EUR-Lex El acceso al Derecho de la Unión Europea

Volver a la página principal de EUR-Lex

Este documento es un extracto de la web EUR-Lex

Documento 62005CJ0411

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας — Οδηγία 2000/78

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, 14η αιτιολογική σκέψη, άρθρα 1, 2 §§ 1 και 2, στοιχείο α΄, και 3 § 1, στοιχείο γ΄)

2. Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας — Οδηγία 2000/78

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1 και 6)

Περίληψη

1. Η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, όπως προκύπτει τόσον από τον τίτλο και το προοίμιό της όσο και από το περιεχόμενο και την οικονομία της, σκοπεί να θεσπίσει ένα γενικό πλαίσιο προκειμένου να εξασφαλίζεται σε κάθε πρόσωπο ίση μεταχείριση «στην απασχόληση και στην εργασία», παρέχοντάς του αποτελεσματική προστασία από τις διακρίσεις που στηρίζονται σε έναν από τους λόγους του άρθρου 1, μεταξύ των οποίων είναι και η ηλικία.

Σύμφωνα με τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη, η οδηγία αυτή δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης. Ωστόσο, αυτή η αιτιολογική σκέψη απλώς διευκρινίζει ότι η οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν ηλικίες συνταξιοδοτήσεως και ουδόλως κωλύει την εφαρμογή της οδηγίας αυτής επί εθνικών μέτρων που διέπουν τους όρους λύσεως μιας σύμβασης εργασίας οσάκις έχει συμπληρωθεί η καθορισθείσα ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

Κατόπιν αυτού μια εθνική νομοθεσία, κατά την οποία το γεγονός ότι ο εργαζόμενος συμπληρώνει την ηλικία που καθορίζει η νομοθεσία αυτή για τη συνταξιοδότηση συνεπάγεται αυτοδίκαια λύση της συμβάσεως εργασίας, επηρεάζει τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας που συνδέει τα μέρη καθώς και γενικότερα την άσκηση από τον εργαζόμενο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, εμποδίζοντας τη συμμετοχή του στην ενεργό ζωή, στο μέλλον. Κατά συνέπεια, μια νομοθεσία αυτής της φύσεως πρέπει να θεωρηθεί ως θεσπίζουσα κανόνες που αφορούν τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2000/78 και ως επιβάλλουσα, άμεσα λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στους εργαζομένους που συμπληρώνουν την ηλικία αυτή σε σύγκριση με όλα τα άλλα πρόσωπα που εξακολουθούν να εργάζονται. Η ρύθμιση αυτή εισάγει δηλαδή διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην ηλικία κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας.

(βλ. σκέψεις 42, 44-46, 51)

2. Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως προβλέπεται από την οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας θεωρούνται έγκυρες οι ρήτρες υποχρεωτικής συνταξιοδότησης που περιλαμβάνονται σε συλλογικές συμβάσεις και οι οποίες απαιτούν, ως μοναδικές προϋποθέσεις, ότι ο εργαζόμενος συμπληρώνει το όριο ηλικίας που καθορίζεται στο 65ο έτος από την εθνική νομοθεσία για τη συνταξιοδότηση και πληροί τα λοιπά κριτήρια κοινωνικής ασφαλίσεως ώστε να θεμελιώνει δικαίωμα συντάξεως, στηριζομένης σε εισφορές, εφόσον

– το μέτρο αυτό, που όντως στηρίζεται στην ηλικία, είναι αντικειμενικό και λογικά δικαιολογημένο, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, από θεμιτό στόχο αναγόμενο στην πολιτική απασχολήσεως και στην αγορά εργασίας και

– τα μέσα που εφαρμόζονται για την επίτευξη αυτού του γενικού συμφέροντος στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία προς τούτο.

Συγκεκριμένα, αφενός, η νομοθεσία αυτή θεσπίστηκε στο πλαίσιο εθνικής πολιτικής που έχει ως στόχο να διευκολύνει την πρόσβαση στην απασχόληση με την καλύτερη κατανομή της μεταξύ των γενεών με σκοπό ιδίως τη μείωση της ανεργίας.

Η νομιμότητα ενός τέτοιου στόχου γενικού συμφέροντος δεν μπορεί ευλόγως να τεθεί εν αμφιβόλω, δεδομένου ότι η πολιτική απασχόλησης καθώς και η κατάσταση στην αγορά εργασίας συγκαταλέγονται στους στόχους που διατυπώνει ρητά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78 και, σύμφωνα με τα άρθρα 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, ΕΕ και 2 ΕΚ, η επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης αποτελεί έναν από τους στόχους που επιδιώκει τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι η επίδικη εθνική διάταξη δεν αναφέρεται ρητά σε τέτοιο στόχο δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας υπό τον όρο πάντως ότι από άλλα στοιχεία του γενικού πλαισίου του οικείου μέτρου, προκύπτει ο στόχος που διαπνέει για την περίπτωση ασκήσεως δικαστικού ελέγχου όσον αφορά την αντικειμενική δικαιολόγησή του.

Αφετέρου, ναι μεν στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, τα κράτη μέλη καθώς και, ενδεχομένως, οι κοινωνικοί εταίροι στο εθνικό επίπεδο έχουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στην επιλογή όχι μόνον της επιδίωξης ενός συγκεκριμένου στόχου μεταξύ άλλων στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως αλλά και στον καθορισμό των μέτρων μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, πλην όμως στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους απόκειται να εξισορροπήσουν τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα, μεριμνώντας ώστε τα εθνικά μέτρα που προβλέπονται στο πλαίσιο αυτό να μην υπερβαίνουν το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του στόχου που επιδιώκει το οικείο κράτος μέλος.

Ακριβώς όμως δεν είναι παράλογο να θεωρούν οι αρχές ενός κράτους μέλους ότι η υποχρεωτική συνταξιοδότηση λόγω του ότι ο εργαζόμενος συμπληρώνει το προβλεπόμενο όριο ηλικίας μπορεί να είναι πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του θεμιτού στόχου της εθνικής πολιτικής απασχολήσεως που είναι η προώθηση της πλήρους απασχόλησης με τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπέρμετρη προσβολή των θεμιτών προσδοκιών των εργαζομένων που συνταξιοδοτούνται υποχρεωτικά εφόσον η σχετική νομοθεσία δεν στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη ηλικία αλλά λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι λαμβάνουν μετά τη λήξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους σημαντικό αντιστάθμισμα υπό τη μορφή συντάξεως, όπως αυτή που προβλέπει η επίδικη στην κύρια δίκη ρύθμιση, το επίπεδο της οποίας είναι εύλογο.

(βλ. σκέψεις 53-57, 62, 64, 68, 71-73, 77 και διατακτ.)

Arriba