EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CJ0065

Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 1995.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Άρθρο 43 της Συνθήκης ΕΟΚ - Υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο.
Υπόθεση C-65/93.

Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-00643

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1995:91

61993J0065

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 30ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1995. - ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ. - ΑΡΘΡΟ 43 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ - ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-65/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-00643


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Πράξεις των οργάνων * Διαδικασία καταρτίσεως * Σύμφωνη με τους οικείους κανόνες διαβούλευση με το Κοινοβούλιο * Ουσιώδης τύπος * Περιεχόμενο * Διαπραχθείσα από το Κοινοβούλιο παράβαση του καθήκοντος ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ θεσμικών οργάνων * Αποτελέσματα

Περίληψη


Η σύμφωνη με τους οικείους κανόνες διαβούλευση με το Κοινοβούλιο στις περιπτώσεις που προβλέπει η Συνθήκη αποτελεί ουσιώδη τύπο, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως. Συγκεκριμένα, η πραγματική συμμετοχή του Κοινοβουλίου στη νομοθετική διαδικασία της Κοινότητας, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη διαδικασίες, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της θεσμικής ισορροπίας που θέλησε η Συνθήκη. Η αρμοδιότητα αυτή αποτελεί την έκφραση μιας θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής, κατά την οποία οι λαοί συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας μέσω μιας αντιπροσωπευτικής συνελεύσεως.

Η απαιτούμενη προϋπόθεση της διαβουλεύσεως θεωρείται πληρωθείσα εφόσον το Κοινοβούλιο διατυπώσει τη γνώμη του η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με μια απλή αίτηση γνωμοδοτήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου. Σε περίπτωση επείγοντος, εναπόκειται στο Συμβούλιο να χρησιμοποιήσει όλες τις παρεχόμενες από τη Συνθήκη και τον Κανονισμό του Κοινοβουλίου δυνατότητες, προκειμένου να λάβει την προηγούμενη γνώμη του οργάνου αυτού.

Ωστόσο, στο πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ των οργάνων, στον οποίο στηρίζεται κυρίως η διαδικασία διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, πρυτανεύουν τα ίδια αμοιβαία καθήκοντα ειλικρινούς συνεργασίας με αυτά που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων.

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Κοινοβούλιο παρέβη το καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας έναντι του Συμβουλίου στην περίπτωση που, κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου, η οποία δικαιολογείται λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων σχέσεων που υφίστανται μεταξύ της Κοινότητας και των αναπτυσσομένων χωρών, καθώς και των δυσχερειών που θα προέκυπταν από μια απότομη διακοπή της εφαρμογής του καθεστώτος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων που έχει θεσπιστεί υπέρ ορισμένων προϊόντων καταγωγής των χωρών αυτών, αποφάσισε να συζητήσει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος την πρόταση κανονισμού για την παράταση της εφαρμογής των εν λόγω προτιμήσεων κατά το προσεχές έτος, αλλά εν συνεχεία αποφάσισε τη διακοπή της τελευταίας συνεδριάσεως εν ολομελεία όπου η πρόταση μπορούσε να συζητηθεί εμπροθέσμως, χωρίς να έχει διεξαχθεί η σχετική με την πρόταση αυτή συζήτηση. Λόγω της παραβάσεως αυτής, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να προσάψει στο Συμβούλιο ότι εξέδωσε τον επίμαχο κανονισμό χωρίς να αναμείνει τη γνωμοδότησή του.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-65/93,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον Jorge Campinos, jurisconsultus, και τους Christian Pennera και Kieran Bradley, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Kirchberg,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους Jean-Claude Piris, γενικό διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, και Yves Cretien, σύμβουλο στη Νομική Υπηρεσία, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Bruno Eynard, διευθυντή της Νομικής Διευθύνσεως της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

καθού,

υποστηριζομένου από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τους J. E. Collins, του τμήματος Treasury Solicitor, και Peter Duffy, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνον,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3917/92 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1992, για την παράταση, κατά το 1993, της εφαρμογής των κανονισμών (ΕΟΚ) 3831/90, (ΕΟΚ) 3832/90, (ΕΟΚ) 3833/90, (ΕΟΚ) 3834/90, (ΕΟΚ) 3835/90 και (ΕΟΚ) 3900/91, για την εφαρμογή των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, κατά το έτος 1991, σε ορισμένα προϊόντα, καταγωγής των αναπτυσσόμενων χωρών, και για τη συμπλήρωση του καταλόγου των δικαιούχων των προτιμήσεων αυτών (ΕΕ L 396, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, Πρόεδρο, F. A. Schockweiler, P. J. G. Kapteyn (εισηγητή) και C. Gulmann, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, K. N. Kακούρη, J. C. Moitinho de Almeida, J. L. Murray, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet και G. Hirsch, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κυρία υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 19ης Οκτωβρίου 1994,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 1994,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Μαρτίου 1993, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3917/92 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1992, για την παράταση, κατά το 1993, της εφαρμογής των κανονισμών (ΕΟΚ) 3831/90, (ΕΟΚ) 3832/90, (ΕΟΚ) 3833/90, (ΕΟΚ) 3834/90, (ΕΟΚ) 3835/90 και (ΕΟΚ) 3900/91, για την εφαρμογή των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, κατά το έτος 1991, σε ορισμένα προϊόντα, καταγωγής των αναπτυσσόμενων χωρών, και για τη συμπλήρωση του καταλόγου των δικαιούχων των προτιμήσεων αυτών (ΕΕ L 396, σ. 1, στο εξής: κανονισμός), για τον λόγο ότι το Συμβούλιο αγνόησε τις προνομίες του.

2 Ο κανονισμός προήλθε από πρόταση κανονισμού που υπέβαλε η Επιτροπή στο Συμβούλιο στις 15 Οκτωβρίου 1992. Η πρόταση αυτή, στηριζόμενη στα άρθρα 43 και 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, απέβλεπε καταρχάς στο να παρατείνει κατά το 1993 το ισχύον τότε σύστημα των γενικευμένων προτιμήσεων. Εν συνεχεία, περιελάμβανε νέες χώρες στον κατάλογο των δικαιούχων, προκειμένου, αφενός, να ληφθεί υπόψη η κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως (προσθήκη της Αρμενίας, του Αζερμπαϊτζάν, της Λευκορωσίας, της Γεωργίας, του Καζακστάν, του Κιργιστάν, της Μολδαβίας, του Ουζμπεκιστάν, της Ρωσίας, του Τατζικιστάν, του Τουρκμενιστάν και της Ουκρανίας) και, αφετέρου, να προσαρμοστεί ο κοινοτικός κατάλογος των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών στον αντίστοιχο κατάλογο των Ηνωμένων Εθνών (προσθήκη της Καμπότζης, της Λιβερίας, της Μαδαγασκάρης, των Νήσων Σολομώντος, του Βανουάτου, του Ζαΐρ και της Ζάμπια). Τέλος, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εγκαθίδρυση της ενιαίας αγοράς την 1η Ιανουαρίου 1993, η Επιτροπή πρότεινε να αντικατασταθούν οι κατανεμόμενες μεταξύ των κρατών μελών δασμολογικές ποσοστώσεις από καθορισμένα ποσά με μηδενικό δασμό για το σύνολο της Κοινότητας.

3 Με έγγραφο της 22ας Οκτωβρίου 1992, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου πληροφόρησε τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου ότι το Συμβούλιο είχε αποφασίσει, την ίδια μέρα, να ζητήσει τη γνώμη του Κοινοβουλίου επί της εν λόγω προτάσεως. Προκειμένου να είναι σε θέση να λάβει απόφαση προ της 1ης Ιανουαρίου 1993, προβλεπόμενη ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού, το Συμβούλιο ζητούσε επίσης την εφαρμογή της διαδικασίας του κατεπείγοντος που θεσπίζεται με το άρθρο 75 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο ορίζει:

"1. Το κατεπείγον μιας συζητήσεως επί προτάσεως για την οποία απαιτείται η γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου (...) μπορεί να προταθεί στο Κοινοβούλιο (...) από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί εγγράφως και να είναι αιτιολογημένη.

2. Ο Πρόεδρος, μόλις του υποβληθεί αίτηση για κατεπείγουσα συζήτηση, ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο η ψηφοφορία επί της αιτήσεως αυτής διεξάγεται κατά την έναρξη της συνεδριάσεως που ακολουθεί τη συνεδρίαση κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώθηκε η αίτηση (...)"

4 Κατά τη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου της 30ής Οκτωβρίου 1992, η πρόταση διαβιβάστηκε στην Επιτροπή Αναπτύξεως για εξέταση κατ' ουσίαν και σε τέσσερις άλλες επιτροπές για γνωμοδότηση (ΕΕ 1992, C 305, σ. 565).

5 Στις 17 Νοεμβρίου 1992, το Κοινοβούλιο αποφάσισε, εν ολομελεία, να εφαρμόσει επί της εν λόγω προτάσεως τη διαδικασία του κατεπείγοντος και να την εξετάσει στις 20 Νοεμβρίου 1992 (ΕΕ 1992, C 337, σ. 25).

6 Κατά την ολομέλεια της 20ής Νοεμβρίου, ο πρόεδρος της Επιτροπής Αναπτύξεως, βασιζόμενος στο άρθρο 103, παράγραφος 1, του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ζήτησε την παραπομπή του θέματος σε επιτροπή (ΕΕ 1992, C 337, σ. 261) για τους εξής λόγους:

"Θεωρούμε ότι πρόκειται απλώς για μια ανανέωση, η οποία όμως έχει σημαντικές συνέπειες εφόσον αφορά ανατολικές χώρες, οι οποίες δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυσσόμενες, καθώς και άλλα προϊόντα. Συνεπώς, επιθυμούμε την παραπομπή σε επιτροπή και θα μπορούμε να δούμε εκ νέου την κατάσταση μετά την εξέταση της Επιτροπής Αναπτύξεως και Συνεργασίας, κατά τη σύνοδο του Δεκεμβρίου."

7 Η εξέταση της εκθέσεως της Επιτροπής Αναπτύξεως ενεγράφη στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως της Παρασκευής, 18 Δεκεμβρίου, τελευταίας ημέρας της τελευταίας συνόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 1992. Την ημέρα εκείνη, ενώ λίγο προ της 1ης μ.μ. το θέμα αυτό επρόκειτο να συζητηθεί εν ολομελεία, υποβλήθηκε από δεκατέσσερις βουλευτές στον πρόεδρο της συνεδριάσεως, βάσει του άρθρου 106 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, αίτηση διακοπής της συνεδριάσεως. Το άρθρο αυτό ορίζει συγκεκριμένα:

"Κατά τη διάρκεια συζητήσεως ή ψηφοφορίας, η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί ή να λήξει αν το αποφασίσει το Κοινοβούλιο κατόπιν (...) αιτήσεως (...) δέκα τριών τουλάχιστον βουλευτών."

8 Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή και η συνεδρίαση έληξε, χωρίς να καταστεί δυνατή η συζήτηση των λοιπών εγγεγραμμένων στην ημερήσια διάταξη θεμάτων και κυρίως του ψηφίσματος που πρότεινε η έκθεση της Επιτροπής Αναπτύξεως και Συνεργασίας, μολονότι ο πρόεδρος της συνεδριάσεως πρότεινε να συζητηθεί πριν από τη λήξη η έκθεση αυτή. Η συζήτηση αυτή αναβλήθηκε για τις 18 Ιανουαρίου 1993.

9 Αμέσως έλαβαν χώρα τηλεφωνικές επαφές μεταξύ του διευθυντή του Γραφείου του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου και του προϊσταμένου του Γραφείου του Προέδρου του Κοινοβουλίου. Κατά τις συζητήσεις αυτές, έγινε δεκτό ότι δεν ήταν πλέον πρακτικώς δυνατή η σύγκλιση έκτακτης συνόδου του Κοινοβουλίου πριν από το τέλος του 1992.

10 Στις 21 Δεκεμβρίου 1992, το Συμβούλιο εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό χωρίς να έχει λάβει τη γνώμη του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο ενημερώθηκε σχετικώς με έγγραφο της ίδιας ημέρας. Η έλλειψη διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο δικαιολογείται στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού ως εξής:

"'Οτι είναι απόλυτη ανάγκη να αποφευχθεί το νομικό κενό που ενδέχεται να έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στις σχέσεις της Κοινότητας με τις αναπτυσσόμενες χώρες καθώς και στα συμφέροντα των οικονομικών παραγόντων ότι, επομένως, ο κανονισμός για την εφαρμογή του κοινοτικού καθεστώτος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων κατά το 1993 πρέπει να εκδοθεί αρκετά έγκαιρα ώστε να μπορέσει να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1993.

ότι, κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, δεν υπάρχει λόγος να υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επίσημη αίτηση διεξαγωγής έκτακτης συνόδου για την έγκριση της γνώμης του, εφόσον είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο, για λόγους χρονικούς, να συγκληθεί έγκαιρα αυτή η σύνοδος για να δημοσιευθεί ο κανονισμός πριν από το τέλος του 1992

ότι, στις εξαιρετικές αυτές περιστάσεις, ο κανονισμός πρέπει να εκδοθεί χωρίς τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου."

11 Ο κανονισμός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 31ης Δεκεμβρίου 1992. Το φύλλο αυτό της εφημερίδας βγήκε από το πιεστήριο της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 28 Ιανουαρίου 1993.

12 Εν τω μεταξύ, στις 18 Ιανουαρίου 1993, το Κοινοβούλιο εξέτασε την πρόταση που του είχε υποβληθεί (EE C 42 της 15ης Φεβρουαρίου 1993, σ. 11). Την επομένη, υιοθέτησε δέκα επτά τροπολογίες (EE 1993, C 42, σ. 25) και ενέκρινε το υπόλοιπο κείμενο στο σύνολό του. Ζήτησε ωστόσο από το Συμβούλιο να το ενημερώσει, εάν προετίθετο να αποκλίνει του κειμένου, και να προβεί σε νέα διαβούλευση με αυτό, σε περίπτωση ουσιώδους τροποποιήσεως (EE 1993, C 42, σ. 28).

13 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστηρίζει στην προσφυγή του ότι η προσβαλλομένη πράξη, εφόσον εκδόθηκε από το Συμβούλιο χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία διαβουλεύσεως του άρθρου 43 της Συνθήκης, το οποίο, σε συνδυασμό με το άρθρο 113 της ίδιας Συνθήκης, συνιστά τη νομική της βάση, πρέπει να ακυρωθεί λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου.

14 Πρώτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η εφαρμογή ενός κοινοτικού συστήματος γενικευμένων προτιμήσεων αποτελεί το επακόλουθο μιας συμφωνίας που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της Διασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη. Μολονότι, από νομική άποψη, τα θεσπισθέντα μέτρα μπορούν να ανακληθούν ανά πάσα στιγμή, η Κοινότητα δεν μπορεί, από πολιτική άποψη, να ενεργήσει μονομερώς κατά τρόπο αντίθετο προς την πρακτική της.

15 Δεύτερον, το Συμβούλιο εκθέτει ότι ένα ανυπέρβλητο δημόσιο συμφέρον καθιστούσε αναγκαία την έκδοση του κανονισμού πριν από το τέλος του 1992. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός έπρεπε να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1993, προκειμένου να διαφυλαχθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τόσο των αναπτυσσομένων χωρών που ευεργετούνται από το σύστημα όσο και των επιχειρηματιών.

16 Τρίτον, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι εξάντλησε όλες τις δυνατότητες, προκειμένου να έχει εμπρόθεσμα τη γνώμη του Κοινοβουλίου, ζητώντας την εφαρμογή της διαδικασίας του κατεπείγοντος και προτείνοντας, ματαίως, στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να συγκαλέσει έκτακτη σύνοδο, βάσει του άρθρου 139 της Συνθήκης ΕΟΚ. Εν όψει τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων, το Συμβούλιο θεωρεί ότι είχε το δικαίωμα να εκδώσει την προσβαλλομένη πράξη χωρίς τη γνώμη του Κοινοβουλίου.

17 Τέλος, στο υπόμνημά του ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η διαβούλευση με το Κοινοβούλιο επί της προτάσεως του επιδίκου κανονισμού κατέστη υποχρεωτική μόνον λόγω της προσθήκης του άρθρου 43 της Συνθήκης στη νομική του βάση. Ωστόσο, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 26ης Μαρτίου 1987, 45/86, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1987, σ. 1493), τα θέματα των γενικευμένων προτιμήσεων υπάγονται καταρχήν στην κοινή εμπορική πολιτική και συνεπώς στο άρθρο 113. Επομένως, η αναφορά στο άρθρο 43 θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί και, δεδομένου ότι το άρθρο 113 αποτελεί κατά νόμο τη μόνη αναγκαία νομική βάση, η διαβούλευση με το Κοινοβούλιο θα μπορούσε εγκύρως να μην είχε λάβει χώρα.

18 Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ομοίως ότι, μολονότι η διαβούλευση με το Κοινοβούλιο αποτελεί ουσιώδη τύπο, το Συμβούλιο μπορεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να εκδώσει έναν κανονισμό χωρίς να έχει λάβει τη γνώμη του Κοινοβουλίου. Αυτό ισχύει ιδίως οσάκις πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για ένα επείγον μέτρο και το Συμβούλιο δεν είναι σε θέση να λάβει τη γνώμη του Κοινοβουλίου εμπροθέσμως, μολονότι κατέβαλε κάθε προς τούτο προσπάθεια.

19 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου διευκρινίζει, εν συνεχεία, ότι το Συμβούλιο δεν οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη νομικού κενού προκειμένου να δικαιολογήσει το κατεπείγον της λήψεως ενός μέτρου. Το άρθρο 43 της Συνθήκης παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία να αποφαίνεται επί της σκοπιμότητας μιας ρυθμίσεως. Η εν λόγω όμως εξουσία προϋποθέτει την εξουσία εκτιμήσεως περί του εάν το μέτρο που πρόκειται να ληφθεί είναι επείγον. Εάν, σε μια τέτοια περίπτωση, το Συμβούλιο ουδέποτε είχε τη δυνατότητα να λάβει απόφαση ή εάν έπρεπε να καταφύγει στο άρθρο 175 της Συνθήκης ΕΟΚ, η υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο θα είχε ως αποτέλεσμα την απονομή σε αυτό μιας de facto εξουσίας αρνησικυρίας όσον αφορά σχέδια επείγουσας νομοθετήσεως και θα διακυβευόταν η καθιδρυόμενη από τη Συνθήκη θεσμική ισορροπία.

20 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρατηρεί, τέλος, ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας που έχει θεσπιστεί με το άρθρο 149, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης ΕΟΚ (το οποίο κατέστη το άρθρο 189 Γ, κατόπιν των τροποποιήσεων που επέφερε η Συνθήκη περί της Ευρωπαϊκής Ενώσεως), το Συμβούλιο μπορεί να προβεί στην οριστική έκδοση της οικείας πράξεως εάν το Κοινοβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από της κοινοποιήσεως της κοινής θέσεως του Συμβουλίου. Δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή σκοπό έχει να ενισχύσει τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου στη νομοθετική διαδικασία της Κοινότητας, θα ήταν παράδοξο, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, να έχει το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο της απλής διαβουλεύσεως, λόγω του ότι δεν είναι δυνατόν να του επιβληθεί προθεσμία για να αποφανθεί, μεγαλύτερη εξουσία παρεμβάσεως που να του επιτρέπει, ενδεχομένως, να εμποδίσει ένα μέτρο.

21 Πρέπει να υπενθυμιστεί, καταρχάς, ότι η σύμφωνη με τους οικείους κανόνες διαβούλευση με το Κοινοβούλιο στις περιπτώσεις που προβλέπει η Συνθήκη αποτελεί ουσιώδη τύπο, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως. Συγκεκριμένα, η πραγματική συμμετοχή του Κοινοβουλίου στη νομοθετική διαδικασία της Κοινότητας, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη διαδικασίες, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της θεσμικής ισορροπίας που θέλησε η Συνθήκη. Η αρμοδιότητα αυτή αποτελεί την έκφραση μιας θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής, κατά την οποία οι λαοί συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας μέσω μιας αντιπροσωπευτικής συνελεύσεως (βλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 1980, αποκαλούμενες "Ισογλυκόζη", 138/79, Roquette freres κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 313, σκέψη 33, και 139/79, Maizena κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 359, σκέψη 34).

22 Πρέπει εν συνεχεία να υπενθυμιστεί ότι η απαιτουμένη προϋπόθεση της διαβουλεύσεως θεωρείται πληρωθείσα εφόσον το Κοινοβούλιο διατυπώσει τη γνώμη του και ότι η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με μια απλή αίτηση γνωμοδοτήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις, σκέψεις 34 και 35 αντιστοίχως). Σε περίπτωση επείγοντος, εναπόκειται στο Συμβούλιο να χρησιμοποιήσει όλες τις παρεχόμενες από τη Συνθήκη και τον Κανονισμό του Κοινοβουλίου δυνατότητες, προκειμένου να λάβει την προηγούμενη γνώμη του οργάνου αυτού (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις, σκέψεις 36 και 37 αντιστοίχως).

23 Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ των οργάνων, στον οποίο στηρίζεται κυρίως η διαδικασία διαβουλεύσεως, πρυτανεύουν τα ίδια αμοιβαία καθήκοντα ειλικρινούς συνεργασίας με αυτά που διέπουν τις σχέσεις των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων (βλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1988, 204/86, Ελλάδα κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5323, σκέψη 16).

24 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το Συμβούλιο γνωστοποίησε, με το έγγραφό του της 22ας Οκτωβρίου 1992, στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου την ανάγκη να εκδοθεί ο επίδικος κανονισμός πριν από το τέλος του 1992, προκειμένου να καταστεί δυνατή η έναρξη ισχύος του την 1η Ιανουαρίου 1993. Ομοίως δεν αμφισβητείται ότι, εν όψει των ιδιαιτέρων σχέσεων που υφίστανται μεταξύ της Κοινότητας και των αναπτυσσομένων χωρών και των πολιτικής και τεχνικής φύσεως δυσχερειών που θα ανέκυπταν από μια αιφνίδια διακοπή της εφαρμογής των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, το εν λόγω αίτημα ήταν δικαιολογημένο.

25 Τα ανωτέρω ελήφθησαν πλήρως υπόψη από το Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι αυτό, αφού παρέπεμψε την πρόταση κανονισμού στην Επιτροπή Αναπτύξεως, αποφάσισε να εφαρμόσει επ' αυτής τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Το Κοινοβούλιο, εγγράφοντας την εξέταση της εκθέσεως της Επιτροπής Αναπτύξεως στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως της Παρασκευής, 18 Δεκεμβρίου, ήτοι κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνόδου του το 1992, προετίθετο προφανώς να διατυπώσει τη γνώμη του εμπροθέσμως, προκειμένου να καταστεί δυνατή η έκδοση του κανονισμού από το Συμβούλιο πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993.

26 Ωστόσο, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, παρά τις διαβεβαιώσεις που παρασχέθηκαν κατ' αυτόν τον τρόπο στο Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο αποφάσισε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 106 του Κανονισμού του, τη λήξη της συνεδριάσεως της ολομελείας της 18ης Δεκεμβρίου 1992 κατόπιν αιτήσεως δεκατεσσάρων βουλευτών, χωρίς να έχει συζητηθεί η πρόταση κανονισμού. Προκύπτει επιπλέον ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε εντελώς ξένους προς τον προσβαλλόμενο κανονισμό λόγους και δεν έλαβε υπόψη το επείγον της διαδικασίας και την ανάγκη να εκδοθεί ο κανονισμός αυτός πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993.

27 Επιδεικνύοντας μια τέτοια συμπεριφορά, το Κοινοβούλιο παρέβη το καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας έναντι του Συμβουλίου. Αυτό δε κατά μείζονα λόγο καθόσον το Συμβούλιο δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα που του παρείχε το άρθρο 139 της Συνθήκης, δεδομένου ότι η σύγκληση έκτακτης συνόδου του Κοινοβουλίου αποδείχθηκε, σύμφωνα με την πληροφόρηση που έλαβε το Συμβούλιο από την Προεδρία του Κοινοβουλίου, πρακτικώς αδύνατη πριν από το τέλος του 1992.

28 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να προσάψει εγκύρως στο Συμβούλιο ότι εξέδωσε στις 21 Δεκεμβρίου 1992 τον επίδικο τον κανονισμό χωρίς να αναμείνει τη γνωμοδότησή του. Συγκεκριμένα, η αιτία της μη τηρήσεως του ουσιώδους τύπου της διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο έγκειται στο ότι το όργανο αυτό παρέβη το καθήκον του ειλικρινούς συνεργασίας έναντι του Συμβουλίου.

29 Το γεγονός ότι η Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 31ης Δεκεμβρίου 1992, στην οποία δημοσιεύθηκε ο κανονισμός, δεν κυκλοφόρησε παρά στις 28 Ιανουαρίου 1993 δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση της νομιμότητας του κανονισμού κατά την ημέρα εκδόσεώς του.

30 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

31 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το Κοινοβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, προσφεύγον, θα φέρει τα δικά του έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα. Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας θα φέρει τα έξοδά του.

Top