EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006TJ0171

Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 2009.
Laytoncrest Ltd κατά Γραφείον εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος TRENTON - Προγενέστερο λεκτικό κοινοτικό σήμα LENTON - Δικαίωμα ακροάσεως - Άρθρο 73 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 και κανόνας 54 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 - Δεν συντρέχει περίπτωση ανακλήσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως - Άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 - Υποχρέωση του ΓΕΕΑ να αποφανθεί στηριζόμενο στα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του - Κανόνας 20, παράγραφος 3, και κανόνας 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95.
Υπόθεση T-171/06.

European Court Reports 2009 II-00547

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2009:70

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 17ης Μαρτίου 2009 ( *1 )

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος TRENTON — Προγενέστερο λεκτικό κοινοτικό σήμα LENTON — Δικαίωμα ακροάσεως — Άρθρο 73 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 και κανόνας 54 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 — Δεν συντρέχει περίπτωση ανακλήσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως — Άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 — Υποχρέωση του ΓΕΕΑ να αποφανθεί στηριζόμενο στα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του — Κανόνας 20, παράγραφος 3, και κανόνας 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95»

Στην υπόθεση T-171/06,

Laytoncrest Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους N. Δοντά και Π. Γεωργοπούλου, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον Δ. Μπότη,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Erico International Corp., με έδρα το Solon, Ohio (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους M. Samer, O. Gillert και F. Schiwek, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 26ης Απριλίου 2006 (υπόθεση R 406/2004-2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Erico International Corp. και της Laytoncrest Ltd,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona και S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Ιουνίου 2006,

έχοντας υπόψη το απαντητικό υπόμνημα του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Δεκεμβρίου 2006,

έχοντας υπόψη το απαντητικό υπόμνημα της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Ιανουαρίου 2007,

έχοντας υπόψη την τροποποίηση της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου,

έχοντας υπόψη την εκ παραπομπή της υποθέσεως στο τρίτο τμήμα λόγω κωλύματος του εισηγητή δικαστή,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στις 3 Ιουλίου 2001 η προσφεύγουσα, Laytoncrest Ltd, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

2

Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο TRENTON. Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 7, 9 και 11 του Διακανονισμού της Νίκαιας, σχετικά με την κατάταξη των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, όσον αφορά την κλάση 7, στην ακόλουθη περιγραφή: «Μηχανές και μηχανήματα κατεργασίας, κινητήρες (εξαιρέσει των οχημάτων)· συμπλέκτες και ιμάντες μεταδόσεως κινήσεως (εξαιρέσει των οχημάτων)· βαρέα μηχανήματα για τη γεωργία (εξαιρέσει των χειροκίνητων)· εκκολαπτικές μηχανές». Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 48/2002, της 17ης Ιουνίου 2002.

3

Στις 16 Σεπτεμβρίου 2002, η παρεμβαίνουσα, Erico International Corp., άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος αυτού. Προς στήριξη της ανακοπής της προέβαλε, μεταξύ άλλων, τους λόγους τους οποίους προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94.

4

Η ανακοπή στηρίχθηκε στο λεκτικό κοινοτικό σήμα LENTON που είχε καταχωριστεί στις 20 Δεκεμβρίου 2001 με αριθμό 1946045, για προϊόντα των κλάσεων 6 και 7, τα οποία αντιστοιχούν, όσον αφορά την κλάση 7, στην ακόλουθη περιγραφή: «Μηχανές σπειροτόμησης, εργαλεία τόρνευσης και μετρητές αυτών, υδραυλικοί οδηγοί τύπου σφήνας, μηχανές δεματιάσματος και μηχανές συρματόδεσης». Η ανακοπή στρεφόταν κατά ορισμένων μόνον από τα προϊόντα της κλάσεως 7 τα οποία αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως και, συγκεκριμένα, κατά των προϊόντων που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Μηχανές και μηχανήματα κατεργασίας (εξαιρέσει των οχημάτων)· συμπλέκτες και ιμάντες μεταδόσεως κινήσεως (εξαιρέσει των οχημάτων)».

5

Η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε παρατηρήσεις κατά το στάδιο αυτό της διαδικασίας. Με τηλεομοιοτυπία της 1ης Ιουλίου 2003, το ΓΕΕΑ ενημέρωσε την προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογήν του κανόνα 20, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), ότι, εφόσον δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, θα αποφαινόταν επί της ανακοπής στηριζόμενο στα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του.

6

Το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή με την από 25 Μαρτίου 2004 απόφασή του. Έκρινε ότι λόγω των διαφορών μεταξύ των επίμαχων σημάτων δεν υπάρχει ενδεχόμενο κινδύνου συγχύσεως, καίτοι τα σήματα αυτά προσδιορίζουν προϊόντα που είναι εν μέρει πανομοιότυπα ή παρόμοια.

7

Στις 25 Μαΐου 2004, η παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, επικαλούμενη παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 40/94. Η παρεμβαίνουσα υποστήριξε επίσης ότι η προσφεύγουσα εταιρία εξέλιπε, λαμβανομένης υπόψη της συστηματικής της αποχής από κάθε διαδικαστική πράξη.

8

Το τμήμα προσφυγών κοινοποίησε στην προσφεύγουσα τα αιτήματα της παρεμβαίνουσας και την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της τόσο επί της προσφυγής γενικώς όσο και επί του συγκεκριμένου ζητήματος της υποστάσεώς της. Η προσφεύγουσα δεν αποκρίθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, η Γραμματεία των τμημάτων προσφυγών επικοινώνησε με τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι αυτή δεν προετίθετο να υποβάλει παρατηρήσεις, επιβεβαίωση που δόθηκε τηλεφωνικώς.

9

Με απόφαση της 26ης Απριλίου 2006 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα, λόγω της αποχής της από οποιαδήποτε πράξη κατά τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής, ανακάλεσε σιωπηρώς την αίτησή της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, το οποίο ορίζει ότι ο αιτών την καταχώριση μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την αίτησή του ή να περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων που αυτή περιλαμβάνει. Το τμήμα προσφυγών προσέθεσε ότι ναι μεν η ανάκληση αυτή πρέπει κατ’ αρχήν να γίνεται ρητώς, πλην όμως σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο αιτών την καταχώριση ανακάλεσε σιωπηρώς την αίτησή του, όταν μια τέτοια ανάκληση προκύπτει σαφώς από τις περιστάσεις, δεδομένου ότι ο κανονισμός 40/94 δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αυτό.

10

Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών αποφάσισε να περατώσει την ενώπιόν του διαδικασία, καθόσον η διαφορά κατέστη άνευ αντικειμένου, να κηρύξει την απόφαση του τμήματος ανακοπών άκυρη και άνευ νομίμου αποτελέσματος και, αφού η προσφεύγουσα ανακάλεσε την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, να την καταδικάσει στα έξοδα της διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94.

Αιτήματα των διαδίκων

11

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας και

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

12

Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και

να κρίνει ότι κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

13

Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να απορρίψει την προσφυγή και

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

14

Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, καθόσον δεν συνιστά «το νόμιμο ένδικο μέσο κατά της [προσβαλλομένης αποφάσεως]». Κατά την άποψή της, η προσφεύγουσα όφειλε να ενεργήσει σύμφωνα με τον κανόνα 54 του κανονισμού 2868/95, αντί να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή. Η βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού αμφισβητήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τόσο από την προσφεύγουσα όσο και από το ΓΕΕΑ.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

15

Το άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 έχει ως εξής:

«Μετά την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής. Δύναται, είτε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα αυτό για τα περαιτέρω».

16

Το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 προβλέπει ότι «[ο]ι αποφάσεις που εκδίδουν επί προσφυγής τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

17

Εξάλλου, το άρθρο 63, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 ορίζει ότι «[δ]ικαίωμα προσφυγής έχει κάθε διάδικος της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, εφόσον η απόφαση του τμήματος αυτού δεν τον δικαιώνει».

18

Εν προκειμένω, κατόπιν της ασκήσεως ανακοπής κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος που κατέθεσε η προσφεύγουσα, η παρεμβαίνουσα αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών περί απορρίψεως της ανακοπής της.

19

Αποφαινόμενο επί της προσφυγής αυτής, το τμήμα προσφυγών έκρινε τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής περατωθείσες, κήρυξε την απόφαση του τμήματος ανακοπών άκυρη και άνευ νομίμου αποτελέσματος και καταδίκασε την προσφεύγουσα στα τέλη και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η παρεμβαίνουσα (βλ. ανωτέρω σκέψη 10). Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε, με τα σημεία 16 έως 23 της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα, λαμβανομένης υπόψη της αποχής της από κάθε διαδικαστική πράξη, ανακάλεσε σιωπηρώς την αίτησή της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

20

Επομένως, καθόσον περιέχει διαπίστωση περί σιωπηρής ανακλήσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως συνέπεια να απολέσει η προσφεύγουσα τις διαδικαστικές εγγυήσεις που απορρέουν από την ιδιότητά της ως αιτούσα την καταχώριση σήματος και να στερηθεί της δυνατότητας να λάβει μια οριστική απάντηση επί των αιτημάτων της, συνέπεια κατά της οποίας βάλλει με την υπό κρίση προσφυγή. Εξάλλου, τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αφορούν αποκλειστικώς και μόνον τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η ανακοπή (δηλαδή τα προϊόντα της κλάσεως 7, βλ. ανωτέρω σκέψη 4), αλλά και προϊόντα που δεν αποτελούσαν αντικείμενο της ασκηθείσας ανακοπής (ήτοι τα προϊόντα των κλάσεων 9 και 11, βλ. ανωτέρω σκέψη 1).

21

Προκύπτει εντεύθεν ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε επί της προσφυγής που άσκησε η παρεμβαίνουσα κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έναντι της προσφεύγουσας δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που καθιστούν την εν λόγω απόφαση δεκτική προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, διότι το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε επί της υποβληθείσας από την προσφεύγουσα αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δεχόμενο ότι η ως άνω αίτηση είχε ανακληθεί σιωπηρώς, λόγω της αποχής της προσφεύγουσας από κάθε διαδικαστική πράξη.

22

Επομένως, οι ισχυρισμοί της παρεμβαίνουσας σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής είναι απορριπτέοι.

Επί της ουσίας

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

— Επιχειρήματα των διαδίκων

23

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι οικονομικές της δυνατότητες είναι περιορισμένες, γεγονός που εξηγεί το ότι δεν υπέβαλε παρατηρήσεις ούτε ενώπιον του τμήματος ανακοπών ούτε ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Προς στήριξη της προσφυγής της, τονίζει ότι ουδέποτε ανακάλεσε την αίτησή της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος και προβάλλει —κατ’ ουσίαν— τους εξής λόγους και ισχυρισμούς: πρώτον, παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 και του κανόνα 54 του κανονισμού 2868/95· δεύτερον, παράβαση του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 και εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 20ής Νοεμβρίου 2001, C-414/99 έως C-416/99, Zino Davidoff και Levi Strauss (Συλλογή 2001, σ. I-8691)· τρίτον, παράβαση των κανόνων 20, παράγραφος 3, και 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 και, τέταρτον, παράβαση των άρθρων 63, παράγραφος 2, και 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94.

24

Το ΓΕΕΑ συμμερίζεται τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, πλην ορισμένων παρατηρήσεών της σχετικά με την έκταση της παραβάσεως του άρθρου 74 του κανονισμού 40/94.

25

Η παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας δεν της επέτρεψε να μετάσχει στις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής. Ελλείψει σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ορθώς το τμήμα προσφυγών εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στηριζόμενο στην αποχή της προσφεύγουσας από κάθε διαδικαστική πράξη.

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

26

Όπως επισήμανε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η υπό κρίση υπόθεση θίγει ένα ζήτημα που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για την πρακτική του, καθόσον παρέχει την αφορμή να εξεταστεί η νομιμότητα αποφάσεως ενός τμήματος προσφυγών με την οποία η πλήρης αδράνεια του αιτούντος την καταχώριση κοινοτικού σήματος κατά τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής εξομοιώνεται με σιωπηρή ανάκληση της αιτήσεώς του και η διαδικασία προσφυγής περατώνεται, καθόσον η διαφορά καθίσταται άνευ αντικειμένου.

27

Συναφώς, το ΓΕΕΑ ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα είναι, στην πλειονότητά τους, βάσιμα. Στον τομέα των κοινοτικών σημάτων, οσάκις ασκείται προσφυγή κατά αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, τίποτε δεν εμποδίζει το ΓΕΕΑ να συντάσσεται με τα αιτήματα του προσφεύγοντος, προβάλλοντας ταυτοχρόνως όλα τα επιχειρήματα τα οποία κρίνει πρόσφορα υπό το πρίσμα, αφενός, της αποστολής του που έγκειται στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περί σημάτων και, αφετέρου, της λειτουργικής αυτοτέλειας της οποίας απολαύουν τα τμήματα προσφυγών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους [απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2004, T-107/02, GE Betz κατά ΓΕΕΑ — Atofina Chemicals (BIOMATE), Συλλογή 2004, σ. II-1845, σκέψεις 32 έως 36].

28

Εξάλλου, δεν ασκεί καμία επιρροή το ζήτημα αν η προσφεύγουσα μπορεί να επικαλεστεί την οικονομική της κατάσταση για να δικαιολογήσει το ότι δεν υπέβαλε παρατηρήσεις ούτε ενώπιον του τμήματος ανακοπών ούτε ενώπιον του τμήματος προσφυγών, καθόσον η εξήγηση αυτή προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Πρωτοδικείου, οπότε δεν μπορούσε να έχει εξεταστεί προηγουμένως, και, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι δεν μετείχε ενεργώς στις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής ενώπιον του ΓΕΕΑ.

29

Επομένως, οι διάφοροι λόγοι που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να εξεταστούν εντός του πλαισίου αυτού.

Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 και του κανόνα 54 του κανονισμού 2868/95

— Επιχειρήματα των διαδίκων

30

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση τόσο του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 όσο και του κανόνα 54 του κανονισμού 2868/95. Κατά την άποψή της, το τμήμα προσφυγών, πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, όφειλε να της παράσχει τη δυνατότητα να λάβει θέση επί του ζητήματος, οπότε η προσφεύγουσα θα μπορούσε να διευκρινίσει ότι δεν είχε καμία πρόθεση να παραιτηθεί από την αίτησή της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

31

Το ΓΕΕΑ τονίζει ότι το τμήμα προσφυγών, ακόμη και αν είχε ευλόγως υπόνοιες περί ανακλήσεως της αιτήσεως, όφειλε τουλάχιστον, κατ’ εφαρμογήν των ως άνω διατάξεων, να καλέσει την προσφεύγουσα να διευκρινίσει τις προθέσεις της, τάσσοντάς της προθεσμία προς τούτο και ενημερώνοντάς την ρητώς για τις συνέπειες της ενδεχόμενης άπρακτης παρελεύσεως της προθεσμίας αυτής.

32

Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα ακροάσεως, καθόσον η προσφεύγουσα απέσχε παντελώς από τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής ενώπιον του ΓΕΕΑ.

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

33

Κατά το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, οι αποφάσεις του Γραφείου πρέπει να είναι αιτιολογημένες και μπορούν να στηρίζονται μόνο σε λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση. Σύμφωνα με τον κανόνα 54 του κανονισμού 2868/95, αν το Γραφείο διαπιστώσει την απώλεια οιουδήποτε δικαιώματος βάσει είτε του κανονισμού αυτού είτε του κανονισμού 40/94 χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση, ενημερώνει σχετικώς τον ενδιαφερόμενο, εφιστώντας την προσοχή του στη δυνατότητά του να ζητήσει, εντός δύο μηνών, από το ΓΕΕΑ την έκδοση αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού.

34

Εν προκειμένω, τόσο από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών όσο και από την επικοινωνία που είχε το τμήμα προσφυγών με την προσφεύγουσα (βλ. ανωτέρω σκέψη 8) προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών ουδέποτε ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την πρόθεσή του να ερμηνεύσει την αποχή της από κάθε διαδικαστική πράξη ως σιωπηρή ανάκληση της αιτήσεώς της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

35

Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το τμήμα προσφυγών μπορεί να θεωρήσει την πλήρη αδράνεια κατά τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής ενώπιον του ΓΕΕΑ ως στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι ο αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος έχει απολέσει κάθε ενδιαφέρον για την καταχώριση του σήματος αυτού και, επομένως, έχει σιωπηρώς ανακαλέσει την αίτησή του, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση τόσο του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 όσο και του κανόνα 54 του κανονισμού 2868/95 και, ως εκ τούτου, πρέπει να ακυρωθεί.

36

Στο μέτρο που η ακύρωση αυτή αφήνει αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν το τμήμα προσφυγών μπορεί να κρίνει, όπως εν προκειμένω, ότι η μη συμμετοχή στις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής συνιστά λόγο σιωπηρής ανακλήσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστούν ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν το ζήτημα αυτό.

Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 και από παραπομπή στην απόφαση Zino Davidoff και Levi Strauss

— Επιχειρήματα των διαδίκων

37

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, η ανάκληση της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος πρέπει να είναι ρητή και άνευ αιρέσεων [απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Νοεμβρίου 2004, T-396/02, Storck κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα ζαχαρωτού), Συλλογή 2004, σ. II-3821, σκέψη 19]. Βάσει της διατάξεως αυτής η μη συμμετοχή στις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής ενώπιον του ΓΕΕΑ δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σιωπηρή ανάκληση της εν λόγω αιτήσεως. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προαναφερθείσας στη σκέψη 23 αποφάσεως Zino Davidoff και Levi Strauss, η οποία εντάσσεται σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο απ’ ό,τι η υπό κρίση υπόθεση.

38

Το ΓΕΕΑ υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 η ανάκληση αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος πρέπει να είναι γραπτή, ρητή και άνευ αιρέσεων.

39

Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 δεν αποκλείει το ενδεχόμενο σιωπηρής ανακλήσεως μιας αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος. Ισχυρίζεται επίσης ότι τα πραγματικά περιστατικά στις υποθέσεις επί των οποίων το Πρωτοδικείο εξέδωσε την προπαρατεθείσα στη σκέψη 37 απόφαση Storck (σκέψεις 5, 19 και 20) και την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T-219/00, Ellos κατά ΓΕΕΑ (ELLOS) (Συλλογή 2002, σ. II-753, σκέψεις 60 έως 62), στην οποία παραπέμπει η απόφαση Storck, ήταν διαφορετικά, καθόσον, στις υποθέσεις εκείνες, υπήρχε γραπτή και, συνεπώς, ρητή ανάκληση της αιτήσεως, ενώ στην υπό κρίση υπόθεση η ανάκληση συνάγεται σιωπηρώς και απορρέει από τη μη συμμετοχή στη διαδικασία.

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

40

Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών στηρίζει τη διαπίστωσή του ότι η προσφεύγουσα ανακάλεσε σιωπηρώς την αίτησή της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στην εξής συλλογιστική:

πρώτον, από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι ο αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την αίτησή του (σημεία 17 και 19)·

δεύτερον, ναι μεν η ανάκληση αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος πρέπει κατ’ αρχήν να γίνεται ρητώς, πλην όμως «είναι δυνατόν, εφόσον [η σχετική διάταξη] δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αυτό, να είναι σιωπηρή, υπό την προϋπόθεση ότι συνάγεται από τα πραγματικά στοιχεία και περιστατικά της συγκεκριμένης υποθέσεως, από τα οποία προκύπτει μετά βεβαιότητος ότι ο αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος ανακάλεσε την αίτησή του» (σημείο 20)· εν προκειμένω, η αιτούσα δεν μετέσχε σε κανένα στάδιο των διαδικασιών ανακοπής και προσφυγής, στοιχείο από το οποίο προκύπτει «μετά βεβαιότητος ότι έχασε κάθε ενδιαφέρον για την καταχώριση του σήματος αυτού, με συνέπεια την ανάκληση της αιτήσεώς της και, ως εκ τούτου, την περάτωση της διαδικασίας» (σημεία 16, 22 και 23)·

τρίτον, η ως άνω συλλογιστική στηρίζεται στην κατ’ αναλογία εφαρμογή στο ζήτημα της ανακλήσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος των προϋποθέσεων παραιτήσεως από τα δικαιώματα που απορρέουν από το αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο παρέχει το εμπορικό σήμα στον δικαιούχο του, όπως αυτές καθορίστηκαν με την προαναφερθείσα στη σκέψη 23 απόφαση Zino Davidoff και Levi Strauss (σκέψη 46) (σημείο 21).

41

Το πρώτο στάδιο της συλλογιστικής αυτής ευσταθεί, καθόσον, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, «[ο] αιτών την καταχώριση μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την αίτησή του ή να περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων που αυτή περιλαμβάνει».

42

Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο της συλλογιστικής του τμήματος προσφυγών, υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι την ευχέρεια περιορισμού του καταλόγου προϊόντων και υπηρεσιών έχει αποκλειστικά και μόνον ο αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος, ο οποίος μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να απευθύνει σχετικό αίτημα στο ΓΕΕΑ. Στο πλαίσιο αυτό, η ολική ή μερική ανάκληση αιτήσεως κοινοτικού σήματος ή ο περιορισμός του καταλόγου των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αυτή περιέχει πρέπει να είναι ρητή και άνευ αιρέσεων (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 39 απόφαση ELLOS, σκέψη 61, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 37 απόφαση Storck, σκέψη 19).

43

Ασφαλώς, όπως επισημαίνει η παρεμβαίνουσα, τόσο η προπαρατεθείσα στη σκέψη 39 απόφαση ELLOS όσο και η προπαρατεθείσα στη σκέψη 37 απόφαση Storck εκδόθηκαν επί υποθέσεων στις οποίες η προσφεύγουσα πρότεινε, επικουρικώς, να περιορίσει τον περιληφθέντα στην αίτησή της κατάλογο προϊόντων σε περίπτωση που το τμήμα προσφυγών θα απέρριπτε την αίτησή της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος για το σύνολο των προϊόντων που αυτή αφορούσε. Σε αμφότερες τις υποθέσεις το Πρωτοδικείο εστίασε την προσοχή του μάλλον στο στοιχείο ότι ο προταθείς περιορισμός του καταλόγου των σχετικών προϊόντων εξηρτάτο από αίρεση, και όχι στην απαίτηση ρητής ανακλήσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος. Πάντως, οι ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις δεν αρκούν για να διαπιστωθεί ότι το τμήμα προσφυγών έχει, κατά συνέπεια, δυνατότητα να συνάγει από τη μη συμμετοχή του αιτούντος την καταχώριση κοινοτικού σήματος στη διαδικασία ανακοπής το συμπέρασμα ότι αυτός έχει ανακαλέσει σιωπηρώς την αίτησή του.

44

Πράγματι, το άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 αφορά μόνον τον αιτούντα την καταχώριση κοινοτικού σήματος και όχι το τμήμα προσφυγών. Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη αυτή προκειμένου να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του αιτούντος κατά τη διαδικασία ως σιωπηρή παραίτηση από την αίτησή του, υποκαθιστώντας τον αιτούντα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Επιπλέον, μολονότι η προπαρατεθείσα νομολογία αφορά περιπτώσεις περιορισμού του καταλόγου των προϊόντων, εντούτοις το σκεπτικό των αποφάσεων του Πρωτοδικείου αναφέρει επίσης ρητά την περίπτωση απλής ανακλήσεως της αιτήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η ίδια συλλογιστική ισχύει σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δεδομένου ότι στον αιτούντα την καταχώριση απόκειται να προσδιορίσει «ρητώς και άνευ αιρέσεων» το περιεχόμενο της αιτήσεώς του καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος. Επομένως, το τμήμα ανακοπών και το τμήμα προσφυγών οφείλουν να αποφανθούν επί του περιεχομένου της αιτήσεως αυτής, λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία ανακοπής. Η συλλογιστική αυτή ουδαμώς εμποδίζει το ΓΕΕΑ να καταχωρίσει το επίμαχο σήμα για ορισμένα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση, πλην όμως ο περιορισμός αυτός του σχετικού καταλόγου μπορεί να επέλθει μόνο μετά την εξέταση του προβληθέντος στην υπό κρίση υπόθεση ισχυρισμού περί κινδύνου συγχύσεως.

45

Επιπλέον, τονίζεται ότι η περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση του τμήματος προσφυγών περί σιωπηρής ανακλήσεως ισχύει για το σύνολο των προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, ενώ η ανακοπή στρεφόταν κατά ορισμένων μόνον από τα προϊόντα αυτά (βλ. ανωτέρω σκέψη 4). Επομένως, δεν είναι εν πάση περιπτώσει δυνατό να συναχθεί «μετά βεβαιότητος» το συμπέρασμα ότι ο αιτών απώλεσε κάθε ενδιαφέρον για την καταχώριση του επίμαχου σήματος στο σύνολό του εκ του γεγονότος και μόνον ότι δεν μετέσχε στις ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής, οι οποίες αφορούσαν ορισμένα από τα οικεία προϊόντα.

46

Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 προς θεμελίωση μιας διαπιστώσεως περί σιωπηρής ανακλήσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, η οποία απορρέει από το γεγονός και μόνον ότι ο αιτών δεν μετέσχε στις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής ενώπιον του ΓΕΕΑ.

47

Όσον αφορά το τρίτο στάδιο της συλλογιστικής του τμήματος προσφυγών, η κατ’ αναλογία εφαρμογή των προϋποθέσεων παραιτήσεως από τα δικαιώματα που απορρέουν από το αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο παρέχει το εμπορικό σήμα στον δικαιούχο του, όπως αυτές καθορίστηκαν με την προαναφερθείσα στη σκέψη 23 απόφαση Zino Davidoff και Levi Strauss, δεν ενδείκνυται στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη τόσο των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 όσο και της ερμηνείας του κατά τη νομολογία. Εν προκειμένω, δεν ασκεί καμία επιρροή το ζήτημα αν ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος πρέπει να δώσει ρητώς τη συγκατάθεσή του προκειμένου να διατεθεί ένα προϊόν στο εμπόριο εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε με τη σκέψη 46 της αποφάσεως αυτής ότι «μια τέτοια βούληση προκύπτει [μεν] συνήθως από ρητή διατύπωση της συγκαταθέσεως [πλην όμως] δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η συγκατάθεση μπορεί να προκύψει σιωπηρώς από στοιχεία ή περιστάσεις προγενέστερες, σύγχρονες ή μεταγενέστερες της εκτός του ΕΟΧ εμπορίας, οι οποίες, εκτιμώμενες από το εθνικό δικαστήριο, εκφράζουν επίσης, κατά τρόπο βέβαιο, παραίτηση του δικαιούχου από το δικαίωμά του». Τέλος, το επιχείρημα περί κατ’ αναλογία εφαρμογής παραβλέπει τη σκέψη 55 της αποφάσεως αυτής, κατά την οποία «η σιωπηρή συγκατάθεση για εμπορία εντός του ΕΟΧ προϊόντων τα οποία έχουν διατεθεί στο εμπόριο εκτός του ΕΟΧ δεν μπορεί να προκύπτει από απλή σιωπή του δικαιούχου του σήματος».

48

Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 και πρέπει, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί.

49

Καθόσον στο πλαίσιο της ακυρώσεως αυτής, το Πρωτοδικείο περιορίζεται στην εκτίμηση της νομικής βάσεως στην οποία στηρίχθηκε το τμήμα προσφυγών για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να εξετάσει και τον τρίτο λόγο, που αφορά κανόνες των οποίων η δυνατότητα εφαρμογής δεν εξετάστηκε από το τμήμα προσφυγών.

Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από παράβαση των κανόνων 20, παράγραφος 3, και 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95

— Επιχειρήματα των διαδίκων

50

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων 20, παράγραφος 3, και 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, οι οποίοι προβλέπουν ότι το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της ουσίας ακόμη και αν ο αιτών δεν υπέβαλε παρατηρήσεις. Επομένως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε παρατηρήσεις δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σιωπηρή παραίτηση από την αίτησή της.

51

Το ΓΕΕΑ θεωρεί φυσικό ότι η εφαρμοστέα ρύθμιση ορίζει ότι η μη συμμετοχή του καθού η ανακοπή στη διαδικασία δεν συνεπάγεται αυτομάτως την ευδοκίμηση της ανακοπής, όταν το ΓΕΕΑ έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία για να αποφανθεί επί της ανακοπής. Ο κανόνας 20, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 επιβάλλει στο ΓΕΕΑ την υποχρέωση να αποφαίνεται επί της ουσίας της διαφοράς, στηριζόμενο «στα αποδεικτικά στοιχεία που [έχει στη διάθεσή του]» και, επομένως, ενεργώντας ως αν ο αιτών την καταχώριση μετείχε στη διαδικασία. Συναφώς, το ΓΕΕΑ υπογραμμίζει ότι ο κανόνας αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1041/2005 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2005, για τροποποίηση του κανονισμού 2868/95 (ΕΕ L 172, σ. 4). Στην προγενέστερη εκδοχή του ο κανόνας προέβλεπε ότι το ΓΕΕΑ «μπορεί να αποφανθεί», ενώ πλέον ορίζει ότι το ΓΕΕΑ «βασίζει την απόφασή του […]». Σκοπός της τροποποιήσεως αυτής, που κατέστη αναγκαία κατόπιν ορισμένων αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών με τις οποίες θεωρήθηκε ότι η σιωπή του αιτούντος ισοδυναμούσε με αποδοχή της ανακοπής, ήταν να διευκρινιστεί ότι η αποχή του αιτούντος από τη διαδικασία δεν συνεπάγεται απώλεια των διαδικαστικών δικαιωμάτων.

52

Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο εξομοιώσεως της μη υποβολής παρατηρήσεων κατά τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής με ανάκληση της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

53

Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία μνεία της αρχής σύμφωνα με την οποία τόσο το τμήμα ανακοπών όσο και το τμήμα προσφυγών αποφαίνονται επί της ουσίας ακόμη και αν ο αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος δεν υπέβαλε παρατηρήσεις κατά τη διαδικασία ανακοπής.

54

Ο κανόνας 20, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, ο οποίος αφορά την εξέταση της ανακοπής, ορίζει ότι «[α]ν ο [αιτών την καταχώριση] δεν υποβάλει παρατηρήσεις, το [ΓΕΕΑ] βασίζει την απόφασή του σχετικά με την ανακοπή στα αποδεικτικά στοιχεία που [έχει στη διάθεσή του]». Ομοίως, κατά τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 «[ο]ι διατάξεις που ισχύουν για τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και για τη διαδικασία προσφυγής, εκτός αν ορίζεται άλλως».

55

Επομένως, ελλείψει διατάξεως περί του αντιθέτου, το τμήμα προσφυγών όφειλε να εφαρμόσει τον κανόνα 20, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, βάσει του οποίου το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να θεωρήσει την αδράνεια της προσφεύγουσας κατά τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής ως σιωπηρή ανάκληση της αιτήσεως καταχωρίσεως που είχε υποβάλει.

56

Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων 20, παράγραφος 3, και 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 και, ως εκ τούτου, πρέπει να ακυρωθεί.

Συμπέρασμα

57

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμοι και, επομένως, καθένας απ’ αυτούς δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ παρέλκει η εξέταση του τέταρτου λόγου, του οποίου το πρώτο σκέλος, αντλούμενο από παράβαση, του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, προβλήθηκε επικουρικώς από την προσφεύγουσα και, του οποίου το δεύτερο σκέλος, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού 40/94, προϋποθέτει την υποβολή αιτήματος από κάποιο διάδικο.

Επί των δικαστικών εξόδων

58

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Πρωτοδικείο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων.

59

Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, και η προσφεύγουσα είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, το ΓΕΕΑ πρέπει να φέρει πέραν των δικαστικών του εξόδων και εκείνα της προσφεύγουσας.

60

Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 26ης Απριλίου 2006 (R 406/2004-2).

 

2)

Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Laytoncrest Ltd.

 

3)

Η Erico International Corp. φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαρτίου 2009.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων

 

Ιστορικό της διαφοράς

 

Αιτήματα των διαδίκων

 

Σκεπτικό

 

Επί του παραδεκτού

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί της ουσίας

 

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 και του κανόνα 54 του κανονισμού 2868/95

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 και από παραπομπή στην απόφαση Zino Davidoff και Levi Strauss

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από παράβαση των κανόνων 20, παράγραφος 3, και 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 

Συμπέρασμα

 

Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Top