EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0362

Fiamingo

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑362/13, C‑363/13 και C‑407/13

Maurizio Fiamingo κ.λπ.

κατά

Rete Ferroviaria Italiana SpA

(αιτήσεις του Corte suprema di cassazione

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Ναυτιλιακός κλάδος — Οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν δρομολόγιο μεταξύ δύο λιμένων εντός του ίδιου κράτους μέλους — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Ρήτρα 3, σημείο 1 — Έννοια της “συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου” — Ρήτρα 5, σημείο 1 — Μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ορισμένου χρόνου — Κυρώσεις — Μετατροπή σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου — Προϋποθέσεις»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2014

  1. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Πεδίο εφαρμογής – Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν δρομολόγιο μεταξύ δύο λιμένων εντός του ίδιου κράτους μέλους – Εμπίπτουν

    (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 3, σημείο 1)

  2. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Έννοια του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου» – Πεδίο εφαρμογής – Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που ορίζουν τη διάρκειά τους αλλά όχι τη λήξη τους – Εμπίπτουν

    (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 3, σημείο 1)

  3. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου – Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου – Εθνική ρύθμιση που θεωρεί ως διαδοχικές συμβάσεις μόνο αυτές μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των 60 εργάσιμων ημερών – Επιτρέπεται – Υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να προβεί σε εξακρίβωση – Περιεχόμενο

    (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5)

  1.  Η συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε εργαζομένους οι οποίοι απασχολούνται ως ναυτικοί με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε οχηματαγωγά πλοία τα οποία πραγματοποιούν ναυτικό δρομολόγιο μεταξύ δύο λιμένων ευρισκόμενων εντός του ίδιου κράτους μέλους.

    Πράγματι, από το ίδιο το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής ορίζεται κατά τρόπο ευρύ. Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» κατά τη συμφωνία‑πλαίσιο, που περιλαμβάνεται στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται. Η συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζεται, επομένως, στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους.

    Βεβαίως, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας‑πλαισίου δεν είναι άνευ ορίων. Συγκεκριμένα, από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου προκύπτει ότι ο καθορισμός των συμβάσεων και των σχέσεων εργασίας ως προς τις οποίες εφαρμόζεται η εν λόγω συμφωνία‑πλαίσιο δεν διέπεται από τη συμφωνία αυτή ή από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά από τη νομοθεσία και/ή από την εκάστοτε εθνική πρακτική, στο μέτρο που ο καθορισμός των εννοιών αυτών δεν οδηγεί σε αυθαίρετο αποκλεισμό μιας κατηγορίας προσώπων από την προστασία την οποία παρέχει η συμφωνία‑πλαίσιο.

    Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τις προβλέψεις της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, από όπου προκύπτει ότι, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας‑πλαισίου, καθώς και με τα σημεία 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεών της, εντός αυτού του πλαισίου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας‑πλαισίου τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, εφόσον τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά, να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες ως προς τους τομείς ειδικών δραστηριοτήτων και/ή κατηγοριών εργαζομένων για τους οποίους γίνεται λόγος.

    (βλ. σκέψεις 28-31, 39, 40, διατακτ. 1)

  2.  Οι διατάξεις της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που παρατίθεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να ορίζουν τη διάρκειά τους αλλά όχι τη λήξη τους.

    Συγκεκριμένα, αντικείμενο της συμφωνίας-πλαισίου δεν είναι η εναρμόνιση του συνόλου των εθνικών κανόνων περί συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά αποκλειστικώς η εισαγωγή, μέσω του καθορισμού γενικών αρχών και ελάχιστων απαιτήσεων, ενός γενικού πλαισίου για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με σκοπό την προστασία τους έναντι διακρίσεων, καθώς και την αποτροπή των καταχρήσεων που προκαλεί η προσφυγή σε διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Η συμφωνία-πλαίσιο δεν περιέχει διατάξεις σχετικά με τα τυπικά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

    Συναφώς, η ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, όπως σαφώς προκύπτει από την κεφαλίδα της και το περιεχόμενό της, αρκείται στον ορισμό της έννοιας του «εργαζομένου ορισμένου χρόνου» και στην περιγραφή, στο πλαίσιο αυτό, του χαρακτηριστικού στοιχείου της συμβάσεως ορισμένου χρόνου, ήτοι του γεγονότος ότι η λήξη μιας τέτοιας συμβάσεως καθορίζεται από «αντικειμενικούς όρους όπως η παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος». Αντιθέτως, η ρήτρα αυτή δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση στα κράτη μέλη όσον αφορά τους κανόνες του εθνικού δικαίου που τυγχάνουν εφαρμογής ως προς τη σύναψη των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

    (βλ. σκέψεις 44-46, 48, διατακτ. 2)

  3.  Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που παρατίθεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται, καταρχήν, σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τη μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου μόνον όταν ο οικείος εργαζόμενος απασχολήθηκε αδιαλείπτως βάσει των συμβάσεων αυτών από τον ίδιο εργοδότη για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, θεωρουμένης της σχέσεως εργασίας ως αδιάλειπτης όταν μεσολαβεί μεταξύ των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου διάστημα όχι μεγαλύτερο των 60 ημερών.

    Συγκεκριμένα, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη, προκειμένου να αποτραπεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τη λήψη ενός, τουλάχιστον, πραγματικού και δεσμευτικού μέτρου εξ αυτών που απαριθμούνται σε αυτήν, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Τα τρία, επομένως, μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της εν λόγω ρήτρας αφορούν, αντιστοίχως, την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους.

    Εντούτοις, η συμφωνία-πλαίσιο δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίζουν μέτρα με βάση τα οποία κάθε πρώτη ή μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως για την εφαρμογή της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου, αφού είναι ελεύθερα να προσφύγουν είτε σε ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της ρήτρας αυτής είτε, ακόμη, στα υπάρχοντα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των επιμέρους τομέων και/ή κατηγοριών εργαζομένων.

    Εξάλλου, η συμφωνία πλαίσιο δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση στα κράτη μέλη να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Πράγματι, η ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου καταλείπει καταρχήν στα κράτη μέλη τη μέριμνα να καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου χαρακτηρίζονται ως αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, η συμφωνία-πλαίσιο δεν επιβάλλει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση συμβάσεων αορίστου χρόνου.

    Απόκειται, όμως, στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η εφαρμογή στην πράξη της σχετικής ρυθμίσεως καθιστούν τη ρύθμιση αυτή πρόσφορο μέτρο αποτροπής και επιτιμήματος της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Ειδικότερα, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διασφαλίσει ότι η μέγιστη διάρκεια του ενός έτους που προβλέπει η εθνική νομοθεσία υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να μη μειώνεται ουσιαστικώς η αποτελεσματικότητα της αποτροπής και του επιτιμήματος της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Τούτο συμβαίνει όταν αυτή η μέγιστη διάρκεια υπολογίζεται με βάση, όχι τον αριθμό των ημερολογιακών ημερών που καλύπτουν οι εν λόγω συμβάσεις εργασίας, αλλά με βάση τον αριθμό των ημερών πραγματικής παροχής υπηρεσιών από τον οικείο εργαζόμενο, όταν, για παράδειγμα, λόγω της μικρής συχνότητας των δρομολογίων, ο αριθμός των ημερών πραγματικής παροχής υπηρεσιών είναι σαφώς μικρότερος από τον πρώτο.

    (βλ. σκέψεις 56, 57, 59, 65, 73, 74, διατακτ. 3)

Top

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑362/13, C‑363/13 και C‑407/13

Maurizio Fiamingo κ.λπ.

κατά

Rete Ferroviaria Italiana SpA

(αιτήσεις του Corte suprema di cassazione

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Ναυτιλιακός κλάδος — Οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν δρομολόγιο μεταξύ δύο λιμένων εντός του ίδιου κράτους μέλους — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Ρήτρα 3, σημείο 1 — Έννοια της “συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου” — Ρήτρα 5, σημείο 1 — Μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ορισμένου χρόνου — Κυρώσεις — Μετατροπή σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου — Προϋποθέσεις»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2014

  1. Κοινωνική πολιτική — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Οδηγία 1999/70 — Πεδίο εφαρμογής — Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν δρομολόγιο μεταξύ δύο λιμένων εντός του ίδιου κράτους μέλους — Εμπίπτουν

    (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 3, σημείο 1)

  2. Κοινωνική πολιτική — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Οδηγία 1999/70 — Έννοια του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου» — Πεδίο εφαρμογής — Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που ορίζουν τη διάρκειά τους αλλά όχι τη λήξη τους — Εμπίπτουν

    (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 3, σημείο 1)

  3. Κοινωνική πολιτική — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Οδηγία 1999/70 — Μέτρα πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Εθνική ρύθμιση που θεωρεί ως διαδοχικές συμβάσεις μόνο αυτές μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των 60 εργάσιμων ημερών — Επιτρέπεται — Υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να προβεί σε εξακρίβωση — Περιεχόμενο

    (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5)

  1.  Η συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε εργαζομένους οι οποίοι απασχολούνται ως ναυτικοί με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε οχηματαγωγά πλοία τα οποία πραγματοποιούν ναυτικό δρομολόγιο μεταξύ δύο λιμένων ευρισκόμενων εντός του ίδιου κράτους μέλους.

    Πράγματι, από το ίδιο το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής ορίζεται κατά τρόπο ευρύ. Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» κατά τη συμφωνία‑πλαίσιο, που περιλαμβάνεται στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται. Η συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζεται, επομένως, στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους.

    Βεβαίως, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας‑πλαισίου δεν είναι άνευ ορίων. Συγκεκριμένα, από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου προκύπτει ότι ο καθορισμός των συμβάσεων και των σχέσεων εργασίας ως προς τις οποίες εφαρμόζεται η εν λόγω συμφωνία‑πλαίσιο δεν διέπεται από τη συμφωνία αυτή ή από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά από τη νομοθεσία και/ή από την εκάστοτε εθνική πρακτική, στο μέτρο που ο καθορισμός των εννοιών αυτών δεν οδηγεί σε αυθαίρετο αποκλεισμό μιας κατηγορίας προσώπων από την προστασία την οποία παρέχει η συμφωνία‑πλαίσιο.

    Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τις προβλέψεις της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, από όπου προκύπτει ότι, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας‑πλαισίου, καθώς και με τα σημεία 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεών της, εντός αυτού του πλαισίου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας‑πλαισίου τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, εφόσον τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά, να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες ως προς τους τομείς ειδικών δραστηριοτήτων και/ή κατηγοριών εργαζομένων για τους οποίους γίνεται λόγος.

    (βλ. σκέψεις 28-31, 39, 40, διατακτ. 1)

  2.  Οι διατάξεις της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που παρατίθεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να ορίζουν τη διάρκειά τους αλλά όχι τη λήξη τους.

    Συγκεκριμένα, αντικείμενο της συμφωνίας-πλαισίου δεν είναι η εναρμόνιση του συνόλου των εθνικών κανόνων περί συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά αποκλειστικώς η εισαγωγή, μέσω του καθορισμού γενικών αρχών και ελάχιστων απαιτήσεων, ενός γενικού πλαισίου για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με σκοπό την προστασία τους έναντι διακρίσεων, καθώς και την αποτροπή των καταχρήσεων που προκαλεί η προσφυγή σε διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Η συμφωνία-πλαίσιο δεν περιέχει διατάξεις σχετικά με τα τυπικά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

    Συναφώς, η ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, όπως σαφώς προκύπτει από την κεφαλίδα της και το περιεχόμενό της, αρκείται στον ορισμό της έννοιας του «εργαζομένου ορισμένου χρόνου» και στην περιγραφή, στο πλαίσιο αυτό, του χαρακτηριστικού στοιχείου της συμβάσεως ορισμένου χρόνου, ήτοι του γεγονότος ότι η λήξη μιας τέτοιας συμβάσεως καθορίζεται από «αντικειμενικούς όρους όπως η παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος». Αντιθέτως, η ρήτρα αυτή δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση στα κράτη μέλη όσον αφορά τους κανόνες του εθνικού δικαίου που τυγχάνουν εφαρμογής ως προς τη σύναψη των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

    (βλ. σκέψεις 44-46, 48, διατακτ. 2)

  3.  Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που παρατίθεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται, καταρχήν, σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τη μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου μόνον όταν ο οικείος εργαζόμενος απασχολήθηκε αδιαλείπτως βάσει των συμβάσεων αυτών από τον ίδιο εργοδότη για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, θεωρουμένης της σχέσεως εργασίας ως αδιάλειπτης όταν μεσολαβεί μεταξύ των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου διάστημα όχι μεγαλύτερο των 60 ημερών.

    Συγκεκριμένα, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη, προκειμένου να αποτραπεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τη λήψη ενός, τουλάχιστον, πραγματικού και δεσμευτικού μέτρου εξ αυτών που απαριθμούνται σε αυτήν, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Τα τρία, επομένως, μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της εν λόγω ρήτρας αφορούν, αντιστοίχως, την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους.

    Εντούτοις, η συμφωνία-πλαίσιο δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίζουν μέτρα με βάση τα οποία κάθε πρώτη ή μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως για την εφαρμογή της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου, αφού είναι ελεύθερα να προσφύγουν είτε σε ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της ρήτρας αυτής είτε, ακόμη, στα υπάρχοντα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των επιμέρους τομέων και/ή κατηγοριών εργαζομένων.

    Εξάλλου, η συμφωνία πλαίσιο δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση στα κράτη μέλη να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Πράγματι, η ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου καταλείπει καταρχήν στα κράτη μέλη τη μέριμνα να καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου χαρακτηρίζονται ως αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, η συμφωνία-πλαίσιο δεν επιβάλλει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση συμβάσεων αορίστου χρόνου.

    Απόκειται, όμως, στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η εφαρμογή στην πράξη της σχετικής ρυθμίσεως καθιστούν τη ρύθμιση αυτή πρόσφορο μέτρο αποτροπής και επιτιμήματος της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Ειδικότερα, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διασφαλίσει ότι η μέγιστη διάρκεια του ενός έτους που προβλέπει η εθνική νομοθεσία υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να μη μειώνεται ουσιαστικώς η αποτελεσματικότητα της αποτροπής και του επιτιμήματος της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Τούτο συμβαίνει όταν αυτή η μέγιστη διάρκεια υπολογίζεται με βάση, όχι τον αριθμό των ημερολογιακών ημερών που καλύπτουν οι εν λόγω συμβάσεις εργασίας, αλλά με βάση τον αριθμό των ημερών πραγματικής παροχής υπηρεσιών από τον οικείο εργαζόμενο, όταν, για παράδειγμα, λόγω της μικρής συχνότητας των δρομολογίων, ο αριθμός των ημερών πραγματικής παροχής υπηρεσιών είναι σαφώς μικρότερος από τον πρώτο.

    (βλ. σκέψεις 56, 57, 59, 65, 73, 74, διατακτ. 3)

Top