ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 26ης Ιουλίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C‑255/16

Anklagemyndigheden

κατά

Bent Falbert

Poul Madsen

JP/Politikens Hus A/S

[αίτηση του Københavns Byret (Περιφερειακού Δικαστηρίου, Κοπεγχάγη, Δανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Διαδικασία γνωστοποιήσεως τεχνικών κανόνων – Τεχνικοί κανόνες στον τομέα των τυχερών παιγνίων – Υποχρέωση των κρατών μελών να γνωστοποιούν τα σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή – Εθνικός νόμος βάσει του οποίου τιμωρείται η διοργάνωση παιγνίων, λαχείων ή στοιχημάτων χωρίς άδεια καθώς και η διαφήμιση παιγνίων, λαχείων ή στοιχημάτων που δεν καλύπτονται από άδεια»

I. Εισαγωγή

1.

Οι Bent Falbert, Poul Madsen και JP/Politikens Hus A/S (στο εξής: κατηγορούμενοι) διώκονται ποινικά στη Δανία για τη συμμετοχή τους στο αδίκημα της διαφημίσεως υπηρεσιών τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου που δεν καλύπτονται από άδεια στην έντυπη έκδοση και στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Ekstra Bladet. O lov om visse spil, lotterier og væddemål (δανικός νόμος περί ορισμένων παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων) προβλέπει την επιβολή κυρώσεων για τη διαφήμιση παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων που δεν καλύπτονται από άδεια.

2.

Οι κατηγορούμενοι στην κύρια δίκη υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η εθνική διάταξη συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά την έννοια της οδηγίας 98/34/ΕΚ ( 2 ), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ ( 3 ), ο οποίος δεν γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η επίκληση της εν λόγω διατάξεως κατά των κατηγορουμένων. Στο πλαίσιο αυτό, το Københavns Byret (Περιφερειακό Δικαστήριο, Κοπεγχάγη, Δανία) ζητεί να διευκρινιστεί εάν θα έπρεπε να έχει χωρήσει γνωστοποίηση βάσει της οδηγίας 98/34.

II. Το νομικό πλαίσιο

A.  Το δίκαιο της Ένωσης

1.   Η οδηγία 98/34

3.

Το άρθρο 1 της οδηγίας 98/34, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48, περιέχει τους ακόλουθους ορισμούς:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

2.

“υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο:

“εξ αποστάσεως”: υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα,

“με ηλεκτρονικά μέσα”: υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,

“κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών”: υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας.

[…]

5.

“κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες”: απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των υπηρεσιών που περιγράφονται στο σημείο 2 και στην άσκησή τους, ειδικότερα διατάξεις για τους παρέχοντες υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τον αποδέκτη των υπηρεσιών, εξαιρουμένων των κανόνων που δεν αναφέρονται ειδικά στις υπηρεσίες που ορίζονται στο ίδιο σημείο.

[…]

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο:

ένας κανόνας θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών όταν, αν ληφθεί υπόψη η αιτιολογία και το κείμενό του, έχει συγκεκριμένο σκοπό και αντικείμενο, είτε εξ ολοκλήρου είτε σε επί μέρους διατάξεις, να ρυθμίσει με σαφή και εύστοχο τρόπο τις υπηρεσίες αυτές,

ένας κανόνας δεν θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών όταν αφορά τις υπηρεσίες αυτές μόνον κατά συνεκδοχή ή κατά σύμπτωση·

[…]

11.

“τεχνικός κανόνας”: τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση ή κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική de jure ή de facto, για την εμπορία, την παροχή υπηρεσιών, την εγκατάσταση ενός φορέα παροχής υπηρεσιών ή τη χρήση σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 10, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.»

4.

Το άρθρο 8 προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο. Επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.

[…]»

B.  Η εθνική νομοθεσία

5.

Με τον Lov nr. 204 af 26. marts 2003 om ændring af lov om visse spil, lotterier og væddemål og andre love og om ophævelse af lov om væddemål i forbindelse med heste- og hundevæddeløb (νόμο 204 της 26ης Μαρτίου 2003, για την τροποποίηση του νόμου περί ορισμένων παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων και άλλων νόμων και την κατάργηση του νόμου περί στοιχημάτων ιπποδρομιών και κυνοδρομιών) (στο εξής: τροποποίηση του 2003) κωδικοποιήθηκαν δύο προηγουμένως χωριστοί νόμοι περί παιγνίων και περί ιπποδρομιών και κυνοδρομιών και εισήχθησαν τροποποιήσεις σε ορισμένες διατάξεις.

6.

Οι τροποποιήσεις συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην προσθήκη του άρθρου 10 ( 4 ), το οποίο έχει ως εξής:

«Επιβάλλεται πρόστιμο ή φυλάκιση μέχρι έξι μήνες σε όποιον με δόλο ή από βαριά αμέλεια,

1)

διοργανώνει παίγνια, λαχεία ή στοιχήματα στη Δανία χωρίς άδεια κατά το άρθρο 1,

2)

μεσολαβεί για τη συμμετοχή σε παίγνια, λαχεία ή στοιχήματα τα οποία δεν καλύπτονται από άδεια κατά το άρθρο 1.

[…]

3.

Πρόστιμο επιβάλλεται σε όποιον με δόλο ή από βαριά αμέλεια,

[…]

3)

διαφημίζει παίγνια, λαχεία ή στοιχήματα τα οποία δεν καλύπτονται από άδεια κατά το άρθρο 1.»

7.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, άδεια χορηγείται μόνο σε μία εταιρία (δημιουργώντας μονοπώλιο).

8.

Σύμφωνα με τα σχόλια που συνοδεύουν το σχέδιο της τροποποιήσεως του 2003 ( 5 ), ο σκοπός του σημείου 3 του άρθρου 10, παράγραφος 3, διατυπωνόταν ως εξής:

«Προτείνεται η απαγόρευση της διαφημίσεως των παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων που δεν καλύπτονται από νόμιμη άδεια.

Η παρούσα τροποποίηση αντιστοιχεί στην απαγόρευση που ήδη προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του νόμου περί στοιχημάτων ιπποδρομιών και διευκρινίζει το άρθρο 10, παράγραφος 4, του νόμου περί στοιχημάτων και λαχείων.

Σκοπός της απαγορεύσεως είναι να προστατεύσει τους παρόχους παιγνίων που διαθέτουν άδεια των δανικών αρχών από τον ανταγωνισμό εταιριών οι οποίες δεν διαθέτουν τέτοια άδεια και κατά συνέπεια δεν μπορούν να εμπορεύονται ή να πρακτορεύουν νομίμως παίγνια στη Δανία.

Ως διαφήμιση κατά την έννοια του παρόντος νόμου νοείται κάθε μορφή ανακοινώσεως ή γνωστοποιήσεως πληροφοριών σχετικά με τις δραστηριότητες και την εμπορική προσφορά των παρόχων παιγνίων.

Ωστόσο, η εν λόγω απαγόρευση δεν εφαρμόζεται σε δημοσιογραφικά άρθρα που δημοσιεύονται σε έντυπα ή ψηφιακά μέσα.

Η εν λόγω απαγόρευση έχει εφαρμογή ανεξάρτητα από το χρησιμοποιούμενο μέσο. Κατά συνέπεια, η διαφήμιση απαγορεύεται εξίσου στα έντυπα μέσα, στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση καθώς και στα ψηφιακά μέσα, για παράδειγμα, υπό τη μορφή διαφημιστικού πλαισίου.

Εξάλλου, η διαφήμιση των δραστηριοτήτων των παρόχων παιγνίων, ιδίως των ιστοσελίδων τους, των διευθύνσεών τους κ.λπ., απαγορεύεται και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3.»

9.

Κατόπιν διαδικασίας επί παραβάσει, η τροποποίηση του 2003 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από νέο νόμο ο οποίος γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή. Ωστόσο, η τροποποίηση του 2003 έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης.

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

10.

Κατηγορούμενοι στην κύρια δίκη είναι ο πρώην και ο νυν αρχισυντάκτης και η ιδιοκτήτρια της εφημερίδας Ekstra Bladet. Εναντίον τους έχει ασκηθεί ποινική δίωξη στη Δανία για τη δημοσίευση διαφημίσεων στην εφημερίδα Ekstra Bladet καθώς και στις ιστοσελίδες www.ekstrabladet.dk και www.ekstrabladet.tv πρακτορείων στοιχημάτων που διοργανώνουν παίγνια ή στοιχήματα στη Δανία, χωρίς τα πρακτορεία αυτά να διαθέτουν σχετική άδεια.

11.

Το σημείο 1 του άρθρου 10, παράγραφος 1, του δανικού νόμου περί παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων προβλέπει την επιβολή ποινών για την παροχή υπηρεσιών διοργανώσεως παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων χωρίς άδεια (στο εξής: κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1). Το σημείο 3 του άρθρου 10, παράγραφος 3, του ίδιου νόμου (στο εξής: κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3) προβλέπει την επιβολή ποινών για τη διαφήμιση παιγνίων λαχείων ή στοιχημάτων που δεν καλύπτονται από άδεια. Αμφότεροι οι κανόνες θεσπίστηκαν ως μέρος της τροποποιήσεως του 2003, που τροποποιεί και κωδικοποιεί αντίστοιχες διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας στον εν λόγω τομέα.

12.

Η τροποποίηση του 2003 καταργήθηκε εν συνεχεία το 2010 στο πλαίσιο της απελευθερώσεως της αγοράς στη Δανία. Ωστόσο, η ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων κινήθηκε ενόσω ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, βρισκόταν ακόμη σε ισχύ.

13.

Οι κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ενώπιον του Københavns Byret (Περιφερειακού Δικαστηρίου, Κοπεγχάγη) ότι ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, συνιστά «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες [της κοινωνίας των πληροφοριών]» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 98/34. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34, έπρεπε να έχει γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή. Εφόσον τέτοια γνωστοποίηση δεν έλαβε χώρα, οι κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του εν λόγω κανόνα εναντίον τους.

14.

Το γράμμα του κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, δεν περιέχει ρητή αναφορά στις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών. Ωστόσο, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το εθνικό δικαστήριο επικαλείται αποσπάσματα των σχολίων που συνοδεύουν το σχέδιο της τροποποιήσεως του 2003. Στα εν λόγω αποσπάσματα γίνεται πράγματι αναφορά, μεταξύ άλλων, στις υπηρεσίες παιγνίων μέσω διαδικτύου. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, θα μπορούσε ενδεχομένως να εμπίπτει στην έννοια του «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες [της κοινωνίας των πληροφοριών]» και στο πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34.

15.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Københavns Byret (Περιφερειακό Δικαστήριο, Κοπεγχάγη) υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Αφορά η παρούσα υπόθεση κανόνα ο οποίος πρέπει να γνωστοποιηθεί κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, πρώτη παράγραφος, σημεία 2, 5 και 11, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/34 […] για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, λαμβανομένων υπόψη των εξής:

α)

ότι με τον κανόνα αυτόν τροποποιείται ο νόμος περί ορισμένων παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων (lov om visse spil, lotterier og væddemål) με την προσθήκη διάταξης, σύμφωνα με την οποία τιμωρείται, μεταξύ άλλων, όποιος με δόλο ή από βαριά αμέλεια “διοργανώνει παίγνια, λαχεία ή στοιχήματα στη Δανία χωρίς άδεια κατά το άρθρο 1” και όποιος με δόλο ή από βαριά αμέλεια “διαφημίζει παίγνια, λαχεία ή στοιχήματα τα οποία δεν καλύπτονται από άδεια κατά το άρθρο 1”, και

β)

ότι στις προπαρασκευαστικές εργασίες επί του σχεδίου τροποποιήσεως [bemærkningerne til forslaget til ændringsloven] προσδιορίζεται ως σκοπός των ανωτέρω ποινικών διατάξεων, αφενός, η αποσαφήνιση ή η θέσπιση απαγορεύσεως για την απ’ ευθείας προσφορά στη δανική αγορά παιγνίων μέσω διαδικτύου από εταιρίες παιγνίων εκτός Δανίας και, αφετέρου, η απαγόρευση ιδίως της διαφημίσεως παιγνίων που προσφέρονται μέσω διαδικτύου από εταιρίες παιγνίων εκτός Δανίας, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται στα ίδια σχόλια, δεν αμφισβητείται ότι κατά τις ισχύουσες προ της τροποποιήσεως ρυθμίσεις οι σχετικές με τα παίγνια δραστηριότητες είναι παράνομες, εάν μια εταιρία παιγνίων εκτός Δανίας χρησιμοποιεί μεθόδους πωλήσεων που συνίστανται στην προσφορά των παιγνίων με φυσική παρουσία της στο έδαφος της Δανίας, ενώ είναι μάλλον αμφίβολο αν εμπίπτουν στις ρυθμίσεις αυτές τα παίγνια που διοργανώνονται στην αλλοδαπή και απευθύνονται σε χρήστες στη Δανία χωρίς φυσική παρουσία της εταιρίας στη Δανία και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί αν καλύπτονται αυτές οι μορφές παιγνίων. Περαιτέρω από τις προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι προτείνεται η απαγόρευση της διαφημίσεως παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων που δεν καλύπτονται από νόμιμη άδεια και ότι η τροποποίηση έχει παρόμοιο περιεχόμενο με την ισχύουσα απαγόρευση του άρθρου 12, παράγραφος 3, του νόμου περί στοιχημάτων ιπποδρομιών (hestevæddeløbsloven) και διευκρινίζει το άρθρο 10, παράγραφος 4, του [νυν καταργηθέντος] νόμου περί στοιχημάτων και λαχείων (Tips- og lottoloven). Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει επίσης ότι σκοπός της απαγορεύσεως είναι να προστατεύσει τους παρόχους παιγνίων που έχουν άδεια των δανικών αρχών από τον ανταγωνισμό εταιριών οι οποίες δεν έχουν τέτοια άδεια και κατά συνέπεια δεν μπορούν να προσφέρουν ή να πρακτορεύουν νομίμως παίγνια στη Δανία;»

16.

Έγγραφες παρατηρήσεις υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι στην κύρια δίκη, η Δανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή. Τα ενδιαφερόμενα μέρη που μετείχαν στην έγγραφη διαδικασία και η Ρουμανική Κυβέρνηση εξέθεσαν επίσης προφορικώς τους ισχυρισμούς τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Μαΐου 2017.

IV. Εκτίμηση

17.

Με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, και/ή ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, που προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων για τη διοργάνωση υπηρεσιών τυχερών παιγνίων χωρίς άδεια και τη διαφήμιση των εν λόγω υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από άδεια συνιστούν «κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες [της κοινωνίας των πληροφοριών]» και κατ’ επέκταση «τεχνικούς κανόνες», οι οποίοι πρέπει να γνωστοποιούνται (δηλαδή «υπόκεινται σε γνωστοποίηση») βάσει της οδηγίας 98/34. Υποβάλλοντας το εν λόγω ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο τονίζει το σκεπτικό που οδήγησε στην τροποποίηση του 2003, όπως εκτίθεται στα σχόλια που συνοδεύουν το σχέδιο νόμου.

A.  Επί του παραδεκτού

18.

Σύμφωνα με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, οι κατηγορούμενοι στην κύρια δίκη κατηγορούνται μόνον για διαφήμιση υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από άδεια. Επομένως, στον βαθμό που τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν και τον κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1 (επιβολή κυρώσεων για τη διοργάνωση των ίδιων υπηρεσιών χωρίς άδεια), η λυσιτέλειά τους θα μπορούσε να αμφισβητηθεί.

19.

Εντούτοις, φρονώ ότι τα ερωτήματα δεν πρέπει να κηρυχθούν για τον λόγο αυτό εν μέρει απαράδεκτα.

20.

Μεταξύ του κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, και του κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, υφίσταται προφανής σχέση. Ένας κανόνας ο οποίος επιβάλλει κυρώσεις για τη διαφήμιση υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από άδεια συνδέεται άρρηκτα με τον βασικό κανόνα που επιβάλλει την απόκτηση άδειας. Πράγματι, χωρίς τον δεύτερο κανόνα, ο πρώτος δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Επομένως, αν η ίδια η απαίτηση περί αποκτήσεως άδειας για τις υπηρεσίες παιγνίων εθεωρείτο ως τεχνικός κανόνας ο οποίος έπρεπε να έχει γνωστοποιηθεί, αλλά δεν γνωστοποιήθηκε, δεν θα ήταν καταρχήν δυνατό να αντιταχθεί έναντι ιδιωτών. Δύσκολα μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι η σχετική διαπίστωση έχει «αλυσιδωτές συνέπειες» επί της ενδεχόμενης νομιμότητας ή ελλείψεως νομιμότητας της διαφημίσεως των εν λόγω υπηρεσιών παιγνίων.

21.

Ο ακριβής χαρακτήρας της εν λόγω αλληλεξαρτήσεως συνιστά εν τέλει ζήτημα εθνικού δικαίου. Ωστόσο, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, είναι αναγκαία η ύπαρξη συνοχής όσον αφορά τις αντίστοιχες απαιτήσεις γνωστοποιήσεως σε σχέση με τους εν λόγω κανόνες. Επομένως, το ερώτημα αν ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, θα πρέπει να γνωστοποιείται δεν είναι προφανώς αλυσιτελές ή υποθετικό.

22.

Περαιτέρω, εφόσον γενικώς τα ερωτήματα που υποβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή ( 6 ), τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο είναι, κατά την άποψή μου, στο σύνολό τους παραδεκτά.

B.  Επί της ουσίας

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

23.

Οι εθνικοί κανόνες που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως του αιτούντος δικαστηρίου ρυθμίζουν i) υπηρεσίες παιγνίων και ii) υπηρεσίες διαφημίσεως.

24.

Στις παρούσες προτάσεις θα εξετάσω εάν, καθόσον ρυθμίζει τις εν λόγω δύο κατηγορίες υπηρεσιών, ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, ή ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, αποτελεί «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες [της κοινωνίας των πληροφοριών]» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 98/34.

25.

Υπό τον αριθμό 2 κατωτέρω, θα θεωρήσω την υπηρεσία παιγνίων ως εν δυνάμει υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών και θα διαπιστώσω εάν είτε ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, είτε ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες [της κοινωνίας των πληροφοριών]». Φρονώ ότι κανένας από τους ως άνω δύο κανόνες δεν μπορεί να λάβει τον εν λόγω χαρακτηρισμό. Αντιθέτως, προκύπτει ότι αμφότεροι αποτελούν μέτρα για την εκτέλεση της απαιτήσεως περί αποκτήσεως άδειας. Κατά πάγια νομολογία, αρχής γενομένης με την απόφαση CIA Security ( 7 ), τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν «τεχνικούς κανόνες».

26.

Υπό τον αριθμό 3, θα εξετάσω κατά πόσον, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι η εξαίρεση CIA σχετικά με τις άδειες δεν έχει εφαρμογή, ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, και/ή ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες παιγνίων της κοινωνίας των πληροφοριών. Θα εξετάσω επίσης εάν ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες διαφημίσεως της κοινωνίας των πληροφοριών». Κατά τη γνώμη μου, και υπό την επιφύλαξη της τελικής εκτιμήσεως του εθνικού δικαστηρίου, δεν μπορούν να λάβουν τους ως άνω χαρακτηρισμούς. Κανένας από τους εν λόγω κανόνες δεν «αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 98/34.

27.

Προτού προβώ σε ενδελεχή ανάλυση, επιθυμώ να υπογραμμίσω ότι οι παρούσες προτάσεις δεν πραγματεύονται το ζήτημα της συμβατότητας της τροποποιήσεως του 2003 με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία. Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το εθνικό δικαστήριο αναφέρεται στην ύπαρξη διαδικασίας επί παραβάσει σχετικά με την εν λόγω νομοθεσία, η οποία διεκόπη από την Επιτροπή, λόγω της επελθούσας απελευθερώσεως της εθνικής αγοράς για τα παίγνια (που κατάργησε τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που εξετάζονται στην υπό κρίση υπόθεση). Ωστόσο, το εθνικό δικαστήριο αποκλείει ρητώς από το αντικείμενο των ερωτημάτων του κάθε ζήτημα συμβατότητας των εν λόγω εθνικών διατάξεων με τους κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία.

2. Υπηρεσίες παιγνίων: Η εξαίρεση CIA σχετικά με τις άδειες

α) Η φύση της εξαιρέσεως CIA σχετικά με τις άδειες

28.

Η έννοια του «τεχνικού κανόνα» καλύπτει τέσσερις κατηγορίες μέτρων, ήτοι: i) την «τεχνική προδιαγραφή» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/34· ii) την «άλλη απαίτηση», όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας· iii) τον «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες», που ρυθμίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας· και iv) τις «νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών», κατά το άρθρο 1, σημείο 11, της εν λόγω οδηγίας ( 8 ).

29.

Κατά πάγια νομολογία «οι εθνικές διατάξεις που περιορίζονται στην πρόβλεψη των προϋποθέσεων για την εγκατάσταση των επιχειρήσεων ή την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους αυτών, όπως διατάξεις εξαρτώσες την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας από προηγούμενη έγκριση, δεν συνιστούν τεχνικούς κανόνες κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34» ( 9 ). Το ίδιο ισχύει και για τις εθνικές διατάξεις που απαγορεύουν στους επιχειρηματίες να ασκούν ορισμένη δραστηριότητα χωρίς άδεια. Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος ( 10 ).

30.

Στο εξής, θα αναφέρομαι στην εν λόγω εξαίρεση των υποχρεώσεων περί προηγούμενης αποκτήσεως άδειας από την έννοια του «τεχνικού κανόνα» ως «εξαίρεση CIA» (από την ονομασία της πρώτης αποφάσεως που εφάρμοσε τον κανόνα) ( 11 ).

β) Ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1

31.

Η εξαίρεση CIA καλύπτει διατάξεις του εθνικού δικαίου που απαγορεύουν στους επιχειρηματίες να ασκούν ορισμένη δραστηριότητα χωρίς άδεια. Λογικά, η εν λόγω εξαίρεση πρέπει να καλύπτει επίσης τις διατάξεις που επιβάλλουν κυρώσεις για την παράβαση της απαιτήσεως περί αποκτήσεως άδειας ( 12 ). Πράγματι, δεν θα ήταν λογικό να εξαιρείται από την υποχρέωση γνωστοποιήσεως ο ουσιαστικός κανόνας που επιβάλλει την υποχρέωση προηγούμενης αποκτήσεως άδειας (επειδή δεν συνιστά«τεχνικό κανόνα»), ενώ την ίδια στιγμή οι σχετικές εκτελεστικές διατάξεις, οι οποίες θεσπίζονται για τη ενίσχυση και την εφαρμογή του πρωτογενούς κανόνα περί αποκτήσεως άδειας, να χαρακτηρίζονται ως «τεχνικοί κανόνες» και να επιβάλλεται υποχρέωση γνωστοποιήσεως ως προς αυτές.

32.

Κατά συνέπεια προκύπτει ότι κανόνας όπως αυτός του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, ο οποίος προβλέπει την επιβολή προστίμων ή φυλακίσεως σε περίπτωση διοργανώσεως παιγνίων ή στοιχημάτων χωρίς άδεια, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως CIA. Ο κανόνας αυτός δεν αποτελεί «τεχνικό κανόνα» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

γ) Το άρθρο 10, παράγραφος 3, σημείο 3, ως κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες παιγνίων

33.

Τι ισχύει τότε όσον αφορά κανόνα όπως ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, που επιβάλλει κυρώσεις για τη διαφήμιση υπηρεσιών παιγνίων που δεν καλύπτονται από άδεια;

34.

Η απαίτηση της αποκτήσεως άδειας ως προϋπόθεση για την παροχή της κύριας υπηρεσίας (παιγνίων) εμπίπτει στην εξαίρεση CIA. Ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται γνωστοποίησή της στην Επιτροπή.

35.

Η απαίτηση περί προηγούμενης αποκτήσεως άδειας για υπηρεσίες παιγνίων ως προϋπόθεση για την παροχή των παρεπόμενων υπηρεσιών (της διαφημίσεως των παιγνίων) θα πρέπει κατά λογική συνέπεια να εμπίπτει επίσης στην εξαίρεση CIA. Ως εκ τούτου ούτε και αυτή υπόκειται σε γνωστοποίηση. Για τους λόγους που εξέθεσα στα σημεία 31 και 32 των παρουσών προτάσεων η ίδια προσέγγιση ισχύει και όσον αφορά τις διατάξεις που προβλέπουν κυρώσεις για παραβάσεις των εν λόγω απαιτήσεων.

36.

Με άλλα λόγια, στη βάση τόσο του κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, όσο και του κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, βρίσκεται η ίδια ακριβώς απαίτηση: η προηγούμενη απόκτηση άδειας για την παροχή υπηρεσιών παιγνίων. Κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω απαίτηση εμπίπτει στην εξαίρεση CIA και δεν απαιτείται η γνωστοποίησή της.

37.

Επί του σημείου αυτού προσθέτω δύο περαιτέρω παρατηρήσεις.

38.

Πρώτον η ανωτέρω συλλογιστική υπογραμμίζει μια σημαντική διάκριση επί της οποίας ερείδεται η εξαίρεση CIA, ήτοι: τη διαφορά μεταξύ i) της υπάρξεως απαιτήσεως περί προηγούμενης αποκτήσεως άδειας και ii) των προϋποθέσεων αποκτήσεως άδειας. Ο κανόνας της πρώτης κατηγορίας, υπό i), περί της υπάρξεως, όπως εκφράζεται στον κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, και στον κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, εμπίπτει στην εξαίρεση CIA. Ο κανόνας της δεύτερης κατηγορίας, υπό ii), περί των προϋποθέσεων, κατ’ αρχήν δεν εμπίπτει και ενδέχεται να υπόκειται σε γνωστοποίηση.

39.

Η εν λόγω διάκριση βρίσκεται στο επίκεντρο της λύσης που προέκρινε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις M. και S. και Fortuna, οι οποίες αφορούσαν την πολωνική νομοθεσία για τα τυχερά παίγνια ( 13 ). Η απόφαση M. και S. αφορούσε διάταξη του πολωνικού δικαίου, η οποία απαγόρευε τα τυχερά παίγνια χωρίς προηγούμενη άδεια ( 14 ). Η απόφαση Fortuna αφορούσε διάταξη του ίδιου πολωνικού νόμου που περιόριζε γεωγραφικά τις αδειοδοτήσεις στα καζίνο ( 15 ). Στην απόφαση Fortuna το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίστατο υποχρέωση γνωστοποιήσεως της διατάξεως για τα «καζίνο». Αντιθέτως, στην απόφαση M. και S. το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διάταξη για την απόκτηση άδειας ενέπιπτε στην εξαίρεση CIA και δεν υπήρχε υποχρέωση γνωστοποιήσεώς της. Το Δικαστήριο κατέληξε στο εν λόγω συμπέρασμα, κρίνοντας ότι «η απαιτούμενη βάσει της εν λόγω εθνικής διατάξεως άδεια για τη διοργάνωση τυχερών παιγνίων συνιστά προϋπόθεση που επιβάλλεται σε σχέση με τη δραστηριότητα διοργανώσεως παιγνίων αυτού του είδους, [εν αντιθέσει] προς το άρθρο 14, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, το οποίο θέτει προϋποθέσεις αναφορικά με τα οικεία προϊόντα, απαγορεύοντας την εκμετάλλευσή τους εκτός των καζίνο» (η υπογράμμιση δική μου) ( 16 ).

40.

Δεύτερον, παρά το γεγονός ότι το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρεται ρητώς σε αυτό, φρονώ ότι είναι σημαντικό να γίνει αναφορά στο σημείο 2 του άρθρου 10, παράγραφος 1, της τροποποιήσεως του 2003.

41.

Η εν λόγω διάταξη επιβάλλει κυρώσεις σε πρόσωπα που «μεσολαβούν για τη συμμετοχή» σε παίγνια που δεν καλύπτονται από άδεια [σε αντίθεση με το «διοργανώνουν» παίγνια που δεν καλύπτονται από άδεια (κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1) και το «διαφημίζουν» παίγνια που δεν καλύπτονται από άδεια (κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3)]. Σύμφωνα με τα δανικά σχόλια επί του σχεδίου της τροποποιήσεως του 2003, η «μεσολάβηση για τη συμμετοχή» σε παίγνια που δεν καλύπτονται από άδεια αναφέρεται «σε οποιαδήποτε μορφή δραστηριότητας αποσκοπεί στη διοργάνωση παιγνίων ή στη διευκόλυνση της συμμετοχής σε παράνομα παίγνια». Περαιτέρω στα σχόλια παρατίθενται παραδείγματα α) παροχής τραπεζικών υπηρεσιών· β) χώρου εξυπηρετητή (server)· γ) υπηρεσιών συλλογής πληροφοριών προς φορείς που παρέχουν υπηρεσίες παιγνίων που δεν καλύπτονται από άδεια· ή δ) συνδέσεως με ιστοσελίδες που παρέχουν υπηρεσίες παιγνίων που δεν καλύπτονται από άδεια.

42.

Όπως συμβαίνει και στη διαφήμιση υπηρεσιών παιγνίων που δεν καλύπτονται από άδεια, όλα τα προπαρατεθέντα παραδείγματα συνιστούν κατ’ ουσίαν παραδείγματα αυτού που γενικώς αποκαλείται «συνενοχή» ( 17 ) στην κύρια αξιόποινη πράξη της διοργανώσεως υπηρεσιών παιγνίων που δεν καλύπτονται από άδεια. Επίσης, θα υπήρχε έλλειψη συνοχής αν υφίστατο υποχρέωση γνωστοποιήσεως των εν λόγω κανόνων, οι οποίοι στο σύνολό τους κατά βάση απαγορεύουν ή επιβάλλουν κυρώσεις για την παροχή συνδρομής σε δραστηριότητα που δεν καλύπτεται από άδεια, ενώ η ίδια η απαγόρευση ή η επιβολή κυρώσεων για τη δραστηριότητα που δεν καλύπτεται από άδεια εκφεύγει της εν λόγω υποχρεώσεως.

43.

Κατά συνέπεια, στον βαθμό που αφορούν τη ρύθμιση των υπηρεσιών παιγνίων, φρονώ ότι τόσο ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, όσο και ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, εμπίπτουν στην εξαίρεση CIA και δεν απαιτείτο γνωστοποίησή τους βάσει της οδηγίας 98/34.

δ) Πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως CIA μετά την οδηγία 98/48

44.

Στο παρόν στάδιο, φρονώ ότι είναι αναγκαίο να εξετασθεί διεξοδικά ένα επιχείρημα που συζητήθηκε εκτενώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και το οποίο αφορούσε το πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως CIA.

45.

Οι διατάξεις που εμπίπτουν στην εξαίρεση CIA «δεν συνιστούν τεχνικούς κανόνες κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34» ( 18 ) (η υπογράμμιση δική μου). Με άλλα λόγια, η εξαίρεση CIA έχει εφαρμογή και στις τέσσερις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34 και ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία εμπίπτει ο υπό εξέταση τεχνικός κανόνας. Επισημαίνω ότι η προπαρατεθείσα φράση προέρχεται από, μεταξύ άλλων, δύο αποφάσεις μεταγενέστερες της οδηγίας 98/48, με την οποία διευρύνθηκε ο ορισμός του τεχνικού κανόνα κατά το άρθρο 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34 ώστε να περιλάβει και τους «κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες [της κοινωνίας των πληροφοριών]».

46.

Παρά τις εν λόγω σαφείς διευκρινίσεις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εξαίρεση CIA δεν εφαρμόζεται σε όλες τις κατηγορίες τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 1, σημείο 11. Ειδικότερα, κατά την άποψη της Επιτροπής, η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στους «κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες της [κοινωνίας των πληροφοριών]» ( 19 ).

47.

Προς στήριξη του επιχειρήματός της, η Επιτροπή επικαλέστηκε δύο σημεία, που βασίζονται i) στις σκέψεις 75 και 76 της αποφάσεως Ince ( 20 ) του Δικαστηρίου και ii) στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 98/48.

48.

Στη σκέψη 75 της αποφάσεως Ince, το Δικαστήριο αναφέρει μια σειρά εθνικών διατάξεων οι οποίες κρίνει ότι συνιστούν σαφώς κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες ( 21 ). Το Δικαστήριο εν συνεχεία αντιδιαστέλλει τους εν λόγω κανόνες με άλλους «όπως είναι οι διατάξεις που θεσπίζουν την υποχρέωση λήψεως άδειας για τη διοργάνωση ή τη συγκέντρωση αθλητικών στοιχημάτων καθώς και την απαγόρευση χορηγήσεως άδειας σε ιδιωτικούς φορείς, [οι οποίες] δεν συνιστούν “τεχνικούς κανόνες” κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, οι εθνικές διατάξεις που περιορίζονται στην πρόβλεψη των προϋποθέσεων για την εγκατάσταση των επιχειρήσεων ή την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους αυτών, όπως διατάξεις εξαρτώσες την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας από προηγούμενη έγκριση, δεν συνιστούν τεχνικούς κανόνες κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Lindberg, C‑267/03, EU:C:2005:246, σκέψη 87)» ( 22 ).

49.

Κατά την Επιτροπή, η παραπομπή του Δικαστηρίου στην απόφαση Lindberg προς στήριξη της εξαιρέσεως CIA σημαίνει ότι ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται μόνο σε κατηγορίες τεχνικών κανόνων που ήταν κρίσιμοι κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως Lindberg. Επομένως, σύμφωνα με τη θέση αυτή, αποκλείονται οι κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, οι οποίοι υπήχθησαν στον ορισμό του τεχνικού κανόνα μετά την έκδοση της αποφάσεως Lindberg ( 23 ).

50.

Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

51.

Στη σκέψη 76 της αποφάσεως Ince, το Δικαστήριο δεν χρησιμοποιεί τη διατύπωση «κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της εν λόγω οδηγίας, όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της αποφάσεως Lindberg». Ασφαλώς, το Δικαστήριο παραθέτει την απόφαση Lindberg ως νομολογιακό προηγούμενο, ωστόσο η αναφορά στο άρθρο 1, σημείο 11, της οδηγίας, κατά τη γνώμη μου, μπορεί μόνο να έχει την έννοια αναφοράς στην εν λόγω διάταξη ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως Ince, η οποία αποτελούσε την αχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση.

52.

Φρονώ, εξάλλου, ότι ούτε η επίκληση από την Επιτροπή της αιτιολογικής σκέψεως 18 της οδηγίας 98/48 είναι πειστική. Στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «[…] έτσι, για παράδειγμα, καλύπτονται οι κανόνες σχετικά με την εγκατάσταση των φορέων που παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές, και ειδικότερα οι κανόνες σχετικά με το καθεστώς έγκρισης ή έκδοσης αδειών […]».

53.

Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη πρέπει κατά τη γνώμη μου να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της διακρίσεως που αναφέρεται στα σημεία 38 έως 39 των παρουσών προτάσεων μεταξύ της υπάρξεως απαιτήσεως περί προηγούμενης αποκτήσεως άδειας (ή εκδόσεως άδειας) και των προϋποθέσεων αυτής. Εφόσον η απαίτηση γνωστοποιήσεως ισχύει σε σχέση με τις προϋποθέσεις παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών (που σε γενικές γραμμές περιλαμβάνουν τις προϋποθέσεις της αποκτήσεως άδειας, της εκδόσεως άδειας και του περιεχομένου της υπηρεσίας), η απλή ύπαρξη απαιτήσεως περί προηγούμενης αποκτήσεως άδειας αυτή καθ’ εαυτήν δεν υπόκειται σε γνωστοποίηση ( 24 ).

54.

Τέλος, υπάρχει και ένα ευρύτερο από συστηματικής απόψεως επιχείρημα κατά της ερμηνείας της εξαιρέσεως CIA που προτείνεται από την Επιτροπή: η συνοχή και η ενότητα της νομοθεσίας. Κατ’ ουσίαν η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών διαφέρουν εκ φύσεως σε τέτοιο βαθμό ώστε η γενικώς εφαρμοστέα νομολογία στην οδηγία 98/34 να πρέπει να διαφοροποιείται ως προς το σημείο αυτό. Ωστόσο, αν τούτο πράγματι ίσχυε, θα προκαλούσε προβληματισμό σχετικά με τη νομοθετική τεχνική που επέλεξε η Επιτροπή για τη ρύθμιση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως όσον αφορά τις εν λόγω υπηρεσίες. Εν πάση περιπτώσει, η οδηγία 98/48 ( 25 ) τέθηκε σε ισχύ, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μόλις έναν μήνα μετά την οδηγία 98/34, και υπήγαγε συγκεκριμένη κατηγορία υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών σε μια νομοθετική πράξη που προηγουμένως αφορούσε κατά κύριο λόγο προϊόντα.

55.

Στο πλαίσιο αυτό ουδεμία έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι το Δικαστήριο, όπως και οποιοδήποτε άλλο ανώτερο δικαστήριο, οφείλει να προκρίνει μια ερμηνεία που ευνοεί την ομοιόμορφη ρύθμιση και τη συνοχή στο πλαίσιο ενός και του αυτού νομοθετήματος, αντί να εξειδικεύει ακόμη περισσότερο έναν ήδη περίπλοκο τομέα του δικαίου.

56.

Κατά συνέπεια φρονώ ότι δεν είναι αναγκαίο να αναθεωρηθούν οι αποφάσεις Ince και M. και S. προκειμένου να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως CIA ( 26 ).

ε) Πρόταση

57.

Κατόπιν των ανωτέρω, και στον βαθμό που οι κρίσιμες εθνικές διατάξεις αφορούν τις υπηρεσίες παιγνίων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Københavns Byret (Περιφερειακού Δικαστηρίου, Κοπεγχάγη) ως ακολούθως:

Στον βαθμό που αφορούν υπηρεσίες παιγνίων, εθνικοί κανόνες, όπως εκείνοι που περιλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 1, και στο άρθρο 10, παράγραφος 3, σημείο 3, του νόμου 204 της 26ης Μαρτίου 2003, με τον οποίο τροποποιήθηκαν ο νόμος περί ορισμένων παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων και άλλοι νόμοι και καταργήθηκε ο νόμος περί στοιχημάτων ιπποδρομιών και κυνοδρομιών, δεν αποτελούν κανόνες που συνιστούν «τεχνικούς κανόνες» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48.

3. H απαίτηση περί συγκεκριμενοποιήσεως

58.

Η ανάλυση που περιλαμβάνεται ανωτέρω υπό 2 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, στον βαθμό που ρυθμίζουν υπηρεσίες παιγνίων, ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, και ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, εμπίπτουν στην εξαίρεση CIA και ως εκ τούτου δεν αποτελούν «τεχνικούς κανόνες» οι οποίοι υπόκεινται σε γνωστοποίηση βάσει της οδηγίας 98/34.

59.

Εντούτοις, εάν το Δικαστήριο καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα και αποφανθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση CIA, θα πρέπει να εξεταστεί εάν αυτοί συνιστούν «κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες [παιγνίων] της κοινωνίας των πληροφοριών» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 98/34.

60.

Πάντως, σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως της εφαρμογής της εξαιρέσεως CIA, πρέπει επίσης να διαπιστωθεί αν ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, εξεταζόμενος και ερμηνευόμενος μεμονωμένα, συνιστά «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες [διαφημίσεως] της κοινωνίας των πληροφοριών» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

61.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η νομική εκτίμηση είναι παρόμοια. Σε τελική ανάλυση εξαρτάται από το εάν ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, ή ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, «αφορά ειδικά» τη ρύθμιση των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών, «αν ληφθεί υπόψη η αιτιολογία και το κείμενό του». Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται η τελική εκτίμηση επί του εν λόγω ζητήματος. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει μια σειρά στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται ότι κανένας από τους εν λόγω κανόνες δεν έχει τον συγκεκριμένο αυτό σκοπό.

62.

Αρχίζω την ανάλυση εξετάζοντας στο επόμενο μέρος την έννοια του «συγκεκριμένου σκοπού» στο πλαίσιο των νομοθετικών τροποποιήσεων.

α) Εφαρμογή της έννοιας του «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες» στο πλαίσιο των νομοθετικών προσαρμογών

63.

Στις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8 της οδηγίας 98/48 εκφράζεται η ανησυχία σχετικά με το ότι η προσαρμογή των εθνικών νομοθεσιών στις νέες υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την «ανακατάτμηση της εσωτερικής αγοράς, ένα υπερβολικό όγκο κανονιστικών ρυθμίσεων και νομοθετικές ανακολουθίες». Η εν λόγω ανησυχία αποτέλεσε έναν από τους κύριους λόγους για τους οποίους διευρύνθηκε η έννοια των «τεχνικών κανόνων» (και της απαιτήσεως γνωστοποιήσεως), ώστε να συμπεριλάβει τους «κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες». Όταν μια τέτοια προσαρμογή «αφορά ειδικά» τη διασφάλιση της ρυθμίσεως των νέων υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών, θα εμπίπτει στην έννοια του «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες [της κοινωνίας των πληροφοριών]».

64.

Στις παρατηρήσεις τους, οι κατηγορούμενοι στην κύρια δίκη και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η τροποποίηση του 2003 αποτελεί παράδειγμα τέτοιας προσαρμογής, η οποία «αφορά ειδικά» τη ρύθμιση υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών. Αυτό ισχύει παρά το ότι, εκ πρώτης όψεως, ο τροποποιηθείς νόμος φαίνεται να παραμένει ουδέτερος όσον αφορά το μέσο (ήτοι, αφορά τόσο τις υπηρεσίες που παρέχονται μέσω διαδικτύου όσο και εκείνες που παρέχονται εκτός διαδικτύου, χωρίς διάκριση). Πράγματι, το αν οι προσαρμογές στη νέα οικονομία παρουσιάζονται ρητώς ως τέτοιες, ή αν παρουσιάζονται με όρους τεχνολογικά ουδέτερους αποτελεί απλά ζήτημα νομοθετικής τεχνικής. Αυτό δεν θα πρέπει να επηρεάζει τον χαρακτηρισμό των εν λόγω προσαρμογών ως «κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες».

65.

Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό οι κατηγορούμενοι στην κύρια δίκη και η Επιτροπή υπογραμμίζουν ότι είναι σημαντικό, κατά την εκτίμηση του «συγκεκριμένου σκοπού» ενός κανόνα, να μη λαμβάνεται υπόψη μόνο το ίδιο το κείμενό του, αλλά και η «αιτιολογία» του.

66.

Από την πλευρά της η Δανική Κυβέρνηση σημειώνει ότι με την τροποποίηση του 2003 καταργήθηκε και κωδικοποιήθηκε η προϋπάρχουσα νομοθεσία περί στοιχημάτων. Υποστηρίζει ότι τόσο ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, όσο και ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, περιλαμβάνονταν ήδη στα δύο προγενέστερα νομοθετήματα που προηγήθηκαν της ισχύουσας νομοθεσίας. Οι εν λόγω κανόνες διατηρούσαν πάντοτε ουδετερότητα όσον αφορά το μέσο (έχοντας εφαρμογή σε όλα τα μέσα και τα παίγνια που δεν καλύπτονταν από άδεια, ανεξαρτήτως διαύλου διανομής) ( 27 ). Η τροποποίηση του 2003 δεν μετέβαλε το πεδίο εφαρμογής των περιορισμών στις υπηρεσίες παιγνίων και διαφημίσεως. Αντιθέτως, απλώς διευκρίνισε το υφιστάμενο πεδίο εφαρμογής τους, ώστε να αίρεται κάθε πιθανή αμφιβολία σχετικώς, πράγμα το οποίο ήταν επίσης σημαντικό εφόσον οι εν λόγω διατάξεις αφορούσαν ποινικές κυρώσεις.

67.

Στη συνέχεια προβαίνω σε λεπτομερέστερη ανάλυση των διαφόρων στοιχείων του ορισμού του «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες» που περιλαμβάνεται στην οδηγία 98/34 (υπό βʹ, γʹ και δʹ)] πριν προχωρήσω στην εξέταση του τρόπου με τον οποίο η εν λόγω έννοια μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση (υπό εʹ).

β) Θετικά και αρνητικά συστατικά στοιχεία στον ορισμό του «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες»

68.

Το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 98/34 εξαιρεί ρητά τους κανόνες που «δεν αναφέρονται ειδικά στις υπηρεσίες [της κοινωνίας των πληροφοριών]» από την έννοια του «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες». Στη συνέχεια η εν λόγω διάταξη οριοθετεί τόσο θετικά όσο και αρνητικά την έννοια της φράσεως «αφορούν ειδικά» ως εξής:

«– ένας κανόνας θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών όταν, αν ληφθεί υπόψη η αιτιολογία και το κείμενό του, έχει συγκεκριμένο σκοπό και αντικείμενο, είτε εξ ολοκλήρου είτε σε επί μέρους διατάξεις, να ρυθμίσει με σαφή και εύστοχο τρόπο τις υπηρεσίες αυτές,

– ένας κανόνας δεν θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών όταν αφορά τις υπηρεσίες αυτές μόνον κατά συνεκδοχή ή κατά σύμπτωση.»

69.

Στα υπομνήματά της η Επιτροπή υποστήριξε ότι ο προπαρατεθείς αρνητικός ορισμός πρέπει να εκλαμβάνεται ως εξαίρεση και, ως εκ τούτου, να τυγχάνει συσταλτικής ερμηνείας.

70.

Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

71.

Το γεγονός ότι οι εξαιρέσεις πρέπει να τυγχάνουν συσταλτικής ερμηνείας αποτελεί πράγματι πάγιο κανόνα της νομικής ερμηνείας. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, ο εν λόγω κανόνας δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω: το άρθρο 1, παράγραφος 5, περιέχει απλώς έναν ορισμό αποτελούμενο από δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος ορίζεται με θετικούς όρους. Το δεύτερο σκέλος, που είναι ισότιμο και ισάξιο ( 28 ), διατυπώνεται με αρνητικούς όρους. Από απόψεως νομοθετικής τεχνικής, τα θετικά και τα αρνητικά συστατικά στοιχεία του ορισμού αλληλοσυμπληρώνονται. Ο συνδυασμός τους οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής της έννοιας του «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες».

γ) Πότε «αφορά ειδικά» και πότε όχι

72.

Για να αποτελεί «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες» ο κανόνας πρέπει να «αφορά ειδικά» τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών. Με άλλα λόγια, πρέπει στο σύνολο των διατάξεών του ή σε κάποιες από αυτές να προσδιορίζονται οι προς ρύθμιση υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών.

73.

Για να θεωρείται ότι ο κανόνας «αφορά ειδικά» τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, το θετικό σκέλος του ορισμού αναφέρει δύο προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται σωρευτικά: ο κανόνας ή κάποιες από τις διατάξεις του πρέπει να «ρυθμίζουν» τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών με «σαφή και εύστοχο» τρόπο. Κατ’ αντιδιαστολή, κατά το αρνητικό σκέλος του ορισμού, ο κανόνας δεν θα εμπίπτει στην έννοια των «κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες» όταν «αφορά» τις υπηρεσίες αυτές «κατά συνεκδοχή ή κατά σύμπτωση».

74.

Επισημαίνω προκαταρκτικά ότι κατά τη γνώμη μου η αναφορά του ρήματος «αφορά» στο αρνητικό σκέλος του ορισμού δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται στον τρόπο που ο κανόνας επηρεάζει στην πράξη τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών μετά τη θέση του σε ισχύ. Είναι αληθές ότι με βάση το γράμμα, για παράδειγμα, της αγγλικής και της γερμανικής γλωσσικής αποδόσεως μια τέτοια ερμηνεία είναι δυνατή. Εντούτοις, αυτό δεν ισχύει για πολλές γλωσσικές αποδόσεις μεταξύ των οποίων η απόδοση στη δανική γλώσσα ( 29 ). Επιπλέον, μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν εντελώς αβέβαιη και άστοχη, λαμβανομένου υπόψη ότι η υποχρέωση γνωστοποιήσεως εκπληρώνεται εκ των προτέρων ( 30 ). Θα απαιτούσε από τον εθνικό νομοθέτη να γνωρίζει, κατά τον χρόνο της συντάξεως των κανόνων, στην περίπτωση που πρέπει να λάβει χώρα γνωστοποίηση της νομοθετικής ρυθμίσεως, ποιος ακριβώς θα είναι ο αντίκτυπός τους στον πραγματικό κόσμο.

75.

Βεβαίως, την άρνηση αυτή να ληφθούν υπόψη τα μελλοντικά αποτελέσματα θα μπορούσε ενδεχομένως να εκμεταλλευθεί κάποιος ραδιούργος νομοθέτης με προφητικές ικανότητες, ένας δαιμόνιος νους, που εκ προθέσεως συντάσσει νόμους συγκαλύπτοντας τον πραγματικό σκοπό τους, ενώ ήδη γνωρίζει ότι ο αντίκτυπος των εν λόγω νόμων θα είναι εντελώς διαφορετικός από εκείνον που προκύπτει από τη διατύπωσή τους. Εν πάση περιπτώσει, τέτοια απίθανα ενδεχόμενα δεν θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την ερμηνεία των κανόνων της Ένωσης ( 31 ).

76.

Είναι προτιμότερο αμφότερα τα σκέλη του ορισμού να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αφορούν κατά κύριο λόγο το κείμενο του κανόνα καθώς και τη βούληση του νομοθέτη που τον διέπει ως είχε κατά τον χρόνο της συντάξεως και της εκδόσεώς του.

77.

Το κεντρικό στοιχείο του ορισμού, το οποίο είναι κοινό και στα δύο σκέλη, είναι ότι ο κανόνας πρέπει να «αφορά ειδικά» τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών. Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν σε γενικές γραμμές αναμενόμενο, σε περίπτωση που ο συγκεκριμένος σκοπός κανόνα ή διατάξεως συνίσταται στο να ρυθμίσει μια υπηρεσία σε συγκεκριμένο μέσο, να υπάρχει ενδεχομένως κάποια σαφής ένδειξη περί αυτού στο κείμενο του ίδιου του οικείου μέτρου, για παράδειγμα με τη χρήση συγκεκριμένου λεξιλογίου («επιγραμμικά», «διαδίκτυο», «ηλεκτρονικά» κ.ο.κ.).

78.

Εξάλλου, είναι θεωρητικώς δυνατό μια συγκεκριμένη μέθοδος συντάξεως νομοθετικών κειμένων να επιδιώκει εσκεμμένα να αποκρύψει τον «συγκεκριμένο σκοπό». Όπως προσπάθησα να εξηγήσω στα προηγούμενα σημεία, μολονότι οι περιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να αποκλειστούν, παραμένουν πάντως όλως εξαιρετικές. Γενικώς, εάν πράγματι υπάρχουν «συγκεκριμένοι σκοποί» που αφορούν τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, θα ανέμενε κανείς μια έστω φευγαλέα αναφορά τους στη διατύπωση του κανόνα.

79.

Το θετικό σκέλος του ορισμού των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες αναφέρεται επίσης στον συγκεκριμένο σκοπό που απορρέει από τον «εύστοχο» χαρακτήρα του κανόνα. Ο όρος «εύστοχος» έχει την έννοια ότι ο κανόνας έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής από απόψεως συγκεκριμενοποιήσεως του μέσου (είτε μέσω διαδικτύου είτε εκτός διαδικτύου). Και πάλι, ενδεχομένως το γεγονός αυτό να αποτυπώνεται στη διατύπωση του κανόνα.

80.

Από την προπαρατεθείσα ανάλυση προκύπτει ότι, όταν ένας κανόνας έχει εκ πρώτης όψεως εφαρμογή στις υπηρεσίες αδιακρίτως μέσου (είτε μέσω διαδικτύου είτε εκτός διαδικτύου), κατά την άποψή μου υπάρχει ήδη σοβαρή ένδειξη ότι ο «συγκεκριμένος σκοπός»δεν συνίσταται στη ρύθμιση των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών.

δ) Αιτιολογία

81.

Ωστόσο, κατά την εκτίμηση του συγκεκριμένου σκοπού δεν αρκεί κανείς να στηρίζεται στο κείμενο και μόνον του κανόνα. Όπως αναφέρεται στο θετικό σκέλος του ορισμού, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο το «κείμενο» του κανόνα όσο και η «αιτιολογία» του.

82.

Η οδηγία 98/34 δεν διευκρινίζει την έννοια των εν λόγω όρων. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι το «κείμενο» της οδηγίας αναφέρεται σαφώς στη διατύπωση –στο γράμμα του κανόνα αυτό καθ’ εαυτό.

83.

Λιγότερο σαφής είναι η έννοια της «αιτιολογίας». Η κυριολεκτική έννοια του όρου είναι η αναφορά τεκμηριωμένης αιτιολογήσεως για την έκδοση του κανόνα. Η οδηγία δεν καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται η εν λόγω αιτιολόγηση. Από οργανωτικής απόψεως, πρέπει να εμφανίζεται στο σώμα του ίδιου του μέτρου (όπως για παράδειγμα υπό τη μορφή αιτιολογικών σκέψεων) ή μπορεί ενδεχομένως να παραπέμπει και σε άλλα έγγραφα (όπως για παράδειγμα, στις αιτιολογικές εκθέσεις που υποβάλλονται από τον συντάκτη του κανόνα μαζί με το νομοσχέδιο); Από θεσμικής απόψεως, πρέπει η αιτιολογία να προέρχεται και να εγκρίνεται από το ίδιο θεσμικό όργανο όπως και ο κανόνας ( 32 ); Από χρονικής απόψεως, πρέπει η αιτιολογία να προηγείται ή να είναι ταυτόχρονη με τον κανόνα ( 33 );

84.

Για την απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα, θα πρέπει να λαμβάνονται ως βάση τα κράτη μέλη και τα θεσμικά τους όργανα τόσο σε γενικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο συγκεκριμένης περίπτωσης.

85.

Πρώτον, σε γενικό επίπεδο, το τι θα αποτελέσει «αιτιολογία», με την έννοια της τεκμηριωμένης αιτιολογήσεως της εκδόσεως του κανόνα, θα εξαρτηθεί από τις νομοθετικές διαδικασίες που ισχύουν στα διάφορα κράτη μέλη, καθώς και από την αξία που προσδίδεται στα επιμέρους έγγραφα που υποβάλλονται πριν ή κατά τη διάρκεια των εν λόγω διαδικασιών.

86.

Δεύτερον, θα πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι ιδιαιτερότητες της εκάστοτε υποθέσεως όσον αφορά τον υπό εξέταση κανόνα. Μπορεί, για παράδειγμα, ο κανόνας όπως αρχικώς προτάθηκε σε νομοσχέδιο από την εθνική κυβέρνηση (και τεκμηριώθηκε δεόντως στην αιτιολογική έκθεση που υποβλήθηκε μαζί με το νομοσχέδιο στο Κοινοβούλιο) να μεταβλήθηκε σε σημαντικό βαθμό στο Κοινοβούλιο. Μπορεί επίσης να εισήχθη εκ νέου σε κοινοβουλευτική επιτροπή, χωρίς να έχει προηγηθεί εκτενής συζήτηση. Μπορεί εξάλλου το κείμενο του κανόνα που τελικώς υιοθετήθηκε να προέκυψε κατόπιν εκτενούς συζητήσεως με συμμετοχή μεγάλου αριθμού θεσμικών οργάνων και των μελών τους, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής ή ακόμη και αδύνατος ο εντοπισμός της όποιας αντικειμενικής «αιτιολογίας» ( 34 ).

87.

Για μία ακόμη φορά όλες οι παραπάνω σκέψεις συνηγορούν σε σημαντικό βαθμό υπέρ της ακόλουθης προσεγγίσεως: κατά την εκτίμηση του αν εθνικός κανόνας «αφορά ειδικά» τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, το σημαντικότερο στοιχείο πρέπει να είναι η ίδια η διατύπωση του κανόνα, δηλαδή το κείμενό του. Η αιτιολογία συμβάλλει ενδεχομένως στην ερμηνεία του κανόνα. Μπορεί να αίρει αμφιβολίες ή να δίδει απαντήσεις σε ερωτήματα. Αλλά η αιτιολογία ούτε μπορεί ούτε και πρέπει να εκλαμβάνεται ως ισοδύναμη από νομικής απόψεως με το «κείμενο» του κανόνα αυτό καθ’ εαυτό.

ε) Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

88.

Εναπόκειται τελικά στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει τον συγκεκριμένο σκοπό του κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, και του κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, όπως προστέθηκαν με την τροποποίηση του 2003, υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών. Προκειμένου να συνδράμω στην εν λόγω εκτίμηση προβαίνω στις ακόλουθες παρατηρήσεις.

89.

Πρώτον, διάφορες ερμηνείες των εν λόγω κανόνων και της τροποποιήσεως του 2003 προτάθηκαν γενικότερα από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία. Αφενός, η Δανική Κυβέρνηση παρουσιάζει τις τροποποιήσεις ως απλή διευκρίνιση του ισχύοντος νόμου. Αφετέρου, οι κατηγορούμενοι στην κύρια δίκη και η Επιτροπή παρουσιάζουν τις τροποποιήσεις ως αποσκοπούσες συγκεκριμένα στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των προγενέστερων κανόνων ώστε να καλύπτουν και τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών. Κατά την άποψή τους, ο συγκεκριμένος αυτός σκοπός δεν είναι μεν «εμφανής» στο ίδιο το κείμενο του κανόνα, αλλά προκύπτει σαφώς από τα σχόλια επί του σχεδίου της τροποποιήσεως του 2003.

90.

Αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 1, και/ή ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, συνιστούν απλή διευκρίνιση των αντίστοιχων διατάξεων τις οποίες αντικατέστησαν, τότε δεν αποτελούν ούτε και θα μπορούσαν να αποτελούν τεχνικούς κανόνες που υπόκεινται σε γνωστοποίηση ( 35 ). Επισημαίνω συναφώς ότι, όπως αποτυπώνεται στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, το απόσπασμα των σχολίων επί του σχεδίου της τροποποιήσεως του 2003 το οποίο αφορά συγκεκριμένα τον σκοπό του κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, αναφέρει ότι ο εν λόγω κανόνας «αντιστοιχεί» με [«overensstemmelse»] διάταξη η οποία υπάρχει ήδη στον νόμο περί στοιχημάτων ιπποδρομιών και αποτελεί «διευκρίνιση» [«præcisering»] διατάξεως του νόμου περί στοιχημάτων και λαχείων ( 36 ). Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επιβεβαιώθηκε ότι αμφότερες οι προϋφιστάμενες διατάξεις ήταν «ουδέτερες όσον αφορά το μέσο», υπό την έννοια ότι δεν αφορούσαν ρητώς συγκεκριμένο μέσο παροχής (εφημερίδα, ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο κ.ο.κ.).

91.

Δεύτερον, στον βαθμό που δεν πρόκειται για απλή διευκρίνιση, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ο κανόνας είναι, εκ πρώτης όψεως, εφαρμοστέος αδιακρίτως σε όλες τις υπηρεσίες, ανεξαρτήτως αν αυτές παρέχονται μέσω διαδικτύου ή εκτός διαδικτύου. Συναφώς παραπέμπω στο προπαρατεθέν σκεπτικό, ιδίως στα σημεία 72 έως 80 των παρουσών προτάσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν αναγκαίο να περιλαμβάνεται στην αιτιολογία μια αρκούντως σαφής και πειστική απόδειξη περί του «σαφούς και εύστοχου» χαρακτήρα του κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών.

92.

Τρίτον, κατά την ερμηνεία της αιτιολογίας, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει τη σημασία που πρέπει να προσδώσει σε συγκεκριμένα έγγραφα ή τμήματα εγγράφων, ιδίως με γνώμονα τη σημασία τους για τη νομοθετική διαδικασία και τη γενικότερη ερμηνευτική τους αξία.

93.

Ωστόσο, όσον αφορά ειδικώς το ερώτημα εάν ο κανόνας του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, αποτελεί κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες διαφημίσεως της κοινωνίας των πληροφοριών, επισημαίνω τα ακόλουθα. Βάσει της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου, σκοπός του εν λόγω κανόνα είναι να διασφαλίσει εμμέσως την καλύτερη εφαρμογή της απαγορεύσεως της διοργανώσεως παιγνίων που δεν καλύπτονται από άδεια. Η ρύθμιση της διαφημίσεως, πολλώ δε μάλλον της διαφημίσεως μέσω διαδικτύου, δεν φαίνεται να αποτελεί συγκεκριμένο σκοπό. Αντιθέτως, η ρύθμιση της διαφημίσεως φαίνεται να αποτελεί απλώς μέσο για την επίτευξη ενός στόχου: της καλύτερης ρυθμίσεως των υπηρεσιών παιγνίων. Πράγματι, ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε κάποιος από τους μετέχοντες στη διαδικασία υποστήριξε τη θέση ότι ο συγκεκριμένος σκοπός της τροποποιήσεως του άρθρου 2003 ήταν να επεκτείνει τη ρύθμιση της διαφημίσεως στις υπηρεσίες διαφημίσεως μέσω διαδικτύου.

94.

Για κάποιον μη ειδικό στο δανικό δίκαιο, το γεγονός αυτό φαίνεται να αποτυπώνεται στα αποσπάσματα των σχολίων επί του σχεδίου της τροποποιήσεως του 2003 που αφορούν ειδικώς τον κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3 ( 37 ). Κατά την άποψή μου η αναφορά των σχολίων αυτών στη διαφήμιση υπό μορφή υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να αποτελεί το κεντρικό σημείο.

95.

Στα υπομνήματά τους, οι κατηγορούμενοι στην κύρια δίκη και η Επιτροπή επανειλημμένως επικαλέστηκαν άλλα αποσπάσματα των σχολίων επί του σχεδίου της τροποποιήσεως του 2003. Ωστόσο και πάλι δεν προκύπτει με σαφήνεια, κατά τη γνώμη μου, η σημασία που πρέπει να αποδοθεί στις εν λόγω παραπομπές, καθώς και αν αυτές μπορούν να αποτελέσουν «συγκεκριμένο σκοπό». Είναι επίσης ασαφές σε ποιον βαθμό τα εν λόγω άλλα αποσπάσματα των σχολίων είναι κρίσιμα κατά την εκτίμηση του σκοπού του κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, ο οποίος εν τέλει αποτελεί τη βάση της ποινικής διώξεως στην παρούσα υπόθεση. Και πάλι, τα ανωτέρω αποτελούν ζητήματα εθνικού δικαίου τα οποία πρέπει να εξετασθούν από το εθνικό δικαστήριο.

V. Πρόταση

96.

Κατόπιν των ανωτέρω, και στον βαθμό που οι κρίσιμες εθνικές διατάξεις αφορούν τις υπηρεσίες διαφημίσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Københavns Byret (Περιφερειακού Δικαστηρίου, Κοπεγχάγη, Δανία) ως εξής:

Στον βαθμό που αφορούν τις υπηρεσίες παιγνίων, εθνικοί κανόνες, όπως εκείνοι που περιλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 1, και στο άρθρο 10, παράγραφος 3, σημείο 3, του Lov nr. 204 af 26. marts 2003 om ændring af lov om visse spil, lotterier og væddemål og andre love og om ophævelse af lov om væddemål i forbindelse med heste- og hundevæddeløb (νόμου 204 της 26ης Μαρτίου 2003, για την τροποποίηση του νόμου περί ορισμένων παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων και άλλων νόμων και την κατάργηση του νόμου περί στοιχημάτων ιπποδρομιών και κυνοδρομιών), δεν αποτελούν κανόνες που συνιστούν «τεχνικούς κανόνες» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998.

Στον βαθμό που αφορούν τις υπηρεσίες διαφημίσεως, τροποποίηση των εθνικών κανόνων όπως εκείνη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, σημείο 3, του νόμου 204 της 26ης Μαρτίου 2003, για την τροποποίηση του νόμου περί ορισμένων παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων και άλλων νόμων και την κατάργηση του νόμου περί στοιχημάτων ιπποδρομιών και κυνοδρομιών, δεν αποτελεί κανόνα που συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48, εκτός αν η εν λόγω τροποποίηση αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών. Προκειμένου να διαπιστώσει αν ο κανόνας αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη, ιδίως, τα ακόλουθα στοιχεία:

αν η τροποποίηση απλώς διευκρινίζει ή μεταβάλλει το πεδίο εφαρμογής του κανόνα·

το κείμενο του κανόνα πριν και μετά την τροποποίηση καθώς και οποιαδήποτε ρητή διατύπωση των τροποποιήσεων που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ειδική αναφορά στις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών·

οποιαδήποτε ένδειξη σχετική με τον σκοπό/τους σκοπούς της τροποποιήσεως του κανόνα, όπως αποτυπώνεται στην αιτιολογία.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37).

( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/34 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18).

( 4 ) Για την ακρίβεια, με το άρθρο 1, παράγραφος 20, της τροποποιήσεως του 2003 δεν τροποποιήθηκε το άρθρο 10 της τροποποιήσεως του 2003 αλλά μάλλον το άρθρο 10 του νόμου περί ορισμένων παιγνίων, λαχείων και στοιχημάτων. Εντούτοις, για λόγους οικονομίας θα αναφέρομαι στο άρθρο 10 της τροποποιήσεως του 2003.

( 5 ) Όπως διευκρινίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μέρος της νομοθετικής διαδικασίας στη Δανία αποτελεί η υποβολή στη νομοθετική συνέλευση αιτιολογικής εκθέσεως από τον συντάκτη του νομοσχεδίου μαζί με το νομοσχέδιο. Το εν λόγω έγγραφο αποκαλείται «σχέδιο νόμου με σχόλια» (lovforslag med bemærkninger). Στο κείμενο των παρουσών προτάσεων, χρησιμοποιώ τον όρο «σχόλια [επί του σχεδίου της τροποποιήσεως του 2003]» όταν αναφέρομαι στη συγκεκριμένη δανική υπόθεση. Ο όρος «αιτιολογία» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 98/34 εξετάζεται γενικότερα κατωτέρω, στα σημεία 81 έως 87 των παρουσών προτάσεων.

( 6 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Pujante Rivera (C‑422/14, EU:C:2015:743, σκέψη 20).

( 7 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International (C‑194/94, EU:C:1996:172).

( 8 ) Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 70).

( 9 ) Αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 76), και της 13ης Οκτωβρίου 2016, M. και S. (C‑303/15, EU:C:2016:771, σκέψη 30). Η εν λόγω νομολογία χρησιμοποιεί παρόμοια διατύπωση με εκείνη προγενέστερων αποφάσεων που εφάρμοζαν την αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας που προηγήθηκε της ισχύουσας (το άρθρο 1, παράγραφος 9, της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, ΕΕ 1983, L 109, σ. 8). Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg (C‑267/03, EU:C:2005:246, σκέψη 87).

( 10 ) Χαρακτηριστικό παράδειγμα εν προκειμένω αποτελεί η απόφαση Ince. Η εν λόγω απόφαση αφορούσε έναν γερμανικό νόμο για τα τυχερά παίγνια, διάταξη του οποίου προέβλεπε τα εξής: «Η διοργάνωση ή η πρακτορεία δημοσίων τυχηρών παιγνίων επιτρέπεται μόνο με άδεια της αρμόδιας αρχής του οικείου Land. Κάθε διοργάνωση και πρακτορεία τέτοιων παιγνίων άνευ της αδείας αυτής απαγορεύεται (παράνομα τυχηρά παίγνια)». Εν προκειμένω οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ούτως ειπείν, σαφώς «παρατίθενται η μία δίπλα στην άλλη». Με την απόφαση κρίθηκε ότι η εν λόγω διάταξη ενέπιπτε στην εξαίρεση CIA. Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψεις 11 και 76).

( 11 ) Για τη θέσπιση και την εξέλιξη του εν λόγω κανόνα, βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση M. και S. (C‑303/15, EU:C:2016:531, σημεία 30 επ.).

( 12 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση Lidl Italia κατά την οποία τόσο η απαγόρευση όσο και η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως αποτελούν τμήματα του τεχνικού κανόνα που υπόκειται σε γνωστοποίηση. Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, Lidl Italia (C‑303/04, EU:C:2005:528, σκέψη 13).

( 13 ) Αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Fortuna κ.λπ. (C‑213/11, C‑214/11 και C‑217/11, EU:C:2012:495), και της 13ης Οκτωβρίου 2016, M. και S. (C‑303/15, EU:C:2016:771).

( 14 ) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του Ustawa o grach hazardowych (νόμου περί τυχερών παιγνίων), της 19ης Νοεμβρίου 2009 (Dz. U. του 2009, αριθ. 201, σημείο 1540), ορίζει τα εξής: «Η διοργάνωση τυχερών παιγνίων με ρουλέτα, χαρτιά τράπουλας, ζάρια καθώς και με αυτόματα μηχανήματα τυχερών παιγνίων επιτρέπεται μόνο στους κατόχους αδείας εκμεταλλεύσεως καζίνο» (η υπογράμμιση δική μου).

( 15 ) Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιγνίων: «Η διοργάνωση παιγνίων με ρουλέτα, χαρτιά τράπουλας, ζάρια καθώς και η οργάνωση αυτόματων μηχανικών παιγνίων επιτρέπεται μόνο στα καζίνο» (η υπογράμμιση δική μου).

( 16 ) Απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2016, M. και S. (C‑303/15, EU:C:2016:771, σκέψη 29).

( 17 ) Όπως ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη χωρίς να του αποδίδεται συγκεκριμένη σημασία ή συνέπειες από νομικής απόψεως.

( 18 ) Αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 76), και της 13ης Οκτωβρίου 2016, M. και S. (C‑303/15, EU:C:2016:771, σκέψη 30).

( 19 ) Υπενθυμίζω ότι στην υπόθεση M. και S. η Επιτροπή είχε υποστηρίζει την άποψη ότι η εξαίρεση έπρεπε να ανατραπεί πλήρως [βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση M. και S. (C‑303/15, EU:C:2016:531, σημείο 34)]. Το Δικαστήριο με την απόφασή του απέρριψε την πρόταση της Επιτροπής περί ανατροπής.

( 20 ) Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72).

( 21 ) Απαγόρευση προσφοράς τυχερών παιγνίων στο διαδίκτυο και εξαιρέσεις από την απαγόρευση αυτή· περιορισμοί που επιβάλλονται στη δυνατότητα προσφοράς αθλητικών στοιχημάτων με τη χρήση τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού· απαγόρευση διαφημίσεως των τυχερών παιγνίων στο διαδίκτυο ή με τη χρήση τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού. Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72).

( 22 ) Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 76).

( 23 ) Απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg (C‑267/03, EU:C:2005:246).

( 24 ) Πρέπει να προστεθεί ότι παρόμοια διάκριση απαντά και σε άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης, όπως για παράδειγμα, σε σχέση με καθεστώτα προηγούμενης αποκτήσεως άδειας αναφορικά με συγκεκριμένα τρόφιμα που δεν αποτελούν αντικείμενο ρυθμίσεως σε επίπεδο Ένωσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις η ύπαρξη καθεστώτος αποκτήσεως άδειας δεν δημιουργεί γενικά προβλήματα, καθώς κρίσιμη είναι η διαδικασία αποκτήσεως της άδειας καθώς και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν συναφώς. Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Greenham και Abel (C‑95/01, EU:C:2004:71), και της 27ης Απριλίου 2017, Noria Distribution (C‑672/15, EU:C:2017:310).

( 25 ) Βλ. ανωτέρω, υποσημειώσεις 2 και 3.

( 26 ) Αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72), και της 13ης Οκτωβρίου 2016, M. και S. (C‑303/15, EU:C:2016:771).

( 27 ) Όσον αφορά τον κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, στα σχόλια επί του σχεδίου της τροποποιήσεως του 2003 γίνεται αναφορά στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του lov om væddemål i forbindelse med heste- og hundevæddeløb (νόμου περί στοιχημάτων ιπποδρομιών και κυνοδρομιών) και στο άρθρο 10, παράγραφος 4, του tips- og lottoloven (νόμου περί στοιχημάτων και λαχείων).

( 28 ) Από συστηματικής απόψεως, αμφότερα τα σκέλη του ορισμού βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο (εμφανίζονται στην ίδια διάταξη και εισάγονται με παύλα), πράγμα το οποίο στην εν λόγω διάταξη όπως και σε άλλες διατάξεις της οδηγίας 98/34 που περιέχουν ορισμούς υποδηλώνει πληροφορίες (προϋποθέσεις, πιθανές εκδοχές, καταλόγους) της ίδιας αξίας.

( 29 ) Οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις χρησιμοποιούν πολύ διαφορετικά ρήματα στη συγκεκριμένη διάταξη. Στο πλαίσιο αυτό, για παράδειγμα, η δανική, η γαλλική και η ιταλική απόδοση χρησιμοποιούν τα ρήματα «vedrører», «concerne» και «riguarda» (στην αγγλική «concern»). Τα ρήματα στην τσεχική και στη γερμανική απόδοση «působí-li» και «aufwirkt» ομοιάζουν πολύ με το αγγλικό ρήμα «affects. Η πολωνική και η ισπανική απόδοση χρησιμοποιούν το ρήμα «odnosi» και «se refiere» (στην αγγλική «refers to»).

( 30 ) Για παρόμοια ζητήματα, βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση M. και S. (C‑303/15, EU:C:2016:531).

( 31 ) Η εν λόγω εναλλακτική θα προσέκρουε σαφώς στην έννοια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας. Συγκεκριμένα, νομοθεσία που αναφέρει κάτι διαφορετικό από εκείνο το οποίο πραγματικά επιδιώκει να επιτύχει είναι μάλλον απίθανο να εφαρμοστεί από εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται, οι οποίοι είναι μάλλον αναμενόμενο ότι κατά πάσα πιθανότητα θα βασιστούν στη διατύπωσή της.

( 32 ) Για να δώσω ένα παράδειγμα στο πλαίσιο της Ένωσης, προκειμένου να στηριχθεί συγκεκριμένη ερμηνεία οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου είναι δυνατό να γίνει παραπομπή στην πρόταση της Επιτροπής και στη συνοδευτική αιτιολογική έκθεση. Ωστόσο, οι προθέσεις της Επιτροπής δεν πρέπει να εξομοιώνονται εν τέλει με εκείνες του νομοθέτη.

( 33 ) Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Scialdone (C‑574/15, EU:C:2017:553, σημεία 37 και 38).

( 34 ) Για να θέσω το ζήτημα πιο παραστατικά, χρησιμοποιώντας μια δημοφιλή ρήση, την πατρότητα της οποίας αδυνατώ να αποδώσω σε συγκεκριμένο πρόσωπο: η καμήλα είναι ένα άλογο που έχει σχεδιαστεί από μια επιτροπή.

( 35 ) Απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg (C‑267/03, EU:C:2005:246, σκέψεις 82 και 83). Με αυτή την έννοια, στα σχόλια επί του σχεδίου της τροποποιήσεως του 2003, τα οποία αφορούν ειδικώς τον κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, σημείο 3, επισημαίνεται ότι η «τροποποίηση αντιστοιχεί στην απαγόρευση που προβλέπεται ήδη στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του νόμου περί ιπποδρομιών, αλλά συνιστά διευκρίνιση του άρθρου 10, παράγραφος 4, του νόμου περί στοιχημάτων και λαχείων».

( 36 ) Βλ. σημείο 8 των παρουσών προτάσεων.

( 37 ) Τα οποία αναπαράγονται στο σημείο 8 των παρουσών προτάσεων.