Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 62021CC0018
Opinion of Advocate General Collins delivered on 31 March 2022.#Uniqa Versicherungen AG v VU.#Request for a preliminary ruling from the Oberster Gerichtshof.#Reference for a preliminary ruling – Judicial cooperation in civil matters – European order for payment procedure – Regulation No 1896/2006 – Article 16(2) – 30-day time limit for lodging a statement of opposition to the European order for payment – Article 20 – Review procedure – Article 26 – Application of national law for procedural issues not specifically dealt with in that regulation – COVID-19 pandemic – National legislation which interrupted the procedural periods in civil matters for several weeks.#Case C-18/21.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Collins της 31ης Μαρτίου 2022.
Uniqa Versicherungen AG κατά VU.
Αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Κανονισμός 1896/2006 – Άρθρο 16, παράγραφος 2 – Προθεσμία τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Άρθρο 20 – Διαδικασία επανεξέτασης – Άρθρο 26 – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά από τον κανονισμό – Πανδημία COVID‑19 – Εθνική ρύθμιση που προέβλεψε διακοπή μερικών εβδομάδων για τις δικονομικές προθεσμίες σε αστικές υποθέσεις.
Υπόθεση C-18/21.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Collins της 31ης Μαρτίου 2022.
Uniqa Versicherungen AG κατά VU.
Αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Κανονισμός 1896/2006 – Άρθρο 16, παράγραφος 2 – Προθεσμία τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Άρθρο 20 – Διαδικασία επανεξέτασης – Άρθρο 26 – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά από τον κανονισμό – Πανδημία COVID‑19 – Εθνική ρύθμιση που προέβλεψε διακοπή μερικών εβδομάδων για τις δικονομικές προθεσμίες σε αστικές υποθέσεις.
Υπόθεση C-18/21.
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2022:245
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ANTHONY MICHAEL COLLINS
της 31ης Μαρτίου 2022 ( 1 )
Υπόθεση C-18/21
Uniqa Versicherungen AG
κατά
VU
[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Κανονισμός (ΕΚ) 1896/2006 – Αντιρρήσεις – Άρθρο 16, παράγραφος 2 – Προθεσμία τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής – Άρθρο 20 – Επανεξέταση, σε έκτακτες περιπτώσεις, μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2 – Άρθρο 26 – Σχέση με την εθνική δικονομία – Εθνική νομοθεσία για τη θέσπιση μέτρων που αφορούν την COVID‑19, με την οποία διακόπηκαν όλες οι ισχύουσες σε αστικές υποθέσεις δικονομικές προθεσμίες από τις 21 Μαρτίου 2020 έως τις 30 Απριλίου 2020»
I. Εισαγωγή
1. |
Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της Uniqa Versicherungen AG κατά του VU, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ( 2 ). Με την αίτηση αυτή ζητείται η ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 2, και των άρθρων 20 και 26 του εν λόγω κανονισμού. |
2. |
Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 προβλέπει ότι η δήλωση αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής πρέπει να αποστέλλεται εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής, διαφορετικά η διαταγή καθίσταται εκτελεστή κατά του καθού ( 3 ). Σε περίπτωση που ο καθού δεν υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων εντός της εν λόγω προθεσμίας των τριάντα ημερών, μπορεί, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, να ζητήσει την επανεξέταση της διαταγής σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006. Κατά το άρθρο 26 του κανονισμού 1896/2006, τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά με τον εν λόγω κανονισμό διέπονται από το εθνικό δίκαιο. |
3. |
Στην κορύφωση της πανδημίας COVID‑19, το πρώτο τρίμηνο του 2020, η Δημοκρατία της Αυστρίας θέσπισε νομοθεσία με την οποία διακόπηκαν όλες οι ισχύουσες σε αστικές υποθέσεις δικονομικές προθεσμίες από τις 21 Μαρτίου 2020 έως τις 30 Απριλίου 2020. Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) ζητεί, με την από 27 Νοεμβρίου 2020 αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Ιανουαρίου 2021, να διακριβωθεί αν η εν λόγω εθνική ρύθμιση αντιβαίνει στα άρθρα 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006. |
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ο κανονισμός 1896/2006
4. |
Κατά την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 1896/2006, ο σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι ο εξής: «[…] η απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής […] σε όλα τα κράτη μέλη, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, η τήρηση των οποίων καθιστά περιττές τυχόν ενδιάμεσες διαδικασίες στο κράτος μέλος εκτέλεσης πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση.» |
5. |
Η αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού έχει ως εξής: «Η δήλωση αντιρρήσεων που κατατίθεται εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας θα πρέπει να περατώνει τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και να συνεπάγεται την αυτόματη μεταφορά της υπόθεσης σε τακτική πολιτική διαδικασία, εκτός εάν ο αιτών έχει ρητά ζητήσει τη λήξη της διαδικασίας σε μια τέτοια περίπτωση. […]» |
6. |
Η αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού προβλέπει τα εξής: «Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων, σε ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, ο καθού θα πρέπει να δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Η επανεξέταση σε εξαιρετικές περιστάσεις δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι παρέχεται στον καθού δεύτερη ευκαιρία να αντικρούσει την αξίωση. Κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, η ουσία της αξίωσης δεν θα πρέπει να αξιολογείται πέραν των λόγων που απορρέουν από τις εξαιρετικές περιστάσεις που επικαλείται ο καθού. Οι άλλες εξαιρετικές περιστάσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την περίπτωση κατά την οποία η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής βασίσθηκε σε ψευδή στοιχεία που περιλαμβάνονται στο έντυπο της αίτησης.» |
7. |
Η αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού αναφέρει ότι σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι «η καθιέρωση ενιαίου, ταχέος και αποτελεσματικού μηχανισμού για την είσπραξη μη αμφισβητούμενων χρηματικών αξιώσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης». |
8. |
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2006 προβλέπει τα εξής: «Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί:
[…]». |
9. |
Το άρθρο 16, που φέρει τον τίτλο «Αντίθεση κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής», προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής: «1. Ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο F που παρατίθεται στο Παράρτημα VI, το οποίο του παρέχεται μαζί με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής. 2. Η δήλωση αντιρρήσεων πρέπει να αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθού.» |
10. |
Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής: «Σε περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 16, παράγραφος 2 προθεσμίας, η διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτή την περίπτωση. […]» |
11. |
Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής: «Εάν, εντός της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, λαμβάνοντας υπόψη κατάλληλο χρονικό διάστημα ώστε το δικόγραφο της δήλωσης να φτάσει, δεν έχει υποβληθεί δήλωση αντιρρήσεων ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης, το δικαστήριο κηρύσσει αμελλητί εκτελεστή την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο G που παρατίθεται στο Παράρτημα VΙΙ. Το δικαστήριο προέλευσης επαληθεύει την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης.» |
12. |
Το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006, που φέρει τον τίτλο «Επανεξέταση σε έκτακτες περιπτώσεις», προβλέπει τα εξής: «1. Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν:
εφόσον και στις δύο περιπτώσεις ενεργεί ταχέως. 2. Μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2, ο καθού δικαιούται επίσης να ζητήσει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης, όταν η έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ήταν προδήλως εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ή λόγω άλλων εξαιρετικών περιστάσεων. 3. Εάν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση του καθού με βάση το ότι δεν ισχύει κανένας από τους λόγους επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής παραμένει εν ισχύι. Εάν το δικαστήριο αποφασίσει ότι η επανεξέταση δικαιολογείται για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής καθίσταται άκυρη.» |
13. |
Το άρθρο 26 του κανονισμού 1896/2006, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχέση με το εθνικό δικονομικό δίκαιο», προβλέπει τα εξής: «Όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά με τον παρόντα κανονισμό διέπονται από το εθνικό δίκαιο.» |
Β. Το αυστριακό δίκαιο
14. |
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του Bundesgesetz betreffend Begleitmaßnahmen zu COVID‑19 in der Justiz (1. COVID‑19‑Justiz‑Begleitgesetz – 1. COVID‑19‑JuBG) (ομοσπονδιακού νόμου περί συνοδευτικών μέτρων για την COVID‑19 στον τομέα της δικαιοσύνης, στο εξής: εθνικός νόμος για την COVID‑19) ( 4 ) προβλέπει τα εξής: «Διαδικασίες σε αστικές υποθέσεις Διακοπή προθεσμιών […] Στις ένδικες διαδικασίες, διακόπτονται μέχρι και τις 30 Απριλίου 2020 όλες οι δικονομικές προθεσμίες, εφόσον το γεγονός που προκαλεί την έναρξή τους επέρχεται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου, καθώς και όλες οι δικονομικές προθεσμίες οι οποίες δεν έχουν ακόμη εκπνεύσει μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου. Οι προθεσμίες αυτές αρχίζουν να τρέχουν εκ νέου την 1η Μαΐου 2020. […]» |
III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
15. |
Στις 6 Μαρτίου 2020, το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης, αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία) εξέδωσε, ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής κατόπιν αίτησης της Uniqa Versicherungen. Η διαταγή επιδόθηκε στον VU, ο οποίος είναι κάτοικος Γερμανίας, στις 4 Απριλίου 2020. Στις 18 Μαΐου 2020 υποβλήθηκε δήλωση αντιρρήσεων κατά της διαταγής. Το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης, αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις) απέρριψε τη δήλωση αυτή με την αιτιολογία ότι δεν είχε υποβληθεί εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών την οποία προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006. |
16. |
Το Handelsgericht Wien (εμποροδικείο Βιέννης, Αυστρία), δικάζον κατ’ έφεση, εξαφάνισε τη διάταξη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Έκρινε ότι η προθεσμία υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 είχε διακοπεί σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19. Ο νόμος αυτός προέβλεπε τη διακοπή σε αστικές υποθέσεις όλων των δικονομικών προθεσμιών που είχαν αρχίσει να τρέχουν στις 22 Μαρτίου 2020 ή μεταγενέστερα, μέχρι και τις 30 Απριλίου 2020, καθώς και την εκ νέου έναρξή τους την 1η Μαΐου 2020. |
17. |
Η Uniqa Versicherungen άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης). Ζητεί την επαναφορά σε ισχύ της διάταξης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. |
18. |
Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) επισημαίνει ότι στην αυστριακή νομική θεωρία υποστηρίζονται διαφορετικές απόψεις σχετικά με το αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19 έχει εφαρμογή στην προβλεπόμενη στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 προθεσμία των τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων ή αν το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού αποκλείει την εφαρμογή του εθνικού νόμου για την COVID‑19. Ορισμένοι σχολιαστές υποστηρίζουν ότι το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 διέπει τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας ή τις έκτακτες περιστάσεις, όπως την κρίση λόγω της COVID‑19. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή εθνικού δικαίου. Άλλοι σχολιαστές θεωρούν ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19 δεν «τίθεται εκποδών» από τη διαδικασία επανεξέτασης του άρθρου 20 του κανονισμού 1896/2006. Υποστηρίζουν ότι οι όροι του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 ρυθμίζουν αποκλειστικά και μόνον τη διάρκεια της προθεσμίας υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων. Το ζήτημα της ενδεχόμενης διακοπής της προθεσμίας αυτής δεν ρυθμίζεται, οπότε –βάσει του άρθρου 26 του κανονισμού 1896/2006– εφαρμόζεται η εθνική δικονομία. Το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006 περιορίζεται στη δίκαιη επίλυση μεμονωμένων περιπτώσεων. Δεν περιέχει γενικό κανόνα ο οποίος θεσπίστηκε στο πλαίσιο εξαιρετικών περιστάσεων, όπως στο πλαίσιο της κρίσης λόγω της COVID‑19. |
19. |
Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Έχουν [τα άρθρα 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006] την έννοια ότι οι εν λόγω διατάξεις αντιτίθενται στη διακοπή της προβλεπόμενης στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προθεσμίας των 30 ημερών για την υποβολή δηλώσεως αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως η διακοπή αυτή προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του [εθνικού νόμου για την COVID‑19], κατά το οποίο όλες οι ισχύουσες σε αστικές υποθέσεις δικονομικές προθεσμίες των οποίων το γεγονός ενάρξεως επέρχεται μετά τις 21 Μαρτίου 2020 ή οι οποίες δεν έχουν ακόμη εκπνεύσει μέχρι την ημερομηνία αυτή διακόπτονται μέχρι και τις 30 Απριλίου 2020 και αρχίζουν να τρέχουν εκ νέου από την 1η Μαΐου 2020;» |
IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
20. |
Η Uniqa Versicherungen, ο VU, η Ελληνική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. |
21. |
Η Uniqa Versicherungen, η Γαλλική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Ιανουαρίου 2022. |
V. Εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος
22. |
Με το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) ζητεί να διευκρινιστεί αν αντίκειται στα άρθρα 20 και 26 του κανονισμού 1896/2006 η θέσπιση, υπό τις συνθήκες της πανδημίας της COVID‑19, εθνικού μέτρου το οποίο προοριζόταν να διακόψει την προβλεπόμενη στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προθεσμία των τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. |
23. |
Πριν από την ανάλυση του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει να εξεταστεί η υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον κανονισμό 1896/2006, και ιδίως σχετικά με τα άρθρα του 16, 20 και 26. |
Α. Επισκόπηση του κανονισμού 1896/2006 και της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου
24. |
Ο κανονισμός 1896/2006 αποσκοπεί στην απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών σε διασυνοριακές υποθέσεις που έχουν ως αντικείμενο μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις, με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ( 5 ). Καθιερώνει ενιαίο σύστημα είσπραξης οφειλών, διασφαλίζοντας πανομοιότυπες προϋποθέσεις για δανειστές και οφειλέτες σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ επίσης προβλέπει την εφαρμογή του δικονομικού δικαίου των κρατών μελών σε όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητώς από τον εν λόγω κανονισμό. Επομένως, ο κανονισμός 1896/2006 διασφαλίζει πανομοιότυπες προϋποθέσεις για δανειστές και οφειλέτες σε ολόκληρη την Ένωση ( 6 ). |
25. |
Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2006 καθιερώνει τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στις διασυνοριακές διαφορές. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, μια διαφορά θεωρείται διασυνοριακή όταν τουλάχιστον ένας εκ των διαδίκων έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου ( 7 ). Στην υπό κρίση υπόθεση, η Uniqa Versicherungen προσέφυγε στα αυστριακά πολιτικά δικαστήρια. Ο VU διαμένει στη Γερμανία. Κατά συνέπεια, υφίσταται διασυνοριακή διαφορά κατά την έννοια του κανονισμού 1896/2006. |
26. |
Η διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1896/2006 δεν διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν. Το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης έκδοσης τέτοιας διαταγής αποφαίνεται αποκλειστικά με βάση την αίτηση αυτή. Ο καθού δεν ενημερώνεται για την ύπαρξη της διαδικασίας ( 8 ). Ως εκ τούτου, μόνο κατά τον χρόνο επίδοσης της διαταγής μπορεί ο καθού να λάβει γνώση τόσο της ύπαρξης της διαταγής όσο και του περιεχομένου της απαίτησης εναντίον του. Λόγω του κατά βάση μονομερούς χαρακτήρα της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είναι μείζονος σημασίας ( 9 ). |
27. |
Με την επίδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, γνωστοποιείται στον καθού ότι έχει δύο δυνατότητες επιλογής ( 10 ), ήτοι είτε να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό που ορίζεται στη διαταγή είτε να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων στο δικαστήριο προέλευσης ( 11 ), σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού 1896/2006, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής. Η δήλωση αντιρρήσεων δεν απαιτείται να περιέχει λόγους ( 12 ), δεδομένου ότι δεν αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου θα αναπτυχθεί η άμυνα επί της ουσίας, αλλά απλώς να παρέχει στον καθού τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την επίμαχη απαίτηση ( 13 ). Η δήλωση αντιρρήσεων είναι ο συνήθης μηχανισμός περάτωσης της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, καθώς συνεπάγεται την αυτόματη μεταφορά της υπόθεσης σε τακτική διαδικασία πολιτικού δικαστηρίου, εκτός εάν ο αιτών ζητήσει ρητά τη λήξη της διαδικασίας ( 14 ). Όπως παρατηρεί η Ελληνική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, με την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων παύει πλέον να υφίσταται μη αμφισβητούμενη χρηματική αξίωση κατά την έννοια του κανονισμού 1896/2006. Η δυνατότητα υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων έχει σκοπό να αντισταθμίσει το γεγονός ότι το σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβλέπει τη συμμετοχή του καθού. Η άσκηση της δυνατότητας αυτής από τον καθού του παρέχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την απαίτηση μετά την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ( 15 ). |
28. |
Μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής μπορεί να επανεξεταστεί αποκλειστικά στις «έκτακτες περιπτώσεις» ( 16 ) που απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 ( 17 ). Επιπλέον, η αίτηση του καθού προς το δικαστήριο να αναστείλει την εκτέλεση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού 1896/2006 ευδοκιμεί μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Επομένως, όπως επισήμανε η Ελληνική Κυβέρνηση, στις γραπτές παρατηρήσεις της, η λήξη της προθεσμίας των τριάντα ημερών του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 μπορεί να έχει σοβαρές και μη αναστρέψιμες συνέπειες για τους καθών. |
29. |
Βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006, ο καθού δικαιούται να ζητήσει επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης είτε στην περίπτωση που δεν είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην αξίωση για λόγους ανωτέρας βίας ( 18 ) είτε εφόσον πληρούνται τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις λόγω των οποίων ο καθού δεν είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην αξίωση εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας· δεύτερον, δεν πρέπει να συντρέχει υπαιτιότητα του καθού· και, τρίτον, ο καθού πρέπει να ενεργήσει ταχέως ( 19 ). Επιπλέον, το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 προβλέπει ότι, σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης αντιρρήσεων, μπορεί να πραγματοποιηθεί επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στην περίπτωση που η έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ήταν προδήλως εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που καθορίζονται στον κανονισμό αυτόν ή λόγω άλλων εξαιρετικών περιστάσεων ( 20 ). |
30. |
Δεδομένου ότι η διαδικασία επανεξέτασης είναι διαθέσιμη μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 21 ). Επιπλέον, όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού 1896/2006, η προβλεπόμενη στο άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού δυνατότητα επανεξέτασης της διαταγής πληρωμής δεν παρέχει στον καθού δεύτερη ευκαιρία να αντικρούσει την αξίωση ( 22 ). Αν το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης απορρίψει την αίτηση του καθού περί επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ή δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής παραμένει σε ισχύ. Αν, ωστόσο, το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης αποφανθεί ότι η επανεξέταση είναι δικαιολογημένη, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής είναι άκυρη. |
31. |
Επομένως, η διαδικασία επανεξέτασης του άρθρου 20 του κανονισμού 1896/2006 δεν προορίζεται να υποκαταστήσει τη διαδικασία υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων του άρθρου 16. Οι δύο διαδικασίες έχουν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Ο καθού έχει απόλυτο δικαίωμα να αντιταχθεί σε ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006. Δεν απαιτείται η παράθεση λόγων στη δήλωση αντιρρήσεων. Αντιθέτως, η διαδικασία επανεξέτασης του άρθρου 20 του κανονισμού 1896/2006 μπορεί να κινηθεί σε πολύ περιορισμένες «έκτακτες περιπτώσεις» και μόνο μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 2. |
32. |
Επιπλέον, ο καθού δύναται να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης με τη χρήση τυποποιημένου εντύπου που του παρέχεται μαζί με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής. Αντιθέτως, ο καθού πρέπει να υποβάλει την αίτηση επανεξέτασης της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης και ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβλέπει κάποιο τυποποιημένο έντυπο για τον σκοπό αυτό. |
33. |
Κατά το άρθρο 26 του κανονισμού 1896/2006, όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ρητά με τον κανονισμό «διέπονται από το εθνικό δίκαιο». Στις περιπτώσεις αυτές, αποκλείεται η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού κατ’ αναλογίαν ( 23 ). Συναφώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 9, ο κανονισμός 1896/2006 θεσπίζει ελάχιστους κανόνες, η τήρηση των οποίων καθιστά περιττές τυχόν ενδιάμεσες διαδικασίες στο κράτος μέλος εκτέλεσης πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Συνεπώς, η προβλεπόμενη στον κανονισμό 1896/2006 διαδικασία για την είσπραξη των μη αμφισβητούμενων απαιτήσεων μέσω ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα. Επιπλέον, το άρθρο 26 του κανονισμού 1896/2006 συνάδει με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας ( 24 ). |
Β. Ανάλυση του προδικαστικού ερωτήματος
34. |
Το αιτούν δικαστήριο, καθώς και η Αυστριακή Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, επισημαίνουν ότι η γενική διακοπή των προθεσμιών, την οποία εισήγαγε το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19, αποσκοπούσε στην ταχεία διασφάλιση σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου για όλους τους διαδίκους και τους εκπροσώπους τους, στις εξαιρετικές περιστάσεις της πανδημίας της COVID‑19, κατά τη διάρκεια της οποίας ο δημόσιος βίος και οι δημόσιες δραστηριότητες περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Λόγω του αντίκτυπου του ιού και των μέτρων καραντίνας που θεσπίστηκαν για τον περιορισμό της εξάπλωσής του, συμπεριλαμβανομένης της αποφυγής των προσωπικών επαφών στο μέτρο του δυνατού, προβλέφθηκε ότι το προσωπικό των δικαστηρίων, οι νομικοί σύμβουλοι και οι διάδικοι δεν θα μπορούσαν να ασκούν τις δραστηριότητές τους με τον συνήθη τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό, ο Αυστριακός νομοθέτης διέκοψε τις προθεσμίες κατά τρόπο γενικό και ανεξάρτητο από τις εκάστοτε μεμονωμένες περιπτώσεις. |
35. |
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19, καθόσον προοριζόταν να διακόψει όλες τις ισχύουσες σε αστικές υποθέσεις δικονομικές προθεσμίες, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών που καθορίζονται σε νομικές πράξεις της Ένωσης, είχε ευρύτατο πεδίο εφαρμογής. Εντούτοις, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το επίμαχο μέτρο αφορούσε τις δικονομικές προθεσμίες που δεν είχαν λήξει πριν από την έναρξη ισχύος του και ότι διέκοψε τις προθεσμίες αυτές για διάστημα περίπου πέντε εβδομάδων. Όπως επισήμανε η Επιτροπή, στις γραπτές παρατηρήσεις της, το επίμαχο μέτρο δεν αναβίωσε προθεσμίες που είχαν λήξει ούτε είχε οποιαδήποτε άλλη αναδρομική ισχύ. Επιπλέον, η Αυστριακή Κυβέρνηση επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν θέσπισε άλλα μέτρα διακοπής προθεσμιών ως απόρροια της πανδημίας COVID‑19. |
36. |
Το άρθρο 16 του κανονισμού 1896/2006 δεν προβλέπει τη διακοπή ή την παράταση της προθεσμίας που μνημονεύεται στο άρθρο αυτό. Απλώς καθορίζει την προθεσμία των τριάντα ημερών, η οποία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία επίδοσης της διαταγής στον καθού ( 25 ). Κατά την υποβολή της δήλωσης αντιρρήσεων, ο VU δεν τήρησε την προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006. Συνεπώς, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε υπέρ της Uniqa Versicherungen είναι, κατ’ αρχήν, εκτελεστή δυνάμει του άρθρου 18 του εν λόγω κανονισμού. |
37. |
Εκ πρώτης όψεως, το άρθρο 16 του κανονισμού 1896/2006 δεν φαίνεται να προβλέπει μέτρο, όπως το θεσπισθέν με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19, το οποίο να διακόπτει ή να αναστέλλει γενικά τις προθεσμίες. Συγκεκριμένα, όπως επισήμαναν, στις γραπτές παρατηρήσεις τους, η Αυστριακή Κυβέρνηση και ο VU, ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβλέπει καμία διακοπή ή αναστολή προθεσμιών, ούτε γενική ούτε άλλου είδους, λόγω, για παράδειγμα, του θανάτου διαδίκου, της απώλειας της ικανότητας διαδίκου ή της κίνησης διαδικασίας πτώχευσης/αφερεγγυότητας. Ως εκ τούτου, η εν λόγω κυβέρνηση και ο VU υποστηρίζουν ότι η διακοπή ή η αναστολή προθεσμιών σε τέτοιες υποθέσεις μπορεί να ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο. |
38. |
Συναφώς, παρατηρείται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 προθεσμία υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων δεν μπορεί, στην πραγματικότητα, να είναι πανομοιότυπη σε όλα τα κράτη μέλη. Κατά την αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 1896/2006, για τον υπολογισμό των προθεσμιών που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες ( 26 ). Κατά συνέπεια, λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες αργίες του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το δικαστήριο που εκδίδει την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής. Δεδομένου ότι στα κράτη μέλη δεν ισχύουν οι ίδιες επίσημες αργίες, θα υπάρχουν αποκλίσεις κατά τον προσδιορισμό της ακριβούς ημερομηνίας κατά την οποία πρέπει να υποβληθεί η δήλωση αντιρρήσεων. |
39. |
Το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006, το οποίο προβλέπει την επανεξέταση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής όταν η έκδοσή της ήταν προδήλως εσφαλμένη, δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης. Αφενός, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής υπέρ της Uniqa Versicherungen ήταν εσφαλμένη. Δεύτερον, και σημαντικότερο, το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 θεσπίζει κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις, ενώ το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19 θέσπισε έναν γενικό κανόνα που είχε εφαρμογή σε όλες τις ισχύουσες σε αστικές υποθέσεις δικονομικές προθεσμίες. |
40. |
Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19, λόγω του γενικού του χαρακτήρα, εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006. Επιπλέον, η τελευταία ως άνω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 27 ). Ένα πρόσωπο μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19 χωρίς να οφείλει να αποδείξει ότι δεν είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί σε ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω εκτάκτων περιστάσεων ( 28 ). Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη μεμονωμένων περιπτώσεων στις οποίες, λόγω της πανδημίας της COVID‑19, ο καθού θα μπορούσε πράγματι να επικαλεστεί λόγους ανωτέρας βίας ή έκτακτες περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1896/2006, σε περίπτωση που δεν υπέβαλλε δήλωση αντιρρήσεων εμπροθέσμως. |
41. |
Δεδομένου ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006 δεν προβλέπουν γενική διακοπή της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, τίθεται το ζήτημα αν αντιβαίνει στις διατάξεις αυτές –ή σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη του κανονισμού 1896/2006– η θέσπιση ενός γενικού μέτρου όπως το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19. |
42. |
Φρονώ πως όχι. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 9 και το άρθρο 26, ο κανονισμός 1896/2006 δεν αποσκοπεί στην εξαντλητική εναρμόνιση των δικονομικών κανόνων που διέπουν την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής ( 29 ). Αντιθέτως, ο κανονισμός 1896/2006 θεσπίζει ελάχιστους κανόνες για τη διασφάλιση της αναγνώρισης και της εκτέλεσης των διαταγών που εκδίδονται σε άλλα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη κίνηση ενδιάμεσων διαδικασιών στο κράτος μέλος εκτέλεσης. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η γενική διακοπή των προθεσμιών λόγω της πανδημίας της COVID‑19 αποτελεί δικονομικό ζήτημα που δεν ρυθμίζεται από τον κανονισμό 1896/2006. Συνεπώς, το εν λόγω ζήτημα μπορεί να διέπεται από τον εθνικό νόμο, σύμφωνα με το άρθρο του 26 ( 30 ). |
43. |
Τα εθνικά δικονομικά μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού 1896/2006 δεν πρέπει να εισάγουν διακρίσεις και, ως εκ τούτου, να είναι λιγότερο ευνοϊκά από τα μέτρα που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις οι οποίες υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο ή να υπονομεύουν τους σκοπούς που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός ( 31 ). |
44. |
Όπως προκύπτει, με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19 δεν εισήγαγε ούτε άμεσες ούτε έμμεσες διακρίσεις, δεδομένου ότι εφαρμοζόταν σε όλες τις ισχύουσες σε αστικές υποθέσεις δικονομικές προθεσμίες, ανεξαρτήτως της νομικής βάσης στην οποία στηριζόταν η έναρξή τους. Μάλιστα, όπως παρατήρησε η Αυστριακή Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεδομένης της ύπαρξης παράλληλων εθνικών διαδικασιών που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, θα μπορούσε να προκύψει απαγορευόμενη διαφορετική μεταχείριση αν το αυστριακό δίκαιο διέκοπτε τις προθεσμίες για τις εθνικές διαδικασίες χωρίς να ισχύουν πανομοιότυποι κανόνες για τις προθεσμίες του κανονισμού 1896/2006. |
45. |
Επίσης, κατά τη γνώμη μου, μέτρο όπως το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19 δεν υπονομεύει τους σκοπούς του κανονισμού 1896/2006, δεδομένου ότι η γενική διακοπή των προθεσμιών δεν συνεπάγεται την προσθήκη ενός περαιτέρω διαδικαστικού σταδίου για την αναγνώριση και την εκτέλεση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Ο ενιαίος μηχανισμός που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1896/2006 παρέμεινε αμετάβλητος. Το επίμαχο εθνικό μέτρο δεν επέβαλε πρόσθετο δικονομικό βάρος στους αιτούντες. Απλώς διασφαλίστηκε η διακοπή της προθεσμίας υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, στην κορύφωση της πανδημίας της COVID‑19, για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο εθνικός νομοθέτης μερίμνησε για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού 1896/2006, διαφυλάσσοντας την προσήκουσα ισορροπία μεταξύ των δικονομικών συμφερόντων των αιτούντων και των καθών, την οποία επιτυγχάνει ο κανονισμός, και διασφαλίζοντας, ως εκ τούτου, τα δικαιώματα αμφοτέρων. |
46. |
Επιπλέον, οι σκοποί του κανονισμού 1896/2006 δεν μπορούν να επιτευχθούν με την υπονόμευση των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 47 του Χάρτη ( 32 ). Όπως επισήμανα, λόγω του διαφορετικού χαρακτήρα των δύο διαδικασιών, η διαδικασία επανεξέτασης δεν υποκαθιστά τη διαδικασία υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων ( 33 ). Ούτε είναι εγγυημένη η έκβαση της εκάστοτε διαδικασίας επανεξέτασης. Αντιθέτως, η διαδικασία υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων διασφαλίζει ότι οι αξιώσεις παύουν να θεωρούνται μη αμφισβητούμενες και ότι εκδικάζονται στο πλαίσιο τακτικής αστικής διαδικασίας, διαφυλάσσοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα του καθού σε αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Ο ιδιάζων και απρόβλεπτος χαρακτήρας της πανδημίας της COVID‑19 επηρέασε τους πάντες σε ορισμένο βαθμό. Αν οι καθών υποχρεώνονταν να κινήσουν τη διαδικασία επανεξέτασης, στο πλαίσιο της πανδημίας της COVID‑19, θα τους επιβαλλόταν επαχθές βάρος. Τέλος, όπως επισήμανε η Αυστριακή Κυβέρνηση προς αιτιολόγηση της θέσπισης του άρθρου 1, παράγραφος 1, του εθνικού της νόμου για την COVID‑19, η συχνή κίνηση της διαδικασίας επανεξέτασης από καθών σε επιμέρους περιπτώσεις θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των υποθέσεων που θα υποβάλλονταν στην κρίση των δικαστηρίων, επηρεάζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την ορθή απονομή της δικαιοσύνης μετά την πανδημία της COVID‑19 ( 34 ). |
47. |
Στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνει ο κανονισμός 1896/2006, η πρόσβαση στη διαδικασία υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων είναι θεμελιώδης για την επίτευξη δίκαιης και ορθής ισορροπίας μεταξύ των διαδίκων και για τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Κατά τη γνώμη μου, η μη εξασφάλιση στους αποδέκτες ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής της δυνατότητας να αντιταχθούν αποτελεσματικά στην εν λόγω διαταγή και, επομένως, να τύχουν ακροάσεως από δικαστήριο, σε καταστάσεις που αποτέλεσαν απόρροια της πανδημίας της COVID‑19, θα μπορούσε να υπονομεύσει την εύθραυστη ισορροπία που επετεύχθη από τον κανονισμό 1896/2006 μεταξύ αιτούντων και καθών, συνιστώντας, εξ αυτού του λόγου, παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη ( 35 ). |
48. |
Επίσης, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με τους σκοπούς και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19, το μέτρο αυτό επιδίωκε θεμιτό σκοπό δημόσιου συμφέροντος. Η διάρκειας περίπου πέντε εβδομάδων διακοπή ( 36 ), η οποία θεσπίστηκε κατά την κορύφωση της πανδημίας της COVID‑19, το 2020, ήταν σύντομη, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της κρίσης δημόσιας υγείας και της γενικής αβεβαιότητας που επικρατούσε τότε. Η ημερομηνία έναρξης και λήξης του χρονικού διαστήματος της διακοπής καθορίστηκε με σαφή και διαφανή τρόπο. Συνεπώς, το επίμαχο μέτρο ήταν σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας και διαφύλαξε την ασφάλεια δικαίου, προάγοντας, ως εκ τούτου, την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. |
VI. Πρόταση
49. |
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) ως εξής: Δεν αντιβαίνει στα άρθρα 16, 20 και 26 του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, η θέσπιση –υπό τις περιστάσεις της πανδημίας της COVID‑19– εθνικού μέτρου το οποίο διέκοψε την προβλεπόμενη στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προθεσμία των τριάντα ημερών για την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων κατά ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
( 2 ) ΕΕ 2006, L 399, σ. 1.
( 3 ) Βλ. άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2006.
( 4 ) Όπως δημοσιεύθηκε στις 21 Μαρτίου 2020, ως 4. COVID‑19‑Gesetz (BGBl. I 24/2020), και ίσχυε κατά την επίδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στον VU, στις 4 Απριλίου 2020.
( 5 ) Βλ. άρθρο 1 του κανονισμού 1896/2006, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές του σκέψεις 9 και 29 (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Bondora,C‑453/18, EU:C:2019:1118, σκέψη 36). Το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των αιτιολογικών σκέψεων 8 και 10 και του άρθρου 26 του κανονισμού 1896/2006, ο εν λόγω κανονισμός θεσπίζει ευρωπαϊκή διαδικασία διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ένα συμπληρωματικό και προαιρετικό μέσο για τον αιτούντα, χωρίς να αντικαθιστά ή να εναρμονίζει τους μηχανισμούς είσπραξης μη αμφισβητούμενων απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Flight Refund, C‑94/14, EU:C:2016:148, σκέψη 53).
( 6 ) Αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Szyrocka (C‑215/11, EU:C:2012:794, σκέψη 30), της 13ης Ιουνίου 2013, Goldbet Sportwetten (C‑144/12, EU:C:2013:393, σκέψη 28), και της 10ης Μαρτίου 2016, Flight Refund (C‑94/14, EU:C:2016:148, σκέψη 53).
( 7 ) Πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Bondora (C‑453/18, EU:C:2019:1118, σκέψη 35).
( 8 ) Το άρθρο 7 του κανονισμού 1896/2006 περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των προϋποθέσεων που διέπουν το περιεχόμενο και τον τύπο της αίτησης έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Szyrocka, C‑215/11, EU:C:2012:794, σκέψεις 25 έως 32). Ωστόσο, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αίτησης έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δύναται να ζητήσει από τον δανειστή συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τις ρήτρες της σύμβασης τις οποίες επικαλείται προς θεμελίωση της οικείας αξίωσης, προκειμένου να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών αυτών (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Bondora, C‑453/18, EU:C:2019:1118, σκέψη 54). Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι ο εξαντλητικός χαρακτήρας του άρθρου 7 του κανονισμού 1896/2006 δεν παρέχει στους δανειστές τη δυνατότητα να καταστρατηγήσουν τις απαιτήσεις της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), ή του άρθρου 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) σχετικά με την προστασία των καταναλωτών.
( 9 ) Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018Catlin Europe (C‑21/17, EU:C:2018:675, σκέψεις 44 και 45). Ο Cyril Nourissat έχει χαρακτηρίσει τη διαδικασία «impitoyable», δηλαδή αμείλικτη. Βλ. Nourissat, C., «Nouveau refus de la Cour de justice de caractériser des circonstances exceptionnelles en matière de réexamen», Procédures, 2016, αριθ. 1, σ. 29.
( 10 ) Βλ. άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 1896/2006. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε περίπτωση μη τήρησης των ελάχιστων κανόνων που προβλέπει ο κανονισμός 1896/2006 σχετικά με την επίδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, διακυβεύεται η ισορροπία μεταξύ των επιδιωκόμενων από τον εν λόγω κανονισμό σκοπών της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας, αφενός, και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, αφετέρου (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, eco cosmetics και Raiffeisenbank St Georgen, C‑119/13 και C‑120/13, EU:C:2014:2144, σκέψη 37). Στις περιπτώσεις αυτές, η διαταγή πληρωμής δεν είναι εκτελεστή, η διαδικασία υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων του άρθρου 16 του κανονισμού 1896/2006 δεν έχει εφαρμογή και η προθεσμία εντός της οποίας ο καθού μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων δεν αρχίζει να τρέχει (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, eco cosmetics και Raiffeisenbank St Georgen, C‑119/13 και C‑120/13, EU:C:2014:2144, σκέψεις 41 έως 43 και 48· βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Catlin Europe, C‑21/17, EU:C:2018:675, σκέψη 53). Επομένως, ούτε η προβλεπόμενη στο άρθρο 20 του κανονισμού 1896/2006 διαδικασία επανεξετάσεως έχει εφαρμογή (αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, eco cosmetics και Raiffeisenbank St Georgen, C‑119/13 και C‑120/13, EU:C:2014:2144, σκέψεις 43 και 44, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Catlin Europe, C‑21/17, EU:C:2018:675, σκέψη 54).
( 11 ) Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 1896/2006, «δικαστήριο προέλευσης» είναι το δικαστήριο που εκδίδει την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.
( 12 ) Βλ. άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 1896/2006. Βλ., επίσης, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium (C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 40).
( 13 ) Απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Goldbet Sportwetten (C‑144/12, EU:C:2013:393, σκέψη 40).
( 14 ) Απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, eco cosmetics και Raiffeisenbank St Georgen (C‑119/13 και C‑120/13, EU:C:2014:2144, σκέψη 38). Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 1896/2006. Στη σκέψη 39 της απόφασης της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, eco cosmetics και Raiffeisenbank St Georgen (C‑119/13 και C‑120/13, EU:C:2014:2144), το Δικαστήριο επισήμανε ότι, «εφόσον οι οφειλές που αποτελούν την αφετηρία της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής αμφισβητούνται μέσω δηλώσεως αντιρρήσεων, η ειδική διαδικασία την οποία διέπει ο κανονισμός 1896/2006 δεν εφαρμόζεται πλέον, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, η εν λόγω διαδικασία έχει αποκλειστικώς ως αντικείμενο “την απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις”».
( 15 ) Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium (C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 16 ) Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium (C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 29).
( 17 ) Απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, eco cosmetics και Raiffeisenbank St Georgen (C‑119/13 και C‑120/13, EU:C:2014:2144, σκέψη 44).
( 18 ) Υπό την προϋπόθεση ότι ο καθού ενεργεί ταχέως.
( 19 ) Διάταξη της 21ης Μαρτίου 2013, Novontech‑Zala (C‑324/12, EU:C:2013:205, σκέψη 24).
( 20 ) Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium (C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 30).
( 21 ) Βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium (C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 31).
( 22 ) Βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium (C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 48). Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μετά την παρέλευση της προθεσμίας των τριάντα ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006, ο καθού δεν μπορούσε να ζητήσει επανεξέταση διαταγής πληρωμής δυνάμει του άρθρου 20 του εν λόγω κανονισμού για τον λόγο ότι το δικαστήριο προέλευσης δεν ήταν αρμόδιο βάσει συμβατικής ρήτρας παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας. Δεδομένου ότι ο καθού πρέπει να γνώριζε τη ρήτρα αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο καθού είχε τη δυνατότητα να προβάλει το εν λόγω ζήτημα στο πλαίσιο υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων. Ο καθού δεν μπορούσε, εν συνεχεία, να ισχυριστεί ότι η έκδοση της διαταγής πληρωμής ήταν εσφαλμένη λόγω εξαιρετικών περιστάσεων.
( 23 ) Απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, eco cosmetics και Raiffeisenbank St Georgen (C‑119/13 και C‑120/13, EU:C:2014:2144, σκέψη 45).
( 24 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1896/2006.
( 25 ) Βλ., αντιθέτως, άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (ΕΕ 2007, L 199, σ. 1), το οποίο προβλέπει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει ορισμένες προθεσμίες που προβλέπονται στον κανονισμό αυτόν, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων. Βλ., επίσης, άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού προς διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2014, L 189, σ. 59), καθώς και αιτιολογική σκέψη 37 του κανονισμού αυτού. Η εν λόγω διάταξη κι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη καθιστούν ευχερέστερη την παρέκκλιση από τις εκεί προβλεπόμενες προθεσμίες, όταν το δικαστήριο ή η συμμετέχουσα αρχή αδυνατεί να τις τηρήσει και όταν η παρέκκλιση αυτή δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις. Στην απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, K.H.K. (Δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών) (C‑555/18, EU:C:2019:937, σκέψη 55), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι περίοδοι των δικαστικών διακοπών δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «εξαιρετικές περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 45 του κανονισμού 655/2014. Βλ. επίσης, άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 861/2007, το οποίο προβλέπει ότι, αν, σε εξαιρετικές περιστάσεις, το δικαστήριο δεν μπορεί να τηρήσει ορισμένες προθεσμίες που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, λαμβάνει τα απαιτούμενα δυνάμει των οικείων διατάξεων μέτρα το ταχύτερο δυνατόν. Τέτοιες διατάξεις, οι οποίες απονέμουν ρητά αρμοδιότητα στα δικαστήρια να παρατείνουν προθεσμίες κατά περίπτωση σε εξαιρετικές περιστάσεις, απουσιάζουν από τον κανονισμό 1896/2006.
( 26 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 131.
( 27 ) Βλ. σημείο 30 των παρουσών προτάσεων. Υπό το πρίσμα της απόφασης της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, eco cosmetics και Raiffeisenbank St Georgen (C‑119/13 και C‑120/13, EU:C:2014:2144, σκέψη 45), δεν είναι δυνατή η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006, κατά τρόπο αφηρημένο και γενικό, στις καταστάσεις που προέκυψαν λόγω της πανδημίας της COVID‑19.
( 28 ) Όπως η ασθένεια ή τα μέτρα καραντίνας.
( 29 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, άρθρο 19 και άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 861/2007, καθώς και άρθρο 46, παράγραφος 1, του κανονισμού 655/2014.
( 30 ) Η Uniqa Versicherungen υποστήριξε, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι αν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να διακόπτεται η προθεσμία των τριάντα ημερών για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω έκτακτων περιστάσεων, θα είχε προβλέψει το ενδεχόμενο αυτό. Το εν λόγω επιχείρημα παραβλέπει το άρθρο 26, το οποίο προβλέπει ρητά ότι όλα τα δικονομικά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από τον κανονισμό 1896/2006 διέπονται από το δίκαιο των κρατών μελών.
( 31 ) Πέραν του γεγονότος ότι το άρθρο 26 του κανονισμού 1896/2006 προβλέπει ρητά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, γίνεται παγίως δεκτό ότι, ελλείψει κανόνων της Ένωσης οι οποίοι να διέπουν δικονομικά ζητήματα, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να τους θεσπίσει, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας). Πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2016, Bensada Benallal (C‑161/15, EU:C:2016:175, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 32 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Catlin Europe (C‑21/17, EU:C:2018:675, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium (C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 41).
( 33 ) Βλ. σημεία 26 έως 32 των παρουσών προτάσεων.
( 34 ) Για παράδειγμα, λόγω καθυστερήσεων οι οποίες θα αποτελούσαν άμεσο αποτέλεσμα μέτρων που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
( 35 ) Η ανελαστική εφαρμογή προθεσμιών όταν συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις μπορεί, κατ’ αρχήν, να συνιστά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη. Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του ΕΔΔΑ, της 1ης Απριλίου 2010, Georgiy Nikolayevich Mikhaylov κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2010:0401JUD000454304, § 57).
( 36 ) Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εθνικού νόμου για την COVID‑19 δεν τροποποίησε την προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2006, αλλά απλώς τη διέκοψε για ορισμένο χρονικό διάστημα.