ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2017 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Διανοητική ιδιοκτησία – Κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα – Κανονισμός (ΕΚ) 6/2002 – Άρθρο 5 – Νεωτερισμός – Άρθρο 6 – Ατομικός χαρακτήρας – Άρθρο 7 – Διάθεση στο κοινό – Άρθρο 63 – Αρμοδιότητες του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων – Βάρος αποδείξεως που φέρει ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας – Απαιτήσεις σχετικά με την αναπαραγωγή του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος – Σχέδιο που απεικονίζει αύλακα απορροής υδάτων ντους – Απόρριψη της αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας από το τμήμα προσφυγών»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑361/15 P και C‑405/15 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν αντιστοίχως στις 11 Ιουλίου και στις 24 Ιουλίου 2015,

Easy Sanitary Solutions BV, με έδρα το Oldenzaal (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τον F. Eijsvogels, advocaat (C‑361/15 P),

Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από την S. Bonne και τον A. Folliard‑Monguiral (C‑405/15 P),

αναιρεσείοντα,

υποστηριζόμενα από:

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τις J. Kraehling και C. R. Brodie, επικουρούμενες από τον N. Saunders, barrister (C‑405/15 P),

παρεμβαίνον στη διαδικασία αναιρέσεως,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Group Nivelles NV, με έδρα το Gingelom (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον H. Jonkhout, advocaat,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, C. Vajda, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Δεκεμβρίου 2016,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, η Easy Sanitary Solutions BV (στο εξής: ESS) και το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Μαΐου 2015, Group Nivelles κατά ΓΕΕΑ – Easy Sanitairy Solutions (αύλακας απορροής υδάτων ντους) (T‑15/13, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2015:281), περί ακυρώσεως της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 4ης Οκτωβρίου 2012 (υπόθεση R 2004/2010‑3), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας σήματος μεταξύ της I-Drain BVBA και της ESS (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Κατά την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1), «[η] προστασία δεν θα πρέπει να επεκτείνεται σε εκείνα τα συστατικά του προϊόντος τα οποία δεν είναι ορατά κατά τη συνήθη χρήση του ούτε στα χαρακτηριστικά του συστατικού τα οποία δεν είναι ορατά όταν το προϊόν συναρμολογείται ή τα οποία δεν θα πληρούσαν αυτά καθαυτά τις προϋποθέσεις νεωτερισμού και ατομικού χαρακτήρα του προϊόντος. Συνεπώς, τα χαρακτηριστικά του σχεδίου ή υποδείγματος τα οποία, για τους λόγους αυτούς, δεν είναι δεκτικά προστασίας, δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν σταθμίζεται κατά πόσον άλλα χαρακτηριστικά του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος πληρούν τους όρους προστασίας».

3

Κατά την αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού 6/2002, «η εκτίμηση του κατά πόσον ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα θα πρέπει να βασίζεται στο κατά πόσον η συνολική εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφέρει από αυτήν που του προκαλεί οποιοδήποτε άλλο από το σύνολο των υπαρχόντων σχεδίων ή υποδειγμάτων, λαμβανομένης υπόψη της φύσης του προϊόντος στο οποίο έχει εφαρμοστεί ή ενσωματωθεί το σχέδιο ή το υπόδειγμα, και, ιδίως, του βιομηχανικού κλάδου στον οποίο εντάσσεται και του βαθμού της ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος».

4

Το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού προβλέπει:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)

“σχέδιο ή υπόδειγμα”: η εικόνα την οποία παρουσιάζει το σύνολο ή μέρος ενός προϊόντος η οποία προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του, και ιδίως από τη γραμμή, το περίγραμμα, το χρώμα, το σχήμα, την υφή ή/και τα υλικά του ίδιου του προϊόντος ή/και της διακόσμησης που φέρει».

5

Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Προϋποθέσεις προστασίας», ορίζει, στην παράγραφο 1:

«Το σχέδιο ή υπόδειγμα προστατεύεται ως κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα εφόσον είναι νέο και έχει ατομικό χαρακτήρα.»

6

Με τίτλο «Νεωτερισμός», το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού προβλέπει:

«1.   Ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται νέο εάν δεν έχει διατεθεί στο κοινό ταυτόσημο σχέδιο ή υπόδειγμα:

α)

στην περίπτωση μη καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το σχέδιο ή το υπόδειγμα για το οποίο διεκδικείται προστασία διατέθηκε για πρώτη φορά στο κοινό·

β)

στην περίπτωση καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την καταχώριση ή, αν διεκδικείται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας.

2.   Τα σχέδια ή υποδείγματα λογίζονται ως ταυτόσημα αν τα χαρακτηριστικά τους διαφέρουν μόνο σε επουσιώδεις λεπτομέρειες.»

7

Το άρθρο 6 του κανονισμού 6/2002, με τίτλο «Ατομικός χαρακτήρας», ορίζει:

«1.   Ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι παρουσιάζει ατομικό χαρακτήρα εάν η συνολική εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο καταναλωτή διαφέρει από τη συνολική εντύπωση που προκαλεί στον εν λόγω καταναλωτή κάθε σχέδιο ή υπόδειγμα που έχει διατεθεί στο κοινό:

α)

στην περίπτωση μη καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το σχέδιο ή το υπόδειγμα για το οποίο διεκδικείται προστασία διατέθηκε για πρώτη φορά στο κοινό·

β)

στην περίπτωση καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την καταχώριση ή, εάν διεκδικείται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας.

2.   Προκειμένου να εκτιμηθεί ο ατομικός χαρακτήρας, λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός της ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος.»

8

Το άρθρο 7 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Γνωστοποίηση», ορίζει, στην παράγραφο 1:

«Για την εφαρμογή των άρθρων 5 και 6, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει διατεθεί στο κοινό αν έχει δημοσιευθεί κατόπιν καταχώρισής του ή με άλλον τρόπο, ή έχει εκτεθεί, έχει χρησιμοποιηθεί στο εμπόριο ή κατέστη γνωστό με άλλο τρόπο, πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α) και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α) ή στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β) και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β), κατά περίπτωση, εκτός εάν τα γεγονότα αυτά λογικά δεν θα ήταν δυνατόν να γίνουν γνωστά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός της Κοινότητας. Ωστόσο, δεν θεωρείται ότι το σχέδιο ή το υπόδειγμα έχει διατεθεί στο κοινό μόνο και μόνο επειδή διατέθηκε σε τρίτον με τη ρητή ή σιωπηρή προϋπόθεση να παραμείνει απόρρητο.»

9

Το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«1.   Η προστασία που παρέχει το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα εκτείνεται σε οποιοδήποτε σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο δεν προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση.

2.   Προκειμένου να εκτιμάται η έκταση της προστασίας, λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός της ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος.»

10

Με τίτλο «Δικαιώματα που παρέχει το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα», το άρθρο 19, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα παρέχει στο δικαιούχο του δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως και δικαίωμα να απαγορεύει σε οιονδήποτε τρίτο τη χρήση χωρίς τη συγκατάθεσή του. Κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, ως χρήση νοείται ιδίως η κατασκευή, προσφορά, η διάθεση στην αγορά, η εισαγωγή, η εξαγωγή ή η χρήση προϊόντος στο οποίο είναι ενσωματωμένο ή εφαρμόζεται το σχέδιο ή υπόδειγμα, καθώς και αποθεματοποίηση του προϊόντος για τους σκοπούς αυτούς.»

11

Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, «[τ]ο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα κηρύσσεται άκυρο μόνο εάν […] δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 έως 9».

12

Το άρθρο 36 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί η αίτηση», προβλέπει, στις παραγράφους 2 και 6:

«2.   Επιπλέον, η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει μνεία των προϊόντων στο οποία πρόκειται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί το σχέδιο ή υπόδειγμα.

[…]

6.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 […] δεν θίγουν την έκταση της προστασίας του σχεδίου ή υποδείγματος αυτή καθαυτή.»

13

Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 25, παράγραφοι 2, 3, 4 και 5, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και κάθε δημόσια αρχή που νομιμοποιείται προς τούτο, μπορεί να υποβάλλει στο EUIPO αίτηση ακυρότητας καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

14

Κατά το άρθρο 53, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, που αφορά την εξέταση της αιτήσεως ακυρότητας, εάν το EUIPO διαπιστώσει ότι η αίτηση ακυρότητας είναι παραδεκτή, εξετάζει κατά πόσον οι λόγοι ακύρωσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 δεν επιτρέπουν τη διατήρηση του καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 53, κατά την εξέταση της αιτήσεως, η οποία γίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 2245/2002 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού [6/2002] (ΕΕ 2002, L 341, σ. 28), το EUIPO καλεί τα μέρη, όσες φορές κρίνει αναγκαίο, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, εντός της προθεσμίας που τάσσει, σχετικά με τις προτάσεις των άλλων διαδίκων ή τις δικές του.

15

Το άρθρο 61 του κανονισμού 6/2002 ορίζει:

«1.   Ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] μπορούν να ασκούνται προσφυγές κατά αποφάσεων του συμβουλίου προσφυγών.

2.   Η προσφυγή μπορεί να ασκείται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της [Σ]υνθήκης, του παρόντος κανονισμού και οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους ή λόγω κατάχρησης εξουσίας.

3.   Το Δικαστήριο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] δύναται να ακυρώνει ή να τροποποιεί την προσβαλλόμενη απόφαση.

[…]

6.   Το [EUIPO] υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].»

16

Κατά το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, «[κ]ατά την ενώπιόν του διαδικασία, το [EUIPO] εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά. Εντούτοις, σε αγωγή ακυρότητας, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα».

17

Το άρθρο 65, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι σε κάθε διαδικασία ενώπιόν του, το EUIPO δύναται να διεξαγάγει αποδείξεις και, ιδίως, να εξετάσει διαδίκους και μάρτυρες και να ζητήσει την παροχή πληροφοριών, καθώς και την προσκόμιση εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων ή ακόμα και πραγματογνωμοσύνη.

18

Το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημεία v και vi, του κανονισμού 2245/2002 ορίζει:

«1.   Η αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας που υποβάλλεται στο [EUIPO] σύμφωνα με το άρθρο 52 του κανονισμού [6/2002], περιέχει:

[…]

β)

όσον αφορά τους λόγους επί των οποίων βασίζεται η αίτηση:

[…]

v)

εφόσον οι λόγοι ακυρότητας συνίστανται στο γεγονός ότι το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 5 και 6 του κανονισμού [6/2002], τη μνεία και την αναπαραγωγή των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων που ενδέχεται να παρεμποδίσουν το νεωτερισμό ή τον ατομικό χαρακτήρα του καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, καθώς και έγγραφα που να πιστοποιούν την ύπαρξη των εν λόγω προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων·

vi)

αναφορά των πραγματικών περιστατικών, των αποδείξεων και των ισχυρισμών που προβάλλονται προς υποστήριξη των υπό εξέταση λόγων».

Το ιστορικό των διαφορών

19

Στις 28 Νοεμβρίου 2003, η ESS υπέβαλε στο EUIPO αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, δυνάμει του κανονισμού 6/2002. Η αίτηση αφορούσε σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο παρίσταται ως εξής:

Image

20

Το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα καταχωρίστηκε ως κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα με τον αριθμό 000107834-0025 και δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων αριθ. 19/2004, της 9ης Μαρτίου 2004. Προσδιορίζει, κατά την εν λόγω αίτηση καταχωρίσεως, «σιφόνι ντους (shower drain)».

21

Στις 31 Μαρτίου 2009, η καταχώριση του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος ανανεώθηκε. Η ανανέωση αυτή δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων αριθ. 61/2009, της 2ας Απριλίου 2009.

22

Στις 3 Σεπτεμβρίου 2009, η I-Drain, την οποία διαδέχθηκε η Group Nivelles NV, υπέβαλε αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, σύμφωνα με το άρθρο 52 του κανονισμού 6/2002. Προς στήριξη της αιτήσεως αυτής, προέβαλε τον προβλεπόμενο στο άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002 λόγο ακυρότητας του κανονισμού αυτού, δηλαδή ότι το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 έως 9 του εν λόγω κανονισμού. Όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων, τον νεωτερισμό, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού αυτού, και τον ατομικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού, του οικείου σχεδίου ή υποδείγματος, οι οποίες εκτιμώνται κατά την ημερομηνία της διαθέσεως στο κοινό, όπως ορίζει το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού.

23

Προς στήριξη της αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας, η I-Drain προσκόμισε, μεταξύ άλλων, αποσπάσματα δύο καταλόγων με προϊόντα της επιχειρήσεως Blücher (στο εξής: κατάλογοι Blücher). Οι κατάλογοι Blücher περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την ακόλουθη εικόνα:

Image

24

Με απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2010, το τμήμα ακυρώσεων του EUIPO κήρυξε την ακυρότητα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, δεχόμενο με τον τρόπο αυτό την προς τούτο αίτηση που του υπέβαλε η I-Drain.

25

Το τμήμα ακυρώσεων του EUIPO επισήμανε, στο σημείο 3 της αποφάσεως αυτής, ότι από τα επιχειρήματα της I-Drain προέκυπτε σαφώς ότι η αίτησή της περί κηρύξεως ακυρότητας στηριζόταν στην έλλειψη νεωτερισμού και ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος. Στο σημείο 15 της εν λόγω αποφάσεως, το τμήμα ακυρώσεων του EUIPO έκρινε ότι το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα απεικόνιζε μια πλάκα, μια δεξαμενή και ένα σιφόνι ντους, stricto sensu, και ότι το μόνο ορατό χαρακτηριστικό αυτού του σχεδίου ή υποδείγματος ήταν το ανώτερο μέρος της πλάκας αυτής. Κατά το σημείο 19 της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO, η πλάκα αυτή ήταν ταυτόσημη με την πλάκα η οποία εμφαίνεται στο κέντρο της εικόνας που παρατίθεται στην ανωτέρω σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως και το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα εστερείτο νεωτερισμού σε σχέση με το σχέδιο ή υπόδειγμα που απεικονίζεται στο εν λόγω έγγραφο. Το τμήμα ακυρώσεων του EUIPO απέρριψε, εξάλλου, στο σημείο 20 της αποφάσεώς του, ως αλυσιτελές το επιχείρημα της ESS κατά το οποίο η πλάκα η οποία εμφαίνεται στο κέντρο της εικόνας που παρατίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως χρησιμοποιείτο σε περιβάλλον διαφορετικό από εκείνο στο οποίο προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί το προϊόν που αφορούσε το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, με το αιτιολογικό ότι η χρήση του προϊόντος στο οποίο ενσωματώνεται το σχέδιο ή το υπόδειγμα δεν αποτελεί στοιχείο της εμφανίσεώς του και κατά συνέπεια η διαφορά δεν έχει αντίκτυπο στη σύγκριση των δύο αντιπαρατιθέμενων σχεδίων.

26

Στις 15 Οκτωβρίου 2010, η ESS άσκησε προσφυγή, βάσει των άρθρων 55 έως 60 του κανονισμού 6/2002, κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO.

27

Με την επίδικη απόφαση, το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO της 23ης Σεπτεμβρίου 2010. Έκρινε κατ’ ουσίαν, στα σημεία 31 έως 33 της επίδικης αποφάσεως, αντιθέτως προς το τμήμα ακυρώσεων, ότι το επίμαχο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα έφερε χαρακτήρα νέου, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002, στο μέτρο που δεν ήταν ταυτόσημο με την πλάκα η οποία εμφαίνεται στο κέντρο της εικόνας που παρατίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, αλλά έφερε, σε σχέση με αυτήν, διαφορές οι οποίες δεν ήταν ούτε «ελάχιστες» ούτε «δύσκολο να εκτιμηθούν κατά αντικειμενικό τρόπο» και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως επουσιώδεις. Ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO «προκειμένου να αποφανθεί επί της αιτήσεως περί κηρύξεως ακυρότητας βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με [το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 6]» του κανονισμού 6/2002.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

28

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιανουαρίου 2013, η Group Nivelles άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

29

Με το υπόμνημα αντικρούσεως, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουλίου 2013, η ESS, ως παρεμβαίνουσα, ζήτησε την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως σε σχέση με ζήτημα το οποίο δεν προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής.

30

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Group Nivelles προέβαλε έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το τμήμα προσφυγών του EUIPO κατά τη σύγκριση του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος με τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα των οποίων είχε γίνει επίκληση προς στήριξη της αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας. Κατά την άποψή της, εξαιτίας του εν λόγω σφάλματος το τμήμα προσφυγών του EUIPO κατέληξε στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα ήταν νέο κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002.

31

Με το αίτημα περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως για λόγο διαφορετικό από εκείνους τους οποίους προέβαλε η Group Nivelles, η ESS προέβαλε ότι το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO ενήργησε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου κρίνοντας, στο σημείο 31 της αποφάσεως αυτής, ότι η εικόνα που παρατίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως παρίστανε σιφόνι ντους ορθογώνιου σχήματος αποτελούμενο απλώς από πλάκα καλύψεως με οπή. Κατά την ESS, η κρίση αυτή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα προβληθέντα από τους διαδίκους κατά τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO και δεν ήταν αιτιολογημένη, γεγονός που καθιστά την επίδικη απόφαση μη επαρκώς κατανοητή.

32

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τόσο τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως της Group Nivelles όσο και τον παρεμπίπτοντα λόγο ακυρώσεως της ESS και, ως εκ τούτου, ακύρωσε την επίδικη απόφαση. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως αυτής που υπέβαλε η Group Nivelles.

Αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

33

Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑361/15 P, η ESS ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

να καταδικάσει τον ηττηθέντα διάδικο στα δικαστικά έξοδα.

34

Με το υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση C‑361/15 P, το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε.

35

Με το υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση C‑361/15 P, η Group Nivelles ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε.

36

Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑405/15 P, το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

να καταδικάσει την Group Nivelles και την ESS στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε.

37

Με το υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση C‑405/15 P, η ESS ζητεί από το Δικαστήριο:

να δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως ως προς τους δύο πρώτους λόγους που προβάλλει το EUIPO και να καταδικάσει την Group Nivelles στα δικαστικά έξοδα του EUIPO, και

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προς τον τρίτο λόγο που προβάλλει το EUIPO και να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε αναφορικά με τον λόγο αυτό.

38

Με το υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση C‑405/15 P, η Group Nivelles ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά της έξοδα.

39

Με το υπόμνημα παρεμβάσεως στην υπόθεση C‑405/15 P, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

40

Με απόφαση της 8ης Ιουνίου 2016, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑361/15 P και C‑405/15 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως του EUIPO, οι οποίοι αφορούν παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 1, και του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού

41

Λόγω της συνάφειάς τους, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του EUIPO πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

Επιχειρήματα των διαδίκων

42

Το EUIPO ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 74 και 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 και, ειδικότερα, παραβίασε τις αρχές που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων στο πλαίσιο αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, κρίνοντας ότι το EUIPO έπρεπε να ανασυνθέσει το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα με βάση τα διάφορα αποσπάσματα των επισυναπτόμενων στην αίτηση για κήρυξη ακυρότητας καταλόγων.

43

Το εν λόγω άρθρο 63, παράγραφος 1, βασίζεται στη σαφή κατανομή των αντίστοιχων ρόλων του EUIPO και του αιτούντος την κήρυξη ακυρότητας στο πλαίσιο διαδικασιών κηρύξεως ακυρότητας βάσει των άρθρων 5 και 6 του κανονισμού 6/2002, πράγμα που επιβεβαιώνεται εξάλλου από το γράμμα του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημεία v και vi, του κανονισμού 2245/2002.

44

Επομένως, ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας υποχρεούται να προσδιορίσει επακριβώς ποια είναι τα κρίσιμα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα προσκομίζοντας αναπαραγωγές των εν λόγω σχεδίων ή υποδειγμάτων, καθώς και απόδειξη της υπάρξεώς τους. Πρέπει, εξάλλου, να αποδείξει τη διάθεση στο κοινό των εν λόγω προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 6/2002. Συναφώς, το EUIPO μπορεί να εξετάσει την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας μόνο βάσει των πραγματικών περιστατικών, των αποδείξεων, των επιχειρημάτων και των παρατηρήσεων που υπέβαλε ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας και δεν μπορεί να τον υποκαταστήσει όσον αφορά την απόδειξη ούτε να ερευνήσει ποιο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα ενδέχεται να είναι κρίσιμο μεταξύ όλων εκείνων που περιλαμβάνονται στα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτών.

45

Το EUIPO θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 74 και 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το EUIPO δεν προσδιόρισε ορθώς το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα του οποίου είχε γίνει επίκληση και ότι το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα αποτελείται από «το σύνολο της διατάξεως απορροής υγρών που προσφέρει η επιχείρηση Blücher και της οποίας έγινε επίκληση προς στήριξη της αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας».

46

Κατά το EUIPO, από τη σχετική με την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας διαδικασία, καθώς και από τις παρατηρήσεις της Group Nivelles ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η εταιρία αυτή δεν επικαλέσθηκε, ως προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, το σύνολο της διατάξεως απορροής υγρών, αλλά μόνο την πλάκα καλύψεως που διατέθηκε στο κοινό τόσο από την επιχείρηση Blücher όσο και από άλλες επιχειρήσεις. Η Group Nivelles αναφέρθηκε στο σύνολο της διατάξεως απορροής υγρών μόνο κατά το στάδιο του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, άρα με καθυστέρηση.

47

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, επιβάλλοντας στο EUIPO, στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την υποχρέωση να συγκρίνει το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα με το σύνολο της διατάξεως απορροής υγρών το οποίο προσέφερε η επιχείρηση Blücher, αναζήτησε, αυτεπαγγέλτως, στους καταλόγους που προσκόμισε η Group Nivelles, την αρχαιότητα που έκρινε καταλληλότερη, κατά παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002.

48

Δεύτερον, το EUIPO ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 77 και 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη τους κανόνες που διέπουν την εκτίμηση του νεωτερισμού κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος οι οποίες διαλαμβάνονται στο άρθρο 5 του κανονισμού 6/2002, επιβάλλοντάς του την υποχρέωση να συνδυάσει περισσότερα συστατικά μέρη του σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου προβάλλεται η αρχαιότητα, όταν αυτά διατίθενται χωριστά.

49

Το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την απόφασή του της 19ης Ιουνίου 2014, Karen Millen Fashions (C‑345/13, EU:C:2014:2013, σκέψη 26), ότι, όσον αφορά την εξέταση του κατά πόσον ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002, το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα σύνολο συγκεκριμένων στοιχείων ή τμημάτων προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων, αλλά με εξατομικευμένα και συγκεκριμένα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα. Η εκτίμηση αυτή ισχύει και για την εξέταση του νεωτερισμού ενός σχεδίου ή υποδείγματος, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού αυτού.

50

Το γεγονός ότι τα διάφορα συστατικά μέρη ενός σχεδίου ή υποδείγματος, τα οποία διατίθενται χωριστά, προορίζονται για να χρησιμοποιηθούν μαζί δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, η συναρμολόγηση των διαφόρων αυτών συστατικών μερών μπορεί να οδηγήσει σε εικαζόμενη αλλά υποθετική εμφάνιση ή, εν πάση περιπτώσει, σε μεγάλο βαθμό κατά προσέγγιση, πράγμα που κωλύει τη συγκριτική εξέταση του νεωτερισμού, που ορίζεται στο άρθρο 5 του κανονισμού 6/2002. Το EUIPO εκτιμά ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, τα διάφορα χαρακτηριστικά του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος δεν μπορούν να προσδιοριστούν με επαρκή σαφήνεια και ότι ο συνδυασμός των διαφόρων συστατικών μερών που προορίζονται για να χρησιμοποιηθούν μαζί απαιτεί μια προσπάθεια κατασκευής και οδηγεί σε ένα υποθετικό αμάλγαμα.

51

Το EUIPO προσθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 68 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά με το αιτιολογικό ότι βασίζονται στην παραδοχή ότι οι διάδικοι δεν προσκόμισαν καμία εικόνα που να συνδυάζει την πλάκα καλύψεως και τη δεξαμενή απορροής, παραδοχή η οποία, κατά το Γενικό Δικαστήριο, είναι εσφαλμένη. Ωστόσο, το EUIPO θεωρεί ότι η κρίση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τη σύγκριση των εικόνων στις οποίες παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

52

Η ESS συντάσσεται με τα επιχειρήματα του EUIPO και εκτιμά ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμοι.

53

Αντιθέτως, η Group Nivelles αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του EUIPO και προτείνει, ως εκ τούτου, στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ως αβάσιμους.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

54

Με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, το EUIPO αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου που αναπτύσσεται στις σκέψεις 77 έως 79 και 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

55

ΤΟ EUIPO προβάλλει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, και, ειδικότερα, ότι παραβίασε τις αρχές που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων στο πλαίσιο αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας ενός καταχωρισμένου σχεδίου ή υποδείγματος. Αφετέρου, θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού και, ιδίως, τους κανόνες που διέπουν την εκτίμηση του νεωτερισμού κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, κρίνοντας ότι το EUIPO όφειλε να συνδυάσει τα διάφορα στοιχεία ενός ή περισσότερων σχεδίων ή υποδειγμάτων, τα οποία διατίθενται στο κοινό χωριστά με διάφορα αποσπάσματα των συνημμένων στην αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας καταλόγων, προκειμένου να σχηματίσει την πλήρη εικόνα του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος.

56

Όσον αφορά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 63, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 6/2002 προβλέπει ότι, κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το EUIPO εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, η δεύτερη περίοδος της διατάξεως αυτής διευκρινίζει ότι, σε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

57

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, η Group Nivelles κατέθεσε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, κατά το άρθρο 52 του κανονισμού 6/2002, προβάλλοντας τον προβλεπόμενο στο άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ως άνω κανονισμού λόγο ακυρότητας.

58

Όμως, αφενός, κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2245/2002, εφόσον η αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος στηρίζεται στο γεγονός ότι το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 5 και 6 του κανονισμού 6/2002, η αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας πρέπει να περιλαμβάνει τη μνεία και την αναπαραγωγή των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων που ενδέχεται να παρεμποδίσουν τον νεωτερισμό ή τον ατομικό χαρακτήρα του καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, καθώς και έγγραφα που να πιστοποιούν την ύπαρξη των εν λόγω προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων.

59

Αφετέρου, στο πλαίσιο αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας στηριζόμενης στο άρθρο 25 του κανονισμού 6/2002, από το άρθρο 52, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και από το άρθρο 53, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι δεν εναπόκειται στο EUIPO ή στο Γενικό Δικαστήριο να προσκομίσει τα στοιχεία που αποδεικνύουν το υποστατό του λόγου αυτού, αλλά στον προσφεύγοντα που προβάλλει τον λόγο ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού (βλ., κατ’ αναλογία, διάταξη της 17ης Ιουλίου 2014, Kastenholz κατά ΓΕΕΑ, C‑435/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2124, σκέψη 55).

60

Επομένως, όταν ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας επικαλείται τον λόγο ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, σ’ αυτόν εναπόκειται να προσκομίσει τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 έως 9 του κανονισμού αυτού.

61

Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την παράβαση του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002, πρέπει να προστεθεί ότι η διάταξη αυτή, θέτοντας ως προϋπόθεση, προκειμένου να θεωρηθεί νέο ένα σχέδιο ή υπόδειγμα, να «μην έχει διατεθεί στο κοινό κανένα ταυτόσημο σχέδιο ή υπόδειγμα», συνεπάγεται ότι η εκτίμηση του κατά πόσον ένα σχέδιο ή υπόδειγμα είναι νέο πρέπει να πραγματοποιηθεί σε σχέση με ένα ή περισσότερα σχέδια ή υποδείγματα τα οποία είναι επακριβώς καθορισμένα, εξατομικευμένα, συγκεκριμένα και προσδιορισμένα μέσα στο σύνολο των σχεδίων ή υποδειγμάτων που έχουν προηγουμένως διατεθεί στο κοινό (βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά το άρθρο 6 του κανονισμού 6/2002, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Karen Millen Fashions, C‑345/13, EU:C:2014:2013, σκέψη 25).

62

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα ορίζεται ως «η εικόνα την οποία παρουσιάζει το σύνολο ή μέρος ενός προϊόντος η οποία προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του, και ιδίως από τη γραμμή, το περίγραμμα, το χρώμα, το σχήμα, την υφή ή/και τα υλικά του ίδιου του προϊόντος ή/και της διακόσμησης που φέρει». Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του συστήματος που προβλέπει ο κανονισμός 6/2002, το καθοριστικό στοιχείο ενός σχεδίου ή υποδείγματος είναι η εικόνα.

63

Επομένως, το γεγονός ότι ένα χαρακτηριστικό ενός σχεδίου ή υποδείγματος είναι ορατό αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την προστασία αυτή. Έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 6/2002 αναφέρεται ότι η προστασία των σχεδίων ή υποδειγμάτων δεν θα πρέπει να επεκτείνεται σε εκείνα τα συστατικά του προϊόντος τα οποία δεν είναι ορατά κατά τη συνήθη χρήση του ούτε στα χαρακτηριστικά του συστατικού τα οποία δεν είναι ορατά όταν το προϊόν συναρμολογείται και ότι τα χαρακτηριστικά αυτά δεν πρέπει, επομένως, να λαμβάνονται υπόψη όταν σταθμίζεται κατά πόσον άλλα χαρακτηριστικά του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος πληρούν τους όρους προστασίας.

64

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας, κατ’ ουσίαν, στα σημεία 147 και 149 των προτάσεών του, ότι είναι θεμελιώδους σημασίας τα τμήματα του EUIPO να διαθέτουν μια εικόνα του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, βάσει της οποίας να μπορεί να γίνει αντιληπτή η εμφάνιση του προϊόντος στο οποίο είναι ενσωματωμένο το σχέδιο ή υπόδειγμα και να προσδιορίζεται επακριβώς και με βεβαιότητα το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, προκειμένου να προβούν, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 7 του κανονισμού 6/2002, στην εκτίμηση του νεωτερισμού και του ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και στην απαιτούμενη σύγκριση μεταξύ των οικείων σχεδίων ή υποδειγμάτων. Συγκεκριμένα, για να εξεταστεί αν το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα στερείται πράγματι νεωτερισμού ή ατομικού χαρακτήρα απαιτείται τα εν λόγω τμήματα να έχουν στη διάθεσή τους επακριβώς καθορισμένο και συγκεκριμένο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα.

65

Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη και των διαπιστώσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 58 έως 64 της παρούσας αποφάσεως, στον διάδικο που υπέβαλε την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας εναπόκειται να προσκομίσει στο EUIPO τα απαραίτητα στοιχεία και, ειδικότερα, τον πλήρη και ακριβή προσδιορισμό και την αναπαραγωγή του σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου επικαλείται την αρχαιότητα, για να αποδείξει ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν μπορεί να καταχωριστεί εγκύρως.

66

Στις υπό κρίση υποθέσεις, από τις σκέψεις 64, 65 και 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ειδικότερα, χωρίς να προβάλλεται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών συναφώς στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, ότι η Group Nivelles δεν προσκόμισε, με την αίτησή της για την κήρυξη ακυρότητας ενώπιον των τμημάτων του EUIPO, πλήρη αναπαραγωγή του σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου επικαλείται την αρχαιότητα.

67

Ωστόσο, στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στον βαθμό που προέκυπτε σαφώς από τους καταλόγους Blücher ότι η πλάκα καλύψεως που εμφαίνεται στο κέντρο της εικόνας η οποία παρατίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως προοριζόταν να συνδυασθεί με δεξαμενές και σιφόνια προσφερόμενα από την επιχείρηση Blücher και περιεχόμενα επίσης στους καταλόγους αυτούς, προκειμένου να αποτελέσει πλήρη διάταξη απορροής υγρών, στο EUIPO εναπέκειτο, για την εκτίμηση του νεωτερισμού του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, να το συγκρίνει, μεταξύ άλλων, με απορροή υγρών αποτελούμενη από την επίμαχη πλάκα καλύψεως, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία διατάξεως απορροής υγρών προσφερόμενα από την επιχείρηση Blücher.

68

Κατ’ αυτό τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο επέβαλε στο EUIPO, στο πλαίσιο της συγκρίσεως την οποία πρέπει να διενεργήσει το εν λόγω Γραφείο μεταξύ των επίμαχων σχεδίων ή υποδειγμάτων για να εκτιμήσει αν το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα είναι νέο, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002, να συνδυάσει τα διάφορα στοιχεία ενός ή περισσότερων προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων προκειμένου να διαμορφώσει την πλήρη εμφάνιση του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος, μολονότι ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας δεν αναπαρήγαγε στο σύνολό του το ως άνω σχέδιο ή υπόδειγμα.

69

Δεν μπορεί όμως να απαιτείται από το EUIPO, ιδίως στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κατά πόσον είναι νέο το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, να προβεί σε συνδυασμό των διαφόρων στοιχείων του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, διότι στον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας εναπόκειται να προσκομίσει πλήρη αναπαραγωγή του εν λόγω προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος. Κατά τα λοιπά, κάθε ενδεχόμενος συνδυασμός θα ήταν ατελής, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 152 των προτάσεών του, στον βαθμό που θα είχε πραγματοποιηθεί αναγκαστικά κατά προσέγγιση.

70

Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως ορθώς υποστηρίζει το EUIPO και αντίθετα προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα συνιστά απλώς συνδυασμό σχεδίων ή υποδειγμάτων τα οποία έχουν ήδη διατεθεί στο κοινό και ως προς τα οποία έχει ήδη επισημανθεί ότι προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν μαζί δεν μπορεί, ελλείψει πλήρους μνείας και αναπαραγωγής του σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου γίνεται επίκληση της αρχαιότητάς του, να θεωρηθεί κρίσιμο για τους σκοπούς της εξετάσεως του νεωτερισμού του, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002.

71

Πρέπει, συναφώς, να προστεθεί ότι το γεγονός, που επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ESS, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προσκόμισε αποσπάσματα ενός καταλόγου της εταιρίας Blücher, διαφορετικά από εκείνα που προσκόμισε η Group Nivelles με την αίτησή της για την κήρυξη ακυρότητας, όπου απεικονιζόταν πλάκα καλύψεως, όπως αυτή η οποία εμφαίνεται στο κέντρο της εικόνας που παρατίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, τοποθετημένη επί δεξαμενής περιλαμβάνουσας, στο κάτω μέρος, σιφόνι απορροής, δεν μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη της ακριβούς μνείας και αναπαραγωγής του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος που επικαλέσθηκε η Group Nivelles. Μολονότι το γεγονός αυτό μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το EUIPO προκειμένου να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων, βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, αντιθέτως, δεν εναπέκειτο σε αυτό να συνδυάσει τα διάφορα στοιχεία ενός ή περισσότερων σχεδίων ή υποδειγμάτων που είχαν διατεθεί στο κοινό χωριστά σε διαφορετικά αποσπάσματα των καταλόγων που επισυνάφθηκαν στην αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας, προκειμένου να σχηματίσει την πλήρη εμφάνιση του επικληθέντος προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος. Συγκεκριμένα, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το επιχείρημα του EUIPO, κατά το οποίο οι σκέψεις 68 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχουν από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, αρκεί η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την εν λόγω απόφαση, ουδόλως διαπιστώνει ότι η εικόνα που προσκόμισε η ESS συνιστά πλήρη εικόνα του συγκεκριμένου προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου επικαλέσθηκε την αρχαιότητα η Group Nivelles.

72

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στις σκέψεις 77 έως 79 και 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι το EUIPO όφειλε να ανασυνθέσει, για τους σκοπούς της εκτιμήσεως του νεωτερισμού του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, τα διάφορα στοιχεία ενός ή περισσότερων προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων με βάση τα διάφορα αποσπάσματα των επισυναπτόμενων στην αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας καταλόγων Blücher, ενώ ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας δεν είχε αναπαραγάγει στο σύνολό του το σχέδιο ή υπόδειγμα την αρχαιότητα του οποίου επικαλέσθηκε.

73

Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να επισύρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εάν το διατακτικό της αποφάσεως αυτής είναι βάσιμο δυνάμει άλλου σκεπτικού (βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, FIFA κατά Επιτροπής, C‑204/11 P, EU:C:2013:477, σκέψη 43, και της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 55).

74

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον ακυρώνει την επίδικη απόφαση, είναι βάσιμο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει ιδίως από τη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το σχέδιο ή υπόδειγμα την αρχαιότητα του οποίου επικαλέσθηκε η Group Nivelles ενώπιον του EUIPO ήταν μια πλήρης διάταξη απορροής υγρών, προσφερόμενη από την επιχείρηση Blücher. Στον βαθμό που το EUIPO δεν υποστηρίζει καμία παραμόρφωση συναφώς, το επιχείρημά του, κατά το οποίο η Group Nivelles επικαλέσθηκε την ως άνω πλήρη διάταξη για πρώτη φορά κατά το στάδιο του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

75

Όπως υπομνήσθηκε, όμως, στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, από τις σκέψεις 64, 65 και 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Group Nivelles δεν προσκόμισε, με την αίτησή της για την κήρυξη ακυρότητας ενώπιον των τμημάτων του EUIPO, πλήρη αναπαραγωγή του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος.

76

Το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO, με την επίδικη απόφαση, προέβη, μολοντούτο, στην εξέταση του νεωτερισμού του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος συγκρίνοντάς το με την πλάκα καλύψεως, που προσκόμισε η Group Nivelles προς στήριξη της αιτήσεώς της για την κήρυξη ακυρότητας, η οποία εμφαίνεται στο κέντρο της εικόνας που παρατίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως. Η εν λόγω πλάκα καλύψεως δεν αποτελούσε το σχέδιο ή υπόδειγμα την αρχαιότητα του οποίου επικαλέσθηκε η Group Nivelles. Κατά συνέπεια, διαπιστώνοντας, στο σημείο 31 της επίδικης αποφάσεως, ότι «[τ]ο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα (D1) απαρτίζεται από πολύ απλό και ορθογώνιο σιφόνι ντους αποτελούμενο από πλάκα καλύψεως με οπή», το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO στήριξε την επίδικη απόφαση επί ανακριβούς αιτιολογίας, πράγμα που αρκεί για να δικαιολογήσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να ακυρώσει την απόφαση αυτή.

77

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το νομικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως, δεν δύναται να επισύρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διότι το διατακτικό της, κατά το μέρος της που ακύρωσε την επίδικη απόφαση, είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους. Συνεπώς, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του EUIPO πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως της ESS, αντλούμενου από παράβαση, στις σκέψεις 115 έως 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, καθώς και των άρθρων 10 και 19 και του άρθρου 36, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

78

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η ESS προβάλλει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, εκτιμώντας, αφενός, ότι προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που ενσωματώνεται σε προϊόν διαφορετικό από εκείνο που αφορά μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα ή που εφαρμόζεται σε ένα τέτοιο προϊόν ήταν, κατ’ αρχήν, κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση του νεωτερισμού του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος, κατά την έννοια του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού, και, αφετέρου, ότι το γράμμα του άρθρου αυτού απέκλειε να μπορεί ένα σχέδιο ή υπόδειγμα να θεωρηθεί νέο εάν ένα ταυτόσημο σχέδιο ή υπόδειγμα είχε, προηγουμένως, διατεθεί στο κοινό, ανεξαρτήτως του προϊόντος στο οποίο προοριζόταν να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα.

79

Η ESS εκτιμά ότι, αντίθετα προς όσα επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι κανόνες που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 7 αφορούν αποκλειστικά τον νεωτερισμό και τον ατομικό χαρακτήρα των προϊόντων που ανήκουν στον ίδιο τομέα ή των προϊόντων ιδίας φύσεως που προορίζονται για την ίδια χρήση.

80

Η ESS θεωρεί ότι ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 98/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, για τη νομική προστασία σχεδίων και υποδειγμάτων (ΕΕ 1998, L 289, σ. 28), ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 6/2002 μπορεί να συναχθεί ότι η περίπτωση της χρησιμοποιήσεως ενός σχεδίου ή υποδείγματος, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορα προϊόντα με διαφορετική για το καθένα χρηστική λειτουργία, επηρέασε τη σύνταξη του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο «συγκεκριμένος κλάδος», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, δεν περιορίζεται στον κλάδο του προϊόντος στο οποίο το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα προορίζεται να ενσωματωθεί ή εφαρμοστεί. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα θα μπορούσε να περιλαμβάνει όλους τους κλάδους στους οποίους υπήρχε το ενδεχόμενο να εφαρμοστεί, ακόμη και εκείνους που δεν είχαν καμία σχέση με τον κλάδο στον οποίο επιθυμεί να εφαρμοστεί ο διάδικος που διεκδικεί την προστασία των σχεδίων ή υποδειγμάτων.

81

Η ESS προβάλλει ότι προκειμένου ένας κλάδος να θεωρηθεί ως «συγκεκριμένος», πρέπει να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του σχεδίου ή υποδείγματος και του προϊόντος ή των προϊόντων στα οποία προορίζεται να εφαρμοστεί το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, σύνδεσμος ο οποίος αποτελείται από τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002.

82

Η ευρεία ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου στον όρο «συγκεκριμένος κλάδος» έχει ως αποτέλεσμα ότι η κατηγορία των «ειδικευμένων κύκλων» στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 περιλαμβάνει πρόσωπα τα οποία θεωρείται ότι γνωρίζουν όχι μόνο τον κλάδο στον οποίο υπάγεται το προϊόν στο οποίο προορίζεται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, αλλά και άλλους κλάδους στους οποίους υπάγονται προϊόντα και στους οποίους ενδέχεται επίσης να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί το σχέδιο ή υπόδειγμα. Όμως, θα ήταν εκτός πραγματικότητας να υποτεθεί ότι τα πρόσωπα αυτά έχουν τέτοιο βαθμό γνώσεων.

83

Ακολούθως, η ESS εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού, εκτιμώντας, στις σκέψεις 115 και 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ένα κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα δεν μπορεί να θεωρηθεί νέο, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 5, παράγραφος 1, εάν ένα ταυτόσημο σχέδιο ή υπόδειγμα είχε διατεθεί στο κοινό πριν από τις ημερομηνίες που ορίζονται στη διάταξη αυτή, ακόμη και αν αυτό το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα προορίζεται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί σε διαφορετικό προϊόν από εκείνο ή εκείνα που περιλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002.

84

Τέλος, η ESS προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 115 και 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη τα άρθρα 10 και 19, καθώς και το άρθρο 36, παράγραφος 6, του κανονισμού 6/2002.

85

Η ESS θεωρεί ότι για να εκτιμηθεί αν ένα σχέδιο ή υπόδειγμα προκαλεί διαφορετική συνολική εντύπωση, κατά την έννοια του άρθρου 6 και του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, πρέπει να θεωρηθεί από τη σκοπιά του «ενημερωμένου καταναλωτή». Όμως, η γνώση του ενημερωμένου καταναλωτή είναι περιορισμένη, πράγμα που επηρεάζει την εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα και την έκταση της προστασίας του καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

86

Συναφώς, η ESS επισημαίνει μια αντίφαση μεταξύ της εκτιμήσεως στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και της εκτιμήσεως στη σκέψη 132 της ίδιας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο αναγνωρίζει, στην εν λόγω σκέψη 132, ότι η γνώση του ενημερωμένου χρήστη είναι περιορισμένη και ότι, εάν ο ενημερωμένος χρήστης του προϊόντος, λαμβανομένου υπόψη του προσδιορισμού του επίμαχου προϊόντος στο οποίο ενσωματώνεται ή εφαρμόζεται το σχέδιο ή υπόδειγμα, δεν γνωρίζει το προγενέστερο προϊόν στο οποίο ενσωματώθηκε ή εφαρμόστηκε το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, το προγενέστερο αυτό σχέδιο ή υπόδειγμα δεν μπορεί να εμποδίσει την αναγνώριση ατομικού χαρακτήρα στο μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα. Πάντως, αφενός, ο ατομικός χαρακτήρας και η έκταση της προστασίας ενός σχεδίου ή υποδείγματος αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και, αφετέρου, ακόμη και αν ο ενημερωμένος χρήστης γνωρίζει το προγενέστερο προϊόν, τούτο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι η γνώση αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα ενός σχεδίου ή υποδείγματος το οποίο, κατά το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, προορίζεται για ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί σε άλλο προϊόν.

87

Η Group Nivelles και το EUIPO εκτιμούν ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της ESS πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

88

Στις σκέψεις 115 έως 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η φύση του προϊόντος στο οποίο ενσωματώθηκε ή εφαρμόστηκε το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν ασκεί επιρροή επί της εξετάσεως του νεωτερισμού του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002. Στη σκέψη 122 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι «συγκεκριμένος κλάδος», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, δεν περιορίζεται στον κλάδο του προϊόντος στο οποίο το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα προορίζεται να ενσωματωθεί ή εφαρμοστεί.

89

Όπως προκύπτει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002 ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται νέο εάν δεν έχει διατεθεί στο κοινό ταυτόσημο σχέδιο ή υπόδειγμα, στην περίπτωση καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του σχεδίου ή υποδείγματος για το οποίο ζητήθηκε η προστασία ή εάν διεκδικείται προτεραιότητα πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας.

90

Το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν εξαρτά τον χαρακτηρισμό ενός σχεδίου ή υποδείγματος ως νέου από τα προϊόντα στα οποία ενδέχεται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί.

91

Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, η προστασία που παρέχει το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα εκτείνεται «σε οποιοδήποτε σχέδιο ή υπόδειγμα» το οποίο δεν προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση.

92

Επομένως, επισημαίνεται ότι, εάν γίνει δεκτή η άποψη της ESS, κατά την οποία η προστασία ενός σχεδίου ή υποδείγματος εξαρτάται από τη φύση του προϊόντος στο οποίο ενσωματώθηκε ή εφαρμόστηκε το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα, η προστασία αυτή θα περιοριζόταν μόνο στα σχέδια ή υποδείγματα που ανήκουν σε συγκεκριμένο κλάδο. Επομένως, η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

93

Εξάλλου, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τόσο από το άρθρο 36, παράγραφος 6, όσο και από το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, προκύπτει ότι το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος για όλα τα είδη προϊόντων και όχι μόνο για το προϊόν που αναφέρεται στην αίτηση καταχωρίσεως.

94

Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω άρθρο 36, παράγραφος 6, οι πληροφορίες που αναφέρονται, ιδίως, στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού δεν θίγουν την έκταση της προστασίας του σχεδίου ή υποδείγματος αυτή καθαυτήν. Επομένως, οι πληροφορίες αυτές, που συνίστανται στη μνεία των προϊόντων στα οποία πρόκειται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί το σχέδιο ή υπόδειγμα, δεν μπορούν να περιορίσουν την προστασία του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος, όπως αυτή προβλέπεται, ειδικότερα, στο άρθρο 10 του κανονισμού 6/2002.

95

Όσον αφορά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, από την αναφορά σε «προϊόν» στο οποίο ενσωματώθηκε ή εφαρμόστηκε σχέδιο ή υπόδειγμα δεν μπορεί να συναχθεί ότι η έκταση της προστασίας του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος περιορίζεται στο προϊόν στο οποίο ενσωματώθηκε ή εφαρμόστηκε το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα.

96

Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας των άρθρων 10 και 19, καθώς και του άρθρου 36 του κανονισμού 6/2002, το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα δεν μπορεί να θεωρηθεί νέο, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, αν ταυτόσημο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει προηγουμένως διατεθεί στο κοινό, πριν από τις ημερομηνίες που ορίζονται στη διάταξη αυτή, ακόμη και αν αυτό το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα προορίζεται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί σε διαφορετικό προϊόν. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η προστασία που παρέχεται σε σχέδιο ή υπόδειγμα δεν περιορίζεται μόνο στα προϊόντα στα οποία προορίζεται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι η εκτίμηση του νεωτερισμού ενός σχεδίου ή υποδείγματος δεν πρέπει επίσης να περιορίζεται μόνο σε αυτά τα προϊόντα. Στην αντίθετη περίπτωση, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στην ίδια σκέψη, η μεταγενέστερη καταχώριση κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, η οποία έγινε παρά την προγενέστερη διάθεση στο κοινό ταυτόσημου σχεδίου ή υποδείγματος προοριζόμενου να ενσωματωθεί σε διαφορετικό προϊόν ή να εφαρμοστεί σε ένα τέτοιο προϊόν, θα παρείχε τη δυνατότητα στον δικαιούχο αυτής της μεταγενέστερης καταχωρίσεως να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος, ακόμη και για το προϊόν το οποίο αφορά η προγενέστερη διάθεση στο κοινό, πράγμα που θα αποτελούσε ένα παράδοξο αποτέλεσμα.

97

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ESS, η ερμηνεία αυτή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002.

98

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 1, για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 5 και 6 του κανονισμού 6/2002, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει διατεθεί στο κοινό αν έχει δημοσιευθεί κατόπιν καταχωρίσεώς του ή με άλλον τρόπο, ή έχει εκτεθεί, έχει χρησιμοποιηθεί στο εμπόριο ή κατέστη γνωστό με άλλο τρόπο, πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του εν λόγω κανονισμού, εκτός εάν τα γεγονότα αυτά λογικά δεν θα ήταν δυνατόν να γίνουν γνωστά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης.

99

Επομένως, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 6/2002, η διάταξη αυτή εξαρτά την ύπαρξη της διαθέσεως στο κοινό αποκλειστικά από τον τρόπο της διαθέσεως αυτής εν τοις πράγμασι και όχι από το προϊόν στο οποίο προορίζεται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί.

100

Η εν λόγω διάταξη θέτει εξάλλου τον κανόνα ότι η επέλευση οποιουδήποτε από τα πραγματικά περιστατικά που απαριθμούνται σε αυτήν συνιστά διάθεση στο κοινό του σχεδίου ή υποδείγματος, στον κανόνα όμως αυτόν προβλέπεται μια εξαίρεση για την περίπτωση που, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση για να υποστηριχθεί ότι υπήρξε διάθεση στο κοινό δεν θα ήταν δυνατόν λογικά να γίνουν γνωστά στους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης. Οι όροι «ειδικευμένοι κύκλοι του συγκεκριμένου κλάδου» εμφανίζονται, επομένως, μόνο στο πλαίσιο της εξαιρέσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνευθούν περιοριστικά.

101

Για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της εξαιρέσεως αυτής, πρέπει να γίνει μνεία, όπως έπραξε και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της γνωμοδοτήσεως της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 1994, C 388, σ. 9), η πρόταση της οποίας, που περιλαμβάνεται στο σημείο 3.1.4 της γνωμοδοτήσεως αυτής, παρατίθεται αυτούσια στο άρθρο 7 του κανονισμού 6/2002. Το σημείο 3.1.2 της εν λόγω γνωμοδοτήσεως αναφέρει ότι η διάταξη σχετικά με την εκτίμηση του νεωτερισμού του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, όπως είναι διατυπωμένη, φαίνεται δυσεφάρμοστη σε πολλούς τομείς και ιδιαίτερα στην κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία. Στο ίδιο σημείο αναφέρεται ότι, συχνά, οι πωλητές προϊόντων παραποίησης/απομίμησης εφοδιάζονται με ψευδείς βεβαιώσεις ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα είχε δημιουργηθεί παλαιότερα σε τρίτη χώρα. Το σημείο 3.1.3 της ίδιας γνωμοδοτήσεως καταλήγει ότι, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το σχέδιο ή υπόδειγμα θα πρέπει να καθίσταται προσιτό στους ενδιαφερόμενους κύκλους της Ένωσης πριν από την κρίσιμη ημερομηνία.

102

Συνεπώς, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 6/2002 προκύπτει ότι η εξαίρεση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, όσον αφορά τις περιπτώσεις ή τα πραγματικά περιστατικά που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, τα οποία δεν μπορούν να συνιστούν διάθεση στο κοινό, έχει ως σκοπό να αποκλείσει το να μπορούν να συνιστούν διάθεση στο κοινό πραγματικά περιστατικά δυσχερώς επαληθευόμενα, τα οποία φέρονται να έγιναν σε τρίτες χώρες, και δεν αποσκοπεί να διακρίνει τους διάφορους κλάδους δραστηριότητας εντός της Ένωσης και να αποκλείσει το να μπορούν να συνιστούν διάθεση στο κοινό πραγματικά περιστατικά που αφορούν κλάδο δραστηριότητας, τα οποία δεν ήταν δυνατόν λογικά να είναι γνωστά στους ειδικευμένους κύκλους ενός άλλου κλάδου εντός της Ένωσης.

103

Επομένως, ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο «συγκεκριμένος κλάδος», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, δεν περιορίζεται στον κλάδο του προϊόντος στο οποίο το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα προορίζεται να ενσωματωθεί ή εφαρμοστεί.

104

Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο έχει ενσωματωθεί ή εφαρμοστεί σε προϊόν διαφορετικό από εκείνο το οποίο αφορά μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα ασκεί, κατ’ αρχήν, επιρροή προκειμένου να εκτιμηθεί ο νεωτερισμός, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002, αυτού του μεταγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος. Συγκεκριμένα, από τα προεκτεθέντα προκύπτει, όπως επισήμανε και το Γενικό Δικαστήριο στην εν λόγω σκέψη, ότι το άρθρο αυτό αποκλείει να μπορεί να θεωρηθεί νέο ένα σχέδιο ή υπόδειγμα αν ταυτόσημο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει προηγουμένως διατεθεί στο κοινό, ανεξαρτήτως του προϊόντος στο οποίο προορίζεται να ενσωματωθεί ή εφαρμοστεί αυτό το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα.

105

Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της ESS πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως της ESS, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 61 του κανονισμού 6/2002

106

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η ESS υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια του ελέγχου νομιμότητας, κατά παράβαση του άρθρου 61 του κανονισμού 6/2002, καθόσον διαπίστωσε, στην τελευταία περίοδο της σκέψης 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «αντιθέτως προς όσα προκύπτει ότι δέχεται η [ESS], [το γεγονός ότι οι πλάκες καλύψεως ενδείκνυνται για βιομηχανική χρήση] δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε άλλους χώρους, και δη σε ντους, όπου καλούνται υπό κανονικές συνθήκες να φέρουν μικρότερα φορτία».

107

Όμως, το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO δεν αποφάνθηκε ούτε επί των κλάσεων φορτίου που περιέχονται στους καταλόγους Blücher ή επί της σημασίας τους ούτε επί της κρισιμότητάς τους για την εκτίμηση του νεωτερισμού ή του ατομικού χαρακτήρα του σχεδίου ή υποδείγματος. Η ESS προσθέτει ότι η τελευταία περίοδος της σκέψης 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν ήταν απαραίτητη για τη συναγωγή του τελικού συμπεράσματος του Γενικού Δικαστηρίου, διότι αυτό προέκυπτε από τη σκέψη 138 της αποφάσεως αυτής, η οποία αρχίζει με τη φράση «[γ]εγονός παραμένει ότι».

108

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι ο δεύτερος αυτός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, η σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία περιλαμβάνει το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO, αρχίζει με τη φράση «[γ]εγονός παραμένει ότι», πράγμα που δείχνει ότι η εκτίμηση που περιλαμβάνεται στο τέλος της σκέψης 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρατέθηκε ως εκ περισσού, όπως παραδέχεται εξάλλου και η ESS με τα δικόγραφά της.

109

Πρέπει εξάλλου να υπογραμμιστεί ότι η εκτίμηση αυτή ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως βάση του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 138 και 139 της αποφάσεως αυτής, κατά το οποίο το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO υπέπεσε σε σφάλμα χαρακτηρίζοντας την πλάκα καλύψεως η οποία εμφαίνεται στο κέντρο της εικόνας που παρατίθεται στην ανωτέρω σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως ως «σιφόνι ντους».

110

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της ESS.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως του EUIPO, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού αυτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

111

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, το EUIPO ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο, στις σκέψεις 131 και 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002, η φύση των προϊόντων τα οποία αφορούσαν τα συγκρινόμενα σχέδια ή υποδείγματα ασκούσε επιρροή στη δυνατότητα του ενημερωμένου χρήστη να γνωρίζει το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα.

112

ΤΟ EUIPO θεωρεί, πρώτον, ότι εφόσον ένα προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει διατεθεί στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 6/2002, πρέπει να συγκριθεί με το μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα. Το γεγονός ότι στην εξέταση της διαθέσεως στο κοινό λαμβάνονται υπόψη οι «ειδικευμένοι κύκλοι του συγκεκριμένου κλάδου» δεν μπορεί να μεταβάλει το συμπέρασμα αυτό. Το EUIPO ισχυρίζεται ότι το εν λόγω άρθρο 7 δημιουργεί ένα πλάσμα δικαίου με το οποίο κάθε σχέδιο ή υπόδειγμα «που έχει διατεθεί στο κοινό» τεκμαίρεται ότι είναι γνωστό τόσο στο επαγγελματικό κοινό του συγκεκριμένου κλάδου του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος όσο και στο κοινό των ενημερωμένων χρηστών του είδους προϊόντος που αφορά το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τη γενική διατύπωση της φράσης «που έχουν διατεθεί στο κοινό», η οποία χρησιμοποιείται στο εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 1.

113

Η αναφορά στους «ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου» ασκεί επιρροή μόνο στο πλαίσιο της εξαιρέσεως από τον κανόνα κατά τον οποίο κάθε πράξη διαθέσεως στο κοινό συνιστά έγκυρη διάθεση στο κοινό. Η διάθεση στο κοινό του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος δεν έχει επομένως πρακτικό αποτέλεσμα εάν αποδειχθεί ότι ο επαγγελματίας του συγκεκριμένου κλάδου δεν είχε καμία εύλογη πιθανότητα να έχει πρόσβαση στη διάθεση αυτή. Η αναφορά στους «ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου» χρησιμοποιείται μόνο για να υπογραμμιστεί ο εξαιρετικός χαρακτήρας μιας διαθέσεως στο κοινό για την οποία δεν αναγνωρίζεται καμία έννομη συνέπεια.

114

Ακολούθως, η προσέγγιση που προτείνει το Γενικό Δικαστήριο ισοδυναμεί με το να απαιτείται από τον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας να αποδείξει δύο διαθέσεις στο κοινό, μια πρώτη προς το κοινό των «ειδικευμένων κύκλων του συγκεκριμένου κλάδου» και μια δεύτερη προς το κοινό των χρηστών του είδους του προϊόντος το οποίο αφορά το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα. Η απαίτηση αυτή θα προσέθετε προϋπόθεση η οποία δεν προβλέπεται ούτε από το γράμμα ούτε από το πνεύμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002. Συγκεκριμένα, το EUIPO θεωρεί ότι ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας πρέπει να αποδείξει μόνο τη διάθεση στο κοινό ενός σχεδίου ή υποδείγματος και όχι ότι οι επαγγελματίες γνώριζαν πράγματι τη διάθεση αυτή ή ότι το κοινό των ενημερωμένων χρηστών ήταν εξοικειωμένο με τα προϊόντα του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος.

115

Τέλος, το EUIPO προβάλλει ότι η έννοια της «διαθέσεως στο κοινό», όπως ορίζεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 6/2002, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο είτε εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού 6/2002, σχετικά με το κριτήριο νεωτερισμού, είτε το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, σχετικά με τον ατομικό χαρακτήρα. Η απαίτηση της πρόσθετης αποδείξεως ότι το ενημερωμένο κοινό το οποίο αφορά το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα γνώριζε το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, στο πλαίσιο της εξετάσεως του εν λόγω άρθρου 6, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να αναγνωριστεί ο ατομικός χαρακτήρας ενός σχεδίου ή υποδείγματος μολονότι αυτό στερείται νεωτερισμού, πράγμα που θα συνιστούσε ανακόλουθο αποτέλεσμα.

116

Υπό τις συνθήκες αυτές, το EUIPO επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί, εν προκειμένω, να υποχρεώσει το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO να εξακριβώσει αν οι χρήστες «σιφονιών ντους» ενδέχεται να γνωρίζουν τον αύλακα απορροής της επιχείρησης Blücher.

117

Η Group Nivelles ζητεί την απόρριψη του τρίτου λόγου αναιρέσεως του EUIPO.

118

Το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο παρενέβη στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑405/15 P υπέρ του EUIPO, θεωρεί ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως του EUIPO είναι βάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

119

Όσον αφορά τη λυσιτέλεια του προσδιορισμού του προϊόντος στο οποίο ενσωματώθηκε ή εφαρμόσθηκε το σχέδιο ή υπόδειγμα για τους σκοπούς της εξετάσεως του ατομικού χαρακτήρα αυτού του σχεδίου ή υποδείγματος, κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο χρήστης ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι ο χρήστης του προϊόντος στο οποίο αυτό το σχέδιο ή υπόδειγμα εφαρμόζεται ή ενσωματώνεται. Στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο ενημερωμένος χρήστης του προϊόντος στο οποίο συγκεκριμένο σχέδιο ή υπόδειγμα εφαρμόζεται ή ενσωματώνεται έχει επίσης γνώση του συνόλου των υφιστάμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων που αφορούν διαφορετικά προϊόντα, ακόμη και αν η γνώση αυτή δεν μπορεί να τεκμαίρεται αυτομάτως.

120

Στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, συνεπακόλουθα, ότι ο προσδιορισμός του προϊόντος στο οποίο εφαρμόζεται ή ενσωματώνεται ένα προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα και ο οποίος προβάλλεται προς αμφισβήτηση του ατομικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002, μεταγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος ασκεί επιρροή επί της εκτιμήσεως αυτής. Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, με τον προσδιορισμό του οικείου προϊόντος καθίσταται δυνατό να διαπιστωθεί αν ο ενημερωμένος χρήστης του προϊόντος στο οποίο εφαρμόζεται ή ενσωματώνεται το μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα γνωρίζει το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στην εν λόγω σκέψη, ότι μόνο εφόσον πληρούται η προϋπόθεση αυτή είναι δυνατόν, εξαιτίας αυτού του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, να μην αναγνωρισθεί ο ατομικός χαρακτήρας μεταγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος.

121

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μολονότι ο προσδιορισμός του συγκεκριμένου προϊόντος στο οποίο το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη της αιτήσεως περί κηρύξεως ακυρότητας, είχε ενσωματωθεί δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να εκτιμηθεί ο νεωτερισμός, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002, του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, εντούτοις ασκεί επιρροή προκειμένου να εκτιμηθεί ο ατομικός χαρακτήρας, κατά την έννοια του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού, αυτού του τελευταίου σχεδίου ή υποδείγματος.

122

Συναφώς, το EUIPO δεν αμφισβητεί ότι η διαφορά στη φύση του προϊόντος στο οποίο ενσωματώθηκαν ή εφαρμόστηκαν τα συγκρινόμενα σχέδια ή υποδείγματα μπορεί να επηρεάσει τη συνολική εντύπωση που προκαλούν στον ενημερωμένο χρήστη του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Ειδικότερα, το EUIPO θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις χρήσεως των προϊόντων που αφορούν τα συγκρινόμενα σχέδια ή υποδείγματα είναι λυσιτελείς και μπορούν, ενδεχομένως, να επηρεάσουν τη συνολική εντύπωση που δημιουργεί στον ενημερωμένο χρήστη.

123

Ωστόσο, το EUIPO εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο, στις σκέψεις 131 και 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η φύση των προϊόντων στα οποία είναι ενσωματωμένα ή εφαρμόζονται τα συγκρινόμενα σχέδια ή υποδείγματα ασκεί επιρροή στη δυνατότητα του ενημερωμένου χρήστη του προϊόντος στο οποίο έχει ενσωματωθεί ή εφαρμοστεί να γνωρίζει το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα και ότι μόνο εφόσον πληρούται η προϋπόθεση αυτή είναι δυνατόν, εξαιτίας αυτού του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, να μην αναγνωρισθεί ο ατομικός χαρακτήρας μεταγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος.

124

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 6/2002, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι παρουσιάζει ατομικό χαρακτήρα εάν η συνολική εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο καταναλωτή διαφέρει από τη συνολική εντύπωση που προκαλεί στον εν λόγω καταναλωτή κάθε σχέδιο ή υπόδειγμα που έχει διατεθεί στο κοινό. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ως ενημερωμένος χρήστης, η έννοια του οποίου δεν ορίζεται στον κανονισμό αυτόν, νοείται ο χρήστης που δεν επιδεικνύει μετρίου βαθμού προσοχή, αλλά ιδιαίτερη επιμέλεια, είτε λόγω της επαγγελματικής πείρας του είτε λόγω της ευρείας γνώσης του οικείου τομέα που διαθέτει (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, PepsiCo κατά Grupo Promer Mon Graphic, C‑281/10 P, EU:C:2011:679, σκέψη 53).

125

Είναι αληθές ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο προσδιορισμός «ενημερωμένος» προϋποθέτει ότι, χωρίς να είναι σχεδιαστής ή ειδικός τεχνικός, ο χρήστης γνωρίζει τα διάφορα σχέδια ή υποδείγματα που υπάρχουν στον οικείο τομέα, διαθέτει ορισμένες γνώσεις ως προς τα στοιχεία που κατά κανόνα περιλαμβάνουν τα εν λόγω σχέδια ή υποδείγματα, και, λόγω του ενδιαφέροντός του για τα εν λόγω προϊόντα, επιδεικνύει σχετικά υψηλότερο βαθμό προσοχής όταν τα χρησιμοποιεί (απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, PepsiCo κατά Grupo Promer Mon Graphic, C‑281/10 P, EU:C:2011:679, σκέψη 59).

126

Ωστόσο, ο όρος ενημερωμένος χρήστης δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα μπορεί να αποκλείσει την αναγνώριση ατομικού χαρακτήρα στο μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα μόνον εάν ο εν λόγω χρήστης γνωρίζει το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα. Μια τέτοια ερμηνεία αντιβαίνει στο άρθρο 7 του κανονισμού 6/2002.

127

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού 6/2002, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα μπορεί να συγκριθεί με ένα άλλο προκειμένου να διαπιστωθεί ο νεωτερισμός και ο ατομικός χαρακτήρας του πρώτου μόνον εάν το δεύτερο έχει διατεθεί στο κοινό.

128

Όταν το σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρηθεί ότι έχει διατεθεί στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, η διάθεση αυτή στο κοινό ισχύει τόσο για την εξέταση του νεωτερισμού, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού αυτού, του σχεδίου ή υποδείγματος με το οποίο συγκρίνεται το σχέδιο ή υπόδειγμα που έχει διατεθεί στο κοινό όσο και για την εξέταση του ατομικού χαρακτήρα του πρώτου σχεδίου και υποδείγματος, κατά την έννοια του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού.

129

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 98 έως 103 της παρούσας αποφάσεως, ο «συγκεκριμένος κλάδος», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, δεν περιορίζεται στον κλάδο στον οποίο προορίζεται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα.

130

Η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ισοδυναμεί, για τους σκοπούς της εξετάσεως του ατομικού χαρακτήρα ενός σχεδίου ή υποδείγματος, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, με το να απαιτείται το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, του οποίου έχει ήδη αποδειχθεί η διάθεση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, να είναι γνωστό στον ενημερωμένο χρήστη του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

131

Ωστόσο, ουδόλως μπορεί να συναχθεί από το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 1, ότι είναι απαραίτητο ο ενημερωμένος χρήστης του προϊόντος στο οποίο έχει ενσωματωθεί ή εφαρμοστεί το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα να γνωρίζει το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, όταν το προγενέστερο αυτό σχέδιο έχει ενσωματωθεί ή εφαρμοστεί σε προϊόν του βιομηχανικού τομέα διαφορετικό από εκείνο του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

132

Αν γινόταν δεκτή η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος θα έπρεπε να αποδείξει όχι μόνο ότι υπήρξε διάθεση στο κοινό του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, αλλά επίσης ότι το ενημερωμένο κοινό του σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου αμφισβητείται το κύρος γνώριζε το εν λόγω προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα.

133

Τούτο ισοδυναμεί με το να απαιτείται η απόδειξη δύο διαθέσεων στο κοινό, πρώτον προς το κοινό των «ειδικευμένων κύκλων του συγκεκριμένου κλάδου» και δεύτερον προς το κοινό των χρηστών του συγκεκριμένου είδους προϊόντος που αφορά το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα. Η απαίτηση αυτή, πέραν του ότι αντιβαίνει στην ερμηνεία του όρου «συγκεκριμένος κλάδος» που υπενθυμίζεται στη σκέψη 129 της παρούσας αποφάσεως, θα προσέθετε προϋπόθεση η οποία δεν προβλέπεται ούτε από το γράμμα ούτε από το πνεύμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 και η οποία θα αντέβαινε προς την αρχή που απορρέει από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, κατά το οποίο η προστασία που παρέχει το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα εκτείνεται «σε οποιοδήποτε σχέδιο ή υπόδειγμα» που δεν προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση.

134

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο ενημερωμένος χρήστης του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος έπρεπε να γνωρίζει το προϊόν στο οποίο ενσωματώθηκε ή εφαρμόστηκε το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα.

135

Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι οι εκτιμήσεις αυτές, οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποτελούν μέρος μιας αναλύσεως από την οποία το Γενικό Δικαστήριο αντλεί το συμπέρασμα, στις σκέψεις 124 και 133 της εν λόγω αποφάσεως, ότι ο συγκεκριμένος κλάδος ασκεί επιρροή προκειμένου να εκτιμηθεί ο ατομικός χαρακτήρας, κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002, ενός σχεδίου ή υποδείγματος. Το συμπέρασμα αυτό, όμως, δεν αμφισβητήθηκε από το EUIPO στο πλαίσιο της αιτήσεώς του αναιρέσεως.

136

Κατά συνέπεια ο τρίτος λόγος αναιρέσεως του EUIPO πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

137

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως τόσο της ESS όσο και του EUIPO.

Επί των δικαστικών εξόδων

138

Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, προβλέπει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

139

Εν προκειμένω, όσον αφορά την υπόθεση C‑361/15 P, δεδομένου ότι η Group Nivelles και το EUIPO ζήτησαν να καταδικαστεί η ESS και αυτή ηττήθηκε, η ESS πρέπει να καταδικαστεί να φέρει, πέραν των εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Group Nivelles και το EUIPO.

140

Όσον αφορά την υπόθεση C‑405/15 P, δεδομένου ότι η Group Nivelles ζήτησε να καταδικαστεί το EUIPO και αυτό ηττήθηκε, το EUIPO πρέπει να καταδικαστεί να φέρει, πέραν των εξόδων του, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Group Nivelles. Εξάλλου, δεδομένου ότι η ESS ζήτησε μόνο την καταδίκη του EUIPO όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναιρέσεως και αυτό ηττήθηκε, το EUIPO πρέπει να καταδικαστεί στο ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η ESS στην υπόθεση C‑405/15 P, δεδομένου ότι η ESS φέρει τα λοιπά δύο τρίτα.

141

Το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που επίσης εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ορίζει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

142

Εν προκειμένω, όσον αφορά την υπόθεση C‑405/15 P, το Ηνωμένο Βασίλειο φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑361/15 P και C‑405/15 P.

 

2)

Καταδικάζει την Easy Sanitary Solutions BV να φέρει, πέραν των εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Group Nivelles NV και το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) στην υπόθεση C‑361/15 P.

 

3)

Καταδικάζει το EUIPO να φέρει, πέραν των εξόδων του, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Group Nivelles NV στην υπόθεση C‑405/15 P.

 

4)

Καταδικάζει το EUIPO στο ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Easy Sanitary Solutions BV στην υπόθεση C‑405/15 P, δεδομένου ότι τα λοιπά δύο τρίτα φέρει η Easy Sanitary Solutions BV.

 

5)

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα στην υπόθεση C‑405/15 P.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.