ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 13ης Μαρτίου 2014 ( *1 )

«Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Πανεπιστήμια — Συνεργαζόμενοι καθηγητές — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Ρήτρα 5, σημείο 1 — Μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ορισμένου χρόνου — Έννοια των “αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν τις συμβάσεις αυτές” — Ρήτρα 3 — Έννοια της “συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου” — Κυρώσεις — Δικαίωμα αποζημιώσεως — Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου»

Στην υπόθεση C‑190/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Social no 3 de Barcelona (Ισπανία) με απόφαση της 4ης Απριλίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Απριλίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Antonio Márquez Samohano

κατά

Universitat Pompeu Fabra,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. G. Fernlund, πρόεδρο τμήματος, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

το Universitat Pompeu Fabra, εκπροσωπούμενο από τον E. Arranz Serrano, abogado,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. García-Valdecasas Dorrego,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Lozano Palacios και τον D. Martin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των ρητρών 2 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο), και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Márquez Samohano και του εργοδότη του, Universitat Pompeu Fabra (στο εξής: UPF), όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας που τον συνέδεαν με αυτό.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Από την αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70, που στηρίζεται στο άρθρο 139, παράγραφος 2, ΕΚ, προκύπτει ότι, με τη σύναψη της συμφωνίας-πλαισίου, τα υπογράφοντα μέρη επιδίωξαν να βελτιώσουν την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο για την αποτροπή των καταχρήσεων που προκύπτουν από τη σύναψη διαδοχικών σχέσεων εργασίας ή συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

4

Η οδηγία 1999/70 αποσκοπεί, κατά το άρθρο της 1, «στην υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου […], που εμφαίνεται στο παράρτημα και η οποία συνήφθη […] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP)».

5

Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου ορίζουν τα εξής:

«Τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι, η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Αναγνωρίζουν επίσης ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων.

Η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων. Η συμφωνία αυτή αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις, καθώς και για τη χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε μια βάση αποδοχής από τους εργοδότες και τους εργαζομένους.»

6

Τα σημεία 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας‑πλαισίου έχουν ως ακολούθως:

«8.

εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς, επαγγέλματα και δραστηριότητες που μπορεί να εξυπηρετεί και τους εργοδότες και τους εργαζομένους·

[...]

10.

εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος, και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχιακής φύσης.»

7

Βάσει της ρήτρας 1 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Σκοπός», ο σκοπός της εν λόγω συμφωνίας είναι, αφενός, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της [απαγορεύσεως των διακρίσεων] και, αφετέρου, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.

8

Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει, στο σημείο 1, ότι η εν λόγω συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου οι οποίοι έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.

9

Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που τιτλοφορείται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας:

1.

ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

2.

ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»

10

Στο σημείο 1 της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπονται τα εξής:

«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

11

Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία τιτλοφορείται «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», προβλέπει:

«1.

Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)

τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)

τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.

Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)

θεωρούνται “διαδοχικές”·

β)

χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

Το ισπανικό δίκαιο

Η εφαρμοστέα στα Πανεπιστήμια νομοθεσία

12

Το άρθρο 48 του οργανικού νόμου 6/2001 περί Πανεπιστημίων (Ley Orgánica 6/2001 de Universidades), της 21ης Δεκεμβρίου 2001 (BOE αριθ. 307, της 24ης Δεκεμβρίου 2001, σ. 49400), όπως έχει τροποποιηθεί από τον οργανικό νόμο 7/2007, της 12ης Απριλίου 2007 (BOE αριθ. 89 της 13ης Απριλίου 2007, στο εξής: νόμος 6/2001), προβλέπει:

«1.   Τα Πανεπιστήμια δύνανται να προσλάβουν διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, βάσει των ιδιαιτέρων κατηγοριών συμβασιούχων που απασχολούνται σε αυτά, οι οποίες καθορίζονται από τον παρόντα νόμο, ή βάσει των κανόνων που προβλέπονται στον Εργατικό Κώδικα [(Estatuto de los Trabajadores)] όσον αφορά την αναπλήρωση εργαζομένων οι οποίοι έχουν δικαίωμα στη διατήρηση της θέσεως εργασίας τους. Δύνανται επίσης να προσλαμβάνουν ερευνητικό, τεχνικό ή άλλο προσωπικό με σύμβαση εργασίας η οποία έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση ορισμένου έργου ή την παροχή ορισμένης υπηρεσίας, με σκοπό την υλοποίηση σχεδίων επιστημονικής ή τεχνικής έρευνας.

Ομοίως, τα πανεπιστήμια δύνανται να απονέμουν τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα νόμο.

2.   Οι ειδικές λεπτομέρειες της πρόσληψης με σύμβαση στον πανεπιστημιακό τομέα αφορούν τις βαθμίδες του βοηθού, του λέκτορα ορισμένου χρόνου, του λέκτορα αορίστου χρόνου, του συνεργαζόμενου καθηγητή και του επισκέπτη καθηγητή.

Το καθεστώς που διέπει τις ανωτέρω λεπτομέρειες πρόσληψης με σύμβαση είναι το καθοριζόμενο από τον παρόντα νόμο και από τις διατάξεις εφαρμογής του· συμπληρωματικώς, έχουν εφαρμογή τα προβλεπόμενα στο αναθεωρημένο κείμενο του νόμου για τον Εργατικό Κώδικα [(Ley del Estatuto de los Trabajadores)], που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1995, της 24ης Μαρτίου 1995 [(BOE αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654)], και στις διατάξεις εφαρμογής του.

[...]»

13

Κατά το άρθρο 53 του νόμου 6/2001, με τίτλο «Συνεργαζόμενοι διδάσκοντες»:

«Η πρόσληψη διδασκόντων και συνεργαζόμενων διδασκόντων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

α)

μπορούν να προσληφθούν ειδικοί αναγνωρισμένου κύρους που πιστοποιούν ότι ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας·

β)

η πρόσληψη έχει ως σκοπό την κάλυψη διδακτικών καθηκόντων για τα οποία οι εν λόγω διδάσκοντες συνεισφέρουν στο πανεπιστήμιο τις γνώσεις και την επαγγελματική τους πείρα·

γ)

η πρόσληψη είναι ορισμένου χρόνου και υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης·

δ)

η διάρκεια της πρόσληψης είναι τριών μηνών, έξι μηνών ή ενός έτους και μπορεί να ανανεωθεί για περιόδους ίσης διάρκειας, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ότι η επαγγελματική δραστηριότητα ασκείται εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας.»

14

Το άρθρο 20 του βασιλικού διατάγματος 898/1985, περί του καθεστώτος των καθηγητών Πανεπιστημίου (Real Decreto 898/1985 sobre el régimen del profesorado universitario), της 30ής Απριλίου 1985 (BOE αριθ. 146, της 19ης Ιουνίου 1985, σ. 18927), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει:

«Άρθρο 20. Συνεργαζόμενοι διδάσκοντες

1.   Τα πανεπιστήμια μπορούν να προσλάβουν προσωρινά, με πλήρη ή μερική απασχόληση, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι οργανισμοί τους και τηρουμένων των προβλέψεων του προϋπολογισμού, συνεργαζόμενους διδάσκοντες επιλέγοντάς τους από ειδικούς αναγνωρισμένου κύρους που ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας.

2.   Για τους σκοπούς της προηγούμενης παραγράφου, ως κανονική άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας νοείται η άσκηση, εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας, οποιασδήποτε αμειβόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας, την οποία έχει το δικαίωμα να ασκεί ο ενδιαφερόμενος βάσει του πτυχίου που κατέχει, για ελάχιστη περίοδο τριών ετών κατά την πενταετία πριν από την πρόσληψή του από το Πανεπιστήμιο ως συνεργαζόμενου διδάσκοντα.

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται ενδεχομένως από τους οργανισμούς τους, τα πανεπιστήμια μπορούν να προσλαμβάνουν πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους.

[...]

9.   Οι οργανισμοί των πανεπιστημίων καθορίζουν τη μέγιστη διάρκεια των συμβάσεων αυτών, τον ανανεώσιμο ή μη χαρακτήρα τους, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν ενδεχομένως να γίνουν διαδοχικές ανανεώσεις, καθώς και τον μέγιστο αριθμό ανανεώσεων.

[...]

10.   H συμπλήρωση της χρονικής διάρκειας που αναφέρεται στη σύμβαση συνεπάγεται την αυτόματη λήξη της χωρίς να χρειάζεται προηγούμενη καταγγελία, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν προηγουμένως συμφωνήσει την ανανέωση της συμβάσεως για το επιτρεπόμενο από τον Οργανισμό του Πανεπιστημίου χρονικό διάστημα ή για μικρότερο χρονικό διάστημα.

11.   Η λήξη της συμβάσεως των συνεργαζόμενων διδασκόντων που επέρχεται κατά την εκπνοή της συμφωνηθείσας διάρκειας δεν παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως, εκτός αν αυτό προβλέπεται από τον Οργανισμό του Πανεπιστημίου.

[...]

15.   Οι συμβάσεις των συνεργαζόμενων διδασκόντων λήγουν όχι μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου, αλλά και όταν ο προσληφθείς συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης, καθώς και για κάθε άλλο μη συνιστώντα κατάχρηση δικαιώματος λόγο που προβλέπει ενδεχομένως ο Οργανισμός του Πανεπιστημίου.»

15

Ο νόμος 1/2003 περί των Πανεπιστημίων της Καταλωνίας (Ley 1/2003 de Universidades de Cataluña), της 19ης Φεβρουαρίου 2003 (BOE αριθ. 60, της 11ης Μαρτίου 2003, σ. 9404), προβλέπει:

«Άρθρο 43. Σύνθεση:

1.   Το σώμα των διδασκόντων του Πανεπιστημίου αποτελείται από το διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου και από το προσωπικό που συμβλήθηκε ως αορίστου ή ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με τις κατηγορίες που προβλέπονται στον παρόντα νόμο.

2.   Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, τα Πανεπιστήμια πρέπει να διασφαλίζουν την ταυτότητα των δικαιωμάτων μεταξύ του προσωπικού που απασχολείται με σύμβαση αορίστου χρόνου και του πανεπιστημιακού διδακτικού προσωπικού, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της βασικής νομοθεσίας του κράτους.

Άρθρο 44. Οι απασχολούμενοι διδάσκοντες

1.   Οι διδάσκοντες που απασχολούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου είναι οι καθηγητές, οι αναπληρωτές καθηγητές και οι επίκουροι καθηγητές.

2.   Στην κατηγορία του απασχολούμενου με σύμβαση ορισμένου χρόνου διδακτικού προσωπικού υπάγονται οι λέκτορες, οι επίκουροι καθηγητές, οι συνεργαζόμενοι καθηγητές, οι επισκέπτες καθηγητές και οι ομότιμοι καθηγητές.

[...]

Άρθρο 50. Οι συνεργαζόμενοι διδάσκοντες

Οι συνεργαζόμενοι διδάσκοντες προσλαμβάνονται υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, επιλεγόμενοι από ειδικούς αναγνωρισμένου κύρους που πιστοποιούν ότι ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας, για να ασκήσουν καθήκοντα διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο. Δεν υπόκεινται σε κανέναν περιορισμό όσον αφορά τη διδασκαλία στον τομέα της αρμοδιότητάς τους.»

16

Ο Οργανισμός του Universitat Pompeu Fabra, ο οποίος εγκρίθηκε με το διάταγμα 209/2003, της 9ης Σεπτεμβρίου 2003 (BOE αριθ. 266, της 6ης Νοεμβρίου 2003, σ. 39397), και τροποποιήθηκε με τη συμφωνία GOV/203/2010, της 9ης Νοεμβρίου 2010, ορίζει:

«Τίτλος 6. Διδακτικό προσωπικό

[…]

Κεφάλαιο 2. Σώμα διδασκόντων

Άρθρο 93. Νομικό πλαίσιο

93.1.   Το σώμα διδασκόντων του [UPF] διέπεται από τον νόμο [6/2001] και από τις διατάξεις εφαρμογής του, από όλες τις διατάξεις της Generalitat της Καταλωνίας, από τον γενικό νόμο για τους δημοσίους υπαλλήλους, από τον παρόντα Οργανισμό και από τις διατάξεις εφαρμογής του.

93.2.   Οι απασχολούμενοι διδάσκοντες υπόκεινται στις διατάξεις του νόμου [6/2001], του νόμου [1/2003, της 19ης Φεβρουαρίου 2003,] περί των Πανεπιστημίων της Καταλωνίας, και στις διατάξεις εφαρμογής τους· συμπληρωματικώς, έχει εφαρμογή ο Εργατικός Κώδικας και οι διατάξεις εφαρμογής του, ο παρών Οργανισμός και η ισχύουσα συλλογική σύμβαση.

[...]

Τμήμα 1. Οι προσληφθέντες διδάσκοντες

Άρθρο 101. Κατηγορίες και διάρκεια των συμβάσεων

[...]

101.3.   Οι συνεργαζόμενοι διδάσκοντες προσλαμβάνονται υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, ορισμένου χρόνου, και επιλέγονται από ειδικούς αναγνωρισμένου κύρους που πιστοποιούν ότι ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας για να ασκήσουν ειδικά καθήκοντα διδασκαλίας. Οι συμβάσεις συνάπτονται για τη διάρκεια που καθορίζεται στον νόμο [6/2001], και μπορούν να ανανεωθούν για περιόδους ίσης διάρκειας, υπό τον όρο ότι διατηρούνται οι σχετικές με την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας προϋποθέσεις.»

17

Το άρθρο 16, παράγραφος 3, της συλλογικής σύμβασης που ίσχυε για τους διδάσκοντες και τους ερευνητές των δημόσιων Πανεπιστημίων της Καταλωνίας για την περίοδο από τις 10 Οκτωβρίου 2006 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009 ορίζει:

«Όσον αφορά τη σχετική με την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας προϋπόθεση συμμετοχής στον διαγωνισμό για την πρόσληψη συνεργαζόμενων διδασκόντων, η προϋπόθεση αυτή θεωρείται ότι πληρούται όταν οι υποψήφιοι πιστοποιούν ότι έχουν ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα τουλάχιστον δύο ετών κατά τα τέσσερα τελευταία έτη, για λογαριασμό τρίτου ή για ίδιο λογαριασμό, ή με οποιονδήποτε άλλον εναλλακτικό τρόπο τον οποίο κάθε Πανεπιστήμιο μπορεί να συμφωνήσει με την αντίστοιχη επιτροπή εργαζομένων.»

Η γενική νομοθεσία που έχει εφαρμογή στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου

18

Το άρθρο 15, παράγραφοι 3 και 5, του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/1995, περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου για τον Εργατικό Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 10/2010, για τη θέσπιση επειγόντων μέτρων για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας (Real Decreto-ley 10/2010, de medidas urgentes para la reforma del mercado de trabajo), της 16ης Ιουνίου 2010 (BOE αριθ. 147, της 17ης Ιουνίου 2010, σ. 51699, στο εξής: Εργατικός Κώδικας), ο οποίος ισχύει από τις 18 Ιουνίου 2010, ορίζει:

«3.   Οι παρανόμως συναφθείσες συμβάσεις ορισμένου χρόνου λογίζονται ως συμβάσεις αορίστου χρόνου.

[...]

5.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1, στοιχείο αʹ, 2, και 3 του παρόντος άρθρου, οι εργαζόμενοι που απασχολήθηκαν, είτε συνεχώς είτε με διακοπές, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των [24] μηνών εντός περιόδου [30] μηνών, σε θέση εργασίας όμοια ή διαφορετική στην ίδια επιχείρηση ή στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, έχοντας συνάψει τουλάχιστον δύο συμβάσεις ορισμένου χρόνου, είτε απευθείας είτε μέσω επιχειρήσεων προσωρινής απασχολήσεως προσωπικού, με τις ίδιες ή διαφορετικές συμβατικές λεπτομέρειες ορισμένου χρόνου, αποκτούν το καθεστώς εργαζομένων αορίστου χρόνου.

[...]»

19

Η πρόσθετη διάταξη 15 του νόμου για τον Εργατικό Κώδικα, με τίτλο «Εφαρμογή χρονικών ορίων στη σύμβαση για συγκεκριμένη εργασία ή υπηρεσία και στις διαδοχικές συμβάσεις στη δημόσια διοίκηση», όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 1, παράγραφος 6, του νόμου 35/2010, της 17ης Σεπτεμβρίου 2010, για τη θέσπιση επειγόντων μέτρων για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας (BOE αριθ. 227 της 18ης Σεπτεμβρίου 2010, σ. 79326), που τέθηκε σε ισχύ στις 19 Σεπτεμβρίου 2010, έχει ως εξής:

«1.   Οι διατάξεις του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, όσον αφορά τη μέγιστη διάρκεια της συμβάσεως για συγκεκριμένη εργασία ή υπηρεσία, και του άρθρου 15, παράγραφος 5, σχετικά με τα εφαρμοστέα στις διαδοχικές συμβάσεις όρια, του παρόντος νόμου, παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι της δημόσιας διοίκησης και των δημόσιων οργανισμών που συνδέονται με αυτήν ή εξαρτώνται από αυτήν, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής των συνταγματικών αρχών της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ικανότητας όσον αφορά την πρόσβαση σε θέσεις δημοσίων υπαλλήλων, έτσι ώστε να μην παρεμποδίζεται η υποχρέωση καλύψεως των συγκεκριμένων θέσεων εργασίας μέσω των συνηθισμένων διαδικασιών, σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στην εφαρμοστέα νομοθετική ρύθμιση.

Στο πλαίσιο αυτό, ο εργαζόμενος διατηρεί τη θέση που είχε μέχρι την πλήρωσή της κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διαδικασιών, οπότε επέρχεται η λήξη της σχέσεως εργασίας, εκτός από την περίπτωση που ο εν λόγω εργαζόμενος προσελήφθη σε θέση του δημοσίου κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής του σε διαγωνισμό.

[...]

3.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του ορίου στις διαδοχικές συμβάσεις που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 5, λαμβάνονται υπόψη μόνον οι συμβάσεις που συνήφθησαν εντός των ορίων της δικαιοδοσίας της καθεμίας δημόσιας αρχής, εξαιρουμένων, προς τούτο, των συνδεόμενων ή εξαρτώμενων από τις εν λόγω αρχές δημόσιων οργανισμών, υπηρεσιών και άλλων φορέων που έχουν νομική προσωπικότητα. Εν πάση περιπτώσει, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου 15, παράγραφος 5, δεν έχουν εφαρμογή όσον αφορά τις ειδικές λεπτομέρειες της συμβάσεως εργασίας του νόμου [6/2001] ή κάθε άλλου κανόνα με τυπική ισχύ νόμου.»

20

Δυνάμει του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 3/2012, για τη θέσπιση επειγόντων μέτρων για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας (Real Decreto-Ley 3/2012 de medidas urgentes para la reforma del mercado laboral), της 10ης Φεβρουαρίου 2012, η εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 5, του νόμου για τον Εργατικό Κώδικα ανεστάλη μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21

Ο A. Márquez Samohano προσελήφθη από τo UPF με σύμβαση εργασίας ως διδάσκων υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης για την περίοδο από τις 30 Σεπτεμβρίου 2008 έως τις 29 Σεπτεμβρίου 2009. Η σύμβαση αυτή ανανεώθηκε τρεις φορές, πρώτον, μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου 2010, στη συνέχεια, μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου 2011 και, τέλος, μέχρι τις 28 Ιουλίου 2012. Κατά τη διάρκεια της επίμαχης στην κύρια δίκη εργασιακής σχέσεως, οι ώρες εργασίας του απασχολούμενου μεταβλήθηκαν και ορίσθηκαν με την τελευταία σύμβαση εργασίας σε 6 ώρες εβδομαδιαίως.

22

Στις 29 Ιουνίου 2012, το UPF γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης ότι η υπηρεσιακή του σχέση θα έληγε στις 28 Ιουλίου 2012.

23

Κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, ο εν λόγω προσφεύγων υπέβαλε αίτηση ανανεώσεως της συμβάσεώς του εργασίας.

24

Στις 29 Ιουλίου 2012, ο πρύτανης του UPF ενημέρωσε τον A. Márquez Samohano ότι η σχέση εργασίας του έληξε την ίδια εκείνη ημέρα, εφόσον έληξε η σύμβασή του εργασίας ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 του νόμου 6/2001, καθώς και του άρθρου 20 του βασιλικού διατάγματος 898/1985, και ότι, επομένως, δεν υπήρχε καμία πλημμέλεια ούτε ως προς την πρόσληψη ούτε ως προς τη λήξη της σχέσεως εργασίας.

25

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, όταν συνήφθη η πρώτη σύμβαση, ο προσφεύγων της κύριας δίκης υπέγραψε δήλωση ότι είχε την πρόθεση να συνδυάσει τη δραστηριότητά του ως συνεργαζόμενος διδάσκων με μία επαγγελματική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα. Ο A. Márquez Samohano δεν υπέγραψε μεταγενέστερα άλλες δηλώσεις ούτε ερωτήθηκε σχετικά με το θέμα αυτό. Γνωστοποίησε επίσης στους ιεραρχικά ανώτερούς του ότι η εργασία του στο Πανεπιστήμιο αποτελούσε την κύρια δραστηριότητά του.

26

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2012, ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε, ενώπιον του Juzgado de lo Social no 3 de Barcelona, προσφυγή κατά του UPF, με την οποία ζήτησε να κηρυχθεί άκυρη η απόλυσή του ή, επικουρικώς, να διαπιστωθεί ότι έγινε άνευ βάσιμου λόγου. Κατ’ ουσίαν, ο εν λόγω προσφεύγων υποστηρίζει ότι η σύμβαση εργασίας του και οι μεταγενέστερες ανανεώσεις της είναι πλημμελείς και συνήφθησαν παρανόμως, διότι, αφενός, δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την πρόσληψή του ως συνεργαζόμενου διδάσκοντος και, αφετέρου, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που έθετε ο εθνικός νόμος για τη σύναψη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου.

27

Με την απόφαση περί παραπομπής, το Juzgado de lo Social no 3 de Barcelona διαπιστώνει ότι, αντιθέτως προς τη γενική νομοθεσία που έχει εφαρμογή στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η εφαρμοστέα στα Πανεπιστήμια νομοθεσία, ειδικότερα το άρθρο 53 του νόμου 6/2011, δεν περιλαμβάνει, όσον αφορά την πρόσληψη συνεργαζόμενων διδασκόντων, κανένα ισοδύναμο νόμιμο μέτρο για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Η νομοθεσία αυτή δεν περιλαμβάνει επίσης τους αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν την ανανέωση των εν λόγω συμβάσεων ούτε προβλέπει μέγιστη συνολική διάρκεια ή το πόσες φορές μπορούν να ανανεωθούν οι συμβάσεις αυτές. Ειδικότερα, το άρθρο 15, παράγραφος 5, του Εργατικού Κώδικα, κατά το οποίο οι εργαζόμενοι που απασχολήθηκαν για περίοδο άνω των 24 μηνών εντός διαστήματος 30 μηνών αποκτούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το καθεστώς εργαζομένων αορίστου χρόνου, δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Επομένως, η εθνική ρύθμιση που έχει εφαρμογή στα Πανεπιστήμια είναι ασυμβίβαστη με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου.

28

Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, στον ιδιωτικό τομέα, όταν η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν είναι νόμιμη, είτε λόγω καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων είτε λόγω παρανομίας, γεγονός που συνεπάγεται, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφοι 3 και 5, του Εργατικού Κώδικα, ότι η σύμβαση λογίζεται ως συναφθείσα για αόριστο χρόνο, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σχέση εργασίας μόνο με απόλυση του εργαζομένου και ταυτόχρονη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Αντιθέτως, στον δημόσιο τομέα, σε παρόμοια περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των συνταγματικών αρχών της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ικανότητας που έχουν εφαρμογή όσον αφορά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις απασχόλησης, η δημιουργηθείσα με τον τρόπο αυτό σχέση εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της πρόσθετης διατάξεως 15 του Εργατικού Κώδικα, να λυθεί, χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, εφόσον η θέση στην οποία απασχολείται ο συγκεκριμένος εργαζόμενος καλυφθεί ή καταργηθεί. Έτσι, οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας «αορίστου χρόνου» («por tiempo indefinido») του δημόσιου τομέα δεν εξομοιώνονται με τους «μόνιμους» εργαζομένους («fijos») του τομέα αυτού, οι οποίοι, ως εργαζόμενοι που προσλήφθηκαν χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, έχουν τα ίδια δικαιώματα, ως προς τα αποτελέσματα της λύσεως των συμβάσεων εργασίας, με τους εργαζομένους με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου του ιδιωτικού τομέα. Επομένως, οι εν λόγω εργαζόμενοι της πρώτης κατηγορίας, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως «μη μόνιμοι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου» έχουν, στην πραγματικότητα, την ίδια μεταχείριση με τους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου.

29

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η έννοια του «μη μόνιμου εργαζομένου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου» δεν αντιστοιχεί στον ορισμό του «εργαζομένου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου» που περιλαμβάνεται στη ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, εφόσον η σχέση εργασίας του εργαζομένου αυτού λύεται λόγω της επελεύσεως καθορισμένου συμβάντος. Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν ο εργαζόμενος που εμπίπτει στην εν λόγω έννοια πρέπει να έχει την ίδια μεταχείριση, όσον αφορά το δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση μονομερούς καταγγελίας της σχέσεως εργασίας από τον εργοδότη, με τον μόνιμο εργαζόμενο του δημόσιου τομέα ή με τον εργαζόμενο με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου του ιδιωτικού τομέα.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Social no 3 de Barcelona αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου [...] την έννοια ότι απαγορεύει εθνική νομοθετική διάταξη, όπως είναι τα άρθρα 48 και 53 του νόμου [6/2001], η οποία δεν καθιερώνει χρονικό όριο για τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, αν το εσωτερικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα μέτρο για την αποφυγή της καταχρηστικής χρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για τους διδάσκοντες στο Πανεπιστήμιο;

2)

Έχει η φράση “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου”, η οποία ορίζεται στη ρήτρα 3 της συμφωνίας πλαισίου [...] την έννοια ότι απαγορεύει νομοθετική διάταξη όπως η πρόσθετη διάταξη 15, παράγραφος 1, του Εργατικού Κώδικα, η οποία προβλέπει ότι η σύμβαση εργασίας του μπορεί να λήξει αν η αντισυμβαλλόμενη διοικητική αρχή προβεί στην κάλυψη της θέσεως εργασίας που αυτός κατείχε;

3)

Δεδομένου ότι το δικαίωμα αποζημιώσεως των εργαζομένων που έχουν αναγνωριστεί ως συμβασιούχοι αορίστου χρόνου, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεώς τους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των εργαζομένων, συνιστά κατάλληλο μέτρο στο πλαίσιο του εσωτερικού δικαίου για τους σκοπούς της πρόληψης της καταχρηστικής χρήσεως των προσωρινών συμβάσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και της επιβολής συναφών κυρώσεων, και δεν υφίσταται κανένα ισοδύναμο μέτρο στον δημόσιο τομέα: Συνιστά κατάλληλο μέτρο, σύμφωνα με το γράμμα της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου [...], η αναγνώριση του ιδίου δικαιώματος αποζημιώσεως, που νομίμως έχει καθιερωθεί για τους εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα, και στους εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

31

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στα Πανεπιστήμια να ανανεώνουν τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με συνεργαζόμενους διδάσκοντες, χωρίς κανένα περιορισμό όσον αφορά τη μέγιστη διάρκεια και τον αριθμό των ανανεώσεων των συμβάσεων αυτών.

32

Η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει ότι το ερώτημα αυτό είναι διττώς απαράδεκτο.

33

Αφενός, το ερώτημα δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, με την αίτηση που υπέβαλε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο προσφεύγων της κύριας δίκης υποστήριξε μόνον ότι οι συμβάσεις εργασίας του ορισμένου χρόνου συνήφθησαν παράνομα, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, του Εργατικού Κώδικα, διότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την πρόσληψή του ως συνεργαζόμενου διδάσκοντα και δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για τη σύναψη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου. Όμως, η παράνομη πρόσληψη δεν εμπίπτει στο αντικείμενο της συμφωνίας-πλαισίου.

34

Αφετέρου, η συμφωνία-πλαίσιο δεν έχει εφαρμογή στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν με συνεργαζόμενους διδάσκοντες. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει, εν προκειμένω, κανένας αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 4 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου. Εξάλλου, η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθη με συνεργαζόμενο διδάσκοντα δεν μπορεί, ως εκ της φύσεώς της, να αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η δραστηριότητα του διδάσκοντα αυτού είναι συμπληρωματική μιας εξωτερικής δραστηριότητας που ασκεί ως ειδικός αναγνωρισμένου κύρους, η χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θέσει τον ενδιαφερόμενο σε κατάσταση αβεβαιότητας.

35

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη, και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, επίσης, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2010, C-188/10 και C-189/10, Melki και Abdeli, Συλλογή 2010, σ. I-5667, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 11ης Απριλίου 2013, C-290/12, Della Rocca, σκέψη 29).

36

Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, αφενός, ανεξαρτήτως του περιεχομένου του αιτήματος που υπέβαλε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ο προσφεύγων της κύριας δίκης, από τα στοιχεία που γνωστοποίησε το δικαστήριο αυτό προκύπτει σαφώς ότι συνήψε περισσότερες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες αποτελούν ακριβώς το αντικείμενο της ρήτρας 5 της συμφωνίας‑πλαισίου. Συνεπώς, η ερμηνεία της ρήτρας αυτής είναι προδήλως χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Αφετέρου, το επιχείρημα ότι συνεργαζόμενος διδάσκων, όπως ο προσφεύγων, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου ανάγεται στην επί της ουσίας απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα και όχι στην απάντηση όσον αφορά το παραδεκτό του ερωτήματος.

37

Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο ερώτημα πρέπει να κριθεί παραδεκτό.

38

Επί της ουσίας, πρέπει, εισαγωγικά, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής ορίζεται κατά τρόπο ευρύ, με αναφορά γενικώς στους «εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». Περαιτέρω, ο ορισμός της έννοιας των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» κατά τη συμφωνία-πλαίσιο, που περιλαμβάνεται στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να διακρίνει ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Aδενέλερ κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-6057, σκέψη 56, καθώς και Della Rocca, προπαρατεθείσα, σκέψη 34).

39

Συνεπώς, εργαζόμενος όπως ο συνεργαζόμενος διδάσκων σε πανεπιστήμιο του οποίου η σύμβαση εργασίας, κατά τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, πρέπει αναγκαστικά να συναφθεί ως ορισμένου χρόνου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου.

40

Δεν ασκεί επιρροή συναφώς, αντίθετα προς όσα προβάλλει η Ισπανική Κυβέρνηση, ότι δεν υπάρχει, για τον εργαζόμενο αυτόν, αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου ή ότι ο εργαζόμενος αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο διαδοχικών καταχρηστικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Συγκεκριμένα, παρόμοιες θεωρήσεις είναι λυσιτελείς μόνο για τον προσδιορισμό ενδεχόμενης παραβάσεως των ρητρών 4 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου, οι οποίες αφορούν την τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και τα μέτρα για την πρόληψη καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι θεωρήσεις αυτές δεν είναι, αντιθέτως, λυσιτελείς για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου, το οποίο ορίζεται στη ρήτρα 2, σημείο 1, σε συνδυασμό με τη ρήτρα 3, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου.

41

Πρέπει να υπομνησθεί ότι με τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου επιδιώκεται η επίτευξη ενός από τους σκοπούς της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου, και συγκεκριμένα η δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, μέσω της θεσπίσεως ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας (βλ. αποφάσεις Aδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 63· της 23ης Απριλίου 2009, C-378/07 έως C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I-3071, σκέψη 73· καθώς και απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2012, C-586/10, Kücük, σκέψη 25).

42

Έτσι, η ως άνω διάταξη της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, να θεσπίσουν πράγματι και κατά τρόπο δεσμευτικό τουλάχιστον ένα από τα μέτρα που απαριθμούνται σε αυτήν, εφόσον η εσωτερική τους νομοθεσία δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Τα τρία συνολικώς μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της εν λόγω ρήτρας αφορούν, αντιστοίχως, την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 74, καθώς και Kücük, σκέψη 26).

43

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η νομοθετική διάταξη που έχει εφαρμογή στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, ειδικότερα ο Οργανισμός του UPF, δεν περιλαμβάνει κανένα ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, και δεν επιβάλλει κανένα περιορισμό όσον αφορά τόσο τη μέγιστη συνολική διάρκεια όσο και τον αριθμό των ανανεώσεων των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψαν τα Πανεπιστήμια με τους συνεργαζόμενους διδάσκοντες, δυνάμει της εν λόγω ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχεία βʹ, και γʹ.

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η ανανέωση των εν λόγω συμβάσεων εργασίας μπορεί να δικαιολογείται από αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου.

45

Κατά τη νομολογία, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» πρέπει να νοείται ως αφορώσα σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν μια καθορισμένη δραστηριότητα και οι οποίες, κατά συνέπεια, μπορούν να δικαιολογήσουν στο ειδικό αυτό πλαίσιο τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους ενός κράτους μέλους (προπαρατεθείσες αποφάσεις Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 96 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Kücük, σκέψη 27).

46

Αντιθέτως, εθνική διάταξη που θα περιοριζόταν στο να επιτρέπει γενικά και αφηρημένα, μέσω κανόνα προβλεπομένου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που προσδιορίστηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως (προπαρατεθείσες αποφάσεις Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Kücük, σκέψη 28).

47

Ειδικότερα, μια τέτοια διάταξη, η οποία είναι αμιγώς τυπικής φύσεως, δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε μια γνήσια ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Μια τέτοια διάταξη ενέχει συνεπώς πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως αυτού του είδους των συμβάσεων, οπότε δεν είναι συμβατή προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Αγγελιδάκη κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψεις 98 και 100 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Kücük, σκέψη 29).

48

Ωστόσο, από την εθνική ρύθμιση περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη, όπως αυτή εκτίθεται στην απόφαση περί παραπομπής, προκύπτει ότι η σύναψη και η ανανέωση από τα Πανεπιστήμια των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με συνεργαζόμενους διδάσκοντες, όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, δικαιολογούνται από την ανάγκη αναθέσεως σε «ειδικούς αναγνωρισμένου κύρους» που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας ειδικών διδακτικών καθηκόντων υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, έτσι ώστε αυτοί να συνεισφέρουν τις γνώσεις και την επαγγελματική εμπειρία τους στο πανεπιστήμιο, δημιουργώντας μια συνεργασία μεταξύ της πανεπιστημιακής κοινότητας και του επαγγελματικού κύκλου. Κατά τη ρύθμιση αυτή, ο συνεργαζόμενος διδάσκων πρέπει να έχει ασκήσει αμειβόμενη επαγγελματική δραστηριότητα βάσει του πτυχίου που κατέχει για ελάχιστο χρονικό διάστημα αρκετών ετών κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου πριν από την πρόσληψή του από το πανεπιστήμιο. Οι επίμαχες συμβάσεις εργασίας συνάπτονται, εξάλλου, και ανανεώνονται υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι προϋποθέσεις για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας και λήγουν όταν ο συνεργαζόμενος διδάσκων συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης.

49

Προκύπτει επομένως, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο το οποίο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, ότι η νομοθετική αυτή ρύθμιση καθορίζει τις ακριβείς και συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες μπορούν να συναφθούν και να ανανεωθούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για τους σκοπούς της απασχόλησης συνεργαζόμενων διδασκόντων και ότι η εν λόγω ρύθμιση ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη.

50

Ειδικότερα, αυτές οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου καθιστούν δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στον εμπλουτισμό της πανεπιστημιακής διδασκαλίας, σε ειδικούς τομείς, με την πείρα αναγνωρισμένων ειδικών, καθόσον οι συμβάσεις αυτές παρέχουν τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη τόσο των ικανοτήτων των ενδιαφερομένων στους οικείους τομείς όσο και των αναγκών των πανεπιστημίων.

51

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή των εργασιακών σχέσεων, η ίδια η συμφωνία-πλαίσιο αναγνωρίζει, όπως προκύπει από το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της, καθώς και από τα σημεία 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεών της, ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς, επαγγέλματα και δραστηριότητες (βλ., συναφώς, αποφάσεις Aδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 61· της 15ης Απριλίου 2008, C-268/06, Impact, Συλλογή 2008, σ. I-2483, σκέψη 86, και της 15ης Μαρτίου 2012, C-157/11, Sibilio, σκέψη 38).

52

Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη ότι, για να προσληφθεί ο ενδιαφερόμενος ως συνεργαζόμενος διδάσκων, πρέπει απαραιτήτως να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα εκτός του πανεπιστημίου και ότι μπορεί να ασκεί τα διδακτικά του καθήκοντα μόνον υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, προκύπτει ότι μια τέτοια σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μπορεί, καθεαυτή, να υπονομεύσει τον σκοπό της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των εργαζομένων από επισφαλείς εργασιακές συνθήκες.

53

Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι, όπως προέβαλαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στα Πανεπιστήμια να προβούν σε ανανέωση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψαν με συνεργαζόμενους διδάσκοντες δεν αντιβαίνει, υπό την επιφύλαξη των ελέγχων που θα πραγματοποιήσει συναφώς το αιτούν δικαστήριο, στη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

54

Υπογραμμίζεται όμως ότι, καίτοι ο αντικειμενικός λόγος που προβλέπεται από εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη είναι καταρχήν αποδεκτός, εντούτοις, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να μεριμνούν ώστε η συγκεκριμένη εφαρμογή του ως άνω αντικειμενικού λόγου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της οικείας δραστηριότητας και των όρων της ασκήσεώς της, να είναι σύμφωνη προς τις επιταγές της συμφωνίας‑πλαισίου. Κατά την εφαρμογή της οικείας διατάξεως του εθνικού δικαίου, οι ως άνω αρχές πρέπει κατά συνέπεια να είναι σε θέση να συναγάγουν αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε γνήσια ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kücük, σκέψη 34).

55

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη αναγκών που στην πραγματικότητα δεν είναι προσωρινές αλλά, αντιθέτως, πάγιες και διαρκείς δεν δικαιολογείται κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Kücük, σκέψη 36).

56

Ειδικότερα, μια τέτοια χρήση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου θα ήταν ευθέως αντίθετη προς την παραδοχή επί της οποίας βασίζεται η συμφωνία-πλαίσιο, ότι δηλαδή οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας, έστω και αν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχολήσεως σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Aδενέλερ κ.λπ., σκέψη 61, και Kücük, σκέψη 37).

57

Ωστόσο, το γεγονός και μόνον ότι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί με συνεργαζόμενους διδάσκοντες ανανεώνονται για να καλύψουν μια μόνιμη ή επαναλαμβανόμενη ανάγκη των πανεπιστημίων στον τομέα αυτό η οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί μέσω της συνάψεως συμβάσεως αορίστου χρόνου δεν αποτελεί στοιχείο ικανό να αποκλείσει την ύπαρξη αντικειμενικού λόγου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, εφόσον η φύση της επίμαχης διδακτικής δραστηριότητας και τα εγγενή χαρακτηριστικά της δραστηριότητας αυτής μπορούν να δικαιολογήσουν, στο ειδικό αυτό πλαίσιο, τη χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Έστω και αν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν με συνεργαζόμενους διδάσκοντες καλύπτουν μια πάγια ανάγκη των πανεπιστημίων, στον βαθμό που ο συνεργαζόμενος καθηγητής, ο οποίος προσλαμβάνεται βάσει μιας τέτοιας συμβάσεως ορισμένου χρόνου, ασκεί σαφώς καθορισμένα καθήκοντα που περιλαμβάνονται στις συνήθεις δραστηριότητες των πανεπιστημίων, εντούτοις η ανάγκη για πρόσληψη συνεργαζόμενων καθηγητών παραμένει προσωρινή κατά το μέτρο που ο εν λόγω καθηγητής λογίζεται ότι θα συνεχίσει τη δραστηριότητά του πλήρους απασχολήσεως κατά τη λήξη της συμβάσεώς του (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Kücük, σκέψεις 38 και 50).

58

Αντιθέτως, συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου όπως οι επίμαχες της κύριας δίκης δεν μπορούν να ανανεωθούν για την άσκηση, παγίως και διαρκώς, έστω και υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, εκπαιδευτικών καθηκόντων τα οποία εμπίπτουν κανονικά στη δραστηριότητα του μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού.

59

Συνεπώς εναπόκειται σε όλες τις αρχές του οικείου κράτους μέλους, περιλαμβανομένων των εθνικών δικαστηρίων, να διασφαλίσουν, στο πλαίσιο της αντίστοιχης δικαιοδοσίας τους, την τήρηση της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, ελέγχοντας συγκεκριμένα αν η ανανέωση των διαδοχικών συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν με τους συνεργαζόμενους καθηγητές αποσκοπεί στην κάλυψη προσωρινών αναγκών και αν μια ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης χρησιμοποιείται, πράγματι, για την κάλυψη μόνιμων και διαρκών αναγκών των πανεπιστημίων σε θέματα πρόσληψης διδακτικού προσωπικού (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσες αποφάσεις Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 106, και Kücük, σκέψη 39).

60

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει στα πανεπιστήμια τη δυνατότητα να προβούν σε ανανέωση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψαν με συνεργαζόμενους διδάσκοντες, χωρίς κανένα περιορισμό όσον αφορά τη μέγιστη διάρκεια και τον αριθμό ανανεώσεων των εν λόγω συμβάσεων, αν οι συμβάσεις αυτές δικαιολογούνται από αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο αʹ, της ρήτρας αυτής, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει. Ωστόσο, στο εν λόγω δικαστήριο εναπόκειται επίσης να ελέγξει συγκεκριμένα αν, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η ανανέωση των επίμαχων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αποσκοπούσε πράγματι στην κάλυψη προσωρινών αναγκών και αν ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης χρησιμοποιήθηκε, όντως, για την κάλυψη μόνιμων και διαρκών αναγκών σε θέματα πρόσληψης διδακτικού προσωπικού.

Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

61

Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, της πρόσθετης διάταξης 15 του Εργατικού Κώδικα, κατά την οποία οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα που απασχολήθηκαν με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνουσες τη μέγιστη διάρκεια του άρθρου 15, παράγραφος 5, του κώδικα αυτού υπόκεινται στο ειδικό καθεστώς των «μη μόνιμων εργαζόμενων αορίστου χρόνου», δυνάμει του οποίου, όταν ο εργοδότης προσλαμβάνει άλλον προς κάλυψη της θέσεώς τους κατ’ εφαρμογή των διαδικασιών διαγωνισμού, η εργασιακή σχέση τους λήγει αυτομάτως, χωρίς αυτοί να δικαιούνται αποζημίωση, ενώ τόσο οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου του ιδιωτικού τομέα όσο και οι μόνιμοι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα δικαιούνται, σε παρόμοια περίπτωση, να λάβουν αποζημίωση λόγω απολύσεως.

62

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υποστήριξαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, τα ερωτήματα αυτά είναι αλυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, εφόσον έχουν υποθετικό χαρακτήρα.

63

Συγκεκριμένα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι μπορεί να διαπιστωθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, το ίδιο το αιτούν δικαστήριο τόνισε με την απόφασή του, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 27 και 43 της παρούσας αποφάσεως και από το περιεχόμενο του πρώτου ερωτήματος, ότι η μετατροπή των εν λόγω συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 5, του Εργατικού Κώδικα, δεν έχει εφαρμογή σε συνεργαζόμενο διδάσκοντα, όπως ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης.

64

Επομένως, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα είναι απαράδεκτα.

Επί των δικαστικών εξόδων

65

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει στα πανεπιστήμια τη δυνατότητα να προβούν σε ανανέωση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψαν με συνεργαζόμενους διδάσκοντες, χωρίς κανένα περιορισμό όσον αφορά τη μέγιστη διάρκεια και τον αριθμό ανανεώσεων των εν λόγω συμβάσεων, αν οι συμβάσεις αυτές δικαιολογούνται από αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο αʹ, της ρήτρας αυτής, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει. Ωστόσο, στο εν λόγω δικαστήριο εναπόκειται επίσης να ελέγξει συγκεκριμένα αν, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η ανανέωση των επίμαχων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αποσκοπούσε πράγματι στην κάλυψη προσωρινών αναγκών και αν ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης χρησιμοποιήθηκε, όντως, για την κάλυψη μόνιμων και διαρκών αναγκών σε θέματα πρόσληψης διδακτικού προσωπικού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.