Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-585/08 και C-144/09

Peter Pammer

κατά

Reederei Karl Schlüter GmbH & Co. KG

και

Hotel Alpenhof GesmbH

κατά

Oliver Heller

(αιτήσεις του Oberster Gerichtshof

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρο 15, παράγραφοι 1, στοιχείο γ΄, και 3 – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Σύμβαση ταξιδίου σε εμπορικό πλοίο – Έννοια του όρου “οργανωμένο ταξίδι” – Σύμβαση διαμονής σε ξενοδοχείο – Προβολή του ταξιδίου και του ξενοδοχείου σε ιστότοπο – Έννοια της δραστηριότητας “η οποία κατευθύνεται προς” το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή – Κριτήρια – Δυνατότητα προσβάσεως στον ιστότοπο»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών

(Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 3· οδηγία 90/314 του Συμβουλίου, άρθρο 2, σημείο 1)

2.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Έννοια των δραστηριοτήτων οι οποίες κατευθύνονται προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού

(Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 1, στοιχείο γ΄)

1.        Σύμβαση με αντικείμενο ταξίδι σε εμπορικό πλοίο μπορεί να αποτελεί σύμβαση μεταφοράς στο συνολικό τίμημα της οποίας περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδίου και καταλύματος κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

Τούτο ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία στο συνολικό τίμημα του ταξιδίου αυτού σε εμπορικό πλοίο περιλαμβάνονται, εκτός της μεταφοράς, και οι δαπάνες καταλύματος, ενώ η διάρκεια του ταξιδίου υπερβαίνει τις 24 ώρες. Ως εκ τούτου, μια τέτοια παροχή πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως οργανωμένο ταξίδι κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 90/314, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις, και εμπίπτει στον ορισμό της συμβάσεως μεταφοράς με συνολικό τίμημα η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, ερμηνευόμενο με γνώμονα το ως άνω άρθρο 2, σημείο 1.

(βλ. σκέψεις 45-46, διατακτ. 1)

2.        Προκειμένου να γίνει δεκτό ότι έμπορος, του οποίου η δραστηριότητα προβάλλεται στον ιστότοπό του ή στον ιστότοπο ενδιαμέσου, «κατευθύνει» τη δραστηριότητά του προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, πρέπει να εξετασθεί αν, πριν την ενδεχόμενη σύναψη συμβάσεως με τον καταναλωτή, από τον ιστότοπο και τη συνολική δραστηριότητα του εμπόρου συνάγεται ότι αυτός προετίθετο να συνάψει εμπορικές σχέσεις με καταναλωτές οι οποίοι έχουν την κατοικία τους σε ένα ή πλείονα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και το κράτος της κατοικίας του καταναλωτή αυτού, υπό την έννοια ότι ο έμπορος προετίθετο να συνάψει μ’ αυτούς σύμβαση.

Τα ακόλουθα στοιχεία, των οποίων ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός, δύνανται να αποτελούν ενδείξεις βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα του εμπόρου κατευθύνεται προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή, δηλαδή ο διεθνής χαρακτήρας της δραστηριότητας, η περιγραφή δρομολογίων για τη μετάβαση από ένα ή πλείονα κράτη μέλη προς τον τόπο εγκαταστάσεως του εμπόρου, η χρήση διαφορετικής γλώσσας ή διαφορετικού νομίσματος από αυτήν ή αυτό που χρησιμοποιείται συνήθως στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος και η παράλληλη δυνατότητα κρατήσεως ή επιβεβαιώσεως της κρατήσεως στη διαφορετική αυτή γλώσσα, η αναγραφή στοιχείων τηλεφωνικής επικοινωνίας συνοδευόμενη από τον κωδικό διεθνούς κλήσεως, το τίμημα για την παροχή υπηρεσιών ευρετηριάσεως στο Διαδίκτυο προκειμένου να διευκολυνθεί η δυνατότητα προσβάσεως καταναλωτών που κατοικούν εντός διαφορετικών κρατών μελών στον ιστότοπο του εμπόρου ή στον ιστότοπο του ενδιαμέσου του, η χρήση ονομασίας τομέα πρώτου επιπέδου διαφορετικής από αυτήν που αντιστοιχεί στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος και η μνεία διεθνούς πελατείας αποτελούμενης από πελάτες που έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη μέλη. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει την ύπαρξη τέτοιων ενδείξεων.

Αντιθέτως, δεν αρκεί απλώς η εντός του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή δυνατότητα προσβάσεως στον ιστότοπο του εμπόρου ή στον ιστότοπο του ενδιαμέσου του. Το αυτό ισχύει και για την αναγραφή ηλεκτρονικής διευθύνσεως ή άλλων στοιχείων επικοινωνίας, καθώς και για τη χρήση της γλώσσας ή του νομίσματος που χρησιμοποιούνται συνήθως στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος.

(βλ. σκέψεις 92-94, διατακτ. 2)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 7ης Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρο 15, παράγραφοι 1, στοιχείο γ΄, και 3 – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Σύμβαση ταξιδίου σε εμπορικό πλοίο – Έννοια του όρου “οργανωμένο ταξίδι” – Σύμβαση διαμονής σε ξενοδοχείο – Προβολή του ταξιδίου και του ξενοδοχείου σε ιστότοπο – Έννοια της δραστηριότητας “η οποία κατευθύνεται προς” το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή – Κριτήρια – Δυνατότητα προσβάσεως στον ιστότοπο»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑585/08 και C‑144/09,

με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει των άρθρων 68 και 234 ΕΚ, τις οποίες υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) με αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2008 και της 26ης Μαρτίου 2009, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 24 Δεκεμβρίου 2008 και στις 24 Απριλίου 2009, αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών

Peter Pammer

κατά

Reederei Karl Schlüter GmbH & Co KG (C‑585/08),

και

Hotel Alpenhof GesmbH

κατά

Oliver Heller (C‑144/09),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, J.-C. Bonichot, K. Schiemann και J.-J. Kasel, προέδρους τμήματος, A. Rosas, R. Silva de Lapuerta, P. Lindh (εισηγήτρια) και M. Safjan, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Μαρτίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        ο P. Pammer, εκπροσωπούμενος από τον C. Neuhuber, Rechtsanwalt,

–        το Hotel Alpenhof GesmbH, εκπροσωπούμενη από τον M. Buchmüller, Rechtsanwalt,

–        ο O. Heller, εκπροσωπούμενος από τον H. Hegen, Rechtsanwalt,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους E. Riedl και G. Kunnert,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση (υπόθεση C‑585/08), εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον L. Ventrella, avvocato dello Stato,

–        η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C. Schiltz,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση (υπόθεση C‑144/09), εκπροσωπούμενη από τη C. Wissels και τον Y. de Vries,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση (υπόθεση C‑585/08), εκπροσωπούμενη από τον M. Dowgielewicz,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την H. Walker, επικουρούμενη από την J. Stratford, barrister,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις A.-M. Rouchaud-Joët και S. Grünheid, καθώς και από τον M. Wilderspin, 

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφοι 1, στοιχείο γ΄, και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ, πρώτον, του P. Pammer και της Reederei Karl Schlüter GmbH & Co KG (στο εξής: Reederei Karl Schlüter), σχετικά με την άρνηση της δεύτερης να επιστρέψει στον πρώτο το συνολικό ποσό που είχε καταβάλει ως τίμημα ταξιδίου σε εμπορικό πλοίο το οποίο δεν πραγματοποίησε και του οποίου περιγραφή υπήρχε στο Διαδίκτυο (υπόθεση C‑585/08), και, δεύτερον, του Hotel Alpenhof GesmbH (στο εξής: Hotel Alpenhof) και του O. Heller, σχετικά με την άρνηση του δευτέρου να καταβάλει το τίμημα για την παροχή ξενοδοχειακών υπηρεσιών όσον αφορά διαμονή για την οποία η κράτηση είχε γίνει μέσω Διαδικτύου (υπόθεση C‑144/09).

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 44/2001

3        Κατά τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001, όσον αφορά τις συμβάσεις καταναλωτών, πρέπει να προστατεύεται το ασθενέστερο μέρος με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας απ’ ό,τι οι γενικοί.

4        Στο τμήμα 1, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001 περιλαμβάνεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, που ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

5        Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του ιδίου κανονισμού περιλαμβάνει τον εξής κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)      α)     ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή [επίδικη παροχή]».

6        Τα άρθρα 15, παράγραφοι 1 και 3, και 16, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 44/2001, τα οποία περιλαμβάνονται στο ίδιο κεφάλαιο ΙΙ, τμήμα 4, που φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών», ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 15

1.      Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 5, σημείο 5:

α)      όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τιμήματος, ή

β)      όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών, ή

γ)      σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.

[…]

3.      Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταφοράς πλην των συμβάσεων, στο συνολικό τίμημα των οποίων περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδίου και καταλύματος.

Άρθρο 16

1.      Η αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή.

2.      Η αγωγή του αντισυμβαλλόμενου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής.»

7        Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις του, ο κανονισμός 44/2001 αποτελεί συνέχεια της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (L 388, σ. 1), με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (L 285, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (ΕΕ 1997, C 15, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών). Αφότου τέθηκε σε ισχύ, την 1η Μαρτίου 2002, ο κανονισμός αυτός αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, εξαιρουμένου του Βασιλείου της Δανίας.

8        Με τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως επισήμανε ότι πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού αυτού, ανάγκη η οποία αφορά και την εκ μέρους του Δικαστηρίου μέχρι τούδε ερμηνεία των αντίστοιχων προς τις διατάξεις του κανονισμού διατάξεων της Συμβάσεως αυτής.

 Η Σύμβαση των Βρυξελλών

9        Το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει τα εξής:

«Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που τις καταρτίζει και που αποκαλείται στη συνέχεια “καταναλωτής”, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 και του άρθρου 5, σημείο 5:

1)      όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τιμήματος, ή

2)      όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεομένη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών, ή

3)      για κάθε άλλη σύμβαση που έχει ως αντικείμενο παροχή υπηρεσιών ή προμήθεια ενσωμάτων κινητών αν:

α)      πριν από την κατάρτιση της συμβάσεως, έγινε στο κράτος της κατοικίας του καταναλωτή ειδική προσφορά ή διαφήμιση,

και

β)      ο καταναλωτής ολοκλήρωσε στο κράτος αυτό τις απαραίτητες για την κατάρτιση της συμβάσεως πράξεις.»

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 593/2008

10      Κατά την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) (ΕΕ L 177, σ. 6), το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνάδουν με τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001.

11      Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 593/2008 έχει ως εξής:

«Όσον αφορά ειδικότερα τις συμβάσεις καταναλωτών, [...] [η] συνέπεια με τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 επιβάλλει, αφενός, την αναφορά στην έννοια της “κατευθυνόμενης δραστηριότητας” ως προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα προστασίας του καταναλωτή και, αφετέρου, την εναρμονισμένη ερμηνεία της συγκεκριμένης έννοιας στον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 και στον παρόντα κανονισμό, εξειδικεύοντας ότι μια κοινή δήλωση του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 [διευκρινίζει] ότι “για να μπορέσει να εφαρμοσθεί το άρθρο 15, σημείο 1, στοιχείο γ΄, δεν αρκεί να κατευθύνει μια επιχείρηση τις δραστηριότητές της στο κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή ή σε διάφορα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά πρέπει επίσης να έχει συναφθεί σύμβαση [στο πλαίσιο] αυτών των δραστηριοτήτων”. Αυτή η δήλωση υπενθυμίζει εξάλλου ότι “μόνο το γεγονός ότι είναι προσιτή μια σελίδα του Διαδικτύου δεν αρκεί για να καταστήσει εφαρμοστέο το άρθρο 15, χρειάζεται επιπλέον η εν λόγω ιστοσελίδα να καλεί για τη σύναψη συμβάσεων εξ αποστάσεως και να έχει όντως συναφθεί η σύμβαση εξ αποστάσεως με οιοδήποτε μέσο. Στην περίπτωση αυτή, η γλώσσα ή το νόμισμα που χρησιμοποιούνται από την ιστοσελίδα του Διαδικτύου δεν συνιστούν στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη”».

12      Το άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 593/2008 ορίζει ότι οι κανόνες των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου άρθρου περί εφαρμοστέου δικαίου στις συμβάσεις καταναλωτών δεν έχουν εφαρμογή στην εξής σύμβαση:

«στη σύμβαση μεταφοράς πλην των συμβάσεων που αφορούν οργανωμένο ταξίδι κατά την έννοια της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις».

 Η οδηγία 90/314/ΕΟΚ

13      Το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (ΕΕ L 158, σ. 59), ορίζει την έννοια του οργανωμένου ταξιδίου ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)      Οργανωμένο ταξίδι: ο προκαθορισμένος συνδυασμός τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα στοιχεία, εφόσον πωλείται ή [διατίθεται] προς πώληση σε μία συνολική τιμή και εάν η διάρκεια της παροχής αυτής υπερβαίνει τις 24 ώρες ή περιλαμβάνει διανυκτέρευση:

α)      μεταφορά,

β)      διαμονή,

γ)      άλλες τουριστικές υπηρεσίες μη συμπληρωματικές της μεταφοράς ή της διαμονής που αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα του οργανωμένου ταξιδιού.

Η χωριστή τιμολόγηση διαφόρων στοιχείων ενός και του αυτού οργανωμένου ταξιδιού δεν απαλλάσσει τον διοργανωτή ή τον πωλητή από τις υποχρεώσεις της παρούσας οδηγία.»

 Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Υπόθεση C‑585/08

14      Πρόκειται για διαφορά μεταξύ του P. Pammer, κατοίκου Αυστρίας, και της Reederei Karl Schlüter, εταιρίας εδρεύουσας στη Γερμανία, σχετικά με ταξίδι σε εμπορικό πλοίο από την Τεργέστη (Ιταλία) προς την Άπω Ανατολή, το οποίο οργάνωνε η εταιρία αυτή και το οποίο αποτέλεσε το αντικείμενο συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ της εταιρίας και του P. Pammer (στο εξής: σύμβαση ταξιδίου).

15      Ο P. Pammer προέβη σε κράτηση ταξιδίου μέσω της Internationale Frachtschiffreisen Pfeiffer GmbH, εταιρίας εδρεύουσας στη Γερμανία (στο εξής: ενδιάμεσος εταιρίας).

16      Αυτή η ενδιάμεσος εταιρία, η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της κυρίως μέσω Διαδικτύου, περιέγραφε το ταξίδι στον ιστότοπό της αναφέροντας ότι το πλοίο διέθετε γυμναστήριο, εξωτερική πισίνα, σαλόνι, δυνατότητα χρήσεως βίντεο και τηλεοράσεως. Στον ιστότοπο γινόταν επίσης λόγος για τρεις διπλές καμπίνες με ντους και WC, χωριστό καθιστικό επιπλωμένο και εξοπλισμένο με πολυθρόνες, γραφείο, μοκέτα και ψυγείο, καθώς και για δυνατότητα εκδρομών στην ξηρά.

17      Ο P. Pammer αρνήθηκε να επιβιβασθεί στο πλοίο και αξίωσε να του επιστραφεί το τίμημα που είχε καταβάλει για το ταξίδι αυτό, καθόσον η περιγραφή αυτή δεν ανταποκρινόταν, κατ’ αυτόν, στις συνθήκες του πλοίου. Δεδομένου ότι η Reederei Karl Schlüter του επέστρεψε μέρος μόνο του καταβληθέντος τιμήματος, δηλαδή περίπου 3 500 ευρώ, ο P. Pammer άσκησε αγωγή ενώπιον αυστριακού πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, του Bezirksgericht Krems an der Donau, αξιώνοντας να του επιστραφεί και το υπόλοιπο ποσό, δηλαδή περίπου 5 000 ευρώ, προσαυξημένο με τόκους.

18      Η Reederei Karl Schlüter ισχυρίσθηκε ότι δεν ασκεί καμία επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα στην Αυστρία και ήγειρε ένσταση περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου.

19      Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε πρωτοδίκως με απόφαση του Bezirksgericht Krems an der Donau της 3ης Ιανουαρίου 2008, δεδομένου ότι το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία για τον λόγο ότι επρόκειτο για σύμβαση ταξιδίου συναφθείσα με καταναλωτή, δηλαδή σύμβαση οργανωμένου ταξιδίου, και για τον λόγο ότι η ενδιάμεσος εταιρία είχε διαφημίσει τη δραστηριότητά της στην Αυστρία, μέσω Διαδικτύου, για λογαριασμό της εταιρίας Reederei Karl Schlüter.

20      Αντιθέτως, το εφετείο, Landesgericht Krems an der Donau έκρινε, με απόφαση της 13ης Ιουνίου 2008, ότι τα αυστριακά δικαστήρια στερούνταν διεθνούς δικαιοδοσίας, καθόσον επρόκειτο για σύμβαση μεταφοράς, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001. Το γεγονός ότι το προτεινόμενο ταξίδι, δηλαδή ένα μακράς διαρκείας θαλάσσιο ταξίδι από την Ευρώπη στην Άπω Ανατολή, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί υπό συνθήκες που παρείχαν ορισμένη άνεση δεν μετέτρεπε την επίμαχη σύμβαση ταξιδίου σε σύμβαση συναφθείσα με καταναλωτή.

21      Ο P. Pammer άσκησε αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως.

22      Το Oberster Gerichtshof διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τα κριτήρια ορισμού της έννοιας «οργανωμένο ταξίδι» και επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, τίθεται το ζήτημα αν οι προσφερόμενες παροχές είναι παραπλήσιες με αυτές κρουαζιέρας, οπότε μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται «οργανωμένο ταξίδι» και, ως εκ τούτου, σύμβαση μεταφοράς εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω τμήματος 4.

23      Εφόσον πρόκειται για τέτοια σύμβαση, μπορεί να έχει εφαρμογή το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, οπότε θα ήταν χρήσιμο να διευκρινισθούν τα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληροί ένας ιστότοπος για να γίνει δεκτό ότι οι δραστηριότητες που ασκεί έμπορος «κατευθύνονται προς» το κράτος μέλος του καταναλωτή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει πάντως ότι εν προκειμένω τα δικαστήρια ουσίας δεν προέβησαν σε ακριβείς διαπιστώσεις όσον αφορά τον τρόπο συνάψεως της συμβάσεως ταξιδίου, τον ρόλο του ιστοτόπου ή, τέλος, τους δεσμούς μεταξύ της Reederei Karl Schlüter και της ενδιάμεσης εταιρίας.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνιστά ένα “ταξίδι σε εμπορικό πλοίο” οργανωμένο ταξίδι κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, του [κανονισμού 44/2001];

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, αρκεί η δυνατότητα διαδικτυακής προσβάσεως σε ιστότοπο μεσάζοντος για να γίνει δεκτό ότι οι δραστηριότητες “κατευθύνονται” (προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή) κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του [κανονισμού 44/2001];»

 Υπόθεση C‑144/09

25      Πρόκειται για διαφορά μεταξύ του Hotel Alpenhof, ξενοδοχείου το οποίο ευρίσκεται στην Αυστρία, και ενός καταναλωτή, του O. Heller, ο οποίος διαμένει στη Γερμανία.

26      Έχοντας πληροφορηθεί την ύπαρξη του ξενοδοχείου αυτού συμβουλευόμενος τον σχετικό ιστότοπο, ο O. Heller προέβη σε κράτηση πλειόνων δωματίων για μία εβδομάδα, πριν και μετά την Πρωτοχρονιά του 2008. Η κράτηση και η επιβεβαίωσή της πραγματοποιήθηκαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένου ότι ο ιστότοπος του ξενοδοχείου δημοσίευε προς τούτο ηλεκτρονική διεύθυνση.

27      Ο O. Heller αμφισβήτησε την ποιότητα των υπηρεσιών του ξενοδοχείου και αναχώρησε χωρίς να καταβάλει το τίμημα, παρά την έκπτωση την οποία του προσέφερε το Hotel Alpenhof. Κατόπιν τούτου, το ξενοδοχείο αυτό άσκησε αγωγή ενώπιον αυστριακού δικαστηρίου και συγκεκριμένα του Bezirksgericht Sankt Johann im Pongau, αξιώνοντας την καταβολή ποσού περίπου 5 000 ευρώ.

28      Ο O. Heller προέβαλε ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που είχε επιληφθεί της υποθέσεως. Φρονεί ότι, ως καταναλωτής, μπορεί να εναχθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους εντός του οποίου έχει την κατοικία του, δηλαδή ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001.

29      Τόσο το Bezirksgericht Sankt Johann im Pongau, με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2008, όσο και, κατ’ έφεση, το Landesgericht Salzburg, με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2008, απέρριψαν την αγωγή και την έφεση, αντιστοίχως, κρίνοντας ότι τα αυστριακά δικαστήρια στερούνταν διεθνούς δικαιοδοσίας για να επιληφθούν της διαφοράς. Αποφάνθηκαν ότι η έννοια της δραστηριότητας η οποία «κατευθύνεται προς» το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή αφορά τόσο την εκμετάλλευση αμφίδρομου ιστότοπου, στον οποίο είναι δυνατή η απευθείας μέσω Διαδικτύου σύναψη συμβάσεως με τον καταναλωτή αυτόν, δηλαδή ηλεκτρονικά στον ίδιο τον ιστότοπο του επαγγελματία, όσο και τον ιστότοπο που δεν παρέχει τέτοια δυνατότητα και απλώς προβάλλει διαφημιστικά μηνύματα. Συγκεκριμένα, κατά τα δικαστήρια αυτά, ακόμη και στη δεύτερη περίπτωση, η δραστηριότητα κατευθύνεται προς τον καταναλωτή που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η διαφήμιση στο Διαδίκτυο υπερβαίνει τα σύνορα. Αυτή η «κατεύθυνση προς την αλλοδαπή» μπορεί να αποκλεισθεί μόνο με ρητή δήλωση σχετικά με τις εμπορικές σχέσεις του εμπόρου με καταναλωτές που κατοικούν σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα κράτη μέλη. Η δραστηριότητα κατευθύνεται επίσης προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή σε περίπτωση κατά την οποία αυτός λαμβάνει γνώση των υπηρεσιών του εμπόρου χάρη σε ιστότοπο και σε περίπτωση κατά την οποία προβαίνει στη σχετική κράτηση μέσω της ηλεκτρονικής διευθύνσεως, της ταχυδρομικής διευθύνσεως ή ακόμη του τηλεφωνικού αριθμού που αναγράφονται στον ιστότοπο αυτόν.

30      Το Hotel Alpenhof άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

31      Το Oberster Gerichtshof, καθόσον δεν ήταν βέβαιο ότι το Δικαστήριο θα έδινε απάντηση στο δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C‑585/08, δεδομένου ότι η απάντηση αυτή εξαρτάται από εκείνη που θα δοθεί στο πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε στην ίδια υπόθεση, έκρινε αναγκαίο να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αρκεί η δυνατότητα προσβάσεως σε ιστότοπο του αντισυμβαλλόμενου του καταναλωτή για να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα “κατευθύνεται προς” ένα κράτος, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του [κανονισμού 44/2001];»

32      Λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας μεταξύ του δευτέρου ερωτήματος στην υπόθεση C‑585/08 και του μόνου ερωτήματος στην υπόθεση C‑144/09, οι δύο υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, πρέπει να συνεκδικασθούν προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

33      Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και δεδομένου ότι τα ερωτήματα υποβλήθηκαν από το Oberster Gerichtshof, εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας του κανονισμού 44/2001 δυνάμει του άρθρου 68 ΕΚ.

 Επί του πρώτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑585/08

34      Με το πρώτο ερώτημά του στην υπόθεση C‑585/08, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν σύμβαση με αντικείμενο ταξίδι σε εμπορικό πλοίο, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, αποτελεί σύμβαση μεταφοράς εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001.

35      Κατά το ως άνω άρθρο 15, παράγραφος 3, μόνον οι συμβάσεις στο συνολικό τίμημα των οποίων περιλαμβάνονται οι δαπάνες ταξιδίου και παροχής καταλύματος υπάγονται στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του εν λόγω κανονισμού.

36      Πρέπει να επισημανθεί ότι οι προπαρατεθείσες συμβάσεις μεταφοράς είναι παρεμφερείς των συμβάσεων που ορίζονται στην οδηγία 90/314 ως «συμβάσεις οργανωμένου ταξιδίου» και στις οποίες, άλλωστε, παραπέμπει ρητώς το αιτούν δικαστήριο στην απόφασή του περί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

37      Συγκεκριμένα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, για να μπορεί να χαρακτηρισθεί μια παροχή ως «οργανωμένο ταξίδι» αρκεί, αφενός, ο συνδυασμός των τουριστικών υπηρεσιών που διαθέτει προς πώληση πρακτορείο ταξιδίων με κατ’ αποκοπήν τίμημα να περιλαμβάνει δύο από τις τρεις υπηρεσίες οι οποίες διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή, δηλαδή τη μεταφορά, τη διαμονή και τις λοιπές τουριστικές υπηρεσίες που δεν είναι παρεπόμενες της μεταφοράς ή της διαμονής και αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα του οργανωμένου ταξιδιού, και, αφετέρου, η διάρκεια της παροχής αυτής να υπερβαίνει τις 24 ώρες ή να περιλαμβάνει μία διανυκτέρευση (βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2002, C‑400/00, Club-Tour, Συλλογή 2002, σ. I‑4051, σκέψη 13).

38      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, πρέπει συνεπώς να καθορισθεί αν η έννοια του όρου «οργανωμένο ταξίδι» στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο και η οποία αποτελεί ένα από τα αντικείμενα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 90/314 ασκεί επιρροή στην ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 15, παράγραφος 3.

39      Η έννοια αυτή δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, μολονότι ο κανονισμός αυτός είναι μεταγενέστερος της οδηγίας 90/314. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών της, ο νομοθέτης της Ενώσεως χρησιμοποίησε στην περίπτωση του κανονισμού 44/2001 ορολογία σχεδόν πανομοιότυπη με αυτήν της Συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 (ΕΕ 1988, C 27, σ. 34). Το 2008, η Σύμβαση αυτή αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 593/2008, του οποίου το άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, παραπέμπει ρητώς στην έννοια του όρου «οργανωμένο ταξίδι» κατά την οδηγία 90/314.

40      Το άρθρο 6 του κανονισμού 593/2008 αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβάσεις καταναλωτών, η δε παράγραφός του 4, στοιχείο β΄, σκοπεί να αποκλείσει από την κατηγορία αυτή τις συμβάσεις μεταφοράς, εκτός των συμβάσεων που πληρούν τον ορισμό του οργανωμένου ταξιδίου κατά την έννοια της οδηγίας 90/314.

41      Από την ομοιότητα μεταξύ των συμβάσεων μεταφοράς που διαλαμβάνονται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 και αυτών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 593/2008 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ενώσεως είχε την πρόθεση να συμπεριλάβει τα ίδια είδη συμβάσεων, δηλαδή τις συμβάσεις που ενδέχεται να διέπονται από τους κανόνες περί προστασίας των καταναλωτών τους οποίους προβλέπουν οι δύο αυτοί κανονισμοί.

42      Ο σκοπός αυτός συνάγεται επίσης από την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 593/2008, κατά την οποία το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις του κανονισμού αυτού πρέπει να συνάδουν με τον κανονισμό 44/2001.

43      Κατά συνέπεια, το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 3, πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης διατάξεως του κανονισμού 593/2008 και με σημείο αναφοράς την έννοια του οργανωμένου ταξιδίου στην οποία παραπέμπει ο δεύτερος αυτός κανονισμός. Συγκεκριμένα, πρόκειται, καταρχάς, για έννοια που περιέχεται σε οδηγία σκοπούσα ειδικώς στην προστασία του καταναλωτή, ιδίως στην περίπτωση οργανωμένων ταξιδίων. Εν συνεχεία, ο πλέον πρόσφατος κανονισμός, δηλαδή ο κανονισμός 593/2008, παραπέμπει ρητώς στην έννοια αυτή. Τέλος, στην αιτιολογική έκθεση της προτάσεως κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [COM(1999) 348 τελικό], η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων χρησιμοποίησε τον όρο «οργανωμένο ταξίδι» και παρέπεμψε ρητώς στην οδηγία 90/314 για να εξηγήσει το σχέδιο του άρθρου 15, παράγραφος 3, το οποίο πρότεινε και του οποίου η διατύπωση δεν τροποποιήθηκε στο τελικό κείμενο του κανονισμού 44/2001.

44      Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί αν ταξίδι σε εμπορικό πλοίο όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη εμπίπτει στην έννοια του «οργανωμένου ταξιδίου», όπως ορίζεται με την οδηγία 90/314.

45      Δεν αμφισβητείται συναφώς ότι στο συνολικό τίμημα του ταξιδίου αυτού σε εμπορικό πλοίο περιλαμβάνονταν, εκτός της μεταφοράς, οι δαπάνες καταλύματος, ενώ η διάρκεια του ταξιδίου υπερέβαινε τις 24 ώρες. Ως εκ τούτου, μια τέτοια παροχή πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως οργανωμένο ταξίδι κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 90/314 και εμπίπτει στον ορισμό της συμβάσεως μεταφοράς με συνολικό τίμημα η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, ερμηνευόμενο με γνώμονα το ως άνω άρθρο 2, σημείο 1.

46      Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C‑585/08 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι σύμβαση με αντικείμενο ταξίδι σε εμπορικό πλοίο, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, αποτελεί σύμβαση μεταφοράς στο συνολικό τίμημα της οποίας περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδίου και καταλύματος κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος στην υπόθεση C‑585/08 και επί του μόνου ερωτήματος στην υπόθεση C‑144/09

47      Με το δεύτερο ερώτημά του στην υπόθεση C‑585/08 και με το μόνο ερώτημά του στην υπόθεση C‑144/09, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν, αφενός, βάσει ποίων κριτηρίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας έμπορος, η δραστηριότητα του οποίου προβάλλεται στον ιστότοπό του ή στον ιστότοπο ενδιάμεσου, «κατευθύνει» τη δραστηριότητά του προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, και, αφετέρου, αν προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως τέτοια η δραστηριότητα αυτή αρκεί η δυνατότητα προσβάσεως μέσω Διαδικτύου στους ιστότοπους αυτούς.

48      Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο διαφορετικών ενδίκων διαφορών.

49      Η υπόθεση C‑585/08 αφορά ένδικη διαφορά μεταξύ ενός εμπόρου, της εταιρίας Reederei Karl Schlüter, και ενός καταναλωτή, του P. Pammer, με τον οποίο σύναψε σύμβαση η εταιρία και ο οποίος κατοικεί σε διαφορετικό κράτος μέλος από αυτό της έδρας της εν λόγω εταιρίας. Κατά τα φαινόμενα, δεν αμφισβητείται ότι η σύμβαση αυτή εμπίπτει στο πλαίσιο των εμπορικών δραστηριοτήτων του εν λόγω εμπόρου.

50      Ο P. Pammer, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο, έλαβε πληροφορίες για το ταξίδι συμβουλευόμενος τον ιστότοπο της ενδιάμεσης εταιρίας, στον οποίο προβάλλονταν διάφορες προσφορές ταξιδίων. Αρχικώς, επικοινώνησε με την εταιρία αυτή μέσω ηλεκτρονικής επιστολής, προκειμένου να του παρασχεθούν συμπληρωματικές πληροφορίες, και, στη συνέχεια, προέβη ταχυδρομικώς σε κράτηση όσον αφορά το ταξίδι.

51      Η υπόθεση C‑144/09 είναι σχετική με διαφορά μεταξύ εμπόρου, του Hotel Alpenhof, και ενός καταναλωτή, του O. Heller, με τον οποίο σύναψε σύμβαση το ξενοδοχείο στο πλαίσιο των εμπορικών δραστηριοτήτων του και ο οποίος κατοικεί σε διαφορετικό κράτος μέλος από αυτό στο οποίο ευρίσκεται το εν λόγω ξενοδοχείο. Δεν αμφισβητείται ότι ο O. Heller πληροφορήθηκε την ύπαρξη του ξενοδοχείου αυτού, προέβη στην κράτησή του και την επιβεβαίωσε εξ αποστάσεως, μέσω Διαδικτύου.

52      Στις δύο αυτές υποθέσεις, το Oberster Gerichtshof ζητεί να εκτιμηθεί αν ο έμπορος κατηύθηνε τη δραστηριότητά του προς το κράτος μέλος εντός του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, προκειμένου να καθορισθεί το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει τις διαφορές των κυρίων δικών.

53      Το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, εισάγει παρέκκλιση τόσο από τη γενική δωσιδικία του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, βάσει του οποίου διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, όσο και από τον κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών εκ συμβάσεως, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ιδίου αυτού κανονισμού, βάσει του οποίου διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή (βλ., σχετικώς, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, C‑464/01, Gruber, Συλλογή 2005, σ. I‑439, σκέψη 34).

54      Εάν γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα του εμπόρου «κατευθύνεται προς» το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, τότε στην υπόθεση C‑585/08, σχετικά με διαφορά μεταξύ του P. Pammer και της Reederei Karl Schlüter, διεθνή δικαιοδοσία θα έχουν τα αυστριακά δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, εφόσον ο καταναλωτής επιλέξει να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον των δικαστηρίων αυτών και όχι ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους εντός του οποίου είναι εγκατεστημένη η εναγόμενη εταιρία Reederei Karl Schlüter, δηλαδή των γερμανικών. Όσον αφορά την υπόθεση C‑144/09, δεδομένου ότι ο καταναλωτής, εν προκειμένω ο O. Heller, είναι κάτοικος Γερμανίας, διεθνή δικαιοδοσία θα έχουν τα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού και όχι αυτά του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται το Hotel Alpenhof, δηλαδή εν προκειμένω στην Αυστρία.

55      Ο κανονισμός 44/2001 δεν περιέχει ορισμό της έννοιας της δραστηριότητας η οποία «κατευθύνεται προς» το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής, έννοια η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού. Η έννοια αυτή, όπως και αυτές του άρθρου 13 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο αντικαταστάθηκε από το εν λόγω άρθρο 15, πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς, βάσει κυρίως του συστήματος και των σκοπών του κανονισμού αυτού, προκειμένου να διασφαλισθεί πλήρως η αποτελεσματικότητά του (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C‑96/00, Gabriel, Συλλογή 2002, σ. I‑6367, σκέψη 37).

56      Συναφώς, σύμφωνα με τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001, πρέπει να ληφθεί υπόψη η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 13, καθώς βεβαίως και οι τροποποιήσεις που επέφερε στο άρθρο αυτό ο κανονισμός 44/2001.

57      Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι, στο πλαίσιο του συστήματος του κανονισμού 44/2001, το άρθρο του 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του ιδίου αυτού κανονισμού, έχει την ίδια θέση και τον ίδιο σκοπό προστασίας του ασθενέστερου μέρους με το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (απόφαση της 14ης Μαΐου 2009, C‑180/06, Ilsinger, Συλλογή 2009, σ. I‑3961, σκέψη 41).

58      Όσον αφορά την τελευταία αυτή διάταξη, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι το ειδικό καθεστώς που καθιέρωσαν οι διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών στην περίπτωση των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές σκοπεί να διασφαλίσει την προσήκουσα προστασία του καταναλωτή, ο οποίος θεωρείται ότι από οικονομικής απόψεως είναι το ασθενέστερο εκ των συμβαλλομένων μερών και ότι από νομικής απόψεως έχει λιγότερη πείρα απ’ ό,τι ο επαγγελματίας αντισυμβαλλόμενός του (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Gruber, σκέψη 34, και απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, C‑27/02, Engler, Συλλογή 2005, σ. I‑481, σκέψη 39).

59      Πάντως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης, στη σκέψη 48 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Ilsinger, ότι η διατύπωση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 δεν είναι καθ’ όλα όμοια προς αυτήν του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Ειδικότερα, με τη σκέψη 50 της εν λόγω αποφάσεως, έκρινε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως τις οποίες πρέπει να πληρούν οι συμβάσεις καταναλωτών διατυπώνονται πλέον κατά τρόπο πιο γενικό, προκειμένου να διασφαλίζεται η καλύτερη προστασία των καταναλωτών λαμβανομένων υπόψη των νέων μέσων επικοινωνίας και της αναπτύξεως του ηλεκτρονικού εμπορίου.

60      Ο νομοθέτης της Ενώσεως αντικατέστησε κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις που αφορούσαν, αφενός, τον έμπορο, ο οποίος έπρεπε να προβεί σε ειδική προσφορά ή σε διαφήμιση εντός του κράτους κατοικίας του καταναλωτή, και, αφετέρου, τον καταναλωτή, ο οποίος έπρεπε να προβεί εντός του κράτους αυτού στις απαραίτητες για την κατάρτιση της συμβάσεως πράξεις, με προϋποθέσεις που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του εμπόρου. Συναφώς, ο έμπορος πρέπει να ασκεί τις εμπορικές δραστηριότητές του εντός του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής ή να κατευθύνει, με οποιοδήποτε μέσο, τις δραστηριότητες αυτές προς το εν λόγω κράτος μέλος ή προς πλείονα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και το κράτος μέλος αυτό, η δε σύμβαση πρέπει να εμπίπτει στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών.

61      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, περιλαμβάνει και αντικαθιστά τις προγενέστερες έννοιες της «ειδικής προσφοράς» και της «διαφημίσεως», καλύπτοντας, όπως δηλώνει η φράση «με οποιοδήποτε μέσο», ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων.

62      Η τροποποίηση αυτή, η οποία ενισχύει την προστασία του καταναλωτή, οφείλεται στην ανάπτυξη των επικοινωνιών μέσω Διαδικτύου που καθιστά δυσχερέστερο τον καθορισμό του τόπου στον οποίο ο καταναλωτής προέβη στις αναγκαίες για την κατάρτιση της συμβάσεως πράξεις, ενώ παράλληλα καθιστά τον καταναλωτή πιο ευάλωτο στις προτάσεις των εμπόρων.

63      Πάντως, από το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 δεν συνάγεται αν η φράση «κατευθύνει τέτοιου είδους δραστηριότητες προς» παραπέμπει στη βούληση του εμπόρου να στραφεί προς ένα ή πλείονα άλλα κράτη μέλη ή αν απλώς αφορά δραστηριότητα η οποία κατευθύνεται εκ των πραγμάτων προς τα κράτη αυτά, ανεξαρτήτως μιας τέτοιας βουλήσεως.

64      Επομένως, το ζήτημα που τίθεται είναι αν απαιτείται βούληση του εμπόρου να στοχεύσει την αγορά ενός ή πλειόνων άλλων κρατών μελών και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, με ποιο τρόπο πρέπει να εκδηλωθεί η βούληση αυτή.

65      Η βούληση αυτή συνάγεται εμμέσως από ορισμένες μορφές διαφημίσεως.

66      Όσον αφορά τις έννοιες των όρων «διαφήμιση» και «ειδική προσφορά», κατά το άρθρο 13 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι εμπίπτει σ’ αυτές κάθε μορφή διαφημίσεως εντός του συμβαλλομένου κράτους της κατοικίας του καταναλωτή, είτε η διαφήμιση απευθύνεται γενικά προς το κοινό, δημοσιευόμενη στον Τύπο, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο ή σε οποιοδήποτε άλλο μέσο, είτε απευθύνεται απευθείας στον καταναλωτή, για παράδειγμα μέσω καταλόγων που προορίζονται ειδικά για το εν λόγω κράτος ή μέσω προτάσεως για τη σύναψη συμβάσεως απευθυνομένης προσωπικά προς τον καταναλωτή, ιδίως μέσω πράκτορα ή πλανόδιου πωλητή (προπαρατεθείσα απόφαση Gabriel, σκέψη 44).

67      Οι συνήθεις τρόποι διαφημίσεως που ρητώς μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη προϋποθέτουν ότι ο έμπορος υποβάλλεται σε δαπάνες οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σημαντικές προκειμένου να καταστεί γνωστός σε άλλα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, αποδεικνύουν τη βούληση του εμπόρου να κατευθύνει τη δραστηριότητά του προς αυτά.

68      Αντιθέτως, η βούληση αυτή δεν υπάρχει πάντα στην περίπτωση της διαφημίσεως μέσω Διαδικτύου. Δεδομένου ότι αυτός ο τρόπος επικοινωνίας έχει ως εκ της φύσεώς του παγκόσμια εμβέλεια, δυνατότητα προσβάσεως σε διαφήμιση εμπόρου προβαλλόμενη σε ιστότοπο υπάρχει καταρχήν εντός οποιουδήποτε κράτους και, επομένως, στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, χωρίς να πρέπει ο έμπορος να υποβληθεί σε επιπλέον δαπάνες και ανεξαρτήτως της βουλήσεώς του να στοχεύσει ως αγοραστικό κοινό καταναλωτές οι οποίοι κατοικούν εκτός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως του εμπόρου.

69      Εντούτοις, από τα ανωτέρω δεν συνάγεται ότι η φράση «κατευθύνει τέτοιου είδους δραστηριότητες προς» έχει την έννοια ότι αφορά απλώς τη δυνατότητα προσβάσεως σε ιστότοπο η οποία υφίσταται εντός κρατών μελών διαφορετικών από αυτό όπου είναι εγκατεστημένος ο οικείος έμπορος.

70      Συγκεκριμένα, μολονότι τα άρθρα 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 16 του κανονισμού 44/2001 σκοπούν αναμφιβόλως στην προστασία των καταναλωτών, εντούτοις η προστασία αυτή δεν είναι απόλυτη [βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά την οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (ΕΕ L 372, σ. 31), απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, C‑215/08, E. Friz, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 44].

71      Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών της, εάν αυτή ήταν η βούληση του νομοθέτη της Ενώσεως, τότε δεν θα είχε τεθεί ως προϋπόθεση εφαρμογής των διατάξεων περί συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές η «κατεύθυνση της δραστηριότητας προς κράτος μέλος», αλλά η ύπαρξη απλώς του ιστοτόπου.

72      Μολονότι προετίθετο να ενισχύσει περαιτέρω την προστασία του καταναλωτή, ο νομοθέτης αυτός δεν έφτασε μέχρι του σημείου να δεχθεί ότι η απλή χρήση ιστοτόπου, η οποία έχει καταστεί σύνηθες μέσο ασκήσεως εμπορικών δραστηριοτήτων, ανεξαρτήτως της περιοχής στην οποία στοχεύει, συνιστά δραστηριότητα «κατευθυνόμενη προς» άλλα κράτη μέλη θέτοντας σε εφαρμογή τον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, ο οποίος σκοπεί στην προστασία του καταναλωτή.

73      Έτσι, από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως πρόταση κανονισμού προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ενώσεως απέρριψε πρόταση της Επιτροπής να προστεθεί στον κανονισμό 44/2001 αιτιολογική σκέψη, με την οποία επισημαινόταν ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο εμπορευμάτων και υπηρεσιών με μέσα για τα οποία υπάρχει δυνατότητα προσβάσεως εντός κράτους μέλους συνιστά δραστηριότητα η οποία «κατευθύνεται προς» αυτό το κράτος.

74      Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται επίσης από την κοινή δήλωση του Συμβουλίου και της Επιτροπής κατά την έκδοση του κανονισμού 44/2001, η οποία περιελήφθη και στην εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 593/2008 και σύμφωνα με την οποία το γεγονός και μόνον της δυνατότητας προσβάσεως σε ιστότοπο δεν αρκεί για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001.

75      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, προκειμένου να έχει εφαρμογή το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, ο έμπορος πρέπει να έχει εκδηλώσει τη βούλησή του να συνάψει εμπορικές σχέσεις με τους καταναλωτές ενός ή περισσοτέρων άλλων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και το κράτος στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής.

76      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί, προκειμένου περί συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ εμπόρου και συγκεκριμένου καταναλωτή, αν, πριν την ενδεχόμενη σύναψη της συμβάσεως με αυτόν τον καταναλωτή, υπήρχαν ενδείξεις περί του ότι ο έμπορος προετίθετο να συνάψει εμπορικές σχέσεις με καταναλωτές οι οποίοι κατοικούν εντός άλλων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το κράτος στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής αυτός, υπό την έννοια ότι ο έμπορος προετίθετο να συνάψει σύμβαση με τους καταναλωτές αυτούς.

77      Μεταξύ των ενδείξεων αυτών δεν καταλέγεται η αναγραφή στον ιστότοπο της ηλεκτρονικής ή της ταχυδρομικής διευθύνσεως του εμπόρου, ούτε και η αναγραφή των στοιχείων του τηλεφωνικής επικοινωνίας χωρίς κωδικό διεθνούς κλήσεως. Συγκεκριμένα, η αναγραφή τέτοιων στοιχείων δεν δηλώνει ότι ο έμπορος κατευθύνει τη δραστηριότητά του προς ένα ή πλείονα διαφορετικά κράτη μέλη, δεδομένου ότι στοιχεία αυτού του είδους είναι σε κάθε περίπτωση απαραίτητα προκειμένου να επικοινωνήσει με τον έμπορο καταναλωτής που κατοικεί εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο έμπορος.

78      Εξάλλου, όσον αφορά υπηρεσίες που παρέχονται μέσω Διαδικτύου, η αναγραφή ορισμένων από τα στοιχεία αυτά έχει καταστεί υποχρεωτική. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) (ΕΕ L 178, σ. 1), ο παρέχων υπηρεσίες υποχρεούται να γνωστοποιεί στους αποδέκτες της υπηρεσίας, πριν καν συνάψει σύμβαση μ’ αυτούς, εκτός από την ηλεκτρονική διεύθυνσή του, και άλλα στοιχεία που παρέχουν τη δυνατότητα ταχείας επαφής και άμεσης και ουσιαστικής επικοινωνίας (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2008, C‑298/07, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände, Συλλογή 2008, σ. I‑7841, σκέψη 40). Ο έμπορος υπέχει την υποχρέωση αυτή ανεξαρτήτως του κράτους μέλους προς το οποίο κατευθύνει τη δραστηριότητά του, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία η δραστηριότητα αυτή κατευθύνεται αποκλειστικά προς το κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος αυτός.

79      Ως εκ τούτου, δεν είναι καθοριστικής σημασίας η διάκριση στην οποία προέβησαν μερικές από τις κυβερνήσεις και ορισμένοι από τους διαδίκους που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, μεταξύ των ιστοτόπων που καθιστούν δυνατή την ηλεκτρονική επικοινωνία με τον έμπορο, ενδεχομένως και τη σύναψη συμβάσεως απευθείας μέσω Διαδικτύου, χάρη σε ιστότοπο που καλείται «αμφίδρομος», και των ιστοτόπων που δεν παρέχουν τη δυνατότητα αυτή, διάκριση βάσει της οποίας μόνον οι πρώτοι πρέπει να περιληφθούν στην κατηγορία αυτών μέσω των οποίων ασκείται δραστηριότητα που «κατευθύνεται προς» άλλα κράτη μέλη. Σε περίπτωση κατά την οποία αναγράφεται ταχυδρομική διεύθυνση ή άλλα στοιχεία επικοινωνίας του εμπόρου, ο καταναλωτής έχει πράγματι τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με τον έμπορο με σκοπό τη σύναψη συμβάσεως. Πλην όμως, η δυνατότητα αυτή υφίσταται ανεξαρτήτως του αν ο έμπορος είχε την πρόθεση ή όχι να συνάψει εμπορικές σχέσεις με καταναλωτές που κατοικούν σε κράτη μέλη διαφορετικά από αυτό εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος.

80      Μεταξύ των ενδείξεων που καθιστούν δυνατό να καθορισθεί αν δραστηριότητα «κατευθύνεται προς» το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή, καταλέγονται όλες οι προφανείς εκδηλώσεις της βουλήσεως του εμπόρου να παρακινήσει τους καταναλωτές αυτού του κράτους μέλους στη σύναψη συμβάσεως.

81      Μεταξύ των προφανών εκδηλώσεων τέτοιας βουλήσεως του εμπόρου καταλέγεται η ένδειξη ότι αυτός παρέχει τις υπηρεσίες του ή προσφέρει προς πώληση τα εμπορεύματά του εντός ενός ή πλειόνων κρατών μελών τα οποία κατονομάζει. Το αυτό ισχύει και για το τίμημα το οποίο καταβάλλεται στον διαχειριστή μηχανής αναζητήσεως για την παροχή υπηρεσιών ευρετηριάσεως στο Διαδίκτυο, προκειμένου να διευκολυνθεί η δυνατότητα προσβάσεως των καταναλωτών που κατοικούν εντός διαφορετικών κρατών μελών στον ιστότοπο του εμπόρου, στοιχείο που καταδεικνύει επίσης την ύπαρξη τέτοιας βουλήσεως.

82      Πάντως, ο χαρακτηρισμός δραστηριότητας ως «κατευθυνόμενης προς» άλλα κράτη μέλη δεν εξαρτάται μόνον από τόσο προφανείς ενδείξεις. Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το νομοθετικό ψήφισμά του επί της, προπαρατεθείσας στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, προτάσεως κανονισμού (ΕΕ 2001, C 146, σ. 101), απέρριψε διατύπωση σύμφωνα με την οποία ο έμπορος έπρεπε να «κατευθύνει σκοπίμως τη δραστηριότητά του, σε σημαντικό βαθμό», προς άλλα κράτη μέλη ή προς πλείονες χώρες, μεταξύ των οποίων και το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή. Συγκεκριμένα, αυτή η διατύπωση θα είχε ως συνέπεια να εξασθενήσει την προστασία του καταναλωτή, διότι θα απαιτούσε την απόδειξη της βουλήσεως του εμπόρου να αναπτύξει δραστηριότητα κάποιας εμβέλειας σε αυτά τα άλλα κράτη μέλη.

83      Άλλες ενδείξεις, ενδεχομένως συνδυαζόμενες μεταξύ τους, ενδέχεται να αποδεικνύουν την ύπαρξη δραστηριότητας η οποία «κατευθύνεται προς» το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή. Σε υποθέσεις όπως αυτές των κυρίων δικών πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα ακόλουθα γνωρίσματα, τα οποία προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και των οποίων ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός, αποτελούν, με την επιφύλαξη της διακριβώσεως της υπάρξεώς τους εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου, ενδείξεις δραστηριότητας η οποία «κατευθύνεται προς» ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001. Πρόκειται για τον διεθνή χαρακτήρα της επίμαχης δραστηριότητας, όπως στην περίπτωση ορισμένων τουριστικών δραστηριοτήτων, την αναγραφή στοιχείων τηλεφωνικής επικοινωνίας συνοδευόμενη από τον κωδικό διεθνούς κλήσεως, τη χρήση ονομασίας τομέα πρώτου επιπέδου διαφορετικής αυτής που αντιστοιχεί στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος, για παράδειγμα «.de», ή ακόμη και για τη χρήση ουδέτερων ονομασιών τομέα πρώτου επιπέδου, όπως «.com» ή «.eu», την περιγραφή δρομολογίων για τη μετάβαση από ένα ή πλείονα κράτη μέλη στον τόπο παροχής υπηρεσιών, καθώς και για τη μνεία διεθνούς πελατείας αποτελούμενης από πελάτες που έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, ιδίως με την προβολή μαρτυριών τέτοιων πελατών.

84      Όσον αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στον ιστότοπο ή το νόμισμα που διαλαμβάνεται σ’ αυτόν, με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως κοινή δήλωση του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η οποία περιελήφθηκε και στην εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 593/2008, επισημαίνεται ότι δεν αποτελούν στοιχεία που ασκούν επιρροή για να εκτιμηθεί αν μια δραστηριότητα κατευθύνεται προς ένα ή πλείονα άλλα κράτη μέλη. Τούτο ισχύει πράγματι οσάκις πρόκειται για τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται συνήθως στο κράτος μέλος από το οποίο ο έμπορος ασκεί τη δραστηριότητά του ή για το νόμισμα αυτού του κράτους μέλους. Εάν, αντιθέτως, ο ιστότοπος καθιστά δυνατή στους καταναλωτές τη χρήση διαφορετικής γλώσσας ή διαφορετικού νομίσματος από τα προηγούμενα, η γλώσσα και/ή το νόμισμα μπορούν να ληφθούν υπόψη και να αποτελέσουν ένδειξη βάσει της οποίας ενδέχεται να διαπιστωθεί ότι η δραστηριότητα του εμπόρου κατευθύνεται προς άλλα κράτη μέλη.

85      Σε υπόθεση όπως αυτή της ένδικης διαφοράς μεταξύ του Hotel Alpenhof και του O. Heller, υπάρχουν κατά τα φαινόμενα πλείονες ενδείξεις μεταξύ αυτών που παρατέθηκαν στις σκέψεις 83 και 84 της παρούσας αποφάσεως δυνάμενες να καταδείξουν ότι ο έμπορος κατηύθυνε τη δραστηριότητά του προς ένα ή πλείονα κράτη μέλη εκτός της Δημοκρατίας της Αυστρίας. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται, πάντως, να διακριβώσει αν τούτο ισχύει εν προκειμένω.

86      Το Hotel Alpenhof υποστηρίζει εντούτοις ότι η σύμβαση με τον καταναλωτή καταρτίσθηκε επί τόπου και όχι εξ αποστάσεως, δεδομένου ότι τα κλειδιά των δωματίων παραδίδονται επί τόπου, όπως επίσης και το τίμημα καταβάλλεται επί τόπου, και ότι, ως εκ τούτου, το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

87      Συναφώς, το γεγονός ότι τα κλειδιά παραδίδονται στον καταναλωτή και το γεγονός ότι ο καταναλωτής καταβάλλει το τίμημα εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος δεν αποκλείουν την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, σε περίπτωση κατά την οποία η κράτηση και η επιβεβαίωσή της έγιναν εξ αποστάσεως, οπότε ο καταναλωτής δεσμεύθηκε βάσει συμβάσεως συναφθείσας εξ αποστάσεως.

88      Στην υπόθεση C‑585/08, σχετικά με την ένδικη διαφορά μεταξύ του P. Pammer και της Reederei Karl Schlüter, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε ελάχιστα στοιχεία όσον αφορά τη δραστηριότητα της εταιρίας αυτής, τον ιστότοπο της ενδιάμεσης εταιρίας και τη σχέση μεταξύ της εταιρίας αυτής και της εταιρίας Reederei Karl Schlüter.

89      Το γεγονός ότι ο ιστότοπος ανήκε στην ενδιάμεσο εταιρία και όχι στον έμπορο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να γίνει δεκτό ότι ο έμπορος κατευθύνει τη δραστηριότητά του προς άλλα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και αυτό της κατοικίας του καταναλωτή, δεδομένου ότι η εταιρία αυτή ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό του εν λόγω εμπόρου. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν ο έμπορος είχε επίγνωση ή όχι του διεθνούς χαρακτήρα της δραστηριότητας της ενδιάμεσης εταιρίας και του είδους του μεταξύ τους συνδέσμου.

90      Ο διεθνής χαρακτήρας της επίμαχης δραστηριότητας, δηλαδή της οργανώσεως ταξιδίων σε εμπορικό πλοίο από την Ευρώπη στην Άπω Ανατολή, αποτελεί ένδειξη ασκούσα επιρροή, η οποία όμως δεν επιτρέπει αφεαυτής να γίνει δεκτό ότι ο έμπορος κατηύθυνε τη δραστηριότητά του προς άλλα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και αυτό της κατοικίας του καταναλωτή. Συγκεκριμένα, η δραστηριότητα του εμπόρου θα είχε το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτό ακόμη κι αν ο έμπορος, αυτοτελώς ή μέσω της ενδιάμεσης εταιρίας, ασκούσε τη δραστηριότητα αυτή μόνο στη Γερμανία και δεν την κατηύθυνε προς άλλα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, πρέπει κατ’ ανάγκη να υφίστανται και άλλες ενδείξεις, ιδίως μεταξύ αυτών που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 83 και 84 της παρούσας αποφάσεως, όπως η αναγραφή των στοιχείων τηλεφωνικής επικοινωνίας συνοδευόμενη από τον κωδικό διεθνούς κλήσεως, η χρήση άλλης γλώσσας εκτός της γερμανικής ή η αναφορά σε διεθνή πελατεία αποτελούμενη από πελάτες που έχουν την κατοικία τους σε διάφορα κράτη μέλη, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο έμπορος προετίθετο να συνάψει εμπορικές σχέσεις με πελάτες που κατοικούν εντός της Ενώσεως, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους.

91      Αντιθέτως, η αναγραφή της ηλεκτρονικής ή της ταχυδρομικής διευθύνσεως της ενδιάμεσης εταιρίας ή του εμπόρου δεν αποτελεί ένδειξη ασκούσα επιρροή, όπως προκύπτει από τη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως. Το αυτό ισχύει και για τη χρήση της γερμανικής γλώσσας ή τη δυνατότητα του καταναλωτή να προβεί στη συγκεκριμένη γλώσσα σε κράτηση όσον αφορά ταξίδι, σε περίπτωση κατά την οποία αυτή είναι η γλώσσα του εμπόρου.

92      Κατόπιν των ανωτέρω, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι έμπορος, του οποίου η δραστηριότητα προβάλλεται στον ιστότοπό του ή στον ιστότοπο ενδιαμέσου, «κατευθύνει» τη δραστηριότητά του προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, πρέπει να εξετασθεί αν, πριν την ενδεχόμενη σύναψη συμβάσεως με τον καταναλωτή, από τον ιστότοπο και τη συνολική δραστηριότητα του εμπόρου συνάγεται ότι αυτός προετίθετο να συνάψει εμπορικές σχέσεις με καταναλωτές οι οποίοι έχουν την κατοικία τους σε ένα ή πλείονα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και το κράτος της κατοικίας του καταναλωτή αυτού, υπό την έννοια ότι ο έμπορος προετίθετο να συνάψει μ’ αυτούς σύμβαση.

93      Τα ακόλουθα στοιχεία, των οποίων ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός, δύνανται να αποτελούν ενδείξεις βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα του εμπόρου κατευθύνεται προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή, δηλαδή ο διεθνής χαρακτήρας της δραστηριότητας, η περιγραφή δρομολογίων για τη μετάβαση από ένα ή πλείονα κράτη μέλη προς τον τόπο εγκαταστάσεως του εμπόρου, η χρήση διαφορετικής γλώσσας ή διαφορετικού νομίσματος από αυτήν ή αυτό που χρησιμοποιείται συνήθως στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος και η παράλληλη δυνατότητα κρατήσεως ή επιβεβαιώσεως της κρατήσεως στη διαφορετική αυτή γλώσσα, η αναγραφή στοιχείων τηλεφωνικής επικοινωνίας συνοδευόμενη από τον κωδικό διεθνούς κλήσεως, το τίμημα για την παροχή υπηρεσιών ευρετηριάσεως στο Διαδίκτυο προκειμένου να διευκολυνθεί η δυνατότητα προσβάσεως καταναλωτών που κατοικούν εντός διαφορετικών κρατών μελών στον ιστότοπο του εμπόρου ή στον ιστότοπο του ενδιαμέσου του, η χρήση ονομασίας τομέα πρώτου επιπέδου διαφορετικής από αυτήν που αντιστοιχεί στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος και η μνεία διεθνούς πελατείας αποτελούμενης από πελάτες που έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη μέλη. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει την ύπαρξη τέτοιων ενδείξεων.

94      Αντιθέτως, δεν αρκεί απλώς η εντός του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή δυνατότητα προσβάσεως στον ιστότοπο του εμπόρου ή στον ιστότοπο του ενδιαμέσου του. Το αυτό ισχύει και για την αναγραφή ηλεκτρονικής διευθύνσεως ή άλλων στοιχείων επικοινωνίας, καθώς και για τη χρήση της γλώσσας ή του νομίσματος που χρησιμοποιούνται συνήθως στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Σύμβαση με αντικείμενο ταξίδι σε εμπορικό πλοίο, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη της υποθέσεως C‑585/08, αποτελεί σύμβαση μεταφοράς στο συνολικό τίμημα της οποίας περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδίου και καταλύματος κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

2)      Προκειμένου να γίνει δεκτό ότι έμπορος, του οποίου η δραστηριότητα προβάλλεται στον ιστότοπό του ή στον ιστότοπο ενδιαμέσου, «κατευθύνει» τη δραστηριότητά του προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, πρέπει να εξετασθεί αν, πριν την ενδεχόμενη σύναψη συμβάσεως με τον καταναλωτή, από τον ιστότοπο και τη συνολική δραστηριότητα του εμπόρου συνάγεται ότι αυτός προετίθετο να συνάψει εμπορικές σχέσεις με καταναλωτές οι οποίοι έχουν την κατοικία τους σε ένα ή πλείονα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και το κράτος της κατοικίας του καταναλωτή αυτού, υπό την έννοια ότι ο έμπορος προετίθετο να συνάψει μ’ αυτούς σύμβαση.

Τα ακόλουθα στοιχεία, των οποίων ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός, δύνανται να αποτελούν ενδείξεις βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα του εμπόρου κατευθύνεται προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή, δηλαδή ο διεθνής χαρακτήρας της δραστηριότητας, η περιγραφή δρομολογίων για τη μετάβαση από ένα ή πλείονα κράτη μέλη προς τον τόπο εγκαταστάσεως του εμπόρου, η χρήση διαφορετικής γλώσσας ή διαφορετικού νομίσματος από αυτήν ή αυτό που χρησιμοποιείται συνήθως στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος και η παράλληλη δυνατότητα κρατήσεως ή επιβεβαιώσεως της κρατήσεως στη διαφορετική αυτή γλώσσα, η αναγραφή στοιχείων τηλεφωνικής επικοινωνίας συνοδευόμενη από τον κωδικό διεθνούς κλήσεως, το τίμημα για την παροχή υπηρεσιών ευρετηριάσεως στο Διαδίκτυο προκειμένου να διευκολυνθεί η δυνατότητα προσβάσεως καταναλωτών που κατοικούν εντός διαφορετικών κρατών μελών στον ιστότοπο του εμπόρου ή στον ιστότοπο του ενδιαμέσου του, η χρήση ονομασίας τομέα πρώτου επιπέδου διαφορετικής από αυτήν που αντιστοιχεί στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος και η μνεία διεθνούς πελατείας αποτελούμενης από πελάτες που έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη μέλη. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει την ύπαρξη τέτοιων ενδείξεων.

Αντιθέτως, δεν αρκεί απλώς η εντός του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή δυνατότητα προσβάσεως στον ιστότοπο του εμπόρου ή στον ιστότοπο του ενδιαμέσου του. Το αυτό ισχύει και για την αναγραφή ηλεκτρονικής διευθύνσεως ή άλλων στοιχείων επικοινωνίας, καθώς και για τη χρήση της γλώσσας ή του νομίσματος που χρησιμοποιούνται συνήθως στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ο έμπορος.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.