς και τις δαπάνες υποδομής και λειτουργίας.

3.  Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει σχέδιο προβλεπόμενης κατάστασης εσόδων και εξόδων της Υπηρεσίας για το επόμενο οικονομικό έτος συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος και τα διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο.

4.  Τα έσοδα και οι δαπάνες πρέπει να ισοσκελίζονται.

5.  Κάθε έτος, το διοικητικό συμβούλιο, με βάση το σχέδιο κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων, υποβάλλει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων της Υπηρεσίας για το επόμενο οικονομικό έτος.

6.  Το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλει στην Επιτροπή, το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου την εν λόγω κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων η οποία συνοδεύεται από σχέδιο οργανογράμματος καθώς και προσωρινό πρόγραμμα εργασίας.

7.  Η κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο («αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή») μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8.  Με βάση την κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που θεωρεί αναγκαίες για το οργανόγραμμα καθώς και το ποσό της επιχορήγησης που θα βαρύνει το γενικό προϋπολογισμό, τον οποίο υποβάλει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το άρθρο 272 της συνθήκης.

9.  Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εξουσιοδοτεί τις πιστώσεις για την επιχορήγηση που παρέχεται στην Υπηρεσία. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα της Υπηρεσίας.

10.  Ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο. Ο προϋπολογισμός καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί σκόπιμο, ο προϋπολογισμός υφίσταται σχετική προσαρμογή.

11.  Το διοικητικό συμβούλιο γνωστοποιεί, το συντομότερο δυνατόν, στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει οποιοδήποτε σχέδιο το οποίο έχει ενδεχομένως σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, ιδίως οποιοδήποτε σχέδιο που έχει σχέση με ακίνητη περιουσία, όπως η μίσθωση ή η αγορά κτιρίων. Ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά.

12.  Αν ένα τμήμα της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να εκδώσει γνώμη, διαβιβάζει τη γνώμη του στο διοικητικό συμβούλιο εντός έξι εβδομάδων από την ημερομηνία γνωστοποίησης του έργου.

Άρθρο 36

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.  Ο εκτελεστικός διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας.

2.  Έως την 1η Μαρτίου το αργότερο μετά τη λήψη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της υπηρεσίας κοινοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς στον υπόλογο της Επιτροπής μαζί με έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση για το εν λόγω οικονομικό έτος. Ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002, της 25ης Ιουνίου 2002, για το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 6 ) («δημοσιονομικός κανονισμός»).

3.  Έως την 31η Μαρτίου το αργότερο μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας στο Ελεγκτικό Συνέδριο μαζί με έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση για το εν λόγω οικονομικό έτος. Η έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση για το εν λόγω οικονομικό έτος διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

4.  Μετά τη λήψη των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει την τελική κατάσταση λογαριασμών με δική του ευθύνη και τη διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο για την έκδοση γνώμης.

5.  Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει γνώμη σχετικά με την οριστική κατάσταση λογαριασμών της Υπηρεσίας.

6.  Έως την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους το αργότερο, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει την οριστική κατάσταση λογαριασμών, μαζί με τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

7.  Η οριστική κατάσταση λογαριασμών δημοσιεύεται.

8.  Η Υπηρεσία θεσπίζει καθήκοντα εσωτερικού λογιστικού ελέγχου που πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με τα σχετικά διεθνή πρότυπα.

9.  Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του έως την 30ή Σεπτεμβρίου το αργότερο. Κοινοποιεί επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο.

10.  Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεως του τελευταίου, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το εν λόγω οικονομικό έτος, όπως ορίζεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού.

11.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ύστερα από σύσταση του Συμβουλίου, απαλλάσσει πριν από την 30ή Απριλίου του μεθεπόμενου έτους τον εκτελεστικό διευθυντή της Υπηρεσίας για την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το σχετικό έτος.

Άρθρο 37

Καταπολέμηση της απάτης

1.  Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων, εφαρμόζονται έναντι της Υπηρεσίας χωρίς κανένα περιορισμό οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.  Η Υπηρεσία προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει αμελλητί τις σχετικές διατάξεις οι οποίες ισχύουν για όλο το προσωπικό της.

3.  Οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση καθώς και οι σχετικές συμφωνίες και μέσα εφαρμογής προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξαγάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους μεταξύ των αποδεκτών των πόρων της Υπηρεσίας και των υπαλλήλων που είναι αρμόδιοι για τη διανομή τους.

Άρθρο 38

Δημοσιονομικές διατάξεις

Το διοικητικό συμβούλιο, αφού λάβει την έγκριση της Επιτροπής και τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό της Υπηρεσίας. Ο δημοσιονομικός κανονισμός δεν πρέπει να αποκλίνει από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 7 ), εκτός εάν απαιτείται ειδικά για τη λειτουργία της Υπηρεσίας και κατόπιν προηγούμενης συναίνεσης της Επιτροπής.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 39

Αξιολόγηση

1.  Εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Υπηρεσίας και κάθε πέντε έτη μετέπειτα, το διοικητικό συμβούλιο αναθέτει τη διεξαγωγή ανεξάρτητης εξωτερικής αξιολόγησης της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή παρέχει στην Υπηρεσία οποιεσδήποτε πληροφορίες τις οποίες κρίνει κατάλληλες για την εν λόγω αξιολόγηση.

2.  Σε κάθε αξιολόγηση εκτιμάται η επίπτωση του παρόντος κανονισμού, η χρησιμότητα, η συνάφεια και η αποτελεσματικότητα της Υπηρεσίας καθώς και οι μέθοδοι εργασίας της καθώς και ο βαθμός στον οποίο συμβάλλει στην επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου συμμόρφωσης προς τους κανόνες που θεσπίζονται στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει ειδικούς όρους αναφοράς σε συνεργασία με την Επιτροπή και κατόπιν διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

3.  Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει την εν λόγω αξιολόγηση και διατυπώνει συστάσεις σχετικά με τις τροποποιήσεις του παρόντος κανονισμού, της Υπηρεσίας και των μεθόδων εργασίας της, και τις υποβάλλει στην Επιτροπή. Τόσο τα πορίσματα της αξιολόγησης όσο και οι συστάσεις διαβιβάζονται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και δημοσιεύονται.

Άρθρο 40

Έναρξη των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας

Η Υπηρεσία αρχίζει τις δραστηριότητές της εντός δώδεκα μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 41

Τροποποίηση

Το άρθρο 34γ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 34γ

1.  Η Επιτροπή ορίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 36 και σε συνεννόηση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τους τύπους αλιείας οι οποίοι αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίοι υπόκεινται σε ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης, καθώς και τους όρους που διέπουν τα εν λόγω προγράμματα.

Το ειδικό πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης καθορίζει τους τύπους αλιείας που αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη τα οποία υπόκεινται στο πρόγραμμα καθώς και τους όρους που διέπουν τους εν λόγω τύπους αλιείας.

Κάθε ειδικό πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης καθορίζει τους στόχους του, τις κοινές προτεραιότητες και διαδικασίες καθώς επίσης και τα σημεία αναφοράς για τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης, τα αναμενόμενα αποτελέσματα των προσδιοριζόμενων μέτρων καθώς και τη στρατηγική που απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ομοιόμορφες, αποτελεσματικές και οικονομικές. Κάθε πρόγραμμα προσδιορίζει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Τα ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης δεν μπορούν να έχουν διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών ή οποιαδήποτε χρονική περίοδο, η οποία ορίζεται για το σκοπό αυτό σε σχέδιο αποκατάστασης που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής ( 8 ), ή σχέδιο διαχείρισης που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού.

Τα ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης εφαρμόζονται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη με βάση κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων που θεσπίζονται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 768/2005 του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2005, για την ίδρυση Κοινοτικής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2847/93 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική ( 9 ).

2.  Η Επιτροπή ελέγχει και αξιολογεί τα αποτελέσματα κάθε ειδικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

Άρθρο 42

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.



( 1 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 863/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2005/267/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 251 της 16.9.2016, σ. 1).

( 2 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για την ασφάλεια στη θάλασσα (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1).

( 3 ) ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1.

( 4 ) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 723/2004 (ΕΕ L 124 της 27.4.2004, σ. 1).

( 5 ) ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385/58.

( 6 ) ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

( 7 ) ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 72.

( 8 ) ΕΕ L 358 της 21.12.2002, σ. 59.

( 9 ) ΕΕ L 128 της 21.5.2005, σ. 1».

Top