ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

M. CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 27ης Απριλίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C-567/15

UAB «LitSpecMet»

κατά

UAB Vilniaus lokomotyvų remonto depas,

παρισταμένης της:

UAB «Plienmetas»

[αίτηση του Vilniaus apygardos teismas
(πρωτοδικείου του Βίλνιους, Λιθουανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Δημόσιες συμβάσεις στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών – Οδηγία 2004/17/ΕΚ – Έννοια του όρου “αναθέτουσα αρχή” – Εταιρία το κεφάλαιο της οποίας κατέχεται από το Δημόσιο μέσω άλλης κρατικής εταιρίας – Εξαίρεση “in house”»

1. 

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διευρύνει τη νομολογία του σχετικά με τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο καλείται, για άλλη μια φορά, να αποσαφηνίσει τον όρο «αναθέτουσα αρχή» κατά την έννοια της οδηγίας 2004/17/ΕΚ ( 2 ) και της οδηγίας 2004/18/ΕΚ ( 3 ).

2. 

Τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς με αντικείμενο την προσβολή διαδικασίας ανοικτού διαγωνισμού, κινηθείσας, χωρίς εφαρμογή των οδηγιών αυτών, από ανώνυμη εταιρία ( 4 ) ανήκουσα κατά εκατό τοις εκατό στην κρατική επιχείρηση σιδηροδρόμων της Λιθουανίας ( 5 ) (η ιδιότητα της οποίας ως αναθέτουσας αρχής δεν αμφισβητείται), στην οποία η πρώτη παρέχει ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες. Η θυγατρική εταιρία, παρά τη σύνδεσή της με τη μητρική, αρνείται ότι έχει την ιδιότητα του «δημόσιου οργανισμού» κατά την έννοια των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων, καθόσον δεν έχει συσταθεί «με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα».

3. 

Η διαφορά επικεντρώθηκε αρχικώς στη φύση της ασκούμενης από τη VLRD δραστηριότητας, προκειμένου να διευκρινιστεί εάν άμεσο αντικείμενό της είναι η κάλυψη ανάγκης γενικού συμφέροντος μη εμπίπτουσας στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τέθηκε επιπλέον το ζήτημα εάν, λόγω της πωλήσεως προϊόντων ή υπηρεσιών σε ορισμένη οντότητα (LG) η οποία καλύπτει αυτού του είδους τις ανάγκες, η VLRD τις καλύπτει και η ίδια εμμέσως και μπορεί, ως εκ τούτου, να συγκαταλεγεί μεταξύ των αναθετουσών αρχών, κατά την έννοια των προμνησθεισών οδηγιών.

I. Το νομοθετικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

1.  Η οδηγία 2004/17

4.

Το άρθρο 2 ορίζει τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)

“αναθέτουσες αρχές”: το κράτος, οι αρχές, τοπικές ή περιφερειακές, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις μιας ή περισσότερων από τις προαναφερόμενες αρχές ή οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Θεωρείται ως “οργανισμός δημοσίου δικαίου” κάθε οργανισμός, ο οποίος:

έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στο βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα,

έχει νομική προσωπικότητα, και

του οποίου η δραστηριότητα χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος ή τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή του οποίου η διαχείριση υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς ή περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου του διορίζεται από το κράτος, τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου,

[…]

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους αναθέτοντες φορείς, οι οποίοι:

α)

είναι αναθέτουσες αρχές ή δημόσιες επιχειρήσεις και ασκούν μια από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 7·

[…]».

5.

Το άρθρο 5 ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις δραστηριότητες που αποσκοπούν στη διάθεση ή την εκμετάλλευση δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό στους τομείς των μεταφορών με σιδηρόδρομο, αυτόματα συστήματα, τραμ, τρόλεϊ, λεωφορεία ή καλώδιο.

Όσον αφορά τις υπηρεσίες μεταφορών, θεωρείται ότι υφίσταται δίκτυο όταν η υπηρεσία παρέχεται με τους όρους που ορίζονται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους, όπως εκείνοι που αφορούν τις ακολουθητέες διαδρομές, τη διαθέσιμη μεταφορική ικανότητα ή τη συχνότητα παροχής της υπηρεσίας.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στους φορείς που παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορείο, οι οποίοι είχαν αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ [ ( 6 )] δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 4 αυτής.»

2.  Η οδηγία 2004/18

6.

Το άρθρο 1, παράγραφος 9, έχει ως εξής:

«Ως “αναθέτουσες αρχές” νοούνται: το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις μίας ή περισσότερων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσότερων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Ως “οργανισμός δημοσίου δικαίου”, νοείται κάθε οργανισμός:

α)

ο οποίος έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα.

β)

ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα, και

γ)

η δραστηριότητα του οποίου χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή η διαχείριση του οποίου υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς, ή του οποίου περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου του διορίζεται από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Οι κατάλογοι, μη εξαντλητικοί, των οργανισμών και των κατηγοριών οργανισμών δημοσίου δικαίου που πληρούν τα κριτήρια τα οποία απαριθμούνται στο δεύτερο εδάφιο σημεία α), β) και γ), παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙΙ. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν κατά διαστήματα στην Επιτροπή τις μεταβολές που επήλθαν στους καταλόγους τους.»

3.  Η οδηγία 2014/24/ΕΕ ( 7 )

7.

Στην αιτιολογική σκέψη 10 εξαγγέλλονται τα εξής:

«Η έννοια “αναθέτουσες αρχές” και ειδικότερα ο όρος “οργανισμοί δημοσίου δικαίου” έχουν εξεταστεί επανειλημμένως στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να αποσαφηνιστεί ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να παραμείνει αμετάβλητο, είναι σκόπιμο να διατηρηθούν οι ορισμοί επί των οποίων βασίστηκε το Δικαστήριο και να ενσωματωθούν ορισμένες διευκρινίσεις που προσφέρει η νομολογία για την καλύτερη κατανόηση των ορισμών αυτών, χωρίς πρόθεση τροποποίησης της σημασίας τους, ως έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ένας οργανισμός ο οποίος λειτουργεί υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, στοχεύει στο κέρδος και υφίσταται τις ζημίες που απορρέουν από την άσκηση της δραστηριότητάς του δεν θα πρέπει να θεωρείται “οργανισμός δημοσίου δικαίου”, δεδομένου ότι έχει συσταθεί για να καλύψει ή του έχει ανατεθεί το καθήκον να καλύψει ανάγκες γενικού συμφέροντος οι οποίες θεωρούνται ότι έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα.

Ομοίως, η προϋπόθεση που αφορά την προέλευση της χρηματοδότησης ενός οργανισμού έχει αποτελέσει επίσης αντικείμενο εξέτασης από τη νομολογία, η οποία έχει διευκρινίσει μεταξύ άλλων ότι χρηματοδότηση “κατά το πλείστον” σημαίνει περισσότερο από το μισό και ότι μια τέτοια χρηματοδότηση μπορεί να περιλαμβάνει πληρωμές από χρήστες οι οποίες επιβάλλονται, υπολογίζονται και εισπράττονται σύμφωνα με κανόνες δημοσίου δικαίου.»

8.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 4, υιοθετεί παρόμοιο με αυτόν του άρθρου 1, παράγραφος 9, της οδηγίας 2004/18 ορισμό του «οργανισμού δημοσίου δικαίου».

9.

Το άρθρο 12, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Μια δημόσια σύμβαση που ανατίθεται από αναθέτουσα αρχή σε άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εάν πληρούνται οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)

η αναθέτουσα αρχή ασκεί επί του εν λόγω νομικού προσώπου έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών·

β)

περισσότερο από το 80 % των δραστηριοτήτων του ελεγχομένου νομικού προσώπου διεξάγεται κατά την εκτέλεση καθηκόντων που [του] έχουν ανατεθεί από την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή άλλες νομικές οντότητες που ελέγχει η εν λόγω αναθέτουσα αρχή, και

γ)

δεν υπάρχει άμεση ιδιωτική κεφαλαιακή συμμετοχή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο εξαιρουμένων των μη ελεγχουσών και μη αποκλειουσών μορφών ιδιωτικής κεφαλαιακής συμμετοχής που απαιτούνται από τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις, σύμφωνα με τις Συνθήκες και δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.

Μια αναθέτουσα αρχή θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί νομικού προσώπου ανάλογο με τον έλεγχο που ασκεί στις υπηρεσίες της κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), όταν ασκεί αποφασιστική επιρροή τόσο στους στρατηγικούς στόχους όσο και στις σημαντικές αποφάσεις του ελεγχόμενου νομικού προσώπου. Ο έλεγχος μπορεί, επίσης, να ασκείται από άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται με τον ίδιο τρόπο από την αναθέτουσα αρχή.»

Β.

Το εθνικό δίκαιο

10.

Ο Lietuvos Respublikos viešųjų pirkimų įstatymas (νόμος περί δημοσίων συμβάσεων) μεταφέρει στο λιθουανικό δίκαιο την οδηγία 2004/18:

11.

Το άρθρο 4 ορίζει τα εξής:

«1.   Αναθέτουσα αρχή συνιστά:

1)

μια κρατική ή τοπική αρχή·

2)

το νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου·

3)

μια ένωση των κατά το σημείο 1 της παρούσας παραγράφου αρχών και/ή νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κατά το σημείο 2 της παρούσας παραγράφου·

4)

οι κατά το άρθρο 70, παράγραφος 1, σημεία 2 έως 4, του παρόντος νόμου αναθέτουσες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών ή των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

2.   Νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (πέραν των εθνικών ή τοπικών διοικητικών αρχών) το οποίο έχει συσταθεί με σκοπό την κάλυψη ειδικώς αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα και πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

1)

περισσότερο από το 50 % της δραστηριότητάς του χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό ή τον προϋπολογισμό των τοπικών φορέων ή από άλλους πόρους του Δημοσίου ή των τοπικών φορέων ή από κεφάλαια άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου εκ των μνημονευομένων στην παρούσα παράγραφο·

2)

τελεί υπό τον έλεγχο (διοίκηση) εθνικών ή τοπικών διοικητικών αρχών ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου εκ των μνημονευομένων στην παρούσα παράγραφο·

3)

περισσότερα από τα μισά μέλη του οργάνου διοικήσεως, διευθύνσεως ή εποπτείας του διορίζονται από τις εθνικές ή τοπικές διοικητικές αρχές ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου εκ των μνημονευομένων στην παρούσα παράγραφο.

[…]»

12.

Το άρθρο 10, παράγραφος 5, ορίζει τα εξής:

«Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν έχουν εφαρμογή όταν η αναθέτουσα αρχή συνάπτει σύμβαση με νομικώς διακριτή οντότητα επί της οποίας ασκεί έλεγχο ανάλογο με αυτόν που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών ή οργάνων και την οποία κατέχει εξ ολοκλήρου (ή επί της οποίας ασκεί τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του Δημοσίου ή τοπικού φορέα υπό την ιδιότητα του μοναδικού μετόχου), η δε ελεγχόμενη οντότητα έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον το 90 % του κύκλου εργασιών της κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση (ή κατά το διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τη σύστασή της εφόσον ασκεί τη δραστηριότητά της για διάστημα μικρότερο της μίας οικονομικής χρήσεως) με δραστηριότητες που αποσκοπούν στην κάλυψη των αναγκών της αναθέτουσας αρχής ή στην παροχή δυνατότητας ασκήσεως από την τελευταία των καθηκόντων της. Η προκήρυξη διαγωνισμού υπό τους όρους της παρούσας παραγράφου είναι δυνατή μόνον αφού έχει ληφθεί η άδεια της αρχής δημοσίων συμβάσεων […]».

II. Τα πραγματικά περιστατικά

13.

Η VLRD συστάθηκε το 2003, κατόπιν αναδιαρθρώσεως της κρατικής επιχειρήσεως σιδηροδρόμων LG, ως θυγατρική της τελευταίας, η οποία κατέχει το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της.

14.

Ο εταιρικός σκοπός της VLRD είναι η κατασκευή και συντήρηση μηχανών έλξεως και βαγονιών. Κατά την επίμαχη για την υπό κρίση διαφορά περίοδο, οι παραγγελίες της LG αντιστοιχούσαν περίπου στο 90 % του κύκλου εργασιών της VLRD.

15.

Το 2013, η VLRD προκήρυξε απλοποιημένο ανοικτό διαγωνισμό για την προμήθεια ράβδων σιδηρούχων μετάλλων (στο εξής: διαγωνισμός). Σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων, ο εν λόγω διαγωνισμός επρόκειτο να διεξαχθεί βάσει του προσωρινού κανονισμού αναθέσεων της VLRD.

16.

Η UAB LitSpecMet (στο εξής: LitSpecMet) υπέβαλε προσφορά στον διαγωνισμό και τής κατακυρώθηκε τμήμα της προμήθειας.

17.

Η LitSpecMet ζήτησε όμως την ακύρωση του διαγωνισμού και την προκήρυξη νέου σύμφωνα με τον νόμο περί δημοσίων συμβάσεων. Προς στήριξη του αιτήματός της, προέβαλε, αφενός, ότι η VLRD είχε συσταθεί με σκοπό την κάλυψη των αναγκών της LG, επιχειρήσεως χρηματοδοτουμένης από το Δημόσιο και επιφορτισμένης με αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας, και, αφετέρου, ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες η VLRD προέβαινε σε παροχές και πωλήσεις υπέρ της μητρικής εταιρίας δεν αντιστοιχούσαν στις συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού. Από το σύνολο των ανωτέρω συναγόταν, κατά τη LitSpecMet, ότι η δραστηριότητα της VLRD σκοπούσε στην κάλυψη αναγκών δημοσίου συμφέροντος που δεν ενέπιπταν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα και ότι, ως εκ τούτου, επρόκειτο για αναθέτουσα αρχή υποκείμενη στους κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων.

18.

Τα αιτήματα της LitSpecMet απορρίφθηκαν από το Vilniaus apygardos teismas (πρωτοδικείο του Βίλνιους, Λιθουανία) με απόφαση της 2ας Ιουνίου 2014, επικυρωθείσα από το Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας) με απόφασή του της 25ης Σεπτεμβρίου 2014.

19.

Αμφότερα τα δικαστήρια έκριναν ότι για τον χαρακτηρισμό, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, ενός νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ως αναθέτουσας αρχής δεν αρκεί να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνδέεται με επιχείρηση του δημοσίου τομέα ή ελέγχεται από αυτή. Είναι, επίσης, αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η δραστηριότητά του αποσκοπεί στην κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος οι οποίες δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα, προϋπόθεση που δεν επληρούτο στην περίπτωση της VLRD, καθόσον επρόκειτο για εταιρία που είχε συσταθεί για να ασκεί εμπορική δραστηριότητα και να αποκομίζει κέρδη, αναλαμβάνουσα τους ιδίους κινδύνους.

20.

Με απόφαση του 27ης Μαΐου 2015, το πολιτικό τμήμα του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο Λιθουανίας) αναίρεσε την εφετειακή απόφαση. Κατά την κρίση του, ούτε το πρωτοδικείο ούτε το εφετείο είχαν αξιολογήσει ορθώς τις περιστάσεις υπό τις οποίες συστάθηκε η VLRD, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της δραστηριότητάς της καθώς και τις σχέσεις της με τη μητρική εταιρία.

21.

Η υπόθεση αναπέμφθηκε στο Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας), το οποίο, με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2015, εξαφάνισε την απόφαση του Vilniaus apygardos teismas (πρωτοδικείου του Βίλνιους) της 2ας Ιουνίου 2014 και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τελευταίου, το οποίο υποβάλλει στο Δικαστήριο την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

III. Προδικαστικά ερωτήματα

22.

Τα προδικαστικό ερώτημα, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Νοεμβρίου 2015, έχει ως εξής:

«Πρέπει το άρθρο 1, παράγραφος 9, της οδηγίας 2004/18 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μία εταιρία η οποία:

έχει συσταθεί από αναθέτουσα αρχή δραστηριοποιούμενη στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών, ήτοι στη διαχείριση της δημόσιας σιδηροδρομικής υποδομής και στη μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων·

ασκεί ανεξάρτητη επιχειρηματική δραστηριότητα, καθορίζει την επιχειρηματική της στρατηγική, λαμβάνει αποφάσεις ως προς τους όρους της δραστηριότητάς της (αγορά του προϊόντος, κατηγορία πελατών, κ.λπ.), συμμετέχει σε μια ανταγωνιστική αγορά σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκτός της αγοράς της Ένωσης παρέχοντας υπηρεσίες κατασκευής και επισκευής τροχαίου υλικού και συμμετέχει σε δημόσιους διαγωνισμούς οι οποίοι συνδέονται με την εν λόγω δραστηριότητα επιδιώκοντας να εξασφαλίσει παραγγελίες από τρίτους (και όχι τη μητρική εταιρία)·

παρέχει υπηρεσίες επισκευής τροχαίου υλικού στην ιδρυτική της εταιρία δυνάμει εσωτερικών πράξεων (in house), η δε αξία των υπηρεσιών αυτών ανέρχεται σε ποσοστό 90 % της συνολικής της δραστηριότητας·

και οι υπηρεσίες τις οποίες παρέχει στην ιδρυτική της εταιρία έχουν ως στόχο τη διασφάλιση της δραστηριότητας μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων που ασκεί η ιδρυτική αυτή εταιρία·

δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναθέτουσα αρχή;

Εάν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφανθεί ότι, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η εν λόγω εταιρία πρέπει να χαρακτηριστεί ως αναθέτουσα αρχή, έχει το άρθρο 1, παράγραφος 9, της οδηγίας 2004/18 την έννοια ότι η εταιρία αυτή χάνει την ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής εάν η αξία των υπηρεσιών επισκευής τροχαίου υλικού που παρέχει, δυνάμει εσωτερικών πράξεων, στην αναθέτουσα αρχή, από την οποία έχει συσταθεί, μειωθεί και αντιπροσωπεύει ποσοστό μικρότερο από το 90 % ή, εν πάση περιπτώσει, όχι τον κύριο όγκο του συνολικού κύκλου εργασιών από τη δραστηριότητα της εν λόγω εταιρίας;»

IV. Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και επιχειρήματα των διαδίκων

23.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η LitSpecMet, η VLRD, η Λιθουανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, οι οποίες, όπως και η Γερμανική Κυβέρνηση, παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Φεβρουαρίου 2017.

24.

Κατά τη LitSpecMet, η επιτελούμενη από τη VLRD δραστηριότητα συντηρήσεως άπτεται του γενικού συμφέροντος, καθ’ o μέρος επιτρέπει στην LG να διασφαλίζει την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας με την οποία είναι επιφορτισμένη, ήτοι, να διαχειρίζεται τις σιδηροδρομικές υποδομές και να εγγυάται τη μεταφορά επιβατών. Κατά την άποψή της, η δραστηριότητα αυτή δεν είναι βιομηχανικής ή εμπορικής φύσεως, καθόσον η LG είναι η μοναδική επιχείρηση που αναπτύσσει τη δραστηριότητα αυτή στη Λιθουανία, και, ως εκ τούτου, έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει τη δράση της βάσει μη αποκλειστικώς οικονομικών εκτιμήσεων. Εάν γινόταν δεκτό ότι η VLRD δεν διέπεται από τους κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων, τούτο θα σήμαινε ότι η αναθέτουσα αρχή (LG) θα μπορούσε να τους παρακάμπτει συστήνοντας απλώς μια θυγατρική εταιρία (VLRD) με αντικείμενο την άσκηση εσωτερικών δραστηριοτήτων.

25.

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη LitSpecMet, η VLRD αποτελεί αναθέτουσα αρχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 9, της οδηγίας 2004/18, χωρίς το ποσοστό των εσωτερικών συναλλαγών που πραγματοποιεί με τη μητρική εταιρία να ασκεί επιρροή. Επικουρικώς, η VLRD θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αναθέτουσα αρχή κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/17, με την οδηγία αυτή να είναι η πράγματι εφαρμοστέα εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη τόσο της δραστηριότητας της LG όσο και της ερμηνείας των άρθρων 3 έως 7 της εν λόγω οδηγίας από την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2008, Ing. Aigner ( 8 ).

26.

Η VLRD υποστηρίζει ότι η ίδια δεν έχει συσταθεί με σκοπό την εκπλήρωση συγκεκριμένης αποστολής δημοσίου συμφέροντος προς όφελος του συνόλου των πολιτών, αλλά για να συμπληρώνει τις εμπορικές δραστηριότητες της LG στον τομέα της μεταφοράς επιβατών. Κατά την κρίση της, η πραγματοποίηση εσωτερικών συναλλαγών με τη LG, αναθέτουσα αρχή κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/17, δεν της προσδίδει την ιδιότητα αυτή.

27.

Η Λιθουανική Κυβέρνηση επικαλείται την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998, Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. ( 9 ), με την οποία το Δικαστήριο είχε προσφύγει στη «θεωρία της μεταδοτικότητας» με το σκεπτικό ότι μπορεί επίσης να θεωρηθεί αναθέτουσα αρχή εκείνη που αναπτύσσει δραστηριότητα καλύπτουσα εν μέρει μόνον ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα. Κατά τη Λιθουανική Κυβέρνηση, ωστόσο, η «θεωρία της μεταδοτικότητας» δεν έχει κάθετη εφαρμογή, η δε φύση της ασκούμενης από ορισμένη εταιρία δραστηριότητας δεν τελεί σε συνάρτηση με το εάν αυτή έχει συσταθεί από αναθέτουσα αρχή με την οποία πραγματοποιεί εσωτερικές συναλλαγές.

28.

Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η οποία υιοθετεί μια λειτουργική προσέγγιση, υφίστανται, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, επαρκείς ενδείξεις ούτως ώστε να συναχθεί ότι η VLRD ασκεί δραστηριότητα γενικού συμφέροντος, καθόσον, χωρίς να συμμετέχει άμεσα στην ασκούμενη από την LG δραστηριότητα μεταφοράς, αναλαμβάνει ένα έργο στενά συνδεδεμένο με αυτήν, όπως η κατασκευή μηχανών έλξεως. Σχετικά με τον εμπορικό χαρακτήρα της δραστηριότητας της VLRD, κρίσιμο είναι, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, το εάν αυτή δραστηριοποιείται σε ανταγωνιστική αγορά, κάτι που δεν ισχύει εν προκειμένω, καθόσον ασκεί το 90 % της δραστηριότητάς της με την LG, και, ως εκ τούτου, δεν αναλαμβάνει πραγματικό επιχειρηματικό κίνδυνο. Εν τέλει, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η θυγατρική εταιρία αναθέτουσας αρχής έχει ομοίως την ιδιότητα αυτή όταν αντικείμενο των δραστηριοτήτων της είναι η κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος με τις οποίες είναι επιφορτισμένη η μητρική εταιρία. Ακόμη, υπό το πρίσμα της οδηγίας 2014/24 (η οποία, χωρίς να έχει κατά χρόνο εφαρμογή, μπορεί να παράσχει κατευθύνσεις), μια θυγατρική εταιρία δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αναθέτουσα αρχή εφόσον οι συμβατικές της δεσμεύσεις με τη μητρική εταιρία δεν υπερβαίνουν το 80 % των δραστηριοτήτων της.

29.

Η Πορτογαλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι, καίτοι ο σκοπός της συστάσεως της VLRD φαίνεται να άπτεται του γενικού συμφέροντος, η δραστηριότητά της, εντούτοις, είναι βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα, καθόσον αναλαμβάνει πλήρως τους κινδύνους της δραστηριότητάς της. Σύμφωνα με τη νομολογία της αποφάσεως της 16ης Οκτωβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ισπανίας ( 10 ), η οποία έχει ενσωματωθεί στην αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 2014/24, η VLRD δεν πρέπει να θεωρηθεί ως αναθέτουσα αρχή.

30.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι πρέπει, εν προκειμένω, να ληφθεί υπόψη μόνον η οδηγία 2004/18, στον βαθμό κατά τον οποίο η VLRD παρέχει εμπορεύματα και υπηρεσίες στην εταιρία λιθουανικών σιδηροδρόμων, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η δραστηριότητα της τελευταίας (LG) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17.

31.

Κατά την Επιτροπή, η VLRD δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18, καθόσον δεν αποτελεί «οργανισμό δημοσίου δικαίου» κατά την έννοια του άρθρου της 1, παράγραφος 9, δεδομένου ότι έχει συσταθεί για την ικανοποίηση των ειδικών συμφερόντων της LG –γεγονός που την καθιστά εσωτερικό προμηθευτή της εν λόγω εταιρίας– και όχι του γενικού συμφέροντος. Κατά την άποψή της, στερείται σημασίας το γεγονός ότι η LG επιδιώκει την ικανοποίηση γενικού συμφέροντος και ότι προς τον σκοπό αυτόν έχει απευθυνθεί στη VLRD, καθόσον κρίσιμο είναι ότι η δραστηριότητα της VLRD έχει ως μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση των ειδικών συμφερόντων της μητρικής εταιρίας.

32.

Η Επιτροπή αμφισβητεί, επομένως, ότι η VLRD έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι μόνον το εθνικό δικαστήριο είναι σε θέση να αξιολογήσει τις περιστάσεις της υποθέσεως στο σύνολό τους και να επιβεβαιώσει ότι ο μη κερδοσκοπικός σκοπός που πρυτάνευσε κατά τη δημιουργία της VLRD δεν υπερτερεί έναντι του εμπορικού περιβάλλοντος εντός του οποίου δραστηριοποιείται η εν λόγω εταιρία.

V. Εκτίμηση

Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

33.

Τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η πλειονότητα των διαδίκων που έχουν παρέμβει στη διαδικασία προδικαστικής παραπομπής θεωρούν δεδομένο ότι εφαρμογή εν προκειμένω έχει η οδηγία 2004/18. Ωστόσο, η LitSpecMet υποστηρίζει, αν και μόνον επικουρικώς, ότι πράγματι εφαρμοστέα είναι η οδηγία 2004/17 (γνωστή ως «τομεακή οδηγία» σε θέματα δημοσίων συμβάσεων).

34.

Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι τόσο το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/17, όσο και το άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/18 περιέχουν ταυτόσημο ορισμό για τους «οργανισμούς δημοσίου δικαίου» ( 11 ), η απάντηση στα ερωτήματα του Vilniaus apygardos teismas (πρωτοδικείου του Βίλνιους) είναι δυνατή χωρίς να αποκλείεται, εκ προοιμίου, η εφαρμογή της μιας ή της άλλης οδηγίας.

35.

Εν είδει δεύτερης παρατηρήσεως πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, καίτοι από τη δικογραφία δεν προκύπτει το ποσό του επίμαχου διαγωνισμού, ο εκπρόσωπος της VLRD δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι αυτό ανήρχετο συνολικώς στα 600000 ή 700000 ευρώ, οπότε υπερέβαινε το όριο που απαιτείτο για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της Ένωσης. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει το γεγονός αυτό ( 12 ).

36.

Τρίτο και τελευταίο, η απάντηση του Δικαστηρίου πρέπει, αναπόφευκτα, να δοθεί βάσει των πληροφοριών που του έχει παράσχει το αιτούν δικαστήριο σε σχέση με τις πραγματικές περιστάσεις που συντρέχουν στην περίπτωση της VLRD. Είναι, ωστόσο, πιθανόν οι πληροφορίες αυτές να μην ταυτίζονται πλήρως με εκείνες που, όπως έκρινε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο Λιθουανίας) στην απόφασή του της 27ης Μαΐου 2015, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όφειλε να επαληθεύσει μετά την αναπομπή της υποθέσεως σε αυτό ( 13 ).

Β. Πρώτο προδικαστικό ερώτημα

1.  Επί της άμεσης (ή έμμεσης) καλύψεως αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα.

37.

Υφίσταται ομογνωμία μεταξύ των διαδίκων ότι η VLRD πληροί δύο από τις τρεις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό της ως «οργανισμού δημοσίου δικαίου» (και, ως εκ τούτου, «αναθέτουσας αρχής») σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/17 και το άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/18.

38.

Πράγματι, από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς ( 14 ), η VLRD πληροί τη δεύτερη και την τρίτη: διαθέτει νομική προσωπικότητα και είναι αναμφισβήτητη η συμμετοχή έτερου οργανισμού δημοσίου δικαίου (LG) στη χρηματοδότησή της, στον έλεγχο της διαχειρίσεώς της ή στη σύνθεση των διοικητικών, διευθυντικών ή εποπτικών οργάνων της.

39.

Δεν υφίσταται, ωστόσο, συμφωνία, σε σχέση με την προϋπόθεση η VLRD «να έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα».

40.

Οι διάδικοι έχουν επικεντρώσει τις γραπτές παρατηρήσεις τους στην εξέταση του ζητήματος εάν η δραστηριότητα της VLRD εξυπηρετεί per se ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα, με την πλειονότητα των διαδίκων να υποστηρίζει ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, η συζήτηση επεκτάθηκε στο εάν η VLRD καλύπτει με έμμεσο τρόπο αυτού του είδους τις ανάγκες, στον βαθμό κατά τον οποίο προμηθεύει εμπορεύματα ή παρέχει υπηρεσίες σε οργανισμό δημοσίου δικαίου ο οποίος, όπως η LG, καλύπτει τέτοιες ανάγκες. Οι θέσεις των διαδίκων ως προς το σημείο αυτό ταυτίζονται, κατ’ ουσίαν, με τα όσα υποστήριξαν σε σχέση με το ενδεχόμενο γενικό συμφέρον το οποίο ικανοποιεί η αναπτυσσόμενη από τη VLRD δραστηριότητα.

41.

Βάσει των πληροφοριών που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η LG είναι δημόσια εταιρία η οποία εκμεταλλεύεται δίκτυο σιδηροδρομικών μεταφορών. Όπως προανέφερα, δεν υφίσταται αμφιβολία ότι συνιστά αναθέτουσα αρχή, κατά την έννοια της οδηγίας 2004/17 ( 15 ). Όσον αφορά τη VLRD, αυτή δραστηριοποιείται στην κατασκευή και τη συντήρηση μηχανών έλξεως και τροχαίου υλικού, ήτοι επιτελεί έργο που, μολονότι συνδέεται στενά με τη σιδηροδρομική μεταφορά, δεν συνίσταται «στη διάθεση ή την εκμετάλλευση δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό στους τομείς των μεταφορών με σιδηρόδρομο», που είναι η κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/17 δραστηριότητα.

42.

Η LitSpecMet υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, η VLRD επιτελεί λειτουργία ουσιώδη για τη «διάθεση ή την εκμετάλλευση» του λιθουανικού δικτύου σιδηροδρομικών μεταφορών, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί το γενικό συμφέρον το οποίο υπηρετεί η LG. Κατά την κρίση της, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι, κατ’ επιταγήν του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/14/ΕΚ ( 16 ), οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις έχουν δικαίωμα στην καλούμενη «ελάχιστη δέσμη πρόσβασης και τροχαία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υπηρεσιών», που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ της ιδίας οδηγίας, στο σημείο 2, στοιχείο ηʹ, του οποίου μνημονεύονται οι «εγκαταστάσεις συντήρησης και άλλες τεχνικές εγκαταστάσεις». Εξ αυτού συνάγει ότι, «ελλείψει πραγματικών εναλλακτικών λύσεων στην αγορά», η VLRD «υποχρεούται να παρέχει υπηρεσίες συντηρήσεως τροχαίου υλικού στην […] LG, πέραν οποιασδήποτε εμπορικής εκτιμήσεως» ( 17 ).

43.

Δεν συμμερίζομαι το τελευταίο αυτό επιχείρημα της LitSpecMet, καθόσον η οδηγία 2001/14 δεν εντάσσει τις υπηρεσίες συντηρήσεως στη «δέσμη πρόσβασης», αλλά μόνον τις εγκαταστάσεις στις οποίες πρέπει να παρέχονται οι υπηρεσίες αυτές. Ως εκ τούτου, εάν η VLRD καλύπτει με ευθύ και άμεσο τρόπο κάποια ανάγκη γενικού συμφέροντος, δεν πρόκειται για την ανάγκη την οποία ικανοποιεί η ρητώς προβλεπόμενη από το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας δραστηριότητα.

44.

Η εξέταση, επομένως, πρέπει να επικεντρωθεί στην ερμηνεία της οδηγίας 2004/18, προκειμένου να διασαφηνιστεί εάν η VLRD καλύπτει ανάγκες γενικού συμφέροντος (που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα) εγγενείς στις δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών.

45.

Κατά την εξέταση αυτή πρέπει, πρώτον, να διαπιστωθεί εάν εξυπηρετούνται εν προκειμένω ανάγκες γενικού συμφέροντος και, εν συνεχεία, για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εάν ο εμπορικός ή βιομηχανικός τους χαρακτήρας υπερέχει έναντι οποιασδήποτε άλλης παραμέτρου.

46.

Υπό το πρίσμα αυτό, η απλή κατασκευή και συντήρηση τροχαίου υλικού στον σιδηροδρομικό τομέα δεν σκοπεί, κατά την άποψή μου, per se, στην κάλυψη αναγκών στενά συνδεδεμένων με τη θεσμική λειτουργία του κράτους ( 18 ), την προώθηση και τη βελτίωση των όρων κοινωνικής ευημερίας, οι οποίες τελούν υπό την εγγύηση του κράτους ( 19 ), ή με άλλους παρόμοιους σκοπούς.

47.

Θα μπορούσε, βεβαίως, να υποστηριχθεί, όπως πράττει η Γερμανική Κυβέρνηση, ότι, με την παροχή στη μητρική εταιρία αγαθών ή υπηρεσιών που της επιτρέπουν να καλύπτει τις δικές της ανάγκες —τούτες δε πράγματι γενικού συμφέροντος— η VLRD εξυπηρετεί επίσης, με έμμεσο τρόπο, το ίδιο συμφέρον με το οποίο είναι επιφορτισμένη η LG.

48.

Η προσέγγιση αυτή του προβλήματος προσκρούει όμως σε ορισμένες δυσχέρειες, τουλάχιστον υπό ένα γενικότερο πρίσμα.

49.

Πράγματι, ενώ, κατά κανόνα, δεν εύκολο να καθοριστεί πότε ορισμένη οικονομική δραστηριότητα έχει ως αντικείμενο την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος (έκφραση αφεαυτής αμφίσημη ή πολύσημη), ακόμη πιο δύσκολο είναι να καθοριστεί έως ποίου σημείου η σύνδεση μιας κατ’ αρχήν ιδιωτικής και εμπορικού χαρακτήρα δραστηριότητας με τις αμιγώς γενικού συμφέροντος δραστηριότητες προσδίδει στην πρώτη τη φύση των δευτέρων. Οι συνέπειες της εξομοιώσεως αυτής δεν είναι αμελητέες: όπως τόνισε η Λιθουανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ένας ιδιωτικός φορέας θα μετατρέπετο, χωρίς ενδεχομένως να το συνειδητοποιεί, σε φορέα παροχής δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος, ως αναγκαίος συνεργάτης αναθέτουσας αρχής.

50.

Ο βαθμός συνάφειας και αλληλεξαρτήσεως του συνόλου των οικονομικών δραστηριοτήτων, δημοσίων και ιδιωτικών, είναι τόσο έντονος στη σύγχρονη οικονομία της αγοράς που θα ήταν δύσκολο να τεθεί φρένο στον επεκτατικό χαρακτήρα της «καλύψεως αναγκών γενικού συμφέροντος», σε περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται οι αναγκαίες, σε ορισμένο βαθμό, ιδιωτικές δραστηριότητες για την κάλυψη των εν λόγω αναγκών. Θα ανέκυπτε, επιπλέον, το ιδιαιτέρως δυσεπίλυτο πρόβλημα του καθορισμού του βαθμού στον οποίον η αναγκαιότητα αυτή θα ασκούσε επιρροή στην κάθε περίπτωση.

51.

Δεδομένων των ανωτέρω, ακόμη και αν γινόταν δεκτό, υποθετικώς, ότι η ασκούμενη από τη VLRD δραστηριότητα είχε ως αντικείμενο την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος, τούτο δεν θα αρκούσε προκειμένου να συναχθεί ότι η VLRD αποτελεί «οργανισμό δημοσίου δικαίου» κατά την έννοια της οδηγίας 2004/18. Ο λόγος είναι ότι δεν αρκεί μόνον η κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος, αλλά πρέπει επίσης αυτές να μην εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα. Σύμφωνα δε με τη νομολογία του Δικαστηρίου, απαραίτητη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό τους ως τέτοιων είναι οι εν λόγω ανάγκες να καλύπτονται υπό συνθήκες ξένες προς τη λογική της αγοράς.

52.

Αυτό που, όπως επιβεβαιώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2003, Korhonen κ.λπ., επιδιώκεται είναι «τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά ή υποψήφιοι κατά τη σύναψη οποιασδήποτε συμβάσεως στην οποία προβαίνουν οι αναθέτουσες αρχές όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου ένας οργανισμός ο οποίος χρηματοδοτείται ή ελέγχεται από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου να καθορίζει τη στάση του βάσει εκτιμήσεων μη οικονομικής φύσεως» ( 20 ).

53.

Βάσει των προκείμενων αυτών, ο φορέας που επιδιώκει να διαχειριστεί τέτοιου είδους ανάγκες (οι οποίες δεν πρέπει να συγχέονται με εκείνες που μπορούν να καλυφθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις) ( 21 ) θα μπορούσε εύκολα να εκτεθεί στον εν λόγω κίνδυνο εφόσον κινείται εκτός συνθηκών αγοράς, ήτοι, εκτός του ελεύθερου ανταγωνισμού. Αντιθέτως, εάν ενεργεί υπό την ανταγωνιστική πίεση άλλων αντιπάλων εταιριών ( 22 ), είναι πιο δύσκολο να εκτεθεί στον κίνδυνο αυτό, καθόσον η υπαγορευόμενη από κίνητρα άλλα των οικονομικών δράση θα είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του, μακροπρόθεσμα, από την αγορά.

54.

Με άλλα λόγια, κρίσιμη σημασία, προς άρση της αμφιβολίας αυτής, δεν έχει τόσο ο δημόσιος χαρακτήρας της ανάγκης που πρέπει να καλυφθεί, όσο οι συνθήκες υπό τις οποίες τούτο επιχειρείται. Κατά την ερμηνεία, επομένως, της εκφράσεως «ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα», πρέπει, κατ’ ανάγκην, να ελεγχθεί υπό ποιους όρους καλύπτονται οι ανάγκες αυτές.

55.

Τούτο ισχύει, επαναλαμβάνω, στον βαθμό που αυτό που προέχει, σύμφωνα με το πνεύμα των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων, είναι η διασφάλιση του ανταγωνισμού στην αγορά και η προάσπισή του έναντι της παραμορφώσεως ή στρεβλώσεώς του από φορείς ξένους προς τη λογική του ελεύθερου εμπορίου. Ως εκ τούτου, το καθοριστικό δεν είναι πλέον εάν η VLRD, καθ’ ό μέρος παρέχει αγαθά και υπηρεσίες στην LG, καλύπτει αφεαυτής μια ανάγκη γενικού συμφέροντος, ή εάν το πράττει κατά τρόπο έμμεσο, αλλά εάν ενεργεί, σε οποιαδήποτε από τις δύο αυτές περιπτώσεις, υπό τις ίδιες συνθήκες με τυχόν ιδιώτες ανταγωνιστές της, ήτοι χωρίς να ενθαρρύνεται να παράσχει αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα στους ημεδαπούς παραγωγούς.

56.

Για τον σκοπό αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, πληθώρα νομικών και πραγματικών στοιχείων, μεταξύ δε αυτών, παραδείγματος χάριν, το Δικαστήριο έχει αναφερθεί στις περιστάσεις υπό τις οποίες ιδρύθηκε η εξεταζόμενη εταιρία ( 23 ) και σε παράγοντες όπως «η μη επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού κατά κύριο λόγο, η μη ανάληψη κινδύνων συνδεομένων με τη δραστηριότητα αυτή, καθώς και η ενδεχομένη δημόσια χρηματοδότηση της οικείας δραστηριότητας» ( 24 ).

57.

Κατά την άποψή μου, μόνον το αιτούν δικαστήριο είναι σε θέση να εκτιμήσει εάν, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων στοιχείων, πραγματικών και νομικών, η VLRD καλύπτει ανάγκη γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτει στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα. Μολονότι από το γράμμα του προδικαστικού ερωτήματος θα μπορούσε να συναχθεί ( 25 ) ότι το Vilniaus apygardos teismas (πρωτοδικείο του Βίλνιους) φαίνεται να εμμένει στην αρχική του θέση, επικυρωθείσα από το εφετείο όχι όμως και από το λιθουανικό Ανώτατο Δικαστήριο, είναι πάντως αληθές ότι η διάταξη περί παραπομπής περιορίζεται να εκθέσει τις αντιπαρατιθέμενες απόψεις των διαδίκων και το σκεπτικό των τριών αποφάσεων που έχουν έως τώρα εκδοθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, χωρίς όμως να περιέχει αυτοτελή ανάλυση όσον αφορά τα «κρίσιμα στοιχεία» ( 26 ) της διαφοράς βάσει των οποίων θα μπορούσε να δοθεί οριστική και ασφαλής απάντηση.

58.

Τούτων δοθέντων, το Δικαστήριο δεν θα χρειαζόταν ίσως παρά να επισημάνει στο αιτούν δικαστήριο ότι πρέπει να επιστήσει την προσοχή του, μεταξύ άλλων παραγόντων, επιπλέον της λειτουργίας της VLRD υπό όρους αγοράς ( 27 ), στην ενδεχόμενη χρηματοδότησή της κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Δημόσιο, στον κερδοσκοπικό της χαρακτήρα και στην ανάληψη των απορρεόντων από τη διαχείρισή της κινδύνων (και των ζημιών), πτυχές επί των οποίων το εν λόγω δικαστήριο δεν έχει παράσχει περαιτέρω ενδείξεις και οι οποίες δεν μπορούν να παραβλεφθούν κατά την εκτίμηση της φύσεως των δραστηριοτήτων της εταιρίας αυτής.

59.

Ωστόσο, από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη δικογραφία και από αυτές που προσκομίστηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση συνάγεται ότι το κύριο μέρος (το 90 % κατά τις επίμαχες περιόδους) της δραστηριότητας της VLRD αναπτύσσεται εντός οικονομικού πλαισίου το οποίο χαρακτηρίζεται από το μονοπώλιο της παροχής σιδηροδρομικού υλικού στην LG, ήτοι, υπό συνθήκες ξένες προς αυτές της αγοράς. Η LG προμηθεύεται σιδηροδρομικό υλικό από τη θυγατρική της χωρίς να προσφεύγει σε μηχανισμούς δημοσίων διαγωνισμών που θα αύξαναν την ανταγωνιστική πίεση επί της VLRD. Η δράση, επομένως, της τελευταίας μπορεί να υπαγορεύεται από κριτήρια άλλα από εκείνα της αγοράς, με τη βεβαιότητα (ή απουσία κινδύνου) ότι δεν θα χρειαστεί να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες προκειμένου να ανταποκριθεί στις παραγγελίες που, ούτως ή άλλως, της εγγυάται η LG.

2.  Επί της καλύψεως αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα στις περιπτώσεις εσωτερικών αναθέσεων (in house)

60.

Εκ των ήδη εκτεθέντων θα μπορούσε να συναχθεί ότι η VLRD δύναται να χαρακτηριστεί ως αναθέτουσα αρχή κατά την προμνησθείσα έννοια. Ωστόσο, η προσέγγιση του υποβληθέντος ερωτήματος είναι επίσης δυνατή και υπό διαφορετικό πρίσμα. Αφήνοντας κατά μέρος, προς ώρας, τη φύση των δραστηριοτήτων της VLRD και της LG, πρέπει να δοθεί προσοχή στη σχέση μεταξύ των δύο αυτών εταιριών προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η πρώτη αποτελεί βοηθητική οντότητα (ή ίδιο μέσο) της δεύτερης, δυνάμενη να περιληφθεί στην καλούμενη «εξαίρεση in house». Επιπλέον προς το πρίσμα της δραστηριότητας προτείνω, επομένως, την εξέταση του προβλήματος από οργανικής απόψεως.

61.

Η απόφαση περί παραπομπής του Vilniaus apygardos teismas (πρωτοδικείου του Βίλνιους) περιλαμβάνει, υπό το πρίσμα αυτό, δύο παραγράφους ιδιαίτερης σημασίας. Η πρώτη είναι η παράγραφος 23, στην οποία επισημαίνεται ότι «ποσοστό περίπου ίσο με το 90 % των εσόδων της θυγατρικής εταιρίας [VLRD] προέρχεται από τη μητρική εταιρία [LG] δυνάμει συναλλαγών μεταξύ αυτών των δύο νομικών προσώπων», εκ του οποίου συνάγεται ότι «οι δραστηριότητες της καθής [VLRD] και της εταιρίας που την ελέγχει [LG] είναι στενά συνδεδεμένες».

62.

Το σημείο αυτό ήταν καθοριστικό για την αναίρεση της εφετειακής αποφάσεως από το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας). Σύμφωνα με την ίδια παράγραφο της αποφάσεως περί παραπομπής, το στοιχείο αυτό αρκούσε προκειμένου να μην «απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας [LitSpecMet] ότι η ίδρυση της VLRD, η οποία συνέβη μετά την αναδιοργάνωση της [LG], στην ουσία δεν δημιούργησε, από ποιοτικής απόψεως, νέες έννομες και οικονομικές σχέσεις μεταξύ διαφορετικών οικονομικών φορέων αλλά ήταν μόνο μια τροποποίηση της οργανωτικής μορφής της δραστηριότητας αυτής της εταιρίας» ( 28 ).

63.

Η δεύτερη κρίσιμη παράγραφος της αποφάσεως περί παραπομπής είναι η παράγραφος 25, στην οποία αναφέρεται ότι η VLRD «κατά την χρονική περίοδο από το 2011 έως το 2014 προέβη κατά μέσο όρο ετησίως σε 15 εσωτερικές συναλλαγές με την [LG]», συναλλαγές που, όπως διευκρινίζει η διάταξη περί παραπομπής,, «κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν χαρακτηρίζονται ως δημόσιες συμβάσεις» ( 29 ).

64.

Οι αναφορές της αποφάσεως περί παραπομπής στο καθεστώς των συμβάσεων in house δεν διέλαθαν της προσοχής των μετεχόντων στη διαδικασία προδικαστικής παραπομπής. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποστήριξε ( 30 ) ότι η VLRD αποτελεί εσωτερικό προμηθευτή της LG και ότι, κατά συνέπεια, οι πραγματοποιούμενες μεταξύ τους συναλλαγές δεν υπόκεινται στις διαδικασίες αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων, αλλά εμπίπτουν στην καλούμενη «εξαίρεση in house» ( 31 ).

65.

Η Λιθουανική Κυβέρνηση επίσης αναφέρθηκε, με τις γραπτές παρατηρήσεις της ( 32 ), στο καθεστώς in house, επικαλούμενη ρητώς το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 ( 33 ). Η δε Γερμανική Κυβέρνηση αναφέρθηκε και αυτή στο εν λόγω καθεστώς με τις προφορικές παρατηρήσεις της.

66.

Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της VLRD, ερωτηθείς σχετικά με τον προορισμό των αγαθών που αποτελούν αντικείμενο του επίμαχου διαγωνισμού, απάντησε ότι αυτά προορίζονταν για την κατασκευή υλικού του οποίου η προμήθεια είχε ανατεθεί στην εν λόγω εταιρία από την LG, στο πλαίσιο των σχέσεών τους in house.

67.

Όπως επανειλημμένως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η εξαίρεση in house «δικαιολογείται με βάση την εκτίμηση ότι μια δημόσια αρχή, η οποία είναι αναθέτουσα αρχή, έχει τη δυνατότητα να εκπληρώνει τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος τα οποία υπέχει με τα δικά της διοικητικά, τεχνικά και λοιπά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να απευθύνεται σε εξωτερικούς φορείς που δεν ανήκουν στις υπηρεσίες της, και ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος είναι φορέας που από νομικής απόψεως είναι διακριτός από την αναθέτουσα αρχή, πλην όμως αυτή ασκεί επ’ αυτού έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών και ο εν λόγω φορέας πραγματοποιεί το ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του με την ή με τις αναθέτουσες αρχές που τον ελέγχουν», με αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις αυτές, να μπορεί να γίνει δεκτό ότι «η αναθέτουσα αρχή χρησιμοποιεί δικά της μέσα» ( 34 ).

68.

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δημιουργία της VLRD ως βοηθητικού οργάνου της LG, παρά το ότι καταλήγει τυπικώς στη σύσταση διαφορετικής οντότητας (πρόκειται, πράγματι, για δύο εταιρίες νομικώς διακριτές μεταξύ τους) φαίνεται να έχει ως αποτέλεσμα, από λειτουργικής απόψεως, τη διατήρηση της προτέρας καταστάσεως. Με αυτήν επιχειρήθηκε, σε τελική ανάλυση, η αναδιοργάνωση των ίδιων δραστηριοτήτων της κρατικής επιχειρήσεως λιθουανικών σιδηροδρόμων ( 35 ).

69.

Η από λειτουργικής απόψεως εξέταση αμφοτέρων των εταιριών προσδίδει στην «εξαίρεση in house» την απώτερη σημασία της ( 36 ). Η αποδοχή της, με τη συνακόλουθη απαλλαγή από την υποχρέωση εφαρμογής των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων, ανταποκρίνεται σε οργανωτική επιλογή των δημοσίων αρχών, οι οποίες αναθέτουν στις βοηθητικές τους οντότητες (όταν ασκούν επ’ αυτών τον ίδιο έλεγχο με αυτόν που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες) συγκεκριμένα καθήκοντα, χωρίς να προσφεύγουν στην αγορά για την παροχή των έργων, υπηρεσιών ή προμηθειών.

70.

Υπό το καθεστώς in house, η αναθέτουσα αρχή δεν συμβάλλεται, από λειτουργικής απόψεως, με διαφορετική οντότητα, αλλά πράττει τούτο, στην πραγματικότητα, με τον εαυτό της, δεδομένης της συνδέσεώς της με την τύποις διακριτή από αυτήν οντότητα. Κατ’ ουσίαν, δεν πρόκειται για σύναψη συμβάσεως, αλλά για απλή εντολή ή ανάθεση, μη δυνάμενη να απορριφθεί από το έτερο «μέρος», ανεξαρτήτως της μορφής που λαμβάνουν.

71.

Η μη ύπαρξη πραγματικής σχέσεως μεταξύ διαφορετικών φορέων αποτελεί τον δικαιολογητικό λόγο για τον οποίον η οικεία αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να υποβληθεί σε διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων εφόσον χρησιμοποιεί ίδια μέσα για την επιτέλεση των καθηκόντων της, ήτοι, εφόσον χρησιμοποιεί επιχειρήσεις που, παρά τη διακριτική νομική προσωπικότητά τους, συγχέονται ουσιαστικώς με αυτήν. Οι διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έχουν νόημα μόνο μεταξύ διαφορετικών και ανεξάρτητων οντοτήτων, καθόσον με αυτές επιδιώκεται, ακριβώς, η εγκαθίδρυση μεταξύ αμφοτέρων των οντοτήτων της αναγκαίας εννόμου (ανταλλακτικής) σχέσεως για τη σύναψη συμβάσεως εξ επαχθούς αιτίας ( 37 ) υπό όρους ισότητας και όχι ιεραρχικής εξαρτήσεως.

72.

Είναι, επομένως, εύλογο –εντός των αυστηρών ορίων που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου– οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ μια αναθέτουσας αρχής και μιας εξαρτώμενης από αυτήν οντότητας, η οποία λειτουργεί ως απλό όργανο στην υπηρεσία της πρώτης και υπόκειται στον ίδιο έλεγχο που η αρχή αυτή ασκεί επί των (λοιπών) υπηρεσιών της, να εκφεύγουν των τυπικών διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων οι οποίες διέπονται από τις οδηγίες. Ούτε άλλωστε θα ήταν συνεπές να τραπεί η διαδικασία αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων σε ζήτημα εσωτερικής οργανώσεως της λειτουργίας της οντότητας, εφαρμόζοντας τη διαδικασία αυτή στις περιπτώσεις στις οποίες αυτή αποφασίζει να καταφύγει αποκλειστικώς σε ίδια μέσα.

73.

Εκκινώντας, λοιπόν, από την αρχή της ουσιαστικής ταυτίσεως επί της οποίας εδράζεται η εξαίρεση in house, φρονώ ότι, εάν η εξαίρεση αυτή μπορεί να έχει εφαρμογή στις μεταξύ της LG και της VLRD συναλλαγές, υπό τους όρους που εκτίθενται στη διάταξη περί παραπομπής, τούτο οφείλεται στο ότι αμφότερες οι εταιρίες πληρούν τα προμνησθέντα νομολογιακά κριτήρια (αποκρυσταλλωμένα πλέον στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24), κάτι που, σε τελική ανάλυση, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποσαφηνίσει.

74.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η VLRD αποτελεί εσωτερικό προμηθευτή της LG δεν τη μετατρέπει, εξ αυτού και μόνον του λόγου, σε αναθέτουσα αρχή, καίτοι δεν προβάλλει επαρκείς λόγους προς στήριξη της απόψεως αυτής ( 38 ). Θα μπορούσε, πράγματι, να γίνει δεκτό, γενικώς, ότι οι εξαρτώμενες in house οντότητες έχουν την ιδιότητα των «οργανισμών δημοσίου δικαίου», κατά την έννοια των οδηγιών 2004/18 και 2004/17, μόνον εφόσον πληρούν per se τις προαναφερθείσες τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις.

75.

Η διαπίστωση αυτή πρέπει όμως ευθύς αμέσως να αμβλυνθεί, με διαχωρισμό των «επουσιωδών» δραστηριοτήτων των βοηθητικών οντοτήτων από τις «ουσιώδεις», οι οποίες δικαιολογούν την εξαίρεση in house. Όσον αφορά τις πρώτες ( 39 ), φρονώ ότι η θέση της Επιτροπής μπορεί κάλλιστα να γίνει δεκτή, καθόσον ως προς αυτές η επιχείρηση ενεργεί εντός της αγοράς και μπορεί να ανταγωνίζεται, επί ίσοις όροις, τους υπόλοιπους αντίπαλους οικονομικούς φορείς.

76.

Τούτο δεν ισχύει, κατά την άποψή μου, σε σχέση με τα «ουσιώδη» καθήκοντα της εξαρτώμενης επιχειρήσεως, τα οποία της έχει εμπιστευθεί ή αναθέσει η αναθέτουσα αρχή σε καθεστώς in house. Εάν, προκειμένου να τα φέρει εις πέρας, η εν λόγω επιχείρηση (εν προκειμένω, η VLRD) οφείλει να αποκτήσει, με τη σειρά της, αγαθά, υπηρεσίες ή προμήθειες από τρίτους, έναντι ποσού που υπερβαίνει το προβλεπόμενο για τις εναρμονισμένες διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, οι οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων έχουν εφαρμογή.

77.

Τυχόν άλλη ερμηνεία θα επαγόταν, πέραν της ασυνέπειας, το ενδεχόμενο καταστρατηγήσεως του νόμου. Πρώτον, διότι δεν θα ήταν συνεπής με τη μεταξύ αμφοτέρων των οντοτήτων ουσιαστική ταυτότητα η οποία πρέπει να διαπιστώνεται προκειμένου να τύχουν απαλλαγής από τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων στο πλαίσιο των μεταξύ τους σχέσεων. Δεύτερον, διότι θα επέτρεπε την εύκολη αποφυγή της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

78.

Η σχέση μεταξύ της LG και της VLRD επιτρέπει ήδη, αφεαυτής, μια εξαίρεση από την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης όσον αφορά τις εσωτερικές τους συναλλαγές, οι οποίες λογίζονται ως μη συμβατικές. Εάν, επιπλέον, η VLRD απαλλασσόταν από την υποχρέωση να υποβάλει στους ως άνω κανόνες τις, τύποις εξωτερικές, συναλλαγές της με τρίτους, οι οποίες, όμως, αποτελούν, στην πραγματικότητα, μέρος του κύκλου εργασιών του δίπολου LG/VLRD, η εξαίρεση in house θα μπορούσε να προσλάβει ασύλληπτες διαστάσεις.

79.

Με άλλα λόγια, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί βοηθητικές οντότητες, εντός των προεκτεθέντων πλαισίων, προκειμένου να τους αναθέτει συγκεκριμένα καθήκοντα τα οποία θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να αποτελούν αντικείμενο διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, αλλά απαλλάσσονται από τη σχετική υποχρέωση. Η ως άνω εξαίρεση αυτή καθεαυτή δεν αμφισβητείται από νομικής απόψεως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου (και, πλέον, του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24). Πλην όμως, όταν τα βοηθητικά μέσα στερούνται, από πλευράς τους, των αναγκαίων πόρων προκειμένου να φέρουν εις πέρας, per se, τα καθήκοντα που τους έχει αναθέσει η αναθέτουσα αρχή και υποχρεούνται να απευθυνθούν σε τρίτους για την επίτευξή τους, οι δικαιολογητικοί λόγοι της εξαιρέσεως in house χάνουν το έρεισμά τους και αυτό που, στην πραγματικότητα, αποκαλύπτεται είναι μια καλυπτόμενη δημόσια (υπ)εργολαβία, στο πλαίσιο της οποίας η αναθέτουσα αρχή αποκτά, μέσω ενδιάμεσου προσώπου (της βοηθητικής οντότητας), τα αγαθά και τις υπηρεσίες τρίτων, χωρίς να τηρεί τις οδηγίες που έπρεπε να διέπουν τη σύναψή της.

80.

Τούτο θα μπορούσε να συμβαίνει εν προκειμένω. Συναλλαγές της LG που, αν δεν υφίστατο η VLRD, θα έπρεπε κατ’ ανάγκην να συμμορφώνονται προς τη νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων (εάν η κρατική εταιρία τις είχε πραγματοποιήσει απευθείας), θα μπορούσαν να εκφύγουν του καθεστώτος αυτού με το επιχείρημα ότι είναι καταλογιστέες σε άλλη εταιρία, αν και τόσο συνδεδεμένη από ουσιαστικής απόψεως με την πρώτη ώστε αμφότερες οι εταιρίες να μπορούν να τύχουν, για τις μεταξύ τους συναλλαγές, της εξαιρέσεως in house ( 40 ).

81.

Κατά τη γνώμη μου, εάν η σύνδεση μεταξύ της LG και της VLRD έχει τέτοιο χαρακτήρα ώστε να δικαιολογείται η εξαίρεση in house όσον αφορά τις μεταξύ των δύο εταιριών αυτών συναλλαγές, οι συναλλαγές με τρίτους οι οποίες είναι αναγκαίες για την επιτέλεση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί από την LG στη VLRD δεν μπορούν να εκφύγουν της εφαρμογής των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων (εφόσον υπερβαίνουν το αντίστοιχο ποσοτικό όριο). Ειδάλλως, η απλή αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων της LG, συνιστάμενη στη δημιουργία της VLRD, θα αρκούσε προκειμένου η LG να μπορεί να αποφεύγει τις συνέπειες που απορρέουν εκ της ιδιότητάς της ως αναθέτουσας αρχής.

82.

Ως εκ τούτου, φρονώ ότι δεν αναγκαίο να καθοριστεί εάν η VLRD αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου λόγω του ότι καλύπτει αφεαυτής ανάγκες απτόμενες ενός γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτει στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα, καθόσον πρέπει να συναχθεί ότι πράττει τούτο στον βαθμό κατά τον οποίον συνθέτει λειτουργικώς ένα σύνολο με άλλη εταιρία (LG) η οποία καλύπτει αυτού του είδους τις ανάγκες και για την οποία ενεργεί στο πλαίσιο του καθεστώτος in house.

83.

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη οδηγία προς την οποία όφειλαν να συμμορφώνονται οι συναπτόμενες από τη VLRD συμβάσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι «εμπίπτουν στην οδηγία 2004/17 οι συμβάσεις που συνάπτονται στον τομέα μίας εκ των δραστηριοτήτων που αναφέρονται ρητώς στα άρθρα 3 έως 7 της εν λόγω οδηγίας καθώς και οι συμβάσεις οι οποίες, ακόμη και αν είναι διαφορετικής φύσεως και θα μπορούσαν επομένως, ως τέτοιες, να εμπίπτουν κανονικώς στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18, εξυπηρετούν την άσκηση των δραστηριοτήτων που ορίζονται με την οδηγία 2004/17» ( 41 ). Απόκειται, επομένως, στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο δεν έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου την αμφιβολία αυτή, να καθορίσει ποια οδηγία έχει εφαρμογή, σε συνάρτηση με το αντικείμενο της επίμαχης στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης συμβάσεως.

84.

Εν συνόψει, προτείνω ως απάντηση στο πρώτο ερώτημα του Vilniaus apygardos teismas (πρωτοδικείου του Βίλνιους) ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/17 και το άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/18 έχουν την έννοια ότι εταιρία, της οποίας η ουσιαστική και λειτουργική σύνδεση με αναθέτουσα αρχή δικαιολογεί την εξαίρεση in house για τις μεταξύ τους συναλλαγές, υπόκειται στις εν λόγω οδηγίες οσάκις συνάπτει με τρίτους συμβάσεις έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών, προκειμένου να επιτελέσει το καθήκον που της έχει εμπιστευτεί η αναθέτουσα αρχή.

Γ. Δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

85.

Για την περίπτωση που το Δικαστήριο δώσει, όπως προτείνω, καταφατική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα, το Vilniaus apygardos teismas (πρωτοδικείο του Βίλνιους) ζητεί να πληροφορηθεί εάν μια εταιρία, όπως η VLRD, χάνει την ιδιότητά της ως αναθέτουσας αρχής οσάκις η αξία των υπηρεσιών που παρέχει στην LG μέσω εσωτερικών συναλλαγών μειώνεται έως του σημείου να αντιπροσωπεύει λιγότερο από 90% ή να μη συνιστά το κύριο μέρος του συνολικού κύκλου εργασιών της δραστηριότητάς της.

86.

Το ερώτημα είναι αμιγώς υποθετικό (και, στον ίδιο αυτό βαθμό, απαράδεκτο), καθόσον στη διαφορά της κύριας δίκης δεν κρίνεται μια μελλοντική κατάσταση, αλλά εκείνη που υφίστατο κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η VLRD δημοσίευσε την προκήρυξη διαγωνισμού για την προμήθεια ράβδων σιδηρούχων μετάλλων (2013). Πράγματι, η κύρια διαδικασία αφορά μόνον την ακύρωση της διαγωνιστικής αυτής διαδικασίας, η οποία έχει προσβληθεί από τη LitSpecMet.

87.

Το χρονικό σημείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την επίλυση της διαφοράς είναι, όπως συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το αρχικό. Κατ’ αυτήν, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει οι κοινοτικοί κανόνες να είναι σαφείς και η εφαρμογή τους να μπορεί να προβλεφθεί από το σύνολο αυτών που αφορά ( 42 ), απαίτηση από την οποία προκύπτει, όπως συμβαίνει με τις επιταγές περί προστασίας των συμφερόντων των προσφερόντων, ότι οργανισμός ο οποίος, κατά την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, αποτελεί αναθέτουσα αρχή εξακολουθεί να υπόκειται στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων μέχρι την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας ( 43 ).

88.

Όπως προανέφερα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων είχαν εφαρμογή στη VLRD, κρίσιμο είναι ότι ο εν λόγω διαγωνισμός του 2013 είχε ως αντικείμενο αγαθά παρεχόμενα από τρίτους, με τα οποία η VLRD επιτελούσε το καθήκον που της είχε αναθέσει η LG στο πλαίσιο των σχέσεών τους in house.

89.

Όπως είναι λογικό, εάν, μετά από ορισμένα έτη, η προϋπόθεση αυτή παύσει να πληρούται και, είτε λόγω του γεγονότος που επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο (το «ουσιώδες» μέρος της δραστηριότητας της VLRD δεν πραγματοποιείται πλέον στην υπηρεσία της LG) ( 44 ), είτε για άλλον παρόμοιο λόγο, η VLRD απολέσει την ιδιότητά της ως βοηθητικής οντότητας της LG, ώστε να δραστηριοποιείται στην ελεύθερη αγορά, οι νέες περιστάσεις θα πρέπει να σταθμιστούν και να εκδοθεί απόφαση βάσει αυτών.

90.

Σε αυτό το ενδεχόμενο μέλλον, εφαρμοστέα θα ήταν πλέον η οδηγία 2014/24, βάσει των κριτηρίων και των απαιτήσεων της οποίας θα έπρεπε να κριθεί εάν η VLRD θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, ακόμη και τότε, ως αναθέτουσα αρχή.

VI. Πρόταση

91.

Βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Vilniaus apygardos teismas (πρωτοδικείο του Βίλνιους, Λιθουανία) ως εξής:

«Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, και το άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι:

α)

εταιρία, της οποίας η ουσιαστική και λειτουργική σύνδεση με αναθέτουσα αρχή δικαιολογεί την εξαίρεση in house για τις μεταξύ τους συναλλαγές, υπόκειται στις εν λόγω οδηγίες οσάκις συνάπτει με τρίτους συμβάσεις έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών, προκειμένου να επιτελέσει το καθήκον που της έχει εμπιστευτεί η αναθέτουσα αρχή και

β)

εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω εταιρία πρέπει να χαρακτηριστεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου όταν διαθέτει νομική προσωπικότητα και υπόκειται στον έλεγχο αναθέτουσας αρχής, αναπτύσσει δε το ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς της για την παροχή, χωρίς την πίεση τυχόν ανταγωνιστών και υπό συνθήκες ξένες προς την αγορά, σιδηροδρομικού υλικού στην ως άνω αναθέτουσα αρχή, προκειμένου η τελευταία να παράσχει την υπηρεσία μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων με την οποία είναι επιφορτισμένη.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1).

( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114).

( 4 ) UAB Vilniaius lokomotyvų remonto depas (στο εξής: VLRD).

( 5 ) AB Lietuvos Geležinkeliai (στο εξής: LG).

( 6 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1993, L 199, σ. 84).

( 7 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18 (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65).

( 8 ) Υπόθεση C-393/06, EU:C:2008:213.

( 9 ) Υπόθεση C-44/96, EU:C:1998:4.

( 10 ) Υπόθεση C-283/00, EU:C:2000:544.

( 11 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Ing. Aigner (C-393/06, EU:C:2008:213, σκέψη 35).

( 12 ) Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Azienda sanitaria locale n. 5 Spezzino κ.λπ. (C-113/13, EU:C:2014:2440, σκέψη 43).

( 13 ) Τούτο επισημαίνει η Λιθουανική Κυβέρνηση στο σημείο 7, in fine, των γραπτών παρατηρήσεών της, αναφέροντας ότι από τη δικογραφία που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο δεν συνάγεται με σαφήνεια εάν αυτό προέβη σε στάθμιση των «κρίσιμων στοιχείων» τα οποία του είχε υποδείξει το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο Λιθουανίας) αναπέμποντας σε αυτό την υπόθεση για εκ νέου εκδίκασή της.

( 14 ) Μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, IVD (C-526/11, EU:C:2013:543, σκέψη 19).

( 15 ) Η LG μνημονεύεται ως αναθέτουσα αρχή στο παράρτημα IV (Αναθέτοντες φορείς στον τομέα των μεταφορών με σιδηρόδρομο) της αποφάσεως 2008/963/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2008, περί τροποποίησης των παραρτημάτων των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων, όσον αφορά τους καταλόγους αναθετόντων φορέων και αναθετουσών αρχών που περιέχονται σε αυτά (ΕΕ 2008, L 349, σ. 1). Στο ίδιο παράρτημα περιλαμβάνονται, χωρίς να αναφέρονται ονομαστικώς, «άλλοι φορείς σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 70 (1, 2) του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων της Δημοκρατίας της Λιθουανίας (Žin. [Επίσημη Εφημερίδα] αριθ. 84-2000, 1996· αριθ. 4-102, 2006) και δραστηριοποιούνται στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών σύμφωνα με τον κώδικα σιδηροδρομικών μεταφορών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας (Žin. αριθ. 72-2489, 2004)».

( 16 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας (ΕΕ 2001, L 75, σ. 34).

( 17 ) Γραπτές παρατηρήσεις της LitSpecMet, σημείο 33.

( 18 ) Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998, Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. (C-44/96, EU:C:1998:4, σκέψη 24).

( 19 ) Ο κατάλογος των αναγκών αυτού του είδους είναι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδιαιτέρως εκτεταμένος. Καταλαμβάνει, παραδείγματος χάριν, από τη θέρμανση με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον (απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Ing. Aigner, C-393/06, EU:C:2008:213, σκέψη 39) έως την παροχή κινήτρων για την εγκατάσταση ιδιωτικών επιχειρήσεων σε συγκεκριμένη περιοχή (απόφαση της 22ας Μαΐου 2003, Korhonen κ.λπ., C‑18/01, EU:C:2003:300, σκέψη 48).

( 20 ) Υπόθεση C-18/01 (EU:C:2003:300, σκέψη 52), με παράθεση, ιδίως, των αποφάσεων της 3ης Οκτωβρίου 2000, University of Cambridge (C-380/98 EU:C:2000:529, σκέψη 17), της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Universale-Bau κ.λπ. (C-470/99 EU:C:2002:746, σκέψη 52), και της 27ης Φεβρουαρίου 2003, Adolf Truley (C-373/00 EU:C:2003:110, σκέψη 4). Στο ίδιο πνεύμα, βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Bayerischer Rundfunk κ.λπ. (C-337/06, EU:C:2007:786, σκέψη 36).

( 21 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Ing. Aigner (C-393/06, EU:C:2008:213, σκέψη 40).

( 22 ) Κατά την απόφαση της 22ας Μαΐου 2003, Korhonen κ.λπ. (C-18/01 EU:C:2003:300, σκέψη 49), «η ύπαρξη ενός τέτοιου ανταγωνισμού μπορεί […] να συνιστά ένδειξη ότι πρόκειται για ανάγκη γενικού συμφέροντος έχουσα βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα».

( 23 ) Βλ., αντί πολλών, απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-283/00, EU:C:2003:544, σκέψη 81).

( 24 ) Εκ νέου, βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2003, Korhonen κ.λπ. (C-18/01, EU:C:2003:300, σκέψη 59).

( 25 ) Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει στη δεύτερη παύλα του ερωτήματός του ότι η VLRD «ασκεί ανεξάρτητη επιχειρηματική δραστηριότητα, καθορίζει την επιχειρηματική της στρατηγική, λαμβάνει αποφάσεις ως προς τους όρους δραστηριότητάς της […] συμμετέχει σε μια ανταγωνιστική αγορά σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκτός της αγοράς της Ένωσης […] και συμμετέχει σε δημόσιους διαγωνισμούς οι οποίοι συνδέονται με την εν λόγω δραστηριότητα επιδιώκοντας να εξασφαλίσει παραγγελίες από τρίτους (και όχι τη μητρική εταιρία)». Η υπογράμμιση δική μου.

( 26 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, τις προμνησθείσες στην υποσημείωση 13 παρατηρήσεις της Λιθουανικής Κυβερνήσεως.

( 27 ) Στο εδάφιο 24 της περιλαμβανόμενης στην απόφαση περί παραπομπής περιγραφής των «διαπιστωθέντων πραγματικών και δικονομικών δεδομένων» αναφέρεται ότι «οι εσωτερικές σχέσεις μεταξύ της LG και της VLRD δεν αποδεικνύουν απλώς τους στενούς […] οικονομικούς δεσμούς μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων αλλά ενδεχομένως και ότι, επί της ουσίας, η VLRD δεν λειτουργεί υπό όρους ελεύθερης αγοράς» (η υπογράμμιση δική μου).

( 28 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 29 ) Στην απόφαση περί παραπομπής παρατίθενται εν συνεχεία διάφορες αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες είχε εφαρμοστεί η εξαίρεση in house: αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 1999, Teckal (C-107/98, EU:C:1999:562), και της 11ης Ιανουαρίου 2005, Stadt Halle και RPL Lochau (C-26/03, EU:C:2005:5).

( 30 ) Σημεία 21 και 22 των γραπτών παρατηρήσεών της.

( 31 ) Τούτο επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που παρέχουν οι Kanapinskas, V., Plytnikas, Z., και Tvaronavičienė, A., «In-house procurement exception: Threat for sustainable procedure of public procurement?», σε Journal of Security and Sustainability Issues [(http://dx.doi.org/10.9770/jssi.2014.4.2(4)], εκ των οποίων προκύπτει ότι, το 2011, η VLRD είχε εξασφαλίσει το 39,2 % του συνόλου των ανατεθεισών από την LG συμβάσεων υπό καθεστώς in house, ποσοστό που, το 2013, είχε ανέλθει στο 74 %.

( 32 ) Σημεία 31 έως 36.

( 33 ) Η οδηγία 2014/24, ιδίως, το άρθρο της 12, παράγραφος 1, το οποίο διαπνέεται από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου (από την οποία όμως παρεκκλίνει σε ορισμένα σημαντικά σημεία), δεν έχει κατά χρόνον εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

( 34 ) Απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, Datenlotsen Informationssysteme (C-15/13, EU:C:2014:303, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Προσφάτως, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Undis Servizi (C-553/15, EU:C:2016:935, σκέψη 30).

( 35 ) Σύμφωνα με το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, με τη δημιουργία της VLRD επιχειρήθηκε η αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων της LG (σημείο 26 της αποφάσεως περί παραπομπής).

( 36 ) Γενικώς, βλ. Sánchez Graells, A., Public procurement and the competition rules, 2η έκδ., Hart, Oxford, 2015, σ. 265 έως 272.

( 37 ) Η επαχθής αιτία, ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των συμβάσεων που διέπονται από την οδηγία 2004/18, έχει επισημανθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Σεπτέμβριου 2016, Politanò (C-225/15 EU:C:2016:645, σκέψεις 29 έως 31).

( 38 ) Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 23.

( 39 ) Το Δικαστήριο υπενθύμισε με την απόφαση της 11ης Μαΐου 2006, Cabotermo και Consorzio Alisei (C-340/04, EU:C:2006:308), αυτό που είχε ήδη εκθέσει με την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1999, Teckal (C-107/98, EU:C:1999:562), ήτοι, ότι η τελούσα υπό εξάρτηση οντότητα οφείλει κατ’ ανάγκην να πραγματοποιεί «το κύριο μέρος της δραστηριότητάς [της] σε συνεργασία με τον/τους οργανισμό/ούς από τον/τους οποίο/ους ελέγχεται» (σκέψη 59), διαπιστώνοντας ότι η δραστηριότητα αυτή πρέπει να «αφορά κυρίως τον οικείο οργανισμό και κάθε άλλη ενέργειά της να έχει επουσιώδη χαρακτήρα» (σκέψη 63, η υπογράμμιση δική μου). Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 έχει θέσει τα όρια (μαχητά) μεταξύ «ουσιώδους» και «επουσιώδους» στο 80 % και 20 %, αντιστοίχως.

( 40 ) Όσον αφορά τους κινδύνους των υπεργολαβιών στο πλαίσιο του καθεστώτος in house, ως μέσων αποφυγής των εγγυήσεων του ελεύθερου ανταγωνισμού, βλ. έκθεση της ισπανικής Εθνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού Los medios propios propios y las encomiendas de gestión: implicaciones de su uso desde la óptica de la promoción de la competencia, σ. 30 έως 57 (https://www.cnmc.es/Portals/0/Ficheros/Promocion/Informes_y_Estudios_Sectoriales/2013/2014_MediosPropios_Inf_sectorial.PDF).

( 41 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Ing. Aigner (C-393/06, EU:C:2008:213, σκέψη 57).

( 42 ) Βλ., αντί πολλών, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998, Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. (C-44/96, EU:C:1998:4, σκέψη 34).

( 43 ) Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, University of Cambridge (C-380/98, EU:C:2000:529, σκέψη 43).

( 44 ) Το αληθές, ωστόσο, είναι ότι, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στοιχεία, το 85 % των προμηθειών της VLRD εξακολουθούσαν να έχουν, κατά το 2016, ως αποδέκτη την LG και τα δύο τρίτα αυτών ήταν υπό καθεστώς in house.