EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52005DC0098

Εκθεση της Επιτροπης - «Βελτιωση της Νομοθεσιας 2004» σύμφωνα με το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (12th εκθεση) {SEC(2005) 364}

/* COM/2005/0098 τελικό */

52005DC0098

Εκθεση της Επιτροπης - «Βελτιωση της Νομοθεσιας 2004» σύμφωνα με το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (12th εκθεση) {SEC(2005) 364} /* COM/2005/0098 τελικό */


Βρυξέλλες, 21.03.2005

COM(2005) 98 τελικό

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

«ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ 2004»σύμφωνα με το άρθρο 9 του πρωτοκόλλουσχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (12th εκθεση) {SEC(2005) 364}

Η υποχρέωση της Επιτροπής να υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ετήσια έκθεση για την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας αποφασίστηκε, το Δεκέμβριο του 1992, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Εδιμβούργου. Η υποχρέωση αυτή συμπεριλήφθηκε σε πρωτόκολλο που προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο πλαίσιο των τροποποιήσεων που έγιναν από τη συνθήκη του Άμστερνταμ, το 1997. Από το 1995, η έκθεση αυτή αφορά, επίσης, τις ενέργειες που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας και της προσβασιμότητας της νομοθεσίας.

Μεταξύ της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και της βελτίωσης του κανονιστικού περιβάλλοντος υπάρχει πράγματι στενή σύνδεση. Τηρώντας την αρχή της επικουρικότητας, η Ένωση περιορίζει τη δράση της σε ό,τι είναι αναγκαίο και αποτελεσματικό. Τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας επιλέγει τους απλούστερους τρόπους παρέμβασης. Εξάλλου, τα μέτρα σχετικά με την διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών, τη συγκέντρωση εμπειρογνωμοσύνης, την ανάλυση των επιπτώσεων, την ανάπτυξη εναλλακτικών τρόπων παρέμβασης και την ανταλλαγή «ορθών κανονιστικών πρακτικών» συμβάλλουν στον καλύτερο καθορισμό και σχεδιασμό των αναγκαίων, αποτελεσματικών και απλών επιλογών. Στο θέμα αυτό συμβάλλουν, επίσης, οι προσπάθειες για την ποιότητα της διατύπωσης, τη διάθεση των κειμένων, την παρακολούθηση της εφαρμογής των κανόνων και της απλοποίησης του κοινοτικού κεκτημένου.

Η παρούσα έκθεση είναι η 12η του είδους και επιχειρεί απολογισμό του έτους 2004. Η εμπεριστατωμένη ανάλυση, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σε σχετικά έγγραφα, περιλαμβάνεται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, το οποίο συνοδεύει την παρούσα ανακοίνωση.

1. Βελτίωση της νομοθεσιασ

Η βελτίωση του κανονιστικού περιβάλλοντος αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα, αφενός, για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης και της απασχόλησης και, αφετέρου, για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και της καλύτερης ποιότητας ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Λόγω του επιμερισμού των καθηκόντων εντός της Ένωσης, απαιτούνται για τη βελτίωση αυτή κοινές προσπάθειες από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

Η στρατηγική της Ένωσης στο θέμα αυτό βασίζεται, κυρίως, σε δύο έγγραφα: αφενός, στο σχέδιο δράσης της Επιτροπής «Απλούστευση και βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος» του Ιουνίου 2002[1] και, αφενός, στη διοργανική συμφωνία «Βελτίωση της νομοθεσίας» που συνήφθη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, το Δεκέμβριο του 2003[2]. Μια παρόμοια και εν μέρει συμπληρωματική στρατηγική ακολουθήθηκε σε επίπεδο κρατών μελών μέσω του διακυβερνητικού προγράμματος που εγκρίθηκε, το Μάιο του 2002, από τους υπουργούς που είναι υπεύθυνοι για τη δημόσια διοίκηση[3].

Η εφαρμογή των τριών αυτών στοιχείων συνεχίστηκε το 2004 και η πρόοδος που σημειώθηκε σε κάθε τομέα είναι διαφορετική καθώς και το επίπεδο αρμοδιοτήτων. Επιβάλλεται μία συνολική εκ νέου αξιολόγηση των αναγκών και των διαθέσιμων πόρων. Θα πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες που έχουν αναληφθεί αλλά, επίσης, να προσδιοριστούν επιπλέον ενέργειες με βάση την πείρα που αποκτήθηκε κατά τα τρία τελευταία έτη. Η σύσταση νέας Επιτροπής, με νέο πρόγραμμα εργασίας και νέες προοπτικές, προσφέρει μεγάλα περιθώρια δράσης στο θέμα αυτό.

Αν και οι επιδόσεις ήταν διαφορετικές, τα ενδιαφερόμενα μέρη επέδειξαν αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις δράσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της κανονιστικής ποιότητας. Ωστόσο, εν μέρει λόγω του μεγαλύτερου ενδιαφέροντος, αυξήθηκαν τα προβλήματα συντονισμού των διαφόρων πρωτοβουλιών καθώς και της τήρησης των αρμοδιοτήτων κάθε θεσμικού οργάνου. Η Επιτροπή θεωρεί, λοιπόν, ότι το θέμα του εξορθολογισμού των δομών και των διαδικασιών θα πρέπει να αντιμετωπισθεί το συντομότερο δυνατόν.

1.1. Ενέργειες της Επιτροπής

Η Επιτροπή, χωρίς να θριαμβολογεί, πιστεύει ότι είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η πρόοδος που σημειώθηκε στο σχετικά μικρό χρονικό διάστημα μετά την έγκριση του σχεδίου δράσης ήταν σημαντική και θα μπορούσε να συγκριθεί θετικά με την πρόοδο που σημειώθηκε από πολλά κράτη μέλη κατά την ίδια περίοδο.

Διαβουλεύσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών

Το 2004, ο αριθμός των διαβουλεύσεων αυξήθηκε σημαντικά. Το γεγονός αυτό επετεύχθη ενώ τηρήθηκαν συγχρόνως τα περισσότερα από τα ελάχιστα πρότυπα για τις διαβουλεύσεις, που εισήχθησαν το 2003. Η Επιτροπή θα πρέπει να καταβάλει επιπλέον προσπάθειες για την ανατροφοδότηση των ενδιαφερομένων μερών και, σε λιγότερο βαθμό, για τη διαφάνεια. Η κόπωση ορισμένων μερών, όσον αφορά τις διαβουλεύσεις, και η υποχρέωση κατανομής περιορισμένων πόρων που προορίζονται για την διαφήμιση και την ανάλυση μεταξύ ενός πολύ μεγάλου αριθμού διαβουλεύσεων αποτελούν, εφεξής, πραγματικό κίνδυνο για ορισμένους τομείς. Όλα τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να λάβουν αυτό τον παράγοντα υπόψη τους, κατά τα επόμενα έτη, όταν αποφασίζουν για τον αριθμό των διαβουλεύσεων που θα πραγματοποιηθούν και για το επίπεδο των απαιτούμενων λεπτομερειών. Επίσης, απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση ώστε όλα τα τμήματα της κοινωνίας να λάβουν μέρος σ’ αυτό το στάδιο διαβούλευσης.

Αξιολόγηση των επιπτώσεων

Η αξιολόγηση των ενδεχόμενων επιπτώσεων των πολύ συχνά ιδιαίτερα περίπλοκων σεναρίων στα 25 κράτη μέλη και άνω αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολη. Η Επιτροπή επέτυχε, ωστόσο, να αυξήσει τον αριθμό της Εκτεταμένης Αξιολόγησης των Επιπτώσεων που ολοκληρώθηκε το 2004 (29 αξιολογήσεις έναντι 21 το 2003) καθώς και της συνολικής ποιότητάς τους. Η υλοποίηση παραμένει προβληματική και ο αριθμός της ολοκληρωμένης αξιολόγησης των επιπτώσεων ήταν μικρότερος από τις προβλέψεις. Τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν ότι η χρησιμοποιηθείσα μεθοδολογία είναι αποτελεσματική παρόλο που πρέπει να εφαρμοστεί η μέθοδος αυτή με τρόπο πιο συστηματικό στο σύνολο των υπηρεσιών της Επιτροπής και να δοθεί περισσότερη έμφαση σε θέματα ανταγωνισμού. Νέες κατευθυντήριες γραμμές και τεχνική βοήθεια βρίσκονται υπό εξέλιξη και θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων και στη βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας. Εξάλλου, θα χρειαστούν επίσης, πρόσθετοι πόροι για να αντιμετωπισθούν οι αυξανόμενες φιλοδοξίες σε εσωτερικό επίπεδο καθώς και οι αυξανόμενες προσδοκίες του εξωτερικού κόσμου.

Συγκέντρωση και χρήση της εμπειρογνωμοσύνης

Το 2004, η συγκέντρωση εμπειρογνωμοσύνης σε ειδικούς τομείς έγινε συστηματικά λόγω του 6ου προγράμματος πλαισίου της Ε&Α. Η τεχνική ανάπτυξη μιας εφαρμογής web που επιτρέπει τη διάδοση και τη μεγαλύτερη χρήση επιστημονικών συμβουλών (το ηλεκτρονικό δίκτυο SINAPSE – Επιστημονικές Πληροφορίες για την Υποστήριξη Πολιτών στην Ευρώπη) έχει ολοκληρωθεί. Η επιστημονική κοινότητα έχει κληθεί να εγγραφεί στο δίκτυο αυτό και η επίσημη έναρξη προβλέπεται για τον Μάρτιο του 2005. Έχουν, επίσης, αρχίσει οι εργασίες σχετικά με τη βελτίωση της διαφάνειας των ομάδων εμπειρογνωμόνων που έχει καταρτίσει η Επιτροπή. Οι εργασίες αυτές θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημοσίευση, στις αρχές του 2005, ενός καταλόγου αυτών των ομάδων και ενός μητρώου, κατά τη διάρκεια του έτους, που θα προσφέρει στο Κοινοβούλιο και στο κοινό τυποποιημένες πληροφορίες για όλες τις ομάδες εμπειρογνωμόνων.

Ενημέρωση και απλοποίηση του κοινοτικού κεκτημένου

Η απλοποίηση του κοινοτικού κεκτημένου αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα, ιδίως για τη στρατηγική της Λισσαβόνας. Η Επιτροπή συνέχισε ενεργά το κυλιόμενο πρόγραμμα απλοποίησης. Άρχισε, επίσης, να εξετάζει τον κατάλογο προτεραιοτήτων που υποβλήθηκε από το Συμβούλιο το Νοέμβριο του 2004 και θα αποφασίσει κατά τη διάρκεια του 2005 για τη συνέχεια που θα δοθεί. Η Επιτροπή προβλέπει, εξάλλου, να ενισχύσει τους μηχανισμούς αναγνώρισης νομοθετικών μέτρων που παρουσιάζουν δυσανάλογους περιορισμούς για τους ευρωπαίους κατασκευαστές σε σχέση με τα δημόσια συμφέροντα που στοχεύουν να διαφυλάξουν. Η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στην έναρξη μιας νέας φάσης του προγράμματος απλοποίησης της Επιτροπής.

Η μείωση του όγκου της κοινοτικής νομοθεσίας (κωδικοποίηση και κατάργηση της παρωχημένης νομοθεσίας) παραμένει ένα σημείο αρκετά αδύναμο. Η Επιτροπή θα πρέπει να προτείνει πρωτότυπες λύσεις για να αντιμετωπισθεί η σοβαρή καθυστέρηση που παρατηρείται στον τομέα της μετάφρασης και για να μην επαναληφθεί η κατάσταση αυτή σε περίπτωση μελλοντικών διευρύνσεων. Θα πρέπει, επίσης, να προβλεφθεί ενημέρωση της διοργανικής συμφωνίας του 1994 για την κωδικοποίηση.

Η προσβασιμότητα στα έγγραφα βελτιώθηκε πολύ, το 2004, με το άνοιγμα της νέας πύλης EUR-Lex. Η βάση δεδομένων προσφέρει δωρεάν πρόσβαση στις συνθήκες ΕΕ και ΕΚ, στις διεθνείς συμφωνίες σύνδεσης με την Ένωση, στην ισχύουσα νομοθεσία ΕΚ (συμπεριλαμβανομένων των ενοποιημένων κειμένων), στις προπαρασκευαστικές πράξεις, στις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, στη νομολογία και στις εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου καθώς και σε όλα τα τμήματα της Επίσημης Εφημερίδας.

Επιλογή των μέσων

Η Επιτροπή έχει αρχίσει απογραφή των μηχανισμών της από κοινού ρύθμισης που τέθηκε σε εφαρμογή από την Ένωση καθώς και των μορφών αυτορρύθμισης που έχουν μια κοινοτική διάσταση. Η απογραφή αυτή θα χρησιμεύσει ως βάση για την πρώτη έκθεση για τις αυξημένες δυνατότητες χρησιμοποίησης των εν λόγω κανονιστικών εναλλακτικών λύσεων, η οποία θα υποβληθεί το 2005.

Επιπλέον, η Επιτροπή συνέχισε να συνηγορεί και να δρα υπέρ της αποκέντρωσης προς τους Ευρωπαϊκούς Ρυθμιστικούς Οργανισμούς ορισμένων πολύ ειδικευμένων εργασιών εκτέλεσης. Το σύνολο των οργανισμών της Κοινότητας/Ένωσης ανερχόταν σε 26 στο τέλος του 2004. Η έγκριση τριμερούς διοργανικής συμφωνίας, που θα θεσπίζει λειτουργικό πλαίσιο για τους Ευρωπαϊκούς Ρυθμιστικούς Οργανισμούς, αποτελεί κύριο στόχο της Επιτροπής για το 2005.

Τέλος, σημειώθηκε πρόοδος στις τριμερείς στοχοθετημένες συμβάσεις και συμφωνίες μεταξύ της Κοινότητας, των κρατών μελών και των αρχών περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης με την υπογραφή μιας πρώτης συμφωνίας από την Κοινότητα, το ιταλικό κράτος και τη περιφέρεια της Λομβαρδίας. Όσον αφορά τις άλλες ενδιαφερόμενες κεντρικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές, η Επιτροπή πιστεύει ότι θα ήταν σκόπιμο να αναληφθεί μεγαλύτερη δέσμευση εκ μέρους τους.

Έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου

Τα νέα κράτη μέλη έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο σύστημα για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (ηλεκτρονική κοινοποίηση των εθνικών μέτρων προσαρμογής των οδηγιών, κλπ). Δημιουργήθηκε, επίσης, διαδικασία που θα εξασφαλίσει τον έλεγχο και την ανάλυση των συνολικών επιπτώσεων της διεύρυνσης.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου αντιμετωπίστηκαν καλύτερα λόγω πρωτοβουλιών όπως το SOLVIT, το δίκτυο επίλυσης προβλημάτων που συνδέονται με την εσωτερική αγορά. Το 2005, η Επιτροπή θα εφαρμόσει ένα νέο εργαλείο βασιζόμενο στο διαδίκτυο, το οποίο θα επιτρέψει στους πολίτες και στις επιχειρήσεις να προβαίνουν σε καταγγελίες σχετικά με τη μη τήρηση του κοινοτικού δικαίου.

1.2. Ενέργειες σε επίπεδο θεσμικών οργάνων της ΕΕ

Το 2004, το Συμβούλιο και η Προεδρία ανέλαβαν ενεργό δράση για έναν ορισμένο αριθμό θεμάτων που αφορούν στη βελτίωση της νομοθεσίας. Στην Κοινή Πρωτοβουλία του Ιανουαρίου 2004 των κρατών μελών που ασκούν την προεδρία το 2004-5 (Ιρλανδία, Κάτω Χώρες, Λουξεμβούργο και ΗΒ) και στην ενημέρωσή της το Δεκέμβριο 2004 (που εγκρίθηκε επίσης από τη Φινλανδία και την Αυστρία που θα ασκήσουν την προεδρία το 2006) περιλαμβάνεται το αίτημα να καταβληθούν ειδικές προσπάθειες για τη μείωση των διοικητικών διατυπώσεων, την αξιολόγηση των επιπτώσεων, την απλούστευση και τη γενικότερη χρησιμοποίηση άλλων μορφών ρύθμισης (όπως η από κοινού ρύθμιση ή η αυτορρύθμιση). Δύο αξιοσημείωτα επιτεύγματα του Συμβουλίου είναι η έγκριση ενός καταλόγου με 15 προτεραιότητες απλούστευση που η Επιτροπή καλείται να λάβει υπόψη της καθώς και η έναρξη της πρώτης αξιολόγησης των επιπτώσεων πριν από την έγκριση των ουσιαστικών τροποποιήσεων (σχετικά με την προτεινόμενη οδηγία για τις μπαταρίες και τους συσσωρευτές). Ωστόσο, είναι λυπηρό το γεγονός ότι από 30 προτάσεις για απλούστευση που υπέβαλε η Επιτροπή, το Συμβούλιο ενέκρινε μόνο 10 και ότι πάρα πολλές από τις τροποποιήσεις δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαφανούς ανάλυσης.

Η εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας “Βελτίωση της νομοθεσίας” άρχισε το 2004 αλλά κανονικά θα πρέπει να διευρυνθεί. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να προσαρμόσουν τις μεθόδους εργασίας τους, το γρηγορότερο δυνατόν, για να επιταχύνουν την έγκριση των προτάσεων απλούστευσης που εκκρεμούν.

1.3. Ενέργειες σε επίπεδο κρατών μελών

Ο φόρτος των κανονιστικών ρυθμίσεων που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαίοι επιχειρηματίες οφείλεται κυρίως ακόμη στην εθνική νομοθεσία. Ως εκ τούτου, πρέπει να σημειωθεί μεγαλύτερη πρόοδος σε επίπεδο κρατών μελών. Ωστόσο, η Επιτροπή είναι ικανοποιημένη με τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα κράτη μέλη απαντώντας στις συστάσεις της Επιτροπής και της ομάδας Mandelkern. Ενώ τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ήδη προχωρήσει σε πρωτοβουλίες για να βελτιώσουν το κανονιστικό τους περιβάλλον, η εφαρμογή παραμένει άνιση.

Η Επιτροπή καλεί ιδίως τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε διαβουλεύσεις και σε αξιολόγηση του αντίκτυπου προτού υιοθετήσουν εθνική νομοθεσία για τη μεταφορά των κοινοτικών πράξεων. Κατ’ αναλογία με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κοινοτικά όργανα, η Επιτροπή υπογραμμίζει την ανάγκη να ακολουθούνται οι ίδιες διαδικασίες πριν από την υποβολή των προτάσεων κοινοτικής νομοθεσίας. Τέλος, η Επιτροπή συστήνει να εισαχθούν συγκρίσιμοι ή, τουλάχιστον, συμβατοί κανονιστικοί ποιοτικοί δείκτες σε κοινοτικό επίπεδο και σε επίπεδο κρατών μελών, ώστε να ελέγχεται η πρόοδος και να διευκολύνεται ο προσδιορισμός των ορθών πρακτικών.

2. Εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας

Η Επιτροπή αντιμετωπίζει με μεγάλη σοβαρότητα τις διαδικαστικές υποχρεώσεις της, όσον αφορά την επικουρικότητα και την αναλογικότητα. Οι προσπάθειες που κατέβαλε για ευρείας κλίμακας διαβουλεύσεις πριν από την υποβολή νομοθετικών προτάσεων έφθασαν σε πρωτοφανή επίπεδα[4]. Εξάλλου, η μείωση του αριθμού των κανονισμών και των οδηγιών συγκριτικά με τον αριθμό των αποφάσεων και των συστάσεων, τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους, δείχνει το πόσο προσεκτική είναι η Επιτροπή στο να επιλέγει το λιγότερο βαρύ νομοθετικό μέσο[5].

Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή επικρίθηκε επειδή δεν αποσαφηνίζει τις αρχές αυτές καθώς και για τον τρόπο που αξιολογεί το φόρτο που βαρύνει ορισμένους από τους ενδιαφερομένους[6]. Για να θεμελιώσει καλύτερα το συμπέρασμα ότι οι προτάσεις της τηρούν αυτές τις αρχές και για να διευκολύνει την παρακολούθηση αυτής της συμμόρφωσης, η Επιτροπή ανέπτυξε και δοκίμασε ένα νέο λογισμικό για τη σύνταξη αιτιολογικών εκθέσεων[7]. Το λογισμικό αυτό θα διασφαλίζει ότι παρέχονται συστηματικά όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες για τις αρχές. Από το 2005, θα το χρησιμοποιούν όλες οι υπηρεσίες. Όσον αφορά την αξιολόγηση του φόρτου, η Επιτροπή θα ήθελε να υπογραμμίσει ότι πρόκειται για ένα πολύ σύνθετο θέμα σε μία τόσο ευρεία και τόσο ποικίλη Ένωση. Δεν είναι πάντα δυνατό να γίνεται ακριβής πρόβλεψη για κάθε ενδεχόμενο αντίκτυπο και, όταν είναι εφικτό, είναι συχνά πολύ δαπανηρό και απαιτείται γι’ αυτό πολύς χρόνος. Η προσπάθεια να είναι η αξιολόγηση εξαντλητική θα μπορούσε να παραλύσει τη νομοθετική διαδικασία σε μία στιγμή που η Ένωση αντιμετωπίζει επείγουσες προκλήσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι θα έπρεπε να εξακολουθήσει να ισχύει η αρχή της αναλογικής ανάλυσης. Ωστόσο, η Επιτροπή θα αναθεωρεί ή ακόμα και θα αποσύρει τις προτάσεις της κάθε φορά που παραβλέπονται σημαντικά στοιχεία ή για να λαμβάνει υπόψη σημαντικές εξελίξεις που συμβαίνουν μετά την υποβολή των προτάσεών της.

Συνολικά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρότειναν σχετικά λίγες τροπολογίες που αφορούν ρητά την επικουρικότητα και την αναλογικότητα. Αυτή η συναινετική ερμηνεία ήταν αναμενόμενη, δεδομένου του πρωτοφανούς αριθμού των διαβουλεύσεων αλλά επίσης και λόγω του ότι ένα πολύ υψηλό ποσοστό προτάσεων της Επιτροπής απαντούσε στην πραγματικότητα σε αιτήματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ενώ το Κοινοβούλιο αιτιολόγησε κατά κανόνα τις τροπολογίες του, στην περίπτωση του Συμβουλίου, δεν συνέβη το ίδιο ή συνέβη πολύ σπάνια. Όταν τα κράτη μέλη άσκησαν το δικαίωμα πρωτοβουλίας για αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικά θέματα και διατύπωσαν επίσημες προτάσεις, η τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας τις περισσότερες φορές ήταν κάτι που μάλλον αναφέρθηκε παρά αποδείχτηκε. Μία εξέταση του περιεχομένου των πλέον χαρακτηριστικών συζητήσεων σχετικά με το θέμα αυτό επιβεβαιώνει τις ήδη παγιωμένες τάσεις. Κατά κανόνα, οι τροπολογίες του Κοινοβουλίου καλούν για μεγαλύτερης εμβέλειας κοινοτικές δράσεις και υποστηρίζουν ότι χρειάζονται αποτελεσματικότερα μέσα για να εξασφαλίζεται η επιτυχία αυτών των δράσεων, ενώ οι τροποποιήσεις του Συμβουλίου ζητούν αντίθετα να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης δράσης ή να υιοθετηθεί ελαφρύτερη μορφή παρέμβασης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα τρία θεσμικά όργανα μπόρεσαν τελικά να φθάσουν σε μία κοινή ερμηνεία της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

Τα κοινοτικά όργανα πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν επίγνωση του κινδύνου να μετατραπούν οι διαπραγματεύσεις τους σε απλό «παζάρεμα». Η επικουρικότητα και αναλογικότητα θα υφίσταντο πλήγματα στην πορεία με αποτέλεσμα να υπονομευτούν η πολιτική συνοχή, η αποδοχή και η αποτελεσματικότητα. Αντίθετα, οι αρχές αυτές δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για να αγνοούνται οι αρμοδιότητες που έχουν αποδοθεί στην Ένωση ή να διαστρεβλώνονται οι αρχές και οι κανόνες των συνθηκών, για να συμβαδίζουν με την πολιτική διάθεση της στιγμής ή την ευαισθησία ενός ιδιαίτερου φακέλου. Στην Ένωση των 25, είναι σημαντικότερο παρά ποτέ να βασίζονται οι συζητήσεις για τη λήψη αποφάσεων σε γεγονότα και σε βάσιμα επιχειρήματα.

Όσον αφορά την πολιτική παρακολούθησης της νομοθετικής διαδικασίας της Ένωσης, η Επιτροπή των Περιφερειών αναγνώρισε, στις περισσότερες γνωμοδοτήσεις της, τη νομιμότητα της δράσης της Ένωσης. Ωστόσο, σε δύο περιπτώσεις, κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επανεξετάσει την επιλογή των μέσων της για να ευθυγραμμιστεί περισσότερο με την αρχή της αναλογικότητας. Αυτές οι συστάσεις κατέληξαν στην υιοθέτηση μιας προσέγγισης που επιτρέπει τη μεγαλύτερη συμμετοχή της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης στην εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Εξάλλου, η Επιτροπή των Περιφερειών ανακοίνωσε την πρόθεσή της να συστηματοποιήσει την αξιολόγηση της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας κατά τη διάρκεια του έτους 2005 με την επεξεργασία μιας κλίμακας αξιολόγησης της επικουρικότητας που θα προσαρτάται στις γνωμοδοτήσεις της και, αφετέρου, με τη σταδιακή εφαρμογή ενός δικτύου αρχών περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης με σκοπό να διασφαλιστεί η παρακολούθηση της επικουρικότητας. Από την πλευρά της, η COSAC[8] και ορισμένα εθνικά Κοινοβούλια άρχισαν την εξέταση νέων προτύπων εποπτείας της εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας, ενόψει της μελλοντικής θέσης σε ισχύ της συνταγματικής συνθήκης[9].

Όσον αφορά τον εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επικαλέστηκε 6 φορές την αρχή της επικουρικότητας. Καμία απόφαση δεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κανόνες της συνθήκης δεν εφαρμόστηκαν ορθά σε σχέση με αυτό το θέμα.

Η Επιτροπή είναι ικανοποιημένη με αυτές τις εξελίξεις, διότι χρειάζεται επαγρύπνηση σε όλους τους τομείς, ώστε να διασφαλιστεί ότι η παρέμβαση της Ένωσης είναι πραγματικά αναγκαία και ότι υιοθετείται πάντα η καταλληλότερη προσέγγιση.

[1] (COM(2002)278, 5 Ιουνίου 2002). Το σχέδιο δράσης έπεται του Λευκού Βιβλίου για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση (COM(2001)727, 25 Ιουνίου 2001). Λαμβάνει, επίσης, υπόψη του τις συστάσεις της ομάδας για την ποιότητα των κανονισμών που έγιναν τον Νοέμβριο του 2000 από τους υπουργούς τους υπεύθυνους για τη δημόσια διοίκηση υπό την προεδρία του D. Mandelkern (έκθεση Mandelkern που εγκρίθηκε το Νοέμβριο του 2001). Για παρουσίαση των οκτώ στοιχειοθετημένων ανακοινώσεων, στις οποίες παρουσιάζονται λεπτομερώς οι στόχοι, βλ. ετήσια έκθεση «Βελτίωση της νομοθεσίας » 2003, COM(2003)770 της 12ης Δεκεμβρίου 2003.

[2] ΕΕ C 321 της 31ης Δεκεμβρίου 2003, σ.1.

[3] Το εν λόγω πρόγραμμα δράσης βασίζεται, επίσης, εν μέρει στην προαναφερθείσα έκθεση Mandelkern.

[4] Βλ. 2.1.1 του συνημμένου εγγράφου εργασίας της Επιτροπής.

[5] Βλ. παράρτημα 1 του εγγράφου εργασίας.

[6] Στο μέρος 3.2 του εγγράφου εργασίας παρατίθενται παραδειγματικές περιπτώσεις εξελίξεων του 2004 όσον αφορά την εφαρμογή των αρχών.

[7] Βλ. σημείο 2.1.4 του εγγράφου εργασίας.

[8] « Διάσκεψη των οργάνων που ειδικεύονται στα κοινοτικά και ευρωπαϊκά θέματα των κοινοβουλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ».

[9] Για το νέο πλαίσιο που προτείνεται από τη συνταγματική συνθήκη στον τομέα της επικουρικότητας, βλ. το έγγραφο εργασίας, σημείο 3.1.3.

Top