EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010TN0456

Υπόθεση T-456/10: Προσφυγή της 1ης Οκτωβρίου 2010 — Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής

ΕΕ C 346 της 18.12.2010, p. 46–47 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

18.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 346/46


Προσφυγή της 1ης Οκτωβρίου 2010 — Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-456/10)

()

2010/C 346/91

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Timab Industries (Dinard, Γαλλία) και Cie financière et de participations Roullier (CFPR) (Saint-Malo, Γαλλία) (εκπρόσωπος: N. Lenoir, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

επικουρικώς, να ακυρώσει την απόφαση κατά το άρθρο της 1, ιδίως καθόσον αυτή κρίνει ότι η CFPR και η Timab συμμετείχαν στις πρακτικές που αφορούσαν τους όρους πωλήσεως και σε ένα σύστημα αντισταθμίσεως·

εν πάση περιπτώσει, να μεταρρυθμίσει το άρθρο 2 της αποφάσεως και να μειώσει ουσιαστικώς το ποσό του επιβληθέντος, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στην CFPR και στην Timab προστίμου·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως C(2010) 5001 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (στο εξής: ΕΟΧ) (υπόθεση COMP/38866 — Φωσφορικά άλατα για τις ζωοτροφές), όσον αφορά σύμπραξη στην ευρωπαϊκή αγορά των φωσφορικών αλάτων που προορίζονται για τις ζωοτροφές, με αντικείμενο την κατανομή ποσοστώσεων πωλήσεων, τον συντονισμό των τιμών και των όρων πωλήσεως και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών.

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλουν οκτώ λόγους ακυρώσεως αντλούμενους από:

προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως και παράβαση του κανονισμού 773/2004 (1) και της ανακοινώσεως σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών (2), λόγω του ότι οι προσφεύγουσες τιμωρήθηκαν για το γεγονός ότι αποσύρθηκαν από τις συζητήσεις που διεξήχθησαν με σκοπό τη διευθέτηση της διαφοράς κατά το άρθρο 10α του κανονισμού 773/2004, στο μέτρο που το πιθανό πρόστιμο το οποίο η Επιτροπή είχε καθορίσει κατά τις συζητήσεις διευθέτησης της διαφοράς αυξήθηκε εν συνεχεία κατά 25 %, παρά το γεγονός ότι, αφενός, το πιθανό πρόστιμο δεν έπρεπε να αυξηθεί περισσότερο από 10 % μετά την άρνηση των προσφευγουσών να συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθετήσεως της διαφοράς και, αφετέρου, ότι η διάρκεια της παραβάσεως είχε μειωθεί κατά 60 %·

ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση του βάρους αποδείξεως, καθόσον καταλογίστηκε στις προσφεύγουσες συμμετοχή σε πρακτικές στις οποίες αυτές δεν είχαν συμμετάσχει, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διέθετε αποδείξεις για τη συμμετοχή τους αυτή·

παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας του αυστηρότερου νόμου με τον οποίο επιβάλλονται κυρώσεις και παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχειρίσεως και της ασφάλειας δικαίου, στο μέτρο που το ύψος του προστίμου υπολογίστηκε κατ’ εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 (3), ενώ η καταλογιζόμενη παράβαση έλαβε χώρα πριν τη δημοσίευση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών· αυτή η αναδρομική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 είχε ως συνέπεια την επιβολή υψηλότερου προστίμου·

παράβαση του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 (4), παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ατομικότητας των ποινών και της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον το επιβληθέν πρόστιμο δεν είναι αντιπροσωπευτικό ούτε της διάρκειας ούτε της βαρύτητας των πρακτικών·

πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως της βαρύτητας των καταλογιζόμενων στις προσφεύγουσες πρακτικών και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της αναλογικότητας και της ατομικότητας των ποινών κατά τον προσδιορισμό του βασικού ποσού προστίμου, καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το ότι η παράβαση δεν είχε σημαντικές επιπτώσεις ούτε το ότι η Timab είχε μικρότερη συμμετοχή στη σύμπραξη απ’ ότι οι λοιποί μετέχοντες·

σφάλμα εκτιμήσεως και παραβίαση των αρχών της ατομικότητας των ποινών και της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει στις προσφεύγουσες οποιαδήποτε ελαφρυντική περίσταση, παρά το γεγονός της αλληλεξαρτήσεως των μετεχόντων στη σύμπραξη και της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς της Timab·

προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της ανακοινώσεως περί επιείκειας (5), στο μέτρο που η μείωση του προστίμου, που χορηγήθηκε λόγω επιείκειας στις προσφεύγουσες κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για τη διευθέτηση της διαφοράς, περιορίστηκε σημαντικά μετά την απόσυρση των προσφευγουσών από τις εν λόγω συζητήσεις·

πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως της ικανότητας πληρωμής των προσφευγουσών και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και των διατάξεων του άρθρου 3 ΣΕΕ και του Πρωτοκόλλου αριθ. 17 που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη της Λισσαβώνας, καθόσον η Επιτροπή εφάρμοσε τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 όσον αφορά την ικανότητα πληρωμής των προσφευγουσών χωρίς να λάβει υπόψη ούτε τις εξαιρετικές περιστάσεις που προέκυψαν συνεπεία της κρίσεως σον τομέα της ευρωπαϊκής γεωργίας, ούτε τους ειδικούς οικονομικούς και κοινωνικούς περιορισμούς των προσφευγουσών.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 123, σ.18).

(2)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2008, C 167, σ. 1).

(3)  Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

(5)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3).


Top